Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Μήδεια (719-763)

ΑΙ. πολλῶν ἕκατι τήνδε σοι δοῦναι χάριν,
720 γύναι, πρόθυμός εἰμι, πρῶτα μὲν θεῶν,
ἔπειτα παίδων ὧν ἐπαγγέλλῃ γονάς·
ἐς τοῦτο γὰρ δὴ φροῦδός εἰμι πᾶς ἐγώ.
οὕτω δ᾽ ἔχει μοι· σοῦ μὲν ἐλθούσης χθόνα,
πειράσομαί σου προξενεῖν δίκαιος ὤν.
725 [τοσόνδε μέντοι σοι προσημαίνω, γύναι·
ἐκ τῆσδε μὲν γῆς οὔ σ᾽ ἄγειν βουλήσομαι.]
αὐτὴ δ᾽ ἐάνπερ εἰς ἐμοὺς ἔλθῃς δόμους,
μενεῖς ἄσυλος κοὔ σε μὴ μεθῶ τινι·
ἐκ τῆσδε δ᾽ αὐτὴ γῆς ἀπαλλάσσου πόδα·
730 ἀναίτιος γὰρ καὶ ξένοις εἶναι θέλω.
ΜΗ. ἔσται τάδ᾽· ἀλλὰ πίστις εἰ γένοιτό μοι
τούτων, ἔχοιμ᾽ ἂν πάντα πρὸς σέθεν καλῶς.
ΑΙ. μῶν οὐ πέποιθας; ἢ τί σοι τὸ δυσχερές;
ΜΗ. πέποιθα· Πελίου δ᾽ ἐχθρός ἐστί μοι δόμος
735 Κρέων τε. τούτοις δ᾽ ὁρκίοισι μὲν ζυγεὶς
ἄγουσιν οὐ μεθεῖ᾽ ἂν ἐκ γαίας ἐμέ·
λόγοις δὲ συμβὰς καὶ θεῶν ἀνώμοτος
φίλος γένοι᾽ ἂν κἀπικηρυκεύμασιν
τάχ᾽ ἂν πίθοιο· τἀμὰ μὲν γὰρ ἀσθενῆ,
740 τοῖς δ᾽ ὄλβος ἐστὶ καὶ δόμος τυραννικός.
ΑΙ. πολλὴν ἔδειξας ἐν λόγοις προμηθίαν·
ἀλλ᾽, εἰ δοκεῖ σοι, δρᾶν τάδ᾽ οὐκ ἀφίσταμαι.
ἐμοί τε γὰρ τάδ᾽ ἐστὶν ἀσφαλέστερα,
σκῆψίν τιν᾽ ἐχθροῖς σοῖς ἔχοντα δεικνύναι,
745 τὸ σόν τ᾽ ἄραρε μᾶλλον. ἐξηγοῦ θεούς.
ΜΗ. ὄμνυ πέδον Γῆς πατέρα θ᾽ Ἥλιον πατρὸς
τοὐμοῦ θεῶν τε συντιθεὶς ἅπαν γένος.
ΑΙ. τί χρῆμα δράσειν ἢ τί μὴ δράσειν; λέγε.
ΜΗ. μήτ᾽ αὐτὸς ἐκ γῆς σῆς ἔμ᾽ ἐκβαλεῖν ποτε,
750 μήτ᾽ ἄλλος ἤν τις τῶν ἐμῶν ἐχθρῶν ἄγειν
χρῄζῃ μεθήσειν ζῶν ἑκουσίῳ τρόπῳ.
ΑΙ. ὄμνυμι Γαῖαν φῶς τε λαμπρὸν Ἡλίου
θεούς τε πάντας ἐμμενεῖν ἅ σου κλύω.
ΜΗ. ἀρκεῖ· τί δ᾽ ὅρκῳ τῷδε μὴ ᾽μμένων πάθοις;
755 ΑΙ. ἃ τοῖσι δυσσεβοῦσι γίγνεται βροτῶν.
ΜΗ. χαίρων πορεύου· πάντα γὰρ καλῶς ἔχει.
κἀγὼ πόλιν σὴν ὡς τάχιστ᾽ ἀφίξομαι,
πράξασ᾽ ἃ μέλλω καὶ τυχοῦσ᾽ ἃ βούλομαι.
ΧΟ. ἀλλά σ᾽ ὁ Μαίας πομπαῖος ἄναξ
760 πελάσειε δόμοις ὧν τ᾽ ἐπίνοιαν
σπεύδεις κατέχων πράξειας, ἐπεὶ
γενναῖος ἀνήρ,
Αἰγεῦ, παρ᾽ ἐμοὶ δεδόκησαι.

***
ΑΙ. Για πολλούς λόγους, γυναίκα, θέλω από την καρδιά μου
720 να σου κάνω αυτή τη χάρη· πρώτα για τους θεούς,
και ύστερα για τα παιδιά που ευαγγελίζεσαι.
Γιατί εδώ είναι που εγώ καταποντίστηκα.
Άκου λοιπόν πώς σκέφτομαι: Αν έρθεις στη χώρα μου,
θα προσπαθήσω, όπως έχω χρέος, να σε προστατεύσω.
725 [Σου φανερώνω από τώρα τούτο μόνο, γυναίκα:
Από εδώ δεν θα θελήσω να σε πάρω.]
Αν φτάσεις με το καλό μόνη σου στο σπίτι μου,
θα μείνεις εκεί αβλαβής και δεν θ᾽ αφήσω να σε πάρουν.
Από εδώ φρόντισε να φύγεις μόνη σου.
730 Δεν θέλω και να με κατηγορήσουν οι φίλοι.
ΜΗ. Έτσι θα γίνει. Αν όμως είχα κάποια δέσμευση γι᾽ αυτά,
θα ήταν όλα από την πλευρά σου άψογα.
ΑΙ. Δεν μου έχεις μήπως εμπιστοσύνη; Τί σε ανησυχεί;
ΜΗ. Σου έχω· όμως το σπίτι του Πελία και ο Κρέων
735 είναι εχθροί μου. Αν έχεις μπει στον ζυγό των όρκων,
όταν εκείνοι θελήσουν να με πάρουν από τη χώρα,
δεν θα με παραδώσεις.
Αν όμως έχεις συμφωνήσει απλώς με λόγια
και δεν έχεις δώσει όρκο στους θεούς,
μπορεί να γίνεις φίλος τους και να υποκύψεις ίσως
στις επιταγές τους. Εγώ δεν έχω, βλέπεις, δύναμη,
740 ενώ εκείνοι έχουν πλούτη και παλάτια.
ΑΙ. Τα λόγια σου φανερώνουν μεγάλη προνοητικότητα.
Αν λοιπόν έτσι κρίνεις, δεν αρνούμαι να πράξω αυτό που θες.
Γιατί και για μένα είναι τούτο ασφαλέστερο,
να έχω ένα λόγο να προβάλω στους εχθρούς σου,
745 και εσύ εξασφαλίζεσαι καλύτερα. Υπόδειξέ μου τους θεούς.
ΜΗ. Ορκίσου στο χώμα της Γης και στον πατέρα του πατρός μου,
τον Ήλιο, και μαζί στο γένος όλων των θεών.
ΑΙ. Ότι θα πράξω ή δεν θα πράξω τί; Λέγε.
ΜΗ. Ότι ούτε ο ίδιος θα με διώξεις ποτέ από τη χώρα σου,
750 ούτε, όσο θα ζεις, θα με παραδώσεις με τη θέλησή σου,
αν κάποιος από τους εχθρούς μου ζητήσει να με πάρει.
ΑΙ. Ορκίζομαι στη Γη και στο υπέρλαμπρο φως του Ήλιου
και στους θεούς όλους να σεβαστώ αυτά που ακούω.
ΜΗ. Καλώς. Αν δεν τηρήσεις τούτον τον όρκο, να πάθεις τί;
755 ΑΙ. Ό,τι παθαίνουν όσοι ασεβούν.
ΜΗ. Καλό δρόμο να έχεις. Είναι όλα όπως πρέπει.
Εγώ θα φτάσω το γρηγορότερο στην πόλη σου,
αφού πρώτα πράξω όσα έχω να πράξω
και πετύχω αυτά που θέλω να πετύχω.

(Ο Αιγέας κατευθύνεται προς την πάροδο
από την οποία είχε εισέλθει
.)

ΧΟ. Είθε ο Ερμής, ο γιος της Μαίας, ο άρχων των οδοιπόρων,
760 να σε οδηγήσει στο σπίτι σου και όσα με πάθος επόθησες
να γίνουν πράξη, γιατί για μένα, Αιγέα,
έχεις το φέρσιμο ανθρώπου από καλή γενιά.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Η Eλληνική γλώσσα και το αλφάβητο

5.7 Τί μας λένε οι πρώτες αλφαβητικές επιγραφές

Όπως έχουμε ήδη πει, οι πρώτες αλφαβητικές επιγραφές στην ελληνική γλώσσα χρονολογούνται γύρω στα μέσα του 8ου αιώνα π.Χ. Το ενδιαφέρον είναι ότι τα πρώτα αυτά κείμενα είναι όλα ιδιωτικού χαρακτήρα. 

Σε ένα από αυτά, χαραγμένο πάνω σε ένα αγγείο (οινοχόη του Δίπυλου, στην Αττική· βλ. εικ.), διαβάζουμε, από τα δεξιά προς τα αριστερά: «Όποιος από τους χορευτές χορεύει πιο ελαφρά…» Η συνέχεια είναι δυσανάγνωστη αλλά το πιθανότερο είναι ότι έλεγε «θα πάρει το βραβείο», δηλαδή το αγγείο. Σε ένα άλλο πάλι αγγείο της ίδιας εποχής από το νησί Πιθηκούσες διαβάζουμε, πάλι από τα δεξιά  προς τα αριστερά: «Είμαι το γλυκόπιοτο ποτήρι του Νέστορα. Όποιος πιει από τούτο το ποτήρι, αυτόν αμέσως θα τον κυριέψει ο πόθος της Αφροδίτης με το όμορφο στεφάνι.» Σε άλλο αγγείο από την Κόρινθο διαβάζουμε: «Πολύτερπος. Πυρρίας, επικεφαλής του χορού· αυτουνού είναι το αγγείο.»

