Παρασκευή 15 Ιανουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Μήδεια (1021-1080)

ὦ τέκνα τέκνα, σφῷν μὲν ἔστι δὴ πόλις
καὶ δῶμ᾽, ἐν ᾧ λιπόντες ἀθλίαν ἐμὲ
οἰκήσετ᾽ αἰεὶ μητρὸς ἐστερημένοι·
ἐγὼ δ᾽ ἐς ἄλλην γαῖαν εἶμι δὴ φυγάς,
1025 πρὶν σφῷν ὀνάσθαι κἀπιδεῖν εὐδαίμονας,
πρὶν λουτρὰ καὶ γυναῖκα καὶ γαμηλίους
εὐνὰς ἀγῆλαι λαμπάδας τ᾽ ἀνασχεθεῖν.
ὦ δυστάλαινα τῆς ἐμῆς αὐθαδίας.
ἄλλως ἄρ᾽ ὑμᾶς, ὦ τέκν᾽, ἐξεθρεψάμην,
1030 ἄλλως δ᾽ ἐμόχθουν καὶ κατεξάνθην πόνοις,
στερρὰς ἐνεγκοῦσ᾽ ἐν τόκοις ἀλγηδόνας.
ἦ μήν ποθ᾽ ἡ δύστηνος εἶχον ἐλπίδας
πολλὰς ἐν ὑμῖν, γηροβοσκήσειν τ᾽ ἐμὲ
καὶ κατθανοῦσαν χερσὶν εὖ περιστελεῖν,
1035 ζηλωτὸν ἀνθρώποισι· νῦν δ᾽ ὄλωλε δὴ
γλυκεῖα φροντίς. σφῷν γὰρ ἐστερημένη
λυπρὸν διάξω βίοτον ἀλγεινόν τ᾽ ἐμοί·
ὑμεῖς δὲ μητέρ᾽ οὐκέτ᾽ ὄμμασιν φίλοις
ὄψεσθ᾽, ἐς ἄλλο σχῆμ᾽ ἀποστάντες βίου.
1040 φεῦ φεῦ· τί προσδέρκεσθέ μ᾽ ὄμμασιν, τέκνα;
τί προσγελᾶτε τὸν πανύστατον γέλων;
αἰαῖ· τί δράσω; καρδία γὰρ οἴχεται,
γυναῖκες, ὄμμα φαιδρὸν ὡς εἶδον τέκνων.
οὐκ ἂν δυναίμην· χαιρέτω βουλεύματα
1045 τὰ πρόσθεν· ἄξω παῖδας ἐκ γαίας ἐμούς.
τί δεῖ με πατέρα τῶνδε τοῖς τούτων κακοῖς
λυποῦσαν αὐτὴν δὶς τόσα κτᾶσθαι κακά;
οὐ δῆτ᾽ ἔγωγε· χαιρέτω βουλεύματα.
καίτοι τί πάσχω; βούλομαι γέλωτ᾽ ὀφλεῖν
1050 ἐχθροὺς μεθεῖσα τοὺς ἐμοὺς ἀζημίους;
τολμητέον τάδ᾽· ἀλλὰ τῆς ἐμῆς κάκης,
τὸ καὶ προσέσθαι μαλθακοὺς λόγους φρενί.
χωρεῖτε, παῖδες, ἐς δόμους. ὅτῳ δὲ μὴ
θέμις παρεῖναι τοῖς ἐμοῖσι θύμασιν,
1055 αὐτῷ μελήσει· χεῖρα δ᾽ οὐ διαφθερῶ.
ἆ ἆ·
μὴ δῆτα, θυμέ, μὴ σύ γ᾽ ἐργάσῃ τάδε·
ἔασον αὐτούς, ὦ τάλαν, φεῖσαι τέκνων·
ἐκεῖ μεθ᾽ ἡμῶν ζῶντες εὐφρανοῦσί σε.
μὰ τοὺς παρ᾽ Ἅιδῃ νερτέρους ἀλάστορας,
1060 οὔτοι ποτ᾽ ἔσται τοῦθ᾽ ὅπως ἐχθροῖς ἐγὼ
παῖδας παρήσω τοὺς ἐμοὺς καθυβρίσαι.
[πάντως σφ᾽ ἀνάγκη κατθανεῖν· ἐπεὶ δὲ χρή,
ἡμεῖς κτενοῦμεν οἵπερ ἐξεφύσαμεν.]
πάντως πέπρακται ταῦτα κοὐκ ἐκφεύξεται·
1065 καὶ δὴ ᾽πὶ κρατὶ στέφανος, ἐν πέπλοισι δὲ
νύμφη τύραννος ὄλλυται, σάφ᾽ οἶδ᾽ ἐγώ.
ἀλλ᾽, εἶμι γὰρ δὴ τλημονεστάτην ὁδὸν
καὶ τούσδε πέμψω τλημονεστέραν ἔτι,
παῖδας προσειπεῖν βούλομαι· δότ᾽, ὦ τέκνα,
1070 δότ᾽ ἀσπάσασθαι μητρὶ δεξιὰν χέρα.
ὦ φιλτάτη χείρ, φίλτατον δέ μοι στόμα
καὶ σχῆμα καὶ πρόσωπον εὐγενὲς τέκνων.
εὐδαιμονοῖτον, ἀλλ᾽ ἐκεῖ· τὰ δ᾽ ἐνθάδε
πατὴρ ἀφείλετ᾽· ὦ γλυκεῖα προσβολή,
1075 ὦ μαλθακὸς χρὼς πνεῦμά θ᾽ ἥδιστον τέκνων.
χωρεῖτε χωρεῖτ᾽· οὐκέτ᾽ εἰμὶ προσβλέπειν
οἵα τε †πρὸς ὑμᾶς† ἀλλὰ νικῶμαι κακοῖς.
καὶ μανθάνω μὲν οἷα δρᾶν μέλλω κακά,
θυμὸς δὲ κρείσσων τῶν ἐμῶν βουλευμάτων,
1080 ὅσπερ μεγίστων αἴτιος κακῶν βροτοῖς.

***
Παιδιά μου, αχ παιδιά μου, εσείς έχετε πόλη και σπίτι,
όπου θα μείνετε για πάντα χωρίς τη μητέρα,
αφήνοντάς με στη δυστυχία μου.
Εγώ πορεύομαι ήδη εξόριστη σε άλλη γη.
1025 Δεν πρόλαβα να σας χαρώ και να σας καμαρώσω ευτυχισμένα,
να ετοιμάσω το λουτρό του γάμου,
να στολίσω τη νύφη, να στρώσω το κρεβάτι το νυφικό
και να υψώσω λαμπάδες γαμήλιες.
Τόση δυστυχία γι᾽ αυτό μου το πείσμα!
Άδικα σας ανάθρεψα, παιδιά μου,
1030 άδικα εμόχθησα και τυραννήθηκα,
υπομένοντας τις ανελέητες ωδίνες της γέννας.
Πολλές αλήθεια ελπίδες στήριξα κάποτε απάνω σας
η δύστυχη, να με φροντίσετε όταν θα γεράσω
και όταν μια μέρα θα με πάρει ο θάνατος
να με νεκροστολίσετε κατά την τάξη με τα χέρια σας,
1035 κάτι που το ζηλεύει ο κάθε άνθρωπος. Τώρα
πάει πια η γλυκιά εκείνη απαντοχή. Χωρίς εσάς
θα είναι όλη μου η ζωή πόνος και οδύνη.
Και εσείς δεν θα κοιτάξετε ποτέ ξανά
τη μητέρα μ᾽ αυτά τ᾽ αγαπημένα μάτια
— άλλος βίος σάς προσμένει.
1040 Αλίμονο! Αλίμονο! Πώς με κοιτάζουν, παιδιά μου,
τα μάτια σας; Γιατί μου γελάτε, το ύστατο γέλιο;
Ωωω! Τί να κάνω; Η καρδιά μου, γυναίκες, ελύγισε,
όταν είδα τα μάτια των παιδιών μου που έλαμπαν.
Δεν βρίσκω τη δύναμη. Ώρα καλή στα σχέδια τα πριν.
1045 Θα πάρω από τη χώρα τα παιδιά μου. Γιατί άραγε,
για να πληγώσω τον πατέρα τους με τη δική τους δυστυχία,
να γίνω εγώ διπλά δυστυχισμένη;
Όχι, δεν θα γίνει, όχι. Ώρα καλή στα σχέδιά μου.
Όμως, τί έχω πάθει; Θέλω μήπως να γίνω περίγελως
1050 γιατί άφησα τους εχθρούς μου ατιμώρητους;
Πρέπει να τολμήσω. Τί λιποψυχία και η δική μου,
και μόνο που άφησα να περάσουν από τη σκέψη μου
μειλίχια λόγια. Πηγαίνετε μέσα, παιδιά μου.
Και όποιος δεν πρέπει να παρίσταται
στη θυσία που ετοιμάζω, η ευθύνη δική του.
1055 Το χέρι μου δεν θα πτοηθεί.
Ααα! Ααα!
Μη, ψυχή μου, μη, μην πράξεις αυτό που πας να πράξεις.
Άφησέ τα, δύστυχη, λυπήσου τα παιδιά.
Όταν θα ζουν εκεί μαζί μου, θα χαίρεσαι.
Μα τους τιμωρούς δαίμονες του Άδη,
1060 ένα πράγμα δεν θα γίνει ποτέ:
να επιτρέψω εγώ στους εχθρούς μου
να ταπεινώσουν τα παιδιά μου.
[Ανάγκη αδήριτη. Πρέπει να πεθάνουν.
Και αφού πρέπει που πρέπει,
εγώ που τα γέννησα, εγώ και θα τα σκοτώσω.]
Έτσι και αλλιώς αυτά έχουν πια τελειώσει.
Διαφυγή δεν υπάρχει.
1065 Το στεφάνι κάθεται ήδη στην κόμη της,
φοράει τον πέπλο η βασιλική νύφη
και πεθαίνει — το γνωρίζω άριστα.
Όμως τώρα που θα πάρω τον δρόμο τον πιο σκληρό
και θα προπέμψω τα παιδιά μου σε ακόμα σκληρότερο,
θέλω να τ᾽ αποχαιρετήσω.
1070 Δώστε, παιδιά μου, δώστε το δεξί σας χέρι
στη μητέρα σας να το φιλήσει.
Χέρι μου αγαπημένο, αγαπημένο στόμα,
ευγενική μορφή και πρόσωπο των τέκνων μου,
να είστε και τα δυο μου ευτυχισμένα, όμως εκεί· τα εδώ
σας τα στέρησε ο πατέρας σας. Γλυκό μου αγκάλιασμα,
1075 δέρμα μου τρυφερό και ανάσα μυρωμένη των παιδιών μου!
Πηγαίνετε, πηγαίνετε. Δεν αντέχω άλλο να σας κοιτάζω,
το κακό που με ζώνει με λύγισε.
Και καταλαβαίνω βέβαια το κακό που πάω να κάνω,
όμως πιο δυνατό από τη λογική μου είναι το μένος της ψυχής,
1080 αυτό που ευθύνεται για των ανθρώπων τα δεινά τα πιο μεγάλα.

(Τα παιδιά εισέρχονται στο σπίτι, αν δεν έχουν εισέλθει ήδη
μετά τον στ. 1076
.)

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Η αρχιτεκτονική της γλώσσας και η αρχαία Ελληνική γλώσσα

7.1 Η πρόταση


Στο πρώτο κεφάλαιο λέγαμε ότι το μεγάλο μυστικό της γλώσσας, της κάθε γλώσσας, είναι ότι με έναν περιορισμένο αριθμό μονάδων ήχου χωρίς νόημα (φωνημάτων) κατασκευάζεται ένας μεγάλος αριθμός μονάδων με νόημα (λέξεων): έτσι με τα φωνήματα [n], [ο], [o], [p], [s] μπορούμε να φτιάξουμε τις λέξεις πόνος και νωπός (θυμηθείτε τί λέγαμε για την ορθογραφία). Με τα φωνήματα [a], [k], [ο], [t] μπορούμε να φτιάξουμε τις λέξεις κάτω (θυμηθείτε πάλι τί λέγαμε για την ορθογραφία) και κότα. Η γλωσσική επικοινωνία, ο διάλογος, γίνεται με τον συνδυασμό των λέξεων σε προτάσεις. Η λέξη πρόταση βγαίνει από το ρήμα προτείνω που, στα αρχαία ελληνικά, σήμαινε 'τεντώνω προς, τεντώνω μπροστά'. Είναι η εικόνα του τοξότη που τεντώνει τη χορδή του τόξου για να εξαπολύσει το βέλος. Η γλωσσική επικοινωνία γίνεται με προτάσεις, δηλαδή με γλωσσικές «κατασκευές» που τις «εξαπολύουμε», σαν βέλη, στον συνομιλητή μας, τις «προτείνουμε». Έτσι, όταν λέω Αγόρασα ένα βιβλίο, «προτείνω» στον συνομιλητή μου να δεχτεί μια πληροφορία που του δίνω. Όταν λέω Να αγοράσω ένα βιβλίο;, ζητώ από τον συνομιλητή μου (ή από τον εαυτό μου, αν συνομιλώ με τον εαυτό μου), «προτείνω» στον συνομιλητή μου να απαντήσει σε ένα ερώτημα που του θέτω. Όταν λέω Φύγε!, η πρόταση προς τον συνομιλητή μου είναι μια διαταγή. Όταν λέω Ας είχα χρήματα, «προτείνω», κοινοποιώ στον συνομιλητή μου (ή στον εαυτό μου, αν συνομιλητής μου είναι ο εαυτός μου), μια επιθυμία μου, μια ευχή. Η γλωσσική επικοινωνία λοιπόν «δουλεύει» με τον συνδυασμό των λέξεων. Με τις προτάσεις «κάνουμε» διάφορα πράγματα: ρωτάμε, διατάζουμε, ευχόμαστε, διατυπώνουμε ισχυρισμούς.

Ο συνδυασμός των λέξεων σε προτάσεις ονομάζεται σύνταξη, που σημαίνει «αράδιασμα μαζί» (σύν 'μαζί' + τάσσω 'αραδιάζω'· από το ρήμα αυτό βγαίνει και η λέξη τάξη). Συντακτικό είναι η μελέτη της σύνταξης. Ο διάλογος λοιπόν γίνεται με προτάσεις, και οι προτάσεις είναι το βασικό εργαλείο με το οποίο «υφαίνεται» η συνομιλία. Ας μείνουμε για ένα λεπτό σε αυτή την τελευταία λέξη και μάλιστα στην απλούστερη μορφή της: ομιλία. Όλοι ξέρετε τη λέξη όμιλος, π.χ. όμιλος φίλων θαλάσσης, αθλητικός όμιλος κλπ. Όμιλος σημαίνει ομάδα ανθρώπων. Η λέξη ομιλία κλείνει μέσα της τη σημασία 'ομάδα ανθρώπων'. Μία λοιπόν από τις λέξεις που χρησιμοποιούμε για να μιλήσουμε για τη γλώσσα, η λέξη ομιλία, έχει μέσα της τη σημασία 'ομάδα ανθρώπων'. Αυτό, αν το σκεφτείτε λίγο, δεν είναι παράξενο. Αυτό που κάνει τις ομάδες ανθρώπων να λειτουργούν ως ομάδες είναι ο λόγος, ο διάλογος. Και γι' αυτό η λέξη ομιλία φτάνει να σημαίνει τον ίδιο τον λόγο και τον διάλογο, βασικό εργαλείο των οποίων είναι, όπως λέγαμε, η πρόταση.

Η πρόταση εκφράζει μια ολοκληρωμένη σκέψη

Αλλά γιατί η πρόταση, και όχι η λέξη ή η φράση, έχει τον «πρώτο λόγο» στον διάλογο, στη γλωσσική επικοινωνία; Γιατί η πρόταση εκφράζει μια ολοκληρωμένη σκέψη. Κάντε τη σύγκριση ανάμεσα στην πρόταση Το παιδί έφυγε, τη φράση το παιδί και τη λέξη παιδί. Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς ότι η φράση και η λέξη εκφράζουν «μισές», ανολοκλήρωτες σκέψεις. Μόνο η πρόταση εκφράζει μια ολοκληρωμένη σκέψη. Κι αυτό γιατί, ενώ η φράση το παιδί και η λέξη παιδί απλά ονομάζουν κάτι, στην πρόταση ονομάζεται κάτι και, επιπλέον, λέγεται κάτι γι' αυτό. Σε αυτό βρίσκεται η πληρότητα της πρότασης.

