Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Κύκλωψ (624-653)

ΟΔ. σιγᾶτε πρὸς θεῶν, θῆρες, ἡσυχάζετε,
625 συνθέντες ἄρθρα στόματος· οὐδὲ πνεῖν ἐῶ,
οὐ σκαρδαμύσσειν οὐδὲ χρέμπτεσθαί τινα,
ὡς μὴ ᾽ξεγερθῆι τὸ κακόν, ἔστ᾽ ἂν ὄμματος
ὄψις Κύκλωπος ἐξαμιλληθῆι πυρί.
ΧΟ. σιγῶμεν ἐγκάψαντες αἰθέρα γνάθοις.
630 ΟΔ. ἄγε νυν ὅπως ἅψεσθε τοῦ δαλοῦ χεροῖν
ἔσω μολόντες· διάπυρος δ᾽ ἐστὶν καλῶς.
ΧΟ. οὔκουν σὺ τάξεις οὕστινας πρώτους χρεὼν
καυτὸν μοχλὸν λαβόντας ἐκκαίειν τὸ φῶς
Κύκλωπος, ὡς ἂν τῆς τύχης κοινώμεθα;
635 ΧΟ.Α ἡμεῖς μέν ἐσμεν μακροτέρω πρὸ τῶν θυρῶν
ἑστῶτες ὠθεῖν ἐς τὸν ὀφθαλμὸν τὸ πῦρ.
ΧΟ.Β ἡμεῖς δὲ χωλοί γ᾽ ἀρτίως γεγενήμεθα.
ΧΟ.Α ταὐτὸν πεπόνθατ᾽ ἆρ᾽ ἐμοί· τοὺς γὰρ πόδας
ἑστῶτες ἐσπάσθημεν οὐκ οἶδ᾽ ἐξ ὅτου.
640 ΟΔ. ἑστῶτες ἐσπάσθητε; ΧΟ.Α καὶ τά γ᾽ ὄμματα
μέστ᾽ ἐστὶν ἡμῖν κόνεος ἢ τέφρας ποθέν.
ΟΔ. ἄνδρες πονηροὶ κοὐδὲν οἵδε σύμμαχοι.
ΧΟ. ὁτιὴ τὸ νῶτον τὴν ῥάχιν τ᾽ οἰκτίρομεν
καὶ τοὺς ὀδόντας ἐκβαλεῖν οὐ βούλομαι
645 τυπτόμενος, αὕτη γίγνεται πονηρία;
ἀλλ᾽ οἶδ᾽ ἐπωιδὴν Ὀρφέως ἀγαθὴν πάνυ,
ὥστ᾽ αὐτόματον τὸν δαλὸν ἐς τὸ κρανίον
στείχονθ᾽ ὑφάπτειν τὸν μονῶπα παῖδα γῆς.
ΟΔ. πάλαι μὲν ἤιδη σ᾽ ὄντα τοιοῦτον φύσει,
650 νῦν δ᾽ οἶδ᾽ ἄμεινον. τοῖσι δ᾽ οἰκείοις φίλοις
χρῆσθαί μ᾽ ἀνάγκη. χειρὶ δ᾽ εἰ μηδὲν σθένεις,
ἀλλ᾽ οὖν ἐπεγκέλευέ γ᾽, ὡς εὐψυχίαν
φίλων κελευσμοῖς τοῖσι σοῖς κτησώμεθα.

***
ΟΔΥ. Βουλώστε το, βρε κνώδαλα, και βγάλτε τον σκασμό,
625 ράψτε το τό ρημάδι. Τσιμουδιά κανένας σας μη βγάλει,
ούτε βλέφαρο να παίξει ούτε κιχ να μην ακούσω!
Μην ξυπνήσει το θεριό πριν να του νικήσει η φλόγα
το φως του και το μάτι στον αγώνα που αρχινά!
ΧΟΡ. Το βουλώνω: την ανάσα μου την ίδια καταπίνω.
630 ΟΔΥ. Άντε λοιπόν μέσα κι εσείς, και βάλτε ένα χεράκι·
έχει πυρώσει το δαυλί καλά, και περιμένει.
ΧΟΡ. Πες μας όμως ποιούς θα βάλεις πρώτους το καυτό παλούκι
να τ᾽ αδράξουν, και το μάτι του θεριού να ζεματίσουν;
Στον κοινό μας τον αγώνα θέλω να ᾽χω γω μερίδιο!
(Οι Σάτυροι τώρα χωρίζονται σε δύο ημιχόρια.)
635 ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α. Εμείς πάντως απ᾽ τη θύρα παραείμαστε μακριά:
δεν βολεύει να του χώσουμε τον πάσσαλο στο μάτι.
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β. Κι εμάς τώρα δα μας ήρθε μια βαρβάτη κουτσαμάρα…
ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α. Κοίτα σύμπτωση, ρε φίλε! Ούτ᾽ εγώ δεν ξέρω πώς,
αλλά εκεί καθώς στεκόμουν ξαφνικά στραμπουλιχτήκαν
και τα δυο μου τα ποδάρια.
ΟΔΥ. (Σαρκαστικά) Τί μου λες; Καθώς στεκόσουν έπαθες στραμπούλιγμα;
640 ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α. Ναι, σου λέω. Άσε που μπήκε μες στα μάτια μου μια σκόνη
ή σαν στάχτη ένα πράμα…
ΟΔΥ. Σύμμαχοι σου λέει μετά… Ουστ, λεχρίτες! Τιποτένιοι!
ΧΟΡ. Τιποτένιοι; Και γιατί; Επειδή τηνε λυπάμαι
την πλατούλα μου εγώ και τη ραχοκοκκαλιά μου
645 και τα δόντια μου, που θέλω να μη σπάσουν απ᾽ το ξύλο;
Κάτσε, κάτσε, ξέρω εγώ ένα ξόρκι πρώτης τάξης,
που θα κάνει το δαυλί μοναχό να περπατήσει
και να πάει στο κρανίο του μονόφθαλμου θεριού,
και φωτίτσα να τ᾽ ανάψει.
ΟΔΥ. Σ᾽ ήξερα κι από τα πριν που ᾽σουνα καλό κουμάσι,
τώρα όμως πιο καλά σ᾽ έμαθα. Πάω να ζητήσω
650 τη βοήθεια των παλιών μου, των καλών μου των συντρόφων.
Κι αν δεν έχεις το κουράγιο να μας δώσεις ένα χέρι,
με συνθήματα προσπάθα να μας δίνεις τον ρυθμό,
μ᾽ «έγια-μόλα» και με «άιντε» να ψυχώνεις τους συντρόφους.
ΧΟΡ. Σύμφωνοι· στο κάτω κάτω, του κασίδη είν᾽ το κεφάλι!
Άμα είναι να φωνάζω «έγια μόλα» μοναχά,
τότε απάνω του, παιδιά: φάτε τον τόν Κύκλωπα!

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Πότε γεννήθηκε και πότε πρωτογράφτηκε η Ελληνική γλώσσα

4.3.1 Και άλλα «μπερδέματα» της γραμμικής Β'

Αλλά ας συνεχίσουμε την περιγραφή του συστήματος της γραμμικής Β' και των κανόνων του. Το αρχικό σ (το σ στην αρχή της λέξης) δεν δηλώνεται όταν ακολουθεί σύμφωνο. Έτσι, η λέξη σπέρμα γράφεται pe-ma. Αλλά, όπως δείχνει το παράδειγμα αυτό, δεν δηλώνεται και το σύμφωνο ρ. Το σύμφωνο αυτό, καθώς και τα σύμφωνα ν και λ, συνήθως δεν δηλώνονται όταν βρίσκονται στο τέλος συλλαβής, δηλαδή μπροστά από ένα άλλο σύμφωνο, ή στην αρχή συλλαβής όταν ακολουθεί σύμφωνο, όπως και στην περίπτωση του σ: pe-ma. Ας δούμε ένα ακόμη παράδειγμα. Η λέξη pa-ka-na συνήθως συνοδεύεται στις πινακίδες από το εικονόγραμμα ενός σπαθιού. Σημαίνει λοιπόν 'σπαθιά' και είναι λέξη που είναι γνωστή από τα υστερότερα Ελληνικά κείμενα ως φάσγανον, πληθ. φάσγανα. Όπως βλέπετε, δεν δηλώνεται το σ: pa-ka-na. Επιπλέον, όπως δείχνει το παράδειγμα αυτό, η γραμμική Β' δεν ξεχωρίζει το π, το φ και το β. Έτσι, το φ της λέξης pa-ka-na = φάσγανα γράφεται με τον ίδιο τρόπο όπως το π της λέξης pe-ma = σπέρμα.

Φαντάζεστε λοιπόν τις δυσκολίες που έχουμε να καταλάβουμε τί σημαίνει μια λέξη της γραμμικής Β', όταν δεν βοηθούν τα συμφραζόμενα. Για να δώσουμε και πάλι ένα τεχνητό παράδειγμα, οι δυο λέξεις της νέας ελληνικής φαγάνα και παγάνα 'ενέδρα' στη γραμμική Β θα γράφονταν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο: pa-ka-na. Αλλά η λέξη pa-ka-na = φάσγανα δείχνει και κάτι άλλο. Η γραμμική Β δεν κάνει τη διάκριση κ, γ, χ. Έτσι η λέξη pa-ka-na = φάσγανα γράφεται με τον ίδιο τρόπο όπως η λέξη ko-to-na = κτοίνα 'περιουσία σε γη', παρόλο που στη μια περίπτωση έχουμε να κάνουμε με γ και στην άλλη με κ.

Μια ακόμη ιδιομορφία της γραμμικής Β' είναι ότι δεν διαφοροποιούνται μεταξύ τους τα «υγρά» σύμφωνα ρ και λ. Έτσι, για να χρησιμοποιήσουμε και πάλι ένα τεχνητό παράδειγμα με βάση τα νέα ελληνικά, η λέξη re-o μπορεί να αντιστοιχεί είτε στη λέξη ρέω είτε στη λέξη λέω. Πώς αποφασίζει κανείς για ποια από τις δυο λέξεις πρόκειται; Για μας που προσπαθούμε να διαβάσουμε τα μυκηναϊκά κείμενα, αυτό είναι πολύ δύσκολο, εκτός αν βοηθούν τα συμφραζόμενα. Για τους ίδιους του Μυκηναίους της ανακτορικής γραφειοκρατίας αυτό δεν θα ήταν δύσκολο, για τους λόγους που εξηγήσαμε λίγο πριν.

Το σύστημα της γραμμικής Β' δηλώνει τις διφθόγγους. Έτσι η λέξη οὐ, που σήμαινε 'δεν' στα αρχαία ελληνικά, γράφεται με δύο συλλαβογράμματα, το ένα για το ο και το άλλο για το υ: o-u· το ίδιο συμβαίνει και με τις διφθόγγους αυ και ευ, π.χ. e-u-me-de, δηλαδή το κύριο όνομα Εὐμήδης. Θυμηθείτε τί λέγαμε στο δεύτερο κεφάλαιο για το η στα αρχαία ελληνικά: δήλωνε ένα μακρό [e] = [ee]. Η γραμμική Β' δεν είχε ειδικό σύμβολο για το μακρό [e], όπως και για τα άλλα μακρά φωνήεντα. Οι δίφθογγοι που είχαν ως δεύτερο στοιχείο τους το ι γράφονταν χωρίς το ι. Έτσι η λέξη ἒλαιον 'λάδι' γράφεται ως e-ra-wo, χωρίς το ι της διφθόγγου αι. Το τελευταίο συλλαβόγραμμα, που αντιστοιχεί στη συλλαβή wo, εμφανίζει έναν φθόγγο, το [w], τον οποίο έχουμε ήδη συζητήσει στο δεύτερο κεφάλαιο. Ο φθόγγος αυτός χάθηκε σε πολλές διαλέκτους της αρχαίας Ελληνικής της επόμενης χιλιετίας, αλλά στα μυκηναϊκά διατηρείται.

Στα μυκηναϊκά διατηρείται επίσης μια κατηγορία φθόγγων που δεν εμφανίζονται (έχουν χαθεί) στα ελληνικά της επόμενης χιλιετίας. Οι φθόγγοι αυτοί λέγονται χειλοϋπερωικοί, γιατί σχηματίζονται από τα χείλη και το στρογγύλεμά τους, και το ανέβασμα της γλώσσας προς τον ουρανίσκο (υπερώα): qa, qe, qi, qo = [kwa], .

Η Ελληνική γλώσσα πρωτογράφτηκε λοιπόν με τη χρήση ενός συλλαβικού συστήματος, της γραμμικής Β. Το κίνητρο που οδήγησε στην υιοθέτηση αυτού του συστήματος (δανεισμένου από τον αρχαιότερο πολιτισμό της μινωικής Κρήτης) ήταν η εξυπηρέτηση των λογιστικών αναγκών των μυκηναϊκών παλατιών. Η ελλειπτικότητα και οι ατέλειες του συστήματος αυτού εξηγούνται τόσο από τον περιορισμένο στόχο του (κείμενα λογιστικού χαρακτήρα για τις εσωτερικές ανάγκες της μυκηναϊκής ανακτορικής γραφειοκρατίας) όσο και από την ατελή προσαρμογή του συστήματος αυτού (που επινοήθηκε για μια άλλη γλώσσα) στην Ελληνική γλώσσα και στα χαρακτηριστικά της.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: II ΚΛΑΣΙΚΗ ΕΠΟΧΗ 4. Από τα Κούναξα στη Χαιρώνεια

4.4. Μια εράσμια χάρη έβαλε το χέρι της

Μετά τον θάνατο του Διονυσίου το 367, τύραννος στις Συρακούσες έγινε ο γιος του, ο Διονύσιος ο νεότερος. Οι διαρκείς πόλεμοι είχαν εξαντλήσει την πόλη και ολόκληρη τη Σικελία, ενώ οι Καρχηδόνιοι ανέμεναν πάντα την κατάλληλη στιγμή να επανέλθουν δυναμικά. Ο Διονύσιος ο νεότερος απέφυγε, όσο μπορούσε, τους πολέμους και κράτησε την εξουσία για δέκα χρόνια, με σύμβουλο τον θείο του Δίωνα, που είχε βαθιά φιλοσοφική κατάρτιση. Όταν κατάλαβε ότι ο Δίων είχε την πρόθεση και το κύρος να καταλύσει το τυραννικό πολίτευμα, τον ανάγκασε να φύγει από την πόλη. Από την εξορία ο Δίων συγκέντρωσε στρατό και, ύστερα από πολλές δυσκολίες, ανέτρεψε τον Διονύσιο. Δολοφονήθηκε ωστόσο λίγα χρόνια αργότερα και οι Συρακούσες πέρασαν μια περίοδο αστάθειας. Έτσι το 346 ο Διονύσιος κατάφερε να επιστρέψει και να γίνει πάλι τύραννος των Συρακουσών. Αυτή τη φορά τον επιβουλεύτηκε ο τύραννος των Λεοντίνων Ικέτης, που κατέλαβε την πόλη και τον υποχρέωσε να καταφύγει στην οχυρωμένη ακρόπολη. Με δύο πλέον τυράννους να ερίζουν για κυριαρχία, οι Συρακούσιοι ζήτησαν τη βοήθεια της Κορίνθου, ελπίζοντας ότι η μητρόπολή τους θα τους βοηθούσε να ανακτήσουν την ελευθερία τους.

Οι Κορίνθιοι έσπευσαν να ανταποκριθούν και επέλεξαν στρατηγό τον Τιμολέοντα, έναν επιφανή πολίτη που εχθρευόταν φανερά τα τυραννικά πολιτεύματα, στον οποίο έδωσαν μια μικρή δύναμη. Ο Τιμολέων, καθώς λεγόταν, δέχτηκε διότι η θέση του ήταν επισφαλής. Είχε πρόσφατα δολοφονήσει τον αδελφό του, που επιχειρούσε να γίνει τύραννος στην Κόρινθο, και βρισκόταν ήδη υπό κατηγορία. Η συμφωνία ήταν ότι, εάν κατάφερνε να επιβληθεί και να κυβερνήσει δίκαια τις Συρακούσες, οι συμπολίτες του ήταν αποφασισμένοι να τον ανακηρύξουν τυραννοκτόνο. Εάν όμως κυβερνούσε με πλεονεξία, θα τον καταδίκαζαν ως αδελφοκτόνο. Φτάνοντας στη Σικελία το 344, ο Τιμολέων βρήκε υποστηρικτή μόνο τον Ανδρόμαχο, τύραννο της μικρής πόλης του Ταυρομενίου, αλλά δεν έχασε καιρό και με ελάχιστες δυνάμεις ανέλαβε το έργο που του είχε ανατεθεί. Μπροστά στη νέα απειλή, ο Ικέτης ζήτησε τη συνδρομή των Καρχηδονίων, οι οποίοι εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία που περίμεναν.

Η κατάσταση στις Συρακούσες ήταν δραματική. Η πόλη βρισκόταν στα χέρια ενός ξένου τυράννου, το λιμάνι στην εξουσία των Καρχηδονίων και η ακρόπολη στον έλεγχο του Διονυσίου. Η συνδρομή που περίμεναν οι πολίτες από την Κόρινθο είχε έρθει, αλλά ήταν παντελώς ανεπαρκής. Ο Τιμολέων ωστόσο επέδειξε εξαίρετη ανδρεία και στρατηγική ευφυΐα. Θαύμαζε άλλωστε και ακολουθούσε το παράδειγμα του Επαμεινώνδα. Με μια αιφνιδιαστική επίθεση έτρεψε σε φυγή τις κατά πολύ υπέρτερες δυνάμεις του Ικέτη και πρόβαλε ως ελπίδα για ολόκληρο το νησί. Η μία μετά την άλλη, οι σικελικές πόλεις έσπευδαν να συνεργαστούν μαζί του. Το σημαντικότερο ήταν ότι ο Διονύσιος, που βρισκόταν πλέον σε απελπιστική κατάσταση, του παρέδωσε την ακρόπολη των Συρακουσών.

Οι Έλληνες είδαν τότε να παίζεται μια πραγματική τραγωδία. Από τύραννος της ισχυρότερης και ενδοξότερης πόλης την εποχή εκείνη, ο Διονύσιος έχανε την εξουσία για δεύτερη φορά. Όλη του η οικογένεια είχε ατιμαστεί και θανατωθεί. Και αυτός, εξόριστος στην Κόρινθο, τριγύριζε στις ταβέρνες και περνούσε τις ώρες του στα μυροπωλεία, πίνοντας και αντιδικώντας με τις γυναίκες του δρόμου. Η πιο ενδιαφέρουσα ίσως ασχολία του ήταν να διδάσκει τις τραγουδίστριες της πόλης και να συζητά μαζί τους γύρω από τα θεατρικά άσματα και την αρμονία του μουσικού μέλους. Αυτές μόνο τις γνώσεις, που είχε προφανώς λάβει από τον πατέρα του, μπορούσε πλέον να αξιοποιεί.

Στο μεταξύ η τύχη συνέχισε να χαμογελά στον Τιμολέοντα. Στις Συρακούσες, με πρόσκληση του Ικέτη, οι Καρχηδόνιοι είχαν εισέλθει για πρώτη φορά μαζικά στην πόλη, με 150 πλοία και 60.000 άνδρες. Από εκεί ξεκίνησαν να αντιμετωπίσουν τον Τιμολέοντα. Βλέποντας ωστόσο τον στρατό να αναχωρεί, η φρουρά της ακρόπολης, που είχε παραδοθεί από τον Διονύσιο στους Κορίνθιους, επιτέθηκε και κατέλαβε μέρος της πόλης. Ταυτοχρόνως έφταναν και ενισχύσεις από την Κόρινθο. Οι Καρχηδόνιοι απελπίστηκαν και επέστρεψαν στον τόπο τους. Στην κρισιμότερη μάχη, ο Τιμολέων έτρεψε σε φυγή τον κατά πολύ υπέρτερο στρατό του Ικέτη και έγινε κύριος των Συρακουσών. Ένα από τα πρώτα του μελήματα ήταν να κατεδαφίσει τα οχυρά των τυράννων στην ακρόπολη και στη θέση τους να οικοδομήσει δικαστήρια. Η ενέργεια αυτή θεωρήθηκε απαρχή της ελευθερίας. Στη συνέχεια προσκλήθηκαν όσοι Συρακούσιοι είχαν εγκαταλείψει την πόλη και όσοι άλλοι Έλληνες επιθυμούσαν να εγκατασταθούν ως άποικοι. Οι Συρακούσες έγιναν και πάλι μια πολυπληθής και ευημερούσα πολιτεία.

Βλέποντας τον Τιμολέοντα να εδραιώνεται στις Συρακούσες και να αποκτά αίγλη σε όλες σχεδόν τις ελληνικές πόλης της Σικελίας, οι Καρχηδόνιοι αποφάσισαν να επέμβουν για να εκδιώξουν ολοκληρωτικά τους Έλληνες από το νησί. Αποβιβάστηκαν λοιπόν με 200 πλοία και 70.000 άνδρες. Τέτοιος ήταν ο τρόμος που προκάλεσαν, ώστε ο Τιμολέων δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει περισσότερους από 5.000 πολεμιστές για να τους αντιμετωπίσει. Ωστόσο, καθώς οι Καρχηδόνιοι με τους συμμάχους τους διάβαιναν έναν ποταμό, ενώ μαινόταν καταιγίδα και έπεφτε χαλάζι, ο Τιμολέων επιτέθηκε και πέτυχε μια συντριπτική νίκη. Λέγεται ότι από την πλευρά των Καρχηδονίων χάθηκαν 10.000 άνδρες. Για τρεις ημέρες οι Έλληνες συγκέντρωναν τα λάφυρα, μέχρι να βρουν χρόνο για να στήσουν το τρόπαιο της νίκης.

Αδιαφιλονίκητος πλέον ο Τιμολέων ανέτρεψε τις τυραννίες σε όλη τη Σικελία και εγκατέστησε δημοκρατικά πολιτεύματα. Έχοντας παραμείνει στην εξουσία λιγότερο από οκτώ χρόνια, και καθώς το φως του τον εγκατέλειπε, παραιτήθηκε και αποσύρθηκε. Αλλά οι Συρακούσιοι συνέχισαν να τον τιμούν και να τον συμβουλεύονται έως τον θάνατό του. Ο μόνος τύραννος που ο Τιμολέων ανέχτηκε και δεν ανέτρεψε ήταν ο Ανδρόμαχος του Ταυρομενίου, που τον είχε ενισχύσει στο δύσκολο ξεκίνημα της πορείας του. Και σε αυτό ακόμη στάθηκε τυχερός. Ο γιος του τυράννου, ο Τίμαιος, έγινε ένας από τους σημαντικότερους ιστορικούς της εποχής του και δόξασε στο έργο του τον Τιμολέοντα όσο κανένας άλλος. Ο Τίμαιος είχε σπουδάσει στην Αθήνα στη σχολή του Ισοκράτη και ήταν ο πρώτος που χρονολόγησε τα γεγονότα με τις Ολυμπιάδες. Το έργο του έχει χαθεί, αλλά πολλές από τις πληροφορίες του για τον Τιμολέοντα τις διέσωσε ο Πλούταρχος.

ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΗΛΙΟΣΤΑΣΙΟ

Η ΜΥΗΣΗ είναι κάτι πολύ περισσότερο από «πληροφόρηση» και Κατανόηση της Αληθινής Ανθρώπινης Φύσης μας, των Δραστηριοτήτων της ανθρώπινης ύπαρξης και των Δράσεων του ανθρώπου.

Η ΜΥΗΣΗ είναι προπάντων κάτι που πρέπει να «κάνουμε», κάτι που πρέπει να Βιώσουμε. Είναι η «απόσυρση» (που είναι προϊόν Βαθιάς Κατανόησης) της ψυχικής ενέργειας από όλα τα εξωτερικά (δραστηριότητες, καταστάσεις, βιώματα, αντιλήψεις, αισθήσεις, επαφές με τα «αντικειμενικά» πράγματα), η «επιστροφή» στον Εαυτό, η Βίωση των Εσωτερικών Καταστάσεων της Συνείδησης, της Εσωτερικής Ύπαρξης, του Εσωτερικού Κόσμου.

Η Βίωση των Εσωτερικών Καταστάσεων στην Εμπειρία της Περισυλλογής (στην μυητική γλώσσα), του Διαλογισμού (στην γλώσσα της Ανατολικής Παράδοσης) εν ζωή είναι «πρόγευση» αυτών που μπορεί (λόγω της Φύσης του) και είναι Πιθανόν (λόγω της πνευματικής εξέλιξής του) να ζήσει ο άνθρωπος μετά τον αποχωρισμό από το σώμα.

Είναι απαραίτητο (αν μπορούμε να το κάνουμε) να διερευνήσουμε τι έλεγαν οι Μεγάλοι Μύστες στους Δελφούς. Τι είναι το Δελφικό «Ε»;

«Ε» σημαίνει πολλά πράγματα. «Ε» είναι «Πέντε».

Πέντε είναι τα Επίπεδα της Συνείδησης (με εσωτερικές υποδιαιρέσεις).

Πέντε είναι οι Κόσμοι της Εμπειρίας.

Πέντε είναι οι «Λειτουργίες» της Ανθρώπινης Συνείδησης, που είναι η Αληθινή Φύση του Ανθρώπου η οποία συνδέεται με εξωτερικούς φορείς για να εκδηλωθεί στους κατώτερους «υλικούς» κόσμους, της νόησης, της ενέργειας και του «υλικού» κόσμου.

Πέντε είναι οι Μεγάλοι Μύστες των Δελφών, με ιδιαίτερες «λειτουργίες», «υπηρεσίες», ο καθένας.

Πέντε είναι οι Μυήσεις.

Η Πέμπτη είναι η Ύστατη Μύηση που συμβολικά, στα πλαίσια του Ηλιακού Χρόνου και του Ιερού Ηλιακού Έτους, συνέβαινε (βιωνόταν τελετουργικά στους Δελφούς από τους Μεγάλους Μύστες και τους ευλογημένους μύστες, στην Διάρκεια των Ιερών Εορτών τις Πρωτοχρονιάς) στο Χειμερινό Ηλιοστάσιο, στις 22 Δεκεμβρίου (του χριστιανικού ημερολογίου, που με την ευκαιρία λέμε ότι είναι λάθος, σε σχέση με το Φυσικό Ηλιακό Έτος).

Ερευνήστε τα όλα αυτά, αγαπητοί φίλοι, και στο Ιστολόγιό μας και σε άλλες πηγές, γιατί πολλοί έχουν ασχοληθεί με το Δελφικό «Ε», άλλοι με γνώση κι άλλοι με φαντασία ή ανοησία. Ερευνήστε τα.

Καλές Γιορτές και Καλή Πρωτοχρονιά (στις 22 Δεκεμβρίου ή όποτε την γιορτάζετε).

ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΜΕΛΛΟΝ ΑΠΕΧΟΥΝ ΕΛΑΧΙΣΤΑ ΔΕΥΤΕΡΟΛΕΠΤΑ

Μέτρο του λόγου είναι ο παραλήπτης του και δεν υπάρχει χειρότερη μοίρα για τον όποιο λόγο, από το να καταλήξει σε αυτιά με τοίχους ή σε μάτια με παρωπίδες.

Είναι και το πολύ σημαντικό ζήτημα της ελλείψεως αληθινής ισηγορίας και εκεί κανένας απατεώνας δεν μπορεί να μας πείσει, ότι δήθεν η τελευταία εξασφαλίζεται μέσα από τα πιο πάνω υποτιθέμενα “βήματα”. Ακόμη και αν η νεοελληνική κοινωνία δεν ήταν τόσο κραυγαλέα βυζαντινή, δηλαδή θεοφασιστική, η ισηγορία δεν θα εδημιουργείτο “μαγικά” επειδή και μόνον καλούμαστε στον ίδιο (ποιόν ίδιο;) χρόνο, οι δύο πλευρές, να αναπτύξουμε και εξηγήσουμε τις θέσεις μας μπροστά σε ένα κοινό, που ήδη έχει ανατραφεί, διαμορφωθεί και προγραμματισθεί με πολύ-πολύ συγκεκριμένο τρόπο, μέσα από την, όχι μόνο απέχουσα από την εθνική διάσταση του Ελληνισμού αλλά επιπλέον και, θεοκρατική και αποκοιμιστική προπαγάνδα που ονομάζεται κατ’ ευφημισμόν “Ελληνική Εκπαίδευση”.

Νομίζω ότι ποτέ δεν θα μπορούσα να διατηρώ μία αφύσικη διάσταση ανάμεσα στα γραπτά και στην σκέψη μου, δίχως να προδίδω εκείνο που απαγορεύεται να προδίδει ο άνθρωπος, δηλαδή την συνείδησή του, τον εσωτερικό του οδηγό, τον δαίμονα εαυτού, όπως έλεγαν πολύ σωστά και οι αβάπτιστοι και λεβέντες πρόγονοι, που σήμερα ο Νεοέλληνας έχει ξεχάσει ή περιφρονεί.

Αλλά θέλω να επιστρέψω στην αρχική πρόταση ν’ αναπτύξω κάπως πιο πολύ, το γιατί διαπιστώνω και κραυγάζω ότι ελάχιστη σχέση έχει ο σημερινός χριστιανός κάτοικος αυτής της χώρας με τον αληθινό Έλληνα, τον Έλληνα που την επερπάτησε στους παλαιούς καλούς χρόνους και την εστοίχειωσε με το φώς της καρδιάς και της ψυχής του.

Ξέρετε, αυτό το ερεβώδες χάσμα μεταξύ Έλληνα και Νεοέλληνα, το αντιλαμβάνεται κάποιος εύκολα, με μόνη την ανάγνωση της Ιστορίας, των φιλοσοφικών κειμένων, της δομής τής τότε κοινωνίας, του τρόπου ως και της στάσεως ζωής των προγόνων μας.

Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στους δύο τύπους ανθρώπου που εξετάζω, ανάμεσα στον πραγματικό Έλληνα, τον “ειδωλολάτρη ή φιλόσοφο” όπως τον αποκαλούν ανερυθρίαστα οι σημερινοί επίσαχλοι που προσκυνούν ξένα νομιζόμενα και ήθη, και στον σύγχρονο Έλληνα, τον τόσο εξευτελισμένο Νεοέλληνα, είναι πολύ εύκολο να ορισθεί. Είναι το γνωστό σημείο που ο τελευταίος “στηλώνει τα πόδια” και αρνείται όλος τρόμο να προχωρήσει, όταν κάπου-κάπου πάει να το παίξει και λίγο Έλληνας, συνήθως όταν στέκεται απέναντι σε ξένους. Ομιλώ για τα θρησκευτικά νομιζόμενα και κυρίως για εκείνα τα θρησκευτικά νομιζόμενα που δημιουργούν ή προτείνουν καθημερινό έθος, συμπεριφορά, τρόπο.

Ο Λουϊ Μενάρ, εκείνος ο φωτισμένος πολυθεϊστής και ελληνιστής του περασμένου αιώνος, είχε πολύ σωστά τονίσει σε κάποιο σημείο του βιβλίου του “Ονειροπολήσεις Ενός Μυστικιστού Ειδωλολάτρου”, ότι όταν ένα έθνος χάσει την θρησκεία του, χάνει και την ψυχή του και σβήνει. Εμείς οι Έλληνες λοιπόν, έχουμε χάσει αυτή την εθνική μας ψυχή εδώ και αιώνες και κυβερνώμεθα από το ιερατείο ενός ξένου Θεού. Είκοσι δύο αιώνες σε πολιτικό επίπεδο και δέκα έξ σε πολιτισμικό, είμαστε ένα έθνος ΥΠΟΔΟΥΛΟ.

Με τον όρο “Έθνος” εννοούμε σύμφωνα με την αρχαία, αυθεντική σημασία του, ένα σύνολο ανθρώπων που οργανώνει την καθημερινή ζωή του σύμφωνα μ’ ένα ιδιαίτερο σύστημα αξιών, αντιλήψεων και συμπεριφορών. Αυτό το ιδιαίτερο σύστημα αποκαλείται “έθος”. Το έθνος δεν ταυτίζεται με το κράτος, ή το Εθνοκράτος, όπως λανθασμένα πολλοί στις ημέρες μας νομίζουν, ως αποτέλεσμα της άγνοιάς τους και της ύπουλης προπαγάνδας των κρατούντων.

Σε 5.000 περίπου έθνη που υπάρχουν σήμερα στον πλανήτη μας, αντιστοιχούν λιγώτερα από 200 κράτη. Είναι λοιπόν σαφές το ότι στην ελληνική πραγματικότητα, η ύπαρξη του (νεο-) Ελληνικού Κράτους, ενός κράτους που στις στροφές 118-120 του ποιήματος που χρησιμοποιείται ως... Εθνικός Ύμνος του, υμνείται ο...Μωϋσής και η... προφήτις Μαρία αδελφή του Ααρών, δεν εγγυάται αξιωματικά και τη συνέχεια υπάρξεως του Ελληνικού έθνους, το οποίο οφείλει ν’ αντισταθεί ενεργά ενάντια στην ταχύρρυθμη ομογενοποίηση των εθνών που επιχειρεί η μονοθεϊστική παγκόσμια εξουσία, αυτή που εγώ αποκαλώ “Παγκόσμιο Ιερουσαλήμ”. Η απροκάλυπτη πλέον και συνεχώς εντεινόμενη προβολή από την πλευρά του (νεο-) Ελληνικού Κράτους (μέσω της εκπαιδεύσεως, μέσω των ΜΜΕ κ.λ.π.) του ιουδαϊκού και βυζαντινού πνεύματος και έθους, σε βάρος του αντίστοιχου αυθεντικού ελληνικού, αποδεικνύει το ότι το πραγματικό ελληνικό έθνος βρίσκεται στη χώρα μας ουσιαστικά υπό διωγμόν.

Το Ελληνικό όμως έθνος κατάφερε να επιβιώσει μέσα από τους διωγμούς, κατά την διάρκεια των αιώνων έστω και υπόδουλο.

Το Ελληνικό έθνος επέζησε βεβαίως μέσα από αυτούς τους μακραίωνες διωγμούς. Υπόδουλο, όπως είπαμε, πολιτικώς εδώ και είκοσι τρεις αιώνες και πολιτισμικώς εδώ και δέκα επτά, το έθνος των Ελλήνων κατώρθωσε να επιβιώσει παρά την αντίθετη πρόθεση των τυράννων του Βυζαντινών Ρωμαίων, Οθωμανών και παπάδων συγκατακτητών, ξενόδουλων κυβερνήσεων κ.λ.π., πλην όμως σήμερα απειλείται χειρότερα από ποτέ πριν.

Η κατοχή είναι πλέον μη εμφανής, άρα πιο επικίνδυνη, και σε διεθνές επίπεδο έχει ήδη δρομολογηθεί η ομογενοποίηση των λαών κάτω από το νέο και ανεθνικό “έθος” της Κόκα-Κόλα, του Μάρλμπορο, του Ληβάϊς και του θεού της Βίβλου Ιεχωβά. Το ν’ αναφωνεί ο Δανός, ο Γερμανός, ο Ιταλός, ο Έλληνας του σημερα το φοβερό “αλληλούϊα”, το να δοξάζει δηλαδή τον εθνικό Θεό των Ιουδαίων είναι η απαίσια ταφόπλακα της εθνικής τους υπάρξεως.

Το ίδιο και η υιοθέτηση της ομοιομορφίας των “σινιέ” αντικειμένων και ρούχων: όλοι οι άνθρωποι της γής, ζουν σύμφωνα με τα προτεινόμενα από την βιβλική μεζούρα ή από τα μέτρα της ιουδαιο-προτεσταντικής ή χαζοχαρούμενης Αμερικής.

Έτσι είναι, και πράγματι η έννοια της αξιοπρέπειας είναι αυτή που εν πρώτοις προβάλλει μέσα μας. Αυτό που λέμε, λοιπόν, Πολιτισμό, για να επανέλθουμε, δεν είναι παρά ένα συγκεκριμένο ύφος, ήθος και στάση ζωής και από όλα τα αμέτρητα είδη ζωής πάνω σε τούτο τον πλανήτη, έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνον με το έμφρον και δίποδο όν που ονομάζεται Άνθρωπος. Και όπως έχει ήδη αποδειχθεί από την Επιστήμη, η φυσική βιοεξελικτική διαδικασία αυτού του πλανήτη, στην οποία “υπακούουν” τα πάντα, έμβια και μη, “υπακούει” με τη σειρά της, στο νόμο της αειρόου πολλαπλότητος και διαφορετικότητος. Συνεπώς, αν κάποιος αποφεύγει κάθε τι το “παρά φύσιν”, οφείλει να συνειδητοποιήσει, πριν από οτιδήποτε άλλο, ότι η πολυμορφία των διαφόρων τμημάτων, του κάθε επί μέρους είδους υπάρξεως είναι ευλογία από τους Θεούς και όχι κατάρα, όπως κάποιοι έχουν καταφέρει δυστυχώς να πείσουν τα σύγχρονα αποσυντονισμένα ανθρώπινα μυαλά πάνω σε ό, τι αφορά τη φυσική πολυμορφία εκείνου που όλοι ορίζουμε ως Ανθρωπότητα. Λες και η τελευταία δεν ανήκει στη Φύση και δεν υπόκειται στους νόμους της..

Κάθε τι που κινείται από ομοιοποιητικές λογικές και έρχεται να εναντιωθεί στη φυσική αρχή της πολλαπλότητος και ιδιαιτερότητος, αναδεικνύεται μακροϊστορικά σε εχθρό αυτής της ίδιας της Ζωής. Συνεπώς, η ιδιαιτερότητα αποτελεί το κατ’ εξοχήν ιερό στοιχείο αυτού του Κόσμου, στα δε ανθρώπινα πράγματα δεν υπάρχει πολιτισμική ιδιαιτερότητα όταν δεν υπάρχει και ιδιαιτερότητα στον τρόπο αντιλήψεως, ζωής και καθημερινής εν γένει συμπεριφοράς. Βλέπουμε ιστορικά ότι μόνο στον κόσμο των λεγομένων “εθνικών”, δηλαδή των μη Ιουδαίων, μη χριστιανών και μη μωαμεθανών, άνθισε η πολιτισμική πολυμορφία δηλαδή η απόλυτη πολυμορφία των Τρόπων, η διαφορετικότητα, η εντοπιότητα και πάνω από όλα το δικαίωμα της συνεχούς προσωπικής διευρύνσεως. Ο προχριστιανικός λεγόμενος κόσμος των “εθνικών”, ένας δυσκολοκατανόητος κόσμος, αν όχι παντελώς ακατανόητος, για τον σημερινό υπήκοο της “Παγκοσμίου Ιερουσαλήμ” αφού ενδιαφέρετο όχι για το “δέον” και το “γίγνεσθαι”, αλλά για το “είναι”, υπήρξε λοιπόν, ο μόνος υγιής πολιτισμικώς και ηθικώς κόσμος, ο δε Ελληνικός εκείνος υπήρξε ο υγιέστερος κάθε άλλου σε επίπεδο πολιτικό, αφού αυτός μόνον κατάφερε να γεννήσει εκείνο το θαύμα που άκουγε στο όνομα “Βουληφόρος Αγορά”.

Πέρα από κάθε άλλο επίτευγμα θεωρώ και συμφωνώ ότι ήταν το πετράδι πάνω στο στέμμα του Ελληνικού Πολιτισμού.

Ο λεγόμενος κόσμος των “εθνικών” αντανακλούσε με γνησιότητα τις παραδόσεις και τα έθιμα των φυλών ή “εθνών” του. Καθώς μέσα στις πολλές κοσμοαντιλήψεις και θρησκείες ή λατρείες του, δεν υπήρξε ποτέ μα ποτέ κάποιο εξωτερικά επιβληθέν “εξ αποκαλύψεως” δόγμα, τα μέσα από τους αμέτρητους αιώνες επικρατήσαντα “ειωθότα και νομιζόμενα” τής κάθε κοινωνίας του, αντιμετωπίζονταν πολύ σωστά ως γνήσιοι κατοπτρισμοί των θρησκευτικο-φιλοσοφικών της αντιλήψεων πάνω στον γήϊνο κόσμο. Η κάθε φυλή ή εθνότητα, ανεγνώριζε ένα ξεχωριστό και αποκλειστικό της Πάνθεον και ένα ξεχωριστό και αποκλειστικό της σώμα μυθολογικών αφηγήσεων. Και αυτό, γιατί παρά το ότι, στην αρχαιότητα η πνευματόδοξος φυσιολατρία που σήμερα περιγράφεται τσουβαληδόν και με υβριστική φυσικά πρόθεση ως “παγανισμός”, υπήρξε επί σειράν χιλιετιών η “πανανθρώπινη” μορφή θρησκείας, το κάθε έθνος είχε εξελίξει την πολύ ιδιαίτερή και αυτόχθονα εκδοχή του. Οι προχριστιανικές θρησκείες και παραδόσεις αντικατόπτριζαν αντικειμενικά το γνήσιο εθνικό και πολιτισμικό περιβάλλον μέσα στο οποίο είχαν αυτές φυτρώσει και ανθίσει, ήσαν δηλαδή θρησκείες και παραδόσεις αυτοθεσμιζόμενων λαών.

Έτσι, οικοδομήθηκε, με πολύ φυσικό τρόπο, ένας κόσμος που όχι μόνο αγνοούσε τις έννοιες “δόγμα”, “ορθοδοξία”, “μόνη αλήθεια” κ.λ.π. κ.λ.π., αλλά που, τουναντίον, εθεώρη απολύτως φυσιολογική (αν δεν την επεδίωκε κιόλας) την ύπαρξη του “άλλου”, του “διαφορετικού”, μέσα σε μία ατελείωτη σειρά πολυεπίπεδων σχέσεων.

Εκείνος ο κόσμος όμως, που διεμορφώθη κάτω από την ευεργετική επίδραση της παγανιστικής του κοσμοεικόνας και αντιλήψεως για την καθημερινή ζωή, που εξ αντικειμένου τού εξησφάλιζε συνεχή πρόοδο και μη-στασιμότητα, κατηργήθη με πολύ βίαιο τρόπο από τον χριστιανόμορφο Ιαχωβισμό και επί μιάμισυ περίπου χιλιετία, 4ος - 18ος αιώνας, το ανθρώπινο πνεύμα ακινητοποιήθη σχεδόν παντελώς. Ο κόσμος των “εθνικών” αλώθη τελικά από τη μοναδική ίσως εκδοχή που περιεφρόνησε ή παρέλειψε να πολυξεκοκκαλίσει μέσα στους στοχασμούς του και στις πολύπλευρες αναζητήσεις του: την πιθανότητα δηλαδή εμφανίσεως “μοναδικών” τάχα ιδεών, αντιλήψεων περί Ανθρώπου και Σύμπαντος, “μοναδικών” αληθειών και “μοναδικών” επίσης Θεών. Με άλλα λόγια δηλαδή, την πιθανότητα εμφανίσεως απολυτότητος μέσα σε μυαλά ανθρωπίνων πλασμάτων. Και, κατά προέκταση, την πιθανότητα γεννήσεως αυτοαναγορευθεισών “υπερτάτων αληθειών”, που θα επέτρεπαν στους οπαδούς τους ν’ αποκαλέσουν όλους τους άλλους ανθρώπους “κτήνη” (γκογίμ) και τις δοξασίες και πίστεις όλων εκείνων των άλλων ανθρώπων “λατρείες δαιμόνων”: “omnes enim dii gentium daemonia” ήτοι “όλοι οι θεοί των εθνών είναι δαίμονες”.

Είναι πασιφανές, ότι σήμερα οι άνθρωποι εξορκίζουν την διαφορά και ζητούν εναγωνίως την πολτοποίηση σε ένα γιγάντιο μίξερ, μέσα στο οποίο θα χαθούν όσοι δεν είναι όμοιοι με τους πολλούς. Κάθε τι το διαφορετικό ταράζει κα ξεβολεύει τους εφησυχασμένους. Επίσης πολλοί είναι αυτοί που νομίζουν ότι αυτό που επικρατεί τώρα είναι το αιώνιο, το μόνο αληθινό, το δίκαιο κ.λ.π.

Είμαστε υπήκοοι ενός απέραντου ψέματος, όπου, όπως πολύ σωστά είχε γράψει ο Νίτσε, “η αλήθεια έγινε ψέμα και το ψέμα αλήθεια”. Αν οι άνθρωποι γνώριζαν ότι αυτό που έχει επικρατήσει δεν σημαίνει τίποτε περισσότερο από το ότι απλώς... επεκράτησε και ούτε δίκαιο είναι, πόσο μάλλον αληθές ή αιώνιο, ίσως εγένοντο περισσότερο σοφοί και ο κόσμος μας αγαθότερος. Αλλά εδώ μιλάμε με “άν”. Αντιθέτως, ο κόσμος βυθίζεται στης ημέρες μας σε βαθύτερα σκότη απολυτότητος, μισαλλοδοξίας, διαφορετικοφοβίας και αγνοίας. Η μεγάλη μάζα δεν γνωρίζει καν τα στοιχειώδη ιστορικά γεγονότα κι όμως αρθρώνει λόγο και διαμορφώνει πολιτικά και κοινωνικά περιβάλλοντα. Ως 'Ελλην φιλόσοφος, μάχομαι απεγνωσμένα, και θέλω να το ομολογήσω αυτό, στον άνισο αγώνα της μνήμης ενάντια στη λήθη που κατά όπως τα πράγματα δείχνουν, η δεύτερη θα νικήσει ολοκληρωτικά, αν δεν υπάρξει μία θεαματική μεταστροφή των αναζητήσεων των ανθρώπων από την αναζήτηση υλικής απολαύσεως σε πνευματική ανύψωση και εσωτερική καλλιέργεια.

Μέσα σε αυτή την αγωνία μου συνεγράφω και παρουσιάζω την πραγματική Ιστορία της χριστιανικής επικρατήσεως και ελπίζω ότι θα κάνει πολλούς ακίνητους, έως τώρα εγκεφάλους, νέων κυρίως ανθρώπων, να αρχίσουν να σκέπτονται. Για το πώς επεκράτησε στην ανθρωπότητα ο Χριστιανισμός, ο μέσος άνθρωπος πιστεύει, ούτε λίγο ούτε πολύ, ότι μία φορά κι έναν καιρό ήσαν κάποιοι άνθρωποι που ζούσαν στα.. “σκοτάδια της ειδωλολατρίας” και κάποτε ενεφανίσθη κάποιος κύριος με ένα βιβλίο στο χέρι και ένα χαμόγελο στα χείλη και τους είπε κάτι ωραία λόγια και μετά εκείνοι.. “εφωτίσθηκαν” και έγιναν αυτομάτως χριστιανοί (κάποιοι μάλιστα εθύμωσαν κιόλας που τόσες χιλιάδες χρόνια ελάτρευαν “είδωλα” και τά ‘σπασαν μόνοι τους)..” Η αλήθεια δεν ήταν όμως αυτή. Το ποια τελικά ήταν η αλήθεια, η ιστορική αλήθεια, αποδεικνύεται μέσα από αυτό το blog που όμοιό του δεν έχει ξανακυκλοφορήσει αλλά για το οποίο δεν θα ήθελα να πώ περισσότερα για να μη νομίσουν κάποιοι ότι κάνω διαφήμιση.

Έχουμε τοποθετηθεί υπέρ της επιστροφής του αρχαίου τρόπου σκέψεως και συμπεριφοράς, καθώς και υπέρ της λατρείας των εθνικών μας Θεών ως και της πατρογονικής Παιδείας. Ποια θα ήταν η μεγαλύτερη προσφορά που θα μπορούσε να κάνει στον σύγχρονο άνθρωπο μία τέτοια επιστροφή;

Όταν, απειλούμενος συνεχώς και μισούμενος από ουκ ολίγους εχθρούς του ανθρωπίνου πνεύματος, βγαίνω και προτείνω πράγματα όπως τα πιο πάνω, φυσικά ενοχλώντας άπειρα διαπλεκόμενα συμφέροντα, και ο νοών νοείτο, οπωσδήποτε δεν το κάνω από προγονοπληξία, ούτε από τίποτε ανάλογο όπως θα ήθελαν οι διάφοροι αποκοιμιστές και απατεώνες στην υπηρεσία των κατακτητών, να υπονοήσουν. Αγωνιώ απλώς για την ανθρωπότητα, για τον σημερινό κόσμο, που τελειώνει άδοξα παρ’ όλο που για να θεμελιωθεί εχρειάσθη να καταστρέψει έναν άλλον κόσμο πολύ ανώτερό του. Αγωνιώ για αυτό το “χαράμι”. Το ανθρώπινο είδος άξιζε μία λιγότερο άθλια εξέλιξη από το να χαθεί μαζί με την “Παγκόσμιο Ιερουσαλήμ” μέσα στα κάθε είδους σκουπίδια και απόβλητά της.

Να τολμήσουμε να πούμε, πώς φθάσαμε μέχρι εδώ;

Για την κυρίαρχη αντίληψη, τόσο στην “μονοθεϊστική” της πλευρά όσο και στην “υλιστική” της, η Φύση θεωρείται εχθρική και “πράγμα” που πρέπει να υποταχθεί στα συμφέροντα-ορέξεις του ανθρώπου. Αυτό, έρχεται ως φυσικό επακόλουθο των αντίστοιχων θρησκευτικών ή ιδεολογικών πεποιθήσεων που θεωρούν τη Φύση ως υλικό και εκ του μηδενός κτίσμα, ενός προϋπάρξαντος Θεού που “υπάρχει” έξω κι ανεξαρτήτως από αυτό, ή ως χυδαία ύλη που κινείται μηχανικά χωρίς την παραμικρή ιερότητα μέσα της. Ο άνθρωπος, πλασμένος δήθεν κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού αυτού, και φυσικά ομιλούμε για τον Ιαχωβά των “μονοθεϊστών”, ή αυτοανακηρυχθείς, όπως λ.χ. είδαμε στο σοβιετικό μοντέλο, κέντρο των πάντων, τσαλαπατά, χρησιμοποιεί, ληστεύει, βιάζει κατά βούληση αυτή την υποτίθεται “κατώτερή” του Φύση.

Πράγμα εντελώς αδιανόητο για την Ελληνική κοσμοθέαση και κοσμοαντίληψη.

Για τους προγόνους μας αληθινούς Έλληνες, το υπ’ αριθμόν ένα βιοτικό αίτημα υπήρξε το “Συν Θεοίς..” ή “Κατά Φύσιν..” ζήν. Αυτό υπήρξε αποτέλεσμα της συγκεκριμένης κοσμοαντιλήψεως η οποία και γέννησε το Ελληνικό έθος. Η Αρχαία Ελληνική Θρησκεία, όπως και οι άλλες “πολυθεϊστικές” ή “φυσικές” θρησκείες των λεγομένων “εθνικών”, δεν οφείλει την εμφάνισή της σε κάποια διδασκαλία ενός συγκεκριμένου θρησκευτικού ηγέτη. Τουναντίον, η προέλευση όλων αυτών των θρησκειών, χάνεται κυριολεκτικά στα απύθμενα βάθη της προϊστορίας του ανθρωπίνου γένους. Κι ενώ οι περισσότεροι θρησκευτικοί προφήτες ή “μεσσίες” κατέφυγαν σε επιθέσεις κατά των υπαρχουσών στην εποχή τους επισήμων μορφών λατρείας κι επεχείρησαν να τις αντικαταστήσουν με κάτι εντελώς νέο που βγήκε μέσα από το μυαλό τους, κατά κανόνα μάλιστα ισχυριζόμενοι εκ.. Θεού τάχα (τι άλλο;) εξουσιοδότηση για τις πράξεις τους, όλοι οι θρησκευτές της Αρχαίας Λατρείας εσεβάσθησαν πάντοτε στο έπακρο τις προϋπάρχουσες παραδόσεις, πεποιθήσεις και πρακτικές, αντλώντας μάλιστα από αυτές καθοδήγηση, για ζητήματα έθους και πνευματικότητος, εμπιστευόμενοι πάντοτε τη συγκεντρωθείσα μέσα από τους αιώνες σοφία, αντί των οπωσδήποτε αποσπασματικών οπτικών του οποιουδήποτε ατόμου.

Είναι δεδομένο, λοιπόν ότι οι έτσι φυσικά αναπτυσσόμενες Θρησκείες προϋποθέτουν ανάπτυξη κι εξέλιξη. Και η συγκεντρωθείσα μέσα από τους αιώνες σοφία είναι τέτοια, διότι κατώρθωσε να ενσωματώνει διαρκώς μέσα της τις νέες οπτικές που γεννώνται από καινούργιες συνθήκες, οι οποίες νέες οπτικές με τη σειρά τους κατώρθωσαν να τροποποιούν διαρκώς ή να επαυξάνουν την πνευματική παράδοση των λαών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η πάτρια Ελληνική Θρησκεία, ως μία δυναμική και γεμάτη προσαρμοστικότητα θρησκεία, πρέπει να θεωρείται η πλέον κατάλληλη για τον σύγχρονο κόσμο, εν αντιθέσει προς τις στατικές και άκαμπτες πίστεις, όπως είναι λ.χ. η χριστιανική εκείνη, η οποία βασίζεται πάνω σε διδασκαλίες που “μιας και διαπαντός” μας παρεδόθησαν πριν από 2.000 χρόνια.

Αντίθετα από τον λεγόμενο “Μονοθεϊσμό”, ο “Πολυθεϊσμός” (το επιφανέστατο ίσως τμήμα του οποίου αποτελεί η Ελληνική εθνική Θρησκεία), δεν ομιλεί για δημιουργία του Κόσμου εκ του μηδενός από έναν και μοναδικό, παντοδύναμο τάχα Θεό. Στις κοσμοαντιλήψεις των εθνικών, οι Θεοί αποτελούν τμήμα της Φύσεως και στην πραγματικότητα ανεδύθησαν ή ανεπτύχθησαν, μέσα από τις αμέτρητες λειτουργίες της. Οι εθνικοί ταυτίζουν κάποιες πολύ συγκεκριμένες θεότητες, με κάποια πολύ συγκεκριμένα επίσης στοιχεία ή λειτουργίες του φυσικού Κόσμου. Με λίγα λόγια, οι “πολυθεϊστικές” λεγόμενες θρησκείες ιεροποιούν την ίδια την Φύση και θεωρούν ότι το Θείο κατοικεί, ή μάλλον ενοικεί, στον περιβάλλοντά μας φυσικό Κόσμο. Όπως ακριβώς οι Θεοί κατανοούνται ως απλό τμήμα της Φύσεως και όχι ως εξωτερικές δυνάμεις που έδωσαν εκ του μηδενός ύπαρξη σε μία Φύση - Κτίσμα, έτσι και ο Άνθρωπος κατανοείται επίσης ως ένα αδιάσπαστο μέλος του φυσικού Κόσμου και όχι ένα περιούσιο είδος, που τάχα εξουσιοδοτήθη από τον ίδιο τον Θεό να ασκεί επάνω στην Φύση μία στυγνή εξουσία. Δεν είναι τυχαίο ότι η σημερινή οικολογική καταστροφή του πλανήτη συμβαίνει σ’ ένα θεσμικοπνευματικό πλαίσιο, καθαρώς ιουδαιοχριστιανικό, και ότι οι περισσότεροι οικολογικοί αγώνες, λ.χ. της Οικολογίας Βάθους (Deep Ecology) δίδονται τον τελευταίο καιρό όλο και πιό συχνά μέσα από “πολυθεϊστική” καθαρά οπτική, μία οπτική δηλαδή που επέστρεψε πανηγυρικά με την αναγνώριση και από τον σύγχρονο, φωτισμένο ωστόσο, άνθρωπο (πράγμα που δεν ισχύει για το μαζικό άτομο) της Φύσεως ως θεϊκής Μητέρας και οντότητος πέρα για πέρα ιερής.

Richard Dawkins: Παρηγοριά, ένα αναγκαίο κακό

Έφτασε η ώρα να ασχοληθούμε με τον σημαντικότερο ρόλο που διαδραματίζει ο Θεός, εκείνον του παρηγορητή· θα εξετάσουμε και την ανθρωπιστική πρόκληση να βάλουμε κάτι άλλο στη θέση του.

Ακόμη και όσοι δέχονται ότι ο Θεός πιθανόν δεν υπάρχει, και ότι δεν είναι αναγκαίος για την ηθική, επανέρχονται συνεχώς σε ένα θέμα: Την υποτιθέμενη ψυχολογική ή συναισθηματική ανάγκη για ένα θεό. Αν αφαιρέσουμε τη θρησκεία, ρωτούν επιθετικά, τι θα βάλουμε στη θέση της; Τι θα προσφέρουμε στους ετοιμοθάνατους ασθενείς, στους θρηνολογούντες απελπισμένους, στις μοναχικές Eleanor Rigby για τις οποίες ο Θεός είναι ο μοναδικός τους φίλος;

Η πρώτη απάντηση που πρέπει να δώσουμε δεν αξίζει καν τον κόπο να αναφέρεται: Η ικανότητα της θρησκείας να παρηγορεί δεν της προσδίδει αλήθεια. Έστω κι αν κάναμε μια τεράστια παραχώρηση· έστω κι αν αποδεικνυόταν τελεσίδικα ότι η πίστη στην ύπαρξη του Θεού είναι απολύτως ουσιώδης για την ψυχολογική και συναισθηματική υγεία του ανθρώπου· έστω κι αν όλοι οι άθεοι είναι απελπισμένοι νευρωτικοί που ωθούνται στην αυτοκτονία από το ανελέητο κοσμικό άγχος —τίποτε από όλα αυτά δεν θα προσέφερε την παραμικρή ένδειξη ότι η θρησκευτική πίστη είναι αληθινή. Ίσως προσφέρει ενδείξεις πως αξίζει να πείσει κανείς τον εαυτό του ότι υπάρχει Θεός —έστω κι αν δεν υπάρχει. Όπως αναφέραμε ήδη, ο Dennett, στο Breaking the Spell, κάνει μια διάκριση μεταξύ της πίστης στον Θεό και της πίστης στην πίστη· την πίστη ότι αξίζει να πιστεύουμε, έστω κι αν η ίδια η πίστη στερείται αντικειμένου:

«Πιστεύω, Κύριε! Αλλά βοήθησέ με, διότι η πίστη μου δεν είναι ισχυρή» (Κατά Μάρκον, 9:24).

Οι πιστοί ενθαρρύνονται να ομολογούν την πίστη τους, πεπεισμένοι ή όχι για αυτήν. Ίσως, με αρκετά συχνή επανάληψη, να καταφέρει κανείς να πείσει τον εαυτό του για την αλήθεια της. Νομίζω ότι όλοι γνωρίζουμε ανθρώπους οι οποίοι απολαμβάνουν την ιδέα της θρησκευτικής πίστης και δυσανασχετούν με τις επιθέσεις εναντίον της, μολονότι παραδέχονται διατακτικά ότι οι ίδιοι δεν πιστεύουν. Εξεπλάγην κάπως όταν ανακάλυψα ένα πρώτης τάξεως παράδειγμα στο βιβλίο The Limits of Science (Τα όρια της επιστήμης) του ήρωα μου, του Peter Medawar:

«Λυπούμαι που δεν πιστεύω στον Θεό και τις θρησκευτικές απαντήσεις γενικά, διότι θεωρώ ότι, αν υπήρχαν ικανοποιητικοί επιστημονικοί και φιλοσοφικοί λόγοι για την πίστη στον Θεό, θα έβρισκαν ικανοποίηση και ανακούφιση όλοι όσοι τον έχουν ανάγκη».

Αφότου διάβασα τη διάκριση του Dennett, έχω βρει επανειλημμένα την ευκαιρία να την εφαρμόσω. Δεν αποτελεί υπερβολή να πω ότι η πλειονότητα των άθεων που γνωρίζω κρύβουν τον αθεϊσμό τους πίσω από ένα προσωπείο ευλάβειας. Οι ίδιοι δεν πιστεύουν σε τίποτε το υπερφυσικό, ωστόσο διατηρούν μια ασαφή αδυναμία στην πίστη στο παράλογο. Πιστεύουν στην πίστη. Είναι εκπληκτικό το πόσο πολλοί φαίνεται να μην μπορούν να διακρίνουν τη διαφορά μεταξύ της πρότασης «το X αληθεύει» και της πρότασης «αξίζει οι άνθρωποι να πιστεύουν ότι το X αληθεύει». Ίσως βέβαια δεν διαπράττουν πραγματικά αυτό το λογικό σφάλμα, αλλά απλώς θεωρούν την αλήθεια ασήμαντη σε σύγκριση με τα ανθρώπινα συναισθήματα. Δεν σκοπεύω να απαξιώσω τα ανθρώπινα συναισθήματα. Αλλά σε κάθε συζήτηση ας γνωρίζουμε για τι πράγμα μιλάμε: για τα συναισθήματα ή για την αλήθεια. Αμφότερα μπορεί να είναι σημαντικά, ωστόσο δεν ταυτίζονται.

Σε κάθε περίπτωση πάντως, η υποθετική παραχώρησή μου υπήρξε υπερβολική και λανθασμένη. Δεν έχω υπόψη μου καμία ένδειξη ότι οι άθεοι διακατέχονται από οποιαδήποτε γενική τάση προς τη δυστυχία, το άγχος και την απόγνωση. Κάποιοι άθεοι είναι ευτυχείς και άλλοι αξιολύπητοι. Παρομοίως, κάποιοι χριστιανοί, ιουδαίοι, μουσουλμάνοι, ινδουιστές και βουδιστές είναι αξιολύπητοι, ενώ άλλοι ευτυχείς. Ίσως υπάρχουν στατιστικές ενδείξεις για τη σχέση μεταξύ ευτυχίας και πίστης (ή έλλειψης πίστης), αλλά αμφιβάλλω εάν πρόκειται για αξιόλογη σχέση, ούτως ή άλλως. Θεωρώ περισσότερο ενδιαφέρον να αναρωτηθούμε εάν υπάρχει κάποιος καλός λόγος να αισθανόμαστε κατάθλιψη ζώντας χωρίς Θεό. Θα τελειώσω αυτό το βιβλίο υποστηρίζοντας ότι, αντιθέτως, κάθε άλλο παρά αδύνατη είναι μια ευτυχισμένη και ολοκληρωμένη ζωή χωρίς θρησκεία και πίστη στο υπερφυσικό. Πρώτα, ωστόσο, πρέπει να εξετάσω τους ισχυρισμούς της θρησκείας ότι προσφέρει παρηγοριά.

Η παρηγοριά κατά το Σύντομο λεξικό της Οξφόρδης συνίσταται στην απάλυνση της θλίψης ή της οδύνης. Θα διακρίνω δύο τύπους παρηγοριάς.

1. Άμεση φυσική παρηγοριά. Ένας άνθρωπος αποκλεισμένος για μια ολόκληρη παγερή νύχτα στα χιόνια ίσως βρει ανακούφιση στην παρουσία ενός μεγάλου, ζεστού σκύλου του Αγίου Βερνάρδου —χωρίς να ξεχνάμε το φλασκί με μπράντι στο λαιμό του ζώου. Ένα κοριτσάκι που κλαίει ίσως παρηγορηθεί με μια δυνατή αγκαλιά και με λίγα ενθαρρυντικά λόγια.

2. Παρηγοριά μέσω ανακάλυψης ενός γεγονότος το οποίο δεν είχε εκτιμηθεί προηγουμένως, ή ενός άγνωστου προηγουμένως τρόπον αντιμετώπισης τωρινών δεδομένων. Μια γυναίκα της οποίας ο σύζυγος σκοτώθηκε στον πόλεμο ίσως παρηγορηθεί αν ανακαλύψει ότι περιμένει το παιδί του, ή ότι εκείνος πέθανε ηρωικά. Μπορούμε επίσης να παρηγορηθούμε αν ανακαλύψουμε κάποιον νέο τρόπο αντιμετώπισης μιας κατάστασης. Ένας φιλόσοφος παρατηρεί ότι δεν υπάρχει τίποτε το ιδιαίτερο τη στιγμή του θανάτου ενός ηλικιωμένου ανθρώπου. Το παιδί το οποίο εκείνος υπήρξε κάποτε έχει «πεθάνει» προ πολλού, όχι τερματίζοντας απότομα τη ζωή του αλλά μεγαλώνοντας. Καθεμιά από τις επτά σαιξπηρικές ηλικίες του ανθρώπου «πεθαίνει» μεταβαίνοντας αργά στην επόμενη.

Από τούτη την άποψη, η στιγμή όπου ο ηλικιωμένος τελικά εκπνέει δεν διαφέρει από τους αργούς «θανάτους» κατά τη διάρκεια της ζωής του. Όποιος δεν χαίρεται ιδιαίτερα με την προοπτική του θανάτου του ίσως βρει παρηγοριά σε τούτη τη διαφορετική προοπτική. Ίσως και όχι, αλλά πρόκειται μόνο για ένα δυνητικό παράδειγμα παρηγοριάς μέσω του στοχασμού. Άλλο σχετικό παράδειγμα είναι η απόρριψη του φόβου του θανάτου από τον Μαρκ Τουέιν:

«Δεν φοβάμαι το θάνατο. Ήμουν νεκρός για δισεκατομμύρια και δισεκατομμύρια χρόνια πριν γεννηθώ, και δεν είχα το παραμικρό πρόβλημα».

Βέβαια, η νέα οπτική δεν αλλάζει τίποτα στο γεγονός του αναπόφευκτου θανάτου μας. Μας προσφέρεται όμως ένας διαφορετικός τρόπος αντιμετώπισης του αναπόφευκτου, και ίσως εκεί βρούμε παρηγοριά. Ο Thomas Jefferson, επίσης, δεν φοβόταν το θάνατο και φαίνεται ότι δεν πίστευε σε κανένα είδος μετά θάνατον ζωής. Όπως διηγείται ο Christopher Hitchens,

«Καθώς λιγόστευαν οι ημέρες του, ο Jefferson έγραψε αρκετές φορές σε φίλους ότι αντιμετώπιζε το επικείμενο τέλος χωρίς ελπίδα ούτε φόβο. Τούτο ισοδυναμεί με το να πούμε, με τον πλέον απερίφραστο τρόπο, ότι δεν ήταν χριστιανός».

Τα γενναία και μεγάλα πνεύματα ίσως είναι έτοιμα για την προκλητική και τολμηρή δήλωση του Bertrand Russell, στο δοκίμιό του «What I Believe»

(Τι πιστεύω):

Πιστεύω ότι θα σαπίσω όταν πεθάνω, και δεν θα επιβιώσει τίποτε από το εγώ μου. Δεν είμαι νέος και αγαπώ τη ζωή. Αλλά περιγελώ τα ρίγη πανικού στη σκέψη της εξαφάνισης. Η ευτυχία δεν είναι λιγότερο αληθινή επειδή πρέπει να φτάσει σε ένα τέλος, ούτε η σκέψη και η αγάπη χάνουν την αξία τους επειδή δεν διαρκούν αιωνίως. Πολλοί άνθρωποι στάθηκαν με υπερηφάνεια στο ικρίωμα· η ίδια υπερηφάνεια πρέπει να μας διδάσκει να σκεπτόμαστε αληθινά τη θέση του ανθρώπου στον Κόσμο. Ακόμη κι αν τα ανοικτά παράθυρα της επιστήμης μάς κάνουν στην αρχή να τρέμουμε μετά τη βολική σπιτική ζεστασιά των παραδοσιακών μύθων που μας εξανθρωπίζουν, στο τέλος ο καθαρός αέρας της λογικής φέρνει ζωτικότητα, και οι ανοικτοί χώροι της επιστήμης έχουν το δικό τους μεγαλείο.

Το δοκίμιο τούτο τού Russell υπήρξε για μένα πηγή έμπνευσης όταν το διάβασα στη βιβλιοθήκη του σχολείου μου σε ηλικία περίπου δεκαέξι ετών, αλλά το είχα ξεχάσει .Ίσως ήθελα ασυναίσθητα να του αποτίσω φόρο τιμής (όπως ήθελα συνειδητά να κάνω για τον Δαρβίνο) όταν έγραφα το 2003 στο A Devil’s Chaplain·.

Υπάρχει κάτι περισσότερο από μεγαλείο σε τούτη τη στάση ζωής, όσο ζοφερή και κρύα κι αν φαίνεται κάτω από το προστατευτικό κάλυμμα της άγνοιας. Μια βαθιά αναζωογόνηση είναι το κέρδος σου όταν στέκεσαι με το πρόσωπο στραμμένο προς τον δυνατό, διαπεραστικό άνεμο της κατανόησης: «οι άνεμοι που πνέουν μέσα από τις διαδρομές των αστεριών» του Yeats.

Πώς συγκρίνεται η θρησκεία με την επιστήμη όσον αφορά τους δύο παραπάνω τύπους παρηγοριάς; Ως προς την παρηγοριά του πρώτου τύπου, είναι εντελώς εύλογο τα ισχυρά χέρια του Θεού, έστω και εντελώς φανταστικά, να μπορούν να παρηγορήσουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που το κάνουν τα πραγματικά χέρια ενός φίλου ή ο σκύλος του Αγίου Βερνάρδου με το φλασκί μπράντι κρεμασμένο στο λαιμό του. Αλλά, φυσικά, και η ιατρική μπορεί επίσης να προσφέρει ανακούφιση —συνήθως αποτελεσματικότερα από το μπράντι.

Αν τώρα στραφούμε στην παρηγοριά του δεύτερου τύπου, εύκολα θα πιστέψουμε ότι η θρησκεία μπορεί να είναι εξαιρετικά αποτελεσματική. Τα θύματα μιας τρομερής καταστροφής, όπως ένας σεισμός, συχνά αναφέρουν ότι τους παρηγορεί η σκέψη πως όλα είναι μέρος του ανεξιχνίαστου σχεδίου του Θεού: χωρίς αμφιβολία, κάτι καλό θα προκύψει με το πλήρωμα του χρόνου. Εάν κάποιος φοβάται το θάνατο, η ειλικρινής πίστη στην αθανασία της ψυχής μπορεί να τον παρηγορήσει —εκτός, φυσικά, εάν νομίζει ότι θα πάει στην κόλαση ή στο καθαρτήριο. Οι ψευδείς πεποιθήσεις μπορούν να προσφέρουν την ίδια παρηγοριά με τις αληθείς, μέχρι τη στιγμή της διάψευσης. Τούτο ισχύει και για μη θρησκευτικές πεποιθήσεις. Ένας καρκινοπαθής στο τελικό στάδιο ίσως παρηγορηθεί από το γιατρό ο οποίος τού λέει ψέματα ότι θεραπεύτηκε, εξίσου αποτελεσματικά με έναν άλλο άνθρωπο στον οποίο λένε την αλήθεια ότι θεραπεύτηκε. Η ειλικρινής και ολόψυχη πίστη στη μετά θάνατον ζωή είναι ακόμη περισσότερο άτρωτη από τη διάψευση απ’ ό,τι η πίστη σε έναν ψευδόμενο γιατρό. Το ψέμα του γιατρού έχει αποτέλεσμα μόνο μέχρι τη στιγμή που τα συμπτώματα γίνονται αναμφισβήτητα. Όποιος πιστεύει στη μετά θάνατον ζωή δεν μπορεί ποτέ εν τέλει να διαψευστεί.

Richard Dawkins, Η περί Θεού αυταπάτη

Sir Richard Winn Livingstone: ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΠΝΕΥΜΑ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΓΙΑ ΜΑΣ ΣΗΜΕΡΑ

Τό πνεῦ­μα τοῦ Βρετ­τα­νι­κοῦ λα­οῦ ὑ­πῆρ­χε στήν οὐ­σί­α του πο­λύ πρίν ἀ­πό τίς πι­ό με­γά­λες του ἐ­πι­τεύ­ξεις. Οἱ ἰ­δι­ό­τη­τες πού μᾶς ἔ­κα­μαν μι­ά δύ­να­μη πού κυ­βερ­νᾶ, ἐμ­πο­ρι­κή, ἀ­ποι­κιστι­κή, ἦ­ταν φα­νε­ρές πρίν ἀ­πο­κτή­σω­με στό­λο ἤ αὐ­το­κρα­το­ρί­α. Ἕ­νας σύγ­χρο­νος τοῦ Σαίξ­πηρ θά μπο­ροῦ­σε νά ἀ­να­λύ­ση καί νά ἐ­πι­δεί­ξη τό χαρακτήρα τῆς φυ­λῆς μας σέ και­ρούς πού τή βι­ο­μη­χα­νι­κή ἐπανάσταση οὔ­τε τήν εἶχαν ὀ­νει­ρευ­τῆ, καί τίς ἀ­ποι­κι­α­κές μας κτή­σεις τίς ἀν­τι­προ­σώ­πευ­εν ἡ Βιρ­τζί­νι­α: ἀ­κόμη καί στίς ἡ­μέ­ρες μας ἕ­νας συγ­γρα­φέ­ας θά μπο­ροῦ­σε νά γρά­ψη βι­βλί­ο γιά τό Βρετ­τα­νι­κό πνεῦ­μα, χω­ρίς κα­μι­ά μνεί­α τῶν με­γά­λων ἐκείνων ἐ­πι­τευγ­μά­των, καί ὅμως ἴσως νά μήν πα­ρά­λει­πε τί­πο­τα πού νά ἦ­ταν ζω­τι­κό γιά τό σκο­πό του. Κά­τι πα­ρό­μοι­ο ἀ­λη­θεύ­ει καί γιά τούς Ἕλ­λη­νες. Τό Ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα ὑπῆρχε πρίν ἀ­πό τά με­γά­λα ἐ­πι­τεύγ­μα­τα τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ, πρίν ἀρ­χί­ση ὁ πέμ­πτος αἰώνας, πρίν γεν­νη­θῆ ὁ Πε­ρι­κλῆς ἤ ὁ Πλά­των. Ζοῦ­σε, ὅταν σύν­τα­ξαν τά Ὁ­μη­ρι­κά ποι­ή­μα­τα. Οἱ με­τα­γε­νέ­στε­ροι Ἕλληνες δέν πρό­σθε­σαν τί­πο­τα σ’ αὐτό. Τό μό­νο πού ἔ­κα­μαν ἦ­ταν νά τό ἀ­πο­τυ­πώ­σουν μέ πλου­σι­ό­τε­ρους συν­δυ­α­σμούς καί τε­λει­ό­τε­ρες ἀ­να­πτύ­ξεις. Ἄν τό κα­τα­λά­βω­με αὐτό, θά κα­τα­λά­βω­με τούς Ἕλ­λη­νες. Ἄν κα­τα­λά­βω­με τόν Ὅμηρο καί τόν Ἡ­σί­ο­δο, θά κα­τα­λά­βω­με τόν Εὐ­ρι­πί­δη καί τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη­—­θα κα­τα­λά­βω­με του­λά­χι­στο τί πι­ό ἔ­ξο­χο καί αἰ­ώ­νι­ο ἔ­χουν: ἀκρι­βῶς ὅπως, ἄν κα­τα­λά­βω­με τόν Ντραί­ϊκ καί τόν Κρόμ­βελλ, θά κα­τα­λά­βω­με τό Βρε­ταν­νι­κό κα­τόρ­θω­μα τοῦ τε­λευ­ταί­ου αἰώνα.

Αὐ­τή τή θε­ω­ρί­α ἀ­κο­λου­θή­σα­με ὡς τώ­ρα.. γυ­ρεύ­ον­τας τό γε­νι­κό Ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα, ἕ­να πνεῦ­μα ἀ­νε­ξάρ­τη­το ἀ­πό χρό­νο καί τό­πο, ἕ­να κοι­νό κτῆ­μα σέ ὅλες τίς ἐποχές καί τά πρό­σω­πα πού εἶναι γνή­σι­α Ἑλ­λη­νι­κά· γυ­ρεύ­ον­τας γνω­ρί­σματα ἤ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά πού βρί­σκον­ται μα­ζί στόν Ὅμηρο καί τό Λου­κι­α­νό, στόν Ἡ­ρό­δο­το καί τούς ὕ­στε­ρους ποι­η­τές ἐ­πι­γραμ­μά­των τοῦ Βυ­ζαν­τί­ου. Τώ­ρα πρέ­πει νά προ­χω­ρή­σω­με πε­ρισ­σό­τε­ρο: πρέ­πει νά ρί­ξω­με τό βλέμ­μα μας πέ­ρα ἀ­πό τίς οὐ­σι­α­στι­κές ἰ­δι­ό­τη­τες τοῦ Ἑλ­λη­νι­σμοῦ. Πρέ­πει νά προ­ση­λώ­σου­με τή μα­τιά μας πά­νω σέ μί­αν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἀ­νά­πτυ­ξή του, πού εἶ­ναι τό­σο ση­μαν­τι­κή, ὥ­στε γιά τό πο­λύ κοι­νό σχε­δόν πα­ρα­μέ­ρι­σε ὅ,τι ἔ­γι­νε πρίν καί ὕ­στε­ρα καί δι­εκ­δί­κη­σε γιά τόν ἑαυτό του ἀ­γέ­ρω­χα τό δι­καί­ω­μα νά ἀν­τι­προ­σω­πεύ­η τήν Ἑλ­λά­δα. Κα­μι­ά ἱ­στο­ρί­α, ἀ­λή­θει­α, τοῦ Ἀγ­γλι­κοῦ πνεύ­μα­τος δέ θά ἦ­ταν τέ­λει­α, ἄν ἀ­γνο­ο­ῦ­σε τό δέ­κα­το ἔ­να­το αἰώνα: κα­μι­ά ἱ­στο­ρί­α τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ πνεύ­μα­τος δέν εἶ­ναι πλή­ρης, ἄν ξε­χά­ση τή μορ­φή πού πῆ­ρε κά­που γύ­ρω στά 500 π.Χ.

Στή νό­τι­α πα­ρα­λί­α τοῦ κόλ­που τοῦ Λά­τμου κοι­τά­ζον­τας στό ση­μεῖ­ο ὅπου ὁ Μαί­αν­δρος ἑ­νώ­νε­ται μέ τή θά­λασ­σα βρί­σκε­ται ἡ πό­λη Μί­λη­τος. Ἐ­δῶ, γύ­ρω στίς ἀρ­χές τοῦ ἕ­βδο­μου αἰώνα, ἕ­νας Ἕλ­λη­νας πού τόν ἔ­λε­γαν Θαλῆ εἶδε σάν αἴ­νιγ­μα τό γύ­ρω του κό­σμο καί ἀ­πο­ροῦ­σε τί πραγ­μα­τι­κά ἦ­ταν. Τί βρί­σκε­ται πί­σω ἀ­πό τόν κόλ­πο καί τά βου­νά, τίς ἐ­λιές καί τά ἀμ­πέ­λια καί τίς ἄ­σπρες οἰ­κο­δο­μές τῆς πα­τρί­δας του; Σκέφ­τη­κε καί κατά­λη­ξε στήν κρί­ση ὅτι ὅλα σέ τε­λευ­ταί­α ἀ­νά­λυ­ση ἦ­ταν νε­ρό. Ἀ­πό τό νε­ρό γεν­νή­θη­καν ὅλα. Πα­ρά­ξε­νη ἰ­δέ­α φαί­νε­ται σέ μᾶς. Ὁ Θαλῆς ὅμως εἶ­χε ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα γι’ αὐ­τήν. Τό νε­ρό, πα­ρα­τή­ρη­σε, εἶναι παν­τοῦ καί μπαί­νει μέ­σα στό κα­θε­τί. Γα­λά­ζιο ὑ­γρό, ἔ­γλει­ψε τίς ἀ­κτές τῆς πα­τρί­δας του· ἄ­σπρο στε­ρε­ό, ἔ­πεφτε πά­νω στά βου­νά ὡς χα­λά­ζι καί χιό­νι· ἐ­φή­με­ρος ὑ­δρα­τμός, φυ­σοῦ­σε μέ­σα στά βου­νά μέ στε­φά­νι­α δι­ά­φα­νης ὁ­μί­χλης. Βρι­σκό­ταν στόν οὐ­ρα­νό, πά­νω ἀ­πό τήν κε­φα­λή του, καί τίς βρο­χε­ρές ἡ­μέ­ρες ἔ­πε­φτε καί ἔ­δι­νε τήν εὐ­φο­ρί­α στό ἔ­δα­φος τῶν ἀ­γρῶν του» Πα­ρου­σι­α­ζό­ταν ξαφ­νι­κά πά­νω στό ἔ­δα­φος σά δρό­σος, ἀ­νάβλυζε ἀ­πό πη­γές, τίς ἡ­λιό­λου­στες ἡ­μέ­ρες ἀ­νέ­βαι­νε στόν οὐ­ρα­νό σέ σχῆ­μα με­γά­λων ἀ­δρα­χτιῶν. Αἷ­μα γι­νό­ταν καί ἔ­τρε­χε μέ­σα στίς ἴ­διες του τίς φλέ­βες, καί χυ­μός καί δι­ά­σχι­ζε τούς κορ­μούς τῶν ἐ­λιῶν του· μπο­ροῦ­σε νά τό ἐκ­θλί­ψη ἀ­πό τά κου­κού­τσια τους· λά­δι, ἔ­τρεφε τή φλό­γα τῆς λυ­χνί­ας του. Ἄσφαλῶς αὐ­τό τό πράγμα τό παν­τα­χοῦ πα­ρόν ἦ­ταν τό στοι­χεῖ­ο ἀ­πό τό ὁποῖο ἔ­γι­ναν ὅλα. Ἀ­κό­μη καί οἱ θρύ­λοι ἐ­πι­κύ­ρω­ναν τού­τη τήν πί­στη· ἡ Τη­θύς καί ὁ Ὠ­κε­α­νός δέν ὀ­νο­μά­ζον­ταν γο­νεῖς ὅ­λων τῶν πραγ­μά­των καί δέν ὁρ­κί­ζον­ταν οἱ θε­οί στά «ὕ­δα­τα τῆς Στυ­γός»; [1].

Λίγα χρό­νι­α ἀρ­γό­τε­ρα ὁ συμ­πο­λί­της καί μα­θη­τής τοῦ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἀ­να­χω­ρών­τας ἀπο τή σκέ­ψη ὅτι στόν κό­σμο ὑ­πῆρ­χαν τέσ­σε­ρα ἁ­πλά στοι­χεῖ­α, ἡ γῆ, ὁ ἀ­έ­ρας, ἡ φω­τιά, τό νε­ρό, ἔ­κρι­νε ὅτι ἦ­ταν ἄ­το­πο νά τά ἀ­νά­γη κα­νείς στό νε­ρό καί ἔ­πε­σε ἀ­πά­νω στή σκέ­ψη ὅτι ἡ πρω­ταρ­χι­κή πη­γή καί τῶν τεσ­σά­ρων ἦ­ταν κά­τι τό ἀ­κα­θό­ρι­στο (ἄ­πει­ρον), πού δέν ἦ­ταν γῆ, ούτε ἀέρας, φω­τιά, ἤ νε­ρό, ἀλ­λά πού εἶ­χε τήν ἱ­κα­νό­τη­τα νά γί­νε­ται ὅτι­δή­πο­τε ἀ­πό αὐ­τά· ἀπ’ αὐ­τό, σκέφ­τη­κε, σχη­μα­τί­στη­κε ὁ κό­σμος.

Ὁ ἕ­βδο­μος αἰώνας, μέ τό Θαλῆ γιά μα­μή, γέν­νη­σε ἕ­να πα­ρά­ξε­νο παι­δί. Ὡς τό­τε ἡ Συ­νή­θει­α ἦ­ταν ὁ κύ­ρι­ος του κό­σμου, χω­ρίς ἀν­τί­πα­λο. Οἱ ἄν­θρω­ποι πί­στευ­αν χω­ρίς ἀμ­φι­βο­λι­α ἤ ἐ­ρώτη­ση ὅ,τι δι­ά­τα­ζεν ἡ αὐ­θεν­τί­α. «Ὅταν δη­μι­ουρ­γή­θη­κε ὁ κό­σμος, ὁ Μαρ­ντούκ, ὁ ἡ­λι­α­κός θε­ός, ἐ­νί­κη­σε τόν Τι­α­μάτ, τό Χά­ος, πού ἀ­πό τήν κοι­λιά του βγῆ­καν ὅλα τά πράγ­μα­τα, καί τόν ἔ­σκι­σε σέ δύ­ο, γιά νά κά­μη τόν οὐ­ρα­νό ἀ­πό πά­νω, τή γῆ ἀ­πό κά­τω»· αὐ­τά σκέ­φτη­καν οἱ ἱ­ε­ρεῖς τῆς Βα­βυ­λώ­νας. «Ὅταν δη­μι­ουρ­γήθη­κε ὁ κό­σμος, ὁ Σού ἀ­πό­σπα­σε τή θε­ά Νουίτ ἀ­πό τήν ἀγ­κα­λιά τοῦ Κέμπ, καί τώ­ρα ἐ­κεί­νη κρέ­με­ται ἀ­πό πά­νω του καί αὐ­τός εἶναι ἡ γῆ ἀ­πο­κά­τω ἀ­πό τή Νου­ίτ»· ἔ­τσι σκέψ­τη­κε ὁ Αἰ­γύ­πτι­ος. «Τά ἱ­ε­ρά μας βι­βλί­α τό ἀ­να­γρά­φουν, οἱ ἱ­ε­ρεῖς μας τό δι­α­κη­ρύτ­τουν». Ἀλ­λά τώ­ρα ὁ Θαλῆς καί ὁ Ἀ­να­ξί­μαν­δρος ἐ­ρευνοῦν ποιά εἶ­ναι πραγ­μα­τι­κά ἡ σύν­θε­ση τοῦ κό­σμου καί ἀν­τί γιά τόν Τι­α­μάτ καί τή Νου­ίτ βρί­σκουν μό­νο τό νε­ρό, ἤ κά­ποιο ἀ­κα­θοόριστο στοι­χεῖ­ο, νά ἐ­νερ­γῆ. Ἡ θε­ω­ρί­α τους, ἀ­πό­λυ­τα κοι­ταγ­μέ­νη, δέν εἶ­ναι πο­λύ κοι­λύ­τε­ρη ἀ­πό τή θε­ω­ρί­α τῶν Ἀσ­συ­ρίων ἱ­ε­ραρ­χῶν. Ἀλ­λά ἡ στά­ση τους ἀ­πέ­ναν­τι στό ζή­τη­μα εἶ­ναι νέ­α, καί ἔ­χει μέ­σα της τά σπέρ­μα­τα ἀ­τε­λεί­ω­της με­τα­βο­λῆς, πού φτά­νουν ὡς τήν ἡ­μέ­ρα πού ὁ πνευ­μα­τι­κός τους ἀ­πό­γο­νος, ὁ Δη­μό­κρι­τος, θά ἀ­να­κα­λύ­ψη ὅτι ὁ οὐ­ρα­νός καί ἡ γῆ σχη­μα­τί­στη­καν ἀ­πό ἄ­το­μα μέ­σα στό κε­νό. Κι οὔ­τε θά μεί­νη ἐ­δῶ τό νέ­ο πνεῦ­μα. Μα­θαί­νον­τας τό μά­θη­μά τους σέ τοῦ­το τό σχο­λεῖ­ο, ἄλ­λοι στο­χα­στές θά στρα­φοῦν σέ πε­δί­α πι­ό σπου­δαῖ­α ἀ­πό τήν κο­σμο­λο­γί­α. Παίρ­νον­τας τίς ἁ­πλές ἀ­ρε­τές, πού ἡ γη­ραι­ή Ἑλ­λά­δα ἀ­σκοῦ­σε, χω­ρίς νά σκέ­φτε­ται τό για­τί, θά ἀ­να­λύ­σουν τή φι­λο­πα­τρί­α, τή δι­και­ο­σύ­νη, τήν ἀν­τρεί­α, τήν ἀρετή, καί πολ­λές ἄλ­λες ἀ­κό­μη, ἐ­ρευ­νών­τας τί εἶ­ναι αὐ­τές οἱ ἰ­δι­ό­τη­τες καί για­τί οἱ ἄν­θρω­ποι ὄφει­λαν νά εἶ­ναι πα­τρι­ῶ­τες, δί­και­οι, γεν­ναῖ­οι, κα­λοί. Θά ὁ­ρίσουν στόν ἑαυτό τους ἕ­να νέ­ο κα­θῆ­κον σέ ὅλες τίς πε­ρι­ο­χές τῆς ζω­ῆς,—νά ὑ­ψω­θοῦν πά­νω ἀ­πό τό ἁ­πλό ἔν­στι­κτο καί τή συ­νή­θει­α­—­να ἀ­νοι­κο­δο­μή­σουν ὅ,τι βροῦν φρό­νι­μο καί σω­στό μέ­σα τους πά­νω στόν ἀ­σύν­τρι­φτο βρά­χο τοῦ λό­γου, γιά νά ἔ­χουν ἕ­να λό­γο καί ἕ­να ἐ­πι­χεί­ρη­μα γιά ὅ,τι κά­νουν. Ἔ­τσι οἱ ἀφε­λεῖς ἐ­κεῖ­νες θε­ω­ρί­ες τοῦ Θαλῆ εἶ­ναι ἕ­να ἀ­πό τά με­γά­λα γε­γο­νό­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ἱ­στο­ρί­ας. Κά­τι τό και­νούρ­γιο μπῆ­κε μέ­σα στόν κό­σμο, τέ­τοιο πού δέν μπο­ροῦ­με νά τό βροῦ­με στίς ἀρ­χαῖ­ες ἑ­στί­ες τοῦ πο­λι­τι­σμοῦ, οὔ­τε στήν Ἱ­ε­ρου­σα­λήμ, οὔ­τε στή Βα­βυ­λώ­να, οὔ­τε στήν Αἴ­γυ­πτο. Ἡ βα­σι­λεί­α τοῦ ἐ­θί­μου καί τῆς συ­νή­θει­ας πα­ρῆλ­θε· ἀ­πό δῶ καί πέ­ρα οἱ ἄν­θρω­ποι θά βα­σί­ζουν τή ζω­ή τους στό λό­γο. Στε­κό­μα­στε δί­πλα στό λί­κνο τῆς νε­ο­γεν­νη­μένης σκέ­ψης.

Εἴ­δα­με τίς σκο­τει­νές ἀρ­χές τῆς φι­λο­σο­φί­ας· πρέ­πει τώ­ρα ν’ ἀ­φή­σω­με πί­σω μας κον­τά δυ­ό αἰ­ῶ­νες, χω­ρίς νά ξε­χνοῦ­με βέ­βαι­ος ὅτι, ἐνῶ ἐμεῖς μπο­ροῦ­με νά κά­νω­με πη­δή­μα­τα, ἡ φύ­ση δέν κά­νει (natura nihil facit per soltum), καί ὅτι ἡ σκέ­ψη, πού βρι­σκό­ταν σέ σπέρ­μα­τα στήν Ἑλ­λά­δα πρίν ἀ­πό τό Θαλῆ, πρίν ἀ­πό τό δεύ­τε­ρο μι­σό του πέμ­πτου αἰώνα, εἶ­ναι πιά φα­νε­ρή, ἀ­κό­μη καί στήν ποί­η­ση· ὁλο­φά­νε­ρη στόν Πίν­δα­ρο καί ὑ­ψη­λά ἀ­να­πτυγ­μέ­νη στόν Αἰ­σχύ­λο. Ὅμως τά ὕ­στε­ρα ἀ­πό τό 460 π.Χ. χρό­νι­α ἀ­πο­τε­λοῦν τόν πραγ­μα­τι­κό αἰώνα τοῦ Λό­γου. Πρίν ἀ­πό τό 460 ἡ σκέ­ψη ἦ­ταν σπο­ρα­δι­κή, εὐ­και­ρι­α­κή, ἀ­βέ­βαι­η γιά τόν ἑαυτό της. Με­τά τό 460 ἔ­γι­νε κτῆ­μα τοῦ λα­ο­ῦ, κα­θο­λι­κή, συ­στη­μα­τι­κή: καί γι’ αὐ­τό, ἄν δέν ἐ­πι­θυ­μοῦ­με ν’ ἀ­κο­λου­θή­σω­με τήν ἱ­στο­ρί­α τῆς ἀ­νά­πτυ­ξής της, ἀλ­λά νά δο­ῦμε τό οὐ­σι­α­στι­κό της πνεῦ­μα, θά στρα­φοῦ­με στήν ἐ­πο­χή τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη, τοῦ Σω­κράτη, τοῦ Θου­κυ­δί­δη, θά ἀ­φή­σω­με τόν Ἡ­ρό­δο­το μέ τό κρά­μα του ἀ­πό σκε­πτι­κι­σμό καί εὐ­πι­στί­α, μέ τήν ἁ­γνή του ἐ­πι­θυ­μί­α νά κά­μη τήν ἱ­στο­ρί­α μί­α «ζή­τη­ση», καί τίς συ­χνές του ἀ­πο­τυχίες στήν προ­σπά­θει­ά του αὐ­τή, μέ τούς ἀ­τε­λεί­ω­τους κα­κούς οἰ­ω­νούς του, τά ὄ­νει­ρα, καί τίς θε­ϊ­κές ἐ­πεμ­βά­σεις, μέ τίς ἐμ­φανί­σεις τοῦ τοῦ Πα­νός, τῆς Ἑ­λέ­νης καί τοῦ Ἀ­στρο­βά­κου, καί ἄλ­λων, μέ τή θε­ω­ρί­α του ὅτι ἕ­να ὄνει­ρο δέν ἀ­πο­τε­λεῖ οἰ­ω­νό, δυ­ό ὅμως ὄ­νει­ρα ἀ­πο­τε­λοῦν, μέ τό ἄ­λο­γο πού γέν­νη­σε ἕ­να λα­γό, καί τό ἐ­λιό­δεν­τρο πού με­γά­λω­σε ἕ­ναν πή­χη σέ μι­ά μέ­ρα· καί θά στρα­φοῦ­με πρός τό Θου­κυ­δί­δη, πού δέ λέ­γει τί­πο­τα γιά ὄ­νει­ρα ἤ οἰ­ω­νούς, καί λί­γα πράγ­μα­τα γιά τούς θε­ούς, καί πού εἶ­ναι τό­σο ψυ­χρά ἐ­πι­στη­μο­νι­κός στήν ἀ­φή­γη­σή του γιά τό λοι­μό. Ὁ Θου­κυ­δί­δης ἦ­ταν νε­ώ­τε­ρος σύγ­χρο­νος τοῦ Ἡ­ρο­δό­του, δι­α­βά­ζον­τάς τον ὅμως συ­ναι­σθα­νό­μα­στε με­τα­βο­λή σά νά πέ­ρα­σαν αἰ­ῶ­νες. Τό κύ­μα τῆς σκέ­ψης πού κα­τα­βρέ­χει τόν Ἀ­θηναῖ­ο τοῦ αἰώνα τοῦ Πε­ρι­κλέ­ους, ἔ­χει ὑ­γρά­νει τά πό­δια τοῦ προκα­τό­χου του· ὄ­χι πε­ρισ­σό­τε­ρο. Εἶναι φα­νε­ρό, στήν Ἀ­θή­να ἔ­γι­νε ἡ πραγ­μα­τι­κή ἐρ­γα­σί­α, καί ἐ­δῶ ἔ­βγα­λαν τίς πι­ό βα­ρυ­σή­μαν­τες συ­νέ­πει­ές της. Οἱ Ἴ­ω­νες φι­λό­σο­φοι ἦ­ταν οἱ με­ταλ­λο­δί­φες· ἀλ­λά ἡ Ἀ­θή­να ἔ­φτι­α­σε τούς δρό­μους καί ἄ­νοι­ξε τό ἔ­δα­φος. Οἱ Ἴ­ωνες συ­νέ­λα­βαν τή σκέ­ψη· ἡ Ἀ­θή­να τήν ἀ­νά­πτυ­ξε. Ἡ σκέ­ψη ἄρ­χι­σε ἔ­ξω ἀ­πό τήν Ἀτ­τι­κή, χω­ρίς τήν Ἀτ­τι­κή ὅμως, θά ἀ­στοχο­ῦσε στό με­γα­λύ­τε­ρο ἔρ­γο της. Οἱ Ἴ­ω­νες τήν εἶ­χαν με­τα­χει ρι­στῆ στά φυ­σι­κά φαι­νό­με­να. Εἶ­χαν δου­λέ­ψει στή φυ­σι­κή ἐ­πιστή­μη καί ἔ­κα­μαν ἀρ­χή στή με­τα­φυ­σι­κή καί τήν ἠ­θι­κή. Ἀλ­λά δέν προ­χώ­ρη­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο. Ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο, οἱ θε­ω­ρί­ες τους ἁ­πλώ­νον­ταν μό­νο σέ μι­ά μι­κρή τά­ξη· Οἱ Ἴ­ω­νες στο­χα­στές ζοῦ­σαν στή μό­νω­ση τῆς με­λέ­της· ὁ κό­σμος περ­νοῦ­σε δί­πλα ἀ­πό τίς σπου­δές τους χω­ρίς ἐν­δι­α­φέ­ρον, χω­ρίς συγ­κί­νη­ση. Ὅταν ἡ σκέ­ψη ἦρ­θε στήν Ἀ­θή­να, ὅλα ἄλ­λα­ξαν. Ἡ φυ­σι­κή ἐ­πι­στή­μη πῆ­γε στό βά­θος, καί τό ἐν­δι­α­φέ­ρον πέ­ρα­σε στά προ­βλή­μα­τα τῆς ἠ­θι­κῆς καί τῆς πο­λι­τι­κῆς. Σ’ αὐ­τά ἀ­να­πτύ­χτη­κε μέ γορ­γό βῆ­μα· εἶ­χε βρῆ ἕ­να με­σά­ζον­τα μέ­σα στόν ὁ­ποῖο ἡ ζύ­μω­ση τοῦ ἔρ­γου προ­χω­ρεῖ γρή­γο­ρα. Για­τί ἡ κοι­νω­νι­κή ζω­ή καί ἡ δι­α­γω­γή τοῦ ἀτό­μου ἀ­φο­ρο­ῦν τόν κα­θέ­να, ἐνῶ ἡ φυ­σι­κή ἐ­πι­στή­μη εἶναι πε­ρι­ο­χή τῶν λί­γων. Κά­ποια στιγ­μή ὅλη ἡ Ἀθήνα ἄ­να­ψε μέ τή νέ­α αὐ­τή καί ἐ­πα­να­στα­τι­κή καλ­λι­έρ­γει­α. Πι­ό πέ­ρα: ἀ­πό μο­νο­μα­νί­α λί­γων πού ἦ­ταν ἡ Σκέ­ψη, ἔ­γι­νε κτῆ­μα ὅ­λων, καί ἦρ­θε στή μέ­ση, αὐ­τό πού πρίν ἀ­πό τή δι­κή μας ἐ­πο­χή δέν ἔ­χει τόν ὅ­μοι­ό του στήν Ἱ­στο­ρί­α, ἕ­να Σκε­πτό­με­νο Ἔ­θνος.

Γιά νά γί­νη τού­τη ἡ πνευ­μα­τι­κή με­τα­μόρ­φω­ση, πού μέ τόν τρό­πο της δέν εἶ­ναι λι­γό­τε­ρο σπου­δαί­α ἀ­πό τήν Ἀ­να­γέν­νη­ση ἤ τήν ἀ­να­το­λή τοῦ χρι­στι­α­νι­σμοῦ, δυ­ό πράγ­μα­τα ἦ­ταν ἀ­ναγ­καῖ­α —ἡ εὐ­και­ρί­α καί οἱ ἄν­θρω­ποι. Καί τά δυ­ό αὐ­τά πα­ρου­σι­ά­στη­καν στήν Ἀθήνα τόν πέμ­πτον αἰώνα. Πα­ρου­σι­ά­στη­κε ἡ εὐ­και­ρί­α. Οἱ νί­κες πρῶ­τα στούς Περ­σι­κούς πο­λέ­μους ἔ­φε­ραν μι­άν αἴ­σθη­ση ἀ­νύ­ψω­σης καί ἐ­ξά­πλω­σης στήν ἐ­θνι­κή ζω­ή. Ὅπως στήν Ἀ­να­γέν­νη­ση καί στή Γαλ­λι­κή Ἐ­πα­νά­στα­ση, οἱ καρ­διές καί οἱ φαν­τα­σί­ες ὑ­ψώ­θη­καν πά­νω ἀ­πό τό ἐ­πί­πε­δο τῶν κοι­νῶν πραγ­μά­των. Νέ­ες φι­λο­δο­ξί­ες καί δρα­στη­ρι­ό­τη­τες μπῆ­καν στή ζω­ή. Ἡ Ἀθήνα βρι­σκό­ταν σέ μι­ά ἔ­ξα­ψη, σέ εὐ­αί­σθη­τη δι­ά­θε­ση. Τόν ἴδιον και­ρό ἡ αὔ­ξη­ση τοῦ ἐμ­πο­ρί­ου ἔ­φε­ρε πλοῦ­το καί ὁ πλο­ῦτος ἔφε­ρε τή χει­ρα­φέ­τη­ση ἀ­πό τίς τα­πει­νές ἀ­νάγ­κες, καί ἡ χει­ρα­φέ­τη­ση ἔ­φε­ρε τήν ἄ­νε­ση, καί ἡ ἄ­νε­ση ἄ­φη­σε τούς ἀν­θρώ­πους ἐ­λεύ­θε­ρους γιά σκέ­ψη. Μί­α δη­μο­κρα­τί­α, τέ­λος, ἐγ­κα­τα­στά­θη­κε, μέ­σα στήν ὁ­ποί­α κά­θε πο­λί­της ἔ­παιρ­νε ἄ­με­σα μέ­ρος στήν κυ­βέρ­νη­ση τῆς χώ­ρας του. Ἡ πο­λι­τι­κή ἔ­γι­νε ἡ πι­ό σπου­δαί­α ὑ­πό­θε­ση τῆς ζω­ῆς. Τό τε­λευ­ταῖ­ο τοῦ­το γε­γο­νός ἦ­ταν ἡ ἄ­με­ση αἰ­τί­α γιά τόν ἐρ­χο­μό τῆς Σκέ­ψης.

Τό Ἀγ­γλι­κό ἐν­δι­α­φέ­ρον τρέ­χει τό­σο πο­λύ πρός τήν πρα­κτι­κή ζω­ή, πού δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά φαν­τα­στῆ κα­νείς ἕ­να ἔ­θνος πού ἀ­πό ἰ­δι­ο­συγ­κρα­σί­α ἀ­γα­ποῦ­σε τή γνώ­ση γί αὐ­τή τήν ἴ­δια, πού δέν κα­τα­φρο­νοῦ­σε τέ­τοια ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα ὡς ἀ­κα­δη­μα­ϊ­κά, πού θά συ­νέρ­ρε­αν στίς δη­μό­σι­ες πλα­τεῖ­ες κά­θε μέ­ρα μό­νο καί μό­νο μέ τήν ἐλ­πί­δα νά δοῦν ἤ ν’ ἀ­κού­σουν κα­νέ­να νέ­ο πράγμα. Ἄς φαν­τα­στοῦ­με ὅμως μί­α τέ­τοια κα­τά­στα­ση πραγ­μά­των. Ἄς φαν­τα­στοῦ­με ἀ­κό­μη ὅτι αὐ­τό τό ἔ­θνος στε­ρεῖ­ται ὁ­λό­τε­λα ἀπ’ αὐ­τό πού ὀ­νο­μά­ζο­με ἀ­νώ­τε­ρη παι­δεί­α. Ἔ­χουν με­ρι­κά στοι­χει­ώ­δη σχο­λεῖ­α, ὅπου δι­δά­σκον­ται ἀ­νά­γνω­ση, γρα­φή, ἀ­θλη­τι­κά, καί μου­σι­κή. Ἀλ­λά δέν ἔ­χουν δη­μό­σι­α σχο­λεῖ­α, οὔ­τε πα­νε­πι­στή­μι­α. Με­γά­λες λαν­θά­νου­σες δι­α­νο­η­τι­κές δυ­νά­μεις: ἀλ­λά τί­πο­τα γιά νά τίς ἀ­να­πτύ­ξη ἤ νά τίς ἱ­κα­νο­ποιή­ση. Ἀ­πέ­ραν­τα καί ἀ­έ­να­α νε­ρά, μό­νο πού τό ἀν­θρώ­πι­νο ὄν δέν ἔ­χει ἀ­κό­μη ἐ­κεῖ­νον πού θά μπο­ροῦ­σε νά τά τρυ­πή­ση νά χυ­θοῦν ἔ­ξω. Ἄς φαν­τα­στοῦ­με ἀ­κό­μη ὅτι γί­νε­ται μι­ά αἰφ­νί­δι­α πο­λι­τι­κή με­τα­βο­λή στό κρά­τος τους πού ἐ­ξαι­τί­ας της ἀ­πό κεῖ καί πέ­ρα ἡ γε­νιά καί τά πλού­τη —ἐ­κτός ἀ­πό τά τυ­χαῖ­α πλε­ο­νε­κτή­μα­τα του­ς— δέ λο­γα­ρι­ά­ζον­ταν κα­θό­λου. Ὅλοι οἱ πο­λί­τες πα­ρα­κά­θον­ται στή βου­λή· κά­θε ἀ­ξί­ω­μα ἀ­πό τόν κυ­βερ­νή­τη ὡς τόν ὑ­πάλ­λη­λο τῆς πο­λι­τι­κῆς ὑ­πη­ρε­σί­ας εἶ­ναι ἀ­νοι­χτό σέ ὅ­ποι­ον ἔ­χει τά­λαντο· ἕ­νας ἀ­ρι­στο­κρά­της, ἕ­νας παν­το­πώ­λης, ἕ­νας βι­ο­τέ­χνης τό ἴ­διο μπο­ροῦν νά γί­νουν πρῶ­τοι ἄρ­χον­τες: τό μό­νο πού ἔ­χουν νά κά­μουν εἶ­ναι νά πεί­σουν τή βου­λή νά τούς ἐ­κλέ­ξη. Σέ τέ­τοιο κρά­τος ἡ πρώ­τη ἀ­νάγ­κη εἶ­ναι τό δῶ­ρο τοῦ λό­γου: εὔ­γλωτ­τη, εὔ­λο­γη, πει­στι­κή γλώσ­σα. Αὐ­τός εἶ­ναι ὁ ἕ­νας δρό­μος γιά τήν ἐ­ξου­σί­α. Μ’ αὐ­τόν μπο­ρεῖ κα­νείς νά κα­τορ­θώ­ση ὁτι­δή­πο­τε. Ἀλ­λά ποῦ θά μά­θη τήν τέ­χνη νά μι­λᾶ, καί, ἐ­κεῖ­νο πού εἶ­ναι σπου­δαι­ό­τε­ρο ἀ­πό τό λό­γο, τήν τέ­χνη νά ξέ­ρη τί θά πῆ; Ἄν μπο­ροῦ­με νά συλ­λά­βω­με μέ τό νοῦ μας ἔ­θνος σέ τού­τη τήν κα­τά­στα­ση, τό­τε θά ξέ­ρω­με πῶς ἦ­ταν ἡ Ἀθήνα ὕ­στε­ρα ἀ­πό τά Μη­δι­κά. Ἡ φαν­τα­σί­α μας θά βο­η­θη­θῆ, ἄν σκεφ­τοῦ­με τό πρό­σφα­το αἴ­τη­μα γιά παι­δεί­α πού ὑ­πό­βα­λαν οἱ δι­κές μας ἐρ­γα­τι­κές τά­ξεις, τίς ὁ­ποῖες, ὅπως καί τούς Ἀ­θη­ναί­ους, ξαφ­νι­κά τούς κά­λε­σαν σ­τά πο­λι­τι­κά, καί βρῆ­καν τόν ἑ­αυ­τό τους ἀ­κα­τάρ­τι­στο γι' αὐτό τό κα­θῆ­κον. Καί ἴ­σως σέ με­ρι­κές σει­ρές φρον­τι­στη­ρι­α­κῶν μα­θη­μά­των πού τώ­ρα ὀρ­γα­νώ­νον­ται κά­τω ἀ­πό τήν κα­θο­δή­γη­ση τῆς Ἐκ­παι­δευ­τι­κῆς Ἕ­νω­σης τῶν Ἐρ­γα­τῶν, μπο­ροῦ­με νά δοῦ­με, σέ ἀν­θρώ­πους ἱ­κα­νούς γιά γνώ­ση, στούς ὁ­ποί­ους ὡς τώ­ρα τήν εἶ­χαν ἀρ­νη­θῆ, κά­ποιαν εἰ­κό­να τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ ἔρωτος φιλο­σοφίας.

Αὐτή ἦ­ταν ἡ εὐ­και­ρί­α, καί αὐ­τή ἔ­φε­ρε ἄ­με­σα στήν ἐ­πι­φά­νει­α καί τούς ἀν­θρώ­πους πού χρει­ά­ζον­ταν. Κά­θε σπου­δα­στής τῶν κλασ­σι­κῶν ἔ­χει σχε­τι­στῆ μέ τό ὄ­νο­μά τους· γιά τή φύ­ση τους εἶναι ἱ­κα­νός νά ἔ­χη ἀ­ό­ρι­στες ἰ­δέ­ες. Ἦ­ταν οἱ κεν­τρι­κές φυ­σι­ο­γνω­μί­ες στήν Ἑλ­λά­δα τοῦ πέμ­πτου αἰώ­να, ἐνῶ σή­με­ρα μό­λις πού ξε­χω­ρί­ζο­με τίς μορ­φές τους πά­νω στό ξε­θω­ρι­α­σμέ­νο του πα­νί. Τά ἔρ­γα τους χά­θη­καν, τά ὀ­νό­μα­τά τους σέ με­γά­λο βαθ­μό ξε­χά­στη­καν, καί τή γνώ­ση μας γι' αὐ­τούς τήν ἀν­τλοῦ­με προ­πάν­των ἀπό τά ἔρ­γα τοῦ ἐ­χθροῦ τους καί ἐ­πι­κρι­τῆ τους, τοῦ Πλά­τω­να. Πρό­κει­ται γιά τούς σο­φι­στές.

Δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά με­τα­φρά­ση κα­νείς σέ νε­ώ­τε­ρη γλώσ­σα τή λέ­ξη σο­φι­στής. Τήν πρώ­τη στιγ­μή τό ἰ­σο­δύ­να­μο πού φαί­νε­ται πι­ό πο­λύ νά τήν πλη­σι­ά­ζη εἶ­ναι «ἐκ­παι­δευ­τι­κός ἀ­πα­τε­ώνας». Ἄν ἕ­νας ξέ­νος ἔρ­χο­ταν στό Λον­δί­νο καί ἀνάγ­γελ­νε ὅτι ἦ­ταν δά­σκα­λος τῆς ἀρετῆς καί ἔμ­πο­ρος τῶν ἀ­γα­θών τῆς ψυ­χῆς, ὅτι ἀ­σκοῦ­σε φα­νε­ρά ὅ,τι ὁ Σαίξ­πηρ, ὁ Μίλ­των καί ὁ Βύ­ρων ἀ­σκοῦ­σαν κρυ­φά, ὅτι, μέ λί­γα λό­γι­α, ἦ­ταν ἐκ­παι­δευ­τής τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας, θά τόν ἀ­πό­πεμ­παν σάν ἀ­γύρ­τη καί μά­λι­στα φτω­χό ἀ­γύρ­τη. Ὅμως, σύμ­φω­να μέ τόν Πλά­τω­να, ἔ­δι­νε ἐ­παγ­γε­λί­ες ἰ­σο­δύ­να­μες μέ αὐ­τές πού εἶ­πα[2]. Καί ἄν ἀ­πό ἁ­πλή πε­ρι­έρ­γει­α πη­γαί­να­με στήν αἴ­θου­σα τῶν ὁ­μι­λι­ῶν τοῦ ξέ­νου μας καί τόν ἀ­κού­α­με νά λέ­γη: «ὅ­σο γιά τούς θε­ούς δέν μπο­ρῶ νά ξέ­ρω ὅτι ὑ­πάρ­χουν ἤ ὅτι δέν ὑ­πάρ­χουν: τό σκο­τει­νό αὐ­τῶν τῶν ζη­τη­μά­των καί ἡ βρα­χύ­τη­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ζω­ῆς ἐμ­πο­δί­ζουν τέ­τοια γνώ­ση·»[3] θά μπο­ρού­σα­με νά προ­χω­ρή­σω­με ἐ­μεῖς πε­ρισ­σό­τε­ρο καί νά τόν κα­τηγο­ρή­σω­με γιά κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ἀ­γυρ­τεί­α.

Ὅμως, ὅταν πλη­σι­ά­σω­με πε­ρισ­σό­τε­ρο καί τούς δ­οῦ­με ἀ­πό κον­τά, εἶ­ναι δύ­σκο­λο νά σκε­φτοῦ­με ὁ­λό­τε­λα μέ δυ­σμέ­νει­α γιά τούς σο­φι­στές. Ἀ­κά­λυ­πτη ἀ­γυρ­τεί­α μέ δυ­σκο­λί­α θά ἔ­φερ­νε στά πό­δια της τούς μορ­φω­μέ­νους Ἀ­θη­ναί­ους. Οὔ­τε εἶ­ναι εὔ­κο­λο νά στη­ρι­χτοῦν οἱ κα­τη­γο­ρί­ες γιά ἀ­νη­θι­κό­τη­τα. Τί­πο­τα τό ἀ­νή­θι­κο στήν ἐ­παγ­γε­λί­α τοῦ Πρω­τα­γό­ρα ὅτι ἕ­νας μα­θη­τής συν­δε­δε­μέ­νος μα­ζί του θά γύ­ρι­ζε κά­θε μέ­ρα στό σπί­τι του κα­λύ­τε­ρος ἄν­θρω­πος, ἤ στήν ὑ­πό­σχε­ση τοῦ Γορ­γία ὅτι δι­δά­σκει τά ὑ­ψη­λό­τα­τα καί τά ἄ­ρι­στα ἀ­πό τά ἀν­θρώ­πι­να πράγ­μα­τα[4]. Ὁ Πρό­δι­κος ἦ­ταν ὁ συγ­γρα­φέ­ας τοῦ γε­μά­του ἠ­θι­κή εὐ­γέ­νει­α μύ­θου γιά τήν ἐ­κλο­γή τοῦ Ἡ­ρα­κλέ­ους, καί τόν κα­λο­δέ­χτη­καν στήν ἀν­τι­πνευ­μα­τι­κή Σπάρ­τη γιά τή γε­μά­τη ὑ­γεί­α δι­δα­σκα­λί­α του. Ἄν ὁ Πρω­ταγό­ρας δι­α­κή­ρυ­ξε τήν ἀ­βε­βαι­ό­τη­τά του γιά τήν ὕ­παρ­ξη τῶν θε­ῶν ὁ Γορ­γίας καί ὁ Πρό­δι­κος πα­ρι­στά­νον­ται νά προ­σεύ­χων­ται στούς θε­ούς. Ἄν με­ρι­κοί σο­φι­στές ἦ­ταν ρι­ζο­σπά­στες, ἕ­νας του­λά­χι­στο ὑ­πο­στή­ρι­ξε τόν Κί­μω­να ἐ­ναν­τί­ον τοῦ Πε­ρι­κλέους, τούς πα­λιούς δρό­μους ἐ­ναν­τί­ον τῶν νέ­ων. Ὄ­χι, οἱ σο­φι­στές δέν ἦ­ταν ἐ­πανα­ο­τα­τι­κοί ἤ ρι­ζο­σπά­στες, ἐ­κτός σέ ὅ­σο βαθ­μό κά­θε σκέ­ψη φέρ­νει μα­ζί της ἕ­να στοι­χεῖ­ο τα­ρα­χῆς. Ἄν χρει­α­ζό­μα­στε ἕ­να σύγ­χρο­νο ἀν­τί­στοι­χό τους, μπο­ροῦ­με νά ποῦ­με ὅτι ἔ­κα­μαν γιά τήν Ἑλ­λά­δα ὅ,τι οἱ σχο­λές τῶν ἀν­θρω­πι­στι­κῶν γραμ­μά­των καί ἡ νε­ώ­τε­ρη ἱ­στο­ρί­α κά­νουν γιά τούς σπου­δα­στές τους τῆς Ὀξ­φόρ­δης· ἤ ὅ,τι ὀρ­γα­νώσεις τό­σο ποι­κί­λες ὅσο ἡ ἐ­πέ­κτα­ση τῶν πα­νε­πι­στη­μι­α­κῶν πα­ρα­δό­σε­ων, τά φρον­τι­στη­ρι­ακά μα­θή­μα­τα, ἡ βι­βλι­ο­θή­κη γιά ὅλο τόν κό­σμο, καί ἄλ­λες συλ­λο­γές κα­λῶν βι­βλί­ων, συγ­γρα­φεῖς σάν τόν Σῶ, τόν Γου­έλς καί τόν Τσέ­στερτον, προ­σπα­θοῦν νά κά­μουν γιά τήν Ἀγ­γλί­α σά σύ­νο­λο. Καί ὅμως, ἄν καί ὑ­πάρ­χη κά­τι σέ τοῦ­τες τίς ἀ­να­λο­γί­ες, μι­κρή ἰ­δέ­α δί­νουν γιά τό τί ἦ­ταν ὁ σο­φι­στής. Εἶ­χε κά­τι ἀπό ὅ­λες αὐ­τές τίς ἐ­πι­δρά­σεις, ὅμως ἦ­ταν κά­τι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό ὁ­ποι­αν­δή­πο­τε ἀ­πό αὐ­τές. Ἦρ­θε ἴσως πο­λύ κον­τά στόν πα­νε­πι­στη­μι­α­κό δι­δά­σκα­λο, τόν δό­ξα­σε, τόν ἅ­πλω­σε καί τόν ἔ­φε­ρε σέ ἐ­πα­φή μέ τήν πρα­κτι­κή ζω­ή.

Ἕνας πει­να­σμέ­νος λα­ός φώ­να­ζε τούς σο­φι­στές καί αὐ­τοί τόν ἔ­τρε­φαν μέ κά­θε τρό­πο μέ πνευ­μα­τι­κή τρο­φή. Ἔ­γρα­ψαν γιά λο­γα­ρια­σμό του γραμ­μα­τι­κή, μου­σι­κή, ἰ­α­τρι­κή, γε­ω­με­τρί­α, ἀ­στρο­νο­μί­α, ἔρ­γα τα­κτι­κῆς: ἔ­γρα­ψαν γιά κα­θε­τί πού μπο­ροῦ­σε νά ἔ­χη ἐν­δι­α­φέ­ρον ἤ νά εἶναι δι­δα­κτι­κό. Ἀλ­λά τό κύ­ρι­ο θέ­μα τους ἦ­ταν ἡ ἀ­γω­γή τῆς ζω­ῆς. Πή­γαι­νε σ’ αὐ­τούς, καί θά μπο­ρέ­σης νά μά­θης «πῶς νά κυ­βερ­νᾶς τό σπί­τι σου μέ τόν κα­λύ­τε­ρο τρό­πο, καί πῶς θά εἶ­σαι ἱ­κα­νός νά λέ­γης καί νά πράττης τά ἄ­ρι­στα γιά τήν πό­λη»[5]. Γε­λοῦ­με μέ μι­ά τέ­τοιαν ἰ­δέ­α. Ὅμως ἦ­ταν ἔ­ξο­χη καί εὔ­λο­γη. Ἡ Μου­σι­κή καί ἡ Ἰ­α­τρι­κή μπο­ροῦ­σαν νά δι­δα­χτοῦν, καί ὅ­ποιος θά σπού­δα­ζε σκλη­ρά, θά μπο­ροῦ­σε νά μά­θη ἀρ­κε­τά νά τρα­γου­δᾶ ἤ νά θε­ρα­πεύ­η. Για­τί νά μήν ἐκτεί­νω­με τήν ἀρχή αὐ­τή στή ζω­ή; Ὑ­πῆρ­χαν ἀ­σφα­λῶς κα­νό­νες γι’ αὐτό, κα­νό­νες νά κυ­βερ­νᾶς ἀν­θρώ­πους ἤ νά βά­ζης σέ πει­θαρ­χί­α τόν ἑαυτό σου. Γι­α­τί νά μή τούς προσ­δι­ο­ρί­ση, καί νά δι­δά­σκη πῶς νά γί­νης κα­λός ἄν­θρω­πος ἤ με­γά­λος ἀρχη­γός, ὅπως θά μπο­ροῦ­σε νά σέ μα­θαί­νη νά γί­νης ἐ­πι­τή­δει­ος για­τρός ἤ κα­λός μου­σι­κός;

Ἔ­τσι ὁ νε­α­ρός Ἀ­θη­ναῖ­ος πού ἐ­πι­θυ­μοῦ­σε νά σπου­δά­ση τήν πο­λι­τι­κή, πή­γαι­νε στό Γορ­γί­α καί στόν Πρω­τα­γό­ρα: καί τόν δί­δα­σκαν ρη­το­ρι­κή­—­πῶς νά ὑπο­στη­ρί­ζη μι­ά κα­τη­γο­ρί­α καί πῶς νά το­πο­θε­τῆ μι­άν ὑ­πό­θε­ση, πῶς νά τα­κτο­ποι­ῆ τά ἐ­πι­χειρή­μα­τά του μέ τήν κα­λύ­τε­ρη τά­ξη καί τό κα­λύ­τε­ρο ὕ­φος: πῶς νά χρη­σι­μο­ποι­ῆ τίς με­τα­φο­ρές, τά σχή­μα­τα, τούς ρυθ­μούς: πῶς νά κα­τέ­χη τήν τέ­χνη γιά διή­γη­ση, ἀ­πόδειξη, πα­ραί­νε­ση, γιά ἐγ­κώ­μι­α καί γιά σά­τυ­ρα: πῶς νά δι­α­γεί­ρη ἤ νά γα­λη­νεύ­η τά ἀν­θρώ­πι­να πά­θη, πῶς νά τά φέρ­νη σέ ὄ­φε­λος τοῦ ὁ­μι­λη­τῆ. Καί ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό αὐτό, ἐ­πει­δή ἕ­νας ἄν­θρω­πος πρέ­πει νά ξέ­ρη καί τί νά λέ­γη, ὅσο καί πῶς νά τό λέ­γη, με­τάδι­ναν ἰ­δέ­ες, ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα, τρό­πους, πα­ρα­δείγ­μα­τα, πού ἦ­ταν δυ­να­τό νά τά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν στήν πο­λι­τι­κή. Αὐ­τό τούς ἔ­φερ­νε σέ πλα­τύ­τε­ρα πε­δί­α. Τή θε­ω­ρί­α ἁ­πλῶς τῆς πο­λι­τι­κῆς πρῶ­τα πρῶ­τα, τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα ὑ­πέρ ἤ κα­τά τῆς δη­μο­κρα­τί­ας ἤ τῆς βασι­λεί­ας, τούς κοι­νούς τό­πους, πού ἦ­ταν χρή­σι­μοι σέ κά­θε πο­λι­τι­κή συ­ζή­τη­ση—-ὅλα τοῦ­τα ὁ κα­λός πο­λι­τι­κός ἄρ­χον­τας πρέ­πει νά τά ξέ­ρη. Ἔ­πει­τα πρέ­πει νά σχε­τι­στῆ τούς ἀνθρώπους, νά βρί­σκε­ται σέ ἀ­να­στρο­φή μα­ζί τους, καί μέ τίς ἀ­πό­ψεις πού τούς προ­κα­λοῦν ἐν­τύ­πω­ση. Πρέ­πει νά δι­α­τρέ­χη τό ἀ­τέ­λειω­το πε­δί­ο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης μέ ὀ­ξυ­δέρ­κει­α, καί νά εἶ­ναι σέ θέ­ση νά ὑ­πο­κρί­νε­ται τά ἐ­λατ­τώ­μα­τα, τίς ἀ­ρε­τές, τά πά­θη, τίς προ­λή­ψεις τοῦ ἀ­κρο­α­τη­ρί­ου του. Αὐτό ἔ­φε­ρε τό σο­φι­στή στήν ἠ­θι­κή φι­λο­σο­φί­α, ὅπου ὁ Πρω­τα­γό­ρας πα­ρου­σί­α­σε τίς πραγ­μα­τεῖ­ες του «πε­ρί ἀ­ρε­τῶν» καί «πε­ρί φι­λο­τι­μί­ας»· καί ἡ ἠθική φι­λο­σο­φί­α τόν ἔ­φε­ρε στή με­τα­φυ­σι­κή, ὅπου ὁ Πρω­τα­γό­ρας θά ἤ­θε­λε νά συ­ζη­τή­ση τή θε­ω­ρί­α γιά τή γνώ­ση καί τή φύ­ση τῆς ὕ­παρ­ξης. Κα­μι­ά γνώ­ση δέν ἦ­ταν τό­σο πο­λύ μι­κρή ἤ τό­σο ἀ­πο­μακρυ­σμέ­νη, ὥ­στε νά μή χρει­ά­ζε­ται σ’ ἐ­κεῖ­νον πού ξό­δευ­ε τή ζω­ή του στήν κυ­βέρ­νη­ση τῶν ἀνθρώπων. Ὁ Κι­κε­ρω­ν—­ό πι­ό με­γά­λος ἀ­πό ὅλους τούς δι­κη­γό­ρου­ς—ἀ­πη­χο­ῦ­σε ἁ­πλῶς τή σο­φι­στι­κή θε­ω­ρί­α, ὅταν ἀ­παι­τοῦ­σε ἀ­πό τόν ἰ­δα­νι­κό του ρή­το­ρα νά ξέ­ρη τή δι­α­λε­κτι­κή, τήν ἠ­θι­κή, τή φυ­σι­κή, τούς νό­μους, τήν ἱ­στορί­α καί τή ρη­το­ρι­κή: πε­ρι­γρά­φει μό­νο τή σο­φι­στι­κή πρα­κτι­κή, ὅταν λέ­γη ὅτι θά ἤθελε νά ἐκ­παι­δεύ­η τό ρή­το­ρά του μέ γρα­πτή ἔκ­θε­ση ἰ­δε­ῶν, μέ ὁ­μι­λί­α ἐκ τοῦ προ­χεί­ρου, μέ πα­ρά­φρα­ση ποι­ή­μα­τος ἀ­πό μνή­μης, ἀ­νά­γνω­ση καί κρι­τι­κή λο­γο­τε­χνι­κοῦ κει­μέ­νου, συ­ζή­τη­ση θέ­σε­ων ἀ­πό δι­ά­φο­ρες πλευ­ρές, ἡ μι­ά ἀν­τί­θε­τη στήν ἄλ­λη, με­λέ­τη τῆς νο­μι­κῆς ἐ­πι­στή­μης, τῆς πο­λι­τι­κῆς ἐ­πιστή­μης, τῆς ἱ­στο­ρί­ας[6]. Μέ τούς μα­θη­τές τους οἱ σο­φι­στές δι­α­σχί­ζαν ὅλα αὐτά τά θέ­μα­τα· ἔ­τσι πού ὅταν ἡ ἐκ­παί­δευ­ση τους τε­λεί­ω­νε, εἶ­χαν οἱ μα­θη­τές τους ρί­ξει τή μα­τιά τους σέ πά­ρα πολ­λά πράγ­μα­τα στόν οὐ­ρα­νό καί στή γῆ, καί, σέ ὅσο βαθ­μό μι­ά ἐ­πι­φα­νει­α­κή μόρ­φω­ση μπο­ρεῖ νά κά­μη τόν ἄν­θρω­πο ἔ­τσι, εἶ­χαν τά προ­σόν­τα νά «κυ­βερ­νοῦν τό σπί­τι τους καί νά μι­λοῦν καί νά πράτ­τουν τά ἄ­ρι­στα γιά τήν πό­λη». Αὐ­τή ἦ­ταν ἡ πα­νε­πι­στη­μι­α­κή μόρ­φω­ση τοῦ Ἀ­θη­ναί­ου.

Ἄς κά­νω­με τή γνω­ρι­μί­α ὁ­ρι­σμέ­νου Ἕλ­λη­να πού δο­κί­μα­σε τήν ἐ­πί­δρα­ση τῶν σο­φι­στῶν καί μπο­ρεῖ νά μᾶς δ­είξη τί ἔ­καναν γιά ὅσους μπο­ροῦ­σαν νά ἀ­πορ­ρί­ψουν ὅ,τι κα­κό εἶ­χε ἡ δι­δα­σκα­λί­α τους καί νά ὠ­φε­λη­θοῦν ἀ­πό ὅ,τι ἄ­ξι­ο εἶ­χε. Εἶ­ναι ὁ με­γα­λύ­τε­ρος μα­θη­τής πού εἶχαν πο­τέ, καί τό ἔρ­γο του, πού τό ἔ­χο­με, μπο­ρεῖ νά μᾶς δώ­ση μι­άν ἰ­δέ­α γιά τήν ἀ­τμό­σφαι­ρα πού δη­μι­ούρ­γη­σαν στήν Ἀθήνα. Ἐν­νο­ῶ τό Θου­κυ­δί­δη.

Κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά δι­α­βά­ση τόν Ἡ­ρό­δο­το καί τό Θου­κυ­δί­δη, τόν ἕ­να δί­πλα στόν ἄλ­λον, καί νά μήν το­ῦ κά­μη με­γά­λη ἐν­τύ­πω­ση τό χά­σμα πού ὑ­πάρ­χει ἀ­νά­με­σα σ­τούς δυ­ό ἱ­στο­ρι­κούς. Ὁ Ἡ­ρό­δο­τος εἶναι πο­λύ εὐ­χά­ρι­στος, δι­δα­κτι­κός, καί, μέ τό δι­κό του τρό­πο, φί­λος της ἀ­λή­θει­ας: εἶ­χε ἀ­νοι­κτά τά μά­τια, εἶ­δε πράγ­μα­τα πού ἄ­ξι­ζε νά τά δῆ κα­νείς, καί ξέ­ρει νά λέ­γη τί εἶ­δε. Ἀλ­λά μᾶς δι­δά­σκει πε­ρισ­σό­τε­ρο γιά τήν ἀν­θρώ­πι­νη φύ­ση (πού την κα­τά­λα­βε κα­λά) πα­ρά γιά τήν ἴ­δια τήν ἱ­στο­ρί­α, Ἀ­πό τό ἄλ­λο μέ­ρος, βρί­σκο­με στό Θου­κυ­δί­δη τόν πραγ­μα­τι­κά ἐ­πι­στη­μο­νι­κό ἱ­στο­ρι­κό, πού ὅλα τά ὑ­πο­βάλ­λει στή βά­σα­νο τῆς ἀ­λή­θει­ας. Δέν ἔ­χο­με πιά τήν ἄ­τα­κτη εὐ­πι­στί­α, τήν κα­λό­καρ­δη ἀ­συ­νέ­πει­α τοῦ Ἡ­ρο­δό­του. Τά γε­γο­νό­τα ζυ­γί­ζον­ται καί δι­α­λέ­γον­ται: ἀ­να­ζη­τοῦν αἰ­τί­ες γιά τά ἀ­πο­τε­λέ­σματα: τό φῶς τοῦ λό­γου εἶ­ναι παν­τοῦ σέ ἐ­νέρ­γει­α. Ὁ Ἡ­ρό­δο­τος εἶ­χε γεν­ναι­ό­ψυ­χο ἐν­δι­αφέ­ρον γιά τήν ἀν­θρω­πό­τη­τα: ὁ Θου­κυ­δί­δης εἶ­χε καί κρι­τι­κό νο­ῦ. Ὁ Ἡ­ρό­δο­τος ἦ­ταν πνεῦ­μα: ὁ Θου­κυ­δί­δης ἦ­ταν μα­ζί καί ἕ­νας μορ­φω­μέ­νος ἄν­θρω­πος. Ποῦ μορ­φώ­θη­κε;

Τή μόρ­φω­σή του τήν πῆ­ρε ἀ­πό τους σο­φι­στές· μι­ά τυ­πι­κή συ­νή­θει­ά του δεί­χνει τό εἶ­δος τῆς δι­δα­σκα­λί­ας πού τοῦ ἔ­δω­σαν. Ἀ­δι­ά­κο­πα ἔρ­χον­ται καί ξα­νάρ­χον­ται στήν ἱ­στο­ρί­α του χω­ρί­α ὅπως τό ἀ­κό­λου­θο: «Γε­νι­κά οἱ ἁ­πλοί ἄν­θρω­ποι εἶ­ναι κα­λύ­τε­ροι πο­λί­τες ἀ­πό τούς πα­νούρ­γους. Για­τί τοῦ­τοι δῶ ἐ­πι­θυ­μοῦν νά φαί­νων­ται σο­φώ­τε­ροι ἀ­πό τούς νό­μους· ἐ­πι­δι­ώ­κουν πάν­τα νά νι­κοῦν στίς δη­μό­σι­ες συ­ζη­τή­σεις· σκέ­πτον­ται ὅτι σέ ἄλ­λα σπου­δαι­ό­τε­ρα ζη­τή­μα­τα θά ἔ­χουν τήν εὐ­και­ρί­α νά φα­νε­ρώ­σουν τή σκέ­ψη τους καί τού­τη τους ἡ ἀ­φρο­σύ­νη γε­νι­κά δη­μι­ουρ­γεῖ κα­τα­στρο­φές στήν πα­τρί­δα τους: ἐνῶ οἱ ἄλ­λοι μέ τό νά μήν ἔ­χουν ἐμ­πι­στο­σύ­νη στή δι­κή τους ἱ­κα­νό­τη­τα, δέ­χον­ται ὅτι οἱ νό­μοι εἶ­ναι σο­φώ­τε­ροι ἀ­πό αὐ­τούς τούς ἴ­διους, καί ὅτι δέν εἶ­ναι σέ θέ­ση νά ἐ­πι­κρί­νουν ἐ­κεί­νους πού βγά­ζουν κα­λούς λό­γους. Καί ἐ­πει­δή εἶ­ναι ἀ­με­ρό­λη­πτοι κρι­τές καί ὄ­χι φι­λό­δο­ξοι ἀντί­πα­λοι, τίς πε­ρισ­σό­τε­ρες φο­ρές ἐ­πι­τυ­χαί­νουν τό στό­χο»[7]. Ἤ πά­λι: «ὅταν ἐ­χω­με εἰ­ρή­νη, τό­τε καί τά πράγ­μα­τα πη­γαί­νουν κα­λά καί οἱ πό­λεις καί τά ἄ­το­μα ἔ­χουν ἀ­νώ­τε­ρες δι­α­θέ­σεις, για­τί δέ βρί­σκον­ται στήν ἐ­ξου­σί­α ἐ­πι­τα­κτι­κῶν ἀ­ναγ­κῶν: ἀλ­λά ὁ πό­λε­μος πού δι­ώ­χνει μα­κρι­ά τόν ἄ­νε­το πο­ρι­σμό τοῦ κα­θη­με­ρι­νοῦ εἶ­ναι «βί­αι­ος δι­δά­σκα­λος» καί τεί­νει νά προ­σαρ­μό­ζη τό χαρακτήρα τῶν πολ­λῶν «πρός τά πα­ρόν­τα»[8]. Ὁ­που­δή­πο­τε μι­λᾶ ἕ­νας πο­λι­τι­κός, σκέ­ψεις σάν αὐ­τές ρέ­ουν ἀ­πό τά χεί­λη του, ἐνῶ λί­γα πράγ­μα­τα θά ἦ­ταν λι­γό­τε­ρο κα­τάλ­λη­λα ἤ εὔ­λο­γα ἀ­πό τά τέ­τοια ἀ­φη­ρη­μέ­να ὀ­νει­ρο­πο­λή­μα­τα. Εἶ­ναι μᾶλ­λον στο­χα­σμοί φι­λο­σό­φου. Ἀ­να­φέ­ρον­ται στήν ψυ­χο­λο­γί­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης, καί ἰ­δι­αί­τε­ρά τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης στήν πο­λι­τι­κή, Ὁ Θου­κυ­δί­δης πάν­τα στο­χά­ζε­ται αὐ­τά τά θέ­μα­τα. Πάν­τα ἀ­να­λύ­ει πο­λι­τι­κές πρά­ξεις καί κα­τα­στά­σεις. Ἡ ἱ­στο­ρί­α του εἶ­ναι με­ταμ­φι­ε­σμέ­νο ἐγ­χει­ρί­δι­ο πο­λι­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας. Ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἡ­γε­μο­νί­ας: ποιά ἡ δι­και­ο­λο­γί­α της, ποιός ὁ κα­λύ­τε­ρος τρό­πος νά τήν ἀ­πο­κτή­σης καί νά τή δι­α­τη­ρή­σης: για­τί συ­νε­πά­γε­ται ἐ­ξά­πλω­ση καί τί κιν­δύ­νους φέρ­νει ἡ ἐ­ξά­πλω­ση: ποιά θέ­ση ἔ­χει μέ­σα στό κρά­τος ἡ ἐ­πι­εί­κει­α καί ἡ με­γα­λο­ψυ­χί­α: για­τί εἶ­ναι ἀ­σφα­λέ­στε­ρο νά ἀφή­νη ἐ­λεύ­θε­ρούς τους ὑ­πη­κό­ους: τί ὁ­δη­γεῖ στήν ἀν­ταρ­σί­α· πό­τε ἡ στά­ση εἶναι δι­και­ο­λο­γη­μέ­νη. Ἡ θε­ω­ρί­α γιά τήν πό­λη: τό πρό­βλη­μα τῶν δι­και­ω­μά­των τοῦ στό­μου ἀ­πέ­ναν­τι τῆς πο­λι­τεί­ας: για­τί εἶ­ναι κα­λύ­τε­ρο νά ἀ­νή­κη κά­νεις σέ μί­α πό­λη πα­ρά νά μέ­νη ἐ­γω­ϊ­στι­κά ἀ­πο­μο­νω­μέ­νος. Ἡ θε­ω­ρί­α τῆς πο­λι­τι­κῆς γε­νι­κά: τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τοῦ πο­λέ­μου στήν ἰ­δι­ο­συγ­κρα­σί­α ἕ­νος λα­οῦ: ὁ κίν­δυ­νος τῆς πο­λι­τι­κῆς στα­θε­ρό­τη­τας, τῶν εὐ­γλώτ­των ὀ­μι­λη­τῶν, τῆς μόρ­φω­σης, τοῦ κρι­τι­κοῦ πνεύ­μα­τος: ἡ λει­τουρ­γί­α τοῦ νο­ῦ σέ μί­α πό­λη,—οἱ ἔ­ξυ­πνοι ἤ οἱ βλά­κες εἶναι οἱ κα­λύ­τε­ροι πο­λί­τες;—­ἡ θέ­ση πού ἔ­χουν στήν πο­λι­τι­κή τά θρη­σκευ­τι­κά ἐ­λα­τή­ρι­α καί οἱ ἀπόψεις «πε­ρί τι­μῆς»: τό πρό­βλη­μα τῆς δι­και­ο­σύ­νης ἀ­πέ­ναν­τι στή σκο­πι­μό­τη­τα κα­τά τήν ἄ­σκη­ση τῆς πο­λι­τι­κή­ς· σ’ αὐ­τό ὁ Θου­κυ­δί­δης, ὕ­στε­ρα ἀ­πό πολ­λή σκέ­ψη, κα­τα­λή­γει μέ σα­φή­νει­α στό ὁ­ρι­στι­κό συμ­πέ­ρα­σμα ὅτι τό ἔ­σχα­το κρι­τή­ρι­ο σέ τοῦ­τα τά πράγ­μα­τα εἶ­ναι ἡ σκο­πι­μό­τη­τα καί ὄ­χι ἡ δι­και­ο­σύ­νη: ἐνῶ ὅπως ὁ Burke θά ἤθελε νά ὑ­πο­στη­ρί­ξη ὅτι «ἡ Με­γα­λο­ψυ­χί­α εἶ­ναι συ­χνά ἡ κα­λύ­τε­ρη πο­λι­τι­κή». Τέ­λος ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σης: τά ἀ­πο­τε­λέ­σματα γιά τούς ἀν­θρώ­πους ἀ­πό ξαφ­νι­κές κα­τα­στρο­φές καί ξαφ­νι­κές ἐ­πι­τυ­χί­ες: ἡ ψυ­χο­λο­γί­α τοῦ ἐγ­κλή­μα­τος (πο­λύ δου­λε­μέ­νη καί δι­εισ­δυ­τι­κή με­λέ­τη): τά ὅρια τῆς ἀ­πο­τε­λε­σμα­τι­κό­τη­τας τῆς ποι­νῆς: ἡ ἐ­πί­δρα­ση στό χαρα­κτή­ρα ἀ­πό τήν ἐκ­δί­κη­ση καί ἀ­πό τήν ἐλ­πί­δα. Ὅ­λα αὐ­τά τά θέ­μα­τα καί ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρα τά πραγ­μα­τεύ­ε­ται ὁ Θου­κυ­δί­δης, ἤ ρί­χνει τό βλέμ­μα του σ’ αὐ­τά. Συ­χνά οἱ σκέ­ψεις του εἰ­σά­γον­ται ὠ­μά, μέ τόν τρό­πο τῶν ἔ­ξυ­πνων νέ­ων πού ξαφ­νι­κά ἀ­να­κά­λυ­ψαν τήν ψυ­χο­λο­γί­α, καί ἔ­μα­θαν ὅτι ἡ ἀν­θρώ­πι­νη ἐ­νέρ­γει­α κρύ­βει ἕ­να δί­χτυ ἀ­πό προ­θέ­σεις καί σκο­πούς· καί εἶ­ναι τό­σο εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος ἀ­πό τήν ἀ­να­κά­λυ­ψη, πού γιά λί­γα ἄλ­λα μπο­ρεῖ νά μι­λή­ση. Ὅμως οἱ ἴ­διοι οἱ στο­χα­σμοί γε­νι­κά εἶ­ναι βα­θεῖς. Διά­βα­σε τό ἐ­ξαι­ρε­τι­κό ἐ­κεῖ­νο χω­ρί­ο ὅπου πε­ρι­γρά­φει τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα το­ῦ κομ­μα­τι­σμοῦ στίς ἡ­μέ­ρες του, χα­ρά­ζον­τας τή ζο­φε­ρή γε­νε­α­λο­γί­α του καί τόν ἀ­πο­τρό­παι­ο γό­νο του, καί ἀ­να­ρω­τή­σου ἄν ἔ­γρα­ψε πο­τέ πέ­να πι­ό λε­πτή, πι­ό βα­θι­ά καί πι­ό τρα­γι­κή σε­λί­δα ἀ­νά­λυ­σης[9].

Ἐ­δῶ λοι­πόν εἶναι ὁ μα­θη­τής τῶν σο­φι­στῶ­ν—­αὐ­το τό εἶ­δος ἀν­θρώ­που ἐτόρ­νευ­α­ν—­αὐ­τη τήν ἀ­τμό­σφαι­ρα γέν­νη­σαν. Τοῦ­τες τίς συ­ζη­τή­σεις θά ἀ­κού­αμε, ἄν εἴ­χα­με μπῆ σέ κα­μι­άν ἀ­πό τίς αἴ­θου­σες τῶν μα­θη­μά­των τους καί βρί­σκα­με μέ­σα στούς τέσ­σε­ρεις τοί­χους τόν Πρω­τα­γό­ρα, καί τούς νέ­ους πού μά­θαι­ναν «πο­λι­τι­κή» καί «ἀ­ρε­τή» πλη­ρώ­νον­τας δι­α­κό­σι­ες λί­ρες τή σει­ρά τῶν μα­θημά­των[10]. Συ­ζη­τοῦ­σαν γιά τίς με­θό­δους καί τίς ἀρχές τῆς πο­λι­τι­κῆς- δι­ε­ρευ­νοῦ­σαν τό ἐ­σω­τε­ρι­κό τοῦ ἀνθρώπου πού εἶναι ἡ πρώ­τη ὕ­λη τῆς πο­λι­τι­κῆς. «Κά­νει κα­λά ἡ Ἀ­θή­να νά ἔ­χη ἡ­γε­μο­νί­α; Ἔ­χον­τας ἡ­γε­μο­νί­α πῶς μπο­ρεῖ νά τή δι­α­τη­ρή­ση; Ἔ­χει κά­μει ἡ εὐ­τυ­χί­α ἀ­κό­λα­στους τούς ψη­φο­φό­ρους; ὁ πό­λε­μος θ’ ἀ­να­τρέ­ψη τό ἰ­σο­ζύ­γι­ό τους; Ποιό εἶ­ναι τό μυ­στι­κό τῆς φύ­σης τους, ὥ­στε νά μπο­ροῦ­με νά τό ξε­ρω­με καί νά τούς κα­θο­δη­γοῦ­με;». Στό κά­τω κά­τω εἶναι τά ἴ­δια θέ­μα­τα πού ὁ Γκράχαμ Γου­άλ­λας κα­τά ἕ­ναν, καί ὁ Γκαλ­σγου­όρ­θυ κα­τά ἄλ­λον τρό­πο, πραγμα­τεύ­ον­ται στίς ἡ­με­ρές μας.

Ὁ Θαλῆς ἔρ­ρι­ξε ἕ­να σπό­ρο στή γῆ. Οἱ Ἴ­ω­νες καί οἱ Σικε­λιῶ­τες φι­λό­σο­φοι φρόν­τι­σαν τό φυ­τό πού φύ­τρω­σε ἀ­πό τό σπό­ρο. Οἱ Σο­φι­στές τό με­τα­φύ­τε­ψαν στήν Ἀθήνα, ὅπου τό πό­τι­σαν καί τό πολ­λα­πλα­σί­α­σαν καί τό μπό­λι­α­σαν ὥ­σπου ἁι­πλώ­θη­κε σέ με­γά­λο δά­σος. Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ φυ­σι­κή ἱ­στο­ρί­α τῆς σκέ­ψης στήν Ἑλ­λά­δα—καί στόν κό­σμο. Ἄς δοῦ­με τώ­ρα μέ πε­ρισ­σότέ­ρες λε­πτο­μέ­ρει­ες τά δέν­τρα τοῦ δά­σους της.