Στη μακρινή Αίγυπτο οι φαραώ χρησιμοποιούσαν Έλληνες μισθοφόρους, δηλαδή επαγγελματίες στρατιώτες. Σε μια εκστρατεία του φαραώ Ψαμμήτιχου του Β΄ (595-589 π.Χ.) στη Νουβία το 591 π.Χ., Έλληνες στρατιώτες χάραξαν τα ονόματά τους στα πόδια κολοσσιαίων αγαλμάτων του φαραώ Ραμσή Β' μπροστά στον ναό του Αμπού Σιμπέλ στη Νουβία. Σε άλλα, τέλος, αγγεία διαβάζουμε τα ονόματα του τεχνίτη που τα έκανε. Απλοί άνθρωποι χαράζουν απλά μηνύματα. Κανένας από αυτούς δεν μοιάζει να είναι επαγγελματίας γραφέας, όπως στις παλαιότερες εποχές όπου η γραφή ήταν το προνόμιο ειδικών γραφέων και ειδικών αναγνωστών.

Θέτοντας τη ζωή υπό έλεγχο: Η αυταρχική προσωπικότητα

Το πιο εντυπωσιακό γνώρισμα της ανθρώπινης ιδιοσυγκρασίας είναι ο δυναμικός της χαρακτήρας, δηλαδή η ένταση με την οποία ο άνθρωπος εκφράζει τα πάθη, τα συναισθήματα και τις επιθυμίες του.

Το δυναμικό ιδίωμα της ανθρώπινης συμπεριφοράς καθιστά τη ζωή απρόβλεπτη, τρομακτική και κυρίως αβέβαιη. Η αβεβαιότητα αυτή της ύπαρξης, καθώς και ο φόβος και το δυσβάσταχτο άγχος που τη συνοδεύουν, οδηγεί τον άνθρωπο στην αναζήτηση νοήματος που θα λειτουργήσει ως πυξίδα στο σύντομο ταξίδι που ονομάζουμε ζωή.

Όντως, η ανάγκη για ένα σύστημα προσανατολισμού είναι ζωτικής σημασίας για τον άνθρωπο. Στον πυρήνα ενός τέτοιου συστήματος βρίσκεται η υπαρξιακή αλήθεια που υπαγορεύει ότι ο άνθρωπος αγωνίζεται ολομόναχος μέσα σε ένα σύμπαν αδιάφορο γι’ αυτόν, αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει καμία δύναμη έξω από αυτόν που θα δώσει λύσεις στα προβλήματα και τις ανησυχίες του.

Αν ο άνθρωπος αγκαλιάσει αυτή την υπαρξιακή αλήθεια, αν αναλάβει την ευθύνη του εαυτού του, τότε οδηγείται στην επιλογή ενός υγιούς και παραγωγικού προσανατολισμού. Αν ωστόσο από την άλλη, δεν μπορεί να σηκώσει το βάρος της ευθύνης της ίδιας του της ύπαρξης, τότε προσπαθεί να καταπραΰνει τα οδυνηρά συναισθήματα άγχους που αυτή συνεπάγεται μέσω της εγκατάλειψης του εαυτού του.

Συνεπώς, λύνει το υπαρξιακό του πρόβλημα «ευνουχίζοντας» την ύπαρξη του και παραιτείται από την προσωπική του ελευθερία.

Όντας γυμνός από καθετί δικό του, ο άνθρωπος αναζητά καταφύγιο σε μία αρχή η οποία θα λειτουργήσει ως αντίδοτο ναρκώνοντας τους υπαρξιακούς του φόβους. Η αρχή, είναι μια δύναμη έξω από τον εαυτό του ατόμου η οποία καθορίζει την ποιότητα και τον τρόπο ζωής του, το κατευθύνει και το ορίζει. Ως αντάλλαγμα, το άτομο υποτάσσεται με όλη του τη δύναμη στην αρχή, μετατρέπεται σε αυτό που ονομάζουμε αυταρχικό χαρακτήρα.

Βασικό χαρακτηριστικό της αυταρχικής προσωπικότητας είναι η υπακοή σε μια εξουσία που βρίσκεται υψηλότερα από τον εαυτό του. Η εξουσία αυτή γίνεται ρυθμιστής της ζωής του, είναι αιώνια, άφθαρτη και παντοδύναμη.

Εξουσία με άλλα λόγια είναι οτιδήποτε υπνωτίζει τον εσωτερικό εαυτό ενός ανθρώπου, τη θέση του οποίου διαδέχεται κάτι ξένο που βρίσκεται έξω από αυτόν. Υπό αυτή την έννοια αρχή μπορεί να αποτελούν μια πολιτική ή θρησκευτική ιδεολογία, οι ηθικές ή κοινωνικές επιταγές, οι διάφορες σχολές σκέψης και ούτω καθεξής.

Η ένταση προσήλωσης στην αρχή και ο βαθμός στον οποίο το άτομο παραιτείται από την προσωπική του ελευθερία είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ αφομοίωσης από την αρχή και πνευματικής ενασχόλησης με κάποια ιδεολογία ή δραστηριότητα.

Τόσο τα στοιχεία του σαδισμού όσο και του μαζοχισμού είναι εμφανή στην αυταρχική δομή προσωπικότητας.

Η μαζοχιστική της πλευρά είναι έκδηλη στην πλήρη υποταγή του στην «ανώτερη δύναμη» ενώ παράλληλα επιθυμεί να θέτει τους άλλους κάτω από την κυριαρχία του, γεγονός που φανερώνει παράλληλα και τη σαδιστική του υπόσταση. Στο μαζοχισμό, το άτομο πασχίζει να απαλλαγεί από τον εσωτερικό του εαυτό, τον οποίο θυσιάζει μέσω της πλήρους προσκόλλησης σε ένα άλλο αντικείμενο.

Στο σαδισμό από την άλλη, η ανάγκη για κυριαρχία σε ένα άλλο πρόσωπο είναι επίσης ένα είδος εξάρτησης που πηγάζει από την αδυναμία του ατόμου να αναγνωρίσει και να αγκαλιάσει τα δικά του πάθη. Παραποιώντας τον Γιουνγκ, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι μόνο ο υποταγμένος έχει την τάση να κυριαρχεί στους άλλους.

Ο άνθρωπος που έχει εγκαταλείψει τον εαυτό του έχει μία φαινομενικά υψηλή αίσθηση καθήκοντος. Συνεχώς και απαράκλητα οφείλει να υπηρετεί την αρχή και όταν δε το κάνει το αίσθημα άγχους και δυσφορίας που τον κυριεύει είναι καταστροφικό.

Έτσι, ωθείται ψυχαναγκαστικά σε μία αέναη αναζήτηση βεβαιότητας και ψευδούς ασφάλειας. Πάντοτε όμως θα νιώθει ταραγμένος, ανήσυχος και ανολοκλήρωτος. Είναι καταδικασμένος να αναζητά συνεχώς νόημα, ευτυχία και ολοκλήρωση σε κάτι έξω από τον εαυτό του. Ξεχνά όμως, ότι αυτός ο ίδιος ο ριψοκίνδυνος χαρακτήρας της ζωής είναι αυτός που θέτει σε λειτουργία τα γρανάζια της προσωπικής ωρίμανσης και ανάπτυξης.

Η ζωή δεν έχει άλλο νόημα εκτός από αυτό που εμείς της δίνουμε. Για να μπορέσει ένας άνθρωπος να αποκτήσει νόημα στη ζωή του θα πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της ύπαρξης του. Να αναπτύξει τις δυνάμεις που πηγάζουν από αυτόν, εγκαταλείποντας την ανάγκη για ασφάλεια στη ζωή του, η οποία αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την αναζήτηση νοήματος.

Ο ολοκληρωμένος άνθρωπος είναι ικανός να ανέχεται την ανασφάλεια χωρίς να κυριεύεται από πανικό. Όπως άλλωστε πολύ όμορφα εμφαίνει ο Φρομ «Ο ελεύθερος άνθρωπος είναι αναγκαστικά ανασφαλής, ο σκεπτόμενος άνθρωπος αναγκαστικά αβέβαιος».

Η ασυνειδησία της αδυναμίας μας συνιστά τη δύναμή μας

Μόνο η ασυνειδησία και η άγνοια επιτρέπουν στον άνθρωπο να είναι ευτυχής. Το πρότυπο της ευτυχίας είναι το παιδί. Η μόνη στιγμή που ένα παιδί δεν είναι ευτυχισμένο είναι όταν είναι άρρωστο. Και μια οικουμενική συνείδηση του εαυτού του συνδέεται με αυτήν την αρρώστια. Ο άνθρωπος στην αρχή δεν έχει συνείδηση της μικρότητάς του απέναντι στο χώρο και δεν καταλαβαίνει ποτέ καθαρά την ασημαντότητά του απέναντι στο χρόνο.

Η ασυνειδησία της αδυναμίας μας συνιστά τη δύναμή μας. Η ασυνειδησία του κινδύνου συνιστά την τόλμη μας. Η ασυνειδησία του μυστηρίου και της φρίκης που αντιπροσωπεύει ο θάνατος συνιστά το θάρρος μας ενώπιόν του.

Τι μπορεί να μας δώσει απόλαυση ή μεγαλείο; Οι αισθήσεις; Τίποτε απ’ αυτά` διότι... 

