Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Μήδεια (131-212)

ΧΟΡΟΣ
ἔκλυον φωνάν, ἔκλυον δὲ βοὰν
τᾶς δυστάνου Κολχίδος· οὐδέπω
ἤπιος; ἀλλ᾽, ὦ γεραιά, λέξον.
135 ἀμφιπύλου γὰρ ἔσω μελάθρου γόον
ἔκλυον, οὐδὲ συνήδομαι, ὦ γύναι,
ἄλγεσι δώματος,
ἐπεί μοι φιλία κέκραται.

ΤΡ. οὐκ εἰσὶ δόμοι· φροῦδα τάδ᾽ ἤδη.
140 τὸν μὲν γὰρ ἔχει λέκτρα τυράννων,
ἡ δ᾽ ἐν θαλάμοις τήκει βιοτὴν
δέσποινα, φίλων οὐδενὸς οὐδὲν
παραθαλπομένη φρένα μύθοις.
ΜΗ. αἰαῖ,
διά μου κεφαλᾶς φλὸξ οὐρανία
145 βαίη· τί δέ μοι ζῆν ἔτι κέρδος;
φεῦ φεῦ· θανάτῳ καταλυσαίμαν
βιοτὰν στυγερὰν προλιποῦσα.

ΧΟ. ἄιες, ὦ Ζεῦ καὶ Γᾶ καὶ φῶς, [στρ.]
ἀχὰν οἵαν ἁ δύστανος
150 μέλπει νύμφα;
τίς σοί ποτε τᾶς ἀπλάτου
κοίτας ἔρος, ὦ ματαία;
σπεύσεις θανάτου τελευτάν;
μηδὲν τόδε λίσσου.
155 εἰ δὲ σὸς πόσις καινὰ λέχη σεβίζει,
κείνῳ τόδε μὴ χαράσσου·
Ζεύς σοι τάδε συνδικήσει.
μὴ λίαν τάκου δυρομένα σὸν εὐνέταν.

160 ΜΗ. ὦ μεγάλα Θέμι καὶ πότνι᾽ Ἄρτεμι,
λεύσσεθ᾽ ἃ πάσχω, μεγάλοις ὅρκοις
ἐνδησαμένα τὸν κατάρατον
πόσιν; ὅν ποτ᾽ ἐγὼ νύμφαν τ᾽ ἐσίδοιμ᾽
αὐτοῖς μελάθροις διακναιομένους,
165 οἷ᾽ ἐμὲ πρόσθεν τολμῶσ᾽ ἀδικεῖν.
ὦ πάτερ, ὦ πόλις, ὧν ἀπενάσθην
αἰσχρῶς τὸν ἐμὸν κτείνασα κάσιν.
ΤΡ. κλύεθ᾽ οἷα λέγει κἀπιβοᾶται
Θέμιν εὐκταίαν Ζῆνά θ᾽, ὃς ὅρκων
170 θνητοῖς ταμίας νενόμισται;
οὐκ ἔστιν ὅπως ἔν τινι μικρῷ
δέσποινα χόλον καταπαύσει.

ΧΟ. πῶς ἂν ἐς ὄψιν τὰν ἁμετέραν [αντ.]
ἔλθοι μύθων τ᾽ αὐδαθέντων
175 δέξαιτ᾽ ὀμφάν,
εἴ πως βαρύθυμον ὀργὰν
καὶ λῆμα φρενῶν μεθείη;
μήτοι τό γ᾽ ἐμὸν πρόθυμον
φίλοισιν ἀπέστω.
180 ἀλλὰ βᾶσά νιν δεῦρο πόρευσον οἴκων
ἔξω· φίλα καὶ τάδ᾽ αὔδα,
σπεύσασά τι πρὶν κακῶσαι
τοὺς ἔσω· πένθος γὰρ μεγάλως τόδ᾽ ὁρμᾶται.

ΤΡ. δράσω τάδ᾽· ἀτὰρ φόβος εἰ πείσω
185 δέσποιναν ἐμήν·
μόχθου δὲ χάριν τήνδ᾽ ἐπιδώσω.
καίτοι τοκάδος δέργμα λεαίνης
ἀποταυροῦται δμωσίν, ὅταν τις
μῦθον προφέρων πέλας ὁρμηθῇ.
190 σκαιοὺς δὲ λέγων κοὐδέν τι σοφοὺς
τοὺς πρόσθε βροτοὺς οὐκ ἂν ἁμάρτοις,
οἵτινες ὕμνους ἐπὶ μὲν θαλίαις
ἐπί τ᾽ εἰλαπίναις καὶ παρὰ δείπνοις
ηὕροντο βίῳ τερπνὰς ἀκοάς·
195 στυγίους δὲ βροτῶν οὐδεὶς λύπας
ηὕρετο μούσῃ καὶ πολυχόρδοις
ᾠδαῖς παύειν, ἐξ ὧν θάνατοι
δειναί τε τύχαι σφάλλουσι δόμους.
καίτοι τάδε μὲν κέρδος ἀκεῖσθαι
200 μολπαῖσι βροτούς· ἵνα δ᾽ εὔδειπνοι
δαῖτες, τί μάτην τείνουσι βοήν;
τὸ παρὸν γὰρ ἔχει τέρψιν ἀφ᾽ αὑτοῦ
δαιτὸς πλήρωμα βροτοῖσιν.

205 ΧΟ. ἀχὰν ἄιον πολύστονον γόων,
λιγυρὰ δ᾽ ἄχεα μογερὰ βοᾷ
τὸν ἐν λέχει προδόταν κακόνυμφον·
θεοκλυτεῖ δ᾽ ἄδικα παθοῦσα
τὰν Ζηνὸς ὁρκίαν Θέμιν, ἅ νιν ἔβασεν
210 Ἑλλάδ᾽ ἐς ἀντίπορον
δι᾽ ἅλα νύχιον ἐφ᾽ ἁλμυρὰν
Πόντου κλῇδ᾽ ἀπεράντου.

***
(Από τη μία ή από τις δύο παρόδους εισέρχεται ο Χορός,
που απαρτίζεται από γυναίκες της Κορίνθου
.)

ΧΟΡΟΣ
Άκουσα τη φωνή, άκουσα την κραυγή
της δυστυχισμένης γυναίκας από την Κολχίδα.
Δεν γαλήνεψε ακόμα; Πες μας, γερόντισσα.
135 Από το βάθος του αμφίθυρου μελάθρου
άκουσα τον γοερό θρήνο,
και δεν χαίρομαι, γυναίκα,
για τα πάθη του σπιτιού
— δέθηκα τόσο μαζί του.

ΤΡ. Δεν υπάρχει σπίτι. Πάει πια.
140 Εκείνον τον κρατάει το κρεβάτι το βασιλικό,
και η δέσποινα λιώνει στην κάμαρη μέσα.
Κανενός φίλου λόγια δεν μπορούν
να πραΰνουν κάπως την καρδιά της.
ΜΗ. Ααα!
Φλόγα ουράνια το κεφάλι μου ας σκίσει.
145 Ποιό το κέρδος να ζω;
Αλίμονο! Αλίμονο!
Ας γινόταν να βρω τη γαλήνη στον θάνατο
και να φύγω απ᾽ αυτή τη ζωή που μισώ.

ΧΟ. Άκουσες, ω Ζευ, ω Γη, ω φως,
πώς τραγουδάει με οιμωγές
150 η δύσμοιρη νύφη;
Τί έρωτας και ο δικός σου, αστόχαστη,
για την απεχθέστατη κλίνη;
Βιάζεσαι να φτάσεις στου θανάτου
το τέλος; Μην το εύχεσαι.
155 Και αν ο άντρας σου ευλαβείται άλλο κρεβάτι,
μην οργίζεσαι γι᾽ αυτό μαζί του.
Θα έχεις εδώ παραστάτη τον Δία.
Μη σπαράζεις έτσι, μην οδύρεσαι
για τον άντρα που μοιράστηκε την κλίνη σου.

160 ΜΗ. Ω μεγάλη Θέμιδα και Άρτεμι κραταιά,
βλέπετε πώς υποφέρω,
ας είχα δέσει με όρκους μεγάλους
τον καταραμένο τον άντρα μου;
Που να τον δω μια μέρα, αυτόν και τη νύφη,
να συντρίβονται με τα παλάτια τους μαζί,
165 αυτοί που τόλμησαν να με αδικήσουν έτσι πρώτοι.
Πατέρα μου, πόλη μου,
έφυγα μακριά σας με τρόπο αποτρόπαιο:
σκοτώνοντας τον ίδιο μου τον αδελφό.
ΤΡ. Ακούτε τί λόγια λέει και πώς βοά
καλώντας τη Θέμιδα των προσευχών και τον Δία,
170 που οι θνητοί τον θέλησαν φρουρό των όρκων;
Το μένος της δέσποινας δεν θα κοπάσει με κάτι μικρό.

ΧΟ. Ας ερχόταν εδώ να μας δει
175 και ν᾽ ακούσει τον ήχο των λόγων που λέμε,
μήπως έπαυε ίσως η βαριά της οργή
και της ψυχής της το ακατάβλητο πάθος.
Η δική μου η θέρμη
να μη λείψει ποτέ από αυτούς που αγαπώ.
180 Έλα, πήγαινε, πέμψε την έξω.
Μίλησέ της και πες
πως και αυτές που ακούς είναι φίλες.
Μόνο βιάσου, πριν κάνει κακό
σε κάποιους που βρίσκονται μέσα.
Το παράφορο πένθος της τώρα
πνέει σφοδρό, γιγαντώνεται.

ΤΡ. Έτσι θα κάνω. Όμως φοβάμαι:
185 Θα πείσω άραγε τη δέσποινα; 
Πάντως, και τούτη τη χάρη την άχαρη
δεν θα σου την αρνηθώ,
όσο και αν εκείνη
με λεχώνας λέαινας βλέμμα
κοιτάει αγριεμένη τους δούλους,
αν κάποιος κάνει να την πλησιάσει
έχοντας κάτι να της πει.
190 Κι αν ένας έλεγε άσοφους και αστόχαστους
τους ανθρώπους τους παλιούς, δεν θα είχε άδικο.
Ηύραν τραγούδια για γιορτές, για ευωχίες και για δείπνα,
ακούσματα τερπνά του βίου,
195 όμως κανείς δεν ηύρε πώς να παύουν
με τις μουσικές και τα πολύχορδα τραγούδια
οι μαύρες πίκρες των ανθρώπων,
που φέρνουν θάνατο και συμφορές που κλείνουν σπίτια.
Αυτά θα ήταν κέρδος να γιατρεύουν
οι θνητοί με τα τραγούδια.
200 Εκεί που υπάρχουν πλούσια δείπνα,
γιατί τεντώνουν τις φωνές τους δίχως λόγο;
Εκεί ο κόρος της τροφής
αρκεί από μόνος του να ευφράνει τους ανθρώπους.

(Η Τροφός εισέρχεται στο σπίτι.)

205 ΧΟ. Άκουσα τη στενάζουσα ιαχή του γοερού θρήνου.
Με οιμωγές οξύφωνες τραγουδάει την οδύνη της
για τον πικρό νυμφίο, τον προδότη της κλίνης.
Αδικημένη καλεί τώρα την κόρη του Δία, την Θέμιδα,
210 τη θεά των όρκων, που την έφερε αντίπερα στην Ελλάδα,
όταν, ταξιδεύοντας μέσα στο έρεβος των κυμάτων,
έφτασε στην αλμυρή πύλη του απέραντου Πόντου.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Πότε γεννήθηκε και πότε πρωτογράφτηκε η Ελληνική γλώσσα

4.9 Πότε γεννήθηκε η ελληνική γλώσσα;


Η ελληνική γλώσσα δεν γεννήθηκε βέβαια ταυτόχρονα με τα πρώτα γραπτά κείμενά της, τη γραμμική Β'. Σίγουρα υπήρχε πολύ πιο πριν από την πρώτη καταγραφή της. Δεν μπορούμε να ξέρουμε πότε ακριβώς μπαίνει στην ιστορία ως ξεχωριστή γλώσσα. Ξέρουμε ωστόσο ότι ανήκει σε μια μεγάλη και πολύ παλιά γλωσσική οικογένεια. Γλωσσικές οικογένειες ονομάζουμε ομάδες γλωσσών που έχουν κοινή καταγωγή.

Αν συγκρίνετε την αρχαία Ελληνική λέξη πατήρ (που προφερόταν [patéer] με μακρό [e]), τη λατινική (τη γλώσσα από την οποία κατάγονται τα γαλλικά, τα ιταλικά, τα πορτογαλικά, τα ισπανικά) pater, θα παρατηρήσετε ότι μοιάζουν πολύ. Το ίδιο θα παρατηρήσετε αν συγκρίνετε τις λέξεις μήτηρ της αρχαίας Ελληνικής (προφερόταν [méeteer], με μακρό [e]), mater της λατινικής. Το ίδιο, τέλος, θα παρατηρήσετε αν συγκρίνετε τις λέξεις fero στα λατινικά, που σημαίνει 'φέρω', τη λέξη φέρω (που προφερόταν [phéroo], με μακρό [ο], δηλαδή το ω) της αρχαίας Ελληνικής, που σημαίνει και αυτή 'φέρω'.

Υπάρχουν πολλές τέτοιες ομοιότητες, και αυτό που δείχνουν είναι ότι οι διαφορετικές αυτές γλώσσες αποτελούν μια γλωσσική οικογένεια, «γεννήθηκαν» δηλαδή από τον ίδιο «πρόγονο», την Ελληνική γλώσσα. Αυτή την οικογένεια την ονομάζουμε Ελληνογενή, γιατί περιλαμβάνει γλώσσες της Ευρώπης. Η Ελληνογενής δεν είναι βέβαια η μόνη γλωσσική οικογένεια. Με την ίδια λογική με την οποία εντοπίστηκε η ύπαρξή της, εντοπίστηκαν και άλλες γλωσσικές οικογένειες, όπως η ουραλική, η αλταϊκή, η καυκασιανή και άλλες.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: II ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 4. Από τα Κούναξα στη Χαιρώνεια

4.5. Εγκωμιάζοντας την ορθή φιλοσοφία


Ο Λυσίας ως μέτοικος δεν είχε πολιτικά δικαιώματα στην Αθήνα και, συνεπώς, δεν μπορούσε να μιλήσει στην Εκκλησία του Δήμου ή στα δικαστήρια. Μπορούσε όμως να μισθώνει τα αντικείμενα της τέχνης του σε όσους αναγκάζονταν ή ήθελαν να αγορεύσουν δημόσια. Γρήγορα απέκτησε ιδιαίτερη φήμη ως συντάκτης δικανικών λόγων. Η επιτυχία του προερχόταν από τη μεγάλη ικανότητά του να μιμείται την ομιλία των απλών ανθρώπων και ταυτόχρονα να την εξωραΐζει, προσθέτοντας ευφωνία στη σειρά των λέξεων και δομή στη διάρθρωση των επιχειρημάτων. Ήταν επίσης εξαιρετικός στη συναισθηματική κινητοποίηση του ακροατηρίου. Οι λόγοι του θαυμάστηκαν για την επιμελημένη απλότητα με την οποία ηθογραφείται ο ομιλητής, τη σαφήνεια της διήγησης, την κυριολεξία στην έκθεση των συλλογισμών και τη συγκινητική ατμόσφαιρα που μεταδίδουν.

Όταν αργότερα συστηματοποιήθηκε η ρητορική τέχνη, έγινε φανερό ότι η πειστικότητα ενός ρητορικού λόγου κρίνεται τεχνικά σε τρεις τομείς: στην αξιοπιστία ή φερεγγυότητα του ομιλητή (ἦθος), στην ποιότητα των επιχειρημάτων του (πρᾶγμα) και στη συγκίνηση που προκαλούν τα λόγια του στους αποδέκτες (πάθος). Αυτός ήταν ο κατεξοχήν χώρος της ρητορικής ως τέχνης και ονομαζόταν ἔντεχνοι πίστεις. Αλλά ο ομιλητής μπορούσε επίσης να αναγνώσει νόμους ή ιδιωτικά συμβόλαια, να φέρει μάρτυρες υπεράσπισης ή κατηγορίας, να παράσχει τους δούλους του για βασανισμό (προκειμένου να θεωρηθεί αξιόπιστη η μαρτυρία τους) ή να καλέσει σε αντιπαράθεση τον αντίδικό του. Επειδή αυτές οι αποτελεσματικές μέθοδοι αφορούσαν την προσκόμιση στοιχείων και δεδομένων ευνοϊκών για την υπόθεση, αλλά δεν ήταν μέρος της τέχνης του ρήτορα ως συντάκτη λόγων, ονομάζονταν ἄτεχνοι πίστεις. Ο Λυσίας υπήρξε ένας από τους πρώτους άριστους χειριστές και των δύο μέσων. Το παράδειγμά του ακολούθησαν πολλοί άλλοι.

Η αρχαία λογοτεχνική κριτική χώρισε τα ύφη του έντεχνου λόγου σε τρεις γενικές κατηγορίες: το υψηλό, το μέσο και το χαμηλό. Η ταξινόμηση δεν ήταν αξιολογική. Ένας συγγραφέας μπορούσε να είναι καλός ή κακός χρήστης οποιουδήποτε τύπου. Ο Θουκυδίδης θαυμάστηκε για το υψηλό του ύφος. Ο Λυσίας ήταν άριστος χρήστης άλλοτε του χαμηλού και άλλοτε του μέσου ύφους.

Οι αρχαίοι Έλληνες αναφέρονταν συχνά στις πράξεις και στα κατορθώματά τους. Στις δημόσιες εμφανίσεις τους μπορούσαν να επικαλούνται ανερυθρίαστα την αξία του προσώπου και της οικογένειάς τους και τη μεγάλη προσφορά τους στην πόλη. Σπάνια όμως κατέγραφαν τις συναισθηματικές μεταπτώσεις και τις συγκινητικές λεπτομέρειες του βίου τους - εκτός αν βρίσκονταν στο δικαστήριο και ήθελαν να επηρεάσουν τους δικαστές. Τότε μπορούσαν να φέρουν ολόκληρη την οικογένειά τους (γυναίκα και παιδιά), προκειμένου να προκαλέσουν τον οίκτο των κριτών. Στις άλλες περιπτώσεις, αν χρειαζόταν να αναφέρουν κάποια αυτοβιογραφικά στοιχεία, το έκαναν σε τρίτο πρόσωπο δίχως ιδιαίτερο συναισθηματισμό. Ως προς αυτό ο Θουκυδίδης και ο Ξενοφών ακολουθούσαν το παλαιό παράδειγμα του Ησιόδου.

