Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2021

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Μήδεια (627/8-662)

ΧΟ. ἔρωτες ὑπὲρ μὲν ἄγαν ἐλθόντες οὐκ εὐδοξίαν [στρ. α]
630 οὐδ᾽ ἀρετὰν παρέδωκαν ἀνδράσιν· εἰ δ᾽ ἅλις ἔλθοι
Κύπρις, οὐκ ἄλλα θεὸς εὔχαρις οὕτω.
μήποτ᾽, ὦ δέσποιν᾽, ἐπ᾽ ἐμοὶ χρυσέων τόξων ἀφείης
635 ἱμέρῳ χρίσασ᾽ ἄφυκτον οἰστόν.

στέργοι δέ με σωφροσύνα, δώρημα κάλλιστον θεῶν· [αντ. α]
μηδέ ποτ᾽ ἀμφιλόγους ὀργὰς ἀκόρεστά τε νείκη
640 θυμὸν ἐκπλήξασ᾽ ἑτέροις ἐπὶ λέκτροις
προσβάλοι δεινὰ Κύπρις, ἀπτολέμους δ᾽ εὐνὰς σεβίζουσ᾽
ὀξύφρων κρίνοι λέχη γυναικῶν.

645 ὦ πατρίς, ὦ δώματα, μὴ [στρ. β]
δῆτ᾽ ἄπολις γενοίμαν
τὸν ἀμηχανίας ἔχουσα δυσπέρατον αἰῶν᾽,
οἰκτρότατον ἀχέων.
650 θανάτῳ θανάτῳ πάρος δαμείην
ἁμέραν τάνδ᾽ ἐξανύσα-
σα· μόχθων δ᾽ οὐκ ἄλλος ὕπερ-
θεν ἢ γᾶς πατρίας στέρεσθαι.

εἴδομεν, οὐκ ἐξ ἑτέρων [αντ. β]
655 μῦθον ἔχω φράσασθαι·
σὲ γὰρ οὐ πόλις, οὐ φίλων τις οἰκτιρεῖ παθοῦσαν
δεινότατα παθέων.
ἀχάριστος ὄλοιθ᾽ ὅτῳ πάρεστιν
660 μὴ φίλους τιμᾶν καθαρᾶν
ἀνοίξαντα κλῇδα φρενῶν·
ἐμοὶ μὲν φίλος οὔποτ᾽ ἔσται.

***
ΧΟ. Οι έρωτες, όταν πνέουν σφοδροί καί παράφοροι,
στους ανθρώπους δεν φέρνουν
ούτε φήμη καλή ούτε αρετή·
630 μα όταν έρχεται η Κύπρη όπως πρέπει,
δεν έχει άλλη θεά τέτοια χάρη.
Από τα χρυσά σου τόξα, ω δέσποινα,
ποτέ μην αφήσεις για μένα αλάθευτο βέλος
635 ποτισμένο με πόθο.

Να μ᾽ αγαπάει παρακαλώ η σωφροσύνη,
των θεών το θεσπέσιο δώρο.
Ποτέ η τρομερή Αφροδίτη
να μη ρίξει απάνω μου
διχόγνωμη οργή και ακόρεστες έριδες,
640 και ο νους μου σαλέψει για το κρεβάτι ενός άλλου.
Να τιμά τα ζευγάρια που διχόνοια δεν γνώρισαν
και να ορίζει βαθυστόχαστη τους γάμους των γυναικών.

645 Πατρίδα μου, σπίτι μου,
να μη μου μέλλεται ποτέ
να βρεθώ δίχως πόλη
και να βαδίσω τον δυσβάδιστο δρόμο
ενός βίου αβίωτου, να ζήσω τον πόνο
τον απ᾽ όλους τους πόνους πικρότερο.
650 Καλύτερα να με δαμάσει πρώτα ο θάνατος, ο θάνατος,
και το φως της ζωής μου να σβήσει.
Γιατί δεν υπάρχει μοίρα πιο σκληρή
από το να στερηθείς τη γη των πατέρων σου.

Είδαμε· δεν λέμε λόγια
655που ακούσαμε από άλλους.
Εσένα καμιά πόλη, κανένας φίλος
δεν θα σε λυπηθεί που έπαθες
το κακό που είναι απ᾽ όλα τα κακά
το φοβερότερο.
Να χαθεί ο αχάριστος που δεν ανοίγει
660 της άδολης καρδιάς του τη θύρα
και δεν τιμάει τους φίλους.
Φίλος μου αυτός δεν θα γίνει ποτέ.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Η Eλληνική γλώσσα και το αλφάβητο

5.5 Το ελληνικό αλφάβητο είναι παιδί του φοινικικού


Ήρθε τώρα η ώρα να δούμε τα στοιχεία που πείθουν ότι το Ελληνικό αλφάβητο γεννήθηκε από το φοινικικό. Το πρώτο στοιχείο είναι η ομοιότητα των γραμμάτων και η παρόμοια σειρά. Το δεύτερο είναι τα ονόματά τους: άλφα, βήτα, γάμα, δέλτα κλπ. Η λέξη άλφα είναι προσαρμογή του φοινικικού ονόματος 'aleph', για το ίδιο γράμμα, και σημαίνει 'βόδι'. Το γράμμα Α δηλαδή προέρχεται από ένα εικονογραφικό σημάδι που απεικόνιζε το βόδι. Αυτό φαίνεται καθαρά αν δούμε το πρωτοσιναϊτικό σημάδι, όπου φαίνεται το κεφάλι του βοδιού με τα κέρατά του. Αυτό το εικονιστικό σχήμα απλοποιήθηκε για να δώσει το Α. Αρχικά λοιπόν'alephσήμαινε το βόδι και την εικόνα του, το εικονόγραμμά του. Στη συνέχεια, όταν το σύστημα γραφής μετατρέπεται από εικονογραφικό/σημασιογραφικό σε αλφαβητικό, το σημάδι δεν απεικονίζει πλέον το αντικείμενο (το βόδι) αλλά τον πρώτο φθόγγο, με τον οποίο αρχίζει η λέξη που το ονομάζει: 'aleph. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται ακροφωνική: η «αξία» ενός γράμματος ταυτίζεται με το πρώτο σύμφωνο της λέξης που απεικονίζει το σημείο. Το φοινικικό γράμμα'aleph (από το οποίο προέρχεται το ελληνικό άλφα) απέδιδε ένα σύμφωνο που σχηματιζόταν βαθιά στη στοματική κοιλότητα - ήταν λαρυγγικό, αυτό σημαίνει το σημάδι ' πριν από το α. Για τους Έλληνες ακουγόταν ως το πιο κοντινό στο δικό τους φωνήεν [a], και έτσι το χρησιμοποίησαν για να δηλώσουν αυτό το φωνήεν και το ονόμασαν, προσαρμόζοντας τη φοινικική λέξη, άλφα. Το έκαναν άλφα γιατί το Φ στα αρχαία ελληνικά προφερόταν [ph], όπως θα δούμε παρακάτω. Δεν το άφησαν αλφ γιατί καμιά ελληνική λέξη δεν τελειώνει σε φ.

Το δεύτερο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου ονομαζόταν bet. Η λέξη αυτή σημαίνει 'σπίτι' ή 'σκηνή' και το σημείο αρχικά απεικόνιζε ένα σπίτι. Μετά, με βάση την ακροφωνική αρχή που αναφέραμε, κατέληξε να δηλώνει τον φθόγγο [b]. Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν το γράμμα αυτό για το δικό τους σύμφωνο [b], δηλαδή το Β (θυμηθείτε τί λέγαμε για την προφορά του β στα αρχαία ελληνικά) και υιοθέτησαν, προσαρμοσμένο στα ελληνικά, το φοινικικό όνομα του συμφώνου: βήτα (προφερόταν [beeta]). Το έκαναν βήτα και δεν το άφησαν βητ γιατί καμιά ελληνική λέξη δεν τελειώνει σε τ.

Το τρίτο σύμφωνο του φοινικικού αλφαβήτου ονομαζόταν gaml και πιστεύεται ότι αρχικά ήταν ένα εικονόγραμμα που απεικόνιζε την καμήλα (η λέξη καμήλα που χρησιμοποιούμε στα ελληνικά προέρχεται από τη λέξη gaml), τονίζοντας την καμπούρα της. Όπως και στις προηγούμενες περιπτώσεις, η λέξη αυτή κατέληξε να δηλώνει το σύμφωνο [g], δηλαδή το Γ. Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν το γράμμα για να δηλώσουν το δικό τους σύμφωνο [g] (το γ προφερόταν [g] στα αρχαία ελληνικά) και το ονόμασαν, προσαρμόζοντας τη φοινικική λέξη, γάμα.

Το τέταρτο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου ονομαζόταν delt. Η λέξη αυτή σήμαινε μάλλον 'φύλλο πόρτας' και αρχικά το σημείο αυτό ήταν εικονόγραμμα που απεικονίζει πόρτα, για να καταλήξει αργότερα να δηλώνει τον φθόγγο [d]. Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν το γράμμα αυτό για να δηλώσουν το δικό τους σύμφωνο [d], δηλαδή το Δ (που προφερόταν [d] στα αρχαία ελληνικά) και εξελλήνισαν το φοινικικό delt σε δέλτα.

Το πέμπτο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου ονομαζόταν he και ήταν ένα σύμφωνο που έμοιαζε με το h της αγγλικής λέξης house 'σπίτι' ή have 'έχω'. Δεν ξέρουμε τί ακριβώς σήμαινε η λέξη he. Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν το γράμμα αυτό για να δηλώσουν το δικό τους φωνήεν [e], το Ε, αυτό που αργότερα, στα βυζαντινά χρόνια, θα ονομαστεί έψιλον και θα φτάσει με το όνομα αυτό μέχρι σήμερα.

Το επόμενο γράμμα ονομάζεται στα φοινικικά waw. Η λέξη αυτή φαίνεται ότι σήμαινε 'καρφί, γάντζος', και έτσι το σημάδι αυτό ήταν εικονόγραμμα αυτού του αντικειμένου. Αργότερα κατέληξε το σημείο αυτό να δηλώνει το σύμφωνο με το οποίο αρχίζει η λέξη waw - ένα διχειλικό σύμφωνο κοντά στο αγγλικό w (π.χ. was 'ήταν', wise 'σοφός'). Στα αφτιά των Ελλήνων αυτό το σύμφωνο ακουγόταν κοντά στο δικό τους αντίστοιχο σύμφωνο Ƒ (που είναι γνωστό ως δίγαμμα και χάθηκε νωρίς από τις περισσότερες διαλέκτους) και το χρησιμοποίησαν για να το δηλώσουν. Ταυτόχρονα το χρησιμοποίησαν για να δηλώσουν τον φθόγγο [u] (= Υ). Ήδη σημειώσαμε στο δεύτερο κεφάλαιο ότι το Υ στα (παλιά) αρχαία ελληνικά προφερόταν [u].

Το επόμενο γράμμα ονομαζόταν zai αλλά δεν ξέρουμε τί σήμαινε η λέξη αυτή. Το γράμμα αυτό το χρησιμοποίησαν οι Έλληνες για να αποδώσουν ένα δικό τους συγγενικό σύμφωνο, αυτό που ονομάζεται ζήτα, Ζ. Αλλά, όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, στα αρχαία ελληνικά το γράμμα Ζ απέδιδε ένα σύμπλεγμα συμφώνων [zd].

Το επόμενο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου ονομαζόταν het. Η λέξη αυτή σήμαινε μάλλον 'τοίχος, περίφραξη'. Στη συνέχεια, όταν έπαψε το σημείο να είναι εικονογραφικό, δήλωνε τον πρώτο φθόγγο, το πρώτο σύμφωνο, της λέξης het. Το σύμφωνο αυτό σχηματιζόταν στον φάρυγγα, βαθιά στον λαιμό. Οι Έλληνες το άκουγαν κοντά σε ένα δικό τους σύμφωνο που χάθηκε νωρίς στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας (το συζητήσαμε στο δεύτερο κεφάλαιο) και χρησιμοποίησαν το φοινικικό γράμμα για να αποδώσουν αυτό το σύμφωνο, που ήταν, και αυτό, κοντά στο hτων αγγλικών λέξεων have 'έχω', house 'σπίτι'. Στη διάλεκτο της Αθήνας (την αττική διάλεκτο) αλλά και στις διαλέκτους της Ιωνίας, που είχαν χάσει νωρίτερα από άλλες το σύμφωνο αυτό, το γράμμα χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει το μακρό [e] = [ee]. Έτσι γεννήθηκε το Η, ήτα (η απόδοση στα ελληνικά της φοινικικής λέξης het), που χρησιμοποιείται ως σήμερα, χωρίς ωστόσο να αντιστοιχεί πια σε ένα μακρό [e]. Τα μακρά φωνήεντα χάθηκαν στην πορεία της εξέλιξης της ελληνικής και το μακρό [e] συνέπεσε με το [ί]. Κρατήθηκε η παλιά ορθογραφία αλλά η προφορά έχει αλλάξει: το η προφέρεται όπως και το ι.

Στα αρχαία ελληνικά υπήρχε ένας φθόγγος [th], που έχει χαθεί στα νέα ελληνικά. Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν το σημάδι που ονομαζόταν tet στα φοινικικά (δεν ξέρουμε τί σήμαινε η λέξη αυτή) και απέδιδε έναν παρόμοιο φθόγγο. Οι Έλληνες προσάρμοσαν το όνομα του φθόγγου αυτού στα ελληνικά και έτσι προέκυψε το όνομα του γράμματος Θ, θήτα. Να επαναλάβουμε όμως ότι αυτό το γράμμα προφερόταν [th] στα αρχαία ελληνικά.

Το επόμενο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου ονομαζόταν yod. Η λέξη αυτή σήμαινε 'χέρι' και φαίνεται ότι το σημείο αυτό ήταν αρχικά το εικονόγραμμα του χεριού. Στο φοινικικό αλφάβητο αποδίδει ένα σύμφωνο, όπως αυτό που ακούγεται στην αρχή της αγγλικής λέξης you 'εσύ' ή στη λέξη παιδιά [peδyá]. Στα αρχαία ελληνικά δεν υπήρχε τέτοιο σύμφωνο και οι Έλληνες αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν αυτό το φοινικικό γράμμα για να αποδώσουν ένα κοντινό του φωνήεν, το I. Έτσι το σύμφωνο yod της φοινικικής έγινε το φωνήεν ιώτα (δηλαδή γιώτα) της ελληνικής.

Το επόμενο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου είναι το kaf. Η λέξη αυτή σήμαινε 'παλάμη'. Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν το γράμμα αυτό (Κ, το ονόμασαν κάπα) για να αποδώσουν τον δικό τους παρόμοιο φθόγγο. Τα φοινικικά είχαν και έναν άλλο φθόγγο συγγενικό με το [k], που προφερόταν εντονότερα. Αυτόν τον αγνόησαν οι Έλληνες γιατί δεν αντιστοιχούσε σε φθόγγο της δικής τους γλώσσας. Το αμέσως επόμενο γράμμα του φοινικικού αλφαβήτου είναι το lamd (δεν είναι βέβαιο τί σημαίνει), το οποίο προσάρμοσαν οι Έλληνες στα ελληνικά ως λάμδα, Λ, και το χρησιμοποίησαν για να αποδώσουν τον φθόγγο [I] της γλώσσας τους.

Ακολουθούν στη σειρά τα γράμματα που δηλώνονται στα φοινικικά με τις λέξεις mem και nun. Η πρώτη σήμαινε 'νερό'. Στις πρωτοσιναϊτικές επιγραφές (προδρόμους της φοινικικής γραφής) η αντιστοιχία της σημασίας 'νερό' του mem με την εικόνα του νερού είναι φανερή. Το σχήμα που χρησιμοποιείται είναι μια κυματιστή γραμμή και αυτό συνεχίζεται με το σημερινό Μ. Το φοινικικό σημάδι mem χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες για να αποδοθεί το δικό τους παρόμοιο σύμφωνο [m]. Το Ελληνικό όνομα του γράμματος είναι μι, ίσως από επίδραση (βλ. παρακάτω) του ονόματος για το Ν (νι). Το επόμενο γράμμα ονομάζεται nun(σημαίνει 'ψάρι', αλλά το σχήμα φαίνεται να έχει χάσει την εικονική του σχέση με την έννοια 'ψάρι') και χρησιμοποιήθηκε από τους Έλληνες με το όνομα νι για να αποδώσει το δικό τους παρόμοιο σύμφωνο, δηλαδή το Ν [n].

