Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Μήδεια (1-48)

ΤΡΟΦΟΣ
Εἴθ᾽ ὤφελ᾽ Ἀργοῦς μὴ διαπτάσθαι σκάφος
Κόλχων ἐς αἶαν κυανέας Συμπληγάδας,
μηδ᾽ ἐν νάπαισι Πηλίου πεσεῖν ποτε
τμηθεῖσα πεύκη, μηδ᾽ ἐρετμῶσαι χέρας
5 ἀνδρῶν ἀρίστων οἳ τὸ πάγχρυσον δέρος
Πελίᾳ μετῆλθον. οὐ γὰρ ἂν δέσποιν᾽ ἐμὴ
Μήδεια πύργους γῆς ἔπλευσ᾽ Ἰωλκίας
ἔρωτι θυμὸν ἐκπλαγεῖσ᾽ Ἰάσονος·
οὐδ᾽ ἂν κτανεῖν πείσασα Πελιάδας κόρας
10 πατέρα κατῴκει τήνδε γῆν Κορινθίαν
ξὺν ἀνδρὶ καὶ τέκνοισιν, ἁνδάνουσα μὲν
φυγὰς πολίταις ὧν ἀφίκετο χθόνα
αὐτῷ τε πάντα ξυμφέρουσ᾽ Ἰάσονι·
ἥπερ μεγίστη γίγνεται σωτηρία,
15 ὅταν γυνὴ πρὸς ἄνδρα μὴ διχοστατῇ.
νῦν δ᾽ ἐχθρὰ πάντα καὶ νοσεῖ τὰ φίλτατα.
προδοὺς γὰρ αὑτοῦ τέκνα δεσπότιν τ᾽ ἐμὴν
γάμοις Ἰάσων βασιλικοῖς εὐνάζεται,
γήμας Κρέοντος παῖδ᾽, ὃς αἰσυμνᾷ χθονός.
20 Μήδεια δ᾽ ἡ δύστηνος ἠτιμασμένη
βοᾷ μὲν ὅρκους, ἀνακαλεῖ δὲ δεξιᾶς
πίστιν μεγίστην, καὶ θεοὺς μαρτύρεται
οἵας ἀμοιβῆς ἐξ Ἰάσονος κυρεῖ.
κεῖται δ᾽ ἄσιτος, σῶμ᾽ ὑφεῖσ᾽ ἀλγηδόσιν,
25 τὸν πάντα συντήκουσα δακρύοις χρόνον
ἐπεὶ πρὸς ἀνδρὸς ᾔσθετ᾽ ἠδικημένη,
οὔτ᾽ ὄμμ᾽ ἐπαίρουσ᾽ οὔτ᾽ ἀπαλλάσσουσα γῆς
πρόσωπον· ὡς δὲ πέτρος ἢ θαλάσσιος
κλύδων ἀκούει νουθετουμένη φίλων,
30 ἢν μή ποτε στρέψασα πάλλευκον δέρην
αὐτὴ πρὸς αὑτὴν πατέρ᾽ ἀποιμώξῃ φίλον
καὶ γαῖαν οἴκους θ᾽, οὓς προδοῦσ᾽ ἀφίκετο
μετ᾽ ἀνδρὸς ὅς σφε νῦν ἀτιμάσας ἔχει.
ἔγνωκε δ᾽ ἡ τάλαινα συμφορᾶς ὕπο
35 οἷον πατρῴας μὴ ἀπολείπεσθαι χθονός.
στυγεῖ δὲ παῖδας οὐδ᾽ ὁρῶσ᾽ εὐφραίνεται.
δέδοικα δ᾽ αὐτὴν μή τι βουλεύσῃ νέον·
[βαρεῖα γὰρ φρήν, οὐδ᾽ ἀνέξεται κακῶς
πάσχουσ᾽· ἐγᾦδα τήνδε, δειμαίνω τέ νιν
40 μὴ θηκτὸν ὤσῃ φάσγανον δι᾽ ἥπατος,
σιγῇ δόμους ἐσβᾶσ᾽ ἵν᾽ ἔστρωται λέχος,
ἢ καὶ τύραννον τόν τε γήμαντα κτάνῃ
κἄπειτα μείζω συμφορὰν λάβῃ τινά.]
δεινὴ γάρ· οὔτοι ῥᾳδίως γε συμβαλὼν
45 ἔχθραν τις αὐτῇ καλλίνικον ᾄσεται.
ἀλλ᾽ οἵδε παῖδες ἐκ τρόχων πεπαυμένοι
στείχουσι, μητρὸς οὐδὲν ἐννοούμενοι
κακῶν· νέα γὰρ φροντὶς οὐκ ἀλγεῖν φιλεῖ.

***
(Εξέρχεται η Τροφός από το σπίτι της Μήδειας.)

ΤΡΟΦΟΣ
Ω, ας γινόταν να μην πέταγε η Αργώ
ανάμεσα στις μαύρες Συμπληγάδες
ταξιδεύοντας για τη χώρα των Κόλχων·
να μην είχε πέσει ποτέ στα φαράγγια του Πηλίου
κομμένο το πεύκο,
να μη γινότανε κουπί στα χέρια
5ανδρών ηρώων, που πήγανε για χάρη του Πελία
και φέραν το πάγχρυσο δέρας.
Τότε και η δέσποινα η δική μου, η Μήδεια,
δεν θα είχε πλεύσει ώς τα τείχη της Ιωλκού
με την ψυχή συγκλονισμένη από έρωτα για τον Ιάσονα·
ούτε θα έπειθε τις κόρες του Πελία
να θανατώσουν τον πατέρα τους
10και δεν θα ζούσε τώρα εδώ στη γη της Κορίνθου
μαζί με τον άντρα της και τα παιδιά της,
φροντίζοντας και στους πολίτες της χώρας
όπου ευρέθη εξόριστη να είναι αρεστή
και με τον ίδιο τον Ιάσονα να συμπορεύεται στα πάντα,
αυτό που είναι και το μέγιστο,
15όταν η γυναίκα με τον άντρα δεν διχογνωμεί.
Τώρα βασιλεύει παντού το μίσος
και ό,τι αγαπήθηκε με πάθος δοκιμάζεται.
Ο Ιάσων πρόδωσε τα παιδιά του και τη δέσποινά μου
για την κόρη του Κρέοντα, του δυνάστη της χώρας,
και τώρα μοιράζεται γαμπρός βασιλικό κρεβάτι.
20Και η Μήδεια η δύσμοιρη, ατιμασμένη,
ωρύεται για τους όρκους, επικαλείται την ύψιστη πίστη
που αυτός εκύρωσε με το δεξί του χέρι
και καλεί τους θεούς να είναι μάρτυρες,
να δούνε πώς την ανταμείβει ο Ιάσονας.
Κείτεται άσιτη, το σώμα της αφημένο στους πόνους,
25κάθε στιγμή της πνίγεται στο δάκρυ,
από τότε που ένιωσε πως την αδίκησε ο άντρας της.
Δεν σηκώνει το βλέμμα,
δεν παίρνει από τη γη το πρόσωπό της.
Όσο και ο βράχος ή το κύμα της θαλάσσης
ακούει τους φίλους που τη νουθετούν,
30πάρεξ εάν, καμιά φορά, στρέψει τον πάλλευκο λαιμό της
και μιλώντας μόνη σπαράξει για τον αγαπημένο της πατέρα,
τη γη της, το σπίτι της, για όσα θυσίασε
για να έρθει εδώ με τον άντρα που τώρα την ταπεινώνει.
Τη δίδαξε τη δύσμοιρη η συμφορά
35τί θα πει να μην αφήνεις τη γη των πατέρων σου.
Μισεί τα παιδιά της, να τα βλέπει δεν χαίρεται.
Τη φοβάμαι — φοβάμαι μήπως
συλλάβει ο νους της κάτι ανήκουστο.
[Είναι αδυσώπητη η ψυχή της.
Δεν θα ανεχθεί το κακό που της κάνουν
—την ξέρω καλά— και φοβάμαι μήπως μπει αθόρυβα
στο σπίτι, όπου είναι στρωμένο το κρεβάτι,
40και καρφώσει στα στήθη τους ακονισμένο μαχαίρι,
ή ακόμα σκοτώσει τη βασιλική κόρη και τον γαμπρό,
και ύστερα την εύρει πιο μεγάλη συμφορά.]
Είναι ανελέητη. Όποιος συγκρουστεί μαζί της
45δεν θα τραγουδήσει εύκολα ύμνο επινίκιο.
Όμως νά τα παιδιά της, τέλειωσαν το τρέξιμο, έρχονται.
Η δυστυχία της μητέρας τους ούτε που τους περνάει από τον νου.
Οι τρυφερές ψυχές δεν αγαπάνε, λέει, τον πόνο.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Πότε γεννήθηκε και πότε πρωτογράφτηκε η Ελληνική γλώσσα

4.6 Κρητική ιερογλυφική


Πριν από τη γραμμική Α, και για ένα διάστημα παράλληλα με αυτήν (περίπου 1900 π.Χ. μέχρι 1550 π.Χ.), χρησιμοποιούνταν στην Κρήτη ένα σύστημα γραφής που ονομάστηκε κρητική ιερογλυφική γραφή, επειδή θυμίζει την ιερογλυφική γραφή της Αιγύπτου. 

Οι παλαιότερες ιερογλυφικές επιγραφές βρίσκονται χαραγμένες σε πολύπλευρα πρίσματα και σφραγίδες. Χαράζονται επίσης πάνω σε πινακίδες από ωμό πηλό ή σε φυλλόσχημα τετράπλευρα ραβδάκια ή σε δισκία. Υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός σημείων που έχουν χαρακτήρα εικονογράμματος/ιδεογράμματος, απεικονίζουν δηλαδή αντικείμενα ή εκφράζουν έννοιες. 

Άλλα σημεία (περίπου 90) ενδεχομένως είχαν συλλαβικό χαρακτήρα, κατέγραφαν δηλαδή συλλαβές. Δεν ξέρουμε, όπως και στην περίπτωση της γραμμικής Α, τη γλώσσα που καταγράφεται στις επιγραφές αυτές.

Εικ. Κρητικές σφραγίδες με ιερογλυφική γραφή από την 3η (αριστερά) και τη 2η (δεξιά) χιλιετία π.Χ. 

Η σωστή στιγμή

Πολλές φορές ονειρευόμαστε πράγματα και καταστάσεις που θέλουμε να βιώσουμε. Θέτουμε στόχους, άλλοτε μεγαλύτερους και άλλοτε μικρότερους. Κάνουμε σχέδια, προγραμματίζουμε και βάζουμε τον εαυτό μας σε μία διαδικασία δράσης και αναζήτησης.

Προσωπική ετοιμότητα

Άλλες φορές καταφέρνουμε να φτάσουμε εκεί που θέλουμε και άλλες όχι. Άλλες μπορεί να φτάνουμε μέχρι τη μέση και να τα παρατάμε, άλλες να φτάνουμε μέχρι τη μέση και να αντιλαμβανόμαστε ότι θέλουμε να αλλάξουμε κατεύθυνση. Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί, τελικά, και να συνειδητοποιούμε ότι εκεί που πασχίζαμε να φτάσουμε, δεν «χωράμε» δεν ταιριάζουμε, και σε άλλες απλά να το απολαμβάνουμε ή και να το μοιραζόμαστε με όσους μας βοήθησαν και μας στήριξαν ή με όσους μας αποθάρρυναν, ενδυναμώνοντας το κίνητρο και το πείσμα μας.

Σε όποια συνθήκη και αν βρισκόμαστε τα συναισθήματα αγωνίας, λαχτάρας, άγχους και ενθουσιασμού έρχονται να «γεμίσουν» τις στιγμές και τις επιθυμίες μας.

Μάλιστα, ο συνδυασμός και η γρήγορη εναλλαγή και αντικατάσταση των θετικών συναισθημάτων από αρνητικά και το αντίστροφο είναι μία συνηθισμένη διαδικασία σε καταστάσεις που υπαγορεύονται και βασίζονται στις επιθυμίες και στα «θέλω».

Τι γίνεται, όμως, όταν η αρχική επιθυμία και ο αρχικός στόχος, βρίσκουν «τοίχο» και εμπόδια;

Η απάντηση ποικίλλει ανάλογα με την προσωπικότητα, την ανθεκτικότητα και το κίνητρο που έχει ο καθένας ως βάση αλλά και ως σύμμαχο στην κάθε του προσπάθεια. Έτσι, άλλοι τα παρατούν, άλλοι συνεχίζουν να προσπαθούν με περισσότερο πείσμα, άλλοι παίρνουν ένα διάλειμμα ώστε να επαναπροσδιορίσουν καλύτερα το στόχο και να επανεξετάσουν το σχέδιο δράσης τους.

Κάθε κίνηση όμως και κάθε αποτέλεσμα, είτε θετικό είτε αρνητικό, «κουβαλάει» μαζί του την έννοια του σωστού. Μία έννοια που βασίζεται στο στοιχείο της προσωπικής ετοιμότητας. Μίας ετοιμότητας που εκτός από τη δράση εδράζεται περισσότερο στο επίπεδο του να δεχτώ αυτό το «κάτι» που θέλω, περιμένω και προσπαθώ.

Η σκέψη μίας επιθυμητής κατάστασης συχνά διογκώνει ή δεν λαμβάνει υπόψιν πιθανούς «κινδύνους» και δυσκολίες, δρώντας ανασταλτικά ή ενθαρρυντικά προς τη δράση.

Λάθος timing

Η φράση «ήταν λάθος το timing», στην ουσία δηλώνει την ανετοιμότητα σου τη δεδομένη στιγμή για να δεχτείς αυτό που ήρθε. Μπορεί να το ήθελες, να το είχες ονειρευτεί, όμως, αυτό που θέλουμε δεν είναι πάντα αυτό που χρειαζόμαστε και μπορούμε να διαχειριστούμε κάθε στιγμή. Ίσως κάποια «θέλω» μας να χρειάζονται μία περισσότερη ωριμότητα και ευελιξία ή γαλήνη για να εδραιωθούν μέσα μας και να αποτελέσουν την καθημερινότητά μας.

Ίσως πάλι και κάποια, να μην είναι, όντως, αυτό που πραγματικά θέλουμε και η αποτυχία τους να μας οδηγήσει σε κάτι που μας ταιριάζει καλύτερα. Ακόμα και να μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε γιατί, τελικά, κάτι ή κάποιος υπάρχει ή λείπει από τη ζωή μας.

Αν, αντί να εστιάσω στο «γιατί δεν...», εστιάσω στα υπάρχοντα δεδομένα και ζητούμενα της κατάστασης, εκτός του ότι θα απαλλαγώ από μία ψυχικά κουραστική και πολλές φορές αυτομομφική συμπεριφορά, θα κρατήσω την ενέργειά μου για άλλες προσπάθειες που θα περιλαμβάνουν ένα λίγο πιο «έμπειρο», πλέον, «εγώ». Σίγουρα μία τέτοια διαδικασία είναι δύσκολη και για αυτό, πάντα, χρειάζεται ο χρόνος που ικανοποιεί το κάθε άτομο πριν να ξεκινήσει κάτι καινούργιο.

Η κάθε στιγμή είναι διαφορετική, όπως και εσύ είσαι διαφορετικός από την εναλλαγή της μίας στιγμής στην άλλη.

Το ίδιο συμβαίνει και με τις προσπάθειες και τους στόχους που θέτουμε για καταστάσεις και ανθρώπους. Δεν είμαστε οι ίδιοι άνθρωποι όταν επιλέγουμε, στοχοθετούμε και δρούμε στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον.

Οι εμπειρίες, οι ιστορίες, οι αποτυχίες και οι επιτυχίες, οι ικανότητες και τα γενικότερα χαρακτηριστικά του καθενός, νοηματοδοτούν κάθε μέρα, κάθε στιγμή, κάθε λεπτό αυτό που είμαστε και θέλουμε να πετύχουμε αλλά και καθορίζουν τον τρόπο που θα το διεκδικήσουμε.

Η κατάλληλη στιγμή

Όταν έρθει η ώρα για την κατάλληλη στιγμή, που στην πραγματικότητα είναι ο κατάλληλος «εσύ», η προσπάθεια σου θα έρθει να «κουμπώσει» αβίαστα και ουσιαστικά στο επιθυμητό για σένα αποτέλεσμα, ομορφαίνοντας τον κόπο και τον αγώνα που ίσως έχεις καταβάλλει. Ίσως πάλι και να μην έχεις καταβάλλει καμία προσπάθεια και κάτι το οποίο, πριν λίγο ή πολύ καιρό, σε «απέφευγε» επιδεικτικά, τώρα να έχει έρθει να σε βρει έτοιμο να το δεχτείς.

Άρα, στην ουσία, η «σωστή στιγμή», έγκειται στην καταλληλόλητα και την ετοιμότητα σου την κάθε δοδεμένη στιγμή, όχι μόνο να «δεχτείς» μία κατάσταση ή μία συνθήκη αλλά και να διαχειριστείς την απουσία ή αποτυχία της.

Σε όλα τα παραπάνω, καθώς και σε όλες τις διαδικασίες της ζωής, η τύχη έχει πάντα το ρόλο της και τη θέση της. Όμως, η τύχη θα είναι πάντα τύχη, δεν μπορούμε να την ελέγξουμε και να επέμβουμε σε αυτό που κρύβει και φέρνει ή παίρνει, μπορούμε όμως να επιλέξουμε το πώς θα διαχειριστούμε τα αποτελέσματα και τα δεδομένα έτσι όπως αυτά έχουν διαμορφωθεί.

Σίγουρα είναι δύσκολο και πολλές φορές ψυχοφθόρο να αντιμετωπίσουμε μία αποτυχία ή να διαχειριστούμε και να αποδεχτούμε μία απώλεια, όμως είναι αληθινά ανθρώπινο και δυνατόν να συμβεί, αρκεί να του δώσουμε το χώρο, το χρόνο και την υπομονή που χρειάζεται για να εξελιχθεί και να μας εξελίξει.

Oscar Wilde: ν' αφομοιώσω στον χαρακτήρα μου όλα όσα έχω πάθει

Υπάρχουν πολύ περισσότερα μπροστά μου.

Έχω πολύ πιο απότομους λόφους ν' ανεβώ, κοιλάδες πιο σκοτεινές να περάσω.

Κι όλα αυτά πρέπει να τα καταφέρω μονάχος μου.

Ούτε η Θρησκεία ούτε η Ηθική ούτε η Λογική μπορούν να με βοηθήσουν.

Η Ηθική δε με βοηθάει. Γεννήθηκα αντινομιστής. Είμαι ένας από κείνους που είναι πλασμένοι για την εξαίρεση και όχι για τον νόμο.

Αλλά ενώ βλέπω πως δεν υπάρχει τίποτε κακό σε ό,τι κάνει κανείς, βλέπω πως υπάρχει κάτι κακό σε ό,τι κανείς γίνεται. Καλό είναι να το γνωρίζουμε τούτο.

Η Θρησκεία δε με βοηθάει. Την πίστη που άλλοι δίνουν στο αόρατο, εγώ τη δίνω σε ό,τι μπορεί ν' αγγίξει κανείς και να κοιτάξει.

Οι θεοί μου κατοικούν σε ναούς χειροποίητους και η πίστη μου σ' αυτούς διαμορφώθηκε κι ολοκληρώθηκε μέσα στον κύκλο της πραγματικής εμπειρίας.

Ίσως μάλιστα η ολοκλήρωσή της να είναι πιο σφαιρική από άλλων σαν και μένα, γιατί, ενώ εκείνοι έχουν τοποθετήσει τον Ουρανό τους σ' αυτήν τη γη, εγώ βρήκα μέσα της όχι μονάχα την ομορφιά του Ουρανού, αλλά και τη φρίκη της Κόλασης.

Όταν τυχαίνει να σκέφτομαι τη Θρησκεία, νιώθω πως θα 'θελα να ιδρύσω ένα τάγμα για κείνους που δεν μπορούν να πιστέψουν. Θα μπορούσε να τ' ονομάσει κανείς Αδελφότητα των Αθέων (= Fatherless: των ορφανών, των χωρίς πατέρα).

Εκεί, πάνω σ' έναν βωμό, όπου δε θα 'καιγαν λαμπάδες, ένας παπάς που στην καρδιά του δε θα φώλιαζε η ειρήνη, θα μπορούσε να λειτουργεί με ανευλόγητο άρτο και άδειο δισκοπότηρο.

Καθετί, για να είναι αληθινό, πρέπει να γίνει θρησκεία.

Κι ο αγνωστικισμός, όχι λιγότερο από την πίστη, θα 'πρεπε να έχει το τελετουργικό του.

Έχει σπείρει τους μάρτυρές του, θα 'πρεπε να 'χει θερίσει τους αγίους του και να δοξάζει τον Θεό καθημερινά επειδή κρύβει το πρόσωπό Του από τον άνθρωπο.

Αλλά είτε για πίστη πρόκειται είτε για αγνωστικισμό, τίποτε για μένα δεν πρέπει να 'ρχεται απέξω.

Τα σύμβολά του πρέπει να 'ναι δικό μου δημιούργημα.

Μονάχα ό,τι είναι πνευματικό πλάθει τη δική του μορφή.

Αν δεν μπορέσω να βρω το μυστικό του μέσα μου, δε θα το βρω ποτέ. Αν δεν το έχω ήδη καταχτήσει, ποτέ δε θα 'ρθει να με βρει.

Η Λογική δε με βοηθάει. Μου λέει ότι οι νόμοι, κάτω απ' τους οποίους καταδικάστηκα, είναι κακοί και άδικοι νόμοι, και το σύστημα, κάτω από το οποίο υπέφερα, κακό και άδικο σύστημα.

Όπως και να 'ναι όμως, υποχρεώθηκα να κάνω και τα δυο αυτά πράγματα σωστά και δίκαια για μένα.

Βρέθηκα στην ανάγκη ν' αποδεχτώ ό,τι μου έτυχε και να το κάνω καλό για μένα.

Το σανιδένιο κρεβάτι, την αηδιαστική τροφή, τη σιωπή, τη μοναξιά, την ντροπή –το καθένα απ' αυτά και όλα μαζί αναγκάστηκα να τα μεταμορφώσω σε πνευματική εμπειρία.

Δεν υπάρχει ούτε ένας υποβιβασμός του σώματος που να μην πρέπει να προσπαθήσω να τον μεταβάλω σε αποπνευμάτωση της ψυχής.

Το σημαντικό για μένα, εκείνο που στέκει μπροστά μου, εκείνο που πρέπει να κάνω, για να μη μείνω στο υπόλοιπο της ζωής μου ακρωτηριασμένος, παραμορφωμένος και ατελής, είναι ν' αφομοιώσω στον χαρακτήρα μου όλα όσα έχω πάθει, να τα κάνω μέρος του εαυτού μου, να τα δεχτώ χωρίς παράπονο, φόβο ή δισταγμό.

Το μεγαλύτερο ελάττωμα είναι η επιπολαιότητα.

Καθετί που συνειδητοποιούμε είναι για καλό.

Oscar Wilde, De profundis (Εκ βαθέων)

Λεονάρντο Ντα Βίντσι: Αν ψάχνεις την ισορροπία, κάθε τόσο να απομακρύνεσαι για λίγο

Κάθε τόσο, να απομακρύνεσαι για λίγο,
μικρή ανάπαυλα να κάνεις,
ώστε στην εργασία σου όταν επιστρέφεις,
η κρίση σου πιο στέρεη να ΄ναι·
αν εργάζεσαι ακατάπαυστα,
θα σου κοστίσει τη δύναμη της κρίσης.

Ξεμάκρυνε λοιπόν για λίγο,
επειδή από κει το έργο σαν να μικραίνει είναι,
και μ’ ένα βλεφάρισμα και μόνο
σχεδόν ολάκερο το βλέπεις,
και τότε πιο εύκολο είναι να προσέξεις
κάποια έλλειψη αρμονίας ή δυσαναλογία
.

Όταν στοχάζεστε τον απίστευτο όγκο του ευφυούς έργου που δημιούργησε στη διάρκεια της ζωής του ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ίσως σας έρχεται στον νου η εικόνα ενός τυπικού εργασιομανούς ανθρώπου που ποτέ δεν έκανε τίποτε άλλο εκτός από το να ζωγραφίζει, να σκαλίζει αγάλματα και να επινοεί εφευρέσεις την κάθε στιγμή που ήταν ξύπνιος.

Η συμβουλή του όμως υποδεικνύει το εντελώς αντίθετο, και αυτή είναι επίσης η δική μου γνώμη. Αυτός ο αυθεντικός αναγεννησιακός άνθρωπος μας συμβουλεύει να δραπετεύουμε από την καθημερινή ρουτίνα και να αποστασιοποιούμαστε λίγο ώστε να γινόμαστε περισσότερο αποτελεσματικοί και παραγωγικοί.

Έχω την εντύπωση πως οι πολύ παραγωγικοί άνθρωποι έχουν τεράστια αίσθηση ισορροπίας και αρμονίας στη ζωή τους. Είναι πολύ εξοικειωμένοι με την έννοια του ρυθμού και γνωρίζουν πότε να απομακρύνονται για να καθαρίζουν τον νου τους από τις καθημερινές έννοιες. Η λέξη κλειδί εδώ είναι η «ισορροπία».

Για να αποφύγουμε ν’ αναλωθούμε σε οτιδήποτε, πρέπει να μπορούμε να απομακρυνόμαστε από αυτό. Και σε αυτή τη διαδικασία της απομάκρυνσης, αρχίζουμε να βλέπουμε το έργο μας, ή την οικογένειά μας, από μια προοπτική που, σύμφωνα με τον Λεονάρντο, τα κάνει να δείχνουν μικρότερα.

Το να απομακρυνόμαστε από το σημείο εστίασής μας και μετά να επανερχόμαστε και να το κοιτάμε από κάποια απόσταση, το κάνει πραγματικά να δείχνει μικρότερο. Όμως από απόσταση είμαστε και σε θέση να το δούμε περισσότερο συνολικά, με μια γρήγορη ματιά. Κι έτσι, μέσα σε μια στιγμή μπορούμε να διακρίνουμε οποιαδήποτε ατέλεια ή ελάττωμα. Ακόμη κι αν ο Λεονάρντο μιλά ίσως ως καλλιτέχνης, η συμβουλή του μπορεί να εφαρμοστεί σήμερα παντού, όποιο κι αν είναι το δικό μας έργο ζωής.

Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι μας ενθαρρύνει να αποκτήσουμε ισορροπία στη ζωή μας, ανεξάρτητα από το ποιοι είναι κάθε φορά οι στόχοι μας. Σε κάθε περίπτωση, να είστε αφοσιωμένοι στα έργα σας, προσπαθήστε όμως να απολαμβάνετε αυτά τα ίδια και όχι μόνο το τελικό αποτέλεσμα. Ακόμη περισσότερο, να είστε έτοιμοι να εγκαταλείψετε μια δραστηριότητα αν διαπιστώσετε ότι κάνει την κρίση σας να χάνει κάθε αίσθηση αρμονίας ή ισορροπίας.

Με αυτό τον τρόπο, ξαναβρίσκετε την προοπτική σας, και παραδόξως η δημιουργικότητά σας οξύνεται αντί να χαθεί. Για να εφαρμόσετε και στη δική σας ζωή τη συμβουλή του αυθεντικού ανθρώπου της Αναγέννησης:

Ασκηθείτε στην αποστασιοποίηση από το αποτέλεσμα, τόσο στη δουλειά όσο και σε όλα τα πλάνα σας. Ζήστε το παρόν, απολαμβάνοντας τις δράσεις σας μόνο για τη χαρά της ίδιας της δράσης και όχι για το πώς θα εξελιχθεί στο τέλος.

Από καιρό σε καιρό, μάθετε να φεύγετε για λίγο από τη δουλειά σας και να μην κάνετε τίποτα. Όχι χρονικοί περιορισμοί, όχι προθεσμίες, όχι ξυπνητήρια, στην πραγματικότητα μάλιστα ούτε καν ρολόγια. Απλώς αφήστε τον εαυτό σας να υπάρχει και παρατηρήστε πόσο απελευθερωμένοι θα νιώσετε. Αυτού του είδους η αποστασιοποίηση, χωρίς περιορισμούς, θα σας κάνει να επιστρέψετε στο έργο σας με ανανεωμένη ενέργεια και με πολύ πιο οξεία κρίση.

Κάντε αυτό που κάνω κι εγώ όταν αισθάνομαι «κολλημένος». Λέω: «Δεν ξέρω τι να κάνω σε αυτό το σημείο, και ο νους μου αδυνατεί να βρει απαντήσεις. Ζητώ λοιπόν από Εσένα να με βοηθήσεις για να λύσω αυτό το πρόβλημα». Ίσως ακούγεται απλοϊκό, φαίνεται όμως ότι πάντοτε λειτουργεί. Η απάντηση έρχεται και η διαύγεια επιστρέφει κάθε φορά που ζητώ βοήθεια.

Να θυμάστε πως ένας από τους ικανότερους ανθρώπους όλων των εποχών, με επιτυχίες σε αμέτρητους τομείς, μας συμβουλεύει: «Κάθε τόσο, να απομακρύνεσαι για λίγο, μικρή ανάπαυλα να κάνεις, ώστε στην εργασία σου όταν επιστρέφεις, η κρίση σου πιο στέρεη να ‘ναι». Κι αν κάποιος του οποίου τη συμβουλή θα ακολουθούσα οπωσδήποτε, αυτός είναι ο γνήσιος άνθρωπος της Αναγέννησης.

Κάρλος Καστανέντα: Η Τέχνη της Ελευθερίας

Ο Δον Χουάν στην πραγματεία του Καστανέντα, μας έδειξε ότι η μαγεία είναι μια αντικειμενική δυναμική μέσω της οποίας μπορούμε να αντιληφθούμε και να δούμε την ενέργεια. Ανέφερε ότι για να αντιληφθούμε την ενέργεια με τις αισθήσεις μας, πρέπει ν’ απελευθερωθούμε από τη συνηθισμένη μας αντιληπτική ικανότητα. Κάνουμε τα πάντα για να ελευθερώσουμε την ύπαρξή μας και να αντιληφθούμε άμεσα την ενέργεια. Μια μαγική θεωρία αναφέρει ότι η συνηθισμένη ανθρώπινη αντίληψη μας έχει επιβληθεί σαν μέρος της κοινωνικοποίησής μας, πολύ περισσότερο επιτακτικά παρά αυθαίρετα. Μια πλευρά αυτών των δεσμευτικών παραμέτρων είναι ένα ερμηνευτικό σύστημα που επεξεργάζεται τα αισθητήρια δεδομένα και τα μετατρέπει σε νοηματικά στοιχεία. Οι συνηθισμένες μας λειτουργίες μέσα στην κοινωνική δομή απαιτούν τυφλή και απόλυτη προσκόλληση σε όλες αυτές τις αρχές και κανόνες. Κανένας κανόνας, όμως, δεν μας λέει ότι είναι δυνατόν να αντιληφθούμε άμεσα την ενέργεια.

Για παράδειγμα, ο Δόν Χουάν υποστήριζε ότι είναι δυνατό να αντιληφθούμε τα ανθρώπινα πλάσματα σαν ενεργειακά πεδία, δηλαδή σαν μεγάλα, υπόλευκα φωτεινά αυγά. Για να πετύχουμε τη διεύρυνση της αντίληψής μας χρειαζόμαστε εσωτερική ενέργεια. Επομένως, το ζήτημα της εσωτερικής ενέργειας κατέχει πρωτεύοντα ρόλο για τους μαθητές της μαγείας.

Στον κόσμο του Δόν Χουάν, οι μάγοι – ανάλογα με την ιδιοσυγκρασία τους – χωρίζονται σε δύο ομάδες: Ονειρευτές είναι οι μάγοι που έχουν την έμφυτη ικανότητα να εισέρχονται σε επίπεδα οξυμένης αντίληψης ελέγχοντας τα όνειρά τους. Αυτή η δυνατότητα καλλιεργείται μέσω της εκπαίδευσης και μετουσιώνεται σε τέχνη: στην τέχνη του ονειρέματος. Διώκτες από την άλλη, είναι εκείνοι οι μάγοι που επίσης έχουν την έμφυτη ικανότητα να εισέρχονται σε επίπεδα οξυμένης αντίληψης ελέγχοντας και μεταπλάθοντας την ίδια τη συμπεριφορά τους. Μέσω της κατάλληλης εκπαίδευσης, αυτή η ικανότητα μετατρέπεται στην τέχνη της παραφύλαξης. Όλοι τους ήταν ολόψυχα αφιερωμένοι στον ίδιο σκοπό: στη διάρρηξη των αντιληπτικών συμβάσεων και προκαταλήψεων που μας περιορίζουν μέσα στα στενά όρια του καθημερινού μας κόσμου και φυσικά μας εμποδίζουν να εισέλθουμε σε άλλους.

Οι μάγοι μας λένε ότι αν διαρρήξουμε τις αντιληπτικές συμβάσεις, μας δίνεται η δυνατότητα να περάσουμε πέρα απ’ τα σύνορα και να βουτήξουμε μέσα στο αδιανόητο. Αυτή η βουτιά ονομάζεται «πέρασμα των μάγων». Μερικές φορές αποκαλείται και «αφηρημένη πτήση», γιατί πραγματικά συνεπάγεται ένα πέταγμα από την πλευρά του συγκεκριμένου, του φυσικού, στην πλευρά της διευρυμένης αντίληψης και των απρόσωπων – αφηρημένων μορφών.

Το αποκορύφωμα της ειδικής τεχνικής ονομάζεται αφηρημένη πτήση και το μέσο για να την επιτύχουμε ονομάζεται Ανακεφαλαίωση. Η αντίληψη πρέπει να μετατοπιστεί απ’ την αριστερή στη δεξιά πλευρά του μετώπου. Όταν ήμασταν παιδιά μπορούσαμε εύκολα να το κάνουμε αυτό. Μόλις όμως το εξωτερικό μέρος του σώματος διαρρηχθεί λόγω υπέρμετρων καταχρήσεων, μόνο με έναν ειδικό χειρισμό της αντίληψης μπορούμε να επαναφέρουμε την ενέργεια που έχει διαρρεύσει. Ενέργεια που είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί η μετατόπιση. Δύο πολύ σημαντικές αρχές είναι η πειθαρχημένη ζωή, η αγαμία και η αυτοπειθαρχία. Απο δώ και πέρα, πρέπει να ζήσεις μια ζωή στην οποία η αντίληψη και η συνειδητότητα, παίζει τον πρωταρχικό ρόλο. Πρέπει να αποφεύγεις οτιδήποτε βλάπτει το νού και το σώμα σου. Επίσης είναι απαραίτητο, από δώ και στο εξής, να σπάσεις όλους τους σωματικούς και συναισθηματικούς δεσμούς με τον κόσμο για ν’ αποκτήσεις συνοχή.

Σε γενικές γραμμές, οι γυναίκες από την παιδική τους ηλικία μαθαίνουν να εξαρτώνται από τους άντρες. Οι μάγοι που με εκπαίδευσαν είχαν πολύ σκληρές και απόλυτες απόψεις για το θέμα. Υποστήριζαν ότι είναι απαραίτητο για κάθε γυναίκα να αναπτύξει την ευφυϊα της καθώς και τη δυνατότητα ανάλυσης αφηρημένων ζητημάτων προκειμένου να αποκτήσει αρτιότερη αντίληψη του κόσμου. Η έλξη, όμως, του καθημερινού κόσμου είναι τόσο δυνατή που παρ’ όλη την ενδελεχή εκπαίδευση, όλοι οι μάγοι βρίσκουν τον εαυτό τους ξανά και ξανά μέσα στον πιό απεχθή τρόμο της ηλιθιότητας και των απολαύσεων. Οι δάσκαλοί μου με προειδοποίησαν ότι εγώ δεν αποτελούσα εξαίρεση. Και μόνο με μια αδυσώπητη μάχη κάθε στιγμή μπορεί κανείς να ισορροπήσει τη φυσιολογική αλλά αποχαυνωτική εμμονή του να παραμείνει απαράλλαχτος.

Πιστεύουμε βαθιά σε μια μορφή δυϊσμού. Θεωρούμε το νού ως υποδεέστερο, μη – πραγματικό τμήμα του εαυτού μας, ενώ το σώμα το θεωρούμε ως απτό, αντικειμενικό. Αυτή η διαίρεση κρατά την ενέργειά μας σε μια κατάσταση χαοτικού διαχωρισμού και εμποδίζει τη συγχώνευση. Το να είμαστε διαχωρισμένοι με αυτόν τον τρόπο είναι η συνηθισμένη ανθρώπινη κατάσταση. Αυτός όμως ο διαχωρισμός δεν υφίσταται μεταξύ νού και σώματος, αλλά μεταξύ του σώματος – το οποίο περικλείει το νού – και του διπλού, που είναι η δεξαμενή της βασικής μας ενέργειας.

Πριν από τη γέννηση αυτή η επιβεβλημένη δυαδικότητα δεν υφίσταται. Μετά τη γέννηση, όμως, τα δύο τμήματα διαχωρίζονται λόγω της έλξης των προθέσεων όλης της ανθρωπότητας. Ένα τμήμα βγαίνει έξω και γίνεται το φυσικό μας σώμα ενώ το άλλο γίνεται το διπλό. Στο θάνατο το βαρύτερο τμήμα – το σώμα – ξαναγυρίζει στη γή και απορροφάται από αυτή. Το ελαφρύτερο – το διπλό – απελευθερώνεται. Αλλά δυστυχώς από τη στιγμή που το διπλό δεν τελειοποιήθηκε, γεύεται μόνο μια στιγμιαία ελευθερία πρίν διασκορπιστεί στο σύμπαν.

Αν πεθάνουμε χωρίς να σβήσουμε το λαθεμένο δυϊσμό νού και σώματος, έχουμε απλά έναν συνηθισμένο θάνατο. Πεθαίνουμε γιατί η δυνατότητα της μεταμόρφωσης δεν έχει περάσει στην αντίληψή μας. Αυτή η μεταμόρφωση πρέπει να επιτευχθεί κατά τη διάρκεια της ζωής μας και αυτό το έργο είναι ο μόνος αληθινός σκοπός που μπορεί να έχει μια ανθρώπινη ύπαρξη. Όλα τα άλλα επιτεύγματα είναι εφήμερα, από τη στιγμή που ο θάνατος τα διαλύει μέσα στην ανυπαρξία.

Αυτή η μεταμόρφωση συνεπάγεται μια ολοκληρωτική αλλαγή κι αυτό κατορθώνεται μέσα από την Ανακεφαλαίωση: τον ακρογωνιαίο λίθο της τέχνης της ελευθερίας. Η ανακεφαλαίωση είναι η τεχνική του να έλκουμε πίσω την ενέργεια που έχει ήδη σπαταληθεί σε προηγούμενες πράξεις μας. Συνεπάγεται τη θύμηση όλων των ανθρώπων που έχουμε συναντήσει, τη θύμηση όλων των τόπων που έχουμε δεί και τέλος τη θύμηση όλων των αισθημάτων που έχουμε νιώσει σε ολόκληρη τη ζωή μας.

Αρχίζουμε απ’ το παρόν και προχωράμε πρός τα πίσω – πρός τις παλαιότερες αναμνήσεις – και τότε τις σαρώνουμε μια – μια με τη σαρωτική αναπνοή. Εισπνέουμε απ’ τη μύτη καθώς γυρίζουμε το κεφάλι πρός τα αριστερά και εκπνέουμε γυρνώντας το κεφάλι πρός τα δεξιά. Έπειτα γυρίζουμε το κεφάλι αριστερά και δεξιά με μια κίνηση, χωρίς να αναπνέουμε. Αυτός ο περίεργος τρόπος αναπνοής είναι το κλειδί για την ανακεφαλαίωση γιατί οι εισπνοές μας επιτρέπουν να τραβήξουμε πίσω την ενέργεια που έχουμε χάσει, ενώ οι εκπνοές διώχνουν την ξένη, μη – επιθυμητή ενέργεια που έχει συσσωρευτεί μέσα μας λόγω της αλληλεπίδρασής μας με τους συνανθρώπους μας.

Η ανακεφαλαίωση δεν είναι μια αυθαίρετη ή ιδιότροπη άσκηση

Όταν την κάνουμε προσπαθούμε να αισθανθούμε μερικά μακριά ελαστικά νήματα που εκτείνονται από το σημείο συναρμογής. Αυτά τα νήματα είναι στην πραγματικότητα αγωγοί που θα μας επιστρέψουν την ενέργεια που αφήσαμε πίσω μας. Για να ανακτήσουμε τη δύναμη και την ενότητα, οφείλουμε να απελευθερώσουμε την ενέργειά μας που είναι παγιδευμένη στον κόσμο και να την ξαναφέρουμε σε μας. Ενώ εκτελούμε την ανακεφαλαίωση, προεκτείνουμε αυτά τα ελαστικά νήματα ενέργειας μέσα από το χώρο και το χρόνο πρός τα πρόσωπα, τους τόπους και τα γεγονότα που εξετάζουμε. Το αποτέλεσμα είναι ότι μπορούμε να επιστρέψουμε σε οποιαδήποτε στιγμή της ζωής μας σαν να ήμασταν πραγματικά εκεί. Σημασία έχει να βιώσουμε ξανά τα γεγονότα και τα αισθήματα με όσο περισσότερη λεπτομέρεια είναι δυνατόν και μετά να τα αγγίξουμε με τη σαρωτική αναπνοή, έτσι ώστε να ελευθερώσουμε την παγιδευμένη ενέργεια.

Ξεκινάμε κάνοντας μια λίστα από όλους τους ανθρώπους που έχουμε ποτέ συναντήσει, αρχίζοντας από το παρόν και πηγαίνοντας σιγά – σιγά πίσω στις παλαιότερες αναμνήσεις μας. Αυτή η λίστα σχηματοποιεί ένα καλούπι για να μπορέσει ο νούς να προσκολληθεί πάνω του. Το αρχικό επίπεδο της ανακεφαλαίωσης αποτελείται από δύο πράγματα. Το πρώτο είναι η λίστα και το δεύτερο είναι το στήσιμο του σκηνικού. Το να στήσεις το σκηνικό σημαίνει να εγκαλέσεις νοερά όλες τις λεπτομέρειες που σχετίζονται με τα περιστατικά που θέλεις να επαναφέρεις στη μνήμη σου.

Μόλις έχεις καταφέρει να εγκαλέσεις νοερά το σκηνικό, κάνε χρήση της σαρωτικής αναπνοής. Η κίνηση του κεφαλιού σου θα είναι κάτι σαν ανεμιστήρας που ανακατεύει καθετί μέσα στο σκηνικό. Αν θυμάσαι ένα δωμάτιο, για παράδειγμα, ανέπνεε τους τοίχους, το ταβάνι, τα έπιπλα, τους ανθρώπους που βλέπεις. Και μη σταματήσεις μέχρι να απορροφήσεις και το τελευταίο ίχνος ενέργειας που άφησες εκεί. Να θυμάσαι, πρέπει να έχεις την πρόθεση να εισπνέεις την ενέργεια που άφησες στο χώρο που οραματίζεσαι και από την άλλη να εκπνέεις την εξωτερική ενέργεια που διείσδυσε μέσα σου από τρίτους. Η ανακεφαλαίωση πρέπει να ξεκινάει από την εστίαση της προσοχής στην τελευταία σεξουαλική εμπειρία επειδή εκεί παγιδεύεται το μεγαλύτερο ποσοστό ενέργειας, γι’ αυτό πρέπει να ελευθερώσουμε αυτές τις αναμνήσεις πρώτα!

Οι γυναίκες, πολύ περισσότερο από τους άντρες, είναι οι αληθινοί υποστηρικτές της κοινωνικής τάξης. Για να εκπληρώσουν μάλιστα αυτόν τον σκοπό έχουν ανατραφεί, ομοιόμορφα σε όλον τον κόσμο, να είναι στην υπηρεσία των αντρών. Δεν έχει διαφορά αν έχουν αγοραστεί κυριολεκτικά ως σκλάβες ή αν φλερτάρονται και αγαπιούνται. Ο θεμελιώδης σκοπός και η μοίρα τους είναι ίδια. Να θρέφουν, να προστατεύουν και να υπηρετούν τους άντρες.

Στο ανθρώπινο βασίλειο, ο βασικός σκοπός της σεξουαλικής επαφής είναι η αναπαραγωγή. Υπάρχει όμως και άλλη μια συγκαλυμμένη λειτουργία, που χρησιμεύει για να διασφαλίσει τη συνεχή ροή ενέργειας από τις γυναίκες στους άντρες. Οι άντρες αφήνουν συγκεκριμένες ενεργειακές γραμμές μέσα στο σώμα μιας γυναίκας. Αυτές μοιάζουν με φωτεινές ταινίες ή σκουλήκια που κινούνται πρός τη μήτρα ρουφώντας συνεχώς ενέργεια. Τοποθετούνται για να διασφαλίσουν ότι μια σταθερή ποσότητα ενέργειας φτάνει στον άντρα που τις έβαλε. Αυτές οι ενεργειακές γραμμές, που εγκαθίστανται με τη σεξουαλική πράξη, κλέβουν και συσσωρεύουν ενέργεια από το γυναικείο σώμα πρός όφελος του άντρα που τις τοποθέτησε εκεί.

Οι γυναίκες είναι η βάση για τη διαιώνιση του ανθρώπινου είδους. Ο όγκος της ενέργειας που προέρχεται από αυτές διοχετεύεται όχι μόνο για την κυοφορία, τη γέννηση και την ανατροφή του παιδιού, αλλά επίσης για την εξασφάλιση του γεγονότος ότι ο άντρας έχει το ρόλο του σε όλη αυτή τη διαδικασία. Στην ιδανική της μορφή, αυτή η διαδικασία, εξασφαλίζει ότι η γυναίκα θρέφει ενεργειακά τον άντρα της μέσα από τα νήματα που άφησε στο σώμα της και έτσι ο άντρας, κατά ένα μυστηριώδη τρόπο, συντηρείται από εκείνη σε ένα αιθερικό επίπεδο. Αυτό εκφράζεται με τον απροκάλυπτη συμπεριφορά των αντρών που γυρίζουν ξανά στην ίδια γυναίκα ξανά και ξανά, ακριβώς γιατί έτσι διατηρούν την πηγή που τους συντηρεί.

Με αυτόν τον τρόπο, η φύση διασφαλίζει ότι οι άντρες, εκτός από την άμεση πρόθεση για σεξουαλική ικανοποίηση, εγκαθιδρύουν όλο και πιό μόνιμους δεσμούς με τις γυναίκες. Αυτά τα ενεργειακά νήματα που αφήνονται στις μήτρες των γυναικών, αργότερα συγχωνεύονται με την ενεργειακή σύνθεση του παιδιού και συγκεκριμένα μόλις γίνει η σύλληψη. Αυτό είναι ένα σημαντικό στοιχείο των οικογενειακών δεσμών, γιατί η ενέργεια του πατέρα συγχωνεύεται με την ενέργεια του παιδιού και έτσι ο άντρας μπορεί να αισθανθεί ότι το παιδί είναι δικό του.

Οι γυναίκες έχουν ανατραφεί έτσι ώστε να ξελογιάζονται εύκολα από τους άντρες, χωρίς να έχουν την παραμικρή υποψία για τις συνέπειες της σεξουαλικής επαφής σε όρους ενεργειακής αποστράγγισης. Κουβαλούν αυτά τα ενεργειακά σκουλήκια – δηλαδή τις ενεργειακές γραμμές – για επτά χρόνια. Μετά από αυτό το χρονικό διάστημα εξαφανίζονται ή μειώνονται.

Όμως, το λυπηρό μέρος αυτής της ιστορίας είναι ότι μόλις πλησιάζει η λήξη αυτής της περιόδου, όλος ο στρατός των γραμμών – από τον πρώτο μέχρι και τον τελευταίο άντρα – αναστατώνεται με μιας και η γυναίκα αναγκάζεται να έχει και πάλι σεξουαλική επαφή. Τότε όλα τα σκουλήκια που τρέφονται από τη γυναικεία ενέργεια γίνονται ισχυρότερα για άλλα επτά χρόνια. Είναι πραγματικά ένας φαύλος κύκλος.

Τα σκουλήκια πεθαίνουν αν η γυναίκα παραμείνει άγαμη και αρνηθεί να έχει σεξουαλική δραστηριότητα για επτά χρόνια. Αλλά είναι σχεδόν αδύνατο για γυναίκα να παραμείνει άγαμη για τόσο πολύ στην εποχή μας και στην ηλικία μας, εκτός και αν γίνει μοναχή ή αν έχει η ίδια λεφτά για να στηριχθεί στη ζωή της. Αλλά ακόμα και τότε, η γυναίκα χρειάζεται μια εντελώς διαφορετική λογική. Ο δυϊσμός νού – σώματος αποτελεί μια λανθασμένη διχοτομία. Ο πραγματικός διαχωρισμός υφίσταται μεταξύ του φυσικού σώματος – που στεγάζει το νού – και του αιθερικού σώματος ή του διπλού – που στεγάζει την ενέργειά μας. Η αφηρημένη πτήση συμβαίνει όταν στρέψουμε το διπλό στην καθημερινή μας ζωή.

Με άλλα λόγια, τη στιγμή που το φυσικό σώμα αποκτήσει απόλυτη συνείδηση του αιθερικού ενεργειακού του πανομοιότυπου, τότε συναντούμε το αφηρημένο που είναι ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο συνειδητότητας και αντίληψης. Μια ολοκληρωμένη και σε βάθος ανακεφαλαίωση μας βοηθά να αποκτήσουμε συνείδηση του τί θέλουμε να αλλάξουμε, ακριβώς επειδή μας επιτρέπει να δούμε τη ζωή μας χωρίς αυταπάτες. Μας επιτρέπει να επιλέξουμε αν θέλουμε να αποδεχτούμε τη ζωή μας ως έχει ή να την αλλάξουμε ριζικά – πρίν παγιδευτούμε οριστικά.

Για να αλλάξουμε χρειαζόμαστε τρείς συνθήκες: πρώτα, πρέπει να ανακοινώσουμε φωναχτά την πρόθεσή μας να αλλάξουμε. Κατά δεύτερο λόγο, οφείλουμε να δεσμεύσουμε τη συνειδητότητά μας, την αντίληψή μας για μια χρονική περίοδο. Δεν μπορούμε να αρχίζουμε κάτι και μετά να το παρατήσουμε μόλις βαρεθούμε. Τρίτον, πρέπει να δούμε το αποτέλεσμα των ενεργειών μας με αίσθημα απόσπασης. Αυτό σημαίνει ότι δεν πρέπει να μπλεχτούμε με συναισθήματα επιτυχίας ή αποτυχίας.

Όταν οι θετικές και οι αρνητικές μας δυνάμεις ισορροπούν, τότε η καθεμιά αναιρεί την άλλη και αυτό σημαίνει ότι η αξία μας είναι μηδαμινή. Αυτό σημαίνει επίσης, ότι δεν μπορεί να μας αναστατώσει κάποιος που μας κριτικάρει, ούτε μπορεί να μας ευχαριστήσει κάποιος με φιλοφρονήσεις. Μέσα από τη διαδικασία της ανακεφαλαίωσης μπορούμε να αδειάσουμε από σκέψεις και επιθυμίες και αυτό για τους αρχαίους οραματιστές σήμαινε ότι είναι δυνατόν να γίνουμε ένα με την πρόθεση του δράκου, επομένως αόρατοι.

Τα μάτια των ανθρώπων που έχουν πραγματώσει το πέρασμα αντανακλούν μια απερίγραπτη αδιαφορία γιατί δεν κοιτάζουν τον εξωτερικό κόσμο αλλά είναι στραμμένα εσωτερικά και κοιτάζουν αυτό που δεν είναι ακόμα παρόν. Το μάτι που κοιτάζει εσωτερικά είναι αμετακίνητο. Δεν αντανακλά ανθρώπινα ενδιαφέροντα ή φόβους. Αντανακλά την απεραντοσύνη. Οι οραματιστές που έχουν ατενίσει το άπειρο επιβεβαιώνουν ότι και το άπειρο, με τη σειρά του, κοιτάζει με ψυχρή και πεισματική αδιαφορία.

Σκοπός της ανακεφαλαίωσης είναι να διαρρήξει βασικές υποθέσεις που έχουμε αποδεχτεί στη ζωή μας. Αν δεν σπάσουν, δεν μπορούμε να εμποδίσουμε τη δύναμη της θύμησης που θολώνει την αντίληψή μας. Ο κόσμος είναι μια τεράστια οθόνη γεμάτη από αναμνήσεις. Αν κάποιες βασικές υποθέσεις σπάσουν τότε η δύναμη της θύμησης όχι μόνο αδρανοποιείται αλλά ακόμα και καταργείται.

Φανταστείτε τον εαυτό σας σαν μια τεράστια αποθήκη αναμνήσεων. Σε αυτήν την αποθήκη, κάποιος άλλος εκτός από σας έχει τοποθετήσει συναισθήματα, ιδέες, πνευματικούς διαλόγους και πρότυπα συμπεριφοράς. Από τη στιγμή που πρόκειται για τη δική σας αποθήκη, μπορείτε να μπείτε μέσα να ερευνήσετε και να χρησιμοποιήσετε, κάθε στιγμή, οτιδήποτε βρείτε εκεί. Το πρόβλημα όμως είναι πως δεν έχετε απολύτως κανένα δικαίωμα πάνω στον κατάλογο όσων περιλαμβάνει η αποθήκη, ακριβώς γιατί δημιουργήθηκε πρίν γίνετε ιδιοκτήτες της. Επομένως, είστε πολύ περιορισμένοι στην επιλογή των επιμέρους τμημάτων.

Μπορούμε να θεωρήσουμε το ανθρώπινο σώμα είτε ως ένα βιολογικό οργανισμό, είτε ως μια πηγή δύναμης. Αυτό εξαρτάται από την κατάσταση του καταλόγου της αποθήκης μας. Το σώμα μπορεί να είναι σκληρό και δύσκαμπτο ή απαλό και ευλύγιστο. Αν η αποθήκη μας είναι άδεια, τότε και το σώμα αδειάζει, επιτρέποντας έτσι στην ενέργεια από το άπειρο να ρέει μέσα του. Προκειμένου να αδειάσουμε τον εαυτό μας, πρέπει να βυθιστούμε σε μια κατάσταση βαθιάς ανακεφαλαίωσης και να επιτρέψουμε έτσι στην ενέργεια να κυλά μέσα μας ανεμπόδιστα. Μόνο όταν είμαστε ήρεμοι μπορούμε να δώσουμε απόλυτη κυριαρχία στον οραματιστή που κρύβεται μέσα μας ή μόνο έτσι θα μπορέσει η απρόσωπη ενέργεια του σύμπαντος να μετατραπεί στην απόλυτα προσωπική ενέργεια της πρόθεσης.

Όταν έχουμε απαλλάξει σε ικανοποιητικό βαθμό τον εαυτό μας από τον απαρχαιωμένο και παραφορτωμένο κατάλογο, έρχεται η ενέργεια σε μας και συσσωρεύεται φυσιολογικά. Όταν συγχωνευτεί αρκετή ποσότητα ενέργειας, τότε μετατρέπεται σε δύναμη. Σημασία έχει να έχουμε συνείδηση. Το αιθερικό σώμα είναι μια μάζα ενέργειας. Παρ’ όλα αυτά έχουμε συνείδηση μόνο του σκληρού εξωτερικού περιβλήματος. Μπορούμε να αποκτήσουμε συνείδηση της αιθερικής πλευράς μας αν επιτρέψουμε στην πρόθεσή μας να εστιαστεί και πάλι πάνω της.

Το φυσικό σώμα είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με το αιθερικό ταίρι του, αλλά αυτός ο σύνδεσμος έχει θολώσει από τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας που εστιάζονται αποκλειστικά στο φυσικό μας σώμα. Για να μετακινήσουμε την αντίληψή μας από το σώμα στο ρευστό ταίρι του, πρέπει πρώτα να καταστρέψουμε το φράγμα που διαχωρίζει τις δύο όψεις της ύπαρξής μας. Το αιθερικό πλέγμα είναι η φωτεινότητα που περικλείει το φυσικό μας σώμα. Αυτό το πλέγμα κατατεμαχίζεται στην καθημερινή ζωή μας. Τεράστιες ποσότητες ενέργειας χάνονται ή μπερδεύονται με τις ενεργειακές ζώνες των άλλων ανθρώπων. Αν κάποιος χάσει πάρα πολλή ζωτική δύναμη θα αρρωστήσει ή θα πεθάνει.

Έπαρση, έλλειψη στόχων, ασυγκράτητη φιλοδοξία, ανεξερεύνητη φιληδονία, δειλία ανόργανα όντα και όντα διαφορετικού DNA… Ο κατάλογος των εχθρών που προσπαθούν να μας ανακόψουν την πτήση πρός την ελευθερία δεν έχει τέλος. Πρέπει να είμαστε αδυσώπητοι στις μάχες που θα δώσουμε εναντίον τους. Οι διαθέσεις και τα συναισθήματά μας είναι οι πραγματικοί εχθροί μας και είναι τόσο ολέθριοι και επικίνδυνοι όσο και ο ληστής που είναι οπλισμένος μέχρι τα δόντια και μας περιμένει σε κάποια σκοτεινή γωνιά του δρόμου.

Μάγος είναι αυτός που μέσω της αυτοπειθαρχίας και της επιμονής, μπορεί να σπάσει τα όρια της καθημερινής αντίληψης.

Στα πλαίσια της μαγικής πρόθεσης δεν υπάρχει χώρος για ήττα γιατί οι μάγοι έχουν να δρασκελίσουν μόνο μια προοπτική. Να επιτύχουν σε οτιδήποτε αναλαμβάνουν. Αλλά για να έχουν μια τόσο δυνατή και ξεκάθαρη προοπτική, πρέπει να επαναρυθμίσουν την ίδια τους την ύπαρξη. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο απαιτείται κατανόηση και δύναμη. Η κατανόηση πηγάζει από την ανακεφαλαίωση της ζωής τους και η δύναμη συσσωρεύεται από τις άμεμπτες και άψογες πράξεις τους και την συσσώρευση της εσωτερικής σιωπής.

ECKHART TOLLE: Και ενώ ένιωθα πιασμένος στο δόκανο ενός έντονου φόβου

“Δεν μπορώ πια να ζω με τον εαυτό μου”. Αυτή ήταν η σκέψη που επαναλαμβανόταν αδιάκοπα μέσα στο νου μου. Και τότε, ξαφνικά, συνειδητοποίησα πόσο αλλόκοτη ήταν εκείνη η σκέψη. “Είμαι ένας ή δύο;” αναρωτήθηκα. “Αν δεν μπορώ να ζω με τον εαυτό μου, τότε θα πρέπει να είμαστε δύο: «εγώ» και ο «εαυτός» με τον οποίο «δεν μπορώ να ζω». Ίσως, μόνο ο ένας από τους δυο μας να είναι αληθινός”.

Ήμουν τόσο αποσβολωμένος από αυτή την παράξενη συνειδητοποίηση, ώστε ο νους μου σταμάτησε. Είχα πλήρη συνείδηση, αλλά δεν υπήρχαν πια σκέψεις. Τότε ένιωσα να με τραβάει κάτι που έμοιαζε με ενεργειακή δίνη. Ήταν μια αρχή κίνηση στην αρχή και ύστερα επιταχύνθηκε. Ένιωθα πιασμένος στο δόκανο ενός έντονου φόβου και το κορμί μου άρχισε να τρέμει. Άκουσα τις λέξεις “μην αντιστέκεσαι”, σαν να είχαν ειπωθεί μέσα στο στήθος μου. Αισθανόμουν σαν να με ρουφούσε ένα κενό και είχα την αίσθηση ότι αυτό το κενό ήταν μέσα μου, όχι έξω από μένα. Ξαφνικά, δεν ένιωθα πια φόβο κι αφέθηκα να πέσω μέσα σ’ εκείνο το κενό. Δε θυμάμαι τι συνέβη ύστερα απ’ αυτό.

Ξύπνησα από το τιτίβισμα ενός πουλιού έξω από το παράθυρο. Δεν είχα ποτέ ξανακούσει τέτοιον ήχο. Τα μάτια μου ήταν ακόμα κλειστά και έβλεπα την εικόνα ενός πολύτιμου διαμαντιού. Ναι, αν ένα διαμάντι μπορούσε να βγάλει ήχο, έτσι θα ήταν. Άνοιξα τα μάτια μου. Το πρώτο φως της αυγής τρύπωνε μέσα από τις κουρτίνες. Χωρίς καμιά σκέψη, ένιωσα, ήξερα, ότι υπάρχουν πολύ περισσότερα πράγματα στο φως απ’ όσα αντιλαμβανόμαστε. Αυτό το απαλό φεγγοβόλημα που φιλτραριζόταν μέσα από τις κουρτίνες ήταν η ίδια η αγάπη.

Τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα. Σηκώθηκα κι άρχισα να περπατάω πάνω—κάτω. Αναγνώριζα το δωμάτιο, κι όμως ήξερα ότι ποτέ πριν δεν το είχα δει πραγματικά. Όλα ήταν φρέσκα και αγνά, σαν να είχαν μόλις γεννηθεί. Έπιανα τα αντικείμενα στα χέρια μου, ένα μολύβι, ένα άδειο μπουκάλι, θαυμάζοντας την ομορφιά και τη ζωντάνια τους. Εκείνη τη μέρα τριγύρισα στην πόλη, κυριολεκτικά θαμπωμένος από το θαύμα της ζωής πάνω στη Γη, σαν να είχα μόλις γεννηθεί σε τούτο τον κόσμο.

ECKHART TOLLE, Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΤΩΡΑ

BERTRAND RUSSELL: Πόσο πλησιάζει την ευτυχία ο πλούσιος της εποχής μας;

Κοιτάξτε τη ζωή ενός συνηθισμένου επιχειρηματία. Ας υποθέσουμε πως έχει ένα ωραίο σπίτι, μια ωραία γυναίκα και χαριτωμένα παιδιά. Ξυπνάει νωρίς το πρωί, ενώ οι άλλοι κοιμούνται ακόμη, και τρέχει για το γραφείο του. Εκεί, είναι υποχρεωμένος να επιδείξει τα χαρίσματα ενός μεγάλου αρχηγού. Παίρνει ύφος αποφασιστικό, μιλάει δίχως να καταδέχεται ν’ ακούσει την απάντηση, με τρόπο υπολογισμένο για να εντυπωσιάζει τον καθένα, εκτός από το παιδί του γραφείου του. Υπαγορεύει γράμματα, συνομιλεί με σπουδαία πρόσωπα από το τηλέφωνο, σπουδάζει την αγορά, και το μεσημέρι κάνει τραπέζι σε κάποιο συνάδελφο με τον οποίον ελπίζει να κλείσει καλές δουλείες. Η ρουτίνα αυτή συνεχίζεται όλο το απόγευμα. Γυρίζει στο σπίτι του, κουρασμένος, μόλις προλαβαίνοντας να βάλει το βραδινό του κουστούμι και να τρέξει για το δείπνο. Στο δείπνο τώρα, μαζί με άλλους το ίδιο κουρασμένους, προσποιείται ότι χαίρεται τη συντροφιά των κυριών, που δεν είχαν ακόμη την ευκαιρία να νοιώσουν κουρασμένες. Είναι αδύνατο να προβλέψεις πόσες ώρες θα χρειασθεί ο δυστυχισμένος άνθρωπος για να γλιτώσει από αυτή την «ψυχαγωγία». Στο τέλος πέφτει στο κρεβάτι και για μερικές ώρες, η έντασή του χαλαρώνεται.

Η επαγγελματική ζωή αυτού του ανθρώπου έχει την ψυχολογία του αγώνα δρόμου των εκατό μέτρων. Αλλά μια και ο αγώνας στον οποίον έχει μπλέξει έχει για τέρμα του τον τάφο, η συγκέντρωση δυνάμεων που ταιριάζει στο δρόμο των εκατό μέτρων, γίνεται εδώ κάπως εξαντλητική. Τι ξέρει για τα παιδιά του; Ολόκληρη την εβδομάδα είναι στο γραφείο του. Την Κυριακή του την περνά στο γήπεδο του γκολφ. Τι ξέρει για τη γυναίκα του; Όταν την αφήνει το πρωί, είναι κοιμισμένη. Το βράδυ, είναι και οι δυο τους δεσμευμένοι σε κοινωνικές υποχρεώσεις που δεν τους επιτρέπουν τις ιδιαίτερες συνομιλίες. Ίσως να μην έχει κανέναν αληθινό φίλο, μόλο που δείχνει σε πολλούς από τη συντροφιά του, μια προσποιητή οικειότητα που πολύ θα ’θελε να ήταν πραγματική. Δεν ξέρει ούτε την άνοιξη, ούτε το φθινόπωρο παρά μονάχα στο βαθμό που επηρεάζουν την αγορά. Μπορεί να έχει δει ξένες χώρες, αλλά με τα μάτια ενός ανθρώπου που έπληττε θανάσιμα. Τα βιβλία του φαίνονται πράγματα περιττά και η μουσική του είναι απρόσιτη. Από χρόνο σε χρόνο γίνεται πιο φυγόκοσμος, η προσοχή του συγκεντρώνεται ολοένα και σε πιο περιορισμένα ενδιαφέροντα, και η ζωή του, έξω από την επιχείρησή του, γίνεται ολοένα και πιο στεγνή.

Μόλο που το χρήμα δε φθάνει για να κάνει ανθρώπους σπουδαίους, είναι δύσκολο να είσαι σπουδαίος δίχως χρήμα. Άλλωστε, η εξυπνάδα μετριέται με βάση το χρήμα που κερδίζει κανείς. Ένας που κερδίζει πολλά είναι έξυπνος. Εκείνος που φυτοζωεί δεν είναι έξυπνος. Κανείς δε θέλει να τον παίρνουν για κουτό. Γι’ αυτό, όταν η αγορά παθαίνει αναστατώσεις, οι άνθρωποι νοιώθουν το συναίσθημα εκείνο που δοκιμάζει ο μαθητής που πάει για εξετάσεις.

Κατά τη γνώμη μου, πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε πως ένα στοιχείο αυθεντικού, έστω και αδικαιολόγητου φόβου, για τις συνέπειες μιας οικονομικής καταστροφής, υπεισέρχεται συχνά μέσα στις ανησυχίες ενός επιχειρηματία. Ο Κλευχάνγκερ, του Άρνολντ Μπέντετ, όσο πλούσιος κι αν ήταν κατατρεχόταν από τον φόβο πως θα πεθάνει σε φτωχοκομείο. Είμαι βέβαιος, πως εκείνοι που υπέφεραν πολύ από τη φτώχεια στα παιδικά τους χρόνια, βασανίζονται από το φόβο μήπως τα παιδιά τους έχουν την ίδια τύχη και τους φαίνεται σχεδόν αδύνατο να συγκεντρώσουν όσα εκατομμύρια χρειάζονται για ν’ αποσοβηθεί αυτή η συμφορά. Οι φόβοι αυτοί είναι ίσως αναπόφευκτοι στην πρώτη γενεά, αλλά είναι λιγότερο πιθανό να βασανίσουν εκείνους που ποτέ τους δε γνώρισαν μεγάλη φτώχεια.

Όλο το κακό προέρχεται από το γεγονός πως θεωρούμε την επιτυχία στον ανταγωνισμό σαν την κυριότερη πηγή της ευτυχίας. Δεν αρνούμαι πως το συναίσθημα της επιτυχίας κάνει τη ζωή πιο ευχάριστη. Ας πάρουμε για παράδειγμα τον ζωγράφο που ήταν ολότελα άγνωστος και άσημος σε όλη του τη νεανική ηλικία. Ασφαλώς θα νιώσει ευτυχισμένος όταν δει ν’ αναγνωρίζεται το ταλέντο του. Δεν αρνούμαι ακόμα ούτε ότι το χρήμα είναι, ως ένα ορισμένο σημείο, ικανό ν’ αυξήσει την ευτυχία. Νομίζω όμως ότι πέρα από ορισμένο όριο δεν μπορεί να προσθέσει τίποτα. Εκείνο που υποστηρίζω είναι ότι η επιτυχία στη ζωή δεν είναι παρά μόνο ένα από τα συστατικά της ευτυχίας. Κι ότι πληρώνεται πάρα πολύ ακριβά, όταν θυσιάζονται όλα τα άλλα συστατικά για χάρη της.

Στο 18° αιώνα ένα από τα χαρακτηριστικά του «τζέντλεμαν» ήταν να μπορεί ν’ απολαμβάνει τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική και τη μουσική. Στις ημέρες μας μπορεί να διαφωνούμε με αυτό το γούστο, αλλά αναγνωρίζουμε πως ήταν αυθεντικό. Ο πλούσιος της εποχής μας έχει δημιουργήσει έναν ολότελα διαφορετικό τύπο. Δε διαβάζει ποτέ. Αν θέλει να καταρτίσει μια πινακοθήκη για ν’ αυξήσει τη δόξα του, εμπιστεύεται σε εμπειρογνώμονες την εκλογή των πινάκων. Η απόλαυση που αποκομίζει δεν προέρχεται από τη θέα των έργων τέχνης, αλλά από το γεγονός ότι δεν άφησε άλλους Κροίσους να τα κατέχουν αυτοί.

Το αποτέλεσμα είναι πως δεν ξέρει τι να τις κάνει τις ελεύθερες ώρες του. Όσο γίνεται πλουσιότερος τόσο πιο εύκολο του είναι να κερδίσει και άλλα χρήματα, από όσα θα μπορούσε να ξοδέψει όλη την ημέρα. Έτσι, ο ατυχής βρίσκεται πραγματικά άνεργος. Αυτό θα συμβαίνει αναπόφευκτα όσο η επιτυχία, αυτή καθαυτή, θα θεωρείται σαν σκοπός της ζωής. Όταν ένας άνθρωπος δεν έχει μάθει πώς να χειρισθεί την επιτυχία του, όταν την κερδίσει, αυτή θα τον κάνει έρμαιο μιας ανυπόφορης ανίας.

BERTRAND RUSSELL, Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

Δεν πρέπει να καταπιέζουμε, ούτε να καταπίνουμε διάφορα πράγματα

Δεν πρέπει να καταπιέζουμε, ούτε να καταπίνουμε διάφορα πράγματα.

Πρέπει να τα στρέφουμε προς το σημείο στο οποίο κατευθύνονται.

Δεν πρέπει να καταπιέζουμε, ούτε να καταπίνουμε διάφορα πράγματα.

Δεν πρέπει να στρέφουμε εναντίον μας ούτε τα καλά ούτε τα κακά, ούτε τα θετικά ούτε τα αρνητικά, ούτε τα καλύτερα ούτε τα χειρότερα.

Δεν πρέπει να ζούμε χαρίζοντας ψυχαναγκαστικά διάφορα πράγματα όταν, στην πραγματικότητα, θα θέλαμε κάποιος να χαρίσει κάτι και σ’ εμάς.

Δεν πρέπει να ζούμε θυμώνοντας με τον εαυτό μας, για να μη θυμώσουμε μ’ αυτούς που μας φόρτωσαν στην πλάτη τις δικές τους προσδοκίες.

Πρέπει να αναλαμβάνουμε πλήρως την ευθύνη για ό,τι κάνουμε, για ό,τι λέμε και για ό,τι αποφασίζουμε να μην κάνουμε και να μην πούμε.

Αν φερόμαστε έτσι, δεν θα έχουμε πια ανάγκη ούτε και λόγο για να ζήσουμε με ενοχές.

Και χωρίς ενοχές, η ζωή θα είναι πολύ, μα πολύ πιο ευχάριστη.

