Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Τρῳάδες (1156-1206)

ΕΚ. θέσθ᾽ ἀμφίτορνον ἀσπίδ᾽ Ἕκτορος πέδῳ,
λυπρὸν θέαμα κοὐ φίλον λεύσσειν ἐμοί.
ὦ μείζον᾽ ὄγκον δορὸς ἔχοντες ἢ φρενῶν,
τί τόνδ᾽, Ἀχαιοί, παῖδα δείσαντες φόνον
1160 καινὸν διειργάσασθε; μὴ Τροίαν ποτὲ
πεσοῦσαν ὀρθώσειεν; οὐδὲν ἦτ᾽ ἄρα,
ὅθ᾽ Ἕκτορος μὲν εὐτυχοῦντος ἐς δόρυ
διωλλύμεσθα μυρίας τ᾽ ἄλλης χερός,
πόλεως δ᾽ ἁλούσης καὶ Φρυγῶν ἐφθαρμένων
1165 βρέφος τοσόνδ᾽ ἐδείσατ᾽· οὐκ αἰνῶ φόβον
ὅστις φοβεῖται μὴ διεξελθὼν λόγῳ.
ὦ φίλταθ᾽, ὥς σοι θάνατος ἦλθε δυστυχής.
εἰ μὲν γὰρ ἔθανες πρὸ πόλεως, ἥβης τυχὼν
γάμων τε καὶ τῆς ἰσοθέου τυραννίδος,
1170 μακάριος ἦσθ᾽ ἄν, εἴ τι τῶνδε μακάριον.
νῦν αὔτ᾽ ἰδὼν μὲν γνούς τε, σῇ ψυχῇ, τέκνον,
οὐκ οἶσθ᾽, ἐχρήσω δ᾽ οὐδὲν ἐν δόμοις ἔχων.
δύστηνε, κρατὸς ὥς σ᾽ ἔκειρεν ἀθλίως
τείχη πατρῷα, Λοξίου πυργώματα,
1175 ὃν πόλλ᾽ ἐκήπευσ᾽ ἡ τεκοῦσα βόστρυχον
φιλήμασίν τ᾽ ἔδωκεν, ἔνθεν ἐκγελᾷ
ὀστέων ῥαγέντων φόνος, ἵν᾽ αἰσχρὰ μὴ λέγω.
ὦ χεῖρες, ὡς εἰκοὺς μὲν ἡδείας πατρὸς
κέκτησθ᾽, ἐν ἄρθροις δ᾽ ἔκλυτοι πρόκεισθέ μοι.
1180 ὦ πολλὰ κόμπους ἐκβαλὸν φίλον στόμα,
ὄλωλας, ἐψεύσω μ᾽, ὅτ᾽ ἐσπίπτων λέχος,
«Ὦ μῆτερ, ηὔδας, ἦ πολύν σοι βοστρύχων
πλόκαμον κεροῦμαι, πρὸς τάφον θ᾽ ὁμηλίκων
κώμους ἀπάξω, φίλα διδοὺς προσφθέγματα».
1185 σὺ δ᾽ οὐκ ἔμ᾽, ἀλλ᾽ ἐγὼ σὲ τὸν νεώτερον,
γραῦς ἄπολις ἄτεκνος, ἄθλιον θάπτω νεκρόν.
οἴμοι, τὰ πόλλ᾽ ἀσπάσμαθ᾽ αἵ τ᾽ ἐμαὶ τροφαὶ
ὕπνοι τ᾽ ἐκεῖνοι φροῦδά μοι. τί καί ποτε
γράψειεν ἄν σοι μουσοποιὸς ἐν τάφῳ;
1190 Τὸν παῖδα τόνδ᾽ ἔκτειναν Ἀργεῖοί ποτε
δείσαντες; αἰσχρὸν τοὐπίγραμμά γ᾽ Ἑλλάδι.
ἀλλ᾽ οὖν πατρῴων οὐ λαχὼν ἕξεις ὅμως
ἐν ᾗ ταφήσῃ χαλκόνωτον ἰτέαν.
ὦ καλλίπηχυν Ἕκτορος βραχίονα
1195 σῴζουσ᾽, ἄριστον φύλακ᾽ ἀπώλεσας σέθεν.
ὡς ἡδὺς ἐν πόρπακι σὸς κεῖται τύπος
ἴτυός τ᾽ ἐν εὐτόρνοισι περιδρόμοις ἱδρώς,
ὃν ἐκ μετώπου πολλάκις πόνους ἔχων
ἔσταζεν Ἕκτωρ προστιθεὶς γενειάδι.
1200 φέρετε, κομίζετ᾽ ἀθλίῳ κόσμον νεκρῷ
ἐκ τῶν παρόντων· οὐ γὰρ ἐς κάλλος τύχας
δαίμων δίδωσιν· ὧν δ᾽ ἔχω, λήψῃ τάδε.
θνητῶν δὲ μῶρος ὅστις εὖ πράσσειν δοκῶν
βέβαια χαίρει· τοῖς τρόποις γὰρ αἱ τύχαι,
1205 ἔμπληκτος ὡς ἄνθρωπος, ἄλλοτ᾽ ἄλλοσε
πηδῶσι, κοὐδεὶς αὑτὸς εὐτυχεῖ ποτε.

***
ΕΚΑ. Την τορνευτήν ασπίδα του Έχτορά μου
χάμω πιθώστε· πίκρα των ματιών μου
κι όχι χαρά πια. Ω Αχαιοί, στη μάχη
πιο δυνατοί παρά στο νου, ποιόν φόβο
είχατε απ᾽ το παιδάκι αυτό, και τέτοιον
βρήκατε για το θάνατό του τρόπο;
1160 Την γκρεμισμένη Τροία μην ξαναχτίσει;
Ώστε είστε τιποτένιοι, αφού ένα βρέφος
σκιαχτήκατε, την ωρ᾽ αυτή που η πόλη
έπεσε πια κι οι Τρώες ξολοθρευτήκαν,
ενώ ο χαμός μάς ρήμαζε όταν μύρια
παλικάρια και πρώτος ο Έχτοράς μου
γερά σας πολεμούσαν· κατακρίνω
το δίχως βάση, τον ανόητο φόβο.
Μικρή διακοπή.
Σκληρός σε βρήκε θάνατος, γλυκό μου.
Για την πατρίδα αν έπεφτες στη μάχη,
αφού τα νιάτα πρώτα θα χαιρόσουν,
το γάμο, την ισόθεη βασιλεία,
1170 θα σε καλοτυχίζανε, αν υπάρχει
σ᾽ αυτά καλοτυχιά. Τώρα όλα τούτα
τα ᾽δες, αλλά δεν τα ᾽νιωσες, μπροστά σου
τα ᾽χες, μα δεν τα χάρηκες, παιδί μου.
Ω τα προγονικά σου κάστρα, το έργο
του Φοίβου, πώς σου κάμαν το κεφάλι!
Με τα φιλιά το σκέπαζε η μανούλα
και τα μαλλάκια σού ᾽σιαχνε, και τώρα
ο φόνος —πώς να πω τη φριχτή λέξη;—
απ᾽ τα σπασμένα χάσκει κόκαλά του.
Πώς μοιάζετε με του Έχτορα, εσείς χέρια·
τώρα νεκρά, παράλυτα μπροστά μου.
1180 Γλυκό μου στόμα εσύ, που ᾽ξερες τόσα
περήφανα λογάκια, εχάθης, κι ήταν
ψέματ᾽ αυτά που μου ᾽λεγες στο στρώμα,
όταν κοντά μου ερχόσουνα. «Κυρούλα»,
φώναζες, «σαν πεθάνεις, για τιμή σου
θα κόψω τα μαλλιά μου, στην κηδεία
θα φέρω και τους φίλους μου, με λόγια
θα σ᾽ αποχαιρετήσω πονεμένα.»
Κι αντίς, εγώ η γριά σε θάβω, γιε μου,
έρμη κι από παιδιά κι από πατρίδα.
Δε θα κοιμάσαι πια στην αγκαλιά μου,
πάνε τα χάδια κι οι έγνοιες μου για σένα.
Τί ποίημα θα σου γράψουνε στο μνήμα;
1190 «εδώ ειν᾽ ένα παιδάκι που οι Αργείοι
κάποτε το σκοτώσανε από φόβο»;
Επίγραμμα ντροπή για την Ελλάδα.
Κληρονομιά απ᾽ τον κύρη σου δεν πήρες,
τη χάλκινή του ασπίδα μόνο θα ᾽χεις,
που μέσα θα σε θάψουνε. ―Ω ασπίδα,
που φύλαες τ᾽ άξιο μπράτσο του Έχτορά μου,
τον αντρειωμένο σου έχασες αφέντη.
Ω το αποτύπωμά του στο λουρί σου,
και στο ώριο σου στεφάνι τα σημάδια
του ιδρώτα, νά, που του ᾽σταζε απ᾽ την όψη,
καθώς συχνά στην κούραση της μάχης
απάνω το σαγόνι του ακουμπούσε.
1200 Τρέξτε κι απ᾽ τα στολίδια που μας μένουν
φέρτε για το νεκρό·
Μερικές γυναίκες μπαίνουν μέσα στην καλύβα.
η περίστασή μας
για πράματα μεγάλα πια δεν είναι·
φτωχό μου, θα σου δώσω εκείνα που έχω.
Όποιος την ευτυχία του καμαρώνει
σαν κάτι απαρασάλευτο, είν᾽ ανόητος·
σαν τον τρελό τον άνθρωπο και η τύχη,
ιδιότροπη πηδά απ᾽ τη μια στην άλλη,
δε μένει πάντα σ᾽ έναν η ευτυχία.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Οι διάλεκτοι της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας

8.15 Η «ισχυρή» αττική διάλεκτος


Κάτι ανάλογο έγινε στην αρχαιότητα. Μέσα στο «μωσαϊκό» των αρχαίων διαλέκτων άρχισε από τον 5ο αιώνα π.Χ. να ξεχωρίζει μία, η αττική διάλεκτος, η διάλεκτος δηλαδή της σημαντικότερης και ισχυρότερης πόλης της εποχής. Οι Αθηναίοι τον 5ο αιώνα π.Χ. ήταν οι κυρίαρχοι ενός μεγάλου μέρους του ελληνόφωνου κόσμου, και μάλιστα του μέρους εκείνου που κατοικούνταν από ομιλητές της ιωνικής διαλέκτου. Η ιωνική διάλεκτος είχε ιδιαίτερο γόητρο. Ήταν η διάλεκτος των πλούσιων πόλεων της μικρασιατικής παραλίας, που γέννησαν τους πρώτους «σοφούς»: τον Θαλή τον Μιλήσιο, τον Ηράκλειτο, τον πατέρα της ιστορίας Ηρόδοτο. Ήταν ακόμη η διάλεκτος που κυριαρχούσε στα ποιήματα του Ομήρου. Αυτή η συνάντηση αττικής και ιωνικής δημιούργησε μια ισχυρή αττικοϊωνική διάλεκτο - «ισχυρή» γιατί οι ομιλητές της ανήκαν στην «αυτοκρατορία» της εποχής, την αθηναϊκή «αυτοκρατορία». Η διάλεκτος αυτή ξεχωρίζει, για ιστορικούς λόγους, με τον ίδιο τρόπο (και για παρόμοιους λόγους) που θα «ξεχωρίσει» πολύ αργότερα η πελοποννησιακή διάλεκτος, ή που «ξεχωρίζει» σήμερα η αγγλική γλώσσα. «Ισχυρή» διάλεκτος, «ισχυρή» γλώσσα σημαίνει επέκταση της χρήσης της: όλο και περισσότεροι θέλουν να τη μάθουν, γιατί τη χρειάζονται. Το πρώτο λοιπόν βήμα είχε γίνει: μία διάλεκτος, μέσα από το «μωσαϊκό» των διαλέκτων της αρχαίας ελληνικής, άρχισε για ιστορικούς λόγους να ξεχωρίζει από τις άλλες και να τις επισκιάζει, να κατακτά δηλαδή δικούς τους χώρους χρήσης. Όπως ήδη έχουμε πει, η αττική διάλεκτος, λόγω του γοήτρου της, έφτασε ως την αυλή των μακεδόνων βασιλιάδων, έγινε η επίσημη διάλεκτος του μακεδονικού βασιλείου. Η κυριαρχία των Μακεδόνων πάνω στις πόλεις της νότιας Ελλάδας, της Αθήνας συμπεριλαμβανομένης, στα χρόνια του Φιλίππου Β', πατέρα του Μ. Αλεξάνδρου, και στη συνέχεια οι κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου μέχρι την Αίγυπτο και την Ινδία εξάπλωσαν την αττική διάλεκτο σε μια τεράστια γεωγραφική έκταση. Έτσι, η διάλεκτος αυτή έγινε η κοινή γλώσσα όλου του κόσμου που ήταν είτε ελληνόφωνος (δηλαδή μιλούσε κάποια διάλεκτο της ελληνικής) είτε αλλόγλωσσος αλλά χρειαζόταν να ξέρει την «ισχυρή» γλώσσα της εποχής. Στην κοινή γράφουν οι αρχαίοι ιστορικοί Πολύβιος και Διόδωρος. Σε αυτή τη μορφή γλώσσας είναι επίσης γραμμένη η μετάφραση τμημάτων της Παλαιάς Διαθήκης, γνωστή ως μετάφραση των Εβδομήκοντα. Στην ίδια, τέλος, μορφή γλώσσας είναι γραμμένη η Καινή Διαθήκη.

Έτσι, λοιπόν, με βάση την αττική διάλεκτο δημιουργήθηκε η κοινή (έτσι την ονόμασαν οι ίδιοι οι αρχαίοι). Το «γόητρο» της κοινής οδήγησε σε μαρασμό και εξαφάνισε τις άλλες διαλέκτους, με τον ίδιο τρόπο που η δημιουργία της κοινής ομιλούμενης νέας ελληνικής, με βάση κυρίως την πελοποννησιακή διάλεκτο, οδήγησε σε μαρασμό τις νεοελληνικές διαλέκτους, αφού οι ομιλητές τους τις εγκατέλειψαν γιατί χρειάζονταν τα κοινωνικά οφέλη που παρείχε η κοινή ομιλούμενη νέα ελληνική. Έτσι, λοιπόν, χάθηκαν οι αρχαίες ελληνικές διάλεκτοι (έχασαν δηλαδή τους ομιλητές τους), για να επικρατήσει η κοινή που γεννήθηκε από τη γενίκευση της χρήσης μιας «ισχυρής» διαλέκτου. Από την αρχαία αυτή κοινή και τη διάσπασή της θα γεννηθούν οι νεότερες ελληνικές διάλεκτοι, οι οποίες, με τη σειρά τους, θα επισκιαστούν από τη δημιουργία μιας νέας κοινής, της κοινής ομιλούμενης νέας ελληνικής του 19ου αιώνα.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: ΙII. ΕΛΛΗΝΙΣΤΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 6. Η έλευση των Ρωμαίων

6.1. Οι μαθητές που ξεπερνούσαν τους δασκάλους


Ο Ιέρων ορίστηκε στρατηγός των Συρακουσών την εποχή που ο Πύρρος αναχωρούσε από τη Σικελία. Μετά από μεγάλες στρατιωτικές επιτυχίες, οι συμπολίτες του τον ανακήρυξαν βασιλιά και έμεινε γνωστός ως Ιέρων Β' (270-215). Στην αρχή ήρθε σε σύγκρουση με τους Ρωμαίους στη Σικελία, αλλά σύντομα συνθηκολόγησε και συνεργάστηκε μαζί τους στην αντιμετώπιση των Καρχηδονίων. Παραμένοντας πιστός τους σύμμαχος, εξασφάλισε μακροχρόνια ευημερία στην πόλη του. Στην περίοδο της βασιλείας του οι Ρωμαίοι έβαζαν τα θεμέλια για να κατακτήσουν τον κόσμο.

Το 264 οι Ρωμαίοι διάβηκαν για πρώτη φορά τη θάλασσα. Εξουσίαζαν πλέον το μεγαλύτερο μέρος της Ιταλίας και όλες τις ελληνικές πόλεις που βρίσκονταν στο νότιο τμήμα της και αποφάσισαν να επεκτείνουν τις στρατιωτικές τους επιχειρήσεις στη Σικελία. Εκεί ξεκίνησαν την αναμέτρηση με τους Καρχηδόνιους, που έμελλε, στην πρώτη της φάση, τον λεγόμενο Α' Καρχηδονιακό Πόλεμο, να διαρκέσει 24 χρόνια. Η συμμαχία τους με τον Ιέρωνα αποδείχθηκε πολύτιμη.

Από τους μακροχρόνιους πολέμους τους για κυριαρχία στην Ιταλία, οι Ρωμαίοι είχαν διδαχτεί να πολεμούν με τις λεγεώνες τους σε σχηματισμούς φάλαγγας. Από τους Έλληνες διδάχτηκαν την τέχνη της πολιορκίας και τη χρήση μηχανών που υπέσκαπταν και γκρέμιζαν τείχη. Είχε έρθει η ώρα να διδαχτούν τα μυστικά της θάλασσας από τους Καρχηδόνιους, που ήταν έμποροι και θαλασσοκράτορες, και να αποκτήσουν αξιόμαχο στόλο. Απέναντι στους Καρχηδόνιους, που μπορούσαν να προσλαμβάνουν μισθοφόρους με τον μεγάλο τους πλούτο και διέθεταν πολεμικούς ελέφαντες, αυτοί παρέταξαν τις σχεδόν απεριόριστες εφεδρείες που τους εξασφάλιζε ο έλεγχος της Ιταλίας.

Η πρώτη διαπεραίωση των Ρωμαίων στη Σικελία έγινε με πλοία δανεισμένα από τους Έλληνες. Ύστερα κατασκεύασαν δικό τους στόλο, με υπόδειγμα μια καρχηδονιακή πεντήρη που αιχμαλώτισαν. Σύντομα έβαλαν στόχο τη Σαρδηνία και την Κορσική. Διαπιστώνοντας ότι οι Καρχηδόνιοι είχαν τα μέσα να ανεφοδιάζονται διαρκώς στη Σικελία από τη μητρόπολή τους, εισέβαλαν στην ίδια την Καρχηδόνα. Ωστόσο, παρά το πείσμα τους και τις μεγάλες δαπάνες που κατέβαλαν, άργησαν να γίνουν αξιόμαχοι στη θάλασσα. Χρειάστηκε να υποβληθούν σε θυσίες και να υποστούν πολλές καταστροφές έως ότου καταφέρουν, όπως σημειώνει και ο Διόδωρος, να ξεπεράσουν τους δασκάλους τους.

Με την εισβολή των Ρωμαίων οι Καρχηδόνιοι βρέθηκαν σε τρομερό κίνδυνο. Κυριαρχούσαν στη θάλασσα, αλλά η στρατηγική τους στην ξηρά δεν ήταν εφάμιλλη με αυτή των εχθρών τους. Από το χείλος της καταστροφής τούς έσωσε ένας Σπαρτιάτης μισθοφόρος, ο Ξάνθιππος, τον οποίο όρισαν στρατηγό. Με την καθοδήγησή του νίκησαν τους πολιορκητές τους και συνέλαβαν ζωντανό τον Ρωμαίο στρατηγό. Για να περισώσουν τα υπολείμματα του στρατού τους, οι Ρωμαίοι ναυπήγησαν νέο στόλο, που έπεσε όμως σε τρικυμία και καταστράφηκε. Περιγράφοντας το γεγονός, ο ιστορικός Πολύβιος κάνει λόγο για τη μεγαλύτερη θαλασσινή καταστροφή στην ιστορία, έως την εποχή του. Από τα 364 πλοία σώθηκαν μόνο 80.

Οι Ρωμαίοι δεν το έβαλαν κάτω. Ναυπήγησαν νέο στόλο, που τον έχασαν και αυτόν πάλι σε θαλασσοταραχή. Για ένα διάστημα υποχρεώθηκαν έτσι να περιορίσουν τις επιχειρήσεις τους μόνο στη Σικελία. Στις σκληρές πολιορκίες οι δύο πλευρές αναδεικνύονταν συχνά ισοδύναμες και οι νίκες εναλλάσσονταν με ήττες. Αλλά στην τρίτη τους ναυτική προσπάθεια το 241 οι Ρωμαίοι αναδείχθηκαν νικητές. Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, οι Καρχηδόνιοι αποχώρησαν τελείως από τη Σικελία και δεσμεύτηκαν να μην πολεμούν στο εξής εναντίον του Ιέρωνα. Επιπλέον, απελευθέρωσαν χωρίς λύτρα όλους τους Ρωμαίους αιχμαλώτους και κατέβαλαν υπέρογκα χρηματικά ποσά. Στις σκληρές αναμετρήσεις είχαν χάσει περίπου 500 πεντήρεις και οι νικητές Ρωμαίοι σχεδόν 700. Οι απώλειες και των δύο πλευρών σε ανθρώπινο δυναμικό ήταν επίσης πολύ μεγάλες.

Την εποχή που οι Ρωμαίοι μάχονταν εναντίον των Καρχηδονίων, τα ελληνιστικά βασίλεια βρέθηκαν και πάλι σε πόλεμο μεταξύ τους. Το 260 ο βασιλιάς της Αιγύπτου Πτολεμαίος Β' Φιλάδελφος κλήθηκε να αντιμετωπίσει ταυτοχρόνως τον βασιλιά της Μακεδονίας Αντίγονο Γονατά και τον βασιλιά της Συρίας Αντίοχο Β' (261-246), που είχε μόλις διαδεχθεί τον πατέρα του Αντίοχο Α'. Η αναμέτρηση με τη Μακεδονία είχε για διακύβευμα τον έλεγχο του Αιγαίου, και με τη Συρία τον έλεγχο της Κοίλης Συρίας. Οι αναμετρήσεις έληξαν με απώλειες για τον Πτολεμαίο, που προχώρησε σε ξεχωριστές συμφωνίες το 255 με τον Αντίγονο και το 253 με τον Αντίοχο. Η συμφωνία για τη λήξη του λεγόμενου Β' Συριακού Πολέμου προέβλεπε τον γάμο του Αντίοχου με την κόρη του Πτολεμαίου Β', τη Βερενίκη.

Το 246, ωστόσο, ο Αντίοχος Β' πέθανε και τον διαδέχθηκε ο γιος του Σέλευκος Β' (246-225), τον οποίο είχε αποκτήσει με την πρώτη του σύζυγο, τη Λαοδίκη. Η Βερενίκη κατέφυγε στον αδελφό της Πτολεμαίο Γ' Ευεργέτη (246-221), που είχε και αυτός διαδεχθεί τον πατέρα του, και έτσι ξέσπασε ο λεγόμενος Γ' Συριακός ή Λαοδίκειος Πόλεμος. Στη συμφωνία που επήλθε το 241 ο Πτολεμαίος αναγνώρισε τον Σέλευκο ως βασιλιά της Συρίας, αλλά διεύρυνε τα όρια του δικού του βασιλείου. Κυριαρχούσε στο ανατολικό Αιγαίο, είχε πάλι τον έλεγχο της Κυρήνης και διατηρούσε φιλικές σχέσεις με τους Αχαιούς, τη Σπάρτη και τη Ρόδο.

Ο Αντίγονος Γονατάς είχε κερδίσει το βασίλειο της Μακεδονίας εκδιώκοντας τους Γαλάτες αλλά, σε αντίθεση με τον πατέρα του, αξιοποίησε περισσότερο τη διπλωματία παρά στρατηγικές αρετές. Με τη σταθερότητα και την επιμονή του αντιμετώπισε επιτυχώς τον Πύρρο και αμέσως μετά τον Πτολεμαίο Β', χωρίς να διακινδυνεύσει τη θέση του. Κυριαρχούσε επιπλέον σε πλήθος ελληνικές πόλεις. Για να τις διοικήσει διατηρούσε φρουρές σε λίγες επιλεγμένες θέσεις, ενώ σε πολλές πόλεις επέβαλε τυράννους που υπηρετούσαν τα συμφέροντά του. Έξω από την εξουσία του παρέμεναν ωστόσο οι Αιτωλοί και οι Αχαιοί, που επέμεναν να ακολουθούν ανεξάρτητη πολιτική.

Οι Αιτωλοί και οι Αχαιοί αισθάνονταν ότι αποτελούσαν διακριτά ἔθνη, το καθένα με κοινή καταγωγή και κοινά συμφέροντα. Οι Αιτωλοί άρχισαν να οργανώνονται αποτελεσματικά από τον 4ο αιώνα και οι Αχαιοί από τον 3ο, συγκροτώντας ομοσπονδιακές οργανώσεις, που ήταν γνωστές ως κοινά ή συμπολιτεῖαι. Αυτές επέτρεπαν στις πόλεις που τις αποτελούσαν να δρουν αποτελεσματικά, χωρίς να υποτάσσονται η μία στην άλλη. Στις συνελεύσεις, όπου λαμβάνονταν οι σημαντικές αποφάσεις και επιλέγονταν οι στρατηγοί, συμμετείχαν ισότιμα όλες οι πόλεις κάθε έθνους. Στους ταραγμένους καιρούς τόσο οι Αιτωλοί όσο και οι Αχαιοί γίνονταν συχνά αποδέκτες αιτημάτων από διάφορες πόλεις για στρατιωτική συνδρομή. Κατάφεραν μάλιστα να εντάξουν στις ομοσπονδιακές τους οργανώσεις και πόλεις που δεν ανήκαν στα έθνη τους.

Ήδη, με τον θάνατο του Αλεξάνδρου, οι Αιτωλοί είχαν δείξει αποφασισμένοι να αποτινάξουν τη μακεδονική κυριαρχία και έφεραν σε πολύ δύσκολη θέση τον Αντίπατρο. Ιδιαιτέρως ισχυροί αναδείχθηκαν όταν αντιμετώπισαν με επιτυχία τους Γαλάτες και έσωσαν τους Δελφούς από τους επιδρομείς. Στη μεγαλύτερή τους ακμή οι Αιτωλοί είχαν εξαπλωθεί σε ολόκληρη την κεντρική Ελλάδα. Εξέλεγαν κάθε χρόνο άρχοντες, από τους οποίους ένας ήταν στρατηγός, και διέθεταν ομοσπονδιακή βουλή και συνέλευση.

Οι Αχαιοί έκαναν ένα νέο ξεκίνημα την εποχή που ο Πύρρος μεταφερόταν στην Ιταλία. Το κοινό τους πολίτευμα παρείχε σε όλους ισότητα (ἰσηγορίαν) και ελευθερία λόγου (παρρησίαν). Όπως οι Αιτωλοί, διέθεταν και αυτοί ετήσιους άρχοντες, οι οποίοι στην αρχή εκλέγονταν με τη σειρά από διαφορετική κάθε φορά πόλη· είχαν επίσης αντιπροσωπευτικές συνελεύσεις. Όταν αναδείχθηκε ως ηγετική φυσιογνωμία της ομοσπονδίας τους ο Άρατος, άρχισαν να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στα ελληνικά πράγματα. Από τότε, όπως σημειώνει ο Πλούταρχος, αυτοί που όλοι μαζί δεν είχαν τη δύναμη ούτε μιας αξιόλογης πόλης και που δεν διεκδικούσαν κανένα μερίδιο στην παλαιά ακμή των Ελλήνων, έγιναν ακαταμάχητοι, διατήρησαν την ελευθερία τους ανάμεσα σε ισχυρές πόλεις, ενώ απελευθέρωσαν επιπλέον πολλούς από τους άλλους Έλληνες. Κοινός στόχος ήταν η απομάκρυνση των Μακεδόνων από την Πελοπόννησο, η εκδίωξη των τυράννων και η εξασφάλιση της κοινής και πατροπαράδοτης ελευθερίας για όλους. Όσοι θέλησαν να αφηγηθούν τα γεγονότα διέθεταν, πέρα από άλλες πηγές, τα απομνημονεύματα (ὑπομνήματα) του ίδιου του Άρατου.

Το 251 ο Άρατος, σε ηλικία είκοσι ετών, απελευθέρωσε την πόλη του Σικυώνα από την τυραννία και, μολονότι την κατοικούσαν Δωριείς, την ενέταξε στο ἔθνος των Αχαιών. Το 243 κατέλαβε τον Ακροκόρινθο και προσάρτησε την Κόρινθο. Το πλήγμα που επέφερε στους Μακεδόνες ήταν ισχυρότατο, διότι με τη φρουρά που διατηρούσαν εκεί ασκούσαν έλεγχο σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Σύντομα προσάρτησε τα Μέγαρα και στη συνέχεια την Τροιζήνα και την Επίδαυρο. Οι προσπάθειές του να απελευθερώσει τους Αθηναίους από τη μακεδονική φρουρά και να τους προσελκύσει απέβησαν άκαρπες. Κατάφερε ωστόσο να εντάξει στο κοινό των Αχαιών τη Μεγαλόπολη, τον Ορχομενό, το Άργος και πολλές άλλες πόλεις.

Ο Άρατος δεν ήταν αποτελεσματικός στις στρατιωτικές αναμετρήσεις, αλλά διακρίθηκε για τη διπλωματία και την αποφασιστικότητά του. Πολλές σημαντικές υποθέσεις τις χειρίστηκε με μεγάλη μυστικότητα, εκμεταλλευόμενος τις συγκυρίες και τους συσχετισμούς της εποχής. Συνεργάστηκε με τον βασιλιά της Αιγύπτου (τον οποίο επισκέφθηκε και από τον οποίο εξασφάλισε χρήματα), πολέμησε εναντίον των Αιτωλών, αλλά και συμμάχησε μαζί τους εναντίον των Μακεδόνων. Αναγνωρίζοντας τις ξεχωριστές του ικανότητες, οι Αχαιοί τον εξέλεξαν πολλές φορές στρατηγό, παραβιάζοντας τη γενική αρχή της εναλλαγής. Κύριος αντίπαλός του ήταν οι Μακεδόνες και οι τύραννοι που είχαν επιβάλει στην Πελοπόννησο. Στη μεγαλύτερή της ακμή η Συμπολιτεία του εξαπλώθηκε σε όλη σχεδόν την Πελοπόννησο. Μόνη υπολογίσιμη δύναμη στην περιοχή που παρέμενε ανεξάρτητη ήταν η Σπάρτη.

Η Σπάρτη είχε ακολουθήσει επίσης σταθερά αντιμακεδονική πολιτική. Παρά τις επανειλημμένες της ήττες διατηρούσε πείσμα αντίστοιχο της ιστορίας της. Ο ισχυρός βασιλιάς Άρευς Α' προσέδωσε μάλιστα ιδιαίτερη αίγλη στο βασιλικό αξίωμα. Σύμφωνα με μια παράδοση, απέστειλε επιστολή προς τον αρχιερέα των Ιουδαίων, στην οποία ισχυριζόταν ότι οι Λακεδαιμόνιοι και οι Ιουδαίοι ήταν συγγενείς. Εάν η παράδοση αυτή έχει δόση αλήθειας, τότε προφανώς παρακολουθούσε προσεκτικά τις διεθνείς εξελίξεις, αναζητώντας συμμάχους. Κάποια στιγμή πολέμησε στην Κρήτη, επέστρεψε εγκαίρως για να σώσει την πόλη του από την εισβολή του Πύρρου και σκοτώθηκε μαχόμενος εναντίον του Αντίγονου Γονατά. Αλλά στο εσωτερικό της Σπάρτης, μετά την απώλεια της Μεσσηνίας έναν αιώνα νωρίτερα, σοβούσε ήδη μια σοβαρότατη κοινωνική κρίση. Κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η ὀλιγανθρωπία, δηλαδή η συρρίκνωση του αριθμού των πολιτών, για την οποία είχε κάνει λόγο ήδη ο Αριστοτέλης.