Το γράμμα που ακολουθεί ονομάζεται ayin και σημαίνει 'μάτι'. Το σχήμα βεβαιώνει ότι αρχικά το σημείο αυτό ήταν μια εικονογραφική απόδοση του ματιού. Οι Έλληνες χρησιμοποίησαν λοιπόν αυτό το φοινικικό γράμμα, που δήλωνε σύμφωνο, για να αποδώσουν το δικό τους φωνήεν Ο. Και έφτιαξαν αργότερα ένα δικό τους όνομα για το γράμμα αυτό: το ονόμασαν όμικρον για να το διακρίνουν από ένα γράμμα που έφτιαξαν οι ίδιοι (γιατί δεν υπήρχε στο φοινικικό αλφάβητο), το «μεγάλο Ο», δηλαδή το Ω, ωμέγα, που απέδιδε το μακρό [ο] = [οο]. Δεν αποκλείεται να οδηγήθηκαν στη χρήση του συγκεκριμένου γράμματος για να αποδώσουν το δικό τους φωνήεν [ο] από το ίδιο του το όνομα στα φοινικικά, που σήμαινε, όπως είδαμε, 'μάτι'. Στα αρχαία ελληνικά η λέξη για το ayin 'μάτι' ήταν οφθαλμός. Ίσως με αφετηρία τη λέξη οφθαλμός, μετάφραση του φοινικικού ονόματος του γράμματος (ayin), οδηγήθηκαν στη χρήση αυτού του φοινικικού σημείου για να αποδώσουν το φωνήεν [ο] των ελληνικών.

Από τα γράμματα που ακολουθούν αξίζει να σημειώσουμε το γράμμα rosh, που σημαίνει 'κεφάλι' και χρησιμοποιήθηκε με το όνομα ρο για να αποδοθεί το σύμφωνο [r] της ελληνικής, το Ρ. Οι Έλληνες χρειάστηκε να δημιουργήσουν και κάποια νέα γράμματα για σύμφωνα που δεν υπήρχαν στα φοινικικά: Φ, Χ, Ψ. Το Φ και το Χ αντιστοιχούσαν στην προφορά, στα αρχαία ελληνικά, σε [ph], [kh]. Σε ορισμένα ελληνικά αλφάβητα (γιατί υπήρχαν πολλά στις διάφορες περιοχές του ελληνικού κόσμου) δεν εμφανίζονται τα Φ, Χ, Ψ αλλά στη θέση τους βρίσκουμε ΠΗ, ΚΗ, ΠΣ.

Όσα είδαμε ως τώρα βεβαιώνουν την πηγή από την οποία γεννήθηκε το ελληνικό αλφάβητο, τους Φοίνικες: ομοιότητα των γραμμάτων μεταξύ των δύο αλφαβήτων, παρόμοια σειρά των γραμμάτων, παρόμοια ονόματα. Αυτό που έκαναν οι Έλληνες, γιατί το είχε ανάγκη η γλώσσα τους, ήταν να δημιουργήσουν ένα αλφαβητικό σύστημα που αποτυπώνει όλους τους φθόγγους, φωνήεντα και σύμφωνα, και όχι μόνο τα σύμφωνα, όπως συμβαίνει στο φοινικικό αλφάβητο. Έτσι, με το ελληνικό αλφάβητο δημιουργείται, για πρώτη φορά, ένα σύστημα γραφής που παριστάνει όλους τους φθόγγους χωρίς την ελλειπτικότατα του φοινικικού συστήματος αλλά και την, κατά πολύ μεγαλύτερη, ελλειπτικότητα των παλαιότερων συλλαβικών συστημάτων (γραμμική Β'). Το αποτέλεσμα είναι ότι υπάρχει πλέον ένα «εργαλείο» που μαθαίνεται εύκολα και μπορεί να γίνει κτήμα όλων και όχι μόνο ειδικών γραφέων και ειδικών αναγνωστών. Ο δρόμος για τη δημοκρατία της πληροφορίας έχει ανοίξει.

Οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες είχαν επίγνωση ότι το αλφάβητο τους βασιζόταν στο φοινικικό αλφάβητο. Τα γράμματα του αλφαβήτου τα ονόμαζαν φοινικικά γράμματα (φοινικήια γράμματα). Ο αρχαίος ιστορικός Ηρόδοτος λέει ξεκάθαρα ότι οι Έλληνες έμαθαν τη γραφή από τους Φοίνικες και σημειώνει: «Στην αρχή οι Έλληνες μεταχειρίστηκαν όσα γράμματα μεταχειρίζονται οι Φοίνικες· ύστερα όμως, με το πέρασμα του χρόνου άλλαξαν τον ήχο τους και το σχήμα τους. Αφού τα γράμματα τα εισήγαγαν οι Φοίνικες στην Ελλάδα, είναι δίκαιο να ονομάζονται φοινικικά.»

Για μια «αρκετά» καλή μητέρα

Το μεγαλύτερο υπαρξιακό δράμα στη ζωή ενός ανθρώπου είναι η αδυναμία του να ζήσει αυθεντικά.

Δυστυχώς, αυτό το εξαιρετικά σύντομο αλλά φωτεινό διάστημα μέσα στο σκοτάδι της ύπαρξης, που λέγεται ζωή, δεν έχει οδηγίες χρήσης. Ερχόμαστε στον κόσμο γυμνοί, αδύναμοι και ανίσχυροι να επιβιώσουμε. Το ευτύχημα είναι ότι ερχόμαστε μοναδικοί.

Αυτή η μοναδικότητα όμως αρχίζει και υποχωρεί όταν ο άνθρωπος αναγκάζεται να μετατραπεί σε σύμβολο κάλυψης ανεκπλήρωτων αναγκών των ανθρώπων οι οποίοι τον φέρανε στον κόσμο.

Η μητέρα, δηλαδή το πρόσωπο που ανατρέφει το παιδί, είναι αυτή που παίζει τον καθοριστικότερο ρόλο στην ανάδειξη ή την καταστολή αυτής της μοναδικότητας ειδικότερα κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής του.

Η πιο σημαντική ψυχολογική ανάγκη ενός παιδιού είναι να γίνεται αποδεκτό.

Αποδεκτός γίνεται ένας άνθρωπος όταν τον σέβονται, τον εκτιμούν, του συμπεριφέρονται με όμορφο τρόπο και λαμβάνουν υπόψη τις ανάγκες του.

Ένα παιδί έχει δηλαδή την ανάγκη να αισθάνεται μοναδικό.

Η ψυχολογική και συναισθηματική ωρίμανση ενός παιδιού αλλά και η αργότερα ψυχική του ανάπτυξη ως ενηλίκου έχει τις ρίζες της στο αν ή πως η μητέρα του αντιλήφθηκε αυτές τις συναισθηματικές του ανάγκες και στον τρόπο που ανταποκρίθηκε σε αυτές.

Μια «αρκετά» καλή μητέρα λειτουργεί σαν ένας καθρέπτης για το παιδί της ειδικά τις πρώτες μέρες της ζωής του. Μέσα από αυτή τη μητέρα- καθρέπτη αντανακλάται ένα ιδιαίτερο και ξεχωριστό παιδί. Ένα παιδί που του επιτρέπεται να δράσει και να εκφραστεί ελεύθερα. Ένα παιδί που μπορεί να βιώσει και να εκφράσει τα συναισθήματα του. Η «αρκετά» καλή μητέρα παρέχει απεριόριστη αγάπη και ανεκτικότητα στις όποιες συναισθηματικές αντιδράσεις του παιδιού.

Στις περισσότερες περιπτώσεις μια «αρκετά» καλή μητέρα, δηλαδή μία μητέρα που έχει την ικανότητα να αναγνωρίσει τις ανάγκες του παιδιού και να τις απομονώσει από τις δικές της ανάγκες, είχε και αυτή μια εξίσου «αρκετά καλή μητέρα». Η μητρότητα έχει βιωματικό χαρακτήρα, δε διδάσκεται.

Όταν λοιπόν μία γυναίκα έρθει αντιμέτωπη με το φαινόμενο της μητρότητας τότε ασυνείδητα θα ανακαλέσει το πρότυπο της δικής της μητέρας. Με άλλα λόγια θα συμπεριφερθεί στο παιδί με τον ίδιο τρόπο που της είχε συμπεριφερθεί και η δική της μητέρα. Αν ήταν τυχερή και είχε μια «αρκετά» καλή μητέρα που καθρέπτιζε τις ανάγκες της και της έδινε αγάπη, τότε θα λειτουργήσει ως φορέας ανάπτυξης και για τα δικά της παιδιά δίνοντας τους πίσω αυτή την αγάπη.

Αν όμως μία μητέρα όταν ήταν παιδί δε μεγάλωσε σε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον και δε μπόρεσε να εκφράσει τα συναισθήματα της, τότε αυτά θα μετατραπούν σε ανεκπλήρωτες ανάγκες και θα μεταφερθούν ασυνείδητα στα δικά της παιδιά. Η μητέρα θα προσπαθήσει να καλύψει τις δικές της ανάγκες που προέκυψαν κατά την παιδική της ηλικία μέσω των παιδιών της.

Αυτό συμβαίνει διότι η μητέρα έχει την ανάγκη η ίδια να νιώσει ασφάλεια και ο μόνος τρόπος να το πετύχει είναι να δημιουργήσει, εντελώς ασυνείδητα φυσικά, μια χρησιμοθηρική σχέση. Το παιδί θα πρέπει να αντανακλά και να εκφράζει τις δικές της προσδοκίες. Σε αυτή την περίπτωση η μητέρα λειτουργεί σαν ένα εξαιρετικά ανασφαλές παιδί το οποίο διατηρεί μία αίσθηση ψευδό-ασφάλειας ασκώντας απόλυτο έλεγχο πάνω σε ένα ακόμη πιο αδύναμο πλάσμα.

Το αδύναμο όμως αυτό πλάσμα απωθεί τις ανάγκες του για να ευχαριστήσει τη μητέρα του. Θάβει ένα μεγάλο κομμάτι της προσωπικότητας του που περικλείει τον αληθινό του εαυτό. Αναπτύσσεται με γνώμονα όχι τις δικές του ανάγκες αλλά τις ανάγκες της μητέρας του χωρίς να μπορέσει ποτέ να βρει τον εαυτό του.

Δυστυχώς με τη σειρά του, θα περάσει όλη του τη ζωή προσπαθώντας είτε να καλύψει είτε να ναρκώσει αυτές τις πρωταρχικές ανάγκες, οι οποίες αν δε βιωθούν θα μεταφερθούν και στα δικά του παιδιά ως μια τραγική επανάληψη...

Ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις αν μπορείς να εμπιστευτείς κάποιον είναι ένας. Να τον εμπιστευτείς

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονοσ Ο Αριστοτέλης και η φιλία ως καθρέφτισμα του εαυτούΕμπιστοσύνη. Λέξη κι αυτή… Μια λέξη, πολλά συναισθήματα. Θλίψη και πόνος για τις φορές που εμπιστεύτηκες ενώ δεν έπρεπε, χαρά και ζεστασιά γιατί με κάποιους ανθρώπους της ζωής σου έχεις χτίσει γερά θεμέλιά της και ελπίδα ότι θα εμπιστευτείς νέα άτομα.

Η εμπιστοσύνη είναι βασικό κίνητρο για τις διαπροσωπικές σχέσεις. Σε κάθε μας νέα επαφή, ασυνείδητα υπάρχει μέσα μας η ελπίδα για μια σχέση εμπιστοσύνης. Χωρίς αυτή, οι σχέσεις είναι ρηχές, επιφανειακές και ανούσιες. Είτε το καταλαβαίνουμε είτε όχι αυτός είναι ο σκοπός μας.

Ωστόσο, παράλληλα, υπάρχει και ο φόβος, η καχυποψία. Αναρωτιέσαι «Να τον εμπιστευτώ ή θα κάνω λάθος;». Παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου και με τρομάζει τόσο πολύ ο φόβος τους σε αυτό το θέμα. Η ανασφάλεια αυτή μπορεί πραγματικά να γκρεμίσει σχέσεις με γερά θεμέλια. Βλέπεις ανθρώπους να αγαπιούνται αλλά να μην εμπιστεύονται ο ένας τον άλλον. Μα πώς μπορεί να αγαπιούνται και να μην υπάρχει εμπιστοσύνη;

Κι όμως, όταν αγαπάς δίνεις κομμάτια της ψυχής σου στον άλλον. Τα κομμάτια αυτά αν πέσουν από τα χέρια του ανθρώπου που αγαπάς και σπάσουν, θα πονέσουν πολύ περισσότερο από αυτά που θα ρίξεις μόνος σου. Γιατί αυτά που θα ρίξεις μόνος σου, ξέρεις να τα μαζεύεις πολύ πιο εύκολα και γρήγορα. Τα βλέπεις τη στιγμή που πέφτουν.

Ενώ όταν τα κρατάει ο άλλος, δεν προλαβαίνεις να δεις πού πήγαν, γιατί έπεσαν ούτε και το πώς. Ακούς μόνο το «κράτς» του σπασίματος. Τον ήχο που σου γδέρνει την ψυχή. Δεν είναι όμως κρίμα να συμβαίνει αυτό;

Δεν είναι κρίμα να απομονώνονται οι άνθρωποι μόνο και μόνο λόγω του φόβου τους; Είναι τόσο θλιβερό και άδικο. Ένας μηχανισμός αυτοπροστασίας, σχεδόν
αυτοκαταστροφικός. Σε κλείνει στον εαυτό σου.

Με όσους ανθρώπους και αν είσαι, αν δεν τους εμπιστεύεσαι νιώθεις μόνος, μίσος και γίνεσαι ρηχός, κυνικός και εγωιστής. Ενώ, όταν εμπιστεύεσαι όλα τα συναισθήματα είναι πιο έντονα. Ακόμη και ο πόνος. Αλλά και αυτό μάθημα είναι. Όταν εμπιστεύεσαι, νιώθεις ελεύθερος και ζωντανός.

Αλήθεια, αφήστε τους εαυτούς σας ελεύθερους. Αφήστε να σας αγκαλιάσουν και χαθείτε εκεί σαν να μην υπάρχει αύριο. Το να αφεθείς δεν είναι ένδειξη αδυναμίας. Ίσα ίσα. Θέλει πολλά κιλά μαγκιάς.

Είναι πολύ πιο δύσκολο να εμπιστευτείς σε σχέση με το να είσαι καχύποπτος. Δεν απολαμβάνεις την ουσία της ζωής αν φοβάσαι. Εξ άλλου το είπε και ο Ernest
Hemingway:

«Ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις αν μπορείς να εμπιστευτείς κάποιον είναι ένας. Να τον εμπιστευτείς»

Το πνευματικό νόημα της ανατριχίλας.

Ίσως έχετε νιώσει ξαφνικές ανατριχίλες σε όλο σας το σώμα. Οι ανατριχίλες μπορεί να είναι είτε πάνω στο σώμα σας ή μπορεί να ανεβοκατεβαίνουν την σπονδυλική σας στήλη. Δεν είναι σαν να βιώνετε ρίγη αλλά σαν να ρέει ενέργεια στο σώμα μας και εξαιτίας της να νιώθετε μυρμηγκιάσματα ή ανατριχίλες.

Αν η παραπάνω περιγραφή σας ακούγεται οικεία, τότε βιώνετε αυτό που είναι γνωστό ως πνευματικές ανατριχίλες.

Οι πνευματικές ανατριχίλες είναι μηνύματα και σημάδια από το ίδιο το πνεύμα. Είναι ένα μήνυμα στο οποίο υπάρχει κάτι σημαντικό που πρέπει να του δώσετε προσοχή. Όταν βιώνετε πνευματικές ανατριχίλες, παρακαλώ να δίνετε σημασία.

Επομένως ποια είναι το πνευματικό νόημα της ανατριχίλας;

Αν έχετε βιώσει πρόσφατα μια πνευματική ανατριχίλα και θέλετε να μάθετε τι σημαίνει, πρέπει να γυρίσετε με το μυαλό σας σε εκείνη την κατάσταση και να κοιτάξετε την κατάσταση στην οποία βρισκόσασταν όταν σας συνέβη.

Οι περισσότερες πνευματικές ανατριχίλες συμβαίνουν όταν είστε σε κατάσταση διαλογισμού ή αν επικοινωνείτε με ένα φίλο για κάτι που αγαπάτε. Αν συζητάτε κάτι με έναν φίλο και δεν είστε σίγουροι για κάτι, ίσως νιώσετε μια πνευματική ανατριχίλα από ένα πνεύμα. Αυτό θα μπορούσε να είναι προειδοποιητικό σημάδι.

Ωστόσο, αν συζητάτε για κάτι που αγαπάτε, για παράδειγμα το ότι θέλατε πάντα να πάτε κάπου αλλά ποτέ δεν τα καταφέρατε, ίσως νιώσετε μια ανατριχίλα. Αυτό το σημάδι, σας λέει ότι πρέπει να πάτε εκεί που θέλατε και να ακολουθήσετε τα όνειρά σας.