Η γνώση; Η μόνη ευτυχία της γνώσης είναι η άγνοια, είναι η ασυνειδησία όσων δεν ξέρουμε και δεν θα μάθουμε ποτέ. Η απόλαυσή μας στη δράση προέρχεται από το ότι δεν υπολογίζουμε μέχρι ποίου σημείου κάθε ανθρώπινη πράξη είναι ριζικά περιορισμένη και ανώφελη.

Αλλά, μας λένε, χωρίς αυτή την ασυνειδησία, χωρίς αυτή την αμόρφωτη πίστη, τι θα κάνουμε; Τίποτα. Αλλά ό, τι είναι καμωμένο τι είναι, αν όχι τίποτα; Τι αξίζει στο σύστημα του κόσμου και των όντων η ελάχιστη δραστηριότητά μας;

Να γνωρίζουμε; Τι λοιπόν; Την εξωτερική όψη των πραγμάτων; Ο δρόμος είναι ακαθόριστος` η εξωτερική όψη είναι αστείρευτη και δεν υπάρχει παρά μία βεβαιότητα: δεν γνωρίζουμε ποτέ τα πάντα, και δεδομένου ότι για να γνωρίζουμε πραγματικά, γιατί η γνώση είναι σύνθεση, θα έπρεπε όντως να γνωρίζουμε τα πάντα, συνεπάγεται ότι η γνώση μας είναι συνθετική, κοινότοπη, απατηλή, τιποτένια.

Να γνωρίζουμε την ουσία των πραγμάτων; Κανένα τους δεν έχει ουσία. Δεν βλέπουμε παρά το εξωτερικό τους` και θα έπρεπε να γνωρίζουμε όλο τους το εξωτερικό για να μπορέσουμε να συναγάγουμε την ουσία. Ακόμη κι αν γνωρίζαμε τη σύνθεση του εξωτερικού – θα μας ανοιγόταν άραγε το πραγματικό;

Μήπως τότε καταλαβαίνουμε ενστικτωδώς την ουσία του κόσμου; Πώς; Η αλήθεια είναι μία. Αν ήταν στο χέρι μας να τη βρούμε θα την είχαμε ήδη βρει. Θα ήμασταν εντός της εξαρχής.

Τι με νοιάζει αν συσσωρεύονται επινοήσεις επί επινοήσεων, εμπειρίες επί εμπειριών, που καθιστούν πιο περίπλοκη τη ζωή και τη σκέψη… Παραμένουμε στην ίδια άπειρη απόσταση από την αλήθεια και την ευτυχία.

ΣΤΟΧΑΣΜΟΣ ΠΑΝΩ ΣΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΦΥΤΩΝ

Η κινεζική σκέψη στοχάστηκε σε εντυπωσιακό βάθος την έννοια της διαδικασίας, της ωρίμανσης. Το γεγονός αυτό σηματοδοτεί ένα χάσμα σε σχέση με την ευρωπαϊκή σκέψη, η οποία αφιερώθηκε στη δραματοποίηση του αποτελέσματος: ενός αποτελέσματος φανερού αλλά βεβιασμένου — που φαίνεται επειδή ακριβώς είναι προϊόν βίας (μιας και η βία είναι αυτή που το φέρνει στο φως). Το αποτέλεσμα τούτο είναι, επομένως, επίπλαστο: ένα ψευδοαποτέλεσμα. Ας αφήσουμε για λίγο στην άκρη τη στρατηγική σκέψη, κι ας μελετήσουμε μια ιστορία από το βιβλίο του Μέγγιου, ένα κορυφαίο κείμενο της λεγόμενης κομφουκιανής παράδοσης, γραμμένο τον 4ο αιώνα π.Χ., την εποχή των μεγάλων θεωρητικών της στρατηγικής.

Ο Μέγγιος αφηγείται μια ιστορία. Ένας χωρικός γυρίζει σπίτι του το βράδυ και λέει στα παιδιά του: «Σήμερα είμαι κατάκοπος, όλη μέρα τραβούσα ένα-ένα τα φυντάνια του χωραφιού». Το να τραβήξεις τα φυντάνια ενός ολόκληρου χωραφιού, το ένα μετά το άλλο, είναι προφανώς κοπιαστικότατο. Όταν τα παιδιά του χωρικού πηγαίνουν να δουν το χωράφι, τα πάντα είναι ξεραμένα.

Να ένα παράδειγμα του τι δεν πρέπει να κάνουμε, μας λέει ο Μέγγιος. Θέλεις να αναπτυχθεί το φυτό και τραβάς προς τα πάνω το φυντάνι για να μεγαλώσει. Θέλεις να φτάσεις στο αποτέλεσμα με τον πιο ευθύ, τον πιο άμεσο τρόπο, δεδομένου του στόχου που έχεις θέσει. Κάνοντάς το όμως αυτό, χάνεις το αποτέλεσμα, διότι βίασες τα πράγματα. Θέλοντας να επιταχύνεις την ανάπτυξη και δρώντας με τρόπο άμεσο, έρχεσαι σε σύγκρουση με την εξελισσόμενη διαδικασία. Διότι εμποδίζεις, ανακόπτεις τη δυνατότητα αυτοδύναμης επέλευσης του αποτελέσματος. Διότι, προφανώς, η ανάπτυξη του φυντανιού ήταν κάτι που θα προέκυπτε από την ίδια την κατάσταση. Την εμπεριείχε ήδη ο σπόρος που βρισκόταν μέσα στη γη. Αντί να επέμβεις. αντί να κοπιάσεις, θα ήταν αρκετό να εκμεταλλευτείς τη δυναμική της κατάστασης: να αφήσεις την κατάσταση να ωριμάσει.

Δύο είναι οι παγίδες που πρέπει να αποφύγουμε, λέει ο Μέγγιος. Η μία είναι να πιάσουμε και να τραβήξουμε το φυντάνι για να πετύχουμε «άμεσα» την ανάπτυξη του φυτού. Εξαιτίας της σπουδής να πράξουμε, ώστε να πετύχουμε τον σκοπό μας, παύουμε να σεβόμαστε την αυτοδύναμη διαδικασία της ανάπτυξης: με άλλα λόγια, δεν αφήνουμε το αποτέλεσμα να ωριμάσει. Η άλλη παγίδα είναι να κάτσουμε στην άκρη του χωραφιού χαζεύοντας, περιμένοντας απλώς το φυτό ν’ αναπτυχθεί. Τι πρέπει να κάνουμε λοιπόν; Απαντώ: Αυτό που γνωρίζει ο κάθε αγρότης. Ούτε να τραβήξουμε το φυντάνι, ούτε να το κοιτάζουμε απλώς. Πρέπει να αφήσουμε τη διαδικασία να εξελιχθεί, δίχως όμως να την εγκαταλείψουμε. 0 Μέγγιος λέει: σκαλίζουμε και βοτανίζουμε γύρω απ’ το φυντάνι· οργώνουμε το χώμα, το αερίζουμε, κι έτσι βοηθάμε την ανάπτυξη του φυτού. Αποφεύγουμε τόσο την ανυπομονησία όσο και την αδράνεια. Ούτε βολονταρισμός, ούτε παθητικότητα. Αντίθετα, υποβοηθώντας τη διαδικασία της ανάπτυξης, αξιοποιούμε τις ροπές που έχουν ήδη τεθεί σε κίνηση και τις βοηθάμε να εκδηλωθούν πλήρως.

Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα καλάμι, αλλά ένα καλάμι που σκέφτεται

«Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα καλάμι, το πιο αδύνατο της φύσης, αλλά ένα καλάμι που σκέφτεται. Δεν χρειάζεται να οπλιστεί ολόκληρο το σύμπαν για να το σπάσει. Λίγος ατμός, μια σταγόνα νερό, φτάνει για να το σκοτώσει. Μα όταν θα τον έσπαζε το σύμπαν, ο άνθρωπος θα ήταν πιο ευγενής απ’ αυτό που τον σκοτώνει, γιατί ξέρει πως πεθαίνει, και ξέρει το πλεονέκτημα που έχει το σύμπαν επάνω του. Το σύμπαν δεν γνωρίζει τίποτα απ’ αυτό». Στην εικόνα αυτή, στο καλάμι που σκέφτεται, ο Πασκάλ συνδέει την απόγνωση με την επίλεκτη θέση της ανθρώπινης ύπαρξης. Εξηγεί τόσο την αδυναμία όσο και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου, τον συνδυασμό των αντιθέσεων, το παράδοξο, ώστε ο άνθρωπος να παρουσιαστεί τελικά ως ένα πλάσμα που η λογική του δεν το βοηθάει.

Ως εκ τούτου, οι θεωρίες περί σωφροσύνης του Μονταίν ή του Επίκτητου δεν είναι αρκετές για τον Πασκάλ. Στις Σκέψεις επιστρέφει διαρκώς στους φιλοσόφους εκείνους που κάποτε ήταν δάσκαλοί του. Για τον Μονταίν λέει ότι παρασύρει τους ανθρώπους στην απάθεια έναντι της σωτηρίας. Κατά την άποψη του Πασκάλ, κανείς από αυτούς τους δύο φιλοσόφους δεν αντιλήφθηκε ότι η αιτία της ανθρώπινης δυστυχίας δεν έγκειται στην αποξένωση από τη λογική. Δεν πρόκειται για την εγκόσμια ευτυχία, αλλά για τη σωτηρία του ανθρώπου πέρα από τη ζωή σε αυτόν τον κόσμο. Και ο δρόμος που οδηγεί εκεί δεν περνάει μέσα από τη λογική αλλά μέσα από την καρδιά.