Η σιωπή ως τιμωρία και παιχνίδι δύναμης

Αποτέλεσμα εικόνας για Ερωτικά είναι αδύνατο να ζήσουμε μαζί, απέναντι στο δύσκολο να μείνουμε μόνοιΌταν εκείνος με τον οποίο σχετιζόμαστε στενά, αποφασίζει να κόψει κάθε επικοινωνία μαζί μας και, μάλιστα, χωρίς να μας ενημερώσει για τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή την απόφαση, συνήθως τίποτα καλό δεν προμηνύεται και τίποτα καλό δεν μπορεί να σημαίνει.

Ο εξοστρακισμός, δηλαδή το να σε αγνοούν και να σε αποκλείουν με σκοπό να σε τιμωρήσουν, να σε κάνουν να συμμορφωθείς ή να απαλλαγούν από σένα, αποτελεί μία κοινωνική πρακτική που επιτίθεται ευθέως στην πανανθρώπινη ανάγκη να νιώθουμε ότι ανήκουμε κάπου, και γι’ αυτό το λόγο δεν αφήνει κανέναν ανεπηρέαστο (Williams, 2007).

Από τις σχέσεις μεταξύ κοινωνικών ομάδων και κρατών, μέχρι τις εργασιακές σχέσεις και τις σχέσεις γονιών – παιδιών, η τιμωρία δια του αποκλεισμού θεωρείται ένα κοινωνικά αποδεκτό μέσο ρύθμισης των ανθρώπινων σχέσεων, και αποτελεί ένα ισχυρότατο εργαλείο ελέγχου και καταναγκασμού στα χέρια ατόμων και ομάδων που, συνήθως, βρίσκονται σε θέση ισχύος.

Στο πεδίο των στενών διαπροσωπικών σχέσεων, ο εξοστρακισμός κάνει την εμφάνισή του όταν το ένα μέλος της σχέσης αγνοεί επίτηδες την ύπαρξη του άλλου και παύει να του μιλάει, με σκοπό να του δώσει ένα μάθημα ή να το φέρει με τα νερά του. Το βάρος εδώ δεν πέφτει στην επιστημολογική, ηθική ή πολιτική συζήτηση, αλλά στην φαινομενολογική διερεύνηση του φαινομένου του εξοστρακισμού εντός των στενών σχέσεων, σε πρώτη φάση μέσα από την εμπειρία εκείνου που σωπαίνει και, σε δεύτερη φάση, μέσα από την εμπειρία εκείνου που καταδικάζεται σε σιωπή.

Διακοπή επικοινωνίας μέχρι νεοτέρας

Συμβαίνει καμιά φορά οι άνθρωποι να σταματάμε να μιλάμε μεταξύ μας ή να αγνοούμε ο ένας τον άλλον, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπάρχει πρόθεση να βλάψουμε ή να τιμωρήσουμε, όπως γίνεται, για παράδειγμα, στην περίπτωση που διακόπτουμε μια κακοποιητική σχέση ή όταν παίρνουμε απόσταση μετά από έναν χωρισμό. Σε αυτές και άλλες παρόμοιες περιπτώσεις, ο αποκλεισμός του άλλου, μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο δυσάρεστος, αλλά συνήθως δεν έχει την «παθολογική» πρόθεση χειρισμού που κρύβεται πίσω από τη σιωπή όταν χρησιμοποιείται ως μέσο ελέγχου του άλλου.

Όταν η πρόθεση είναι ο χειρισμός, ο άλλος αντιμετωπίζεται σαν να μην υπάρχει, σαν να είναι αόρατος. Αρνούμαστε να αλληλοεπιδράσουμε μαζί του και δεν του μιλάμε καθόλου ή του μιλάμε τυπικά και απόμακρα, όπως θα μιλούσαμε σε έναν ξένο ή σε κάποιον που δεν αξίζει την προσοχή μας. Αυτό που δηλώνουμε με τη σιωπή μας είναι ότι η παρουσία του δεν κάνει καμία διαφορά στο αντιληπτικό μας πεδίο – είτε υπάρχει είτε δεν υπάρχει είναι ένα και το αυτό.

Πρόκειται για μία καταφανώς επιθετική συμπεριφορά που όμως εκφράζεται με έναν εξαιρετικά παθητικό τρόπο. Ο άνθρωπος που σωπαίνει και αγνοεί τον άλλο, εκφράζει παθητικά το στρίμωγμα, τη δυσφορία ή την οργή του, υπολογίζοντας ότι το μήνυμα ότι νιώθει αδικημένος, δυσαρεστημένος ή θυμωμένος θα γίνει αντιληπτό, κατανοητό και σεβαστό.

Τις περισσότερες φορές εκείνος που ξεκινάει την σιωπή έχει στόχο να τιμωρήσει. Αντιλαμβάνεται τον άλλο ως κάποιον ο οποίος, με κάποια πράξη ή παράλειψή του, τον έβλαψε, για παράδειγμα, τον προσέβαλε, τον παράκουσε, δεν τον πρόσεξε αρκετά ή δεν τον προστάτεψε όταν «έπρεπε». Ο αποκλεισμός εδώ έχει στόχο να πονέσει, να δημιουργήσει ενοχές και να κάνει τον άλλο να πληρώσει και να απολογηθεί γι’ αυτά που έκανε ή δεν έκανε. Σε άλλες περιπτώσεις, η διακοπή της επικοινωνίας έχει στόχο τη συμμόρφωση διαμέσου του εκφοβισμού.

Εδώ, αυτός που σωπαίνει, ποντάρει στην αδυναμία που του έχει ο άλλος, και αποσύρει το ενδιαφέρον του ώστε να τον πανικοβάλλει και να τον αναγκάσει να συνθηκολογήσει με τους όποιους όρους του. Το εκβιαστικό μήνυμα που μεταδίδεται χωρίς λόγια, είναι: «αν δεν κάνεις αυτό που θέλω, δεν μπορείς να με έχεις». Μερικές φορές, η σιωπή έρχεται ως απάντηση στην προσπάθεια του άλλου να «σηκώσει κεφάλι», δηλαδή να εκφράσει τις επιθυμίες και ανάγκες του.

Αν αποπειραθεί να επιβάλλει τον εαυτό του σε κάποιο τομέα της σχέσης, να θέσει τους δικούς του όρους ή να ζητήσει διαφορετική μεταχείριση σε κάποιο ζήτημα, η σιωπή αναλαμβάνει να τον αποστομώσει με ένα αθόρυβα βροντερό «όχι». Το κατηγορηματικό μήνυμα που μεταδίδεται εδώ, είναι: «δεν θέλω να έχω καμία σχέση μαζί σου, αν μου βάζεις όρια και αν έχεις την οποιαδήποτε απαίτηση από μένα».

Στις περιπτώσεις, τέλος, που η σιωπή ξεκινά όταν μια αντιπαράθεση βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη, σημαίνει ότι η εύρεση αμοιβαία ικανοποιητικής «λύσης» και η εξομάλυνση της κατάστασης δεν αποτελούν προτεραιότητες. Το εγωιστικό μήνυμα εδώ, είναι: «απορρίπτω το ενδεχόμενο να αλλάξω ή να τροποποιήσω οποιαδήποτε συμπεριφορά μου, να κάνω πίσω ή να προσπαθήσω να συμβιβαστώ, να παραδεχτώ ότι λειτούργησα εσφαλμένα σε κάποιο θέμα και, γενικά, αρνούμαι να αναλάβω το δικό μου μερίδιο ευθύνης στην όποια διαφωνία ή σύγκρουση».

Ο λόγος που σωπαίνω είναι ότι με πνίγει το δίκιο

Με εξαίρεση τις περιπτώσεις καθαρής αναλγησίας και σαδισμού, οι περισσότεροι άνθρωποι που αποκλείουν τους άλλους, πραγματικά πιστεύουν ότι έχουν κάθε λόγο να το κάνουν και θεωρούν δεδομένο ότι ο άλλος καταλαβαίνει το λόγο για τον οποίο το κάνουν. Έχουν τη μαγική πεποίθηση ότι ο άλλος μπορεί να διαβάσει το μυαλό τους, κι όταν αυτό δεν συμβαίνει, απογοητεύονται καθώς διαπιστώνουν ότι σχετίζονται με έναν άνθρωπο τόσο βλάκα (αφού δεν καταλαβαίνει…) ή τόσο αδιάφορο (αφού καταλαβαίνει μεν, αλλά δεν παραδέχεται το λάθος του ούτε απολογείται γι’ αυτό).

Το αποτέλεσμα είναι, ο ένας να βρίσκεται σε σύγχυση αγνοώντας ποιο είναι το «έγκλημά» του και ο άλλος να οργίζεται ακόμα περισσότερο, που η δυσφορία του δεν αναγνωρίζεται και δεν «νομιμοποιείται». Η ειρωνεία είναι ότι οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν τον αποκλεισμό, ενώ πιστεύουν ότι έχουν βάσιμους λόγους να το κάνουν, δεν αναγνωρίζουν και στους άλλους το δικαίωμα να κάνουν το ίδιο.

Θεωρούν τον εαυτό τους δικαιολογημένο να αποσυρθεί μπροστά στην κακία των άλλων, αλλά αντιλαμβάνονται την ίδια συμπεριφορά προς το πρόσωπό τους ως ένδειξη ανωριμότητας και ασέβειας. Ερμηνεύουν τη σιωπή των άλλων ως εχθρική, ακόμα και όταν δεν είναι, επειδή προβάλλουν επάνω τους το δικό τους σκεπτικό: Υποθέτουν ότι, όπως και οι ίδιοι, έτσι και οι άλλοι κόβουν την επικοινωνία με σκοπό να τιμωρήσουν, να εξαναγκάσουν ή να βλάψουν.

Επιπλέον, κάποιες φορές, δεν αντιλαμβάνονται ότι η διακοπή της επικοινωνίας από την πλευρά των άλλων είναι οριστική και σηματοδοτεί τη λήξη της σχέσης. Με τον ίδιο τρόπο που συμβαίνει όταν εκείνοι αποκλείουν τους άλλους, υποθέτουν ότι η σιωπή των άλλων είναι απλώς ένα καψόνι ή ένα παροδικό εμπάργκο.

Ένας άλλος λόγος που σωπαίνω είναι τα κέρδη που αποκομίζω

Ο χειρισμός του άλλου διαμέσου της σιωπής είναι μία τακτική με μεγάλη δύναμη, η οποία, αποδεδειγμένα, «ανταμείβει» αυτόν που την υιοθετεί με μια αίσθηση ελέγχου πάνω στη σχέση. Εκείνος που σωπαίνει, χωρίς να παίρνει κανένα ρίσκο στη σχέση, συγκεντρώνει όλη την εξουσία στα χέρια του, εγκρίνοντας και απορρίπτοντας συμπεριφορές και, σαν μικρός θεός, κρίνει και αποφασίζει ποιος δικαιούται και ποιος δεν δικαιούται την εύνοια του, και ποιος αξίζει μια δεύτερη ευκαιρία ή όχι.

Γίνεται ο αδιαμφισβήτητος πρωταγωνιστής στη σχέση, καθώς τα πάντα περιστρέφονται γύρω του: όταν σωπαίνει, το ζητούμενο είναι οι απαραίτητες κινήσεις προκειμένου να μειωθεί η δυσφορία του και να αποκατασταθεί η επικοινωνία, και όταν δεν σωπαίνει, το ζητούμενο είναι οι αρμόζουσες στάσεις ώστε να μην προσβληθεί, στριμωχτεί ή δυσαρεστηθεί και εξαπολύσει νέο επεισόδιο σιωπής.

Αν ήξερα άλλο τρόπο, ίσως να μην επέλεγα τη σιωπή

Μια ιδέα είναι ότι, αν μεγαλώσαμε σε ένα περιβάλλον όπου τα συναισθήματα μας υποτιμούνταν και οι διαφωνίες μας αποσιωπούνταν, είναι πιθανό να έχουμε μάθει ότι οι αντιπαραθέσεις είναι κακό πράγμα και ότι η εκφορά αντιρρήσεων μάς αφήνει εκτεθειμένους στην περιφρόνηση και την επιθετική διάθεση των άλλων.

Αν βιώσαμε επανειλημμένως την τιμωρία διαμέσου της απόσυρσης της αγάπης και της αποδοχής, οποτεδήποτε τολμήσαμε να εκφράσουμε το θυμό μας, εκτός του ότι χαρακτηριστήκαμε «κακά» παιδιά και πληγώθηκε ανεπανόρθωτα η αναπτυσσόμενη αυτοεκτίμησή μας, μάθαμε, επιπλέον, να αρνούμαστε και να διαστρεβλώνουμε τα «επιθετικά» συναισθήματα μας, με αποτέλεσμα να τα επικοινωνούμε με πλάγιους και παθητικούς τρόπους, όπως η απόσυρση και η σιωπή.

Στις ενήλικες σχέσεις μας χρησιμοποιούμε τον αποκλεισμό ως μέσο προστασίας και ως τρόπο να διατηρήσουμε μια κάποια θετική αίσθηση για τον εαυτό μας. Οι αντιπαραθέσεις αναζωπυρώνουν τις δυσάρεστες εμπειρίες της παιδικής ηλικίας, χτυπώντας ένα καμπανάκι μέσα στο κεφάλι μας, ότι ο «κακός» εαυτός μας, για τον οποίο ντρεπόμαστε, όχι μόνο επανεμφανίστηκε, αλλά κάπου έσφαλε, κάποιον έβλαψε ή κάποιον έθιξε με τη συμπεριφορά του.

Η «λύση» για να αποφευχθεί νέο πλήγμα στην, έτσι κι αλλιώς, εύθραυστη αυτοεκτίμησή μας, και να διατηρηθεί ή ανακτηθεί ο έλεγχος της αυτοεικόνας μας, είναι ο αποκλεισμός κάθε στοιχείου το οποίο αντιλαμβανόμαστε ως απειλητικό. Αυτό σημαίνει ότι, αποκλείουμε τους ανθρώπους που αισθάνονται ή αισθανόμαστε ότι αδικήσαμε ή πληγώσαμε, επειδή μας θυμίζουν ότι δεν είμαστε τόσο τέλειοι όσο έχουμε ανάγκη να πιστεύουμε ότι είμαστε.

Η συμπεριφορά μας γίνεται αντιληπτή από τους άλλους ως επιθετική και, πιθανόν, να είναι, αλλά, στα δικά μας μάτια, με έναν διαστρεβλωμένο τρόπο, είναι καθαρή άμυνα. Και, πολύ συχνά, είναι ο μόνος τρόπος, να δείξουμε στους άλλους το πώς μας φέρθηκαν στο παρελθόν…

Όταν η σιωπή γίνεται παιχνίδι δύναμης

Στις περιπτώσεις που δεν έχουμε να κάνουμε με ένα μεμονωμένο επεισόδιο σιωπής, αλλά με επαναλαμβανόμενους κύκλους σιωπής, η σχέση κινδυνεύει να μετατραπεί σε ένα παιχνίδι δύναμης για το ποιος έχει το πάνω χέρι. Όταν ο ένας αποκλείει τον άλλο προκειμένου να περάσει το δικό του και ο άλλος, αντί να βγει από τη σχέση, να αδιαφορήσει ή να συμμορφωθεί, αποφασίζει κι εκείνος να ξεκινήσει αποκλεισμό, αυτό που ακολουθεί είναι ένας αγώνας για το ποιος θα φανεί πιο «δυνατός» και ποιος θα κρατήσει περισσότερο χωρίς να «σπάσει».

Όπως τα παιδιά μαθαίνουν, ότι αν γκρινιάξουν λίγο παραπάνω από την προηγούμενη φορά, ο γονιός, παρά την αρχική του αντίσταση, τελικά θα «σπάσει» και θα τους δώσει αυτό που θέλουν, έτσι κι εκείνος που ξεκινάει τη σιωπή, ξέρει από προηγούμενες φορές, ότι αν η σιωπή τραβήξει σε μάκρος, όσο και να αντισταθεί ο άλλος αρχικά, προβλέπεται ότι κάποια στιγμή θα «σπάσει».