Το χρυσάφι και το ασήμι (κάποτε απαγορευμένα μέταλλα στη Σπάρτη) κυκλοφορούσαν πλέον σε αφθονία, επιτρέποντας σε έναν μικρό αριθμό πολιτών να αποκτήσει το μέγιστο μέρος της καλλιεργήσιμης γης. Σημαντικές εκτάσεις βρίσκονταν άλλωστε στην ιδιοκτησία γυναικών. Πλήθος Σπαρτιάτες απέμεναν έτσι άκληροι και έχαναν τα πολιτικά τους δικαιώματα. Από 8.000 που ήταν την εποχή των Περσικών Πολέμων είχαν περιοριστεί σε μόλις 700 άνδρες. Και αυτοί ενδιαφέρονταν περισσότερο για πολυτέλειες και τρυφή και λιγότερο για πολεμικά έργα. Την εποχή που βασίλευε ο Άρευς κατέρρευσε και το σύστημα της ἀγωγῆς, στο οποίο βασιζόταν η πολεμική αρετή των πολιτών. Την πόλη είχε σώσει από το χείλος της καταστροφής σε διάφορες ευκαιρίες μόνο η αυτοθυσία των κατοίκων της, περιλαμβανομένων των αμάχων και των γυναικών.

Την κοινωνική κρίση της Σπάρτης προσπάθησε να ελέγξει ο βασιλιάς Άγις Δ' (245-241). Για τον σκοπό αυτό προώθησε ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις με σύνθημα την επάνοδο στο πάτριο πολίτευμα του Λυκούργου και με στόχο τη διεύρυνση του σώματος των πολιτών, ώστε να φτάσει τους 4.500 άνδρες. Μια από τις πρώτες του ενέργειες ήταν να εξορίσει τον συμβασιλέα Λεωνίδα Β' (254-235) και να αντικαταστήσει τους εφόρους που αντιδρούσαν στα σχέδιά του. Παρέγραψε τα χρέη των Σπαρτιατών που είχαν συσσωρευτεί και υποσχέθηκε αναδιανομή της γης.

Ο Άγις έφερε τους Σπαρτιάτες πλησιέστερα στους Αχαιούς και δέχτηκε να πολεμήσει μαζί τους στον Ισθμό της Κορίνθου εναντίον των Αιτωλών, που απειλούσαν την Πελοπόννησο. Αλλά η συνεργασία αυτή δεν τελεσφόρησε. Ένας από τους λόγους ήταν η αντίδραση πολλών πλούσιων Ελλήνων που φοβούνταν ότι το μεταρρυθμιστικό του πρόγραμμα μπορούσε να γίνει παράδειγμα για μίμηση. (Οι περισσότερες ελληνικές πόλεις υπέφεραν άλλωστε από παρόμοια κοινωνικά προβλήματα και μια σπίθα θα μπορούσε να ξεσηκώσει κοινωνικές εξεγέρσεις.) Όταν επέστρεψε στη Σπάρτη, ο Άγις βρήκε τους αντιπάλους του συσπειρωμένους με αρχηγό τον Λεωνίδα, ο οποίος είχε επιστρέψει στην πόλη. Συνελήφθη και εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες. Η εκτέλεση αυτή θεωρήθηκε αργότερα ως η πλέον φοβερή και ανόσια πράξη που έγινε στη ιστορία της Σπάρτης. Ο Λεωνίδας, συνηθισμένος στις πολυτέλειες από την εποχή που ζούσε στην αυλή του Σέλευκου Α', ανέστειλε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια.

Ο θάνατος του Αντίγονου Γονατά το 239 δημιούργησε μια νέα κατάσταση. Ο γιος του Δημήτριος Β' (239-229), που τον διαδέχθηκε, ήταν αποφασισμένος και ικανός να συνεχίσει την πολιτική του πατέρα του, αλλά τα προβλήματα που παρουσιάστηκαν στα δυτικά και τα βόρεια σύνορά του περιόρισαν την αποτελεσματικότητά του. Στα χρόνια του οι Αχαιοί έφτασαν στη μεγαλύτερη ακμή τους. Ακόμη και οι Αιτωλοί δέχτηκαν να συνεργαστούν μαζί τους εναντίον των Μακεδόνων. Συνάντησαν ωστόσο ένα πολύ ισχυρό εμπόδιο, που στάθηκε φραγμός στα σχέδιά τους να ενώσουν όλη την Πελοπόννησο: την αναγεννημένη Σπάρτη.

Με τον θάνατο του Λεωνίδα, βασιλιάς στη Σπάρτη ανέλαβε ο γιος του Κλεομένης Γ' (235-222). Ο πατέρας του τον είχε υποχρεώσει να παντρευτεί τη σύζυγο του Άγη, η οποία φαίνεται ότι τον μύησε στο μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα που είχε αφήσει ανολοκλήρωτο ο πρώτος της σύζυγος. Μεταξύ αυτών που τον διαμόρφωσαν ήταν επίσης ένας στωικός φιλόσοφος, μαθητής του Ζήνωνα. (Η Σπάρτη δεν ήταν πλέον αμέτοχη σε φιλοσοφικές συζητήσεις.) Το πρώτο μέλημα του Κλεομένη ήταν να ισχυροποιήσει τη θέση της πόλης του στην Πελοπόννησο. Πετυχαίνοντας σημαντικές νίκες και κερδίζοντας με το μέρος του αρκετές άλλες πόλεις, αισθάνθηκε αρκετά ισχυρός για να αντιμετωπίσει τα εσωτερικά προβλήματα της πόλης του.

Μόλις βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, ο Κλεομένης σκότωσε τους τέσσερις από τους πέντε εφόρους, κατήργησε το αξίωμά τους και εξόρισε από την πόλη όσους θεωρούσε επικίνδυνους εχθρούς του. Προχώρησε στον προσδοκώμενο από πολλούς αναδασμό της γης και απέδωσε δικαιώματα πολίτη σε ικανούς περίοικους. Ιδιαιτέρως καταπολέμησε τις ξενόφερτες απολαύσεις και πολυτέλειες. Αμέσως μετά αναμόρφωσε την πολεμική τεχνική των οπλιτών, εισάγοντας τη μακεδονική σάρισα και επαναφέροντας την πατροπαράδοτη ἀγωγήν. Διατήρησε τη διπλή βασιλεία, αλλά επέβαλε ως συμβασιλέα τον αδελφό του. Η Σπάρτη είχε πλέον δύο βασιλείς που κατάγονταν από το ίδιο γένος. Μέσα σε σύντομο διάστημα μπορούσε να κατατροπώνει σε πολεμικές αναμετρήσεις τους Αχαιούς. Ήταν σε θέση να καταλαμβάνει πόλεις όπως η Μεγαλόπολη ή ακόμη και το Άργος, που κανένας βασιλιάς της Σπάρτης δεν είχε κατορθώσει να εκπορθήσει - ούτε άλλωστε ο Πύρρος. Άρχισε έτσι σύντομα συνεννοήσεις με τους Αιτωλούς για κοινά στρατιωτικά σχέδια. Επιπλέον, κέρδισε την υποστήριξη της Αιγύπτου, στερώντας τους Αχαιούς από ένα σημαντικό στήριγμα.

Οι Αχαιοί βρέθηκαν σε πολύ δυσχερή θέση, χάνοντας τη μια κρίσιμη μάχη μετά την άλλη. Οι Σπαρτιάτες ήταν και πάλι μια πολύ ισχυρή δύναμη στην Πελοπόννησο και φιλοδοξούσαν να καταστούν ηγεμόνες της, όπως παλιά. Επιπλέον, πολλοί φτωχοί πολίτες σε διάφορες περιοχές επιθυμούσαν την αναδιανομή της γης και την παραγραφή των χρεών τους, προσβλέποντας στον Κλεομένη. Έχοντας ηττηθεί αρκετές φορές στα πεδία των μαχών, αρκετοί Αχαιοί ήταν πλέον έτοιμοι να αποδεχθούν την ηγεμονία των Σπαρτιατών. Με αυτά τα δεδομένα, ο Άρατος αποφάσισε να χαράξει νέα στρατηγική.

Πρώτη του σκέψη ήταν η συνεργασία των Αχαιών με τους Αθηναίους. Στο βασίλειο της Μακεδονίας ο Δημήτριος, ηττημένος από τους Δαρδανούς, πέθανε το 229. Στη θέση του ανήλικου γιου του Φιλίππου την εξουσία ανέλαβε ένας θείος του, ο Αντίγονος Δώσων (229-221), στην αρχή ως επίτροπος και στη συνέχεια ως βασιλιάς. Οι Αθηναίοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία και, εξαγοράζοντας με πλούσια αμοιβή τον Μακεδόνα τοποτηρητή, κατάφεραν να απαλλαγούν από τη φρουρά που τους είχε επιβληθεί από το τέλος του Χρεμωνιδείου πολέμου το 263. (Ο Πειραιάς είχε φρουρά από πολύ παλαιότερα.) Στην απελευθέρωση αυτή έπαιξε ρόλο και ο Άρατος, ο οποίος συνεισέφερε χρήματα και μεσολάβησε προσωπικώς, μολονότι εκείνη την εποχή ήταν υποχρεωμένος να μετακινείται με φορείο. Ο Αχαιός πολιτικός θεώρησε λοιπόν ότι η στιγμή ήταν κατάλληλη για να προσχωρήσει στη Συμπολιτεία και η Αθήνα. Οι Αθηναίοι ωστόσο επέλεξαν να ακολουθήσουν πολιτική αυστηρής ουδετερότητας. Καταπονημένοι από τις πολλές τους ήττες, δεν είχαν καμία διάθεση να υποδουλωθούν για μία ακόμη φορά. Απογοητευμένος ο Άρατος προχώρησε σε μια τολμηρότερη ενέργεια.

Για να αντιμετωπίσει τον Κλεομένη, ο Άρατος στράφηκε προς τους Μακεδόνες, τους οποίους είχε εκτοπίσει από την Πελοπόννησο με την πολιτική του και την προσωπική ανδρεία του. Έχοντας έρθει σε μυστική συνεννόηση με τον Αντίγονο, πέτυχε να εκλεγεί για μία ακόμη φορά στρατηγός των Αχαιών και να τους οδηγήσει σε συμμαχία με τους μεγάλους τους εχθρούς. Καθοριστική ενέργεια για την υλοποίηση της νέας στρατηγικής ήταν η παράδοση του Ακροκορίνθου, όπου επανήλθε η μακεδονική φρουρά.

Η μεταστροφή αυτή του Άρατου και των Αχαιών προκάλεσε ισχυρές αντιδράσεις. Αρκετοί θα ήταν εκείνοι που θεωρούσαν προδοτική την εθελοντική υποταγή στους Μακεδόνες. Περιγράφοντας τα αισθήματά τους, ο Πλούταρχος έγραφε ύστερα από τρεις περίπου αιώνες ότι, ακόμη και αν ο Κλεομένης ήταν παράνομος και τυραννικός, έπρεπε να γίνει αποδεκτός ως ηγεμόνας των Ελλήνων. Προτιμότερος θα ήταν για τη θέση αυτή ο αφανέστερος Σπαρτιάτης από ό,τι ο επιφανέστερος Μακεδόνας. Αλλά η πλειονότητα των Αχαιών αποδέχθηκε τη συμμαχία και πολέμησε κάτω από τις διαταγές του Αντίγονου σε έναν πόλεμο που ονομάστηκε Κλεομενικός, εφόσον κύριος αντίπαλος ήταν ο Κλεομένης. Η συνεργασία αυτή απέδωσε εντυπωσιακά αποτελέσματα.

Ο Αντίγονος επανήλθε στην Πελοπόννησο, οχύρωσε και πάλι τον Ακροκόρινθο και συμμετείχε στη σύνοδο των Αχαιών. Το 224 ήταν πλέον σε θέση να συγκροτήσει μια νέα συμμαχία που, εκτός από τους Αχαιούς, περιλάμβανε τους Ηπειρώτες, τους Φωκείς, τους Βοιωτούς, τους Ακαρνάνες, τους Λοκρούς, τους Ευβοείς και τους Θεσσαλούς. Επρόκειτο για μια από τις μεγαλύτερες ελληνικές συμμαχίες από την εποχή του Φιλίππου Β'. Οι Αιτωλοί αρνήθηκαν να προσχωρήσουν και οι Αθηναίοι επέμειναν στην ουδετερότητά τους. Αντιλαμβανόμενοι ωστόσο την απειλή, οι Αθηναίοι στράφηκαν προς τον Πτολεμαίο Γ'. Του απέδωσαν μάλιστα θεϊκές τιμές, όπως συνηθιζόταν πλέον σε τέτοιες περιπτώσεις. Ενώ διατήρησαν τις δύο πρόσθετες φυλές με τις οποίες είχαν κάποτε τιμήσει τον Αντίγονο τον Μονόφθαλμο και τον γιο του Δημήτριο Πολιορκητή, ίδρυσαν μια δέκατη τρίτη, την οποία ονόμασαν Πτολεμαΐδα, καθώς και έναν νέο δήμο, στο όνομα της βασίλισσας Βερενίκης. Ήδη, με όσα μέσα τούς απέμεναν, ενίσχυαν την οχύρωσή τους στο άστυ και τον Πειραιά.

Όταν ετοιμάστηκε ο Αντίγονος, βάδισε προσεκτικά εναντίον των Σπαρτιατών, εισβάλλοντας στη Λακωνία. Μαζί με τους συμμάχους του διέθετε 28.000 πεζούς, από τους οποίους οι 10.000 ήταν Μακεδόνες, και 1.200 ιππείς. Ο Κλεομένης οργάνωσε την άμυνα της πόλης του κινητοποιώντας 20.000 άνδρες, από τους οποίους οι 6.000 ήταν Σπαρτιάτες. Όπως ήταν φανερό, και οι δύο παρατάξεις καθοδηγούνταν από ευφυείς αρχηγούς με ηγετικά χαρίσματα. Στην αποφασιστική μάχη, που δόθηκε στη Σελλασία το 222, οι Μακεδόνες υπερίσχυσαν και κατατρόπωσαν τους Σπαρτιάτες. Υπολογίστηκε ότι από τον συνολικό στρατό του Κλεομένη επέζησαν μόλις 4.000 άνδρες, από τους οποίους μόνο 200 ήταν Σπαρτιάτες.

Οι Σπαρτιάτισσες και οι γέροντες δέχτηκαν την ήττα με αξιοπρέπεια και χωρίς υπερβολικούς θρήνους. Ο Κλεομένης προέτρεψε όσους επέζησαν να δεχτούν τον Αντίγονο και να διαφυλάξουν τους εαυτούς τους για τις καλύτερες μέρες που θα έρχονταν. Ο ίδιος αναχώρησε με την οικογένεια του για την Αίγυπτο, αφήνοντας την πόλη χωρίς βασιλιά. Για πρώτη φορά στην ιστορία της η Σπάρτη κυριεύτηκε από έναν εχθρικό στρατό. Όλες οι μεταρρυθμίσεις ακυρώθηκαν και αποκαταστάθηκε η προηγούμενη κοινωνική τάξη. Για τη διοίκηση της πόλης θεσπίστηκε και πάλι το αξίωμα των εφόρων. Η Σπάρτη υποχρεώθηκε να προσχωρήσει στην «ελληνική» συμμαχία που είχε ηγεμόνα τον Αντίγονο.

Λίγες μέρες μετά τη μάχη, ο Αντίγονος ειδοποιήθηκε ότι έπρεπε να επιστρέψει επειγόντως στη Μακεδονία για να αντιμετωπίσει Ιλλυριούς εισβολείς. Αν ο Κλεομένης είχε αντέξει περισσότερο, θα είχε γλιτώσει από την καταστροφή. Σύντομα άλλωστε ο Αντίγονος πέθανε, αφήνοντας τη βασιλεία στον νεαρό Φίλιππο Ε' (221-179), τον γιο του Δημητρίου Β'. Αλλά και ο Κλεομένης δεν επέζησε για πολύ. Ο Πτολεμαίος Γ' Ευεργέτης, ο οποίος τον φιλοξενούσε, πέθανε, και ο διάδοχός του Πτολεμαίος Δ' Φιλοπάτωρ (221-204) τον φυλάκισε. Όταν πληροφορήθηκε ότι οι Αχαιοί είχαν εμπλακεί σε πόλεμο με τους Αιτωλούς και ότι η Πελοπόννησος ήταν ανάστατη, προσπάθησε να ανατρέψει τον βασιλιά Πτολεμαίο. Απέτυχε ωστόσο οικτρά και αυτοκτόνησε. Είχε πεθάνει πρόσφατα και ο βασιλιάς της Συρίας Σέλευκος Γ' Σωτήρ, αφήνοντας διάδοχο τον αδελφό του Αντίοχο Γ'.

ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΦΥΣΙΚΗΣ: Αιώνια Ζωή

(Πέρα από την ζωή και το θάνατο)

Η ΖΩΗ δεν έχει άλλο Σκοπό από την Ίδια την ΖΩΗ. Απλά να ΖΕΙΣ: Να Ζεις στην Πραγματικότητα, να Βιώνεις «αυτό που υπάρχει», όχι τις φαντασίες του νου ή της κοινωνίας.

Να Ζεις Ήσυχα και με Πληρότητα.

Να Διαβαίνεις την ζωή με Ηρεμία χωρίς να παρασύρεσαι στις μάταιες δραστηριότητες των ανθρώπων.

Απλά να ΖΕΙΣ.

Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ Είναι Τελείως Ελεύθερη, Απεριόριστη, Χωρίς Εμπόδια και τα Αγκαλιάζει Όλα: Καταστάσεις Ύπαρξης, Σύμπαντα, εμπειρίες, δραστηριότητες. Κι όλα Συγχωνεύονται Μέσα της και Ταυτίζονται με την Ενότητα της Παρουσίας.

Να Ζεις Αληθινά, δηλαδή Ελεύθερα, να Βιώνεις την Ενότητα των Πάντων, σημαίνει πολύ απλά πως Όλα – μα Όλα – Εκδηλώνονται Εδώ, Τώρα.

Υπάρχουν Μέσα στο Χώρο της Ύπαρξης – Εδώ, Τώρα – που τα Περιλαμβάνει Όλα σαν Μια Ενότητα, χωρίς να συγχέονται οι «ιδιαιτερότητες» και οι «διαφορές» τους. Αυτό σημαίνει πως ακόμα κι αν αναγνωρίζονται ιδιαίτερα φαινόμενα, αναγνωρίζονται στα Πλαίσια της Ενότητας, σαν φαινόμενα Μιας Μόνο Πραγματικότητας.

Πολύ απλά, αυτό σημαίνει πως στο Επίπεδο της Φαινομενικότητας, Όλα Σχετίζονται, Όλα Αλληλοεπηρεάζονται – τίποτα δεν είναι απομονωμένο.

Η ΖΩΗ Εκδηλώνεται Από το ΑΓΝΩΣΤΟ, Από την ΑΧΑΝΗ ΠΗΓΗ της, σαν ΠΑΡΟΥΣΙΑ, σαν Ενέργεια Αντίληψης, που Μετασχηματίζεται σε Διάφορες Δραστηριότητες, Καταστάσεις Ύπαρξης… Αυτή η ΑΡΧΕΓΟΝΗ ΖΩΗ που τα Δημιουργεί Όλα, Είναι Μέσα σε Όλα και Ταυτίζεται με το Κάθε τι – όσο ταπεινό κι αν είναι.

Μέσα στο Κάθε τι που υπάρχει, που είναι ζωντανό (και η ΖΩΗ δεν περιορίζεται μόνο στη βιολογική ζωή) Υπάρχει ΟΛΟΚΛΗΡΗ Η ΖΩΗ. Όσο περιορισμένο κι αν φαίνεται το Κάθε τι Μπορεί να Ανθίσει Μέχρι το ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟ.

Στο Κόσμο των Φαινομένων Όλα είναι Παροδικά. Πραγματικά αλλά Παροδικά. Δεν είναι Αυταπάτη, είναι Αληθινά αλλά Παροδικά.

Η Αυταπάτη (η ψευδαίσθηση) βρίσκεται μέσα στον νου των όντων (των ανθρώπων) που ταυτίζει τα παροδικά φαινόμενα με την Πραγματικότητα. Αγνοεί την Ύστατη Πραγματικότητα που είναι το Υπόβαθρο των Πάντων και Βιώνει τα φαινόμενα σαν Πραγματικότητα. Αυτή είναι μια λάθος αντίληψη, δεν έχει να κάνει με τα φαινόμενα αυτά καθαυτά.

Η ΖΩΗ όμως Υπάρχει Ακέραιη στο Κάθε τι και Μέσα στο Κάθε τι μπορεί να Ανθίσει.

Εδώ, Τώρα, Καθένας (για να μιλήσουμε για τους ανθρώπους) Μπορεί να ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΕΙ, να ξεπεράσει όλους τους περιορισμούς και να Ανοιχτεί στο ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟ, να ΒΙΩΣΕΙ ΤΗΝ ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ, Μια Αντίληψη Ενότητας Χωρίς Εμπόδια.

Καθένας Μπορεί. Αλλά ελάχιστοι το κάνουν. Αντίθετα οι άνθρωποι μόνοι τους βάζουν αλυσίδες και σπαταλάνε τον καιρό τους σε ανούσιες δραστηριότητες, σε μάταιες πράξεις.

Όλα Είναι Εδώ, Τώρα. Βιώνουμε την ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΗ ΦΥΣΗ μας ή το «περιορισμένο» (των επιλογών και) των δραστηριοτήτων μας.

Εμείς το Κάνουμε. Εμείς οι Ίδιοι είμαστε η Βούληση, η Απόφαση και το Αποτέλεσμα. Γιατί είμαστε το αποτέλεσμα των σκέψεων, των επιλογών και των πράξεών μας.

Αυτή η ΑΡΧΕΓΟΝΗ ΖΩΗ που Εκδηλώνεται σαν ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΦΥΣΗ Μέσα μας, αν δεν ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΕΙ, να ΑΠΛΩΘΕΙ ΣΤΟ ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟ, «σιγοκαίει» μέσα στην ψυχοσωματική οντότητα μέσα στην σκέψη (στον εγκέφαλο), στις επιθυμίες (στο νευρικό σύστημα), στις δραστηριότητες (στο σώμα) μέχρι να διακοπεί (είτε φυσιολογικά, είτε βίαια) όλη αυτή η διαδικασία. Αυτό είναι που λένε οι άνθρωποι «θάνατο».

Στην πραγματικότητα ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΖΩΗ, θάνατος δεν υπάρχει.

Αυτοί που ΑΝΘΙΖΟΥΝ και ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΖΩΗ, ΑΛΗΘΙΝΗ ΖΩΗ, που Ελευθερώνονται από τος περιορισμούς, που Βιώνουν το ΑΠΕΡΙΟΡΙΣΤΟ, την Αντίληψη Χωρίς «εμπόδια», την Ενότητα των Πάντων, στο Επίπεδο της Πραγματικότητας, το «Ενιαίο Πεδίο της Ύπαρξης» στο Κόσμο των Φαινομένων, ΖΟΥΝ ΗΔΗ ΣΤΗΝ ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ, την ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ κι όταν «φεύγουν» από τον φυσικό κόσμο εκδηλώνονται απολύτως φυσικά στα άλλα «εσωτερικά» πεδία… μέχρι το Ύστατο Πεδίο της ΥΠΕΡΤΑΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ.

Όσοι άνθρωποι όμως, αντί να ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΟΥΝ, απλά, φυσικά, με την Βούληση, με την Αναγνώριση των πραγμάτων και τις επιλογές τους – όχι με μεθόδους σωτηρίας, τεχνικές, πνευματικές προσπάθειες, που είναι όλα μάταιες δραστηριότητες, στα πλαίσια του χρόνου – αντίθετα, σπαταλούν την ζωή τους σε μάταιες δραστηριότητες, βρίσκονται αργά ή γρήγορα μπροστά στην «διακοπή» της διαδικασίας της φυσικής ζωής… Και τότε; Που πάνε όλοι αυτοί οι άνθρωποι απροετοίμαστοι;

Η ΖΩΗ, η ΑΡΧΕΓΟΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ που μας Γεννά και μας Στηρίζει στην ύπαρξή μας, στους κόσμους και στη γη ΥΠΑΡΧΕΙ ΠΑΝΤΑ.

Αν, Εδώ, Τώρα, Αυτή η ΑΡΧΕΓΟΝΗ ΕΝΕΡΓΕΙΑ, δεν Ελευθερωθεί και συνεχίσει να «σιγοκαίει» μέσα σε αυτό που νομίζουμε πραγματική ύπαρξή μας, τότε την ώρα που διακόπτεται η φυσική διαδικασία της ζωής (κι έρχεται ο «θάνατος») η ΕΝΕΡΓΕΙΑ της ΖΩΗΣ Μετασχηματίζεται. Αποσύρεται από το βιολογικό σώμα κι εκδηλώνεται μέσα από ένα πιο «λεπτό» φορέα ζωής.

Η μεταθανάτια πορεία ενός όντος (όποια αντίληψη κι αν έχει το ον για την ύπαρξή του) είναι μια αντικειμενική πορεία (στους μεταθανάτιους κόσμους) που θα βιώσει είτε το θέλει, είτε όχι.

Μπορεί κάποιοι σοφοί θεολόγοι να λένε ότι ο άνθρωπος έρχεται μια φορά στην ζωή και κρίνεται δια παντός (κι αυτό το λένε όχι από εμπειρία αλλά σύμφωνα με την «θεωρία ζωής» τους)… Μπορεί κάποιοι σοφοί διδάσκαλοι να μιλάνε για παραδείσους και κολάσεις… Κι άλλοι να μιλάνε για «μετενσαρκώσεις»…

Η πραγματικότητα είναι μία. Η ΖΩΗ, σαν ΑΡΧΕΓΟΝΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ, Μετασχηματίζεται σε διάφορες Καταστάσεις κι Εμπειρίες, αλλά ΔΕΝ ΧΑΝΕΤΑΙ. Κι όποια εμπειρία μάζεψε ο άνθρωπος στη γη θα την «πάρει» μαζί του, όταν θα βρεθεί (ΕΔΩ Πάλι, αλλά φαινομενικά «αλλού», σε «άλλη διάσταση») στο μεταθανάτιο κόσμο. Κι είναι ακριβώς αυτή η «εμπειρία», ο πυρήνας της ύπαρξής του, που θα κρίνει την πορεία του.

Ένα είναι σίγουρο. Ότι κάποιος που δεν ΕΛΕΥΘΕΡΩΘΗΚΕ Εν Ζωή, από τα δεσμά της ζωής, θα «υποκύψει» στο τέλος κάτω από το βάρος των επιλογών του και θα «ξαναβρεθεί» στην δίνη της φυσικής ζωής.

Και πάλι από την αρχή.

Η ΑΙΩΝΙΟΤΗΤΑ ΔΕΝ ΒΙΑΖΕΤΑΙ. Μπορεί να Περιμένει Χιλιάδες Ζωές. Άλλωστε όλα αυτά που ζουν οι άνθρωποι μπορεί να είναι πραγματικά, να φαίνονται αληθινά, αλλά ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ.

Η ΠΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΠΛΑ ΥΠΑΡΧΕΙ. ΕΙΝΑΙ. Ούτε Αυξάνεται, ούτε Μειώνεται, ούτε Αλλάζει. Απλά Ρέει Αφήνοντας να Εκδηλώνονται Μέσα της Όλα τα Φαινόμενα, όλες οι υπάρξεις, όλες οι ζωές, όλες οι εμπειρίες.

Από τον Καθένα εξαρτάται αν Θέλει να ΖΕΙ την ΑΙΩΝΙΑ ΖΩΗ, ή την «ονειρική» ζωή της ψεύτικης πραγματικότητας και (αυτ)απάτης.

H φαντασία κάνει παιχνίδι χωρίς ν’ αλλάζει την ερωτική προτίμηση

Είχες ποτέ ερωτικές σκέψεις οι οποίες παρέκκλιναν σε σχέση με το φύλο από τις συνηθισμένες -για σένα- σκηνές που σε ανάβουν; Ξέρεις δεν είναι κακό και δε χρειάζεται να τις κρύβεις σαν να έχεις κάποιο πρόβλημα. Η θεωρία της κλισέ παγιωμένης σεξουαλικότητας είναι πλέον ξεπερασμένη. Αυτό που απαιτεί το σήμερα και το μέλλον, σαν επανάσταση για να εξελιχτούμε ως κοινωνία, είναι το να νιώθει ο καθένας ελεύθερος κι απαλλαγμένος από κοινωνικά ταμπού που τόν περιορίζουν να ζήσει όπως θέλει. Βέβαια, μια ερωτική φαντασίωση από μόνη της δεν μπορεί ούτε να χαρακτηρίσει, αλλά ούτε και να προσδιορίσει τη σεξουαλική ταυτότητα που έχεις.

Αρχικά, να ξεκαθαρίσουμε τι είναι η σεξουαλικότητα ή σεξουαλική ταυτότητα. Οι δύο αυτές έννοιες μπορεί να διαφέρουν λίγο στα σημεία, όμως και οι δύο αναφέρονται στο πώς ένα άτομο προσδιορίζει τον εαυτό του και πώς βιώνει τον έρωτα, σύμφωνα με αυτά που τού αρέσουν. Υπάρχει ένας ολόκληρος κατάλογος κατηγοριών για το πώς ένα άτομο μπορεί να χαρακτηριστεί ανάλογα με τα ερωτικά του θέλω. Αυτή η μεγάλη παλέτα χρωμάτων δεν υπάρχει για να διαχωρίζει τους ανθρώπους και να σπείρει τη διχόνοια ανάμεσά τους, είναι εκεί για να βρίσκουν τα άτομα μια αγκαλιά από άλλα άτομα με τα ίδιες ή παρόμοιες επιθυμίες.

Η ερωτική επαφή κρύβει μια μαγεία κι όλοι πρέπει να εκφραζόμαστε μέσα από αυτή χωρίς να καταπιεζόμαστε από αναχρονιστικές αντιλήψεις που δυστυχώς κάποτε είχαν εφαρμογή. Τη σεξουαλικότητά μας δεν είναι μόνο η ίδια η επαφή που την καθορίζει, είναι ένα συνονθύλευμα του έρωτα, της σαρκικής απόλαυσης καθώς και του τρόπου με τον οποίο το άτομο νιώθει καλά με τον εαυτό του μέσα στην κοινωνία.

Αφού, ψιλό-ξεμπερδέψαμε τα περί σεξουαλικότητας ας πάρουμε ως παράδειγμα ένα άτομο που αυτοπροσδιορίζεται ως στρέιτ -δηλαδή ελκύεται σαρκικά από άτομα του αντίθετου φύλου- το οποίο έχει φαντασιώσεις με άτομα του ίδιου φύλου. Αυτή η συνθήκη από μόνη της κάνει το συγκεκριμένο άτομο γκέι; Η απάντηση είναι περίπλοκη. Η φαντασίωση από μόνη της δεν είναι αρκετή για να αλλάξει την προτίμηση ενός ατόμου.

Σύμφωνα με ειδικούς ψυχολόγους που ασχολούνται με την ανθρώπινη ερωτική επιθυμία, οι ερωτικές φαντασιώσεις μας δε συνάδουν πάντα με τα σαρκικά μας θέλω. Για να μη σε πελαγώσω, σύμφωνα με αυτή την άποψη, το παράδειγμα με το στρέιτ άτομο που έχει γκέι φαντασιώσεις, εξακολουθεί να είναι στρέιτ. Οι ειδικοί στηρίζουν την άποψή τους στο γεγονός ότι πολλές φορές αυτές οι σκανδαλιστικές σκηνές, εξιτάρουν το άτομο ακριβώς επειδή δε θα τις επέλεγε στη ζωή του. Είναι σαν να σκέφτεται κάποιος ότι κάνει ελεύθερη πτώση και φουντώνει από την σκέψη αυτή, όμως στην πραγματικότητα δε θα το έκανε ποτέ αφού δεν του αρέσουν τα ύψη.