Ωστόσο, η δύναμη της κατακτημένης γνώσης μπορούσε να σπάσει το φράγμα της φυσικής συστολής. Στην αγωνιώδη προσπάθεια ορθής περιγραφής και ερμηνείας των φαινομένων του κόσμου και της ιστορίας τόσο οι γιατροί και οι φιλόσοφοι όσο και οι ιστορικοί και οι ποιητές εξέφραζαν έντονα την προσωπική τους εκτίμηση για τις κρυμμένες αιτίες και τους αφανείς λόγους, δηλώνοντας σε πρώτο πρόσωπο, ρητά και υπερήφανα, με ποιους από τους προγενεστέρους τους, σε ποια σημεία και γιατί διαφωνούν. Οι εσωτερικές συγκινήσεις και διακυμάνσεις της ψυχής ήταν πολύ ανθρώπινα πράγματα για να βρουν έκφραση στον προφορικά ή γραπτό λόγο που προοριζόταν για την αιωνιότητα. Απέναντι στην ασημαντότητα του ατομικού βίου και των συγκινησιακών μεταπτώσεών του ορθωνόταν το μεγαλείο του έργου που ξεπερνά τη χρονική φθορά.

Το πρώτο γνήσια αυτοβιογραφικό κείμενο που μας διέσωσε η αρχαιότητα είναι η Έβδομη επιστολή του Πλάτωνα. Το κείμενο διαπνέεται από έναν τόσο προσωπικό τόνο, που δεν μοιάζει με κανένα προγενέστερο ή σύγχρονό του έργο. Σε προχωρημένη ηλικία και απαλλαγμένος από το βάρος της δημοσίευσης, ο συγγραφέας έκανε μια εκ βαθέων εξομολόγηση της απογοήτευσης που αισθάνθηκε για την πολιτική κατάσταση της Αθήνας και για την αναξιοκρατία που μάστιζε όλες συλλήβδην τις ελληνικές πόλεις. Μίλησε επίσης για την απόφασή του να αδιαφορήσει για την πρακτική πολιτική και να ασχοληθεί με την ὀρθήν φιλοσοφίαν, δηλαδή την έγκυρη θεωρητική γνώση που προηγείται της πράξης. Γράφει συγκεκριμένα:

Όταν ήμουν νέος, είχα την επιθυμία, όπως και πολλοί άλλοι, να ασχοληθώ με την πολιτική (τὰ κοινὰ τῆς πόλεως). Αποφάσισα, λοιπόν, να το κάνω, ευθύς μόλις ενηλικιωθώ και γίνω κύριος του εαυτού μου. Τότε, όμως, συνέβησαν οι ακόλουθες αλλαγές στα πολιτικά πράγματα της πόλης μου.

Επειδή πολλοί ήταν δυσαρεστημένοι και λοιδορούσαν το πολίτευμα, έγινε πραξικόπημα υπό την αρχηγία 51 ανδρών. Έντεκα πήγαν στην Αθήνα, άλλοι δέκα στον Πειραιά, ως επικεφαλής των οικονομικών και διοικητικών αναγκών της πόλης, ενώ οι υπόλοιποι τριάντα έγιναν άρχοντες με απόλυτη εξουσία. Από αυτούς κάποιοι έτυχε να είναι συγγενείς και γνωστοί δικοί μου και με παρακίνησαν από την αρχή να συμπορευτώ μαζί τους - όπως και θα μου ταίριαζε. Αν αναλογιστεί κανείς το νεαρό της ηλικίας μου, καθόλου περίεργο δεν ήταν που πίστεψα ότι ίσως λύτρωναν την πόλη από την αδικία και την οδηγούσαν, με σωστή διακυβέρνηση, σε έναν δίκαιο τρόπο ζωής. Περίμενα, λοιπόν, με αγωνία να δω τι θα κάνουν. Όμως μέσα σε ελάχιστο χρόνο οι άνθρωποι αυτοί έκαναν το προηγούμενο πολίτευμα να λάμπει σαν χρυσός μπροστά τους.

Ύστερα από λίγο χρόνο, η εξουσία των τριάκοντα κατέρρευσε και μαζί τους κατέρρευσε και το πολίτευμα που είχαν εγκαθιδρύσει. Συνέχισε, ωστόσο, να με μαγνητίζει η επιθυμία να ασχοληθώ με τα κοινά και την πολιτική - αν και με μικρότερη ένταση τώρα. Πολλά στοιχεία θα έκαναν κάποιον να απογοητευτεί σε μια τόσο ταραγμένη εποχή όπου οι αντεκδικήσεις συχνά ξεπερνούσαν τα όρια. Σε γενικές γραμμές, πάντως, οι πολιτικοί εξόριστοι που ανέτρεψαν το πολίτευμα των τριάκοντα έδειξαν μετριοπάθεια και επιείκεια.

Ενώ είχα ξεκινήσει με όρεξη μεγάλη για την πολιτική και για τη δράση, καθώς παρατηρούσα όλες αυτές τις αλλαγές που έφερναν τα πάνω κάτω, άρχισε να με πιάνει πραγματικός ίλιγγος. Βεβαίως δεν σταμάτησα ούτε στιγμή να σκέφτομαι πώς θα μπορούσε να βελτιωθεί η κατάσταση. Ιδίως το θέμα του πολιτεύματος με απασχολούσε έντονα. Ανέμενα όμως με υπομονή την κατάλληλη στιγμή να δράσω. Τελικά κατέληξα στο συμπέρασμα ότι όλες συνολικά οι πόλεις είχαν άσχημη διακυβέρνηση, γιατί η νομοθεσία τους βρισκόταν σε κατάσταση τόσο άθλια που δεν επιδεχόταν την παραμικρή θεραπεία, αν δεν γινόταν υπεράνθρωπη προσπάθεια που να έχει ως βοηθό της και την τύχη. Έτσι, αναγκάστηκα να καταφύγω στον λόγο και να επαινώ την ορθή φιλοσοφία, αφού μέσα από αυτή -θεώρησα- μπορεί κανείς να διακρίνει όλα τα δίκαια πράγματα και στον πολιτικό και στον ιδιωτικό τομέα. Και δεν θα σταματήσουν ποτέ οι συμφορές των ανθρώπινων γενεών -συμπέρανα-, αν δεν αναλάβουν την πολιτική εξουσία όσοι ορθά φιλοσοφούν ή αν οι άρχοντες των πόλεων, από κάποια θεία βουλή οδηγημένοι, δεν συμβεί να φιλοσοφήσουν αληθινά.

Ο Πλάτων γεννήθηκε το 427 στην Αθήνα. Ήταν ο τρίτος γιος μιας πλούσιας αστικής οικογένειας που είχε σημαντικό παρελθόν δύο αιώνων στα πολιτικά πράγματα της πόλης. Ειδικά από την πλευρά της μητέρας του, το οικογενειακό δέντρο του Πλάτωνα έφτανε μέχρι τον μεταρρυθμιστή νομοθέτη Σόλωνα. Ο σημαντικός αυτός οίκος δεν ήταν διόλου παρηκμασμένος. Ο σοφιστής και θεατρικός συγγραφέας Κριτίας, ένας από τους βασικότερους εκπροσώπους του ολιγαρχικού πραξικοπήματος των Τριάκοντα τυράννων, ήταν πρώτος εξάδελφος της μητέρας του Πλάτωνα. Ο Χαρμίδης, ένα άλλο μέλος της ίδιας ομάδας, υπήρξε αδελφός της. Αυτούς εννοεί ο συγγραφέας της επιστολής πίσω από την αόριστη δήλωση των συγγενών που τον παρακινούσαν να αναλάβει πολιτική δράση.

Σε νεαρή ηλικία ο Πλάτων γνωρίστηκε με τον Σωκράτη. Στα γυμναστήρια, στην αγορά και στα σπίτια των πλούσιων Αθηναίων γνώρισε επίσης τη διδασκαλία όσων ξένων σοφών έρχονταν στην Αθήνα για να διδάξουν. (Η ριζική διαφοροποίηση του Σωκράτη από το κίνημα των υπόλοιπων σοφιστών είναι, σε μεγάλο βαθμό, δικό του επίτευγμα.) Ο Αθηναίος σοφός άσκησε έντονη γοητεία πάνω στον νεαρό Πλάτωνα -όπως και σε πολλούς άλλους νέους της εποχής- όχι μόνο με την ευφυΐα και την επιχειρηματολογική δεινότητά του, αλλά και με την απαρασάλευτη ηθική στάση του απέναντι στον θάνατο. Όλοι οι νέοι του σωκρατικού κύκλου επιθυμούσαν γνώση πληρέστερη από αυτή των ποιητών και των ρητόρων, γνώση που να μπορεί όχι μόνο να πείσει τους άλλους αλλά επίσης να εξηγήσει ικανοποιητικά την ανθρώπινη συμπεριφορά και, αν ήταν δυνατό, να τη βελτιώσει.

Όπως είχε άσπονδους εχθρούς, ο Σωκράτης είχε επίσης πιστούς ακόλουθους και φίλους. Μετά από τον θάνατο του δασκάλου τους ορισμένοι εγκατέλειψαν αγανακτισμένοι την Αθήνα και εγκαταστάθηκαν στα γειτονικά Μέγαρα. Κάποιοι πήγαν ύστερα στην Κυρήνη, άλλοι στην Ηλεία, άλλοι στην Ερέτρια. Οι περισσότεροι κατέληξαν στα μέρη καταγωγής τους. Αφού είχαν χάσει τον δάσκαλό τους, είχε εκλείψει και ο λόγος παραμονής τους στην Αθήνα. Οι καλύτεροι και πιο ενθουσιώδεις μαθητές, επιστρέφοντας στην πατρίδα τους, ίδρυσαν σχολές φιλοσοφίας και άρχισαν να γράφουν διαλόγους σε πεζό λόγο με πρωταγωνιστή τον Σωκράτη. Έτσι, δημιουργήθηκε, μέσα σε λίγα χρόνια, ένα εντελώς καινούργιο λογοτεχνικό είδος που ήταν, κατά κάποιο τρόπο, ποίηση δίχως μέτρο. Οι διάλογοι αυτοί ονομάστηκαν σωκρατικοί λόγοι. Από το θέατρο το νέο είδος είχε αντλήσει τον διαλογικό χαρακτήρα, από την πραγματική ζωή τους χαρακτήρες και την πεζολογία. Οι σωκρατικοί λόγοι δεν ήταν πιστή καταγραφή αληθινών συζητήσεων αλλά δημιουργική ανάπλαση της πραγματικότητας, δηλαδή λογοτεχνία.

Οι σωκρατικοί συγγραφείς κατέβαλαν μεγάλη προσπάθεια για να δημιουργήσουν την ψευδαίσθηση της ιστορικής αληθοφάνειας. Στόχος τους ήταν να πείσουν ότι αυτοί, και όχι οι ανταγωνιστές τους, διατηρούσαν την αυθεντική διδασκαλία του Σωκράτη. Οι αποκλίσεις στην ηθογράφηση και την επιχειρηματολογία του κοινού δασκάλου ήταν πράγματι μεγάλες. Αυτός που είχε την τόλμη να αναγνωρίζει την άγνοιά του και διακήρυττε δημόσια ότι δεν είχε τίποτε θετικό να διδάξει, μόνο να απορήσει και να μάθει από τη συζήτηση με άλλους, είχε κατορθώσει, με την εκπληκτική ειρωνεία του, να μεταδώσει στους φίλους που τον ακολουθούσαν μια τόσο διαφορετική εικόνα του προσώπου του και της αποστολής του, ώστε, όταν ο ίδιος εξέλιπε, εκείνοι δυσκολεύονταν να αναγνωρίσουν τη μορφή του στις εικόνες των συναδέλφων τους και άρχισαν να ερίζουν μεταξύ τους. Υπήρξαν τόσες ψυχικές αναπαραστάσεις του Σωκράτη όσοι ήταν και οι μαθητές του. Κάπως λιγότερες ήταν οι λογοτεχνικές του εικόνες. Η ιστορία διέσωσε, σε υπολογίσιμη έκταση, μόνο αυτές του Πλάτωνα και του Ξενοφώντα. Αν δεν ήταν οι καλύτερες και πιστότερες, σίγουρα ήταν αυτές που κέρδισαν τους περισσότερους οπαδούς στο αναγνωστικό κοινό των επόμενων αιώνων.

Ανάμεσα σε εκείνους που εγκατέλειψαν αηδιασμένοι την Αθήνα μετά την εκτέλεση του Σωκράτη ήταν και ο Πλάτων. Φεύγοντας από τα Μέγαρα λέγεται ότι πήγε στην Κυρήνη, ότι επισκέφθηκε τις κοινότητες των Πυθαγορείων στην Κάτω Ιταλία και ότι κατέληξε στην Αίγυπτο. Τελικά επέστρεψε στην Αθήνα. Σε επόμενο ταξίδι προορισμός του ήταν οι Συρακούσες, που τις κυβερνούσε ο τύραννος Διονύσιος Α'. Εκεί ο σαραντάχρονος Πλάτων γνώρισε τον εικοσάχρονο Δίωνα και συνδέθηκε στενά μαζί του. Από την επαφή αυτή αναδύθηκε η ελπίδα ότι ίσως οι ιδέες πολιτικής αναμόρφωσης που σχεδίαζε μπορούσαν κάποτε να βρουν πρακτική εφαρμογή.

Οι συνθήκες, όμως, δεν ήταν ακόμη κατάλληλες. Παρά τις ποιητικές φιλοδοξίες του τυράννου, ο Πλάτων αισθάνθηκε ότι στην αυλή του μπορούσε να βρει κανείς μόνο τρυφή και καλοπέραση. Τελικά συγκρούστηκε με τον Διονύσιο και λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του στις Συρακούσες. Η επιστροφή του στην Αθήνα υπήρξε ένας οδυσσειακός νόστος. Λέγεται ότι πουλήθηκε δούλος και ότι τελικά ανέκτησε την ελευθερία του, όταν κάποιος γνώριμός του, κατά τύχη παρών στην Αίγινα όπου είχε καταλήξει, τον εξαγόρασε αντί σημαντικού ποσού. Έτσι βρέθηκε πίσω στη γενέθλια πόλη.

Όταν είκοσι χρόνια αργότερα ο Διονύσιος πέθανε και την εξουσία ανέλαβε ο συνονόματος αλλά πολιτικά άπειρος γιος του, ο Δίων κάλεσε τον Πλάτωνα πάλι στη Σικελία για να διδάξει αυτοπροσώπως τον νεαρό μονάρχη. Αν ο Διονύσιος Β' κατόρθωνε να φιλοσοφήσει αληθινά, τότε με τη πολιτική δύναμη που διέθετε θα μπορούσε να κάνει πραγματικότητα την ιδανική πολιτεία που σχεδίαζε ο Πλάτων. Ο φιλόσοφος δέχτηκε την πρόσκληση, αλλά το σχέδιο απέτυχε οικτρά. Οι πολιτικοί αντίπαλοι του Δίωνα, διαβλέποντας τη δύναμη που θα αποκτούσε ο ίδιος αν ο τύραννος ασπαζόταν τις πλατωνικές ιδέες, κατόρθωσαν να τον δυσφημήσουν τόσο πολύ, ώστε να πετύχουν την εξορία του. Ο Πλάτων εγκατέλειψε άπραγος τις Συρακούσες. Δεν απογοητεύτηκε όμως εντελώς. Λίγα χρόνια αργότερα ξαναπήγε, για τρίτη φορά, στην ισχυρή πόλη της Σικελίας. Ο αγαπημένος Δίων είχε θεωρήσει και πάλι τις συνθήκες ευνοϊκές για την πολιτική αναμόρφωση της πόλης. Η προσπάθεια δεν είχε, όμως, ούτε αυτή τη φορά τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Το πλατωνικό πολιτικό ιδεώδες δεν επρόκειτο να πραγματοποιηθεί επί γης. Ωστόσο, η έμπρακτη εμμονή του φιλοσόφου να υλοποιήσει τις ιδέες του δείχνει πόσο απείχε ο πολιτικός στοχασμός του από το πνεύμα της ουτοπίας.

Αμέσως πριν από το πρώτο ή ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο ταξίδι στη Σικελία, ο Πλάτων ίδρυσε στην Αθήνα μια σχολή. Ήταν η πρώτη οργανωμένη και νομικά κατοχυρωμένη σχολή φιλοσοφίας στην αρχαιότητα. Μέχρι τότε οι φιλόσοφοι, οι ρήτορες και οι σοφιστές δημιουργούσαν κύκλους μαθητών που κατόπιν διέδιδαν παραλλαγές της διδασκαλίας τους, χωρίς κάποια θεσμική οργάνωση. Οι «σχολές» αυτές δήλωναν όμοιες τάσεις έρευνας και δημιουργικής παραγωγής, δηλαδή ένα κοινό πνεύμα, το οποίο αναπτυσσόταν από τη φυσική έλξη και διάθεση μίμησης που ασκεί η λάμψη ενός σπουδαίου δασκάλου. Οι κύκλοι αυτοί έπαιρναν το όνομά τους από τον δάσκαλο ή τον τόπο (πυθαγόρειοι, ελεάτες, αναξαγόρειοι, σωκρατικοί κλπ.). Ο Πλάτων όμως ίδρυσε μια επίσημη σχολή, το νομικό καθεστώς της οποίας οριζόταν ως θίασος (λατρευτικός κύκλος) προς τιμήν των Μουσών, και έδρα είχε το ίδιο το σπίτι του ιδρυτή. Πολύ κοντά βρισκόταν η Ακαδημία, ένα από τα τρία γυμνάσια της Αθήνας. Λόγω της τοπικής αυτής εγγύτητας -που ήταν αναντίρρητα ηθελημένη, αφού φιλοσοφικές συζητήσεις διεξάγονταν κυρίως στα γυμνάσια, εκεί που αθλούνταν καθημερινά οι πλούσιοι νέοι- η πλατωνική σχολή κατέληξε να γίνει γνωστή με το ίδιο όνομα. Οι γιατροί είχαν ήδη παρόμοιες οργανωμένες αδελφότητες. Αλλά αυτοί ήταν ειδικευμένοι ερευνητές των νόσων και της υγείας. Με την ίδρυση της Ακαδήμειας (ή Ακαδημίας, όπως έχει καθιερωθεί), ο Πλάτων δημιούργησε έναν νέο θεσμό οργανωμένης έρευνας, συζήτησης και προβληματισμού πάνω στα μεγάλα πολιτικά, ηθικά, κοσμολογικά και μεταφυσικά ζητήματα, ο οποίος επρόκειτο να έχει μεγάλη ιστορία - και όχι μόνο στην αρχαιότητα. Οι απαρχές του πανεπιστημίου, ως θεσμοθετημένου χώρου ελεύθερης έρευνας και διδασκαλικής δράσης, ανιχνεύονται εδώ. Ωστόσο, επειδή στην αρχαία νομοθεσία δεν υπήρχε η έννοια της συλλογικής ευθύνης, υπεύθυνος για τη λειτουργία της σχολής πρέπει να ήταν ο ίδιος ο Πλάτων. Μετά τον θάνατό του, αρχηγός της σχολής εκλέχθηκε από τα μέλη ο Σπεύσιππος, ανεψιός του ιδρυτή από την αδελφή του. Όταν απεβίωσε και αυτός, τη διεύθυνση ανέλαβε ο Ξενοκράτης. Δημιουργήθηκε έτσι μια διαδοχή που έμελλε να έχει μακρά διάρκεια και να ονομαστεί, αργότερα, χρυσῆ σειρά.