Η λογική, η νόηση, και η καρδιά είναι κατά τον Πασκάλ τα δύο ουσιώδη γνωστικά όργανα του ανθρώπου. Η λογική και η νόηση είναι υπεύθυνες για μια γνώση η οποία στηρίζεται σε επιχειρήματα, αποδείξεις και συμπεράσματα, όπως στη φιλοσοφία, στη λογική και στις επιστήμες. Αυτά όμως δεν καλύπτουν, κατά τον Πασκάλ, ολόκληρο το εύρος της αλήθειας. Εκτός από τη «λογική της νόησης», υπάρχει και η «λογική της καρδιάς». Η καρδιά, με την αισθητική-διαισθητική ικανότητά της να προσεγγίζει τη γνώση, προχωράει βαθύτερα σε σχέση με τη νόηση. Κατακτά γνώσεις τις οποίες δεν μπορούμε να «αιτιολογήσουμε» και να «αποδείξουμε». Ο Πασκάλ αναφέρει εν προκειμένω ως παράδειγμα το ότι γνωρίζουμε ότι ο χώρος είναι τρισδιάστατος ή ότι οι αριθμοί είναι άπειροι. Ειδικά τα βασικά αξιώματα, που αποτελούν προϋπόθεση των επιστημονικών θεωριών, δεν αναγνωρίζονται με τη λογική αλλά με την καρδιά. Τα αξιώματα τα αισθανόμαστε, τα θεωρήματα τα συνάγουμε, όπως λέει ο ίδιος. Όλες οι μεγάλες θεωρίες, υποστηρίζει ο Πασκάλ, βασίζονται αρχικά σε μια διαίσθηση.

Η αισθητική-διαισθητική ικανότητα της καρδιάς να συνάγει συμπεράσματα δεν φαίνεται μόνο στη διερεύνηση της φύσης, αλλά σε όλους τους τομείς, ιδιαίτερα μάλιστα στον τρόπο που σχετίζονται οι άνθρωποι μεταξύ τους αλλά και στις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους. Υπάρχει μια συγκεκριμένη «λογική», μια γνωστική περιοχή της καρδιάς. Ο Πασκάλ το διατυπώνει ως εξής: «La Coeur a sa raison, que la raison connait pas» – η καρδιά δηλαδή έχει τη δική της «λογική», την οποία η λογική δεν γνωρίζει». Με αυτή τη θέση του ο Πασκάλ εναντιώνεται στην «ορθολογική» παράδοση που κυριαρχεί στη φιλοσοφία από την αρχαιότητα και θέλει ειδικά τις ύψιστες αλήθειες να είναι προσιτές μόνο μέσω της λογικής. Δίνοντας στη «λογική της καρδιάς» το προβάδισμα έναντι της «λογικής της νόησης», αποδεικνύει απεναντίας τις περιορισμένες δυνατότητες και την αδυναμία της νόησης.

Ο Πασκάλ συνειδητοποιεί όμως ότι με τις θέσεις που υποστηρίζει βρίσκεται στο επίκεντρο μιας δημόσιας αντιπαράθεσης και ότι οι αναγνώστες του προέρχονται ως επί το πλείστον από τους κύκλους των λογίων. Για τον λόγο αυτό επιχειρεί στο πιο γνωστό μέρος του βιβλίου, το μέρος του στοιχήματος, ένα στρατηγικό πείραμα. Σε μια αντιπαράθεση με έναν επιφυλακτικό και κοσμικό συνομιλητή, έναν μορφωμένο μπον βιβέρ, δεν χρησιμοποιεί καθόλου τις έννοιες της Θείας Χάριτος και «αίσθηση της καρδιάς». Ακολουθεί την κριτική στάση του συνομιλητή του και προσπαθεί αρχικά να τον πείσει για την ύπαρξη του Θεού με έναν ορθολογικό υπολογισμό.

O Θεός βρίσκεται έξω από την «τάξη του πνεύματος». Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει κάποια «κανονική» απόδειξη της ύπαρξής του ή της μη ύπαρξής του. Στη ζωή μας πρέπει να αποφασίσουμε αν θα δεχτούμε ή όχι την ύπαρξη του Θεού. Ο Πασκάλ δεν αφήνει περιθώριο διαφυγής από την απόφαση αυτή. Βρισκόμαστε επομένως σε μια κατάσταση όπου θα πρέπει να ποντάρουμε υπέρ ή κατά της ύπαρξης του Θεού. Και το στοίχημα αυτό αφορά κάτι απείρως σημαντικό: την αιώνια μακαριότητα. Όλα δείχνουν πως η πιθανότητα να ποντάρει κανείς σωστά είναι 50:50. Το ενδεχόμενο όμως ενός μη πεπερασμένου κέρδους καταργεί κατά τον Πασκάλ κάθε στάθμιση πιθανοτήτων. Άρα άνθρωπος πρέπει να ποντάρει υπέρ της ύπαρξης του Θεού, επειδή η πιθανότητα να χάσει δεν μπορεί να συγκριθεί με το πιθανό κέρδος της αιώνιας μακαριότητας. Ακόμη και η λογική, αντιτείνει ο Πασκάλ στον ορθολογιστή συνομιλητή του, ωθεί τον άνθρωπο στην πίστη.

Η επιχειρηματολογία του Πασκάλ όμως δεν τελειώνει στο σημείο αυτό. Διότι ο συνομιλητής του, ο μπον βιβέρ, δεν μπορεί να αποφασίσει πού να ποντάρει και ομολογεί πως είναι ανίκανος να πιστέψει. Τώρα ο Πασκάλ προτείνει μια «μη ορθολογική», μια πρακτική οδό. Ο άνθρωπος πρέπει να φέρεται σαν να πιστεύει, πρέπει να συμμετέχει στα τελετουργικά της θρησκείας και έτσι να μετριάζει τα πάθη του. Πρέπει να ταπεινωθεί, ώστε να προετοιμάσει το έδαφος για την αληθινή πίστη. Ταπεινοφροσύνη και αυτοπεριορισμός της λογικής: Αυτός είναι για τον Πασκάλ ο δρόμος που οδηγεί ακόμη και έναν μορφωμένο άνθρωπο στην πίστη.

Αυτός ο μορφωμένος άνθρωπος έχει πολλά από τα χαρακτηριστικά του συγγραφέα. Στις Σκέψεις ο θρήσκος Πασκάλ αντιπαλεύει με τον επιφυλακτικό ορθολογιστή που υπήρξε κάποτε και από τον οποίο θέλει να απελευθερωθεί. Ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με ένα διπλό πρόσωπο: το ένα επιχειρηματολογεί ορθολογικά και το άλλο διαλογίζεται θρησκευτικά. Και ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο το βιβλίο προσέλκυε πάντα εξίσου τόσο θρησκευόμενους αναγνώστες όσο και αναγνώστες με φιλοσοφικό-ορθολογικό προσανατολισμό. Αλλά και για εκείνους που δεν πιστεύουν, οι Σκέψεις αποτελούν απόδειξη για τη διαυγή σκέψη του συγγραφέα τους, ο οποίος μέσα από μια εξαιρετική ανάλυση της κατάστασης του ανθρώπου καταλήγει σε λανθασμένα συμπεράσματα.

Καμιά υπόθεση των ανθρώπων δεν αξίζει το ακραίο άγχος

Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που συναντάμε σήμερα είναι ότι δεν ξέρουμε να κατεβάζουμε το επίπεδο του στρες και της υπερδραστηριότητας που βιώνουμε. Και, αν καταφέρουμε να έχουμε στη διάθεσή μας μια στιγμή παύσης για μας τους ίδιους, δεν ξέρουμε τι να την κάνουμε, γιατί δεν είμαστε συνηθισμένοι να έχουμε μια στιγμή χαλάρωσης.

Οι μελέτες αποδεικνύουν ότι το υπερβολικό στρες επηρεάζει βαθιά το σώμα, μια και τροφοδοτεί σοβαρές ασθένειες και μειώνει το προσδόκιμο της ζωής.

Γι’ αυτό έφτασε η στιγμή να σταματήσουμε για λίγο, ώστε να ξεκουράσουμε όχι μόνο το σώμα αλλά και το μυαλό.

Πρέπει να μάθουμε ν’ αφήνουμε για λίγο τα προβλήματα και το άγχος, έστω και για μια στιγμή καθημερινά, και να έχουμε έτσι χρόνο για μας τους ίδιους και για τα πρόσωπα που μας ενδιαφέρουν αληθινά.

Και πώς θα το πετύχω; Πώς θα αποσυνδεθώ όταν έχω τόσα πράγματα να κάνω; Και τόσο δύσκολα που είναι όλα;

Ναι, είναι εύκολο να πέσεις στην παγίδα του άγχους.

Κοίτα το ημερολόγιο, κοίτα μακροπρόθεσμα. Κι έπειτα κοίτα πίσω. Συνειδητοποίησε ότι, όσο κι αν μπορείς να προβλέψεις το μέλλον, στο τέλος πάντα συμβαίνουν πράγματα ανέλπιστα, που δεν είσαι σε θέση να ελέγξεις.

Και, παρ’ όλα αυτά, καταφέρνεις να τα ξεπερνάς.

Γι’ αυτό μην ανησυχείς τόσο πολύ για το μέλλον και ζήσε το παρόν, για το οποίο έχεις τη δυνατότητα να αποφασίζεις.

Απόλαυσε τον κόσμο. Παρατήρησε τα μικρά πράγματα, όπως η ηλιαχτίδα που μπαίνει από το παράθυρο, η ριπή του ανέμου που σου ανακατεύει τα μαλλιά αλλά σε κάνει να νιώθεις λίγο πιο ζωντανός.

Συνειδητοποίησε ότι είμαστε μικρές υπάρξεις σ’ έναν πολύ μεγάλο κόσμο.

Και θα δεις πως τα προβλήματά σου, συγκρινόμενα με το αχανές του σύμπαντος, φαίνονται πιο ασήμαντα.

Όπως έγραψε ο ποιητής Ραλφ Ουάλντο Έμερσον στην κοπέλα που αγωνιούσε για την φοίτησή της στο πανεπιστήμιο:

«Τελείωνε την κάθε μέρα δίχως να την τριβελίζεις άλλο.