Μερικές πνευματικές ανατριχίλες είναι προειδοποιήσεις

Έχετε περπατήσει ποτέ μέσα σε ένα δωμάτιο στο οποίο δεν είχατε ξαναμπεί και ανατρίχιασε όλο σας το κορμί; Αν έχετε κακό προαίσθημα για αυτό το μέρος, τότε αυτό είναι ένα προειδοποιητικό σημάδι ότι πρέπει να εντείνετε την προσοχή σας. Αν η κατάσταση παραγίνει αρνητική τότε πρέπει να φύγετε από αυτό το μέρος.

Οι πνευματικές ανατριχίλες μπορούν να είναι μια διαβεβαίωση.

Αρκετά συχνά οι πνευματικές ανατριχίλες είναι μια διαβεβαίωση από ένα πνεύμα. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Ψάχνετε να βρείτε ένα σπίτι για να μείνετε. Κοιτάτε παντού αλλά δεν σας κάνει κανένα σπίτι. Και ξαφνικά μπαίνετε σε ένα σπίτι και νιώθετε εξάψεις και ανατριχίλες σε όλο σας το κορμί με έναν θετικό τρόπο. Αυτό είναι ένα σημάδι ότι βρήκατε το σωστό μέρος.

Είχατε ποτέ ανατριχίλες σαν και αυτή; Αν ναι, ακούστε το μήνυμα προσεκτικά επειδή μπορεί να υπάρχει κάτι σημαντικό για να κατανοήσετε.

Συνειδητοποίησε πρώτα ποιος θέλεις να είσαι. Ύστερα κάνε αυτά που πρέπει να κάνεις

Ο άνθρωπος διαμορφώνεται με τον χρόνο και περνάει μεγάλο μέρος της ζωής του σαν «work in progress», εν εξελίξει.

Για να γίνουμε αυτό που θέλουμε κι αυτό που μπορούμε, πρέπει πρώτα να αποκτήσουμε μιαν εικόνα του ιδανικού μας εαυτού: ποιος άνθρωπος θέλω να είμαι; Ποιο επάγγελμα θέλω να εξασκώ; Ποια είναι τα προσωπικά μου ιδεώδη; Προϋπόθεση είναι η αυτογνωσία, η συνειδητοποίηση της ταυτότητας και των ορίων μας. Δεν πρέπει ούτε να έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας ούτε να τον περιφρονούμε. Παρατηρείται συχνά το παράξενο φαινόμενο να μην είμαστε ποτέ ικανοποιημένοι από την τύχη μας («Αχ, εγώ ο άτυχος, τι θα μπορούσα να έχω κάνει αν μου είχαν δοθεί περισσότερες και καλύτερες ευκαιρίες…»), αλλά να μην επιθυμούμε περισσότερη σοφία ή εξυπνάδα. Πολλοί άνθρωποι θα ήθελαν να είναι ωραιότεροι ή πλουσιότεροι, λίγοι όμως ομολογούν ότι θα ήθελαν να είναι εξυπνότεροι, παρότι η εξυπνάδα είναι η ικανότητα να διακρίνουμε αμέσως τι πρέπει να κάνουμε σε κάθε περίσταση. Έχουμε την τάση να αποδίδουμε στη μοίρα τις αποτυχίες μας, ενώ αποδίδουμε τις επιτυχίες μας στην προσωπική μας αξία και προσπάθεια.

Υπάρχουν πολλοί τρόποι να φτάσουμε στην αυτογνωσία -ο πόνος, η απώλεια, ο έρωτας- και στη συνέχεια να κάνουμε όσα «πρέπει» να κάνουμε. Μέσα μας υπάρχουν κάμποσοι άνθρωποι, έχουμε έναν «καλό» κι έναν «κακό» εαυτό, δυνάμεις φανερές και δυνάμεις κρυμμένες, ταλέντα, δεξιότητες, όνειρα και αυταπάτες, ψευδείς εικόνες και ιδέες…

Καμιά φορά λέμε: «Πρέπει να βρω τον εαυτό μου». Στην πραγματικότητα, τον εαυτό μας δεν τον βρίσκουμε, τον επινοούμε, τον δημιουργούμε εμείς οι ίδιοι, τον σμιλεύουμε. Όρισε λοιπόν στον εαυτό σου έναν χαρακτήρα και έναν τρόπο ζωής που θα τον διατηρείς και θα τον υποστηρίζεις είτε είσαι μόνος σου είτε είσαι μαζί με άλλους.

Η βάση της φιλοσοφίας και το στοίχημα της φιλοσοφίας είναι η αυτογνωσία. Πράγματι, για τους Στωικούς τα εξωτερικά γεγονότα κανονίζονται από τη μοίρα, επομένως δεν μπορούμε να τα ελέγξουμε. Ωστόσο, παραμένουμε υπεύθυνοι για τις ενέργειές μας.

Αν και ο όρος «ειμαρμένη» που χρησιμοποιούν οι «Στωικοί παραπέμπει στην έννοια του πεπραγμένου και της μοίρας, δεν πρέπει να συγχέεται με τη μοιρολατρία. Σύμφωνα με τον Χρύσιππο, η μοίρα είναι η φυσική και αιώνια ευταξία του συνόλου. Και μολονότι είναι αναπόδραστη και όλες οι δυνατότητες που έχει ένα γεγονός να εξελιχθεί είναι δεδομένες, έχουμε περιθώριο να κάνουμε επιλογές: το ποια από τις προκαθορισμένες δυνατότητες θα επιλέξουμε ανήκει στη δική μας δικαιοδοσία.

Η ΠΡΟΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΔΡΑΣΗΣ: Γιατί το να περιμένουμε χωρίς να κάνουμε τίποτα είναι μαρτύριο

Η προτίμηση της δράσης εκδηλώνεται κυρίως μπροστά σε μια πρωτόγνωρη συγκεχυμένη κατάσταση. Η πλάνη αυτή παρατηρείται στα πιο μορφωμένα άτομα. ‘Ένας γιατρός έχει μπροστά του έναν ασθενή με συγκεχυμένα κλινικά συμπτώματα. Μην ξέροντας αν πρέπει να παρέμβει η όχι, δηλαδή να του γράψει ένα φάρμακο η να περιμένει, έχει την τάση να διαλέγει τη συνταγή, όχι για οικονομικούς λόγους, αλλά απλώς διότι παρακινείται από την προτίμηση της δράσης.

Από που προέρχεται αυτή η στάση μας; Την εποχή που οι άνθρωποι ήταν κυνηγοί και τροφοσυλλέκτες η δράση ήταν πιο επικερδής από τη σκέψη. Η γρήγορη αντίδραση ήταν ζήτημα επιβίωσης. Και η σκέψη μπορούσε να αποβεί μοιραία. Όταν οι πρόγονοί μας έβλεπαν να ξεπροβάλλει στην άκρη του δάσους μια σιλουέτα που έμοιαζε πολύ με τίγρη με κοφτερά δόντια, δεν κάθονταν σε έναν βράχο, όπως ο Σκεπτόμενος του Ροντέν, για να στοχαστούν πάνω στην ταξινόμηση των ειδών. Το έβαζαν στα πόδια. Είμαστε όλοι απόγονοι αυτών των ανθρώπων, που αντιδρούσαν άμεσα για να αποφύγουν τον κίνδυνο. Όμως ο σημερινός μας κόσμος είναι τελείως διαφορετικός – ανταμείβει αυτούς που σκέφτονται δυο φορές προτού δράσουν. Μια επανεκπαίδευση που μας είναι πολύ επίπονη.

Δε λαμβάνετε καμία διάκριση, κανένα μετάλλιο, κανένα άγαλμα με το όνομά σας αν πάρετε τη σωστή απόφαση διαλέγοντας την αναμονή για το καλό της εταιρείας, του κράτους, της ανθρωπότητας. Αντιθέτως, αν δείξετε αποφασιστικότητα, δράσετε αμέσως και δείτε την κατάσταση να βελτιώνεται (ίσως εντελώς τυχαία), έχετε όλες τις πιθανότητες να δεχτείτε τιμές στην πλατεία του χωριού σας η να ανακηρυχτείτε «καλύτερος συνεργάτης της χρονιάς». Η κοινωνία προτιμά την απερίσκεπτη δράση από τη στοχαστική αναμονή.

Συμπέρασμα: Στις δύσκολες η πρωτόγνωρες καταστάσεις κινούμαστε από την παρόρμηση να κάνουμε κάτι, είτε συμβάλλουμε στη βελτίωση της κατάστασης είτε όχι. Έπειτα αισθανόμαστε πολύ καλύτερα, ακόμα κι αν δεν υπήρξε καμία βελτίωση. Συχνά, μάλιστα, η κατάσταση έχει χειροτερέψει. Με δυο λόγια, έχουμε την τάση να ενεργούμε πολύ γρήγορα και πολύ συχνά. Συνεπώς, αν είστε μέσα σε ομίχλη, μην κάνετε τίποτα προτού μπορέσετε να δείτε πιο καθαρά. Συγκρατηθείτε και μη δράσετε. «Όλη η ανθρώπινη δυστυχία προέρχεται από ένα και μοναδικό πράγμα, το ότι δεν ξέρουμε να μένουμε ήσυχοι σε ένα δωμάτιο» έγραφε ο Μπλάιζ Πασκάλ. Για τον ίδιο, το δωμάτιο αυτό ήταν το γραφείο του.

Πώς η πολιτισμική εξέλιξη έχει οδηγήσει στην παραίτηση των ενορμήσεων από την ικανοποίηση

Είναι αδύνατον να παραβλέψουμε σε ποιο βαθμό ο πολιτισμός βασίζεται στην παραίτηση από τις ενορμήσεις, πόσο πολύ έχει ως προϋπόθεση ακριβώς αυτήν τη μη ικανοποίηση (καταπίεση, απώθηση ή και τι άλλο;) έντονων ενορμήσεων.  Δεν είναι εύκολο να καταλάβουμε πώς γίνεται να παραιτηθεί μία ενόρμηση από την ικανοποίηση. Δεν είναι καν τόσο ακίνδυνο- εάν δεν υπάρξει οικονομική αντιστάθμιση, θα εμφανιστούν σοβαρές διαταραχές.

Εάν όμως θέλουμε να μάθουμε ποια αξία μπορεί να αξιώσει η θεώρησή μας για την πολιτισμική εξέλιξη ως ιδιαίτερη διαδικασία, συγκρίσιμη με τη φυσιολογική ωρίμανση του ατόμου, θα πρέπει προφανώς να καταπιαστούμε με ένα άλλο πρόβλημα, να αναρωτηθούμε σε ποιες επιρροές οφείλει την προέλευσή της η πολιτισμική εξέλιξη, πώς δημιουργήθηκε και από τι προσδιορίσθηκε η πορεία της.

Αυτό το έργο μοιάζει τεράστιο, μπορούμε να ομολογήσουμε την αδυναμία μας. Εδώ σας παραθέτω τα λίγα που μπόρεσα να μαντέψω.

Όταν ο πρωτόγονος άνθρωπος ανακάλυψε ότι, κυριολεκτικά, βρισκόταν στο χέρι του να βελτιώσει τη μοίρα του μέσω της εργασίας, δε θα μπορούσε να αδιαφορήσει για το εάν κάποιος άλλος άνθρωπος εργαζόταν μαζί του ή εναντίον του. Ο άλλος απέκτησε γι’αυτόν την αξία του συνεργάτη, με τον οποίο ήταν χρήσιμο να ζει μαζί. Ακόμα πρωτύτερα, την περίοδο που ο άνθρωπος έμοιαζε ακόμη με τον πίθηκο, είχε αποκτήσει τη συνήθεια να σχηματίζει οικογένειες- τα μέλη της οικογένειας ήταν προφανώς οι πρώτοι του βοηθοί. Πιθανόν η εδραίωση της οικογένειας να σχετιζόταν με το γεγονός ότι η ανάγκη για σεξουαλική ικανοποίηση δεν ήταν πλέον σποραδική, που εμφανίζεται ξαφνικά σε κάποιον και μετά την αποχώρησή της δε δίνει πια σημεία ζωής για πολύ καιρό, αλλά εγκαταστάθηκε μόνιμα στο άτομο. Έτσι ο άνδρας απέκτησε ένα κίνητρο για να κρατήσει κοντά του το θηλυκό ή, πιο γενικά, τα σεξουαλικά αντικείμενα- οι γυναίκες, που δεν ήθελαν να χωριστούν από τα αβοήθητα μικρά τους, έπρεπε και αυτές για το συμφέρον τους να μείνουν κοντά στο δυνατότερο αρσενικό. Σε αυτή την πρωτόγονη οικογένεια λείπει ακόμη ένα ουσιαστικό χαρακτηριστικό του πολιτισμού- η αυθαιρεσία του αρχηγού και πατέρα ήταν απεριόριστη. Στο Τοτέμ και Ταμπού προσπάθησα να δείξω το δρόμο που οδηγούσε από αυτή την οικογένεια στην επόμενη βαθμίδα της συμβίωσης, στη μορφή των αδερφικών ενώσεων. Με την υπερνίκηση του πατέρα, οι γιοι απέκτησαν την εμπειρία ότι μία ένωση μπορεί να είναι ισχυρότερη από το άτομο. Ο πολιτισμός του τοτέμ βασίζεται στους περιορισμούς που έπρεπε να επιβάλλουν ο ένας στον άλλον για τη διατήρηση της νέας κατάστασης. Οι διατάξεις των ταμπού ήταν το πρώτο “δίκαιο”.

Η συμβίωση των ανθρώπων ήταν λοιπόν βασισμένη σε δύο πράγματα: στον καταναγκασμό για εργασία, που δημιουργούσε η ακραία ανάγκη, και στη δύναμη της αγάπης, η οποία από την πλευρά του άντρα δεν ήθελε να στερηθεί το σεξουαλικό αντικείμενο στη γυναίκα και από την πλευρά της γυναίκας δεν ήθελε να στερηθεί το κομμάτι που είχε αφαιρεθεί από αυτή στο πρόσωπο του παιδιού. Ο Έρως και η Ανάγκη έγιναν οι γονείς του ανθρώπινου πολιτισμού. Η πρώτη επιτυχία του πολιτισμού ήταν το γεγονός ότι ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων μπορούσε να ζήσει σε κοινότητα. Και καθώς οι δύο μεγάλες δυνάμεις δρούσαν μαζί, θα μπορούσαμε να περιμένουμε ότι η περαιτέρω εξέλιξη θα συνέχιζε απρόσκοπτα προς την ολοένα και ισχυρότερη κυριαρχία επί του εξωτερικού κόσμου, καθώς και προς την παραπέρα επέκταση του αριθμού των ανθρώπων που περίκλειε η κοινότητα. Δεν καταλαβαίνουμε εύκολα πώς αυτός ο πολιτισμός θα μπορούσε να προκαλέσει στους συμμετέχοντές του κάτι άλλο από ευτυχία.

Πριν ακόμη εξερευνήσουμε από πού θα μπορούσε να προέλθει μία διαταραχή, θα προσπαθήσουμε, έχοντας ήδη αναγνωρίσει την αγάπη ως ένα από τα θεμέλια του πολιτισμού, να καλύψουμε ένα κενό σε μία προγενέστερη εξέταση. Είχαμε πει πως η εμπειρία ότι η σεξουαλική (γενετήσια) αγάπη εξασφαλίζει εντονότατη ικανοποίηση έδωσε ουσιαστικά στον άνθρωπο το πρότυπο κάθε ευτυχίας και θα πρέπει να τον ώθησε στο να αναζητάει στο εξής την ευτυχία της ζωής στο πεδίο των σεξουαλικών σχέσεων, να θέσει στο επίκεντρο της ζωής το σεξουαλικό έρωτα. Συνεχίζουμε με το γεγονός ότι ο άνθρωπος βρέθηκε με πολύ επικίνδυνο τρόπο να εξαρτάται από ένα κομμάτι του εξωτερικού κόσμου, δηλαδή από το επιλεγμένο αντικείμενο αγάπης, και εκτέθηκε σε έναν πολύ έντονο πόνο όταν εισέπραττε την περιφρόνηση από αυτό ή όταν το έχανε εξαιτίας απιστίας ή θανάτου. Οι σοφοί όλων των εποχών μάς έχουν συμβουλεύσει επιτακτικά την αποφυγή αυτής της πορείας ζωής- αλλά για ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων δεν έχει χάσει τη γοητεία της.