Κατά τον 5ο αιώνα οι ελληνικές πόλεις υπολογίζεται ότι υπερέβαιναν τις χίλιες. Η πολυμορφία ήταν αναπόφευκτη. Όλες είχαν, βεβαίως, τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του ελληνικού τρόπου ζωής: ναούς, στοές, γυμνάσια, αγορά, τόπο συνέλευσης των πολιτών και, από τον 4ο αιώνα, θέατρο. Η ρυμοτομία ήταν, ωστόσο, σε όλες αυθόρμητη και άναρχη. Κεντρικός πολεοδομικός σχεδιασμός δεν υπήρχε. Η διαμόρφωση του εδάφους καθόριζε τη θέση των δημόσιων κτιρίων στο κέντρο της πόλης. Γύρω από αυτό το σημείο αναφοράς, που σηματοδοτούσε τον χώρο του πολιτικού βίου, αναπτύσσονταν σταδιακά οι ιδιωτικές κατοικίες των πολιτών, αφήνοντας για τη μετακίνηση στενούς και τεθλασμένους δρομίσκους. Τα νερά της βροχής από τις στέγες των σπιτιών έτρεχαν σε ανοιχτούς υπονόμους. Για τα όρια της ιδιοκτησίας και παρόμοιες διεκδικήσεις γειτόνων, οι διαφωνίες λύνονταν τοπικά και κατά περίπτωση και, αν έφταναν στα δικαστήρια, με τη χρήση μαρτύρων.

Ο Ιππόδαμος, ένας αρχιτέκτονας από τη Μίλητο γεννημένος στην αρχή του 5ου αιώνα, ήταν ο πρώτος Έλληνας που παρουσίασε ρυμοτομικό σχέδιο. Στον πολεοδομικό σχεδιασμό που πρότεινε τα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια θα απάρτιζαν οικοδομικά τετράγωνα, καθώς οι προσχεδιασμένοι δρόμοι της πόλης θα τέμνονταν κάθετα. Το σχέδιο υιοθετήθηκε από τους Αθηναίους και εφαρμόστηκε για την ανάπτυξη του Πειραιά. Ο ίδιος σχεδίασε την ορθογώνια ρυμοτομία των Θουρίων, της αθηναϊκής αποικίας στην Κάτω Ιταλία, ίσως και της Ρόδου. Σύμφωνα με τις αντιλήψεις του Ιππόδαμου κτίστηκε και η νέα πολιτεία της Μεσσήνης, όταν η Μεσσηνία απελευθερώθηκε από τους Σπαρτιάτες με τη συνδρομή των Θηβαίων. Ωστόσο, ο Ιππόδαμος δεν ήταν ένας πολεοδόμος με τη σημερινή, εξειδικευμένη έννοια του όρου. Ήταν, όπως μαθαίνουμε από τις πηγές, ο πρώτος πολιτικός στοχαστής ο οποίος, χωρίς να έχει πολιτευτεί ή νομοθετήσει, ασχολήθηκε θεωρητικά με το πρόβλημα της άριστης πολιτείας. Το ρυμοτομικό σχέδιο του Πειραιά και των Θουρίων ήταν μέρος μιας πολύ ευρύτερης προσπάθειας πολιτικού σχεδιασμού.

Ως προς το μέγεθος της άριστης πόλης, ο Ιππόδαμος πίστεψε ότι δέκα χιλιάδες πολίτες ήταν αρκετοί. Αυτούς τους χώρισε σε τρεις κατηγορίες: σε τεχνίτες, γεωργούς και πολεμιστές. Με όμοιο τρόπο διαίρεσε τη γη σε τρία μέρη: την ιερή, τη δημόσια και την ιδιωτική. Η πρώτη θα ήταν αφιερωμένη στους θεούς, η τελευταία μοιρασμένη εξίσου στους γεωργούς.

Όπως φαίνεται από την κριτική που ασκεί ο Αριστοτέλης, η πρόταση δεν ήταν επεξεργασμένη στις λεπτομέρειές της. Για παράδειγμα, δεν ήταν σαφές αν οι ίδιοι οι πολεμιστές ή κάποια τέταρτη μερίδα του πληθυσμού θα καλλιεργούσαν τη δημόσια γη που θα έτρεφε τους υπερασπιστές της πόλης. Αν ο Ιππόδαμος εννοούσε ότι οι γεωργοί, εκτός από τη δική τους, θα είχαν την υποχρέωση να καλλιεργούν και τη δημόσια γη, τότε ποιος ήταν ο λόγος να μην αυξηθεί το μέγεθος των κλήρων της ιδιωτικής γης και να απαλειφθεί εντελώς η δημόσια; Επίσης, οι άοπλοι τεχνίτες και γεωργοί θα γίνονταν σχεδόν δούλοι όσων έφεραν όπλα, αφού αναγκαστικά οι άρχοντες της πόλης θα έπρεπε να εκλέγονται από την κατηγορία των οπλιτών. Αλλά με αυτή τη διευθέτηση, ήταν ασαφές τι τελικά θα καθιστούσε τους γεωργούς και τους τεχνίτες πολίτες, αφού δεν θα είχαν τη δυνατότητα ανάληψης δημόσιων αξιωμάτων.

Η κριτική του Αριστοτέλη δείχνει ξεκάθαρα πόσο ρεαλιστικός ήταν ο πολιτικός στοχασμός στην Ελλάδα. Η άριστη πολιτεία, όποια μορφή και αν είχε, θα έπρεπε να είναι εφαρμόσιμη στην πράξη και, για να το πετύχει αυτό, όφειλε να λαμβάνει υπόψη τα πραγματικά κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και όχι οποιαδήποτε αβάσιμη εξιδανίκευσή τους. Το ζήτημα δεν ήταν πώς τάχα θα έπρεπε να φέρονται οι άνθρωποι, αλλά πώς όντως ενεργούν. Ο πολιτικός στοχασμός οδηγούσε αναπόφευκτα στην επιστήμη της ανθρώπινης ψυχολογίας. Έθετε, επίσης, το πρόβλημα των δυνατοτήτων και των ορίων της παιδείας. Έτσι αντιλήφθηκε το θέμα και ο Πλάτων.

Ο Πλάτων κατανόησε ότι υπάρχει βεβαίως κοινή φύση σε όλους τους ανθρώπους (και εξαιτίας αυτής μπορούν να συνεννοούνται μεταξύ τους και να αντιλαμβάνονται τη συμπεριφορά των άλλων), αλλά ότι οι άνθρωποι διαφέρουν σημαντικά ως μονάδες. Ορισμένες διαφορές καθορίζονται από το φύλο, άλλες από την ηλικία, άλλες από τον τρόπο αγωγής. Υπάρχουν, όμως, και φυσικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα σε ανθρώπους ίδιου φύλου και ίδιας ηλικίας και όμοιας αγωγής που δεν μπορούν να εξηγηθούν τόσο απλά. Ο ένας έχει, από νεαρή ηλικία, έφεση στη μουσική και το τραγούδι, ο άλλος στις κατασκευές, ο τρίτος γεννιέται με ανεπτυγμένη κτητικότητα, ο τέταρτος κάνει αλλόκοτες ερωτήσεις για την προέλευση του κόσμου που φέρνουν σε αμηχανία τους γονείς του, ο πέμπτος δείχνει ακατανόητη επιθετικότητα. Οι τάσεις αυτές είναι εμφανείς σε κάθε παιδί και φαίνεται να είναι δοσμένες από τη φύση. Ο πολιτικός φιλόσοφος που θέλει να αναμορφώσει την κοινωνία δεν μπορεί να τις αγνοήσει.

Ύστερα από πολλή σκέψη, ο Πλάτων κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλοι μετέχουμε ψυχικά σε όλες τις συμπεριφορές των συνανθρώπων μας, ακόμη και στις πιο εγκληματικές, αλλά δεν μετέχουμε στον ίδιο βαθμό. Η ατομική ψυχολογία είναι μια συγκεκριμένη σχέση, ένας λόγος, ανάμεσα στα μέρη της ψυχής. Στις επιμέρους υποδιαιρέσεις τους οι τάσεις της ανθρώπινης ψυχής ενδέχεται να είναι περισσότερες από τρεις, αλλά μπορούν να ταξινομηθούν γενικά στις εξής σφαίρες ενεργειών: στο μέρος που υπολογίζει και σκέφτεται (λογιστικόν), στο μέρος που θίγεται από τις προσβολές των άλλων, αμύνεται για τα δίκαιά του και επιτίθεται όταν ασφυκτιά από τους περιορισμούς που του έχουν τεθεί (θυμικόν), και στο μέρος που επιθυμεί τη σωματική ευχαρίστηση με κάθε είδους απολαύσεις (ἐπιθυμητικόν). Κατά τον Πλάτωνα, δεν έχουν όλοι οι άνθρωποι ανεπτυγμένα τα τρία αυτά μέρη στον ίδιο βαθμό. Οι εντάσεις και οι δυσλειτουργίες στις πόλεις προέρχονται από την αναντιστοιχία ανάμεσα στον άνθρωπο και τη θέση που κατέχει μέσα στην κοινωνία. Έτσι όμως δημιουργείται αδικία, και η αδικία προκαλεί αναγκαστικά διενέξεις. Δικαιοσύνη τελικά -συμπέρανε ο Πλάτων- είναι να κάνει ο καθένας αυτό για το οποίο είναι κατάλληλα φτιαγμένος. Και επειδή το λογιστικό μέρος είναι φτιαγμένο από τη φύση για να άρχει και τα άλλα δύο μέρη, ως υποδεέστερα, για να υπακούουν, θα ήταν λογικό να δημιουργηθούν τρεις διαβαθμισμένες τάξεις στην κοινωνία, από τις οποίες η μία θα κυβερνά, η άλλη θα υπερασπίζεται την πόλη και η τρίτη θα παράγει τα απαραίτητα τρόφιμα και λοιπά αγαθά από τη γη και τις αναγκαίες τέχνες.

Η ένταξη των ανθρώπων σε μία από αυτές τις τάξεις θα γινόταν με βάση τη φυσική τους προδιάθεση και, λόγω κληρονομικότητας, θα μπορούσε να είναι σχετικά σταθερή. Ωστόσο, η αναβάθμιση ή ο υποβιβασμός ενός μέλους, ανάλογα με την αξία ή την απαξία του, θα έπρεπε να μείνουν ανοιχτές δυνατότητες της πολιτείας. Παρά την όποια κανονικότητα, η φύση ενίοτε αποτυγχάνει στους στόχους της και άλλοτε κάνει θαυμαστά άλματα. Η δημόσια εκπαίδευση θα αναλάμβανε τον ρόλο της εμπέδωσης των ταξικών διαφορών στη συνείδηση του πληθυσμού. Στον πλατωνικό σχεδιασμό οι γυναίκες προβλεπόταν να έχουν πολύ μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και προσφορά στην κοινωνία τους από την παραδοσιακή μητρότητα. Η σπαρτιατική πολιτική πρακτική επηρέασε οπωσδήποτε τον Πλάτωνα.

Η τριμερής αυτή διάκριση της κοινωνίας θυμίζει σε κάποια σημεία την παλαιότερη πρόταση του Ιππόδαμου. Όμως εδώ, εκτός από τις διαφορές, οι λεπτομέρειες για την επίτευξη του σχεδίου έχουν γίνει αντικείμενο ενδελεχούς επεξεργασίας. Ο Πλάτων κατέγραψε αυτές τις απόψεις στον εκτενέστερο διάλογο των ώριμων χρόνων του, την Πολιτεία, ένα ογκώδες και σημαντικό έργο. Εκεί παρουσιάζεται ο Σωκράτης να συνομιλεί με τους δύο μεγαλύτερους αδελφούς του ίδιου του συγγραφέα (προς χάριν της αληθοφάνειας της συζήτησης) και να εκθέτει την πλατωνική διδασκαλία σε αδρές και εύληπτες γραμμές. Ο Πλάτων επανήλθε στο ίδιο θέμα κατά τα γηρατειά του με ένα ακόμη ογκωδέστερο έργο, τους Νόμους. Εδώ η συζήτηση ανάμεσα σε έναν Σπαρτιάτη, έναν Κρητικό και έναν ανώνυμο Αθηναίο είναι ακόμη πιο λεπτομερής και πραγματιστικά προσηλωμένη στις επιμέρους ρυθμίσεις που θα πρέπει να ισχύουν στην άριστη πόλη. Για πρώτη φορά ο Πλάτων, γέρος πια, άφησε πίσω από το προσωπείο του ανώνυμου Αθηναίου συζητητή να διαφανεί η προσωπική του συμβολή στο ζήτημα της πολιτείας και της νομοθεσίας της. Η ορμή και η απογοήτευση των νεανικών χρόνων θα έβρισκαν την όψιμη πλήρωσή τους.

Μέχρι και το πρώτο μισό του 4ου αιώνα, η έννοια και το περιεχόμενο της φιλοσοφίας δεν είχαν παγιωθεί. Φιλοσοφία σήμαινε, γενικά, φιλομάθεια και πνευματική καλλιέργεια. Ο όρος αναφερόταν ειδικά στην ικανότητα επιτυχούς διάρθρωσης και διατύπωσης σημαντικών σκέψεων με έντεχνη χρήση του λόγου.

Ένας λίγο πρεσβύτερος συμπολίτης του Πλάτωνα, ο Ισοκράτης (436-338), είχε μαθητεύσει στον Γοργία και ανέπτυσσε, την ίδια ακριβώς περίοδο, το δικό του πρόγραμμα εκπαίδευσης των νέων και ανάπτυξης της προσωπικότητάς τους. Το εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Ισοκράτη ήταν ανταγωνιστικό προς το πλατωνικό και είχε στόχευση αμεσότερα πολιτική.

Ο Ισοκράτης είχε ένα σαφές σχέδιο για το πώς μπορεί να αναπτυχθεί η συνολική προσωπικότητα του νέου:

Πρώτα πρώτα αυτός που θέλει να συνθέσει, προφορικά ή γραπτά, λόγους άξιους για έπαινο και τιμή δεν είναι δυνατόν να ασχοληθεί με μικρές και ιδιωτικές υποθέσεις αντεγκλήσεων και αντιδικίας, αλλά θα πρέπει να ενδιαφερθεί για τα μεγάλα και ευγενή και σπουδαία θέματα, αυτά που προάγουν τους ανθρώπους και σχετίζονται με τα κοινά, δηλαδή τα δημόσια πράγματα. Αν δεν βρει τέτοια θέματα, τίποτε δεν θα καταφέρει. Στη συνέχεια, από τις πράξεις που υποστηρίζουν το θέμα του θα επιλέξει να αναπτύξει τις πιο κατάλληλες και συμφέρουσες για την προοπτική του. Όποιος συνηθίζει να σκέφτεται τέτοιες σπουδαίες πράξεις, να τις εξετάζει από κάθε πλευρά και να τις αξιολογεί, θα αποκτήσει (όχι μόνο τώρα σε σχέση με τον λόγο που συνθέτει, αλλά και στο μέλλον για ζητήματα άλλα) την ίδια αντιληπτική ικανότητα, ώστε τελικά να αναπτυχθούν μαζί οι δυνάμεις της όμορφης ομιλίας και της φρόνιμης σκέψης. Τέλος, είναι προφανές ότι όποιος θέλει να πείσει τους άλλους δεν θα παραμελήσει ο ίδιος την αρετή, αλλά θα εστιάσει όλες τις δυνάμεις του νου του εκεί, για να κερδίσει τη λαμπρότερη από τους συμπολίτες του δόξα.

Τα παραπάνω λόγια γράφτηκαν στο μέσον του 4ου αιώνα, όταν ο Ισοκράτης ήταν ήδη 83 ετών. Με αφορμή μια προσωπική αντιδικία σχετική με τα έξοδα κάποιας δημόσιας λειτουργίας, ο ρήτορας, σκηνοθετώντας την απολογία του, συνόψισε ολόκληρη την προσφορά του στην παιδεία και την πολιτική της Αθήνας.

Το βάθρο του πολιτικοεκπαιδευτικού προγράμματος του Ισοκράτη ήταν η πίστη στη βαθιά ενότητα του ανθρώπου. Ενώ είναι εμπειρικά σαφές ότι τα λόγια βρίσκονται συχνά σε διαφωνία με τα έργα και ότι, πίσω από την ομιλία, είναι κρυμμένες οι αληθινές σκέψεις και τα συναισθήματα του ομιλητή, ο Ισοκράτης θεώρησε ότι η κατάλληλη παιδεία θα μπορούσε να δημιουργήσει μια αξιοζήλευτη ενότητα σκέψεων, λόγων και έργων. Μάλιστα, για τον σκοπό αυτό δεν είναι αναγκαίο -ισχυριζόταν- να ξεκινήσει κανείς από τις ίδιες τις κρυμμένες σκέψεις και να επιχειρήσει την αναμόρφωσή τους. Αντίθετα με τον Πλάτωνα, που πίστευε ότι χωρίς μια γνώση δομημένη στέρεα μέσα στη ψυχή κανένα έργο και κανένας λόγος δεν έχουν αληθινή αξία, ο Ισοκράτης θεώρησε ότι η σωστή καλλιέργεια του λόγου συμπαρασύρει με θετικά αποτελέσματα τόσο τη σκέψη όσο και τη δράση.