Με ανάλογο τρόπο, εκείνος που ξεκίνησε δεύτερος τη σιωπή, ξέρει ότι την προηγούμενη φόρα άντεξε μια βδομάδα, δυο βδομάδες ή ένα μήνα, οπότε, τώρα, προσπαθεί να αντέξει μια βδομάδα, δυο βδομάδες, ένα μήνα και λίγο παραπάνω, ώστε να καταστεί σαφές ότι, αυτή τη φορά, δεν πρόκειται να «σπάσει». Εκείνος που τα ξεκίνησε όλα, βλέποντας ότι παρέρχεται το προβλεπόμενο διάστημα, ενδέχεται να πανικοβληθεί και να «σπάσει» πρώτος.

Αν κρατηθεί όμως και τελικά «σπάσει» πάλι ο άλλος, το μόνο που θα καταφέρουν και οι δύο είναι να εκπαιδεύσουν ο ένας τον άλλο, έτσι ώστε το επόμενο επεισόδιο σιωπής να κρατήσει μια βδομάδα, δυο βδομάδες, ένα μήνα, λίγο παραπάνω και λίγο ακόμα παραπάνω. Με λίγα λόγια, οι φαύλοι κύκλοι της σιωπής θα γίνονται ολοένα και μεγαλύτεροι, επιφέροντας ολοένα και μεγαλύτερη απόσταση και αποξένωση.

Το κλισέ ότι «στη σχέση νικάει εκείνος που νοιάζεται λιγότερο» μάλλον φτιάχτηκε γι’ αυτές τις σχέσεις. Πρόκειται για μια ιδέα περί σχέσεων που υπονοεί ότι ο ενδεδειγμένος τρόπος να σχετίζεται κανείς με τους άλλους είναι το να παίζει παιχνίδια, ενώ η μέθοδος που δίνει τη «νίκη», είναι ο χειρισμός της συμπεριφοράς του άλλου μέσω της ενίσχυσης και της τιμωρίας, μέθοδος παρόμοια με αυτή που χρησιμοποιείται και κατά την εκπαίδευση των σκύλων.

Για να χρησιμοποιήσει κάποιος τον χειρισμό δια αποκλεισμού με σκοπό τη «νίκη», μάλλον θα πρέπει να έχει απωθήσει σε μεγάλο βαθμό την δική του ανάγκη να ανήκει και να συνδέεται αυθεντικά με τους άλλους. Θα πρέπει ακόμα να μην επιτρέπει στον εαυτό του να επενδύει συναισθηματικά στους άλλους και να μην τους αφήνει να γίνουν σημαντικοί για κείνον. Μόνο έτσι, μπορεί κανείς να βάζει και να βγάζει ανθρώπους από τη ζωή του, χωρίς να επηρεάζεται από το πώς αισθάνονται και χωρίς να τον νοιάζει αν θα τους χάσει.

Συνολικά, για να «νικήσει» κανείς σε αυτό το παιχνίδι, θα πρέπει η ζωή να του τα ‘χει φέρει έτσι, ώστε η δύναμη και ο έλεγχος να έχουν αποκτήσει για εκείνον μεγαλύτερη αξία από ό,τι η οποιαδήποτε σχέση.

Η σιωπή βλάπτει σοβαρά την υγεία

Ένα βασικό πρόβλημα με τον εξοστρακισμό είναι ότι άπαξ και ξεκινήσει είναι δύσκολο να σταματήσει, ακόμα και όταν ο λόγος που τον προκάλεσε έχει ξεχαστεί ή συγχωρεθεί (Williams, 2007). Είτε επειδή φοβούνται ότι θα φανούν ανακόλουθοι αν υπαναχωρήσουν, είτε επειδή απολαμβάνουν την προσοχή που παίρνουν από τον άλλο, είτε επειδή ο αποκλεισμός γίνεται συνήθεια, οι άνθρωποι δυσκολεύονται να ξαναμιλήσουν και να επανασυνδεθούν (Zadro, et al., 2007).

Όταν η κατάσταση παγιώνεται και η σιωπή γίνεται μόνιμη, αυτό που κυρίως πλήττεται είναι η πρώτη και βασικότερη συνθήκη των σχέσεων που, σύμφωνα με την προσωποκεντρική θεωρία, είναι η επαφή. Κι επειδή χωρίς επαφή, πολύ απλά, δεν υπάρχει σχέση, η σιωπή, αναπόφευκτα, αναγγέλλει το θάνατο της σχέσης. Δεν ξέρω αν υπάρχουν φταίχτες, θύτες ή θύματα.

Αυτό που ξέρω είναι ότι οι σχέσεις έχουν δύο: εκείνος που σωπαίνει, προφανώς, δεν είναι άμοιρος ευθυνών, αλλά από την άλλη, όσο κι αν ακούγεται προκλητικό, μάλλον «βρίσκει και τα κάνει», διαλέγει ανθρώπους που, για τους δικούς τους λόγους, δέχονται ή ανέχονται τέτοιες χειριστικές συμπεριφορές.

Νιώθω ένα κενό

Μήπως συχνά αισθάνεσαι πως περιβάλλεσαι από ένα ακατανόητο κενό μέσα σου; Η εργασία, η σχέση, η ζωή σου ολόκληρη μοιάζει να μην σου αρέσει. Νιώθεις πως δεν μπορείς να απολαύσεις τις μικρές καθημερινές χαρές, νιώθεις να απέχεις συναισθηματικά από όσα συμβαίνουν γύρω σου;

Είναι ένα αίσθημα πως είσαι «άδειος», πως δεν βρίσκεις κάποιο νόημα σε αυτό που ζεις και βιώνεις.

Τι είναι το αίσθημα του κενού;

Είναι τελείως διαφορετικός ο τρόπος που βιώνει και εκδηλώνει κανείς το «κενό» μέσα του και τελείως διαφορετικά και όχι τόσο επιφανειακά τα αίτια που το προκαλούν. Η αίσθηση «κενού» θα μπορούσαμε να πούμε πως αφορά ένα εσωτερικό συναισθηματικό και γνωστικό άδειασμα, μια «μαύρη τρύπα» και εκδηλώνεται με μια έλλειψη ικανοποίησης από την ζωή, με μια αίσθηση μειωμένης αυταξίας και πολλές φορές με μια παραίτηση από τον ίδιο τον εαυτό και τους «σημαντικούς άλλους».

Αφορά συνήθως μια αποσύνδεση από το παρόν και το εδώ και τώρα και εκδηλώνεται με μια ανάγκη για εσωστρέφεια και απόσυρση από τις καθημερινές δραστηριότητες.

Το «κενό» της έλλειψης σκοπού στην ζωή

Το αίσθημα του κενού μπορούμε να πούμε πως συνδέεται πολλές φορές με μια αίσθηση έλλειψης σκοπού και στόχου στην ζωή. Αυτή η έλλειψη σκοπού κάνει το άτομο συχνά να νιώθει πως η ζωή δεν έχει κάποιο ιδιαίτερο νόημα. Το μέλλον σε αυτή την περίπτωση φαντάζει άχρωμο, δίχως προορισμό.

Το σήμερα χωρίς σκοπό, με έλλειψη μελλοντικής οπτικής και με αδυναμία ενός εσωτερικού οράματος μοιάζει να μην έχει αξία στο εδώ και τώρα. Συναισθήματα κόπωσης, ανίας, απάθειας και απαξίωσης μπορεί να συνοδεύουν μια τέτοια ψυχική κατάσταση.

Το «κενό» της απώλειας

Άλλες φορές πάλι η έλλειψη νοήματος μπορεί να συνδέεται με δύσκολα βιώματα και καταστάσεις που κανείς έρχεται αντιμέτωπος όπως για παράδειγμα μια απώλεια, μια καταστροφή, μια αιφνίδια αλλαγή στην ζωή, μια κρίση. Για παράδειγμα, μπορεί να νιώθεις «κενό» γιατί κάτι λείπει από τη ζωή σου, μπορεί για παράδειγμα να βίωσες ένα χωρισμό από ένα αγαπημένο πρόσωπο, ή να βίωσες κάποιο θάνατο.

Σε αυτήν την περίπτωση χρειάζεται χρόνος για να μπορέσει η ζωή σου να αποκτήσει ξανά νόημα και ίσως χρειαστεί να περάσεις μέσα από μια διαδικασία πένθους και λύπης προκειμένου να ανακάμψεις ξανά και να επανέλθεις στο τώρα με μεγαλύτερη όρεξη και εσωτερική ελπίδα.

Το «κενό» της απόστασης από τον εαυτό

Μήπως έχεις πάψει να φροντίζεις τον εαυτό σου;

Το κενό σε αυτήν την περίπτωση θα μπορούσε να προέλθει σταδιακά επειδή σιγά-σιγά μπορεί να έχεις εγκαταλείψει τον εαυτό σου ακόμα και εν αγνοία σου. Αυτό μπορεί να σημαίνει πολλά όπως για παράδειγμα πως τείνεις να μην ακούς τις δικές σου ανάγκες και επιθυμίες. Μπορεί να αγωνίζεσαι να κερδίσεις διαρκώς την έγκριση των άλλων ή να προσπαθείς διαρκώς να πετύχεις το τέλειο.

Ένας κοινός λόγος για τον οποίο μπορεί να νιώθεις άδειος είναι η αυτο-αποξένωση – μια αίσθηση ότι είσαι ξένος, σε σύγκρουση και σε απόσταση με τον εαυτό σου.

Σύμφωνα με το C. Rogers αυτή η αίσθηση αναπτύσσεται με την πάροδο του χρόνου, συνήθως ως αποτέλεσμα της απομάκρυνσης/απώθησης ανεπιθύμητων συναισθημάτων και βιωμάτων που δεν ταιριάζουν στην αυτοεικόνα σου. Βιώματα που αντιλαμβάνεσαι ως απειλητικά τείνεις να τα απωθείς και να διαστρεβλώνεις. Αυτά τα βιώματα με τα συναισθήματα που τα συνοδεύουν πολλές φορές όσο και να τα αρνείσαι υπάρχουν και είναι παρόντα μέσα σου. Η ενδοψυχική αυτή σύγκρουση με τον ίδιο τον εαυτό μπορεί να εμφανίζεται μέσα σου με την μορφή ενός απέραντου «κενού».

Το «κενό» της κατάθλιψης: χρειάζεται να ανησυχώ;

Το «κενό» που πολλές φορές νιώθεις να ξέρεις είναι φυσιολογικό ως ένα βαθμό, χρειάζεται να γνωρίζεις ωστόσο πως αυτό το κενό όταν επιμένει και είναι έντονο χωρίς να υποχωρεί τότε συνήθως έχει βαθύτερα αίτια που χρειάζεται να εξερευνήσεις με ειλικρίνεια στον εαυτό σου, πιθανά να χρειάζεται και η βοήθεια κάποιου ειδικού προκειμένου να κατανοήσεις την ύπαρξη αυτών των αισθημάτων με σκοπό αυτό το «κενό» να μην μοιάζει τόσο απειλητικό και τρομακτικό για την σένα και την ζωή σου.

Όταν λοιπόν βιώνεις επίμονα συναισθήματα «κενότητας», στις πιο σοβαρές παρατεταμένες και έντονες καταστάσεις μπορεί μια τέτοια αίσθηση να συνδέεται και με την κατάθλιψη.

Το αίσθημα έντονου και σε βάθος κενού είναι ιδιαίτερα έντονο σε άτομα με κατάθλιψη. Αυτοί αντιλαμβάνονται συχνά το κενό με ένα αίσθημα εσωτερικής μοναξιάς και αδειάσματος. Δεν είναι λύπη, ούτε στεναχώρια αυτό που νιώθουν αλλά μια έλλειψη παντελούς νοήματος. Μιλούν για σχέσεις που δεν τους ικανοποιούν, αναφέρονται υποτιμητικά στην αξία και στις ικανότητές τους, η εργασία τους νιώθουν πως δεν τους ικανοποιεί και βιώνουν μια παντελή μειωμένη όρεξη για δράση και κινητοποίηση.

Συχνά κάποιοι βρίσκουν διαφυγή στις ουσίες και στο αλκοόλ προκειμένου να νιώσουν μια καλύτερη αίσθηση με τον εαυτό τους και να μειώσουν αυτό το κενό που τους περιβάλλει.

Πώς μπορώ να το ξεπεράσω; Ακολουθούν κάποιες μικρές ασκήσεις που θα μπορούσαν να σε βοηθήσουν να πλησιάσεις ίσως και να αγκαλιάσεις αυτό το «κενό» εντός σου…

Aκούσε τι έχει να σου πει ο εαυτός σου

Προσπάθησε να έρθεις σε επαφή με το σώμα και τα συναισθήματά σου. Κλείσε τα μάτια σου δύο φορές την ημέρα και συγκεντρώσου στην αναπνοή σου. Εστίασε στο σημείο του σώματός σου που νιώθεις βαθύτερα το κενό μέσα σου. Φτιάξε ένα νοερό διάλογο μεταξύ του σημείου εκείνου και του εαυτού σου. Μείνε σε εκείνο το σημείο και πρόσφερε ανάσες ανακούφισης, ζεστασιάς και αποδοχής.

Δώσε νόημα στην κάθε στιγμή, εστιάστε στο εδώ και τώρα

Είσαι ο δημιουργός της δικής σου ζωής. Κάθε στιγμή είναι μοναδική με τις δύσκολες και όμορφες στιγμές της. Κάθε στιγμή, ωστόσο, μην ξεχνάς έχει κάτι να σε διδάξει, άλλοτε μπορεί να σε κάνει να χαρείς, άλλοτε να θυμώσεις και άλλοτε να στεναχωρηθείς. Τα συναισθήματα είναι μια αξιόπιστη αντανάκλαση του εαυτού μας σε μια δεδομένη στιγμή.

Πώς αισθανόμαστε σε μια δεδομένη στιγμή είναι ο δρόμος που μας συνδέει με τον αυθεντικό μας εαυτό.

Ας κάνουμε μια μικρή εποικοδομητική προσπάθεια σε οποιαδήποτε συναισθήματα έχουμε και ας θυμηθούμε. Σημείωσε τα συναισθήματα σου σε ένα χαρτί και γράψε δίπλα τι σε δίδαξε η κάθε στιγμή. Θα δεις αν κάνεις την άσκηση για κάποιες μέρες πως ακόμα και οι δύσκολες στιγμές μπορούν κάτι να σου δώσουν στην κατανόηση του εσώτερου εαυτού σου.

Βάλε μικρούς καθημερινούς στόχους

Δεν χρειάζεται να έχεις κάποιο μεγαλεπήβολο στόχο και σκοπό ζωής για να βρεις το νόημα της ύπαρξης σου. Πάρε ένα σημειωματάριο και κατέγραψε, κάθε μέρα μπορείς να εστιάζεις σε ένα μικρό στόχο. Όταν τον φτάσεις δημιούργησε πάνω σε αυτόν τον επόμενο. Θυμήσου πως χρειάζεται να κάνεις ένα βήμα κάθε φορά προκειμένου να είναι πιο σταθερά και ριζωμένα τα βήματά σου στη γη.

Δώσε αξία στον εαυτό σου

Σταμάτα να συγκρίνεις διαρκώς εσένα με τους άλλους και εκτίμησε για λίγο την μοναδικότητά σου. Η αυταξία σου μπορεί να είναι μειωμένη γιατί ίσως κάποτε ένιωσες πως οι άλλοι δεν σε επιβράβευσαν, δεν εκτίμησαν τις προσπάθειές σου και δεν σε αποδέχτηκαν στην ολότητά σου. Ακόμα και ένα έχεις κάνει λάθη σταμάτα για λίγο να κατηγορείς τον εαυτό σου.