Μία μικρή μειοψηφία έχει τη δυνατότητα χάρις στην ιδιοσυστασία της, να βρει το δρόμο για την ευτυχία μέσω της αγάπης, κάτι που όμως απαιτεί εκτεταμένες ψυχικές μεταβολές της λειτουργίας της αγάπης. Αυτά τα άτομα ανεξαρτητοποιούνται από τη συγκατάθεση του αντικειμένου μεταθέτοντας την κύρια αξία από το να αγαπιούνται στο να αγαπούν οι ίδιοι, προστατεύονται από την απώλειά της στρέφοντας την αγάπη τους όχι σε μεμονωμένα αντικείμενα αλλά σε όλους τους ανθρώπους με τον ίδιο βαθμό και αποφεύγουν τις αμφιταλαντεύσεις και τις απογοητεύσεις της σεξουαλικής αγάπης αποστρέφοντάς την από το σεξουαλικό στόχο, μετατρέποντας την ενόρμηση σε μία ανασταλμένη ως προς το στόχο διέγερση. Αυτό που πραγματοποιείται με αυτό τον τρόπο μέσα τους, η κατάσταση μίας ισορροπημένης, συνεπούς, τρυφερής αίσθησης, δεν έχει πια μεγάλη εξωτερική ομοιότητα με την ορμητική, σεξουαλική ερωτική ζωή, από την οποία όμως προέρχεται, αυτής της αξιοποίησης της αγάπης για το εσωτερικό αίσθημα ευτυχίας- αυτό που αναγνωρίζουμε ως μία από τις τεχνικές της εκπλήρωσης της αρχής της ηδονής βρίσκεται πολλαπλώς, με την οποία μπορεί να συνδέεται σε εκείνες τις μακρινές περιοχές, όπου η διάκριση του Εγώ από τα αντικείμενα και η διάκριση των αντικειμένων μεταξύ τους παραμελείται. Μία ηθική θεώρηση, της οποίας το βαθύτερο κίνητρο θα μας γίνει γνωστό, θέλει να βλέπει σε αυτή την ετοιμότητα για γενική αγάπη προς τους ανθρώπους και τον κόσμο την ύψιστη βαθμίδα στην οποία μπορεί να ανυψωθεί ο άνθρωπος. Θα θέλαμε κιόλας να διατυπώσουμε δύο ενδοιασμούς. Μία αγάπη που δεν επιλέγει μάς φαίνεται ότι χάνει ένα κομμάτι της αξίας της, διαπράττοντας αδικία στο αντικείμενο. Και επιπλέον: δεν είναι όλοι οι άνθρωποι αξιαγάπητοι.

Η αγάπη εκείνη που εδραίωσε την οικογένεια, εξακολουθεί να επιδρά μέσα στον πολιτισμό στην αρχική της μορφή, όπου δεν παραιτείται από την άμεση σεξουαλική ικανοποίηση, αλλά και τροποποιημένη, ως ανασταλμένη ως προς το στόχο τρυφερότητα. Και με τις δύο μορφές συνεχίζει τη λειτουργία της, να συνδέει δηλαδή ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων μεταξύ τους και μάλιστα με πιο έντονο τρόπο από ό,τι επιτυγχάνει το συμφέρον της εργασιακής κοινότητας. Η αδιαφορία της γλώσσας στη χρήση της λέξης “αγάπη” βρίσκει μία γενετική δικαιολόγηση. Αγάπη ονομάζουμε τη σχέση ανάμεσα στο αρσενικό και το θηλυκό, οι οποίοι ίδρυσαν μία οικογένεια βάσει των σεξουαλικών αναγκών τους, ονομάζουμε όμως και τα θετικά αισθήματα ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά, ανάμεσα στα αδέρφια της οικογένειας, παρόλο που αυτή τη σχέση θα πρέπει να την περιγράψουμε ως ανασταλμένη ως προς το στόχο αγάπη, ως τρυφερότητα. Η ανασταλμένη ως προς το στόχο αγάπη ήταν πρωταρχικά αισθησιακή και παραμένει ακόμη έτσι στο ασυνείδητο των ανθρώπων. Και οι δύο αγάπες, η αισθησιακή και η ανασταλμένη ως προς το στόχο, εκτείνονται πέραν της οικογένειας και δημιουργούν νέους δεσμούς με τους μέχρι πρότινος ξένους. Η σεξουαλική αγάπη οδηγεί σε νέους οικογενειακούς δεσμούς, η ανασταλμένη ως προς το στόχο σε “φιλίες”, που είναι σημαντικές για τον πολιτισμό διότι αποφεύγουν κάποιους περιορισμούς της σεξουαλικής αγάπης, πχ την αποκλειστικότητά της. Αλλά η σχέση της αγάπης με τον πολιτισμό χάνει την πορεία της εξέλιξης το μονοσήμαντό της. Από τη μία πλευρά η αγάπη αντίκειται στα συμφέροντα του πολιτισμού, από την άλλη πλευρά ο πολιτισμός απειλεί την αγάπη με σημαντικούς περιορισμούς.

Αυτός ο διχασμός μοιάζει αναπόφευκτος- η αιτία του δεν αναγνωρίζεται αμέσως. Εκδηλώνεται κατ’ αρχάς ως μία σύγκρουση ανάμεσα στην οικογένεια και στην ευρύτερη κοινότητα στην οποία ανήκει το άτομο. Έχουμε ήδη μαντέψει ότι μία από τις κύριες επιδιώξεις του πολιτισμού είναι να συσπειρώσει τους ανθρώπους σε μεγάλες ενότητες. Η οικογένεια δε θέλει όμως να ελευθερώσει το άτομο. Όσο πιο στενή είναι η συνοχή μεταξύ των μελών μιας οικογένειας, τόσο συχνότερα τείνουν να αποκόβονται από τους άλλους, τόσο δυσκολότερη τους γίνεται η είσοδος στον ευρύτερο κύκλο της ζωής. Ο φυλογενετικά παλαιότερος τρόπος συμβίωσης, που υφίσταται μόνο στην παιδική ηλικία, αμύνεται μπροστά στην αντικατάστασή του από τον πολιτισμικά επίκτητο, μεταγενέστερο. Η απομάκρυνση από την οικογένεια γίνεται καθήκον για κάθε νέο άνθρωπο, για την εκπλήρωση του οποίου η κοινωνία τον στηρίζει συχνά με εφηβικές και εισαγωγικές τελετουργίες. Μας δημιουργείται η εντύπωση ότι πρόκειται για δυσκολίες που συνδέονται με κάθε ψυχική και κατά βάση με κάθε οργανική εξέλιξη.

Επιπλέον, σύντομα οι γυναίκες έρχονται και αυτές σε αντίθεση με το ρεύμα του πολιτισμού και ξεδιπλώνουν την επιβραδυντική και ανασταλτική επιρροή τους, οι ίδιες γυναίκες που στην αρχή έθεσαν τα θεμέλια του πολιτισμού μέσω των αξιώσεων της αγάπης τους. Οι γυναίκες εκπροσωπούν τα συμφέροντα της οικογένειας και της σεξουαλικής ζωής- η πολιτισμική εργασία έγινε περισσότερο υπόθεση των ανδρών, τους θέτει όλο και δυσκολότερα έργα, τους αναγκάζει για μετουσίωση των ενορμήσεων, για τις οποίες οι γυναίκες είναι ελάχιστα ικανές. Επειδή ο άνθρωπος δε διαθέτει απεριόριστες ποσότητες ψυχικής ενέργειας, πρέπει να επιτελέσει τα καθήκοντά του μέσω της κατάλληλης κατανομής της λίμπιντό του. Αυτό που καταναλώνεται για πολιτισμικούς σκοπούς αφαιρείται σε μεγάλο βαθμό από τις γυναίκες και από τη σεξουαλική ζωή: η μόνιμη συνεργασία με άνδρες, η εξάρτησή τους από τις σχέσεις με αυτούς, αποξενώνουν μάλιστα τον άνδρα από το ρόλο του ως συζύγου και πατέρα. Έτσι η γυναίκα βλέπει να παραμερίζεται από τις αξιώσεις του πολιτισμού και δημιουργεί μαζί του μία εχθρική σχέση.

Από την πλευρά του πολιτισμού, η τάση για περιορισμό της σεξουαλικής ζωής δεν είναι λιγότερο εμφανής από ό,τι η άλλη τάση για επέκταση του κύκλου του πολιτισμού. Ήδη η πρώτη φάση του πολιτισμού, αυτή του τοτεμισμού, φέρει την απαγόρευση της αιμομικτικής επιλογής αντικειμένου, ίσως ο πιο αποφασιστικός ακρωτηριασμός που βίωσε η ανθρώπινη σεξουαλική ζωή στην πορεία των χρόνων. Μέσω των ταμπού, των νόμων και των εθίμων δημιουργούνται και άλλοι περιορισμοί, οι οποίοι αφορούν τόσο τους άνδρες όσο και τις γυναίκες. Δεν πάνε όλοι οι πολιτισμοί το ίδιο μακριά- η οικονομική δομή της κοινωνίας επιδρά και στο βαθμό της υπόλοιπης σεξουαλικής ελευθερίας. Γνωρίζουμε ήδη ότι ο πολιτισμός υποτάσσεται εδώ στον καταναγκασμό για οικονομική αναγκαιότητα, καθώς αυτή αφαιρεί από τη σεξουαλικότητα ένα μεγάλο ποσό ψυχικής ενέργειας και την καταναλώνει η ίδια. Έτσι ο πολιτισμός φέρεται απέναντι στη σεξουαλικότητα όπως ένας λαός ή ένα στρώμα του πληθυσμού, που έχει υποτάξει ένα άλλο στρώμα και το εκμεταλλεύεται. Το άγχος μπροστά σε μία εξέγερση των καταπιεσμένων ωθεί για την υιοθέτηση αυστηρών προληπτικών μέτρων. Ένα ζενίθ μίας τέτοιας εξέλιξης βλέπουμε δυτικοευρωπαϊκό μας πολιτισμό. Είναι απολύτως δικαιολογημένο από ψυχολογικής απόψεως το γεγονός ότι απαγορεύει τις εκδηλώσεις της παιδικής σεξουαλικής ζωής, διότι ο περιορισμός των σεξουαλικών επιθυμιών των ενηλίκων δε θα είχε καμία τύχη αν δεν είχε προετοιμασθεί στην παιδική ηλικία. Μόνο που δε δικαιολογείται με κανέναν τρόπο όταν η πολιτισμική κοινωνία φθάνει να αρνείται αυτά τα εύκολα αποδεικνυόμενα, τόσο οφθαλμοφανή φαινόμενα. Η επιλογή του αντικειμένου που κάνει ο ώριμος σεξουαλικά άνθρωπος περιορίζεται στο αντίθετο φύλο, τις περισσότερες εξωγεννητικές ικανοποιήσει τις καταδικάζει ως διαστροφές. Η αξίωση για μία σεξουαλική ζωή ομοιόμορφη για όλους τους ανθρώπους, η οποία εκφράζεται με αυτές τις απαγορεύσεις, αγνοεί τις ανομοιότητες της έμφυτης και επίκτητης σεξουαλικής ιδιοσυστασίας των ανθρώπων, αφαιρεί από ένα αρκετά μεγάλο αριθμό τους τη σεξουαλική απόλαυση και γίνεται έτσι πηγή μεγάλης αδικίας. Η επιτυχία αυτών των περιοριστικών μέτρων θα μπορούσε τότε να είναι το γεγονός ότι σε εκείνους που είναι φυσιολογικοί, σε εκείνους που δεν τους εμποδίζει η ιδιοσυστασία τους, κάθε σεξουαλικό ενδιαφέρον διευθετείται χωρίς απώλειες στα ανοιχτά κανάλια. Αλλά αυτό που μένει ελεύθερο από την απαγόρευση, η ετεροφυλοφιλική γεννητική αγάπη, μειώνεται και περαιτέρω μέσω των περιορισμών της νομιμότητας και την μονογαμίας. Ο σημερινός πολιτισμός δηλώνει εμφανώς ότι επιτρέπει μόνο σεξουαλικές σχέσεις με βάση ένα μοναδικό, αδιάλυτο δεσμό ενός άνδρα με μία γυναίκα, ότι δεν του αρέσει η σεξουαλικότητα ως αυτόνομη πηγή ηδονής και ότι έχει την πρόθεση να την ανεχθεί μόνο ως αναντικατάστατη πηγή για τον πολλαπλασιασμό των ανθρώπων, όπως μέχρι τώρα. Αυτό φυσικά είναι ακραίο. Είναι γνωστό ότι αποδείχθηκε ανέφικτο, ακόμη και για μικρές χρονικές περιόδους. 

Μόνο τα αδύναμα άτομα έχουν υποταχθεί σε μία τόσο μεγάλη εισβολή στη σεξουαλική τους ελευθερία, οι πιο ισχυρές φύσεις το κάνουν μόνο με την προϋπόθεση μίας αποζημίωσης, για την οποία μπορούμε να μιλήσουμε αργότερα. Η πολιτισμένη κοινωνία αναγκάστηκε να επιτρέψει πολλές παραβιάσεις στα σιωπηρά, τις οποίες σύμφωνα με τις αρχές της θα έπρεπε να καταπολεμάει. Όμως δε θα πρέπει να κάνουμε το λάθος και να δεχθούμε ότι μία τέτοια πολιτισμική στάση είναι γενικά ακίνδυνη διότι δεν επιτυγχάνει όλα όσα σκόπευε. Η σεξουαλική ζωή του πολιτισμένου ανθρώπου έχει βλαφθεί σε μεγάλο βαθμό, δημιουργεί μερικές φορές την εντύπωση μίας λειτουργίας που έχει υποστεί επαναστροφή. Ίσως δικαιούμαστε να δεχθούμε ότι η σημασία της πηγής αισθημάτων ευτυχίας, για την εκπλήρωση δηλαδή του σκοπού της ζωής μας, έχει μειωθεί αισθητά. Κάποιες φορές πιστεύουμε πως δεν είναι μόνο η πίεση του πολιτισμού αλλά κάτι στην ουσία της ίδιας της σεξουαλικής λειτουργίας που μας αρνείται την πλήρη ικανοποίηση και μας ωθεί σε άλλους δρόμους. Μπορεί να είναι λάθος, είναι δύσκολο να αποφανθούμε.

S.Freud, Ο πολιτισμός πηγή δυστυχίας

Η φωτεινή κυριαρχία του Αριστοτέλη

Στην αρχαία Ελλάδα, η σχέση του δασκάλου με τον μαθητή αναδεικνύει συχνά το αρχετυπικό, υπερβατικό της περιεχόμενο. Έτσι, ο Πλάτων καταγράφει, σχολιάζει αλλά και διευρύνει την σωκρατική διδασκαλία. Ο Αριστοτέλης, στην συνέχεια, μαθητής στην Ακαδημία του Πλάτωνα, δεν ασκεί μόνον κριτική στις ιδέες του δασκάλου του.

Σε μεγάλο βαθμό τις ανατρέπει, για να θεμελιώσει το δικό του οικοδόμημα. Θα αποτελέσει έτσι τον δεύτερο κορυφαίο διανοητή της αρχαιότητας που υπερβαίνει γρήγορα τα όρια του χρόνου και του τόπου του. Το ενδιαφέρον είναι ότι ο δεσμός του δασκάλου με τον μαθητή θα έχει συνέχεια – αυτήν την φορά όμως με παράδοξο τρόπο.

Ο Αριστοτέλης, που είχε γεννηθεί στα Στάγειρα της Μακεδονίας το 384 π.Χ., παρέδιδε επί ένα διάστημα ιδιαίτερα μαθήματα στον Αλέξανδρο, τον γιο του Φιλίππου. Όταν ο Αλέξανδρος κατέκτησε τον μακεδονικό θρόνο, ο Αριστοτέλης δεν έχασε την ευκαιρία της υποστήριξης που του παρείχε ο μαθητής του, και ίδρυσε την περίφημη Περιπατητική Σχολή του στην Αθήνα. Θα διδάξει εκεί μέχρι τον θάνατο του Αλεξάνδρου, αφήνοντας υπό τύπον σημειώσεων ένα μνημειώδες έργο. Δεν υπάρχει σχεδόν κανένας τομέας του επιστητού που να μην θίγεται στο έργο αυτό: ιατρική, φυσιολογία, μετεωρολογία, φυσική, ψυχολογία, καθώς και θέματα βιολογίας ή φυσικής ιστορίας.

Ο Αριστοτέλης καθιέρωσε την συστηματική μελέτη της λογικής, ενώ η Ηθική του συνιστά ανυπέρβλητο έργο. Μεγάλη, επίσης, υπήρξε η συνεισφορά του στην πολιτική θεωρία, αλλά και στην φιλολογική κριτική. Όσον αφορά πάντως την λειτουργία της οράσεως, ο Αριστοτέλης δεν είχε πεισθεί από τις προγενέστερες ερμηνείες, που πρέσβευαν είτε ότι το φως είναι σωματιδιακή ακτινοβολία είτε ότι το μάτι εκπέμπει οπτικές ακτίνες. Δεν συμπαθούσε, γενικότερα, την ατομική θεωρία, αφού αυτή δεν συμβιβαζόταν με τις ιδέες του για τις πρωταρχικές ιδιότητες που ενυπάρχουν στα πράγματα. Ούτε έβρισκε πειστικό τον τρόπο που ο Εμπεδοκλής και ο Πλάτων αιτιολογούσαν την αδυναμία μας να βλέπομε και την νύχτα.