Η εξαγγελλόμενη παιδεία του Ισοκράτη (ἡ ἀληθὴς φιλοσοφία, όπως την ονόμαζε ο ίδιος) βρισκόταν πολύ κοντά στο πνεύμα των σοφιστών και εκείνης της παραδοσιακής παιδείας που εστιαζόταν στην ανάγνωση της ποίησης και την αξία της απομνημόνευσης εκτενών κειμένων. Ο Ισοκράτης, που είχε διακριθεί ως νέος στη δικανική ρητορική, απέρριψε τις ιδιωτικές υποθέσεις ως ακατάλληλες για την ηθική και πνευματική διαπαιδαγώγηση των μαθητών του και ενθάρρυνε την ανάπτυξη θεμάτων και λόγων αληθινά πολιτικών, δηλαδή συμβουλευτικών και επιδεικτικών. Επίσης, απέρριψε τις φυσικές έρευνες για τα θεμέλια της πραγματικότητας, δηλαδή την κοσμολογία σε όλες της τις εκφάνσεις, καθώς και τις αυστηρά λογικές συζητήσεις για τη σχέση γλώσσας και πραγματικότητας. Κατά τη γνώμη του, ενώ οι μελέτες αυτές αρχικά οξύνουν την ευφυΐα και την επιχειρηματολογική δεινότητα των μαθητών, αν παραταθούν για πολύ, καταλήγουν να μην προσφέρουν τίποτε πιο ουσιαστικό από την υιοθέτηση ενός πνεύματος άσκοπης και ατελέσφορης εριστικότητας. Η μέθοδος της αντιλογίας ήταν απλό μέσο για την επίτευξη του μόνου αξιόλογου σκοπού: της ηθικής και πολιτικής ολοκλήρωσης του ανθρώπου μέσα από τον λόγο. Όσους δεν συμφωνούσαν με το εκπαιδευτικό πρόγραμμά του, αλλά επιδίδονταν στις -κατά τη γνώμη του- άσκοπες έρευνες περί φύσης και λογικής, ο Ισοκράτης τους αποκαλούσε «σοφιστές». Μέγιστο σοφιστή θεωρούσε τον Πλάτωνα.

Ενώ ο Πλάτων προβληματιζόταν πάνω στο θέμα του ορθού πολιτεύματος και κατέληξε να πιστεύει ότι μια γνήσια πολιτική αναμόρφωση απαιτεί την ανάληψη της εξουσίας από τους πραγματικούς γνώστες-φιλοσόφους, ο Ισοκράτης, πιο προσγειωμένος, αποδεχόταν την πολιτική κατάσταση του τόπου και της εποχής του και καλούσε τους νέους να διαδραματίσουν ενεργό ρόλο στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας, εμπνεόμενοι από ένα όραμα πολιτικής και στρατιωτικής ενότητας των Ελλήνων εις βάρος των Περσών. Αυτό το ανέφικτο, κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, όραμα το είχε πρώτος εξαγγείλει ο Γοργίας με έναν διάσημο λόγο που εκφώνησε στην Ολυμπία στο πλαίσιο των αγώνων του 392. Πρότυπό του ήταν αναμφίβολα οι ελληνικές επιτυχίες στους Περσικούς Πολέμους. Όμως, οι επιτυχίες εκείνες ήταν αμυντικές και προήλθαν από τον φόβο υποδούλωσης. Για μια κοινή ελληνική επεκτατική πολιτική έναντι των Περσών χρειαζόταν ομόνοια και ομογνωμία τέτοια που οι ελληνικές πόλεις δεν είχαν γνωρίσει ποτέ στην ιστορία τους. Ο τόσο έντονος τοπικισμός των Ελλήνων δεν μπορούσε να παραμεριστεί με πολιτική πειθώ: μπορούσε μόνο να κατασταλεί με τη βία.

Ανάμεσα σε ένα Αβέβαιο Μέλλον και ένα Πνιγμένο στο Ψέμμα Πρόσφατο Παρελθόν

«Ουκ έστιν αδικούντα.. και ψευδόμενον δύναμιν βεβαίαν κτήσασθαι... τώι χρόνωι δε φωράται και περί αυτά καταρρεί» (Δημοσθένης, "Ολυνθιακός Β",10)

Η φιλαλήθεια ήταν ένα κατ’ εξοχήν απαιτούμενο στην Εθνική (δηλ. προχριστιανική) Ελληνική βιοφιλοσοφία, τόσο για την ηθική όσο και για την λογική της διάσταση. Είναι γνωστό άλλωστε, ότι αποδεικνύεται πολύ σκληρή για τον κάθε ψεύτη, η ώρα που “τελειώνουν τα ψέμματα”. Για αυτό, ο κάθε συγκροτημένος και λογικός άνθρωπος, πόσο μάλλον το κάθε Έθνος, φροντίζει επιμελώς να οικοδομήσει την ατομική (ή εθνική του, αντιστοίχως) υπόσταση, απολειστικώς πάνω στην ειλικρίνεια, την διαύγεια και την αλήθεια.

Αγνοώντας λες, αυτή την βασική αρχή, το Νεοελληνικό Κράτος κατέφυγε, με την ίδρυσή του, στο χονδροειδές ψέμμα για να διατυπώσει μία σταθερή εθνοψυχολογική ταυτότητα για τους υπηκόους του, ωσάν να εστερείτο παντελώς μίας τέτοιας, την ώρα μάλιστα που οικειοθελώς αυτό, είχε λάβει το όνομα “Ελληνικό”. Και συνέβη η γνωστή τερατογένεση με πρώτους σπασμούς της την γελοιότητα τού “Έλλην είναι όποιος είναι Ορθόδοξος Χριστιανός”. Ενώ κατά τα πρώτα έτη ελευθερίας των νεο-Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό, εκυριαρχούσε λίγο - πολύ η ελληνοκεντρική αντίληψη, την οποία είχε διατυπώσει ο Αδαμάντιος Κοραής, μία αντίληψη που κατεδίκαζε απερίφραστα το οπισθοδρομικό Βυζάντιο και επέμενε ότι η Νέα Ελλάδα έπρεπε να στραφεί σαφώς και ολοκληρωτικώς προς τον Αρχαιοελληνικό Κόσμο εάν ήθελε να μεγαλουργήσει, πολύ συντόμως, αμέσως δηλαδή μετά τους Βαυαρούς, επεκράτησε πλήρως, υπό τις διαταγές της δικτατορευούσης Εκκλησίας, η ακριβώς αντίθετη αντίληψη.

Η αρχή της ιδεολογικής εκτροπής έγινε με την συντονισμένη έξαρση των λεγομένων “Βυζαντινών Μελετών” ταυτοχρόνως στη Νεοελλάδα και την θεοκρατική, τσαρική Ρωσία (Granovsky, Vasilievsky κ.λ.π.). Ο πρώτος Νεοέλλην διανοούμενος που ασχολήθηκε σοβαρά με το λεγόμενο Βυζάντιο, υπήρξε, ο λευκαδίτης Σπυρίδων Ζαμπέλιος το 1857 ("Βυζαντιναί Μελέται"), ο ίδιος άνθρωπος δηλαδή, που πέντε έτη πιο πριν, εν έτει 1852, είχε ΕΦΕΥΡΕΙ τον οξύμωρο όρο "Ελληνοχριστιανισμός", όρο κατεξοχήν υπεύθυνο για τον "μεγαλοϊδεατικό" νανισμό της Νεοελληνικής πολιτισμικής (και όχι μόνον...) υποθέσεως και, στη συνέχεια, ακολούθησαν στο μονοπάτι του "βυζαντινισμού", οι Κ. Παπαρρηγόπουλος, Π. Καλλιγάς και άπειροι άλλοι.

Με την εφεύρεση του “Ελληνοχριστιανισμού”, το τρελλοκομείο και ψευτοκομείο άνοιξαν τις πύλες και επλημμύρισε η Νεοελλάδα από παραλογισμό και ψέμματα. Η κουτοπόνηρη και διαστρεβλωτική μυθολογία περί... "Κρυφού Σχολειού" (όπου το... “Ψαλτήρι” και το... “Οκτωήχι” ανεβαπτίσθησαν σε... Παιδεία και μάλιστα... Ελληνική) έγινε, μαγικώι τώι τρόπωι, ιστορικό γεγονός, άξιο μάλιστα αναμεταδόσεως στις επόμενες γενεές. Μία λογοτεχνική ρομαντική αφήγηση του Γάλλου φιλέλληνος Puqueville, μετετράπη επίσης σε ιστορικό γεγονός, και η απολύτως εχθρική προς την Επανάσταση του 21 και τουρκόδουλη Εκκλησία σε... ευλογήσασα τον αγώνα και υψώσασα τα λάβαρά του. Έκτοτε, δεκαετίες επί δεκαετιών, η Νεοελλάδα και η Ρωμιοσύνη που την εξουσιάζει, έμαθαν να ζουν με το ψέμμα, να κτίζουν εφησυχασμένα πάνω στον αέρα και, φυσικά, να μισούν θανασίμως κάθε τι που απειλεί ή μοιάζει να απειλεί αυτή την μοναρχία του Ψεύδους. Επιμελώς και εναγωνίως, ακόμη και στους προσφάτους καιρούς της νεο-ορθοδόξου “χιλιοστής επιθεσεως”, εσκέπαζαν με κάθε τρόπο την ιστορική αλήθεια και την ασυμβατότητα Ελληνισμού και Χριστιανισμού και καλώς εκρατούσε ο χορός, μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 90, όταν κάποιοι γενναίοι άνθρωποι εβγήκαν και εφώναξαν όσο πιο δυνατά ήταν εφικτό κάτι τέτοιο, ότι όχι απλώς ο Χριστιανισμός δεν έχει ουδεμία σχέση με τον πραγματικό Ελληνισμό, αλλά, αντιθέτως, αποτελεί θανάσιμο εχθρό του τελευταίου και αποκλείει και την απλή μόνον ύπαρξή του. Το ψέμμα περί ειρηνικής τάχα προσχωρήσεως του Ελληνικού Έθνους στην Ιουδαϊκή σχισματική αίρεση του Χριστιανισμού, έγινε θρύψαλλα και το σύστημα αποβλακώσεως και εξουσιασμού αυτής της χώρας έμεινε αμήχανο μέσα στην συνειδητοποίηση ότι δεν ήταν πολύ ευφυές να ελπίζει σε εσαεί αντοχή του ψέμματος σε μία δύσκολη εποχή, όπως ο νύν καιρός της υπερταχύνσεως και απελευθερώσεως των πληροφοριών.

Είναι δεδομένη, λοιπόν, μία απέραντη αγωνία των κρατούντων μπροστά στη διαπίστωση ότι έχει οριστικώς ξεπερασθεί η εποχή που προσπαθούσαν να κρατήσουν ακίνητα τα πάντα για να κρατήσουν εν ζωή κάτι που έχει προ πολλού πεθάνει. Είναι γνωστό στον προσεκτικό παρατηρητή της κοινωνικής, και όχι μόνον, Ιστορίας, ότι η εξέλιξη των κοινωνιών συμβαίνει μέσα από την εκτίναξη, επάνω από τα εκάστοτε μέσα μεγέθη τους, διαφόρων προσωπικοτήτων ή κοινωνικών δυνάμεων, που, με την, εντός ολίγου, επικράτηση ή κοινή αποδοχή των θέσεών τους, τραβούν προς τα επάνω ολόκληρη την κοινωνία μέσα στην οποία δρουν. Από συστάσεως του Νεοελληνικού Κράτους, αυτό που βλέπει ο αντικειμενικός και αποστασιοποιηθείς παρατηρητής είναι, ότι η συγκεκριμένη κοινωνία την οποία αυτό διαμορφώνει (και επίσης διαμορφώνεται με τη σειρά του από αυτή) εξοντώνει συστηματικώς όλες τις δυνάμεις που αντιπροσωπεύουν και την ελάχιστη ακόμη πιθανότητα να παρασυρθεί προς τα άνω αυτή η κοινωνία, προς έναν στοιχειώδη εξανθρωπισμό της. Η νεοελληνική κοινωνία, υπήρξε μέχρι σήμερα μία κοινωνία που αυτοκαταδικάζεται στο να επιστρέφει διαρκώς στο μηδέν, ασχέτως αν κινείται επάνω σε ημίονο ή τρέχει μέσα σε ferrari με αναμμένους τους προβολείς “ενάντια στον μπροστινό”, ασκεί το άθλημα του.. clubbing.

Αυτή η “μοντέρνα” γελοία νύν κοινωνία των υποκριτών, των απατεώνων, των αμοραλιστών, των χαμερπών και εκπορνευθέντων σε όλα τα επίπεδα της προσωπικής και συλλογικής ζωής, είναι ωστόσο που, με νύχια και δόντια, υπερασπίζεται όπως και η κάθε προγονική της από ιδρύσεως του Νεοελληνικού Κράτους, την ίδια ακινησία και πνευματική κλειστότητα. Υπερασπίζεται το έκτρωμα του Βυζαντινισμού, ό,τι χειρότερο παρήγαγε δηλαδή, η περιβόητη σκοτεινή περίοδος που όλοι γνωρίζουμε ως Μεσαίωνα. Υπερασπίζεται την ιδιαίτερη πλευρά εκείνης της εποχής, η οποία, παρά το ό,τι μοιράσθηκε με την “δυτική” εκδοχή της την ίδια βαρβαρότητα, αγροικία και αθλιότητα, δεν κατόρθωσε ποτέ της να αναδείξει τουλάχιστον την πολεμική αρετή της Ιπποσύνης (το 1040, χρειάζεται η βοήθεια των Βίκινγκς του Harald Haardrade για να σωθεί η Αθήνα), περιοριζόμενη απλώς, κατά την “κορύφωση” μάλιστα της “ποιότητός” της, στην παθολογική επίδίωξη των εκατοντάδων χιλιάδων μοναχών της να δούν το.. “Άκτιστο Φώς”. Υπερασπίζεται εν τέλει, αυτό που “στοίχειωσε” και εχρησιμοποίησε το Βυζάντιο, αλλά και το οδήγησε στον αφανισμό του, υπερασπίζεται, εν τέλει, αυτό που επέζησε προκλητικώς του πολύ αδόξου θανάτου του δουλικού του: την Ορθοδοξία, την πιο απόλυτη και δύσκαμπτη δηλαδή αίρεση της ιουδαϊκής σχισματικής αιρέσεως που αποκαλείται Χριστιανισμός.

Είναι τραγικό, αλλά αιώνες πλέον μετά την περίφημη “Ελληνική Νομαρχία” (1806), τα λόγια του ανωνύμου συγγραφέως της παραμένουν επίκαιρα, περισσότερο ίσως παρά ποτέ: “δύο είναι τα αίτια, ώ ακριβοί μου Έλληνες, οπού μέχρι σήμερον μας φυλάττουσιν δεδεμένους εις τας αλύσους της τυραννίας: είναι το αμαθές ιερατείον και η απουσία των αρίστων συμπολιτών". Η ακινησία αυτή της Νεοελληνικής κοινωνίας, θαυμαστή αφού εδώ και δύο αιώνες, μπορεί και αναδεικνύει επίκαιρη μία φράση που αγωνιά εν έτει 1806 για αλλαγή, φθάνει ωστόσο στο τέλος της, υπό το φάσμα της Ευρωπαϊκής ολοκληρώσεως που δεν αφήνει ούτε τα ελάχιστα περιθώρια για διαιώνιση της ακινησίας και απάτης. Οι Ρωμιοί, καλούνται λοιπόν να βγουν από τον λήθαργο και αυτισμό στον οποίο τους έχει καταδικάσει η γνωστή τυραννική πνευματική Αρχή και να αντιμετωπίσουν την αμείλικτη πραγματικότητα που απειλεί να τους εξαφανίσει σαν κονιορτό κάτω από άγριο άνεμο.

Για όσους έχουμε την απαιτούμενη διαύγεια πνεύματος, είναι πασιφανές, ότι δεν θα μπορεί για πολύ ακόμη να ακροβατεί ο Νεοέλληνας, με το ένα πόδι στη λέμβο της Βυζαντινορθοδοξίας και με το άλλο σε εκείνη της Ελληνικής Εθνικής Παραδόσεως και πολύ σύντομα θα κληθεί να επιλέξει με ποιόν θα πάει και ποιόν θα αφήσει. Θα κληθεί να διαλέξει ανάμεσα στον ανατολίτη Ρωμιό και τον ευρωπαίο (με την αρχαία έννοια) Έλληνα. Με όποιο κόστος συναισθήματος και όποιο πολιτισμικό σοκ απαιτηθεί. Διαφορετικά θα σβήσει μαζί με αυτό που τώρα εκπροσωπεί. Όχι βεβαίως μαζί τον Εθνικό Ελληνισμό, που ούτως ή άλλως έγινε αθάνατος μέσα από τις πυρές των χριστιανών και θα είναι διαθέσιμος στους αιώνες των αιώνων σε όσους αυτοβούλως στρέφονται προς αυτόν, αλλά μαζί με την μίζερη, ζηλόφθονα, εσωστρεφή και “ησυχαστική” Ρωμιοσύνη, η οποία μπορεί να επιζεί μόνον μέσα από ψέμματα, ταυτολογίες και σαθρά ιδεολογήματα.

Υπάρχουν βεβαίως και οι υστερικές κραυγές κατά της λεγομένης “Παγκοσμιοποιήσεως”, οι οποίες τελευταίως χρησιμοποιούνται, έως βαθμού υπερβολής μάλιστα, ως αντίδοτο μάλλον στην διαπίστωση ότι τα ψέμματα έχουν τελειώσει. Υστερικές και υποκριτικές κραυγές. Γιατί απαιτεί μεγάλο θράσος να ομιλούν κατά της νύν επιχειρουμένης εσχάτης “Παγκοσμιοποιήσεως”, εκείνοι που προ πολλού προεκάλεσαν την πραγματική Παγκοσμιοποίηση, με την επί αιώνες πλήρη καταστροφή της Εθνοσφαίρας του πλανήτη, την εξαφάνιση των Εθνικών Θρησκειών, βιοηθικών συστημάτων και Παραδόσεων, στο όνομα του ραβίνου Τζεσουά ή του προφήτη Μωχάμεντ.

Κατανοώντας την σαφή απελπισία της Ρωμιοσύνης, αλλά, όπως μας διδάσκουν οι μεγάλοι Στωϊκοί μας φιλόσοφοι, ελάχιστα λυπούμενοι για την λογική κατάληξη του απατεωνίστικου δρόμου που η ίδια επέλεξε εδώ και δύο περίπου αιώνες, εμείς οι λιγοστοί εμμένοντες και επιμένοντες Έλληνες τής απλώνουμε χείρα, υπό όρους βεβαίως, βοηθείας. Οι όροι αυτοί είναι οι ελάχιστοι δυνατοί για μία στοιχειώδη μεταξύ μας συζήτηση: η αναγνώριση δηλαδή του δικαιώματος υπάρξεως των κατά τα πάτρια Ελλήνων και ο πλήρης και ανενδοίαστος σεβασμός της μνήμης των πραγματικών προγόνων μας, των αβάπτιστων και απροσκύνητων προγόνων μας. Όταν αυτό γίνει, είμαστε πρόθυμοι να βοηθήσουμε τους Ρωμιούς να μη σβήσουν αδόξως μέσα στις νέες κοινωνίες που, θέλουμε δεν θέλουμε, έρχονται με βήμα υπερταχύ.