Ἔ­χο­με πρῶ­τα ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ κρι­τι­κοῦ πνεύ­μα­τος, γιά τό ὁ­ποῖο εἶ­ναι ἀ­νάγ­κη νά ποῦ­με ἀ­κό­μη κά­τι. Ὁ Θου­κυ­δί­δης θά εἶ­ναι τό πα­ρά­δειγ­μα αὐ­τοῦ τοῦ πνεύ­μα­τος, καί ὅ,τι εἴ­πα­με γιά ἐ­κεῖ­νον μπο­ρεῖ νά θε­ω­ρη­θῆ ὅτι εἰ­πώ­θη­κε καί γι’ αὐ­τό. Νά ἀ­ναλύ­ουν τήν ψυ­χή τῶν γει­τό­νων τους καί τή δι­κή τους, νά ζυ­γί­ζουν, νά ὑ­πο­βάλ­λουν σέ βά­σα­νο, νά δυ­σπι­στοῦν, νά δι­ε­ρευ­νοῦν, νά μή λυ­ποῦν­ται τά νεῦ­ρα, ἐ­πει­δή ἦ­ταν εὐ­αί­σθη­τα, νά μήν κά­νουν οἰ­κο­νο­μί­α στίς δυ­νά­μεις, ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἀ­δύ­να­τες, νά βά­ζουν ὅλα τά πράγ­μα­τα δί­χως ἔ­λε­ος κά­τω ἀ­πό τό μα­χαί­ρι τοῦ ἀ­να­τό­μου, καί νά ἀ­πο­φα­σί­ζουν γιά πάν­τα τί ἦ­ταν ἄρ­ρω­στο καί τί γε­ρό­—ὅλα αὐ­τά ἡ Ἀθήνα ἄρ­χι­σε νά τά κά­νη. Κά­νον­τας αὐτά, δη­μι­ούρ­γη­σε νέ­ες λο­γο­τε­χνι­κές μορ­φές. Στόν πε­ζό λό­γο­—­την πρώ­τη ἱ­στο­ρί­α τήν ἄ­ξι­α τῆς ἐ­τυ­μο­λο­γί­ας τοῦ ὀ­νό­μα­τος, καί τό με­γά­λο ρεῦ­μα τῆς φι­λο­σο­φι­κῆς ἔ­ρευ­νας πού τρέ­χει ἀ­πό τόν Πλά­τω­να καί τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, περ­νᾶ στήν Ἀ­λε­ξάν­δρει­α καί τή Ρώ­μη καί στό Βυ­ζάν­τι­ο καί χύ­νε­ται βα­θι­ά στό Με­σαί­ω­να. Στήν ποί­η­ση κά­τι ἀ­κό­μη πι­ό με­γάλο­—­γι­ατί τό κρι­τι­κό πνεῦ­μα, ἄν καί ξέ­νο πρός τά ἔρ­γα τῆς φαν­τα­σί­ας, καί στό τέ­λος ἴσως κα­τα­στρε­πτι­κό τῶν ἔρ­γων αὐ­τῶν, εἶναι, ὅπως πολ­λά δη­λη­τή­ρι­α, δυ­να­τό το­νω­τι­κό σέ μι­κρές δό­σεις. Ἡ ἐ­πι­κή ποί­η­ση, πού εἶναι ἀ­φή­γη­ση ἱ­στο­ρι­ῶν, ἡ λυ­ρι­κή ποί­η­ση, πού εἶ­ναι ξέ­σπα­σμα αὐθόρ­μη­του αἰ­σθή­μα­τος, ἄ­νοι­ξαν δρό­μο γιά μι­ά σο­βα­ρό­τε­ρη καί πι­ό βα­θι­ά μορ­φή. Τή θέ­ση τους τήν πῆ­ρε τό δρά­μα. Ἡ ὑ­περο­χή τοῦ δρά­μα­τος εἶναι τό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τῆς ποί­η­σης τοῦ πέμ­πτου αἰώνα, καί ἡ οὐ­σί­α τοῦ δρά­μα­τος εἶναι ὅτι προιγ­ματεύ­ε­ται ἠ­θι­κά καί δι­α­νο­η­τι­κά προ­βλή­μα­τα. Αὐ­τοί εἶναι οἱ κλά­δοι τοῦ κρι­τι­κοῦ πνεύ­μα­τος πού ἦ­ταν ἡ πρώ­τη ἐ­πίδο­ση τοῦ πέμ­πτου αἰώνα,

Ἡ δεύ­τε­ρη ἐ­πί­δο­ση, συγ­γε­νής πρός τήν πρώ­τη, εἶναι τό πνεῦ­μα τῆς Ἐ­πι­στή­μης. Τό κρι­τι­κό πνεῦ­μα εἶναι κά­τι τό ἄ­στα­το καί τυ­χαῖ­ο, πού πε­τᾶ ἐ­δῶ κι ἐκεῖ, χω­ρίς κα­νέ­να σκο­πό ἔ­ξω ἀ­πό τήν ἴ­δια τή δι­κή του ἐ­νέρ­γει­α,—ἕ­νας δι­α­νο­ού­με­νος Πάκ[11]. Δέν ὑ­πο­τάσ­σε­ται σέ τί­πο­τα καί δέ δέ­χε­ται ὑ­πο­χρε­ώ­σεις, ἀλ­λά μά­χε­ται σάν ἐ­λεύ­θε­ρος σκο­πευ­τής γιά τήν εὐ­χα­ρί­στη­ση τῆς μά­χης, ἤ, μπο­ρεῖ κι αὐ­τό νά γί­νη, γιά τήν κα­λύ­τε­ρη πλη­ρω­μή. Δέν μπο­ρεῖς νά στη­ρί­ζε­σαι ἀ­πά­νω του· τό ξί­φος πού ἦ­ταν ἄλ­λο­τε στή δι­κή σου ὑ­πη­ρε­σί­α, τό κρι­τι­κό πνεῦ­μα, μπο­ρεῖ νά τό στρέ­ψη ἐ­ναν­τίον τοῦ πα­λιοῦ του κυ­ρί­ου, ἤ, ἄν ἡ δι­ά­θε­ση τό κα­λεῖ, ἐ­ναντί­ον τοῦ ἴ­διου του ἐ­αυ­τοῦ του. (Ὁ φό­βος αὐ­τῆς τῆς ἀ­δι­α­φο­ρί­ας ἔ­κα­με τούς συν­τη­ρη­τι­κούς Ἀ­θη­ναί­ους νά βλέ­πουν μέ δυ­σπι­στί­α τούς σο­φι­στές, ὅπως στήν Ἀγ­γλί­α σή­με­ρα δυ­σπι­στοῦν στό Μπέρ­ναρ Σώ). Ἀλ­λά πά­ρε αὐ­τό τό ἀ­νεύ­θυ­νο πνεῦ­μα καί ἠ­θι- κο­ποί­η­σέ το, δῶ­σε του σκο­πό καί ἰ­δε­ῶ­δες, καί δέ θά τό βλέπης πιά τυ­χαῖ­ο καί αὐ­θαί­ρε­το, ἀλ­λά ἐ­ξα­γνι­σμέ­νο ἀ­πό τό σο­βα­ρό του σκο­πό καί ἀ­φο­σι­ω­μέ­νο σέ μιάν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἐ­πι­δί­ω­ξη. Ὁ Πάκ γί­νε­ται Ἄ­ρι­ελ, ὁ πι­ό πι­στός, φι­λό­πο­νος, καί ἔμπι­στος θε­ρά­πον­τας, φο­ρᾶ τή στο­λή τῆς ὑ­πη­ρε­σί­ας καί ἐ­ξα­σκεῖ τίς τέ­χνες του στόν οἶ­κο τῆς Ἀ­λή­θει­ας. Τό κρι­τι­κό πνεῦ­μα ἀ­να­πτύσσε­ται καί γί­νε­ται Ἐ­πι­στή­μη.

Ὁ Σω­κρά­της ἦ­ταν τό μέ­σο γι’ αὐ­τή τήν ἀ­νά­πτυ­ξη στήν Ἀ­θή­να. Δι­δά­χτη­κε ἀ­πό τούς σο­φι­στές καί ἦ­ταν καί ὁ ἴ­διος σο­φι­στής. Ἀλ­λά πρό­σθε­σε ἠ­θι­κό πνεῦ­μα στή δι­α­νο­η­τι­κή δύ­να­μη. Ἐ­κεῖ πού οἱ σο­φι­στές ἦ­ταν ἐ­πι­φα­νει­α­κοί, αὐ­τός ἦ­ταν με­στός. Ἐ­κεῖ­νοι ἦ­ταν δά­σκα­λοι, πού δού­λευ­αν γιά χρή­μα­τα, ζη­τοῦ­σαν μα­θη­τές, καί πλη­ρώ­νον­ταν ἀ­πό τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τοῦ ἔρ­γου τους. Οἱ μα­θη­τές ἤ­θε­λαν ν’ ἀ­κο­νι­στῆ τό μυα­λό τους γιά τήν πρα­κτι­κή ζω­ή, καί πε­ρί­με­ναν ἀ­πό τή μόρ­φω­ση γρή­γο­ρη ἀν­ταπό­δο­ση. Ἡ ἐ­πι­στή­μη δέν ἀκ­μά­ζει κά­τω ἀ­πό τέ­τοιους ὅ­ρους, καί ἡ δι­δα­σκα­λί­α τοῦ σο­φι­στῆ ἔ­τει­νε νά εἶ­ναι χω­ρίς βά­θος, μη­δα­μι­νή: τούς ἔ­με­νε νά κο­λα­κεύ­ουν τήν ἀ­γο­ρά καί νά που­λοῦν σ’ ὅ­ποιον ἀ­γο­ρά­ζει. Ἀλ­λά ὁ Σω­κρά­της δέν ἔ­παιρ­νε χρή­μα­τα καί δέν κο­λά­κευ­ε μα­θη­τές. Μι­λοῦ­σε μ’ ἐ­κεί­νους πού ἤ­θε­λαν νά τοῦ μι­λοῦν, ἀλ­λά μι­λοῦ­σε ὅπως καί γιά ὅ,τι ἐ­κεῖ­νος ἤθελε. Δού­λευ­ε κά­τω ἀ­πό ὅ­ρους εὐ­νο­ϊ­κούς γιά τήν Ἐ­πι­στή­μη. Ὄ­χι φυ­σι­κά ὅτι θά βροῦ­με στήν Ἀθήνα τί­πο­τα σάν τή σύγ­χρο­νη Ἐ­πι­στή­μη. Δέν ὑ­πάρ­χουν ἐκεῖ δου­λε­μέ­να συ­στή­μα­τα γιά πει­ρα­μα­τι­σμό καί τα­ξι­νό­μη­ση: οὔ­τε ἐρ­γα­στή­ρι­α καί δο­κι­μα­στι­κοί σω­λῆ­νες: κα­νέ­να ἀ­πό τά μη­χα­νή­μα­τα τῆς γνώ­σης. Οὔ­τε ὑ­πάρ­χουν τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα πού κα­τορ­θώ­θη­καν μ’ αὐ­τά, οἱ μά­ζες τῶν ἀ­πο­θη­κευμέ­νων καί ἀ­πο­δελ­τι­ω­μέ­νων γε­γο­νό­των, οἱ τε­ρά­στι­ες ἀ­πο­θῆ­κες ὅπου κα­θη­με­ρι­νῶς συσ­σω­ρεύ­ε­ται ἡ βε­βαι­ό­τη­τα μέ τήν ὁ­ποία μπο­ροῦν νά τρέ­φων­ται τά ἔ­θνη. Τέ­τοια πράγ­μα­τα ἀρ­χί­ζουν μέ τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, καί μά­λι­στα καί τό­τε μό­νο ἀρχή γί­νε­ται. Ἀλ­λά ὁ Σω­κρά­της ἔ­χει κά­τι πι­ό ση­μαν­τι­κό, ἄν καί λι­γό­τε­ρο ἐν­τυ­πω­σι­α­κό ἀ­πό αὐ­τά­—­το πνεῦ­μα τῆς Ἐ­πι­στή­μης.

Ἐ­ξέ­τα­σε γιά λί­γο τόν ἄν­θρω­πο καί τούς τρό­πους του. Ἔ­χει τήν ἐρ­γα­τι­κό­τη­τα, τήν ὑ­πο­μο­νή τοῦ ἐ­πι­στή­μο­να. «Θά σᾶς δι­η­γη­θῶ μι­ά ἱ­στο­ρί­α γιά τό Σω­κρά­τη τόν και­ρό πού ἦ­ταν στήν ἐκ­στρα­τεί­α» (λέ­γει ὁ Ἀλ­κι­βι­ά­δης στό Συμ­πό­σι­ο)· «ἕ­να πρω­ι­νό ἔ­βα­λε κά­τι στό νο­ῦ του καί δέν μπο­ροῦ­σε νά βρῆ λύ­ση. Δέν τό ἔ­βα­λε κά­τω, ἀλ­λά ἐ­ξα­κο­λού­θη­σε νά σκέ­πτε­ται ἀ­πό τήν αὐ­γή ὡς τό με­ση­μέ­ρι­—­στά­θη­κε ἐ­κεῖ, καρ­φω­μέ­νος στό ἴ­διο μέ­ρος, καί σκε­φτό­ταν. Καί ὅταν πιά ἦρ­θε τό με­ση­μέ­ρι, τόν πῆ­ρε εἴ­δη­ση ὁ στρα­τός καί πα­ρα­ξε­νε­μέ­νοι ἔ­λε­γαν ἕ­νας στόν ἄλ­λον ὅτι ὁ Σω­κρά­της στε­κό­ταν καί ἐ­ρευ­νο­ῦ­σε κά­τι ἀ­φό­του ἔ­σκα­σε ἡ μέ­ρα. Τέ­λος τό βρά­δυ, ὕ­στε­ρα ἀ­πό τό δεῖ­πνο, κά­ποιοι ἀπ’ αὐ­τούς πού τόν εἶ­δαν (ἦ­ταν καί κα­λο­καί­ρι τό­τε) πῆ­ραν τά στρω­σί­δια τους καί κοι­μή­θη­καν στό ὕ­παι­θρο μέ­σα στό νυ­κτε­ρι­νό ψύ­χος γιά νά μπο­ρέ­σουν νά πα­ρα­κο­λου­θή­σουν ἄν θά στε­κό­ταν καί ὅλη τή νύ­κτα ὄρ­θι­ος. Καί κεῖ­νος στά­θη­κε ἐκεῖ ὥ­σπου ξη­μέ­ρω­σε καί βγῆ­κεν ὁ ἥ­λι­ος· κι ὕ­στε­ρα προ­σευ­χή­θη­κε στόν ἥ­λι­ο καί κί­νη­σε κι ἔ­φυ­γε»[12]

Αὐ­τό ἔ­γι­νε κα­τά τήν ἐκ­στρα­τεί­α στήν Πο­τεί­δαι­α. Ἀ­κοῦ­στε τον τώ­ρα στό σπί­τι ἑ­νός φί­λου του στήν Ἄ­θή­να[13]. Συ­ζη­τοῦν γιά τή δι­και­ο­σύ­νη. «Τί εἶ­ναι τό δίκαι­ο»; ἐ­ρω­τᾶ ὁ Σω­κρά­της, «νά ἀ­πο­δί­δη κα­νείς στόν ἄλ­λον ἐκεῖ­νο πού τοῦ ἀ­νή­κει», ἀ­παν­τᾶ κά­ποιος. «Καί θά ἔ­δι­νες πί­σω σέ μαι­νό­με­νον ἄν­θρω­πο ἕ­να σπα­θί, ἐ­πει­δή εἶ­ναι δι­κό του, ὅταν τόν βλέ­πης ἕ­τοι­μο νά κά­μη φό­νο;» «Ὄ­χι». «Τό­τε πρέ­πει νά ζη­τή­σω­με κά­ποιον ἄλ­λον ὁ­ρι­σμό». «Ἡ δι­και­ο­σύ­νη εἶ­ναι νά κά­νη κα­νείς κα­κό στούς ἐ­χθρούς του καί κα­λό στούς φί­λους του». «Ἄν ὅμως ὁ ἐ­χθρός μας εἶ­ναι κα­λός ἄν­θρω­πος, εἶ­ναι δί­και­ο νά τόν βλά­ψω­με; Δέν εἶ­ναι βέ­βαι­ο, ὅτι δέν εἶ­ναι δί­και­ο; Θά πρέ­πει καί τοῦ­το τόν ὁ­ρι­σμό νά τόν ἐγ­κα­τα­λεί­ψης». Καί προ­χω­ροῦν ἔ­τσι· ὕ­στε­ρα ἀ­πό κά­θε ὁ­ρι­σμό, ὑ­ψώ­νε­ται ἄλ­λος πού κι αὐτόν τόν βρί­σκουν ἐλ­λι­πῆ, καί στό τέ­λος, μπο­ρεῖ νά βρι­σκό­μα­στε μέ­σα σέ μι­άν ὁ­μί­χλη. Αὐ­τό γί­νε­ται σέ κά­θε δι­ά­λο­γο. Οἱ συ­ζη­τή­σεις τοῦ Σω­κρά­τη λί­γο ὁ­δη­γοῦν στό δρό­μο τοῦ συμ­πε­ρά­σμα­τος· εἶ­ναι «σκε­πτι­κοί»· πο­τέ δέ φτά­νουν τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­πό μι­άν προ­σω­ρι­νή ἀ­λή­θει­α· εἶναι πάν­τα ἕ­τοι­μοι νά πε­τά­ξουν μα­κρι­ά τά ἀ­πο­τε­λέσμα­τα, νά θυ­σι­ά­σουν μι­ά θέ­ση πού θά μπο­ροῦ­σε νά φα­νῆ ὅτι τήν κέρ­δι­σαν. Ὁ Σω­κρά­της εἶ­ναι ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος νά προ­χω­ρῆ μέ ἀρ­γό ρυθ­μό. Βρί­σκει ὅτι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­ξί­ζει νά ἀ­να­ζη­τᾶς πα­ρά νά βρί­σκης, κα­λύ­τε­ρα νά μή φτά­νης πο­τέ στό τέρ­μα πα­ρά νά φτά­νης σέ ὄ­χι σω­στό τέρ­μα.

Τοῦ­το ἦ­ταν τό πνεῦ­μα του σέ ὅλη του τή ζω­ή, κι οὔ­τε τό ἐγ­κα­τά­λει­ψε τήν ὥ­ρα τοῦ θα­νά­του του. Κα­τά τήν τε­λευ­ταί­α συ­νο­μι­λί­α τοῦ Σω­κρά­τη καί τῶν φί­λων του, ἐνῶ πε­ρί­με­ναν τόν ἄν­θρω­πο πού θά ἔ­φερ­νε τό κύ­πελ­λο μέ τό κώ­νει­ο, ἡ συ­ζή­τη­σή τους στρά­φη­κε γύ­ρω στήν ἀ­θα­να­σί­α. Τού­τη τήν ὥ­ρα ἡ ἀν­θρώπι­νη ἀ­δυ­να­μί­α μπο­ροῦ­σε πο­λύ κα­λά νά ἀ­παι­τή­ση ὅ,τι τῆς ὀ­φείλουν, καί ὁ δά­σκα­λος καί οἱ μα­θη­τές του, πού ἡ συν­τρο­φιά τους ἐ­πρό­κει­το γρή­γο­ρα νά δι­α­λυ­θῆ, ξό­δε­ψαν τίς τε­λευ­ταῖ­ες αὐ­τές στιγ­μές στήν ἐ­πι­εί­κει­α μιᾶς ἐλ­πί­δας πού γα­λη­νεύ­ει. Με­ρι­κοί ἀ­πό τή συν­τρο­φιά ἤ­θε­λαν νά γί­νη αὐ­το· ὁ Σω­κρά­της ὄ­χι πο­λύ. Νά τά λό­γι­α του: «Αἰ­σθά­νο­μαι τού­τη τή στιγ­μή ὅτι δέν ἔ­χω τή δι­ά­θε­ση τοῦ φι­λο­σό­φου· ὅπως ἀ­κρι­βῶς οἱ ἀ­παί­δευ­τοι, αἰ­σθά­νο­μαι ὅτι εἶ­μαι «φι­λό­νι­κος». Αὐ­τοί, ὅταν πέ­σουν σέ συ­ζή­τη­ση γιά κά­τι, δέ φρον­τί­ζουν κα­θό­λου γιά τά δι­και­ώ­μα­τα τοῦ λό­γου· ἡ μό­νη τους προ­θυ­μί­α εἶ­ναι νά πεί­σουν τούς ἀ­κρο­α­τές τους γιά ὅ,τι αὐ­τοί βε­βαι­ώ­νουν. Ἡ μό­νη δι­α­φο­ρά πού ἔ­χω ἀ­πό αὐ­τούς τώ­ρα εἶναι τού­τη-νά, ἐ­γώ δέν κοι­τά­ζω πῶς νά πεί­σω τούς παρόν­τες, ὅπως ἐκεῖ­νοι, γι’ αὐ­τά πού νο­μί­ζω ὅτι εἶναι σω­στά, κοι­τά­ζω μᾶλ­λον πῶς νά πεί­σω τόν ἴ­διο τόν ἑαυτό μου. Γι­α­τί σκέ­πτο­μαι, ἀ­γα­πη­τέ μου φί­λε (δές μέ πό­ση πλε­ο­νε­ξί­α) ὅτι, ἄν εἶναι ἀ­λή­θει­α ὅσα λέ­γω, κα­λό εἶναι νά πει­στῶ σ’ αὐ­τά (εἶ­χε ὑ­πο­στη­ρί­ξει ὁ Σω­κρά­της τήν ἀ­θα­να­σί­α τῆς ψυ­χῆς)· ἄν ὅμως δέν ὑ­πάρ­χη τί­πο­τα ὕ­στε­ρα ἀ­πό τό θά­να­το, πά­λι, σέ τοῦ­το τό λί­γο χρό­νο πού μου μέ­νει, δέ θά τα­λαι­πω­ρή­σω τούς φί­λους μου μέ ὀ­δυρ­μούς, κι οὔ­τε θά εἶ­χα πο­λύ και­ρό νά σκε­φτῶ ἀ­πά­νω στήν ἄ­γνοι­ά μου (θά ἦ­ταν κα­κό ἀλ­λι­ῶς), μό­νο θά χα­θῆ κι αὐ­τή σέ λί­γο μα­ζί μου. Ἔ­τσι ἑ­τοι­μα­σμέ­νος, Σιμ­μί­α καί Κέ­βη, ἔρ­χο­μαι στό ἐ­πι­χεί­ρη­μά μας. Καί σᾶς πα­ρα­κα­λῶ νά μή νοι­ά­ζε­στε γιά τό Σω­κρά­τη, νά ἐν­δι­α­φερ­θῆ­τε μᾶλ­λον γιά τήν ἀ­λή­θει­α· συμ­φω­νῆ­στε μα­ζί μου, ἄν σᾶς φαί­νω­μαι ὅτι λέ­γω τήν ἀ­λή­θει­α· ἄν ὄ­χι, νά προ­βά­λε­τε ἐ­ναν­τίον μου ὅλα σᾶς τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα· προ­σέ­ξε­τε μήν ἀ­πα­τή­σω μέ τό ζῆ­λο μου καί σας καί τόν ἴ­διο τόν ἑαυτό μου καί, χώ­νον­τας σάν τή μέ­λισ­σα τό κεν­τρί μου, σᾶς ἀ­φή­σω καί φύ­γω. Καί τώ­ρα ἄς προ­χω­ρή­σω­με»[14].

Ὁ ἐ­πί­σκο­πος Μπάρ­νετ γρά­φει γιά τόν Σέρ Χάρ­ρυ Βαί­ϊν ὅτι ἀ­νῆ­κε «στήν αἵ­ρε­ση πού ὀ­νο­μα­ζό­ταν «Ζη­τη­τές», για­τί κα­μι­ά μορ­φή γνώ­μης ἀ­πό ὅσες ὑ­πάρ­χουν δέν τούς ἱ­κα­νο­ποι­οῦ­σε· πέρί­με­ναν πάν­τα ἄλ­λες πα­ρα­πέ­ρα ἀ­πο­κα­λύ­ψεις»[15]. Κι ὁ Σω­κρά­της ἀ­νῆ­κε σ' αὐ­τή τήν αἵ­ρε­ση. Αὐ­τό τόν κά­νει ἐ­ξορ­γι­στι­κό στό διά­βα­σμα· οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ἀ­πό μᾶς προ­τι­μοῦν ὁ­ρι­στι­κές ἀ­πο­φάν­σεις, καί βρί­σκουν ἐ­ξορ­γι­στι­κή τήν ἀ­ο­ρι­στί­α τοῦ Ἕλ­λη­να φι­λο­σό­φου. Γι­α­τί ἡ μέ­θο­δος τοῦ Σω­κρά­τη πη­γαί­νει ἀν­τίθε­τα πρός τό ἀν­θρώ­πι­νο ἔν­στι­κτο, πού ζη­τᾶ ὁ­ρι­στι­κά ἀ­πο­τε­λέσμα­τα, πού προ­σκολ­λᾶ­ται στίς κλη­ρο­νο­μη­μέ­νες ἰ­δέ­ες του καί δέ θέ­λει νά τίς θυ­σι­ά­ση γιά τέ­τοια προ­βλη­μα­τι­κά κέρ­δη. Ὅμως αὐ­τός ὁ σκε­πτι­κι­σμός, αὐ­τή ἡ προ­θυ­μί­α νά ἐ­ξε­τά­ζης καί πά­λι νά ἐ­ξε­τά­ζης ὡς ὅτου φτά­σης τήν ἀ­πό­λυ­τη βε­βαι­ό­τη­τα, εἶ­ναι τό προ­οί­μι­ο τῆς πραγ­μα­τι­κῆς γνώ­σης. Γι­α­τί ση­μαί­νει τέ­λει­α ἀ­δι­α­φο­ρί­α γιά ὁτι­δή­πο­τε ἐ­κτός ἀ­πό τήν ἀ­λή­θει­α.

Ἐ­πει­δή ὁ Σω­κρά­της ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος πού τό κα­τά­λα­βε καί τό ἐ­φάρ­μο­σε, ση­μει­ώ­νει ἐ­πο­χή στόν κό­σμο. Ἄν ἡ ἐ­πι­στή­μη εἶ­χε να­ούς σάν τίς «κα­θε­δρά­λες» μέ πο­λύ­χρω­μες ὑ­α­λο­γρα­φί­ες, μπο­ροῦ­με νά φαν­τα­στοῦ­με ἕ­ναν καλ­λι­τέ­χνη νά πα­ρα­δί­νη στή μνή­μη μας τή γε­νε­α­λο­γί­α της μέ σχέ­δι­ο ἀ­νά­λο­γο πρός ὑ­α­λο­πί­να­κα πού ἀ­πει­κο­νί­ζει τή γε­νε­α­λο­γί­α τοῦ Ἰ­εσ­σαί. Στό κά­τω κά­τω μέ­ρος, ἐ­κεῖ ὅπου ἡ θρη­σκεί­α ἐν­θρο­νί­ζει τόν Ἑ­βραῖ­ο γαι­ο­κτή­μο­να, πού ἀ­πό τά νε­φρά του φύ­τρω­σε τό δέν­τρο τῆς χρι­στι­α­νο­σύ­νης, ἡ Ἐ­πι­στή­μη θά μπο­ροῦ­σε πο­λύ σω­στά νά το­πο­θε­τή­ση τόν Ἀ­θη­ναῖ­ο, πού εἶ­ναι ὁ πνευ­μα­τι­κός πα­τέ­ρας τῶν πι­ό με­γά­λων γιῶν της. Κι οὔ­τε, ἄν χρει­ά­ζον­ταν ἐ­πι­γραμ­μα­τι­κές φρά­σεις καί κεί­με­να, θά ἦ­ταν εὔ­κο­λο νά πα­ρα­βλέ­ψω­με λό­γι­α πού, ἄν δέν εἶ­ναι δι­κά του, ἦ­ταν ἐμ­πνευ­σμέ­να ἀ­π’ αὐ­τόν. «Εἶ­μαι ἀ­πό ἐ­κείνους πού μέ εὐ­χα­ρί­στη­ση θά δέ­χον­ταν τόν ἔ­λεγ­χο, ἄν λέ­γω κά­τι πού δέν εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νό, καί πού μέ εὐ­χα­ρί­στη­ση πά­λι θά ἔ­λεγ­χαν τόν ἄλ­λον, ὅταν λέ­γη κά­τι πού δέν εἶ­ναι ἀ­λη­θι­νό, καί πού δέ θά δέ­χον­ταν μέ λι­γό­τε­ρη εὐ­χα­ρί­στη­ση τόν ἔ­λεγ­χο, για­τί τοῦ­το δῶ νο­μί­ζω ὅτι εἶ­ναι με­γα­λύ­τε­ρο ἀ­γα­θό, ὅσο πι­ό με­γά­λο ἀ­γα­θό εἶ­ναι νά ἀ­παλ­λα­γῆς ὁ ἴ­διος ἀ­πό τό με­γα­λύ­τε­ρο κα­κό πα­ρά νά ἀ­παλ­λά­ξης ἄλ­λον»[16]. Ἤ πά­λι: «Πα­ρα­κα­λῶ τό θε­ό νά κά­μη νά δι­α­σω­θοῦν τά λό­γι­ά μου, ὅσα εἰ­πώ­θη­καν σω­στά· κι ἄν κά­τι εἶ­πα, χω­ρίς νά τό θέ­λω, ὄ­χι σω­στό, νά μοῦ βά­λη τήν πρέ­που­σα τι­μω­ρί­α σέ ὅ­ποιον πλα­νι­έ­ται. Καί ἡ σω­στή τι­μω­ρί­α εἶ­ναι νά μέ δι­ορ­θώ­ση»[17]. Ἄν ὁ Σω­κρά­της δέν ἦ­ταν ὁ ἴ­διος ἐ­πι­στήμονας, ἤ­ξε­ρε τό πνεῦ­μα μέ τό ὁ­ποῖο ζῆ ἡ ἐ­πι­στή­μη.

Αὐ­τή τό­τε ἦ­ταν ἡ δεύ­τε­ρη ἐ­πί­δο­ση τόν πέμ­πτο αἰώνα στήν Ἀθήνα.

Εἶ­ναι δυ­σκο­λο­τε­ρο νά πε­ρι­γρά­ψω­με τήν τρί­τη ἐ­πί­δο­ση. Θά ἦ­ταν πα­ρα­πλα­νη­τι­κό νά τήν ὀ­νο­μά­σω­με ἠ­θι­κή ἐ­πί­δο­ση. Θά μπο­ρού­σα­με ἴ­σως νά τήν πού­με ζω­ο­γό­νη­ση τοῦ ἐν­δι­α­φέ­ρον­τος γιά τήν ἠ­θι­κή. Ὑ­πῆρ­χε στήν Ἀθήνα μί­α κί­νη­ση πού πο­λύ ἔ­μοι­α­ζε μέ τήν κί­νη­ση πού εἴ­χα­με στίς ἡ­μέ­ρες μας. Στή σύγ­χρο­νη Εὐ­ρώ­πη οἱ ἐ­πι­θέ­σεις πού ἔ­γι­ναν ἀ­πό τό κρι­τι­κό πνεῦ­μα ἐ­ναν­τί­ον τῶν γιά πο­λύ και­ρό ἀ­δι­α­φι­λο­νί­κη­των πα­ρα­δό­σε­ων τῆς θρη­σκεί­ας καί τῆς δι­α­γω­γῆς γέ­μι­σαν τήν ἀ­τμό­σφαι­ρα μέ συ­ζη­τή­σεις γι’ αὐ­τά τά πράγ­μα­τα. Ἡ ἠ­θι­κή πέ­ρα­σε ἔ­ξω ἀ­πό τή με­λέ­τη τοῦ φι­λο­σό­φου, τή θρη­σκεί­α τήν κή­ρυτ­ταν ἔ­ξω ἀ­πό τήν πε­ρι­ο­χή τῶν ἐκ­κλη­σι­ῶν. Οἱ μυ­θι­στο­ρι­ο­γρά­φοι καί οἱ δρα­μα­τουρ­γοί ἔ­γι­ναν κή­ρυ­κες· Οἱ ἐ­πι­στή­μο­νες μᾶς προ­μη­θεύ­ουν κα­θη­με­ρι­νῶς νέ­ες πί­στεις. Οἱ δη­μο­σι­ο­γρά­φοι τίς ἀν­τι­γρά­φουν οἱ ἐκ­δό­τες τίς ἐκ­δί­δουν σέ ἀ­κρι­βά ἐγ­χει­ρί­δι­α. Κά­τι ἀ­νά­λο­γο ἔ­γι­νε τόν πέμ­πτο αἰώνα πρό Χρι­στοῦ. Οἱ ἄν­θρω­ποι ἐν­δι­α­φέ­ρον­ταν βα­θι­ά γιά τήν ἠθική, ὅπως ἦ­ταν ὑ­πο­χρε­ω­μέ­νοι νά κά­μουν μέ τίς τό­τε συν­θῆ­κες. Για­τί στήν Ἀθήνα τό κα­θε­τί τό­τε τό ἔ­λεγ­χαν καί ἡ ἠθική ἡ ἴ­δια δέν ξέ­φυ­γε τόν ἔ­λεγ­χο. Ὅπως ὁ Σῶ καί ὁ Γου­έλ­λς προ­σβάλ­λουν τούς νό­μους μας γιά τό γά­μο, ἔ­τσι κι οἱ σο­φι­στές ἄ­νοι­γαν τρύ­πες στά ἰ­δε­ώ­δη τῆς παλι­ᾶς ἐ­πο­χῆς τῶν «Μ α ρ α θ ω ­ν ο ­ μ ά χ ω ν» καί τά συ­νέ­θλιβ­σν γιά νά βρο­ῦν ἔ­δα­φος γιά τίς ἀ­ρε­τές τους. Ἔ­τσι τά προ­βλή­μα­τα τῆς δι­α­γω­γῆς τά ἔ­φε­ραν μέ δύ­να­μη στό νο­ῦ τῶν ἀν­θρώ­πων.

Αὐ­τό δέ σή­μαι­νε ἀ­ναγ­κα­στι­κά ὅτι οἱ ἄν­θρω­ποι ἔ­γι­ναν κα­λύ­τε­ροι. Ἡ σκέ­ψη γύ­ρω στήν ἠθική συ­χνά ὑ­πο­κα­θι­στᾶ τήν πρά­ξη τῆς ἠ­θι­κῆς, καί φαί­νε­ται κα­τά κά­ποιο νό­μο τῆς φύ­σης μας νά ἐ­πι­τε­λῆ, ὅπως θά μπο­ροῦ­σε νά πῆ ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης, μι­ά κά­θαρ­ση τῆς ἀ­ρε­τῆς. Ὑ­πάρ­χει ἀ­κό­μη καί ἡ ὑ­πό­θε­ση, ὅτι, ὅταν οἱ ἄν­θρω­ποι μι­λοῦν πο­λύ γιά τό σω­στό, θά τό ἐ­φαρ­μό­ζουν λί­γο καί στήν πρά­ξη, καί εἶ­ναι βέ­βαι­ο ὅτι με­ρι­κοί ἄν­θρω­ποι στήν Ἀθήνα προ­σπα­θοῦ­σαν νά κά­νουν ὅ,τι ἐ­κή­ρυτ­ταν, καί νά πεί­θουν καί τούς ἄλ­λους νά κά­νουν τό ἴ­διο. Πρῶ­τος πρῶ­τος σ' αὐ­τό ἦ­ταν ὁ Σω­κρά­της. Μέ τόν ξη­ρό του τρό­πο μᾶς ἀ­φη­γεῖ­ται ὁ Ξε­νο­φῶν πῶς ὁ Σω­κρά­της «συ­ζη­τοῦ­σε πάν­τα γιά ὅσα ἀ­να­φέ­ρον­ται στόν ἄν­θρω­πο ἐ­ξε­τά­ζον­τας «τί εὐ­σε­βές, τί ἄ­σε­βες, τί κα­λόν, τί αἰ­σχρόν, τί δί­και­ον, τί ἄ­δι­κον, τί σω­φρο­σύ­νη, τί μα­νί­α, τί ἀνδρεί­α, τί δει­λί­α, τί πό­λις, τί πο­λι­τι­κός, τί ἀρχή ἀνθρώπων, τί ἀρ­χι­κός ἀνθρώπων» καί ὅσα ἄλ­λα ἐ­νό­μι­ζε ὅτι ὅσους τά ξέ­ρουν τούς κά­νουν κα­λούς κ' ά­γαθούς, κι ὅσους δέν τά ξέ­ρουν ὅτι σω­στό εἶ­ναι νά τούς ὀ­νο­μά­ζουν ἀν­δρά­πο­δα»[18]. Ὁ Πλά­των, μέ πε­ρισ­σό­τε­ρη γρα­φι­κό­τη­τα, βά­ζει τό δά­σκα­λό του νά δι­α­κη­ρύσ­ση ὁ ἴ­διος τήν ἀ­πο­στο­λή του. «Ὅ­σο ἀ­να­πνέ­ω, ἄν­τρες Ἀ­θη­ναῖ­οι, καί ἔ­χω δύ­να­μη, πο­τέ δέ θά πά­ψω νά φι­λο­σο­φῶ πα­ρο­τρύ­νον­τας καί συμ­βου­λεύ­ον­τας ὅ­ποιον βρί­σκω μπρο­στά μου, καί λέ­γον­τάς του κα­τά τή συ­νή­θει­ά μου: ἄ­κου­σε, ἄ­ρι­στε ἄν­θρω­πε· εἶ­σαι Ἀ­θη­ναῖ­ος, πο­λί­της τῆς πι­ό με­γά­λης πο­λι­τεί­ας, αὐ­τῆς πού ἔ­χει τή με­γα­λύ­τε­ρη φή­μη γιά τή δύ­να­μη καί τή σοφί­α της· δέ ντρέ­πε­σαι λοι­πόν νά φρον­τί­ζης πῶς θά μα­ζέ­ψης τά πι­ό πολ­λά πλού­τη καί δό­ξα καί τι­μές, καί νά μήν νοι­ά­ζε­σαι οὔ­τε νά φρον­τί­ζης γιά τή σο­φί­α καί τήν ἀ­λή­θει­α καί γιά τήν ψυ­χή σου, πῶς θά τήν κά­νης ὅλο καί πι­ό κα­λή; Αὐ­τά θά τά ἐ­πα­ναλά­βω σέ ὅ­ποιον συ­ναν­τή­σω, καί νέ­ο καί γέ­ρο, καί συμ­πο­λί­τη καί ξέ­νο, ἀλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρο στούς συμ­πο­λί­τες, για­τί μου εἴσα­στε πι­ό δι­κοί μου. Για­τί, νά ξέ­ρε­τε κα­λά, αὐ­τά μέ προ­στά­ζει ὁ θε­ός. Καί πι­στεύ­ω ἐ­γώ ὅτι πο­τέ δέν ἔ­γι­νε με­γα­λύ­τε­ρο κα­λό στήν πό­λη μας ἀ­πό τή δι­κή μου ὑ­πη­ρε­σί­α πρός τό θε­ό. Για­τί ἐγώ δέν κά­νω ἄλ­λο ἀ­πό τό νά τρι­γυ­ρί­ζω τήν πό­λη καί νά προ­σπα­θῶ νά σᾶς πεί­σω καί νέ­ους καί γέ­ρους νά μή φρον­τί­ζε­τε γιά τό σῶ­μα σας μή­τε γιά τήν πε­ρι­ου­σί­α σας πρῶ­τα, οὔ­τε τό­σο πο­λύ, ἄλ­λα νά φρον­τί­ζε­τε πρῶ­τα γιά τήν ψυ­χή σας, πῶς θά γί­νη ὅσο τό δυ­να­τό ἄ­ρι­στη. Ἐ­γώ εἶ­μαι σάν ἀ­λο­γό­μυ­γα προ­σκολλη­μέ­νος ἀ­πό τό θε­ό στήν πό­λη, πού ἀ­πό τό πρω­ί ὡς τό βρά­δυ σέ ὅλα τά μέ­ρη δέν παύ­ω νά σᾶς προ­τρέ­πω, νά σᾶς πεί­θω, ν­ά σᾶς μαλ­λώ­νω»[19].

Ἡ ἀ­πο­στο­λή του εἶναι ἡ ἀ­πο­στο­λή τοῦ Ἑ­βραί­ου προ­φή­τη: ὁ Σω­κρά­της θέ­λει νά πεί­ση τό λα­ό του γιά τήν ἁ­μαρ­τί­α του. Ἀλ­λά ὑ­πάρ­χει κά­τι στή μέ­θο­δό του πού δέν τό βρί­σκο­με στόν Ἠ­σα­ΐα καί τούς ὁ­μο­τί­μους του. Ὁ Σω­κρά­της δέ γε­μί­ζει τήν Ἀθήνα μέ κα­ταγ­γε­λί­ες τοῦ κα­κοῦ, οὔ­τε βρον­τᾶ ἐ­ναν­τί­ον ἑ­νός ἔ­νο­χου λα­ο­ῦ, οὔ­τε ἀ­γω­νί­ζε­ται, οὔ­τε φω­νά­ζει, οὔτε γε­μί­ζει τούς δρό­μους τῆς πα­τρί­δας του μέ τή λα­κω­νι­κή προ­ει­δο­ποί­η­ση ὅτι σέ σα­ράν­τα μέ­ρες θά κα­τα­τρο­πω­θῆ ἡ Ἀθήνα. Ἀ­πει­λές καί τρό­μος δέν ὑ­πῆρ­χαν στή δι­κή του τή μέ­θο­δο. Συ­νι­στο­ῦ­σε ἀν­τί­θε­τα ἥ­συ­χα στούς ἀ­κρο­α­τές του ἕ­να πα­λιό Ἑλ­λη­νι­κό γνω­μι­κό: γνῶ­θι σαυ­τόν. Νά γνω­ρί­ση κα­νείς τόν ἑ­αυ­τό του, τίς δυ­νά­μεις του καί τά ὅρι­ά του, νά γνω­ρί­ζη σέ πό­σο βαθ­μό αὐ­τός ὁ ἴδι­ος ἱ­κα­νο­ποι­εῖ­ται πραγ­μα­τι­κά μέ χρή­μα­τα, ἤ δό­ξα, ἤ δύ­να­μη, νά ξέ­ρη τά πράγ­μα­τα πού ἀ­νή­κουν στήν ἡ­συ­χί­α τοῦ ἑ­αυ­το­ῦ του­—­αὐ­τή ἦ­ταν ἡ ἀ­δι­ά­κο­πη συμ­βου­λή του. Λό­γος, κοι­νός νοῦς, κοί­ταγ­μα τῶν πραγ­μά­των κα­τά προ­σω­πο­—­μέ αὐ­τό (σκε­φτό­ταν) μπο­ροῦ­σε νά σω­θῆ ὁ κό­σμος. Ἔ­τσι κά­θε μέ­ρα «πρω­ί πρω­ί[20] τόν ἔ­βρι­σκες στούς «πε­ρι­πά­τους καί τά γυ­μνά­σι­α» καί τήν ἀ­γο­ρά «νά ἐ­ρω­τᾶ καί νά ἀ­παν­τᾶ σέ ἐ­ρώ­τη­σεις», μέ τήν ἁ­πλή πί­στη ὅτι τε­λι­κά τό «ἄ­λο­γον» εἶναι πι­ό ἀ­δύ­να­το ἀ­πό «τόν λό­γον», ἡ πρό­λη­ψη ἀ­πό τήν ἀ­λή­θει­α.

Ἐ­δῶ λοι­πόν ἔ­χο­με τό γά­μο τῆς σκέ­ψης μέ τήν ἠθική, τῆς σο­φί­ας μέ τήν ἀρετή, πού τό­σο χα­ρα­κτη­ρί­ζει τήν Ἑλ­λά­δα καί πού, ἀ­πό ὅλα της μά­λι­στα τά φαι­νό­με­να, εἶ­ναι ἴσως τό πι­ό πα­ρά­ξε­νο γιά μᾶς. Αἰ­σθά­νε­ται ὁ Ἀγ­γλος λο­γι­κή ἀ­γά­πη γιά τήν κα­λο­σύ­νη, δέν εἶναι ὅμως ἡ ἀγάπη πού γι' αὐ­τήν ὁ Εὐ­ρι­πί­δης ἔ­γρα­φε:

«τᾷ Σο­φίᾳ πα­ρέ­δρους πέμ­πειν Ἔ­ρω­τας,
παν­τοί­ας ἀ­ρε­τάς ξυ­νερ­γούς
» [21]

(Νά στέλ­νη στή Σο­φί­α συμ­πα­ρα­στά­τες
Ἔ­ρω­τες, βο­η­θούς σέ κά­θε ἀρετή).

Τί θαυ­μά­σι­α φρά­ση, ἀλ­λά καί πό­σο ξέ­νη ἀ­πό τους δι­κούς μας τρό­πους αἰ­σθή­μα­τος! Ση­μεί­ω­σε τά τρί­α στοι­χεῖ­α τά ἀ­ξεδι­ά­λυ­τα συ­νυ­φα­σμέ­να­—­σο­φί­α, ἀ­ρε­τή, ἔ­ρω­ς—­τήν ἀ­ρε­τή νά πηγά­ζη ἀ­πό τή σο­φί­α καί νά δι­ε­γεί­ρη τή γε­μά­τη πά­θος ἐ­πι­θυ­μί­α μέ τήν ὀ­μορ­φιά της. Ἡ ἀ­ρε­τή μας δέν εἶ­ναι τέ­τοιου εἴ­δους. Πη­γά­ζει μέ ποι­κί­λους τρό­πους ἀ­πό τήν εὐ­συ­νει­δη­σί­α, ἀ­πό τό σε­βα­σμό, ἀ­πό Που­ρι­τα­νι­κό ἔν­στι­κτο νά νε­κρώ­σουν τή σάρ­κα. Ἀλ­λά δέν εἶναι «κα­θι­σμέ­νη δί­πλα στή σο­φί­α»· ἤ ὅπου εἶ­ναι κα­θι­σμέ­νη δί­πλα στή σο­φί­α, ὅπως σέ ἀν­θρώ­πους σάν τόν Τζών Στού­αρτ Μίλλ, τό­τε μα­ζί της βρί­σκε­ται κά­τι τό ἄ­χα­ρο, πού δέ δι­ε­γεί­ρει κα­θό­λου τόν γε­μά­το πά­θος ἔ­ρω­τα γιά τόν ὁ­ποῖο ἔ­γρα­ψεν ὁ Εὐ­ρι­πί­δης: Εἶ­ναι μό­νο «νε­κρό σῶ­μα τῆς εὐ­σέ­βει­ας μέ λί­γο ἀ­πό τήν ὀ­μορ­φιά της, ἀλ­λά μέ τήν πε­ρισ­σό­τε­ρη οὐ­σί­α της»[22]. Μᾶς κι­νεῖ πρός τή φιλία, ὄχι πρός τόν ἔρωτα. Ἴσως μό­νο κα­τά τήν ἐ­πο­χή πού ἡ Ἀγ­γλι­κή σκέ­ψη ἀ­πο­χω­ρί­στη­κε ἀ­πό τή Ρώ­μη καί ξα­νά­χτι­ζε τή θε­ο­λο­γί­α, καί χαι­ρό­ταν τή δύ­να­μη τῆς νέ­ας ἀ­λή­θει­ας πού βρῆ­καν, ἴ­σως μό­νο τό­τε βρί­σκο­με ὅτι ὁ λό­γος ἦ­ταν ἀ­ξι­α­γά­πη­τος, ἐ­πει­δή ὁ­δη­γοῦ­σε στήν ἀ­ρε­τή, καί ὅτι ἡ ἀρετή ἦ­ταν σω­στή, ἐ­πει­δή ἦ­ταν ἔλ­λο­γη, καί ὡ­ραί­α καί γιά τή λο­γι­κό­τη­τά της καί γιά τόν ἴ­διο τόν ἑαυτό της. «Ὁ σκο­πός, λοι­πόν, τῆς μά­θη­σης εἶναι νά ἐ­πισκευ­ά­σω­με τά ἐ­ρεί­πι­α τῶν πρώ­των μας γο­νέ­ων ξα­να­κερ­δί­ζον­τας σω­στά τή γνώ­ση γιά τό θε­ό, κι ἐ­κτός ἀ­πό αὐ­τή τή γνώ­ση νά τόν ἀ­γα­ποῦ­με, νά τόν μι­μού­μα­στε, νά τοῦ μοιά­ζωμε, ὅσο μπο­ροῦ­με ἀ­πό πι­ό κον­τά, νά κα­τα­κτοῦ­με τίς ψυ­χές μας μέ ἀ­λη­θι­νή ἀρετή». Καί πά­λι:

«Πό­σο γο­η­τευ­τι­κή εἶν’ ἡ θεί­α φι­λο­σο­φί­α!
Τρα­χιά, στυ­φή, οἱ τρε­λοί, οἱ ἠ­λί­θι­οι τή νο­μί­ζουν.
Αὐ­τή εἶναι μου­σι­κή σάν ἀ­πολ­λώ­νι­α λύ­ρα,
συμ­πό­σι­ο ἀ­δι­ά­κο­πο ἀ­πό γλύ­κες ὅλο νέ­κταρ
» [23].

Σ’ αὐ­τά τά χω­ρί­α βρί­σκε­ται τό ἀ­λη­θι­νό Ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα. Ἀλλά τό ἔ­σβη­σε καί ἡ παι­δεί­α μας καί ἡ φι­λο­σο­φί­α μας: καί ὥ­σπου νά ξα­να­γυ­ρί­ση, οὔ­τε ἡ παι­δεί­α μας οὔ­τε ἡ φι­λο­σο­φί­α μας θά φτά­σουν τά ὕ­ψη ὅπου εἶναι ἡ θέ­ση πού τούς ται­ριά­ζει νά κά­νουν τόν πε­ρί­πα­τό τους.

Ἄς στα­μα­τή­σω­με ἐ­δῶ γιά λί­γο, νά ρί­ξω­με τό βλέμ­μα μας σέ ἕ­να δεῖγ­μα τῆς ἀ­νά­πτυ­ξης τοῦ πέμ­πτου αἰώνα, σέ ἕ­να «σύγ­χρο­νο» ἄν­θρω­πο. Τό πα­ρά­δειγ­μά μας δέν εἶ­ναι ὁ Σω­κρά­της, πού εἶ­ναι μο­να­δι­κός σχε­δόν γιά τήν ἐκ­κεν­τρι­κό­τη­τά του. Εἶ­ναι ὁ συγ­γρα­φέ­ας τῶν στί­χων πού μό­λις πρίν πα­ρα­θέ­σα­με.

Με­λέ­τη­σε τίς ὀ­νο­μα­στι­κές πε­ποι­θή­σεις τῆς κοι­νω­νί­ας μέ­σα στήν ὁ­ποία γεν­νή­θη­κε, τίς πε­ποι­θή­σεις πού κλη­ρο­νό­μη­σε ἀ­πό τή γέν­νη­σή του ὡς δι­και­ώ­μα­τα. Με­λέ­τη­σε τή Βί­βλο του, τήν πα­ρα­δο­μέ­νη μυ­θο­λο­γί­α. Τοῦ δί­δα­ξε ὅτι ὑ­πῆρ­χαν πολ­λοί θε­οί, ἀρ­σε­νι­κοί καί θη­λυ­κοί, καί ὅτι μό­νο ἕ­νας ἀπ’ αὐ­τούς (μι­ά θε­ά) δέν εἶχε νό­θα παι­διά· ἡ θε­ά αὐτή εἶ­χε ἕ­να βω­μό πά­νω στόν ὁ­ποῖο θυ­σί­α­ζαν ἀν­θρω­πι­νά ὄν­τα. Ὁ Δί­ας πλά­νευ­ε τίς γυ­ναῖ­κες καί τίς θυ­γα­τέ­ρες ἀν­θρώ­πων, κι ἡ δι­κή του γυ­ναί­κα πα­ρη­γο­ρι­ό­ταν βα­σα­νί­ζον­τας αὐ­τές τίς γυ­ναῖ­κες καί τά παι­διά τους· ἡ Ἀ­φρο­δί­τη τι­μω­ροῦ­σε τήν ὑ­περ­βο­λι­κή ἁ­γνό­τη­τα, ἡ Ἀρ­τέ­μι­δα τήν ἐ­πλή- ρω­νε κα­τα­δι­ώ­κον­τας τίς εὐ­νο­ού­με­νές της. Οἱ ἀν­θρώ­πι­νοι ἥ­ρω­ες αὐ­τῆς τῆς Βί­βλου μό­λις πού ἦταν λι­γό­τε­ρο ἀ­κη­λί­δω­τοι κι ἄς ἔ­φερ­ναν ὀ­νό­μα­τα σάν τοῦ­τα ἐ­δῶ: Ἀ­γα­μέ­μνο­νας, Ἑ­λέ­νη, Με­νέ­λα­ος, Ὀ­δυσ­σέ­ας, κι ἄς τούς εἶ­χαν ὑ­μνή­σει οἱ ποι­η­τές τῆς χώ­ρας του. Ἡ Ἑ­λέ­νη, ἀφοῦ ἄ­φη­σε τόν ἄν­τρα της κι ἔ­φυ­γε μα­κρι­ά μέ ἕ­ναν ξέ­νο, δέ­χτη­κε νά σκο­τώ­νων­ται γι’ αὐ­τήν χι­λιά­δες ἄν­θρω­ποι μέ­σα στήν κα­τα­στρε­πτι­κή ἀ­θλι­ό­τη­τα τοῦ δε­κά­χρο­νου πο­λέ­μου. Ὁ Ἀ­γα­μέ­μνο­νας, γιά νά εὐ­ο­δω­θῆ ἡ ἐκ­στρα­τεί­α του γιά τήν ἐ­πα­να­φο­ρά αὐ­τῆς τῆς γυ­ναί­κας, τῆς ἀ­κό­λα­στης συ­ζύ­γου τοῦ ἀ­δελ­φο­ῦ του, πῆ­ρε μέ δό­λο τήν κό­ρη του, ὅταν ἔ­φευ­γε ἀ­πό τό σπί­τι του, δι­α­κη­ρύσ­σον­τας ὅτι ἐ­πι­θυ­μεῖ νά τήν παντρέ­ψη μέ τόν Ἀ­χιλ­λέ­α, καί ὕ­στε­ρα τή θυ­σί­α­σε σέ μι­ά θε­ά· ἅρ­πα­ξε ἀ­πό τόν κα­λύ­τε­ρο σύμ­μα­χό του μι­ά σκλά­βα κό­ρη πού τήν ἐ­ποφθαλ­μι­οῦ­σε γιά παλ­λα­κί­δα του, καί μέ τήν προ­σβο­λή πού τοῦ ἔ­κα­με πα­ρά λί­γο νά κα­τα­στρέ­ψη τό στρα­τό του· στό τέ­λος πρό­σβα­λε βα­ρι­ά τά αἰ­σθή­μα­τα τῆς γυ­ναί­κας του μέ τό νά φέρ­νη μα­ζί του στό σπί­τι του, μέ­σα στό ἅρ­μα του, δεύ­τε­ρη σύ­νευ­νο[24].

Ὁ Ὅμηρος ὅμως δέν ἔ­βλε­πε ἀ­δυ­να­μί­α σ’ αὐ­τούς τούς θε­ούς καί τούς ἀν­θρώ­πους, μό­νο λά­τρευ­ε τούς πρώ­τους καί ὑ­μνοῦ­σε τούς ἄλ­λους, μέ ὅ­λη τήν κα­λή πί­στη, τι­μών­τας τό Δί­α σάν «ἀ­νώ­τα­το κυ­βερ­νή­τη» καί τόν Ἀ­γα­μέ­μνο­να σάν «ἄ­να­κτα ἄν­δρων» Ὁ Εὐ­ρι­πί­δης τό βρῆ­κε δύ­σκο­λο νά τόν ἀ­κο­λου­θή­ση.

Ὅ­μοι­α δύ­σκο­λο βρῆ­κε, μέ τό ὀ­ξύ, τό κρι­τι­κό μυα­λό του, νά ἀ­κο­λου­θή­ση ἄλ­λες ἱ­στο­ρί­ες πού οἱ προ­γε­νέ­στε­ροί του τίς δέ­χτη­καν. Ὅταν ὁ Ὀ­ρέ­στης σκό­τω­σε τή μη­τέ­ρα του, ὁ Αἰ­σχύ­λος πί­στευ­ε ὅτι ὁ τό­πος γέ­μι­σε μέ γυ­ναῖ­κες, φι­δο­πλό­κα­μες, πού κυ­νη­γοῦ­σαν τό φο­νιά, φω­νά­ζον­τας, ὅταν μυ­ρί­ζον­ταν αἷ­μα· καί ὅτι τίς γυ­ναῖ­κες αὐ­τές τίς ἔ­βλε­παν καί ὅσοι ἦ­ταν ἐκεῖ. Μπρο­στά στό κρι­τι­κό μά­τι τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη ἡ ἱ­στο­ρί­α αὐ­τή ἔ­γι­νε κομ­μά­τια.

Εἶναι ἀ­λή­θει­α ὅτι στήν Ἰ­φι­γέ­νει­α ὁ Ὀ­ρέ­στης ὑ­πο­θέ­τει ὅτι τόν κυ­νη­γοῦν αὐ­τά τά πλά­σμα­τα. Ἀλ­λά τά πλά­σμα­τα αὐτά δέν πα­ρου­σι­ά­ζον­ται στή σκη­νή καί κα­νείς ἄλ­λος δέν τά β­λέπει οὔ­τε μι­λᾶ γι’ αὐ­τά. Ἕνας χω­ρι­κός πε­ρι­γρά­φει πῶς πα­ρα­κο­λού­θη­σε τόν Ὀρέστη νά πα­λεύ­η μέ κά­τι πού ἐ­κεῖ­νος τό ὀ­νό­μα­ζε Ἐ­ρινύ­ες. Ὁ ἴ­διος ὁ ἀ­γρό­της δέν εἶ­δε τέ­τοια πράγ­μα­τα, εἶ­δε μό­νο τόν Ὀ­ρέ­στη νά σκο­τώ­νη κά­τι ἀ­γε­λά­δες καί νά κα­λῆ τόν κό­σμο γιά μάρ­τυ­ρα ὅτι θα­να­τώ­νει τούς ἐ­χθρούς του[25]. Δί­χως ἀμ­φιβο­λί­α, σάν τόν Αἴ­αν­τα σέ προ­γε­νέ­στε­ρη πε­ρί­πτω­ση, ὁ Ὀ­ρέ­στης ἐ­κεί­νη τή στιγ­μή ἦ­ταν ἔ­ξω φρε­νῶν.

Ἤ­ξε­ρε ὁ Εὐ­ρι­πί­δης ὅτι τά παι­διά πού σκό­τω­σαν τή μη­τέ­ρα τους δέν τά ἐ­πι­σκέ­πτον­ται γυ­ναῖ­κες μέ φί­δια στήν κό­μη τους, ἀλ­λά ἤ­ξε­ρε καί τοῦ­το: ὅτι ἡ μη­τρο­κτο­νί­α τι­μω­ρι­έ­ται. Μᾶς δεί­χνει στόν Ὀ­ρέ­στη μέ τί τι­μω­ρί­α. Ὅταν ἀρ­χί­ζη τό ἔρ­γο, ὁ Ὀ­ρέ­στης πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ξα­πλω­μέ­νος στό κρεβ­βά­τι, χλω­μός καί ἀ­δύ­να­τος, μέ ἀ­φρούς στά χεί­λη, μέ τή μα­κρι­ά του κό­μη σέ ἀ­κατα­στα­σί­α· ἡ ἀ­δελ­φή του τόν προ­σέ­χει. Δέ θέ­λει νά φά­γη: δέ θέ­λει νά πλυ­θῆ: σφίγ­γε­ται ἄ­τα­κτα μέ τά σκε­πά­σμα­τά του καί βα­ρι­α­να­στε­νά­ζει. Ἀ­πό ὥ­ρα σέ ὥ­ρα βλέ­πει στόν ἀ­έ­ρα σκυ­λό­μορ­φα ὄν­τα νά τόν ἀ­πει­λοῦν, τι­νά­ζε­ται, φαν­τά­ζε­ται πώς θά τά σκο­τώ­ση, καί κά­νει κι­νή­σεις ὅτι τεν­τώ­νει τή σφεν­δό­νη καί τι­νά­ζει τό βέ­λος. Αὐ­τοί πού τόν προ­σέ­χουν τόν κρα­τοῦν γε­ρά στό κρεβ­βά­τι, ὥ­σπου νά πε­ρά­ση ὁ πα­ρο­ξυ­σμός. Τό­τε συ­νέρ­χε­ται καί ξα­πλω­μέ­νος ἐ­κεῖ φω­νά­ζει ἀ­πελ­πι­σμέ­να καί «ἔμφρων δακρύ­ει»—σέ κα­τά­στα­ση πι­ό κου­ρα­στι­κή γιά τήν τρο­φό του ἀ­πό τή μα­νί­α του. Σκέ­ψου τή φρί­κη αὐ­τῆς τῆς σκη­νῆς. Καί βά­στα­ξε αὐ­τό πέν­τε μέ­ρες[26]. Ἔ­τσι τό παι­δί τοῦ αἰώνα τοῦ Λό­γου με­λέ­τη­σε τήν ποι­νή τοῦ μη­τρο­κτό­νου. Ἦταν μι­ά νευ­ρι­κή δι­α­νο­η­τι­κή ἀ­να­τα­ρα­χή. Ἦ­ταν, σέ χει­ρό­τε­ρη μορ­φή, ἡ τι­μω­ρί­α τῆς Λαί­δης Μάκ­βεθ.

Πά­ρε ἄλ­λο πα­ρά­δειγ­μα. Ἡ μυ­θι­κή πα­ρά­δο­ση ἔ­λε­γε πώς ἡ Ἑ­λέ­νη πα­ρά­τη­σε τόν Ἕλ­λη­να σύ­ζυ­γό της, γιά νά γί­νη γυ­ναί­κα τοῦ Πά­ρη, καί πώς οἱ Ἕλληνες τόν ἀ­κο­λού­θη­σαν στην Τροί­α, καί τήν κυ­ρί­ε­ψαν, καί πώς ἔ­γι­νε πά­λι ἡ Ἑ­λέ­νη γυ­ναί­κα τοῦ Με­νέ­λα­ου. Ἱ­στο­ρί­α πού φέρ­νει σέ ἀ­μη­χα­νί­α, ἄν θέ­λο­υ­με νά τήν ἐ­λέγ­ξω­με, καί νά ρω­τή­σω­με ἀ­πό κον­τά τί λο­γῆς γυ­ναί­κα θά ἔ­τρε­πε νά εἶ­ναι γιά νά ἐ­νερ­γή­ση ἔ­τσι. Ὁ ἴ­διος ὁ Ὅμηρος ἔ­νι­ω­σε τή δυ­σκο­λί­α, καί ἡ Ἑ­λέ­νη του δέ­χε­ται τό σφάλ­μα της. Εἶναι «κυ­νῶ­πις», ἀ­ναί­σχυν­τη σά σκύ­λα. Γε­νι­κά ὅμως γιά τόν Ὅμηρο εἶ­ναι ἡ δῖα γυναι­κῶν, ἡ ἐ­ξαί­ρε­τη γυναίκα, μέ τούς ἄ­σπρους βρα­χί­ο­νες καί τό κυ­μα­τι­στό ἱ­μά­τι­ο, πού ἡ ὀ­μορ­φιά της κά­νει ἀ­κό­μη καί τούς Τρω­α­δί­τες νά σκέ­φτων­ται ὅτι ἄ­ξι­ζε τό δε­κά­χρο­νο πό­λε­μο. Ὁ Εὐ­ρι­πί­δης εἶναι πι­ό δι­ε­ρευ­νη­τι­κός στήν ἀ­νά­λυ­σή του γιά τή φύ­ση αὐ­τῆς τῆς γυ­ναί­κας πού ἐγ­κατά­λει­ψε σπί­τι καί κό­ρη γιά ἕ­να ξέ­νο. Γι’ αὐ­τόν ἡ Ἑ­λέ­νη εἶναι οὐ­σι­α­στι­κά ἡ μα­ται­ό­δο­ξη, ἡ γε­μά­τη ἰ­δι­ο­τέ­λει­α, ἡ γυναίκα πού τῆς ἀ­ρέ­σει ἡ πο­λυ­τέ­λει­α, καί δέ λυ­πᾶ­ται κό­πους νά κά­μη φανε­ρή τή σκέ­ψη του.

Ὁ ὄ­μορ­φος Πά­ρης τήν γο­ή­τε­ψε, καί τό πλού­σι­ο ἀ­να­το­λί­τι­κο ντύ­σι­μό του· ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο τήν καρ­διά της τήν κέρ­δι­σαν ἀ­σή­μαν­τες μα­ται­ο­δο­ξί­ες·—τό χρυ­σό πε­ρι­λαί­μι­ο τοῦ Πάρη, οἱ πλα­τιές ἀ­να­το­λί­τι­κες πε­ρι­σκε­λί­δες του. Ἡ φαν­τα­σί­α της μα­γεύ­τη­κε. Καί τό­τε το Ἄρ­γος τῆς φά­νη­κε μι­ά φτω­χή Ἑλ­λη­νι­κή πό­λη. Ἡ Τροί­α τῆς πρό­σφε­ρε τά μυ­θι­κά πλού­τη καί τίς πο­λυ­δά­πα­νες ἀ­πο­λαύ­σεις τῆς Ἀ­να­το­λῆς:

«Σπάρ­της δ’ ἁ­παλ­λα­χθεῖ­σα τήν Φρυ­γῶν πό­λιν
χρυ­σῷ ρέ­ου­σαν ἤλ­πι­σας κα­τα­κλύ­σειν
δα­πά­ναι­σιν οὐδ’ ἦν ἱ­κα­νά σοι τά Με­νέ­λε­ω
μέ­λα­θρα ταῖς σα­ῖς ἐγ­κα­θυ­βρί­ζειν τρυ­φαῖς
» [27].

Ἔ­τσι πα­ρά­τη­σε τήν πα­τρί­δα της. Κι ὅταν ἔ­φτα­σε στήν Τροί­α, ἔ­δει­ξε ὅτι ἦ­ταν ἡ τέ­λει­α φι­λά­ρε­σκη, πού ἐ­χλεύ­α­ζε τόν Πά­ρη κά­θε φο­ρά πού οἱ Ἕλληνες κέρ­δι­ζαν στή μά­χη, καί ἔ­τσι ἐ­ξε­ρέ­θι­ζε τήν ἀ­γά­πη του. Ἀ­γα­ποῦ­σε τήν πε­ρί­τε­χνη ἁ­βρο­φρο­σύ­νη, τίς γο­νυ­κλι­σί­ες καί τόν ἀ­να­το­λί­τι­κο χαι­ρε­τι­σμό, πού τό­σο προ­σβλη­τι­κά καί τό­σο γε­λοῖ­α ἦ­ταν γιά τό Ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα. Καί ὅταν ἦρ­θε τό τέ­λος καί ἔ­πε­σε ἡ Τροί­α καί σκο­τώ­θη­κε ὁ Πά­ρης, ντύ­θη­κε μέ λαμ­πρό­τη­τα­—­δέν της ἔ­λει­ψε πο­τέ ἡ μαται­ο­δο­ξί­α—καί βγῆ­κε νά προϋ­παν­τή­ση τούς Ἕλ­λη­νες[28].

Γυ­ρί­ζον­τας σι­ό Ἄρ­γος, με­σό­κο­πη πιά, ἡ ἴ­δια ἦ­ταν: ἔστι δ’ ἡ πάλαιγυνή. Τά ἐν­δι­α­φέ­ρον­τά της εἶναι τά ἐν­δύ­μα­τα, Οἱ κα­θρέ­φτες, καί τά ρι­πί­δια: ἔ­φε­ρεν ἕ­ναν Φρύ­γα εὐ­νο­ῦ­χο ἀ­πό τήν Τροί­α νά τήν ὑ­πη­ρέ­τη, καί οἱ ἀ­κό­λου­θές της ἔ­χουν εἰ­δι­κό­τη­τα στά ἀ­ρώ­μα­τα καί στά κα­θρε­φτί­σμα­τα. Ἀ­κό­μη καί ὅταν ἡ εὐ­πρέ­πει­α τοῦ πέν­θους ἐ­πι­βάλ­λει νά κό­ψη τήν κό­μη της, δέ θά χα­λά­ση τήν κα­λή της ἐμ­φά­νι­ση· μό­νο τίς ἄ­κρες τῶν μαλ­λιῶν της θά ψα­λι­δί­ση. Ἔ­τσι εἶ­δε τήν Ἑ­λέ­νη ὁ αἰώνας τοῦ Λό­γου.

Τό ἴ­διο καί γιά τόν πό­λε­μο πού αἰ­τί­α του στά­θη­κε ἡ Ἑ­λέ­νη. Γιά τόν Ὅμηρο ὁ πό­λε­μος ἦ­ταν ὑ­πέ­ρο­χος. Οἱ ἥ­ρω­ές του βρῆ­καν σ’ αὐ­τόν τήν ἐ­παγ­γελ­μα­τι­κή τους κλί­ση καί τά κα­κά του τά ξε­περ­νο­ῦσε ἡ με­γα­λό­πρε­πη ἀν­τρεία τους καί ὁ ἀ­ριθ­μός τῶν ἀν­θρώ­πων πού ἦ­ταν ἱ­κα­νοί νά σκο­τώ­σουν. Ἀλ­λι­ῶς τά σκέ­φτη­κε ὁ Εὐ­ρι­πί­δης, ὅπως δεί­χνει ἡ ὑ­πό­θε­ση μί­ας τρα­γῳ­δί­ας του.

Μι­ά πό­λη κυ­ρι­εύ­τη­κε: Οἱ ἄν­τρες πού ἦ­ταν μέ­σα σκο­τώ­θη­καν, καί οἱ γυ­ναῖ­κες πού πε­ρι­μέ­νουν νά τίς βά­λουν στά πλοῖ­α γιά τή δου­λεί­α λέ­νε ὅ,τι αἰ­σθά­νον­ται, καί συ­ζη­τοῦν γιά τό μέλ­λον τους. Οἱ χα­ρα­κτῆ­ρες πού μι­λοῦν εἶναι προ­σε­κτι­κά δι­α­λεγ­μέ­νοι γιά τήν ἀ­νο­μοι­ό­τη­τα πού ἔ­χουν, κι ἔ­τσι θά μπορέ­σω­με νά δοῦ­με τή σκη­νή μέ λογῆς μά­τια καί μέ ποι­κί­λο φω­τι­σμό. Εἶναι οἱ ἁ­πλές γυ­ναῖ­κες, πού τό πα­ρά­πο­νό τους εἶναι ἕ­νας μι­σο-ζω­ώ­δι­κος πό­νος για­τί χά­θη­καν οἱ ἀ­νέ­σεις καί για­τί δι­α­λύ­θη­καν οἱ εὐ­τυ­χι­σμέ­νες ἑ­στίες τους. Εἶ­ναι ἡ γυναίκα τοῦ βα­σι­λιᾶ τῆς Τροί­ας. Εἶναι γρι­ά, τά θερ­μά της αἰ­σθή­μα­τα ἔ­χουν σβή­σει, καί οἱ βα­θύ­τε­ρες ἀν­θρώ­πι­νες συμ­πά­θει­ές της ἔ­χουν πε­θά­νει, ὡς ἕ­να μέ­ρος ἐ­πει­δή εἶναι γρι­ά, ὡς ἕ­να μέ­ρος ἀ­πό τήν πομ­πι­κή καί τε­λε­τουρ­γι­κή ζω­ή τῆς βα­σι­λεί­ας, σέ ση­μεῖ­ο πού ὅ,τι πε­ρισ­σό­τε­ρο αἰ­σθά­νε­ται εἶναι ἡ πί­κρα, για­τί χά­θη­κε τό βα­σί­λει­ο, καί ἡ κα­τα­στρο­φή τῆς δυ­να­στεί­ας. Εἶ­ναι ἡ νύ­φη της, πού ἡ εὐ­τυ­χι­σμέ­νη συ­ζυ­γι­κή της ζω­ή ἔ­σπα­σε μέ τό θά­να­το τοῦ ἀν­τρός της, καί πρέ­πει τώ­ρα νά τήν δι­α­δε­χτῆ μι­ά ζω­ή σκλά­βας, παλ­λα­κί­δας τοῦ γιοῦ ἐ­κεί­νου πού σκό­τω­σε τόν ἄν­τρα της. Εἶ­ναι μι­ά προ­φή­τισ­σα πού βλέ­πει τήν κα­τα­στρο­φή μέ πλα­τύ­τε­ρο μά­τι, ὅπως ται­ριά­ζει στόν ὑ­πη­ρέ­τη τοῦ οὐ­ρα­νοῦ. Εἶ­ναι ἕ­νας ἀ­πό τό στρα­τό τῶν νι­κη­τῶν, πού λυ­πᾶ­ται τούς νι­κη­μέ­νους, ἀλ­λά κά­νει στό τέ­λος ὅ,τι οἱ ἀ­νώ­τε­ροί του προ­στά­ζουν, καί αἰ­σθά­νε­ται τήν αὐ­τα­ρέ­σκει­α τοῦ νι­κη­τοῦ καί κοι­τά­ζει μπρο­στά του, πῶς θά εἶ­ναι, ὅταν θά δῆ πά­λι τό σπί­τι του. Τέ­τοιο εἶ­ναι τό σχέ­δι­ο στίς Τρω­ά­δες. Ὅ­λο τό ἔρ­γο παί­ζε­ται στήν ἀ­κρο­θα­λασ­σιά, ὅπου οἱ σκλά­βες γυ­ναῖ­κες εἶ­ναι στρι­μωγ­μέ­νες σέ μί­α γω­νί­α κον­τά στή σκη­νή τήν ὁ­ρι­σμέ­νη γι’ αὐ­τές. Σέ ἀ­πό­στα­ση βλέ­πο­με τούς νι­κη­τές νά τρα­βοῦν κλή­ρους γιά τούς αἰχ­μα­λώ­τους πού θά πά­ρουν, νά με­τα­φέ­ρουν τή λεί­α στά κα­ρά­βια καί νά ἑ­τοι­μά­ζων­ται γιά τήν ἀν­αχώ­ρη­ση. Ὅπως τό ἔρ­γο ἀρ­χί­ζει μέ τούς θρή­νους τῶν σκλα­βω­μέ­νων γυ­ναι­κῶν, ἔ­τσι τε­λει­ώ­νει μέ τή σάλ­πιγ­γα πού μέ τό σάλ­πι­σμά της τίς κα­λεῖ στά Ἑλ­λη­νι­κά κα­ρά­βια: ἡ πο­λι­τεί­α βυ­θί­ζε­ται μέ­σα στίς φλό­γες, ἡ Τροί­α χά­νε­ται μέ­σα στή στά­χτη καί τόν κα­πνό.

Πέ­ρα ὡς πέ­ρα κα­μι­ά λάμ­ψη ἀ­πό φῶς: ὡς τό τέ­λος τό ἔρ­γο εἶ­ναι γε­μά­το ἀ­πελ­πι­σμό. Οἱ αἰχ­μά­λω­τες ἔ­χα­σαν τούς ἄν­τρες καί τά παι­δι­ά τούς, σέ λί­γο θά τίς σύ­ρουν στή δου­λεία καί θά τίς χω­ρί­σουν κα­τά τόν κλῆρο πού πέ­φτει, ἡ πα­λιά τους ζω­ή τε­λεί­ω­σε καί δέν ἔ­χουν κα­μι­άν ἐλ­πί­δα γιά τή νέ­α ζω­ή τους. Ὑ­πάρ­χουν δύ­ο ση­μεῖ­α ὑ­περ­βο­λι­κῆς χα­ρᾶς στό ἔρ­γο, μό­νο δυ­ό, καί εἶναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά. Τό πρῶ­το εἶ­ναι ἡ χα­ρά τῆς Κασ­σάν­δρας ὅτι φέρ­νει μα­ζί της στήν Ἑλ­λά­δα τήν κα­τα­στρο­φή τοῦ ἀ­φέν­τη της, τοῦ Ἀ­γα­μέ­μνο­να. Τό δεύ­τε­ρο εἶ­ναι ἡ χα­ρά τοῦ Με­νε­λά­ου ὅτι ἐ­πί τέ­λους μπο­ρεῖ νά τι­μω­ρή­ση τήν ἄ­πι­στη γυναίκα του. Για­τί, ἀ­κό­μη καί στούς νι­κη­τές, ἡ νί­κη δέ φέρ­νει εὐ­τυ­χί­α. Μέ τό στό­μα τῆς Κασ­σάν­δρας ὁ Εὐ­ρι­πί­δης δη­λώ­νει ἐν­δει­κτι­κά ὅτι ἀ­πό τους δυ­ό, λι­γό­τε­ρο ἀ­ξί­ζει κα­νείς νά ζηλέ­ψη τούς κα­τα­κτη­τές ἀ­πό τους κα­τα­κτη­μέ­νους. Μι­ά στιγ­μι­αί­α ἐκ­δί­κη­ση εἶ­ναι ἡ ἀ­μοι­βή του Με­νε­λά­ου γιά μά­χες δέ­κα χρο­νῶν: κι ἐ­κεῖ­νοι πού σ’ αὐ­τά τά δέ­κα χρό­νι­α ἀ­πο­ξε­νώ­θη­καν ἀ­πό τή ζω­ή τοῦ σπι­τιοῦ τους, γυ­ρί­ζον­τας θά βροῦν νά τούς πε­ρι­μέ­νη στήν Ἑλ­λά­δα, ἄλ­λον ὁ θά­να­τος, ἄλ­λον ἡ ἀ­πι­στί­α καί ὅλους ἡ ἀλ­λα­γή. Ὁ Εὐ­ρι­πί­δης ἀ­να­ρω­τή­θη­κε τί εἶ­ναι ὁ πό­λε­μος, ὅταν τόν κοι­τά­ζης ὅπως εἶναι: καί αὐ­τή ἦ­ταν ἡ ἀ­πάν­τη­ση τοῦ[29].

«Νά βλέπη κα­θα­ρά ἐκεῖ­νο πού εἶναι»: ἔ­τσι ὅ­ρι­σε ὁ Σταντάλ τό χρέ­ος τοῦ συγ­γρα­φέ­α, καί θά μπο­ροῦ­σε ὁ Εὐ­ρι­πί­δης νά πά­ρη αὐτά τά λό­γι­α γιά μότ­το του, για­τί, ἄν καί ὑ­πάρ­χουν πολ­λές τά­σεις σ­τά ἔρ­γα του, στήν οὐ­σί­α του ὅλο του τό ἔρ­γο εἶ­ναι μί­α ἀ­πό­πει­ρα νά δῆ τά πράγ­μα­τα ὅπως εἶναι.

Νά δῆ τόν Ἀ­πόλ­λω­να ὅπως ἦ­ταν, θε­ό πού δι­ά­τα­ξε τόν Ὁρέ­στη νά σκο­τώ­ση τή μη­τέ­ρα του, ἐ­πει­δή σκό­τω­σε αὐτή τόν πα­τέ­ρα του τόν Ἀ­γα­μέ­μνο­να: πού πλά­νε­ψε μι­ά κό­ρη καί φαρ­μά­κω­σε ὅ­λη της τή ζω­ή[30].

Νά δῆ τό φό­νο τῆς Κλυ­ται­μνή­στρας, ὅπως ἦ­ταν· μι­ά πρά­ξη πού δέν ἔ­κα­με κα­λό στόν Ἀ­γα­μέ­μνο­να καί πού θά ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος πού θά τήν ἀ­πό­τρε­πε: ὠ­μή ἐ­πι­βί­ω­ση τοῦ νό­μου τῆς βεν­τέ­τας σέ ἐ­πο­χή ὅπου ὁ νό­μος εἶ­χε πα­ρα­με­ρί­σει πιά τό πρω­τό­γο­νο αὐτό ἔθιμο[31].

Νά δῆ τή μα­νί­α τοῦ Ὀρέστη, ὅπως ἦ­ταν: ὄ­χι ὁ­ρα­τά στοι­χειά μέ φί­δια καί μέ μα­στί­γι­α, Ἐ­ρι­νύ­ες πού τόν κα­τα­δι­ώ­κουν, ἀλ­λά ἕ­να κα­θό­λου λι­γό­τε­ρο φρι­χτό πράγμα, μι­ά φυ­σι­κή ἀρ­ρώ­στει­α, ἕ­να προ­ϊ­όν τῆς συ­νεί­δη­σης πού φθεί­ρει τό σῶ­μα καί τα­ρά­ζει τό νο­ῦ: συ­νο­δευ­μέ­νο ἀ­πό νο­ση­ρές ὑ­πο­ψί­ες πού ἔρ­χον­ται καί φεύ­γουν μέ τούς πα­ρο­ξυ­σμούς τῆς μα­νί­ας: πού τρέ­φε­ται καί τρέ­φει τόν ἔν­το­νο αὐτο-συγ­κεν­τρω­μέ­νο ἐ­γω­ι­σμό, τό ἀ­με­τά­βλη­το αὐτό γνώ­ρι­σμα τέ­τοιων κα­τα­στά­σε­ων.

Νά βλέ­πη τίς με­γά­λες μορ­φές τῆς Ἑλ­λη­νι­κῆς μυ­θο­λο­γί­ας ὅπως εἶ­ναι: τό Με­νέ­λα­ο, ὄ­χι ὅπως τόν δεί­χνει ὁ Ὅμηρος ἕ­να με­γά­λο κα­τα­κτη­τή καί βα­σι­λιά, ἀλ­λά ἕ­ναν ἐ­γω­ι­στή, φρό­νι­μο καί δει­λό ἄν­τρα[32] Τήν Ἑ­λέ­νη, ὄ­χι μό­νο θε­ϊ­κά ὄ­μορ­φη, ὅπως τή δεί­χνει ὁ Ὅμηρος, ἄλ­λα μα­ται­ό­δο­ξη, ἐ­γω­ί­στρι­α καί ἄ­πι­στη γυναίκα.

Νά δῆ τόν Τρω­ι­κό πό­λε­μο καί τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τά του, ὅπως εἶναι: φρι­χτή, γε­μά­τη αἶ­μα λε­η­λα­σί­α μί­ας με­γά­λης πόλη­ς—­σε με­ρι­κά ἔρ­γα τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη ἔ­χει σχε­δόν τήν ἴ­δια θέ­ση πού ἔ­χει στό Αἰ­σχύ­λει­ο δρά­μα ἡ οἰ­κο­γε­νει­α­κή κα­τά­ρα-—πού οἱ συ­νέ­πει­ές της κολ­λοῦν σέ ὅλους ὅσοι πῆ­ραν μέ­ρος σ’ αὐ­τό τόν πό­λε­μο, καί, παίρ­νον­τας ποι­κί­λες μορ­φές, στοι­χει­ώ­νουν τά σπίτια τους, φέρ­νον­τας δυ­στυ­χί­α ἀ­κό­μη ὡς καί στήν τρί­τη καί τήν τέ­ταρ­τη γε­νε­ά.

Ἀλ­λά πρό­σε­ξε ὅτι ὁ Εὐ­ρι­πί­δης εἶ­ναι ἠ­θι­κο­λό­γος ὅσο καί κρι­τι­κός. Καί σ’ αὐ­τό τό ση­μεῖ­ο συν­δέ­ε­ται μέ τό Σω­κρά­τη καί χω­ρί­ζε­ται ἀ­πό τόν Ὅμηρο. Ὁ Ὅμηρος ἔ­χει ἠθικό κα­νό­να, ἀλ­λά ἡ κρί­ση του εἶ­ναι μα­κρό­θυ­μη καί ἐ­λαφ­ρές οἱ ἐ­πι­κρί­σεις του. Εἶ­ναι τό­σο γο­η­τευ­μέ­νος ἀ­πό τήν πλη­ρό­τη­τα καί τήν ὀ­μορ­φιά τῆς ζω­ῆς πού συ­χνά ξε­χνᾶ νά κα­τα­δι­κά­ζη. Δέν εἶ­ναι ἔ­τσι ὁ Εὐ­ρι­πί­δης. Φέρ­νει τόν ἔ­νο­χο χω­ρίς οἶ­κτο στό δι­κα­στή­ρι­ό του καί ἐ­ξε­τά­ζει τήν πα­λιά πα­ρα­δο­μέ­νη φή­μη του μέ­σα στό γυ­μνό ἄ­το­μό του: τό Με­νέ­λα­ο, τόν Ὀ­δυσ­σέ­α, τόν Ἰάσω­να, τόν Ὀρέστη, τήν Ἑ­λέ­νη, τήν Ἐρ­μι­ό­νη, τόν Ἀ­πόλ­λω­να, τήν Ἀ­φρο­δί­τη, τήν Ἥ­ρα, τήν Ἄρ­τε­μη: βλέ­πο­με τήν ψυ­χή τους «ση­μα­δε­μέ­νη ἀ­πό τό μα­στί­γι­ο, γε­μά­τη ση­μά­δια καί πλη­γές ἀ­πό ἐ­πι­ορ­κί­ες καί ἐγ­κλή­μα­τα, κυρ­τω­μέ­νη ἀ­πό ψευ­τιά καί ἀ­γυρ­τεί­α». Ὁ Εὐ­ρι­πί­δης δέ ρω­τᾶ ἄν αὐ­τοί οἱ ἥ­ρω­ες καί οἱ θε­ό­τη­τες ἦ­ταν πλού­σι­οι ἤ ἔν­δο­ξοι· ἄλ­λα μό­νο ἄν συμ­μορ­φώ­νον­ταν μέ τόν ὕ­ψι­στο κα­νό­να τοῦ ἀ­γα­θοῦ, πού αὐ­τός καί ἡ Ἀ­θή­να ἤ­ξε­ραν. Ἦ­ταν δί­και­οι, γεν­ναῖ­οι, εὐ­σπλα­χνι­κοί, φί­λοι τῆς ἀ­λή­θει­ας; Ἄν ὄ­χι, ὅ­λες οἱ πα­νη­γυ­ρι­κές ἐ­πι­δο­κι­μα­σί­ες τῆς μυ­θι­κῆς πα­ρά­δο­σης δέ θά τούς ἔ­σῳ­ζαν. Θά τούς πε­ρί­με­νε ἀ­τιμω­τι­κή τι­μω­ρί­α.

Ἔ­χο­με ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα συγ­γε­νι­κό μ’ αὐ­τά πού πα­ρα­θέ­σα­με, πού φα­νε­ρώ­νει κα­θα­ρά τήν ἠθική ρο­πή τοῦ νέ­ου δρά­μα­τος. Εἶ­ναι τό με­τα­χεί­ρι­σμα πού κά­νει ὁ Εὐ­ρι­πί­δης σέ μι­άν ἀπ’ αὐ­τές τίς τό­σο κοι­νές ἱστο­ρί­ες τοῦ Ἑλ­λη­νι­κοῦ μύ­θου. Πολ­λές ἀ­πό τίς ἔν­δο­ξες οἰ­κο­γέ­νει­ες τῆς μυ­θι­κῆς πα­ρά­δο­σης ὄ­φειλαν τήν ἀρ­χή τους σέ κά­ποιο θε­ό. Ὁ Ἀ­πόλ­λων ἡ ὁ Δί­ας ἐ­ρωτεύ­τη­καν κά­ποια ὄ­μορ­φη θυ­γα­τέ­ρα ἀνθρώπων: στήν πρώ­ι­μη ἐ­κεί­νη ἐ­πο­χή οἱ θε­οί «συμ­με­ρι­ζό­ταν τίς ἀ­δυ­να­μί­ες τῶν θνη­τῶν, καί οἱ θνη­τοί τίς χα­ρές τῶν θε­ῶν». Καί τί­πο­τα ἄλ­λο δέν ἦρ­θε στόν κό­σμο, ἀ­πό τόν ἐ­φή­με­ρο τοῦ­το δε­σμό πα­ρά ἡ γέν­νη­ση ἑ­νός ἥ­ρω­α. Ἡ Ἑλ­λη­νι­κή μυ­θο­λο­γί­α εἶ­ναι γε­μά­τη ἀ­πό τέ­τοιες ἀ­φη­γή­σεις: ὁ ἔ­νατος Πυ­θι­ο­νί­κης τοῦ Πιν­δά­ρου δεί­χνει μέ πό­σο χα­ρι­τω­μέ­νη ὀ­μορ­φιά ἕ­νας ποι­η­τή­ς—­μό­λις θά ἔ­λε­γα ἕ­νας στο­χα­στή­ς—μ­πό­ρε­σε νά ντύ­ση μι­άν ἀ­πό αὐ­τές τίς συγ­γνω­στές ἀ­τα­ξί­ες οὔ­τε μι­σό αἰώ­να πρίν ὁ Εὐ­ρι­πί­δης ἀ­νε­βά­ση ἔρ­γο στό θέ­α­τρο.

Ἄλ­λά ὁ Εὐ­ρι­πί­δης εἶ­δε ἀλ­λι­ῶς αὐ­τά τά θέ­μα­τα, καί, κα­τά τίς δι­κές μας ἰ­δέ­ες, πι­ό κον­τά ὅπως εἶναι. Μί­α νέ­α κό­ρη τῆς Ἀ­θή­νας μά­ζευ­ε κά­πο­τε τά κί­τρι­να λου­λού­δια πού φυ­τρώ­νουν στούς με­γά­λους βρά­χους στά βό­ρει­ά της Ἀ­κρό­πο­λης. Ἐ­κεῖ τή βρῆ­κε ὁ Ἀ­πόλ­λων, τήν ἔ­πι­α­σε καί τήν ἔ­συ­ρε, κι ἄς φώ­να­ζε αὐ­τή, μέ­σα σέ μι­ά σπη­λιά,—ἀρ­κε­τά με­γά­λη, ὅπως εἶ­ναι τώ­ρα, μπο­ρεῖ νά θυ­μᾶ­ται τά λευ­κά χέ­ρια πού τήν ἅρ­παξαν καί τή λάμ­ψη ἀ­πό χρυ­σό φῶς πού σκόρ­πι­ζε γύ­ρω του ἐ­κεί­νη τήν ἡ­μέ­ρα[33]. Ἐ­γέν­νη­σε ἕ­να παι­δί καί γιά νά τό κρύ­ψη ἀ­πό τή μη­τέ­ρα της, νύ­χτα τό ἔ­φε­ρε στή σπη­λιά: ἐ­κεῖ τό ἄ­φη­σε, ἐλ­πί­ζον­τας ὅτι κά­πως θά τή βο­η­θοῦ­σε ὁ Ἀ­πόλ­λων. Μά ἐκεῖ­νος, ἀ­φοῦ χά­ρη­κε τήν ἡ­δο­νή του, τήν ἄ­φη­σε μό­νη νά βα­στά­ξη τούς πό­νους τῆς γέν­νας, καί τό μαρ­τύ­ρι­ο τῆς ἀ­πόκρυ­ψης. Ἄς ἀ­κού­σω­με τήν ἱ­στο­ρί­α καί τό ἀ­πο­τέ­λε­σμα, ὅπως ἡ ἴ­δια ἡ κό­ρη, ὕ­στε­ρα ἀ­πό χρό­νι­α τό δι­η­γή­θη­κε σέ ἕ­να πα­λιό ὑ­πη­ρέ­τη της:

ΚΡΕΟΥΣΑ. Ξέ­ρεις τούς βρά­χους τοῦ Κέ­κρο­πα πού τούς λέ­με Μα­κρούς βρά­χους—καί μι­ά σπη­λιά μέ­σα σ’ αὐ­τούς πού βλέ­πει τό βο­ριά; Ἐ­κεῖ ἀ­γω­νί­στη­κα φο­βε­ρόν ἀ­γώ­να· ἐ­κεῖ ἀ­ναγ­κά­στη­κα νά συ­νά­ψω «δύ­στη­νον γά­μον» μέ τόν Ἀ­πόλ­λω­να.

ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ. Καί πῶς ἔ­κρυ­ψες τούς γά­μους σου μέ τόν
Ἀ­πόλ­λω­να;


ΚΡ. Γέν­νη­σα παι­δί· (ὁ ὑ­πη­ρέ­της τρο­μά­ζει)· κρα­τή­σου γέ­ρο
νά τ’ ἀ­κού­σης ἀ­πό μέ­να.

ΠΡ. Πο­ῦ; Ποιός σου πα­ρα­στέ­κε­ται; ἤ ἤ­σουν μό­νη σ’ αὐτούς τούς πό­νους;

ΚΡ. Μό­νη, στή σπη­λιά, ἐ­κεῖ πού ἑ­νώ­θη­κα μέ γά­μους.

ΠΡ. Καί ποῦ εἶ­ναι τό παι­δί σου; δέ θά ’σαι πιά χωρίς παι­δί.

ΚΡ. Πέ­θα­νε, γέ­ρον­τά μου, ἀ­φη­σμέ­νο στά ἄ­γρι­α ζῷ­α
νά τό φά­νε.


ΠΡ. Πέ­θα­νε; Κα­μι­ά βο­ή­θει­α δέν ἔ­δω­σε ὁ Ἀ­πόλ­λων ὁ
«κα­κός»;


ΚΡ. Κα­μι­ά· καί τό παι­δί μου τώ­ρα ἀ­να­τρέ­φε­ται στά
πα­λά­τια τοῦ Ἅ­δη.


ΠΡ. Καί ποιός τό ἄ­φη­σε στά θε­ριά; ὄ­χι βέ­βαι­α ἐ­σύ.

ΚΡ. Ἐ­γώ ἡ ἴ­δια, μι­ά σκο­τει­νή νύ­χτα, σπαρ­γα­νω­μέ­νο
μέ πέ­πλους.


ΠΡ. Κι ἄλ­λος κα­νείς δέν ἤ­ξε­ρε μα­ζί σου τήν ἔκ­θε­ση
τοῦ παι­διοῦ;


ΚΡ. Ὄχι ἄλ­λος ἀ­πό τή συμ­φο­ρά κι ἀ­πό τό κλει­δωμέ­νο στό­μα.

ΠΡ. Καί πῶς βά­στα­ξες νά ἀ­φή­σης μέ­σα στή σπη­λιά
τό δι­κό σου τό παι­δί;

ΚΡ. Πῶς ἀ­λή­θει­α; Πολ­λά πρίν ἔ­βγα­λα ἀ­πό τό στό­μα
μου λό­γι­α, πι­κρά.


ΠΡ. Ὦ ἐ­σύ δυ­στυ­χι­σμέ­νη γιά τήν τόλ­μη σου· μά πι­ό-
τε­ρο ἀ­πό σέ­να ὁ θε­ός.


ΚΡ. Ναι· κι ἄν εἶ­χες δε­ϊ τό παι­δί νά ἁ­πλώ­νη σέ μέ­να
τά χέ­ρια του
![34]

Τί­πο­τα δέν ἀ­κού­στη­κε γιά τό παι­δί, καί ἡ Κρέ­ου­σα, ἡ μη­τέ­ρα του, παν­τρεύ­τη­κε τό βα­σι­λιά τῶν Ἀ­θη­νῶν. Στό ἔρ­γο εἶναι τώ­ρα μι­ά με­σό­κο­πη Βα­σί­λισ­σα τῶν Ἀ­θη­νῶν: ἀλ­λά δέ μᾶς ἀ­φήνουν νά ξε­χά­σω­με αὐ­τό τό πα­λιό πε­ρι­στα­τι­κό στούς βρά­χους τῆς πα­τρί­δας της. Ἀ­ρέ­σει στόν Εὐ­ρι­πί­δη νά χα­ρά­ζη τά κα­κά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τῶν πό­νων πά­νω στό χαρακτήρα τῆς γυ­ναί­κας, καί ἡ Κρέ­ου­σα εἶ­ναι ἡ ἄ­τε­κνη γυναίκα. Δέ γέν­νη­σε παι­δί ἀ­πό τό­τε πού ἔ­χα­σε τό πρῶ­το ἐκεῖ­νο· καί ἡ ἐ­ξω­τε­ρι­κή εὐ­τυ­χί­α δέν μπο­ρεῖ νά γε­μί­ση αὐ­τό τό κε­νό της ζω­ῆς της. Ὁ νε­α­ρός ὑ­πη­ρέ­της τοῦ να­οῦ στούς Δελ­φούς θαυ­μά­ζει καί ζη­λεύ­ει τήν πα­τρί­δα της καί τή γε­νιά της. « Ἴ­σαμ’ ἐ­κεῖ πά­ει ἡ εὐ­τυ­χί­α μου, ὄ­χι πι­ό πέ­ρα», εἶ­ναι ἡ πι­κρή της ἀ­πάν­τη­ση[35]. Ἔ­πα­θον ἄ­χος ἄβιον, λέ­γει γιά τόν ἑαυτό της. «Ἡ λύ­πη μου εἶ­ναι ἀ­βά­σταχτή γιά τή ζω­ή». Καί ὅταν στό τέ­λος τοῦ ἔρ­γου, ὕ­στε­ρα ἀ­πό ζη­λοφθο­νί­ες, βλα­στή­μιες, σα­τα­νι­κές πρά­ξεις, καί ἀ­πό­πει­ρα φό­νου, ὁ Ἀ­πόλ­λων, πού βά­ζει σέ κί­νη­ση ὅλη αὐ­τή τήν ἀ­κο­λου­θί­α τῆς δυ­στυ­χί­ας καί ἐ­νε­δρεύ­ει στό βά­θος γιά νά προ­α­σπί­ση τή φή­μη του ἀ­πό τήν ντρο­πή τοῦ ἔκ­θε­του παι­διοῦ, πε­ρι­βάλ­λε­ται τέ­λος μέ ἄλ­λη θε­ό­τη­τα γιά νά ἀ­πο­κα­τα­στή­ση τό χα­μέ­νο παι­δί (τώ­ρα με­γα­λω­μέ­νο ἄν­τρα), βλέ­πο­με ὅτι ἡ ἐ­πα­νόρ­θω­ση τοῦ θε­οῦ δέν εἶναι τέ­λει­α, καί ὅτι ἡ εὐ­τυ­χί­α ἔρ­χε­ται πο­λύ ἀρ­γά στήν Κρέ­ου­σα γιά νά τήν ἀ­πο­ζη­μιώ­ση γιά μι­ά ἐ­ρει­πω­μέ­νη καί τραγι­κή νε­ό­τη­τα. Ἔ­τσι εἶ­δε ὁ Εὐ­ρι­πί­δης ἕ­να θε­ϊ­κό ἔ­ρω­τα μέ ἔ­λα- φρή καρ­διά, πού ὁ Πίν­δα­ρος θά τόν ἔν­τυ­νε μέ τή λαμ­πρό­τη­τα τῆς ποί­η­σης. Γιά τόν Εὐ­ρι­πί­δη ἦ­ταν ἡ κτη­νώδι­κη ἁρ­πα­γή μιᾶς ἀ­νυ­πε­ρά­σπι­στης κό­ρης. Εἶχε τίς συ­νέ­πει­ες πού τέ­τοιες πρά­ξεις ἔ­χουν. Ἐ­πρό­σθε­σε ἕ­να πο­σο­στό στό πο­σό τῆς ἀνθρώ­πι­νης δυ­στυ­χί­ας πά­νω στή γῆ[36].

Μπο­ροῦ­με τώ­ρα νά ἀ­πο­χαι­ρε­τί­σωμε τόν Αἰώνα τοῦ Λό­γου. Για­τί, ἄν καί μό­λις δι­α­σχί­σα­με τό κα­τώ­φλι, εἴ­δα­με ἀρ­κε­τά ὥ­στε νά κρί­νω­με τή ση­μα­σί­α του. Κα­τά τόν αἰώνα αὐ­τόν τό Ἑλ­λη­νι­κό πνεῦ­μα μπαί­νει ἀ­πο­φα­σι­στι­κά σέ νέ­α πο­ρεί­α. Ἡ νε­α­νι­κή ἡ­λι­κί­α ἔ­κλει­σε καί ἀ­πό δῶ καί πέ­ρα ἀν­τι­με­τω­πί­ζει τά σύν­το­να χρέ­η καί τίς γε­μά­τες μό­χθο ἀ­ρε­τές τῆς ἀν­τρι­κῆς ἡ­λι­κί­ας. Με­λε­τᾶ πῶς νά ζῆ καί πῶς νά γνω­ρί­ζη. Οἱ Στω­ι­κοί, οἱ Ἐ­πι­κού­ρει­οι, οἱ Κυνι­κοί ὑ­ψώ­νον­ται πνευ­μα­τι­κοί δα­σκά­λοι τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας πού πλα­νι­έ­ται. Τήν παι­δεύ­ουν, τή δυ­να­μώ­νουν καί τῆς δεί­χνουν ἕ­να νέ­ο δρό­μο ζω­ῆς καί σώ­ζουν τήν ψυ­χή της. Στό με­τα­ξύ ἄλ­λοι δου­λεύ­ουν στήν ἐ­πι­στή­μη καί ἀ­φι­ε­ρώ­νουν τή ζω­ή τους στή συγ­κέν­τρω­ση γνώ­σε­ων. Στήν Ἀ­θή­να ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης καί οἱ συ­νε­χι­στές του κα­ταρ­τί­ζουν πε­λώ­ρι­ες συλ­λο­γές ἀ­πό γε­γο­νό­τα, ἀ­πό τόν πλή­ρη κα­τά­λο­γο τῶν ἔρ­γων πού παί­χτη­καν στήν Ἀθήνα, μέ τά ὀ­νό­μα­τα τῶν συγ­γρα­φέ­ων, τῶν ἠ­θο­ποι­ῶν καί τῶν χο­ρη­γῶν, ὡς τήν πε­ρί­φη­μη ἀ­νά­λυ­ση τῶν 158 πο­λι­τει­ῶν, ἀ­πό τίς ὁ­ποῖες μι­ά μό­νο, ἡ Ἀ­θη­ναί­ων πο­λι­τεί­α μᾶς δι­α­σῴ­ζε­ται σή­με­ρα. Ἡ Ἀ­λε­ξάν­δρει­α ἔ­χει τό «Μου­σεῖ­ον», τή Βι­βλι­ο­θή­κη καί τούς Βο­τα­νι­κούς Κή­πους της. Ἡ Πέρ­γα­μος, ἡ Ἀν­τι­ό­χει­α, ἡ Ταρ­σός ἔ­χουν τίς σχο­λές τῶν λο­γίων τους. Στή γραμ­μα­το­λο­γι­κή ἱ­στο­ρί­α ὁ Ἡ­ρα­κλεί­δης, στήν κρι­τι­κή φι­λο­λο­γί­α ὁ Ζη­νό­δο­τος καί ὁ Ἄ­ρίσταρ­χος, στή Γραμ­μα­τι­κή ὁ Δι­ο­νύ­σι­ος ἀ­πό τή Θρά­κη, στή μου­σι­κή ὁ Ἀ­ρι­στό­ξε­νος, στήν κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κή ἱστο­ρί­α ὁ Δι­καί­αρ­χος, στήν Ἀ­στρο­νο­μί­α ὁ Ἵπ­παρ­χος, στή γε­ω­με­τρί­α ὁ Ἀρ­χι­μή­δης καί ὁ Εὐ­κλεί­δης, στή μη­χα­νι­κή ὁ Ἥ­ρων, στή φυ­σι­κή γε­ω­γρα­φί­α καί τή χαρ­το­γρα­φί­α ὁ Ἐ­ρα­το­σθέ­νης, ἔ­κα­μαν πε­λώ­ρι­ες συλ­λο­γές ἀ­πό δε­δο­μέ­να, χρη­σι­μο­ποί­η­σαν τίς με­θό­δους τῆς κρι­τι­κῆς ἔ­ρευ­νας, καί ἔ­βα­λαν τά θε­μέ­λι­α τῶν ἐ­πι­στη­μῶν. Καί αὐ­τά εἶ­ναι λί­γα μό­νο ὀ­νό­μα­τα. Γιά τή γε­ωρ­γί­α μό­νο, ὁ Ρω­μα­ῖος Οὐάρ­ρω­ν ἤ­ξε­ρε πε­νήν­τα Ἑλ­λη­νι­κές πραγ­μα­τεῖ­ες. Τό ἴ­διο βα­θι­ά καί πλα­τιά ἦ­ταν καί ἡ ἐρ­γα­σί­α πού ἔ­γι­νε στή φι­λο­σο­φί­α. Ἀ­πό δι­α­φο­ρε­τι­κά μο­νο­πά­τια, Στω­ι­κοί, Ἐ­πι­κού­ρει­οι, Κυ­νι­κοί, οἱ συ­νε­χι­στές τοῦ Πλά­τω­να, οἱ συ­νε­χι­στές τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη ἐ­ρεύ­νη­σαν τήν ἀρετή καί τήν εὐ­τυ­χί­α, καί δι­ά­νοι­ξαν τά πε­δί­α τῆς φυ­σι­κῆς, τῆς με­τα­φυ­σι­κῆς, τῆς λο­γι­κῆς, τῆς ψυ­χο­λο­γί­ας, τῆς ἠ­θι­κῆς.

Καί ἔ­τσι, ὅταν ἔρ­χε­ται ὁ Χρι­στι­α­νι­σμός, βρί­σκει κα­τά κά­ποιον τρό­πο τόν κό­σμο πα­ρα­σκευ­α­σμέ­νο γι’ αὐ­τόν. Ὑ­πάρ­χουν πα­λιές φι­ά­λες πού θά δε­χτοῦν τό νέ­ο κρα­σί καί δέ θά σπά­σουν. Ὑ­πάρ­χει ἕ­τοι­μη γι’ αὐ­τόν μί­α με­τα­φυ­σι­κή καί μί­α ἠθική φι­λο­σο­φί­α καί ἕ­να λε­ξι­λό­γι­ο. Ὁ Ἀ­πό­στο­λος Παῦ­λος θά βρῆ τήν ἀν­τί­θε­ση τῆς «σάρ­κας» καί τοῦ «πνεύ­μα­τος» πο­λύ κον­τά στά χέ­ρια του: ὁ Ἀ­πό­στο­λος Ἰ­ω­άν­νης θά ἔ­χη τόν «Λό­γον», μέ τόν ὁ­ποῖο μπο­ρεῖ νά ἐκ­φρά­ση τό Πρό­σω­πο τοῦ Χρι­στοῦ: ὁ Ἅ­γι­ος Θω­μάς[37], θά ἔ­χη τό σύ­στη­μα τοῦ Ἀ­ρι­στο­τέ­λη μέ τό ὁ­ποῖο θά προ­βά­λη τά μυ­στή­ρι­α τοῦ Εὐ­αγ­γε­λί­ου. Οἱ Ἀ­πο­λο­γη­τές θά χρη­σι­μο­ποι­ή­σουν τήν Ἑλ­λη­νι­κή ἀλ­λη­γο­ρι­κή μέ­θο­δο γιά τίς δυ­σκο­λί­ες τῆς Πα­λαι­ᾶς Δι­α­θή­κης: θά ἀν­τλή­σουν ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα ἐ­ναν­τί­ον τῶν θε­ῶν τῶν Ἑλ­λή­νων ἀ­πό τους Ἕλληνες φι­λο­σό­φους, καί θά μνη­μο­νεύ­ουν τόν Πλά­τω­να καί τόν Εὐ­ή­με­ρο ὡς μάρ­τυ­ρες ἐ­ναν­τίον του Δί­α. Ἡ Κό­λα­ση, ὁ Πα­ρά­δει­σος, τό Κα­θαρ­τή­ρι­ο τῆς Χρι­στι­α­νο­σύ­νης θά δα­νει­στῆ τι­μω­ρί­ες καί ἀ­μοι­βές ἀ­πό τίς εἰ­κό­νες πού ὁ Ὀρ­φι­σμός εἶ­χε χα­ρά­ξει γιά τή μέλ­λου­σα ζω­ή. Ἔ­τσι μέ τό Σω­κρά­τη καί μέ τόν Εὐ­ρι­πί­δη βρι­σκό­μα­στε στό κε­φα­λά­ρι ἀπ’ ὅπου κα­τε­βαί­νουν τά ρεύ­μα­τα τῆς Εὐ­ρω­πα­ϊ­κῆς ζω­ῆς. Μι­ά προ­οπτι­κή χω­ρίς τέ­λος ἀ­νοί­γει μπρο­στά μας.

Tanta patet rerum series atque omne
futurum Nititur in lucem[38].

Αὐ­τή εἶ­ναι ἡ ση­μα­σί­α τοῦ πέμ­πτου αἰώνα. Ὅρισε τίς γραμ­μές πά­νω στίς ὁ­ποῖες ἀ­πό δῶ καί μπρός θά ἔπρε­πεν οἱ ἄν­θρω­ποι νά ἐρ­γα­στοῦν. Ἔφερε σέ λο­γι­κή τε­λει­ό­τη­τα τά ἐρ­γα­λεῖ­α πού θά χρη­σι­μο­ποι­οῦ­σαν. Χω­ρίς αὐ­τόν οἱ ὑ­πη­ρε­σί­ες τῆς Ἑλ­λά­δας πρός τόν κό­σμο θά ἦ­ταν ἀ­τε­λεῖς. Ἄν χω­ρί­σου­με σέ δύ­ο τόν Ἑλ­λη­νι­σμό κα­τά τά τέ­λη τοῦ ἕ­κτου αἰώνα, ἡ γραμ­μή πού θά σύ­ρω­με θά μᾶς ἔ­δι­νε μέ­ρος ἀπό τήν πι­ό με­γά­λη ποί­η­ση τῆς Ἑλ­λά­δας. Ἀλ­λά κά­τω ἀ­πό τή γραμ­μή θά βρι­σκό­ταν ἡ κί­νη­ση πού ἔ­δω­σεν ἕ­να πο­λι­τι­σμό στή Ρω­μα­ϊ­κή Αὐ­το­κρα­το­ρί­α, καί τό πνεῦ­μα τῆς γνώ­σης σέ μᾶς. Χω­ρίς τόν πέμ­πτον αἰώνα καί τίς συ­νέ­πει­ές του ἡ Ἑλ­λη­νι­κή ἐ­πί­δρα­ση μό­λις πού θά ἄγ­γι­ζε τόν κό­σμο.

Ἄν εἶ­ναι ἔ­τσι, για­τί τό­τε ὁ ὑ­στε­ρώ­τε­ρος Ἕλ­λη­νας νά μήν εἶ­ναι πι­ό ἑλ­κυ­στι­κός ἀ­πό τούς προ­γό­νους του; Για­τί τό ἐν­δι­αφέ­ρον μας νά μή με­γα­λώ­νη προ­ο­δευ­τι­κά, ὅταν περ­νοῦ­με ἀ­πό τό Σω­κρά­τη στόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, καί ἀ­πό τόν Ἀ­ριστο­τέ­λη στό Θε­όφ­ρα­στο, καί ἀ­πό κεῖ σέ ἐποχές πού τό αἴ­σθη­μά τους με­γα­λώ­νει ὅλο καί πι­ό ὅ­μοι­ο μέ τό δι­κό μας καί ἡ σκέ­ψη τους προ­σαρ­μό­ζε­ται ὅλο καί πε­ρισ­σό­τε­ρο πρός τίς σύγ­χρο­νες ἀ­νάγ­κες; Μή­πως ἔ­χο­με κι ἐ­δῶ ἕ­να πα­ρά­δειγ­μα σχο­λα­στι­κῆς σο­φο­λο­γι­ό­τη­τας πού καρ­φώ­νε­ται σέ ὁ­ρι­σμέ­νες πε­ρι­ό­δους, τίς ὁ­ποῖες ὀ­νο­μά­ζει κλασ­σι­κές, καί πε­ρι­ο­ρί­ζει σ’ αὐ­τές τόν ἑαυτό της μέ τό­ση ἀ­πό- κλει­στι­κό­τη­τα, ὥ­στε οἱ μι­σοί ἀ­πό τους μα­θη­τές πού μορ­φώ­νει δέν κα­τα­λα­βαί­νουν ὅτι ὁ Ἑλ­λη­νι­σμός ἐ­ξα­κο­λού­θη­σε νά ζῆ καί με­τά τή μά­χη τῆς Χαι­ρώ­νει­ας, καί σπά­νι­α γνω­ρί­ζουν τά ὀ­νόμα­τα τῶν ὑ­στε­ρώ­τε­ρων φι­λο­σό­φων; Ἤ μή­πως ἁ­πλώ­θη­κε στήν Ἑλ­λά­δα μι­ά ἀλ­λα­γή πα­ρακ­μῆς; Καί εἶ­χε δί­κιο ὁ Νί­τσε νά κατα­λή­γη μέ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα στή σκέ­ψη ὅτι ὁ Σω­κρά­της καί ὁ Εὐ­ρι­πί­δης ἦ­ταν οἱ πρῶ­τοι της πα­ρακ­μῆς τῆς Ἑλ­λά­δας; Τέ­τοια ζη­τή­μα­τα δέν εἶ­ναι εὔ­κο­λα στή ρύθ­μι­σή τους. Οἱ πε­ρισ­σό­τε­ροι ὅμως ἀ­πό μᾶς ἔ­χο­με σι­ω­πη­ρά δώ­σει τήν ἀ­πάν­τη­ση μέ­σα στή σκέ­ψη μας. Ἡ Ἑλ­λά­δα μᾶς ἐν­δι­α­φέ­ρει ὕ­στε­ρα ἀ­πό τήν πτώ­ση τῆς Ἀ­θή­νας, ἀλ­λά δέ μᾶς ἐνθου­σι­ά­ζει. Πό­σοι, ἄν ἡ μοί­ρα τούς πρό­σφερ­νε τή ζω­ή ἑ­νός κλασ­σι­κοῦ Ἕλ­λη­να, θά δέ­χον­ταν τήν προ­σφο­ρά μέ τόν ὅρο νά ζή­σουν στόν τέ­ταρ­το ἤ τούς κα­τό­πιν αἰ­ῶ­νες πρίν Χρι­στοῦ; Οἱ ἴ­διοι οἱ Ἀ­θη­ναῖ­οι εἶ­χαν συ­νεί­δη­ση τῆς κα­τά­πτω­σης. Σέ ἕ­να χω­ρί­ο ὅπου, ἄν καί τά λό­γι­α εἶ­ναι βαλ­μέ­να στά χεί­λη τοῦ Πε­ρι­κλῆ, οἱ σκέ­ψεις εἶ­ναι κα­θα­ρά σκέ­ψεις τοῦ Ξενο­φών­τα, ὁ τε­λευ­ταῖ­ος θρη­νεῖ γιά τήν πα­ρακ­μή τῆς Ἀ­θή­νας. «Πῶς θά φέ­ρω­με τούς ἀν­θρώ­πους πί­σω πά­λι στόν ἔ­ρω­τα τῆς ἀρ­χαί­ας «ἀρετῆς τέ καί εὐ­κλεί­ας καί εὐ­δαι­μο­νί­ας». Ἡ πό­λη ἔ­χει ξε­πέ­σει. «Οἱ πα­λαι­οί, λέ­γει ὁ κό­σμος, ἦ­ταν πο­λύ ἀ­νώ­τε­ροι ἀ­πό τους ση­με­ρι­νούς»[39]. Δύ­ο γε­νιές ἀρ­γό­τε­ρα ὁ Αἰ­σχί­νης μι­λᾶ μέ τόν ἴ­διο τό­νο στήν Ἐκ­κλη­σί­α τοῦ δή­μου τῶν Ἀ­θη­ναί­ων. «Ἄν σᾶς ρω­τοῦ­σε κά­ποιος, ἄν νο­μί­ζε­τε ὅτι ἡ πό­λη σας εἶναι πι­ό ἔν­δο­ξη σή­με­ρα ἀ­πό ὅ,τι ἦ­ταν τόν και­ρό τῶν προ­γό­νων σας, ὅλοι θά συμ­φω­νού­σα­τε ὅτι δέν εἶναι. Ἦ­ταν λοι­πόν τό­τε οἱ ἄν­θρω­ποι κα­λύ­τε­ροι ἀ­πό τώ­ρα; Ναί, ἦ­ταν ἀ­νώ­τε­ροι: Ἐ­με­ῖς εἴ­μα­στε πο­λύ κα­τώ­τε­ροί τους»[40]. Κι ἄν ἀ­κό­μη λά­βω­με ὑ­πό­ψη μας τόν πό­θο τοῦ ἀνθρώπου γιά αὐ­το­δι­α­συρ­μό, πά­λι μέ­νει κά­ποια ἀ­λή­θει­α σ’ αὐ­τές τίς δι­α­πι­στώ­σεις. Τούς Ἀ­θη­ναί­ους τούς ἔ­πια­σε μι­ά χα­λα­ρό­τη­τα, μι­ά μα­λα­κό­τη­τα. Ἄν ὁ Δη­μο­σθέ­νης εἶ­χε δί­κιο, τό βλέ­πο­με στήν ἀ­προ­θυ­μί­α τους, νά βροῦν ἄν­τρες καί χρή­μα­τα γιά τόν πό­λε­μο κα­τά τοῦ Φι­λίπ­που. Ἡ ἴ­δι­α ἡ γλώσ­σα τοῦ τε­τάρ­του αἰώνα προ­σφέ­ρει μι­ά πε­ρί­ερ­γη καί ἔμ­με­ση μαρ­τυ­ρί­α γι’ αὐτό. Πρό­σε­ξε τά ἐ­πί­θε­τα πού συ­ναν­τοῦ­με στούς λό­γους τῶν ρη­τό­ρων, καί κοί­τα­ξε πού ἀ­πο­βλέ­πουν. Ὅταν ὁ Δη­μο­σθέ­νης ἐ­πιθυ­μῆ νά ἐγ­κω­μι­ά­ση ἕ­ναν ἄν­θρω­πο, τόν ὀ­νο­μά­ζει «μέτριον, φιλάνθρωπον, πρᾷον». Αὐ­τές τίς ἰ­δι­ό­τη­τες ἐ­πι­κρο­τοῦ­σε ἡ ἐ­πο­χή του· αὐ­τές ἦ­ταν οἱ ἀ­ρε­τές τῆς ἐ­κλογῆς της. Ἐ­ξαί­ρε­τες ἰ­δι­ό­τη­τες κα­θαυ­τές, ἀλ­λά μέ τήν ἀ­δι­ά­κο­πή τους ἐ­πά­νο­δο, εἶ­ναι συμ­πτώ­μα­τα γιά κά­ποια ἐκ­θή­λυν­ση καί γιά κά­ποιο ἡ­συ­χα­σμό. Πράγ­μα­τα πο­λύ ξέ­να στήν πρώ­ι­μη Ἀθήνα. Οἱ ἀ­ρε­τές της τό­τε ἦ­ταν πι­ό ἐ­νερ­γη­τι­κές. Ὁ Θου­κυ­δί­δης δέν ὀ­νο­μά­ζει τούς συμ­πο­λί­τες του «με­τρί­ους»: ἄοκνοι, τολ­μηροί, νεωτερο­ποιοί (και­νο­τό­μοι), εὐέλπιδες, εἶναι τά ἐ­πί­θε­τα πού χρησι­μο­ποι­εῖ γί αὐ­τούς. Φύσεως δύ­ναμις καί γρή­γο­ρη κρί­ση εἶναι οἱ ἰ­δι­ό­τη­τες πού ἐγ­κω­μι­ά­ζει στό Θε­μι­στο­κλῆ καί τόν Πε­ρι­κλῆ, ἀ­νε­ξαρ­τη­σί­α καί τι­μι­ό­τη­τα.

Μπο­ρεῖ νά φαί­νε­ται ἄ­σχη­μο νά ψέ­γη κα­νείς ἕ­να ἔ­θνος γιά ἀ­ρε­τές μέ ἀν­θρω­πι­σμό πού ὅλοι μας θά ἤ­μα­σταν εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νοι ἄν τίς εἴ­χα­με. Μά κι ἔ­τσι ἀ­κό­μη κά­τι τό στρα­βό ὑ­πάρ­χει στόν τέ­ταρ­τον αἰώνα. Ἡ πι­ό με­γά­λη γο­η­τεί­α τοῦ προ­κα­τό­χου του εἶναι κά­τι πού δέν τι­θασ­σεύ­ε­ται ἀ­πό τή γλώσ­σα. Εἶ­ναι ἡ πλη­ρό­τη­τα καί ἡ ὀ­μορ­φιά της Ἀ­θη­να­ϊ­κῆς ζω­ῆς. Ὕ­στε­ρα ἀ­πό τό 400 π.Χ. αὐτό χά­θη­κε. Ξε­θω­ριά­ζει καί χά­νε­ται ἀ­πό τήν Ἀθήνα, ἀ­φή­νον­τας την τά­χα ἀ­με­τά­βλη­τη, ἀ­κρι­βῶς ὅπως σβή­νει καί φεύ­γει ἡ ἔκ­φρα­ση πού ἔ­δι­νε ὅλη τή χά­ρη σέ ἕ­να πρό­σω­πο, χω­ρίς κα­μι­άν ὁ­ρι­σμέ­νη ἀλ­λοί­ω­ση τῶν χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶν του. Ἀ­πό δῶ κι ἐμ­πρός εἶ­ναι μί­α πό­λη μέ ζω­η­ρή δη­μαρ­χι­α­κή ζω­ή, μέ δυ­να­τή πνευ­μα­τι­κή κί­νη­ση, καί πο­λι­τι­κά ἐν­δι­α­φέροσντα πού δι­ε­γεί­ρουν πο­λύ θό­ρυ­βο, ἀλ­λά εἶ­ναι παι­δια­κί­σια ὅταν τά συγ­κρί­νω­με μέ τά ἐν­δι­α­φέ­ρον­τα τῆς Ρώ­μης. Ἴ­σως στό βά­θος νά ἦ­ταν τό ἴ­δι­ο καί πρίν. Ἴ­σως ὁ αἰώνας τοῦ Πε­ρι­κλῆ νά ἦ­ταν μι­ά φου­σκω­μέ­νη ἀ­ε­ρό­φου­σκα. Ἴ­σως ὁ Θου­κυ­δί­δης νά μᾶς ἐ­πι­βλή­θη­κε, καί νά μᾶς ἔ­κα­νε νά κρα­τοῦ­με τήν ἀ­να­πνο­ή μας γιά συ­ζη­τή­σεις πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­σή­μαν­τες καί λι­γό­τε­ρο σπου­δαῖ­ες ἀ­πό αὐ­τές τῶν ἐ­παρ­χι­α­κῶν δη­μο­τι­κῶν συμ­βου­λί­ων μας. Ὅμως, ὅπως κι ἄν ἔ­χη, ἐ­πι­βλή­θη­κε. Τώ­ρα δέν ἀ­πα­τι­ό­μα­στε πιά.

Κι ἄν αὐ­τό ἀ­λη­θεύ­ει γιά τόν τέ­ταρ­το, ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­λη­θεύ­ει γιά τούς αἰ­ῶ­νες πού ἀ­κο­λου­θο­ῦν. Ὁ Ἕλ­λη­νας ἀ­να­λαβαί­νει νέ­ο ρό­λο καί ἀρ­χί­ζει τήν ἀ­πο­στο­λι­κή ἐκ­στρα­τεί­α του γιά τόν προ­ση­λυ­τι­σμό τῆς γῆς. Εἶναι γιά τόν πνευ­μα­τι­κό κό­σμο, ὅ,τι ἦ­ταν οἱ μι­σθο­φό­ροι τοῦ Ξε­νο­φών­τα καί τοῦ Κλε­άρ­χου γιά τό στρα­τι­ω­τι­κό κό­σμο. Βρί­σκε­ται στήν ἀ­κο­λου­θί­α κά­θε κα­τα­κτη­τι­κῆς φυ­λῆς, γιά νά τή δι­α­παιδσα­γω­γῆ καί νά τήν ἐ­πη­ρε­ά­ζη, νά τέρ­πη καί νά χει­ρα­γω­γῆ τίς ὧ­ρες τῆς σχο­λῆς της. Τόν συ­ναν­τοῦ­με σέ κά­θε πρω­τεύ­ου­σα μι­κρή καί με­γά­λη, ἀ­πό τήν Παρθί­α καί τή Βα­βυ­λώ­να ὡς τήν Ἀ­λε­ξάν­δρει­α καί τή Ρώ­μη, πρό­θυ­μο νά που­λῆ τά μυ­στι­κά τῆς ἀρετῆς καί τῆς τέ­χνης καί τῆς γνώ­σης σέ ὅλους ὅσοι μπο­ροῦν νά τά ἐκ­μι­σθώ­νουν· παί­ζει τίς Βάκ­χες στήν αὐ­λή τοῦ Ὀ­ρώ­δη, δι­ορ­θώ­νει τούς στί­χους τοῦ Κορνή­λι­ου Γάλ­λου, με­τα­φρά­ζει τόν Ὅμηρο γιά τά παι­διά τοῦ Λι­βί­ου Σα­λι­νά­το­ρα, εἶ­ναι ὁ ἥ­με­ρος ποι­η­τής τοῦ Μα­ρί­ου καί ὁ ἐ­κλε­κτός συ­νο­δός τοῦ Σκι­πί­ω­να τοῦ Ἀ­φρι­κα­νοῦ καί τοῦ Νέ­ρω­να. Ἔ­χει πολ­λές ὄ­ψεις: εἶ­ναι ὁ οἰ­κο­νο­μι­κός σύμ­βου­λος τῶν Ρω­μαί­ων αὐ­το­κρα­τό­ρων, ὁ φι­λό­σο­φος καί ἐ­ξο­μο­λο­γη­τής τῶν ἀ­ρι­στο­κρατῶν τῆς Ρώ­μης, τό κοι­νω­νι­κό πα­ρά­σι­το, ὁ «πει­να­σμέ­νος Γραι- κύ­λος» τῶν δυ­σα­ρε­στημέ­νων Ρω­μαί­ων «πε­λα­τῶν». Εἶ­ναι ὁ για­τρός, ὁ ἠ­θο­ποι­ός, ὁ ζω­γρά­φος, ὁ σχοι­νο­βά­της, ὁ χει­ρο­μάν­της καί ὁ χει­ρο­μα­λά­κτης τῆς φυ­λῆς πού κυ­βερ­νᾶ. Ἕνα πράγμα ὅμως δέν θά εἶ­ναι πο­τέ πιά ὁ ἀρ­χαῖ­ος Ἕλ­λη­να­ς—ἐ­λεύ­θε­ρος πο­λί­της σέ ἀ­νε­ξάρ­τη­το κρά­τος.

Ἡ προ­ο­δευ­τι­κή αὐ­τή πο­λι­τι­κή πα­ρακ­μή πῆ­ρε τό χρῶ­μα της ἀ­πό τήν ὑ­στε­ρώ­τε­ρη Ἑλ­λη­νι­κή ζω­ή, καί εἶ­ναι ἡ πρώ­τη αἰ­τί­α για­τί ἡ ἐ­πο­χή αὐ­τή δέν εἶ­ναι ἑλ­κυ­στι­κή. Ἀλ­λά στό πλευ­ρό της βρί­σκε­ται μιά λε­πτή πνευ­μα­τι­κή πα­ρα­κμ­ή. Τήν προ­βλέ­πο­με, ὅταν δι­α­βά­ζω­με τόν Εὐ­ρι­πί­δη. Προ­βάλ­λει τά τρο­μα­κτι­κά του προ­βλή­μα­τα καί λύ­ση δέ βρί­σκει. Ὀρ­θο­δο­ξί­α, πα­ρά­δο­ση, ἔ­θι­μα,, ὅλα πέ­φτουν σέ ἐ­ρεί­πι­α γύ­ρω του. Κρι­τι­κός χω­ρίς ἔ­λε­ος, ἀ­πο­τυ­χαί­νει στήν οἰ­κο­δο­μή. Οἱ ἄν­θρω­ποι δέν μπο­ροῦν νά προ­χω­ροῦν κά­νον­τας αὐτή τή δου­λειά γιά πάν­τα. Δύ­ο πράγ­μα­τα, λέ­γει ὁ Λά Ρο­σε­φου­κώ, δέν μπο­ρεῖ ὁ ἄν­θρω­πος νά ἔ­χη μπρο­στά στά μά­τια του γιά πο­λύ, τόν ἥ­λι­ο καί τό θά­να­το. Μπο­ροῦ­με σ’ αὐτά νά προ­σθέ­σω­με ἄλ­λο ἔ­να­—­τον κό­σμο ὅπως τόν εἶδεν ὁ Εὐ­ρι­πί­δης. Ἄν ὁ κό­σμος πραγ­μα­τι­κά εἶναι ὅπως μᾶς τόν δεί­χνει στήν Ἑ­κά­βη, στίς Τρω­ά­δες, τόν Ἴ­ω­να, τήν Ἠ­λέ­κτρα, τόν Ἱπ­πό­λυ­το, τό­τε εἶναι κα­λύ­τε­ρο νά κλεί­σω­με τά μά­τια μας ἤ νά βά­λω­με γυα­λιά, πού νά χρω­μα­τί­ζουν τά πράγ­μα­τα πι­ό εὐ­χά­ρι­στα.

Αὐ­τό ἔ­νι­ω­σε ὁ τέ­ταρ­τος αἰώνας. Ὑ­πό­φε­ρε ἀ­πό τίς κοι­νές ἀ­κο­λου­θί­ες τοῦ κρι­τι­κοῦ ἀ­γνω­στι­κι­σμοῦ. Ὄ­χι ἀ­πό ἰ­δι­αί­τε­ρη κακο­ή­θει­α, (ὁ σκε­πτι­κι­σμός καί τό ἔγ­κλη­μα δέν κρα­τι­οῦν­ται ἀ­ναγκα­στι­κά ἀ­πό τό χέ­ρι, οὔ­τε ἕ­νας ἄ­θε­ος κό­σμος εἶ­ναι πάν­τα ἀ­νἠθι­κος κό­σμος), ἀλ­λά ἀ­πό ἀ­πο­νάρ­κω­ση. Κου­ρά­στη­καν οἱ ἄν­θρωποι κυ­νη­γών­τας μί­α ἀ­λή­θει­α πού πο­τέ δέν τήν ἔ­βρι­σκαν, ἐ­πιδι­ώ­κον­τας κά­τι πού τό­σο πολ­λή προ­σπά­θει­α ζη­τᾶ καί τό­σο πο­λύ μό­χθο φέρ­νει καί ὅμως προ­σφέρ­νει τό­σο μι­κρά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα. Σι­γά σι­γά τούς ἔ­πια­σε τρό­μος γιά τό χρέ­ος πού εἶ­χαν ἀ­ναλά­βει· ὅταν σκέ­φτων­ται αὐτά τά πράγ­μα­τα, τούς πιά­νει με­γά­λη ὀ­δύ­νη καί λο­ξο­δρο­μοῦν σέ εὐ­κο­λώ­τε­ρα μο­νο­πά­τια. Ἡ ἀ­νώ­τε­ρη λο­γο­τε­χνί­α κα­τα­πιά­νε­ται μέ τή σπου­δή χα­ρα­κτή­ρων ἀν­τί νά δί­νη τό πρό­σω­πο τῆς δρά­σης, ἤ ἐ­πι­δι­ώ­κει αἰ­σθη­τι­κά ἀ­πο­τε­λέσμα­τα μι­λών­τας πο­λύ γιά τέ­χνη γιά τήν τέ­χνη· μι­ά ἀν­τί­στοι­χη με­τα­βο­λή ἔρ­χε­ται στή στά­ση τῶν μορ­φω­μέ­νων ἀνθρώπων ἀ­πέναν­τι τῆς ζω­ῆς. Με­γα­λώ­νει μι­ά γε­νε­ά πού παίρ­νει ἀ­πά­νω της λί­γους κιν­δύ­νους καί κά­νει λί­γες προ­ό­δους, πού εἶ­ναι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νη μέ «μέ­τρι­α ἁρ­μο­δι­ό­τη­τα» σέ ζη­τή­μα­τα δι­α­νό­η­σης ἀ­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρο πα­ρά σέ οἰ­κο­νο­μι­κά. Τό σφρί­γος τό ἀν­τι­κα­θι­στᾶ ἡ δε­ξι­ο­τε­χνί­α καί τή ζω­ή ὁ λε­πτε­πί­λε­πτος ἔ­λεγ­χός της. Οἱ ἰ­δέ­ες μιᾶς τέ­τοιας κοι­νω­νί­ας εἶναι γε­νι­κά καλ­λι­ερ­γη­μέ­νες, ἀλ­λά τό ἐ­πί­θε­το αὐ­τό δέ δεί­χνει ὑ­ψη­λό ἐ­πί­πε­δο ἀν­θρω­πό­τη­τας. Γιά τέ­τοιο εἶ­δος κοι­νω­νί­ας γρά­φτη­κε ἡ κω­μῳ­δί­α, ἄν ἐν­νο­οῦ­με μέ τή­υ κω­μῳ­δί­α, ὄχι τήν τρα­χιά ζω­η­ρό­τη­τα τοῦ Ἀ­ρι­στο­φά­νη, ἀλ­λά τό λε­πτό πνεῦ­μα τοῦ Μέ­ναν­δρου ἤ τοῦ Μο­λι­έ­ρου ἤ τοῦ Κον­γκρήβ ἤ τή σύγ­χρο­νη Γαλ­λι­κή κω­μω­δί­α.

Αὐ­τός ὁ λό­γος κά­νει τή Νέ­α Κω­μω­δί­α τό­σο ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κή του τέ­ταρ­του αἰώνα, πού εἶναι τό ση­μαν­τι­κό­τε­ρο λο­γο­τε­χνι­κό προ­ϊ­όν του. Ὁ Μέ­ναν­δρος εἶναι ὁ νέ­ος Εὐ­ρι­πί­δης. Δι­δά­χτη­κε ἀ­πό τό με­γά­λο προ­κά­το­χό του τήν ἐξιδανίκεψη τοῦ χαρακτήρα τῆς γυ­ναί­κας, τό ἐν­δι­α­φέ­ρον γιά τήν κοι­νή ζω­ή, καί ἕ­να ἐ­κλε­κτό ὕ­φος. Ἀλ­λά ἄ­φη­σε νά τοῦ πέ­ση ἡ βα­θι­ά σο­βα­ρό­τη­τα τοῦ δα­σκά­λου του. Ἡ τρα­γω­δί­α ξέ­πε­σε σέ κω­μω­δί­α, ἡ γε­μά­τη πά­θος ἀ­να­ζή­τη­ση τῆς ἀ­λή­θει­ας σέ μι­ά φαι­δρή κρι­τι­κή τοῦ κοι­νοῦ νοῦ. Οἱ ἥ­ρω­ες καί οἱ ἡ­ρω­ί­δες δί­νουν τή θέ­ση τους σέ ἑ­ταῖρες καί γε­λω­το­ποι­ούς, σέ μα­γεί­ρους καί δού­λους· καί τά τρα­γι­κά πά­θη, ὁ Ἱπ­πό­λυ­τος πού πε­θαί­νει καί ὁ τυ­φλός Οἰ­δί­πο­δας δί­νουν τή θέ­ση τους στά δά­κρυ­α τῶν ἀ­πο­γο­η­τευ­μέ­νων ἐ­ρα­στῶν καί τό στο­μα­χό­πο­νο πει­να­σμέ­νων πα­ρα­σί­των. Τό ἰ­δε­ῶ­δες του Μέ­ναν­δρου εἶ­ναι ἡ ἄ­νε­τη ἡ ἀν-ἡ­ρω­ι­κή ζω­ή—τό ἰ­δεῶ­δες του ἀ­στοῦ, γιά ἀ­κό­λα­στη ζω­ή στά νιά­τα καί ἐν­τι­μό­τη­τα μέ πο­λύ­φερ­νη γυναίκα ὅταν θά εἶ­ναι με­σό­κο­πος.

Ὑ­πῆρ­χαν ἀ­ναμ­φί­βο­λα στήν Ἀθήνα ἐ­ξο­χώ­τε­ρα καί πι­ό δρα­στή­ρι­α πνεύ­μα­τα ἀ­πό τό Μέ­ναν­δρο: ἀλ­λά καί αὐ­τά πα­θαί­νουν μι­ά με­τα­βο­λή πα­ρακ­μῆς Ἡ δρά­ση ἀρ­χί­ζει νά χω­ρί­ζε­ται ἀ­πό τή σκέ­ψη, καί ἐμ­φα­νί­ζε­ται τό­τε μι­ά τά­ξη στο­χα­στῶν πού θέ­λουν νά εἶ­ναι μό­νο θε­α­τές τῆς ζω­ῆς· οἱ κα­λύ­τε­ροι ἀπ’ αὐ­τούς πι­στεύ­ουν στή σο­φί­α τῶν θε­ω­ρι­ῶν, ἀλ­λά μό­νο ἀ­δύ­να­τη προ­σπά­θει­α κα­τα­βάλ­λουν γιά νά τίς ἐ­πι­βάλ­λουν στόν κό­σμο, Οἱ χει­ρό­τε­ροι πά­λι εἶναι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νοι νά ἀ­να­με­τρο­ῦν καί νά ἀ­πο­τιμο­ῦν πλῆ­θος θε­ω­ρί­ες χω­ρίς νά πι­στεύ­ουν κα­μι­ά καί χω­ρίς, ἀ­κό­μη λι­γό­τε­ρο, νά ἐ­φαρ­μό­ζουν κα­μι­ά. Εἶ­ναι ἀ­δύ­να­το νά μήν αἰ­σθαν­θῆ κα­νείς, δι­α­βά­ζον­τας τόν Ἀ­ρι­στο­τέ­λη, ὅτι, ἐνῶ οἱ πο­λι­τι­κές του θε­ω­ρί­ες ξε­κί­νη­σαν γιά νά ὑ­πη­ρε­τή­σουν πραγ­μα­τι­κή ἀ­νάγ­κη, ἐν τού­τοις μέ­νει ἱ­κα­νο­ποι­η­μέ­νος μέ τό ὅτι δη­μι­ούρ­γη­σε τήν ἰ­δα­νι­κή πο­λι­τεί­α του, καί σχε­δόν ἀ­δι­ά­φο­ρος γιά τή με­τα­τρο­πή της σέ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πά­νω στή γῆ. Ζῆ μᾶλ­λον γιά νά γνω­ρί­ζη πα­ρά γιά νά κά­νη τή γνώ­ση του ἀ­πο­τε­λε­σματική. Καί ὁ Πλά­των ἀ­κό­μη, πού βα­θι­ά ἄγ­γι­ξαν τήν ψυ­χή του οἱ ἀ­νάγ­κες τῆς ἐ­πο­χῆς του, δέ­χε­ται καρ­τε­ρι­κά τήν ἄ­πο­ψη ὅτι ἡ ἰ­δα­νι­κή πο­λι­τεί­α του πρέ­πει νά μέ­νη στά σύν­νε­φα. Βλέ­πει, πο­λύ κα­θα­ρά, μα­ται­ό­τη­τα στήν ἀν­θρώ­πι­νη προ­σπά­θει­α, ἀ­κό­μη καί ὅταν πο­λύ ἔ­χη ἐ­πιτύ­χει, καί εἶναι ἀ­νυ­πό­μο­νος καί ἀ­η­δι­α­σμέ­νος ἀ­πό τήν ἀρ­γήν ὁ­δοι­πο­ρί­α καί ἀ­πό τους ἀ­κα­τέρ­γα­στους καί λα­σπω­μέ­νους δρό­μους. Γι’ αὐ­τό ἀ­φή­νει τή γῆ καί ἐ­πι­τρέ­πει στόν ἑαυτό του νά πλα­νι­έ­ται στόν κα­θα­ρό καί ἀ­νεμ­πό­δι­στο αἰ­θέ­ρα τοῦ νο­ῦ,

ἀ­ε­ρο­βα­τῶν καί πε­ρι­φρο­νῶν τόν ἥ­λι­ον,

ὅπως ὁ Ἀ­ρι­στο­φά­νης[41], πρίν ἀ­πό μί­α γε­νε­ά, εἶ­πε γε­μά­τος κα­τα­φρό­νη­ση γιά τούς ἀν­θρώ­πους αὐ­τοῦ του εἴ­δους, καί χτί­ζει τά ἀ­έ­ρινα πα­λά­τια του ἐκεῖ ὅπου κα­νείς δέν μπο­ρεῖ νά ἐμ­πο­δί­ση ἤ νά μο­λύ­νη, ἤ νά κα­τα­στρέ­ψη.

Ὁ κα­τό­πιν αἰώνας ἔ­φε­ρε μι­ά ἀ­να­γέν­νη­ση, καί ἡ φι­λο­σο­φί­α ἀ­κό­μη μι­ά φο­ρά ἔ­γι­νε ἠθική: κι οὔ­τε ἔ­χει ἡ ἱ­στο­ρί­α πολ­λά πε­ρι­στα­τι­κά πε­ρισ­σό­τε­ρο ἄ­ξι­α θαυ­μα­σμοῦ ἀ­πό τή Στω­ι­κή καί Κυ­νι­κή προ­σπά­θει­α γιά τή σω­τη­ρί­α τῆς ἀν­θρω­πό­τη­τας μέ τήν ἀ­ρε­τή. Ἴ­σως σή­με­ρα ὀ­φεί­λο­με πε­ρισ­σό­τε­ρα σ’ αὐ­τές τίς ἐποχές πα­ρά στήν πρώ­ι­μη Ἑλ­λά­δα. Ἀλ­λά ὁ νέ­ος κό­σμος δέν ἦ­ταν πο­τέ ἐν­τε­λῶς ὅπως ὁ πα­λαι­ός. Ἡ ἀρ­χαί­α Ἑλ­λά­δα εἶ­χε γιά πάν­τα χά­σει δυ­ό πράγ­μα­τα­—­την ἐ­λευ­θε­ρί­α καί τή δό­ξα τῆς πρώ­της της λο­γο­τε­χνί­ας.
--------------------------------
[1] Burnet, Early Greek Philosophy, p. 49. Ἀριστοτέλης Μεταφυσ. A. 3. 983b. 30

[2] Πλάτων, Πρωταγόρας, 313, 316, 317.

[3] Ἕνα ἀπό τά λίγα ἀποσπάσματα τοῦ Πρωταγόρα πού σώζονται

[4] Πλάτων, Πρωταγόρας 318, Γοργίας 451.

[5] Πλάτων, Πρωταγ. 318.

[6] De orotore I, 148 — 59. Orator, 11 — 19.

[7] Θουκ. 3. 37, 3 — 5.

[8] 3. 82,2;

[9] 3. 82 κ. ε. Τά θέ­μα­τα πού ἀ­νάφε­ρα πά­ρα πά­νω τά πῆ­ρα ἀ­πό τό λό­γο τῶν Μυ­τι­λη­ναί­ων στή Σπάρ­τη (3. 9 κ. ε.), τό λό­γο τοῦ Κλέω­να γιά τήν ἠ­θι­κή τῆς ἡ­γε­μο­νί­ας (3. 37 κ. ε.), τήν ἀ­πάν­τη­ση τοῦ Δι­ο­δό­του (σ­τό ἴ­διο μέ­ρος), τούς λό­γους τοῦ Πε­ρι­κλῆ (2. 60 κ. ε.) καί τοῦ Ἀλ­κι­βι­ά­δη (6. 16 κ. ἑ.).

[10] Ἡ ἀ­μοι­βή τοῦ Εὐή­νου ἦ­ταν 5 μναί (Πλά­των, Ἀ­πολ. 20). Ὑπολογίζω τήν ἀ­ξί­α τοῦ νο­μί­σμα­τος τοῦ πέμ­πτου αἰώ­να δέ­κα φο­ρές με­γα­λύ­τε­ρη ἀ­πό τή ση­με­ρι­νή.

[11] Πρόσωπο τῆς Ἀγγλικῆς λαϊκῆς φαντασίας. Αρχηγός πονηρῶν πνευμάτων, σάν αὐτά πού παρουσιάζει ὁ Σαίξπηρ στό Ὄνειρο τῆς καλοκαιρινῆς νύχτας. 

[12] Πλάτων, Συμπόσιο, 220. Τό ἑπόμενο χωρίο εἶναι ἀπό το πρῶτο βιβλίο τῆς Πολιτείας (331C κ.ἑ.).

[13] Ἡ συζήτηση τῆς «Πολιτείας» δέν ἔγινε στην Ἀθήνα ἀλλά στό σπίτι τοῦ Κεφάλου, τοῦ πατέρα τοῦ Λυσία, στόν Πειραιᾶ. 

[14] Πλά­των, Φαί­δων 9l ad.

[15] Burnet's History of his Own Times.

[16] Πλάτων, Γοργίας, 458 α.

[17] Πλάτων, Κριτίας 106

[18] Ξενοφ. Ἀπομνημ. I, 1, 16.

[19] Πλάτων, Ἀπολογία, 29d — 31.

[20] Ξε­νοφ. Ἀ­πο­μνημ. I, 1, 10.

[21] Μή­δει­α 844. Τά λό­γι­α αὐ­τά θά ἦ­ταν θαυ­μά­σι­ο μότ­το γιά Πα­νε­πι­στή­μι­ο.

[22] Στή­βεν­σον, γιά τόν Ἐρ­μπερτ Σπέν­σερ, στό ἔρ­γο του: Ἡ ἐ­πί­δρα­ση τῶν βι­βλί­ων.

[23] Μίλ­των, Ἐ­πι­στο­λή γιά τήν Παι­δεί­α, καί Comus. Ἤ ἀ­πόδο­ση τῶν στί­χων τοῦ Μίλ­τω­να ἀ­πό τό Θράς. Σταύ­ρου.

[24] Βλέ­πε Εὐρ­ιπίδ. Ἠ­λε­κτρα 101 1—50, ὅπου ἤ Κλυ­ται­μνή­στρα δι­α­τυ­πώ­νει αὐ­τές τίς κα­τη­γο­ρί­ες ἐ­ναν­τίον τοῦ Ἀ­γα­μέ­μνο­να καί ἔ­τσι δι­και­ο­λο­γεῖ τή δι­κή της δι­α­γω­γή.

[25] Ἰ­φι­γέ­νει­α ἐν Ταύ­ροις 285 κ.ε. Ἡ μα­νί­α τοῦ Ὀ­ρε­στη εἶ­ναι κα­θα­ρά φυ­σι­κό πράγ­μα καί στά τρί­α ἔρ­γα τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη, στά ὁ­ποῖ­α τήν πα­ρου­σιά­ζει, τήν Ἠ­λε­κτρα, τόν Ὀ­ρέ­στη καί τήν Ἰ­φι­γέ­νει­α ἐν Ταύροις. Εἶναι ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το, ὅτι στίς «Χο­η­φό­ρους» οἱ πα­ρι­στά­με­νοι δέ βλέ­πουν τίς Ἐ­ρι­νύ­ες (στ. 1061).

[26] Ὀ­ρέ­στης, 34 κ. ἑ. 255 κ. ἑ.

[27] Τρω­ά­δες, 994—97: βλέ­πε τούς στί­χους 969—1032.

[28] Ὅ­λες τίς λε­πτο­μέ­ρει­ες γιά τήν Ἑ­λέ­νη τίς πῆ­ρα ἀπό τόν Ὀ­ρέ­ο­τη, 128, 1112, 1430 καί τόν Κύ­κλω­πα 182—5. Εἶ­ναι ἀ­ξι­οση­μεί­ω­το, ὅ­τι ἡ Ἑ­λέ­νη κλη­ρο­νο­μεῖ τή μα­ται­ο­δο­ξί­α της ἀ­πό τήν Κλυ­ται­μνή­στρα (Ἠ­λέ­κτρα, 1071) καί τήν κλη­ρο­δο­τεῖ στήν κό­ρη της Ἐρμι­ό­νη (Ἀν­δρο­μά­χη, 147 κ. ε.). Ὁ Εὐ­ρι­πί­δης θε­ω­ρεῖ τήν «ἁβροφροσύνην» σάν κλη­ρο­νο­μι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της οἰ­κο­γέ­νει­ας, (Ὀ­ρε­στης, 349)

[29] 'Ὁ κα­θη­γη­τής Μάρ­ρε­ϋ στή με­τά­φρα­ση τῶν «Τρω­ά­δων» το­νί­ζει, ὅτι αὐ­τή εἶ­ναι ἤ ση­μα­σί­α του.

[30] Στήν Ἠ­λε­κτρα καί τόν Ἴ­ω­να.

[31] Βλέ­πε τήν πραγ­μα­τεί­α τοῦ Βέρ­ραλ γιά τόν Ὀ­ρέ­στη στο ἔρ­γο του «Τέσ­σε­ρεις τρα­γῳ­δί­ες τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη»

[32] Στήν «Ἀν­δρο­μά­χη» καί τόν «Ὀ­ρε­στη».

[33] Ἴων, 887 — 91.

[34] Ἴ­ων, 936 — 7, 939 941, 946 — 961

[35] Ἴ­ων, 264

[36] Ὅ­σα προ­η­γοῦν­ται δέν εἶ­ναι, φυ­σι­κά, οὔ­τε ἀ­πό­πει­ρα γιά ἕ­να πλή­ρη ἀ­πο­λο­γι­σμό τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη, πού εἶ­χε καί ἄλ­λες ἰ­δι­ό­τη­τες ἐ­κτός ἀ­πό τόν κρι­τι­κό νο­ῦ. Ὅ­πως μέ τόν Πίν­δα­ρο καί τόν Ἡ­ρό­δο­το στό πέμ­πτο κε­φά­λαι­ο καί μέ τόν Πλά­τω­να στό ἕ­βδο­μο, ἀ­σχο­λή­θη­κα μό­νο μ’ ἐ­κεῖ­νες τίς πλευ­ρές του πού ἐ­ξει­κο­νίζουν τήν ἰ­δι­αί­τε­ρη ἄ­πο­ψή μου.

[37] Πρό­κει­ται γιά τό Θω­μᾶ τόν Ἀ­κι­νά­το, τό με­γά­λο ἀ­ρι­στο­τε­λι­κό φι­λό­σο­φο καί θε­ο­λό­γο τῆς Κα­θο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας.

[38] Τό­σο με­γά­λη σει­ρά πραγ­μά­των ἀ­νοί­γε­ται καί ὅ­λο τό μέλ­λον σπεύ­δει πρός τό φῶς.

[39] Ξ­ε­νοφ Ἀπο­μνημ. 3. 5. 7 κ. ἑ.

[40] Αἰ­σχίν. Κα­τά Κτησιφ. 178

[41] Νε­φέ­λαι 225.