Ακόμη, μια έρευνα που διεξήχθη στο Πανεπιστήμιο Boise της Αμερικής, έδειξε ότι οι περισσότεροι φοιτητές αναζητούν υλικό που είναι «αντίθετο» της ερωτικής τους ταυτότητας. Ας πάρουμε για παράδειγμα αυτή τη φορά ένα γκέι άτομο, το οποίο για να τη βρει με τον εαυτό του επέλεξε να δει στρέιτ υλικό. Πάλι είναι η ίδια περίπτωση που σχολιάσαμε παραπάνω.

Το διαφορετικό υλικό από αυτό που έχεις συνηθίσει να βλέπεις, μια ερωτική σκηνή με έναν αμφιλεγόμενο παρτενέρ, δεν είναι καμπανάκια για να αμφισβητήσεις τη σεξουαλικότητά σου. Η σκέψη του «διαφορετικού και μη συνηθισμένου» μπορεί να προκαλέσει σύγχυση στον καθένα ανεξάρτητα από τη σεξουαλική του ταυτότητα. Το άτομο μπορεί να δηλώνει στρέιτ, γκέι ή γενικά queer -ένας όρος που αναφέρεται στις περισσότερες ταυτότητες- και να αγχώνεται με τη σκέψη του διαφορετικού. Μήπως τελικά, το να βουτήξεις στη σεξουαλικότητά σου δείχνει έναν φόβο; Φόβο προς το νέο και το τι μπορεί να φέρει στη ζωή σου;

Η αντίληψη του διαφορετικού σαν κάτι περιθωριοποιημένο ανήκει στο παρελθόν και εκεί να παραμείνει. Ναι, ούτε οι φαντασιώσεις, ούτε οι ταινίες που θα δεις θα επηρεάσουν τα θέλω σου, όμως αν ποτέ νιώσεις συναισθηματική ή έστω σαρκική έλξη από αυτό που είναι αντίθετο ως προς την ερωτική σου ταυτότητα γιατί να μην το δοκιμάσεις; Το σώμα σου και το πώς νιώθεις είναι οι δύο σύμβουλοι που θα σε βοηθήσουν να κατανοήσεις καλύτερα όλη σου την ύπαρξη. Και να θυμάσαι, μια ταμπέλα δεν μπορεί να σε προσδιορίσει ως άτομο, αφού ως οντότητα διαφέρεις από μένα, το διπλανό σου, το γείτονα. Είσαι με λίγα λόγια μοναδικός.

Μεγάλοι έρωτες της μυθολογίας που έγιναν αστερισμοί

Σύμφωνα με τον Α. Κοντ το ανθρώπινο πνεύμα χωρίζεται σε τρία στάδια με πρώτο το θεολογικό όπου ο άνθρωπος ερμηνεύει τον κόσμο σαν έργο θεοτήτων. Σε μια απόπειρα ερμηνείας των φυσικών φαινομένων η ανθρωπότητα δημιούργησε μύθους, τούς έπλεξε με τα συναισθήματα, τις επιθυμίες και τα πάθη που ένιωθαν κι οι ίδιοι κι «έντυσε» με αυτούς ό,τι μας περιβάλει ώστε να γίνουν όλα πιο κατανοητά. 

Οι θεότητες της μυθολογίας ήταν άλλοτε ζηλιάρηδες, αιμοδιψείς, αυστηροί, εύθικτοι κι αλαζόνες κι άλλοτε σοφοί, ερωτικοί, γενναιόδωροι, ενάρετοι, καλοσυνάτοι και μεγαλόψυχοι. Οι ιστορίες τους πέρασαν από γενιά σε γενιά και κάποιες από αυτές έδωσαν τα ονόματά τους σε αστερισμούς ώστε να τις μνημονεύουμε μέχρι και σήμερα όποτε αντικρίζουμε έναν έναστρο ουρανό.

Πούλια και Αυγερινός ή Πλειάδες και Ωρίων

Το λαμπρότερο αστέρι μετά το φεγγάρι που θα βρεις στον ουρανό είναι ο Αυγερινός ή Αποσπερίτης. Πρόκειται ουσιαστικά για τον πλανήτη Αφροδίτη που είναι ο δεύτερος πιο κοντινός πλανήτης στον ήλιο καθώς επίσης κι ο πλησιέστερος στη γη. Λίγο πιο δίπλα θα δεις την Πούλια όπως είναι το δημώδες όνομα των Πλειάδων, ενός σμήνους αστεριών.

Ο μύθος θέλει τον Ωρίωνα να ερωτεύεται τις Πλειάδες και να τις κυνηγάει για 5 έτη. Αυτές για να σωθούν κατέφυγαν στον Δία που τις μεταμόρφωσε αρχικά σε περιστέρια κι έπειτα σε αστέρια. Για να μπορέσει να τις γλιτώσει, όμως ο Ωρίωνας τις ακολούθησε κι αυτός ως αστερισμός. Έτσι, στον ουρανό οι Πλειάδες προπορεύονται του Ωρίωνα που προσπαθεί μάταια να τις φτάσει.

Η ελληνική λαϊκή παράδοση όμως έχει άλλη μια ερμηνεία για τον Αυγερινό και την Πούλια. Σε μια από τις πολλές εκδοχές του παραμυθιού, η Πούλια κι ο Αυγερινός ήταν ετεροθαλή αδέρφια που αγαπήθηκαν πάρα πολύ αλλά δυστύχησαν στην επίγεια ζωή τους. Για να βρουν τη γαλήνη, ο Αυγερινός έχοντας γίνει πια μια μαγική ροδιά, αγκάλιασε με τα κλαδιά του την Πούλια και ψήλωσε τόσο που έφτασαν στον ουρανό κι έγιναν αστέρια.

Ο Αυγερινός κι η Πούλια ή Πλειάδες είναι πολύ αγαπημένοι αστερισμοί, όχι μόνο για εμάς, αλλά και για άλλους λαούς. Ανάλογες ιστορίες βρίσκει κανείς τόσο στη μυθολογία των Κελτών, όσο και των Βίκινγκς. Μάλιστα, το σμήνος των Πλειάδων στα ιαπωνικά ονομάζεται Subaru κι από εκεί πήρε το όνομά της κι η ομώνυμη μάρκα.

Altair και Vega

Το άστρο Vega βρίσκεται στον αστερισμό της Λύρας και ξεχωρίζει καθώς έχει έντονο λευκό-γαλάζιο χρώμα. Το άστρο Altair είναι το πιο φωτεινό του αστερισμού Aquila δηλαδή του «αετού». Ο μύθος γύρω από τα αστέρια Altair και Vega είναι ένας από τους πιο αγαπημένους μου μύθους με αστρικά σώματα.

Σύμφωνα με τον κινέζικο μύθο η Zhinu –που αντιπροσωπεύει το άστρο Vega– ήταν μια ουράνια πριγκίπισσα η οποία ερωτεύτηκε έναν απλό θνητό τον Niulang –που αντιπροσωπεύει το άστρο Altair–και τού υποσχέθηκε να τον πάρει στον ουρανό μαζί της. Όταν ο πατέρας της το έμαθε, θύμωσε τόσο που τούς έκανε αστέρια για να μείνουν για πάντα στον ουρανό αλλά όχι μαζί. Τιμωρήθηκαν να είναι ο ένας εκατέρωθεν του άλλου στην αιωνιότητα. Μεταξύ του Altair και της Vega περνά το Ουράνιο Ποτάμι (Milky Way ή Γαλαξίας στα ελληνικά) και τούς χωρίζει για έναν ολόκληρο χρόνο εκτός από μια μέρα: την έβδομη νύχτα του έβδομου φεγγαριού, όπου σχηματίζεται μια γέφυρα κι οι δυο εραστές επανενώνονται.

Η ειρωνεία βέβαια σε αυτήν την ιστορία της Ανατολής είναι ότι για τον Δυτικό κόσμο, το αστέρι του Altair είναι συνδεδεμένο με κακούς οιωνούς καθώς ταυτίζεται με την εμφάνιση ερπετών. Απολύτως λογικό, αν σκεφτεί κανείς πως τα άστρα αυτά είναι ορατά σ’ εμάς τους καλοκαιρινούς μήνες, όταν αρχίζουν και οι φίλοι μας τα φίδια να κάνουν την εμφάνισή τους.

Κύκνος και Λήδα

Άλλος ένας θερινός αστερισμός είναι κι αυτός του Κύκνου (μέρος του οποίου απαρτίζει τον Σταυρό του Νότου). Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Δίας είδε την πανέμορφη Λήδα κι ένιωσε για κείνη έναν ακατανίκητο πόθο και την πλησίασε. Εκείνη για να προστατευθεί ζήτησε τη βοήθεια της θεάς Αφροδίτης, όμως ο Δίας για να την ξεγελάσει μεταμορφώθηκε σε κύκνο. Η θεά Αφροδίτη, ως γεράκι, τον κυνήγησε όμως η Λήδα μη γνωρίζοντας ότι πίσω από τον κύκνο ήταν ο Δίας τον αγκάλιασε για να τον προστατέψει. Από αυτήν την επαφή γεννήθηκαν οι Διόσκουροι, Κάστορας και Πολυδεύκης και η Ωραία Ελένη.

Αυτός ο μύθος ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες κατά την Κλασική εποχή αλλά και κατά την Αναγέννηση. Τον αστερισμό θα τον βρεις στον καλοκαιρινό ουρανό δίπλα στον αστερισμό της Λύρας με τον οποίο συνορεύει. Αν με ρωτάς, δεν είναι και τόσο ρομαντική ιστορία αλλά o tempora o mores!

Περσέας και Ανδρομέδα

Η Ανδρομέδα ήταν κόρη του Κηφέα και της Κασσιόπης η οποία εξόργισε τις Νύμφες και τον Ποσειδώνα λέγοντας πως η κόρη της, Ανδρομέδα, είναι η ομορφότερη στον κόσμο. Για να γλιτώσει η χώρα από την οργή του Ποσειδώνα, έπρεπε η Ανδρομέδα να θυσιαστεί, όπως θα γινόταν αν τελικά δεν την έσωζε ο Περσέας. Η Ανδρομέδα παντρεύτηκε τον Περσέα κι απέκτησαν έξι γιους και μία κόρη, έζησαν μέχρι τα βαθιά τους γεράματα και μετά τον θάνατό τους η Αθηνά τούς έκανε άστρα για να μείνει η ιστορία και η αγάπη τους ανεξίτηλη στον χρόνο.

Η οικογένεια αστερισμών του Περσέα, όπως ονομάζονται, οι αστερισμοί της Κασσιόπης, της Ανδρομέδας, του Πηγάσου, του Περσέα και του Κηφέα είναι εαρινοί αστερισμοί, ορατοί συνήθως από τα μέσα Φλεβάρη. Ίσως να έχεις ακούσει για τον γειτονικό γαλαξία της Ανδρομέδας. Αν λοιπόν βρεθείς εκτός πόλεως μια νύχτα ασέληνη στο τέλος της «ουράς» του αστερισμού της Ανδρομέδας θα δεις πού είναι ο πιο κοντινός μας γαλαξίας.

Πολλοί λένε πως πίσω από τη μυθολογία κρύβονται πολλοί συμβολισμοί και πως απαιτείται περισσότερη σπουδή κι εμβάθυνση για να κατανοήσει κανείς πλήρως τα νοήματά της. Προσωπικά, βρίσκω τη μυθολογία απείρως ελκυστική και με την πρώτη ανάγνωση κι εν μέρει, δε θα ήθελα να ρισκάρω με μια ανάλυση που ίσως μού καταστρέψει τη «μαγεία». Εξάλλου, το να κοιτάς με έναν σημαντικό άλλο τα αστέρια και να μιλάς για μύθους έχει τη στόφα ενός αυθεντικού αγνού έρωτα, είναι απ’ την ίδια συνταγή που φτιάχνονται τα παραμύθια. Δοκίμασέ το και θα δεις!

Οι δύο ερμηνευτικοί δρόμοι της γνώσης

Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι υπάρχουν στη φύση μηχανές συγκρίσιμες με τις τελειότερες κατασκευές του ανθρώπου. Δεν μπορούμε, εκτός αν αρνηθούμε την ύπαρξη του ίδιου του φυσικού κόσμου, αν δεχτούμε πως ζούμε σε μια ψευδαίσθηση (γιατί υπάρχουν και αυτού του είδους οι θεωρίες).

Ας τολμήσουμε λοιπόν το επόμενο βήμα, να ρωτήσουμε: Από τι είναι κατασκευασμένες οι μηχανές αυτές; Πώς λειτουργούν; Πώς και πότε κατασκευάστηκαν; Και για ποιον σκοπό;

Υπάρχουν δύο θεωρήσεις μέσα από τις οποίες μπορούμε να αναζητήσουμε απαντήσεις. Μας είναι γνωστές.

1. Η μία δέχεται ότι ο άνθρωπος είναι προϊόν και μέρος του φυσικού κόσμου, ότι η γνώση του αποκτάται με τα μέσα που του παρέχει ο φυσικός κόσμος, ό,τι γνωρίζει και ό,τι μπορεί ποτέ να μάθει είναι και θα είναι μέρος του φυσικού κόσμου.

2. Η άλλη δέχεται ότι όλα περνούν μέσα από μια οντότητα που εξουσιάζει τον φυσικό κόσμο.

Θα ονομάσω την πρώτη «φυσική» θεώρηση και τη δεύτερη «μεταφυσική». Βρίσκω τους όρους αυτούς πιο απλούς και πιο άμεσους, λιγότερο παρεξηγήσιμους από τους όρους επιστημονική, εμπειρική ή θετική –που χρησιμοποιούνται συχνά για την πρώτη θεώρηση– και υπερφυσική, υπερβατική, πνευματική ή δογματική – που χρησιμοποιούνται για τη δεύτερη. Στο άρθρο αυτό, θα χειριστώ τις δύο αυτές θεωρήσεις διαζευκτικά: δεν μπορεί να είναι και οι δύο σωστές, δεν είναι συμβατές η μία με την άλλη, δεν υπάρχουν ενδιάμεσες καταστάσεις.

Η θέση αυτή ίσως φανεί αυθαίρετη και ακραία, ή ακόμα –πράγμα πιο σοβαρό– λανθασμένη. Και όμως θα επιμείνω στο ότι υπάρχουν μόνο αυτές οι δύο θεωρήσεις για τον εξής λόγο: από τη στιγμή που θα δεχτούμε πως οι δύο θεωρήσεις δεν είναι ανεξάρτητες και αυτοδύναμες, αλλά συμπληρωματικές, συμβιβάσιμες ή αλληλεξαρτημένες, από τη στιγμή αυτή θα έχουμε υποτάξει τη φυσική θεώρηση στη μεταφυσική, θα την έχουμε κάνει μέρος της. Γιατί το αντίθετο, η υποταγή του μεταφυσικού στο φυσικό –ακόμα και η ισότητά τους– αποκλείεται από τον ίδιο τον ορισμό της μεταφυσικής θεώρησης.

Δεν μπορείς να παντρεύεις τον Θεό με την ύλη και να απαιτείς συζυγική ισότητα. Αυτό σημαίνει πως η διατήρηση της άποψης ότι οι δύο θεωρήσεις είναι ανεξάρτητες και διαζευκτικές είναι απαραίτητη αν δεν θέλουμε να εγκαταλείψουμε τον σκοπό μας, που είναι να δούμε πόσο μακριά μπορεί να μας πάει η φυσική θεώρηση του κόσμου χωρίς την προσφυγή σε μεταφυσικές ερμηνείες.

Έχοντας κάνει αυτή τη διαπίστωση, ας ξαναγυρίσουμε στα ερωτήματα που θέσαμε και ας δούμε πρώτα πώς θα μπορούσαν να απαντηθούν μέσα από τη φυσική θεώρηση. Το «από τι είναι κατασκευασμένες οι μηχανές» δηλώνει πως ψάχνουμε για ηλεκτρόνια και πρωτόνια, για άτομα και μόρια, ότι αναζητούμε μια «υλιστική» ερμηνεία.

Το «πώς λειτουργούν» δηλώνει πως ψάχνουμε για φυσικοχημικές διεργασίες, για μηχανισμούς που απορρέουν από τις ιδιότητες της ύλης, ότι αναζητούμε μια «μηχανιστική» ερμηνεία.

Το «πώς και πότε κατασκευάστηκαν» δηλώνει ότι ψάχνουμε για μια διαδικασία που έγινε ή που άρχισε στο παρελθόν και συνεχίζεται στις μέρες μας, ότι αναζητούμε μια «ιστορική» ερμηνεία.

Ας σταθούμε εδώ πριν προχωρήσουμε στο τέταρτο ερώτημα, το «για ποιο σκοπό». Αφού η ύλη δεν μπορεί να νοηθεί έξω από τον χώρο και τον χρόνο, η υλιστική, η μηχανιστική και η ιστορική ερμηνεία του φυσικού κόσμου είναι έννοιες σύμφυτες, ένα και το αυτό, η διάκρισή τους υπάρχει μόνο στον ανθρώπινο εγκέφαλο. Η φυσική ερμηνεία του κόσμου (και φυσικά εννοούμε του φυσικού κόσμου, αφού αυτός είναι ο μόνος κόσμος που κατά τον ορισμό μας υπόκειται στη φυσική θεώρηση), αλλιώς γνωστή ως φυσιοκρατία, δεν μπορεί παρά να είναι υλι­στική- μηχανιστική-ιστορική. Αυτό, κατά τη θέση μας, πρέπει να ισχύει από τα ηλεκτρόνια μέχρι τους γαλαξίες, από το γονίδια μέχρι τα οικοσυστήματα, από τις κοκορομαχίες μέχρι τους παγκόσμιους πολέμους, από τις κοινωνίες των μελισσών μέχρι τις κοινωνίες των εθνών – και ίσως των άστρων.

Πώς απαντά η φυσική ερμηνεία στο τέταρτο ερώτημα; Για ποιον σκοπό είναι κατασκευασμένη η νυχτερίδα να στέλνει, να δέχεται και να αναλύει υπερήχους; Η απάντηση «για να πιάνει έντομα» σίγουρα δεν πρόκειται να μας ικανοποιήσει, αφού στη συνέχεια θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε «γιατί είναι η νυχτερίδα κατασκευασμένη για να πιάνει έντομα;». Μπαίνουμε έτσι σε μια αλυσίδα ερωτημάτων. Ένας κρίκος της, που θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν τέρμα, είναι η απάντηση «ο σκοπός πίσω από τη μηχανή που ονομάζουμε νυχτερίδα είναι να δώσει άλλες νυχτερίδες, να αναπαραχθεί».

Πρόκειται για τέρμα στην αλυσίδα των ερωτημάτων μας ή για στάση; Πολλοί θα έλεγαν στάση, αφού στη συνέχεια θα μπορούσαμε να ρωτήσουμε «ποιος είναι ο σκοπός της αναπαραγωγής;». Για τη βιολογία η ερώτηση αυτή είναι ό,τι είναι για τη φυσική η ερώτηση «ποιος είναι ο σκοπός της βαρύτητας;». Είναι φανερό ότι τέτοιες ερωτήσεις, που αναζητούν σκοπό στις πιο βασικές ιδιότητες του φυσικού κόσμου, οδηγούν στην απλή και πιο ειλικρινή ερώτηση «γιατί υπάρχει ο φυσικός κόσμος;», που είναι εξίσου απλά και ειλικρινά μια μεταφυσική ερώτηση.

Ερωτήσεις του τύπου «για ποιον σκοπό» είναι γνωστές ως τελεολογικές (τέλος = σκοπός). Το παραπάνω σκεπτικό μας οδηγεί στο συμπέρασμα πως οι τελεολογικές ερωτήσεις οδηγούν απευθείας στη μεταφυσική θεώρηση του κόσμου και, επομένως, δεν έχουν θέση στη φυσική ερμηνεία του καθώς δεν οδηγούν σε λογικές, ή επαρκείς απαντήσεις.

Η μόνη μη μεταφυσική απάντηση σε μια τελεολογική ερώτηση μπορεί να βγει μέσα από μια άλλη ερώτηση: «Γιατί έχουμε την τάση να κάνουμε τελεολογικές ερωτήσεις;». Γιατί στο παράδειγμα της νυχτερίδας δεν αρκεστήκαμε στις τρεις πρώτες ερωτήσεις; (από τι είναι κατασκευασμένη η μηχανή; πώς λειτουργεί; πού, πότε και πώς φτιάχτηκε;).

Η σύντομη απάντηση στο γιατί θέτουμε τελεολογικές ερωτήσεις, η απάντηση της φυσικής θεώρησης του κόσμου, είναι «από συνήθεια», μια συνήθεια που την οφείλουμε στη γενετική και την πολιτισμική μας κληρονομιά. Προς το τέλος θα έχουμε όλη την πληροφόρηση που θα μας επιτρέψει να αναγνωρίσουμε αυτή τη συνήθεια σαν μια έμφυτη πλάνη. Όμως, προς το παρόν, η απάντηση μας φαίνεται απλοϊκή και αυθαίρετη, για μερικούς ίσως εξοργιστικά απλοϊκή και αυθαίρετη (μόνο που αν μπει στη μέση η οργή, καλύτερα να σταματήσετε). Ακούω κιόλας το παράπονο ότι σπατάλησα μερικές λέξεις για να παρουσιάσω τη νυχτερίδα σαν μηχανή και τώρα σας καλώ να δεχτείτε ότι η μηχανή αυτή δεν έχει σκοπό.

Ξέρεις εσύ (ακούω την ερώτηση) καμιά μηχανή που δεν έχει φτιαχτεί για κάποιο σκοπό; Είναι μια ερώτηση που δίκαια απαιτεί μια απάντηση. Και η απάντηση αυτή, η απάντηση που θα επιχειρήσει να δώσει το άρθρο δεν μπορεί παρά να έχει τα στοιχεία της φυσικής θεώρησης, να είναι μια υλιστική-μηχανιστική-ιστορική ερμηνεία. Αλλιώς δεν θα είναι τίποτε παραπάνω από μια υπεκφυγή, μια αναγνώριση πως μπροστά στην αδυναμία μας να δώσουμε απάντηση στις έσχατες ερωτήσεις, τις βαφτίζουμε άτοπες και ανεδαφικές. Θα είναι, τέλος, μια ομολογία πως η φυσική θεώρηση είναι από μόνη της ανεπαρκής.

Και τότε θα είναι δικαιωμένοι όσοι θα προτιμούσαν να κλείσει εδώ το θέμα, ψιθυρίζοντας συγκαταβατικά πως καλά κάνει η φυσική θεώρηση και ξανοίγεται στις άγνωστες θάλασσες της αναζήτησης, αλλά ας κρατά πάντα μαζί της την πυξίδα του τελεολογικού προσανατολισμού για να μπορέσει τελικά να επιστρέψει στο λιμάνι και να δεθεί στέρεα στο μουράγιο της μεταφυσικής θεώρησης.

Οι «αποδείξεις» του Θωμά Ακινάτη για την ύπαρξη Θεού

Τα επιχειρήματα υπέρ της ύπαρξης του Θεού συστηματοποιούνταν για αιώνες από τους θεολόγους, ενώ κάποιοι άλλοι, συμπεριλαμβανομένων διάφορων γυρολόγων τής κακώς εννοούμενης «κοινής λογικής», προσέθεσαν και μερικά συμπληρωματικά.

Οι πέντε «αποδείξεις» που διατύπωσε ο Θωμάς Ακινάτης τον 13ο αιώνα δεν αποδεικνύουν τίποτε και είναι εύκολο να καταδειχθεί η κενότητά τους.

Οι πρώτες τρεις, αποτελούν απλώς διαφορετικούς τρόπους για να ειπωθεί το ίδιο πράγμα, άρα μπορούμε να τις εξετάσουμε όλες μαζί. Και οι τρεις περιέχουν την έννοια της άπειρης αναδρομής: H απάντηση σε κάποιο ερώτημα εγείρει ένα πρότερο ερώτημα κ.ο.κ., επ’ άπειρον.

1. Το κινούν ακίνητον. Τίποτε δεν κινείται χωρίς ένα πρότερο κινούν. Αυτό μάς οδηγεί σε μια άπειρη αναδρομή, από την οποία μόνη διέξοδος είναι ο Θεός. Κατ’ ανάγκην, η πρώτη κίνηση προκλήθηκε από κάτι, και αυτό το κάτι το ονομάζουμε «Θεό».

2. Η πρώτη αιτία. Τίποτε δεν προκαλείται από μόνο του. Κάθε αιτιατό έχει ένα πρότερο αίτιο, πράγμα που μας ωθεί ξανά σε αναδρομή. Τούτη πρέπει να τερματιστεί σε μια πρώτη αιτία, την οποία ονομάζουμε «Θεό».

3. Το κοσμολογικό επιχείρημα. Πρέπει να υπήρχε μια εποχή κατά την οποία τα φυσικά πράγματα δεν υφίσταντο. Αφού όμως τα φυσικά πράγματα τώρα υπάρχουν, τότε κάτι μη φυσικό πρέπει να τα δημιούργησε, και αυτό το κάτι το ονομάζουμε «Θεό».

Και τα τρία παραπάνω επιχειρήματα βασίζονται στην ιδέα της αναδρομής και επικαλούνται τον Θεό για τον τερματισμό της. Περιέχουν την εντελώς αθεμελίωτη παραδοχή ότι ο ίδιος ο Θεός εξαιρείται από την αναδρομή. Ακόμη κι αν επιτρέψουμε τη βολική τούτη πολυτέλεια της αυθαίρετης επινόησης ενός τέρματος σε μια άπειρη αναδρομή, και της απόδοσης ονόματος σε αυτό επειδή μόνο και μόνο το έχουμε ανάγκη, δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος να προικίσουμε το εν λόγω τέρμα με οποιαδήποτε ιδιότητα από όσες αποδίδονται συνήθως στον Θεό: Παντοδυναμία, παντογνωσία, αγαθότητα, σοφία, δημιουργικότητα, για να μην αναφερθούμε και στα διάφορα ανθρώπινα χαρακτηριστικά όπως το να εισακούει προσευχές, να συγχωρεί αμαρτίες και να διαβάζει τις πιο μύχιες σκέψεις. Παρεμπιπτόντως, δεν διέλαθε την προσοχή των μελετητών της λογικής το γεγονός ότι η παντογνωσία και η παντοδυναμία συνιστούν αλληλοαποκλειόμενες έννοιες. Εάν ο Θεός είναι παντογνώστης, τότε γνωρίζει ήδη τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος θα παρέμβει για να αλλάξει το ρου της ιστορίας, ασκώντας την παντοδυναμία του. Τούτο όμως σημαίνει ότι ο Θεός αδυνατεί να αλλάξει γνώμη σχετικά με την παρέμβασή του, πράγμα που συνεπάγεται ότι δεν είναι παντοδύναμος. Η Κάρεν Όουενς εξέφρασε το πνευματώδες αυτό παράδοξο με στίχους εξίσου ευφυείς:

«Άραγε ο παντογνώστης Θεός μπορεί,
Εκείνος που γνωρίζει το μέλλον,
να βρει την παντοδυναμία για ν’ αλλάξει
τη γνώμη Του τη μελλοντική
;».

Για να επιστρέφουμε στην άπειρη αναδρομή και στη ματαιότητα της επίκλησης του Θεού, για να την τερματίσουμε, θα ήταν προτιμότερο —από πλευράς οικονομίας σκέψης— να επινοήσουμε, λόγου χάριν, μια «χωροχρονική ανωμαλία τύπου Μεγάλης Έκρηξης», ή κάποια άλλη, άγνωστη ως τώρα, φυσική έννοια. Το να ονομάζουμε αυτό το τέρμα «Θεό», είναι στην καλύτερη περίπτωση αναποτελεσματικό και στη χειρότερη ολέθρια παραπλανητικό. Η «παράλογη συνταγή για μικροψιλοκαμωμένες κοτολέτες» τού Έντουαρτ Λιρ μάς προτρέπει: «Προμηθευτείτε μερικά βοδινά φιλέτα και, αφού τα κόψετε στα μικρότερα δυνατά κομμάτια, συνεχίστε και κόψτε τα σε ακόμη μικρότερα, οκτώ ή και εννέα φορές».

Μερικές αναδρομές πράγματι φτάνουν σε ένα φυσικό τέλος. Παλαιότερα, οι επιστήμονες αναρωτιούνταν τι θα συνέβαινε αν κατάφερνε κάποιος να διαιρέσει ένα κομμάτι μέταλλο —από χρυσό, φέρ’ ειπείν— στα μικρότερα δυνατά κομμάτια. Δεν θα ήταν άραγε δυνατόν κάθε τέτοιο κομμάτι να κοπεί πάλι στα δύο, ώστε να παραχθεί ένα ακόμη πιο μικροσκοπικό τεμάχιο χρυσού; Αυτός όμως ο ατέρμων τεμαχισμός θα λάμβανε τέλος στο άτομο: Το μικρότερο δυνατό τεμάχιο χρυσού είναι ο πυρήνας, αποτελούμενος από ακριβώς 79 πρωτόνια και λίγο περισσότερα νετρόνια, τα οποία συνοδεύονται από ένα σμήνος 79 ηλεκτρονίων. Εάν «κόψεις» το χρυσό πιο πέρα από το άτομο, ό,τι κι αν προκύψει δεν θα είναι χρυσός. Το άτομο παρέχει ένα φυσικό τέλος στη συγκεκριμένη αναδρομή. Δεν είναι όμως καθόλου σαφές ότι ο Θεός αποτελεί το φυσικό τέρμα στις αναδρομές του Ακινάτη —και η συγκεκριμένη διατύπωση δεν φείδεται καθόλου επιείκειας. Ας προχωρήσουμε λοιπόν περαιτέρω στον κατάλογο του Ακινάτη…

4. Το επιχείρημα εκ τον βαθμού. Παρατηρούμε ότι τα πράγματα στον Κόσμο διαφέρουν μεταξύ τους. Υπάρχουν, παραδείγματος χάριν, διάφοροι βαθμοί αγαθότητας ή τελειότητας. Αλλά οι εκτιμήσεις μας για αυτούς τους βαθμούς βασίζονται στη σύγκριση με κάποιο μέγιστο. Εμείς οι άνθρωποι μπορεί να είμαστε ταυτόχρονα καλοί και κακοί, άρα αποκλείεται να ενυπάρχει μέσα μας η μέγιστη αγαθότητα. Συνεπώς, πρέπει να υπάρχει κάποιο άλλο μέγιστο, το οποίο θέτει το μέτρο της τελειότητας, και ονομάζουμε αυτό τον «μέγιστο Θεό».

Είναι τούτο επιχείρημα; Με την ίδια λογική θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει ότι οι άνθρωποι διαφέρουν και ως προς τη δυσοσμία τους, αλλά μπορούμε να τους συγκρίνουμε μόνο σε σχέση με ένα τέλειο και μέγιστο επίπεδο δυνατής δυσοσμίας. Συνεπώς, πρέπει να υπάρχει κάποιο εξαιρετικά, απαράμιλλα δύσοσμο ον, και αυτό το ονομάζουμε «Θεό». Ή συγκρίνετε ως προς οποιαδήποτε άλλη ιδιότητα, και θα καταλήξετε σε ένα εξίσου βλακώδες συμπέρασμα.