Ως Έλληνες εξ Ελλήνων, εμείς έχουμε το ανάστημα, έχουμε επίσης τις θέσεις και τις συνταγές. Μόνο που δεν είμαστε ιεραπόστολοι και μισούμε την αντίληψη, ότι πρέπει να τρέχεις συνεχώς και πιεστικώς προς τους άλλους για να σε ακούσουν. Είμαστε αυτό που είμαστε και αφήνουμε στους άλλους την αποκλειστική ευθύνη για το αν θα πεισθούν ή όχι από την βάση των προτεινομένων μας. Ομοίως έπρατταν άλλωστε και οι Εθνικοί Θεοί μας. Η Θεά Αθηνά, απευθυνόμενη στον Αχιλλέα απλώς λέει: “έρχομαι από τον Όλυμπο, ΑΝ ΘΕΛΕΙΣ άκουσέ με!”

Friedrich Nietzsche: Η έννοια του Θεού, μίσος για τη ζωή

Η έννοια του «Θεού» έχει επινοηθεί ως αντίθεση της ζωής – σε αυτήν συνοψίζεται, σε μία τρομακτική ενότητα, κάθε τι ζημιογόνο, δηλητηριώδες, συκοφαντικό, κάθε μίσος για τη ζωή.

Η έννοια του «υπερπέραν», του «αληθινού κόσμου», έχει επινοηθεί μόνο και μόνο για να υποβιβάσει το μοναδικό κόσμο που υπάρχει – προκειμένου να μη διατηρηθεί για τη γήινη πραγματικότητα μας κανένας σκοπός, κανένας λόγος, κανένα καθήκον!

Οι έννοιες της «ψυχής», του «πνεύματος» και, σε τελική ανάλυση, ακόμα και της «αθάνατης ψυχής» έχουν επινοηθεί για να περιφρονήσουν το σώμα, να το αρρωστήσουν – «ιερό» - για να αποδοθεί σε όλα τα πράγματα που αξίζουν μια σοβαρότητα στη ζωή – στα θέματα διατροφής, στέγασης, πνευματικού επιπέδου, στη φροντίδα των ασθενών, την καθαριότητα, τον καιρό – η πλέον τρομακτική ξεγνοιασιά!

Αντί της υγείας, η «σωτηρία της ψυχής» - θέλω να πω μία κυκλική τρέλα που πάει από τους σπασμούς της μετάνοιας στην υστερία της εξαγοράς!

Η έννοια της «αμαρτίας» έχει επινοηθεί συγχρόνως με το εργαλείο βασανισμού που τη συμπληρώνει, την έννοια της «ελεύθερης βούλησης», για να μπερδέψει τα ένστικτα, για να κάνει τη δυσπιστία απέναντι στα ένστικτα μια δεύτερη φύση.

Friedrich Nietzsche, Ιδέ ο άνθρωπος, "Γιατί είμαι μια μοίρα", παράγραφος 8

Απόλλων - Φοίβος ο διφορούμενος Θεός της καταστροφής αλλά και του ιερού πνευματικού φωτός.

Ο Ολύμπιος μουσηγέτης Φοίβος - Απόλλων, θεός του φωτός, ηλίου, ποίησης, μαντικής. Γιος του Δία και της Λητούς, αδελφός της Αρτέμιδος. Η λατρεία του μοιράστηκε ανάμεσα σε δύο βασικές πλευρές, τη «θεραπευτικο-μαντική» / Δωρική των Δελφών, και την «ηλιακή» / Ιωνική της Δήλου, αρκετά διαφορετικές ανάμεσά τους, αλά και ταυτοχρόνως αλληλοσυμπληρούμενες.

Στην Ιωνική λατρεία του ως «Φοίβος» (δηλαδή αμίαντος, καθαρός, ο με διαύγεια σημαίνων) με κέντρο τη νήσο Δήλο, η ηλιακή πλευρά του ήλθε να συμπληρώσει την – Δωρικής προέλευσης- αρχαιότερη θεραπευτική / μαντική εκείνη των Δελφών. Η άλλη σχετική με την κυκλαδίτικη παράδοση επίκλησή του («Δήλιος») σημαίνει όχι μόνον τον γεννηθέντα στη νήσο Δήλο, αλλά και τον Θεό που δήλα και ορατά τα πάντα, αλλά και τα πάντα ορά.

Από τη δοξασία ότι αιτία όλων των γινομένων είναι ο Ήλιος, του οποίου το φως εισχωρεί στις κρυμμένες αιτίες, ο «τηλεσκόπος και κοίρανος κόσμου» Θεός Φοίβος Απόλλων σχετίζεται στενά με τις λειτουργίες της λεγόμενης Ειμαρμένης και των Μοιρών, ως Θεός μαντευτής.

Ο Φοίβος αποτελεί τον κατεξοχήν ενσαρκωτή της αίγλης και της ανεξιχνίαστης όψης του Ολυμπίου κόσμου, τον τελευταίο και τελειότερο καρπό της Ελληνικής μυθοπλασίας, τον πιο χαρακτηριστικό θεό του Ελληνικού πανθέου όταν αυτό είχε φτάσει στην ωρίμανση του. Πρέσβευε αυτό που κάθε Έλληνας επεδίωκε να είναι, για να κατακτήσει ισόρροπη ανάπτυξη του σώματος και του πνεύματος, για να επιτύχει το «καλός και αγαθός», όμορφος, αρρενωπός, επιδέξιος, συνετός, γενναίος, ευαίσθητος, αφοσιωμένος στην τέχνη, και ερωτευμένος με την προσωπική ελευθερία.

Όπως κάθε Ολύμπιος θεός διέθετε τον δικό του τομέα ειδίκευσης και τις δικές του αξίες, έτσι και ο Απόλλων ενσωματώνει διαφορετικές λειτουργίες που πιστοποιούνται από τα αναρίθμητα επίθετα του τα οποία μπορεί να προκαλέσουν σύγχυση. Υπό την αιγίδα του βρίσκεται ένα ευρύ πλήθος δραστηριοτήτων της καθημερινότητας, γεγονός που δυσχεραίνει την κάθε απόπειρα να εξακριβώσουμε ποια ιδιότητα αντικατοπτρίζει την αρχική του προέλευση. Στο διάλογο του Πλάτωνος Κρατύλος, ο Σωκράτης αναφέρει τις τέσσερις κύριες ιδιότητες του Απόλλωνα:

Τη μαντική, τη μουσική, την τοξευτική, και την ιατρική.

Πιο συγκεκριμένα, είναι θεότητα αποτροπαϊκή του κακού (Αλεξίκακος Αγυιεύς), θεός της θεραπείας (Ιατρομάντης, Ιήιος, Ούλιος, Παιάν, Ακέστωρ) και του εξαγνισμού (Καθάρσιος). Είναι ερμηνευτής των οιωνών και θεός της μαντικής (Πύθιος, Ζηνόφρων, Ισμήνιος, Μοιραγέτης), θεός του φωτός (Λύκειος, Αειγενέτης, Αιγλήτης, Φοίβος, Δήλιος, Εώος, Χρυσάωρ), προστάτης της νεότητας και αιώνιος έφηβος (Ξανθός, Ακερσοκόμης, Χρυσοκόμης, Κουροτρόφος), θεός του κάλλους, του σφρίγους και του αθλητισμού (Δαφνηφόρος).

Είναι ακόμη θεός της μουσικής και των τεχνών (Μουσηγέτης, Ορχηστής, Ελικώνιος), προστάτης των ναυτικών (Δελφίνιος) και της κτηνοτροφίας (Νόμιος). Τέλος, θεωρείται ο κατεξοχήν νομοθέτης, ιδρυτής πόλεων και πολιτικών λεσχών (Θέσμιος, Θεμιστεύων, Αρχηγέτης, Δωματίτης, Οικιστής, Λεσχήνορος), ο θεματοφύλακας της κοσμικής τάξης.

Ως θεός του φωτός, ο Απόλλωνας αντιπροσωπεύει τη δύναμη του ήλιου, που μπορεί να αποβεί ευεργετική αλλά και θανατηφόρα. Ως Φοίβος ενσαρκώνει το Ελληνικό πνεύμα και εκπροσωπεί τις αξίες της λογικής, της αυτοσυγκράτησης και της διαύγειας. Η ομορφιά, η αρμονία και το μέτρο είναι ιδιότητες που αποδίδονται σε αυτόν. Καθώς εκπροσωπεί την περίοδο της μετάβασης από την εφηβική ηλικία στην ωριμότητα, τα θετικά γνωρίσματά του αντικατοπτρίζουν έναν Απόλλωνα που έχει ωριμάσει.

Η επωνυμία Φοίβος δεν σήμαινε μόνο φωτεινός αλλά αγνός, καθαρός, ιερός. Σαν θεός του φωτός που εξαφάνιζε το σκότος, ήταν φυσικό να εκδιώκει και το σκοτάδι από το ανθρώπινο πνεύμα και να το καθιστά ικανό να προβλέπει το μέλλον. Όπως δηλαδή ο ήλιος εξάπτει τη δύναμη της οράσεως, έτσι και ο Απόλλων ξυπνά τη μαντική και τη διορατικότητα στην ανθρώπινη ψυχή. Υπό την επίδραση των θεϊκών του αναλαμπών, κάποια προνομιούχα άτομα αποκτούσαν ιδιαίτερη οξυδέρκεια, φωτισμό του πνεύματος τους, και ικανότητα να προβλέπουν το μέλλον.

Στον αντίποδα σκιαγραφείται ένας Απόλλωνας ανταγωνιστικός, απερίσκεπτος, σκληρός και εκδικητικός, ο οποίος φέρει τις αντίστοιχες αρνητικές ιδιότητες του ζωοδότη Φοίβου. Είναι θεός που πλήττει από μακριά (Εκατήβολος, Εκήβολος, Αγρευτής, Αφήτωρ, Εκάεργος),διέπεται από πολεμικό μένος, συσχετίζεται άμεσα με το λοιμό και το θάνατο (Λοίμιος, Ελειήτης),είναι ανεξέλεγκτος όσον αφορά τα εκάστοτε αντικείμενα του πόθου του.

Πρόκειται για το θεό που διανύει τα χρόνια της εφηβείας του, όταν δεν έχει ακόμα ωριμάσει, δεν έχει εξαγνιστεί για το φόνο του Πύθωνα. Η λατρεία του Απόλλωνος αντικατέστησε την προελληνική λατρεία της μητέρας Γης, της Θέμιδος και της Φοίβης, που συνιστούσαν μητριαρχικές θεότητες της Μινωικής και της Μυκηναϊκής περιόδου. Σε αυτές ήταν αφιερωμένο το μαντείο που έπειτα σφετερίστηκε ο θεός.

Ο Απόλλων είχε απαλλοτριώσει για λογαριασμό του τις προγενέστερες θεότητες που χρησμοδοτούσαν. Όταν το θείο τέκνο απομάκρυνε τη Θέμιδα από τα θαυμαστά χρηστήρια, η Γαία γέννησε σκοτεινά ονειροφαντάσματα που αποκάλυπταν τα παρελθόντα και τα μελλούμενα στους θνητούς. Έτσι, αφαίρεσε από το Φοίβο το προνόμιο να δίνει αποκλειστικά χρησμούς για να τιμωρήσει την αδικία που είχε υποστεί η κόρη της.

Ύστερα από παράκληση του θεού στον πατέρα του, ο Δίας απομάκρυνε από το Πυθικό ιερό τη δύναμη της Γαίας και τις νυχτερινές φωνές και, έτσι, οι θνητοί έπαψαν να βλέπουν όνειρα και οπτασίες θανάτου. Σε άλλες μυθικές αφηγήσεις, η Γαία απευθύνεται στο Δία για να τιμωρήσει το γιο της Λητούς για το φόνο του Πύθωνα καθώς ο όφις ήταν γόνος της και σύμβολο της εξουσίας της στην περιοχή την οποία ο νεότερος θεός σφετερίστηκε.

Εδώ ο Φοίβος γίνεται Απόλλωνας. Από ευεργετικός και ζωοδότης Ήλιος γίνεται καταστροφικός και θανατηφόρος. Η αλήθεια δεν βρίσκεται κάπου στη μέση. Ο Απόλλωνας διαθέτει και τις δύο όψεις στην προσωπικότητά του. Είναι ο αιώνιος έφηβος, ένα στάδιο πριν την ωρίμαση του. Είναι εύλογο, λοιπόν, να φέρει τα χαρακτηριστικά και των δύο ηλικιακών περιόδων ή, έστω, να μην έχει απολέσει την κυκλοθυμία της εφηβικής ηλικίας. Είναι τρυφερός αλλά και βίαιος, συμπονετικός και συνάμα αδίστακτος, ζωοδότης και καταστροφέας μαζί. Έχει την ιδιότητα να θεραπεύει από τη μία, να στέλνει επιδημίες από την άλλη.

Μπορεί, ως ζωογόνος ήλιος, να εγγυάται την καρποφορία και την άνθιση ενώ, παράλληλα, να σπέρνει τον όλεθρο, τη σήψη και την ξηρασία με τις ακτίνες του. Οι προφητείες του μπορούν να λυτρώσουν τον αποδέκτη τους (είτε πρόκειται για πρόσωπο, είτε για πόλη), μπορούν, όμως, να τον οδηγήσουν στον όλεθρο και τον πλήρη αφανισμό.

Στον αντίποδα του εξολοθρευτή και σκοτεινού Απόλλωνα βρίσκεται ο Φοίβος, ονομασία που δόθηκε στο θεό πιθανώς γιατί φέρει θετικό πρόσημο. Σημαίνει φωτεινός και έχει την ίδια ρίζα με το ρήμα φάω ( = φωτίζω) και το ουσιαστικό φάος ( = φως). Κατά τον Αισχύλο, Φοίβος καλείται ο ιερός και ο αγνός, ενώ ο Πίνδαρος χαρακτηρίζει με τα ίδια επίθετα τις ακτίνες του ηλίου ή το νερό.

Η επωνυμία Φοίβος δεν σήμαινε μόνο φωτεινός αλλά αγνός, καθαρός, ιερός. Σαν θεός του φωτός που εξαφάνιζε το σκότος, ήταν φυσικό να εκδιώκει και το σκοτάδι από το ανθρώπινο πνεύμα και να το καθιστά ικανό να προβλέπει το μέλλον. Όπως δηλαδή ο ήλιος εξάπτει τη δύναμη της οράσεως, έτσι και ο Απόλλων ξυπνά τη μαντική και τη διορατικότητα στην ανθρώπινη ψυχή. Υπό την επίδραση των θεϊκών του αναλαμπών, κάποια προνομιούχα άτομα αποκτούσαν ιδιαίτερη οξυδέρκεια, φωτισμό του πνεύματος τους και ικανότητα να προβλέπουν το μέλλον.

Στον Όμηρο καθώς και τις μετέπειτα γραμματειακές πηγές, ο θεός φέρει συχνά μόνο αυτό το προσωνύμιο, γεγονός που σημαίνει ότι δεν πρόκειται για ένα από τα τυπικά επίθετα του, αλλά για δεύτερο όνομα (το σύμπλεγμα Απόλλων-Φοίβος απαντά στην Ιλιάδα μόνο 4 φορές). Το όνομα αυτό έλαβε από την προκάτοχο του στο μαντείο, τη Φοίβη, ως ένδειξη σεβασμού καθώς ήταν η γιαγιά του (μητέρα της Λητούς), όπως μαρτυρεί ο Αισχύλος στις Ευμενίδες. Η ονομασία δήλωνε τη θεά της Σελήνης, την αγνή, την ανέγγιχτη, την εξαγνίζουσα. Ο Ησίοδος, στη Θεογονία του, τη χαρακτηρίζει «χρυσοστεφάνωτη». Επομένως, το προσωνύμιο Φοίβος εκφράζει την ακριβώς αντίθετη πτυχή του χαρακτήρα του που σχετίζεται με την ευγένεια, το κάλλος, τη γνώση, τη δικαιοσύνη και την αλήθεια. Ως φωτεινός θεός, ταυτίστηκε με τον Ήλιο που αλληγορικά θερμαίνει και φωτίζει τον ανθρώπινο νου.

Η μετάλλαξη του Απόλλωνα σε Φοίβο είναι η εσωτερική στροφή του νου προς το υψηλό και το πνευματικό, η μετάβαση του από μία ζωώδη και ζοφερή κατάσταση στην κατάσταση της νόησης και της ολοκλήρωσης. Τόσο ριζική ήταν η μεταμόρφωση του που στο εξής έγινε κήρυκας της μετριοπάθειας ενώ του αποδίδονται αιώνια ρητά όπως το Γνώθι σε αυτόν και το Μηδέν άγαν, τα οποία ο ίδιος επινόησε και το μαντείο του προπαγάνδισε στον Ελλαδικό χώρο.

Ο θεός, πλέον, είναι εχθρός της βαρβαρότητας και διαπρύσιος κήρυκας του πολιτισμού. Η ποίηση, η μουσική, η φιλοσοφία, η ιατρική, οι φυσικές επιστήμες, η αστρονομία και τα μαθηματικά πέρασαν πλέον υπό τον έλεγχο του. Μάλιστα, οι επτά χορδές της λύρας του σχετίζονταν με τα επτά φωνήεντα του μεταγενέστερου ελληνικού αλφάβητου και θεωρούνταν ότι έχουν μυστικιστική σημασία καθώς χρησιμοποιούνταν για θεραπευτική μουσική.

Ο Φοίβος Απόλλων, ήταν καθάρσιος θεός καθώς, πέρα από ιατρός για τα σώματα, έγινε και θεραπευτής των ψυχών. Στον Κρατύλο του Πλάτωνα (405, α-β) αναφέρεται ότι ο Φοίβος «καθαρόν παρέχειν τον ἄνθρωπον και κατά το σῶμα και κατά την ψυχήν».