«Είναι ανωφελές να ισχυριζόμαστε, όπως κάνει ο Τίμαιος, ότι κατά τη νύχτα η οπτική ακτίνα σβήνει όταν εξέρχεται από το μάτι. Τί σημαίνει λοιπόν σβήσιμο του φωτός;», αντιτείνει ο Αριστοτέλης. Ο ίδιος δέχεται την ανάγκη υπάρξεως ενός φυσικού μέσου ανάμεσα στο αντικείμενο και στον παρατηρητή. Το μέσο αυτό πρέπει να είναι διαφανές. Έτσι, δεν είναι κάτι που βλέπομε, αλλά κάτι μέσω του οποίου μπορούμε να δούμε. Πληρούται από εικόνες, που με κάποιον τρόπο μεταφέρονται στις αισθήσεις. Όπως συνοψίζει με ενάργεια ο Λάμπρος Σιάσος: «Διευκρινίζοντας την φύση του φωτός, ο Φιλόσοφος υποστηρίζει ότι αυτό είναι κάποιο διαφανές. Διαφανές όμως τοιαύτης φύσεως ώστε να είναι μεν ορατόν πλην ουχί καθ’ αυτό, αλλά εξαιτίας (κάποιου) αλλοτρίου χρώματος. Επικαλούμενος φυσικά παραδείγματα, μεταξύ αυτών του αέρα και του ύδατος, υποστηρίζει ότι αυτά δεν είναι κατά την ουσία τους διαφανή. Αντιθέτως, αυτό που εξασφαλίζει ή καθιστά δυνατή την διαφάνειά τους είναι κάποια φύση που ενυπάρχει η αυτή και σε αυτά τα δύο (τον αέρα, το ύδωρ), και στο αΐδιο άνω σώμα.

Το φως λοιπόν είναι η ενέργεια αυτού του διαφανούς, αυτής της ανώνυμης κοινής φύσης. Το φως είναι κάτι ωσάν το χρώμα του διαφανούς, όταν αυτό ευρίσκεται σε κατάσταση εντελέχειας». Το φως λοιπόν θεωρείται από τον Αριστοτέλη ως μια κατάσταση του διάφανου μέσου, που προκαλεί η παρουσία της φωτιάς ή ενός άλλου φωτεινού σώματος. Αυτό εξηγεί γιατί το φως δεν χρειάζεται χρόνο για να διαδοθεί, αφού συνιστά «κατάσταση» και όχι ουσία. Το χρώμα, τέλος, –όπως εξηγεί στο έργο του Περί αισθήσεως και αισθητών– είναι χαρακτηριστικό των ορατών αντικειμένων, και έχει την ικανότητα να θέτει σε κίνηση το διάφανο μέσο.

Το μαύρο και το άσπρο συνιστούν τις θεμελιώδεις ιδιότητες του χρώματος· η ανάμιξή τους σε μια επιφάνεια παράγει τα άλλα χρώματα. Ουσιαστικά, η αριστοτελική θεωρία της οράσεως παρέχει ένα λεξιλόγιο αναφοράς στην λειτουργία των αισθήσεων. Η αρετή της συνίσταται στο ότι αποτελεί μέρος ενός ευρύτατου συστήματος που επιχειρούσε να ερμηνεύσει με συνέπεια τον φυσικό και πνευματικό κόσμο.

Δεν είναι, συνεπώς, παράδοξο ότι τα κύρια χαρακτηριστικά της θεωρίας απαντούν στο Περί ψυχής έργο του Αριστοτέλη, που είναι μια μεγαλειώδης πραγματεία για το σύνολο της ανθρώπινης φύσης. Είναι πάντως ενδιαφέρον ότι στα τέσσερα θεμελιώδη στοιχεία του κόσμου που είχε προτείνει ο Εμπεδοκλής –το νερό, την φωτιά, την γη και τον αέρα– ο Αριστοτέλης αισθάνεται την ανάγκη να προσθέσει ένα πέμπτο: την πεμπτουσία. Η πεμπτουσία είναι σταθερή και αμετάβλητη, και συνδέει κατά κάποιον τρόπο τα άλλα τέσσερα στοιχεία, που βρίσκονται σε συνεχή ροή και συνθέτουν τα πράγματα. Εμπνεόμενος μάλιστα από τους αστερισμούς που παρέμεναν αμετάβλητοι κατά την διάρκεια των αιώνιων διαδρομών τους στον ουρανό, ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι η πεμπτουσία είναι φτιαγμένη από την ύλη των αστεριών. «Η υπόθεση αυτή δεν βρίσκεται μακριά από τις αντιλήψεις της σύγχρονης φυσικής», παρατηρεί ο Leonard Shlain, χειρουργός, αλλά και συγγραφέας ενός βιβλίου για την σχέση Φυσικής και Τέχνης. «Η πεμπτουσία», συνεχίζει, «δεν είναι τα αστέρια, αλλά το ίδιο το φως.

Πράγματι: φευγαλέα και αινιγματική, αυτή η πεμπτουσία προκαλεί απορία και σεβασμό σε όλη την διάρκεια της ιστορίας. Είτε πρόκειται για το θαύμα της φωτιάς είτε για τις ζωογόνες ακτίνες του Ήλιου, το φως το ίδιο παραμένει πάντοτε το πιο μυστηριώδες στοιχείο. Κατέχει ξεχωριστή θέση σε όλες τις θρησκείες του κόσμου, και η σύγχρονη φυσική αποκάλυψε ότι αυτό συνδέει τις σημερινές θεμελιώδεις οντότητές της, που είναι πάλι τέσσερεις: ο χώρος, ο χρόνος, η ενέργεια και η ύλη».

Αξίζει άλλωστε να σημειωθεί ότι πρώτος ο Αριστοτέλης κάνει μια σοβαρή προσπάθεια να κατανοήσει το ουράνιο τόξο και την δημιουργία του στον βροχερό ουρανό. Προς τούτο, και παρά τις επιφυλάξεις που είχε εκφράσει, υποθέτει στην Μετεωρολογία του την ύπαρξη ενός είδους οπτικής ακτίνας που ξεκινά από το μάτι. Παρατηρεί, στην συνέχεια, ότι σε μικρά σώματα –όπως, για παράδειγμα, στις σταγόνες δροσιάς που λάμπουν στον Ήλιο– δεν ανακλώνται οι εικόνες των αντικειμένων, αλλά μόνον τα χρώματα. Συμπεραίνει λοιπόν ότι η οπτική ακτίνα φεύγει από το μάτι του παρατηρητή, αναπηδά στις σταγόνες της βροχής που υπάρχουν στα σύννεφα, και κινείται προς την κατεύθυνση του Ήλιου, πίσω από τον παρατηρητή. Στην ερμηνεία του φαινομένου, που εμπλουτίζεται με πολλές λεπτομέρειες, αναγνωρίζει κανείς τα πρώτα ίχνη μιας επιστημονικής μεθόδου. Στους αιώνες πάντως που ακολουθούν τις μέρες μας, και η παρουσία των ιδεών του είναι πάντοτε έντονη στον κόσμο της σκέψης και στις ακαδημαϊκές συζητήσεις.

Είναι πάντως αναγκαίο, καθώς ολοκληρώνονται οι αναφορές στην ιστορία του φωτός κατά την εποχή του ελληνικού θαύματος, να υπογραμμισθεί μια αυτονόητη αλήθεια: ότι όσα αναφέρθηκαν εδώ, με συνοπτικό εξ ανάγκης τρόπο, πρέπει να θεωρηθούν απλά ψήγματα ενός κόσμου πλούσιου σε ιδέες και πνευματικά επιτεύγματα. Καθώς όμως τα ψήγματα αυτά εμφανίζονται απομονωμένα και αποσπασματικά, χάνουν συχνά τον συνεκτικό δεσμό τους με το συνολικό έργο του δημιουργού. Μόνον η ίδια η ανάγνωση του Τίμαιου του Πλάτωνα ή του Περί ψυχής του Αριστοτέλη θα αποκαθιστούσε το ειδικό βάρος μιας αναφοράς στην λειτουργία της οράσεως ή ενός μύθου για το φως.

Είναι πάντως ενδιαφέρον ότι, στην ενασχόλησή τους με την επιστήμη, οι Έλληνες αποφεύγουν τους ποσοτικούς υπολογισμούς και κάποιες, απλές έστω, πειραματικές αποδείξεις. «Το γιατί οι Έλληνες», γράφει ο W.K. Guthrie, «παρά την λαμπρότητα του πνεύματός τους, χρησιμοποίησαν τόσο λίγο τις πειραματικές μεθόδους και δεν σημείωσαν καμία πρόοδο στην ανακάλυψη συσκευών για τον έλεγχο των πειραμάτων είναι ένα ερώτημα πολύπλοκο.

Σε κάποια μικρή έκταση, όσοι ακολουθούσαν την ιωνική παράδοση έκαναν χρήση της παρατήρησης αλλά όχι συστηματικά μέχρι την εποχή του Αριστοτέλη, και δεν είχαν ιδέα για το ελεγχόμενο πείραμα. Η κληροδοσία τους έγκειται αλλού: στις εκπληκτικές δυνατότητες που είχαν για επαγωγικούς συλλογισμούς». Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι η ερμηνεία της οράσεως, που πρώτος εισήγαγε ο Εμπεδοκλής και προϋπέθετε την ύπαρξη κάποιου είδους οπτικών ακτίνων, επιβίωσε με διάφορες παραλλαγές για πολλούς αιώνες.

Παράλληλη πορεία ακολούθησε η συμπληρωματική –και εν μέρει ανταγωνιστική– θεωρία, η οποία υποστηρίχθηκε από τους ατομιστές φιλοσόφους και απέδιδε την όραση σε είδωλα που ίπτανται στον χώρο μέχρις ότου συλληφθούν από το μάτι και την ψυχή. Όσο για την αριστοτελική αντίληψη περί διαφανούς μέσου, παρά την αυθεντία του εμπνευστή της και ενώ δεν συγκρούεται ουσιαστικά με την ύπαρξη των οπτικών ακτίνων, ελάχιστα επηρεάζει τα πράγματα. Κινείται υπερβολικά στον χώρο του αφηρημένου, και εντάσσεται στην συνολική προσπάθεια του σπουδαίου φιλοσόφου να κατανοήσει ικανοποιητικά τις αισθήσεις.

Από μια άποψη, αυτό αποτέλεσε πραγματική τύχη για την ιστορία του φωτός. Είναι γνωστό ότι οι αυθεντίες, στην επιστήμη όσο και στην ζωή, παρασύρουν εμάς τους άλλους όχι μόνον στις μεγάλες τους ιδέες, αλλά και στα λάθη τους.

Η πλατωνική θέαση του κόσμου

Κατά το δεύτερο ήμισυ του 5ου π.Χ. αιώνα, γίνεται εμφανής μια στροφή της φιλοσοφίας προς τον άνθρωπο και τα προβλήματα της ζωής. Η ριζική αυτή στροφή εξέφραζε την αντίδραση του κοινού νου κατά του κόσμου που παρουσίαζαν οι φυσικοί φιλόσοφοι, ο οποίος ήταν ακατανόητος και απόμακρος.

Η άνοδος μιας καινούργιας τάξης, εκείνης των σοφιστών, που κέρδιζαν τα προς το ζην καθοδηγώντας τους ανθρώπους σε πρακτικά θέματα, υπήρξε αποτέλεσμα της γενικότερης αυτής ανθρωποκεντρικής στροφής. Τους σοφιστές διέκρινε ο σκεπτικισμός, που έφθανε μέχρι την ειρωνεία, για τις απόλυτες αξίες και την γνώση. Στον μεταβατικό αυτό κόσμο των ιδεών εμφανίσθηκε ο Σωκράτης, που προσπάθησε να αποκαταστήσει το κλονισμένο κύρος της φιλοσοφίας και των ηθικών αξιών· ενώ ο Πλάτων, ο προικισμένος μαθητής του, έκανε έργο ζωής του την διάδοση και την διεύρυνση της σωκρατικής διδασκαλίας –που παρέμενε προφορική– και των ηθικών της διδαγμάτων.

Μετά τον θάνατο του Σωκράτη και πολλές περιπετειώδεις περιπλανήσεις, ο Πλάτων επανακάμπτει στην Αθήνα, όπου ιδρύει ένα είδος φιλοσοφικής σχολής, την φημισμένη Ακαδημία. Έγραψε περί τους 30 διαλόγους, που κινούνται γύρω από την μεταφυσική, την ηθική ή την πολιτική. «Η πλατωνική φιλοσοφία», επισημαίνει ένας βαθύς μελετητής της, ο Βασίλης Κάλφας, «μπορεί να ιδωθεί ως προσπάθεια υπεράσπισης ενός νέου τρόπου ζωής: του φιλοσοφικού βίου απέναντι στον βίο που ευαγγελίζονται αφενός οι ποιητές και αφετέρου οι σοφιστές.

Η πολυσυζητημένη εξορία των ποιητών από την πλατωνική πολιτεία δεν είναι τίποτε άλλο από την απόρριψη μιας παιδείας και ενός τρόπου ζωής που στηριζόταν στην μνήμη, την προφορικότητα και το εθιμικό δίκαιο υπέρ μιας νέας παιδείας που στηρίζεται στο έλλογο επιχείρημα, στην γραφή και στον νόμο». Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με τον κορυφαίο σύγχρονο φιλόσοφο Alfred Whitehead, όλη η μεταγενέστερη δυτική φιλοσοφία μπορεί να αναγνωσθεί σαν απλές υποσημειώσεις στον Πλάτωνα. Παρά την φαινομενική του υπερβολή, το σχόλιο αυτό απηχεί το ιστορικό βάρος αλλά και την αντοχή στον χρόνο του πλατωνικού έργου.

Ο Πλάτων δεν ενεργεί σαν αυθεντία: παρακινεί, αντίθετα, στην αναζήτηση της αλήθειας, θέτει αλλεπάλληλα ερωτήματα και προσπαθεί να κλονίσει προϋπάρχουσες βεβαιότητες. Έτσι, επιλέγει ως κεντρικό πρόσωπο των διαλόγων του τον Σωκράτη, όχι απλώς ως αναφορά στον δάσκαλό του, αλλά για να αποκαλύψει με την «μαιευτική μέθοδο» την πλάνη των αισθήσεων και των φαινομένων. Με απαράμιλλο τρόπο, στο έργο του αναδύεται η διαλεκτική πορεία προς τις αιώνιες, αρχετυπικές ιδέες του αγαθού, του κάλλους, της αλήθειας, που μόνον ατελείς απομιμήσεις τους απαντούν στον καθημερινό κόσμο.

Όσον αφορά όμως το φως και την λειτουργία της οράσεως, λίγα έχει να προσθέσει το έργο αυτό σε όσα ο Εμπεδοκλής και οι ατομιστές φιλόσοφοι επρέσβευαν. Αποτελεί, ωστόσο, μια σύνθεση πληρέστερη· και θεωρεί ότι το φως που ξεκινά από το μάτι έχει έναν ρόλο ίσης σπουδαιότητας με το φως του Ήλιου. Σύμφωνα λοιπόν με τον Πλάτωνα, ένα απαλό φως που οφείλεται στην εσώτερη φλόγα του ματιού συνενώνεται με το φως της ημέρας, και σχηματίζει έτσι μια ομοιογενή φωτεινή ουσία. Η ουσία αυτή αποτελεί την γέφυρα που επιτρέπει στις εικόνες του εξωτερικού κόσμου να φθάσουν στην ψυχή. Υπάρχει, επομένως, μια βαθύτερη αρμονία ανάμεσα στην λειτουργία του ματιού και στον Ήλιο. Η ίδια ιδέα ανακλάται, πολλούς αιώνες αργότερα, στους στίχους του Γκαίτε:

«Εάν το μάτι δεν ήταν όπως ο Ήλιος πώς θα μπορούσαμε να βλέπομε το φως; Εάν η δύναμη του Θεού και η δική μας δεν ήταν ένα, πώς θα μπορούσε το έργο του να γοητεύει τη ματιά μας;»

Όσα πάντως σχετίζονται με τις αισθήσεις απαντούν σε έναν από τους ύστερους διαλόγους του Πλάτωνα, τον Τίμαιο. Εκεί ο φιλόσοφος πραγματεύεται με ποιητική γλώσσα την δημιουργία του κόσμου, και περιγράφει τις θεμελιώδεις δομές του. Τονίζει χαρακτηριστικά: «Το πρώτο όργανο που έπλασαν οι θεοί ήταν τα μάτια που μας φέρνουν το φως… Επέτρεψαν στην ανόθευτη φωτιά, που βρίσκεται μέσα μας και είναι αδελφή της άλλης, να ρέει διαμέσου των ματιών, λεία και πυκνή…»

Όταν λοιπόν υπάρχει ολόγυρα φως της ημέρας, τότε το ρεύμα της όρασής μας βγαίνει από τα μάτια και, καθώς το όμοιο έλκεται από το όμοιο, συνενώνεται με το έξω φως· δημιουργείται έτσι ένα ομοιογενές σώμα, οικείο σε μας, στην ευθεία των ματιών, οπουδήποτε και αν βρίσκεται το εξωτερικό αντικείμενο στο οποίο προσκρούει το ρεύμα αυτό.

Εξαιτίας της ομοιογένειας, το προϊόν της συνένωσης αυτής αποκτά παντού ίδιες ποιότητες, είτε προέρχεται από την πρόσκρουση του ίδιου του ρεύματος σε ένα αντικείμενο είτε από την πρόσκρουση ενός αντικειμένου στο ρεύμα, και μεταφέρει τις κινήσεις που προκαλούνται κατά την πρόσκρουση όλου του σώματος στην ψυχή, με αποτέλεσμα την γέννηση της αίσθησης που ονομάζουμε όραση».

Όπως φαίνεται και από άλλα αποσπάσματα του πλατωνικού έργου, ο φιλόσοφος θεωρεί ότι ένας μηχανισμός απορροών υποστηρίζει την λειτουργία των αισθήσεων. Τα αισθητήρια όργανα διαθέτουν μικροσκοπικούς πόρους και, καθώς τα σωματίδια του ήχου ή του χρώματος έχουν διαφορετικό σχήμα και μέγεθος, διεισδύουν ανάλογα με το αν το όργανο είναι σχεδιασμένο για την όραση ή την ακοή.

Ο μηχανισμός της οράσεως είναι, συνεπώς, πολύπλοκος. Χρειάζεται να συνδέσει τα σωματίδια αυτά με την φλόγα που εκπηγάζει από το μάτι, αποκρυπτογραφεί τα μηνύματα του χρώματος και του σχήματος, και μεταφέρει τις πληροφορίες στην ψυχή. Είναι λοιπόν συχνά σε θέση να δημιουργήσει, κατά τον Πλάτωνα, αυταπάτες ή πλάνες. Μια παρόμοια πλάνη είναι το ουράνιο τόξο: στην πραγματικότητα δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχουν και οι παράδοξες εικόνες των αντικειμένων σε έναν κυρτό καθρέφτη. Μόνον ο αιώνιος, αμετάβλητος κόσμος των ιδεών, που ως μάτι έχει την ψυχή και τον Θεό ως πηγή φωτός, αποτελεί την αδιαμφισβήτητη βάση της αλήθειας.

Ας σημειωθεί ότι ο πλατωνικός θεός είναι μια καλλιτεχνική φύση, που σμιλεύει τον υπαρκτό κόσμο με βάση ένα ιδεατό πρότυπο· και την τελειότητα του προτύπου προσπαθεί να προσεγγίσει με κόπο. Eντυπωσιακή είναι άλλωστε η θέση που επιφυλάσσει ο πλατωνικός διάλογος στον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είναι, κατά κάποιον τρόπο, μια μικρογραφία του Σύμπαντος. Aν ρυθμίσει, συνεπώς, την στάση του με βάση την αρμονία που διέπει το Σύμπαν, η δράση του θα είναι έλλογη και ηθική. Στο πλαίσιο αυτό, είναι χαρακτηριστική η αποστολή της οράσεως, η οποία δεν εξαντλείται στις τετριμμένες ανάγκες της καθημερινότητας:

«Ας πούμε απλώς και μόνον ότι η όραση είναι η αιτία του μέγιστου αγαθού: ο Θεός την ανακάλυψε και μας την δώρισε, για να μπορούμε να παρατηρούμε στον ουρανό τις αδιατάρακτες κυκλικές κινήσεις του νου και να τις προσαρμόζουμε στις συγγενικές αλλά ταραγμένες περιφορές της δικής μας διάνοιας. Η εξοικείωση με τις ουράνιες κινήσεις μας επιτρέπει να κατανοούμε την σύμφυτη ορθότητα των μαθηματικών τους σχέσεων, οπότε μπορούμε να διορθώνουμε την πλάνη των εσωτερικών μας κινήσεων μιμούμενοι τις απλανείς θεϊκές τροχιές».

Η θεωρία των αισθήσεων του Πλάτωνα αποτελεί απειροελάχιστο μόνον ψήγμα του φιλοσοφικού του έργου. Η σχετικά εκτεταμένη αναφορά σε αυτήν, πέραν του ειδικού βάρους που φέρει ο φιλόσοφος, έχει και μια άλλη αιτία. Μέχρι τον 11ο μ.Χ. αιώνα, ο Τίμαιος ήταν ο μόνος μεταφρασμένος στα λατινικά διάλογος του Πλάτωνα, και είχε τεράστια απήχηση στον χριστιανικό και αργότερα στον μουσουλμανικό κόσμο. Ανάμεσα σε άλλα, συνετέλεσε έτσι στην διάδοση των προσωκρατικών ιδεών. Η δημιουργία του κόσμου από μια αγαθοεργό θεότητα ήταν, άλλωστε, σύμφωνη με τα χριστιανικά δόγματα. Δεν είναι λοιπόν τυχαία η ισχυρή επίδραση που ασκεί το πλατωνικό έργο στην χριστιανική σκέψη. Είναι χαρακτηριστικό ότι, οκτώ αιώνες αργότερα, ο άγιος Αυγουστίνος, στο Περί Γενέσεως σύγγραμμά του, επαναλαμβάνει όσα ο Πλάτων πρεσβεύει για την λειτουργία της οράσεως. Και καταλήγει:

«Πάντως, το φως που υπάρχει στο μάτι, σύμφωνα με όσα λένε οι αυθεντίες, είναι τόσο ασθενικό, που χωρίς την βοήθεια του εξωτερικού φωτός δεν θα βλέπαμε».

Ας σημειωθεί ότι όσα εγνώριζε ο τέταρτος π.Χ. αιώνας γύρω από την ιατρική και την αστρονομία, την ψυχολογία και τις φυσικές επιστήμες, συνοψίζονται με ενάργεια στον πλατωνικό Τίμαιο.

Σήμερα, που η επιστημονική γνώση εμφανίζεται εν πολλοίς στείρα και εξειδικευμένη, ο πλατωνικός διάλογος εξακολουθεί να διδάσκει την ανάγκη της ενοποιητικής ματιάς και της συνολικής θεώρησης του κόσμου.

Ενσυναίσθηση είναι η ικανότητα να βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια των άλλων

Πόσο συχνά λειτουργούμε με ενσυναίσθηση και αφήνουμε τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής μας να μπορούν να εκφράσουν ελεύθερα τα συναισθήματα, τις στάσεις και τις απόψεις τους χωρίς να νιώθουν ότι βάλλονται, ότι κατευθύνονται ή ελέγχονται;

Η ενσυναίσθηση δεν είναι μόνο μία πολύ όμορφη δεξιότητα επικοινωνίας, μοιράσματος και επαφής άλλα θα μπορούσε να αποτελεί και μία βαθιά στάση ζωής που έχει να κάνει με το πώς επιλέγω να στέκομαι, να σκέφτομαι, να δρω, να επικοινωνώ και να υπάρχω. Μία δεξιότητα που καλλιεργεί την βαθιά εμπιστοσύνη και αποδοχή μέσα μας, κάτι που βελτιώνει την ποιότητα της επαφής με τους γύρω μας.

Τι σημαίνει αυτή η έννοια;

Ο όρος της ενσυναίσθησης εισήχθη αρχικά από τον εκφραστή της προσωποκεντρικής προσέγγισης τον Carl Roger το 1951 και εφαρμόστηκε κυρίως στο εκπαιδευτικό και ψυχοθεραπευτικό πλαίσιο με πολύ θετικά αποτελέσματα στην ενίσχυση των δυνατοτήτων του ατόμου προς την αυτοπραγμάτωσή του και την θεραπευτική αλλαγή. Το ερώτημα είναι αν μπορεί η ενσυναίσθηση να εφαρμοστεί και στην καθημερινή ζωή με τα ίδια επιτυχή αποτελέσματα.

Η ενσυναίσθηση στην καθημερινή ζωή μεταφράζεται σαν την τέχνη του να μπορείς για λίγο να αφήνεις τον δικό σου κόσμο και να εισέρχεσαι στα θέλω, τις ανάγκες και τα συναισθήματα των άλλων, βλέποντας μέσα από τα δικά τους μάτια. Να κάνεις δηλαδή αληθινό χώρο στον άλλο να ακουστεί, να εκφραστεί και να υπάρχει με τον τρόπο που εκείνος επιθυμεί και αποφασίζει.

Η ενσυναίσθηση αποτελεί ένα δρόμο βαθειάς ενεργητικής ακρόασης, συνδιαλλαγής και αλληλεπίδρασης με τον έξω κόσμο. Εμπεριέχει την βαθιά άνευ όρων αποδοχή της διαφορετικότητας του άλλου, την μη κριτική στάση που απορρέει από την αναγνώριση της αξίας του άλλου ως πρόσωπο και της δυνατότητάς του να δρα, να σκέφτεται και να αποφασίζει με τον τρόπο που εκείνος επιθυμεί. Μπορεί να φαίνεται απλό αλλά δεν είναι και αρκεί μία δοκιμή για να σε πείσει πως αυτή η διαδικασία απαιτεί πολλές φορές μια βαθιά αναμέτρηση με τον ίδιο τον εαυτό.

Εσύ έχεις ενσυναίσθηση;

Αναλογίσου πόσο συχνά στην καθημερινότητα θέλεις να επιβάλλεις τα θέλω σου και να ορίσεις στους άλλους πώς θα πρέπει να δρουν, να σκέφτονται, να ενεργούν και να αισθάνονται. Κάποιες φορές όταν οι άλλοι μιλούν μπορεί να σου συμβαίνει να δείχνεις ότι ακούς αλλά στην πραγματικότητα απλά να σκέφτεσαι τι θα απαντήσεις, όχι με την διάθεση πραγματικά να τους κατανοήσεις και να τους αφουγκραστείς αλλά με την διάθεση να τους διορθώσεις, να τους ελέγξεις, να τους δείξεις πως κάνουν λάθος ή να τους επιλύσεις εσύ το πρόβλημα.

Κάποιες μάλιστα φορές εξαιτίας αυτού μπορεί να σου συμβαίνει να τους διακόπτεις βίαια γιατί δεν αντέχεις να ακούς κάτι που δεν συνάδει με τις δικές σου θέσεις, να γίνεσαι επικριτικός μαζί τους, να υψώνεις τον τόνο της φωνής σου, να νιώθεις αρνητικά συναισθήματα που μπορεί στην χειρότερη μορφή τους να καταλήξουν σε ακραίες συναισθηματικές εκδηλώσεις και ενέργειες.

Αν θυμηθείς τις σημαντικές σχέσεις στην ζωή σου, στην οικογένεια, στο σχολείο, στην εργασία θα δεις πως κάποιες φορές φαντάζει δύσκολο να παραμερίσεις την δική σου θέση, την υπεράσπιση της δικής σου γνώμης, την έντονη ανάγκη να ακουστείς, την ανάγκη να κατευθύνεις, να διορθώσεις, να ελέγξεις, να νιώσεις ότι υπερτερείς έναντι των άλλων.

Πόσο συχνά αφήνουμε τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής μας να μπορούν να εκφράσουν ελεύθερα τα συναισθήματα, τις στάσεις και τις απόψεις τους χωρίς να νιώθουν ότι βάλλονται, ότι κατευθύνονται ή ελέγχονται; Πόσο συχνά μας το επέτρεψαν οι σημαντικοί άλλοι σε μάς να το κάνουμε; Πόσο συχνά τους δίνουμε και μας δίνουν το δικαίωμα να αποφασίσουμε οι ίδιοι τον τρόπο που επιθυμούμε να ζούμε, να αποφασίζουμε, να δρούμε και να υπάρχουμε;

Τι μας εμποδίζει να δρούμε στις σχέσεις μας με ενσυναίσθηση;

Συχνά οι άνθρωποι που αλληλοεπιδρούμε τείνουν να έχουν πολλές αντιθέσεις με εμάς στον τρόπο που σκέφτονται, αισθάνονται, συμπεριφέρονται, καθώς και στον τρόπο που εκλαμβάνουν και νοηματοδοτούν την πραγματικότητά τους. Οι άνθρωποι τείνουν επίσης πολλές φορές να βλέπουν ανεπάρκειες στους άλλους και να μην αντιλαμβάνονται ή να αγνοούν πλήρως τις δικές τους.

Οι ανεπάρκειες των άλλων συχνά καταπιέζουν τις δικές μας ανάγκες για αγάπη, αποδοχή, ασφάλεια κ.α. Η καταπίεση των βαθύτερων αναγκών μας, επιθυμιών και προσδοκιών μας από τους άλλους μπορεί να επιφέρει βαθιά ρήξη στις σχέσεις μας μαζί τους. Αυτό συμβαίνει γιατί η καταπίεση των αναγκών δημιουργεί μέσα μας συχνά αρνητικά συναισθήματα και σκέψεις που είναι δύσκολο να διαχειριστούμε με αποτέλεσμα να τα εκφράζουμε πολλές φορές με έναν εκρηκτικό και μη αποτελεσματικό τρόπο.

Έτσι η αλληλεπίδραση πολλές φορές μπορεί να γίνεται δύσκολη και η μη υγιής σύγκρουση και επικοινωνία πολλές φορές να εμφανίζεται. Αν το δεις πιο προσεκτικά θα αντιληφθείς πως αυτή η συνεχής στάση σταδιακά ολοένα και δυσχεραίνει τις σχέσεις και την αληθινή ανθρώπινη επικοινωνία και επαφή με αποτέλεσμα να απομακρύνει αντί να ενώνει. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο πως να χωρέσει μια ενσυναισθαντική στάση ζωής;

Η ενσυναίσθηση περνά μέσα από τον δρόμο της αυτογνωσίας

Η αληθινή ενσυναίσθηση στην καθημερινή ζωή είναι ένας δρόμος δύσκολος, συνεχής και με σκαμπανεβάσματα, είναι προορισμός και όχι δεδομένη κατάσταση. Είναι ένας δρόμος που επιτυγχάνεται σταδιακά μέσα από την διαρκή αναμέτρηση και κατανόηση του ίδιου του εαυτού. Η ενσυναίσθηση προς τους άλλους πηγάζει πρώτα από την καλλιέργεια της ικανότητας να ακούμε, να αφουγκραζόμαστε και να αποδεχόμαστε τον ίδιο μας τον εαυτό, όχι ως τελειότητα αλλά ως όντα με ανεπάρκειες και προτερήματα.

Ενσυναίσθηση στις καθημερινές μας επαφές σημαίνει όχι μόνο την δυνατότητα να ακούμε, αλλά την ικανότητα να αφουγκραζόμαστε πότε πρέπει να μιλήσουμε, πότε να σιωπήσουμε και τον τρόπο επικοινωνίας που πρέπει να υιοθετήσουμε προκειμένου να γίνουμε πιο πλούσιοι μέσα από την διαφορετικότητα των άλλων, να βιώσουμε την σχέση και επαφή μας με τους άλλους, να μάθουμε και όχι να διδάξουμε, να ανοίξουμε μέσα από την επικοινωνία και όχι να κλείσουμε στον άκαμπτο κόσμο μας.

Τότε μόνο ίσως μπορούμε καλύτερα να χωρέσουμε και να αποδεχτούμε με ενσυναίσθηση τους άλλους ως ολότητα στην ζωή μας, τότε μόνο μπορούμε να παραμερίσουμε το εγώ στο εσύ και οι σχέσεις μας να γίνουν πιο ουσιαστικές, βαθιές και με νόημα.