Για να ζεις σοφά, το να θυμάσαι είναι ελάττωμα. Κάποιες αστοχίες και παραλογισμοί σίγουρα θα έχουν τρυπώσει στη μέρα σου.

Αλλά ξέχνα τα όσο πιο γρήγορα μπορείς, γιατί αύριο είναι μια καινούργια μέρα.

Ξεκίνα την καλά και γαλήνια, με το πνεύμα ανεβασμένο τόσο που να μην το επηρεάζουν οι παλιές σου ανοησίες».

ΕΝΟΧΗ

Η ενοχή είναι το αντίστροφο τou θυμού. Αισθανόμαστε θυμό όταν μας προσβάλλει κάποιος. Αισθανόμαστε ενοχή όταν εμείς προσβάλλουμε κάποιον, ή παραβιάζουμε κανόνες. Μπορώ να απαριθμήσω δέκα τουλάχιστον διαφορετικές αποχρώσεις αυτού του καταστροφικού συναισθήματος, πέρα από την ενοχή που αισθάνομαι όταν δεν τηρώ μια δέσμευσή μου. Απλώς για να θυμηθούμε μερικές, σκεφτείτε την ενοχή που μπορεί να νιώσετε αν καθυστερήσετε στη δουλειά σας, ή όταν δεν προλαβαίνετε μια διορία. Ας μην ξεχνάμε και την ενοχή που μπορούν να σας «φορτώσουν» οι γονείς σας αν αμελήσετε να τους τηλεφωνήσετε για πάνω από μία εβδομάδα, ή επιλέξετε να ζήσετε χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά τους. Ακόμη, έχουμε την ικανότητα να φορτίζουμε τον εαυτό μας με ενοχές για κάτι που κάναμε, αλλά και που δεν κάναμε: για το ότι δεν πήγαμε στο μάθημα της γιόγκα, ας πούμε, ή για το ότι δεν αντισταθήκαμε σ’ εκείνα τα ακαταμάχητα τραγανά πατατάκια, ή για το ότι δεν κόψαμε το κάπνισμα. Επίσης, αν ξεχάσουμε να απαντήσουμε σε ένα σημαντικό μέιλ μπορεί να βασανιζόμαστε από ενοχές για μια ολόκληρη εβδομάδα. Μας τρώνε οι ενοχές και όταν αισθανόμαστε ότι αγνοήσαμε τους συνεργάτες μας, ή τους φερθήκαμε απότομα, ή ακόμη και όταν είμαστε πιο επιτυχημένοι από αυτούς. Πολλοί, μάλιστα, φτάνουν στο σημείο να αισθάνονται ενοχές επειδή είναι ευτυχισμένοι!

Χρησιμοποιούμε, επίσης, την ενοχή για να χειριστούμε τους άλλους. Μπορούμε να γεμίσουμε με ενοχές έναν υπάλληλό μας για τα λάθη που έκανε, ή να αναγκάσουμε ένα μέλος της οικογένειάς μας να αισθάνεται ενοχές επειδή απαιτεί υπερβολικά πολλά ή προσφέρει υπερβολικά λίγα. Για τους θρησκευόμενους, η ενοχή είναι, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ο φρουρός όλων των πράξεων τους. Και η λίστα με τις διαφορετικές αποχρώσεις της ενοχής, δεν τελειώνει εδώ.

Σε καθημερινή βάση, και με την πάροδο του χρόνου, το φορτίο της ενοχής αυξάνεται αδιάκοπα και ριζώνει τόσο βαθιά μέσα μας, ώστε γίνεται σχεδόν αδύνατον να το εξαλείψουμε.

Η ενοχή μάς φορτίζει με φόβο. Η ενοχή κατατρώει. Δαγκώνει. Επιτίθεται ανελέητα. Μοιάζει με βαρύ φορτίο. Τέτοιες είναι οι μεταφορές που της αρμόζουν.

Ανεξάρτητα του πόσο έντονη αισθανόμαστε σε προσωπικό επίπεδο την πίεση της ενοχής, είναι σχεδόν σίγουρο ότι ξοδεύουμε -ή μάλλον χάνουμε- πολύ χρόνο κλωθογυρίζοντας την στο μυαλό μας. Φανταστείτε για λίγο μια ζωή -την κοινωνική και διαπροσωπική ζωή σας- κενή από οποιαδήποτε μορφή ενοχής. Αν δεν έχετε ήδη απορρίψει τούτη τη σκέψη ως γελοία, και λαμβάνετε σοβαρά υπόψη σας τη δυνατότητα μιας ζωής χωρίς ενοχές, πιθανότατα θα σκεφτείτε: πόσο μεγάλη ανακούφιση θα ένιωθα! Αν αναλογιζόμασταν όλες τις διαφορετικές περιστάσεις και συνθήκες που μπορούν να γεννήσουν ή να παρατείνουν τις ενοχές, σίγουρα θα κερδίζαμε πολύ χρόνο και το μυαλό μας θα ηρεμούσε.

Ωστόσο, αν δεν νιώθαμε, ή δεν μπορούσαμε να νιώθουμε ενοχή, θα κάναμε διαρκώς λάθη. Δεν θα είχαμε κανένα κίνητρο να τροποποιήσουμε ή να βελτιώσουμε τη συμπεριφορά μας. Θα περιφρονούσαμε οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής ή ηθικής νόρμας, θα παραβλέπαμε τις συνέπειες των πράξεών μας. Οι μπαζωμένοι δολοφόνοι μάχονται με τις ενοχές τους μέχρι το τέλος της ζωής τους. Αντιθέτως, οι ψυχοπαθείς δεν αισθάνονται συχνά ενοχές. Συνεπώς, βιολογικά, η ενοχή έχει εξελιχθεί σε ένα κοινωνικό διορθωτικό εργαλείο που διασφαλίζει ότι δεν θα συμβούν ή δεν θα επαναληφθούν ορισμένες πράξεις. Σμιλεύει μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας. Περιορίζει το προσωπικό συμφέρον και δημιουργεί χώρο για αλτρουιστικές και κοινωνικά ωφέλιμες πράξεις. Το αίσθημα της ενοχής είναι δυσάρεστο, διαρκές και εξαλείφεται δύσκολα, ωστόσο εμπνέει πράξεις που αποσκοπούν στην επανόρθωση μιας ζημιάς (για παράδειγμα, μια συγγνώμη) και επιχειρεί να σταματήσει, να αποτρέψει ή να αντισταθμίσει τις συνέπειες μιας προσβολής. Συνεπώς, η ενοχή αποτελεί ένα ισχυρό κίνητρο για να ενεργούμε με ηθικά και κοινωνικά αποδεκτούς τρόπους και να διορθώνουμε τη διαγωγή μας.

Πιθανότητα ύπαρξης σκουληκοτρυπών - Επιτρέπουν μέχρι και ταξίδι στον χρόνο

Μία μελέτη που έκαναν Ρώσοι αστροφυσικοί έρχεται να «ταράξει τα νερά», καθώς υποστηρίζει πως υπάρχουν ενδείξεις ύπαρξης σκουληκοτρυπών, οι οποίες είναι «διαπερατές» και μας επιτρέπουν να κάνουμε μέχρι και ταξίδι στο χρόνο.

Στη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας, ο Albert Einstein είχε προβλέψει την ύπαρξη σκουληκοτρυπών, οι οποίες φέρονται να συνδέουν δύο σημεία του χωροχρόνου, αν και αυτές δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμη.

Επιστήμονες του Κεντρικού Αστρονομικού Παρατηρητηρίου της Ρωσίας, ωστόσο, εκτιμούν τώρα πως οι «μαύρες τρύπες» στον κέντρο ορισμένων ενεργών γαλαξιών (Ενεργοί Γαλαξιακοί Πυρήνες, γνωστοί ως AGNs) θα μπορούσαν να αποτελούν τις εισόδους για τέτοιες σκουληκότρυπες.

Αν και θεωρητικά αυτές οι σκουληκότρυπες είναι «διαπερατές», που σημαίνει πως θα μπορούσαν αεροσκάφη να ταξιδέψουν μέσα σε αυτές, έχουν τόσο υψηλή ακτινοβολία, που στην πραγματικότητα θα ήταν σχετικά απίθανο να επιβιώσει άνθρωπος, όσο εξελιγμένο και αν ήταν το αεροσκάφος που θα χρησιμοποιούσε.

Άλλωστε, οι μαύρες τρύπες και οι σκουληκότρυπες μοιάζουν πολύ, καθώς και οι δύο εμφανίζουν εξαιρετική πυκνότητα και ισχυρές βαρυτικές δυνάμεις, ειδικά για σώματα αυτού του μεγέθους.

Η διαφορά τους είναι ότι τίποτα δεν μπορεί να επιστρέψει αφού εισέλθει σε μια μαύρη τρύπα, ενώ κάθε σώμα που θα εισέλθει από τη μία πλευρά της σκουληκότρυπας θεωρητικά θα εξέλθει από την άλλη της δίοδο κάπου στο διάστημα.

Μάλιστα οι επιστήμονες έχουν εκφράσει την εκτίμηση πως, αν ένα σώμα εισέλθει από τη μία οπή της σκουληκότρυπας και ένα άλλο από την άλλη, αυτό θα οδηγήσει σε σύγκρουση των δύο σωμάτων, με τα θράυσματα να εξέρχονται και από τις δύο διόδους με την ταχύτητα του φωτός και σε θερμοκρασίες που υπολογίζονται στους 18 τρισεκατομμύρια βαθμούς της κλίμακας Φαρενάιτ.

Σε τέτοιες θερμοκρασίες αναμένεται να παραχθούν και ακτίνες γ - οι οποίες μπορούν να επιτρέψουν σε ορισμένα παρατηρητήρια της NASA να εντοπίσουν την έκρηξη.