Ήταν λυτρωτής του ηθικού κακού, ένας θεός-σωτήρας. Ο ίδιος, αφού θανάτωσε τον Πύθωνα (το τέρας που φύλαγε τους Δελφούς αλλά δεν έπαυε να έχει θεϊκή καταγωγή), έπρεπε να εξαγνιστεί από το κρίμα του καταφεύγοντας στα Τέμπη της Θεσσαλίας. Εκεί αυτοβασανιζόταν για οκτώ χρόνια, αλλά επέστρεψε αληθινά ως Φοίβος,δηλαδή καθαρός και ακιλήδωτος. Αυτή η δοκιμασία, η προσωρινή απώλεια της ταυτότητας που βίωσε ο θεός και η μεταμέλεια του τον οδήγησαν στον πλήρη εξιλασμό. Αν δεν είχε καθαρθεί για το φόνο του τέρατος, δε θα μπορούσε να εξασκεί τα λειτουργήματα του ως θεός.

Αποτελούσε καταφύγιο των μεταμελημένων αμαρτωλών απέναντι στους οποίους δείχνει την επιείκειά του. Ως ιατρός των σωμάτων και των ψυχών συγχωρεί τους ρύπους των εγκλημάτων και αποπλένει τις ψυχικές κηλίδες ύστερα από το φόνο. Εξαγνίζει, δηλαδή, τον ένοχο από το μίασμα και τον λυτρώνει από τις σκοτεινές δυνάμεις της θεϊκής εκδίκησης που τον καταδιώκουν.

Η ιδιότητα του Φοίβου να λυτρώνει τους εγκληματήσαντες που είχαν μετανοήσει, τον καθιστά τον πιο φιλάνθρωπο και οικτίρμονα από τους θεούς. Η δύναμη της συγχώρεσης τον διαφοροποιούσε από παλαιότερες θεότητες αλλά και από τους υπόλοιπους Ολυμπίους, πράγμα που υποδηλώνει την πνευματική ανάταση του Έλληνα και την πολιτιστική εξέλιξη του ελληνικού λαού. Μπορεί να υπήρξε θεός τιμωρός και εκδικητής, αλλά αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι μπορούσε να κατευναστεί

Τη θεραπευτική ικανότητα μεταλαμπάδευσε ο Φοίβος στο γιο του Ασκληπιό και σε άλλους απογόνους του. Ο Ομηρικός Ύμνος για τον Ασκληπιό δόξαζε τον ήρωα που έφερνε χαρά στους θνητούς, καθώς τους ανακούφιζε από τους πόνους. Ο γιος του θεού, εκπαιδευμένος από το σοφό κένταυρο Χείρωνα, μπόρεσε να εξελίξει την ιατρική τέχνη σε βαθμό που έσωζε αναρίθμητους ασθενείς ενώ μπορούσε να επαναφέρει νεκρούς από τον Άδη. Σύμφωνα με το μύθο, κατόρθωσε να φέρει πίσω στη ζωή το γιο του βασιλιά Μίνωα χάρη σε ένα βότανο που παρατήρησε να μεταφέρει ένα φίδι. Έτσι, ο απολλώνιος όφις έγινε σύμβολο του Ασκληπιού.

Ο Απόλλων θεός ήταν προστάτης του αθλητισμού, της σωματικής συμμετρίας και ευρωστίας, της υγείας και της αρμονίας. Το πνεύμα του Φοίβου δεν φοβόταν το σώμα του. Σε αυτόν συναντάμε την τέλεια ισορροπία ανάμεσά τους, γεγονός που αποτελούσε το βασικό ιδανικό της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας. Οι γλύπτες της αρχαϊκής και της κλασικής περιόδου τον παρουσίαζαν με την πνευματική του υπόσταση να βρίσκει την ολοκλήρωσή της στη σωματική του τελειότητα.

Η ηρεμία, η ομοιομορφία, η αυτοπεποίθηση, η δύναμη αποτελούν βασικά γνωρίσματα των αγαλμάτων του θεού. Για αυτό τον λόγο οι αρχαίες Ελληνίδες, στην εγκυμοσύνη τους, αφιέρωναν το παιδί τους στον θεό Απόλλωνα, ώστε να του μοιάσει στο Φως, την Αρμονία και την Αρετή. Ο Εμπεδοκλής, μάλιστα έλεγε πως οι εικόνες που η έγκυος γυναίκα βλέπει ή φαντάζεται μορφοποιούν το έμβρυο παιδί της:

«Τα βρέφη έχουν μορφή σύμφωνη μ' αυτά που η γυναίκα φαντάζεται, προπαντός κατά τη σύλληψη. Πολλές φορές γυναίκες ερωτεύθηκαν ήρωες και θεούς και γέννησαν παιδιά όμοια μ' αυτούς».

Ως αιώνιος έφηβος, ο Απόλλων ταυτίζεται με την ερωτική αφύπνιση των νέων, το πρωτόγνωρο αισθησιακό ξύπνημα, τη συνειδητοποίηση της σεξουαλικής ταυτότητας, το παράφορο και σφοδρό ερωτικό πάθος, που μπορεί συχνά να αποβεί ολέθριο για το αντικείμενο του πόθου του. Ο θεός ήταν αμφιφυλόφιλος, δεν έκανε διακρίσεις στο φύλο που θα ήταν αποδέκτης του έρωτά του, όπως ο ήλιος δε ξεχωρίζει τα όντα στα οποία θα εξαπολύσει τις ακτίνες του.

Οι αγάπες του υπήρξαν αναρίθμητες, όπως και οι καρποί τους. Δεν επέλεξε, ωστόσο, ποτέ να δεθεί με τα δεσμά του γάμου· υπήρξε ένας ισόβιος εργένης που δεν ξεπέρασε το ηλικιακό στάδιο της νεότητας στην κορύφωση της. Ανεξάρτητος από τη φύση του, αρνήθηκε να νυμφευθεί και επέλεξε να ικανοποιεί τη σεξουαλική του επιθυμία με νύμφες (Νυμφαγέτης Απόλλων), δρυάδες, ιέρειες, όμορφους νέους και νέες, όχι όμως θεές.

Ως Μουσηγέτης, ο Φοίβος υπήρξε ο αρχηγός του χορού των Μουσών (ή, αλλιώς, Παρνασσίδων) ενστερνιζόμενος το ρόλο του πάτρωνα όλων των τεχνών. Σπουδαιότερο έμβλημά του αποτελεί η επτάχορδη λύρα, της οποίας οι χορδές αντιπαραβάλλονται με τις ακτίνες του ηλίου ή με τα βέλη του τόξου. Μέσω αυτής εκφράζεται η απολλώνια αρμονία, η ενότητα μέσα από την πολλαπλότητα, το απόλυτο συνταίριασμα αντιθετικών στοιχείων όπως είναι αυτά που στοιχειοθετούν τη φυσιογνωμία του θεού.

Με την οικειοποίηση της λύρας, ο Απόλλων εξελίσσεται από θεός της μουσικής και των καλών τεχνών σε θεό της αρμονίας και του πολιτισμού. Η κοσμική τάξη που διέπει το σύμπαν έπρεπε να αποτελεί και τη βάση κάθε τέχνης. Για τους αρχαίους Έλληνες, ο θεός αντιπροσώπευε την καθαρή λογική τόσο στην ομιλία όσο και στη μουσική έκφραση. Ο Φοίβος αναζήτησε στις τέχνες, τις επιστήμες, τις Μούσες και τις Χάριτες μία άλλη περιοχή της νόησης, που θα τον ανύψωνε σε πνευματικότερο θεό. Ο Ήλιος συμβολίζει τον αυτόφωτο νου, τη γνώση που έρχεται να ταράξει τη λιμνάζουσα ανθρώπινη νόηση, την αθανασία του πνεύματος.

Το μαντείο των Δελφών παρόλα αυτά ήταν χθόνιο μαντείο εφόσον η εκάστοτε ιέρεια χρησμοδοτούσε με χθόνιο τρόπο, και αυτό διότι πριν άνηκε στην Γαία, συνεπώς ο Απόλλων εδώ συνταυτίζεται με την χθόνια πλευρά του. Η Πυθία, αφού εξαγνιζόταν στα νερά της Κασταλίας πηγής, της οποίας το νερό θεωρούνταν ιερό, κατέβαινε στο άδυτο ακολουθούμενη από τους πιστούς και τους ιερείς. Ενώ οι ικέτες περίμεναν στη διπλανή αίθουσα, το χρηστήριο, η ίδια έμπαινε στο άδυτο που θεωρούνταν ότι ενέπνεε μαντική δύναμη, έπινε νερό από την Κασσοτίδα (κατά τον Παυσανία) και μασούσε φύλλα δάφνης (κατά το Λουκιανό) καθήμενη στον ιερό τρίποδα, ένα καθημερινό μεταλλικό σκεύος που θεωρούνταν πηγή θεϊκής προφητικής δυνάμεως.

Στον ίδιο χώρο βρισκόταν ο λίθος που συμβολίζει τον ομφαλό της γης και η εστία όπου διατηρούνταν το αθάνατο πυρ. Εκεί, η ιέρεια του Δελφικού μαντείου έκαιγε φύλλα δάφνης και κριθαρένιο αλεύρι υμνώντας, ταυτόχρονα, τις θεότητες του τόπου, όπως επιβεβαιώνει η εναρκτήρια σκηνή των Ευμενίδων του Αισχύλου. Η δάφνη, το ιερό φυτό του Φοίβου, ήταν σύμβολο της μαντικής και, μασώντας την, η Πυθία προσκαλούσε το θεό να μην οκνήσει, σύμφωνα με το Λουκιανό, αλλά να προσέλθει και να της υποβάλλει τους χρησμούς (κατά μία άλλη άποψη, η χρησμοδοσία δε γινόταν με το μάσημα δάφνης αλλά με την παρατήρηση των φύλλων του ιερού αυτού δέντρου, που ευδοκιμούσε στους γκρεμούς του Παρνασσού).

Έπειτα, η προφήτισσα δεχόταν το ενθουσιαστικό πνεύμα του θεού και, υπό την επιρροή των αναπεμπόμενων ατμών που απελευθερώνονταν από το χάσμα, πρόφερε ασυνάρτητα λόγια και αμφίσημες απαντήσεις, που αιτιολογούν το προσωνύμιο Λοξίας που φέρει ο θεός.

Από τη στιγμή που η Πυθία αφιερωνόταν στον Απόλλωνα δεν εξερχόταν από το μαντείο. Σύμφωνα με τον Πλούταρχο, η ιέρεια του θεού χρησμοδοτούσε μία φορά το χρόνο, την έβδομη μέρα του δελφικού μήνα Βυσίου. Τον 6ο αιώνα π.Χ., η ετήσια χρησμοδότηση έγινε μηνιαία λόγω της απήχησης του μαντείου ενώ, σε περιόδους αιχμής, υπήρχαν δύο ή και τρεις Πυθίες. Κατά τους χειμερινούς μήνες (εποχή που ο Απόλλωνας έλειπε στους Υπερβορείους),το μαντείο παρέμενε κλειστό και οι μάντεις χρησιμοποιούσαν άλλες μαντικές μεθόδους όπως την κληρομαντεία.

Η σπουδαιότερη συμβολή του δελφικού μαντείου ήταν τα ηθικά παραγγέλματα που θεωρούνταν προτροπές του ίδιου του θεού ενώ, μετέπειτα, αποδόθηκαν στους επτά σοφούς. Τα δελφικά αποφθέγματα απευθύνονταν σε όλους τους επισκέπτες του μαντείου, τους οποίους ωθούσαν σε ένα ηθικότερο και πνευματικότερο βίο ενώ συνιστούσαν μία ιερή παρακαταθήκη για τις επόμενες γενιές. Τα βασικά αυτά νοήματα της δελφικής θεολογίας αποτελούσαν ένα είδος συμπυκνωμένης γνώσης. Τα σπουδαιότερα ρητά ήταν το περίφημο ΕΙ ή Ε, το ΜΗΔΕΝ ΑΓΑΝ και το ΓΝΩΘΙ ΣΕ ΑΥΤΟΝ.

Το πολυσυζητημένο ΕΙ, που ήταν χαραγμένο στην εξωτερική όψη της προμετωπίδας του ναού, πάνω από την είσοδο, είναι πιθανώς το β’ ενικό πρόσωπο του ρήματος ειμί και σημαίνει «είσαι» ή «να είσαι». Πρόκειται για προσφώνηση του Φοίβου προς τον επισκέπτη τον οποίο καλεί να αναγνωρίζει την ύπαρξη του, να είναι προπαρασκευασμένος ώστε να αντικρίσει το θεό, να είναι δηλαδή σε κατάσταση ετοιμότητας πριν εισέλθει στο ναό (να έχει εξαγνιστεί και να έχει ειλικρινείς προθέσεις).

Το ΓΝΩΘΙ ΣΕ ΑΥΤΟΝ,το οποίο αποδίδεται στο Χίλωνα ή στο Θαλή το Μιλήσιο, σχετίζεται με την ευθύνη που φέρει το άτομο να συναισθάνεται το πεπερασμένο των δυνατοτήτων του, να έχει επίγνωση της περιορισμένης χρονικότητάς του και να μη λησμονεί το αξεπέραστο χάσμα που τον χωρίζει από τους θεούς. Όταν ο άνθρωπος γνωρίζει τα όρια του, τότε μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι το «περικλειόμενο» εντός αυτών των ορίων δεν είναι το παν. Η ανθρωπότητα όφειλε να έχει αντίληψη της αδυναμίας της, να μην αμφιβάλει για το λόγο των θεών και να υποτάσσεται στη θέλησή τους.

Οποιαδήποτε απόπειρα αποφυγής της τήρησης των χρησμών συνιστούσε ύβρη και δεν είχε κανένα αποτέλεσμα, όπως πιστοποιείται από την περίπτωση του Λάιου. Το ΓΝΩΘΙ ΣΕ ΑΥΤΟΝ επιχείρησε να εξετάσει ως υπαρξιακή έννοια ο ίδιος ο Σωκράτης, ο οποίος χαρακτηρίστηκε από το μαντείο ως ο σοφότερος άνθρωπος της εποχής του. Ο φιλόσοφος, έχοντας επίγνωση της ανεπάρκειάς του, επιδόθηκε σε ένα αδιάκοπο αγώνα έρευνας με στόχο την κατάκτηση της αυτογνωσίας.

Η αφύπνιση αυτή του πνεύματος είναι, επίσης, αλληλένδετη με την ιδιότητα του θεού Φοίβου ως προστάτη των γραμμάτων, της μουσικής και του πολιτισμού. Ο Φοίβος είναι το φως που φέγγει ώστε να βρουν οι ψυχές το δρόμο της ηθικής και της νοητικής ανύψωσης, να εξευγενιστούν, να κατακτήσουν το ΓΝΩΘΙ ΣΕ ΑΥΤΟΝ. Ως ενσαρκωτής, συνεπώς, του ηλιακού φωτός, ο Απόλλων ενσωματώνει όλες τις προαναφερθείσες ιδιότητες του, οι οποίες συναποτελούν ένα ολοκληρωμένο, αρμονικό και, συνάμα, αντιφατικό σύνολο.

Το Ελληνικό πνεύμα δε αρκούνταν ποτέ σε μια ψυχρή νοησιαρχία χωρίς ανθρωπιστικό προσανατολισμό. Απεχθανόταν τη μονομέρεια και επεδίωκε την πολυμορφία επιτυγχάνοντας την εξισορρόπηση αντίρροπων δυνάμεων. Δεν είναι απορίας άξιον ότι ο Δελφικός ή Ούλιος ή Εκατήβολος ή Επικούρειος ή Μουσηγέτης ή Ακερσοκόμης ή Νόμιος Απόλλων αποτέλεσε τον αδιαφιλονίκητο εκφραστή του αρχαίου ελληνικού πνεύματος, καθώς αντιπροσώπευε όλες τις παραπάνω ιδιότητες σε μια διάχυτη αταραξία.

Ο διφορούμενος χαρακτήρας του, πάντως, αντικατοπτρίζεται με απόλυτο τρόπο στα μαντεία του, που ήταν εξαπλωμένα στον αρχαίο Ελληνικό κόσμο από τον Εύξεινο Πόντο έως τις δυτικές ακτές της Μεσογείου. Το περιεχόμενο ορισμένων δελφικών παραγγελμάτων, οι αμφίσημοι χρησμοί που προφέρονταν στους Δελφούς και οι προθέσεις της Πυθίας είναι, αδιαφιλονίκητα, ζητήματα που εξακολουθούν να προβληματίζουν τους σύγχρονους μελετητές και να δημιουργούν διαφωνίες.

Γονική αποξένωση και διαταραχές προσωπικότητας

Ο όρος γονική αποξένωση σε καμία περίπτωση αναφέρεται στις περιπτώσεις της επιβεβλημένης απομάκρυνσης ενός παιδιού από έναν γονέα, που με την συμπεριφορά του θέτει σε κίνδυνο την ψυχική ή σωματική υγεία του παιδιού.

Αντίθετα, γονική αποξένωση είναι η ψυχική και σωματική αποκοπή- απομάκρυνση ενός παιδιού από τον ένα γονέα του, η οποία του επιβάλλεται μόνο από τον άλλο γονέα που συνήθως έχει την επιμέλειά του, μετά από ένα συγκρουσιακό διαζύγιο.

Γονική αποξένωση

Ο γονέας που αποξενώνει (αποξενωτής) διακατέχεται από την έντονη εμμονή να «εξαφανίσει» τον άλλο γονέα (στοχευμένο) από την ψυχή και την ζωή του παιδιού, καταστρέφοντας τον καθόλα υγιή προ του διαζυγίου δεσμό.

Τα κίνητρα ενός αποξενωτή ποικίλουν, ωστόσο κλινικές έρευνες στα πεδία της ψυχικής υγείας συγκλίνουν κυρίως στα παρακάτω:

1. Η βαθειά και πολλές φορές ασυνείδητη επιθυμία του αποξενωτή να «επιστρέψει» στον πρώην σύζυγό. Το αξιοσημείωτο στην περίπτωση αυτή είναι ότι ακόμα κι αν στην πραγματικότητα, ήταν αυτός που επιδίωξε τον χωρισμό, εν τούτοις θεωρεί ότι ο/η πρώην σύζυγος τον/την έχει πληγώσει ανεπανόρθωτα, ακόμα και αν το μόνο που έχει κάνει (ο/η πρώην) είναι η αναγκαστική πολλές φορές αποδοχή του χωρισμού.

2. Η ζήλια, ειδικά όταν ο/η πρώην σύζυγος, προχωράει την προσωπική του/της ζωή με έναν νέο σύντροφο ή σύζυγο.

3. Το οικονομικό είναι ένα ακόμα σοβαρό κίνητρο γονικής αποξένωσης.