Όταν ο Ηρακλής έφτασε στον Άδη, τον είδαν οι ψυχές των νεκρών και σκόρπισαν τρομαγμένες

Ο Κάτω Κόσμος, το βασίλειο του Πλούτωνα και της Περσεφόνης, ήταν ένας τόπος απέραντος, κρύος και σκοτεινός. Οι σκιές των ανθρώπων που πέθαιναν και έφταναν εδώ κάτω με το πλοιάριο του Χάρωντα από την Αχερουσία Λίμνη, άφηναν κάθε ελπίδα πίσω τους πως θα ανέβουν πάλι στη γη. Έτσι ήταν η μοίρα τους. Και για να μην τολμήσει ποτέ κανένας να φύγει, ο βασιλιάς του Άδη είχε βάλει φύλακα στην πόρτα ένα τρομαχτικό σκυλί, τον Κέρβερο. Τον είχε γεννήσει η Έχιδνα από τον Τυφώνα, όπως και τα αδέρφια του: τον Όρθο, τη Λερναία ‘Υδρα και τη Χίμαιρα. Το σκυλί αυτό είχε πενήντα κεφάλια. Τα τρία μπροστά ήταν σκυλίσια και τα άλλα πάνω στη ράχη του ήταν κεφάλια διάφορων ζώων. Η ουρά του κατέληγε στο κεφάλι ενός φαρμακερού φιδιού. Με έναν τέτοιο τρομερό φύλακα κανένας δεν μπορούσε να μπει ή να φύγει από τον ‘Αδη χωρίς την άδεια του Πλούτωνα.

Αυτό το θεριό θέλησε τώρα να δει μπροστά του ο Ευρυσθέας και έστειλε τον Ηρακλή να του το φέρει. Αυτή τη φορά έπρεπε εντελώς μόνος του να επιχειρήσει το ακατόρθωτο: να κατεβεί ζωντανός στον Κάτω Κόσμο και να ξαναγυρίσει πίσω φέρνοντας δεμένον το φύλακα του Άδη.

Όπως και σε άλλες περιπτώσεις έτσι και τώρα του παραστάθηκαν οι θεοί. Ο Δίας, ο πατέρας του, έστειλε τον Ερμή και την Αθηνά να τον συνοδέψουν, μόνο για να τον βοηθήσουν και να τον συμβουλέψουν στις δύσκολες στιγμές.

Στον Κάτω Κόσμο μπορούσε να πάει κανείς από πολλά μέρη. Ο Ηρακλής όμως πήγε και μπήκε από την είσοδο που ήταν στο ακρωτήριο Ταίναρο, στη Λακωνική. Στο ακρωτήρι βρισκόταν ένας ναός του Ποσειδώνα και κάτω από αυτόν μια σπηλιά. Σ’ αυτή τη σπηλιά κατέβηκε ο Ηρακλής και έφτασε στη θάλασσα κάτω από τη γη. Στην παραλία περίμενε ο Χάρωντας που με το μικρό του πλοιάριο περνούσε τις Ψυχές αντίπερα στο βασίλειο των νεκρών. Όταν είδε τον Ηρακλή και άκουσε πως θέλει να τον πάει απέναντι, αρνήθηκε. Ο Ηρακλής όμως άρπαξε το κουπί και απείλησε να τον χτυπήσει, οπότε ο Χάρωνας αναγκαστικά δέχτηκε και τον πέρασε απέναντι.

Όταν ο Ηρακλής έφτασε στον Άδη, τον είδαν οι ψυχές των νεκρών και σκόρπισαν τρομαγμένες, εκτός από τον Μελέαγρο και την αδερφή του τη Γόργη. Ο Ηρακλής ήθελε να μιλήσει με τους νεκρούς και γι’ αυτό έπρεπε πρώτα να τους αφήσει να πιουν αίμα από σφαγμένο ζώο. Για το σκοπό αυτό πήρε και έσφαξε ένα από τα βόδια του Άδη, που τα έβοσκε ο Μενοίτης. Μόλις το έκανε αυτό όμως, θύμωσε ο Μενοίτης και προκάλεσε τον Ηρακλή σε μονομαχία. Ο Ηρακλής δεν έχασε καιρό. Έπιασε τον Μενοίτη από τη μέση και τον έσφιξε τόσο δυνατά, που του έσπασε όλα τα πλευρά. Θα τον αποτέλειωνε, αλλά στις φωνές του έτρεξε η Περσεφόνη και παρακάλεσε τον Ηρακλή να του χαρίσει τη ζωή. Ο Ηρακλής άφησε τον Μενοίτη κάτω μισοπεθαμένο και πήγε προς τις σκιές των νεκρών. Μόλις είδε τη Γόργη, τράβηξε το ξίφος του και ετοιμάστηκε να της επιτεθεί, σαν να ήταν ζωντανή. Τον συγκράτησε όμως ο Ερμής και του θύμισε πως ήταν μάταιο αυτό που προσπαθούσε, γιατί οι μορφές που έβλεπε δεν ήταν παρά σκιές.

Μετά είδε τον Μελέαγρο μέσα σε μια λαμπερή πανοπλία, τράβηξε ένα βέλος από τη φαρέτρα του, το έβαλε στο τόξο και ετοιμάστηκε να τον τοξεύσει. Ο Μελέαγρος όμως τον σταμάτησε και του είπε πως γι’ αυτόν το τόξο είναι άχρηστο. Ο Ηρακλής τον ρώτησε ποιος είναι και πώς σκοτώθηκε. Ο Μελέαγρος τότε του διηγήθηκε την ιστορία του. Ο Ηρακλής τον συμπόνεσε και τότε ο Μελέαγρος του είπε πως έχει αφήσει πάνω στη γη μιαν αδελφή, Δηιάνειρα, και του πρότεινε να την παντρευτεί.

Μετά συνέχισε ο Ηρακλής το δρόμο του και δίπλα στην πόρτα του Άδη συνάντησε και άλλους ήρωες. Τον Θησέα, τον Πειρίθου και τον Ασκάλαφο. Ο Πειρίθους ήταν δεμένος πάνω σ’ ένα βράχο και τον απειλούσαν συνεχώς να τον δαγκώσουν φίδια. Είχε τιμωρηθεί με τον τρόπο αυτό γιατί είχε επιδιώξει να αρπάξει την Περσεφόνη, κοντά του έμενε ο Θησέας που είχε κατεβεί θεληματικά στον ‘Αδη να συμπαρασταθεί στο φίλο του. Ο Ασκάλαφος βρισκόταν πλακωμένος κάτω από μια μεγάλη πέτρα, που του την είχε βάλει η Δήμητρα, γιατί με το να μιλήσει ως μάρτυρας έγινε αιτία να κατεβεί η κόρη της η Περσεφόνη στον Άδη.

Ο Ηρακλής ελευθέρωσε τον Θησέα τραβώντας τον βίαια από το χέρι. ‘Όταν προσπάθησε να τραβήξει και τον Πειρίθου, άρχισε να κουνιέται η γη πάρα πολύ και γι’ αυτό παραιτήθηκε από την προσπάθεια. Έτσι ελευθέρωσε μόνο τον Θησέα και τον βοήθησε να ανέβει πάλι στη γη. Μετά κύλησε την πέτρα πάνω από τον Ασκάλαφο. Αλλά το μίσος που του είχε η Δήμητρα δεν της είχε περάσει ακόμα και γι’ αυτό τώρα τον μεταμόρφωσε σε κουκουβάγια.

Αφού τους ελευθέρωσε λοιπόν, παρουσιάστηκε ο Ηρακλής στον Πλούτωνα και την Περσεφόνη και ζήτησε την άδεια να πάρει τον Κέρβερο πάνω στη γη για να τον δει ο Ευρυσθέας. Ο Πλούτωνας του έδωσε την άδεια. όμως με έναν όρο: Θα έπρεπε να πιάσει τον Κέρβερο με τα χέρα του μόνο, χωρίς να χρησιμοποιήσει ασπίδα ή σιδερένιο όπλο.

Ο Ηρακλής δέχτηκε και πήγε να συναντήσει τον Κέρβερο. Για να μην παραβεί τον όρο που του έβαλε ο Πλούτωνας, άφησε τα όπλα του και φόρεσε μόνο τη λεοντή για ασπίδα, ενώ στα χέρια του πήρε μόνο μερικές πέτρες που τις έκανε μπροστά μυτερές σαν σφήνες. Όταν τελικά βρήκε τον Κέρβερο στην πύλη του Αχέροντα, χρησιμοποίησε, όπως και στο λιοντάρι της Νεμέας, τα γυμνά του χέρια. Τύλιξε τα μπράτσα του γύρω στα σκυλίσια κεφάλια του και τον έπνιγε, ενώ ο Κέρβερος με τη φιδο-ουρά του κατάφερνε φοβερές δαγκωματιές στον Ηρακλή. Αφού έτσι τον κατέβαλε ο Ηρακλής, τον έδεσε γερά και κίνησε να φύγει για τον Απάνω Κόσμο.

Ο Πλούτωνας όμως, αθετώντας την υπόσχεσή του, δεν άφησε τον Ηρακλή να φύγει. Τότε όμως θύμωσε ο Ηρακλής, τράβηξε μια σαϊτιά και πλήγωσε τον Πλούτωνα. Αυτός φοβήθηκε και του έδωσε την άδεια να φύγει. Η Αθηνά τον βοήθησε να περάσει το ποτάμι της Στυγός- έτσι έφτασε στην έξοδο του Κάτω Κόσμου, που βρισκόταν στην Τροιζήνα, από όπου και ανέβηκε πάλι στη γη. Όταν βγήκαν απάνω στη γη, ο Κέρβερος, που δεν ήταν συνηθισμένος στο φως του ήλιου, θαμπώθηκε τόσο πολύ από τη λάμψη του που έβγαλε από το στόμα του χολή.

Από όλα τα μέρη που περνούσαν ώσπου να φτάσουν στις Μυκήνες, οι γυναίκες και τα παιδιά έβλεπαν με τρόμο το φριχτό τέρας με τα μάτια του που πετούσαν αστραπές. Όταν τέλος έφτασαν στις Μυκήνες και ο Ηρακλής έδειξε τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, αυτός από τον τρόμο του κρύφτηκε πάλι στο χάλκινο πιθάρι του.

Αφού λοιπόν ο Ηρακλής έδειξε τον Κέρβερο στον Ευρυσθέα, και εκτέλεσε έτσι τον άθλο, τον γύρισε πάλι πίσω στον Άδη όπως το είχε υποσχεθεί στον Πλούτωνα.

'Ολη η ιστορία της φιλοσοφίας συνιστά υποσελίδες σημειώσεις στους πλατωνικούς διαλόγους

Ο Πλάτωνας γεννήθηκε το 428 π.Χ. σε μια οικογένεια της αθηναϊκής αριστοκρατίας.

Ο πατέρας του Πλάτωνα ήταν συγγενής εξ αγχιστείας με τον Σόλωνα, έναν από τους Επτά Σοφούς της Ελλάδας. Τα μεγαλύτερα αδέρφια του ήταν ο Γλαύκωνας των Αθηνών, φιλόσοφος, η Πωτώνη, μητέρα του Σπευσίππου (μελλοντικός μαθητής του Πλάτωνα) και του Αδειμάντου, που εμφανίζεται σε κάποιους από τους διαλόγους του.

Ήταν ετεροθαλής αδερφός του Αντιφώντα, ενός σπουδαίου ρήτορα. Επιπλέον, δύο από τα μέλη της δικτατορίας των Τριάντα Τυράννων (η κυβέρνηση που επιβλήθηκε μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο στην Αθήνα όπου πριν υπήρχε δημοκρατία) ήταν από την οικογένειά του.

Κατά τον Διογένη Λαέρτιο, ιστορικό της ελληνικής φιλοσοφίας, το πραγματικό όνομα του Πλάτωνα ήταν Αριστοκλής. Το παρατσούκλι τού το έδωσε ο καθηγητής του στη γυμναστική, γιατί Πλάτωνας, στα αρχαία ελληνικά, σημαίνει “αυτός που έχει φαρδιά πλάτη”.

Από νέος ενδιαφέρθηκε για τη γυμναστική και τη φυσική άσκηση, όπως και για την ποίηση, τη δραματουργία και τη ζωγραφική. Είχε διαβάσει πολλούς κλασικούς συγγραφείς και είχε μια παιδεία ανώτερη απ’ ό,τι η πλειονότητα των συγχρόνων του.

Περίπου είκοσι ετών γνώρισε τον Σωκράτη και μπήκε στον κύκλο των μαθητών του. Πριν είχε γνωρίσει τον Κρατύλο, ο οποίος τον μύησε στη μελέτη της φιλοσοφίας. Ωστόσο, ο Σωκράτης επηρέασε σε τέτοιο βαθμό τον τρόπο σκέψης του, που ο Πλάτωνας αποφάσισε να αφιερώσει τη ζωή του στη φιλοσοφία.

Μετά την καταδίκη του Σωκράτη σε θάνατο, ο Πλάτωνας μετακόμισε στο σπίτι που είχε ο Ευκλείδης[1] στη Σικελία μαζί με άλλους οπαδούς του δασκάλου. Από εκεί έκανε κάποια ταξίδια στην Ιταλία, και σίγουρα, επίσης, στην Αίγυπτο και στην Κυρήνη, μέσα σε διάστημα δώδεκα χρόνων.

Στην Ιταλία γνώρισε τους πυθαγόρειους και τους ελεάτες, που έφεραν νέες ιδέες στη σκέψη του. Επίσης, έζησε στη σικελική πόλη Σιρακούσες, που εκείνο τον καιρό την κυβερνούσε ένας τύραννος, ο Διονύσιος. Εξήγησε την άποψή του περί ηδονής και περί αρετής και την πολιτική του ιδεολογία στον κουνιάδο του Διονυσίου, τον Δίωνα, με την πρόθεση να τις εφαρμόσουν στην κυβέρνησή τους, αλλά δεν τις εκτίμησαν και ο Πλάτωνας απογοητεύτηκε.

Όταν γύρισε στην Αθήνα, ίδρυσε την πασίγνωστη Ακαδημία σε έναν ελαιώνα στα περίχωρα της πόλης – η ελιά ήταν ένα από τα σύμβολα της Αθηνάς, της ελληνικής θεάς της σοφίας και των τεχνών. Ήταν πολύ σημαντικός θεσμός, γιατί εκεί διδάσκονταν και καλλιεργούνταν επιστήμες όπως τα μαθηματικά, η ιατρική, η αστρονομία, και φυσικά η φιλοσοφία.

Η πλατωνική Ακαδημία, αρχικά, φιλοξενούσε τον Πλάτωνα και τους μαθητές του. Ο διασημότερος αυτών υπήρξε ο Αριστοτέλης, ο οποίος παρακολούθησε τα μαθήματα του Πλάτωνα ως τον θάνατο αυτού κι έπειτα ίδρυσε το δικό του εκπαιδευτικό κέντρο, το Λύκειο.

Για τα μέλη του θεσμού ήταν τόσο σημαντική η γνώση, που στην πύλη πρόβαλε η εξής επιγραφή: “Εδώ δεν εισέρχεται κανείς αν δεν ξέρει γεωμετρία”.

Συνεπώς, για να φοιτήσει κάποιος εκεί, ήταν απαραίτητο να έχει από πριν κάποιες μαθηματικές και επιστημονικές γνώσεις, που θα συμπληρώνονταν μετά ώστε να μπορεί να συμμετέχει στη φιλοσοφική συζήτηση, που ήταν και η κύρια δραστηριότητα της Ακαδημίας.

Από την ίδρυσή της, παρέμεινε ανενεργή για κάποιες περιόδους, αλλά λειτουργούσε για πολύ καιρό.
Ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Ιουστινιανός Α’ την έκλεισε οριστικά το 529 μ.Χ., πιστεύοντας ότι τα μη χριστιανικά σχολεία ήταν απειλή για το δόγμα του.

Ο Πλάτων συνέχισε να διδάσκει στην Ακαδημία μέχρι το τέλος της ζωής του, το 447 π.Χ.
Πέθανε στα ογδόντα του περίπου.

Το έργο του παραμένει ζωντανό μέσα στο χρόνο και έχει εμπνεύσει πολλούς άλλους φιλοσόφους, όπως τον Γερμανό Άλφρεντ Ν. Ουάιτχεντ, που είπε ότι “όλη η ιστορία της φιλοσοφίας συνιστά υποσελίδες σημειώσεις στους πλατωνικούς διαλόγους”
------------------
1. Έλληνας μαθηματικός, ο οποίος έθεσε κάποιες από τις σημαντικές βάσεις της γεωμετρίας που ονομάστηκε “ευκλείδεια” προς τιμήν του.

Σενέκας και Μάρκος Αυρήλιος. Φιλοσοφία και εξουσία

Στις επιστολές του, δημοσιευμένες με φροντίδα, ο Σενέκας καταπιάνεται με πολλά θέματα, χωρίς να λέει κάτι διαφορετικό από όσα ξέρουμε. Προσπαθεί να νουθετήσει τον αναγνώστη, για να ακολουθήσει τον δρόμο της φιλοσοφίας που οδηγεί στην ευδαιμονία. Αυτός ο δρόμος είναι πορεία αγωνιστική που θέλει θάρρος και ισχυρή θέληση, διαρκή αυτοέλεγχο και απόσταση από τα υλικά αγαθά. Ωραία λόγια, που ο Σενέκας δεν τα έκανε πράξη.