Η νέα μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Monthly Notices of the Royal Astronomical Society, εξετάζει τον τύπο της ενέργειας και της ακτινοβολίας που παράγεται στους Ενεργούς Γαλαξιακούς Πυρήνες (AGNs).

Ο κοντινότερος είναι στον γαλαξία Κένταυρο Α, σε απόσταση περίπου 13 εκατομμύρια έτη φωτός στον αστερισμό του Κενταύρου.

Μελετώντας τις εκποπές ακτινοβολίας τους, οι ερευνητές εκτιμούν τώρα πως οι ακτίνες γ που εκπέμπονται μεταφέροντας τεράστιες ποσότητες ενέργειας, μπορεί να μην ανήκουν σε ενεργό γαλαξία, αλλά να αποτελούν την είσοδο σε μια σκουληκότρυπα.

Προχωρώντας, μάλιστα, ένα βήμα παραπάνω, ισχυρίζονται πως αυτές οι σκουληκότρυπες είναι πράγματι «διαπερατές».

«Θα πρέπει να γίνει κατανοητό πως γνωρίζουμε πολύ λίγα πράγματα για την εσωτερική δομή των σκουληκοτρυπών, και πολύ παραπάνω πως δεν είμαστε ακόμη βέβαιοι για το αν πράγματι υπάρχουν, ανέφερε στο Motherboard, ένας εκ των συγγραφέων της μελέτης, ο Mikhail Piotrovich.

«Αν οι άνθρωποι μπορούσαν να ταξιδέψουν σε αυτούς τους απομακρυσμένους γαλαξιακούς πυρήνες, θα άνοιγαν ένα δρόμο ακόμη και για το ταξίδι στο χρόνο», σημείωσε χαρακτηριστικά.

«Ωστόσο, περιστοιχίζονται από εξαιρετικά ισχυρή ακτινοβολία και ο κοντινότερος είναι 13 εκατομμύρια έτη φωτός μακριά, επομένως δεν διαβλέπεται καμία πιθανότητα να ταξιδέψει σύντομα ο άνθρωπος στο χρόνο».

Ιωάννης ο Βαπτιστής και ευαγγελικοί τραγέλαφοι

 Όπως μαθαίνουμε από τις «ιερές» γραφές, ο άνθρωπος που προετοίμασε το έδαφος για τον ερχομό και την διδασκαλία του Ιησού, ήταν ο γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ, ο Ιωάννης. Ο Ιωάννης (που αξίζει ν’ αναφερθεί ότι γεννήθηκε «θαυματουργικώς» από στείρα γυναίκα, μετά από παρέμβαση «αγγέλου Κυρίου») για τον λόγο αυτόν ονομάστηκε «Πρόδρομος». Προς τον σκοπό αυτό, ζώντας σαν ασκητής και τρώγοντας ακρίδες, κήρυττε το «Μετανοείτε, ήγγικεν γαρ η βασιλεία των ουρανών» κι άρχισε να βαπτίζει τον κόσμο και να τον προετοιμάζει για την «βασιλεία των ουρανών». Κατ’ εντολήν του ίδιου του Θεού, ανέλαβε να βαπτίσει τον Ιησού και γι’ αυτό ονομάστηκε και «Βαπτιστής». Πρέπει να τονίσουμε ότι πριν την βάπτιση προηγείται πάντοτε η μύηση (σε τι;) άρα ο Ιωάννης ήταν δάσκαλός του.

Ο Ιωάννης, που ήταν σχεδόν συνομήλικος του Ιησού, δεν γνώριζε προσωπικά τον «Μεσσία». Σύμφωνα με το «Κατά Ιωάννην» ευαγγέλιο (1: 33), ο Θεός του είπε ότι θα τον αναγνώριζε από το Άγιο Πνεύμα που θα καθόταν πάνω από το κεφάλι του, όταν θα τον βάπτιζε. Όπως και συνέβη, σύμφωνα με τα «Κατά Ματθαίον» (3: 16-17), «Κατά Μάρκον» (1: 10-11) και «Κατά Λουκάν» (3: 21-22) ευαγγέλια… Το Άγιο Πνεύμα κατέβηκε με την μορφή περιστεριού και κάθησε πάνω από τον Ιησού, ενώ την ίδια στιγμή ακούστηκε η φωνή του Θεού να λέει: «Αυτός είναι ο γιος μου ο αγαπητός, στον οποίο δείχνω την εύνοιά μου» (το δόγμα του υιοθετισμού). Το «Κατά Ιωάννην» όμως, παρ’ ότι κάνει κι αυτό αναφορά στο «πουλί», δεν λέει λέξη για την «φωνή Κυρίου». Επιπλέον, σύμφωνα με το ίδιο ευαγγέλιο, ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, δεν φαίνεται να περιμένει καθόλου την εμφάνιση του «πουλιού» για να αναγνωρίσει ποιον πραγματικά βαπτίζει. Χωρίς, όπως έχει προαναφερθεί, να γνωρίζει τον Ιησού, με το που τον βλέπει, λέει: «Αυτός είναι ο αμνός του Θεού!» (1: 29).

Βέβαια, εδώ προκύπτει ένα ουσιώδες ερώτημα: Γιατί θα έπρεπε να βαπτιστεί ο Ιησούς; Ως γνωστόν, η βάπτιση τελείται προς εξαγνισμό των ανθρώπων από το «προπατορικό αμάρτημα», το οποίο -σύμφωνα με την ιουδαιοχριστιανική παράδοση- φέρουν όλοι όσοι έρχονται στη ζωή. Όλοι δηλαδή, οι άνθρωποι, γεννιούνται «αμαρτωλοί» (ψαλ. 50.7). Ο Ιησούς όμως, όπως λένε, δεν γεννήθηκε όπως οι κοινοί θνητοί, αλλά μέσω της «αμώμου συλλήψεως» διά του Αγίου Πνεύματος, από «παρθένα» μητέρα. Αφού λοιπόν ο Ιησούς, ως «μονογενής υιός του Θεού» γεννήθηκε αναμάρτητος, προς τι η χρεία της βάπτισης; Για ποιο πράγμα θα έπρεπε να «μετανοήσει»; Μήπως θα μπορούσε να μας διαφωτίσει σ’ αυτό το σημείο ο «Ύψιστος»; ή μήπως ήταν μύηση; και σε τι;

Ο τραγέλαφος και οι «ιερές» αντιφάσεις όμως, συνεχίζονται λίγο παρακάτω, όπου ο Ιωάννης ο Βαπτιστής, παρ’ ότι έχει δει αυτά τα θεΐκά σημάδια (ή σύμφωνα με το «Κατά Ιωάννην» δεν τα χρειάστηκε καν), λίγο αργότερα κι ενώ βρίσκεται στη φυλακή, στέλνει δύο απ’ τους μαθητές του Ιησού, να τον ρωτήσουν, τι, λέτε; Άκουσον, άκουσον! Εάν «Εσύ είσαι ο Mεσσίας που είναι να έρθει ή περιμένουμε άλλον;»!!! («Κατά Ματθαίον» 11: 2-3 και «Κατά Λουκάν» 7: 19). Ο άνθρωπος που κατά θείαν εντολή, προετοίμαζε το έδαφος για τον ερχομό του «Μεσσία»· ο άνθρωπος που τον βάπτισε· ο άνθρωπος που είδε -κι όχι μόνο αυτός- το «πουλί» να κάθεται πάνω στον Ιησού· ο άνθρωπος που άκουσε -όπως και όλοι οι παρεβρισκόμενοι- την φωνή του Θεού να εκδηλώνει την εύνοιά του στον «γιο» του, εμφανίζεται κλονισμένος και εκφράζει αμφιβολίες! Γιατί άραγε; Τι άλλο ήθελε για να πειστεί;

Οι ευαγγελικοί τραγέλαφοι δεν σταματούν εδώ. Ο Ιησούς αναλαμβάνει να διαλύσει τις αμφιβολίες του Ιωάννη. Η απλή λογική λέει πως, τι καλύτερο επιχείρημα θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει εκτός από τα ίδια τα θεΐκά σημάδια; Το «πουλί» και την «φωνή Κυρίου» που ακούστηκε; Είναι γνωστόν όμως ότι οι «ιερές» γραφές στερούνται πάσης λογικής, οπότε θα ήταν ευσεβής πόθος και κάτι το ανεδαφικό, να την συναντούσαμε εδώ, ακόμη κι απ’ τον ίδιο τον Ιησού. Έτσι, ο «Μεσσίας» αντί να επικαλεστεί αυτά τα «σημάδια», προτιμά να επικαλεστεί τα…ανύπαρκτα «θαύματά» του… («Κατά Ματθαίον» 11: 4-5 και «Κατά Λουκάν» 7: 22-23). Πιάσ’ τ’ αβγό και κούρευ’ το δηλαδή…

Τελικά, αν δεν πάρει κάποιος μερικά χαπάκια ή δεν κτυπήσει ενέσεις, δεν υπάρχει περίπτωση να βρει ειρμό και λογική συνέχεια στις «θεόπνευστες» και «ιερές» γραφές…

ΔΕΣ


Hegel: Ιστορία της φιλοσοφίας

ΓΚ. ΧΕΓΚΕΛ: Περί της ιστορίας της φιλοσοφίας

«Αυτό που μας παρουσιάζει η ιστορία της φιλοσοφίας είναι η σειρά των ευγενών πνευμάτων, η πινακοθήκη των ηρώων του σκεπτόμενου Λόγου, που με τη δύναμη του Λόγου τούτου έχουν εισδύσει στην ουσία των πραγμάτων, της φύσης και του πνεύματος, στην ουσία του θεού και έχουν επεξεργαστεί για μας τον υπέρτατο θησαυρό, τον θησαυρό της γνώσης του Λόγου. Γι’ αυτό, τα συμβάντα και οι πράξεις αυτής της ιστορίας ανήκουν συγχρόνως σ’ εκείνο το είδος, όπου στο περιεχόμενό τους και στην ουσία τους δεν εισχωρεί τόσο η προσωπικότητα και ο ατομικός χαρακτήρας· [τούτο συμβαίνει] αντίθετα στην πολιτική ιστορία, [όπου] το άτομο σύμφωνα με την ιδιαιτερότητα του φυσικού του, της ιδιοφυίας του, των παθών του, της ενέργειας ή της αδυναμίας του χαρακτήρα του, γενικώς σύμφωνα με εκείνο, δια του οποίου αυτό είναι αυτό το άτομο, είναι το υποκείμενο των πράξεων και των συμβάντων. Με τα συμβάντα και τις πράξεις της ιστορίας αυτής πολύ περισσότερο ισχύει τούτο: τα παραγόμενα είναι τόσο πιο υπέροχα, όσο λιγότερο ο καταλογισμός και η επίτευξή τους αποδίδονται στο επί μέρους άτομο, όσο περισσότερο, απεναντίας, ανήκουν στην ελεύθερη σκέψη, στον καθολικό χαρακτήρα του ανθρώπου ως ανθρώπου, όσο περισσότερο αυτή η χωρίς ειδικά χαρακτηριστικά σκέψη είναι η ίδια το παραγωγικό υποκείμενο.

Αυτές οι πράξεις της σκέψης, ως ιστορικές, εμφανίζονται κατ’ αρχήν να είναι μια υπόθεση του παρελθόντος και να βρίσκονται πέρα από τη δική μας πραγματικότητα. Στην πράξη όμως ό,τι είμαστε είμαστε συγχρόνως ιστορικά ή ακριβέστερα: όπως σ’ αυτό που [βρίσκεται] σε τούτη την περιοχή, δηλαδή στην ιστορία της σκέψης, το περασμένο είναι μόνο η μία πλευρά, έτσι και σ’ αυτό που είμαστε, το κοινό άφθιτο είναι αλληλένδετα συνδεδεμένο με αυτό που είμαστε ιστορικά. Η περιουσία σε αυτοσυνείδητη λογικότητα, που ανήκει σε μας, στον τωρινό κόσμο, δεν γεννήθηκε άμεσα και δεν αναπτύχθηκε μόνο από το έδαφος του παρόντος, αλλά σ’ αυτήν είναι ουσιώδες τούτο, να αποτελεί κληρονομιά και ακριβέστερα το αποτέλεσμα της εργασίας και μάλιστα της εργασίας όλων των προηγούμενων γενεών του ανθρώπινου γένους».

ΠΛΑΤΩΝ: Πρωταγόρας (311a-312e)

Μετὰ ταῦτα ἀναστάντες εἰς τὴν αὐλὴν περιῇμεν· καὶ ἐγὼ [311b] ἀποπειρώμενος τοῦ Ἱπποκράτους τῆς ῥώμης διεσκόπουν αὐτὸν καὶ ἠρώτων, Εἰπέ μοι, ἔφην ἐγώ, ὦ Ἱππόκρατες, παρὰ Πρωταγόραν νῦν ἐπιχειρεῖς ἰέναι, ἀργύριον τελῶν ἐκείνῳ μισθὸν ὑπὲρ σεαυτοῦ, ὡς παρὰ τίνα ἀφιξόμενος καὶ τίς γενησόμενος; ὥσπερ ἂν εἰ ἐπενόεις παρὰ τὸν σαυτοῦ ὁμώνυμον ἐλθὼν Ἱπποκράτη τὸν Κῷον, τὸν τῶν Ἀσκληπιαδῶν, ἀργύριον τελεῖν ὑπὲρ σαυτοῦ μισθὸν ἐκείνῳ, εἴ τίς σε ἤρετο· «Εἰπέ μοι, μέλλεις τελεῖν, ὦ Ἱππόκρατες, Ἱπποκράτει [311c] μισθὸν ὡς τίνι ὄντι;» τί ἂν ἀπεκρίνω; ― Εἶπον ἄν, ἔφη, ὅτι ὡς ἰατρῷ. ― «Ὡς τίς γενησόμενος;» ― Ὡς ἰατρός, ἔφη. ― Εἰ δὲ παρὰ Πολύκλειτον τὸν Ἀργεῖον ἢ Φειδίαν τὸν Ἀθηναῖον ἐπενόεις ἀφικόμενος μισθὸν ὑπὲρ σαυτοῦ τελεῖν ἐκείνοις, εἴ τίς σε ἤρετο· «Τελεῖν τοῦτο τὸ ἀργύριον ὡς τίνι ὄντι ἐν νῷ ἔχεις Πολυκλείτῳ τε καὶ Φειδίᾳ;» τί ἂν ἀπεκρίνω; ― Εἶπον ἂν ὡς ἀγαλματοποιοῖς. ― «Ὡς τίς δὲ γενησόμενος αὐτός;» ― Δῆλον ὅτι ἀγαλματοποιός. ― Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ· [311d] παρὰ δὲ δὴ Πρωταγόραν νῦν ἀφικόμενοι ἐγώ τε καὶ σὺ ἀργύριον ἐκείνῳ μισθὸν ἕτοιμοι ἐσόμεθα τελεῖν ὑπὲρ σοῦ, ἂν μὲν ἐξικνῆται τὰ ἡμέτερα χρήματα καὶ τούτοις πείθωμεν αὐτόν, εἰ δὲ μή, καὶ τὰ τῶν φίλων προσαναλίσκοντες. εἰ οὖν τις ἡμᾶς περὶ ταῦτα οὕτω σφόδρα σπουδάζοντας ἔροιτο· «Εἰπέ μοι, ὦ Σώκρατές τε καὶ Ἱππόκρατες, ὡς τίνι ὄντι τῷ Πρωταγόρᾳ ἐν νῷ ἔχετε χρήματα τελεῖν;» τί ἂν αὐτῷ [311e] ἀποκριναίμεθα; τί ὄνομα ἄλλο γε λεγόμενον περὶ Πρωταγόρου ἀκούομεν; ὥσπερ περὶ Φειδίου ἀγαλματοποιὸν καὶ περὶ Ὁμήρου ποιητήν, τί τοιοῦτον περὶ Πρωταγόρου ἀκούομεν; ― Σοφιστὴν δή τοι ὀνομάζουσί γε, ὦ Σώκρατες, τὸν ἄνδρα εἶναι, ἔφη. ― Ὡς σοφιστῇ ἄρα ἐρχόμεθα τελοῦντες τὰ χρήματα; ― Μάλιστα. ― Εἰ οὖν καὶ τοῦτό τίς σε προσέροιτο· [312a] «Αὐτὸς δὲ δὴ ὡς τίς γενησόμενος ἔρχῃ παρὰ τὸν Πρωταγόραν;» ― Καὶ ὃς εἶπεν ἐρυθριάσας—ἤδη γὰρ ὑπέφαινέν τι ἡμέρας, ὥστε καταφανῆ αὐτὸν γενέσθαι— Εἰ μέν τι τοῖς ἔμπροσθεν ἔοικεν, δῆλον ὅτι σοφιστὴς γενησόμενος. ― Σὺ δέ, ἦν δ᾽ ἐγώ, πρὸς θεῶν, οὐκ ἂν αἰσχύνοιο εἰς τοὺς Ἕλληνας σαυτὸν σοφιστὴν παρέχων; ― Νὴ τὸν Δία, ὦ Σώκρατες, εἴπερ γε ἃ διανοοῦμαι χρὴ λέγειν. ― Ἀλλ᾽ ἄρα, ὦ Ἱππόκρατες, μὴ οὐ τοιαύτην ὑπολαμβάνεις σου τὴν παρὰ Πρωταγόρου μάθησιν [312b] ἔσεσθαι, ἀλλ᾽ οἵαπερ ἡ παρὰ τοῦ γραμματιστοῦ ἐγένετο καὶ κιθαριστοῦ καὶ παιδοτρίβου; τούτων γὰρ σὺ ἑκάστην οὐκ ἐπὶ τέχνῃ ἔμαθες, ὡς δημιουργὸς ἐσόμενος, ἀλλ᾽ ἐπὶ παιδείᾳ, ὡς τὸν ἰδιώτην καὶ τὸν ἐλεύθερον πρέπει. ― Πάνυ μὲν οὖν μοι δοκεῖ, ἔφη, τοιαύτη μᾶλλον εἶναι ἡ παρὰ Πρωταγόρου μάθησις.Οἶσθα οὖν ὃ μέλλεις νῦν πράττειν, ἤ σε λανθάνει; ἦν δ᾽ ἐγώ. ― Τοῦ πέρι; ― Ὅτι μέλλεις τὴν ψυχὴν τὴν σαυτοῦ παρασχεῖν [312c] θεραπεῦσαι ἀνδρί, ὡς φῄς, σοφιστῇ· ὅτι δέ ποτε ὁ σοφιστής ἐστιν, θαυμάζοιμ᾽ ἂν εἰ οἶσθα. καίτοι εἰ τοῦτ᾽ ἀγνοεῖς, οὐδὲ ὅτῳ παραδίδως τὴν ψυχὴν οἶσθα, οὔτ᾽ εἰ ἀγαθῷ οὔτ᾽ εἰ κακῷ πράγματι. ― Οἶμαί γ᾽, ἔφη, εἰδέναι. ― Λέγε δή, τί ἡγῇ εἶναι τὸν σοφιστήν; ― Ἐγὼ μέν, ἦ δ᾽ ὅς, ὥσπερ τοὔνομα λέγει, τοῦτον εἶναι τὸν τῶν σοφῶν ἐπιστήμονα. ― Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοῦτο μὲν ἔξεστι λέγειν καὶ περὶ ζωγράφων καὶ περὶ τεκτόνων, ὅτι οὗτοί εἰσιν οἱ τῶν σοφῶν ἐπιστήμονες· ἀλλ᾽ [312d] εἴ τις ἔροιτο ἡμᾶς, «Τῶν τί σοφῶν εἰσιν οἱ ζωγράφοι ἐπιστήμονες,» εἴποιμεν ἄν που αὐτῷ ὅτι τῶν πρὸς τὴν ἀπεργασίαν τὴν τῶν εἰκόνων, καὶ τἆλλα οὕτως. εἰ δέ τις ἐκεῖνο ἔροιτο, «Ὁ δὲ σοφιστὴς τῶν τί σοφῶν ἐστιν;» τί ἂν ἀποκρινοίμεθα αὐτῷ; ποίας ἐργασίας ἐπιστάτης; ― Τί ἂν εἴποιμεν αὐτὸν εἶναι, ὦ Σώκρατες, ἢ ἐπιστάτην τοῦ ποιῆσαι δεινὸν λέγειν; ― Ἴσως ἄν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀληθῆ λέγοιμεν, οὐ μέντοι ἱκανῶς γε· ἐρωτήσεως γὰρ ἔτι ἡ ἀπόκρισις ἡμῖν δεῖται, περὶ ὅτου ὁ σοφιστὴς δεινὸν ποιεῖ λέγειν· ὥσπερ ὁ κιθαριστὴς [312e] δεινὸν δήπου ποιεῖ λέγειν περὶ οὗπερ καὶ ἐπιστήμονα, περὶ κιθαρίσεως· ἦ γάρ; ― Ναί. ― Εἶεν· ὁ δὲ δὴ σοφιστὴς περὶ τίνος δεινὸν ποιεῖ λέγειν; ― Δῆλον ὅτι περὶ οὗπερ καὶ ἐπίστασθαι; ― Εἰκός γε. τί δή ἐστιν τοῦτο περὶ οὗ αὐτός τε ἐπιστήμων ἐστὶν ὁ σοφιστὴς καὶ τὸν μαθητὴν ποιεῖ; ― Μὰ Δί᾽, ἔφη, οὐκέτι ἔχω σοι λέγειν.