5. Το τελεολογικό επιχείρημα, ή επιχείρημα εκ του σχεδίου. Τα όντα του Κόσμου, ειδικά τα έμβια, δίνουν την εντύπωση ότι κάποιος τα έχει σχεδιάσει. Τίποτε από όσα γνωρίζουμε δεν φαίνεται να είναι σχεδιασμένο εκτός αν έχει όντως σχεδιαστεί. Συνεπώς, πρέπει να υπήρξε κάποιος σχεδιαστής, και τον ονομάζουμε «Θεό». (Ο ίδιος ο Ακινάτης χρησιμοποίησε την αναλογία του κινούμενου προς το στόχο βέλους, αλλά ένας σύγχρονος αντιαεροπορικός πύραυλος που ανιχνεύει θερμότητα θα εξυπηρετούσε το σκοπό του πιο αποτελεσματικά).

Το επιχείρημα εκ του σχεδίου είναι το μόνο που χρησιμοποιείται τακτικά ακόμη και σήμερα, και πολλοί εξακολουθούν να το αντιλαμβάνονται ως το έσχατο και αποστομωτικό επιχείρημα. Είχε εντυπωσιάσει και τον νεαρό Δαρβίνο όταν, ως φοιτητής ακόμη στο Κέμπριτζ, το είχε διαβάσει στο βιβλίο «Natural Theology» (Φυσική Θεολογία) του Γουίλιαμ Πάλεϊ. Δυστυχώς για τον Πάλεϊ, ο ώριμος πλέον Δαρβίνος το κονιορτοποίησε. Πράγματι, η πλέον συντριπτική νίκη που κατήγαγε ποτέ ο ορθολογισμός ενάντια στις παραδεδεγμένες αντιλήψεις υπήρξε πιθανότατα η απροσδόκητη κατάρριψη αυτού του επιχειρήματος από τον Κάρολο Δαρβίνο. Χάρη στον Δαρβίνο, θεωρείται πλέον εσφαλμένος ο ισχυρισμός πως τίποτε από όσα γνωρίζουμε δεν φαίνεται να είναι σχεδιασμένο εκτός αν έχει όντως σχεδιαστεί. Η εξέλιξη μέσω της φυσικής επιλογής, ανερχόμενη σε εξαίσια ύψη πολυπλοκότητας και κομψότητας, παράγει μια εξαιρετική επίφαση σχεδιασμού. Στα κορυφαία μάλιστα προϊόντα αυτού του ψευδοσχεδιασμού συγκαταλέγονται τα νευρικά συστήματα, που —μεταξύ των πιο ταπεινών επιτευγμάτων τους— επιδεικνύουν εμπρόθετη συμπεριφορά, η οποία, ακόμη και στο πιο μικροσκοπικό έντομο, μοιάζει πολύ περισσότερο με τον προηγμένο πύραυλο ανίχνευσης θερμότητας, παρά με ένα απλό βέλος που κατευθύνεται στο, στόχο του.

ΚΙΚΕΡΩΝ: Όχι από τον υπολογισμό των κερδών, αλλά από τον τρόπο ζωής και τις ανάγκες μετριέται η περιουσία

Ανάμεσα στα ανθρώπινα χαρακτηριστικά ετούτο εδώ είναι αρκετά συνηθισμένο: να μας αρέσουν περισσότερο τα ξένα πράγματα παρά τα δικά μας και να αγαπάμε την κίνηση και την αλλαγή.

«Ακόμη και το ίδιο το φως της ημέρας δεν μας αρέσει
παρά μόνο γιατί οι Ώρες αλλάζουν άλογα στην κούρσα τους
» (ΠΕΤΡΟΝΙΟΣ)

Έχω και εγώ το μερίδιο μου. Αυτοί που πηγαίνουν στο άλλο άκρο, να είναι ικανοποιημένοι με τον εαυτό τους, να θεωρούν ότι αυτά που έχουν είναι ανώτερα όλων και να μην αναγνωρίζουν τίποτε πιο όμορφο από αυτό που οι ίδιοι βλέπουν, αν δεν είναι πιο σοφοί από εμάς, είναι τουλάχιστον πιο ευτυχισμένοι.

Δεν ζηλεύω καθόλου τη σοφία τους, αλλά σίγουρα ζηλεύω την ευτυχία τους.

Αυτή η ακόρεστη διάθεση για καινούργια και άγνωστα πράγματα βοηθά να συντηρείται μέσα μου η επιθυμία του ταξιδιού, αλλά συμβάλλουν και πολλές άλλες συγκυρίες.

Έχω την ευκαιρία να απομακρύνομαι από την διαχείριση του οίκου μου. Το να διοικείς δίνει κάποια ευχαρίστηση, ακόμη κι αν πρόκειται για αχυρώνα, το ίδιο και το να σε υπακούν οι δικοί σου· αλλά είναι μια ευχαρίστηση πολύ μονότονη και βαρετή.

Κι έπειτα συνδυάζεται αναγκαστικά με πολλές ενοχλητικές σκέψεις, άλλοτε σε στεναχωρεί η φτώχεια και η καταπίεση του λαού σου, άλλοτε μια διαμάχη μεταξύ των γειτόνων σου, άλλοτε η κατάχρηση που κάνουν εις βάρος σου·

«Είτε είναι τα αμπέλια που χτυπήθηκαν από το χαλάζι,
είτε η γη σου που διαψεύδει τις προσδοκίες σου,
είτε είναι τα δέντρα που παραπονιούνται για το πολύ νερό,
ή για την ξηρασία που καίει τον κάμπο ή για την βαρυχειμωνιά
». (ΟΡΑΤΙΟΣ)

και ακόμη σε απασχολεί το γεγονός ότι σε διάστημα έξι μηνών μόλις μια φορά ο Θεός θα στείλει μια εποχή που θα ικανοποιήσει απόλυτα τον φοροεισπράκτορά σας, και επίσης μήπως, αν αυτή βοηθάει τα αμπέλια, κάνει κακό στα λιβάδια.

«Ή ο υπερβολικά καυτός ήλιος καίει τις σοδειές,
ή ξαφνικές βροχές και παγωνιές τις καταστρέφουν,
ή βίαιοι ανεμοστρόβιλοι τις ρημάζουν
». (ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ)

Επιπλέον αυτό θυμίζει εκείνον τον άντρα από το παρελθόν με το καινούργιο και κομψό παπούτσι, που όμως τον χτυπούσε στο πόδι και το ότι ο ξένος δεν ξέρει πόσο σου κοστίζει και πόσες θυσίες κάνεις για να κρατήσεις την εξωτερική εικόνα της τάξης που βλέπει ο κόσμος στην οικογένειά σου και που ενδεχομένως την πληρώνεις ακριβά.

Άργησα να πάρω τη διαχείριση στα χέρια μου. Εκείνοι που η φύση τους έκανε να γεννηθούν πριν από μένα με είχαν απαλλάξει για πολύ καιρό. Είχα ήδη αποκτήσει μια διαφορετική συνήθεια, πιο ταιριαστή στο χαρακτήρα μου. Παρ’ όλα αυτά, απ’ όσα είδα, πρόκειται για μια ενοχλητική μάλλον παρά δύσκολη ενασχόληση, όποιος είναι ικανός για οτιδήποτε άλλο δεν θα δυσκολευτεί ούτε με αυτή.

Αν μ’ ένοιαζε να πλουτίσω, τούτος ο δρόμος θα μου φαινόταν πολύ μακρύς· θα είχα μπει στην υπηρεσία των βασιλιάδων, συναλλαγή αποδοτικότερη κάθε άλλης. Αφού το μόνο που επιδιώκω να αποκτήσω είναι η φήμη ότι δεν έχω αποκτήσει τίποτε, όπως και ότι δεν έχω κατασπαταλήσει τίποτε, ανάλογα με το υπόλοιπο της ζωής που μου απομένει, ακατάλληλο για οτιδήποτε καλό ή κακό, και αφού το μόνο που αποζητώ είναι να περάσω το χρόνο μου, αυτό μπορώ να το κάνω, δόξα τω Θεό, χωρίς πολύ κόπο.

Στη χειρότερη περίπτωση, προλάβετε τη φτώχεια, περιορίζοντας τα έξοδα. Αυτό προσπαθώ να κάνω και να αλλάξω προτού η φτώχεια με αναγκάσει. Κατά τα άλλα έχω δημιουργήσει αρκετά επίπεδα στην ψυχή μου, μέσω των οποίων μπορώ να επιβιώσω με λιγότερα από αυτά που έχω· και εννοώ να περάσω ευχάριστα.

« Όχι από τον υπολογισμό των κερδών, αλλά από τον τρόπο ζωής και τις ανάγκες μετριέται η περιουσία». (ΚΙΚΕΡΩΝ)

Οι πραγματικές μου ανάγκες δεν εξαντλούν απόλυτα όλα όσα έχω, έτσι ώστε η μοίρα, αν δεν κάνει καίριο χτύπημα, να μην μπορεί να μου κάνει κακό.

Η τύχη με βοήθησε σε τούτο, ότι αφού η βασική μου ενασχόληση στη ζωή αυτή ήταν να τη ζήσω άνετα και μάλλον ξεκούραστα παρά με σκοτούρες, με απάλλαξε από την ανάγκη να πολλαπλασιάσω τα πλούτη μου για να αποκαταστήσω μια πληθώρα κληρονόμων.

Για τον έναν που έχω, αν δεν του αρκούν αυτά που ήταν υπεραρκετά για μένα, τόσο το χειρότερο γι’ αυτόν· η ανοησία του δεν αξίζει να επιθυμώ περισσότερα για χάρη του.

Και ο καθένας, σύμφωνα με το παράδειγμα του Φωκίωνα*, εφοδιάζει επαρκώς τα παιδιά του, αν τα εφοδιάσει με τρόπο που να του μοιάζουν.
--------------------------
* Αναφέρεται από τον Κορνήλιο Νέποτα, Βίος Φωκίωνος.
Ο Φωκίων αρνούμενος τις προσφορές του Φιλίππου στον ίδιο και στα παιδιά του απάντησε:
Αν μου μοιάζουν τα λίγα που έχω στην εξοχή θα τους είναι αρκετά, όπως ήταν αρκετά σε μένα· διαφορετικά, δεν θέλω εις βάρος μου να τρέφεται και να αυξάνει η καταστροφή τους”.

Η διασκέδαση είναι ένα αποτελεσματικό παυσίπονο, γιατί μιμείται την ευτυχία

Στην “πλάκα” που είναι η αγαπημένη ενασχόληση του σύγχρονου κόσμου, επικρατεί μια μεγάλη παρανόηση που μας απομακρύνει από την ευτυχία που ψάχνουμε: Συχνά, κάτι που μοιάζει με ευτυχία, στην πραγματικότητα δεν είναι!

Μπορούμε να παραβλέψουμε τη διαφορά ανάμεσα στην ευτυχία και στη διασκέδαση. Ανταλλάσσουμε την πραγματική ευτυχία με όπλα μαζικού περισπασμού: πάρτι, ποτό, φαγητό, ψώνια ή σεξ.

Βιολογικά μιλώντας, το να νιώθουμε καλά παίζει σημαντικό ρόλο στον μηχανισμό επιβίωσής μας. Τα μυαλά μας το χρησιμοποιούν σε συμπεριφορές επιβίωσης που δεν σχετίζονται με άμεσες απειλές. Για να το πετύχουμε αυτό, οι εγκέφαλοί μας πλημμυρίζουν τα σώματά μας με σεροτονίνη, ωκυτοκίνη και άλλα χημικά που μας κάνουν να νιώθουμε όμορφα στη διάρκεια δραστηριοτήτων που θέλουν να μας ενθαρρύνουν να τις κάνουμε συχνότερα. Η αναπαραγωγή, ας πούμε, είναι θεμελιώδης για το είδος μας, αλλά το να ζεις χωρίς παιδιά δεν αποτελεί άμεσα κίνδυνο για τους μελλοντικούς γονείς. Χωρίς την απόλαυση που σχετίζεται μι το σεξ μια τόσο σημαντική λειτουργία επιβίωσης θα περνούσε απαρατήρητη. Το ζευγάρωμα μας δίνει απόλαυση – και αυτό κάνει το είδος μας να αναπαράγεται και να πολλαπλασιάζεται.

Η διασκέδαση, λοιπόν, είναι χρήσιμη, αλλά κάποιοι άνθρωποι την αποζητούν απεγνωσμένα, για να ξεφύγουν, γιατί φοβούνται τις δύσκολες σκέψεις τους. Υπ’ αυτήν την έννοια, η διασκέδαση που επιδιώκουν είναι σαν ένα παυσίπονο, για να απαλύνουν πόνο. Η διασκέδαση είναι ένα αποτελεσματικό παυσίπονο, γιατί μιμείται την ευτυχία, διακόπτοντας την αδιάκοπη σκέψη που πλημμυρίζει τους εγκεφάλους μας – για λίγο.

Μόλις η προσωρινή χαρά μας, όμως, εξασθενήσει, οι αρνητικές σκέψεις επιστρέφουν και μας κάνουν πάλι να υποφέρουμε. Έτσι, συνεχίζουμε, λοιπόν, να ζητάμε κι άλλη.

Ακριβώς όπως και με τα παυσίπονα, όταν η επήρεια του πρώτου πέφτει, πίνουμε ακόμα ένα, μέχρι, τελικά, η απλή λήψη παυσίπονων να μην μπορεί πια να αντιμετωπίσει τον πόνο. Τότε προσπαθούμε να βάλουμε πιο υπερβολικές απολαύσεις στη ζωή μας: εξτρίμ σπορ, πιο άγρια πάρτι και κάθε είδους διασκέδαση. Όσο περισσότερη η αδρεναλίνη, τόσο πιο γρήγορα εξασθενούν τα αποτελέσματα και τόσο πιο βαθιά βυθιζόμαστε στον πόνο. Όταν αυτός ο κύκλος γίνεται ανυπόφορος, κάποιοι καταφεύγουν σε μέτρα απελπισίας και αντιμετωπίζουν τον πόνο τους χημικά, χρησιμοποιώντας πραγματικά φάρμακα ή αλκοόλ, σε μια ύστατη προσπάθεια να βρουν γαλήνη στο μυαλό τους.

Καταφεύγοντας σε αυτή τη διασκέδαση για να ξεφύγουμε, αφήνουμε άλυτη την Εξίσωση της Ευτυχίας μας και αγνοούμε τα θεμελιώδη ζητήματα που μας κάνουν δυστυχισμένους. Η διασκέδαση, τότε, παρά τη βραχυπρόθεσμη χαρά που μας δίνει, ουσιαστικά μετατρέπεται σε εμπόδιο για την αυθεντική ευτυχία μας.

Η διασκέδαση, ωστόσο, δεν είναι μόνο κάτι κακό. Για την ακρίβεια, η διασκέδαση δεν είναι καθόλου κακή.

Μια συνετή χρήση της ευχαρίστησης είναι ένας διακόπτης έκτακτης ανάγκης που μας χαρίζει προσωρινά διαλείμματα γαλήνης, ώστε να μπορούμε να κάνουμε τη φωνή στο κεφάλι μας να χαλαρώσει. Όποτε νιώθετε τις σκέψεις στο κεφάλι σας να γίνονται αρνητικές, απολαύστε μια υγιή διασκέδαση – γυμναστείτε, ακούστε μουσική ή κάντε ένα μασάζ. Αυτό πάντα θα κλείσει για λίγο τον διακόπτη.

Μια ακόμα πιο συνετή χρήση της διασκέδασης είναι όταν προγραμματίζετε σταθερές δόσεις υγιών απολαύσεων, τις οποίες εγώ ορίζω ως απολαύσεις που δεν πληγώνουν τους άλλους ή τον ίδιο μας τον εαυτό. Η διασκέδαση, τότε, δεν είναι απλώς ένα παυσίπονο, είναι περισσότερο ένα συμπλήρωμα ευτυχίας που παίρνετε συστηματικά για να παραμείνετε υγιείς. Ως επιχειρηματίας, έμαθα ότι μπορούμε να βελτιώσουμε μονάχα ό,τι μπορούμε να μετρήσουμε. Έτσι, θέστε ως στόχο ένα ποσοστό διασκέδασης. Εγώ το κάνω! Έχω έναν καθημερινό στόχο ως προς τη μουσική κι έναν εβδομαδιαίο στόχο για τη γυμναστική μα και για άλλες ευχάριστες δραστηριότητες. Με αρκετή ευχαρίστηση στη ζωή σας, τα παρατεταμένα διαλείμματα γαλήνης εμποδίζουν το μυαλό σας να κυριεύει τις μέρες σας με αδιάκοπες αρνητικές σκέψεις.

Μην ξεχνάτε, όμως: Η διασκέδαση και οι απολαύσεις κάθε είδους είναι μια προσωρινή υπεκφυγή – μια κατάσταση άγνοιας. Μη μένετε ποτέ εκεί για μεγάλο διάστημα. Περάστε, όσο πιο γρήγορα γίνεται, στην πορεία σας για την αυθεντική, μακροχρόνια ευτυχία.

Αφροδίτη, Άρης & Ήφαιστος

Υπήρχαν διηγήσεις που λέγαν, πως η Αφροδίτη διάλεξε το θεό του πολέμου για άντρα. Άλλες πληροφορίες την παρουσίαζαν ως σύζυγο του Ηφαίστου. Τελικά, από τον Όμηρο διαδόθηκε μια ιστορία, όπου μαθαίνουμε ότι η θεά του Έρωτος απατούσε τον άντρα της Ήφαιστο με τον Άρη. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις των Θηβαίων, από τη σχέση της Αφροδίτης με το θεό του πολέμου γεννήθηκε η ωραία Αρμονία, μια δεύτερη Αφροδίτη. Σύζυγός της ήταν ο Κάδμος, ο φονιάς του δράκου και θεμελιωτής των Θηβαίων. Το όνομά του θ’ αναφερθεί ή σε σχέση με την ιστορία τής Ευρώπης. Παιδιά τού Άρεως και της Αφροδίτης, εκτός από την Αρμονία, θεωρούνταν από τη μια μεριά ο Φόβος και ο Δείμος και από την άλλη ο Έρως και ο Αντέρως. Αλλ’ αυτό δεν είναι πια μυθολογία, παρά μόνο γενεαλογία. Σύμφωνα με μιαν άλλη γενεαλογία ο Ήφαιστος ήταν πατέρας του Έρωτος.

Θ’ ακούσουμε πολλά για τον Ήφαιστο. Από τώρα δηλώνουμε πως ήταν, όπως τον παρουσιάζουν οι περισσότερες διηγήσεις, ένας επιδέξιος και δυνατός τεχνίτης. Στην πραγματικότητα όμως ήταν μόνο ένας πολύτεχνος και χωλός νάνος. Έφτιαχνε νεαρές παρθένες από χρυσό, που κινούνταν, σκέπτονταν, μιλούσαν και εργάζονταν σαν ζωντανοί άνθρωποι. Αυτός κατασκεύασε την πρώτη γυναίκα, την Πανδώρα. Η Πανδώρα δεν είχε άντρα της τον Ήφαιστο, αλλά άλλους που του μοιάζανε. Γυναίκα του Ηφαίστου εθεωρείτο από τον Όμηρο στην Ιλιάδα και από τον Ησίοδο επίσης μια από τις Χάριτες. Ο Ησίοδος, μάλιστα δίνει το όνομά της: είναι η νεώτερη Χάρις, Αγλαΐα.

Εννοούσαν μ’ αυτό οι πιο παλιές διηγήσεις, που τις ξέρανε κι οι πιο πάνω συγγραφείς, ότι ήταν ένα ζωντανό έργο τέχνης ή θέλανε να δώσουν για γυναίκα στον σιδηρουργό – θεό, αντί τη μεγάλη, μια μικρότερη Αφροδίτη; Η Θεά του Έρωτος θα μπορούσε στη γλώσσα μας να ονομάζεται επίσης Χάρις. Στην Οδύσσεια η σύντροφος του Ηφαίστου, ονομάζεται Αφροδίτη και ο Άρης είναι ο εραστής της.

Ένας τραγουδιστής τραγουδούσε στο λαό των Φαιάκων, που ήταν πιο κοντά στους θεούς από μας, πως η Αφροδίτη και ο θεός του πολέμου ερωτευτήκανε ο ένας τον άλλον για πρώτη φορά. Αυτό συνέβη στο παλάτι του συζύγου. Δεν ήξερε κανείς γι’ αυτό. Ο Άρης έβαλε τα δυνατά του για να πετύχει την προσβολή του γάμου και του κρεβατιού του Ηφαίστου. Ο ήλιος είδε και τους δυο τους πάνω στην ερωτική πράξη και τ’ ανάγγειλε αμέσως στον φημισμένο μάστορα. Ο Ήφαιστος λυπήθηκε για το γεγονός. Βιαστικά πήγε στο σιδηρουργείο του και συλλογίστηκε πονηρά. Τακτοποίησε το μεγάλο αμόνι και κατασκεύασε αλυσίδες, που ούτε σπάζανε ούτε λύνονταν. Ήταν επίσης αόρατες και απαλές όπως ο ιστός της αράχνης. Τις κρέμασε πάνω στους στύλους του κρεβατιού κι έφυγε δήθεν για τη Λήμνο, το αγαπημένο του νησί με την καλοχτισμένη πόλη. Αυτό ακριβώς περίμενε ο Άρης. Αμέσως εμφανίζεται στο παλάτι του αρχισιδηρουργού γεμάτος πόθο για την Αφροδίτη. Μόλις είχε επιστρέψει από τον πατέρα της Δία και καθόταν μέσα στο παλάτι. Ο Άρης μπήκε, την έπιασε από το χέρι και τής είπε: «Έλα, αγαπημένη, να ξαπλώσουμε και να χαρούμε τον Έρωτά μας! Ο Ήφαιστος είναι μακριά, έφυγε για τη Λήμνο, πήγε στους ξενόγλωσσους ανθρώπους της, τους Σίντιες!» Κι αυτή ποθούσε να κοιμηθεί μαζί του. Έτσι πήδηξαν κι οι δυο στο κρεβάτι κι αποκοιμήθηκαν. Οι γερές αλυσίδες του Ηφαίστου τους τύλιξαν και δεν μπορούσαν πια να σαλέψουν. Κατάλαβαν ότι ήσαν παγιδευμένοι.

Τότε ήρθε ο δυνατός αρχισιδηρουργός, γιατί ο ήλιος, που κατασκόπευε πάντοτε, πρόδωσε τους ερωτευμένους. Ο σύζυγος στάθηκε στην πόρτα εξαγριωμένος και φώναξε πολύ δυνατά σ’ όλους τους θεούς: «Πατέρα Ζευ και σεις οι άλλοι, μακάριοι και αιώνιοι θεοί! Ελάτε και ιδέστε τι εδώ συμβαίνει για γέλια και για κλάματα! Πως μ’ ατιμάζει πάντα η κόρη του Διός Αφροδίτη, γιατί είμαι χωλός. Αγαπά τον διεφθαρμένο Άρη, γιατί είναι πραγματικά ωραίος κι έχει τα πόδια του γερά, ενώ εγώ κουτσαίνω. Κανείς άλλος δε φταίει, από τους γονείς μου – δεν έπρεπε να με γεννήσουν έτσι! Για κοιτάξτε πως κοιμούνται εκεί, αποκαμωμένοι από τον έρωτα, στο ίδιο μου το κρεβάτι! Με θλίβει το θέαμα. Θα μείνουν, νομίζω, έτσι ξαπλωμένοι πολύ ακόμα, αφού αγαπιούνται τόσο πολύ – κι αν ακόμα θελήσουν να μη μένουν έτσι, οι αλυσίδες μου τους κρατάνε γερά, μέχρι που ο Πατέρας ξυπνήσει και μου δώσει πίσω τα δώρα που του έδωσα για το ξεδιάντροπο κορίτσι! Ωραία είναι ή κόρη του, αλλά όχι τίμια!».

Αυτά είπε ο Ήφαιστος. Οι θεοί συγκεντρώθηκαν στο παλάτι του, στο σπίτι με το χάλκινο κατώφλι. Ήρθαν ο Ποσειδών, ο Ερμής, ο Απόλλων. Από ντροπή οι θεές μείνανε στο σπίτι τους. Οι θεοί στέκονταν στην πόρτα κι ασταμάτητο αντηχούσε το γέλιο των Μακάρων, καθώς κοίταζαν το τέχνασμα του πονηρού Ηφαίστου. Ο ένας έλεγε στον άλλο: «Δεν βγάζει ποτέ σε καλό μια κακή πράξη. Όποιος πάει αργά, κερδίζει τον βιαστικό. Όποιος πιάστηκε φανερά μοιχός, πρέπει να μετανοήσει!» Ο Απόλλων ρώτησε τον Ερμή: «Θα ‘θελες να ήσουν ξαπλωμένος με τη χρυσή Αφροδίτη και μ’ αυτές τις αλυσίδες γύρω σου;» Κι εκείνος απάντησε: «Ε, αν κάτι τέτοιο μπορούσε να γίνει, ας ήταν οι αλυσίδες τρεις φορές πιο γερές! Κι όλοι εσείς, θεοί και θεές, θα μπορούσατε να με βλέπατε, πόσο ευχαρίστως θα πλάγιαζα κοντά στη χρυσή Αφροδίτη!» Οι αθάνατοι ξαναγέλασαν, όχι όμως και ο Ποσειδών. Παρακάλεσε τον αρχισιδηρουργό να λύση τον Άρη και ανέλαβε την εγγύηση στο όνομά όλων των θεών, πως θα πληρωθεί στο σύζυγο το ανάλογο χρέος. Δύσκολα δέχτηκε ο Ήφαιστος να τους ελευθερώσει. Οι αλυσοδεμένοι πηδήξανε πάνω: ο Άρης τράβηξε για τη Θράκη και η Αφροδίτη για την Κύπρο, στο ιερό της, στην Πάφο. Οι Χάριτες την υποδέχτηκαν εδώ μ’ ένα λουτρό. Αλλείψανε τη θεά μ’ αθάνατο λάδι, που η μυρωδιά του ανήκει στους θεούς, και την ξαναντύσανε με τα υπέροχα, χαριτωμένα φορέματά της.

Είναι δύσκολο να αποχαιρετήσεις το οικείο, αλλά εκεί κρύβεται η ελευθερία

Μου μιλάς για ελευθερία την ίδια στιγμή που θέλεις να με εγκλωβίσεις εκεί, όπου ανάσα δεν παίρνω. Μου λες ότι σου μοιάζω κι εγώ σε κοιτάζω στα μάτια και σου λέω, «Εγώ δεν είμαι εσύ!», «Είμαι εγώ!» Με μεγάλωσες κάνοντάς με να πιστέψω τις δικές σου ανάγκες για δικές μου. Με έμαθες να είμαι το καλό παιδί για όλους και χωρίς να το καταλάβω έγινα το κακό παιδί για μένα.

Πέρασαν τα χρόνια για να καταλάβω ότι η ζωή μου ήταν μια αναπαραγωγή της δικής σου, πασπαλισμένη με έντονα συναισθήματα, πάθη, έρωτες, δράματα. Πέρασαν τα χρόνια για να καταλάβω ότι με είχες καταδικάσει από άγνοια να μη χαίρομαι, να μη ζω. Μια μέρα με συνάντησα μπροστά στον καθρέπτη μου και μου ζήτησε να ξανασυστηθώ. Μου ζήτησε να σπάσω τις αλυσίδες!

Σάστισα! Άκουσα μέσα μου ένα κρακ… κάτι έσπασε με κρότο… και κλάματα άρχισαν να κυλάνε από τα μάτια μου. Πήρα μια φωτογραφία σου και άρχισα να σου λέω… «Εγώ δεν είμαι εσύ!» Συνέχεια, συνέχεια να επαναλαμβάνω δυνατά και με ένταση στην αναπνοή, την ίδια φράση μέχρι που την ένιωσα στο πετσί μου…

«Εγώ δεν είμαι εσύ! Είμαι εγώ!…» Kι εκεί άρχισα να ανασαίνω πιο ρυθμικά, σιγά σιγά όλο και πιο ήρεμα, πιο σιγά, μέχρι που ένιωσα να ηρεμώ τελείως. Τότε έσφιξα τη φωτογραφία σου πάνω μου σα να έσφιγγα εσένα. Τότε ένιωσα να σε αγαπάω από την αρχή γιατί ένιωσα να αγαπάω και να αποδέχομαι εμένα! Τότε ένιωσα να αρχίζω να με καταλαβαίνω και να καταλαβαίνω κι εσένα. Τότε άρχισα να γαληνεύω με τα μέσα μου και να γαληνεύω μαζί σου.

Άρχισα να συνειδητοποιώ ότι ήρθε η ώρα να τελειώσουν οι στείρες επαναλήψεις της ζωής μου, γιατί τελείωσε η άγνοιά μου. Και τότε άρχισα να ζω και να χαίρομαι! Άρχισα να αναλαμβάνω την ευθύνη της ζωής μου και του εαυτού μου! Άρχισα να νιώθω ελεύθερος!

Είναι δύσκολο να αποχαιρετήσεις το οικείο και επαναλαμβανόμενο μοτίβο της ζωής σου μέχρι τη μέρα που θα ξημερώσει και θα καταλάβεις ότι είσαι έτοιμος. Τότε, καταλαβαίνεις πως το κρακ αυτό που ένιωσες, ο πόνος αυτός που βίωσες ήταν για να απελευθερωθείς από τις αλυσίδες σου. Τότε συνειδητοποιείς, πως πίσω από τον πόνο που ένιωσες όταν έσπασες το καλούπι… πίσω από αυτόν τον πόνο που σε διαφοροποιεί από «εκείνους» κρύβεται αυτό που ζητάς, και λέγεται ελευθερία!

Αφιερωμένο σε αυτούς που θέλουν και είναι έτοιμοι να σπάσουν τις αλυσίδες τους.

ΑΙΣΧΥΛΕΙΑ ΑΝΘΡΩΠΟΓΟΝΙΑ ΚΑΙ ΣΟΦΟΚΛΕΙΑ ΑΥΤΟΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

Τό ἐ­ρώ­τη­μα «τί εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος» εἶ­ναι πάν­τα, ἔμ­με­σα ἤ ἄ­με­σα, πα­ρόν στήν ἀ­θη­να­ϊ­κή τρα­γω­δί­α. Μέ ἰ­δι­αί­τε­ρη σα­φή­νεια καί ἔν­τα­ση τί­θε­ται — καί παίρ­νει ἀ­πάν­τη­ση — μέ­σα σέ δύ­ο ἀ­π’ τίς πιό ση­μαν­τι­κές, καί ἀ­ρι­στουρ­γη­μα­τι­κές, τρα­γω­δί­ες: τόν Προ­μη­θέ­α Δε­σμώ­τη τοῦ Αἰ­σχύ­λου (πι­θα­νό­τα­τα ἕ­να ἀ­π’ τά τε­λευ­ταί­α ἔρ­γα τοῦ ποι­η­τῆ, γύ­ρω στά 460) καί τήν Ἀν­τι­γό­νη τοῦ Σο­φο­κλέ­ους (σχε­δόν βέ­βαι­α χρο­νο­λο­γη­μέ­νη τό 442 ἤ 443).