Συμβουλές γραπτές έδινε όχι μόνο στον Λουκίλιο, στον οποίο απευθύνει τις επιστολές, αλλά και στον αυτοκράτορα: πρόσφερε μια πραγματεία του στον Νέρωνα, λίγο μετά την άνοδό του στον θρόνο, και τον προέτρεπε να δείχνει μεγαλοψυχία!

Σαράντα κύματα πέρασε η ζωή του. Πίστευε ότι ο στωικός οφείλει να μετέχει στα δημόσια πράγματα και, συνεπής σ᾽ αυτό, επιδίωξε πολιτική σταδιοδρομία. Του έτυχαν αυτοκράτορες όπως ο Τιβέριος ή ο Κλαύδιος, αλλά και ο Καλιγούλας και ο Νέρωνας. Προσκολλήθηκε σε αυτοκράτορες φαύλους και τελικά απέκτησε μεγάλη δύναμη, ειδικά επί Νέρωνος. Πολλοί τον κατέκριναν τον Σενέκα και τους δίνω δίκιο: ποιος φιλόσοφος συναναστράφηκε και συνεργάστηκε με τέτοιους τυράννους, ώστε να αυξήσει την περιουσία του κατά 300.000.000 σηστέρτιους μέσα σε τέσσερα χρόνια;

Το μόνο αντάξιο της φιλοσοφίας του μου φαίνεται ότι ήταν ο θάνατός του. Μπλέχτηκε σε μια αποτυχημένη συνομωσία εναντίον του Νέρωνα· τον διέταξαν να αυτοκτονήσει και το έκανε. Είχε γράψει κάτι ανάλογο: «Το δρομολόγιο ενός ταξιδιού μένει ανολοκλήρωτο, αν σταματήσεις στα μισά του δρόμου σου ή προτού φτάσεις στον τόπο για τον οποίο ξεκίνησες. Η ζωή όμως σε καμιά στιγμή δεν μένει ανολοκλήρωτη, φτάνει μόνο να την έχεις ζήσει σωστά. Όπου και να τη σταματήσεις (αν τη σταματήσεις σωστά) η ζωή σου θα είναι ολοκληρωμένη. Δεν είναι μεγάλη υπόθεση η ζωή· όλοι οι δούλοι σου ζουν, όλα τα ζώα σου ζουν. Να πεθάνεις με αξιοπρέπεια, με σύνεση και με θάρρος – αυτό είναι το σπουδαίο.»

Αν ήταν να βάλω κάποιον δίπλα στον Σενέκα (ή μάλλον πιο πάνω), θα ήταν ο Μάρκος Αυρήλιος. Ρωμαίοι και οι δύο, γόνοι ισχυρών οικογενειών, στωικοί φιλόσοφοι με λαμπρές σπουδές στη ρητορική και στη φιλοσοφία και με δασκάλους σαν τον Σωτίωνα και τον Ηρώδη τον Αττικό. Ο Σενέκας ξεκίνησε μια πολλά υποσχόμενη σταδιοδρομία στα πολιτικά πράγματα της Ρώμης και έγινε σύμβουλος του αυτοκράτορα, ενώ ο Μάρκος Αυρήλιος από μικρός προοριζόταν για υψηλά αξιώματα και τελικά έγινε ανώτατος άρχοντας.

Από δω και πέρα αρχίζουν οι διαφορές: Ο Μάρκος Αυρήλιος αναζωογόνησε τη φιλοσοφία στο παραδοσιακό της κέντρο, την Αθήνα, όταν ίδρυσε και όρισε να επιδοτούνται από το δημόσιο έδρες των τεσσάρων φιλοσοφικών Σχολών (πλατωνική, αριστοτελική, στωική, επικούρεια). Ενώ κατείχε το ανώτατο αξίωμα του αυτοκράτορα, έγραψε στοχασμούς προς τον εαυτό του, στα ελληνικά μάλιστα. Και έδειξε ότι η στωική διδασκαλία μπορεί στ᾽ αλήθεια να του προσφέρει ψυχική γαλήνη και παρηγοριά – ενώ χειριζόταν τις δύσκολες υποθέσεις μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Έβλεπε τον κόσμο, στωικός καθώς ήταν, σαν ένα σύνολο, και τον εαυτό του ως ένα μέλος που οφείλει να προσφέρει στο σύνολο. Και επιπλέον ως αυτοκράτορας έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατηθεί ενιαίο το σύνολο (αλλά και το βασίλειό του – μην ξεχνιόμαστε). Ταυτόχρονα, καθώς ο κόσμος γύρω του άλλαζε, αυτή η λαχτάρα (αλλά και η δυνατότητα) προσφοράς εναλλασσόταν με το αίσθημα της παραίτησης – αυτός, ένας αυτοκράτορας, να τα αφήσει όλα για να βρει τη γαλήνη.

Στοχαστικός αλλά και άνθρωπος της πράξης, ο Μάρκος ήξερε να μην χάνεται σε ατέλειωτες συζητήσεις. Το θυμίζει ξεκάθαρα στο Εις εαυτόν (10.16): «Μην κάθεσαι να συζητάς για το πώς είναι ο καλός άνθρωπος. Γίνε τέτοιος άνθρωπος.» Κι αυτός μάλλον τα κατάφερε.

Hegel: φιλοσοφία του ανθρώπου

Ι. ΠΡΟΚΑΤΑΡΚΤΙΚΑ

Είναι σαφές στον κάθε άνθρωπο ότι θεμελιώδης προϋπόθεση για να μην χάνει την εμπιστοσύνη στον εαυτό του και να επιτυγχάνει εσωτερική και εξωτερική αρμονία, είναι η ορθοφροσύνη, η ορθοπραξία και παρόμοιες αρχές ή ιδιότητες του ευ ζην. Πώς όμως καλλιεργεί, μεταξύ άλλων, την αίσθηση αυτών των αρχών; Με την αυτο-εξέταση και αυτογνωσία: με το να γνωρίζει ποιος είναι. Το τελευταίο τούτο ενδημεί σε συγκεκριμένα πεδία σκέψης. Περί αυτών των πεδίων αποφαίνονται στη συνέχεια οι φιλόσοφοι:

ΙΙ. ΚΕΙΜΕΝΑ

Hegel:

1. «Σε κάθε έναν από τους ανθρώπους υπάρχει το φως και η ζωή, ο καθένας είναι ιδιοκτησία του φωτός· και δεν φωτίζεται από κάποιο φως όπως ένα σκοτεινό αντικείμενο στο σκοτάδι, που είναι απλώς φορέας μιας ξένης λάμψης, αλλά το ίδιο το δικό του εύφλεκτο υλικό παίρνει φωτιά κι είναι το ίδιο φλόγα».

2. «Ο άνθρωπος σκέπτεται και είναι κάτι το καθολικό, αλλά αυτός σκέπτεται μόνο στο μέτρο που το καθολικό είναι παρόν γι' αυτόν. Και το ζώο είναι δυνάμει καθολικό, αλλά το καθολικό ως τέτοιο δεν είναι παρόν για το ίδιο το ζώο. Απεναντίας, για το ζώο το επί μέρους, το μεμονωμένο μόνο είναι πάντοτε παρόν. Για παράδειγμα, αυτό βλέπει την τροφή του, έναν άνθρωπο κ.λπ. Ο άνθρωπος όμως έχει την εξής σύσταση: συνιστά το καθολικό που είναι παρόν για το καθολικό».

Σχόλιο: Και ο άνθρωπος ως ατομικό Εγώ παραμένει ένα επί μέρους, ορισμένο καθορισμένο ον όπως το ζώο. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται να μη διαφοροποιείται από το τελευταίο, στην πράξη όμως είναι ένα σκεπτόμενο Εγώ και τη στιγμή που σκέπτεται ως Εγώ, σκέπτεται όχι μόνο το δικό τοπυ Εγώ, αλλά και κάθε άλλο Εγώ. Κατ' αυτό τον τρόπο αναιρεί, υπό τον ορίζοντα της σκέψης του, καθετί το μερικό, αποσπασματικό, μεμονωμένο και απομονωμένο. Τι είναι λοιπόν ο άνθρωπος; Στο ερώτημα ο Χέγκελ απαντά ως εξής:

3. «Ο κάθε άνθρωπος είναι ένας ολόκληρος κόσμος από παραστάσεις, οι οποίες είναι θαμμένες μέσα στη νύχτα του Εγώ. Έτσι το Εγώ είναι ένα καθολικό, που κάνει αφαίρεση από καθετί το επί μέρους, μέσα στο οποίο όμως είναι συγχρόνως παρόν το καθετί, αν και συγκαλυμμένο. Για το λόγο αυτό, το Εγώ ως καθολικό δεν είναι μια αφηρημένη καθολικότητα, αλλά η καθολικότητα που περιέχει μέσα της το καθετί».

ΠΛΑΤΩΝ: Πρωταγόρας (309a-310a)

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Η ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΣ ΣΥΖΗΤΗΣΗΣ

Προεισαγωγή.

[309a] ΕΤΑΙΡΟΣ. Πόθεν, ὦ Σώκρατες, φαίνῃ; ἢ δῆλα δὴ ὅτι ἀπὸ κυνηγεσίου τοῦ περὶ τὴν Ἀλκιβιάδου ὥραν; καὶ μήν μοι καὶ πρῴην ἰδόντι καλὸς μὲν ἐφαίνετο ἀνὴρ ἔτι, ἀνὴρ μέντοι, ὦ Σώκρατες, ὥς γ᾽ ἐν αὐτοῖς ἡμῖν εἰρῆσθαι, καὶ πώγωνος ἤδη ὑποπιμπλάμενος.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Εἶτα τί τοῦτο; οὐ σὺ μέντοι Ὁμήρου ἐπαινέτης εἶ, [309b] ὃς ἔφη χαριεστάτην ἥβην εἶναι τοῦ ‹πρῶτον› ὑπηνήτου, ἣν νῦν Ἀλκιβιάδης ἔχει;
ΕΤΑΙΡΟΣ. Τί οὖν τὰ νῦν; ἦ παρ᾽ ἐκείνου φαίνῃ; καὶ πῶς πρός σε ὁ νεανίας διάκειται;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Εὖ, ἔμοιγε ἔδοξεν, οὐχ ἥκιστα δὲ καὶ τῇ νῦν ἡμέρᾳ· καὶ γὰρ πολλὰ ὑπὲρ ἐμοῦ εἶπε βοηθῶν ἐμοί, καὶ οὖν καὶ ἄρτι ἀπ᾽ ἐκείνου ἔρχομαι. ἄτοπον μέντοι τί σοι ἐθέλω εἰπεῖν· παρόντος γὰρ ἐκείνου, οὔτε προσεῖχον τὸν νοῦν, ἐπελανθανόμην τε αὐτοῦ θαμά.
[309c] ΕΤΑΙΡΟΣ. Καὶ τί ἂν γεγονὸς εἴη περὶ σὲ κἀκεῖνον τοσοῦτον πρᾶγμα; οὐ γὰρ δήπου τινὶ καλλίονι ἐνέτυχες ἄλλῳ ἔν γε τῇδε τῇ πόλει.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Καὶ πολύ γε.
ΕΤΑΙΡΟΣ. Τί φῄς; ἀστῷ ἢ ξένῳ;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ξένῳ.
ΕΤΑΙΡΟΣ. Ποδαπῷ;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἀβδηρίτῃ.
ΕΤΑΙΡΟΣ. Καὶ οὕτω καλός τις ὁ ξένος ἔδοξέν σοι εἶναι, ὥστε τοῦ Κλεινίου ὑέος καλλίων σοι φανῆναι;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Πῶς δ᾽ οὐ μέλλει, ὦ μακάριε, τὸ σοφώτατον κάλλιον φαίνεσθαι;
ΕΤΑΙΡΟΣ. Ἀλλ᾽ ἦ σοφῷ τινι ἡμῖν, ὦ Σώκρατες, ἐντυχὼν πάρει;
[309d] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Σοφωτάτῳ μὲν οὖν δήπου τῶν γε νῦν, εἴ σοι δοκεῖ σοφώτατος εἶναι Πρωταγόρας.
ΕΤΑΙΡΟΣ. Ὢ τί λέγεις; Πρωταγόρας ἐπιδεδήμηκεν;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τρίτην γε ἤδη ἡμέραν.
ΕΤΑΙΡΟΣ. Καὶ ἄρτι ἄρα ἐκείνῳ συγγεγονὼς ἥκεις;
[310a] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Πάνυ γε, πολλὰ καὶ εἰπὼν καὶ ἀκούσας.
ΕΤΑΙΡΟΣ. Τί οὖν οὐ διηγήσω ἡμῖν τὴν συνουσίαν, εἰ μή σέ τι κωλύει, καθεζόμενος ἐνταυθί, ἐξαναστήσας τὸν παῖδα τουτονί;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Πάνυ μὲν οὖν· καὶ χάριν γε εἴσομαι, ἐὰν ἀκούητε.
ΕΤΑΙΡΟΣ. Καὶ μὴν καὶ ἡμεῖς σοί, ἐὰν λέγῃς.

***
[309a] ΦΙΛΟΣ. Από πού μας έρχεσαι, Σωκράτη; Ή μήπως —το πράμα είναι ολοφάνερο— από το κυνήγι της ομορφιάς του Αλκιβιάδη; Ε λοιπόν, και προχτές που τον είδα μου φάνηκε και πάλι ωραίος άντρας, άντρας όμως πια, Σωκράτη, εδώ που τα λέμε μεταξύ μας, που πήραν κιόλας να πυκνώνουν τα γένια του στο πιγούνι.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Και τί έχει να κάνει αυτό; Εσύ δηλαδή δεν είσαι θαυμαστής του Ομήρου, [309b] που είπε ότι η νιότη βρίσκεται στην πιο γλυκιά της ώρα, όταν το παλικαράκι πρωτοβγάζει χνούδι — στην τωρινή δηλαδή ηλικία του Αλκιβιάδη;
ΦΙΛΟΣ. Τί νέα λοιπόν έχουμε σήμερα; Αλήθεια, από κείνον μας έρχεσαι; και ποιά διάθεση δείχνει για σένα ο νεαρός;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Αν δε γελάστηκα, καλή — και προπαντός σήμερα· γιατί πολύ με υποστήριξε στη συζήτηση, παίρνοντας το μέρος μου· μάλιστα, τώρα δα τον άφησα και ήρθα. Θέλω όμως να σου πω κάτι παράξενο: νά, μόλο που εκείνος ήταν κοντά μου, ούτε του έδινα προσοχή και κάθε τόσο ξεχνούσα την παρουσία του.
[309c] ΦΙΛΟΣ. Και τί να ᾽ναι αυτό το τόσο σημαντικό που μπήκε ανάμεσά σας; γιατί βέβαια δε συνάντησες κανέναν άλλο ωραιότερο — τουλάχιστο στην πόλη μας.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ναι, και μάλιστα πολύ ωραιότερο.
ΦΙΛΟΣ. Τί λες; Αθηναίο ή ξένο;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ξένο.
ΦΙΛΟΣ. Από ποιό μέρος;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Από τα Άβδηρα.
ΦΙΛΟΣ. Και τόσο πια ωραίος σου φάνηκε ο ξένος, ώστε να τον βρεις ωραιότερο από το γιο του Κλεινία;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Γίνεται, ευλογημένε, να μη βλέπεις την τέλεια σοφία ως το ωραιότερο πράγμα;
ΦΙΛΟΣ. Λοιπόν στ᾽ αλήθεια, Σωκράτη, συνάντησες κάποιον σοφό και από αυτόν μας έρχεσαι;
[309d] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οπωσδήποτε τον πιο σοφό από τους ανθρώπους του καιρού μας, αν παραδέχεσαι ότι ο Πρωταγόρας είναι σοφότατος.
ΦΙΛΟΣ. Ω, τί λες! Ο Πρωταγόρας βρίσκεται στην πόλη μας;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Εδώ και δυο μέρες.
ΦΙΛΟΣ. Κι εσύ λοιπόν πριν από λίγο ήσουν μαζί του, κι απ᾽ αυτόν μας έρχεσαι;
[310a] ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Αφού και είπα και άκουσα πάρα πολλά.
ΦΙΛΟΣ. Τότε, τί περιμένεις και δεν αρχίζεις να μας εκθέτεις τη συζήτησή σας, αν βέβαια δε σ᾽ εμποδίζει τίποτε; Σήκωσε αυτόν εδώ το δούλο και κάθισε, εδωνά.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Με μεγάλη μου ευχαρίστηση. Και θα σας είμαι υποχρεωμένος, αν μ᾽ ακούσετε.
ΦΙΛΟΣ. Μάλλον εμείς σ᾽ εσένα, αν μας τα διηγηθείς.