ANTON CHEKHOV: Ο ΠΟΝΟΣ

Ο τορναδόρος Γκριγκόρι Πετρώφ, ο καλύτερος τεχνίτης, μα και ο πιο ανεπρόκοπος χωριάτης στον κάμπο του Γκάλτσιν, κουβαλούσε με το έλκηθρο τη γριά του στο νοσοκομείο του Ζέμστβο. Έχει μπροστά του καμιά τριανταριά βέρστια και το κυριότερο ο δρόμος είναι φριχτός, ακατάλληλος και για την πόστα ακόμα, όχι για τον τεμπελχανά το Γκριγκόρι. Ο παγωμένος βοριάς τον βιτσίζει κατάμουτρα. Γύρω του, πάνωθέ του, όπου να γυρίσει το βλέμμα, το χιόνι στριφογυρίζει σωστό σύννεφο έτσι που δεν ξέρει κανείς αν πέφτει από τον ουρανό ή ανεβαίνει από τη γη. Δε βλέπει τίποτα από την καταχνιά, ούτε χωράφια, ούτε τηλεγραφόξυλα, ούτε δέντρα. Και όταν χιμάει πάνω του ο χιονιάς δεν μπορεί να ξεχωρίσει ούτε τη σιδερένια ζούλα από το έλκηθρο. Η φοράδα σακατεμένη από τα χρόνια αγκομαχάει, δεν μπορεί πια να σαλέψει. Όλη της η αντοχή ξοδεύτηκε καθώς παλεύει να λευτερώσει τα πόδια της από το βαθύ χιόνι και να κρατάει ψηλά το κεφάλι. Ο τορναδόρος βιάζεται. Κάθε τόσο ανασηκώνεται στο έλκηθρο και τινάζει το καμτσίκι στα καπούλια της φοράδας.

-Μην κλαις Ματριόνα… μουρμουρίζει. Κάνε υπομονή. Θα φτάσουμε στο νοσοκομείο και αμέσως θα σε… θα δεις… Ο γιατρός θα σου δώσει στάλες, θα σου πάρει αίμα ή μπορεί αν κάνει καλό να σε τρίψει με δυνατό σπίρτο, καταλαβαίνεις… και ο σφάχτης θα σου περάσει. Θα φροντίσει… Θα βάλει τις φωνές, στην αρχή, θα χτυπάει τα πόδια του αλλά θα φροντίσει. Τον ξέρω, είναι καλός άνθρωπος, γλυκομίλητος, ο θεός να του δίνει χρόνια. Μόλις φτάσουμε θα βγει στην πόρτα και θ’ αρχίσει κομπολόι το βρισίδι του: «Τι είναι αυτά; θα γκρινιάξει. Γιατί δεν ήρθες νωρίτερα; Σκυλί είμαι 'γω να παιδεύομαι νύχτα μέρα με την αφεντιά σας, διάβολοι; Γιατί μωρέ, ήρθες τα μαύρα μεσάνυχτα; Γκρεμοτσακίσου! Δε θέλω κουβέντες! Να ‘ρθεις αύριο!» Και γω θα του πω: «Γιατρέ μου! Εξοχότατε!…» Άντε, λοιπόν εσύ, βρωμογκαμήλα! Ντεεε!

Ο τορναδόρος έδωσε μια με το καμτσίκι του στη φοράδα και εξακολούθησε να μουρμουρίζει χωρίς να κοιτάζει τη γριά του.

-Εξοχότατε! Σας λέω την αλήθεια… Να, κάνω το σταυρό μου, ήταν ημέρα ακόμα όταν ξεκίνησα από το χωριό. Πώς να φτάσω νωρίς, τι να κάνω αφού χαλούσε ο κόσμος; Το καταλαβαίνετε και μόνος σας, και γω δεν έχω άλογο, έχω ψοφίμι. Τότε θα κατσουφιάσει και θα μου αποκριθεί: «Σας ξέρω! Πάντοτε έχετε έτοιμη τη δικαιολογία! Και προπαντός εσύ Γκριγκόρι! Σε ξέρω χρόνια τώρα! Βάζω στοίχημα πως πέρασες από καμιά δεκαριά ταβέρνες!» Και 'γω θα του απαντήσω! «Εξοχότατε, τι με περάσατε κακούργο, θεομπαίχτη; Η γριά μου θα παραδώσει την ψυχή της στον Κύριο, εξοχότατε, κοντεύει να πεθάνει και 'γω θα γυρίζω στις ταβέρνες; Τι πέρασε από το μυαλό σας, για όνομα του Θεού! Στο διάβολο να πάνε οι ταβέρνες!» Και τότε θα μου πει να σε ανεβάσω στο νοσοκομείο. Και γω θα πέσω στα πόδια του… «Γιατρέ μου! Εξοχότατε! Σ’ ευχαριστούμε ταπεινά! Δεν έχουμε μυαλό, δεν είμαστε σεβαστικοί, τι τα θέλεις, χωριάτες! Το ξέρω, θα ‘πρεπε να μας στέλνετε να κόψουμε το λαιμό μας και όχι να σας χαλάμε τον ύπνο και να λερώνετε τις μπότες σας στο χιόνι!» Και τότε ο κύριος Ιβάνοβιτς θα μου ρίξει μια ματιά σα να ‘θελε να με χτυπήσει χαϊδευτικά στην πλάτη και θα μου πει: «Αντί να σέρνεσαι στα πόδια μου, καλύτερα θα κάνεις να μην πίνεις τη βότκα με το κανάτι και να λυπηθείς την κακομοίρα τη γριά σου! Καμτσίκι που σου χρειάζεται!» «Αλήθεια, γιατρέ μου, καμτσίκι μού χρειάζεται, τι με φυλάτε, χτυπάτε με, ναι! Και πώς να μην πέσω στα πόδια σας, στα πόδια του πατέρα και ευεργέτη μου. Εξοχότατε! Πιστέψτε με, σας το λέω…Φτύστε με αν δεν κρατήσω το λόγο μου: Να γίνει καλά η Ματριόνα μου μονάχα, να ξαναβρεί την υγειά της και ό,τι διατάξει η Εξοχότητά σας θα το κάνω για το χατίρι της! Μια ταμπακιέρα από σημύδα της Καρελίας, αν θέλετε… θα ‘χει και σχέδιο, μπορώ να φτιάξω μια σαν εκείνες που έρχονται από το εξωτερικό… Θα σας φτιάξω ό,τι θέλετε! Και δε θα σας πάρω καπίκι. Στη Μόσχα για μια τέτοια ταμπακέρα θα σας ζητήσουν τέσσερα ρούβλια και γω ούτε καπίκι». Ο γιατρός θα βάλει τα γέλια και θα πει: «Καλά, φτάνει, φτάνει!… Καταλαβαίνω! Κρίμα που δε βλέπεις τη μύτη σου από το μεθύσι»… Εγώ, βλέπεις γριά μου, ξέρω πώς θα μιλήσω σε κυρίους. Δε βρίσκεται ένας που να μη μπορώ να του μιλήσω. Ο Θεός να μας φυλάξει μονάχα να μη χαθούμε σήμερα! Για κοίτα τι βρωμόκαιρος! Γέμισαν τα μάτια μου χιόνι.

Και ο τορναδόρος συνεχίζει το μουρμουρητό, ατέλειωτα. Η γλώσσα του δουλεύει, έστι μηχανικά, θέλει να ξεχάσει, να ξεχάσει μια στιγμούλα την κούραση που τον βαραίνει. Έχει πολλά λόγια έτοιμα να πει στο κεφάλι του ένα σωρό σκέψεις και ερωτηματικά. Μα το κακό τον βρήκε ξαφνικά, έτσι αναπάντεχα και κείνη την ώρα δεν μπορεί πια να ξαναβρεί τις σκέψεις του, αδύνατο να δουλέψει το μυαλό του. Πέρασε μια ολόκληρη ζωή δίχως περιπέτειες, σε κείνο το μισοΰπνι του μεθυσιού, χωρίς να ξέρει τι θα πει χαρά. Και ξαφνικά, σήμερα παρονιάζει την ψυχή του ένας αβάσταχτος πόνος. Ο ακαμάτης, ο μεθύστακας, βρέθηκε ξαφνικά, χωρίς να καταλάβει πώς και γιατί, στη θέση του ανθρώπου που τον βασανίζουν οι έγνοιες, που τον δαγκώνει η ανησυχία, που βιάζεται. Και την ίδια στιγμή στη θέση του ανθρώπου που παλεύει με τον αγριεμένο χιονιά.

Ο τορναδόρος θυμάται πώς τον βρήκε το κακό εκείνο το βράδυ. Γυρίζοντας στο σπίτι στουπί, όπως πάντα, στο μεθύσι άρχισε κατά το συνήθειό του να βρίζει την γριά του και να την κοπανάει με όλη του τη δύναμη. Και ξαφνικά η γριά κοίταξε τον ανεπρόκοπο άντρα της με ένα βλέμμα, με ένα βλέμμα που πρώτη φορά ένιωθε πάνω του ο τορναδόρος. Τα μάτια της είχαν πάντοτε εκείνη τη γλυκιά, βασανισμένη έκφραση των σκυλιών που τα δέρνουν κάθε μέρα και τα κακοταΐζουν. Μα κείνη τη στιγμή η γριά τον κοίταξε με κάτι μάτια στεγνά, στυλωμένα, σαν τα μάτια των Αγίων στις εικόνες, σαν τα μάτια του ετοιμοθάνατου. Από αυτό το παράξενο και φοβερό βλέμμα άρχισε το κακό. Ξετρελαμένος ο τορναδόρος δανείστηκε το παλιάλογο του γείτονα και κουβαλάει τη γριά του στο νοσκοκομείο ελπίζοντας πως οι στάλες και οι αλοιφές του γιατρού θα της ξαναδώσουν το παλιό γνώριμο βλέμμα.

-Καταλαβαίνεις Ματριόνα; Ε;… μουρμουρίζει. Κι αν σε ρωτήσει μήπως σε χτύπησα, πες του: ποτέ! Και γω δε θα σε ξαναχτυπήσω. Έπειτα μήπως σε έδερνα από κακία; Όχι, σε έδερνα έτσι, χωρίς να το σκεφτώ. Εγώ σε λυπάμαι! Ένας άλλος, ούτε θα του καιγότανε καρφί, ενώ εγώ όπως βλέπεις σε πάω… Κάνω ό,τι μπορώ. Αχ! αυτός ο χιονιάς, αυτός ο χιονιάς! Βοήθα να μη χαθούμε… Πες μου, σε πονάει ακόμα το πλευρό σου;… Γιατί δε μιλάς Ματριόνα; Ρωτάω αν σε πονάει το πλευρό σου…

Παραξενεύεται που το χιόνι δε λιώνει πάνω στο πρόσωπο της γριάς, και τα χαρακτηριστικά της είναι κάπως περίεργα τραβηγμένα. Παραξενεύεται που το πρόσωπό της έχει πάρει ένα γκριζοκίτρινο χρώμα, ένα κέρινο λερωμένο χρώμα και μια έκφραση τόσο αυστηρή, τόσο σοβαρή.

-Χαζή! μουρμουρίζει ο τορναδόρος. Σου ανοίγω την ψυχή μου, σαν να ξομολογιέμαι στο Θεό… και συ… ε… χαζή! Να και 'γω, δεν θα σε πάω στο γιατρό!

Ο τορναδόρος παρατάει τα χαλινάρια και συλλογιέται. Δεν έχει το κουράγιο να γυρίσει το κεφάλι του να αντικρίσει τη γριά. Φοβάται. Να τη ρωτήσει κάτι και κείνη να μην του αποκριθεί κι αυτό τον τρομάζει. Στο τέλος, αποφασίζει να απλώσει το χέρι του. Ψάχνει πασπατευτά, χωρίς να γυρίσει το κεφάλι, βρίσκει το χέρι της γριάς και το ανασηκώνει. Το χέρι ξαναπέφτει ξερό έτσι όπως πέφτει το λουρί από το καμτσίκι.

-Μα αυτή είναι πεθαμένη!

Και ο τορναδόρος κλαίει. Είναι περισσότερο πεισματωμένος παρά λυπημένος. Συλλογιέται: Τι γρήγορα που γίνονται όλα σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν πρόλαβε να αρχίσει ο πόνος του και να, ήρθε κιόλας το τέλος. Δεν πρόλαβε να ζήσει με τη γριά του, να της πει αυτό που ήθελε, να τη λυπηθεί και να τη που πέθανε… Έζησε σαράντα χρόνια μαζί της, μα αυτά τα σαράντα χρόνια πέρασαν μέσα στην καταχνιά. Με τα μεθύσια, με τους καβγάδες, με τη δυστυχία δεν κατάλαβε πώς έζησε. Και η γριά, σαν να το έκανε επίτηδες, πέθανε τη στιγμή ακριβώς που ο γέρος της καταλάβαινε πως τη λυπόταν, πως δεν μπορούσε να ζήσει χωρίς αυτήν, πέθανε τη στιγμή που καταλάβαινε πόσο την αδίκησε.

«Πήγαινε να ζητήσει ελεημοσύνη!» αναθυμάται ο τορναδόρος. «Εγώ την έστελνα να ζητιανέψει ψωμί, να ξενοδουλέψει! Αν ζούσες ακόμη δέκα χρόνια, χαζή, θα καταλάβαινες τι άνθρωπος είμαι στο βάθος. Παναγιά μου, πού διάβολο πηγαίνω; Αυτή δε χρειάζεται πια γιατρό, χρειάζεται θάψιμο. Πρέπει να γυρίσω.»

Τραβάει το χαλινάρι στρίβει το έλκηθρο και αρχίζει τη φοράδα στις καμτσικιές. Οι ώρες περνάνε και ο δρόμος γίνεται όλο και πιο δύσκολος. Τώρα δε βλέπει πια ούτε τη ζεύλα. Κάθε τόσο σκοντάφτει το έλκηθρο στα έλατα, ένα σκοτεινό πράμα του γρατσουνίζει τα χέρια, περνάει στα μάτια του και ύστερα πάλι απλώνεται μπροστά του εκείνη η ασπρίλα που στριφογυρίζει.

«Άι και να ‘ρχιζα καινούρια ζωή!» σκέφτεται ο τορναδόρος.

Θυμάται πως, εδώ και σαράντα χρόνια, η Ματριόνα ήταν μια όμορφη πεταχτή κοπελίτσα από πλουσιόσπιτο. Του την έδωσαν γιατί ήταν καλός τεχνίτης. Τίποτα δεν τους έλειπε για να περάσουν μια χαρούμενη ζωή, μα ήρθε η κακή ώρα και μέθυσε την ημέρα του γάμου, ξαπλώθηκε στο πατάρι και από τότε δε ξαστέρωσε ακόμη το μυαλό του. Θυμάται καθαρά το γάμο, μα από κει και πέρα σκοτάδι, στην κρεμάλα να τον πήγαινες, δεν μπορούσε τίποτα να θυμηθεί, μονάχα πως έπινε, κοιμόταν και έδερνε. Και έτσι έχασε σαράντα χρόνια από τη ζωή του.

Το άσπρο σύννεφο σκοτεινιάζει σιγά σιγά. Σουρουπώνει. «Μα πού πηγαίνω;» σκέφτεται ο τορναδόρος και ξανάρχεται στα λογικά του. «Πρέπει να τη θάψω και 'γω τραβάω για το νοσοκομείο… Τα ‘χω χαμένα…»

Ξαναστρίβει το έλκηθρο και τινάζει το καμτσίκι. Η φοράδα σακατεμένη, βάζει τα δυνατά της και χιμάει μπροστά χλιμιντρίζοντας. Οι καμτσικιές πέφτουν βροχή στα καπούλια της… Κάτι τραμπαλίζεται πίσω του, μα ο Γκριγκόρι ξέρει πως είναι το κεφάλι της πεθαμένης που χτυπάει στο παραπέτο του έλκηθρου. Όσο σκοτεινιάζει, ο άνεμος κατεβαίνει πιο παγωμένος και βιτσίζει αλύπητα.

«Και ν’ άρχιζα καινούρια ζωή…» σκέφτεται. «Να βρω καινούρια εργαλεία, να πάρω παραγγελίες… και να δίνω τα λεφτά στη γριά μου… ναι…».

Και να που τα χαλινάρια ξεφεύγουν από τα χέρια του. Ψαχουλεύει να τα βρει, πασχίζει να τα ξαναπιάσει μα δεν μπορεί. Τα χέρια του δεν τον ακούνε πιά…

«Μπα!» σκέφτεται, «η φοράδα ξέρει το δρόμο θα πάει μονάχη της. Να τον έπαιρνα έναν υπνάκο. Να πλαγιάσω λίγο, να ως την κηδεία».

Κλείνει τα μάτια του και αποναρκώνεται. Σε λίγο νιώθει πως η φοράδα σταμάτησε. Ανοίγει τα μάτια του και βλέπει μπροστά του έναν σκοτεινό όγκο που μοιάζει με μύλο ή χωριατόσπιτο…

Πρέπει να κατεβεί να δει πού βρίσκεται, μα νιώθει μια τέτοια νάρκη στο κορμί του και προτιμάει να ξεπαγιάζει εκεί παρά να σαλέψει… Και αποκοιμιέται ήσυχα, ήσυχα…

Ξυπνάει σε μια μεγάλη κάμαρα με βαμμένους τοίχους. Από τα παραθύρια μπαίνει κύματα κύματα το φως μιας ηλιόλουστης μέρας. Ο τορναδόρος βλέπει μπροστά του ανθρώπους και θέλει να κορδωθεί πως καταλαβαίνει.

-Πρέπει να φροντίσω για την κηδεία της γριάς μου, λέει. Να πεταχτώ ως τον παπά…

– Καλά! Καλά! Κάτσε στο κρεβάτι σου! ακούει μια φωνή.

– Γιατρέ μου! ξεφωνίζει ο τορναδόρος σαστισμένος που τον βλέπει έτσι ξαφνικά μπροστά του. Εξοχότατε! Ευεργέτη μου!

Θέλει να ανασηκωθεί, να ριχτεί στα πόδια του γιατρού μα νιώθει πως τα πόδια του και τα χέρια του δεν τον ακούνε.

-Εξοχότατε! Πού είναι τα πόδια μου; Πού είναι τα χέρια μου;

– Αποχαιρέτα τα… Τα ξεπάγιασες! Έλα, έλα τι κλαις; Τα ‘φαγες τα ψωμιά σου! Βάζω στοίχημα πως τα ‘χεις περάσει τα εξήντα. Σου φτάνουν!

– Εκείνο το κακό… Εξοχότατε με βρήκε βλέπετε εκείνο το κακό! Φανείτε μεγαλόψυχος! Πέντε έξι χρονάκια ακόμα…

– Τι να τα κάνεις;

– Το άλογο είναι ξένο, πρέπει να το δώσω πίσω… Έχω να θάψω τη γριά μου… Και τι γρήγορα που γίνονται όλα σ’ αυτόν τον κόσμο! Εξοχότατε! Γιατρέ μου!… Μια ταμπακέρα από σημύδα της Καρελίας, την καλύτερη γιατρέ μου!… Θα σκαλίσω και σχέδιο απάνω.

Ο γιατρός κουνάει το χέρι του και βγαίνει από το θάλαμο. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα με τον τορναδόρο. Αμήν!…

ΑΝΤΟΝ ΤΣΕΧΩΦ, ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

ΕΥΚΟΛΙΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟ

Λέει ο Σουν Τζου: «Ο στρατός που νικάει είναι εκείνος που νίκησε πριν ακόμα μπει στη μάχη. Ο στρατός που νικιέται είναι εκείνος που ψάχνει τη νίκη την ώρα του αγώνα». Τα πάντα κρίνονται εκ των προτέρων, στο στάδιο των συνθηκών. Πρέπει να έχω ήδη επικρατήσει έναντι του αντιπάλου μου, υπονομεύοντας και διαβρώνοντας το δυναμικό του, προτού τον αντιμετωπίσω κατά πρόσωπο.

Πόσο απέχει η κινεζική στάση από τη δική μας, πόσο μας ξαφνιάζει! «Ο μεγάλος στρατηγός δεν έχει τίποτα το αξιέπαινο: ούτε μεγάλη σοφία, ούτε μεγάλη ανδρεία». Πράγμα που σημαίνει ότι οι μεγάλοι στρατηγοί, ή μάλλον εκείνοι που αφελώς αποκαλούμε «μεγάλους» στρατηγούς, εκείνοι που δοξάζουμε, εκείνοι για τους οποίους χτίζουμε αγάλματα, είναι στην πραγματικότητα κακοί στρατηγοί.

Γιατί;

Γιατί ακριβώς χρειάστηκε να επιστρατεύσουν την ιδιοφυΐα τους ή την ανδρεία τους. Γιατί πέτυχαν τη νίκη με δυσκολία, με ηρωισμό, δραματικά και, συνεπώς, θεαματικά.

Αντίθετα, ο Σουν Τζου λέει πως ο μεγάλος στρατηγός δεν έχει τίποτα το αξιέπαινο· ούτε μεγάλη σοφία, ούτε μεγάλη ανδρεία. Κι αυτό γιατί μεγάλος στρατηγός είναι εκείνος που μπόρεσε να εντοπίσει από πολύ νωρίς τα ευνοϊκά στοιχεία, τους πρόσφορους παράγοντες, και κατάφερε να τα αξιοποιήσει προς όφελος του, την ίδια στιγμή που ωθούσε τον αντίπαλο να χάσει τη δική του δυναμική. Σιγά-σιγά, αβίαστα, λάθρα. Ώστε, όταν τελικά μπαίνει στη μάχη, κι εφόσον έχει ήδη νικήσει, ο κόσμος να μπορεί να πει: ήταν εύκολο, είχε κριθεί εξ αρχής. Και οι άνθρωποι να νομίζουν πως θα το μπορούσε ο καθένας.

Η νίκη πρέπει να μοιάζει σαν να προκύπτει φυσικά από την κατάσταση. Να δημιουργείται η εντύπωση ότι δεν χρειαζόταν ούτε προσπάθεια ούτε επινοητικότητα. Να μοιάζει αυτονόητη, να μην απαιτεί ούτε να διακινδυνεύσεις ούτε να ξεχωρίσεις: αυτή είναι η μεγάλη στρατηγική. Το μέγιστο κατόρθωμα είναι να ενεργήσεις έτσι ώστε να φαίνεται πως ο καθένας θα μπορούσε να κατορθώσει αυτό που πέτυχες.

Η μεγάλη στρατηγική δεν έχει τυμπανοκρουσίες, η μεγάλη στρατηγική δεν φαίνεται. Νομίζω ότι το ίδιο ισχύει στην πολιτική όσο και στον κόσμο των επιχειρήσεων.

Αν δεν σας ενδιαφέρει να είστε ευαίσθητοι, τότε είστε σαν νεκροί

Και πώς μπορεί κανείς ν’ αποκτήσει ευαισθησία; Πώς θα γεννηθεί αυτή η ευαισθησία που θα σε κάνει να βρίσκεσαι σ’ επαγρύπνηση ώστε να μη βλάπτεις άλλους ανθρώπους, τα ζώα, τα λουλούδια;

Σας ενδιαφέρουν όλα αυτά; Θα έπρεπε. Αν δεν σας ενδιαφέρει να είστε ευαίσθητοι, τότε είστε σαν νεκροί, όπως άλλωστε και οι περισσότεροι άνθρωποι. Παρόλο που έχουν εξασφαλισμένο το φαγητό τους, έχουν τη δουλειά τους, κάνουν παιδιά, οδηγούν αυτοκίνητα, φοράνε κομψά ρούχα, οι περισσότεροι είναι τόσο καλοί όσο κι οι νεκροί.

Ξέρετε τι σημαίνει να είσαι ευαίσθητος; Σίγουρα σημαίνει να έχεις ένα αίσθημα στοργής για πράγματα που γίνονται γύρω σου: Να βλέπεις ένα ζώο που υποφέρει και να κάνεις κάτι γι’ αυτό, να βγάζεις μια πέτρα από το μονοπάτι γιατί περνάνε πάρα πολλά γυμνά πόδια από εκεί και μπορεί να τραυματιστούν, να μαζεύεις από το δρόμο ένα καρφί, γιατί μπορεί να σκάσει το λάστιχο του αυτοκινήτου κάποιου ανθρώπου. Το να είσαι ευαίσθητος σημαίνει ότι έχεις αισθήματα για τους ανθρώπους, για τα πουλιά, για τα λουλούδια, για τα δέντρα – όχι επειδή είναι δικά σου, αλλά απλώς επειδή έχεις επίγνωση της εξαιρετικής ομορφιάς των πραγμάτων. Και πώς μπορεί να γεννηθεί αυτή η ευαισθησία;

Από τη στιγμή που είσαι βαθιά ευαίσθητος, είναι φυσικό να μην ξεριζώνεις τα λουλούδια, δεν έχεις τη διάθεση να καταστρέφεις τίποτα, να πληγώνεις τούς ανθρώπους, που σημαίνει ότι έχεις μέσα σου πραγματικό σεβασμό, αγάπη για τα πάντα. Η αγάπη είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή. Αλλά τι εννοούμε όταν λέμε αγάπη; Αν αγαπάς κάποιο πρόσωπο επειδή αυτό ανταποκρίνεται στην αγάπη σου, σίγουρα αυτό δεν είναι αγάπη. Αγάπη είναι να υπάρχει μέσα σου εκείνη η μοναδική αίσθηση στοργής που δεν ζητάει τίποτα για αντάλλαγμα. Μπορεί να είσαι πολύ έξυπνος από παιδί, να περνάς όλες σου τις εξετάσεις, να παίρνεις διπλώματα και να φτάνεις σε υψηλά αξιώματα, αλλά αν δεν έχεις αυτή την ευαισθησία, αυτή την αίσθηση της στοργής, αυτή την αίσθηση της απλής αγάπης, τότε η καρδιά σου θα είναι άδεια και θα είσαι δυστυχισμένος για το υπόλοιπο της ζωής σου.

Λοιπόν, είναι πολύ σημαντικό για την ίδια την καρδιά να είναι γεμάτη από αυτή την αίσθηση στοργής, γιατί τότε δεν θα καταστρέφετε ποτέ τίποτα, δεν θα είστε άσπλαχνοι και δεν θα υπάρχουν πια πόλεμοι. Τότε θα είστε ευτυχισμένα πλάσματα.

Τώρα, πώς μπορεί να γεννηθεί αυτή η αγάπη; Σίγουρα, η αγάπη πρέπει να ξεκινήσει από το σχολείο, από το δάσκαλο. Αν ο δάσκαλος, παράλληλα με τις γνώσεις που σας δίνει για τα μαθηματικά, τη γεωγραφία ή την ιστορία, έχει και αυτή την αίσθηση της αγάπης μέσα στην καρδιά του και μιλάει γι’ αυτήν, αν αυθόρμητα βγάζει μια πέτρα από το δρόμο για να μη σκοντάψει κάποιος, αν δεν αφήνει τους βοηθούς του να κάνουν όλες τις βαριές δουλειές, αν στις συζητήσεις του, στη δουλειά του, στο παιχνίδι, όταν τρώει, όταν είναι μαζί ας ή μόνος του αισθάνεται αυτό το περίεργο πράγμα και σας μιλάει συχνά γι’ αυτό, τότε θα γνωρίσετε κι εσείς τι σημαίνει ν’ αγαπάς.

Μπορεί να έχεις ένα όμορφο πρόσωπο, να φοράς ωραία ρούχα ή να είσαι σπουδαίος αθλητής, αλλά αν δεν υπάρχει αγάπη στην καρδιά σου θα είσαι ένα άσχημο ανθρώπινο πλάσμα, άσχημο πέρα από κάθε μέτρο. Αντιθέτως, όταν αγαπάς, το πρόσωπά σου – είτε είναι άσχημο είτε είναι ωραίο- θα έχει μια ακτινοβολία. Η αγάπη είναι το πιο σημαντικό πράγμα στη ζωή και είναι πολύ σημαντικό να μιλάς για την αγάπη, να την αισθάνεσαι, να τη θρέφεις, να τη φυλάς σαν θησαυρό, αλλιώς γρήγορα θα διαλυθεί, γιατί ο κόσμος είναι πολύ βάρβαρος. Αν, όταν είσαι νέος, δεν νιώθεις αγάπη, αν δεν βλέπεις με αγάπη τους ανθρώπους, τα ζώα, τα λουλούδια, τότε, όταν μεγαλώσεις, θα ανακαλύψεις ότι η ζωή σου είναι άδεια· θα νιώθεις πολλή μοναξιά και η σκοτεινή σκιά του φόβου θα σε ακολουθεί πάντα. Από τη στιγμή, όμως, που έχεις στην καρδιά σου αυτό το εκπληκτικό πράγμα που ονομάζεται αγάπη και νιώθεις το βάθος, τη χαρά, την έκστασή της, θα ανακαλύψεις ότι για σένα ο κόσμος έχει μεταμορφωθεί.

Το πρόβλημα του εκτραχηλισμού της σημερινής νεολαίας

Το δράμα του Βέλγου συγγραφέα Ζοζέ‐Αντρέ Λακούρ «Τα νέα παιδιά» (ο γαλλικός του τίτλος λέγει «Η τάξη των τελειοφοίτων»), θέτει ένα πρόβλημα. Κάτι περισσότερο: προτείνει λύση σ’ ένα πρόβλημα που έχει πολλές φορές απασχολήσει και τον δικό μας και τον ξένο Τύπο, στο πρόβλημα του εκτραχηλισμού της σημερινής νεολαίας. Το φαινόμενο είναι σχεδόν παγκόσμιο και συχνά ‐ πυκνά παρουσιάζεται στις στήλες των εφημερίδων με διάφορες εικόνες και ερμηνείες. Οι περισσότερες εκφράζουν την οργή και την αγανάκτηση των «σοβαρών» ανθρώπων της κοινωνίας για τον κατήφορο που έχουν πάρει σήμερα τα νιάτα: φέρνονται εξωφρενικά, δεν σέβονται κανένα, επιτρέπουν στον εαυτό τους ελευθερίες που έχουν τη σφραγίδα μιας πολύ πρώιμης και αποκρουστικής διαφθοράς κ.ο.κ. Πώς έφτασαν σε τέτοιο βαθμό αυθάδειας και αναισχυντίας οι νέοι της εποχής μας, σε όλες τις «πολιτισμένες» χώρες του παλαιού και του νέου κόσμου; γιατί να μη λειτουργούν μέσα τους οι ηθικές αντιστάσεις, να μην αναχαιτίζει η αγωγή τα ένστικτά τους; που οφείλεται άραγε αυτή η εκτροπή που αγγίζει κάποτε τα όρια της διαστροφής και της εγκληματικότητας;

Η απάντηση του Βέλγου δραματουργού στα ερωτήματά μας είναι πολύ απλή: Αιτία, λέγει, του φαινομένου είναι κατά βάθος η αλγεινή απογοήτευση των νέων ανθρώπων από την κατάρρευση των ειδώλων τους, επομένως ο ξεπεσμός των γονέων τους που για τα παιδιά δεν είναι απλώς αυτοί που τα έφεραν στον κόσμο και προνοούν για τις ανάγκες τους, αλλά στηρίγματα ζωής: εικόνες λατρείας, το καμάρι και η περηφάνεια τους. Κάποτε οι νέοι ανακαλύπτουν (και όταν δεν είναι οι ίδιοι ικανοί για την ανακάλυψη, θα φροντίσουν οι συνάδελφοί τους να τους προσφέρουν αυτή την εκδούλευση από επιπολαιότητα ή κακία) ότι τα λαμπρά εκείνα πρότυπα δεν στέκονται στα υψηλά βάθρα, όπου τα έχει τοποθετήσει η εμπιστοσύνη και η αγάπη τους, αλλά έχουν τη λάμψη μόνο απέξω, ενώ μέσα τους υπάρχει διαφθορά, ψεύδος και υποκρισία. Και τότε ο μικρός ηθικός τους κόσμος εξαρθρώνεται, χάνει τους άξονές του, το ελαφρό οικοδόμημα γκρεμίζεται. Από την απογοήτευση πέφτουν στον κυνισμό, στην αναίδεια, ή στην απελπισία που μπορεί να τους οδηγήσει έως το θάνατο. — Εκεί φτάνει ο ένας από τους τρεις ήρωες του έργου, όταν ακούει από το φίλο του και έπειτα ο ίδιος εξακριβώνει ότι ο στρατηγός πατέρας του, παρά τη φλύαρη μεγαλαυχία του, όχι μόνο δεν είχε διακριθεί στον πόλεμο, αλλά ήταν ένας δειλός που εγκατέλειψε στρατιώτες και συντρόφους και κοίταξε μονάχα πώς να σωθεί. Ο δεύτερος, γιος καθηγητή γυμνασίου, πληγώνεται κάθε φορά πιο βαθιά που βλέπει τους συμμαθητές του να διακωμωδούν με τις φάρσες τους τον αφελή πατέρα του∙ όταν πια μαθαίνει ότι και η μητέρα του με τις ένοχες σχέσεις της εξευτελίζει τον άντρα της, πηγαίνει να σκοτωθεί, αντί όμως να πνιγεί στο ποτάμι, όπως λογάριαζε, πνίγεται στην ακολασία. Ο τρίτος έχει γονείς ένα αγαπημένο ζευγάρι και βρίσκεται με τον πατέρα του (ένα νέο, φίλαθλο, καλόκαρδο άντρα) σε φιλικές, τρυφερές σχέσεις. Αίφνης ανακαλύπτει ότι και το δικό του είδωλο είναι ικανό για πρόστυχες πράξεις∙ τότε γίνεται κυνικός και χύνει το δηλητήριό του που θα φαρμακώσει τον φιλότιμο γιο του ψευτοπαλληκαρά στρατηγού. Είναι από τους τρεις ο μόνος που θα διαπλεύσει τη δεινή δοκιμασία χωρίς να ναυαγήσει∙ απεναντίας θα κατορθώσει να «χωνέψει» την πικρή πείρα της μικρής ζωής του και θα συμφιλιωθεί πάλι με τον ταπεινωμένο πατέρα του…

Ίσως μερικοί βρουν πολύ απλή, μονόχορδη και εύκολη, τη λύση που δίνει στο πρόβλημα ο Ζοζέ ‐ Αντρέ Λακούρ μέσα στο «L’ année du bac». Φαινόμενα σαν αυτό που συζητούμε έχουν πολλές και βαθιές αιτίες κοινωνικές, ψυχολογικές, ακόμη και βιολογικές, περιπλεγμένες σ’ ένα πυκνό δίχτυ με ποικίλα μεγέθη, και για να εξηγηθεί πρέπει πάντοτε να εντοπίζει κανείς το πρόβλημα, να το βλέπει μέσα στις συντεταγμένες που παρουσιάζει η κάθε γεωγραφική και εθνική, ακόμη και η κάθε ατομική περίπτωση. Οπωσδήποτε όμως οφείλομε ν’ αναγνωρίσομε ότι ο Βέλγος δραματουργός αγγίζει με το έργο του ένα πραγματικά νευραλγικό σημείο του Digitized by 10uk1s θέματος: την ευθύνη των μεγάλων στις εκτροπές των μικρών, και από την άποψη αυτή η εικόνα του έχει πολύ ενδιαφέρον, δραματικό, και ηθικό ταυτόχρονα. Εάν μάλιστα απλώσομε και βαθύνομε την έννοια του ειδώλου περισσότερο από κείνον, περιλάβομε δηλαδή μέσα της όχι μόνο τους γονείς (κατά προτίμηση τον πατέρα που υποσυνείδητα και συνειδητά αποτελεί για το παιδί τον «κανόνα», την ηγετική μορφή, την ενσάρκωση, των έγκυρων αξιών), αλλά ολόκληρη τη γενεά των ενηλίκων, αυτούς που ως σύνολο αντιπροσωπεύουν το οικονομικό, πολιτικό και πνευματικό «παρόν» της κοινωνίας και παίζουν αποφασιστικό ρόλο στη ζωή της, τότε η υπόθεση του θεατρικού συγγραφέα μας πλησιάζει με πολύ μεγάλη προσέγγιση την ορθή λύση του προβλήματος. Για τον εκτροχιασμό της νέας γενεάς αιτία είναι κατά ένα πολύ μεγάλο ποσοστό η ηθική έκπτωση της παλαιότερης, της δικής μας γενεάς∙ αυτή είναι ίσως η οδυνηρή αλλά και αναμφισβήτητη αλήθεια. Μας ενοχλεί όταν την ακούμε, μας εξοργίζει — ακριβώς επειδή η αλήθεια μάς πληγώνει. Τα παιδιά μας είναι τέτοια που είναι, γιατί εμείς είμαστε αυτοί που είμαστε. Γέννημα και θρέμμα μας, αποτελούν συνέχειά μας, εικόνα και ομοίωσή μας — έως την ώρα που θα σταθούν στα δικά τους πόδια και θα αποκτήσουν (εάν και όσο αποκτήσουν) την αυθυπαρξία τους. Αλλά και τότε κάτι από μας έχει περάσει και κατακαθίσει μέσα τους: γιατί τον εαυτό του τον φτιάχνει ο νέος είτε μαζί μας είτε εναντίον μας, πάντως με τη σύμπραξη ή την αντίπραξή του προς τους ηλικιωμένους.

Αμείλικτοι στην αυστηρότητά μας, όταν κρίνομε τα σημερινά νιάτα, δεν αναλογιζόμαστε πόσο υπεύθυνοι είμαστε για τα σφάλματά της. Όχι πάντοτε ο καθένας μας χωριστά (γιατί εξακολουθούν ευτυχώς να υπάρχουν στην κοινωνία μας πολλές οικογένειες που δεν παρουσιάζουν τη θλιβερή αποσύνθεση των προτύπων του Λακούρ), αλλά οπωσδήποτε όλοι μαζί. Η γενεά που ωρίμασε στα δίσεχτα χρόνια του τελευταίου πολέμου, η γενεά η δική μας, περνάει (αυτό όλοι το λέγουν και το αναγνωρίζουν) μια βαθιά ηθική κρίση. Το ψεύδος, η υποκρισία και η διαφθορά την έχουν διαβρώσει. Εκακούργησε στους πολέμους (και κακουργεί ακόμη) όσο καμιά άλλη∙ προσκύνησε (και προσκυνεί ακόμη) το ταπεινό συμφέρον με πρωτοφανή αναισχυντία∙ και για την αγνότητα των ηθών της όχι μόνο δεν υπερηφανεύεται, αλλά και ντρέπεται να μιλήσει η ίδια. Παράλληλα, επιμένει να παίζει τον ήρωα και να κηρύττει στους νέους με στόμφο την πίστη, την ευπρέπεια, την αρετή. Έχει την αφέλεια να νομίζει ότι, καθαρός καθώς είναι στην καρδιά ο νέος, θα συγκινηθεί από τα λόγια της και θα θεωρήσει ιερές και απαρασάλευτες τις υποθήκες της.

Το παιδί όμως είναι πολύ πιο έξυπνο απ’ ό,τι το φανταζόμαστε. Στην αρχή υπακούει από σεβασμό και από το θαυμασμό που μας έχει, μας βλέπει όχι όπως είμαστε, αλλά όπως εκείνο μας έχει σχηματίσει μέσα στην αγάπη και στην προσδοκία του. Έπειτα σιγά ‐ σιγά ή ξαφνικά ανακαλύπτει ότι αυτό που δείχνομε δεν είναι το πρόσωπο, αλλά το προσωπείο μας. Ότι την αρετή τη ζητούμε από τους άλλους, όχι από τον εαυτό μας∙ τον αυτοσεβασμό τον διδάσκομε, δεν τον ασκούμε∙ υμνούμε την αλήθεια, αλλά νόμος μας είναι το ψεύδος. Πώς μπορεί πλέον να πιστεύει στις «αξίες» που εμείς τις προδίνομε; Δικές του δεν έχει ακόμη νομοθετήσει∙ έχει αποδεχτεί τις δικές μας — πώς θα το κατηγορήσομε ότι τις περιφρονεί, όταν εμείς οι «ώριμοι», οι «στερεοί», οι «σοβαροί» δεν τις σεβόμαστε;

Ο νέος έχει ανάγκη από είδωλα, και είδωλά του είμαστε εμείς, οι γονείς, οι δάσκαλοι, οι κυβερνήτες, οι λόγιοι που τους ακούει και τους διαβάζει. Όταν τα είδωλά του γκρεμιστούν και διαλυθούν μέσα στην ανυποληψία, κάτι βαθύ και μεγάλο μέσα του καταρρέει. Και επειδή πολύ λίγο γνωρίζει ακόμη τον άνθρωπο και λιγότερο ακόμη μπορεί να εξηγήσει τις αδυναμίες και τα λάθη του, ο κλονισμός που του δίνει η οδυνηρή διάψευση, η απογοήτευση και η αηδία, τον συντρίβει. Υπάρχουν βέβαια οι συνεσταλμένοι και οι άτολμοι νέοι∙ αυτοί μηρυκάζουν κρυφά την πίκρα τους και μένουν στην τροχιά που τους έβαλαν. Πολλοί όμως μέσα στην παραζάλη χάνουν τον έλεγχο και αφήνονται στον κατήφορο. Ευτυχώς που μερικοί κατορθώνουν και υπερνικούν, με θυσίες έστω, την κρίση∙ είναι εκείνοι που (όπως ο τρίτος ήρωας του έργου) θα μπορέσουν να ξανατοποθετήσουν πρόσωπα και πράγματα, όχι όπως τους έμαθαν να τα βάζουν ή όπως η προσδοκία τους τα ήθελε, αλλά σύμφωνα με τις Digitized by 10uk1s πραγματικές τους διαστάσεις. Τότε και ο άνθρωπος εξηγείται με τις σκιές του και η αρετή σώζεται με ανέπαφη την ομορφιά της. — Δύσκολα φτάνουν σ’ αυτή τη λύση οι νέοι, εάν δεν καθοδηγηθούν με αγάπη και γνώση από τους μεγαλύτερους. Μέσα στο δράμα του Λακούρ βοηθούν τον τρίτο νέο να βρει το σωστό δρόμο η μητέρα με την τρυφερότητα και την εγκαρτέρησή της, και ο πατέρας με την ταπεινοσύνη και την εγκαρδιότητά του. Λαμπρά μάθημα σε όσους ανατρέφουν παιδιά∙ δεν ωφελεί να παίζομε μπροστά τους θέατρο, γιατί τίποτα δεν αποστρέφονται περισσότερο από την υποκρισία — την αλήθεια ζητούν από μας, για να την τιμήσουν.

THOMAS ERIKSON: Αν συμπεριφέρεστε ακριβώς όπως επιθυμείτε κάθε φορά, πιστεύετε πως θα έχετε καλύτερη επικοινωνία με τους ανθρώπους που σας περιβάλλουν;

Μπορείτε να συμπεριφέρεστε ακριβώς όπως επιθυμείτε. Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να βρείτε τη σωστή κατάσταση για να το κάνετε.

Υπάρχουν δύο περιπτώσεις στις οποίες μπορείτε να είστε απλώς ο εαυτός σας:

Η πρώτη κατάσταση είναι όταν βρίσκεστε μόνοι σας σε ένα δωμάτιο. Τότε δεν έχει σημασία πώς μιλάτε ή τι κάνετε. Δεν βλάπτει κανέναν αν ουρλιάξετε και βρίσετε ή αν απλώς θελήσετε να καθίσετε σιωπηλοί και να συλλογιστείτε τα μεγάλα μυστήρια της ζωής ή να αναρωτηθείτε γιατί τα μοντέλα μόδας πάντα φαίνονται τόσο τσατισμένα. Μονάχοι σας μπορείτε να συμπεριφέρεστε ακριβώς όπως νιώθετε. Απλό, έτσι δεν είναι;

Η δεύτερη κατάσταση όπου μπορείτε να είστε απολύτως ο εαυτός σας είναι όταν όλοι οι άλλοι στο δωμάτιο είναι ακριβώς όπως εσείς. Τι μας έμαθαν οι μανάδες μας; Να φερόμαστε στους άλλους όπως θέλουμε να μας φέρονται. Εξαιρετική συμβουλή και με πολύ καλές προθέσεις. Και επίσης λειτουργεί, αρκεί να είναι όλοι ίδιοι με εσάς. Το μόνο που χρειάζεται να κάνετε είναι μια λίστα με όλους τους ανθρώπους που γνωρίζετε οι οποίοι πιστεύουν ακριβώς ό,τι κι εσείς, σκέφτονται και ενεργούν ακριβώς όπως εσείς σε όλες τις περιπτώσεις. Στη συνέχεια τηλεφωνήστε τους και αρχίστε να κάνετε παρέα.

Σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση θα ήταν μάλλον καλή ιδέα να κατανοήσετε πώς σας αντιλαμβάνονται οι άλλοι και πώς λειτουργούν. Δεν νομίζω ότι θα κάνω κάποια βαρυσήμαντη δήλωση αν σας πω ότι οι περισσότεροι άνθρωποι που γνωρίζετε δεν μοιάζουν με εσάς.

Οι λέξεις μπορεί να έχουν απίστευτη δύναμη, αλλά οι λέξεις που επιλέγουμε και ο τρόπος με τον οποίο τις χρησιμοποιούμε ποικίλλουν. Όπως ξέρετε, υπάρχουν διαφορετικές ερμηνείες των λέξεων. Και όταν χρησιμοποιείτε τη λάθος λέξη, τότε, ναι, ίσως είστε ηλίθιος.

Περιστοιχιζόμαστε από ηλίθιους – ή μήπως όχι;

Τι σημαίνει βασικά αυτό; Καθώς έγραφα, μου ήρθε στο μυαλό η ακόλουθη αναλογία: τα μοτίβα συμπεριφοράς μοιάζουν με εργαλειοθήκη. Όλοι οι τύποι είναι απαραίτητοι. Ανάλογα με την περίσταση, ένα εργαλείο μερικές φορές είναι σωστό και μερικές λάθος. Μια βαριοπούλα γύρω στα δεκαπέντε κιλά είναι τέλεια για να γκρεμίζεις τοίχους, αλλά δεν ενδείκνυται αν θέλεις να κρεμάσεις μια φωτογραφία στο φουαγέ.

Κάποιοι αντιτίθενται στην ιδέα της ταξινόμησης των ανθρώπων σε διαφορετικούς τύπους προσωπικότητας. Ίσως κι εσείς πιστεύετε ότι δεν πρέπει να κατηγοριοποιείτε τους ανθρώπους με αυτόν τον τρόπο, ότι είναι λάθος να κατηγοριοποιεί κανείς τους ανθρώπους γενικότερα. Ωστόσο, όλοι το κάνουμε , ίσως με άλλο τρόπο απ’ ό,τι αυτό το βιβλίο, μολαταύτα όλοι καταγράφουμε τις διαφορές μας. Το γεγονός παραμένει ότι είμαστε διαφορετικοί και, κατά τη γνώμη μου, η επισήμανση αυτή μπορεί να είναι κάτι θετικό αν την κάνετε με τον σωστό τρόπο. Με ακατάλληλη χρήση κάθε εργαλείο μπορεί να είναι επιβλαβές. Έχει να κάνει περισσότερο με το άτομο που το χρησιμοποιεί παρά με το ίδιο το εργαλείο.

THOMAS ERIKSON, Ανάμεσα σε ηλίθιους

Fr. Nietzsche: Ο Ζαρατούστρα και ο Μηδενισμός

Friedrich Nietzsche: 1844-1900

Το πνεύμα ως θετικός μηδενισμός

§1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Ι. Μια ανάγνωση του Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα διέπεται πάντοτε από την εξής «ιδιοτυπία»: είναι γοητευτική, αλλά δύσκολα μας εγγυάται μια επαρκή κατανόηση του φιλοσοφικού πυρήνα του κειμένου. Γιατί; Επειδή το συγκεκριμένο έργο του Νίτσε, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο του, συνταιριάζει μια βαθιά συμβολική γλώσσα, μια πηγαία ρητορικότητα, εφάμιλλη της φιλοσοφικής ρητορικής του πλατωνικού Φαίδρου, και έναν πολυδαίδαλο φιλοσοφικό στοχασμό. Σε όλα σχεδόν τα σημεία του συνολικού κειμένου αντηχεί μια ομιλούσα συνύπαρξη χαρισματικής εκφραστικότητας και βαθύπλουτης σκέψης.

ΙΙ. Ένας πολύπλευρος προοπτικισμός αναδύεται, συχνά-πυκνά, μέσα από την ως άνω συνύπαρξη ή συμβίωση, με τη μορφή μιας κραταιάς γλώσσας της μεταφοράς. Αυτή εδώ γίνεται πολύ πιο εμφανής στο πρώτο κεφάλαιο: «για τις τρεις μεταμορφώσεις» του πρώτου μέρους του Ζαρατούστρα, που παρουσιάζουμε στη συνέχεια. Το συγκεκριμένο κεφάλαιο θεωρείται από τα πιο βαρυσήμαντα του έργου, ίσως επειδή μας δίνει μια πρώτη συνολική εικόνα της φιλοσοφικής σύλληψης του υπερανθρώπου και της ανάλογης εξελικτικής του προοπτικής. Εδώ εμφανίζονται να παρελαύνουν ζωντανές εικόνες ιδεών, η μια μετά την άλλη. Δεν υπάρχουν επικές περιγραφές σχετικά με τόπους, χρόνους και παρόμοια. Υπάρχει μόνο το πνεύμα, που μεταμορφώνεται σε ζωντανό σύμβολο ζωής και βούλησης για ζωή.

§2 «Για τις τρεις μεταμορφώσεις»
(κείμενο – σχολιασμός)

Ι. Κείμενο:

Θα σας μιλήσω για τις τρεις μεταμορφώσεις του πνεύματος: πώς το πνεύμα γίνεται καμήλα, η καμήλα λιοντάρι, και το λιοντάρι τέλος παιδί.
Πολύ βαρύ φορτίο υπάρχει για το πνεύμα, το δυνατό, το ανθεκτικό στο φορτίο πνεύμα, που μέσα του έχει για ένοικο το σεβασμό: το βαρύ και το πιο βαρύ φορτίο απαιτεί η δύναμή του.
Τι είναι βαρύ; Έτσι ρωτά το ανθεκτικό στο φορτίο πνεύμαˑ και γονατίζει σαν την καμήλα και θέλει να είναι καλά φορτωμένο.
Τι είναι το πιο βαρύ, ήρωες εσείς; ρωτάει το πνεύμα που αντέχει στο φορτίο, για να το πάρω πάνω μου και να χαρώ τη δύναμή μου.
Δεν είναι ετούτο: να ταπεινώνεται κανείς, για να κάνει την υπεροψία του να υποφέρει; Να κάνει την τρέλα του να λάμψει, για να χλευάσει τη σοφία του;
Ή μήπως είναι αυτό: να εγκαταλείπουμε τον αγώνα μας, τη στιγμή που πανηγυρίζει/γιορτάζει τη νίκη του; Ν’ ανεβαίνουμε σε ψηλά βουνά, για να βάζουμε σε πειρασμό τον πειρασμό;
Ή μήπως είναι αυτό: να τρέφεται κανείς με βελανίδια και χόρτο της γνώσης και για χάρη της αλήθειας να υποφέρει από πείνα η ψυχή του;
Ή μήπως είναι αυτό: να είμαστε άρρωστοι και να στέλνουμε στο καλό τους παρηγορητές και να πιάνουμε φιλίες με κουφούς, που ποτέ δεν ακούνε αυτό που θέλεις;
Ή μήπως είναι αυτό: να μπαίνουμε σε βρόμικο νερό, αν αυτό είναι το νερό της αλήθειας, και να μη διώχνουμε από πάνω μας τα κρύα βατράχια και τους καυτούς φρύνους;
Ή μήπως είναι αυτό: να αγαπάμε αυτούς που μας περιφρονούν και να απλώνουμε το χέρι στο φάντασμα, όταν θέλει να μας κάνει να τρομάξουμε;
Όλα τούτα τα πιο βαριά πράγματα κουβαλά το φέρον-φορτίο πνεύμα: σαν την καμήλα, που φορτωμένη τρέχει στη έρημο, έτσι τρέχει κι αυτό στη δική του έρημο.
Να όμως που μέσα στην έρημο, την πιο ερημική, συμβαίνει η δεύτερη μεταμόρφωση: το πνεύμα γίνεται λιοντάρι εδώ, θέλει να κατακτήσει την ελευθερία του και αφέντης να γίνει στη δική του έρημο.
Εδώ γυρεύει τον τελευταίο του αφέντη: εχθρός του θέλει να γίνει κι εχθρός του τελευταίου θεού του, για τη νίκη θέλει να παλέψει με τον μεγάλο δράκοντα.
Ποιος είναι ο μεγάλος δράκος, που το πνεύμα δε θέλει πια να τον αποκαλεί κύριο και θεό του; "Οφείλεις", ονομάζεται ο μεγάλος δράκος. Το πνεύμα όμως του λιονταριού λέει: "θέλω".
Το "οφείλεις" βρίσκεται μες στο δρόμο του, ένα ζώο που χρυσολάμπει , γεμάτο λέπια, και πάνω σε κάθε λέπι ένα "οφείλεις!" λάμπει σαν χρυσός.
Χιλιόχρονες αξίες λάμπουν σε τούτα δω τα λέπια, κι έτσι μιλάει ο πιο δυνατός απ’ όλους τους δράκους: «κάθε αξία των πραγμάτων» λάμπει πάνω μου».
«Κάθε αξία ήταν κιόλας δημιουργημένη, και κάθε δημιουργημένη αξία – είμαι εγώ. Αληθινά, δεν πρέπει πια κανένα «θέλω» να υπάρχει!» Έτσι μιλά ο δράκοντας.
Αδελφοί μου, γιατί χρειάζεται να υπάρχει το λιοντάρι μέσα στο πνεύμα; Γιατί να μην αρκεί το υποζύγιο, αυτό το γεμάτο εγκράτεια και σεβασμό;
Να δημιουργήσει νέες αξίες –ούτε καν το λιοντάρι δεν το μπορεί αυτό: μα να δημιουργήσει στον εαυτό του ελευθερία για μια καινούρια δημιουργία– ιδού τι μπορεί η δύναμη του λιονταριού.
Να δημιουργήσει για τον εαυτό του ελευθερία κι ακόμη ένα ιερό Όχι μπρος στο καθήκον: γι’ αυτό, αδελφοί μου, χρειάζεται το λιοντάρι.
Ν’ αποκτήσει το δικαίωμα για νέες αξίες – ιδού η πιο τρομερή κατάκτηση για ένα πνεύμα ανθεκτικό στο φορτίο και γεμάτο σεβασμό. Στ’ αλήθεια, μια αρπαγή για το πνεύμα είναι αυτό και έργο ενός αρπακτικού ζώου.

ΙΙ. Ένα σχόλιο:

1. Το πνεύμα ενσαρκώνει τρεις μεταμορφώσεις, με τη μορφή των βαθμιαία πραγματοποιημένων υλοποιήσεων, όπως εκτίθενται πιο πάνω.
2. Πώς εννοεί εδώ το «πνεύμα» ο Νίτσε;
3. Πρώτα-πρώτα, με τη σημασία του λογισμού, του πνεύματος του ανθρώπου και μάλιστα, με βάση την ιουδαϊκο-χριστιανική του σύλληψη: ως το πνεύμα ή ως η ψυχή, που βρίσκεται σε αντίθεση με το σώμα.
4. Δεύτερον, με τη σημασία του ζωντανού πνεύματος, που υπερβαίνει τη διάκριση σώματος και ψυχής ή νουˑ ως εκ τούτου με τη σημασία του πιο δυνατού τρόπου ζωής, της αποφασιστικής βούλησης της ζωής για ζωή, όπου το σώμα είναι το αεί ζωντανό.
5. Αυτή η σημασία εκτυλίσσεται ως δεσπόζουσα στο παρόν κεφάλαιο, αλλά θα εμφανιστεί και σε επόμενα κεφάλαια του παρόντος έργου.
6. Το πνεύμα συμπυκνώνει όλες εκείνες τις δυναμικές μορφές ή πτυχές του ανθρώπου που δημιουργούν τη ζωή από την αρχή και εκ νέου. Ως τέτοιο δεν παραδίδεται στην παθητικότητα της ύλης, αλλά αντιπαρατίθεται μαζί της και διεκδικεί την αυτοσυνείδησή του.
7. Για τον άνθρωπο τούτο σημαίνει ότι αποβλέπει και δύναται να αποβλέπει σε ένα τόσο υψηλό βαθμό αυτοσυνείδησης, ώστε να φέρει ζωντανή μέσα του τη διερώτηση: ποιος είναι και ποιος ο προορισμός του;
8. Το πνεύμα μάχεται πάντοτε για το υψηλό και δοκιμάζει τη δύναμή του για τούτη την ανύψωση, με το να θέλει να σηκώσει το πιο βαρύ φορτίο.
9. Με την πρώτη μεταμόρφωσή του σε καμήλα γίνεται το υποζύγιο.
10. Και τούτο όχι με την αρνητική σημασία του σκλάβου, αλλά με τη θετική του δυναμικού ανθρώπου, εκείνου που είναι σε θέση, που απελευθερώνει την ικανότητά του, να ξεδιπλώνει τη μεγάλη δύναμη της βούλησης.
11. Ένα τέτοιο πνεύμα επιζητεί το βαρύ φορτίο, μοιάζει έτσι να υποκύπτει για τα καλά, ακυρώνει, κατακομματιάζει την περηφάνια του, όχι από αδυναμία, αλλά για να θέτει σε ενέργεια τη δύναμή του.
12. Με αυτό τον τρόπο ή τη στάση ζωής δηλώνει την περιφρόνησή του και συναφώς τη σθεναρή του αντίθεση/αντίσταση σε κάθε είδους μαζική αναγνώριση ή αποδοχή, σε πάσα δημοφιλία, σε οποιαδήποτε νεωτερική/μοντέρνα προσκόλληση σε εξουσίες, σε πολιτικές, σε κόμματα, σε ιδεολογίες.
13. Οι άνθρωποι που παραδίδουν το Είναι τους σε τέτοια βολέματα μοιάζουν με τις κατσαρίδες: αποφεύγουν οτιδήποτε το βαρύ, το δύσκολο, το στοχαστικό, το διαλογιστικό, με μια έννοια τη σκληρή εργασία/έργο του υπερανθρώπου.
14. Η δεύτερη μεταμόρφωση: το λιοντάρι, υποδηλώνει την απόλυτη κυριαρχία του δυνατού, του ισχυρού έναντι του τιποτένιου, του χθαμαλού, του αδύναμου, του καχεκτικού, έναντι δηλαδή όλων εκείνων των οντολογικών στοιχείων, που αναφέραμε πιο πάνω (βλ. σημείο 12) και τα οποία χαρακτηρίζουν τον βολεμένο άνθρωπο, αυτό το άβουλο πλάσμα του μαζικού πολιτισμού.
15. Ενάντια στην υστερία του μαζικού πολιτισμού με τους καταναγκασμούς του «Οφείλεις» στρέφεται η κυριαρχία του λιονταριού στην έρημο. Με την εν λόγω φράση ο Νίτσε εννοεί όλες τις υπαγορεύσεις-εντολές με θεωρητικό μανδύα, από την Παλαιά Διαθήκη ως τις σύγχρονες θεωρίες και κοσμοθεωρίες - μηδέ εξαιρουμένου και του Καντ - που πολιορκούν την πηγαία ζωτικότητα και ελευθερία του ανθρώπου.
16. Είναι δυνατή μια τέτοια κυριαρχία, γιατί έχει κατανικήσει το δράκο.
17. Ποιος είναι ο δράκος; Όλα εκείνα τα θεσμικά όντα, τα υπάκουα μαντρόσκυλα, που δέχονται να παίξουν το ρόλο του θεματοφύλακα όλων των παραδοσιακών φιλοσοφικών, επιστημονικών, αξιακών και πάσης φύσεως εξουσιαστικών συστημάτων, που μετατρέπουν τη μεγάλη μάζα σε αγέλη, συγχρόνως δε συντηρούν και αναπαράγουν τον εκμηδενισμό του πηγαίου Είναι του ανθρώπου.
18. Εάν ο δράκος είναι ο στυλοβάτης του αρνητικού μηδενισμού, το λιοντάρι, όπως εκτέθηκε πιο πάνω και ως τέτοιο που γίνεται παιδί – τρίτη μεταμόρφωση – είναι ο κήρυκας του θετικού μηδενισμού.
19. Θετικός μηδενισμός: η καθίδρυση ενός νέου προοπτικισμού, ενός νέου αξιακού ανθρώπου, στον ρυθμό του υπερανθρώπου.
20. Θετικός μηδενισμός: από την καταστροφή, την απαξίωση των αξιών, των συστημικών συστημάτων, στη νέα δημιουργία, την οποία συμβολίζει το παιδί με την αυθορμησία και την ενστικτώδη ζωτικότητά του.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (590e-592b)

[590e] Δηλοῖ δέ γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ὁ νόμος ὅτι τοιοῦτον βούλεται, πᾶσι τοῖς ἐν τῇ πόλει σύμμαχος ὤν· καὶ ἡ τῶν παίδων ἀρχή, τὸ μὴ ἐᾶν ἐλευθέρους εἶναι, ἕως ἂν ἐν αὐτοῖς ὥσπερ ἐν πόλει πολιτείαν καταστήσωμεν, καὶ τὸ βέλτιστον [591a] θεραπεύσαντες τῷ παρ᾽ ἡμῖν τοιούτῳ ἀντικαταστήσωμεν φύλακα ὅμοιον καὶ ἄρχοντα ἐν αὐτῷ, καὶ τότε δὴ ἐλεύθερον ἀφίεμεν.Δηλοῖ γάρ, ἦ δ᾽ ὅς.
Πῇ δὴ οὖν φήσομεν, ὦ Γλαύκων, καὶ κατὰ τίνα λόγον λυσιτελεῖν ἀδικεῖν, ἢ ἀκολασταίνειν ἤ τι αἰσχρὸν ποιεῖν, ἐξ ὧν πονηρότερος μὲν ἔσται, πλείω δὲ χρήματα ἢ ἄλλην τινὰ δύναμιν κεκτήσεται;
Οὐδαμῇ, ἦ δ᾽ ὅς.
Πῇ δ᾽ ἀδικοῦντα λανθάνειν καὶ μὴ διδόναι δίκην λυσιτελεῖν; [591b] ἢ οὐχὶ ὁ μὲν λανθάνων ἔτι πονηρότερος γίγνεται, τοῦ δὲ μὴ λανθάνοντος καὶ κολαζομένου τὸ μὲν θηριῶδες κοιμίζεται καὶ ἡμεροῦται, τὸ δὲ ἥμερον ἐλευθεροῦται, καὶ ὅλη ἡ ψυχὴ εἰς τὴν βελτίστην φύσιν καθισταμένη τιμιωτέραν ἕξιν λαμβάνει, σωφροσύνην τε καὶ δικαιοσύνην μετὰ φρονήσεως κτωμένη, ἢ σῶμα ἰσχύν τε καὶ κάλλος μετὰ ὑγιείας λαμβάνον, τοσούτῳ ὅσῳπερ ψυχὴ σώματος τιμιωτέρα;
Παντάπασιν μὲν οὖν, ἔφη.
[591c] Οὐκοῦν ὅ γε νοῦν ἔχων πάντα τὰ αὑτοῦ εἰς τοῦτο συντείνας βιώσεται, πρῶτον μὲν τὰ μαθήματα τιμῶν, ἃ τοιαύτην αὐτοῦ τὴν ψυχὴν ἀπεργάσεται, τὰ δὲ ἄλλα ἀτιμάζων;
Δῆλον, ἔφη.
Ἔπειτά γ᾽, εἶπον, τὴν τοῦ σώματος ἕξιν καὶ τροφὴν οὐχ ὅπως τῇ θηριώδει καὶ ἀλόγῳ ἡδονῇ ἐπιτρέψας ἐνταῦθα τετραμμένος ζήσει, ἀλλ᾽ οὐδὲ πρὸς ὑγίειαν βλέπων, οὐδὲ τοῦτο πρεσβεύων, ὅπως ἰσχυρὸς ἢ ὑγιὴς ἢ καλὸς ἔσται, ἐὰν μὴ [591d] καὶ σωφρονήσειν μέλλῃ ἀπ᾽ αὐτῶν, ἀλλ᾽ ἀεὶ τὴν ἐν τῷ σώματι ἁρμονίαν τῆς ἐν τῇ ψυχῇ ἕνεκα συμφωνίας ἁρμοττόμενος φανεῖται.
Παντάπασι μὲν οὖν, ἔφη, ἐάνπερ μέλλῃ τῇ ἀληθείᾳ μουσικὸς εἶναι.
Οὐκοῦν, εἶπον, καὶ τὴν ἐν τῇ τῶν χρημάτων κτήσει σύνταξίν τε καὶ συμφωνίαν; καὶ τὸν ὄγκον τοῦ πλήθους οὐκ ἐκπληττόμενος ὑπὸ τοῦ τῶν πολλῶν μακαρισμοῦ ἄπειρον αὐξήσει, ἀπέραντα κακὰ ἔχων;
Οὐκ οἴομαι, ἔφη.
[591e] Ἀλλ᾽ ἀποβλέπων γε, εἶπον, πρὸς τὴν ἐν αὑτῷ πολιτείαν, καὶ φυλάττων μή τι παρακινῇ αὑτοῦ τῶν ἐκεῖ διὰ πλῆθος οὐσίας ἢ δι᾽ ὀλιγότητα, οὕτως κυβερνῶν προσθήσει καὶ ἀναλώσει τῆς οὐσίας καθ᾽ ὅσον ἂν οἷός τ᾽ ᾖ.
Κομιδῇ μὲν οὖν, ἔφη.
[592a] Ἀλλὰ μὴν καὶ τιμάς γε, εἰς ταὐτὸν ἀποβλέπων, τῶν μὲν μεθέξει καὶ γεύσεται ἑκών, ἃς ἂν ἡγῆται ἀμείνω αὑτὸν ποιήσειν, ἃς δ᾽ ἂν λύσειν τὴν ὑπάρχουσαν ἕξιν, φεύξεται ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ.
Οὐκ ἄρα, ἔφη, τά γε πολιτικὰ ἐθελήσει πράττειν, ἐάνπερ τούτου κήδηται.
Νὴ τὸν κύνα, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἔν γε τῇ ἑαυτοῦ πόλει καὶ μάλα, οὐ μέντοι ἴσως ἔν γε τῇ πατρίδι, ἐὰν μὴ θεία τις συμβῇ τύχη.
Μανθάνω, ἔφη· ἐν ᾗ νῦν διήλθομεν οἰκίζοντες πόλει λέγεις, τῇ ἐν λόγοις κειμένῃ, ἐπεὶ γῆς γε οὐδαμοῦ οἶμαι [592b] αὐτὴν εἶναι.
Ἀλλ᾽, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐν οὐρανῷ ἴσως παράδειγμα ἀνάκειται τῷ βουλομένῳ ὁρᾶν καὶ ὁρῶντι ἑαυτὸν κατοικίζειν. διαφέρει δὲ οὐδὲν εἴτε που ἔστιν εἴτε ἔσται· τὰ γὰρ ταύτης μόνης ἂν πράξειεν, ἄλλης δὲ οὐδεμιᾶς.
Εἰκός γ᾽, ἔφη.

***
[590e] Είναι δα φανερό ότι αυτό τον σκοπό έχει και ο νόμος, αφού δίνει τη βοήθειά του σ᾽ όλα τα μέλη της πολιτείας ανεξαίρετα· και ο εξουσιασμός των παιδιών τον ίδιο λόγο έχει· δεν τ᾽ αφήνομε ελεύθερα να κάνουν ό,τι θέλουν, έως ότου εγκαταστήσομε μέσα τους, όπως σε μια πόλη, πολίτευμα σταθερό, και καλλιεργήσομε [591a] το λογικό τους με το δικό μας, ώστε να είναι σε θέση να ρυθμίζει τη διαγωγή τους· τότε μόνο τα χειραφετούμε.
Είναι πραγματικά φανερό.
Πώς λοιπόν, αγαπητέ Γλαύκων, και πάνω σε ποιόν λόγο στηριζόμενοι θα μπορούσαμε να ειπούμε ότι ωφελεί να αδικεί κανείς ή να ακολασταίνει ή να κάνει καμιάν αισχρή πράξη, και ότι απ᾽ αυτά θα γίνει βέβαια χειρότερος, αλλά θ᾽ αποκτήσει πλούτη και κάποιαν άλλη δύναμη;
Με κανέναν τρόπο.
Ή τί θα ωφελούσε ακόμη, αν η αδικία έμενε κρυμμένη και ατιμώρητη; [591b] Μήπως η ατιμωρησία δεν κάνει τον κακό ακόμη χειρότερο; Ενώ απεναντίας, όταν το έγκλημα ανακαλύπτεται και τιμωρείται, το θηριώδες μέρος της ψυχής καταπραΰνεται και εξημερώνεται, το ήμερο ελευθερώνεται και ολόκληρη η ψυχή, καθώς αποκατασταίνεται στην άριστη φύση της, ανυψώνεται, αποκτά σωφροσύνη και δικαιοσύνη και φρόνηση κι έτσι παίρνει μιαν έξη τόσο πιο ανώτερη από την έξη του σώματος που έχει αποκτήσει δύναμη και καλλονή και υγεία όσο η ψυχή είναι η ίδια ανώτερη από το σώμα;
Βεβαιότατα.
[591c] Ώστε ένας άνθρωπος με νου θα βάλει όλα τα δυνατά του για να επιτύχει αυτό το είδος της ζωής· πρώτα θα εκτιμά τα μαθήματα που συντείνουν στην τελειοποίηση της ψυχής και θα περιφρονεί όλα τ᾽ άλλα.
Φανερό.
Έπειτα, ως προς την έξη και τη δίαιτα του σώματος, δεν θα παραδοθεί στην κτηνώδη και αλόγιστη ηδονή, για να ζει μόνο με την απόλαυσή της, ούτε θ᾽ ασχολείται αποκλειστικά με την υγεία του, για να γίνει δυνατός, υγιής και ωραίος, αν δεν [591d] πρόκειται ν᾽ αποκτήσει με αυτά και την εγκράτεια, αλλά πάντα θα επιζητεί την αρμονία στο σώμα για χάρη της συμφωνίας της ψυχικής.
Βεβαιότατα, αν τουλάχιστο πρόκειται να είναι αληθινός μουσικός.
Επομένως και στην απόκτηση χρημάτων δεν θα αποβλέπει στον ίδιο σκοπό και στην ίδια αρμονία, χωρίς να τον θαμπώνει ο όγκος του πλούτου που τον μακαρίζουν οι πολλοί, για να ζητεί κι αυτός να τον αυξήσει επ᾽ άπειρον, αυξάνοντας όμως συγχρόνως επ᾽ άπειρον και τα κακά που τον συνοδεύουν;
Κι εγώ δεν πιστεύω να το κάμει αυτό.
[591e] Αλλ᾽ αποβλέποντας στο εσωτερικό του πολίτευμα και προσέχοντας μήπως φέρει σ᾽ αυτό καμία διαταραχή είτε η περίσσεια του πλούτου είτε η ανεπάρκειά του, θα προσπαθεί απάνω σ᾽ αυτή τη βάση να κανονίζει τα έσοδα και τα έξοδά του σύμφωνα με τις δυνάμεις του.
Χωρίς αμφιβολία.
[592a] Και στην ίδια πάλι αρχή στηριζόμενος, ως προς τις τιμές και τα αξιώματα, θα επιζητεί και ευχαρίστως μάλιστα θα δοκιμάζει εκείνα που έχει την ιδέα ότι θα τον κάμουν καλύτερο, θ᾽ αποφεύγει όμως, στον ιδιωτικό και στον δημόσιο βίο του, όσα θα μπορούσαν να διαταράξουν το ψυχικό του καθεστώς.
Τότε όμως δεν θα θελήσει ν᾽ αναμειχθεί στα πολιτικά, αν, καθώς λες, τόσο φροντίζει γι᾽ αυτό.
Θα θελήσει, μά τον κύνα, και πάρα πολύ μάλιστα, τουλάχιστο στη δική του πόλη, όχι όμως ίσως και στη δική του πατρίδα, εκτός αν γίνει κανένα θαύμα…
Α, εκατάλαβα· εννοείς την πόλη που ιδρύσαμε μεις και που μόνο στα λόγια υπάρχει, γιατί δεν πιστεύω [592b] να βρίσκεται σε κανένα μέρος της γης.
Αλλ᾽ ίσως να υπάρχει στον ουρανό το πρότυπό της, για κείνον που θέλει να το βλέπει και με αυτό ως κανόνα να ρυθμίζει το πολίτευμα της ψυχής του· άλλωστε δεν σημαίνει τίποτε αν υπάρχει ή αν θα υπάρξει κάποτε· γιατί ο σοφός άνθρωπός μας μόνο σε μιας τέτοιας πόλης τα πολιτικά θ᾽ αναμειχθεί και καμιάς άλλης.
Και είναι πολύ φυσικό.