Οἱ ἀ­πάν­τη­σεις πού δί­νουν στό θε­με­λια­κό αὐ­τό γιά ὅ­λον τόν ἑλλη­νι­κό πο­λι­τι­σμό ἐ­ρώ­τη­μα οἱ δύ­ο τρα­γω­δί­ες εἶ­ναι, ὅ­πως θά προ­σπα­θή­σω νά δεί­ξω, τε­λεί­ως ἀν­τί­θε­τες. Ἡ δι­α­φο­ρά αὐ­τή δέν μπορεῖ νά ἀ­πο­δο­θεῖ μό­νο στήν ἀ­το­μι­κή στά­ση τῶν δύ­ο ποι­η­τῶν. Πα­ρά τό μι­κρό χρο­νι­κό δι­ά­στη­μα πού χω­ρί­ζει τά δύ­ο ἔρ­γα —πε­ρί­που εἴ­κο­σι χρό­ναι — ἡ δι­α­φο­ρά ἐκ­φρά­ζει καί εἶ­ναι συ­νυ­πό­στα­τη μέ τόν ἀ­νή­κου­στο ρυθ­μό τῆς πνευ­μα­τι­κῆς δη­μι­ουρ­γί­ας στήν δη­μο­κρα­τι­κή Ἀ­θή­να, μέ τόν ὁ­λο­έ­να καί ρι­ζι­κό­τε­ρο πα­ρα­με­ρι­σμό τῶν πα­ρα­δο­σια­κῶν πα­ρα­στά­σε­ων καί μέ τήν ἐ­πέ­κτα­ση καί ἐμ­βά­θυν­ση τῆς ἀνθρώ­πι­νης αὐ­το­γνω­σί­ας. Εἶ­ναι κα­τά κά­ποι­ο τρό­πο ἀ­νά­λο­γη μέ τήν δι­α­φο­ρά Ἡ­ρο­δό­του-Θου­κυ­δί­δη καί τήν προ­α­ναγ­γέλ­λει εἴ­κο­σι - τριά­ντα χρό­νια πρίν.

Ὁ χῶ­ρος καί ὁ χρό­νος δέν μοῦ ἐ­πι­τρέ­πουν νά ἐμ­πλα­κῶ μέ τό σύ­νο­λο τῶν «ἑρ­μη­νευ­τι­κῶν» (μέ τήν σύγ­χρο­νη ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου) ζη­τη­μά­των, πού κα­τ’ ἀ­νάγ­κη θέ­τουν τά δύ­ο τε­ρά­στια κεί­με­να. Θε­λη­μέ­να θά «ἀ­πο­σπά­σω» τά χω­ρί­α πού κεν­τρι­κά μέ ἐν­δι­α­φέ­ρουν, χω­ρίς νά ἀ­σχο­λη­θῶ — ἔ­ξω ἀ­πό πα­ρεμ­πί­πτου­σες νύ­ξεις — μέ τήν σχέ­ση τους μέ τό σύ­νο­λο τῆς τρα­γω­δί­ας ἀ­πό τήν ὁ­ποί­α προ­έρ­χον­ται, ἀ­κό­μα λι­γό­τε­ρο μέ τό συ­νο­λι­κό ἔρ­γο τῶν δύ­ο ποι­η­τῶν. Οὔ­τε θά ἀ­να­φερ­θῶ στό εὐ­ρύ­τα­το πλέγ­μα τῶν ἀν­θρω­πο­λο­γι­κῶν ἀν­τι­λή­ψε­ων πού ἐμ­φα­νί­ζον­ται ἀ­π’ τόν Ὅμηρο καί τόν Ἡ­σί­ο­δο ὡς τόν 5ο αἰ­ώ­να καί κα­τό­πιν. Οἱ πα­ρεμ­φε­ρεῖς ἐ­ρω­τή­σεις εἶ­ναι φυ­σι­κά ἀ­πολύ­τως νό­μι­μες. Θε­ω­ρῶ ὅ­μως ἐ­πί­σης νό­μι­μη τήν ἐ­δῶ σκο­πιά: νά προ­σπα­θή­σου­με νά θε­ω­ρή­σου­με κα­θ’ ἑ­αυ­τά καί σέ ὅ­λη τήν δύ­να­μή τους ὁ­ρι­σμέ­να ρή­μα­τα τῶν δύ­ο ποι­η­τῶν (μέ γνώ­ση, φυ­σι­κά, ὅ­σων τά πε­ρι­βάλ­λουν, ἀλ­λά χω­ρίς ρη­τή ἐ­πε­ξερ­γα­σί­α τῆς γνώ­σης αὐ­τῆς) καί, ξε­κι­νών­τας ἀ­π’ αὐ­τά, νά προ­σπα­θή­σου­με, σ’ ἕ­να δεύ­τε­ρο και­ρό, νά δι­αυ­γά­σου­με τό συ­νο­λι­κό ἑλ­λη­νι­κό το­πί­ο.

Τό θέ­μα μας ἐ­δῶ εἶ­ναι: τί λέ­γε­ται — καί κα­τά συ­νέ­πεια, τί προτεί­νε­ται πρός ἀ­κοήην στό κοι­νό τῶν Ἀθηναίων — μέ­σα στόν Προ­μη­θέ­α ἀ­φ’ ἑ­νός, στήν Ἀντιγόνη ἀ­φ’ ἕ­τε­ρου, σχε­τι­κά μέ τόν ἄν­θρω­πο καί τά οὐ­σι­α­στι­κά του κα­τη­γο­ρή­μα­τα; Ἑπομένως, λί­γο μας ἐν­δι­α­φέ­ρει ἄν ὁ Αἰ­σχύ­λος καί ὁ Σο­φο­κλῆς «ἐ­πε­νό­η­σαν» τά λό­για τους, ἤ τά «δα­νεί­στη­καν», ἄν τά σκέ­φτη­καν νη­φά­λια, τά εἶ­δαν στόν ὕ­πνο τους ἤ ἄν τούς ἦρ­θαν σέ μί­α στιγ­μή θεί­ας μα­νί­ας. Ἐ­λά­χι­στα μας ἐν­δι­α­φέ­ρει, ἀ­κό­μα, καί ἄν τά «ἐ­πί­στευ­αν» (ἄν καί ἀ­σφα­λῶς τά ἐ­πί­στευ­αν). Βα­ρύ­τη­τα ἄ­π’ αὐ­τή τήν ἄ­πο­ψη ἔ­χει γιά μᾶς μό­νο τό γε­γο­νός ὅ­τι αὐ­τά πού θά ἐκ­θέ­σου­με μπο­ροῦ­σε κά­ποι­ος νά τά διανο­η­θεῖ στήν Ἀθήνα τοῦ 460-440, μπο­ροῦ­σε νά τά ἔκ­φρα­σει, νά τά πα­ρου­σιά­σει στόν λα­ό καί — του­λά­χι­στον στήν πε­ρί­πτω­ση τῆς Ἀν­τι­γό­νης — νά στε­φα­νω­θεῖ γι’ αὐ­τό πού δι­α­νο­ή­θη­κε, ἐ­ξέ­φρα­σε καί πα­ρέ­στη­σε. Βα­ρύ­τη­τα ἔ­χει δη­λα­δή γιά μᾶς ἡ πραγ­μα­τι­κή πα­ρου­σί­α στόν ἀ­θη­να­ϊ­κό κοι­νω­νι­κό-ἱ­στο­ρι­κό χῶ­ρο ὁ­ρι­σμέ­νων ση­μα­σια­κῶν συμ­πλεγ­μά­των, τῶν ὁ­ποί­ων ξέ­ρου­με, ἀ­π’ τήν ἄλ­λη με­ριά, τήν ἐν­δόμυ­χη συ­νά­φεια μέ τήν κα­θο­λι­κή φαν­τα­σια­κή θέ­σμι­ση αὐ­τοῦ το­ϋ χώ­ρου. Ἡ σχέ­ση τοῦ Αἰ­σχύ­λου μέ τίς ρί­ζες μιᾶς μυ­θι­κῆς/θρη­σκευ­τι­κῆς πα­ρά­δο­σης, στήν ὁ­ποί­α ὁ ἴ­διος ἐ­πι­βάλ­λει μί­α ἀ­πο­φα­σι­στι­κή στρο­φή, ἡ σχέ­ση τοῦ Σο­φο­κλῆ μέ ὅ­λο τόν σύγ­χρο­νό του φι­λο­σο­φι­κό (καί «σο­φι­στι­κό») ἀ­να­βρα­σμό καί δη­μι­ουρ­γί­α εἶ­ναι πε­ρί­που γνω­στές. Νο­μί­ζω ὅ­τι θά φω­τι­στοῦν ἐν­το­νό­τε­ρα ἀ­π’ τήν συγ­κρι­τι­κή ἀ­νά­λυ­ση πού ἀ­κο­λου­θε­ῖ.

Ἐπίσης δέν μπο­ρῶ νά ἀ­σχο­λη­θῶ μέ τήν συ­ζή­τη­ση τῶν προ­η­γου­μέ­νων, καί λί­γο ἤ πο­λύ γνω­στῶν, ἑρ­μη­νει­ῶν τῶν δύ­ο ἔρ­γων. Δύ­ο ση­μεῖ­α μό­νο θά μνη­μο­νεύ­σω σύν­το­μα. Ὑπάρχει μί­α «με­τά­φρα­ση» καί ἐ­κτε­νής «ἑρ­μη­νεί­α» τοῦ στα­σί­μου τῆς Ἀντιγόνης πού θά συ­ζη­τή­σου­με (πολ­λά τά δει­νά...) ἀ­π’ τόν Χά­ιν­τεγ­κερ. Ἡ «με­τά­φρα­ση» ἀ­πο­τε­λεῖ κα­τ’ οὐ­σί­αν ἕ­ναν ἀ­πο­κρου­στι­κό βια­σμό τοῦ κει­μέ­νου τοῦ Σο­φο­κλέ­ους. Στη­ρί­ζει — καί στη­ρί­ζε­ται σε — μί­αν «ἑρ­μη­νεί­α» πού εἶ­ναι, ὅπως σχε­δόν πάν­το­τε, ἁ­πλῶς προ­βο­λή τῶν σχη­μά­των τοῦ Χά­ιν­τεγ­κερ. Ὅ­σο καί ἄν, κα­θ’ ἑ­αυ­τά, αὐ­τά τά σχή­μα­τα μπο­ροῦν νά ὠ­θή­σουν πρός σκέ­ψη καί νά «ἐ­ρε­θί­σουν» γό­νι­μα τόν συ­νή­θως ὀ­κνη­ρό ἀ­να­γνώ­στη τῶν ἀρ­χαί­ων κει­μέ­νων, στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ὁ­δη­γοῦν σέ μί­α τε­χνη­τή καί σα­θρή κα­τα­σκευ­ή, πού ἀ­π’ τή μί­α πα­ρου­σιά­ζει τόν ἄν­θρω­πο τοῦ Σο­φο­κλέ­ους σάν μί­α πλή­ρη ἐνσάρ­κω­ση τοῦ Χα­ϊν­τεγ­κε­ρι­α­νο­ῦ Dasein, καί, ἀ­π’ τήν ἄλ­λη, ρυθ­μί­ζε­ται, ἀ­πί­στευ­τα καί τε­ρα­τω­δῶς (ὅ­πως ὅ­λα ὅ­σα ἔ­χει γρά­ψει ὁ Χά­ιντεγ­κερ γιά τούς Ἀρχαίους Ἕλ­λη­νες), ἀ­πό τήν συ­στη­μα­τι­κή ἀ­γνό­η­ση τῆς πό­λε­ως, τῆς πο­λι­τι­κῆς, τῆς δη­μο­κρα­τί­ας καί τῆς κεν­τρι­κῆς θέ­σης τους μέ­σα στήν ἀρ­χαί­α ἑλ­λη­νι­κή δη­μι­ουρ­γί­α. Τό ἀ­ναγ­καῖ­ο ἀ­πο­τέ­λε­σμα αὐ­τῆς τῆς ἀ­γνό­η­σης εἶ­ναι φυ­σι­κά μιά στρα­βή «κα­τα­νό­η­ση» τῆς ἀρ­χαί­ας φι­λο­σο­φί­ας, ἀ­δι­ά­σπα­στα συν­δε­δε­μέ­νης μέ τήν πό­λη καί τήν δη­μο­κρα­τί­α ἀ­κό­μα καί ὅ­ταν τίς ἐ­χθρεύ­ε­ται. Καί ὁ Πλά­των ἀ­κό­μα — ὁ Πλά­των ἰ­δί­ως— εἶ­ναι ὄ­χι μό­νο ἀ­δι­α­νό­η­τος καί ἀ­δύ­να­τος χω­ρίς τήν δη­μο­κρα­τι­κή πό­λη, ἄλ­λα καί ἀ­κα­τα­νό­η­τος ὡς φι­λό­σο­φος χω­ρίς τήν ἐ­πι­μο­νη πά­λη του ἐ­ναν­τίον τῆς δη­μο­κρα­τί­ας. Αὐ­τά ὁ ἐ­θνι­κο­σο­σι­α­λι­στής (1933-1945) Χά­ιν­τεγ­κερ οὔ­τε θέ­λει οὔ­τε μπο­ρε­ϊ νά τά ἰδεῖ. (Ἕ­να ἀ­π’ τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα αὐ­τῆς τῆς τύ­φλω­σης θά τό βροῦ­με πιό κά­τω, συ­ζη­τών­τας τό κεί­με­νο το­ῦ Σο­φο­κλέ­ους). Oἱ αὐ­θαι­ρε­σί­ες το­ῦ Χά­ιν­τεγ­κερ φθά­νουν ὡς τήν συν­δυ­α­σμέ­νη ἀλ­λοί­ω­ση τῆς προ­φα­νοῦς στί­ξης το­ϋ κει­μέ­νου καί τοῦ πα­ρα­με­ρι­σμοῦ λέ­ξε­ων πού δεί­χνουν τό ἄ­το­πο αὐ­τῆς τῆς ἀλ­λοί­ω­σης. Ἔ­τσι, π.χ., δι­α­βά­ζει τούς στί­χους 360-361 τοῦ στα­σί­μου τῆς Ἀντιγόνης: παν­το­πό­ρος ἄ­πο­ρος, ἐ­π’ οὐ­δέν ἔρ­χε­ται ἀν­τί γιά παν­το­πό­ρος· ἄ­πο­ρος ἐ­π’ οὐ­δέν ἔρ­χε­ται τό μέλ­λον, γιά νά μπο­ρέ­σει νά με­τα­φρά­σει: «παν­τοῦ βα­δί­ζον­τας καί μέ­νον­τας στόν δρό­μο, χω­ρίς πεί­ρα καί χω­ρίς δι­έ­ξο­δο, φτά­νει στό μη­δέν», ἐ­ξω­φρε­νι­κή πα­ρα­βί­α­ση το­ῦ κει­μέ­νου, πού γιά νά ἀ­πο­κτή­σει μιά ἐ­πι­φα­νεια­κή ἀ­λη­θο­φά­νεια εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νη νά ἐ­ξα­λεί­ψει λά­θρα τίς λέ­ξεις τό μέλ­λον.

Με­ρι­κές ἀ­πό τίς αὐ­θαι­ρε­σί­ες καί τίς αὐ­θά­δει­ες τοῦ Χά­ιν­τεγ­κερ ἔ­χουν ἤ­δη ἐ­πι­ση­μαν­θεῖ, με­τα­ξύ ἄλ­λων, ἀ­πό τόν D. Cop. de Gibsson, κι αὖ­το μέ φέρ­νει στό δεύ­τε­ρο ση­μεῖ­ο πού θέ­λω νά ἀ­να­φέρω προ­κα­ταρ­κτι­κά. Ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Χά­ιν­τεγ­κερ, ὁ ἴ­διος ὁ Cop. de Gibsson ἐ­πι­κα­λεῖ­ται τίς ἐρ­γα­σί­ες καί τά συμ­πε­ρά­σμα­τα τῶν συγ­χρό­νων Γάλ­λων «δο­μι­κῶν» ἑλ­λη­νι­στῶν — Vernant, Detienne, Vidal-Naquet — σύμ­φω­να μέ τούς ὁ­ποί­ους «ἡ μορ­φή το­ῦ Ἕλ­λη­νος ἀν­θρώ­που... κα­θο­ρί­ζει τήν κα­τά­στα­ση (statut) το­ῦ ἀν­θρώ­που, το­πο­θε­τών­τας τόν σέ σχέ­ση μέ τόν θε­ό καί, σύ­στοι­χα, μέ τό ζῶ­ο» (σ. 65). Καί εἶ­ναι ἀ­ναμ­φι­σβή­τη­το ὅ­τι ἡ ἑλ­λη­νι­κή σύλ­λη­ψη το­ῦ ἀν­θρώ­που ὁ­ρί­ζε­ται, γε­νι­κά, ἀ­π’ τήν ὀρ­γα­νω­τι­κή δο­μή: ζῶ­α/ἄν­θρω­ποι/ θε­οί, πού κα­τά κά­ποι­ο τρό­πο χα­ρά­ζει τά σύ­νο­ρά της ἀ­π’ τήν ἀ­νατο­λή το­ῦ ἑλ­λη­νι­κοῦϋ πο­λι­τι­σμοῦ (του­λά­χι­στον ἀ­π' τόν Ἡ­σί­ο­δο) ὡς τούς κλα­σι­κούς χρό­νους, καί πιό πέ­ρα ἀ­κό­μη (πρβλ. τό θη­ρί­ον ἤ θε­ός το­ῦ Ἀριστοτέλη). Ἡ δο­μή αὐ­τή, πού φαί­νε­ται αὐ­το­νό­η­τη γιά μας, πού βρι­σκό­μα­στε στή συ­νέ­χεια τῆς συγ­κρό­τη­σής της ἀ­π’ τούς Ἕλ­λη­νες, δέν εἶ­ναι κα­θό­λου «αὐ­το­νό­η­τη». Ἄς σκε­φθο­ῦ­με. π.χ.. τούς Ἑ­βραί­ους, τούς Ἰν­δούς ἤ τούς Κι­νέ­ζους — ἤ τίς ἰν­δι­ά­νι­κες φυ­λές της Ἀμερικῆς, ὅ­που συ­χνά πα­ρα­τη­ρεῖ­ται μί­α «κυ­κλο­φο­ρί­α» ἀ­νά­με­σα στή ζω­ι­κή, ἀν­θρώ­πι­νη καί θε­ϊ­κή κα­τά­στα­ση, κυ­κλο­φο­ρί­α καί ὄ­χι τομή.

Ἀλλά ἡ δο­μή αὐ­τή εἶ­ναι ἁ­πλῶς τό πε­ρί­βλη­μα, τό κέ­λυ­φος, μέ­σα στό ὁ­ποῖ­ο δι­α­δρα­μα­τί­ζε­ται μί­α τε­ρά­στια — καί γιά μᾶς ἀ­πό­φα­σιστι­κή — κοι­νω­νι­κό-ἱ­στο­ρι­κή δη­μι­ουρ­γί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀλ­λοι­ώ­νει τε­λεί­ως τήν ση­μα­σί­α τῶν ὅ­ρων/στοι­χεί­ων πού συγ­κρο­τοῦν τήν δο­μή αὐ­τή. Καί αὐ­τό γί­νε­ται ἀ­πο­κλει­στι­κά μέ τήν ἀλ­λα­γή τῆς ση­μα­σί­ας — τοῦ ση­μα­σια­κοῦ μάγ­μα­τος — πού ἀ­φο­ρᾶ τό μέ­σο καί κεν­τρι­κό στοι­χεῖ­ο τῆς δο­μῆς, δη­λα­δή τόν ἄν­θρω­πο. Ἀλλοίωση πού ἐ­πι­τε­λεῖται μέ τήν προ­σπά­θεια γιά αὐ­το­γνω­σί­α, πού ἀ­κρι­βῶς χα­ρα­κτη­ρί­ζει καί­ρια αὐ­τή τή δη­μι­ουρ­γί­α. Ἄν μεί­νου­με σ’ αὐ­τή τήν «δο­μι­κή» ἀντί­λη­ψη, κιν­δυ­νεύ­ου­με νά ἐ­πα­να­λά­βου­με τήν κρί­σι­μη πα­ρα­γνώ­ρι­ση πού μα­στί­ζει ἐ­πί αἰ­ῶ­νες τώ­ρα τήν προ­σέγ­γι­ση τοῦ ἀρ­χαί­ου ἑλ­λη­νκοῦ κό­σμου. Κιν­δυ­νεύ­ου­με νά μι­λᾶ­με γιά τόν «Ἕλ­λη­να ἄν­θρω­πο», τήν «ἑλ­λη­νι­κή πό­λη», τήν «ἑλ­λη­νι­κή σύλ­λη­ψη τῆς φύ­σης» κτλ., ξε­χνών­τας ὅ­τι τό βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της ἀρ­χαί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς ἱ­στο­ρί­ας εἶ­ναι ἀ­κρι­βῶς ὅ­τι εἶ­ναι ἱ­στο­ρί­α μέ τήν πιό ἐμ­φα­τι­κή ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου, ὅ­τι τό «πνεῦ­μα» τῶν Ἀρχαίων Ἑλ­λή­νων πραγ­μα­το­ποι­εῖ­ται ἀ­κρι­βῶς ὡς ἀλ­λα­γή, αὐ­το-αλ­λοί­ω­ση, αὐ­το-θέ­σμι­ση — ὅ­λες συνυ­φα­σμέ­νες μέ τήν προ­σπά­θεια τῆς αὐ­το­γνω­σί­ας, πού εἶ­ναι συ­νε­χής ἐ­νέρ­γεια, ἐρ­γα­σί­α, δι­α­δι­κα­σί­α καί ὄ­χι στα­τι­κό ἀ­πο­τέ­λε­σμα.

Μί­αν ἀ­πο­φα­σι­στι­κή στιγ­μή αὐ­τῆς τῆς ἀλ­λοί­ω­σης μπο­ροῦ­με νά συλ­λά­βου­με ἀ­να­λύ­ον­τας καί συγ­κρί­νον­τας τήν ἀν­θρω­πο­λο­γί­α τοῦ Αἰ­σχύ­λου καί τοῦ Σο­φο­κλέ­ους. Ἡ πα­ρα­βο­λή τῶν δύ­ο ποι­η­τῶν μᾶς δεί­χνει κα­θα­ρά μί­αν ὀν­το­λο­γι­κή ἀ­να­τρο­πή τε­ρά­στιας βα­ρύ­τη­τας, ποὐ συν­τε­λε­ῖ­ται μέ­σα στά εἴ­κο­σι αὐ­τά χρό­νια.

Τό ἐ­ρώ­τη­μα τί εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος δέν δι­α­τυ­πώ­νε­ται ὡς ἐ­ρώ­τη­μα στίς δύ­ο τρα­γω­δί­ες, ὅ­πως θά συ­νέ­βαι­νε σέ ἕ­να φι­λο­σο­φι­κό κεί­με­νο. Τό ἐ­ρώ­τη­μα ἐμ­πε­ρι­έ­χε­ται στίς τρα­γω­δί­ες καί συ­νά­γε­ται ἀ­π’ τό ὅ­τι τοῦ δί­νε­ται μί­α ἐ­κτε­νής ἀ­πάν­τη­ση. Ὁ Αἰ­σχύ­λος ἀ­παν­τά­ει στήν ὑ­πόρ­ρη­τη ἐ­ρώ­τη­σή του μέ μιά ἀν­θρω­πο­γο­νί­α. Ἡ ἀν­θρω­πο­γο­νί­α αὐ­τή εἶ­ναι μυ­θι­κή, ὄ­χι μέ μιά ἁ­πλῶς ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἔν­νοι­α — ἐ­πει­δή ἀ­να­φέ­ρε­ται σ’ ἕ­να μύ­θο, τόν μύ­θο τοῦ Προ­μη­θέ­α, καί τόν ξα­νάχρη­σι­μο­ποι­εῖ. Εἶ­ναι μυ­θι­κή μέ τήν βα­θύ­τε­ρη, φι­λο­σο­φι­κή ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου: ἀ­παν­τά­ει στό ἐ­ρώ­τη­μα τό σχε­τι­κό μέ τόν ἄν­θρω­πο παρα­πέμ­πον­τας στήν προ­έ­λευ­σή του καί πα­ρου­σι­ά­ζον­τας μί­αν ἀ­φήγη­ση: ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι αὐ­τό πού εἶ­ναι, δι­ό­τι κά­πο­τε, πο­λύ πα­λιά (πέ­ρα ἀ­πό κά­θε δυ­να­τή ἐμ­πει­ρι­κή βε­βαί­ω­ση ἤ ἀ­να­σκευ­ή) συ­νέ­βη κά­τι πού ὑ­περ­βαί­νει τήν συ­νή­θη μας πεί­ρα. Ἕ­να ὑ­πε­ράν­θρω­πο ὄν, ὁ Προ­μη­θέ­ας, ἔ­δω­σε στούς ἀν­θρώ­πους αὐ­τά πού τούς ἔ­κα­ναν πράγ­μα­τι ἀν­θρώ­πους. Ὁρισμός τοῦ μύ­θου: ἡ ἀ­φή­γη­ση τῆς προ­έ­λευ­σης ἀ­παν­τᾶ στό ἐ­ρώ­τη­μα γιά τήν οὐ­σία. Στόν Σο­φο­κλῆ, ὅ­πως θά δοῦ­με, ἡ πα­ρου­σί­α­ση τῆς οὐ­σί­ας ἀ­παν­τᾶ καί στό ἐ­ρώ­τη­μα γιά τήν οὐ­σία, καί στό ἐ­ρώ­τη­μα γιά τήν προ­έ­λευ­ση. Ἡ οὐ­σί­α το­ῦ ἀν­θρώ­που, τό δει­νόν, εἶ­ναι ἡ αὐ­το­δη­μι­ουρ­γί­α του.

Ἄς κοι­τά­ξου­με ἀ­πό πιό κον­τά τό κεί­με­νο το­ῦ Αἰ­σχύ­λου. Ἡ ἀνθρω­πο­γο­νί­α πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ἐ­δῶ ὡς τό ἔρ­γο το­ῦ Προ­μη­θέ­ως, ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἀ­πό­φα­σης καί τῆς πρά­ξης του. Ἡ ἀ­πό­φα­ση αὐ­τή ἀ­πορ­ρέ­ει, μέ τήν σει­ρά της, ἀ­πό μί­α ἐ­σω­τε­ρι­κή σύγ­κρου­ση τῶν ὑ­πε­ράν­θρω­πων δυ­νά­με­ων — σύγ­κρου­ση ἀ­νά­με­σα στόν Δί­α καί στόν Προ­μη­θέ­α. Ὁ Ζεύς ἤ­θε­λε νά κα­τα­στρέ­ψει τούς ἄν­θρω­πους (σ. 231-236), ὁ Προ­μη­θεύς ἀ­πο­φα­σί­ζει νά τούς σώ­σει — καί τούς σώ­ζει, με­τα­βι­βά­ζον­τας σ’ αὐ­τούς ἕ­να μέ­ρος ἀ­π’ τίς δυ­να­τό­τη­τες τοῦ πράτ­τειν/ποι­ε­ῖν πού ἦ­ταν, ὡς τό­τε, ἀ­πο­κλει­στι­κά κτῆ­μα τῶν θεί­ων δυ­νά­με­ων.

Δέν εἶ­ναι ἄ­σκο­πο νά ὑ­πο­γραμ­μι­σθεῖ αὐ­τή ἡ θέ­λη­ση κα­τα­στρο­φῆς τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου γέ­νους, πού ὁ Αἰ­σχύ­λος μέ ἔμ­φα­ση κα­τα­λο­γί­ζει στόν Δί­α. Οἱ κα­τά τόν Αἰ­σχύ­λο λό­γοι, ἤ τά κί­νη­τρα τοῦ Διός, μᾶς μέ­νουν ἄ­γνω­στα. Πι­θα­νόν εἶ­ναι ὁ ποι­η­τής νά τούς εἶ­χε πε­ρίγρά­ψει στόν Προ­μη­θέ­α Πυρ­φό­ρο, πού δέν τόν ἔ­χου­με.

Ποι­ά ἦ­ταν ἡ κα­τά­στα­ση τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας πρίν ἀ­π’ τήν ἐ­πέμ­βασή τοῦ Προ­μη­θέ­ως; Ἔμ­με­ση καί ἐξ ἀν­τι­θέ­σε­ως ἀ­πάν­τη­ση στήν ἐ­ρώ­τη­ση αὐ­τή δί­νε­ται φυ­σι­κά μέ τήν ἀ­πα­ρίθ­μη­ση ὅ­σων δέν εἶ­χαν οἱ ἄν­θρω­ποι στήν πρω­τό­γο­νη κα­τά­στα­σή τους (248-254, 458-506). Ἀλλά ὁ Αἰ­σχύ­λος δί­νει καί μί­α ἄ­με­ση ἀ­πάν­τη­ση, μέ τήν θε­τι­κή πε­ρι­γρα­φή τῆς προα-ν­θρώ­πι­νης ἀν­θρω­πό­τη­τας (248-254, 443-457). Ἡ πε­ρι­γρα­φή αὐ­τή, ἰ­δί­ως στούς στ. 443-457, εἶ­ναι κα­τα­πλη­κτι­κή. Ἡ προ-αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας, ὅ­πως τήν πα­ρου­σιά­ζει ὁ Αἰ­σχύ­λος, εἶ­ναι κυ­ρι­ο­λε­κτι­κά ἀ­πί­στευ­τη. Εἶ­ναι τε­λεί­ως φαν­τα­στι­κή, χω­ρίς κα­μί­α ἐ­ξω­τε­ρι­κή «ἀ­λη­θο­φά­νεια» ἤ φρον­τί­δα γιά μιά τέ­τοι­ου εἴ­δους ἀ­λη­θο­φά­νεια.

Οἱ «ἄν­θρω­ποι» αὐτοί, ἄν μπο­ροῦν νά ὀ­νο­μα­στοῦν ἔ­τσι, εἶ­ναι σάν ἀ­νυ­πό­στα­τες σκι­ές — θυ­μί­ζουν τά ζόμ­πι τῆς σύγ­χρο­νης φαν­τα­στι­κῆς λο­γο­τε­χνί­ας. Ἔ­βλε­παν χω­ρίς νά βλέ­πουν, χω­ρίς νά τούς ὠ­φε­λεῖ αὐ­τό πού βλέ­πουν (μά­την), ἄ­κου­γαν χω­ρίς νά ἀ­κοῦ­νε, καί ὀ­νει­ρά­των ἀ­λίγ­κιοι μορ­φα­ῖ­σι, πα­ρό­μοι­οι μέ μορ­φές ὀ­νεί­ρων, περ­νοῦ­σαν τήν μα­κριά ζω­ή τους χω­ρίς κα­μί­α τά­ξη, στήν τύ­χη (εἰ­κῇ). Ζο­ῦ­σαν κά­τω ἀ­π’ τήν γῆ, μέ­σα σ’ ἀ­νή­λια σπή­λαι­α, δέν μπο­ροῦ­σαν νά ξε­χω­ρί­σουν χει­μώ­να, ἄ­νοι­ξη καί κα­λο­καί­ρι, καί ἄ­τερ γνώ­μης τό πᾶν ἐ­πρασ­σον: ἔ­κα­ναν τά πάν­τα χω­ρίς σκέ­ψη, χω­ρίς νοῦ. Καί (στ. 248· θά ἐ­πα­νέλ­θω στήν ἑρ­μη­νεί­α αὐ­το­ῦ τοῦ στί­χου) δέν προ­έ­βλεπαν — δέν ἤ­ξε­ραν — τόν θά­να­το.

Ἡ κα­τά­στα­ση αὐ­τή εἶ­ναι τε­λεί­ως ἐ­ξω­πραγ­μα­τι­κή — καί γιά μας καί γιά τήν ἐ­πο­χή τοῦ Αἰ­σχύ­λου. Δέν πρό­κει­ται ἐ­δῶ οὔ­τε γιά ὑ­περ­πρω­τό­γο­νους ἄ­γριους, οὔ­τε γιά κα­νέ­να δυ­να­τό καί συλ­λη­πτό ζω­ο­λο­γι­κό εἶ­δος. Οὔ­τε γιά τούς πι­θή­κους, οὔ­τε κάν γιά τά μυρ­μήγ­κια — πού ἀ­να­φέ­ρον­ται στόν στ. 453 — θά μπο­ρού­σα­με νά ποῦ­με ὅ­τι μοιά­ζουν μέ μορ­φές ὀ­νεί­ρων κι ὅ­τι βλέ­πουν χω­ρίς νά βλέ­πουν. Ἡ πρό-ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας δέν εἶ­ναι, γιά τόν Αἰ­σχύ­λο, μιά συ­νη­θι­σμέ­νη ζω­ι­κή κα­τά­στα­ση. Ἀ­π’ τήν βι­ο­λο­γι­κή ἄ­πο­ψη, τά ὄν­τα αὐ­τά εἶ­ναι τε­ρα­τώ­δη καί ρι­ζι­κά ἀ­νί­κα­να πρός ζω­ή. Ἄν εἶ­χαν πο­τέ ἐμ­φα­νι­σθε­ΐ, δέν θά εἶ­χαν μπο­ρέ­σει νά ἐ­πι­ζή­σουν πέ­ρα ἀ­π’ τήν δεύ­τε­ρη γε­νε­ά - δέν χρει­ά­ζε­ται ἡ δαρ­βι­νι­κή θε­ω­ρί­α γιά νά τό συμ­πε­ρά­νει κα­νείς.

Καί ὅ­μως, ἡ πε­ρι­γρα­φή τοῦ Αἰ­σχύ­λου πα­ρου­σιά­ζει κά­τι πού εἶ­ναι ση­μαν­τι­κό­τε­ρο ἀ­π’ τό πραγ­μα­τι­κό: δί­νει τήν κα­τά­στα­ση τοῦ ἀνθρώπου πρίν ἤ ἔξω ἀπ’τη θέσμιση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς — τῶν τε­γνῶν, τῆς ἐρ­γα­σί­ας, τοῦ λό­γου. Αὐ­τό πού πε­ρι­γρά­φε­ται ἐ­δῶ εἶ­ναι ὁ ἄν­θρω­πος ὅ­πως θά ἦ­ταν, ἄν εἶ­χε σῶ­μα βέ­βαι­α, καί ψυ­χή — ἀλ­λά ὄχγι γνώμ­η. Εἶ­ναι αὐ­τό πού θά ὀ­νο­μά­ζα­με σή­με­ρα τό πρω­ταρ­χι­κό ἀ­συ­νεί­δη­το, ἡ ἀ-λο­γι­κό­τη­τα καί ἀ-πραγ­μα­τι­κό­τη­τα τῆς ψυ­χι­κῆς μο­νά­δας. Μιά κα­τά­στα­ση πού μό­νο λο­γι­κά καί ὑ­πο­θε­τι­κά μπο­ροῦ­με νά τήν σκε­φτοῦ­με, πού μοιά­ζει μέ μορ­φή ὀ­νεί­ρου — καί πού εἶ­ναι γε­μά­τη μορ­φές ὀ­νεί­ρων — , ἀ­φαι­ρε­τι­κά: τί καί πῶς θά ἦ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος, χω­ρίς γνώ­μη καί χω­ρίς τέ­χνη. ­Ὀ­νο­μά­ζω αὐ­τή τήν ἀ­φαί­ρε­ση ση­μαν­τι­κό­τε­ρη ἀ­π’ τήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, για­τί μό­νο αὐ­τή μας ἐ­πι­τρέ­πει νά συλ­λά­βουμε ὅ­λα ὅ­σα, στόν ἄν­θρω­πο, προ­έρ­χον­ται ἀ­π’ αὐ­τό πού εἶ­ναι πέ­ρα ἀ­π’ τό πρω­ταρ­χι­κό του δε­δο­μέ­νο, τήν ψυ­χή, καί πού ἀ­νά­γε­ται στήν κοι­νω­νι­κή του δι­ά­στα­ση, σ’ αὐ­το πού γιά μᾶς εἶ­ναι ἡ θέ­σμι­ση τῆς γνώ­μης καί τῆς τέ­χνης, καί πού γιά τόν Αἰ­σχύ­λο εἶ­ναι δῶ­ρα τοῦ Προ­μη­θέ­ως, πού ἔ­κα­νε τούς ἀν­θρώ­πους, νη­πί­ους ὄν­τας τό πρίν, ἔν­νους καί φρε­νῶν ἐ­πηβό­λους (στ. 442-443).

Στήν ἀ­πα­ρίθ­μη­ση καί πε­ρι­γρα­φή τῶν δώ­ρων τοῦ Προ­μη­θέ­ως πού ἀ­κο­λου­θε­ῖ (457-506) θά ἦ­ταν κα­τ’ ἀρ­χήν γε­λοῖ­ο νά προ­σπα­θή­σου­με νά βροῦ­με μιά συ­στη­μα­τι­κή, λο­γι­κό-φι­λο­σο­φι­κή τά­ξη. Καί ὅ­μως, ἡ τά­ξη τῆς ἔκ­θε­σης, ὅ­πως καί τό τί συμ­πε­ρι­λαμ­βά­νει καί τί ἄ­φη­νει ἔ­ξω, εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νά θε­ω­ρη­θοῦν τυ­χαί­α. Ὁ Προ­μη­θεύς ἀρ­χί­ζει μι­λών­τας γιά τίς ἀ­να­το­λές καί τίς δυ­σκρί­τους δύ­σεις τῶν ἄ­στρων. Ἀ­να­το­λές καί δύ­σεις ἐ­δῶ πρέ­πει νά εἶ­ναι καί οἱ κυ­ρί­ως λε­γά­με­νες ἀ­να­το­λές, ἀλ­λά ἀ­σφα­λῶς καί οἱ ἐ­πι­το­λές — οἱ στιγ­μές τοῦ ἔ­τους ὅ­που ἕ­να ἀ­στέ­ρι ξα­να­εμ­φα­νί­ζε­ται στόν ἐ­τή­σιο κύ­κλο του καί ἐ­πι­τρέ­πει ἔ­τσι νά κα­θο­ρι­σθοῦν οἱ ἐ­πο­χές το­ῦ ἔ­τους. Ἡ ἁ­πλή ἀ­να­το­λή καί δύ­ση το­ῦ ἡ­λίου ἤ καί ὁ­ποι­ου­δή­πο­τε ἄ­στρου δέν εἶ­ναι δύ­σκρι­τος, καί ἡ ἀ­νι­κα­νό­τη­τα τῶν προ-αν­θρώ­πι­νων ἀν­θρώ­πων νά δι­α­κρί­νουν τίς ἐ­πο­χές ἔ­χει ἀ­να­φερ­θε­ῖ ἀ­μέ­σως πρίν (454-456). Ὁ Προ­μη­θεύς δί­νει ἔ­τσι στούς ἀν­θρώ­πους τά ση­μά­δια, τά στα­θε­ρά ση­μεῖ­α ἀ­να­φο­ρᾶς, διά τῶν ὁ­ποί­ων καί μό­νο γί­νε­ται δυ­να­τή καί ἡ σύλ­λη­ψη καί ἡ μέ­τρη­ση το­ῦ χρό­νου. Ἡ μέ­τρη­ση αὐ­τή, το­ῦ χρό­νου καί τῶν πάν­των ὅ­σα εἶ­ναι με­τρή­σι­μα, ἔρ­χε­ται ἀ­μέ­σως κα­τό­πιν: ἀ­ριθ­μόν, ἔ­ξο­χον σο­φι­σμά­των, ἔ­ξη­ϋ­ρον αὐ­τοῖς. Πῶς μ’ αὐ­τή τήν σύ­ζευ­ξη τοῦ χρό­νου καί τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ, νά μή θυ­μη­θεῖ κα­νείς τόν Ἀριστοτέλη: χρό­νος ἔ­στι ἀ­ριθ­μός κι­νή­σε­ως κα­τά τό πρό­τε­ρον καί ὕ­στε­ρον (Φύσ. Δ, 219 bl-2· 220 e3-4); Γιά νά ὑ­πάρ­ξει ἀ­ρίθ­μη­ση, πρέ­πει πρῶ­τα νά ὑπάρ­ξει ὁ­ρι­σμός καί κα­θο­ρι­σμός τῶν χω­ρι­στῶν. Καί ἀν­θρω­πό­τη­τα χω­ρίς ἀ­ριθ­μη­τι­κή εἶ­ναι ἀ­δι­α­νό­η­τη.

Ἀ­μέ­σως κα­τό­πιν ἔρ­χον­ται οἱ γραμ­μά­των... συν­θέ­σεις, μνή­μην ἁ­πάν­των, μου­σο­μή­το­ρ’ ἐρ­γά­νην: οἱ συν­θέ­σεις ἤ συμ­πλο­κές χα­ραγ­μέ­νων ἤ ζω­γρα­φι­σμέ­νων ση­μεί­ων, πού μπο­ροῦν νά ἐν­σω­μα­τώ­σουν κά­θε μνή­μη καί νά ὑ­πη­ρε­τή­σουν κά­θε ἐρ­γα­σί­α πού γεν­νά­ει τίς Μοῦ­σες, αὐ­τό πού ὀ­νο­μά­ζου­με τέ­χνες καί γνώ­σεις.

Ὕ­στε­ρα ἀ­π’ αὐ­τό τό δῶ­ρο τῆς σύλ­λη­ψης τοῦ χρό­νου, τοῦ ἀ­ριθ­μοῦ καί τῶν (τε­χνη­τῶν) ση­μεί­ων πού στη­ρί­ζουν καί ἐν­σαρ­κώ­νουν τήν μνή­μη, ἔρ­χον­ται οἱ πα­ρα­γω­γι­κές τέ­χνες, ἡ τε­χνι­κή, ὅ­πως λέ­με σή­με­ρα. Δέν θά σχο­λιά­σω ἐ­δῶ αὐ­τή τήν ἀ­πα­ρίθ­μη­ση (462-469, 500-503). Θά ση­μει­ώ­σω μό­νο τήν ἐμ­φα­τι­κή ἀ­να­φο­ρά στήν ἰ­α­τρι­κή (μέ­γι­στον, 478-483), καί τήν δι­ε­ξο­δι­κή πε­ρι­γρα­φή τῆς μαν­τι­κῆς καί τῆς ἑρ­μη­νεί­ας τῶν ὀ­νεί­ρων (484-499), στήν ὅ­ποι­α θά ἐ­πα­νέλ­θω. Ὁ στί­χος πού τε­λει­ώ­νει τήν ἀ­πα­ρίθ­μη­ση ἔ­χει βα­ρύ νό­η­μα: πᾶ­σαι τέχναι βρο­το­ῖ­σιν ἐκ Προ­μη­θέ­ως (506). Τό ἀ­ξί­ω­μά μας, σ’ αὐ­τή τήν ἀ­νά­λυ­ση, εἶ­ναι ὅ­τι παίρ­νου­με τόν ποι­η­τή στά σο­βα­ρά. Τό πᾶ­σαι τέχναι ἰ­σο­δυ­νά­μει μέ τό πά­σα τέ­χνη. Ὅ Προ­μη­θεύς δέν ἔ­δω­σε στούς ἄν­θρω­πους με­ρι­κά στοι­χεῖ­α, ἄ­π’ τά ὁ­ποῖ­α αὐ­τοί συ­νέ­θε­σαν καί συ­ναρ­μο­λό­γη­σαν τά ὑ­πό­λοι­πα, ἀ­π’ αὐ­τον (ἐκ) προ­έρ­χον­ται πᾶ­σαι τέχναι. Ὁ Αἰ­σχύ­λος δέν μπο­ρεῖ βέ­βαι­α νά ἀ­γνο­εῖ ὅ­τι στίς ἡ­μέ­ρες του συ­νε­χῶς τε­λει­ο­ποι­οῦν­ταν δι­ά­φο­ρες τέ­χνες (κι ὅ­τι ὁ ἴ­διος εἶ­χε ἀ­πο­φα­σι­στι­κά ἀλ­λά­ξει τήν ἴ­δια του τήν τέ­χνη). Αὐ­τό γιά τό ὁ­ποῖ­ο γί­νε­ται ἐ­δῶ λό­γος εἶ­ναι ἡ συ­νο­λι­κή ρή­ξη μέ τήν προ-αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση καί ἡ ἐ­ξαίφ­νης ἀ­νά­δυ­ση τῆς τέ­χνης ὡς τέ­τοι­ας. Δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξει βαθ­μια­ῖο καί χι­λι­ο­στο­με­τρι­κό πέ­ρα­σμα ἀ­π’ τόν μή χρό­νο στόν χρό­νο, ἀ­π’ τόν μή ἀ­ριθ­μό στόν ἀ­ριθ­μό. Ὁ ἀ­ριθ­μός ἤ ὑ­πάρ­χει ἤ δέν ὑ­πάρ­χει· ἡ ὕ­παρ­ξη μι­σοῦ ἤ ὀ­λί­γου ἀ­ριθ­μοῦ (καί ἡ «πρό­ο­δος», π.χ., σ­τά τρί­α τέ­ταρ­τα καί με­τά σ­τόν ὁ­λό­κλη­ρο ἀ­ριθ­μό) εἶ­ναι ἀ­δι­α­νό­η­τη. Μιά καί ὁ ἀ­ριθ­μός ὑ­πάρ­ξει, μπο­ροῦ­με με­τά νά ἀ­ριθ­μή­σου­με ὁ­λο­έ­να καί με­γα­λύ­τε­ρους ἀ­ριθ­μούς — ἤ ἄλ­λα εἴ­δη ἀ­ριθ­μῶν. Τό ἴ­διο καί μέ τήν τέ­χνη (στήν πρω­ταρ­χι­κή ἔν­νοι­α τοῦ ὄ­ρου): ἤ ὑ­πάρ­χει, ἤ δέν ὑ­πάρ­χει. Ἡ ἐμ­φά­νι­ση τῆς τέ­χνης δέν μπορεῖ νά εἶ­ναι πα­ρά πέ­ρα­σμα ἀ­π’ τήν μή τέ­χνη στήν τέ­χνη, ρή­ξη, ἀ­πό­λυ­τη ἑ­τε­ρό­τη­τα πού δέν ἐ­πι­δέ­χε­ται βαθ­μούς. Ἀπότομα καί συ­νο­λι­κά περ­νᾶ­με ἀ­π’ τό ἕ­να ἐ­πί­πε­δο στό ἄλ­λο — ὅ­σο πρω­τό­γο­νο καί νά εἶ­ναι ἐ­τοῦ­το ἐ­δῶ. Ἀ­π’ τήν προ-αν­θρώ­πι­νη στήν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση δέν ὑ­πάρ­χει βαθ­μια­ία καί μέ­ρος κα­τά μέ­ρος με­τά­βα­ση (ἄς θυ­μη­θοῦ­με τήν γλώσ­σα!). Ἡ με­τά­βα­ση γί­νε­ται ἤ δέν γί­νε­ται, ὅ­ταν γί­νε­ται εἶ­ναι κα­θο­λι­κή ἑ­τέ­ρω­ση — δη­λα­δή δη­μι­ουρ­γί­α. Αὐ­τήν τήν δη­μι­ουρ­γί­α ὁ Αἰ­σχύ­λος δέν μπο­ρε­ΐ νά τήν σκε­φθεῖΐ — ὅ­πως θά κά­νει ὁ Σο­φο­κλής — ὡς αὐ­το­δη­μι­ουρ­γί­α. Ξέ­ρει ὅ­μως ὅ­τι δέν μπορεῖ νά εἶ­ναι τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα μιᾶς ὁ­ποι­οσ­δή­πο­τε σώ­ρευ­σης, κι αὐ­τό τό ἐκ­φρά­ζει μέ τήν πρά­ξη τοῦ Προ­μη­θέ­ως, ἀ­π’ τήν ὁ­ποί­α προ­έρ­χον­ται πᾶ­σαι τέ­χναι.

Ἐπανέρχομαι στό ἐ­κτε­νές χω­ρί­ο πού ἀ­φο­ρᾶ τήν μαν­τι­κή καί τήν ἑρ­μη­νεί­α τῶν ὀ­νεί­ρων (484-499), καί πού θά χρει­α­ζό­ταν ἐ­πί­σης ἐ­κτε­νή σχο­λια­σμό, γιά νά ση­μει­ώ­σω μό­νο με­ρι­κά στοι­χεῖ­α καί ἐ­ρω­τή­μα­τα. Ἡ πρώ­τη δι­α­πί­στω­ση — πού ἐ­πι­βάλ­λε­ται καί πού ἁ­πλῶς πα­ρα­θέ­τω ἐ­δῶ — εἶ­ναι αὐ­τή ἡ ὀγ­κώ­δης καί κα­τα­πλη­κτι­κή: ὁ Αἰ­σχύ­λος μι­λά­ει γιά τήν μαν­τι­κή καί ὄ­χι γιά τήν θρη­σκεί­α, ἀ­να­φέρει μό­νο ἀ­κρο­θι­γῶς τους θε­ούς, κι αὐ­τό μέ­σα σέ μί­α ὠ­φε­λι­μι­στι­κή προ­ο­πτι­κή. Τά ἐν­τό­σθια τῶν μαν­τι­κῶν σφα­γί­ων πρέ­πει νά ἐ­ξε­τάζον­ται γιά νά φα­νεῖ ἄν εἶ­ναι κα­τάλ­λη­λα δαί­μο­σιν πρός ἡ­δο­νήν (494). Ἀκόμα μί­α φο­ρά, δέν λέ­ω ὅ­τι αὐ­τά «ἐ­πί­στευ­ε» ὁ Αἰ­σχύ­λος· λέ­ω ὅ­τι οἱ σκέ­ψεις αὐ­τές —ὅ­πως καί ἡ πε­ρι­γρα­φή τῆς ἐ­ξου­σί­ας τοῦ Διός σάν σκαι­ῆς τυ­ραν­νί­ας, ἤ τοῦ Διός σάν ἐ­φή­με­ρου τυ­ράν­νου κα­τα­δι­κα­σμέ­νου νά πέ­σει κι αὐ­τός μέ τήν σει­ρά του — ἦ­ταν, ὅ­πως καί ἡ δη­μό­σιά τους ἔκ­φρα­ση, δυ­να­τές καί δι­α­νο­η­τές γιά τούς Ἀ­θη­ναί­ους του 460.

Τό ἄλ­λο στοι­χεῖ­ο ἀ­φο­ρᾶ τό μῆ­κος, τήν θέ­ση καί τήν ἀ­νάγ­κη αὐτῆς τῆς πε­ρι­γρα­φῆς. Τό χω­ρί­ο εἶ­ναι τό ἐ­κτε­νέ­στε­ρο ἀ­π’ ὅ­λα τά ἄλ­λα αὐ­τῆς της ἀν­θρω­πο­γο­νί­ας (16 στί­χοι). Για­τί; Καί για­τί ἐ­δῶ; Καί για­τί ἦ­ταν ἀ­πα­ραί­τη­το;

Νο­μί­ζω ὅ­τι ἡ ἀ­πάν­τη­ση — ἀ­σφα­λῶς ἐλ­λι­πής — σ’ αὐ­τό τό ἐ­ρώ­τη­μα βρί­σκε­ται στήν σχέ­ση το­ϋ ἀν­θρώ­που μέ τόν χρό­νο — καί ἰ­δι­αί­τε­ρα μέ τό μέλ­λον. Ὁ Προ­μη­θεύς ἔ­δω­σε στούς ἀν­θρώ­πους τήν σύλ­λη­ψη καί τήν μέ­τρη­ση το­ῦ χρό­νου. Τούς ἔ­δω­σε ἐ­πί­σης τό μέ­σο γιά νά ἱ­δρύ­σουν μιά σχέ­ση μέ τό πα­ρελ­θόν: γραμ­μά­των... συν­θέ­σεις, μνή­μην ἁ­πάν­των. Μέ τήν μαν­τι­κή καί τήν ἑρ­μη­νεί­α τῶν ὀ­νεί­ρων, τούς ἐ­πι­τρέ­πει μιά σχέ­ση μέ τό μέλ­λον, ὁ­δη­γών­τας τους στήν δυστέκ­μαρ­τον τέ­χνην καί κά­νον­τάς τους νά κα­τα­λα­βαί­νουν τά φλο­γω­πά σή­μα­τα (497-498).

Ἀπ’ τήν στιγ­μή πού ὑ­πάρ­χει σύλ­λη­ψη το­ῦ χρό­νου, ὑ­πάρ­χει ὁ ὁ­ρί­ζον­τας τοῦ μέλ­λον­τος καί οἱ βα­σι­κοί του κα­θο­ρι­σμοί: ἡ ἀ­βεβαι­ό­τη­τα, ἡ ἀ­να­μο­νή, ἡ ἐλ­πιίδα. Γιά νά ἀν­τι­με­τω­πί­σουν αὐ­τό τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τοῦϋ μέλ­λον­τος, ὁ Προ­μη­θεύς δί­νει στούς ἄν­θρω­πους τήν μαν­τι­κή καί τήν ἑρ­μη­νεί­α τῶν ὀ­νεί­ρων.

Αὐ­τό τό σύμ­πλεγ­μα ἰ­δε­ῶν μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει καί μᾶς ἀ­ναγ­κά­ζει νά ἐ­πα­νέλ­θου­με σ’ ἕ­να προ­η­γού­με­νο, θε­με­λι­ώ­δους ση­μα­σί­ας χω­ρί­ο, πού δέν τό ἐ­θί­ξα­με ἕ­ως τώ­ρα. Πρό­κει­ται γιά τούς στί­χους 247-252, πού πε­ρι­έ­χουν καί τήν πρώ­τη ἀ­να­φο­ρά (με­τά ἀ­π’ τούς στί­χους 235-236 ὅ­που ὁ Προ­μη­θεύς λέ­ει ὅ­τι ἐλύ­τρω­σε τούς θνη­τούς ἀ­π’ τήν ἐ­ξο­λό­θρευ­ση πού τούς προ­ε­τοί­μα­ζε ὁ Ζεύς) στά ὅ­σα ὁ Προ­μη­θεύς ἔ­κα­νε γιά χά­ρη τῶν ἄν­θρω­πων. Τό πρῶ­το αὐ­τό — πρίν καί ἀ­πό τό δό­σι­μο τῆς φω­τιάς — πε­ρι­γρά­φε­ται στήν στι­χο­μυ­θί­α 248-251, πού πρέ­πει νά πα­ρα­τε­θεῖ ἐ­δῶ, καί λό­γω τῆς ση­μα­σί­ας της, καί δι­ό­τι ἡ συ­νη­θι­σμέ­νη με­τά­φρα­σή της μο­ῦ φαί­νε­ται τε­λεί­ως πα­ρά­λο­γη.

Προ­μη­θεύς: Θνη­τούς γ' ἔ­παυ­σα μή προ­δέρ­κε­σθαι μό­ρον.

Χο­ρός: Τό ποι­όν εὑ­ρών τῆσ­δε φάρ­μα­κον νό­σου;

Προ­μη­θεύς: Τυ­φλᾶς ἐν αὐ­τοῖς ἐλ­πί­δας κα­τῴ­κι­σα.

Χο­ρός: Μέ­γ’ ὠ­φέ­λη­μα το­ῦ­τ’ ἐ­δω­ρή­σω βρο­τοῖς.

Ὅ πρῶ­τος στί­χος με­τα­φρά­ζε­ται συ­νή­θως: ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­σα τούς ἄν­θρω­πους ἀ­π’ τήν πρό­βλε­ψη τοῦ θα­νά­του. Ἡ με­τά­φρα­ση αὐ­τή, πρῶ­τον, εἶ­ναι με­τω­πια­ία ἀν­τι­φα­τι­κή μέ τήν πε­ρι­γρα­φή πού κά­νει ὁ Προ­μη­θεύς τῆς προ­αν­θρώ­πι­νης κα­τά­στα­σης (447 κ. ε.) Στούς στί­χους πού ἐ­ξε­τά­ζου­με πρό­κει­ται σα­φῶς γιά τό πέ­ρα­σμα ἀ­π’ τήν προ-αν­θρώ­πι­νη στήν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση. Τό δό­σι­μο τῆς φω­τιᾶς ἀ­να­φέ­ρε­ται κα­τό­πιν (στ. 252). Πῶς θά ἦ­ταν νο­η­τό τά ὄν­τα αὐ­τά, πού δέν ἔ­χουν κάν ἔν­νοι­α το­ῦ χρό­νου, νά «προ­βλέ­πουν» τόν θά­να­τό τους; Πῶς μπο­ροῦ­με νά κα­τα­λο­γί­σου­με στόν Αἰ­σχύ­λο μιά τό­σο ἀ­πα­ρά­δε­κτη ἀ­συ­ναρ­τη­σί­α; Δεύ­τε­ρον, βιά­ζει τήν σα­φῆ ἔν­νοι­α τοῦ κει­μέ­νου (γιά νά κο­λα­σθε­ῖ, πρέ­πει νά ἀ­πο­δο­θεῖ, τε­χνη­τά, στό μή τό συμ­πε­πτυγ­μέ­νο νό­η­μα ἵ­να μή). Τό κεί­με­νο λέ­ει: Ἔ­βα­λα τέ­λος στήν κα­τά­στα­ση ὅ­που οἱ θνη­τοί δέν προ­έ­βλε­παν τόν θά­να­το (αὐ­το- νό­η­το, ἀ­φοῦ ἐζοῦ­σαν ἄ­τερ γνώ­μας). Ὄ­χι βέ­βαι­α μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς πρό­βλε­ψης τῆς ὥ­ρας καί τῆς στιγ­μῆς, ἄλ­λα μέ τήν ἔν­νοι­α τῆς πρό­βλε­ψης τοῦ γε­γο­νό­τος: ἔ­μα­θα στούς θνη­τούς ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τοί. Τρί­τον, δέν εἶ­ναι δυ­να­τό νά ἀ­πο­δο­θε­ῖ στόν Προ­μη­θέ­α ἡ ἐ­ξω­φρε­νι­κή ἰ­δέ­α ὅ­τι τούς θνη­τούς αὐ­τούς (πού προ­έ­βλε­παν τόν θά­να­τό τους, ἐ­νῶ ταυ­το­χρό­νως βλέ­πον­τες ἔ­βλε­πον μά­τη­ν!) τους ἔ­κα­νε νά μήν ξέ­ρουν πιά ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τοί. Ἄν ὑ­πάρ­χει κά­τι πού εἶ­ναι βέ­βαι­ο γιά τούς ἀν­θρώ­πους, καί πάν­τως γιά τούς Ἀρχαίους Ἕλ­λη­νες, εἶ­ναι ἡ θνη­τό­τη­τά τους· ἀ­π’ τόν Ὅ­μη­ρο ὡς τό τέ­λος τῆς ἀ­θη­να­ϊ­κῆς τρα­γω­δί­ας, ἡ βε­βαί­ω­ση τοῦ θε­με­λια­κοῦ αὐ­τοῦ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κοῦ της ἀνθρώ­πι­νης ὀν­τό­τη­τας ἐ­πα­να­λαμ­βά­νε­ται σέ κά­θε εὐ­και­ρί­α.

Ὁ Προ­μη­θεύς ἔ­μα­θε στούς ἄν­θρω­πους τήν ἀ­λή­θεια — ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τοί καί, κα­τά τήν πραγ­μα­τι­κή καί ἀν­τι­κει­με­νι­κά ἀ­λη­θι­νή ἀρχαί­α ἑλ­λη­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη, ἀ­νυ­πέρ­βλη­τα καί τε­λε­σί­δι­κα θνη­τοί. Ἀλλά τό νά εἶ­σαι θνη­τός, καί νά τό ξέ­ρεις, εἶ­ναι, ὅ­πως λέ­ει στόν ἑ­πόμε­νο στί­χο ὁ χο­ρός, νό­σος, γιά τήν ὁ­ποί­α χρει­ά­ζε­ται ἕ­να φάρ­μα­κον. Τό φάρ­μα­κο αὐ­τό τό βρῆ­κε καί τό ἔ­δω­σε ὁ Προ­μη­θεύς: ἐγ­κατέ­στη­σε μέ­σα στούς ἄν­θρω­πους τυφλᾶς ἐλ­πί­δας. Τυ­φλές ἐλ­πί­δες, σκο­τει­νές προσ­δο­κί­ες, φροῦ­δες ἀ­να­μο­νές· τά ὄ­πλα — τε­λι­κά μά­ται­α — μέ τά ὁ­ποῖ­α ὁ ἄν­θρω­πος μά­χε­ται τήν θνη­τό­τη­τά του, πού ἀλ­λι­ῶς θά τοῦ ἦ­ταν ἀ­βά­στα­χτη. Ἔ­τσι, ὅ­ταν ὁ χο­ρός ἀ­παν­τά­ει: Μέ­γ’ ὠ­φέ­λη­μα τοῦ­το ἐ­δω­ρή­σω βρο­τοῖς, ἡ ἀ­πάν­τη­ση δέν εἶ­ναι εἰ­ρω­νι­κή. Ἄν ἦ­ταν οἱ ἄν­θρω­ποι νά βγοῦν ἀ­π’ τήν προ-αν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση, ἔ­πρε­πε νά ξέ­ρουν τήν πρώ­τη καί τε­λευ­ταί­α ἀ­λή­θεια, ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τοί. Ἡ ἀ­λή­θεια αὐ­τή θά μπο­ροῦ­σε νά τούς συν­τρί­ψει (ὅπως τό­σο συ­χνά μας συν­τρί­βει). Τό ἀν­τί­βα­ρο εἶ­ναι οἱ τυ­φλές ἐλ­πί­δες. Οἱ ἐλ­πί­δες αὐ­τές δέν ἀ­να­φέ­ρον­ται σέ κα­μί­α «θε­τι­κή» ἀ­θα­να­σί­α (ὅ­πως τό ξέ­ρου­με ἀ­π’ τή «Νέ­κυι­α» τῆς Ὀ­δύσ­σειας). Σχε­τί­ζον­ται μέ ὅ­σα κά­νει καί μπο­ρεῖ νά κά­νει ὁ ἄν­θρω­πος σέ τού­τη τήν ζω­ή. Φυ­σι­κά εἶ­ναι τυ­φλές, μιά καί τό μέλ­λον εἶ­ναι ἄ­γνω­στο καί οἱ θε­οί φθο­νε­ροί. Ἀλλά αὐτά τά δύ­ο συ­να­παρ­τί­ζουν τόν ἄν­θρω­πο — του­λά­χι­στον τόν Ἀρχαῖο Ἕλ­λη­να: ἡ γνώ­ση τοῦ θα­νά­του, καί ἡ δυ­να­τό­τη­τα ἑ­νός ποι­εῖν-πράτ­τειν πού ἡ γνώ­ση αὐ­τή τό κεν­τρί­ζει ἀν­τί νά τό πνί­γει. Ἡ Ἀρχαία Ἑλ­λά­δα εἶ­ναι ἡ λαμ­πρό­τε­ρη ἀ­πο­δεί­ξη τῆς δυ­να­τό­τη­τας νά με­τα­τρα­πε­ΐ αὐ­τή ἡ ἀν­τι­νο­μί­α σέ πη­γή δη­μι­ουρ­γί­ας.

Ἀθήνα, 442. Οἱ Τρι­α­κον­τα­ε­τεῖς Σπον­δές μέ τούς Πε­λο­πον­νη­σί­ους, 446/445, ἀ­να­γνω­ρί­ζουν καί ἐ­πι­κυ­ρώ­νουν τήν ἐ­πι­κρά­τη­ση τῶν Ἀθηναίων. Τό 450 ὁ Φει­δί­ας στή­νει ἐ­πά­νω στήν Ἀκρόπολη τό τε­ρά­στιο μπρούν­τζι­νο ἄ­γαλ­μα τῆς Ἀ­θη­νᾶς, πού φαι­νό­ταν, λέ­νε, ἀ­π’ τό Σού­νιο. Ἡ οἰ­κο­δό­μη­ση τοῦ Παρ­θε­νῶ­νος ἄρ­χι­ζει τό 447, τε­λει­ώ­νει τό 438. Τό Ὠ­δε­ῖο του Πε­ρι­κλέ­ους οἰ­κο­δο­μεῖ­ται τό 443. Τά Μα­κρά Τεί­χη, τε­λει­ω­μέ­να τό 456, ἀ­να­κα­τα­σκευ­ά­ζον­ται ἐν μέ­ρει τό 445. Ὁ Ἡ­ρό­δο­τος ἔ­χει ἤ­δη ἐ­πι­σκε­φθεῖ τήν Ἀθήνα, ὅ­που πι­θα­νό­τα­τα ἐ­διάβα­σε, δη­μό­σια, μέ­ρη τῆς Ἱστορίας, καί ὁ Σο­φο­κλῆς θά γρά­ψει γι’ αὐ­τον ἕ­να ποί­η­μα τό 441. Ἀνάμεσα στούς ἄλ­λους με­γά­λους, πού ἐ­πι­σκέ­πτον­ται τήν Ἀθήνα ἤ μέ­νουν ἐ­κεῖ, πρέ­πει νά ἀ­να­φερ­θεῖ ὁ Πρω­τα­γό­ρας — ὁ Πρω­τα­γό­ρας τοῦ πάν­των χρημά­των μέ­τρον ἄν­θρω­πος, ὁ Πρω­τα­γό­ρας πού εἶ­χε ἀ­σφα­λῶς ὁ ἴ­διος ἐκ­θέ­σει μιά ἀν- θρω­πο­γο­νί­α, τήν ὁ­ποί­α νο­μί­ζω ὅ­τι πε­ρί­που πι­στά ἀ­πο­δί­δει ὁ Πλά­των στόν ὁ­μώ­νυ­μο δι­ά­λο­γο καί ὅ­που πε­ρι­έ­γρα­φε καί τήν δι­α­δο­χι­κή ἐ­πι­νό­η­ση ἀ­π’ τούς ἄν­θρω­πους τῶν τε­χνῶν καί τῶν γνώ­σε­ων, καί τήν ἴ­ση κα­τα­νο­μή ἀ­νά­με­σά τους τῆς πο­λι­τι­κῆς φρό­νη­σης, πού στη­ρί­ζει τήν δη­μο­κρα­τί­α. Τό 444/443 οἱ Ἀθηναῖοι, κι­νού­με­νοι ἀ­σφα­λῶς ἀ­πό τάς ἀ­στυ­νό­μους ὀρ­γάς ( Ἀν­τι­γό­νη 354-355), ἀ­πο­φα­σί­ζουν νά ἱ­δρύ­σουν μιά πα­νελ­λη­νι­κή ἀ­ποι­κί­α στούς Θου­ρί­ους, στήν Ἰταλία, στήν θέ­ση τῆς Συ­βά­ρε­ως. Ὡς νο­μο­θέ­τη της δι­α­λέ­γουν τόν, μή Ἀθηναῖο, Ἀβδηρίτη Πρω­τα­γό­ρα. Ὁ Αἰ­σχύ­λος ἔ­χει πε­θά­νει στήν Σι­κε­λί­α, ὁ Σο­φο­κλῆς (γεν­νη­μέ­νος τό 496 στόν Κο­λω­νό) τόν εἶ­χε νι­κή­σει στά Δι­ο­νύ­σια τοῦ 468. Τό 443/42, ἐ­πο­χή πού γρά­φει ἤ τε­λει­ώ­νει τήν Ἀν­τι­γό­νη (53 χρο­νῶν), ἔ­χει ἐ­κλε­γεῖ ἀ­π’ τούς Ἀθηναίους Ἑλλη­νο­τα­μί­ας. Ὁ Εὐ­ρι­πί­δης λαμ­βά­νει μέ­ρος στούς τρα­γι­κούς ἀ­γῶ­νες ἤ­δη ἀ­πό τό 455 καί θά νι­κή­σει γιά πρώ­τη φο­ρά τό 441.

Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ λα­ός γιά τόν ὁ­ποῖ­ο ὁ Πε­ρι­κλῆς θά πε­ῖ, δώ­δε­κα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα: πᾶ­σαν γῆν καί πᾶ­σαν θά­λασ­σαν ἐ­σβα­τόν τῇ ἡ­μέ­τε­ρᾳ τόλ­μῃ κα­τα­ναγ­κά­σαν­τες. Αὐ­τος εἶ­ναι ὁ δη­μι­ουρ­γι­κός κοινω­νι­κό-ἱ­στο­ρι­κός χῶ­ρος, πού μέ­σα του ἀ­να­δύ­ε­ται τό πολ­λά τά δει­νά κοὐ­δέν ἀν­θρώ­που δει­νό­τε­ρον πέ­λει.

Ἐνῶ ὁ Αἰ­σχύ­λος, εἴ­κο­σι, εἴ­κο­σι πέν­τε χρ­ό­νια πρίν. ἐκ­θέ­τει μιά ἀν­θρω­πο­γο­νί­α,. ὄ­χι σάν μί­α βαθ­μια­ία δι­α­δι­κα­σί­α, ἀλ­λά περοι­γράφον­τας ἕ­να ἐ­ξαίφ­νης πέ­ρα­σμα ἀ­π’ τό πρίν στό με­τά ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς ἀ­πό­φα­σης καί τῆς πρά­ξης ἑ­νός ἐ­πα­να­στα­τη­μέ­νου Τι­τά­νος, σάν ἀ­πό­σπα­ση. οἰο­νεί κλο­πή, ἀ­πό μί­α ὑ­πε­ράν­θροι­πη δύ­να­μη ἱ­κα­νο­τή­των καί δυ­να­το­τή­των πού ἀ­νή­κουν στίς ὑ­περάν­θρ­ω­πες δυ­νά­μεις (καί συ­νε­πῶς ὑ­πῆ­ρ­χαν ἤ­δη). ὁ Σο­φο­κλῆς ἐκ­θέ­τει, μί­α ἀν­θρωπο­λο­γί­α πού δέν προ­ϋ­πο­θέ­τει τί­πο­τε καί ὅ­που οἱ ἱ­κα­νό­τη­τες καί δυ­να­τό­τη­τες αὐ­τές δη­μι­ουρ­γο­ῦν­ται ἀ­π’ τούς ἀν­θρώ­πους· θέ­τει ἁ­πλά, κα­θα­ρά καί μέ ἔμ­φα­ση τήν ἀν­θρ­ω­πό­τη­τα ὡς αὐ­το­δη­μιουργία. Οἱ ἄν­θρω­ποι δέν πῆ­ραν τί­πο­τε ἀπ’ τούς θε­ούς, καί κα­νέ­νας θε­ός δέν τούς ἔ­δω­σε τί­πο­τε. Αὐ­τό εἶ­ναι τό πνεῦ­μα τοῦ 5ου αἰ­ῶ­νος, κι αὐ­τή εἶ­ναι ἡ τρα­γω­δί­α πού ἐ­βρά­βευ­σαν οἱ Ἀθηναῖοι.

Τό στά­σι­μο (332-375) πρέ­πει φυ­σι­κά νά ἑρ­μη­νευ­θεῖ σέ συ­νάρ­τη­ση μέ τήν θέ­ση του μέ­σα στήν συ­νο­λι­κή οἰ­κο­νο­μί­α τοῦ ἔρ­γου. Ἔρ­χε­ται ἀ­μέ­σως με­τά ἀ­π’ τίς και­νού­ρι­ες ἀ­πει­λές του Κρέ­ον­τος, πού ἔ­μα­θε τήν δεύ­τε­ρη ἀ­πό­πει­ρα τα­φῆς (συμ­βο­λι­κῆς) το­ῦ Πο­λυ­νείκους, καί ἀ­μέ­σως πρίν ἀ­π’ τήν ἀ­να­κά­λυ­ψη καί τήν σύλ­λη­ψη το­ῦ ἐ­νό­χου — της Ἀντιγόνης. Τό νό­η­μά του — στήν οὐ­σία, τό νό­η­μα ὅ­λης τῆς Ἀντιγόνης — βρί­σκε­ται στήν κα­τά­λη­ξή του (364-375), πού τό συν­δέ­ει ἄ­με­σα μέ τίς ὕψι­στες ση­μα­σί­ες πού δι­α­κυ­βεύ­ον­ται μέ­σα σ’ αὐ­τήν τήν τρα­γω­δί­α. Ὁ ἄν­θρω­πος, πού πε­ρι­γρά­φε­ται καί ὑ­μνεῖται στό προ­η­γού­με­νο καί με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος το­ῦ χο­ρι­κοῦ (332-363), συν­δέ­ει τήν δη­μι­ουρ­γι­κή του δει­νό­τη­τα μέ ἕ­να ἀ­νυ­πέρ­βλη­το δι­χα­σμό τῆς φύ­σης του. Τέ­χνας ὑπέρ ἐλ­πί­δ’ ἔ­χων, τό­τε μέν κα­κόν, ἄλλο­τ’ ἐ­π' ἐ­σθλόν ἕρ­πει (365-366). Ἡ σο­φί­α καί ἡ τέ­χνη του ξε­περ­νᾶ­νε κά­θε ἀ­να­μο­νή — ἀλ­λά ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τά του, ἡ δι­πλή, τόν κά­νει νά βα­δί­ζει ἄλ­λο­τε πρός τό κα­λό κι ἄλ­λο­τε πρός τό κα­κό. Αὐ­τό τό κα­κό καί τό κα­λό ὁ ποι­η­τής δέν τά προσ­δι­ο­ρί­ζει ἠ­θι­κο­λό­γωντας, ἀλ­λά πο­λι­τι­κά. ὁ ἄν­θρω­πος βα­δί­ζει πρός τό κα­λό, ὅ­ταν κα­τορ­θώ­νει νά συ­νυ­φά­νει (πα­ρεί­ρων) τούς νό­μους τῆς πό­λης του (νό­μους χθο­νός· χθῶν ἐ­δῶ δέν εἶ­ναι ἡ γῆ μέ τήν κο­σμι­κή ἔν­νοι­α, εἶ­ναι ἡ πά­τριος γῆ, ἡ πό­λις, ἡ πο­λι­τι­κή κοι­νό­τη­τα) μέ τήν θε­ῶν ἔ­νορ­κον δί­καν, τήν δί­κη/δι­και­ο­σύ­νη τῶν θε­ῶν, τήν κα­το­χυ­ρω­μέ­νη ἀ­π’ τούς ὅρ­κους. Σ’ αὐ­τήν τήν πε­ρί­πτω­ση ὁ ἄν­θρω­πος γί­νε­ται ὑψίπο­λις — λέ­ξη πού ἡ πο­λυ­ση­μί­α της κά­νει τήν με­τά­φρα­σή της ἀ­δύ­να­τη. Ὑ­ψί­πο­λις — ὑ­ψη­λός μέ­σα στήν πό­λη του, ἀλ­λά κυ­ρί­ως ὑ­ψηλός (sublime · πρβλ. Πε­ρί ὕ­ψους) ὡς μέ­λος μιᾶς πό­λης, μιᾶς πο­λι­τι­κῆς, δη­λα­δή ἀν­θρώ­πι­νης, κοι­νό­τη­τος. Ἀμέσως ἀν­τι­τί­θε­ται στόν ὑ­ψί­πο­λιν ὁ ἄ­πο­λις, ὁ ἄν­θρω­πος πού τόλ­μας χά­ριν, ἐ­ξαι­τί­ας ταῆς ὑ­περ­βο­λι­κῆς τόλ­μης, τῆς αὐ­θά­δειας, τοῦ θρά­σους — τῆς ὕ­βρε­ως ἐ­πι­τέ­λους, γιά νά χρη­σι­μο­ποι­ή­σου­με τόν πρέ­πον­τα ὄ­ρο — ἀφή­νει τό μή κα­λόν νά τόν κα­τοι­κή­σει. Αὐ­τός πού κα­τέ­χε­ται ἀ­π’ τήν ὕ­βρη γί­νε­ται ἄ­πο­λις, βγαί­νει ἀ­π’ τήν πο­λι­τι­κή κοι­νω­νί­α τῶν ἀν­θρώ­πων (καί τό συγ­κε­κρι­μέ­νο ἀ­πο­τέ­λε­σμα δέν μπο­ρεῖΐ νά εἶ­ναι πα­ρά ὁ θά­να­τος, ἡ φυ­γή ἤ ἡ ἐ­ξο­ρί­α). Γί­νε­ται, ὅ­πως λέ­νε οἱ Γάλ­λοι, sans foi ni loi, καί sans feu ni lieu. Καί ὁ Χο­ρός τε­λει­ώ­νει λέ­γον­τας: αὐ­τόν τόν ἄ­πο­λιν δέν τόν θέ­λω ὡς πα­ρέ­στιον, μέ­σα ἤ κον­τά στήν ἑ­στία μου, οὔ­τε ὡς ἴ­σον φρο­νοῦν­τα, προι­κι­σμέ­νο μέ τήν ἴ­δια — ἴ­ση, κοι­νή τῶν πο­λι­των — φρό­νη­ση καί δι­και­ού­με­νο νά θε­ω­ρεῖ τόν ἑ­αυ­τό του ἴ­σο μέ τούς ἄλ­λους πο­λί­τες.

Εἶ­μαι ἀ­ναγ­κα­σμέ­νος νά δώ­σω ἐ­δῶ πο­λύ συ­νο­πτι­κά μιά συ­νο­λι­κή ἑρ­μη­νεί­α τῆς τρα­γω­δί­ας. Τό θέ­μα τῆς τρα­γω­δί­ας δέν εἶ­ναι ἡ ἀ­θω­ό­τη­τα το­ῦ θύ­μα­τος Ἀν­τι­γό­νη πού μά­χε­ται τόν τύ­ραν­νο Κρέ­οντα, οὔ­τε ἡ ἀν­τί­φα­ση ἀ­νά­με­σα στήν ἠ­θι­κή καί στήν raison d'Etat, οὔ­τε τό ἄ­το­μο ἐ­ναν­τί­ον το­ῦ κρά­τους (μον­τέρ­νες ἑρ­μη­νεῖ­ες), οὔ­τε ἡ οἰ­κο­γέ­νεια στήν ἀν­τί­θε­σή της μέ τόν Νό­μο καί τήν Πο­λι­τεί­α (ἑ­γε- λια­νή ἐκ­δο­χή). Τό θέ­μα τῆς τρα­γω­δί­ας εἶ­ναι, πέ­ρα ἀ­π’ ὅ­λα αὐτά, ἡ ὕβρις — ἡ πρά­ξη τόλ­μας χά­ριν. Ἀσφαλῶς ἡ Ἀντιγόνη καί ὁ Κρ­έ­ων ἐκ­πρ­ο­σω­ποῦν δύ­ο ἀν­τι­μ­α­χόμ­ε­νες ἀρχές. Αὐ­τές τίς ἀρχές ὅμως — τούς νό­μους χθο­νός καί τήν θε­ῶν ἔ­νορ­κον δί­καν — ὁ ποι­η­τής δέν τίς θε­ω­ρεῖ ἀ­πό­λυ­τα ἀ­συμ­βί­βα­στες, μιά καί ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρε­ῖ νά γί­νει ὑ­ψίπο­λις συ­νυ­φαί­νον­τα­ς τες (πα­ρεί­ρων). Καί ἡ Ἀν­τι­γό­νη καί ὁ Κο­έ­ων εἶ­ναι ἀ­νί­κα­νοι νά τίς συ­νυ­φά­νουν· καί οἱ δύ­ο τους, μέ τήν τυ­φλή καί ἀ­πό­λυ­τη ὑ­πε­ρά­σπι­ση μιᾶς ἀ­πό τίς δύ­ο ἀρ­χές, γί­νον­ται ὑ­βρι­στές καί ἀ­πο­λι­δες. Ὑ­πέρ­τα­το πα­ρά­δο­ξο: ξε­περ­νών­τας τά ὅ­ρια τοῦ φρο­νε­ῖν, κα­θη­λω­μέ­νος στό μό­νος φρο­νεῖν, ὁ ὑ­πέρ­μα­χος τῶν νό­μων τῆς πό­λε­ως Κρέ­ων γί­νε­ται ἀ­πο­λις. Ἀλ­λά εἶ­ναι ἐ­πί­σης προ­φα­νές ὅτι ἡ ἴ­δια ἡ Ἀντιγόνη εἶ­ναι ἐ­ξί­σου ἀ­πο­λις. Ἀμέσως κα­τό­πιν ἀ­π’ τό χο­ρι­κό πού ἐ­ξε­τά­ζου­με, ὅ­ταν ὁ Φύ­λαξ προ­σά­γει τήν Ἀντιγόνη, πού τήν συ­νέ­λα­βε νά προ­σπα­θεῖ — γιά τρί­τη φο­ρά — νά ρί­ξει χῶ­μα πά­νω στό πτῶ­μα τοῦ Πο­λυ­νεί­κους, ὁ χο­ρός, ἐκ­φρά­ζον­τας τήν κα­τα­θλι­πτι­κή λύ­πη του, δέν ἀ­πευ­θύ­νε­ται στήν Ἀντιγόνη ὡς πρό­μα­χο τῆς εὐ­σέ­βειας καί τοῦ σε­βα­σμοῦ τῶν θεί­ων νό­μων τήν χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὡς τρε­λή (ἐν ἀ­φρο­σύ­νῃ κα­θε­λόν­τες, 383). Ἡ ἀ­φρο­σύ­νη τῆς Ἀντιγόνης ἔγ­κει­ται στό ὅ­τι κι αὐ­τή, ὄ­χι μό­νο εἶ­ναι ἀ­νί­κα­νη νά συ­νυ­φά­νει τίς δύ­ο ἀρ­χές, ἀλ­λά τόλ­μας χά­ριν ὑ­περ­βαί­νει τά ὅ­ρια. Πό­λις χω­ρίς νό­μους χθο­νός δέν μπο­ρεῖ νά ὑ­πάρ­ξει καί, πα­ρα­βι­ά­ζον­τας τούς νό­μους αὐ­τούς, καί ἡ Ἀντιγόνη γί­νε­ται ἄ­πο­λις καί βγαί­νει ἀ­πό τό ἴ­σον φρο­νεῖν.

Ὁ ποι­η­τής λέ­ει στόν δῆ­μο τῶν Ἀθηναίων: ἀ­κό­μα κι ὅ­ταν ἔ­χουμέ δί­κιο, μ­πο­ρεῖ νά ἔ­χου­με ἄ­δι­κο, δέν ὑπάρ­χει πο­τέ ἔ­σχα­τος λο­γι­κός λό­γος. Τῷ ὄν­τι, οἱ ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­ες τοῦ Κρέ­ον­τος καί τῆς Ἀντιγόνης, θε­ω­ρη­μέ­νες κα­θ’ ἑ­αυ­τές, εἶ­ναι στε­γα­νές καί χω­ρίς δυ­να­τή λο­γι­κή ἀ­ναί­ρε­ση. Αὐ­τό ἐκ­φρά­ζει κα­θα­ρά ὁ Αἴ­μων, λέ­γον­τας στόν πα­τέ­ρα του: οὔ­τε θέ­λω οὔ­τε μπο­ρῶ νά πῶ ὅ­τι ἔ­χεις ἄ­δι­κο (οὔτ’ ἄν δυ­ναί­μην, μή­τα’ ἐ­πι­σταί­μην λέ­γων, 686)· ἔ­χεις ὅ­μως ἄ­δι­κο γιά ἄλ­λους λό­γους — δι­ό­τι ἐ­πι­μέ­νεις νά ἔ­χεις δί­κιο μό­νος σου ἤ μό­νος ἐ­σύ. Ἐπιβάλλεται νά πα­ρα­τε­θοῦν ἐ­δῶ οἱ κα­τα­πλη­κτι­κοί στί­χοι 707-709:

ὅ­στις γάρ αὐ­τός ἤ φρο­νεῖν μό­νος δο­κεῖ,

ἤ γλῶσ­σαν, ἥν οὐκ ἄλ­λος, ἤ ψυ­χήν ἔ­χειν,

οὗ­τοι δι­α­πτυ­χθέν­τες ὤ­φθη­σαν κε­νοί.


Ὁ Κρέ­ων ἔ­χει ἄ­δι­κο, πα­ρό­λο ὅ­τι ἔ­χει δί­κιο, για­τί ἐ­πι­μέ­νει στό μό­νος φρο­νεῖν — δέν βρί­σκε­ται μέ­σα στο ἴσον φρονεῖν, δεν θέλει καί δέν εἶ­ναι ἱ­κα­νός νά ἀ­κού­σει τόν λό­γο και τούς λό­γους τοῦ ἄλ­λου καί τῶν ἄλ­λων. Εἶ­ναι μέ­σα στήν ὕ­βρη, δέν κα­τορ­θώ­νει νά σύνυ­φά­νει.

Ἡ Ἀντιγόνη εἶ­ναι — ὅ­πως καί ὁ Ἐπιτάφιος — μιά κο­ρυ­φή τῆς δη­μο­κρα­τι­κῆς πο­λι­τι­κῆς σκέ­ψης καί στά­σης, πού ἀ­πο­κλεί­ει καί κα­τα­δι­κά­ζει τό μό­νος φρο­νε­ῖν, πού ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν ἔμ­φυ­τη ὕ­βρη τῶν ἀν­θρώ­πων καί ἀ­παν­τᾶ σ’ αὐ­τήν μέ τήν φρό­νη­ση, καί πού ἀν­τι­με­τωπί­ζει τό ἔ­σχα­το πρό­βλη­μα τοῦ αὐ­τό­νο­μου ἀν­θρώ­που — καί τοῦ ἀ­τό­μου καί τῆς πο­λι­τι­κῆς κοι­νό­τη­τας — τό πρό­βλη­μα τοῦ αὐ­το­περι­ο­ρι­σμοῦ.

Ὁ αὐ­το­πε­ρι­ο­ρι­ο­μός εἶ­ναι ἀ­πα­ραί­τη­τος, ἀ­κρι­βῶς για­τί ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι δει­νός καί για­τί τήν δει­νό­τη­τα αὐ­τή τί­πο­τε ἐ­ξω­τε­ρι­κό δέν μπο­ρεῖ νά τήν πε­ρι­ο­ρί­σει οὐ­σι­α­στι­κά. Οὔ­τε βέ­βαι­α ἡ θε­ῶν ἔ­νορ­κος δί­κα. Αὐ­τή εἶ­ναι μί­α ἀ­πό τίς ἀρ­χές πού δι­έ­πουν τήν ζω­ή τῶν ἀν­θρώό­πων — ἀλ­λά μέ κα­νέ­να τρό­πο δέν φθά­νει. Ἄν ἔ­φθα­νε, δέν θά ὑ­πῆρ­χε οὔ­τε Ἀντιγόνη οὔ­τε τρα­γω­δί­α. Ὅ­πως καί δέν ὑπάρ­χει καί δέν μπο­ρε­ῖ νά ὑ­πάρ­ξει τρα­γω­δί­α ἐ­κεῖ πού μί­α ἔ­σχα­τη ἀρ­χή δί­νει ἀ­παν­τή­σεις σ’ ὅ­λα τά ἐ­ρω­τή­μα­τα: στόν κό­σμο τόν πλα­τω­νι­κό, ὅ­πως καί στόν κό­σμο τόν χρι­στι­α­νι­κό.

Ἡ τρα­γω­δί­α, καί εἰ­δι­κά ἡ Ἀντιγόνη, προ­ϋ­πο­θέ­τει ἀ­κρι­βῶς τήν δει­νό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που, πού κο­ρυ­φώ­νε­ται καί αὐ­το­κα­τα­στρέ­φεται μέ τήν ὕ­βρη, ἀλ­λά πού μπο­ρεῖ ἐ­πί­σης, ὅ­ταν εἶ­ναι συ­νυ­φα­σμέ­νη μέ τό ἴ­σον φρο­νε­ῖν, νά φθά­σει στό ὕψος το­ῦ ὑ­ψι­πό­λι­δος. Ἐξ οὗ καί ἡ ἐ­σω­τε­ρι­κή ἀ­νάγ­κη νά πε­ρι­γρα­φεῖ καί νά ὑ­μνη­θεῖ αὐ­τή ἡ δει­νό­τη­τα — πράγ­μα πούκά­νει ὁ Χο­ρός στό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ στα­σί­μου (334-363).

Τό κεν­τρι­κό νό­η­μα τοῦ χο­ρι­κοῦ προ­ε­ξαγ­γέλ­λε­ται στούς δύ­ο πρώ­τους στί­χους — πολ­λά τά δει­νά κοὐ­δέν ἀν­θρώ­που δει­νό­τε­ρον πέ­λει— πού μᾶς βά­ζουν ἀ­μέ­σως σέ ἐ­ρω­τή­μα­τα.

Ἡ καί­ρια λέ­ξη τῶν στί­χων εἶ­ναι φυ­σι­κά τό δει­νός — ἀ­με­τά­φραστη κι αὐ­τή. (Ό Heidegger τήν με­τα­φρά­ζει μέ τό ἀ­νε­παρ­κέ­στα­το das Unheimliche, πού ξε­χνά­ει κεν­τρι­κές ση­μα­σί­ες τῆς λέ­ξης. Ὁ Γάλ­λος με­τα­φρα­στής του αὐ­ξά­νει ἀ­κό­μα τήν ἀ­πό­στα­ση, ἀ­πο­δί­δοντάς τό Unheimliche μέ τό inquietant, ἀ­νη­συ­χη­τι­κός). Συ­νο­ψί­ζον­τας σέ μιά φρά­ση τά συμ­πε­ρά­σμα­τα μιᾶς ἄλ­λης, ἀ­δη­μο­σί­ευ­της ἀ­κό­μα, με­λέ­της μου, θά πῶ ὅ­τι ὁ Σο­φο­κλῆς — κι αὐ­τό εἶ­ναι ἕ­νας οὐ­σι­ώ­δης χα­ρα­κτή­ρας τῆς ἀρ­χαί­ας ἑλ­λη­νι­κῆς ποί­η­σης — ὄ­χι μό­νο δέν εἶ­ναι πάν­τα ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νος νά δι­α­λέ­ξει ἀ­νά­με­σα στίς δι­ά­φο­ρες ση­μα­σί­ες τῆς λέ­ξης, ἄλ­λα ἐμ­φα­νέ­στα­τα πολ­λές φο­ρές δέν δι­α­λέ­γει, μπο­ρε­ῖ καί θέ­λει νά τίς δώ­σει ὅ­λες μα­ζί. Δει­νός: πού προ­κα­λεῖ, δι­και­ο­λο­γη­μέ­να, δέ­ος, φό­βο καί τρό­μο — φο­βε­ρός, τρο­με­ρός· ἐ­πι­κίν­δυ­νος. Ἀ­πό ἐ­δῶ πη­γαί­νου­με, μέ μιά ἀ­π’ τίς ὡ­ραι­ό­τε­ρες ση­μα­σια­κές πα­ρα­γω­γές στά ἀρ­χαῖ­α ἑλ­λη­νι­κά, στό: κα­τα­πλη­κτι­κά δυ­να­τός, ἰ­σχυ­ρός, θαυ­μά­σιος καί ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στος, ἐν­δε­χο­μέ­νως καί πα­ρά­ξε­νος. Θαυ­μά­σιος καί ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στος για­τί; Δι­ό­τι ὑ­πέρ-ἱ­κα­νός, ἐ­πι­δέ­ξιος, σο­φός, ἀ­ρι­στο­τέ­χνης, πού βρί­σκει λύ­ση πάν­τα, πού δέν εἶ­ναι πο­τέ χω­ρίς μέ­σα, πο­λυ­μή­χα­νος καί πο­λυ­τρό­πος θά ἔ­λε­γε ὁ Ὅ­μη­ρος — καί τό λέ­ει ὁ Σο­φο­κλῆς στό τέ­λος τοῦ χω­ρί­ου πού συ­ζη­τᾶ­με: ἄ­πο­ρος ἐ­π’ οὐ­δέν ἔρ­χε­ται τό μέλ­λον (360-361). Ἀνάμεσα σ’ αὐ­τές τίς ση­μα­σί­ες οἱ λε­ξι­κο­γρά­φοι καί οἱ με­τα­φρα­στές εἶ­ναι ὑ­πο­χρε­ωμέ­νοι νά δι­α­λέ­ξουν. Ὁ Σο­φο­κλῆς, κι ὅσοι ἔ­χου­με τήν τύ­χη νά κα­τα­λα­βαί­νου­με λί­γο τά ἑλ­λη­νι­κά, ὄ­χι.

Τό ση­μα­σια­κό σύμ­πλεγ­μα τῆς λέ­ξης φω­τί­ζε­ται καί πλου­τί­ζε­ται ἀπ’ τήν συ­νέ­χεια τοῦ κει­μέ­νου. Δει­νός ση­μαί­νει, ἀ­π’ τήν Ἀντιγόνη καί με­τά, ὅ­λα ὅ­σα ὁ Σο­φο­κλῆς θά ἀ­πο­δώ­σει στόν ἄν­θρω­πο ὡς δει­νόν. Κι ὁ πρῶ­τος φω­τι­σμός μᾶς δί­νε­ται ἀ­π’ τήν ἐ­πα­νά­λη­ψη τῆς λέ­ξης στήν συ­νέ­χεια τῆς φρά­σης, σ’ ἕ­να οἰ­ο­νεί ὑ­περ­θε­τι­κό βαθ­μό, κα­τα­σκευ­α­σμέ­νο μέ τήν ἄρ­νη­ση το­ῦ συγ­κρι­τι­κοῦ: οὐ­δέν ἄν­θρω­που δει­νό­τε­ρον. Τό δει­νός προσ­δι­ο­ρί­ζει τόν ἄν­θρω­πο, καί προσ­δι­ο­ρί­ζε­ται ἀ­π’ τόν ἄν­θρω­πο: εἶ­ναι ὁ χα­ρα­κτή­ρας ἐ­κεῖ­νος, πού κα­νέ­να ὄν δέν τόν πα­ρου­σιά­ζει στόν ἴ­διο βαθ­μό μέ τόν ἄν­θρω­πο.

Οὐ­δέν ἀν­θρώ­που δει­νό­τε­ρον. Τί­πο­τα δέν εἶ­ναι πιό τρο­με­ρό, θαυ­μά­σιο, ἱ­κα­νό-πραγ­μα­το­ποι­η­τι­κό, ἀ­π’ τόν ἄν­θρω­πο. Ἀκόμα μιά φο­ρά ἐ­ρω­τῶ: τολ­μᾶ­με νά πά­ρου­με τόν ποι­η­τή στά σο­βα­ρά; Θά ὑ­πο­θέ­σου­με ὅ­τι ὁ ποι­η­τής χρη­σι­μο­ποι­εῖ λέ­ξεις εἰ­κῇ καί ὡς ἔ­τυ­χε; Ὁ Σο­φο­κλῆς, μά­στο­ρας τῆς κυ­ρι­ο­λε­ξί­ας καί τῆς και­ρι­ο­λε­ξί­ας, λέ­ει κα­θα­ρά καί δυ­να­τά: οὐ­δέν. Οὐ­δέν: οὔ­τε ἡ θά­λασ­σα, οὔ­τε ὁ χει­μώ­νας, οὔ­τε τά ἄ­γρια θη­ρί­α — τί­πο­τα. Τί­πο­τα ἀ­π’ τήν φύ­ση. Ἀλ­λά ὁ Σο­φο­κλῆς δέν πε­ρι­ο­ρί­ζει τό οὐ­δέν στήν φύ­ση. Λέ­ει, ἀ­πο­λύ­τως: οὐ­δέν. Οὐ­δέν: οὔ­τε λοι­πόν καί οἱ θε­οί.

Αὐ­τό φω­τί­ζει πά­λι τό δει­νός, ἐ­νῶ φαί­νε­ται ταυ­το­χρό­νως νά τό συ­σκο­τί­ζει. Μέ ποι­ά ἔν­νοι­α μπο­ρεῖ ὁ ἄν­θρω­πος νά εἶ­ναι δει­νό­τε­ρος ἀ­π’ τήν φύ­ση — κι ἀ­π’ τούς θε­ούς; Ἡ ἀ­πάν­τη­ση εἶ­ναι ἐν­τού­τοις προ­φα­νής — καί ἐ­κτί­θε­ται, σχε­δόν ἄ­με­σα, στήν συ­νέ­χεια τοῦ χο­ρι­κοῦ. Ὁ πο­λιός πόν­τος κι ὁ χει­μέ­ριος νό­τος εἶ­ναι ἀ­σφα­λῶς δυ­να­τό­τε­ρα ἀ­π’ τόν ἄν­θρω­πο — ὅ­πως καί τά θη­ρῶν ἀ­γρί­ων ἔ­θνη, καί τό­σα ἄλ­λα ὄν­τα. Ἀλλά τά ὄν­τα αὐ­τά εἶ­ναι, καί εἶ­ναι ὅ,τι εἶ­ναι, ἀ­πό τήν φύ­ση τους. Σέ ὁ­ποι­ον­δή­πο­τε χρό­νο ἔ­κα­ναν, κά­νουν καί θά κά­νουν τά ἴ­δια πράγ­μα­τα. Καί τίς δυ­νά­μεις πού ἔ­χουν, τίς ἔ­χουν δι­ό­τι τούς ἔ­χουν δο­θεῖ μιά γιά πάν­τα, χω­ρίς νά μπο­ροῦν νά τίς ἀλ­λάξουν. Τό τί ἐ­στίν τους, ὅ­πως θά ἔ­λε­γε ὁ Ἀριστοτέλης, πού τά κα­θο­ρί­ζει καί πού ἀ­να­πτύσ­σε­ται στά δι­ά­φο­ρα κα­τη­γο­ρή­μα­τά τους, δέν προ­έρ­χε­ται ἀ­πό αὐ­τά τά ἴ­δια.

Τό ἴ­διο ἀ­κρι­βῶς ἰ­σχύ­ει καί γιά τούς θε­ούς. Συν­τρι­πτι­κά πιό δυ­να­τοί ἀ­π’ τόν ἄν­θρω­πο, προι­κι­σμέ­νοι μέ ἀ­να­ρίθ­μη­τες δυ­να­τό­τη­τες καί ἱ­κα­νό­τη­τες — ὄ­χι ὅ­μως, ἄς τό ὑ­πεν­θυ­μί­σου­με, παν­το­δύ­να­μοι — , ἀ­θά­να­τοι — ὄ­χι ὅ­μως αἰ­ώ­νιοι ἤ ἄ­χρο­νοι — οἱ θε­οί εἶ­ναι αὐ­τό πού εἶ­ναι ἀ­π’ τήν «φύ­ση» τους καί χω­ρίς νά ἔ­χουν κά­νει τί­πο­τα γι’ αὐ­τό. Κι ἔ­τσι, π.χ., ἀ­π’ τήν μιά με­ριά δέν ἔ­χουν ἀ­νάγ­κη νά κα­τα­φύ­γουν στήν τέ­χνη — νά ναυ­πη­γή­σουν κα­ρά­βια γιά νά με­τα­κι­νη­θοῦν, ἤ νά γρά­ψουν κά­τι γιά νά τό θυ­μη­θοῦν ἀ­π’ τήν ἄλ­λη με­ριά, ἡ τέ­χνη τοῦ Ἡ­φαί­στου εἶ­ναι βέ­βαι­α ἀ­συγ­κρί­τως ἀ­νώ­τε­ρη ἀ­π’ τήν ἀνθρώ­πι­νη, ἀλ­λά τήν τέ­χνη αὐ­τή δέν τήν ἐ­πε­νό­η­σε ὁ Ἡ­φαι­στος, τοῦ εἶ­ναι ἔμ­φυ­τη, ὁ Ἥ­φαι­στος εἶ­ναι ἡ τέ­χνη, ὅπως ὁ Ἄ­ρης εἶ­ναι ὁ πό­λε­μος κι ἡ Ἀ­θη­νᾶ εἶ­ναι ἤ σο­φί­α.

Ὁ ἄν­θρω­πος εἶ­ναι τό ὄν, τοῦ ὁ­ποί­ου οὐ­δέν δει­νό­τε­ρον πέ­λει, κι αὐ­τό, για­τί τί­πο­τε ἀ­π’ ὅ­σα κά­νει — καί πού πε­ρι­γρά­φον­ται, ἐν­δει­κτι­κά καί ἀ­πο­σπα­σμα­τι­κά κα­τ’ ἀ­νάγ­κην, στούς στί­χους 334-351 — δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­δο­θεῖ σ’ ἕ­να «φυ­σι­κό» προί­κι­σμά του. Τό τί ἔ­στιν τοῦ ἀν­θρ­ώ­που. πού ἐκ­φρά­ζε­ται καί ἀ­να­πτύσ­σε­ται μέ τά διάφο­ρα κα­τη­γο­ρή­μα­τά του, εἶ­ναι ἔρ­γο τοῦ ἴ­διου τοῦ ἀν­θρώ­που. Σέ φι­λο­σο­φι­κή ὁ­ρο­λο­γί­α: ὁ ἄν­θρω­πος θέ­τει τόν ἑ­αυ­τό του ὡς ἄν­θρω­πο, ἡ οὐ­σί­α τοῦ ἄν­θρω­που εἶ­ναι αὐ­το­δη­μι­ουρ­γί­α, κι αὐ­τή ἡ φρά­ση νο­εῖ­ται μέ­ τίς δύ­ο ἔν­νοι­ες: ὁ ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γεῖ τήν οὐ­σία του, καί ἡ οὐ­σία αὐ­τή εἶ­ναι δη­μι­ουρ­γί­α καί αὐ­το­δη­μι­ουρ­γί­α. Ὁ ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γεῖ τόν ἑ­αυ­τό του ὡς δη­μι­ουρ­γό, μέ­σα σ’ ἕ­να κύ­κλο, τοῦ ὁ­ποί­ου ἡ φαι­νο­με­νι­κή λο­γι­κή φαυ­λό­τη­τα ἀ­πο­κα­λύ­πτει τό ὀν­το­λο­γι­κά πρω­ταρ­χι­κό.

Τό ὅ­τι αὐ­τή εἶ­ναι ἡ σύλ­λη­ψη τοῦ Σο­φο­κλέ­ους γί­νε­ται φα­νε­ρό πέ­ρα ἀ­πό κά­θε ἀμ­φι­βο­λί­α μέ μί­α λέ­ξη, πού — μα­ζί μέ τό παν­το­πό­ρος· ἄ­πο­ρος ἐ­π’ οὐ­δέν ἔρ­χε­ται τό μέλ­λον καί τό οὐ­δέν ἀν­θρώ­που δει­νό­τε­ρον — εἶ­ναι ὁ τρί­τος στυ­λο­βά­της αὐ­τού του μέ­ρους τοῦ χο­ρι­κοῦ: ἐ­δι­δά­ξα­το (354). Ἡ μέ­ση φω­νή δη­λώ­νει, ὅ­πως ξέ­ρου­με, τήν ἐ­πι­στρο­φή τῆς ἐ­νέρ­γειας πά­νω στό ὑ­πο­κεί­με­νο πού ἐ­νερ­γεῖ. Τόν ἀν­θο­ω­πρ δέν τόν ἐ­δί­δα­ξε κα­νείς (π.χ. ὁ Προ­μ­η­θεύς)· ἐ­δί­δαξε τόν ἑ­αυ­τό του. Ὅ­ταν μέ δι­δά­σκουν, κά­ποι­ος πού ἤ­δη κα­τέ­χει μί­α γνώ­ση, μοῦ τήν δί­νει, μοῦ τήν προ­σφέ­ρει, μοῦ τήν με­τα­βι­βά­ζει. Ὅ­ταν δι­δά­σκο­μαι (μέ­ση φω­νή), δί­νω στόν ἕ­αυ­τό μου κά­τι πού ὁ ἑ­αυ­τός μου δέν ἔ­χει (ἀλ­λι­ῶς, για­τί νά τοῦ τό δώ­σω;) καί πού ἔ­χει (ἀλ­λι­ῶς, ποι­ός τό δί­νει;). Ὁ φαι­νο­με­νι­κός πα­ρα­λο­γι­σμός αἴ­ρε­ται ἅ­μα κα­τα­λά­βου­με ὅ­τι ἡ αὐ­το­ε­νέρ­γεια τοῦ αὐ­τοδι­δα­σκό­μενου ἀν­θρώ­πρυ δημιορυρ­γε­ῖ (φέρ­νει σέ ὕ­παρ­ξη) καί τό «πε­ρι­ε­χό­μενο» καί τό «ὑ­πο­κίμε­νό» της, πού ἀλ­λη­λο­προσ­δι­ο­ρί­ζον­ται καί ἀλ­λη­λο-ὑ­πάρ­χουν.

Ὁ τρί­τος αὐ­τός στυ­λο­βά­της εἶ­ναι, ἴ­σως, ὁ ση­μαν­τι­κό­τε­ρος, για­τί τό ἐ­δι­δά­ξα­το αὐ­τό ἀ­να­προσ­δι­ο­ρί­ζει καί ἀ­να­το­πο­θε­τε­ῖ ὅ­λα ὅ­σα ἐ­λέ­χθη­σαν προ­η­γου­μέ­νως: ὅ­λα τά ἔρ­γα καί δη­μι­ουρ­γή­μα­τα τοῦ ἀν­θρώ­που, πού σχε­τί­ζον­ται μέ συγ­κε­κρι­μέ­νες τέ­χνες (ναυ­σι­πλο­ΐ­α, γε­ωρ­γί­α, θή­ρα κλπ.)· Για­τί ὅλες αὐ­τές οἱ τέ­χνες προ­ϋ­πο­θέ­τουν ἀ­πο­φα­σι­στι­κά αὐ­τά πού ¨ο ἄν­θρω­πος ἐδιδά­ξα­το:

Καί φθέγ­μα καί ἀ­νε­μό­εν

φρό­νη­μα καί ἀ­στυνόμους

ὀρ­γάς ἐ­διδά­ξα­το.


¨Ο Ἀριστοτέλης, ἕ­να αἰ­ώ­να με­τά, θά κα­θο­ρί­σει τόν ἄν­θρω­πο ὡς ζῷ­ον λό­γον ἔ­χον καί ζῶ­ον πο­λιτι­κόν. Τολ­μῶ νά πῶ ὅ­τι ὁ ποι­η­τής ἐ­δῶ εἶ­ναι βα­θύ­τε­ρος, δι­ό­τι ρι­ζι­κό­τε­ρος, ἀ­π’ τόν βα­θύ­τα­το φι­λό­σο­φο. Ὁ ἄν­θρω­πος δέν «ἔ­χει» τόν λό­γο ὡς «φυ­σι­κή» ἰ­δι­ό­τη­τα ἤ προί­κι­ση — οὔ­τε ἡ πο­λι­τι­κό­τη­τά του τοῦ εἶ­ναι ἁ­πλῶς δο­σμέ­νη καί δε­δο­μέ­νη. Ὁ ἄν­θρω­πος ἐ­δί­δα­ξε στόν ἕ­αυ­τό του — ἐ­δη­μι­ούρ­γη­σε — τήν γλώσ­σα (φθέγ­μα), τήν σκέ­ψη (φρό­νη­μα) καί τίς ἀ­στυνόο­μους ὀρ­γάς, πού ὁ Χά­ιν­τεγ­κερ με­τα­φρά­ζει, κα­θα­ρά να­ζι­στι­κά πλέ­ον, den Mut der Herrschaft iiber die Stadte, τό πά­θος τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας πά­νω στίς πό­λεις. Με­τά­φρα­ση ἐ­πι­πλέ­ον ἄ­φρων· γιά νά ὑ­πάρ­χει κυ­ρι­αρ­χί­α πά­νω στίς πό­λεις, πρέ­πει πρῶ­τα νά ὑ­πάρ­χουν πό­λεις. Ὁ Σο­φο­κλῆς δέν μι­λά­ει γιά κυ­ρι­αρ­χί­α πά­νω σέ δῆ­θεν ἤ­δη ὑ­πάρ­χου- σές πό­λεις, το­πο­θε­τεῖ­ται στήν «στιγ­μή» (στό ὀν­το­λο­γι­κό στρῶ­μα), ὅ­ταν ὁ ἄν­θρω­πος δη­μι­ουρ­γεῖ τήν γλώσ­σα καί τήν σκέ­ψη — καί τίς ἀ­στυνό­μους ὀρ­γάς, τά πά­θη, τίς δι­α­θέ­σεις, τίς ὁρ­μές πού δί­νουν νό­μους στά ἄ­στε­α — πού θε­σμί­ζουν τίς πό­λεις. Τά θε­σμί­ζον­τα πά­θη εἶ­ναι ἴ­σως ἡ κα­λύ­τε­ρη ἀ­πό­δο­ση τῆς ἐκ­πλη­κτι­κῆς — σκε­φτό­μα­στε συ­νή­θως τόν νό­μο καί τόν θε­σμό ὡς τά ἀ­πο­λύ­τως ἀν­τί­θε­τα μέ τίς ὀρ­γές, μέ τά πά­θη — καί βα­θιά ἀ­λη­θι­νῆς —στήν ρί­ζα τοῦ πρω­ταρ­χι­κοῦ θε­σμοῦ ὑ­πάρ­χει μί­α προ-λο­γι­κή «βού­λη­ση» καί πρό­θε­ση, κι οἱ θε­σμοί δέν μπο­ροῦν νά δι­α­τη­ρη­θοῦν χω­ρίς πά­θος — ἰ­δέ­ας το­ῦ Σο­φο­κλέ­ους.

Ἡ δει­νό­τη­τα το­ῦ ἀν­θρώ­που συ­νο­ψί­ζε­ται μέ τήν φρά­ση πού κλεί­νει αὐ­τό τό μέ­ρος τοῦ στα­σί­μου:

Παν­το­πό­ρος· ἄ­πο­ρος

ἐ­π’ οὐ­δέν ἔρ­χε­ται

τό μέλ­λον...


πού γιά τόν Ἕλ­λη­να ἀ­να­γνώ­στη δέν χρει­ά­ζε­ται με­τά­φρα­ση καί σχε­τι­κά μέ τήν ὁ­ποί­α θά ση­μει­ώ­σω μό­νο ξα­νά τό παν­το­πό­ρος, πού πα­ρα­πέμ­πει ὄ­χι μό­νο στήν πο­λυ­μη­χα­νί­α ἀλ­λά καί στήν κα­θο­λι­κότη­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης αὐ­το­δη­μι­ουρ­γί­ας.

Τῆς δει­νό­τη­τας αὐ­ταῆς ὁ ποι­η­τής γνω­ρί­ζει ἕ­να καί μό­νον ἕ­να ἀ­πό­λυ­το ὅ­ριο, τόν θά­να­το:

Ἅι­δα μό­νον

φε­ῦ­ξιν οὐκ ἐ­πά­ξε­ται
.

¨Ο Ἅ­δης ὁ τε­λει­ω­τι­κός — σύμ­φω­να μέ τήν προ­κλα­σι­κή καί κλα­σι­κή ἑλ­λη­νι­κή ἀν­τί­λη­ψη ὡς τό τέ­λος τόν 5ου αἰ­ώ­να, πού δέν κα­τα­δέ­χε­ται νά αὐ­το­πα­ρηγ­ορη­θεῖ μέ ἀ­θα­να­σί­ες καί φροῦ­δες ἐλ­πί­δες γιά με­τά θά­να­τον ζω­ή — ἔρ­χε­ται ἐ­δῶ ὄ­χι μό­νο σάν ὑ­πό­μνη­ση τῆς ἔ­σχα­της ἀ­λή­θειας, ἀλ­λά καί γιά νά ὑ­πο­γραμ­μί­σει τήν δει­νό­τη­τα τοῦ ὄν­τος αὐ­τοῦ, πού γνω­ρί­ζον­τας τήν θνη­τό­τη­τά του, δέν παύ­ει ἐν­τού­τοις νά χω­ρεῖ, νά ἀ­πο­τρύε­ται, νά ἄ­γει, νά κρα­τεῖ καί νά δι­δά­σκε­ται.

Τό δεύ­τε­ρο ὅ­ριο, τό ἐ­σω­τε­ρι­κό, ἄν μπο­ρῶ νά πῶ, καί ἐγ­γε­νές στόν ἄν­θρω­πο, εἶ­ναι ἡ δι­φυ­ΐ­α του, πού τόν κά­νει νά βα­δί­ζει ἄλ­λο­τε πρός τό κα­κόν κι ἄλ­λο­τε πρός τό ἐ­σθλόν. Ὅ­ριο, για­τι ὁ Σο­φο­κλῆς — ὅ­πως κι ὁ Θου­κυ­δί­δης εἴ­κο­σι ἤ τριά­ντα χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα — , ἐ­νῶ πε­ρι­γρά­φει μί­α τι­τα­νι­κή δι­α­δι­κα­σί­α δη­μι­ουρ­γί­ας καί πρό­σκτη­σης δύ­να­μης καί δυ­νά­με­ων το­ῦ ἀν­θρώ­που, δέν βλέ­πει, δι­και­ό­τα­τα, κα­μί­α «ἠ­θι­κή πρό­ο­δο» νά ἐ­πι­τε­λεῖ­ται μέ­σω αὔ­τής της δι­α­δι­κα­σί­ας. Τό κα­κόν καί τό ἔ­σθλον πάν­τα συ­νό­δευ­αν καί θά συ­νο­δεύ­ουν τόν ἄν­θρω­πο, πάν­τα θά εἶ­ναι οἱ δύ­ο πό­λοι πού ἐ­ναλ­λασ­σό­με­νοι κα­τευ­θύ­νουν τά βή­μα­τά του. Ὁ ἀ­να­γνώ­στης τοῦ 20ού αἰ­ώ­να θά ἐ­πι­κυρώ­σει χω­ρίς δυ­σκο­λί­α τήν ἀν­τιίλη­ψη τοῦ ποι­η­τῆ μέ τήν ἐμ­πει­ρί­α εἴ­κο­σι πέν­τε αἰ­ώ­νων με­γα­λουρ­γη­μά­των καί τε­ρα­τω­δῶν κα­κουρ­γη­μά­των, τά χει­ρό­τε­ρα ἀ­π’ τά ὁ­ποῖ­α ἔ­γι­ναν μέ τήν ἐ­πί­κλη­ση τοῦ ἐ­σθλοῦ καί τῆς ἐγ­κό­σμιας ἤ ἐξω­κο­σμι­κῆς σω­τη­ρί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που

Τήν δι­φυ­ΐ­α ὅ­μως αὐ­τήν ὁ ποι­η­τής δέν τή βλέ­πει μοι­ρο­λα­τρι­κά. Γνω­ρί­ζει ὅ­τι ὁ ἄν­θρω­πος μπο­ρεῖ νά γί­νει ὑψί­πο­λις, καί τό κα­τορ­θώ­νει, ὅ­ταν συ­νυ­φαί­νει τούς νό­μους χθο­νός μέ τήν θε­ῶν ἔ­νορ­κον δί­καν. Ἡ δί­κη αὐ­τή ἐμ­φα­νί­ζε­ται, ἔ­τσι, σάν ἕ­να τρί­το, σχε­τι­κό, ὅ­ριο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης πρά­ξης/ποί­η­σης. Ὁ ἄν­θρω­πος δι­δά­σκε­ται τούς νό­μους του, τούς θέ­τει καί τούς θε­σμί­ζει. Πλά­ι ὅ­μως σ’ αὐ­τούς τούς νό­μους ὑ­πάρ­χει ἡ δί­κη τῶν θε­ῶν, πού δέν φθά­νει κα­τά κα­νέ­να τρό­πο — ἀλ­λι­ῶς δέν θά χρει­ά­ζον­ταν καί δέν θά ὑ­πῆρ­χαν κάν νό­μοι χθο­νός — ἀλ­λά καί πού δέν μπο­ρεῖ νά πα­ρα­γνω­ρι­σθεῖ.

Στήν Ἀντιγόνη ἡ δί­κη τῶν θε­ῶν ἔ­χει ἕ­να συγ­κε­κρι­μέ­νο πε­ρι­ε­χό­με­νο, ἀ­φο­ρᾶ τά κα­θι­ε­ρω­μέ­να ἔ­θι­μα τῆς τα­φῆς. Ἤ­δη στήν Ἀν­τι­γό­νη ὅ­μως κι αὐ­τή ἡ δί­κη συ­ναν­τᾶ τά ὅ­ριά της. Λα­τρεί­α θε­ῶν χω­ρίς πό­λη, χω­ρίς ἔν­νο­μη ἀν­θρώ­πι­νη κοι­νό­τη­τα, δέν εἶ­ναι νο­η­τή. Πό­λη πού νά μή προ­στα­τεύ­ει τόν ἑ­αυ­τό της ἀ­πό τήν προ­δο­σί­α, τήν συ­νερ­γα­σί­α μέ τούς ἐ­χθρούς, μέ μό­νο κί­νη­τρο τήν δί­ψα τῆς προ­σω­πι­κῆς ἐ­ξου­σί­ας (Πο­λυ­νεί­κης) ἐ­πί­σης δέν εἶ­ναι νο­η­τή. Ἡ μή κύ­ρω­ση τῆς δι­α­γω­γῆς το­ῦ Πο­λυ­νεί­κους θά κα­θι­στοῦ­σε, στίς ὁ­ρια­κές της συ­νέ­πει­ες ἀ­δύ­να­τη τήν λα­τρεί­α τῶν θε­ῶν. Ἡ κύ­ρω­σή της μέ τόν τρό­πο πού ἀ­πο­φά­σι­σε ὁ Κρ­έ­ων —τήν ἀ­πα­γό­ρευ­ση τα­φής — πρ­οσβάλ­λει ἐ­πί­σης τούς θε­ούς. Ἡ δί­κη τῶν θε­ῶν δέν εἶ­ναι μο­νο­σή­μαν­τη — κι αὐ­τό τό γνω­ρί­ζου­με ἄ­φθο­να κι ἀ­πό τόν Ὅ­μη­ρο κι ἀ­πό πολ­λές ἄλ­λες τρα­γω­δί­ες. Οἱ ἴ­διοι οἱ θε­οί εἶ­ναι σέ πό­λε­μο με­τα­ξύ τους· οἱ ἴ­διοι δέν ἔ­χουν νό­μους, οἱ σχέ­σεις τους ρυθ­μί­ζον­ται ἀ­πό τήν δύ­να­μη, ὄ­χι ἀ­πό τόν νό­μο. Ὁ Ὀ­ρέ­στης το­ῦ Αἰ­σχύ­λου εἶ­ναι ἕ­να ἀπ’ τά τό­σα θύ­μα­τα τῆς δι­α­μά­χης τῶν θε­ῶν. Οἱ ἐ­πι­τα­γές τῶν θε­ῶν εἶ­ναι σκο­τει­νές καί πο­λυ­σή­μαν­τες, καί μπο­ροῦν νά ὁ­δη­γή­σουν στήν κα­τα­στρο­φή — ὅ­πως πράγ­μα­τι ὁ­δη­γοῦν στήν κα­τα­στρο­φή τήν Ἀντιγόνη.

Τό πῶς σκέ­πτε­ται τούς θε­ούς ὁ Σο­φο­κλῆς δέν τό ξέ­ρου­με, κι εἶ­ναι πο­λύ δύ­σκο­λο νά τό συμ­πε­ρά­νου­με. Ξέ­ρου­με ὅ­τι ἀ­νῆ­κε στόν κύ­κλο τοῦ Πε­ρι­κλέ­ους — ὅ­πως καί ὁ Πρω­τα­γό­ρας (Πε­ρί μέν θε­ῶν οὐκ ἔ­χω εἰ­δέ­ναι, οὔθ ’ ὡς εἰ­σίν οὔθ’ ὡς οὐκ εἰ­σίν οὔθ’ ὁ­ποῖ­οι τινές ἰ­δέ­αν, Diels Kranz11, 80, 4). Τοῦ­το του­λά­χι­στον μᾶς ἐ­πι­τρέ­πει ἡ Ἀντιγόνη νά ποῦ­με ἀ­δί­στα­κτα: ὅ­πως ἡ δί­κη τῶν θε­ῶν δέν ἀρ­κεῖ, τό ἴ­διο δέν ἀρ­κοῦν οἱ νό­μοι χθο­νός. Ὑ­πα­κού­ον­τας σ’ αὐ­τούς ὁ ἄν­θρω­πος πρέ­πει νά ξέ­ρει ὅ­τι δέν κα­θο­ρί­ζουν ἀ­πο­κλει­στι­κά τό θε­μι­τό, οὔ­τε ἐ­ξαν­τλοῦν τό ἀ­πα­γο­ρευ­μέ­νο. Κά­ποι­ο ἄλ­λο στοι­χεῖ­ο, πλά­ι στόν ἑ­κά­στο­τε θε­σμι­σμέ­νο — θε­τι­κό καί, ὅ­πως καί νά ’­ναι, χῶ­ρο-χρο­νι­κά το­πι­κό, ἄ­ρα σχε­τι­κό — νό­μο πρέ­πει νά ὑ­πάρ­χει, πού, χω­ρίς νά τόν ἀ­ναι­ρεῖΐ ἡ νά τόν ὑ­πα­γο­ρεύ­ει, χρει­ά­ζε­ται νά συ­νυ­φαν­θεῖ μα­ζί του. Αὐ­το τό στοι­χεῖ­ο ὁ ποι­η­τής, μέ τήν γλώσ­σα καί τίς πα­ρα­στά­σεις τῆς πό­λης του καί τῆς ἐ­πο­χῆς του, τό ὀ­νο­μά­ζει θε­ῶν ἔ­νορ­κον δί­καν.

Τε­λει­ώ­νον­τας, ἄς συ­νο­ψί­σου­με συγ­κρι­τι­κά τήν ἀν­θρω­πο­λο­γί­α τῶν δύ­ο ποι­η­τῶν. Τό κοι­νό τους ση­μεῖ­ο εἶ­ναι, φυ­σι­κά, ἡ κα­θο­ρι­στι­κή ση­μ­α­σί­α τῆς σκέ­ψης καί τῆς τέ­χνης. Πέ­ρα ἀ­π’ αὐ­τό, οἱ δι­α­φο­ρές εἶ­ναι τε­ρά­στι­ες. Ὁ Αἰ­σχύ­λος μι­λά­ει δι­ε­ξο­δι­κά γιά τήν μαν­τι­κή, ὁ Σο­φο­κλῆς δέν ἐν­δι­α­φέ­ρε­ται γι’ αὐ­τήν. Ὁ Αἰ­σχύ­λος δέν ἀ­να­φέ­ρει κα­θό­λου τήν ἵ­δρυ­ση καί τήν θέ­σμι­ση τῆς πο­λι­τι­κῆς κοι­νω­νί­ας, ὁ Σο­φο­κλῆς ὁ­δη­γεῖ ὅ­λο τό χο­ρι­κό πρός τίς ἀ­στυνό­μους ὀρ­γάς, τόν ὕὑψί­πο­λιν καί τόν ἄπο­λιν.

Αἰ­σχύ­λος ξε­κι­νά­ει ἀ­πό μί­α ὀ­νει­ρι­κή, ἐ­φι­αλ­τι­κή πρό-ἀν­θρώ­πινη κα­τά­στα­ση καί πα­ρου­σιά­ζει τήν δι­ά­βα­ση πρός τήν ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση ὡς δῶ­ρο, ἀ­πό­φα­ση καί πρά­ξη ἑ­νός ὑ­πε­ράν­θρω­που ὄντος. Τί­πο­τε τό ἀ­νά­λο­γο στόν Σο­φο­κλῆ, γιά τόν ὁ­ποῖ­ο δέν ὑ­πάρ­χει προ-ἀν­θρώ­πι­νη κα­τά­στα­ση το­ῦ ἀν­θρώ­που, ἀλ­λά, ἀ­π’ τήν στιγ­μή πού ὑ­πάρ­χει ἄν­θρω­πος, ὁ­ρί­ζε­ται μέ τήν δη­μι­ουρ­γι­κή καί αὐ­το-δη μι­ουρ­γι­κή του πρά­ξη/ποί­η­ση, μέ τήν αὐ­το­δι­δα­χή του. Τόν ἄν­θρω­πο τοῦ Αἰ­σχύ­λου ὁ Προ­μη­θέ­ας τόν ἐ­δί­δα­ξε ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τός, ἀν­τισταθ­μί­ζον­τας ταυ­το­χρό­νως τό ἀ­βά­στα­χτο βά­ρος αὐτής της γνώ­σης μέ τυ­φλές ἐλ­πί­δες. Ὁ ἄν­θρω­πος τοῦ Σο­φο­κλῆ ξέ­ρει ὅ­τι εἶ­ναι θνη­τός κι ὅ­τι ὁ βα­σι­κός αὐ­τός κα­θο­ρι­σμός του εἶ­ναι ἀ­νυ­πέρ­βλη­τος. Φυ­σι­κά, μέ­σα στό θέ­μα καί τό πλαί­σιο τοῦ Προ­μη­θέ­ως δέν ὑ­πάρ­χει λό­γος, τρό­πος καί τό­πος νά ἀ­να­φερ­θοῦν τά προ­βλή­μα­τα πού ἀν­τι­με­τω­πί­ζει ὁ ἄν­θρω­πος. Αὐ­τά τά προ­βλή­μα­τα ὁ Σο­φο­κλῆς τά συλ­λαμ­βά­νει κα­τά ρι­ζι­κό τρό­πο, ὡς ὁ­μο­ού­σια μέ τήν δι­φυ­ΐα το­ῦ ἀν­θρώ­που, τήν ἔμ­φυ­τη ὕ­βρη του (τόλ­μας χά­ριν) καί τήν τά­ση του νά φρο­νεῖ μό­νος.

Μέ­σα σ’ ἕ­να τέ­ταρ­το αἰῶ­νος ἡ ἑλ­λη­νι­κή αὐ­το­γνω­σί­α περ­νά­ει ἀ­π’ τήν ἰ­δέ­α μιᾶς θε­ϊ­κῆς ἀν­θρω­πο­γο­νί­ας στήν ἰ­δέ­α τῆς αὐ­το­δη­μιουργί­ας τοῦ ἀν­θρώ­που. Τό στά­σι­μό τῆς Ἀντιγόνης, καί ὁ ὁ­μο­ού­σιός του καί ἀ­νυ­πέρ­βλη­τος Ἐ­πι­τά­φιος τοῦ Θου­κυ­δί­δη, πού θά τήν ἀ­κολου­θή­σει σέ δώ­δε­κα χρό­νια, δί­νουν σ’ αὐ­τήν τήν αὐ­το­γνω­σί­α τίς λαμ­πρό­τε­ρες μορ­φές της.