Πάρε ένα χαρτί και προσπάθησε να καταγράψεις τα σημεία εκείνα του εαυτού σου που νιώθεις περήφανος/η για σένα. Σημείωσε τις ικανότητες και τα επιτεύγματά σου και ότι άλλο νομίζεις που θα μπορούσε να συμβάλλει σε μια καλύτερη αυτοεικόνα του εαυτού σου. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν έχεις και αρνητικές πλευρές απλά για λίγο να φροντίζεις όσο μπορείς να φωτίζεις και τις θετικές σου, φωτεινές σου διαστάσεις.

Αποδέξου το παρελθόν σου

Κάποιες φορές μπορεί να ζεις στο παρελθόν και να σκέφτεσαι διαρκώς εμπειρίες δύσκολες και ψυχοφθόρες που δεν σε αφήνουν να προχωρήσεις απελευθερωμένος στο σήμερα. Η συμφιλίωση με το παρελθόν μπορεί να φαντάζει δύσκολη αλλά να ξέρεις πως όσο βρίσκεσαι δέσμιος των αισθημάτων που σου προκαλεί θα δυσκολεύεσαι πολύ να συντονιστείς με το τώρα σου.

Χρειάζεται κάποια στιγμή να κοιτάξεις το παρελθόν σου με άλλα μάτια. Έκφρασε, αποδέξου και αγκάλιασε τα δύσκολα συναισθήματά σου. Πάρε ένα φύλλο χαρτιού και γράψε μια εμπειρία δύσκολη για σένα που μπορείς αν θέλεις να την απευθύνεις σε κάποιο πρόσωπο που σε δυσαρέστησε ή σε απογοήτευσε, εξέφρασε τα συναισθήματά σου και απελευθέρωσε όλα αυτά που έχεις εγκλωβισμένα μέσα σου.

Μοιράσου το «κενό» σου και μην το αφήσεις να ριζώσει μέσα σου…

Ειδικά στην περίπτωση της κατάθλιψης η ανάγκη αυτή κρίνεται περισσότερο αναγκαία και απαραίτητη. Δεν είναι ντροπή να παραδεχτούμε πως δεν αισθανόμαστε καλά και να προσπαθήσουμε να προσφέρουμε το καλύτερο στον εαυτό μας για να ανακάμψει από την δυσκολία.

Το μοίρασμα με έναν που εμπιστευόμαστε μπορεί να μας κάνει να νιώσουμε καλύτερα διότι είναι πιθανό να αποβάλουμε ένα μεγάλο μέρος του ψυχολογικού βάρους που κουβαλάμε.

Άμα ανακαλύψεις την ομορφιά και δεν την παρουσιάσεις... τότε τι άνθρωπος είσαι;

-Τότε… λέει σκεφτικός ο Ίκαρος, αφού μόνο φαρμάκια δίνει, να μη δοξαστώ. Ν’ απαρατήσω την Τέχνη. Ε;

-Για τους θεούς, Ίκαρε! Μη! Ξέρεις τι είναι Τέχνη; Κοίταξες γύρω σου; Αν δεν ουρλιάζουμε, αν δεν βρυχιόμαστε, αν δεν ξεσκιζόμαστε… ξέρεις ποιος βοήθησε σε αυτό; Η Τέχνη. Αυτή είναι που υπόταξε μέσα μας το θηρίο… Και ποιο θηρίο, το πιο αρπαχτικό απ’ όλα, τον άνθρωπο. Ναι, πιο αρπαχτικό, γιατί ήταν οπλισμένο και με νου. Βλέπεις;… Λέω «οπλισμένο», δε λέω «προικισμένο», γιατί στα πολύ παλιά χρόνια –επειδή οι άνθρωποι αλληλοτρώγονταν- όλα τα ‘καναν όπλα.

Μα κάποτε ήρθε η Τέχνη. Και γλύκανε το βλέμμα μας.

Κι έκανε τον άνθρωπο να ντραπεί –για πρώτη φορά- για τα νύχια του και να τα κρύψει. Να ντραπεί και για την ασκήμια του, και να τη λιγοστέψει.

Ε, από τότε άρχισε η ζωή των ανθρώπων.

Ο Ίκαρος κούνησε θλιμμένα το κεφάλι του.

-Άνθρωποι είναι και αυτοί που τάιζαν το Μινώταυρο με ανθρώπινα κρέατα. Άνθρωποι είναι κι αυτοί που μας έκλεισαν εδώ μέσα.

-Όχι. Βλέπεις… Η Τέχνη δεν τέλειωσε το έργο της. Έχει πολλή δουλειά ακόμη μπροστά της. Ο κόσμος είναι ακόμη γεμάτος με θηρία και χρωστά να τα ημερέψει, να τα μεταμορφώσει σε ανθρώπους. Αν είχαν γίνει όλοι άνθρωποι θα σου ΄λεγα: «άφησε την Τέχνη. Διάλεξε κάτι άλλο, πιο εύκολο. Γίνε ζευγίτης ή ψαράς. Θα περάσεις ειρηνικά απ’ τη ζωή και δε θα φύγεις με το φαρμάκι στα χείλη». Μα τώρα έχεις χρέος. Γιατί ακόμη βράζει η αγριότητα γύρω μας. Ο τεχνίτης είναι ο θηριοδαμαστής, που ήρθε για να ξεσκιστεί απ’ τα θηρία, παρά για να δημιουργήσει.

-Κι ως πότε θα γίνεται αυτό, πατέρα; Ώσπου να γεράσω;

-Ώσπου να γεράσουν όλοι σου οι απόγονοι. Και πάλι θα χρειαστούν κι άλλοι. Οι μάρτυρες της Τέχνης δε θα τελειώσουν ποτέ. Μέσα στα στήθη των ανθρώπων παραμονεύει μουδιασμένο ένα τιγράκι, που περιμένει να παραιτηθούμε για να ορμήσει. Θα μας μισήσουν ίσως πολλοί. Μα, εκείνοι που θα μας αγαπήσουν, θα είναι περισσότεροι.

-Και δε θα σταματήσουν ποτέ οι άνθρωποι να ‘χουν ανάγκη από τέχνη;

-Ποτέ.

-Κι ως πότε θα ζουν και θα δημιουργούν οι τεχνίτες;

-Όσο το βλέμμα του ανθρώπου που θα έχει ανάγκη από Ομορφιά.

-Πατέρα… Αφού ήρθαμε στη ζωή για να πεθάνουμε, γιατί ήρθαμε;

-Όχι για να πεθάνουμε, Ίκαρε. Καθόλου. Ήρθαμε για να χαρούμε το δώρο της ζωής και κατόπι να φύγουμε, για να ‘ρθουν να το χαρούν κι άλλοι. Γι’ αυτό πρέπει να πούμε στη ζωή «ευχαριστώ» για το πολύτιμο δώρο της.

-Μα πως; Με τι τρόπο;

-Κάνοντάς την ομορφότερη. Αυτή είναι η πληρωμή μας. Και το χρέος μας: Να κάνουμε αυτούς που θα έρθουν, να ζουν με πιο πολλά γέλια παρά με δάκρυα. Να αραδιάζουν πιο πολλά τραγούδια παρά βογκήματα.

Ήρθαμε μόνοι, ζήσαμε μόνοι, θα φεύγαμε μόνοι...
Τι αξία έχει αυτό; Είναι ίδιο σαν να μην ήρθαμε...

- Άμα ανακαλύψεις την ομορφιά και δεν την παρουσιάσεις... άμα ανακαλύψεις την αλήθεια και τη σκεπάσεις.. άμα ανακαλύψεις το δίκαιο και το κρύψεις... τότε τι άνθρωπος είσαι;

Πως την πλήρωσες τη ζωή;

Απολαμβάνοντάς την μόνο;

Τότε, δε γεννήθηκες.

Άμα ανακαλύψεις την ομορφιά και δεν την παρουσιάσεις’ άμα ανακαλύψεις την αλήθεια και τη σκεπάσεις’ άμα ανακαλύψεις το δίκαιο και το κρύψεις… τότε τι άνθρωπος είσαι;

Πως την πλήρωσες τη ζωή;

Απολαμβάνοντάς την μόνο;

Τότε δε γεννήθηκες.

-Θα σου λιγοστέψουμε τον πόνο με την αγάπη μας.

-Αλίμονο… Δε θα μπορέσετε.

Την παρηγοριά –αν θα υπάρξει πια για μένα παρηγοριά- μόνο η Τέχνη θα μπορέσει να μου τη δώσει.

Έξοδος από την αυταπάτη

Πλάθουμε φαντασιώσεις που μας απομακρύνουν από την αλήθεια μας, υιοθετούμε ρόλους, ταυτιζόμαστε με συνήθειες που δεν είναι δικές μας.

Ως παιδιά καταφεύγαμε στη φαντασίωση. Πλάθαμε εκεί ένα μυστικό κόσμο όπου δημιουργούσαμε σε αυτόν σκέψεις, συναισθήματα, εικόνες. Αυτό αρχικά μας προστάτευσε από συναισθήματα που δεν μπορούσαμε να διαχειριστούμε, μας έμαθε να δημιουργούμε στη φαντασία μας συνθήκες υγιείς όπου σαν μεγάλοι θα μπορούσαμε να τις δημιουργήσουμε στην πραγματικότητα.

Αν όμως τώρα ως ενήλικες κάθε φορά που για να αποφύγουμε πλευρές του εαυτού μας, την ευθύνη μας προς αυτές, καταφεύγουμε στη φαντασίωση, τότε δεν αναλαμβάνουμε με ευθύνη, σοβαρότητα και ωριμότητα τον εαυτό μας.

Η αυταπάτη είναι όλα αυτά που δημιουργήσαμε ως παιδιά στη φαντασίωση μας για μας, για τον κόσμο μας, για τις σχέσεις μας. Για τις δυνατότητες και τις αδυναμίες μας. Είναι μια πλαστή εικόνα, μια εικόνα μαγική που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητά μας. Μια εικόνα υπερφυσική που μας αποξενώνει από τον εαυτό μας, από τις δυνατότητές μας από την επιθυμία μας, από τις σχέσεις μας με τους άλλους.

Καταφεύγοντας στη φαντασίωση επιβάλλουμε στις εμπειρίες μας την αυταπάτη των ιδεών που έχουμε για αυτήν ή και για μας. Επιλέγουμε εμπειρίες που συντηρούν αυτήν την αυταπάτη.

Αν όμως συντηρούμε αυταπάτες για αυτό που φανταζόμαστε πως είμαστε, που θα θέλαμε για τον εαυτό μας, για αυτό που νομίζουμε πως θέλουν οι άλλοι για μας, πως θα γνωρίσουμε την αλήθεια μας, πως θα πιστέψουμε σε αυτήν;

Εξαρτιόμαστε από τις αυταπάτες μας γιατί δεν αποδεχόμαστε τον εαυτό μας. Αν συμφιλιωθούμε με όλα τα κομμάτια της προσωπικότητάς μας θεωρώντας τα πολύτιμα και μοναδικά δεχόμαστε την πραγματικότητα, διαχειριζόμαστε τα συναισθήματά μας σε αυτήν. Αν νιώθουμε ολοκληρωμένοι, αντιμετωπίζουμε δυναμικά τις ανασφάλειές μας αξιοποιώντας καθετί μεγάλο μέσα μας.

Η αυταπάτη είναι η νοσταλγία του παρελθόντος που δημιουργήσαμε στη φαντασίωσή μας τότε ως παιδιά. Σαν να προσπαθούμε τώρα να αναβιώσουμε όλα τα συναισθήματα του παρελθόντος νομίζοντας πως με μαγικό τρόπο θα θεραπευτούν. Έτσι όμως εμπλεκόμαστε σε αδιέξοδες καταστάσεις, σε καταστάσεις που δεν βοηθούν την αξία μας, αλλά που ανακυκλώνουν τα επώδυνα συναισθήματα χωρίς τελειωμό. Ο Οδυσσέας Ελύτης είχε πει χαρακτηριστικά, «Nα ‘χε η νοσταλγία σώμα να το σπρώξω απ’ το παράθυρο έξω! Να τσακίσω εκείνο που δε γίνεται!»

Αυτό που βοηθά ουσιαστικά την αξία μας είναι να αναλάβουμε με υπευθυνότητα τον εαυτό μας. Να μας κοιτάξουμε καθαρά, να νιώσουμε περήφανοι για μας. Για αυτό που είμαστε, για όλα αυτά που έχουμε καταφέρει, για αυτά που μπορούμε να καταφέρουμε. Να πράττουμε με ωριμότητα, να λειτουργούμε με σοβαρότητα στη ζωή μας. Να απαντάμε στο ερώτημα «αν αξίζει να το κάνω αυτό;» λέγοντας στον εαυτό μας «με κάνει να νιώθω πιο ώριμη-ος, με βοηθά στο να είμαι ο καλύτερος εαυτός μου, απαντά σε αυτό που είμαι αληθινά, ενισχύει την αξία μου η απόφασή μου, νιώθω περήφανη -ος με αυτήν την απόφασή μου;

Ευθύνη είναι να απομακρύνω όλες τις αυταπάτες. Να μην με παρασέρνει το τι μου αρέσει με παρορμητικό τρόπο αλλά το τι μου ταιριάζει, τι ανταποκρίνεται στην αξία μου. Να μην εξαρτιέμαι από αυτό που κάνουν οι άλλοι, αλλά να επιλέγω τον δικό μου τρόπο. Να μπορώ να λειτουργώ μόνη -ος μου και να χαίρομαι με αυτό. Να μην νιώθω υποχρεωμένη για την ευτυχία ή την δυστυχία των άλλων, να μην προσπαθώ να αλλάξω τους άλλους αλλά να συμπορεύομαι με ανθρώπους που αλλάζουν εκτιμώντας τον εαυτό τους.

Η ευθύνη μου με συνδέει με την πραγματικότητα, με κάνει να αγαπώ τη ζωή, γιατί όταν φέρομαι με υπευθυνότητα νιώθω ο υγιής εαυτός μου, ένας εαυτός που με αγαπώ γιατί με εκτιμώ.

William James: Οτιδήποτε μπορείς να κρατήσεις σταθερά στην φαντασία σου, μπορεί να γίνει δικό σου

Οι συνεισφορές του William James τόσο στην φιλοσοφία όσο και στην ψυχολογία έδωσαν φως σε πολλές θεωρίες και επεξηγηματικά μοντέλα και στους δύο κλάδους. Θεωρείται ο πατέρας της Αμερικάνικης ψυχολογίας λόγω της ρεαλιστικής και λειτουργικής προσέγγισης του. Τα ακόλουθα αποφθέγματα του συνοψίζουν την αντίληψη του για την ψυχολογία.

Γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες σε πλούσια οικογένεια. Η δεκαετία του 1870 ήταν μια κρίσιμη καμπή στην ζωή του. Πέρασε μια βαθιά συναισθηματική κρίση, παντρεύτηκε και άρχισε να δουλεύει ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το 1872. Από τότε, αφιερώθηκε στο να μελετήσει σε βάθος την σχέση ανάμεσα στις συνειδητές και συναισθηματικές καταστάσεις.

Το πρώτο του βιβλίο «Οι αρχές της ψυχολογίας» τον έκανε έναν πολύ σημαντικό στοχαστή. Έγινε επίσης η μεγαλύτερη συνεισφορά του στην έρευνα της ψυχολογίας. Αυτός ο συγγραφέας άφησε μια σειρά από θαυμάσια αποφθέγματα που κατέχουν μεγάλη σημασία και σοφία.

«Οτιδήποτε μπορείς να κρατήσεις σταθερά στην φαντασία σου, μπορεί να γίνει δικό σου».

Το μυαλό ως αντικείμενο γνώσης

Ο William James ίδρυσε το εργαστήριο ψυχολογίας στο Χάρβαρντ όπου ξεκίνησε την Σχολή Λειτουργικής Ψυχολογίας. Αυτό το μοντέλο επικεντρώνεται στην μελέτη του μυαλού ως ένα λειτουργικό και σημαντικά χρήσιμο μέρος του σώματος.

«Η μεγαλύτερη ανακάλυψη της γενιάς μου είναι ότι ο άνθρωπος μπορεί να αλλάξει την ζωή του αλλάζοντας την στάση του.»

Έβλεπε την συνείδηση ως ποτάμι, μια συνεχόμενη ροή σκέψεων, ιδεών και νοητικών εικόνων. Γι αυτό τον λόγο, δεν υπάρχει τίποτα στο μυαλό που μπορεί να απομονωθεί ή να αποθηκευτεί για μελέτη, δεδομένου ότι τα πάντα μπορούν να κατανοηθούν μόνο σε αυτό το πλαίσιο.

«Το πιο αμετάβλητο εμπόδιο στην φύση βρίσκεται ανάμεσα στις σκέψεις ενός ανθρώπου και ενός άλλου.»

«Η πίστη δημιουργεί το πραγματικό γεγονός.»

Οι απρόσιτες σκέψεις μας

Ο William James πίστευε ότι τα πιστεύω, οι ιδέες και οι σκέψεις μας ανήκουν στον καθένα μας, πράγμα που μας καθιστά απρόσιτους στους άλλους. Αυτή η ιδέα της ιδιωτικοποίησης ή του αδιαπέραστου είχε έντονες επιπτώσεις στην φιλοσοφική μας αντίληψη για την ψυχολογία.

«Όταν δύο άτομα συναντιούνται, είναι παρόντες έξι άνθρωποι. Υπάρχει ένας άνθρωπος όπως βλέπει τον εαυτό του, ένας όπως τον βλέπει ο άλλος και ένας άλλος όπως είναι στην πραγματικότητα.»

Με κάποιον τρόπο, αυτό ήταν για να αναγνωρίσουμε έναν περιορισμό: παραδεχόμαστε ότι η πειραματική ψυχολογία δεν θα μπορούσε ποτέ να καταλάβει πλήρως το πώς λειτουργεί η ανθρώπινη σκέψη. Έτσι, μελετώντας το ανθρώπινο μυαλό, μελετάμε στην πραγματικότητα μια αφηρημένη έννοια, τον «εαυτό».

«Η άποψη μας για τον κόσμο διαμορφώνεται από αυτό που αποφασίζουμε να ακούσουμε.»

Μια ρεαλιστική εστίαση: η λειτουργία του μυαλού

Η βασική ιδέα αυτού του μοντέλου είναι ότι η αλήθεια είναι αυτή που πραγματικά λειτουργεί. Εδώ, η έννοια «αλήθεια» βασίζεται στην χρησιμότητα. Δηλαδή, με ρεαλιστικούς όρους, αυτό που είναι αληθινό, είναι αυτό που είναι χρήσιμο. Οι συνέπειες, οι επιπτώσεις και αυτά που λαμβάνουμε από κάτι μας επιτρέπουν να το κατηγοριοποιήσουμε ως αληθινό ή ψεύτικο.

«Καθώς δεν υπάρχει χειρότερο ψέμα από μια παρεξηγημένη αλήθεια από αυτούς που την ακούν.»

Αυτό είναι ένα από τα πιο διάσημα αποφθέγματα του, αν και επιβλητικό, κάνει τις ιδέες του για την αλήθεια πολύ ξεκάθαρες. Γι' αυτόν δεν υπάρχει η απόλυτη αλήθεια, μάλλον απλές απόψεις.

«Δεν υπάρχει καμία απολύτως κοινή και καθολική άποψη».

Το επόμενο απόφθεγμα μιλά για το πώς δημιουργούμε το δικό μας νόημα για τις εμπειρίες ή τις συμπεριφορές με βάση τα αποτελέσματα. Δηλαδή, κρίνουμε τα πράγματα με τα γεγονότα, και αυτός μπορεί να είναι ένας πολύ σχετικός τρόπος για να βρούμε το νόημα.

«Αν πιστεύετε ότι με το να νιώθετε άσχημα ή με το να ανησυχείτε θα αλλάξει ένα παρελθοντικό ή ένα μελλοντικό γεγονός, τότε κατοικείτε σε έναν άλλον πλανήτη με διαφορετικό σύστημα πραγματικότητας.»

Πρότεινε μια από τις κύριες ψυχοφυσιολογικές θεωρίες για τα συναισθήματα

Είναι γνωστή ως η θεωρία James-Lange. Την πρότεινε ταυτόχρονα με -αν και ανεξάρτητα από- τον Carl Lange το 1884. Βασίζεται στην ιδέα ότι το συναίσθημα είναι το αποτέλεσμα της εσωτερικής αντίληψης των φυσιολογικών αλλαγών. Αυτό σημαίνει ότι δεν κλαίμε γιατί είμαστε λυπημένοι, είμαστε λυπημένοι γιατί αντιλαμβανόμαστε ότι κλαίμε.

«Η πράξη φαίνεται να ακολουθεί το συναίσθημα, αλλά στην πραγματικότητα η πράξη και το συναίσθημα πάνε μαζί. Και ρυθμίζοντας την πράξη που βρίσκεται υπό τον άμεσο έλεγχο της θέλησης, μπορούμε να ρυθμίσουμε έμμεσα το συναίσθημα.»

Αυτή η θεωρία είναι «ψυχοφυσιολογική» επειδή μιλά για την σχέση μεταξύ των σωματικών αλλαγών και της αντίληψης των ερεθισμάτων που προκαλούν το συναίσθημα.

Αυτά τα αποφθέγματα συμβολίζουν τα πιο αξιοσημείωτα πράγματα για τον τρόπο σκέψης του William James. Σκέψεις που για πολλούς τον έκαναν τον πατέρα της ψυχολογίας.

Δεν ζούμε στην πραγματικότητα όπως είναι, αλλά στην εικόνα που έχουμε εμείς γι’ αυτήν

Ας το επαναλάβουμε λοιπόν: Ακόμη κι αν το παρόν είναι καλύτερο από το παρελθόν, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να επεξεργαστούμε το πένθος.

Γι’ αυτό λέω ότι πρέπει να μάθουμε πώς να περνάμε αυτόν τον δρόμο: δρόμο των απωλειών. Πρέπει να μάθουμε να θεραπεύουμε τα τραύματα που προκαλούνται όταν αλλάζει κάτι, όταν φεύγει κάποιος, όταν μια κατάσταση φτάνει στο τέλος της, όταν δεν έχω πια αυτό που είχα ή νόμιζα πως είχα (αφού δεν έχει καμιά σημασία αν το είχα πραγματικά ή δεν το είχα). Το πένθος είναι επίσης αναγκαίο για την επεξεργασία της απώλειας που συνεπάγεται η ακύρωση ενός σχεδίου, η ματαίωση ενός ευσεβούς πόθου, η απόλυτη βεβαιότητα ότι δεν θα αποκτήσω ποτέ αυτό που περίμενα ή λαχταρούσα να αποκτήσω μια μέρα.

H πορεία αυτή έχει τους κανονισμούς της˙ μια συγκεκριμένη γραμμή πλεύσης. O δρόμος έχει τους χάρτες του, κι αν τους γνωρίζει κανείς, αυτό θα τον βοηθήσει σίγουρα να φτάσει στο τέλος πιο δυνατός.

Ένας εξαιρετικός επιστήμονας, o Κορσίμπσκι, έλεγε ότι στην πραγματικότητα κατασκευάζουμε όλοι ένα σχεδιάγραμμα του κόσμου στον οποίο κατοικούμε, έναν «χάρτη» του τόπου όπου ζούμε. O χάρτης, όμως, λέει με σαφήνεια o Κορσίμπσκι, δεν είναι o τόπος.

O χάρτης αυτός είναι μόλις και μετά βίας ο δικός μας χάρτης. Είναι η ιδέα που έχουμε εμείς για την πραγματικότητα, αν και πολύ συχνά διαστρεβλωμένη από τις προκαταλήψεις μας. Η αλήθεια είναι, ότι ακόμη κι αν δεν ανταποκρίνεται ακριβώς στα γεγονότα, ακόμη κι αν απέχει πολύ από την πραγματικότητα των άλλων, ΑΥΤΟΣ είναι o δικός μας χάρτης, και με βάση αυτόν ζούμε.

Δεν ζούμε στην πραγματικότητα όπως είναι, αλλά στην εικόνα που έχουμε εμείς γι’ αυτήν.

Εάν έχω καταγράψει στο χάρτη μου ότι μέσα στο δωμάτιό μου υπάρχει ένα δέντρο -ακόμη κι αν δεν υπάρχει, ακόμη κι αν δεν υπήρχε ποτέ-, είναι σίγουρο, όπως καταλαβαίνετε, ότι θα ζήσω την υπόλοιπη ζωή μου αποφεύγοντας το δέντρο.

Ακόμη κι αν -εφόσον το δέντρο δεν υπάρχει στον δικό σας χάρτη-, περάσατε αμέριμνοι από το σημείο αυτό και, βλέποντάς με να αποφεύγω τον κορμό, μου πείτε:
«Μα τι κάνεις εκεί, τρελάθηκες;»

Αν δεν λάβει κανείς υπόψη του τον χάρτη μου, η συμπεριφορά αυτή φαίνεται από ηλίθια έως και διασκεδαστική, στην πράξη, όμως, μπορεί να γίνει επικίνδυνη.

Γιατί η ευτυχία που χτίζεται πάνω σε πλατιά θεμέλια υπονομεύεται πιο εύκολα

Αν ο άνθρωπος δε θέλει να είναι πολύ δυστυχισμένος, ο πιο σίγουρος τρόπος για να το πετύχει είναι να μην απαιτεί να είναι πολύ ευτυχισμένος, δηλαδή να βάζει όρια στην απόλαυση, στην απόκτηση των αγαθών, στα αξιώματα, στις τιμές κοκ., γιατί συγκεκριμένα αυτός ο αγώνας και η προσπάθεια να είναι κανείς ευτυχισμένος, είναι που φέρνει τη μεγαλύτερη δυστυχία. 

Είναι λοιπόν συνετό και σοφό να περιορίζει ο άνθρωπος τις απαιτήσεις του, αν μη τι άλλο γιατί είναι πολύ εύκολο να δυστυχήσει, ενώ το να είναι κάποιος πολύ ευτυχισμένος δεν είναι μόνο δύσκολο, αλλά απολύτως αδύνατο. Και πιο συγκεκριμένα, δεν πρέπει να χτίζει κανείς την ευτυχία του επάνω σε πλατιά θεμέλια -δεν πρέπει να απαιτεί πολλά πράγματα για να γίνει ευτυχισμένος. 

Γιατί η ευτυχία που χτίζεται πάνω σε τέτοια θεμέλια υπονομεύεται πιο εύκολα, κι αυτό γιατί το οικοδόμημα της ευτυχίας συμπεριφέρεται αντίθετα από όλα τα άλλα οικοδομήματα, όπου όσο πιο πλατιά είναι τα θεμέλια τόσο ασφαλέστερο είναι το κτίσμα. Άρα ο πιο σίγουρος τρόπος για ν’ αποφύγουμε την ακραία δυστυχία είναι, να περιορίζουμε τις απαιτήσεις μας στον κατώτατο δυνατό βαθμό σε σύγκριση με τα μέσα που διαθέτουμε, γιατί η ευτυχία είναι μια χίμαιρα, ενώ ο πόνος είναι απολύτως πραγματικός.

«Η μέση οδός είναι η καλύτερη, ούτε να υφίστασαι την αθλιότητα μιας τρώγλης, ούτε να γίνεσαι αντικείμενο φθόνου. Το ψηλό πεύκο το δέρνει ο άνεμος πιο σκληρά, οι μεγαλόπρεποι πύργοι καταρρέουν με δύναμη, των βουνών τις κορυφές τις χτυπούν οι κεραυνοί». -Οράτιος, Carmina, II, 10, στ. 5-12.

Ελάχιστοι νικούν … Οι πλείστοι πεθαίνουν χωρίς να γνωρίσουν το αληθινό πρόσωπό τους

Ψεύδος και νοθεία στην έκφραση δεν είναι το ίδιο πράγμα. Μολονότι και η μία και η άλλη εκτροπή παρατηρείται όχι μόνο στη συγκινησιακή, αλλά και στη νοητική και στη βουλητική σφαίρα του ψυχικού είναι, ευκολότερη γίνεται η διαστολή στις συναισθηματικές παρορμήσεις. Άλλα είναι τα αναληθή, τα ψεύτικα συναισθήματα και άλλα τα νόθα. Όταν λ.χ. σκόπιμα παίρνω την εξωτερική πρόσοψη της λύπης, για ν’ αποκρύψω τα αληθινά εσωτερικά γεγονότα του ψυχικού μου κόσμου, υποκρίνομαι, και η έκφρασή μου είναι ένα ψεύδος, που μπορεί να μου προσφέρει πολλές υπηρεσίες: να προσθέσει στην υπόληψή μου, ή στην τσέπη μου. Ούτε λυπούμαι ούτε θέλω να λυπηθώ∙ προσποιούμαι τον λυπημένο, για να επιτύχω σ’ αυτήν ή σ’ εκείνη την επιδίωξή μου. —Στην περίπτωση του νόθου συναισθήματος η κατάσταση είναι διαφορετική. Εδώ είμαι τίμιος στις προθέσεις μου και προσπαθώ με ειλικρίνεια να λυπηθώ για ένα περιστατικό (για το ατύχημα π.χ. ενός συναδέλφου μου), αλλά δεν το κατορθώνω∙ το «εσωτερικό» μου, το βάθος της ψυχής μου δεν παρακολουθεί (είτε γιατί άλλα, συνειδητά ή ασύνειδα, ελατήρια εμποδίζουν, είτε γιατί η φιλαλληλία ως αληθινό βίωμα είναι μέσα στον ψυχικό μου κόσμο μια φτωχή και ασήμαντη φλέβα). Ντύνομαι λοιπόν εξωτερικά τη λύπη, επειδή ντρέπομαι, φοβούμαι να προδοθώ, αλλά όλη η συμπεριφορά μου είναι απλούστατα μια ηθοποιία. Και στις δύο λοιπόν περιπτώσεις (του ψεύδους και της νοθείας) φορώ μια μάσκα, παρουσιάζομαι εξωτερικά διαφορετικός από κείνον που είμαι εσωτερικά. Αλλά στο ψεύδος έχω στην ψυχή μου ένα γεγονός που με την πλαστή έκφραση το κρύβω, ενώ στη νοθεία μέσα μου υπάρχει κενό∙ η εξωτερική συμπεριφορά είναι μια φόρμα αδειανή. (Όσους ενδιαφέρονται να μελετήσουν το φαινόμενο τούς παραπέμπω στη μελέτη του ψυχολόγου του Μονάχου Phil. Lersch: «Ψυχική γνησιότης και ψυχική νοθεία» που δημοσιεύτηκε ελληνικά στο «Αρχείον Εφηρμοσμένης Ψυχολογίας» Αθηνών, τεύχος Οκτωβρίου ‐ Δεκεμβρίου 1960. Εκεί θα βρουν και τη σχετική βιβλιογραφία).

Με τη μικρή αυτή ανάλυση καταλαβαίνομε, νομίζω, καλύτερα τι είναι στην υπόσταση του ανθρώπου το πρόσωπο, και τι το προσωπείο. Όπου η φανέρωση (έκφραση, λόγος, ζωή) αναβλύζει από τον μέσα μας κόσμο με αλήθεια και γνησιότητα, αυθόρμητα και ειλικρινά, με ακρίβεια και συνέπεια, εκεί είμαστε και για τους άλλους αυτοί που είμαστε για τον εαυτό μας, καθαροί και ακέραιοι∙ επομένως αυτό που δείχνομε προς τα έξω είναι το πρόσωπό μας. Όπου όμως καμιά αντιστοιχία δεν υπάρχει μεταξύ της εξωτερικής μας επιφάνειας και του εσωτερικού μας είναι, αλλά η φανέρωσή μας είναι μια κατασκευή που έγινε για να κρύψει στους άλλους ό,τι είμαστε για τον εαυτό μας ή για να σκεπάζει το μέσα μας κενό, εκεί αυτό που δείχνομε δεν είναι το πρόσωπο αλλά το προσωπείο μας.

—Κατά βάθος συμβατικός, ψεύτικος και νόθος είναι ο άνθρωπος που πάσχει από ψυχική πενία, από έλλειψη δημιουργικότητας, από δειλία ή οκνηρία, από αδυναμία (με μια λέξη) να προχωρήσει έως τις πηγές της αληθινής ζωής και εκεί μέσα να καθαρίσει και ν’ ανανεώσει τον εαυτό του.