***
Συζήτηση για το περιεχόμενο της διδασκαλίας του Πρωταγόρα.
Ύστερ᾽ απ᾽ αυτά σηκωθήκαμε και κάναμε βόλτες στην αυλή· κι εγώ [311b] θέλοντας να δοκιμάσω την αποφασιστικότητα του Ιπποκράτη τού πετούσα λόγια και τον ρωτούσα: Πες μου, του είπα, Ιπποκράτη· τώρα βάλθηκες να πας στον Πρωταγόρα να του δώσεις χρήματα, για να σου παραδώσει μαθήματα· γιατί; τί είναι αυτός και τί θα σε κάμει κι εσένα; Νά, ας πούμε ότι σου περνούσε απ᾽ το μυαλό και πήγαινες στο συνονόματό σου, τον Ιπποκράτη τον Κώο, τον Ασκληπιάδη, και του έδινες χρήματα, για να σου παραδώσει μαθήματα· λοιπόν, αν κάποιος σε ρωτούσε: ― Πες μου, Ιπποκράτη, στον Ιπποκράτη πας να δώσεις χρήματα, γιατί; [311c] τί είναι αυτός; Ποιά απάντηση θα έδινες;
Θα έλεγα, μου είπε, επειδή είναι γιατρός.
Για να γίνεις εσύ τί;
Γιατρός, είπε.
Κι αν πάλι σου περνούσε απ᾽ το μυαλό και πήγαινες στον Πολύκλειτο τον Αργείο ή τον Φειδία τον Αθηναίο και τους πλήρωνες, για να σου παραδώσουν μαθήματα, και κάποιος σε ρωτούσε: ― Πας να πληρώσεις χρήματα στον Πολύκλειτο και τον Φειδία, γιατί; τί είναι αυτοί; Ποιά απάντηση θα έδινες;
Θα έλεγα, είπε, επειδή είναι αγαλματοποιοί.
Για να γίνεις ο ίδιος τί;
Θέλει και ρώτημα; αγαλματοποιός.
Πάει καλά, είπα εγώ. [311d] Τώρα λοιπόν ξεκινάμε εσύ κι εγώ για τον Πρωταγόρα πρόθυμοι να του πληρώσουμε χρήματα — αν φτάνουν τα δικά μας και τον κάνουμε να δεχτεί μ᾽ αυτά· αλλιώς, ξοδεύοντας από πάνω και των φίλων μας τα λεφτά. Αν λοιπόν, την ώρα που εμείς τόσο μεγάλο ενδιαφέρον θα δείχνουμε γι᾽ αυτή την υπόθεση, κάποιος μας ρωτούσε: — Πες μου, εσύ Σωκράτη κι εσύ Ιπποκράτη, πάτε να δώσετε χρήματα στον Πρωταγόρα· γιατί; τί είναι αυτός; [311e] Με ποιό άλλο όνομα ακούμε να αποκαλούν τον Πρωταγόρα, όπως λεν τον Φειδία αγαλματοποιό και τον Όμηρο ποιητή; Τί ανάλογο ακούμε για τον Πρωταγόρα;
Θέλει και ρώτημα, Σωκράτη; Ο άνθρωπος είναι σοφιστής, έτσι τον αποκαλούν.
Πάμε να του πληρώσουμε χρήματα λοιπόν, επειδή είναι σοφιστής;
Μάλιστα.
Κι αν σου έκανε κάποιος κι αυτή την ερώτηση: [312a] Λοιπόν πηγαίνεις εσύ στον Πρωταγόρα, για να γίνεις τί;
Και αυτός κοκκίνισε —γιατί, καθώς η μέρα πήρε κάπως να χαράζει, τον έβλεπα ολοκάθαρα— και είπε: Αν η απάντησή μου πρέπει να μοιάζει με τις προηγούμενες, είναι ολοφάνερο: για να γίνω σοφιστής.
Κι εσύ, για όνομα των θεών, δε θα ντρεπόσουν να παρουσιαστείς στους Έλληνες ως σοφιστής;
Μά τον Δία, ναι, Σωκράτη, μια και πρέπει να σου λέω αυτό που σκέφτομαι.
Αλλά, Ιπποκράτη, μήπως σκέφτεσαι ότι η μόρφωση που θα πάρεις [312b] δε θα είναι τέτοια, αλλά νά, σαν κι αυτή που πήρες από το δάσκαλο και το γυμναστή και τον κιθαριστή; Δηλαδή εσύ την καθεμιά από τις τέχνες αυτές δεν τη διδάχτηκες ως επάγγελμα, για να γίνεις ειδικός, αλλά για να πάρεις γενική μόρφωση, όπως ταιριάζει σ᾽ έναν ερασιτέχνη κι ελεύτερο άνθρωπο.
Το πέτυχες, είπε. Μάλλον μια τέτοια μόρφωση νομίζω ότι παίρνει κανείς από τον Πρωταγόρα.
Ξέρεις τάχα τί πας να κάνεις τώρα ή δεν το υποψιάζεσαι; του είπα.
Για ποιό πράμα μιλάς;
Ότι πας να εμπιστευτείς τη φροντίδα της ψυχής σου [312c] στα χέρια ενός ανθρώπου, που είναι, όπως τον αποκαλείς, σοφιστής. Άραγε όμως ξέρεις τί είναι o σοφιστής; Το αποκλείω. Και βέβαια, αν αυτό δεν ξέρεις, ούτε σε ποιανού χέρια παραδίνεις την ψυχή σου ξέρεις, ούτε αν αυτός είναι καλός ή κακός άνθρωπος.
Πιστεύω ότι το ξέρω, είπε.
Εμπρός, λέγε, τί κατά τη γνώμη σου είναι ο σοφιστής;
Εγώ, μου είπε, νομίζω ότι, όπως το λέει και η ονομασία του, είναι ο κάτοχος της σοφίας.
Λοιπόν, του είπα, αυτό μπορεί να ειπωθεί και για τους ζωγράφους και για τους τεχνίτες, ότι είναι κάτοχοι σοφίας. [312d] Αλλά αν κάποιος μας ρωτούσε: Οι ζωγράφοι τί λογής σοφία κατέχουν; θα του λέγαμε βέβαια ότι αυτή που έχει να κάνει με τη φιλοτέχνηση των εικόνων — και πάει λέγοντας. Αν όμως κάνει κι αυτή την ερώτηση: Κι ο σοφιστής τί λογής σοφία κατέχει; Ποιά απάντηση θα του δίναμε; Ποιά τέχνη κατέχει;
Τί άλλο θα πούμε ότι είναι αυτός, Σωκράτη, αν όχι ότι είναι ειδικός να σε κάμει επιδέξιο ομιλητή;
Μπορεί αυτό που θα λέγαμε να ήταν αληθινό, του είπα, όμως δε θα τον ικανοποιούσαμε. Γιατί η απάντησή μας φέρνει και άλλη ερώτηση: πάνω σε τί ο σοφιστής σε κάνει επιδέξιο ομιλητή; [312e] Νά, ο κιθαριστής βέβαια σε κάνει επιδέξιο ομιλητή πάνω σ᾽ αυτό που σου μαθαίνει τα μυστικά του — στην τέχνη της κιθάρας, έτσι;
Ναι.
Πάει καλά. Ο σοφιστής λοιπόν πάνω σε τί σε κάνει επιδέξιο ομιλητή;
Ολοφάνερα πάνω σ᾽ αυτό που κατέχει.
Είναι λογικό. Λοιπόν τί είναι εκείνο που και ο ίδιος κατέχει τα μυστικά του και τα μαθαίνει και στους μαθητές του;
Μά τον Δία, δεν ξέρω πια τί να σου απαντήσω, μου είπε.