4. Η επιθυμία του αποξενωτή να έχει την αποκλειστικότητα στην ζωή του παιδιού του. Στην ειδική αυτή περίπτωση ο γονέας αρχίζει να αποξενώνει το παιδί κατά τη διάρκεια του γάμου και πολύ πριν από το διαζύγιο.

Το ψυχολογικό προφίλ του αποξενωτή γονέα

Ο αποξενωτής δεν μπορεί να εκφράσει τα αρνητικά συναισθήματά του με ασφαλή τρόπο στο πρόσωπο στο οποίο απευθύνονται, δηλαδή στον στοχευμένο και τα μεταθέτει δηλαδή τα ανακατευθύνει στην σχέση του παιδιού με τον στοχευμένο, υιοθετώντας ακραίες μορφές συμπεριφοράς.

Έτσι μετά την διάσταση ή το διαζύγιο αλληλεπιδρά με τον άλλο γονέα εχθρικά, τον στοχεύει και συνήθως διαμορφώνει μια υπερβολικά αρνητική άποψη για αυτόν, η οποία στηρίζεται περισσότερο στην μυθοπλασία από ό,τι στην πραγματικότητα.

Σύμφωνα με κλινικές έρευνες πολλών και αναγνωρισμένου επιστημονικού κύρους ψυχοθεραπευτών (ψυχιάτρων- κλινικών ψυχολόγων), ένας γονέας αποξενωτής, συνήθως παρουσιάζει συναισθηματική αστάθεια και συχνά εμφανίζει είτε οριακές, είτε ναρκισσιστικές τάσεις. Και στις δυο περιπτώσεις αναφερόμαστε σε κάποια μικρή ή μεγαλύτερη συναισθηματική διαταραχή.

Το ψυχολογικό προφίλ του αποξενωτή γονέα, στην συμπεριφορά του οποίου ανιχνεύονται χαρακτηριστικά οριακής διαταραχής.

Οριακή διαταραχή προσωπικότητας και γονική αποξένωση

Η περίπτωση του αποξενωτή γονέα που παρουσιάζει στοιχεία οριακής διαταραχής της προσωπικότητας είναι η πολύ δύσκολη, καθώς σημαντικό στοιχείο της είναι η συναισθηματική υπερδραστηριότητα δηλαδή, η υπερβολικά έντονη εκδήλωση των συναισθημάτων του, που εκφράζονται συχνά ως έντονος θυμός, ο οποίος πολύ δύσκολα υποχωρεί.

Κάτω από αυτό το πρίσμα, ο αποξενωτής έχει ελλείμματα στη συναισθηματική ανθεκτικότητα ή την ικανότητα ανάκαμψης μετά από το αίσθημα της απογοήτευσης ή της απόρριψης.

Τις περισσότερες φορές υιοθετεί τον ρόλο του θύματος και κατηγορεί τον στοχευμένο γονέα για ό,τι πιστεύει ότι έχει πάει στραβά. Ο ρόλος δε αυτός επιτρέπει στον αποξενωτή να δημιουργήσει ένα ακλόνητο εσωτερικό άλλοθι προκειμένου «καταστρέψει» τον στοχευμένο.

Ορισμένα στοιχεία της οριακής διαταραχής μπορεί να γίνουν εμφανή, εξετάζοντας τον τρόπο που ορισμένοι αποξενωτές γονείς αντιστρέφουν την πραγματικότητα.

Όταν ένας αποξενωτής γονέας παρουσιάζει υψηλές οριακές τάσεις, συχνά αποδίδει υπερβολικές κατηγορίες εναντίον του άλλου γονέα. Κατηγορίες που μπορεί, στην πραγματικότητα, να είναι προβολές των δικών του αρνητικών χαρακτηριστικών. Για παράδειγμα, ένας σύζυγος μπορεί να είναι θυμωμένος με τον άλλο γιατί θεωρεί πως δεν είναι συνεπής, ενώ στην πραγματικότητα ο ίδιος είναι εκείνος που δεν είναι συνεπής.

Η προβολή είναι συχνά το αποτέλεσμα της έλλειψης διορατικότητας και της αναγνώρισης των ιδίων κινήτρων και συναισθημάτων.

Ένα άλλο μοτίβο της οριακής διαταραχής που συχνά ανιχνεύεται σε έναν αποξενωτή είναι ότι συχνά βιώνει τον κόσμο στα άκρα, κατατάσσοντας τους άλλους είτε σε «απόλυτα καλούς» είτε σε «απόλυτα κακούς».

Ο αποξενωτής αντιμετωπίζει τον στοχευμένο γονέα ως απόλυτα κακό-επικίνδυνο και συχνά δεν περιορίζεται εκεί, αλλά ζητά και από άλλους να ταχθούν στο πλευρό του και να συμμετάσχουν στον «πόλεμο» εναντίον του υποτιθέμενου κακού άλλου γονέα, χωρίζοντας έτσι τις οικογένειες σε «εμείς οι καλοί» και «αυτοί οι κακοί».

Ναρκισσιστική διαταραχή και γονική αποξένωση

Το ψυχολογικό προφίλ του αποξενωτή γονέα, στην συμπεριφορά του οποίου ανιχνεύονται χαρακτηριστικά ναρκισσιστικής διαταραχής.

Είναι επιρρεπής σε ακραίες διακυμάνσεις της διάθεσης μεταξύ αυτοθαυμασμού και ανασφάλειας και τείνει να εκμεταλλεύεται τις διαπροσωπικές του σχέσεις.

Παρουσιάζει ελλείμματα στην ικανότητά του να ακούει την διαφορετική άποψη του άλλου γονέα. Αντίθετα, επικεντρώνεται σε αυτό που θέλει, σε αυτό σκέφτεται, σε αυτό αισθάνεται και σε αυτό που πιστεύει ο ίδιος, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις επιθυμίες, τις ιδέες και τα συναισθήματα του άλλου

Εμφανίζει υπερευαισθησία στην κριτική και αντιδρά παρορμητικά σε αυτή, επειδή πιστεύει πως είναι ξεχωριστός. Όταν, λοιπόν, βρίσκεται κάποιος που θα του ασκήσει κριτική ή θα επισημάνει ένα λάθος του, αυτόματα ενεργοποιείται ένας αμυντικός μηχανισμός που τον κινητοποιεί να αντιδράσει με θυμό. Αυτό συμβαίνει διότι η κριτική ή έστω η αντίθετη από την δική του άποψη αποτελεί απειλή για την αυτοεικόνα του.

Πολλές φορές ένας στοχευμένος γονέας θα ακούσει τον αποξενωτή να λέει « Εσύ με οδήγησες σε αυτήν την συμπεριφορά ή με αυτά που λες δεν θα ξαναδείς ποτέ το παιδί σου».

Εμφανίζει συνήθως διγλωσσία δηλαδή, συμπεριφέρεται με άλλο τρόπο στο κοινωνικό ή επαγγελματικό του περιβάλλον ώστε να γίνεται συμπαθής, αλλά λειτουργεί αυταρχικά κυρίως με τα άτομα της οικογένειάς του.

Αισθάνεται ότι είναι υπεράνω των ηθικών και κοινωνικών κανόνων και έτσι τους απαξιώνει και δεν τους σέβεται. Όταν όμως αποκαλύπτονται οι συμπεριφορές του που αψηφούν τους κανόνες, το ψέμα και η άρνηση γίνονται δελεαστικές στρατηγικές για να αποφύγει τις συνέπειες.

Χρησιμοποιεί το παιδί ως όπλο ή πιόνι στον αγώνα του για να καταστρέψει τον στοχευμένο γονέα ηθικά, οικονομικά και κοινωνικά. Ο αποξενωτής συχνά ισχυρίζεται πως αποκλειστική πρόθεσή του είναι να προστατέψει το παιδί του από τον «κακό- επικίνδυνο» στοχευμένο. Ωστόσο, χρησιμοποιώντας το παιδί, στον διαρκή αγώνα του, για να βλάψει τον άλλο γονέα, συχνά δείχνει ελάχιστη προσοχή στο συμφέρον του παιδιού και έτσι το βλάπτει σοβαρά, τις περισσότερες δε φορές ανεπανόρθωτα.

Διαταραχές προσωπικότητας και γονική αποξένωση

Συνοψίζοντας:

Οι διαταραχές της προσωπικότητας είναι συνηθισμένες συναισθηματικές διαταραχές, που συνήθως σχετίζονται με δυσλειτουργικές διαπροσωπικές σχέσεις και είναι η βασική αιτία που κάποια άτομα σκέπτονται, αισθάνονται, συμπεριφέρονται ή σχετίζονται με άλλους διαφορετικά από τον μέσο άνθρωπο.

Υπό αυτό το πρίσμα όλων των προεκτεθέντων ένας αποξενωτής γονέας πρέπει να αντιμετωπισθεί από όλους ως ένας άνθρωπος με διαταραχή και να βοηθηθεί κατάλληλα, προκειμένου να αναπλαισιωθεί η δυσλειτουργική του συμπεριφορά και να διασφαλισθεί η ψυχική υγεία όλης της οικογένειας αλλά κυρίως η ψυχική υγεία του παιδιού του.

Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί πως η ενημέρωση σχετικά με την γονική αποξένωση και τις προεκτάσεις της, όλων όσων εμπλέκονται σε περιπτώσεις διαζυγίων και ιδίως συγκρουσιακών (νομικά περιβάλλοντα, δικαστικά περιβάλλοντα, κοινωνικές υπηρεσίες, σχολικά περιβάλλοντα κλπ) είναι, κατά την άποψη της γράφουσας, επιβεβλημένη!! Και είναι επιβεβλημένη διότι χωρίς διάγνωση δεν υπάρχει θεραπεία.

Τέλος, χρειάζεται να καταστεί σαφές πως η ψυχοθεραπεία είναι η πιο αποτελεσματική επιλογή μακροχρόνιας θεραπείας για διαταραχές προσωπικότητας, διότι βοηθά τους ανθρώπους να κατανοήσουν τα συναισθήματά τους, τις σκέψεις, τα κίνητρά και τις πράξεις τους, με αποτέλεσμα να μπορούν να διαχειριστούν τα συμπτώματά τους, να κάνουν θετικές αλλαγές συμπεριφοράς και να αναπτύξουν λειτουργικές σχέσεις.

Σταμάτα να κοιτάς την καμπούρα του μπροστινού

Είμαστε όμως πάντα σωστοί και ηθικοί; Είμαστε πάντα «τέλειοι» και υπεράνω κατηγορίας;

Ή μήπως άλλα λέμε και άλλα κάνουμε;

Μήπως έχει γίνει υπερβολικά εύκολη η ηθικολογία;

Είναι πράγματι πολύ εύκολο να κρίνεις, ειδικά όταν είσαι έξω από μία κατάσταση.

Είναι πολύ απλό να κλειστείς στο καβούκι του ηθικολόγου (για να μην πω ηθικοπλάστη, γιατί υπάρχουν κι αυτοί, και μάλιστα είναι περισσότεροι από όσους θα περιμένατε) και να πετάς σοφιστείες, συμβουλές και γενικεύσεις περί ηθικής, λες και πετάς στραγάλια σε παρέλαση.

Αλλά γιατί είμαστε τόσο πρόθυμοι να κρίνουμε; Γιατί μας είναι τόσο εύκολο να βλέπουμε τα αρνητικά στον άλλο, και να τα ξεμπροστιάζουμε με τόση άνεση, κλείνοντας επιδεικτικά τα μάτια στα δικά μας ελαττώματα;

Κάποιος είχε πει το εξής φοβερό: «Όλοι κουβαλάμε μία καμπούρα. Αλλά είναι πίσω μας και δεν τη βλέπουμε. Μπορούμε λοιπόν να δούμε μόνο την καμπούρα του μπροστινού, και να την κρίνουμε, ξεχνώντας τη δική μας» (ή κάπως έτσι, το πιάσατε το ζουμί).

Δε διαφωνώ. Έχουμε πλέον τόσο επιδέξια μάθει να κρύβουμε τα δικά μας ελαττώματα και αδυναμίες, που σχεδόν τα έχουμε ξεχάσει. Δεν μας αγγίζουν πλέον, και όποτε κάποιος πάει να μας τα θυμίσει, ορμάμε να τον φάμε, σαν τα σκυλιά.

Έχουμε γίνει «άξιοι» και «σωστοί» κριτές του άλλου, σαν να έχουμε σπουδάσει κοινωνιολογία, ψυχολογία και όλα όσα θα χρειάζονταν για να κάνει κανείς μία σωστή εκτίμηση του ποιον έχει απέναντί του.

Και φυσικά, λες κι έχουμε όλη την εμπειρία ζωής που απαιτείται, όλο το «ψήσιμο» που χρειάζεται για να «κόψεις φάτσες», ακόμα κι αν είμαστε πολύ νέοι.

Ξέρουμε εμείς!

Εντάξει, δε λέω.

Δεν είναι όλοι πρόθυμοι ηθικολόγοι, με τη «σωστή συμβουλή» στην άκρη της γλώσσας. Υπάρχουν τόσο άνθρωποι σωστοί, που θα πουν πράγματα μεστά, ντόμπρα και τσουβαλάτα, όσο κι εκείνοι που θα σωπάσουν τη δεδομένη στιγμή, γνωρίζοντας ότι είναι καλύτερα να κρατήσουν τη γνώμη τους για τον εαυτό τους.

Εκείνους, που λέτε, τους αγαπάω ένα «κλικ» παραπάνω. Και εκτιμάω τη γνώμη τους πολύ περισσότερο, όταν κάποια στιγμή (εγώ) τους τη ζητήσω.

Είναι ίσως στη φύση του ανθρώπου να αγνοεί τα δικά του ζητήματα, και να προσπαθεί να εμπλακεί στα των άλλων. Καταλήγει να χώνει τη μύτη του εκεί που δεν τον σπέρνουν, και να προκαλεί ταραχές.

Είναι άραγε τυχαίο το πόσο εκστατικά παρακολουθεί κανείς εκπομπές που προσπαθούν να μπουν στις ζωές των ανθρώπων και να βγάλουν συμπεράσματα;

Ορισμένοι, αν όχι οι περισσότεροι, από τους «δημοσιογράφους» και «πανελίστες» (ω θεοί) αυτών των εκπομπών χρειάζονται ένα καλό σουτ, και να αναζητήσουν μια πιο ουσιαστική απασχόληση.

Κι όμως, ο κόσμος τούς παρακολουθεί και ενδιαφέρεται για τις «ειδήσεις» τους!

Συνεπώς, τι μας λέει αυτό; Ότι ο ίδιος ο κόσμος τη ζητάει την κριτική. Τη θέλει την ηθικολογία, την αναζητά τη λασπολογία και το ξεψάχνισμα της ζωής των άλλων.

Είναι εύπεπτη η ηθικολογία.

Είναι πιο εύκολο να καθίσει κάποιος να ακούσει ή να διαβάσει για τις ζωές των άλλων, επειδή η δική του ζωή πιθανότατα είναι βαρετή ή ανυπόφορη.

Οι άνθρωποι που εύκολα ηθικολογούν, και ακολουθούν με αφέλεια προβάτου τις κοινωνικές νόρμες περί χρηστών ηθών και του «τι είναι σωστό» έχουν ένα σημαντικό πρόβλημα: άλλα υποστηρίζουν, κι άλλα κάνουν στην τελική.

Όσο εύκολο τους είναι να αμφισβητήσουν την ηθική και το χαρακτήρα κάποιου, άλλο τόσο εύκολο τους είναι να παρακάμψουν τη δική τους ακέραια και άτεγκτη ηθική.

Εύκολα θα κατηγορήσουν την ανύπαντρη μητέρα, εύκολα θα κρίνουν ως «περίεργη» μία σχέση που προχωράει καιρό δίχως επισημοποίηση. Η δική τους ηθική, μπολιασμένη με φαρισαϊσμό και χυδαιότατη μισαλλοδοξία, δε θα ανεχτεί επί παραδείγματι ένα ομοφυλόφιλο ζευγάρι ή κάποιον με γενικότερα διαφορετικές απόψεις από ότι εκείνοι πάνω στο σεξ και τις σχέσεις.

Τα λένε και τα πιστεύουν.

Τι γίνεται όμως όταν φτάσουν να φερθούν κι εκείνοι με τους τρόπους που μέχρι πρότινος κατηγορούσαν; Τι γίνεται Μέχρι να χρειαστεί να κάνουν πέρα τα όσα υποστήριζαν, επειδή τώρα η ίδια τους η «ηθική» τους περιορίζει.

Για να σε δω τώρα, φιλαράκι!

«Ε, άλλο εγώ» θα τους ακούσετε να λένε, με τη στόφα εκείνου που θεωρεί εαυτόν υπεράνω, ή επειδή τη δεδομένη στιγμή τους βολεύει να κάμψουν τα όρια του (δικού τους) σωστού και λάθους. Εκείνους τους ανθρώπους να τους έχετε στο νου σας, επειδή ενώ τη μία στιγμή θα σας εκθειάζουν, την επόμενη μπορεί να σας ανεβάσουν στο σταυρό.

Αλλά να μην τους φοβάστε. Επειδή ο πραγματικά ηθικός άνθρωπος, εκείνος που είναι εντάξει με τον εαυτό του και τον κόσμο, φαίνεται (και φέρεται) κι ούτε θα γίνει θύμα των ντεμέκ ηθικολόγων, τουλάχιστον ποτέ για πολύ.

Η ηθική μόνο εμπνέεται. Ούτε αγοράζεται, ούτε φυσικά επιβάλλεται. Ας φροντίσουμε με πράξεις και σωστό (λιγοστό) λόγο να την εμπνέουμε.

Και ας φροντίσουμε να βλέπουμε πού και πού και τη δική μας καμπούρα, πριν βιαστούμε να βγάλουμε συμπεράσματα για εκείνη που κουβαλάει ο μπροστινός μας.

Χαρά, η πυξίδα σου

Σήμερα γύρνα λίγο πίσω, σε όλες εκείνες τις στιγμές, σε όλες εκείνες τις καταστάσεις που σου προκάλεσαν το συναίσθημα της χαράς στη ζωή σου. Κλείσε για λίγο τα μάτια και ζήσε τις ξανά, κάθε μια ξεχωριστά και ύστερα όλες μαζί.

Κοίταξέ τες με τα μάτια του νου σου, άκουσέ τες με τους χτύπους της καρδιάς, νιώσε κάθε μια από αυτές με τη θέρμη της ψυχής σου. Έπειτα βρες τι κοινό έχουν, σε ποια συχνότητα βρίσκονται και ποιο χρώμα έχει το φως τους.