Ο Nietzsche διατύπωσε επιγραμματικά αυτή τη μεγάλη αλήθεια. «Όσο μεγαλύτερη» γράφει «είναι η ουσία της πραγματικότητας και η δημιουργική δύναμη του ανθρώπου, τόσο περισσότερο αναπηδάει από τα μέσα προς τα έξω η φυσιογνωμία του∙ όταν είναι μικρή η δημιουργική δύναμη, η προσωπικότητα διαπλάσσεται από τα έξω προς τα μέσα και διαμορφώνεται κάτω από την επίδραση της παράδοσης, του ειδώλου του παρελθόντος, της κοινωνίας και της κοινής γνώμης».

Ο άνθρωπος είναι απ’ όλα τα ζώα το εφευρετικότερο και το ικανότερο να ψευτίζει και τα πράγματα γύρω του και τον ίδιο τον εαυτό του. Για τούτο η αλήθεια έγινε ανέκαθεν ο μεγάλος καημός, το ιδανικό και η αρετή του. Από τα πρώτα βήματα της ζωής το ψεύδος μας πολιορκεί και προσπαθεί να μας υποτάξει. Αδύνατοι καθώς είμαστε στην αρχή, πριν γνωρίσομε το αληθινό μας πρόσωπο, κατασκευάζομε σιγά ‐ σιγά το προσωπείο μας — για να αμυνόμαστε με τις περισσότερες ελπίδες και να κάνομε τις επιθέσεις μας με τις λιγότερες απώλειες. Όσο δυναμώνομε και πλουτίζομε τον εσωτερικό μας κόσμο, όσο γινόμαστε στερεότεροι, τόσο η «ηθοποιία» μάς στενοχωρεί και μας ντροπιάζει και αναζητούμε στην αλήθεια την ελευθερία μας, το φανέρωμα και την πραγμάτωση του γνήσιου εαυτού μας. Η αναζήτηση αυτή είναι ένας θανάσιμος, τραχύς και επικίνδυνος αγώνας, όπου ελάχιστοι νικούν και σώζονται. Οι πλείστοι πεθαίνουν χωρίς ούτε οι άλλοι, ούτε οι ίδιοι να γνωρίσουν το αληθινό πρόσωπό τους.

Ανίκιος Μάνλιος Σεβερίνος Βοήθιος: Αυτή είναι η φύση της τύχης. Είναι άστατη

Ο Ανίκιος Μάνλιος Σεβερίνος Βοήθιος (475-525 μ. Χ.), αυτό είναι το πλήρες όνομά του, ήταν ένας από τους τελευταίους Ρωμαίους φιλοσόφους. Πέθανε είκοσι χρόνια προτού η Ρώμη πέσει σε χέρια βαρβάρων. Αλλά και όσο ζούσε, η Ρώμη είχε πάρει ήδη τον κατήφορο. Όπως οι επίσης Ρωμαίοι Κικέρων και Σενέκας, ο Βοήθιος θεωρούσε τη φιλοσοφία ένα είδος αυτοβοήθειας, έναν πρακτικό τρόπο για να βελτιώσει κανείς τη ζωή του, καθώς και έναν κλάδο αφηρημένης σκέψης. Συνδέθηκε επίσης με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, το έργο των οποίων μετέφρασε στα λατινικά διατηρώντας ζωντανές τις ιδέες τους σε μια εποχή που υπήρχε κίνδυνος να χαθούν για πάντα. Καθώς ήταν χριστιανός, η γραφή του άρεσε στους θρησκόληπτους φιλοσόφους που διάβαζαν τα βιβλία του κατά τον Μεσαίωνα. Η φιλοσοφία του λοιπόν γεφύρωσε τους Έλληνες και Ρωμαίους στοχαστές με τη χριστιανική φιλοσοφία που θα επικρατούσε στη Δύση για πολλούς αιώνες μετά τον θάνατό του.

Η ζωή του Βοήθιου ήταν ένα μίγμα τύχης και ατυχίας. Ο Θεοδώριχος, ο Οστρογότθος βασιλιάς που κυβερνούσε εκείνη την εποχή τη Ρώμη, του έδωσε το ανώτατο αξίωμα του υπάτου. Ύστερα, όμως η τύχη του άλλαξε. Αφότου κατηγορήθηκε ότι συνωμοτεί ενάντια στον Θεοδώριχο φυλακίστηκε, βασανίστηκε και έπειτα εκτελέστηκε.

Ενώ βρισκόταν στη φυλακή, ξέροντας πως σύντομα θα πέθαινε, ο Βοήθιος έγραψε ένα βιβλίο που, μετά τον θάνατό του, έγινε ένα μεσαιωνικό μπεστ σέλερ, την Παραμυθία της φιλοσοφίας. Αρχίζει με τον Βοήθιο να μετανιώνει μες στο κελί της φυλακής του. Ξαφνικά συνειδητοποιεί πως μια γυναίκα τον κοιτάζει από ψηλά. Το ύψος της μοιάζει να αλλάζει από κανονικό σε ψηλότερο κι από τον ουρανό. Φορά ένα σκισμένο φόρεμα διακοσμημένο με μια σκάλα που ξεκινά από το ελληνικό γράμμα «Π» στον ποδόγυρο και να φτάσει μέχρι το γράμμα «Θ». Στο ένα χέρι κρατά ένα σκήπτρο, στο άλλο βιβλία. Αυτή η γυναίκα αποκαλύπτεται πως είναι η Φιλοσοφία. Όταν μιλά, λέει στον Βοήθιο τι πρέπει να πιστεύει. Είναι οργισμένη μαζί του επειδή την ξέχασε, και έχει έρθει να του θυμίσει πως πρέπει να αντιδράσει σε όσα συμβαίνουν. Το υπόλοιπο του βιβλίου είναι η συζήτησή τους, που αφορά την τύχη και τον Θεό. Είναι γραμμένο πότε σε πρόζα και πότε σε ποίηση. Η γυναίκα, η φιλοσοφία, του δίνει συμβουλές.

Λέει στον Βοήθιο πως η τύχη αλλάζει συνέχεια και ότι δεν πρέπει να εκπλήσσεται. Αυτή είναι η φύση της τύχης. Είναι άστατη. Ο τροχός της τύχης γυρνά. Άλλες φορές βρίσκεσαι στην κορυφή άλλες φορές στον πάτο. Ο Βοήθιος πρέπει να καταλάβει πως έτσι είναι τα πράγματα.

Οι θνητοί εξηγεί η Φιλοσοφία, είναι ανόητοι όταν αφήνουν την ευτυχία τους να εξαρτάται από κάτι τόσο ευμετάβλητο. Η αληθινή ευτυχία μπορεί να έλθει μόνο από μέσα, από τα πράγματα που οι άνθρωποι ελέγχουν, όχι απ’ όσα η ατυχία μπορεί να καταστρέψει. Αυτή η στωική θέση. Όταν οι άνθρωποι λένε ότι «φιλοσοφούν» τα άσχημα πράγματα που τους συμβαίνουν, αυτό εννοούν: προσπαθούν να μην επηρεάζονται από πράγματα που δεν ελέγχουν, όπως ο καιρός ή το ποιοι είναι οι γονείς τους. Τίποτα, λέει η Φιλοσοφία στον Βοήθιο, δεν είναι τρομερό αυτό καθαυτό –όλα βασίζονται στο πως τα σκεπτόμαστε. Η ευτυχία είναι μια κατάσταση του νου, όχι του κόσμου∙ αυτή είναι μια ιδέα που ο Επίκτητος θα αναγνώριζε ως δική του.

Η Φιλοσοφία θέλει ο Βοήθιος να επιστρέψει σε αυτήν. Του λέει ότι μπορεί να είναι πραγματικά ευτυχισμένος παρ’ ότι βρίσκεται στη φυλακή και περιμένει να εκτελεστεί. Εκείνη θα τον γιατρέψει από τη δυστυχία του. Το μήνυμα είναι ότι τα πλούτη, η εξουσία και οι τιμές δεν αξίζουν, αφού έρχονται και παρέρχονται. Κανείς δεν πρέπει να βασίζει την ευτυχία του σε τόσο εύθραυστα θεμέλια. Η ευτυχία πρέπει να πηγάζει από κάτι πιο στέρεο, κάτι που δεν μπορεί να μας το πάρει κανείς. Επειδή ο Βοήθιος πίστευε πως θα συνεχίζει να ζει μετά θάνατον, η επιδίωξη της ευτυχίας με όχημα τα τετριμμένα εγκόσμια πράγματα ήταν σφάλμα. Ούτως ή άλλως, θα τα έχανε όλα με τον θάνατό του.

Μα που μπορεί να βρει ο Βοήθιος την αληθινή ευτυχία; Η απάντηση της Φιλοσοφίας είναι ότι θα τη βρει στον Θεό ή στο αγαθό (αυτά εντέλει ταυτίζονται). Ο Βοήθιος ήταν χριστιανός, αλλά αυτό δεν το αναφέρει στην Παραμυθία της φιλοσοφίας. Ο Θεός τον οποίο περιγράφει η Φιλοσοφία θα μπορούσε να είναι ο Θεός του Πλάτωνα, η αμιγής Ιδέα του αγαθού.

Σε όλο το βιβλίο η Φιλοσοφία θυμίζει στον Βοήθιο όσα ήδη γνωρίζει. Και αυτό προέρχεται από τον Πλάτωνα, αφού ο Πλάτων πίστευε πως η μάθηση είναι ουσιαστικά ανάμνηση ιδεών που ήδη έχουμε. Ποτέ δε μαθαίνουμε κάτι νέο, απλώς υποβοηθούμε τις αναμνήσεις μας. Η ζωή είναι ένας αγώνας να θυμηθούμε όσα γνωρίζαμε πρωτύτερα. Αυτό που ο Βοήθιος ήδη γνωρίζει ως ένα βαθμό είναι ότι δε χρειαζόταν να ανησυχεί για την απώλεια της ελευθερίας του και της δημόσιας εκτίμησης. Αυτά δεν τα ελέγχει. Σημασία έχει η στάση του απέναντι στην κατάστασή του, κάτι που μπορεί να επιλέγει.

Όμως τον Βοήθιο τον απασχολεί ένα αυθεντικό πρόβλημα που έχει απασχολήσει πολλούς πιστούς στον Θεό. Ο Θεός, όντας τέλειος, πρέπει να γνωρίζει όλα όσα συμβαίνουν, αλλά και όλα όσα θα συμβούν. Αυτό εννοούμε όταν περιγράφουμε τον Θεό ως «παντογνώστη». Αν λοιπόν υπάρχει Θεός, πρέπει να γνωρίζει ποιος θα κερδίσει το επόμενο παγκόσμιο κύπελλο. Από αυτά προκύπτει πως ο Θεός γνωρίζει τι θα κάνω στη συνέχεια, ακόμα και αν δεν είμαι βέβαιος τι θα είναι αυτό.

Αν ο Θεός ξέρει ήδη τι θα κάνουμε, πως μπορούμε να επιλέγουμε στ’ αλήθεια τι να κάνουμε; Είναι η επιλογή αυταπάτη; Φαίνεται πως δεν μπορώ να έχω ελεύθερη βούληση αν ο Θεός γνωρίζει τα πάντα. Αν δεν μπορούμε να επιλέγουμε αυτό που κάνουμε, πως μπορεί ο Θεός να αποφασίζει αν θα πάμε στον παράδεισο;

Όμως η Φιλοσοφία, έχει μερικές απαντήσεις. Έχουμε ελεύθερη βούληση του λέει. Δεν είναι αυταπάτη. Αν και ο Θεός ξέρει τι θα κάνουμε, η ζωή μας δεν είναι προκαθορισμένη. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, η γνώση του Θεού για το τι θα κάνουμε διαφέρει από τον προκαθορισμό (την ιδέα ότι δεν έχουμε επιλογή για το τι θα κάνουμε). Εξακολουθούμε να έχουμε την επιλογή για το τι θα κάνουμε αμέσως μετά. Το λάθος είναι να εκλαμβάνουμε τον Θεό ως ένας άνθρωπο που βλέπει τα πράγματα να εκτυλίσσονται χρονικά. Η Φιλοσοφία λέει στον Βοήθιο ότι ο Θεός είναι άχρονος, εντελώς έξω από τον χρόνο.

Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός συλλαμβάνει τα πάντα στη στιγμή. Ο Θεός βλέπει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ως ενότητα. Εμείς οι θνητοί βλέπουμε αναγκαστικά το ένα πράγμα να ακολουθεί το άλλο, αλλά ο Θεός δε το βλέπει έτσι. Ο λόγος για τον οποίο ο Θεός γνωρίζει το μέλλον, δίχως να διαλύει την ελεύθερη βούλησή μας και να μας μετατρέπει σε προγραμματισμένες μηχανές χωρίς επιλογή, είναι ότι ο Θεός δε μας παρατηρεί σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Βλέπει τα πάντα με τη μία, με έναν άχρονο τρόπο. Και, όπως λέει η Φιλοσοφία στον Βοήθιο, δεν πρέπει να ξεχνά πως ο Θεός κρίνει τους ανθρώπους για το πώς συμπεριφέρονται, τι επιλογές κάνουν, παρ’ ότι ξέρει εκ των προτέρων τι θα κάνουν.

Αν η Φιλοσοφία έχει δίκιο και ο Θεός υπάρχει, τότε ο Θεός ξέρει ακριβώς πότε θα τελειώσω αυτή την πρόταση. Όμως εξακολουθεί να είναι ελεύθερη η επιλογή μου να βάλω εδώ τελεία.

PETER OUSPENSKY: Ο άνθρωπος δεν έχει ατομικό «Εγώ»

Ο άνθρωπος δεν έχει μόνιμο και αμετάβλητο Εγώ. Κάθε σκέψη, κάθε διάθεση, κάθε επιθυμία, κάθε αίσθηση, λέει «εγώ». Και κάθε φορά, φαίνεται να θεωρούμε σαν δεδομένο ότι αυτό το «εγώ» ανήκει στο Σύνολο, σ’ ολόκληρο τον άνθρωπο και ότι μια σκέψη, μια επιθυμία, μια αντιπάθεια, την εκφράζει αυτό το Σύνολο. Στην πραγματικότητα, αυτή η υπόθεση είναι τελείως αβάσιμη. 

Η κάθε σκέψη και η κάθε επιθυμία του ανθρώπου, εμφανίζεται και ζει τελείως ξεχωριστά και ανεξάρτητα από το Σύνολο. Και το Σύνολο ποτέ δεν εκφράζεται, για τον απλούστατο λόγο ότι, υπό την ιδιότητά του αυτή, έχει μόνο υλική υπόσταση, σαν ένα πράγμα, και υπάρχει αφηρημένα, σαν μία ιδέα. 

Ο άνθρωπος δεν έχει ατομικό Εγώ. Στη θέση του, υπάρχουν εκατοντάδες και χιλιάδες ξεχωριστά, μικρά εγώ, που τις περισσότερες φορές, δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, που ποτέ δεν έρχονται σε επαφή ή που αντίθετα, είναι εχθρικά μεταξύ τους, αποκλείουν το ένα το άλλο και είναι ασυμβίβαστα. Κάθε λεπτό, κάθε στιγμή, ο άνθρωπος λέει ή σκέφτεται «εγώ». Και κάθε φορά, το εγώ του είναι διαφορετικό. Μόλις τώρα ήταν μία σκέψη, λίγο μετά είναι μια επιθυμία, ύστερα μια αίσθηση, σε λίγο μια άλλη σκέψη, κι αυτό συνεχίζεται χωρίς τελειωμό.

Η αλληλοδιαδοχή των εγώ, η αδιάκοπη και ολοφάνερη προσπάθειά τους για να επικρατήσουν, ρυθμίζεται από τυχαίες εξωτερικές επιδράσεις. Δεν υπάρχει τίποτα μέσα στον άνθρωπο ικανό να ελέγξει αυτή την αλλαγή των «εγώ», κυρίως γιατί ο άνθρωπος δεν την προσέχει, δεν την γνωρίζει. Ζει πάντοτε στο τελευταίο του εγώ.

Και κάθε ξεχωριστό, μικρό «εγώ» είναι σε θέση να ιδιοποιείται το όνομα του Συνόλου, να ενεργεί στο όνομα του Συνόλου, να συμφωνεί ή να διαφωνεί, να δίνει υποσχέσεις, να παίρνει αποφάσεις, που ένα άλλο εγώ ή το Σύνολο θα είναι υποχρεωμένο να εκτελέσει. Έτσι εξηγείται το γεγονός ότι οι άνθρωποι παίρνουν τόσο συχνά αποφάσεις και τις εκτελούν τόσο σπάνια.

Αποτελεί τραγωδία του ανθρώπινου όντος, το ότι οποιοδήποτε ασήμαντο εγώ έχει το δικαίωμα να υπογράφει επιταγές και γραμμάτια, και ο άνθρωπος, δηλαδή το Σύνολο, είναι υποχρεωμένο να τα εξοφλεί. Έτσι, περνάμε ολόκληρη ζωή, εξοφλώντας τα γραμμάτια των μικρών, τυχαίων εγώ.

Π. Ν. Ουσπένσκι, Αναζητώντας τον κόσμο του Θαυμαστού

CERN: Ένας νέος τρόπος αναζήτησης βαρυτικών κυμάτων

Σε μελέτη που δημοσιεύθηκε στο Physical Review Letters, η Valerie Domcke από το CERN και ο Camilo Garcia-Cely από το DESY (Deutsches Elektronen-Synchrotron) παρουσιάζουν μια νεα τεχνική αναζήτησης για βαρυτικά κύματα – τις πτυχώσεις της υφής του χωρόχρονου, που ανιχνεύτηκαν για πρώτη φορά από τις συνεργασίες LIGO και Virgo το 2015 και έδωσαν στους Rainer Weiss, Barry Barish και Kip Thorne το βραβείο Nobel για τη Φυσική, το 2017.

Η τεχνική των Domcke και Garcia-Cely βασίζεται στην μετατροπή των βαρυτικών κυμάτων υψηλής συχνότητας (που εκτείνονται από megahertz μέχρι gigahertz) σε ραδιοκύματα. Η μετατροπή αυτή λαμβάνει χώρα με την παρουσία μαγνητικού πεδίου και παραμορφώνει την ακτινοβολία που έμεινε από το πρώιμο σύμπαν, γνωστή ως κοσμικό μικροκυματικό υπόβαθρο, η οποία διαχέεται στο σύμπαν.

Το ερευνητικό ζευγάρι δείχνει ότι η παραμόρφωση αυτή, που συνάγεται από τα δεδομένα του κοσμικού μικροκυματικού υποβάθρου που ελήφθησαν με ραδιοτηλεσκόπια, μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να αναζητήσουμε για βαρυτικά κύματα υψηλής συχνότητας που παράγονται από κοσμικές πηγές, όπως οι πηγές από τους σκοτεινούς χρόνους ή ακόμη πιο πίσω στην κοσμική μας ιστορία. Οι σκοτεινοί χρόνοι είναι η περίοδος μεταξύ του χρόνου όταν διαμορφώνονταν τα άτομα του υδρογόνου και της στιγμής όταν άναψαν τα πρώτα άστρα στον Κόσμο.

«Οι πιθανότητες ότι αυτά τα υψηλής συχνότητας βαρυτικά κύματα μετατρέπονται σε ραδιοκύματα είναι πολύ μικρή, όμως αντισταθμίζουμε αυτές τις πιθανότητες χρησιμοποιώντας ένα τεράστιο ανιχνευτή, τον Κόσμο», εξηγεί η Domcke. «Το κοσμικό μικροκυματικό υπόβαθρο παρέχει ένα πάνω όριο στο πλάτος των υψηλής συχνότητας βαρυτικών κυμάτων που μετατρέπονται σε ραδιοκύματα. Αυτά τα υψηλής συχνότητας κύματα είναι πέρα από το εύρος των συμβολομέτρων λειζερ LIGO, Virgo και KAGRA».

Οι Domcke και Garcia-Cely παρήγαγαν δυο τέτοια άνω όρια, χρησιμοποιώντας μετρήσεις του κοσμικού μικροκυματικού υποβάθρου από δυο τηλεσκόπια: τη μεταφερόμενη σε μπαλόνι συσκευή ARCADE 2 και το τηλεσκόπιο EDGES που βρίσκεται στο Ραδιο-αστρονομικό Παρατηρητήριο Murchison, στη Δυτική Αυστραλία. Οι ερευνητές βρήκαν ότι, για τα πιο αδύναμα δυνατά κοσμικά μαγνητικά πεδία, που προσδιορίζονται από τα τρέχοντα αστρονομικά δεδομένα, οι μετρήσεις του EDGES οδηγούν σε ένα μέγιστο πλάτος ενός μέρους στα 10^12 για ένα βαρυτικό κύμα με μια συχνότητα των περίπου 78 MHz, ενώ οι μετρήσεις της ARCADE 2 αποδίδουν ένα μέγιστο πλάτος του ενός μέρους στα 10^14 σε μια συχνότητα των 3 – 30 MHz. Για τα ισχυρότερα δυνατά κοσμικά μαγνητικά πεδία, τα όρια αυτά είναι πιο στενά – ένα μέρος στα 10^21 (EDGES) και ένα μέρος στα 10^24 (ARCADE 2) – και είναι περίπου επτά τάξεις μεγέθους πιο αυστηρά από τα τρέχοντα όρια που παράγονται από τα υπάρχοντα πειράματα που βασίζονται στα εργαστήρια.

Οι Domcke και Garcia-Cely λένε ότι τα δεδομένα από τα ραδιοτηλεσκόπια της επόμενης γενιάς όπως η Συστοιχία Τετραγωνικού Χιλιόμετρου (Square Kilometre Array ή SKA) [εικόνα κειμένου], καθώς η βελτιωμένη ανάλυση δεδομένων, θα στένευαν περαιτέρω τα όρια αυτά και θα μπορούσαν ίσως ακόμη να ανιχνεύσουν βαρυτικά κύματα από τη σκοτεινή περίοδο και τους πρώιμους κοσμικούς χρόνους.

Hegel: Κράτος και κοινωνία (1)

Georg W. Fr. Hegel: Η κοινωνική ηθική (Die Sittlichkeit)

§1

Πώς σκέπτεται ο Χέγκελ την ανθρώπινη κοινότητα; Τη σκέπτεται ως μια οργανωμένη κοινωνία ελεύθερων πολιτών. Τι σημαίνει τούτο; Μεταξύ άλλων και τα εξής: 

Εν πρώτοις, πλήρης διαφοροποίηση από την επικρατούσα τότε, σε γενικές γραμμές, πολιτική αντίληψη, εκπορευόμενη από αντίστοιχες πολιτικές θεωρίες, περί μιας άνευ όρων υπεράσπισης του ιδιωτικού συμφέροντος. Το προσωπικό μόνο συμφέρον και όφελος, εάν δεν διέπεται από κανόνες δικαίου και δεν στηρίζεται σε μια αυτοσυνειδητοποιημένη κοινότητα ανθρώπων, μετατρέπει τον λαό σε όχλο και έτσι διευκολύνει τους ανθρώπους της κρατικής εξουσίας να αποδεικνύονται υπάνθρωποι: να αυθαιρετούν –οικονομικά, κοινωνικά, ιδεολογικά …– σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος και προς ίδιον όφελος χωρίς αρχές και ήθος· να είναι κοινώς πολιτικοί απατεώνες. Η παρούσα έκπτωση του κοινωνικο-πολιτικού μορφώματος της Ελλάδας, με τους μίσθαρνους πολιτικούς του, κάτι τέτοιο έρχεται να μας υπενθυμίζει. 

 Δεύτερον, η σύλληψη των ενικών ατόμων όχι ως οντοτήτων, πλήρως απογυμνωμένων από το κοινωνικό τους Είναι, αλλά ως προσώπων προσδιορισμένων από την κοινωνική τους σχέση και ταυτότητα· από αυτό δηλαδή που ο Μαρξ ονόμαζε αργότερα ταξική σχέση. 

Τρίτον, εναρμόνιση ιδιωτικού και δημόσιου συμφέροντος, κατά τέτοιο τρόπο που το κάθε άτομο να βρίσκει την ευχαρίστησή του, την εσωτερική του ενότητα και την πραγματική του ευτυχία σε αυτό που έχει κατακτηθεί από κοινού και όχι απλώς σε ένα άθροισμα μεμονωμένων ατομικών εγχειρημάτων. 

Θεμέλιο μιας τέτοιας εναρμόνισης αποτελεί η κοινωνική ηθική, η ηθική τάξη (Sittlichkeit). Ποιος εγγυάται τούτη την ηθική τάξη; Το κράτος. Το τελικό ζητούμενο λοιπόν είναι η έννοια και η ουσία του κράτους –κάτι που θα μας απασχολήσει σε επόμενες αναρτήσεις– με προαπαιτούμενο: την κατανόηση της εγελιανής Sittlichkeit.

§2

Πριν απ’ όλα, η εγελιανή Sittlichkeit ανάγει τις ρίζες της στην ιστορικότητα του ανθρώπινου κόσμου, με ιστορική αφετηρία πάντοτε την έννοια και την πράξη του αρχαίου ελληνικού ήθους. Όταν επομένως ο Χέγκελ μιλάει περί κοινωνικής ηθικής ή ηθικής τάξης και ζωής δεν εννοεί κάποια δέσμη θεολογικών κανόνων ή παρόμοιων ηθικών εντολών, υπαγορευμένων έξωθεν, αλλά πολύτροπα σύνολα κοινωνικών και πολιτικών κυρίως ιδεών που επιτρέπουν στην κάθε ατομικότητα να αναπτύσσεται με τα δικά της χαρακτηριστικά αλλά σε συντονία με τους υψηλούς σκοπούς της κοινωνίας. Στα σύνολα αυτά των ιδεών ανήκουν οι διάφορες εκφάνσεις του ανθρώπινου πολιτισμού, μαζί και η ηθική των ατόμων ως κοινωνικών όντων (Moralität), η τέχνη, η ποίηση, η θρησκεία και η φιλοσοφία. Όλες αυτές οι εκφάνσεις είναι εξωτερικεύσεις και εφαρμογές ενός ενιαίου και μοναδικού ήθους. Γι’ αυτό και δικαίως ο Χέγκελ μιλούσε για μια ενιαία και αδιαίρετη φιλοσοφία με επί μέρους διακλαδώσεις, στις οποίες αντιστοιχούν οι εκάστοτε ιστορικές αναπτύξεις της φιλοσοφίας. Τα ιστορικά αναπτύγματα της φιλοσοφίας δεν είναι απλώς πολιτισμικά δημιουργήματα, αλλά κατ’ εξοχήν πνευματικά, δηλαδή ιστορικά επιτεύγματα του ανθρώπινου πολιτισμού, τα οποία ανασυλλέγονται ως νοητή γραμμή που καθοδηγεί και συνέχει την εξέλιξη του κόσμου. Ο Χέγκελ συμπυκνώνει σε τρεις λέξεις όλη αυτή τη διεργασία ανασυλλογής και εξελικτικής προοπτικής του νεωτερικού κόσμου: Φαινομενολογία του πνεύματος. Απ’ αυτή την άποψη, αποτελεί μέγιστη και ασυγχώρητη μωρία να συνθλίβεται η κατά Χέγκελ έννοια του πνεύματος στα σιδερόφρακτα πλοκάμια ενός εργαλειακού νου (π.χ. Φαινομενολογία του νου). Αυτός ο «νους» δεν έχει καμιά σχέση με την αρχαιοελληνική έννοια του νου –που περιλαμβάνεται μέσα στο εγελιανό πνεύμα– παρά είναι η κατονομασία του μετά τον Διαφωτισμό καθιδρυμένου εργαλειακού λόγου της αστικής εξουσίας. Εάν στο πρώιμο νεωτερικό του ξεκίνημα αυτός ο Λόγος αποτελούσε πρόοδο για την αναδυόμενη αστική κοινωνία, κατά την περίοδο της ύστερης νεωτερικής εποχής και μέχρι σήμερα έχει ένα μόνο έργο: να αποδομεί την κοινωνική ηθική, αυτό το πιο ισχυρό ρίζωμα του πνεύματος, εν ονόματι μιας νεφελώδους προόδου της κοινωνίας. Έτσι οι εκάστοτε πολιτικοί, γιατί όχι και «φιλοσοφικοί», απατεώνες βρίσκουν πρόσφορο έδαφος να αυτό-αναγορεύονται σε «σωτήρες» μιας κοινωνίας και ενός έθνους ή ακόμη και σε ανα-μορφωτές της φιλοσοφικής σκέψης.

ΠΛΑΤΩΝ: Πρωταγόρας (324d-326e)

Ἔτι δὴ λοιπὴ ἀπορία ἐστίν, ἣν ἀπορεῖς περὶ τῶν ἀνδρῶν τῶν ἀγαθῶν, τί δήποτε οἱ ἄνδρες οἱ ἀγαθοὶ τὰ μὲν ἄλλα τοὺς αὑτῶν ὑεῖς διδάσκουσιν ἃ διδασκάλων ἔχεται καὶ σοφοὺς ποιοῦσιν, ἣν δὲ αὐτοὶ ἀρετὴν ἀγαθοὶ οὐδενὸς βελτίους ποιοῦσιν. τούτου δὴ πέρι, ὦ Σώκρατες, οὐκέτι μῦθόν σοι ἐρῶ ἀλλὰ λόγον. ὧδε γὰρ ἐννόησον· πότερον ἔστιν τι ἓν ἢ οὐκ ἔστιν οὗ ἀναγκαῖον πάντας τοὺς πολίτας μετέχειν, [324e] εἴπερ μέλλει πόλις εἶναι; ἐν τούτῳ γὰρ αὕτη λύεται ἡ ἀπορία ἣν σὺ ἀπορεῖς ἢ ἄλλοθι οὐδαμοῦ. εἰ μὲν γὰρ ἔστιν, καὶ τοῦτό ἐστιν τὸ ἓν οὐ τεκτονικὴ οὐδὲ χαλκεία οὐδὲ κεραμεία [325a] ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ σωφροσύνη καὶ τὸ ὅσιον εἶναι, καὶ συλλήβδην ἓν αὐτὸ προσαγορεύω εἶναι ἀνδρὸς ἀρετήν —εἰ τοῦτ᾽ ἐστὶν οὗ δεῖ πάντας μετέχειν καὶ μετὰ τούτου πάντ᾽ ἄνδρα, ἐάν τι καὶ ἄλλο βούληται μανθάνειν ἢ πράττειν, οὕτω πράττειν, ἄνευ δὲ τούτου μή, ἢ τὸν μὴ μετέχοντα καὶ διδάσκειν καὶ κολάζειν καὶ παῖδα καὶ ἄνδρα καὶ γυναῖκα, ἕωσπερ ἂν κολαζόμενος βελτίων γένηται, ὃς δ᾽ ἂν μὴ ὑπακούῃ κολαζόμενος καὶ διδασκόμενος, ὡς ἀνίατον ὄντα τοῦτον [325b] ἐκβάλλειν ἐκ τῶν πόλεων ἢ ἀποκτείνειν— εἰ οὕτω μὲν ἔχει, οὕτω δ᾽ αὐτοῦ πεφυκότος οἱ ἀγαθοὶ ἄνδρες εἰ τὰ μὲν ἄλλα διδάσκονται τοὺς ὑεῖς, τοῦτο δὲ μή, σκέψαι ὡς θαυμασίως γίγνονται οἱ ἀγαθοί. ὅτι μὲν γὰρ διδακτὸν αὐτὸ ἡγοῦνται καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ, ἀπεδείξαμεν· διδακτοῦ δὲ ὄντος καὶ θεραπευτοῦ τὰ μὲν ἄλλα ἄρα τοὺς ὑεῖς διδάσκονται, ἐφ᾽ οἷς οὐκ ἔστι θάνατος ἡ ζημία ἐὰν μὴ ἐπίστωνται, ἐφ᾽ ᾧ δὲ ἥ τε ζημία θάνατος αὐτῶν τοῖς παισὶ καὶ φυγαὶ μὴ μαθοῦσι [325c] μηδὲ θεραπευθεῖσιν εἰς ἀρετήν, καὶ πρὸς τῷ θανάτῳ χρημάτων τε δημεύσεις καὶ ὡς ἔπος εἰπεῖν συλλήβδην τῶν οἴκων ἀνατροπαί, ταῦτα δ᾽ ἄρα οὐ διδάσκονται οὐδ᾽ ἐπιμελοῦνται πᾶσαν ἐπιμέλειαν; οἴεσθαί γε χρή, ὦ Σώκρατες. ἐκ παίδων σμικρῶν ἀρξάμενοι, μέχρι οὗπερ ἂν ζῶσι, καὶ διδάσκουσι καὶ νουθετοῦσιν. ἐπειδὰν θᾶττον συνιῇ τις τὰ λεγόμενα, καὶ τροφὸς καὶ μήτηρ καὶ παιδαγωγὸς καὶ αὐτὸς [325d] ὁ πατὴρ περὶ τούτου διαμάχονται, ὅπως ‹ὡς› βέλτιστος ἔσται ὁ παῖς, παρ᾽ ἕκαστον καὶ ἔργον καὶ λόγον διδάσκοντες καὶ ἐνδεικνύμενοι ὅτι τὸ μὲν δίκαιον, τὸ δὲ ἄδικον, καὶ τόδε μὲν καλόν, τόδε δὲ αἰσχρόν, καὶ τόδε μὲν ὅσιον, τόδε δὲ ἀνόσιον, καὶ τὰ μὲν ποίει, τὰ δὲ μὴ ποίει. καὶ ἐὰν μὲν ἑκὼν πείθηται· εἰ δὲ μή, ὥσπερ ξύλον διαστρεφόμενον καὶ καμπτόμενον εὐθύνουσιν ἀπειλαῖς καὶ πληγαῖς. μετὰ δὲ ταῦτα εἰς διδασκάλων πέμποντες πολὺ μᾶλλον ἐντέλλονται ἐπιμελεῖσθαι [325e] εὐκοσμίας τῶν παίδων ἢ γραμμάτων τε καὶ κιθαρίσεως· οἱ δὲ διδάσκαλοι τούτων τε ἐπιμελοῦνται, καὶ ἐπειδὰν αὖ γράμματα μάθωσιν καὶ μέλλωσιν συνήσειν τὰ γεγραμμένα ὥσπερ τότε τὴν φωνήν, παρατιθέασιν αὐτοῖς ἐπὶ τῶν βάθρων ἀναγιγνώσκειν ποιητῶν ἀγαθῶν ποιήματα καὶ ἐκμανθάνειν [326a] ἀναγκάζουσιν, ἐν οἷς πολλαὶ μὲν νουθετήσεις ἔνεισιν πολλαὶ δὲ διέξοδοι καὶ ἔπαινοι καὶ ἐγκώμια παλαιῶν ἀνδρῶν ἀγαθῶν, ἵνα ὁ παῖς ζηλῶν μιμῆται καὶ ὀρέγηται τοιοῦτος γενέσθαι. οἵ τ᾽ αὖ κιθαρισταί, ἕτερα τοιαῦτα, σωφροσύνης τε ἐπιμελοῦνται καὶ ὅπως ἂν οἱ νέοι μηδὲν κακουργῶσιν· πρὸς δὲ τούτοις, ἐπειδὰν κιθαρίζειν μάθωσιν, ἄλλων αὖ ποιητῶν ἀγαθῶν ποιήματα διδάσκουσι μελοποιῶν, εἰς τὰ [326b] κιθαρίσματα ἐντείνοντες, καὶ τοὺς ῥυθμούς τε καὶ τὰς ἁρμονίας ἀναγκάζουσιν οἰκειοῦσθαι ταῖς ψυχαῖς τῶν παίδων, ἵνα ἡμερώτεροί τε ὦσιν, καὶ εὐρυθμότεροι καὶ εὐαρμοστότεροι γιγνόμενοι χρήσιμοι ὦσιν εἰς τὸ λέγειν τε καὶ πράττειν· πᾶς γὰρ ὁ βίος τοῦ ἀνθρώπου εὐρυθμίας τε καὶ εὐαρμοστίας δεῖται. ἔτι τοίνυν πρὸς τούτοις εἰς παιδοτρίβου πέμπουσιν, ἵνα τὰ σώματα βελτίω ἔχοντες ὑπηρετῶσι τῇ διανοίᾳ χρηστῇ [326c] οὔσῃ, καὶ μὴ ἀναγκάζωνται ἀποδειλιᾶν διὰ τὴν πονηρίαν τῶν σωμάτων καὶ ἐν τοῖς πολέμοις καὶ ἐν ταῖς ἄλλαις πράξεσιν. καὶ ταῦτα ποιοῦσιν οἱ μάλιστα δυνάμενοι ‹μάλιστα› —μάλιστα δὲ δύνανται οἱ πλουσιώτατοι— καὶ οἱ τούτων ὑεῖς, πρῳαίτατα εἰς διδασκάλων τῆς ἡλικίας ἀρξάμενοι φοιτᾶν, ὀψιαίτατα ἀπαλλάττονται. ἐπειδὰν δὲ ἐκ διδασκάλων ἀπαλλαγῶσιν, ἡ πόλις αὖ τούς τε νόμους ἀναγκάζει μανθάνειν καὶ κατὰ τούτους ζῆν κατὰ παράδειγμα, [326d] ἵνα μὴ αὐτοὶ ἐφ᾽ αὑτῶν εἰκῇ πράττωσιν, ἀλλ᾽ ἀτεχνῶς ὥσπερ οἱ γραμματισταὶ τοῖς μήπω δεινοῖς γράφειν τῶν παίδων ὑπογράψαντες γραμμὰς τῇ γραφίδι οὕτω τὸ γραμματεῖον διδόασιν καὶ ἀναγκάζουσι γράφειν κατὰ τὴν ὑφήγησιν τῶν γραμμῶν, ὣς δὲ καὶ ἡ πόλις νόμους ὑπογράψασα, ἀγαθῶν καὶ παλαιῶν νομοθετῶν εὑρήματα, κατὰ τούτους ἀναγκάζει καὶ ἄρχειν καὶ ἄρχεσθαι, ὃς δ᾽ ἂν ἐκτὸς βαίνῃ τούτων, κολάζει· καὶ ὄνομα τῇ κολάσει ταύτῃ καὶ παρ᾽ ὑμῖν [326e] καὶ ἄλλοθι πολλαχοῦ, ὡς εὐθυνούσης τῆς δίκης, εὐθῦναι. τοσαύτης οὖν τῆς ἐπιμελείας οὔσης περὶ ἀρετῆς ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ, θαυμάζεις, ὦ Σώκρατες, καὶ ἀπορεῖς εἰ διδακτόν ἐστιν ἀρετή; ἀλλ᾽ οὐ χρὴ θαυμάζειν, ἀλλὰ πολὺ μᾶλλον εἰ μὴ διδακτόν.

γ) Ο «λόγος» του Πρωταγόρα: η αγωγή των νέων στην Αθήνα.
[324d] Ωστόσο μένει ακόμα η απορία που έχεις για τους άξιους ανθρώπους: τέλος πάντων, γιατί οι άξιοι άνθρωποι όλα τ᾽ άλλα, που είναι στα χέρια των δασκάλων, τα μαθαίνουν στα παιδιά τους και τα κάνουν παντογνώστες, όμως στην αρετή, όπου οι ίδιοι τους ξεχωρίζουν, δεν τα κάνουν ανώτερα από τον άλλο κόσμο; Πάνω σ᾽ αυτό δε θα σου πω πια ένα μύθο, Σωκράτη, αλλά ένα λόγο. Λοιπόν κάνε αυτό το συλλογισμό: υπάρχει άραγε ή δεν υπάρχει ένα ορισμένο πράγμα, που σ᾽ αυτό οπωσδήποτε πρέπει όλοι οι πολίτες να έχουν μερίδιο, [324e] αν βέβαια είναι να σταθεί η πολιτεία; Εδώ βρίσκεται η λύση αυτής της απορίας σου, και πουθενά αλλού. Γιατί, αν αληθινά υπάρχει αυτό το ένα, και αυτό δεν είναι ούτε του ξυλουργού ούτε του χαλκιά ούτε του κεραμιδά η τέχνη, [325a] αλλά η δικαιοσύνη και η σωφροσύνη και η οσιότητα —που όλα μαζί μ᾽ ένα όνομα τα λέω αρετή του ανθρώπου— αν αυτό είναι εκείνο, στο οποίο πρέπει όλοι να έχουν το μερίδιό τους, κι ο καθένας σ᾽ αυτό να βασίζεται, αν θέλει και κάτι άλλο να μάθει ή να κάμει, και όχι να το παραμερίζει· αλλιώς, πρέπει να συμβουλεύουμε και να τιμωρούμε όποιον δεν έχει το μερίδιό του σ᾽ αυτό, είτε είναι παιδί είτε άντρας είτε γυναίκα, ώσπου να γίνει καλύτερος με την τιμωρία, [325b] και να πετάμε έξω από τις πολιτείες και να σκοτώνουμε —μια και δεν παίρνει γιατρειά— όποιον δε βάζει μυαλό με τις τιμωρίες και τις συμβουλές· αν λοιπόν όλ᾽ αυτά είναι έτσι, και, ενώ έτσι τα κανόνισε η φύση, οι άξιοι άντρες μαθαίνουν στα παιδιά τους όλα τ᾽ άλλα, αυτό όμως όχι, βάλε με το νου σου πόσο παράξενα φέρνονται στην περίπτωση αυτή οι άξιοι. Γιατί αποδείξαμε ότι και στη δημόσια και στην ιδιωτική τους ζωή πιστεύουν ότι αυτό μπορεί να διδαχτεί. Και την ώρα που μπορεί να διδαχτεί και να καλλιεργηθεί, τα άλλα βέβαια τα μαθαίνουν στα παιδιά τους, που —κι αν δεν τα μάθουν— κανείς νόμος δεν τα τιμωρεί με θάνατο, κι από την άλλη, εκεί που ο νόμος τιμωρεί με θάνατο και με εξορία τα παιδιά τους —αν δε μάθουν [325c] κι αν δεν καλλιεργηθούν στην αρετή— και, σαν να μην έφτανε αυτό, με δήμευση της περιουσίας και, ας το πούμε έτσι με δυο λόγια, με ξερίζωμα της γενιάς, τί λες, αυτό δεν τους το μαθαίνουν και σ᾽ αυτό δεν αφιερώνουν όλες τους τις φροντίδες; Γίνεται να πιστεύεις κάτι τέτοιο, Σωκράτη; Αρχίζουν από τότε που τα παιδιά τους είναι μικρά και, όσο αυτοί βρίσκονται στη ζωή, τα διδάσκουν και τα συμβουλεύουν. Από τη στιγμή κιόλας που το παιδί καταλαβαίνει τί του λένε, και η παραμάνα και η μητέρα και ο παιδαγωγός, ακόμη [325d] κι ο πατέρας, πασχίζουν για τούτο: με ποιό τρόπο το παιδί θα γίνει αψεγάδιαστο· έτσι, πάνω σε κάθε πράξη και λόγο το διδάσκουν και του εξηγούν ότι το ένα είναι δίκαιο, το άλλο άδικο, το ένα ωραίο, το άλλο άσχημο, το ένα όσιο, το άλλο ανόσιο — και τα πρώτα να τα κάνεις, τα δεύτερα να μην τα κάνεις. Κι αν το παιδί υπακούει με τη θέλησή του, πάει καλά· ειδάλλως, σαν βέργα που στραβώνει και καμπουριάζει, το σιάζουν με φοβέρες και ξυλιές. Αργότερα το στέλνουν στο δάσκαλο, που του παραγγέλνουν να δώσει πολύ περισσότερη προσοχή [325e] στην καλή διαγωγή του παιδιού παρά στα γράμματα και την τέχνη της λύρας. Με τη σειρά τους οι δάσκαλοι γι᾽ αυτό φροντίζουν. Και όταν πια τα παιδιά μάθουν γράμματα και είναι σε θέση να καταλαβαίνουν τα όσα βλέπουν γραμμένα —όπως τότε τα λόγια—, οι δάσκαλοι τα βάζουν όρθια από τη θέση τους να διαβάζουν ποιήματα καλών ποιητών [326a] και τα αναγκάζουν να τα μαθαίνουν απ᾽ έξω. Μες στα ποιήματα αυτά βρίσκει κανείς ένα σωρό συμβουλές κι ένα σωρό διηγήσεις και παινέματα και ύμνους για τους ενάρετους ανθρώπους του παλιού καιρού, για να τους ζηλέψει το παιδί και να τους μιμηθεί και να λαχταρήσει να τους μοιάσει. Απ᾽ τη μεριά τους πάλι οι δάσκαλοι της λύρας κάτι παρόμοιο κάνουν, δηλαδή κάνουν ό,τι μπορούν, για να γίνουν οι νέοι φρόνιμοι και να μην κάνουν κανένα κακό· κοντά σ᾽ αυτά, αφού τους μάθουν την τέχνη της λύρας, στη συνέχεια τους διδάσκουν ποιήματα καλών ποιητών, διαφορετικών από τους προηγούμενους —των λυρικών ποιητών— [326b] ταιριάζοντας τη μουσική τους στη φωνή της λύρας· έτσι, υποχρεώνουν τους ρυθμούς και τις αρμονίες να συγγενέψουν με την ψυχή των παιδιών, ώστε να γίνουν και πιο ήμερα και χρήσιμα στα λόγια και στις πράξεις τους, με το να ποτιστούν με το ρυθμό και την αρμονία· γιατί η ζωή του ανθρώπου σε κάθε εκδήλωσή της έχει ανάγκη από ρυθμό και αρμονία. Λοιπόν, σαν να μην έφταναν όλα αυτά, τα στέλνουν ακόμα και στους γυμναστές, για να κάνουν κορμί δυνατότερο, κι έτσι το μυαλό τους το φωτισμένο να έχει βοηθό [326c] και να μην αναγκάζονται να δείχνουν δειλία στους πολέμους και στις άλλες πράξεις, επειδή το σώμα τούς προδίνει. Κι αυτά τα κάνουν με το παραπάνω εκείνοι που έχουν στη διάθεσή τους περισσότερα μέσα· και τα περισσότερα μέσα τα διαθέτουν οι πιο πλούσιοι. Αυτών λοιπόν οι γιοι πρώτοι πρώτοι απ᾽ τα παιδιά της ηλικίας τους αρχίζουν να πηγαίνουν στο σχολείο και σταματούν τις σπουδές χρόνια αργότερα από τους άλλους. Κι όταν πια φύγουν από τα χέρια των δασκάλων, η πολιτεία με τη σειρά της τα αναγκάζει να μάθουν τους νόμους και να ζουν σύμφωνα μ᾽ αυτούς, [326d] για να μην κάνει το καθένα του κεφαλιού του, αλλά ακριβώς όπως οι δάσκαλοι (για τα παιδιά που ακόμα δεν τα καταφέρνουν στο γράψιμο) πρώτα με το κοντύλι χαράζουν απαλές γραμμές, και κατόπι τους δίνουν την πλάκα και τα υποχρεώνουν να γράφουν καταπώς τους δείχνουν οι γραμμές, έτσι και η πολιτεία χαράζει τους νόμους, που τους βρήκαν οι καλοί νομοθέτες του παλιού καιρού· τα αναγκάζει και να δίνουν και να παίρνουν διαταγές σύμφωνα μ᾽ αυτούς. Όποιος όμως παραστρατίζει απ᾽ αυτούς, τον τιμωρεί, και η τιμωρία αυτή και στην πόλη σας [326e] αλλά και σε πολλά άλλα μέρη ονομάζεται «ευθύνες», γιατί η τιμωρία φέρνει τον παραβάτη στον ευθύ δρόμο. Οικογένεια και πολιτεία λοιπόν τόση φροντίδα δείχνουν για την αρετή — κι εσένα δεν το χωρεί το μυαλό σου, Σωκράτη, και αναρωτιέσαι αν η αρετή μπορεί να διδαχτεί; Πολύ περισσότερο θα ᾽πρεπε να σαστίζεις, αν δεν μπορούσε να διδαχτεί — όχι τώρα.