Η χαρά στη ζωή σου

Τι είναι εκείνο που σου προκαλεί το συναίσθημα της ευχαρίστησης στα βήματά σου; Που βρίσκεται η χαρά σου; Πότε αναβλύζει φως από μέσα σου;

Η χαρά στη ζωή σου είναι πυξίδα για τις δράσεις σου, για τους στόχους, την ευημερία και την υγεία σου. Σε γεμίζει ενεργητικότητα για να μπορέσεις να αποδώσεις τα μέγιστα. Σου δείχνει το δρόμο που αναζητά η ψυχή σου και ενισχύει τη δημιουργικότητά σου.

Απόκτησε επίγνωση του τι σε κάνει χαρούμενο, γνώρισε τη χαρά σου, μίλησέ της και θα βρεις το δρόμο για τον οποίο είσαι πλασμένος. Θέσε στόχους που σε γεμίζουν χαρά. Δημιούργησε καταστάσεις που σε γεμίζουν χαρά. Είσαι ο μόνος που μπορείς να φτάσεις σε ένα τέτοιου είδους επίτευγμα.

Ψάξε τη χαρά μέσα σου. Εκεί είναι. Πάψε να κοιτάς γύρω σου, έξω σου, να προσέχεις τι φέρνει στους άλλους χαρά. Εκείνη είναι η δική τους χαρά και όχι η δική σου. Αν τη δανειστείς θα καταλάβεις πως είναι πρόσκαιρη και πλασματική. Φτιάξε τη δική σου περιουσία χωρίς δανεικά, χωρίς δεσμεύσεις, χωρίς κρίσεις περασμένες μέσα σου από άλλους, άκουσε εσένα, άκουσε την καρδιά σου και άφησέ την να πλημμυρίσει φως.

Εμπιστεύσου όσα σε χαροποιούν

Τι σε κάνει να χαμογελάς;

Ζωγράφισε χαμόγελα στο πρόσωπό σου. Χτίσε τον κόσμο σου όπως σε ευχαριστεί. Ποιοι είναι εκείνοι οι άνθρωποι που σε κάνουν χαρούμενο; Ποιοι είναι εκείνοι που σε κάνουν να νιώθεις μεγάλος, σημαντικός, πολύτιμος;

Ποιοι είναι εκείνοι που η αγάπη τους ενισχύει την ανάπτυξή σου; Ποιοι είναι εκείνοι που ανήκουν στον κόσμο σου;

Άφησέ τους να σε περιτριγυρίσουν, να γίνουν συνοδοιπόροι στις διαδρομές σου, δέξου τα δώρα τους και δώσε τους κι εσύ απλόχερα. Άφησε πίσω όλους εκείνους που αποτελούν τροχοπέδη στην άνθισή σου, όλες εκείνες τις καταστάσεις που γίνονται εμπόδια στη χαρά σου και αντικατέστησέ τες με άλλες πιο θρεπτικές.

Προχώρα στο δρόμο σου με την πυξίδα σου, τη χαρά σου. Έτσι δε θα τριγυρνάς σε μονοπάτια ανώφελα, ανούσια και ψυχοφθόρα, δε θα παρασυρθείς από σειρήνες, δε θα μπερδευτείς σε δρόμους άλλων. Δε θα χαθείς.

Ξέρω, πολλές φορές έχεις χαθεί και δεν είναι αυτό τόσο τρομερό. Είναι, όμως, τρομερό να ξεχνάς. Να ξεχνάς την πυξίδα σου. Άνοιξε τα χέρια σου, πιάσε την, κοίταξέ την και εμπιστεύσου την. Αφέσου στις προσταγές της και προχώρα μαζί της.

Αν, πάλι, δεν μπορείς να τη βρεις, αν την έχεις χάσει εδώ και πολύ καιρό, κλείσε τα μάτια, κάνε όνειρα, όνειρα χωρίς περιορισμούς, δες τον εαυτό σου να κάνει περιπάτους σε ιστορίες μαγικές, σε τοπία άπιαστα, σε δρόμους νέους. Άκουσε ήχους που δεν έχει ακούσει ποτέ και νιώσε ελεύθερος και αρμονικός. Την αρμονία των ονείρων σου την ακούει πάντα η πυξίδα σου, όπου και να την έχεις καταχωνιάσει ή όπου και να την έχεις ξεχάσει.

Συνέχισε με τα συναισθήματά σου να αποκτούν περισσότερα χρώματα. Η πυξίδα σου λατρεύει τα χρώματα. Νιώσε όπως θα ένιωθες στα πιο όμορφα όνειρά σου. Η πυξίδα σου αντιλαμβάνεται τις συχνότητές σου. Τότε θα συμβεί κάτι νεραϊδόφερτο.

Ερεύνησε πώς θες να ζήσεις τη ζωή σου

Η πυξίδα σου θα βρει εκείνη το δρόμο προς εσένα. Θα φτάσει στα χέρια σου, θα σε κάνει να στρέψεις προς εκείνη το βλέμμα σου, θα σε βγάλει μεμιάς από το λαβύρινθο που τριγυρνάς χαμένος και θα σε οδηγήσει στην πιο φωτεινή διαδρομή της ζωής σου.

Προχώρα με την πυξίδα σου. Ήταν το δώρο των αγγέλων σου όταν κατέφθασες σε τούτο τον κόσμο. Τίμησέ το, βάλτο στο πιο περίλαμπρο σημείο της ψυχής σου. Θα σου θυμίζει μιαν αλήθεια μεγάλη.

Έχεις έρθει εδώ για να Ζήσεις, για να προσφέρεις με την παρουσία σου, για να φωτίσεις τον πλανήτη σου, για να απολαύσεις το ταξίδι σου.

Ίσως έχεις ακούσει πως η ζωή είναι δύσκολη, πως χρειάζεται κόπο, ιδρώτα και αίμα για να τη διασχίσεις και έτσι ίσως κάποτε μπορέσεις να αποκτήσεις κάποτε το αίσθημα της ευχαρίστησης.

Σκέψου ξανά τα ακούσματα αυτά.

Σκέψου αν εμπεριέχουν την αυθεντική πυξίδα της χαράς μέσα.

Διάβασε, μελέτησε ενδελεχώς και κάνε λεπτομερή έλεγχο της αξιοπιστίας τους. Έπειτα, αποφάσισε αν σου ταιριάζει, αν επιθυμείς μια ζωή κοπιαστική, αγωνιώδη γεμάτη προσπάθεια, εξαντλητική. Μη μελετάς επιφανειακά, διασταύρωσε και πρόσεξε τι είναι δικό σου και τι είναι των άλλων.

Ύστερα σκέψου και μια διαφορετική άποψη.

Σκέψου πόσο εύκολη είναι η ζωή αν έχεις την πυξίδα σου. Σκέψου πως ο κόπος γίνεται δημιουργία, ο ιδρώτας δροσοσταλίδες και το αίμα ζωή, στιγμές, χρώμα και αρμονία, αν έχεις την πυξίδα σου.

Δες πόσο άνετο μπορείς να κάνεις το ταξίδι σου, πόσα τοπία μπορείς να δεις και πόσες μελωδίες μπορείς να ακούσεις. Τι επιλέγεις λοιπόν;

Μπέρτολτ Μπρεχτ: Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια

Πρόκειται για ένα εγχειρίδιο γραφής, με μερικές χρήσιμες "συμβουλές" προς τους επίδοξους συγγραφείς, καλλιτέχνες, επιστήμονες, εκπαιδευτικούς, δημοσιογράφους, άλλους/άλλες από τον Μπέρτολτ Μπρεχτ*.

Ο Μπρεχτ έλεγε ότι όποιος σήμερα θέλει να πολεμήσει την ψευτιά και την αμάθεια και να γράφει την αλήθεια, έχει να ξεπεράσει το λιγότερο πέντε δυσκολίες:

1. Το θάρρος να γράψει κανείς την αλήθεια

Την αλήθεια, έλεγε ο Μπρεχτ, παντού την καταπνίγουν. Όσο κι αν θεωρητικά μοιάζει αυτονόητο, πρακτικά φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο το γεγονός ότι ο γράφων πρέπει να λέει την αλήθεια, δίχως να την παραποιεί, δεδομένου ότι μια τέτοια πράξη ισοδυναμεί με το το να μην σκύβεις στους ισχυρούς και να μην αρέσεις στους πλούσιους, δηλαδή συνεπάγεται παραίτηση από τον πλούτο. Όταν όλοι φωνάζουν πως ο άνθρωπος χωρίς γνώσεις και μόρφωση είναι καλύτερος απ' τον μορφωμένο, θέλει θάρρος να ρωτήσεις: καλύτερος για ποιόν;

2. Η εξυπνάδα να αναγνωρίσει κανείς την αλήθεια

Ζήτημα είναι επίσης το να βρεθεί η αλήθεια, καθώς επίσης και το ποια αλήθεια αξίζει να ειπωθεί. Μια αλήθεια είναι για παράδειγμα, ότι οι καρέκλες έχουν πάτο ή ότι η βροχή πέφτει από πάνω προς τα κάτω. Τέτοιου είδους αλήθειες γράφουν πολλοί. Υπάρχουν εκείνοι που δεν φοβούνται τον καταπιεστή, τον τύραννο και τις συνέπειες της αποκάλυψης μιας αλήθειας, όμως αδυνατούν να δουν την αλήθεια, διότι βρίθουν προκαταλήψεων. Για να ανακαλύψεις την αλήθεια χρειάζονται γνώσεις, γνώσεις ιστορίας, οικονομίας, γνώσεις του παρελθόντος, γνώσεις αδιάκοπες, δίχως σταματημό.

3. Η τέχνη να κάνει κανείς την αλήθεια ευκολομεταχείριστη σαν όπλο

Η αλήθεια πρέπει να λέγεται για χάρη των πραχτικών της συνεπειών. Σε κάποιες-δυστυχώς όχι λίγες-χώρες, για παράδειγμα, επικρατούν άσχηµες συνθήκες. Αιτία τους είναι η βαρβαρότητα. Σύµφωνα µ' αυτήν την άποψη ο φασισµός είναι ένα κύµα βαρβαρότητας που ξέσπασε σε µερικές χώρες με τη δύναμη του στοιχείου της Φύσης. Κατά τη θέση αυτήν, "ο φασισµός είναι µια καινούργια, τρίτη δύναµη που στέκεται δίπλα στον καπιταλισµό και το σοσιαλισµό (και πάνω απ' αυτούς)· όχι µονάχα το σοσιαλιστικό κίνηµα, αλλά κι ο καπιταλισµός θα µπορούσε, και µετά τη γένεση του κινήµατος αυτού να συνεχίσει να υπάρχει και χωρίς το φασισµό. Η παραπάνω άποψη είναι βέβαια φασιστική, αποτελεί υποχώρηση µπροστά στο φασισµό. Ο φασισµός είναι µια ιστορική φάση όπου µπήκε τώρα ο καπιταλισµός, κι έτσι είναι κάτι το καινούργιο και παλιό µαζί. Ο καπιταλισµός στις φασιστικές χώρες υπάρχει πια µονάχα σαν φασισµός κι ο φασισμός δεν μπορεί να πολεμηθεί παρά σαν καπιταλισμός στην πιο ωμή και καταπιεστική του μορφή, σαν ο πιο θρασύς κι ο πιο δόλιος καπιταλισμός. Πώς λοιπόν τώρα να πει κάποιος αντίπαλος του φασισµού την αλήθεια για το φασισµό όταν δε θέλει να πει τίποτα για τον καπιταλισµό, που τον προκαλεί; Πως να 'χει η αλήθεια αυτή πραχτική σηµασία;"

4. Η κρίση να διαλέγει κανείς εκείνους που στα χέρια τους η αλήθεια θα αποκτήσει δύναμη

Κάποτε, οι συγγραφείς έγραφαν τα βιβλία τους, και παρότι οι ίδιοι πίστευαν ότι απευθύνονται σε όλο τον κόσμο, ουσιαστικά απευθύνονταν σε όσους είχαν να πληρώσουν το αντίτιμο. Το "γράφω σε κάποιον" έγινε "γράφω". Η αλήθεια όμως δεν μπορεί "να γραφτεί", πρέπει να γραφτεί σε κάποιον που να ξέρει πως να την χρησιμοποιήσει. Για να γράψει κανείς σωστά πράγµατα πρέπει να ξέρει ν' ακούει και πρέπει ν' ακούει σωστά πράγματα. Περίσκεψη χρειάζεται όταν λες την αλήθεια, περίσκεψη χρειάζεται κι όταν ακούς την αλήθεια. Την αλήθεια για τις άσχημες, σκληρές συνθήκες πρέπει να τη λέμε σ' αυτούς που την αντιμετωπίζουν στην έσχατη μορφή της και από αυτούς πρέπει να την πληροφορούμαστε. Και έτσι οι ακροατές αλλάζουν διαρκώς.

5. Η πονηριά να διαδίδει κανείς σε πολλούς την αλήθεια

Ακόμη κι αν έχουν ξεπεραστεί όλες οι παραπάνω δυσκολίες, ο γράφων οφείλει να χρησιμοποιήσει πονηριά για τη διάδοσή της. Σε όλες σχεδόν τις εποχές, όταν οι ισχυροί έκρυβαν και κατέπνιγαν την αλήθεια, οι υποστηρικτές και διασώστες της χρησιμοποιούσαν πονηριά για να την διαδώσουν. Ο Λένιν, για παράδειγμα, όταν ήθελε κάτω από τον έλεγχο της τσαρικής αστυνομίας να επισημάνει την εκμετάλλευση που υφίστατο το νησί Σαχαλίνη από τη ρωσική μπουρζουαζία, χρησιμοποίησε τις λέξεις "Ιαπωνία" αντί για "Ρωσία" και "Κορέα" αντί για "Σαχαλίνη". Οι μέθοδοι της Ιαπωνίας ενάντια στην Κορέα θύμιζαν στους αναγνώστες του τις αντίστοιχες της Ρωσίας έναντι του νησιού Σαχαλίνη.
--------------------------------
*Γερμανός ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης του 20ου αιώνα ο Μπρεχτ γεννήθηκε το 1898 στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας και πέθανε το 1956 από θρόμβωση της στεφανιαίας αρτηρίας της καρδιάς, στο Ανατολικό Βερολίνο. Τα έργα του Μπρεχτ, βαθιά αντιπολεμικά και αντιμιλιταριστικά σημάδεψαν την ανθρωπότητα ενώ εκατοντάδες ποιήματά του αντανακλούν τη μαρξιστική του ιδεολογία. Ως πολιτικός στοχαστής ο Μπρεχτ ταύτιζε την τέχνη με την πολιτική, θεωρώντας πως η τέχνη πρέπει σ' αυτούς τους καιρούς των αποφάσεων να αποφασίσει. Είναι εκείνη που "μπορεί να κάνει τον εαυτό της όργανο μιας μικρής µερίδας ορισµένων που παίζουν τις θεότητες της µοίρας για τους πολλούς και που απαιτούν µια πίστη που πρέπει πρώτα απ' όλα να είναι τυφλή, αλλά και εκείνη που µπορεί να σταθεί στο πλευρό των πολλών και να βάλει τη µοίρα τους στα δικά τους χέρια."

Μίλαν Κούντερα: Τι να διαλέξει κανείς; Το βάρος ή την ελαφρότητα;

Αν κάθε δευτερόλεπτο της ζωής μας είναι να επαναληφθεί αμέτρη­τες φορές, είμαστε καρφωμένοι στην αιωνιότητα. Τι φριχτή ιδέα!

Στον κόσμο της αιώνιας επιστροφής κάθε κίνηση φέρει το βάρος μιας αβάσταχτης ευθύνης.

Αυτό είναι που έκανε τον Νίτσε να λέει ότι η ιδέα της αιώνιας επιστροφής είναι το πιο βαρύ φορτίο (das schwerste Gewicht).

Αν η αιώνια επιστροφή είναι το πιο βαρύ φορτίο, οι ζωές μας μπο­ρούν, σ' αυτό το πλαίσιο, να φανερωθούν σ' όλη τους τη λαμπρή ελα­φρότητα.

Στ' αλήθεια, όμως, είναι φριχτή η βαρύτητα και ωραία η ελα­φρότητα;

Το πιο βαρύ φορτίο μάς συνθλίβει, μας κάνει να λυγίζουμε κάτω απ' αυτό, μας πιέζει στο έδαφος.

Αλλά, στην ερωτική ποίηση όλων των αι­ώνων, η γυναίκα επιθυμεί να δεχτεί το φορτίο του αντρικού κορμιού.

Το πιο βαρύ φορτίο είναι λοιπόν ταυτόχρονα και η εικόνα της πιο έντονης ζωικής ολοκλήρωσης.

Όσο πιο βαρύ είναι το φορτίο, όσο πιο κοντινή στη γη είναι η ζωή μας, τόσο είναι πιο αληθινή πιο πραγματική.

Σ' αντιστάθμισμα, η ολική απουσία του φορτίου κάνει το ανθρώπινο ον να γίνεται πιο ελαφρύ απ΄ τον άνεμο, να πετάει, ν΄ απομακρύνεται από τη γη, απ΄ το γήινο είναι, να μην είναι παρά μόνο κατά το ήμισυ αληθινό και οι κινήσεις του να είναι εξίσου ελεύθερες όσο και χωρίς σημασία.

Λοιπόν, τι να διαλέξει κανείς; Το βάρος ή την ελαφρότητα;

Πρόκειται για το ερώτημα που έθεσε ο Παρμενίδης τον 6ο αιώνα π.Χ. Κατ' αυτόν, το Σύμπαν είναι χωρισμένο σε ζεύγη αντιθέτων: το φως - το σκοτάδι, το παχύ - το λεπτό, το ζεστό - το κρύο, το είναι - το μη είναι.

Θεωρούσε ότι ένας από τους πόλους της αντίφασης είναι θετικός (το φωτεινό, το ζεστό, το λεπτό, το είναι), ο άλλος αρνητικός.

Αυτός ο διαχωρισμός σε πόλους, θετικό και αρνητικό, μπορεί να μας φανεί παιδαριωδώς εύκολος.

Εκτός από μία περίπτωση: τι είναι θετικό, το βάρος ή η ελαφρότητα;

Ο Παρμενίδης απαντούσε: το ελαφρύ είναι θετικό, το βαρύ είναι αρ­νητικό.

Είχε δίκιο ή όχι; Ιδού η απορία.

Ένα πράγμα είναι βέβαιο.

Η αντίφαση βαρύ-ελαφρύ είναι η πιο μυστηριώδης και η πιο διφορούμενη απ' όλες τις αντιφάσεις.

Μίλαν Κούντερα, Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι