Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Κύκλωψ (316-355)

ΚΥ. ὁ πλοῦτος, ἀνθρωπίσκε, τοῖς σοφοῖς θεός,
τὰ δ᾽ ἄλλα κόμποι καὶ λόγων εὐμορφία.
ἄκρας δ᾽ ἐναλίας αἷς καθίδρυται πατὴρ
χαίρειν κελεύω· τί τάδε προυστήσω λόγωι;
320 Ζηνὸς δ᾽ ἐγὼ κεραυνὸν οὐ φρίσσω, ξένε,
οὐδ᾽ οἶδ᾽ ὅτι Ζεύς ἐστ᾽ ἐμοῦ κρείσσων θεός.
οὔ μοι μέλει τὸ λοιπόν· ὡς δ᾽ οὔ μοι μέλει
ἄκουσον· ὅταν ἄνωθεν ὄμβρον ἐκχέηι,
ἐν τῆιδε πέτραι στέγν᾽ ἔχων σκηνώματα,
325 ἢ μόσχον ὀπτὸν ἤ τι θήρειον δάκος
δαινύμενος, εὖ τέγγων τε γαστέρ᾽ ὑπτίαν,
ἐπεκπιὼν γάλακτος ἀμφορέα, πέπλον
κρούω, Διὸς βρονταῖσιν εἰς ἔριν κτυπῶν.
ὅταν δὲ βορέας χιόνα Θρήικιος χέηι,
330 δοραῖσι θηρῶν σῶμα περιβαλὼν ἐμὸν
καὶ πῦρ ἀναίθων, χιόνος οὐδέν μοι μέλει.
ἡ γῆ δ᾽ ἀνάγκηι, κἂν θέληι κἂν μὴ θέληι,
τίκτουσα ποίαν τἀμὰ πιαίνει βοτά.
ἁγὼ οὔτινι θύω πλὴν ἐμοί, θεοῖσι δ᾽ οὔ,
335 καὶ τῆι μεγίστηι, γαστρὶ τῆιδε, δαιμόνων.
ὡς τοὐμπιεῖν γε καὶ φαγεῖν τοὐφ᾽ ἡμέραν,
Ζεὺς οὖτος ἀνθρώποισι τοῖσι σώφροσιν,
λυπεῖν δὲ μηδὲν αὑτόν. οἳ δὲ τοὺς νόμους
ἔθεντο ποικίλλοντες ἀνθρώπων βίον,
340 κλαίειν ἄνωγα· τὴν ‹δ᾽› ἐμὴν ψυχὴν ἐγὼ
οὐ παύσομαι δρῶν εὖ, κατεσθίων γε σέ.
ξένια δὲ λήψηι τοιάδ᾽, ὡς ἄμεμπτος ὦ,
πῦρ καὶ πατρῶιον τόνδε χαλκόν, ὃς ζέσας
σὴν σάρκα διαφόρητον ἀμφέξει καλῶς.
345 ἀλλ᾽ ἕρπετ᾽ εἴσω, τοῦ κατ᾽ αὔλιον θεοῦ
ἵν᾽ ἀμφὶ βωμὸν στάντες εὐωχῆτέ με.
ΟΔ. αἰαῖ, πόνους μὲν Τρωϊκοὺς ὑπεξέδυν
θαλασσίους τε, νῦν δ᾽ ἐς ἀνδρὸς ἀνοσίου
ὠμὴν κατέσχον ἀλίμενόν τε καρδίαν.
350ὦ Παλλάς, ὦ δέσποινα Διογενὲς θεά,
νῦν νῦν ἄρηξον· κρείσσονας γὰρ Ἰλίου
πόνους ἀφῖγμαι κἀπὶ κινδύνου βάθρα.
σύ τ᾽, ὦ φαεννὰς ἀστέρων οἰκῶν ἕδρας
Ζεῦ ξένι᾽, ὅρα τάδ᾽· εἰ γὰρ αὐτὰ μὴ βλέπεις,
355 ἄλλως νομίζηι Ζεὺς τὸ μηδὲν ὢν θεός.

***
ΚΥΚ. Άκου, ανθρωπάκο!
Μυαλωμένος άμα είσαι, για θεό θα ᾽χεις το χρήμα·
τ᾽ άλλα είν᾽ όλα φούμαρα και όμορφες κουβέντες.
Τα θαλασσινά ακρωτήρια που ᾽ναι του πατέρα μου έδρα
τί τα θες και τα σκαλίζεις; Άσ᾽ τα να πάνε στο καλό.
320 Ξένε, του Δία ο κεραυνός εμέ δεν με τρομάζει,
ούτε και νιώθω γω τον Δία για θεό πάνω από μένα.
Όλα τ᾽ άλλα δεν με μέλουν· κι άκου τώρα το γιατί:
όταν βρέχει ο ουρανός και καντάρια κατεβάζει,
μένω εγώ στο σπιτικό μου, στη στεγνή μου τη σπηλιά,
325 ψήνω κάνα μοσχαράκι γιά καν᾽ άγριο θηρίο,
τρώγω, κι ανασκελωμένος στην κοιλιά μου μέσα ρίχνω
γάλα —έναν αμφορέα, άσπρο πάτο τονε πίνω—
και του Δία τις βροντές παραβγαίνω με τη χούφτα
που βροντώ μετά μανίας μέσ᾽ από το σώβρακό μου.
Κι άμα πιάσει να φυσήξει ο βοριάς, και ρίξει χιόνι,
330 κουκουλώνομαι καλά σε τομάρια από θεριά,
το μαγκάλι μου τ᾽ ανάβω, και το χιόνι δεν με μέλει.
Η γη, θέλοντας και μη, το χορτάρι της γεννά, να παχύνουνε τα ζα μου,
που τα σφάζω για θυσία μοναχά στην αφεντιά μου —στους θεούς με τίποτα—
335 κι απ᾽ τους θεούς ο πιο τρανός είν᾽ η στομαχάρα μου!
Ό,τι φάμε κι ό,τι πιούμε κάθε μέρα — αυτό είν᾽ ο Δίας
για μας που ᾽χουμε μυαλό· στα κομμάτια οι σκοτούρες!
Κι όσοι φτιάχνουνε τους νόμους και τον βίο των ανθρώπων
340 πιο περίπλοκο τον κάνουν — τον κακό και τον ψυχρό τους.
Εγώ πάντως δεν θα πάψω να γλεντώ, να φχαριστιέμαι
—και να σε καταβροχθίζω.
Κι όσο για τα φιλέματα που ο οικοδεσπότης,
άμα θέλει να ᾽ν᾽ εντάξει, στους φιλοξενούμενούς του δίνει,
έχω εδώ γερή φωτιά και καζάνι χάλκινο, πατρογονικό μου,
να τυλίξει μια χαρά —πανωφόρι ασήκωτο—
το κορμί σου ολόκληρο και να σου το ζεματίσει.
345 Άντε τώρα μέσα εσείς, στον βωμό του σπιτικού
του θεού για να σταθείτε — και να με καλοταΐστε!
ΟΔΥ. Αλίμονό μου, υπόμεινα τόσα και τόσα βάσανα
στον πόλεμο τον Τρωικό, κι άλλες τόσες φουρτούνες,
κι έφτασα τώρα κι άραξα σε ανθρώπου ανόσιου την καρδιά,
καρδιάν ωμή κι αλίμενη, κι έδεσα το καράβι.
350 Παλλάδα μου, Καλή Θεά και Δέσποινα Διογέννητη,
βάλε τώρα το χέρι σου· πιο πάνω κι απ᾽ τον Τρωικόν
ο μόχθος ο σημερινός, κι ο κίνδυνος καραδοκεί.
Κι εσύ που ᾽χεις το σπίτι σου στα φωτεινά τ᾽ αστέρια
Δία των Ξένων, δες κι εμέ· γιατί αν δεν τα βλέπεις τούτα,
355 μάταιο τ᾽ όνομά σου —«θεός»— και τίποτα δεν είσαι.
(Μπαίνουν στο σπήλαιο)

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Τα μυστικά της γραφής

3.4.3 Πότε γεννήθηκε η γλώσσα


Εδώ όμως χρειάζεται να ανοίξουμε μια παρένθεση. Μπορεί κανείς να θέσει, δικαιολογημένα, το ερώτημα: μα πώς ξέρουμε ότι αυτοί οι απώτατοι πρόγονοί μας διέθεταν λόγο; Δεν το ξέρουμε, βέβαια, άμεσα αλλά μπορούμε να το υποθέσουμε κάνοντας τον εξής απλό συλλογισμό. Λέγαμε ότι η παρουσία των πρώτων εργαλείων δηλώνει ότι βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ον που έχει τη μοναδική ικανότητα να προνοεί, να σκέφτεται από πριν και να προγραμματίζει. Ένα τέτοιο ον (ο άνθρωπος) δεν μπορεί παρά να διαθέτει, και σε αυτή την παμπάλαια εποχή, κάποιο είδος λόγου. Και αυτό γιατί, όπως λέγαμε στο πρώτο κεφάλαιο, στα «Μυστικά της γλώσσας», οι λέξεις που συγκροτούν τη γλώσσα διαφέρουν από το γάβγισμα του σκύλου ή την κραυγή που βγάζουμε όταν πονάμε στο ότι δεν είναι αντιδράσεις σε άμεσα ερεθίσματα αλλά περιγραφές, και μάλιστα γενικές περιγραφές του κόσμου.

Αυτό, άλλωστε, το βεβαιώνει και το πρώτο λεξικό ή η πρώτη εγκυκλοπαίδεια που θα ανοίξουμε. Ο ορισμός της σημασίας μιας λέξης είναι πάντα, όπως λέμε, μια γενική περιγραφή. Η λέξη κότα λ.χ. ορίζεται ως «είδος κατοικίδιου πτηνού κλπ., κλπ.». Η γλώσσα, λοιπόν, βασίζεται στη μοναδική ικανότητα του ανθρώπου να σκέφτεται τον κόσμο, και να τον περιγράφει, και όχι απλά να αντιδρά (όπως συμβαίνει με τα ζώα) στα ερεθίσματα που δέχεται από αυτόν. Η ύπαρξη εργαλείων σε αυτή την απώτατη χρονική περίοδο βεβαιώνει ότι το ον που τα κατασκευάζει μπορεί, πλέον, να σκέφτεται τον κόσμο: έχει «μέσα» στο κεφάλι του (και όχι «μπροστά» του, ως άμεσο ερέθισμα) τις συνθήκες μέσα στις οποίες θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσει το εργαλείο που φτιάχνει. Έχει επίσης «μέσα» στο κεφάλι του τη μορφή του εργαλείου που θέλει να φτιάξει - και η μορφή αυτή, βέβαια, είναι καθορισμένη από τις συνθήκες μέσα στις οποίες θα το χρησιμοποιήσει.

Ο παλαιολιθικός, λοιπόν, άνθρωπος του 2.000.000 π.Χ. έχει αρχίσει να σκέφτεται τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο που λειτουργεί η γλώσσα και τα νοήματά της: γενικά και όχι καθηλωμένα στο συγκεκριμένο ερέθισμα, στην άμεση εμπειρία. Γι' αυτό έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι, από τη στιγμή που εμφανίζονται τα πρώτα εργαλεία, υπάρχει και η γλώσσα. Εργαλεία και γλώσσα βασίζονται στις ίδιες νοητικές ικανότητες.

Όταν θα φτάσεις στην άκρη του γκρεμού κοίτα μη πέσεις

Έχεις παγώσει ολάκερος, το παράπονο σε πνίγει, το μυαλό σταμάτησε να σκέφτεται καθαρά και θόλωσε η σκέψη. Ένα γιατί σε πλημμυρίζει, φόβος και αβεβαιότητα φωλιάζουν μέσα σου και νομίζεις ότι δε μπορεί θα ξυπνήσεις από τον εφιάλτη που βιώνεις και καλείσαι να αντιμετωπίσεις. Κι όλα γύρω σου σου μοιάζουν τόσο δύσκολα και συνάμα ακατόρθωτα. Μα όταν θα φτάσεις στην άκρη του γκρεμνού κοίτα μην πέσεις.

Ο αέρας λυσσομανάει εκεί ψηλά, αισθάνεσαι την παγωνιά να σου διαπερνάει όλο το κορμί. Τα κύματα από κάτω φαντάζουν πελώρια, έτοιμα να σε παρασύρουν σε ένα δικό τους ξέφρενο και επικίνδυνο χορό και εσύ εκεί ψηλά να στέκεσαι ένα βήμα πριν την αβεβαιότητα της ζωής σου. Ξαπόστασε όσο κι αν χρειαστεί αλλά κοίτα μην πέσεις.

Όλα σκοτεινιάζουν τριγύρω σου, πιάνεται η ψυχή και τυλίγεσαι από το γκρίζο πέπλο της θλίψης σου. Σου κόβεται η ανάσα απο τον πόνο μα σαν θα φτάσεις στην άκρη του γκρεμνού κοίτα μη πέσεις.

Γαντζώσου χειροπόδαρα και πιάσου από κάπου, ανάσανε βαθιά και συλλογίσου. Σκέψου εκείνο το φως να ξεπροβάλλει μέσα στο σκοτάδι σου, αυτό που θα σου δώσει δύναμη να προχωρήσεις, να ξαναγεννηθείς, να ξαναονειρευτείς, και να ελπίσεις. Κάθισε όσο κι αν χρειαστεί αλλά κοίτα μην πέσεις.

Σκέψου εσένα, τη ζωή σου και μη τα παρατήσεις. Δε σου αρμόζει το λίγο και το μαύρο. Δεν σου αξίζει να αφεθείς δίχως να παλέψεις, δε σου αξίζει να χάσεις τη μάχη της δικής σου ζωής γιατί είσαι γενναίος πολεμιστής και το γνωρίζεις. Όταν θα φτάσεις στην άκρη του γκρεμού κοίτα μη πέσεις.

Όταν λέμε ότι ο χωρισμός πονάει το εννοούμε κυριολεκτικά

Υπάρχουν άνθρωποι που γεννήθηκαν για να συνυπάρχουν με ένα σύντροφο στη ζωή τους. Είναι εκείνοι που δεν μπορούν να φανταστούν τον εαυτό τους μόνο ποτέ. Και μόνο στην ιδέα του να νιώσουν τη μοναξιά ή την εμπειρία του χωρισμού παγώνει το αίμα τους. Καταρρέει ο κόσμος τους και μαζί με όλα τα υπόλοιπα γύρω τους, καταρρέουν κι οι ίδιοι. Έπειτα υπάρχουν κι εκείνοι που ίσως να μην είχαν πάντοτε αυτήν την εσωτερική ανάγκη, μέχρι που βρέθηκαν σε μια σχέση που έκανε τον χωρισμό να φαντάζει ανυπόφορος.

Ο χωρισμός, είτε έχει να κάνει με την απόρριψη που ενδέχεται να βιώσεις μέσα σε μια σχέση είτε με τον χωρισμό μέσα από ένα γάμο, έχει τη δική του βιοχημική αντίδραση αλλά κι επίδραση, τόσο στο μυαλό όσο και στο σώμα. Μπορεί να σου φανεί περίεργο, ίσως λιγάκι παρατραβηγμένο αλλά ο ψυχολογικός πόνος που βιώνει κάποιος όντας στη διαδικασία ενός χωρισμού ισοδυναμεί με το σωματικό πόνο που επέρχεται ενός σοβαρού ατυχήματος. Είναι πρόσκρουση ο χωρισμός, χωρίς αερόσακους. Είναι τράνταγμα έπειτα από ιλιγγιώδη ταχύτητα που σε αφήνει μουδιασμένο για καιρό. Έχουν πραγματοποιηθεί πολλές έρευνες από ψυχολόγους για να κατανοήσουν τις σκέψεις που περνούν από το μυαλό των ανθρώπων που βιώνουν τον χωρισμό σε όλες του τις διαστάσεις. Τα συμπεράσματα είναι καθόλα ανησυχητικά και χτυπάνε κόκκινα όσον αφορά στη συναισθηματική υγεία των ατόμων που θα το υποστούν.

Αν μπορούσαμε να βάλουμε λοιπόν το χωρισμό στο μικροσκόπιο, η εικόνα που θα είχαμε είναι εκείνη που θα έδειχνε μια τρελή κινητικότητα των συναισθημάτων. Μεταπτώσεις συναισθηματικές που προκαλούνται από τις ίδιες τις σκέψεις που θα κάνει το μυαλό. Σκεφτείτε πως μετά από έρευνες που έγιναν σε ανθρώπους κατά το χρονικό διάστημα που είχαν χωρίσει, οι επιστήμονες κατέληξαν στο ότι τα τμήματα του εγκεφάλου που σχετίζονται με το να αναγνωρίσουν το σωματικό πόνο, ενεργοποιούνταν κάθε φορά που «οι παθόντες» έφερναν στο μυαλό τους το χωρισμό που είχαν βιώσει. Η εγκεφαλική δραστηριότητα που έχει καταγραφεί δείχνει πως πρόκειται για μια πραγματικά επώδυνη διαδικασία. Τόσο οι αναμνήσεις όσο κι η νοσταλγία αυτών, είναι οι δυο καταιγιστικοί παράγοντες που δίνουν κάθε φορά τη χαριστική βολή σύμφωνα με τους ψυχολόγους. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο που μετά από ένα χωρισμό, οι περισσότεροι νιώθουν μια σωματική κόπωση, μια εξάντληση θα λέγαμε η οποία καταδυναστεύει οποιαδήποτε διάθεση υπάρχει για ζωή και συμμετοχή σε μια νέα καθημερινότητα.

Παράλληλα, οι άνθρωποι που έχουν βιώσει έστω για μία φορά το χωρισμό μέσα σε μια σχέση, θα αντιδράσουν με τον ίδιο τρόπο και σε επόμενο πιθανό χωρισμό, παρά τα μαθήματα που τους άφησε η πρότερη εμπειρία. Βλέπετε, κάθε χωρισμός είναι διαφορετικός, έχει τη δική του ταυτότητα, τη δική του ημερομηνία παραγωγής αλλά και τη δική του ημερομηνία λήξης. Γι’ αυτό το λόγο κανείς δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να παρέχει βιώσιμη συμβουλή συγκρίνοντας με κάποια δική του εμπειρία. Το μυαλό ενός ανθρώπου που βιώνει χωρισμό, είτε τον προκάλεσε είτε δεν τον περίμενε, αντιδρά με μία μόνο λέξη, πόνος. Πονάει όταν σκέφτεται, πονάει όταν θυμάται, πονάει ακόμη κι όταν αποκτήσει μια απόσταση από τα πράγματα με στόχο το να ξεχάσει. Πονάνε οι λέξεις που μπορεί να ειπώθηκαν και οι φράσεις που πιθανότατα ακούστηκαν. Πονάνε τα βλέμματα που από ένθερμα και φωτεινά ξέφτισαν και αλλοιώθηκαν. Πονάνε οι πράξεις που ακολουθούν τις αποφάσεις. Πονάνε όλα, κυριολεκτικά και αμετάκλητα.

Κι έπειτα από το σωματικό πόνο ακολουθεί ο ψυχικός. Κι εκεί αρχίζουν και χτυπάνε την πόρτα ένα σωρό ερωτήσεις κι αμφισβητήσεις του τύπου «μήπως δεν έπραξα σωστά;», «γιατί να γίνουν τα πράγματα έτσι;». Ένα αδιέξοδο γεμάτο από ερωτήματα που ψάχνουν να βρουν απάντηση κάνοντας ταυτόχρονα ζημιά στην όποια αυτοπεποίθηση έχει απομείνει. Στη φάση αυτή το μυαλό βιώνει τη θλίψη στην κυριολεκτική της έννοια. Αγανακτεί και δυσφορεί βλέποντας πως αδυνατεί να κάνει σκέψεις που θα αλλάξουν έστω και για λίγο το βαρύ κλίμα.

Ο χωρισμός λένε οι ειδικοί, μοιάζει κατά πολύ με την απεξάρτηση που θα έκανε κάποιος έπειτα από καταχρήσεις. Το μυαλό αποζητά τη θέρμη και το στόμα αποζητά τη ζάχαρη. Ακόμη και στην πιο αυστηρή διατροφή δικαιούσαι ελεύθερα γεύματα, ενώ στο χωρισμό όλα παύουν οριστικά. Κι έτσι η απεξάρτηση από τις αναμνήσεις κοινών στιγμών αποτελεί ένα μικρό, προσωπικό και καθημερινό, βασανιστήριο εωσότου όλα πάρουν το δρόμο τους. Υπάρχουν περιστατικά ανθρώπων που βίωσαν μια άρνηση σχετικά με τις υποχρεώσεις που είχαν καθημερινά, για παράδειγμα αρνούνταν να πάνε στη δουλειά τους. Άλλοι έπαψαν να νοιάζονται για την εμφάνισή τους ως άλλο μέσο αυτοτιμωρίας. Συμπτώματα όπως έλλειψη ύπνου, διαταραχές ύπνου αλλά και καταχρήσεις στις πιο τραγικές των περιπτώσεων, είναι φαινόμενα που ανησυχούν τους ειδικούς ως προς τις διεργασίες που κάνει ο εγκέφαλος σε μια ανάλογη φάση.

Αναμφίβολα ο χωρισμός είναι μια από τις δυσκολότερες φάσεις που καλείται να αντιμετωπίσει το ανθρώπινο μυαλό. Το θέμα όμως είναι πως πολλές φορές ο πόνος επηρεάζει τη σωστή κρίση. Η τάση για μεγέθυνση της θλίψης που θα υποδεχτεί το «πένθος» είναι δεδομένη για κάθε άνθρωπο που έχει βιώσει χωρισμό. Κι έτσι ο εγκέφαλος αντιλαμβάνεται την πλήρη καταστροφή και κατάρρευση, προκαλώντας ίσως παραπάνω πόνο από τα κανονικά επίπεδα προκειμένου να απασχοληθεί με κάτι άλλο πέραν τούτου.

Χωρισμός… καιρικό φαινόμενο χειμώνα με χαμηλές θερμοκρασίες και real feel υπό του μηδενός.

Λοκ, Χιουμ και Εμπειρισμός

Στην Αγγλία, ο Τζον Λοκ (1632-1704) ανατέ­θηκε κριτικά στην πίστη του Ντεκάρτ στο λόγο. Υποστήριξε πως αντί για τον αφηρημένο λόγο και τη σκέψη, έπρεπε να δώ­σουμε μεγαλύτερη βαρύτητα στην εμπειρία, στην ικανότητά μας να γνωρίζουμε τον κόσμο και να μαθαίνουμε μέσω των αισθήσεών μας.

Με τον Λοκ εγκαινιάζεται η μακρά παράδοση του βρε­τανικού εμπειρισμού, απορρίπτοντας την επίμονη καχυποψία απέναντι στις αισθήσεις, η οποία κυριαρχούσε στη Δύση πριν α­κόμη από τον Πλάτωνα.

Ο Λοκ υποστήριξε ότι «όλη η γνώση προέρχεται από τις αισθήσεις», σύντομα δε τον ακολούθησαν ο Ιρλανδός επίσκοπος Τζορτζ Μπέρκλεϊ [George Berkley] και ο Σκοτσέζος φιλόσοφος Ντέιβιντ Χιουμ [David Hume].

Ανατιθέμενος στον Ντεκάρτ, τον Σπινόζα και τον Λάιμπνιτς, αυτούς τους «ορθολογιστές» που υπέθεταν ότι το μυαλό αποτελεί μια μάλλον πλούσια και πολύπλοκη δομή, ο Λοκ ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν παρά «άγραφος χάρτης» ο οποίος γραφόταν από την ε­μπειρία στη διάρκεια της ζωής του ανθρώπου.

Οι ορθολογιστές υ­ποστήριζαν την ύπαρξη ενός σημαντικού αριθμού εγγενών ή «έμ­φυτων» ιδεών, λ.χ. τις ιδέες της ουσίας και του Θεού. Ο Λοκ, α­ντίθετα, υποστήριξε ότι το μυαλό μοιάζει περισσότερο με άδειο ντουλάπι το οποίο φωτίζεται μόνο από το φως που μπαίνει απ’ έξω.

Ο Άγγλος φιλόσοφος, ωστόσο, έκανε έναν συμβιβασμό όσον αφορά τον εμπειρισμό του σε δύο τουλάχιστον σημαντικά σημεία.

Πρώτον, υποχώρησε απέναντι στους μεταφυσικούς που κατέκρινε, αποδεχόμενος την ιδέα της αναγκαιότητας να μιλάμε για τα πράγματα καθεαυτά, πέραν της εμπειρίας που έχουμε γι’ αυτά. Θα υπέθετε κανείς ότι ο Λοκ, σύμφωνα με τη μέθοδό του, έπρε­πε να καταλήξει στο συμπέρασμα πως ό,τι είμαστε σε θέση να γνωρίσουμε είναι μόνο τα αισθητά χαρακτηριστικά ή «ιδιότητες» των πραγμάτων. Τούτο όμως θα δημιουργούσε ένα πρόβλημα: θα ήταν σαν να μην γνωρίζουμε καθόλου τα ίδια τα πράγματα, παρά μόνον συμπλέγματα χαρακτηριστικών. Ο Λοκ καταλήγει να συ­νάγει την ύπαρξη του πράγματος καθαυτό, στο βαθμό που είναι αδύνατο να υπάρχουν ιδιότητες οι οποίες δεν ανήκουν σε κάτι. Η θέση αυτή πλησιάζει επικίνδυνα στην έμφυτη ιδέα, μια παραδοχή, με άλλα λόγια, που δεν βασίζεται στην εμπειρία.

Ο Λοκ προχώρησε και σ’ έναν δεύτερο συμβιβασμό όταν διέκρινε δύο διαφορετικά είδη χαρακτηριστικών ή ιδιοτήτων: αυτές που αντιλαμβανόμαστε ως εγγενείς στο ίδιο το αντικείμενο, όπως το σχήμα ή τη μάζα του, κι εκείνες που αντιλαμβανόμαστε εμείς, από τα αποτελέσματα δηλαδή που έχουν τα πράγματα σ’ εμάς. Παράδειγμα των δεύτερων ιδιοτήτων είναι το χρώμα. Αυτές οι «δευτερογενείς» ιδιότητες (σε αντίθεση με τις πρωτογενείς ιδιό­τητες του σχήματος και της μάζας) εντοπίζονται «μέσα μας» αντί «εκεί έξω» στον κόσμο.

Εάν ωστόσο λάβει κανείς σοβαρά υπόψη του την επιχειρηματολογία του Λοκ, μπορεί να καταλήξει στο συ­μπέρασμα πως οτιδήποτε πέφτει στην αντίληψή μας, ουσιαστικά βρίσκεται στο μυαλό μας, μέσα μας. Δεν υπάρχει ούτε ανάγκη ού­τε δικαιολογία για να μιλάμε για τον κόσμο «εκεί έξω».Αυτό ακριβώς το συμπέρασμα έβγαλε από την επιμονή του Λοκ σε μια καθαρά εμπειρική μέθοδο και ο επίσκοπος Τζορτζ Μπέρκλεϊ (1632-1704).

Ο Μπέρκλεϊ δεν είχε κανένα σχεδόν πρόβλημα να υποθέσει πως δεν υπάρχει άλλος πραγματικός κό­σμος πέρα από τον κόσμο που βρίσκεται στο μυαλό μας. Ο κό­σμος δεν αποτελούσε παρά σύνθεση των ιδεών μας - θέση που έγινε αργότερα γνωστή ως ιδεαλισμός. Ως θρησκευτικός πα­ράγων, ο Μπέρκλεϊ είδε στην άποψη αυτή έναν τρόπο να τοποθε­τήσει τον Θεό στο επίκεντρο της φιλοσοφίας του. «Το να υπάρ­χεις συνίσταται στο να είσαι αντιληπτός», υποστήριξε, οτιδήποτε υπάρχει όμως γίνεται αντιληπτό όχι μόνο από τους ανθρώπους αλλά και από τον Θεό. Μπορούμε να διαπιστώσουμε εύκολα πόσο πολύ έμοιαζε η θέση του Μπέρκλεϊ ως προς το πνεύμα, αν όχι και τη μέθοδο, με τη «μοναδολογία» του Λάιμπνιτς.

Ο Ντέιβιντ Χιουμ (1711-1776) έκανε πασιφανείς όλες τις περίεργες συνέπειες του εμπειρισμού.

Η φιλοσοφία του Χιουμ συνίστατο σ’ έναν εξονυχιστικό σκεπτικισμό που όμοιος του δεν είχε υπάρξει από την αρχαιότητα. Ο Χιουμ ήταν ένας από τους λαμπρότερους οπαδούς του Διαφωτισμού, συγχρόνως όμως αναγνώριζε πως ο λόγος -τόσο με την έννοια της επιστημονικής μεθόδου όσο και με την ευρύτερη έννοια του ορθολογισμού- είχε υπερβεί τα όριά του. Θεωρούσε ότι ήταν πολλά που δεν μπορού­σε να επιτελέσει, βεβαιότητες στις οποίες δεν μπορούσε να οδη­γήσει, αποδείξεις που δεν ήταν σε θέση να δώσει.

Παραδόξως, ο σκεπτικισμός του Χιουμ αποτέλεσε το αντιπροσωπευτικότερο πα­ράδειγμα καθαρής αυτοεξεταστικής διαφωτιστικής σκέψης. Το συμπέρασμά του ήταν πως ακόμη και η αρτιότερη σκέψη δεν ήταν σε θέση να κάνει εκείνο που νόμιζαν ότι μπορούσε οι στοχαστές του Διαφωτισμού.Ο σκεπτικισμός του βασιζόταν σε μια σειρά δογμάτων τα ο­ποία είχαν εμφανιστεί στα πλαίσια της διαμάχης σχετικά με τη γνώση, διαμάχης που είχε υποχωρήσει μετά τον Μπέικον και τον Ντεκάρτ.

Ο Χιουμ ήταν δηλωμένος εμπειριστής. Όλη η γνώση, ε­παναλάμβανε, οφείλει να στηρίζεται στην εμπειρία. Δεχόταν επί­σης τη διάκριση μεταξύ της εμπειρίας και του κόσμου στον οποίο αυτή αναφέρεται. Στην περίπτωση αυτή όμως, μπορεί άραγε να θεμελιωθεί με εμπειρικό τρόπο η πίστη μας στον «εξωτερικό» κό­σμο; Όχι, ούτε όμως και με τη μέθοδο της επαγωγής μπορεί να γί­νει κάτι τέτοιο χωρίς να θεωρηθεί δεδομένο εκ των προτέρων το ίδιο το ζητούμενο.Ο Χιουμ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι βασικότερες παρα­δοχές, οι παραδοχές πάνω στις οποίες θεμελιώνεται η γνώση, εί­ναι αδύνατο να αποδειχτούν με το λόγο.

Ομοίως, στην περιοχή της ηθικής, ο σκεπτικισμός του κατέληγε στο ότι «δεν συνιστά πα­ραβίαση του λόγου το να προτιμήσω την καταστροφή του μισού κόσμου για να απαλλαγώ από μια σουβλιά στο μικρό μου δαχτυ­λάκι».

Ο λόγος δεν μπορεί να μας παρακινήσει να είμαστε ηθικοί. Τα συναισθήματά μας όμως μπορούν, και το κάνουν. Κάθε άν­θρωπος γεννιέται με μια φυσική ικανότητα για συμπάθεια και μια φυσική ροπή προς το χρήσιμο, με τις οποίες κατασκευάζο­νται, ανάμεσα σε άλλα, σε ιδέες μας για τη δικαιοσύνη και την κοινωνία.

Ο Χιουμ έτεινε στο νατουραλισμό, την άποψη πως ό,τι δεν μπορεί να κάνει ο λόγος το κάνει ούτως ή άλλως η φύση. Αν ο λόγος δεν είναι σε θέση να μας εγγυηθεί τη γνώση, η φύση μάς έχει εφοδιάσει με το κατάλληλο αισθητήριο ώστε να βρίσκουμε το δρόμο μας στον κόσμο. Αν ο λόγος δεν μπορεί να εγγυηθεί την ηθικότητα, η ανθρώπινη φύση μάς παρέχει τα κατάλληλα συναι­σθήματα ώστε να συμπεριφερόμαστε ορθά ο ένας στον άλλο. Αν όμως ο λόγος δεν μπορεί να θεμελιώσει την πίστη στον Θεό και τις θρησκευτικές προκαταλήψεις που τη συνοδεύουν, τότε τόσο το χειρότερο για τη θρησκεία.

Ο Χιουμ ήταν ένας αμετανόητος ά­θεος. Αν οι βαθυστόχαστοι τόμοι του σχολαστικισμού δεν είχαν κατορθώσει να παράσχουν ικανοποιητικά επιχειρήματα ή ορθές αποδείξεις για τις θρησκευτικές πίστεις, τότε «ρίχτε τους στην πυ­ρά», αποφαινόταν ο Χιουμ εξοργίζοντας τους θεολόγους. Ευτυ­χώς δεν πρότεινε την ίδια σκληρή αντιμετώπιση γι’ άλλες αναπό­δεικτες πεποιθήσεις, όπως για την πίστη στην ύπαρξη ενός «εξω­τερικού» κόσμου, την πίστη στην αναγκαιότητα της ηθικής, κ.ά. Μπορεί ο λόγος να είχε τα όριά του, τα συναισθήματά μας όμως κι ο φυσικός κοινός νους, που καλλιεργούνταν μέσω των κοινωνι­κών παραδόσεων, είχαν επίσης ισχύ και αξία. Ο Χιουμ μάς υπεν­θυμίζει (για μία ακόμη φορά) εκείνο που τόσο παραμελήθηκε κα­τά την αναζήτηση της λογικής βεβαιότητας, η οποία όρισε σε με­γάλο βαθμό τη σύγχρονη φιλοσοφία

Πώς θα επικοινωνείτε σωστά με τους άλλους

Σε έναν κόσμο με υψηλή τεχνολογία και υψηλό στρες, η ενεργητική ακρόαση είναι πολύτιμη όσο είναι και η βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων. Μάλιστα το ταλέντο της επικοινωνίας δεν το διαθέτουν όλοι αν και είναι ένα χαρακτηριστικό που μπορεί να απογειώσει τις σχέσεις και την καριέρα.

Οι άνθρωποι δίνουμε περισσότερη σημασία στα κινητά μας παρά στο άτομο που έχουμε δίπλα μας. Είναι γεγονός πως αυτό μας απομακρύνει από τους άλλους και μας απομονώνει. Παρόλα αυτά ποτέ δεν είναι αργά για να ακούσουμε πραγματικά τους άλλους και να επικοινωνήσουμε σωστά.

  • Όταν μιλάτε προσπαθήστε να είστε ακριβείς σ’ αυτό που λέτε και περιγραφικοί.
  • Αποφεύγετε να γενικεύετε (π.χ. ‘Ποτέ δεν ενδιαφέρθηκες για μένα’, ‘πάντα ήσουν τέτοιος’, ‘Πότε κοίταξες τις ανάγκες μου;’
  • Αποφεύγετε να υποθέτετε τι θέλει να πει ο άλλος, ή τι σκέφτεται
  • Αποφεύγετε να αναλύετε τα κίνητρά του/της
  • Μη χρησιμοποιείτε χαρακτηρισμούς
  • Εκφράστε την επιθυμία σας έτσι ώστε να έχει τη μορφή συγκεκριμένης πρότασης
  • Αυτό μπορεί να διευκολύνει την επίλυση του προβλήματος
  • (π.χ. ‘…Θα ήθελα να με κοιτάς όταν μου μιλάς, γιατί έτσι νιώθω ότι μου δίνεις περισσότερη σημασία’)
  • Bάλτε τον εαυτό σας στη θέση του άλλου, και σκεφτείτε με προσοχή πώς νιώθει, ή τι σκέφτεται για το θέμα.
  • Δείξτε κατανόηση και εκφράστε την αποδοχή σας στον άλλον:
  • -Με τον τόνο της φωνής σας,
  • -Την στάση του σώματός σας,
  • -Και τις εκφράσεις του προσώπου σας
  • -Με το να επαναλαμβάνετε αυτό που είπε ο άλλος πριν από σας, και κυρίως με -το να επαναλαμβάνετε τις πιο σημαντικές σκέψεις κι επιθυμίες του.
  • Διατυπώστε τις σκέψεις σας με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι φανερό ότι πρόκειται για τη δική σας γνώμη. (αντί να πεις: ‘παραμελείς το παιδί μας’, μπορείς να πεις: ‘Πιστεύω ότι το παιδί μας αισθάνεται παραμελημένο από σένα’. Αν διατυπώνεις τη γνώμη σου με τέτοιο τρόπο, είναι πιο πιθανό ο άλλος να αναρωτηθεί για ποιο λόγο έχεις τη συγκεκριμένη άποψη, ή να ακούσει προσεχτικά αυτό που λες.
  • Εκφράζετε τα συναισθήματά σας για το θέμα που συζητάτε, και αποφεύγετε γενικές αναφορές του τύπου: ‘Είμαι θυμωμένη μαζί σου’. Είναι προτιμότερο να πείτε: ‘Είμαι θυμωμένη μαζί σου γιατί πιστεύω ότι το παιδί μας νιώθει παραμελημένο από σένα’.
  • Όταν λέτε κάτι προσπαθήστε να δείχνετε και τα θετικά σας συναισθήματα στον συνομιλητή σας, εφόσον νιώθετε έτσι. Όταν ο άλλος γνωρίζει ότι ενδιαφέρεστε γι’ αυτόν –ανεξάρτητα από το παράπονο που εκφράζετε, ή τον θυμό σας για κάτι που συνέβη- αισθάνεται λιγότερο απειλημένος κι εχθρικός, και ίσως ενοχληθεί λιγότερο απ’ όσα πείτε.
  • Προσπαθήστε να είστε όσον είναι δυνατόν πιο ακριβείς και συγκεκριμένοι σ’ αυτό που λέτε. Όταν για παράδειγμα, περιγράφετε μια συμπεριφορά, αντί να πείτε: ‘Μου αρέσει να είσαι τρυφερή μαζί μου’, πείτε: ‘Μου αρέσει όταν μ’ αγκαλιάζεις και με φιλάς’.
  • Όταν θέλετε να εκφράσετε το παράπονό σας ότι ο άλλος δεν σας φιλά όταν φεύγει για την δουλειά, ή όταν γυρίζει στο σπίτι, αντί να του πείτε: ‘Ποτέ δεν με φιλάς’, είναι προτιμότερο να του πείτε: ‘Θα μου άρεσε όταν φεύγεις το πρωί για τη δουλειά να με φιλάς’, ή ‘θα μου άρεσε όταν γυρίζεις σπίτι να με φιλάς μόλις μπαίνεις’.
  • Όταν λέτε κάτι να είστε σίγουροι και ξεκάθαροι μέσα σας γι’ αυτό που θέλετε να πείτε. Το ίδιο σίγουροι πρέπει να είστε όταν ζητάτε από τον άλλον να συμπεριφερθεί με ένα συγκεκριμένο τρόπο. Πρέπει δηλαδή να είστε πρώτα εσείς ξεκάθαροι μέσα σας τι είδους πρέπει να είναι αυτή η συμπεριφορά, ώστε να δώσετε στον άλλον να καταλάβει τι ακριβώς ζητάτε.
  • Δείξτε συμπάθεια στον άλλον την ώρα που εκφράζετε τα συναισθήματα ή τις σκέψεις σας: Προτού αρχίσετε να εκφράζεστε, μπείτε στη θέση του άλλου και προσπαθήστε να φανταστείτε πώς θα νιώθει ακούγοντας αυτά που θέλετε να του πείτε, προσπαθήστε να φανταστείτε πόσο θα του κοστίσει να κάνει αυτό που του ζητάτε.
  • Τέλος, προσπαθήστε να δείξετε ότι κατανοείτε και τη δική του άποψη.
  • Αν κάνετε τα παραπάνω, είναι πιο πιθανό το άλλο άτομο να καταλάβει και να αποδεχτεί τα όσα λέτε. Να θυμάστε πάντα ότι για να σας δείξουν κατανόηση, πρέπει πρώτα να δείξετε εσείς κατανόηση!!…
  • (Παράδειγμα: Όταν θέλετε να προτείνετε στον σύντροφό σας να βγαίνετε έξω πιο συχνά, αντί να του πείτε: ‘Εγώ θέλω να βγαίνουμε πιο συχνά, αλλά εσύ δεν φαίνεται να με πολύ-υπολογίζεις…’, θα είναι πιο σωστό να πείτε: ‘Ξέρω ότι σου αρέσει να μένεις σπίτι, και ότι η κοινωνική ζωή δεν σου είναι τόσο απαραίτητη όσο σε μένα. Ξέρω επίσης, ότι προβληματίζεσαι με τα οικονομικά μας. Όμως εμένα θα μου ήταν ευχάριστο μια με δυο φορές το μήνα να πηγαίνουμε κάπου με φίλους και νομίζω ότι αυτό θα με βοηθούσε να νιώθω καλύτερα και πιο ευχαριστημένη’.
  • Είναι σημαντικό να εκφράζετε έγκαιρα τις επιθυμίες και τα συναισθήματά σας, ιδιαίτερα τα αρνητικά, προτού συσσωρευτούν μέσα σας και είναι δύσκολο να τα ελέγξετε.
  • Φροντίστε να εκδηλώνετε ιδιαίτερα τα αρνητικά συναισθήματα όπως είναι ο θυμός, η απογοήτευση, η αίσθηση αδιαφορίας που εισπράττετε από τον άλλον, αφού όμως πρώτα ηρεμήσετε κάπως. Μ’ αυτόν τον τρόπο δεν θα καταπιεστείτε και θα του δώσετε να καταλάβει ότι σας ενοχλεί μια συγκεκριμένη συμπεριφορά του.
  • Μη διακόπτετε το συνομιλητή σας όταν μιλά. Απαντήστε του μόνο αφού βεβαιωθείτε ότι τελείωσε. Όταν έρθει η σειρά σας να πάρετε τον λόγο, μη βιαστείτε να απαντήσετε ή να μιλήσετε. Απαντήστε μόνο όταν είστε σίγουροι ότι καταλάβατε τι εννοούσε ο άλλος. Αν κάτι δεν σας είναι σαφές, κάντε διευκρινιστικές ερωτήσεις, και μην βιάζεστε να οδηγηθείτε σε υποθέσεις.

Τρόποι να ζητήσετε διευκρινήσεις:

Αντί να πείτε: ‘δεν σε κατάλαβα’, ή ‘Τι εννοείς;..’, είναι προτιμότερο να δηλώσετε απλά ότι αυτό ή το άλλο σημείο δεν σας είναι ξεκάθαρο.

Επαναλάβετε τα λόγια του άλλου, ώστε να ελέγξετε εάν καταλάβατε σωστά.

Γενικά να θυμάστε:

Όταν μιλάτε, φροντίστε:

  • Αυτό που λέτε να δείχνει ότι καταλαβαίνετε την άποψη του άλλου, και
  • να περιλαμβάνει και το πώς αισθάνεστε αυτή τη στιγμή (π.χ. ‘Ξέρω ότι είσαι κουρασμένη από τις δουλειές του σπιτιού, αλλά δεν μου είναι ευχάριστο να ακούω τα παράπονά σου μόλις επιστρέφω κουρασμένος από τη δουλειά μου…’, ή ‘καταλαβαίνω ότι είναι σημαντικό για σένα να έρθω μαζί σου, αλλά πίστεψέ με νιώθω σήμερα πολύ κουρασμένη για να βγω έξω…’)
  • Φροντίστε να επικεντρώνεστε μόνο στο παρόν και να μην αναφέρεστε σε γεγονότα του παρελθόντος. Μην ξεφεύγετε από το θέμα, και μη συγκρίνετε το συγκεκριμένο περιστατικό με άλλα που έγιναν πιο παλιά
  • Φροντίστε ώστε τα μηνύματα του σώματός σας να συμφωνούν με τα λεκτικά μηνύματα που στέλνετε κατά τη διάρκεια της συζήτησης.

Εξασκείστε τις παραπάνω οδηγίες και πρακτικές συμπεριφορές σε κάθε ευκαιρία που έχετε καθημερινά με τον/την σύντροφό σας για επικοινωνία, ακόμα και για πράγματα που εσείς θεωρείται ασήμαντα…!

Η βελούδινη αγκαλιά της φιλίας

Ένα από τα πολυτιμότερα αγαθά και δώρα της ζωής στον άνθρωπο, η αληθινή φιλία, βασίζεται στο σεβασμό, στο αμοιβαίο δέσιμο και μοίρασμα, στη δημιουργία κοινών στιγμών και αναμνήσεων που αντέχουν στο χρόνο. Όπως όρισε ο Αριστοτέλης: “Φιλία είναι μια ψυχή στην οποία κατοικούν δύο σώματα“.

Οι υγιείς φιλικές σχέσεις διαμορφώνονται και αναπτύσσονται μέσα από την αφοσίωση, την ισοτιμία και αλληλοκατανόηση που υπερβαίνει ανθρώπινες αδυναμίες και ελαττώματα και φέρνει τους ανθρώπους μαζί σε μια κοινή πορεία ακόμη και όταν τους χωρίζουν χιλιόμετρα.

Για να ανοίξει η βελούδινη αγκαλιά της φιλίας το μόνο που χρειάζεται είναι να ξεπεράσουμε τις συγκρούσεις ενός αδύναμου εγώ που μας εμποδίζει να εμπιστευτούμε και να δεθούμε με τους άλλους από φόβο ότι θα μας εκμεταλλευτούν και θα μας προδώσουν.

Όμως οι αυθεντικοί φίλοι σε συναντούν στα μισά της διαδρομής. Δεν προσπαθείς μόνο εσύ, η ανταπόκριση είναι αμοιβαία. Ενδιαφέρονται ειλικρινά για σένα και είναι γεμάτοι ευγνωμοσύνη και αγάπη για το χρόνο που επενδύετε ο ένας στον άλλον. Η στενή φιλική σχέση και η ανταλλαγή ενέργειας σε κάθε συνάντηση, σας επαναφορτίζει και σας κάνει να αισθάνεστε ανανεωμένοι και χαρούμενοι.

Αυτοί που ανήκουν στο στενό σου κύκλο είναι ενωμένοι μαζί σου με μια αόρατη χρυσή κλωστή, είναι μαζί σου στις καλές και τις κακές στιγμές. Ανυπομονούν για την επόμενη συνάντηση που θα μοιραστείτε τα τελευταία νέα, τις ανησυχίες και τα σχέδια σας. Πάνω από όλα όμως είναι αυτοί που χαίρονται με την επιτυχία και τη χαρά σου.

Όσοι σου κρατούν δυνατά το χέρι και με ένα βλέμμα λένε ναι στα θέλω σου, μπορείς, θα τα καταφέρεις! Πιστεύουν σε σένα και σε υποστηρίζουν να γίνεις η καλύτερη έκδοση του εαυτού σου!

Αυτοί με τους οποίους μοιράζεστε έναν προσωπικό κώδικα επικοινωνίας, ταξιδεύετε και διασκεδάζετε μαζί, αισθάνεστε άνετα να εκφραστείτε ελεύθερα. Ξέρουν τα μυστικά σου, τα πιο τρελά σου όνειρα και λεπτομέρειες της ζωής σου που δεν μπορείς να μοιραστείς με κανέναν. Αυτοί που σε αναγνωρίζουν από το βάθος και δεν υποθέτουν κρίνοντας από την επιφάνεια.

Είναι ειλικρινείς ακόμη και όταν σου λένε όσα δε θέλεις να ακούσεις όχι επειδή είναι επικριτικοί αλλά γιατί θέλουν να σε δουν να κάνεις καλύτερες επιλογές. Σε δέχονται ακριβώς όπως είσαι χωρίς να επιθυμούν να σε αλλάξουν, κατανοούν και συγχωρούν τις αδυναμίες σου. Δεν κρύβονται πίσω από κολακείες, καλυμμένο συμφέρον γιατί αποσκοπούν να κερδίσουν κάτι από σένα.

Οι αληθινοί φίλοι θυμώνουν με όσους μιλήσουν άσχημα για σένα, δεν επιθυμούν να σε ελέγξουν, δεν είναι κτητικοί, δε ζηλεύουν. Σου δίνουν το χρόνο και την ελευθερία να κάνεις τα πράγματα που σου αρέσουν ακόμη και αν δεν τα μοιραστείς μαζί τους και σου δίνουν χώρο να εκφραστείς μακριά από αυτούς.

Οι φίλοι είναι η εσωτερική μας δύναμη, οι καλοσύνες και οι ευλογίες μας, ο αέρας στα φτερά μας και αυτοί που χρωματίζουν το παιχνίδι της ζωής. Είναι η αφθονία και η περιουσία μας που δεν αποτυπώνεται πουθενά αλλού, αλλά στη βελούδινη αγκαλιά της φιλίας!

Τι είναι αυτό που αποφεύγεις να δεις;

Νομίζεις ότι μπορείς να κρυφτείς από τη Ζωή; Ότι μπορείς να την αποφύγεις; Κάνεις λάθος φίλε μου, η ζωή θα σε βρει όπου κι αν βρίσκεσαι. Όποια μάσκα, όποιο προσωπείο κι αν φοράς, αυτή θα σε βρει και θα σε ξετρυπώσει…

Κι αν έχεις προσπαθήσει να της κρυφτείς αρκετές φορές, θα έρθει να σε συναντήσει αμείλικτη. Θα φορέσει κι εκείνη το δικό της προσωπείο, θα γίνει ο πιο αμείλικτος τιμωρός και θα σε αλυσοδέσει χειροπόδαρα. Θα είναι τόσο τρομερό το σφίξιμο της που θα νομίζεις ότι δεν αναπνέεις, ότι δεν ζεις…

Τι είναι αυτό άραγε που αποφεύγεις να δεις; Τι είναι εκείνο που φοβάσαι να δεις;

Όσο αντιστέκεσαι τόσο θα κονταίνουν οι αναπνοές σου, θα μικραίνουν οι στιγμές σου…

Όσο θωρακίζεσαι, όσο υψώνεις τείχη γύρω από την καρδιά σου, όσο νομίζεις ότι έτσι προστατεύεσαι, τόσο πιο αδύναμος γίνεσαι απέναντι στη Ζωή.

Περιφράζεις την κάρδια σου και παγώνεις τα συναισθήματα σου πιστεύοντας ότι έτσι δεν θα νιώσεις ούτε πόνο, ούτε κακία, ούτε προδοσία, ούτε εγκατάλειψη… Και πραγματικά δεν θα νιώσεις τίποτα από αυτά. Όπως δεν θα νιώσεις ούτε τρυφερότητα, ούτε αγάπη, ούτε έρωτα… Δεν θα μπορείς να παραδοθείς στην αγκαλιά, στο χάδι, στην απόλαυση…

Θα εμπλέκεσαι σε δύσκολες συναισθηματικά καταστάσεις προσπαθώντας να νιώσεις κάτι έντονο. Θα κατασκευάζεις συναισθήματα με το μυαλό σου… θα κατασκευάζεις αγάπες, έρωτες, απογοητεύσεις, προδοσίες… μόνο και μόνο για να μην αφεθείς να νιώσεις πραγματικά…

Κάποιος σου είπε κάποτε ότι έτσι θα ξεπερνάς τις δυσκολίες της Ζωής… “Πρέπει να είσαι δυνατός, πρέπει να είσαι σκληρός… να μην αισθάνεσαι τίποτα”… έτσι σου είπε… Ίσως όλο αυτό στο έβαλε και σε χαρτί περιτυλίγματος πνευματικότητας και σου συμπλήρωσε: “Μην ταυτίζεσαι με κανέναν, με καμία κατάσταση, με κανένα συναίσθημα…” και σου έδειξε πώς να γίνεις “απόμακρος”. Πώς να κρατάς τη ζωή μακριά από εσένα…

Τόσα ήξερε, τόσα είπε… θύμα του μυαλού του ήταν κι αυτός… θύμα των φόβων του… Λαθεμένες ερμηνείες πραγματικά σπουδαίων φράσεων τον οδήγησαν κι αυτόν έξω από τη ζωή, όπως οδήγησαν και εσένα…

Κι όσο εσύ παγώνεις την κάρδια σου, το συναίσθημά σου, μετατρέποντας τον εαυτό σου στον βασιλιά των πάγων τόσο μέσα σου σιγοκαίει ένα ηφαίστειο που βρίσκεται στο υποσυνείδητό σου… Γεμάτο θυμό και οργή πυρακτώνει τη λάβα του και όσο κι αν το “ταπώνεις” εκείνο κρυφοκαίει και περιμένει την ευκαιρία να εκραγεί…

“Δεν αντέχω άλλο” φωνάζει το σώμα σου αλλά εσύ, που να το ακούσεις. Με τόση μεγάλη οχλοβοή μέσα στο κεφάλι σου πώς να ακούσεις τα ψιθυρίσματά του… και δυστυχώς για σένα εκεί μέσα στο κεφάλι σου μόνο εσύ δεν υπάρχεις… Υπάρχουν όλοι οι άλλοι… Ακούς τις φωνές τους και νομίζεις ότι είναι οι δικές σου φωνές… τα δικά σου θέλω…

Πόσο εύκολα σε ξεγελάνε τα “μασκαρεμένα πρέπει”… Με τι ευκολία ορίζουν τη ζωή σου… Άγεσαι και φέρεσαι ανήμπορος να αντιδράσεις, καθηλωμένος σε μια φυλακή που αντί για σιδερένια κάγκελα, έχει “σκέψεις ασφαλείας”…

Κι όσο περισσότερο κλείνεσαι τόσο περισσότερο απομακρύνεσαι από τη ζωή… Τόσο περισσότερο την αναγκάζεις να γίνει πιο σκληρή μαζί σου…

– Μήπως έχεις εθιστεί στην ασφάλεια και βουλιάζεις μέσα στη ρουτίνα της συνήθειας;
– Μήπως έχεις εξάρτηση από τα χρήματα ή από την διευθυντική καρέκλα του “ξεχωριστού” ανθρώπου;
– Μήπως φοβάσαι την ελευθερία;… κι ας λες ότι την ψάχνεις, ότι την αναζητάς.
– Μήπως φοβάσαι το να αφεθείς, το να παραδοθείς σε μια κατάσταση σε έναν άνθρωπο και ελέγχεις πρόσωπα και καταστάσεις;
– Μήπως νιώθεις ότι εσύ είσαι υπεύθυνος για όλα και ότι πρέπει να τιμωρείσαι;

Για όλες αυτές τις περιπτώσεις και για πολλές άλλες ακόμα, η Ζωή, σου έχει στρώσει κόκκινο χαλί και εκεί που νομίζεις ότι το έχεις κάνει δικό σου, μόλις έρθει η κατάλληλη στιγμή, εκείνη, να είσαι σίγουρος, θα στο τραβήξει τόσο δυνατά που θα βρεθείς μετέωρος στο κενό, ανήμπορος να διαχειριστείς τον εαυτό σου…

Τότε, θα ξεσπάσει η οργή σου, οι φόβοι σου θα χορεύουν κλακέτες μέσα στο μυαλό σου και η υποτιθέμενη δύναμη σου θα έχει πάει περίπατο αγκαλιά με την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο…

Κι εκεί όπως είσαι μετέωρος στο κενό, θέλοντας και μη, θα στραφείς προς τα μέσα και θα αρχίσεις να Σε συναντάς. Η οργή σου θα αρχίσει να γκρεμίζει τα κάστρα γύρω από την κάρδια σου και τα πρώτα μη κροκοδείλια δάκρυα θα βγουν στην επιφάνεια…

Και όσο περισσότερο αληθινά γίνονται τα δάκρυά σου τόσο περισσότερο θα μαλακώνει ο πόνος σου και θα προετοιμάζει το έδαφος για να έρθει εκείνη η μαγική στιγμή που θα συναντήσεις εσένα. Που θα συναντήσεις πραγματικά εσένα κι όχι ένα έξυπνα κατασκευασμένο ανδρείκελο που θα σου δίνει την ψευδαίσθηση της εσωτερικής αναζήτησης…

Και τότε, αγκαλιά με τον εαυτό σου, θα γιατρέψεις όλες τις στιγμές που έφυγαν και θα ελευθερώσεις όλες τις όμορφες στιγμές που πρόκειται να έρθουν.

Γιατί, αυτό θέλει η Ζωή από εσένα… να ζεις όμορφα, χαμογελαστά, όπως σου ταιριάζει…

Ο χρόνος δεν θεραπεύει πάντα τις πληγές

Ούτε ο χρόνος αλλά ούτε και οι διεργασίες του εγκεφάλου μας μπορούν να θεραπεύουν πάντα 100% τις πληγές. Αυτό που έχει σημασία είναι να αποδεχτούμε τι έχει συμβεί και να προχωρήσουμε μπροστά.

Μερικές φορές ο χρόνος μπορεί να θεραπεύει και να επουλώνει πληγές, βοηθώντας σας να αφήσετε στην άκρη τον πόνο και να δείτε τα πράγματα από διαφορετική πλευρά. Αλλά να θυμάστε ότι καμία από τις τραυματικές εμπειρίες σας δεν θα εξαφανιστούν για πάντα. Απλώς θα μπορείτε να τις θυμάστε χωρίς να πονάτε τόσο πολύ.

Μπορεί να ακούτε συνέχεια τη φράση «ο χρόνος θεραπεύει όλες τις πληγές» και αυτό είναι θεραπευτικό καθώς μαθαίνετε από τα αρνητικά πράγματα που έχετε βιώσει.

Ωστόσο, είναι σημαντικό να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα. Το μυαλό σας ποτέ δεν ξεχνάει και σίγουρα δεν αποτελούν όλες οι επώδυνες εμπειρίες σας κάποιο μάθημα. Ο χρόνος δεν θεραπεύει πάντα τις πληγές.

Στην πραγματικότητα, αντί να σας διδάξουν ορισμένα πράγματα, η απώλεια και άλλες επώδυνες εμπειρίες μπορεί να σας κάνουν απλά να αποδεχτείτε ορισμένα γεγονότα.

Δεν έχετε άλλη επιλογή παρά να αποδεχτείτε ότι «το τίποτα είναι για πάντα». Αυτό που θεωρείτε αλήθεια σήμερα, αύριο μπορεί να είναι μια δύσκολη και αβέβαιη επιλογή.

Σας προσκαλούμε να σκεφτείτε λίγο αυτά τα θέματα.

Οι πληγές που σας έχει αφήσει η ζωή

Όταν χάνουμε κάποιο αγαπημένο μας πρόσωπο, όταν βιώνουμε κάποια συναισθηματική κατάρρευση, όταν τερματίζουμε κάποια φιλία, έχουμε προδοθεί ή αποτύχαμε σε κάτι που θέλαμε πολύ… όλα αυτά είναι γεγονότα της ζωής που πρέπει να αντιμετωπίσουμε.

Συνήθως διαβάζετε ή ακούτε φράσεις όπως αυτή: «για να κατανοήσεις τη ζωή, πρέπει να πονέσεις». Αυτό δεν είναι απαραίτητα αληθές. Τέτοιες διαδικασίες εκμάθησης συμβαίνουν με διάφορους τρόπους και οι ευτυχισμένες στιγμές μπορούν επίσης να αποτελέσουν εξαιρετικά μαθήματα που θα σας βοηθήσουν να προχωρήσετε μπροστά.

Εξίσου συχνά τραυματικά γεγονότα και πληγές σας «παγιδεύουν». Αποφεύγετε να προχωρήσετε μπροστά επειδή πονάτε τόσο πολύ. Τι μπορείτε να κάνετε σε αυτές τις περιπτώσεις; Ποιες στρατηγικές θα πρέπει να ακολουθήσετε όταν ο πόνος αρχίζει να σας καταλαμβάνει;

Μάθετε να ζείτε με το κενό

Δεν υπάρχει καμία μαγική φόρμουλα για να ανταπεξέλθετε σε αυτές τις καταστάσεις που εμφανίζονται σε κάποιο στάδιο της ζωής σας. Δεν υπάρχουν χάπια για να θεραπεύσετε τις πληγές ή να σβήσετε τον πόνο και καμία μηχανή του χρόνου για να μπορέσετε να αποφύγετε ορισμένα γεγονότα.

Οι πληγές, είτε σας αρέσει είτε όχι πάντα θα είναι εκεί. Ο χρόνος δεν είναι ο τέλειος αρχιτέκτονας που μπορεί να τις κάνει να εξαφανιστούν αλλά θα σας βοηθήσει να τις θεραπεύσετε και να μην πονάτε τόσο πολύ όσο στην αρχή. Θα είστε σε θέση να συνυπάρξετε με αυτό τον πόνο.

Πολλοί άνθρωποι έχουν μάθει να ζουν με το κενό: η απουσία ενός αγαπημένου προσώπου, η ουλή μιας κακής απόφασης, μια χαμένη αγάπη.

Αυτό που έχει σημασία σε αυτές τις περιπτώσεις είναι να μην καταφέρει ο πόνος να σας αιχμαλωτίσει. Δεν πρέπει να παραμένετε άπραγοι αλλά να πολεμάτε. Μην λέτε πράγματα όπως: «Μετά από αυτό, η ζωή δεν έχει καμία αξία» ή «Δεν θα είμαι ποτέ ξανά ευτυχισμένη».

Το μυστικό είναι η αποδοχή. Ό,τι έγινε, έγινε και δεν αλλάζει. Η μοναδική επιλογή σας είναι να αποδεχτείτε τον εαυτό σας και αυτό που έχει συμβεί.

Η αγάπη για τον εαυτό μας

Η ζωή ανά διαστήματα μας σπρώχνει σε κύματα που μπορεί να είναι κρύα και ανούσια. Πώς μπορεί να πήρε μακριά σας το πρόσωπο που αγαπούσατε περισσότερο; Γιατί αυτό να συμβεί σε σας; Αν είστε καλός άνθρωπος γιατί να παλεύετε εσείς για το καλύτερο όλων;

Μερικές φορές, σας γίνετε έμμονη ιδέα να βρείτε το λόγο που συνέβη σε εσάς και αντί να θεραπεύσετε τις πληγές σας, επιδεινώνετε κι άλλο την κατάστασή τους. Δεν πρέπει να το κάνετε αυτό.

Όταν αντιμετωπίζετε κάποια οδυνηρή κατάσταση, είναι εύκολο να ξεχάσετε κάτι σημαντικό: να φροντίζετε τον εαυτό σας και να τον αγαπάτε.

Όταν βρίσκεστε αντιμέτωποι με τα οδυνηρά χτυπήματα της ζωής δεν υπάρχει τίποτα πιο θεραπευτικό από το να επανασυνδεθείτε με τον εαυτό σας, να δείτε τα γεγονότα ως έχουν και να θυμηθείτε ότι αξίζετε να είστε και πάλι ευτυχισμένοι.

Αν έχετε χάσει κάποιον, να θυμάστε ότι πρέπει να συνεχίσετε να χαμογελάτε για αυτό το άτομο που θα ζει πάντα μέσα στην καρδιά και τις αναμνήσεις σας.

Αν κάποιος σας έχει πληγώσει, μην θρέφετε τον πόνο σας. Έτσι, απλά ενισχύετε τη φθορά που έχουν επιφέρει. Αποδεχτείτε τα γεγονότα και έπειτα είστε ελεύθεροι να φύγετε. Απομακρυνθείτε από τη σκιά σας και σηκωθείτε πάλι από τις στάχτες σας.

Μια πληγωμένη ψυχή δεν μπορεί να θεραπευτεί ολοκληρωτικά. Οι πληγές πάντα θα παραμένουν αλλά η καρδιά σας θα συνεχίσει να χτυπά.

Αφήστε τον εαυτό σας να είναι και πάλι ευτυχισμένος. Αποδεχτείτε τη ζωή που σας αξίζει.

Άν έχεις χαμηλή αυτοεκτίμηση δεν μπορείς να κάνεις ευτυχισμένο κανέναν άλλον

Τελικά είναι τόσο δύσκολο σε αυτήν τη ζωή να μάθουμε να αγαπάμε τον εαυτό μας;

Το να έχεις αυτοεκτίμηση, αυτοαποδοχή, να μπορείς πρώτος εσύ να εκτιμάς αυτό που είσαι και αυτό που έχεις…

Να αγαπάς και να σέβεσαι την ύπαρξή σου! Η αγάπη, η αποδοχή, η εκτίμηση προς τον εαυτό μας αποτελεί το βασικό θεμέλιο της ψυχικής μας υγείας και ηρεμίας, με αυτόν τον τρόπο -πρώτος, μεταξύ άλλων- διατηρούμε σταθερές τις διαπροσωπικές μας σχέσεις.

Θα συμφωνήσουμε εδώ ότι η εικόνα της αυτοεκτίμησής μας, χτίζεται από τα πρώτα χρόνια της ζωής κάθε ανθρώπου.

Στους πρώτους κιόλας μήνες, αν ικανοποιούνται οι βασικές ανάγκες του παιδιού όπως ο ύπνος, το φαγητό, και πάνω από όλα η αγάπη, η τρυφερότητα και η προστασία, τότε μπαίνουν τα θεμέλια για την υγιή αυτοαντίληψη.

Αργότερα μεγάλη σημασία έχουν η αξιολόγηση των σημαντικών ανθρώπων γύρω μας (προπάντων δάσκαλοι και γονείς) καθώς και οι εμπειρίες από τις διαπροσωπικές μας σχέσεις.

Η αυτοεκτίμηση και η αγάπη για τον εαυτό μας είναι τόσο σημαντικές που μπορούν να επηρεάσουν τις επιλογές και την πορεία που θα ακολουθήσουμε σε όλη την ζωή μας…

Κατά συνέπεια βρίσκουμε ανθρώπους με θετική αυτοαντίληψη να διαπρέπουν, να ζουν ευτυχισμένοι και πλήροις και αντίθετα άνθρωποι που δεν κατάφεραν να εκτιμήσουν τον εαυτό τους, την αξία τους, που βιώνουν διαρκώς μια αίσθηση ανικανοποίητου…

Σήμερα, για κακή μας τύχη (ή καλύτερα, από κακή μας επιλογή), παραμελούμε τον εαυτό μας και κύριο μέλημα μας είναι να προσφέρουμε στους άλλους ικανοποίηση και να καλύπτουμε τις δικές τους ανάγκες.

Άλλα ας ξεκινήσουμε από αυτό: Άν δεν αγαπήσεις ο ίδιος τον εαυτό σου και δεν τον φροντίζεις επαρκώς, πως θα μπορέσεις να κάνεις το ίδιο για τους άλλους τίμια και αυθεντικά; Χωρίς να κρατάς μέσα σου ”απωθημένα” από την μη ικανοποίηση των δικών σου προτεραιοτήτων;

Άν έχουμε συναισθήματα ανεπάρκειας, τότε είναι δύσκολο (και στην πραγματικότητα δεν μπορούμε) να κάνουμε ευτυχισμένο και πλήρη κανέναν άλλον.

Άν έχουμε χαμηλή αυτοεκτίμηση τότε χρειαζόμαστε μία αλλαγή: Πρέπει πρώτα να φροντίσουμε εμάς τους ίδιους, μια έμπρακτη πράξη αγάπης προς τον εαυτό μας (προτού σπεύσουμε να το κάνουμε για τους άλλους…).

Αυτή η αλλαγή μάλιστα περιλαμβάνει την αντικατάσταση πολλών ιδεών και αντιλήψεων που είχαμε από την οικογένεια μας και την κοινωνία.

Χρειάζεται να φτιάξουμε τον δικό μας, τον προσωπικό μας ”οδικό χάρτη”, του ποιοί είμαστε, τι θέλουμε, τι πιστεύουμε, τι πρεσβεύουμε, κλπ. Κάνοντας αυτήν την αλλαγή αρχίζουμε σιγά σιγά να ορίζουμε και να αγαπάμε τον εαυτό μας, να τον αγκαλιάζουμε, και να δεχόμαστε και τα θετικά και τα αρνητικά στοιχεία που μπορεί να έχει. Να αγαπάμε τις ιδέες, τις αξίες και τα πιστεύω μας…

Ξεκινήστε από σήμερα: Είναι μια διανοητική άσκηση, ένα παιχνίδι που προάγει το πνεύμα και ακονίζει το νου! Πρέπει να μάθουμε να συγχωρούμε , να σεβόμαστε, να διεκδικούμε αυτά που θέλουμε και να συναναστρεφόμαστε με θετικούς ανθρώπους.

Να εξωτερικεύετε τα δυνατά σας σημεία, να φροντίζετε τον εαυτό σας πνευματικά και σωματικά!
Να ακούτε τον εαυτό σας, να τον ”αγκαλιάζετε” και να μην ξεχνάτε να χαμογελάτε περισσότερο…

SENECA: Ζήτησε λοιπόν από μένα όχι να είμαι όμοιος με τους αρίστους, αλλά να είμαι καλύτερος από τους κακούς

Αν επομένως κάποιος από αυτούς που μαίνονται κατά της φιλοσοφίας υποβάλει τη γνωστή ερώτηση: «Γιατί λοιπόν εσύ, που τα λες τόσο ωραία, δε ζεις ανάλογα; Γιατί μιλάς ταπεινά μπροστά σ’ ένα υπέρτερο ον, παράλληλα όμως θεωρείς ότι τα χρήματα σου είναι αναγκαίο εφόδιο και η απώλεια τους σε αναστατώνει; Γιατί χύνεις δάκρυα όταν πληροφορείσαι το θάνατο της γυναίκας σου ή του φίλου σου, γιατί φροντίζεις την υπόληψή σου και γιατί σε ταράζουν οι συκοφαντίες; Γιατί καλλιεργείς περισσότερα κτήματα από όσα απαιτούν οι φυσικές σου ανάγκες; Γιατί τα γεύματά σου δε συμβαδίζουν με τη διδασκαλία σου; Γιατί διατηρείς τόσο κομψή επίπλωση; Γιατί στα δείπνα σου πίνεις κρασί παλιότερο και από σένα ακόμη; Τι είναι αυτή η επίδειξη του ορνιθώνα σου; Γιατί φυτεύεις δέντρα που δε σου προσφέρουν τίποτε άλλο πέρα από σκιά; Γιατί η γυναίκα σου φοράει στ’ αυτιά της το εισόδημα ενός πλούσιου σπιτιού; Γιατί οι νεαροί δούλοι σου φορούν πολυτελή ενδύματα; Γιατί έχει γίνει πια τέχνη το να παρακαθήσει κάποιος στο τραπέζι σου και, αντί να τοποθετηθεί το πιάτο αμέριμνα και όπως τύχει, γίνεται ένα προσεκτικό σερβίρισμα, και γιατί τάχα υπάρχει και επαγγελματίας ακόμη για να τεμαχίσει το κρέας που παραθέτεις;». Αν θέλεις μάλιστα, πρόσθεσε και αυτά ακόμη: «Γιατί έχεις κτήματα πέρα από τη θάλασσα; Και γιατί έχεις πιο πολλά από όσα και συ ο ίδιος έχεις δει; Ντροπή σου! – ή μήπως είσαι τόσο ανεύθυνος, ώστε να μην έχεις ποτέ σου αντικρίσει μια χούφτα από δούλους που έχεις, ή είσαι τόσο τρυφηλός, ώστε να έχεις περισσότερους από όσους θα μπορούσε η μνήμη σου να σου θυμίσει;».

Πιο κάτω θα επικροτήσω κι εγώ τις κατηγορίες σου, και μάλιστα θα προσάψω στον εαυτό μου ακόμη πιο πολλές από όσες νομίζεις, για την ώρα όμως τούτο μόνο θα σου απαντήσω: «Δεν είμαι σοφός και -για να δώσω περισσότερη τροφή στην κακεντρέχειά σου- ούτε και θα γίνω ποτέ. Ζήτησε λοιπόν από μένα όχι να είμαι όμοιος με τους αρίστους, αλλά να είμαι καλύτερος από τους κακούς. Μου είναι αρκετό αν περιορίζω καθημερινά, έστω και στο ελάχιστο, τα ελαττώματα και καταδικάζω τα σφάλματά μου. Δεν έχω πετύχει να είμαι πραγματικά υγιής, ούτε και θα το πετύχω βέβαια. Περισσότερο αγωνίζομαι να ανακουφίσω την ποδάγρα μου παρά να τη θεραπεύσω, και είμαι ευχαριστημένος αν με θυμάται σπανιότερα και μου προκαλεί λιγότερο πόνο· όταν όμως συγκρίνω την κατάσταση μου με τα δικά σου πόδια, παρά την αναπηρία μου, εγώ είμαι δρομέας». Όλα αυτά δεν τα λέω για λογαριασμό μου -γιατί εγώ είμαι βουτηγμένος σε πέλαγος αμαρτιών κάθε είδους- αλλά μιλώ εξ ονόματος εκείνου που έχει πράγματι επιτύχει κάτι.

ΣΕΝΕΚΑΣ, Για μια ευτυχισμένη ζωή

Μάρτιν Χάιντεγκερ: Η Αυθεντικότητα του Είναι

Μάρτιν Χάιντεγκερ (Martin Heidegger, 1889 – 1976) Γερμανός φιλόσοφος.

«Οτιδήποτε και οσοδήποτε αν προσπαθήσουμε να σκεφτούμε, σκεφτόμαστε πάντοτε μέσα στη σφαίρα της παράδοσης»

«Όταν ο άνθρωπος αναλώνεται στην καθημερινότητα, αποφεύγει τις βαθύτερες ανησυχίες και την διαπεραστική αυτοεξέταση»

«Το να προσπαθείς να είσαι κατανοητός· είναι αυτοκτονία για την φιλοσοφία»

«Το Εδωνά – Είναι είναι ένα Ον που δεν λαβαίνει απλώς τόπο ανάμεσα σε άλλα όντα. Υπερέχει οντικά, από το γεγονός ότι μέσα στο Είναι του αυτό το Ον νοιάζεται για το ίδιο του το Είναι.»

Γεννήθηκε στο Μέσκιρχ του Μπάντεν. Σπούδασε θεολογία, φιλοσοφία, ιστορία και φυσικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Το 1923 έγινε καθηγητής της φιλοσοφίας στο Μάρμπουργκ και από το 1928 ανέλαβε την έδρα της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Φράιμπουργκ. Κατά το διάστημα 1945-1951 του απαγορεύτηκε η διδασκαλία από τις δυνάμεις κατοχής της Γερμανίας, γιατί για ένα διάστημα υπήρξε μέλος του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος.

Η φιλοσοφία του Χάιντεγκερ παρουσιάζεται κυρίως στην πρώτη της περίοδο ως ερμηνευτική περιγραφή της, κάθε φορά, συμπεριφοράς του ανθρώπου. Το ενδιαφέρον της περιγραφής αυτής δεν στρέφεται προς τον άνθρωπο ως άνθρωπο, δεν προέρχεται από ανθρωπιστική διάθεση (την οποία μάλιστα ο Χάιντεγκερ αποκρούει), αλλά γεννιέται από το γεγονός ότι –ανάμεσα στα διάφορα όντα– ο άνθρωπος έχει το προνόμιο να είναι το μόνο που μπορεί να ερευνά και, επομένως, το μόνο που μπορεί να συλλάβει και να κατανοήσει την έννοια της ύπαρξης, που αποτελεί το πραγματικό αντικείμενο της φιλοσοφίας.

Έχοντας την δυνατότητα να στρέφεται ερευνητικά στην βάση της, η ύπαρξη ανήκει, κατά τον Χάιντεγκερ, μόνο στον άνθρωπο και δεν έχει καμιά σχέση με την απλή πλασματική πραγματικότητα ενός πράγματος ή ενός αντικειμένου του φυσικού κόσμου. Αν όμως η ύπαρξη ως δυνατότητα δημιουργίας μιας ερωτηματικής σχέσης με το Είναι, είναι μια προϋπόθεση που ανήκει αποκλειστικά στον άνθρωπο, μόνο ο άνθρωπος επίσης είναι προικισμένος από την μοίρα του να αποκτήσει συνείδηση της χρεοκοπίας και του αδύνατου της σχέσης αυτής.

Μεταξύ του Είναι και της ανθρώπινης ύπαρξης ανοίγεται ένα χάσμα.

Δεν υπάρχει άλλη πραγματικότητα από την πράξη.

Το Είναι, που είναι άπειρη δυνατότητα, φωτεινή αλλά κενή ακαθοριστία, παρουσιάζεται στο ανθρώπινο πεπερασμένο ως ένα αγωνιώδες Μηδέν, που καταβροχθίζει και εκμηδενίζει όλους τους θεσμούς και τις πραγματικότητες του κοινωνικού και φυσικού κόσμου. Μια ριζική ασημαντότητα διαποτίζει όλες τις αντικειμενικές μορφές του κόσμου. Η άποψη του Είναι, είναι γι’ αυτό και άποψη του Μηδενός. Ο άνθρωπος δοκιμάζει το άγχος, δηλαδή την ιλιγγιώδη κατάρρευση ενός κόσμου που εξαφανίζεται και βυθίζεται στην διαυγή νύχτα του Μηδενός.

Στην προσπάθειά τους να λυτρωθούν από την ριζική αυτή εμπειρία, οι άνθρωποι βρίσκουν καταφύγιο, κατά τον Χάιντεγκερ, σε έναν τρόπο ζωής –την αναυθεντική ύπαρξη– όπου το άγχος αντικαθίσταται και εξορκίζεται από την φροντίδα, δηλαδή το ενδιαφέρον και την ανήσυχη προσοχή που δίνουν στα ταμπού και στις πλασματικές αξίες της καθημερινότητας.

Η αναυθεντική ύπαρξη είναι ο τρόπος ζωής του ανθρώπου μέσα στην μαζική κοινωνία, η ύπαρξη του ανώνυμου και μη πραγματικού αυτού υποκειμένου, που είναι το απρόσωπο, ο μέσος όρος των ανθρώπων, όπως διαμορφώνεται και διαπλάθεται από τις συμβάσεις και τις πίστεις –το λέγεται, το πιστεύεται, το γίνεται κλπ.– που επιβάλλονται από τις κοινωνικές συνήθειες και τις συμβατικότητες. Ο άνθρωπος γλιτώνει από το άγχος ή, καλύτερα, προσπαθεί να το καταστείλει και να το ξεχάσει, τοποθετώντας την πραγματικότητα σε μια σειρά συγκεκριμένων αντικειμένων, που μπορούν να επηρεαστούν από την τεχνική και με τα οποία προσπαθεί να καλύψει την εκμηδενιστική ακαθοριστία του Είναι. Ο κόσμος των πραγμάτων καλύπτει και κρύβει έτσι την αληθινή πραγματικότητα που είναι το Μηδέν.

Αγκιστρωμένοι στην πλασματική στερεότητα των αντικειμένων, οι άνθρωποι φαντάζονται ότι θα αντλήσουν από αυτήν γαλήνη κι ασφάλεια. Μέσα και όργανα για την στερεοποίηση αυτή ή πραγματοποίηση του κόσμου, με την οποία ο άνθρωπος προσπαθεί να αποφύγει την ριζική εμπειρία του Μηδενός, είναι η τεχνική και η επιστήμη. Ο υπαρξισμός του Χάιντεγκερ, είναι ένας άθεος υπαρξισμός. Η χριστιανική πρόσκληση, να στραφούμε προς τον εαυτό μας για να βρούμε την αλήθεια που υπάρχει μέσα μας, δεν έχει θέση στις σελίδες του. Εκείνο που ο X. εννοεί λέγοντας αυθεντική ύπαρξη, είναι η ικανότητα του ανθρώπου να δεχτεί και να ζήσει μέχρι το βάθος, χωρίς ψευδαπάτες και χωρίς ρητορείες, την μοίρα του, δηλαδή το να υπάρχει για τον θάνατό του.

Η αυθεντικότητα εμφανίζεται όταν –αφού πέσουν όλες οι αξίες της καθημερινότητας– ο άνθρωπος βρεθεί ενώπιος ενωπίω με το Μηδέν και με την εμπειρία του τέλους, (θανάτου) όπως ο ήρωας του περίφημου διηγήματος του Τολστόι «Ο θάνατος του Ιβάν Ίλιτς» τον οποίο ακριβώς μνημονεύει ο Χάιντεγκερ. Εκείνη την στιγμή πραγματικά, στην προσέγγιση δηλαδή του θανάτου, όλες οι αξίες στις οποίες ο Ιβάν Ίλιτς είχε ζητήσει να στηριχθεί σε όλη του τη ζωή –η οικογένεια, η σταδιοδρομία, η εντιμότητα, το αστικό αίσθημα της αξιοπρέπειας κλπ.– διαλύονται και αυτός μένει, χωρίς δυνατότητα παρηγοριάς και ψευδαπάτης, μπροστά στο εφήμερο της ύπαρξής του, που είναι προορισμένη να καταλήξει στο Μηδέν.

Στο φως των θεμάτων αυτών, που βρίσκουν την ανώτερη έκφρασή τους στο Είναι και Χρόνος, δηλαδή στο καλύτερο έργο του της πρώτης περιόδου, ο Χάιντεγκερ μπορεί να θεωρηθεί ένας από τους αξιολογότερους ερμηνευτές της κρίσης που συγκλόνισε την Ευρώπη και ειδικότερα τη Γερμανία μετά τον A’ Παγκόσμιο πόλεμο.

Γύρω στο 1940, έπειτα από μια μακρά περίοδο σιωπής, η σκέψη του Χάιντεγκερ φαίνεται να παίρνει διαφορετικό δρόμο και να μπαίνει σε νέα περίοδο. Εξαφανίζονται οι μηδενιστικοί τόνοι της πρώτης εποχής. Και με τη μελέτη της φιλοσοφίας του Πλάτωνα και ίσως περισσότερο ακόμα των προσωκρατικών, ο Χάιντεγκερ επιστρέφει στην ιδέα πως η αλήθεια είναι όχι μόνο μια αποκάλυψη, αλλά και πως η αποκάλυψη αυτή γίνεται διαμέσου της γλώσσας του ανθρώπου και ιδιαίτερα του ποιητή.

Ο λόγος, η γλώσσα είναι ο οίκος του Είναι

Στον οίκο αυτό κατοικεί και ο άνθρωπος που, ως τέτοιος, αποκαλύπτει διαρκώς, δίνοντάς του τον τρόπο να εκδηλωθεί, το Είναι, του οποίου –κατά την έκφραση του Χάιντεγκερ– είναι ο λειτουργός. Τα πρόσωπα διαμέσου του λόγου των οποίων αποκαλύπτεται το Είναι είναι οι φιλόσοφοι και οι ποιητές. Το απελπιστικό όραμα της πρώτης περιόδου διαδέχεται έτσι, σύμφωνα με τη θεωρία του Χάιντεγκερ, η νοσταλγική αναπόληση μιας πατριαρχικής εποχής όπου οι Θεοί δεν είχαν ακόμα φύγει από τον κόσμο και στην οποία οι άνθρωποι ζούσαν σε άμεση και μυστηριακή σχέση με το Είναι.

Ξαναγυρίζει έτσι το όνειρο της αρχαίας Ελλάδας, όχι όμως της Ελλάδας του Αριστοτέλη, αλλά της Ελλάδας όπως την ονειροπολούσε ο Χέλντερλιν, δηλαδή της μυθικής εκείνης εποχής –πριν από την εμφάνιση της επιστήμης και της διαλεκτικής σκέψης– όπου, όπως λέει ο Χάιντεγκερ, η λογική, η ηθική και η φυσική δεν ήταν ακόμα χωριστές σφαίρες, αλλά μέρη μιας ενιαίας και αδιαίρετης Ολότητας. Τον αθεϊσμό της πρώτης περιόδου διαδέχεται μια αόριστη και δύσκολο να προσδιοριστεί θρησκευτικότητα, στην οποία μερικές φορές φαίνεται ότι μπορούμε να συλλάβουμε την οδύνη και τη νοσταλγία του Χάιντεγκερ για τη μυθική εποχή του Oμήρου, όπου οι Θεοί ζούσαν ανακατεμένοι με τους ανθρώπους.

Ο άνθρωπος είναι μια «δυνατότητα» που «μπορεί» σε κάθε στιγμή, να μην είναι και να καταστραφεί. Για να πραγματοποιηθεί, οφείλει να αντιληφθεί την «ευθύνη» ότι η έννοια της ζωής του βρίσκεται απόλυτα στα χέρια του: ότι η έννοια αυτή είναι το να «εκλέξει» και να δημιουργήσει από το Μηδέν. Αλλά η απεριόριστη αυτή ελευθερία θέτει, ταυτόχρονα, τον άνθρωπο μπροστά στην εμπειρία που δεν προσφέρει καμιά εγγύηση και που είναι καταδικασμένη στο ναυάγιο και στον θάνατο.

Από το δράμα αυτό της «ύπαρξης», που δεν έχει κάθαρση και λύτρωση, δεν μπορούμε ωστόσο να ξεφύγουμε χωρίς να αρνηθούμε τον εαυτό μας. Ο άνθρωπος που, μέσα στην προσπάθεια να ξεφύγει από το άγχος και την εμπειρία του Μηδενός, αναζητά καταφύγιο στον «ασφαλή» και φαινομενικά «εξασφαλισμένο» κόσμο του συμβιβασμού και της καθημερινότητας, χάνει στην πραγματικότητα τον εαυτό του και την προσωπικότητα του, γιατί γίνεται ο ανώνυμος άνθρωπος ή ο άνθρωπος της «μάζας», που παραιτήθηκε από την ελευθερία του για χάρη των συμβάσεων και των αξιών της χυδαίας «καθημερινότητας».

Η αυθεντική ύπαρξη (το Είναι) είναι καταδικασμένη στην αποτυχία και στην συντριβή (στον Θάνατο) αλλά, σε αντάλλαγμα, είναι ηρωική ύπαρξη, προσωπική, μονάχη, που ζει με την ευθύνη, την αμφιβολία, την ανασφάλεια και τον κίνδυνο. Θαυμάζει την ζωή και γνωρίζοντας το τέλος της· την ζει με αψογοσύνη, με πάθος κι ενθουσιασμό, ως πρόκληση.

Η μη αυθεντική προσωπικότητα του κοινού ανθρώπου είναι, αντίθετα, μια ύπαρξη απρόσωπη, μηχανιστική κι αυτοματική, όπου ο άνθρωπος δεν είναι ελεύθερο όν, δεν είναι φυσικά «άτομο» αλλά μόνο μέλος της αγέλης του είδους. Ζει φοβισμένος, σε *άγχος, πιστεύοντας σε εμφυτεύσεις αθανασίας κι αποφυγής του θανάτου, κι έτσι ζει καθημερινά, κυριολεκτικά νεκρός.

Η μοναδική εμπειρία της ελευθερίας και της πρόκλησης είναι μια εμπειρία τρομερή και ζήτημα τιμής, για την αυθεντική ύπαρξη …με έπαθλο την ελευθερία του.

Η καθημερινή ύπαρξη, αντίθετα, είναι μια τεχνητή ύπαρξη εξωπραγματική, πλασματική, μια «βιωμένη, συμφωνημένη ύπαρξη», αντί να είναι ένα «ζην», όπου προσπαθεί κανείς να ξεφύγει από το κενό του άγχους· με τον σεβασμό, την υποταγή και την αφοσίωση στις αξίες της πρακτικής και της κατεστημένης κοσμικότητας. Τα θέματα αυτά, που είναι κοινά σε όλες τις ποικίλες μορφές και ρεύματα της φιλοσοφίας ανάγονται κυρίως στον Χάιντεγκερ, στον Πασκάλ, στον Κίρκεγκαρντ και στον Νίτσε, από τους νεότερους φιλόσοφους.

Άγχος, Αγωνία, Φόβος Θανάτου

Αν αισθάνεσαι μοναξιά όταν είσαι μόνος, έχεις κακή παρέα.

Το άγγχος είναι σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (=σφίγγω τον λαιμό, πνίγω). Οφείλεται σε μια κατάσταση κινδύνου, δηλαδή στην αναμονή δυσάρεστων εξελίξεων, ή να είναι αδικαιολόγητη, όπως στις περιπτώσεις αγωνίας. Πάντοτε οφείλεται στον «φόβο θανάτου» και στην σύγκρουση με την ψευδαίσθηση της αθανασίας.

Στην ιστορία του σύγχρονου στοχασμού και πνευματικού πολιτισμού, το άγχος αποτελεί ένα από τα πιο χαρακτηριστικά θέματα. Για πρώτη φορά βρήκε τη φιλοσοφική του έκφραση στο έργο του Δανού στοχαστή Σέρεν Κίρκεγκορ, ειδικότερα στην Έννοια του άγχους που δημοσιεύτηκε το 1844 με το ψευδώνυμο Virgilius Hafniensis. Το άγχος, αποτέλεσε και εξακολουθεί να αποτελεί και σήμερα ένα από τα βασικά στοιχεία της υπαρξιστικής φιλοσοφίας, ανεξάρτητα αν ο προσανατολισμός της είναι κοσμικός ή θρησκευτικός.

Με το άγχος έχει ασχοληθεί επίσης η ψυχανάλυση, που το θεωρεί ως μια από τις συχνότερες καταστάσεις της ανθρώπινης ψυχής o Φρόιντ υποστηρίζει ότι η εμφάνιση του άγχους συμπίπτει με αυτό το ίδιο το γεγονός της γέννησης, «γεγονός στο οποίο βρίσκονται συγκεντρωμένα όλα τα οδυνηρά αισθήματα». Το άγχος βρήκε και καλλιτεχνική έκφραση στα περισσότερα έργα της σύγχρονης τέχνης. Το συναντούμε π.χ. στα μυθιστορήματα του Κάφκα, στους πίνακες του Πικάσο, στη μουσική του Σένμπεργκ.

Από φιλοσοφική άποψη, με την έννοια του άγχους δεν υπονοείται μια καθιερωμένη έννοια, αλλά ένας υπαρξιακός τρόπος, μια ψυχική κατάσταση, που συνοδεύει συνεχώς τον άνθρωπο στη ζωή του. Είναι συνώνυμο του αρχέγονου «φόβου» –αρχέγονο αίσθημα κοινό στα ζώα και στους ανθρώπους– κι έχει χαρακτήρα περισσότερο μεταφυσικό. Δεν συνδέεται με ιδιαίτερες καταστάσεις, αλλά εκφράζει την ίδια την υπόσταση του ανθρώπου, την επίγνωση –που την ζει και την αποκτά ο καθένας– του εφήμερου και αμφιλογικού χαρακτήρα της ανθρώπινης ύπαρξης.

Στη φιλοσοφία του Κίρκεγκορ το άγχος έχει χαρακτήρα ουσιαστικά θρησκευτικό και αποτελεί την οδό που ο άνθρωπος πρέπει να ακολουθήσει για να επιχειρήσει να φτάσει στον Θεό, στην ελευθερία, στη λύτρωση. To άγχος, που εμφανίζεται με το προπατορικό αμάρτημα, συνοδεύει τον άνθρωπο στη ζωή του από τη στιγμή που αυτός αποκτά επίγνωση του παραπτώματός του, της μη ελευθερίας του, της μη τελειότητάς του. Η συνείδηση νιώθει άγχος, γιατί είναι ένοχη, και η ενοχή είναι μη ελευθερία. Όμως το άγχος δεν είναι ικανό να εγγυηθεί την εκλογή της θρησκευτικής ζωής, την επίτευξη της ελευθερίας και να απομακρύνει τον φόβο θανάτου.

Το Ον αποκαλύπτεται πάντα και μόνο ως θαύμα, ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τις διαθέσεις του ανθρώπου. Στην νεότερη υπαρξιστική φιλοσοφία, π.χ. στον κοσμικό υπαρξισμό του Σαρτρ ή του Χάιντεγκερ, το ά. δεν έχει το θρησκευτικό περιεχόμενο που είχε για τον Κίρκεγκορ θεωρείται υπαρξιακή κατάσταση του ανθρώπου που εκσφενδονίζεται σε έναν κόσμο όπου τα πάντα είναι δυνατόν να πραγματοποιηθούν. Τίποτα δεν εγγυάται στον άνθρωπο την πραγματοποίηση περισσότερο της μιας δυνατότητας ή της άλλης, την χρησιμότητα μιας πράξης, την ορθότητα μιας εκλογής, το αποτέλεσμα μιας συμπεριφοράς. Οι άνθρωποι ήταν πιο ευτυχισμένοι κατά τη διάρκεια των πολέμων, όταν κάθε στιγμή διέτρεχαν τον κίνδυνο να σκοτωθούν και έπρεπε να παίρνουν συνεχώς κι αυτοστιγμή, αποφάσεις ζωής και θανάτου. Το μόνο σίγουρο κι αναπότρεπτο είναι ο Θάνατος του «Εγώ» με ή χωρίς άγχος. Η ζωή αρχίζει στην άλλη πλευρά της αγωνίας.

Κατά τον Γερμανό φιλόσοφο Μάρτιν Χάιντεγκερ, η αγωνία του Θανάτου, επαναφέρει την ύπαρξη από την κατάπτωση της ταυτότητας του «Εγώ» στην ανάταση του Είναι. Το Είναι παρουσιάζεται στο ανθρώπινο πεπερασμένο ως ένα αγωνιώδες Μηδέν που καταβροχθίζει και εκμηδενίζει όλους τους συμφωνημένους θεσμούς και τις πραγματικότητες του κοινωνικού και φυσικού κόσμου. Για τον Χάιντεγκερ, η αγωνία είναι το αίσθημα που έχει ο άνθρωπος για το αδύνατο, καθώς προέρχεται από το Μηδέν, και συνειδητοποιεί το Είναι του προς Θάνατο.

Ο άνθρωπος μαθαίνει με την αγωνία και το άγχος ότι δεν τον προσδιορίζουν ούτε εξωτερικά, ούτε εσωτερικά αίτια, αλλά ότι o ίδιος προσδιορίζει ελεύθερα τον εαυτό του. Το συναίσθημα της αγωνίας, γεννιέται στο τέλος της αποτυχημένης αναζήτησης του Είναι. Η αποτυχία όμως αυτή δεν είναι μόνο η βασική εμπειρία της ύπαρξης, αλλά και η προϋπόθεση προς την υπέρβαση.

Η αγωνία συγκαταλέγεται στα λεγόμενα «αρνητικά» συναισθήματα, δηλαδή στα πιο δυσάρεστα και οδυνηρά, για τον μη αυθεντικό άνθρωπο, που επιδιώκει να ξορκίσει τον «φόβο θανάτου» θεωρώντας ψευδώς ό,τι είναι αθάνατος και πάντοτε «ευτυχισμένος». Υποκειμενικά την αισθάνεται κανείς ως εσωτερική ψυχική ένταση, ανησυχία, αδημονία, στενοχώρια, απόγνωση. Η αγωνία εμφανίζεται όταν η ύπαρξη του ανθρώπου, μπαίνει με κάποιο τρόπο σε κίνδυνο, βιώνει έναν «φόβο θανάτου». Μάλιστα δεν καταλαβαίνει καν ότι είναι «φόβος θανάτου» γιατί θεωρεί ότι υπάρχει διαφορά της αγωνίας από τον φόβο κι ότι ο φόβος αναφέρεται σε μια σαφή και συγκεκριμένη αιτία, ενώ το όν που αγωνιά δεν έχει πάντοτε γνώση της αιτίας. Έχει γνώση, απλώς δεν έχει επίγνωση. Η ζωή σταματά να έχει νόημα από τη στιγμή που χάνεις την ψευδαίσθηση ότι είσαι αιώνιος κι αθάνατος και αυτομάτως αποκτά ουσία.

Η Αυθεντική Ύπαρξη που ζει με πρόκληση και είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει την υπέρτατη …τον Θάνατο, έχει την επίγνωση ότι η απελπισία είναι ένα θετικό αίσθημα (κι όχι συναίσθημα) πλέει με ρυθμό και αρμονία, σερφάροντας στα κύματα του – πότε γαλήνια και πότε φουρτουνιώδη- και το χειρίζεται ανάλογα. Αγωνία είναι το αίσθημα που έχει ο άνθρωπος για το αδύνατο, καθώς προέρχεται από το Μηδέν, και συνειδητοποιεί το Είναι του προς τον Θάνατο.

Μόνο αυτός που δεν τραβάει κουπί έχει χρόνο να ταρακουνήσει τη βάρκα.

Ο Χάιντεγκερ θεωρεί τον εαυτό του διανοητή του Όντος

Με το Ον (Είναι) δεν εννοεί τα όντα, αλλά το Είναι αυτό καθεαυτό. Πριν προχωρήσει σε εξηγήσεις διερευνά, όπως ο Καντ, ποιές είναι οι δυνατότητες της ανθρώπινης ύπαρξης στο σύνολό της. Θεμελιώδης κατηγορία ύπαρξης για το Χάιντεγκερ είναι η «εγκοσμιότητα», δηλαδή η ύπαρξη μέσα στον κόσμο. Κόσμος δεν υπάρχει χωρίς τον άνθρωπο και άνθρωπος χωρίς τον κόσμο δε νοείται.

Ο Χάιντεγκερ επισημαίνει ότι το «Είναι» του ανθρώπου αποτελεί η μέριμνα είτε προς τον κόσμο (κοσμομέριμνα) είτε προς τον άνθρωπο (ανθρωπομέριμνα). Με την πρώτη ο άνθρωπος έρχεται σε επαφή με τα όντα, με την δεύτερη έρχεται σε επαφή με τον άλλο άνθρωπο. Η ανθρώπινη ύπαρξη, ενώ από την φύση της είναι αυθεντική, μπορεί να καταντήσει αναυθεντική λέγοντας ό,τι «λέγεται», σκεπτόμενη όσα «σκέφτονται» οι πολλοί, συνηθίζοντας ό,τι «συνηθίζεται». Έρχεται, όμως, η στιγμή του θανάτου και τότε αναπόφευκτα ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι «υπάρχω» αυθεντικά σημαίνει «υπάρχω προς θάνατο».

Ύστερα από μία στροφή που συμβαίνει γύρω στο 1940, ο Χάιντεγκερ πορεύεται από το Είναι προς τον άνθρωπο. Σε αυτό συνετέλεσαν βασικά ο Πλάτωνας και οι προσωκρατικοί. Όπως ο Πλάτωνας υποστήριξε ότι το αγαθό βρίσκεται «επέκεινα της ουσίας», έτσι και ο Χάιντεγκερ δέχεται το «συμβαίνον» πέρα από το «Είναι», το οποίο θεωρεί όρο τόσο του ανθρώπου (νοείν) όσο και της ύπαρξης. Για την αλήθεια, που η κλασική μεταφυσική θεωρεί ως συμφωνία διάνοιας και πράγματος, ο Χάιντεγκερ απαντά ότι αυτή είναι γεγονός αποκάλυψης και όχι συμφωνίας, όπως την αποδίδει η ελληνική λέξη Αλήθεια, δηλαδή έξοδος από τη λήθη, στέρηση της λήθης.

Έτσι ο Χάιντεγκερ απελευθερώνεται από την αντίληψη της αλήθειας ως αναπαράστασης, που οδήγησε την Δύση στον μηδενισμό. Στο ερώτημα αν η φιλοσοφία μπορεί να σώσει την ιστορία και τον άνθρωπο, ο Χάιντεγκερ απαντά καταφατικά, όχι όμως με την παραδοσιακή της μορφή. Ομολογεί ότι ο ίδιος δεν είναι φιλόσοφος, αλλά διανοητής. Υπάρχει, κατά το Χάιντεγκερ, ακόμη ένα είδος ανθρώπου που μεριμνά πνευματικά, ο ποιητής. Αυτός κρατά το δεσμό με το «Ον» …το «Είναι» διασώζοντας την αλήθεια.

Ο Τζορτζ Στάινερ αναλύει τον Χάιντεγκερ αναφέροντας ότι το έργο του φιλοσόφου αγγίζει την υψηλή ποίηση. Επομένως γράφοντας κανείς γι’ αυτό ορίζει ουσιαστικά και την ποιητική του, η οποία καλύπτει τρεις τομείς: Πρώτον, την φιλοσοφία της γλώσσας, κι άρα το υψηλό επίπεδο ανταπόκρισης του λόγου προς τα πράγματα και τις ιδέες. Δεύτερον, το πεδίο της μεταφυσικής, δηλαδή την έξοδο από τον εκλογικευμένο Λόγο. Τρίτον, το πεδίο του στοχασμού, όπου ο στοχαζόμενος προσπαθεί και – αν είναι ικανός- υπερβαίνει τους περιορισμούς της γλώσσας. Αφού περάσει κανείς- διαδοχικά ή όχι- από τα πεδία αυτά, εισέρχεται στον φωτεινό κόσμο της Υπαρξης, του Είναι, όπως ο περιπατητής βγαίνει από το δάσος στο ξέφωτο, στο άνοιγμα του φωτός. Δεν είναι επομένως τυχαίο που οι εικόνες του δάσους περνούν συχνά μέσα στα κείμενα του Χάιντεγκερ. Το πλατωνικό δίλημμα.

«Μας έμαθε να αγαπάμε, ο Χάιντεγκερ, για να γινόμαστε αυθεντικοί, και να αντλούμε από την παντοδύναμη αδυναμία του ενδεχομένου για ζωή μέσα στην πτώση. Μας έμαθε να διαλέγουμε ελεύθερα αυτό που ήδη μας έχει διαλέξει – την Ύπαρξη».

«Το μοναδικό πράγμα που θα ήθελε να επιτύχει η σκέψη, η οποία επιχειρεί στο Είναι και Χρόνος να εκφραστεί για πρώτη φορά, είναι κάτι απλό. Ως τέτοιο παραμένει το Είναι μυστηριώδες, η απέριττη εγγύτητα μιας ήπιας εξουσίας. Η εγγύτητα αυτή ουσιώνεται ως η ίδια η γλώσσα».

Μάθαμε να μιλάμε, και να σωπαίνουμε, και, κυρίως, να ακούμε. «Το ακούειν είναι η υπαρκτική ανοιχτότητα του εδωνά-Είναι ως Συνείναι για τους Άλλους. Το ακούειν συγκροτεί μάλιστα την πρωταρχική και αυθεντική ανοιχτότητα του εδωνά-Είναι για τη δυνατότητα του πιο δικού του Είναι, ως άκουσμα της φωνής του φίλου, τον οποίο κάθε εδωνά-Είναι έχει πλάι του».

Με τον Χάιντεγκερ, η βούληση για δύναμη έγινε βούληση για ζωή και αυτή η τελευταία φανερώθηκε ως αυτό που όντως είναι, μια συνεύρεση με τους αγαπημένους, μια αδιάλειπτη έγνοια, μια μέριμνα για τους ανθρώπους, τον κόσμο και τα πράγματα. «Η μέριμνα (Sorge), η οποία σημαίνει «μέριμνα για τον άλλο κι εν-διαφέρον για, και, μετον άλλο» είναι το μέσο γι’ αυτή την υπέρβαση», λέει πάλι ο Στάινερ, μιλώντας για την υπέρβαση του ανοίκειου, της κατάπτωσης, της αν-αυθεντικότητας. Μας έμαθε να αγαπάμε, ο Χάιντεγκερ, για να γινόμαστε αυθεντικοί, και να αντλούμε από την παντοδύναμη αδυναμία του ενδεχομένου για ζωή μέσα στην πτώση. Μας έμαθε να διαλέγουμε ελεύθερα αυτό που ήδη μας έχει διαλέξει –την Ύπαρξη.

«Αν το εδωνά-Είναι προλαβαίνοντας επιτρέψει στον θάνατο να ισχυροποιηθεί μέσα του, τότε ελεύθερο για τον θάνατο το εδωνά-Είναι κατανοεί τον εαυτό του μες στη δική του υπερδύναμη, μες στην υπερδύναμη της πεπερασμένης του ελευθερίας, έτσι ώστε μ’ αυτή την ελευθερία, η οποία Είναι, εκάστοτε μόνο χάρη στο ότι έχει εκλεγεί η εκλογή, να μπορεί να αναλαβαίνει την αδυναμία της εγκατάλειψης στον εαυτό του, και να έχει σαφή θέα των τυχαιοτήτων της διανοιγόμενης κατάστασης»

Τα λάθη στην επικοινωνία των ερωτικών συντρόφων

Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η υγιής επικοινωνία θεωρείται θεμέλιος λίθος μίας καλής συντροφικής σχέσης.

Καλή επικοινωνία σημαίνει ότι μπορούμε να εκφράσουμε στον σύντροφό μας αυτό που θέλουμε και αντίστοιχα καταλαβαίνουμε αυτό που ο σύντροφός μας θέλει να μας πει. Η επικοινωνία δυσχεραίνεται συχνά από πλήθος παραγόντων που έχουν να κάνουν με την ιδιοσυγκρασία του κάθε συντρόφου, με τις επιρροές που έχει δεχθεί από το οικογενειακό του περιβάλλον αλλά και με περιορισμούς που πιθανόν να υφίστανται στο παρόν από συγκυριακούς λόγους.

Η καταστροφική κριτική

Η κριτική, ως μέσο κοινοποίησης της δυσαρέσκειάς μας ή προτροπή για αλλαγή του άλλου, σπάνια πετυχαίνει το στόχο της.

Η διαρκής έκθεση ενός ατόμου στα επικριτικά σχόλια του συντρόφου του, καλλιεργεί σταδιακά αρνητικά συναισθήματα και οδηγεί σε αποξένωση. Άλλες φορές πάλι, το άτομο που υφίσταται συνεχώς κριτική, αρχίζει και αμφιβάλλει για τον εαυτό του και τις ικανότητές του και χάνει σταδιακά την αυτοπεποίθησή του.

Αλλά και ο ίδιος ο «κριτής» αρχίζει να βλέπει τον σύντροφό του μειονεκτικά καθώς έχει δώσει υπερβολική σημασία σε όψεις της συμπεριφοράς του που θεωρεί αρνητικές. Συχνά είναι πιο εποικοδομητικό να αναγνωρίζουμε στον άλλον τα θετικά στοιχεία που έχει από το να αναμασούμε επίμονα κάποια αρνητικά.

Χρειάζεται επίσης να αποφασίσουμε αν μια κριτική είναι χρήσιμη, πριν την κοινοποιήσουμε. Πολλές φορές κριτικάρουμε ασήμαντα πράγματα στον άλλον αλλά το φθοροποιό στοιχείο στη σχέση παραμένει. Επίσης αντί να επικρίνουμε μια συμπεριφορά στον άλλον που δεν μας αρέσει είναι προτιμότερο να μιλήσουμε για το πώς εμείς νιώθουμε για αυτήν ή ακόμα καλύτερα να τοποθετηθούμε μέσα από μια θετική οπτική. Έτσι αντί να πούμε «Είσαι ακατάστατος, ποτέ δεν βάζεις τα ρούχα τους στη θέση τους» θα μπορούσαμε να πούμε «Με βοηθάς πολύ όταν τακτοποιείς τα ρούχα σου, γιατί έχω πολύ λιγότερα πράγματα να συμμαζέψω»

Η απαίτηση

Το να απαιτούμε από τον άλλον ακόμα και τα αυτονόητα συχνά τον φέρνει σε μία θέση άρνησης. Αρνείται να ικανοποιήσει την ανάγκη μας, όχι πάντα γιατί διαφωνεί με αυτήν, αλλά γιατί διαφωνεί με τον τρόπο με τον οποίο την διεκδικούμε.

Η απαίτηση, ως μέσο επικοινωνίας, κοινοποιεί κάτι αναφορικά με την κατανομή εξουσίας στη σχέση. Αυτός που απαιτεί, αξιώνει για τον εαυτό του ένα ποσοστό εξουσίας. Αν του ικανοποιηθεί η απαίτηση από τον σύντροφό του, η εξουσία αυτή είναι σαν να επικυρώνεται έμμεσα. Χάνεται όμως η ισορροπία μέσα στην σχέση με αυτόν τον τρόπο και συχνά δημιουργούνται διενέξεις και προστριβές.

Το διάβασμα της σκέψης του άλλου

Πολλές φορές κάνουμε το λάθος να υποθέτουμε τι σκέφτεται ή τι πιστεύει ο άλλος για μία κατάσταση. Η υπόθεσή μας, η οποία στην ουσία είναι η προσωπική μας ερμηνεία για μία κατάσταση, μπορεί να έχει άκρως αρνητικό περιεχόμενο, πυροδοτώντας αντίστοιχα επικίνδυνα για μια υγιή επικοινωνία συναισθήματα.

Η σύντροφος που πλένει τα πιάτα ενώ ο σύζυγός της κάθεται στον καναπέ, διαβάζοντας την αγαπημένη του εφημερίδα, μπορεί να σκέφτεται «Μόνο για την βόλεψή του ενδιαφέρεται, ούτε του περνά από το μυαλό να με βοηθήσει».

Αυτή η πεποίθηση συνήθως εδραιώνεται στην σύζυγο όταν, είτε δεν μπαίνει στη διαδικασία να την επαληθεύσει ζητώντας τη βοήθεια που χρειάζεται, είτε την ζητάει με αρνητικό τρόπο, οπότε και δεν την παίρνει. Πολλές φορές χρεώνουμε στον άλλο αρνητικά χαρακτηριστικά απλώς και μόνο εμείς δεν έχουμε μάθει να διεκδικούμε με υγιή τρόπο τα θέλω μας.

Ο θυμός

Ο θυμός, η αγανάκτηση και ο εκνευρισμός μπορεί να εξοκείλουν μία κατά τα άλλα καλή προσπάθεια επικοινωνίας με τον άλλον. Όταν αφήνουμε τέτοια συναισθήματα να κατευθύνουν τα λόγια μας, συνήθως το αποτέλεσμα είναι καταστροφικό. Ο θυμός μπορεί να φουντώσει από τον δικό μας εσωτερικό διάλογο, αναφορικά με μία κατάσταση, από ερμηνείες που εμείς αναπαράγουμε και πιστεύουμε αλλά και από ακραίες ερμηνείες σχετικά μέτριων καταστάσεων όπως για παράδειγμα «Προτιμάει να βγει με τους φίλους του σήμερα, δεν μ’ αγαπάει καθόλου!»

Αν είστε θυμωμένος με τον σύντροφο σας, δώστε χρόνο στον εαυτό σας να ηρεμήσετε πριν μιλήσετε. Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η συζήτηση μπορεί να αναβληθεί για ώρες ή και για την επόμενη μέρα. Προσπαθήστε να μιλήσετε για τον εαυτό σας, για τα δικά σας συναισθήματα και τις δικές σας σκέψεις αντί να παρασυρθείτε σε ένα κατηγορητήριο εναντίον του άλλου.

Υποχωρώ αντί να διεκδικήσω

Αρκετοί άνθρωποι θεωρούν ότι το να ικανοποιούν τις ανάγκες του συντρόφου τους αδιαμαρτύρητα μπορεί να τους εξασφαλίσει μια καλή σχέση. Η διαρκής υποχώρηση όμως συχνά έχει τη βάση της στη δυσκολία που έχουν τα άτομα αυτά να εκφράσουν τις ανάγκες τους ή να διεκδικήσουν τα θέλω τους. Μπορεί να έμαθαν να λειτουργούν έτσι από παιδιά ακόμα και να αναπαράγουν αυτό το μοτίβο στην ενήλικη ζωή. Το σίγουρο είναι ότι σταδιακά αδυνατούν να ταυτοποιήσουν τις ανάγκες και τα θέλω τους και τελικά ζουν τη ζωή του συντρόφου τους. Αν και φαίνεται βολική κατάσταση, καθώς το ένα μέλος είναι πάντα πρόθυμο να υποχωρήσει, τελικά μπορεί να οδηγήσει τη σχέση σε μαρασμό. Όταν δεν μπορούμε να μιλήσουμε για τον εαυτό μας, για αυτά που θέλουμε, σκεφτόμαστε, προσδοκούμε, στην ουσία δεν μπορούμε να υποστηρίξουμε μια διαπροσωπική επικοινωνία. Και όπως αναφέρθηκε στην αρχή η καλή επικοινωνία είναι η βάση μιας υγιούς σχέσης.

Η υγιής επικοινωνία απαιτεί να ακούμε αυτά που ο σύντροφός μας έχει να μας πει. Αυτό σημαίνει ότι ίσως χρειαστεί να σωπάσουμε για λίγο τη δική μας εσωτερική φωνή προκειμένου να ακούσουμε τον άλλον και να προσπαθήσουμε με διευκρινιστικές ερωτήσεις και διάλογο να τον καταλάβουμε. Το να τον καταλάβουμε δεν σημαίνει απαραίτητα πως θα συμφωνήσουμε αλλά χρειάζεται να κατανοήσουμε τη δική του οπτική στα πράγματα. Ο σεβασμός των ορίων του άλλου είναι επίσης ζωτικής σημασίας καθώς δίνει στον σύντροφό μας το μήνυμα ότι τον έχουμε ακούσει και κατανοήσει. Έτσι δεν επιμένουμε σε έναν διάλογο όταν ο άλλος είναι πολύ αναστατωμένος για να τον υποστηρίξει.

Hegel: Φαινομενολογία του πνεύματος (9)

Γκέοργκ Χέγκελ: 1770-1831

Η απόλυτη ελευθερία και ο τρόμος
ή
η Γαλλική επανάσταση και η τρομοκρατία

§1. Στο τμήμα της Φαινομενολογίας του πνεύματος που τιτλοφορείται «το αυτο-αλλοτριωμένο πνεύμα» ο Χέγκελ προχωρεί σε έναν κριτικό σχολιασμό της νεωτερικότητας. Φέρει προς συζήτηση την πνευματική υπόσταση, το αυτο-αλλοτριωμένο πνεύμα, που βρίσκει τον εαυτό του να είναι αποξενωμένο από τη φύση και την κοινωνία. Η αλλοτρίωση, από άποψη γενικής αρχής στη Φαινομενολογία, δεν είναι φαινόμενο της νεωτερικότητας, αλλά ανάγει τις ρίζες της πίσω στον Ρωμαϊκό κόσμο, που ως στάδιο του ιστορικού γίγνεσθαι του πνεύματος αναδύεται από τη διάλυση του αρχαίου ελληνικού κόσμου· ενός κόσμου, που στην κορύφωσή του πέτυχε, υπό τη μορφή της αρχαίας πολιτείας, να εναρμονίσει το ενικό με το καθολικό, τουτέστι την ενικότητα/μοναδικότητα της ανθρώπινης ατομικότητας με την καθολικότητα της πόλεως-κράτους: το Ίδιον με το Κοινόν. Μια τέτοια εναρμόνιση, δηλαδή εσωτερική ανταπόκριση ατόμου-πολίτη και πόλεως-πολιτείας δεν άφηνε περιθώρια για οποιαδήποτε μορφή αλλοτρίωσης και αποξένωσης.

§2. Με όρους του υπό συζήτηση φαινομενολογικού πνεύματος, τούτο σημαίνει πως το τελευταίο, κατ’ εκείνη τη φάση της ιστορικής του εξέλιξης/ανάπτυξης, είχε επιτύχει μια πρώτη, άμεση ενότητα με τον εαυτό του. Με την έλευση του ρωμαϊκού κόσμου αναδύεται μια άλλη ενότητα ατόμου και καθολικού, πολίτη και πολιτείας, η οποία έμελλε, υπό ορισμένους όρους, να αποτελέσει τη βάση για τη συγκρότηση του νεωτερικού κράτους. Η εν λόγω ενότητα ήταν μια αφηρημένη ενότητα, όπου το πνεύμα άρχισε να αποξενώνεται από τον εαυτό του, καθώς κυριαρχεί ένα άκρως ωφελιμιστικό σύστημα δικαίου που επιφυλάσσει χωρισμό και ιδιωτικοποίηση της ατομικότητας έναντι της υποστασιακής κοινότητας, δηλαδή της πολιτείας. Η ελευθερία του ατόμου είναι, κι αυτή, μια αφηρημένη ελευθερία, που έχει για βάση τον ανταγωνισμό του ιδιωτικού με το δημόσιο συμφέρον. Η αυτοσυνείδηση, ως πνεύμα, γνωρίζει τώρα μόνο μια απολύτως αλλοτριωμένη πραγματικότητα, που χαρακτηρίζει όλες τις πλευρές: και την ενικότητα, που έχει ως μοναδικό της κίνητρο τη συσσώρευση πλούτου και την πολιτική κοινότητα, που έχει δομηθεί πια ως κρατική εξουσία, δηλαδή ως ένας κρατικός μηχανισμός χωρίς την αναγκαία πνευματική του υποστασιακότητα.

§3. Αυτή η αλλοτριωμένη και αλλοτριωτική συγχρόνως πραγματικότητα αποκτά ιδιαίτερο χαρακτήρα στη νεωτερική εποχή, σύμφωνο πάντα με το αντίστοιχο πνεύμα, που μετουσιώνει διαλεκτικά το νεωτερικό στάδιο ‒ειδικά από τον Διαφωτισμό και εντεύθεν μέχρι και τη Γαλλική επανάσταση‒ της γενικότερης φαινομενολογικής αυτο-εκδίπλωσης του πνεύματος. Το κράτος τώρα ενσαρκώνει φιλοσοφικά το στάδιο του διαμελισμού, του διχασμού. Ως τέτοια αντικειμενική πραγματικότητα εκφράζει, παράλληλα, μια αναγκαιότητα του πνεύματος να ξαναβρεί τον εαυτό του. Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό; Όχι βέβαια μέσα από τη νοσταλγία της αρχαίας πολιτείας, αλλά από την περαιτέρω ανάπτυξη της απέραντης υποκειμενικότητας. Αυτή η ανάπτυξη περιλαμβάνει θεμελιωδώς όλη την κινηματική ουσία του Διαφωτισμού, την οποία ο Χέγκελ αποτιμά ως διαλεκτικό αγώνα ανάμεσα στο Λόγο και τη θρησκευτική πίστη. Αυτός ο αγώνας ομιλεί τη γλώσσα του απόλυτου διχασμού και εν τέλει καταδεικνύεται ως ένας ιδεολογικός αγώνας με εσωτερικές αντιφάσεις και με ουκ ολίγη ένδεια περιεχομένου.

§4. Αυτός ο διαφωτιστικός αγώνας ανήγαγε τα πάντα στον Λόγο, ως πνεύμα, με τελική έκβαση, ό,τι είχε ως τότε θεσμοθετηθεί ως πολιτική, κρατική εξουσία και ως ανάλογη θεωρία δικαίου, πίστης κ.λπ., να αμφισβητηθεί από τη ρίζα του και να αναδειχθεί μια νέα μεταφυσική της ελευθερίας, η μεταφυσική εμπειρία της απόλυτης ελευθερίας, όπως την αποτιμά ο Χέγκελ στο κεφάλαιο της Φαινομενολογίας με τίτλο: η απόλυτη ελευθερία και ο τρόμος. Πρόκειται για τη μεταφυσική εμπειρία, που ενσαρκώνει η Γαλλική επανάσταση και η οποία με τη σειρά της, κι αυτή, θα οδηγήσει στην τρομοκρατία. Η Γαλλική επανάσταση, πριν απ’ όλα, ερμηνεύεται από τον Χέγκελ ως μια διττής υφής, κατά κάποιον τρόπο, επανάσταση: εσωτερική επανάσταση της συνείδησης ως αυτοσυνείδησης ή αυτοσυνείδητου πνεύματος και από τούτη, στη συνέχεια αναδύεται η πραγματική επανάσταση ως απόλυτη ελευθερία.: διαλεκτική εσωτερικού και εξωτερικού, υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας. Κατ’ αυτή τη διαλεκτική τώρα, το πνεύμα αισθάνεται πως μπορεί να ξεπεράσει την ολική του αποξένωση και προς τούτο καλείται να ανακατασκευάσει, να μετασχηματίσει, με προοπτική τελειοποίησης, τόσο τη φύση όσο και την κοινωνία. Αυτή η προοπτική όμως δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά επικράτηση, δόμηση σε εξουσία μιας αφηρημένης καθολικότητας, που πρακτικά εκδηλώνεται ως απόλυτη εξουσία του Ενός. Κατ’ αυτή την εξουσία, ο Εαυτός των ατομικών συνειδήσεων εκπροσωπείται ή αντιπροσωπεύεται, υπάγεται δηλαδή απόλυτα στην εξουσία του Ενός, χωρίς να μπορεί να σκέπτεται και να ενεργεί αυτόβουλα και αυτόνομα. Έτσι διαμορφώνεται μια στάση προς την εξωτερική ολότητα άκρως καταστροφική:

«η καθολική ελευθερία, επομένως, δεν μπορεί να παραγάγει ούτε ένα θετικό έργο ούτε μια θετική πράξη· της μένει μόνο η αρνητική δράση. Η καθολική ελευθερία είναι η μανία της καταστροφής».

Η μανία της καταστροφής αποδίδει την ουσιακή αξία του τρόμου, της τρομοκρατίας. Η Γαλλική επανάσταση, κατ’ αυτό το πνεύμα, απέτυχε να εκφράσει πραγματικά την ελεύθερη βούληση της πολιτείας και στη θέση της ύψωσε μια αφηρημένη καθολικότητα αυτής της βούλησης. Σύμφωνα με τούτη την κενή καθολικότητα δομήθηκε σε εξουσία το ιδιωτικό συμφέρον, υπό το πρόσχημα πάντοτε ότι εκφράζει το κοινό συμφέρον και την αληθινά ελεύθερη βούληση. Εν τέλει, ένας εντελώς ανεστραμμένος κόσμος της ωφελιμιστικής πολιτικής χτες και σήμερα κυριαρχεί παντού, πόσο μάλλον στην Ελλάδα, και λυμαίνεται ασύστολα την έρημη πολιτική κοινωνία.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (557c-561d)

[557c] Παντοδαποὶ δὴ ἂν οἶμαι ἐν ταύτῃ τῇ πολιτείᾳ μάλιστ᾽ ἐγγίγνοιντο ἄνθρωποι.Πῶς γὰρ οὔ;
Κινδυνεύει, ἦν δ᾽ ἐγώ, καλλίστη αὕτη τῶν πολιτειῶν εἶναι· ὥσπερ ἱμάτιον ποικίλον πᾶσιν ἄνθεσι πεποικιλμένον, οὕτω καὶ αὕτη πᾶσιν ἤθεσιν πεποικιλμένη καλλίστη ἂν φαίνοιτο. καὶ ἴσως μέν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ταύτην, ὥσπερ οἱ παῖδές τε καὶ αἱ γυναῖκες τὰ ποικίλα θεώμενοι, καλλίστην ἂν πολλοὶ κρίνειαν.
Καὶ μάλ᾽, ἔφη.
[557d] Καὶ ἔστιν γε, ὦ μακάριε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐπιτήδειον ζητεῖν ἐν αὐτῇ πολιτείαν.
Τί δή;
Ὅτι πάντα γένη πολιτειῶν ἔχει διὰ τὴν ἐξουσίαν, καὶ κινδυνεύει τῷ βουλομένῳ πόλιν κατασκευάζειν, ὃ νυνδὴ ἡμεῖς ἐποιοῦμεν, ἀναγκαῖον εἶναι εἰς δημοκρατουμένην ἐλθόντι πόλιν, ὃς ἂν αὐτὸν ἀρέσκῃ τρόπος, τοῦτον ἐκλέξασθαι, ὥσπερ εἰς παντοπώλιον ἀφικομένῳ πολιτειῶν, καὶ ἐκλεξαμένῳ οὕτω κατοικίζειν.
[557e] Ἴσως γοῦν, ἔφη, οὐκ ἂν ἀποροῖ παραδειγμάτων.
Τὸ δὲ μηδεμίαν ἀνάγκην, εἶπον, εἶναι ἄρχειν ἐν ταύτῃ τῇ πόλει, μηδ᾽ ἂν ᾖς ἱκανὸς ἄρχειν, μηδὲ αὖ ἄρχεσθαι, ἐὰν μὴ βούλῃ, μηδὲ πολεμεῖν πολεμούντων, μηδὲ εἰρήνην ἄγειν τῶν ἄλλων ἀγόντων, ἐὰν μὴ ἐπιθυμῇς εἰρήνης, μηδὲ αὖ, ἐάν τις ἄρχειν νόμος σε διακωλύῃ ἢ δικάζειν, μηδὲν ἧττον καὶ [558a] ἄρχειν καὶ δικάζειν, ἐὰν αὐτῷ σοι ἐπίῃ, ἆρ᾽ οὐ θεσπεσία καὶ ἡδεῖα ἡ τοιαύτη διαγωγὴ ἐν τῷ παραυτίκα;
Ἴσως, ἔφη, ἔν γε τούτῳ.
Τί δέ; ἡ πρᾳότης ἐνίων τῶν δικασθέντων οὐ κομψή; ἢ οὔπω εἶδες, ἐν τοιαύτῃ πολιτείᾳ [ἀνθρώπων] καταψηφισθέντων θανάτου ἢ φυγῆς, οὐδὲν ἧττον αὐτῶν μενόντων τε καὶ ἀναστρεφομένων ἐν μέσῳ, [καὶ] ὡς οὔτε φροντίζοντος οὔτε ὁρῶντος οὐδενὸς περινοστεῖ ὥσπερ ἥρως;
Καὶ πολλούς γ᾽, ἔφη.
[558b] Ἡ δὲ συγγνώμη καὶ οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν σμικρολογία αὐτῆς, ἀλλὰ καταφρόνησις ὧν ἡμεῖς ἐλέγομεν σεμνύνοντες, ὅτε τὴν πόλιν ᾠκίζομεν, ὡς εἰ μή τις ὑπερβεβλημένην φύσιν ἔχοι, οὔποτ᾽ ἂν γένοιτο ἀνὴρ ἀγαθός, εἰ μὴ παῖς ὢν εὐθὺς παίζοι ἐν καλοῖς καὶ ἐπιτηδεύοι τὰ τοιαῦτα πάντα, ὡς μεγαλοπρεπῶς καταπατήσασ᾽ ἅπαντ᾽ αὐτὰ οὐδὲν φροντίζει ἐξ ὁποίων ἄν τις ἐπιτηδευμάτων ἐπὶ τὰ πολιτικὰ ἰὼν πράττῃ, ἀλλὰ τιμᾷ, [558c] ἐὰν φῇ μόνον εὔνους εἶναι τῷ πλήθει;
Πάνυ γ᾽, ἔφη, γενναία.
Ταῦτά τε δή, ἔφην, ἔχοι ἂν καὶ τούτων ἄλλα ἀδελφὰ δημοκρατία, καὶ εἴη, ὡς ἔοικεν, ἡδεῖα πολιτεία καὶ ἄναρχος καὶ ποικίλη, ἰσότητά τινα ὁμοίως ἴσοις τε καὶ ἀνίσοις διανέμουσα.
Καὶ μάλ᾽, ἔφη, γνώριμα λέγεις.
Ἄθρει δή, ἦν δ᾽ ἐγώ, τίς ὁ τοιοῦτος ἰδίᾳ. ἢ πρῶτον σκεπτέον, ὥσπερ τὴν πολιτείαν ἐσκεψάμεθα, τίνα τρόπον γίγνεται;
Ναί, ἔφη.
Ἆρ᾽ οὖν οὐχ ὧδε; τοῦ φειδωλοῦ ἐκείνου καὶ ὀλιγαρχικοῦ [558d] γένοιτ᾽ ἂν οἶμαι ὑὸς ὑπὸ τῷ πατρὶ τεθραμμένος ἐν τοῖς ἐκείνου ἤθεσι;
Τί γὰρ οὔ;
Βίᾳ δὴ καὶ οὗτος ἄρχων τῶν ἐν αὑτῷ ἡδονῶν, ὅσαι ἀναλωτικαὶ μέν, χρηματιστικαὶ δὲ μή· αἳ δὴ οὐκ ἀναγκαῖαι κέκληνται—
Δῆλον, ἔφη.
Βούλει οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἵνα μὴ σκοτεινῶς διαλεγώμεθα, πρῶτον ὁρισώμεθα τάς τε ἀναγκαίους ἐπιθυμίας καὶ τὰς μή;
Βούλομαι, ἦ δ᾽ ὅς.
Οὐκοῦν ἅς τε οὐκ ἂν οἷοί τ᾽ εἶμεν ἀποτρέψαι, δικαίως [558e] ἂν ἀναγκαῖαι καλοῖντο, καὶ ὅσαι ἀποτελούμεναι ὠφελοῦσιν ἡμᾶς; τούτων γὰρ ἀμφοτέρων ἐφίεσθαι ἡμῶν τῇ φύσει ἀνάγκη. ἢ οὔ;
Καὶ μάλα.
[559a] Δικαίως δὴ τοῦτο ἐπ᾽ αὐταῖς ἐροῦμεν, τὸ ἀναγκαῖον.
Δικαίως.
Τί δέ; ἅς γέ τις ἀπαλλάξειεν ἄν, εἰ μελετῷ ἐκ νέου, καὶ πρὸς οὐδὲν ἀγαθὸν ἐνοῦσαι δρῶσιν, αἱ δὲ καὶ τοὐναντίον, πάσας ταύτας εἰ μὴ ἀναγκαίους φαῖμεν εἶναι, ἆρ᾽ οὐ καλῶς ἂν λέγοιμεν;
Καλῶς μὲν οὖν.
Προελώμεθα δή τι παράδειγμα ἑκατέρων αἵ εἰσιν, ἵνα τύπῳ λάβωμεν αὐτάς;
Οὐκοῦν χρή.
Ἆρ᾽ οὖν οὐχ ἡ τοῦ φαγεῖν μέχρι ὑγιείας τε καὶ εὐεξίας [559b] καὶ αὐτοῦ σίτου τε καὶ ὄψου ἀναγκαῖος ἂν εἴη;
Οἶμαι.
Ἡ μέν γέ που τοῦ σίτου κατ᾽ ἀμφότερα ἀναγκαία, ᾗ τε ὠφέλιμος ᾗ τε ‹μὴ› παῦσαι ζῶντα δυνατή.
Ναί.
Ἡ δὲ ὄψου, εἴ πῄ τινα ὠφελίαν πρὸς εὐεξίαν παρέχεται.
Πάνυ μὲν οὖν.
Τί δὲ ἡ πέρα τούτων καὶ ἀλλοίων ἐδεσμάτων ἢ τοιούτων ἐπιθυμία, δυνατὴ δὲ κολαζομένη ἐκ νέων καὶ παιδευομένη ἐκ τῶν πολλῶν ἀπαλλάττεσθαι, καὶ βλαβερὰ μὲν σώματι, βλαβερὰ δὲ ψυχῇ πρός τε φρόνησιν καὶ τὸ σωφρονεῖν; ἆρά [559c] γε ὀρθῶς οὐκ ἀναγκαία ἂν καλοῖτο;
Ὀρθότατα μὲν οὖν.
Οὐκοῦν καὶ ἀναλωτικὰς φῶμεν εἶναι ταύτας, ἐκείνας δὲ χρηματιστικὰς διὰ τὸ χρησίμους πρὸς τὰ ἔργα εἶναι;
Τί μήν;
Οὕτω δὴ καὶ περὶ ἀφροδισίων καὶ τῶν ἄλλων φήσομεν;
Οὕτω.
Ἆρ᾽ οὖν καὶ ὃν νυνδὴ κηφῆνα ὠνομάζομεν, τοῦτον ἐλέγομεν τὸν τῶν τοιούτων ἡδονῶν καὶ ἐπιθυμιῶν γέμοντα καὶ [559d] ἀρχόμενον ὑπὸ τῶν μὴ ἀναγκαίων, τὸν δὲ ὑπὸ τῶν ἀναγκαίων φειδωλόν τε καὶ ὀλιγαρχικόν;
Ἀλλὰ τί μήν;
Πάλιν τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, λέγωμεν ὡς ἐξ ὀλιγαρχικοῦ δημοκρατικὸς γίγνεται. φαίνεται δέ μοι τά γε πολλὰ ὧδε γίγνεσθαι.
Πῶς;
Ὅταν νέος, τεθραμμένος ὡς νυνδὴ ἐλέγομεν, ἀπαιδεύτως τε καὶ φειδωλῶς, γεύσηται κηφήνων μέλιτος, καὶ συγγένηται αἴθωσι θηρσὶ καὶ δεινοῖς, παντοδαπὰς ἡδονὰς καὶ ποικίλας καὶ παντοίως ἐχούσας δυναμένοις σκευάζειν, ἐνταῦθά που [559e] οἴου εἶναι ἀρχὴν αὐτῷ μεταβολῆς ‹...› ὀλιγαρχικῆς τῆς ἑαυτῷ εἰς δημοκρατικήν.
Πολλὴ ἀνάγκη, ἔφη.
Ἆρ᾽ οὖν, ὥσπερ ἡ πόλις μετέβαλλε βοηθησάσης τῷ ἑτέρῳ μέρει συμμαχίας ἔξωθεν, ὁμοίας ὁμοίῳ, οὕτω καὶ ὁ νεανίας μεταβάλλει βοηθοῦντος αὖ εἴδους ἐπιθυμιῶν ἔξωθεν τῷ ἑτέρῳ τῶν παρ᾽ ἐκείνῳ, συγγενοῦς τε καὶ ὁμοίου;
Παντάπασιν μὲν οὖν.
Καὶ ἐὰν μέν γε οἶμαι ἀντιβοηθήσῃ τις τῷ ἐν ἑαυτῷ ὀλιγαρχικῷ συμμαχία, ἤ ποθεν παρὰ τοῦ πατρὸς ἢ καὶ τῶν [560a] ἄλλων οἰκείων νουθετούντων τε καὶ κακιζόντων, στάσις δὴ καὶ ἀντίστασις καὶ μάχη ἐν αὐτῷ πρὸς αὑτὸν τότε γίγνεται.
Τί μήν;
Καὶ ποτὲ μὲν οἶμαι τὸ δημοκρατικὸν ὑπεχώρησε τῷ ὀλιγαρχικῷ, καί τινες τῶν ἐπιθυμιῶν αἱ μὲν διεφθάρησαν, αἱ δὲ καὶ ἐξέπεσον, αἰδοῦς τινος ἐγγενομένης ἐν τῇ τοῦ νέου ψυχῇ, καὶ κατεκοσμήθη πάλιν.
Γίγνεται γὰρ ἐνίοτε, ἔφη.
Αὖθις δὲ οἶμαι τῶν ἐκπεσουσῶν ἐπιθυμιῶν ἄλλαι ὑποτρεφόμεναι [560b] συγγενεῖς δι᾽ ἀνεπιστημοσύνην τροφῆς πατρὸς πολλαί τε καὶ ἰσχυραὶ ἐγένοντο.
Φιλεῖ γοῦν, ἔφη, οὕτω γίγνεσθαι.
Οὐκοῦν εἵλκυσάν τε πρὸς τὰς αὐτὰς ὁμιλίας, καὶ λάθρᾳ συγγιγνόμεναι πλῆθος ἐνέτεκον.
Τί μήν;
Τελευτῶσαι δὴ οἶμαι κατέλαβον τὴν τοῦ νέου τῆς ψυχῆς ἀκρόπολιν, αἰσθόμεναι κενὴν μαθημάτων τε καὶ ἐπιτηδευμάτων καλῶν καὶ λόγων ἀληθῶν, οἳ δὴ ἄριστοι φρουροί τε καὶ φύλακες ἐν ἀνδρῶν θεοφιλῶν εἰσι διανοίαις.
[560c] Καὶ πολύ γ᾽, ἔφη.
Ψευδεῖς δὴ καὶ ἀλαζόνες οἶμαι λόγοι τε καὶ δόξαι ἀντ᾽ ἐκείνων ἀναδραμόντες κατέσχον τὸν αὐτὸν τόπον τοῦ τοιούτου.
Σφόδρα γ᾽, ἔφη.
Ἆρ᾽ οὖν οὐ πάλιν τε εἰς ἐκείνους τοὺς Λωτοφάγους ἐλθὼν φανερῶς κατοικεῖ, καὶ ἐὰν παρ᾽ οἰκείων τις βοήθεια τῷ φειδωλῷ αὐτοῦ τῆς ψυχῆς ἀφικνῆται, κλῄσαντες οἱ ἀλαζόνες λόγοι ἐκεῖνοι τὰς τοῦ βασιλικοῦ τείχους ἐν αὐτῷ πύλας οὔτε αὐτὴν τὴν συμμαχίαν παριᾶσιν, οὔτε πρέσβεις πρεσβυτέρων [560d] λόγους ἰδιωτῶν εἰσδέχονται, αὐτοί τε κρατοῦσι μαχόμενοι, καὶ τὴν μὲν αἰδῶ ἠλιθιότητα ὀνομάζοντες ὠθοῦσιν ἔξω ἀτίμως φυγάδα, σωφροσύνην δὲ ἀνανδρίαν καλοῦντές τε καὶ προπηλακίζοντες ἐκβάλλουσι, μετριότητα δὲ καὶ κοσμίαν δαπάνην ὡς ἀγροικίαν καὶ ἀνελευθερίαν οὖσαν πείθοντες ὑπερορίζουσι μετὰ πολλῶν καὶ ἀνωφελῶν ἐπιθυμιῶν;
Σφόδρα γε.
Τούτων δέ γέ που κενώσαντες καὶ καθήραντες τὴν τοῦ [560e] κατεχομένου τε ὑπ᾽ αὐτῶν καὶ τελουμένου ψυχὴν μεγάλοισι τέλεσι, τὸ μετὰ τοῦτο ἤδη ὕβριν καὶ ἀναρχίαν καὶ ἀσωτίαν καὶ ἀναίδειαν λαμπρὰς μετὰ πολλοῦ χοροῦ κατάγουσιν ἐστεφανωμένας, ἐγκωμιάζοντες καὶ ὑποκοριζόμενοι, ὕβριν μὲν εὐπαιδευσίαν καλοῦντες, ἀναρχίαν δὲ ἐλευθερίαν, ἀσωτίαν [561a] δὲ μεγαλοπρέπειαν, ἀναίδειαν δὲ ἀνδρείαν. ἆρ᾽ οὐχ οὕτω πως, ἦν δ᾽ ἐγώ, νέος ὢν μεταβάλλει ἐκ τοῦ ἐν ἀναγκαίοις ἐπιθυμίαις τρεφομένου τὴν τῶν μὴ ἀναγκαίων καὶ ἀνωφελῶν ἡδονῶν ἐλευθέρωσίν τε καὶ ἄνεσιν;
Καὶ μάλα γ᾽, ἦ δ᾽ ὅς, ἐναργῶς.
Ζῇ δὴ οἶμαι μετὰ ταῦτα ὁ τοιοῦτος οὐδὲν μᾶλλον εἰς ἀναγκαίους ἢ μὴ ἀναγκαίους ἡδονὰς ἀναλίσκων καὶ χρήματα καὶ πόνους καὶ διατριβάς· ἀλλ᾽ ἐὰν εὐτυχὴς ᾖ καὶ μὴ πέρα ἐκβακχευθῇ, ἀλλά τι καὶ πρεσβύτερος γενόμενος τοῦ πολλοῦ [561b] θορύβου παρελθόντος μέρη τε καταδέξηται τῶν ἐκπεσόντων καὶ τοῖς ἐπεισελθοῦσι μὴ ὅλον ἑαυτὸν ἐνδῷ, εἰς ἴσον δή τι καταστήσας τὰς ἡδονὰς διάγει, τῇ παραπιπτούσῃ ἀεὶ ὥσπερ λαχούσῃ τὴν ἑαυτοῦ ἀρχὴν παραδιδοὺς ἕως ἂν πληρωθῇ, καὶ αὖθις ἄλλῃ, οὐδεμίαν ἀτιμάζων ἀλλ᾽ ἐξ ἴσου τρέφων.
Πάνυ μὲν οὖν.
Καὶ λόγον γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἀληθῆ οὐ προσδεχόμενος οὐδὲ παριεὶς εἰς τὸ φρούριον, ἐάν τις λέγῃ ὡς αἱ μέν εἰσι τῶν [561c] καλῶν τε καὶ ἀγαθῶν ἐπιθυμιῶν ἡδοναί, αἱ δὲ τῶν πονηρῶν, καὶ τὰς μὲν χρὴ ἐπιτηδεύειν καὶ τιμᾶν, τὰς δὲ κολάζειν τε καὶ δουλοῦσθαι· ἀλλ᾽ ἐν πᾶσι τούτοις ἀνανεύει τε καὶ ὁμοίας φησὶν ἁπάσας εἶναι καὶ τιμητέας ἐξ ἴσου.
Σφόδρα γάρ, ἔφη, οὕτω διακείμενος τοῦτο δρᾷ.
Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ διαζῇ τὸ καθ᾽ ἡμέραν οὕτω χαριζόμενος τῇ προσπιπτούσῃ ἐπιθυμίᾳ, τοτὲ μὲν μεθύων καὶ καταυλούμενος, αὖθις δὲ ὑδροποτῶν καὶ κατισχναινόμενος, [561d] τοτὲ δ᾽ αὖ γυμναζόμενος, ἔστιν δ᾽ ὅτε ἀργῶν καὶ πάντων ἀμελῶν, τοτὲ δ᾽ ὡς ἐν φιλοσοφίᾳ διατρίβων. πολλάκις δὲ πολιτεύεται, καὶ ἀναπηδῶν ὅτι ἂν τύχῃ λέγει τε καὶ πράττει· κἄν ποτέ τινας πολεμικοὺς ζηλώσῃ, ταύτῃ φέρεται, ἢ χρηματιστικούς, ἐπὶ τοῦτ᾽ αὖ. καὶ οὔτε τις τάξις οὔτε ἀνάγκη ἔπεστιν αὐτοῦ τῷ βίῳ, ἀλλ᾽ ἡδύν τε δὴ καὶ ἐλευθέριον καὶ μακάριον καλῶν τὸν βίον τοῦτον χρῆται αὐτῷ διὰ παντός.

***
[557c] Επομένως θα υπάρχει μέσα σ᾽ αυτή την πολιτεία παρά πολύ μεγάλη ποικιλία ανθρώπινων τύπων και χαρακτήρων.
Και πώς όχι;
Μά την αλήθεια, κινδυνεύει να θεωρηθεί αυτή η πολιτεία ωραιότερη απ᾽ όλες· όπως φόρεμα κεντημένο με πολυποίκιλα άνθη, έτσι στολισμένη κι αυτή με κάθε λογής ήθη και χαρακτήρες θα φαίνεται ωραιότατη. Και γι᾽ αυτό ίσως, όπως τα παιδιά και οι γυναίκες θαυμάζουν την ποικιλία του στολισμού, κρίνουν και οι πολλοί στον υπέρτατο βαθμό ωραία αυτή την πολιτεία.
Δεν δυσκολεύομαι να το πιστέψω.
[557d] Και σ᾽ αυτή την πολιτεία, αγαπημένε μου, είναι που μπορεί κανείς να ᾽ρθεί να διαλέξει το είδος του πολιτεύματος που ταιριάζει στα μέτρα του.
Πώς αυτό;
Γιατί κλείνει μέσα της όλα τα είδη των πολιτευμάτων, χάρη στην εξουσία που έχει εκεί ο καθένας να ζει όπως θέλει· και φαίνεται πως, αν θέλει κανείς να χαράξει το σχέδιο μιας πολιτείας, όπως θα κάναμε και μεις τώρα, άλλο δεν χρειάζεται παρά να πάει σε μια δημοκρατούμενη πόλη, όπως κανείς πηγαίνει στην αγορά ή στο παντοπωλείο, και, αφού διαλέξει το είδος της αρεσκείας του, σύμφωνα μ᾽ αυτό να καταστρώσει το πολίτευμά του.
[557e] Ίσως, πραγματικά, δεν θα του λείψουν πρότυπα.
Δεν φαίνεται τάχα θαυμάσια, κατά την πρώτη εντύπωση, και πολύ χαριτωμένη μια τέτοια διευθέτηση των πραγμάτων, να μην έχεις την υποχρέωση να αναλαμβάνεις καμιά δημόσια λειτουργία, όση κι αν έχεις ικανότητα για τούτο, ούτε πάλι να υπακούς σε καμιάν εξουσία, εάν δεν θέλεις, ούτε να πηγαίνεις στον πόλεμο ενώ οι άλλοι πηγαίνουν, ούτε να έχεις ειρήνη όταν έχουν οι άλλοι, εάν δεν το επιθυμείς εσύ, ή, εάν κανείς νόμος σού αποκλείει το δικαίωμα να γίνεις άρχοντας και δικαστής, εσύ μολαταύτα [558a] να γίνεσαι, εάν σου κατέβει στο κεφάλι;
Ίσως έτσι να ᾽ναι, κατά την πρώτη εντύπωση.
Έπειτα, τί σου λέει εκείνη κάποτε η επιείκεια προς τους καταδικασμένους; Ή δεν έτυχε ποτέ να ιδείς μέσα σε μια τέτοια πολιτεία ανθρώπους που δικάστηκαν σε θάνατο ή σε εξορία να μένουν και να τριγυρνούν ελεύθεροι και, σα να μη τους προσέχει ή να τους βλέπει κανείς, να περιφέρονται αρειμάνιοι καταμεσής στην αγορά σαν ήρωες;
Και πολλούς μάλιστα είδα.
[558b] Και εκείνος ο συγκαταβατικός τρόπος της δημοκρατικής πολιτείας και η έλλειψη κάθε προσοχής στις λεπτομέρειες; Εκείνη η περιφρόνηση προς όλες τις αρχές, που εμείς με τόση σοβαρότητα και σεβασμό τις εξετάζαμε, όταν εσχεδιάζαμε την πόλη μας, λέγοντας ότι, μόνο αν κανένας έχει τέλεια φυσική προδιάθεση και από τα παιδικά του χρόνια και μέσα στα παιχνίδια του ακόμα ζει με τα παραδείγματα του καλού και έπειτα σπουδάσει με επιμέλεια όλ᾽ αυτά, είναι δυνατόν να γίνει ενάρετος; Με πόση μεγαλοπρέπεια ποδοπατεί μια τέτοια πολιτεία όλες αυτές τις αρχές και, χωρίς διόλου να ενδιαφέρεται να γνωρίσει με ποιά προπαρασκευή έρχεται κανείς να ασχοληθεί με την πολιτική, τον περιβάλλει με όλη της την εκτίμηση και την υποστήριξη, [558c] αρκεί μόνο εκείνος να διακηρύττει ότι είναι φίλος και προστάτης των συμφερόντων του λαού!
Μεγάλη, πραγματικά, γενναιοφροσύνη!
Αυτά έχει και άλλα όμοια πολλά πλεονεκτήματα η δημοκρατία και είναι, καθώς βλέπεις, πολίτευμα ευχάριστο, με μεγάλη ποικιλία και με τέλειαν αναρχία, αφού μοιράζει κάποιαν ισότητα ομοίως σε ίσους και ανίσους.
Πράγματα πολύ γνωστά μάς λέγεις.

Ο τύπος του δημοκρατικού ανθρώπου
Πρόσεξε τώρα και ποιός θα είναι ο χαρακτήρας του ατόμου μέσα σε μια δημοκρατία. Ή θέλεις πρώτα να εξετάσομε, όπως το εκάναμε και για το πολίτευμα, με ποιό τρόπο σχηματίζεται;
Μάλιστα.
Λοιπόν ως εξής κατά την ιδέα μου. Εκείνος ο φιλοχρήματος και ολιγαρχικός [558d] έχει γιο που, καθώς ανατρέφεται από τον πατέρα του, έχει τα ίδια με αυτόν ήθη. Έτσι δεν είναι;
Πώς όχι;
Και αυτός λοιπόν με τη βία κατορθώνει και χαλιναγωγεί εκείνες τις επιθυμίες που, χωρίς να του φέρουν κανένα κέρδος, απεναντίας είναι δαπανηρές, και γι᾽ αυτό και ονομάζονται όχι αναγκαίες.
Φανερό.
Θες λοιπόν, για να κάνομε σαφέστερα τα πράγματα, να ορίσομε πρώτα ποιές λέμε αναγκαίες επιθυμίες και ποιές όχι;
Θέλω.
Αναγκαίες λοιπόν επιθυμίες δεν πρέπει να ονομαστούν δικαίως [558e] εκείνες που δεν μπορούμε να τις αποφύγομε και που η ικανοποίησή τους μας ωφελεί; Γιατί εξ ανάγκης η φύση μας τρέπεται προς τις επιθυμίες που έχουν αυτές τις δύο ιδιότητες. Ή όχι;
Και πολύ μάλιστα.
[559a] Ώστε έχομε δίκιο ν᾽ αποδώσομε σ᾽ αυτές τον χαρακτηρισμό του αναγκαίου.
Βέβαια.
Τί δε; Εκείνες από τις οποίες θα μπορούσε κανείς ν᾽ απαλλαγεί, αν το έκανε αυτό έργο του από νεαρήν ηλικία, και οι οποίες κανένα καλό δεν μας κάνουν που υπάρχουν αλλά το αντίθετο (μας κάνουν κακό), δεν θα ήταν ορθό να τις ονομάσομε όχι αναγκαίες;
Πολύ ορθό.
Να πάρομε τώρα ένα παράδειγμα και για τα δύο είδη, για να ιδούμε ποιά είναι η τυπική τους μορφή;
Πρέπει βέβαια.
Λοιπόν, η επιθυμία να φάμε απλώς όσο χρειάζεται για την υγεία και την ευεξία μας, [559b] ως επιθυμία για ψωμί και για προσφάγι, δεν είναι αναγκαία;
Το νομίζω.
Και η επιθυμία για ψωμί είναι, νομίζω, και για τους δύο λόγους αναγκαία: και γιατί είναι ωφέλιμη και γιατί χωρίς αυτή δεν μπορούμε να ζήσομε.
Ναι.
Όσο για το προσφάγι, είναι αναγκαία εφόσον παρέχει κάποιαν ωφέλεια για την ευεξία μας.
Πολύ σωστά.
Πέρα όμως απ᾽ αυτό, η επιθυμία φαγητών ασυνήθιστων και αλλόκοτων παρασκευασμάτων, επιθυμία βλαβερή για το σώμα αλλά και επιζήμια για τη σωφροσύνη και τη νηφαλιότητα της ψυχής, αφού μάλιστα είναι δυνατόν οι περισσότεροι με την κατάλληλη εκπαίδευση από τη νεαρή τους ηλικία ν᾽ απαλλαγούν απ᾽ αυτήν, [559c] δεν μπορεί δίκαια να ονομαστεί όχι αναγκαία;
Και πολύ μάλιστα.
Μπορούμε ακόμη τις επιθυμίες αυτού του δεύτερου είδους να τις ονομάσομε και δαπανηρές, και τις άλλες, τις πρώτες, επικερδείς, γιατί χρησιμεύουν να μας κάνουν ικανούς να εργαζόμαστε.
Πώς όχι;
Το ίδιο τάχα δεν συμβαίνει και με τις ερωτικές και με όλες τις άλλες επιθυμίες;
Το ίδιο.
Αυτός λοιπόν που πρωτύτερα τον ονομάσαμε κηφήνα δεν είναι εκείνος που είναι γεμάτος και κυριαρχείται από τέτοιες ηδονές και επιθυμίες, [559d] τις μη αναγκαίες, ενώ απεναντίας ο φιλοχρήματος και ολιγαρχικός έχει μόνο τις αναγκαίες;
Πώς όχι;
Ας το εξηγήσομε τώρα εξαρχής πώς από τον ολιγαρχικό γίνεται ο δημοκρατικός· κατά τη γνώμη μου, το πράγμα γίνεται τις περισσότερες φορές με τον εξής τρόπο.
Πώς;
Όταν ένας νέος, αναθραμμένος, όπως λέγαμε, μέσα στην αμορφωσιά και στην τσιγκουνιά, γευθεί μια φορά από το μέλι των κηφήνων και τύχει να συναναστραφεί εκείνα τα φλογερά και φοβερά θηρία που μπορούν να του παρασκευάσουν κάθε λογής και είδους ηδονές, απ᾽ αυτή τη στιγμή, [559e] γνώριζε, αρχίζει να μεταβάλλεται η μέσα του ολιγαρχική φύση σε δημοκρατική.
Κατ᾽ ανάγκη.
Και όπως η ολιγαρχική πολιτεία αλλάζει μορφή, όταν τη δημοκρατική μερίδα τη βοηθήσουν απέξω σύμμαχοι των ίδιων φρονημάτων, δεν μεταβάλλεται επίσης και ο νέος, όταν όμοιες και συγγενείς επιθυμίες βοηθήσουν απέξω το άλλο είδος των μέσα του επιθυμιών;
Βεβαιότατα.
Και εάν σπεύσει σε βοήθεια της μέσα του ολιγαρχικής μερίδας των επιθυμιών καμιά άλλη συμμαχία, ή ο πατέρας του δηλαδή ή και οι [560a] άλλοι οικείοι του με τις νουθεσίες και τις επιπλήξεις τους, τότε, νομίζω, ανάβει μέσα του πόλεμος σωστός μεταξύ των δύο μερίδων.
Πώς όχι;
Και άλλοτε συμβαίνει να νικηθεί η δημοκρατική μερίδα από την ολιγαρχική, και τότε από τις κακές επιθυμίες άλλες εξαφανίζονται τελείως, άλλες διώχνονται από την ψυχή του νέου, καθώς γεννιέται μέσα της το αίσθημα κάποιας ντροπής, με αποτέλεσμα να ξαναγυρίσει εκείνος στον ίσιο δρόμο.
Πραγματικά συμβαίνει αυτό κάποτε.
Αλλά πάλι ύστερ᾽ από λίγο, [560b] άλλες επιθυμίες δυνατές και πολλές διαδέχονται εκείνες που κατόρθωσε να εξορίσει.
Και αυτό γίνεται συνήθως.
Τον παρασύρουν τότε προς τις ίδιες κακές συναναστροφές, και απ᾽ αυτή τη λαθραία επιμιξία γεννιώνται πλήθος νέων επιθυμιών μέσα του.
Πώς όχι;
Στο τέλος εκπορθούν, νομίζω, την ακρόπολη της ψυχής του νέου, μόλις αντιληφθούν ότι είναι αδειανή από μάθηση και καλές έξεις και αληθινές αρχές, που χρησιμεύουν ως οι καλύτεροι φρουροί και φύλακες για τη διάνοια των θεοφιλών ανθρώπων.
[560c] Έτσι είναι.
Και τότε κρίσεις ψευδείς και δοξασίες επιπόλαιες και αλαζονικές ανεβαίνουν και πιάνουν τη θέση που έπρεπε να κατέχουν εκείνες.
Αυτό γίνεται, μάλιστα.
Δεν γυρίζει λοιπόν τότε για να μείνει διά παντός πια φανερά μαζί μ᾽ εκείνους τους Λωτοφάγους; Και αν τύχει να ᾽ρθεί από μέρος των οικείων του καμιά ενίσχυση στην αντίθετη, τη φειδωλή μερίδα της ψυχής του, δεν κλείνουν οι αλαζονικές δοξασίες τις πύλες τού μέσα του βασιλικού τείχους και ούτε σ᾽ αυτή την επικουρία επιτρέπουν την είσοδο ούτε θέλουν ν᾽ ακούσουν τους λόγους [560d] που φέρνει πρεσβεία ανθρώπων γεροντότερων και συνετών; Αλλ᾽ αφού εξασφαλίσουν τη νίκη, με τη βοήθεια πλήθους ανωφελών επιθυμιών, διώχνουν έξω άτιμα την ντροπή ονομάζοντάς την ηλιθιότητα, κυνηγούν με πολλούς προπηλακισμούς τη σωφροσύνη αποκαλώντας την ανανδρία, και στέλνουν σ᾽ εξορία το μέτρο και την ολιγάρκεια, που τα χαρακτηρίζουν χωριατοσύνη και προστυχιά;
Αληθινά.
Και έτσι, αφού αδειάσουν απ᾽ αυτές τις αρετές και καθαρίσουν την [561a] μεγαλοπρέπεια και την αναίδεια ανδρεία. Έτσι πάνω κάτω δεν είναι που ένας νέος αλλάζει κατάσταση και παραδίνεται με όλη την ελευθερία και την άνεση στις μη αναγκαίες και ωφέλιμες ηδονές, ενώ στα παιδικά του χρόνια ήταν συνηθισμένος να ικανοποιεί μόνο τις αναγκαίες επιθυμίες του;
Πραγματικά με μεγάλην ακρίβεια και ζωηρότητα ζωγράφισες τη μεταβολή του.
Από δω και μπρος πια ο άνθρωπος αυτός ζει χωρίς να κάνει καμιά διάκριση ανάμεσα στις αναγκαίες και στις περιττές ηδονές, που για να τις ικανοποιεί δεν λογαριάζει ούτε χρήματα, ούτε κόπους, ούτε χρόνο· αλλ᾽ αν έχει τύχη και δεν παρασυρθεί απ᾽ αυτές έως το σημείο του παροξυσμού, εάν ακόμη με τον καιρό και με την ηλικία, αφού οπωσδήποτε ησυχάσει ο πολύς [561b] θόρυβος των παθών, ανακαλέσει από την εξορία μερικούς από τους φυγάδες και δεν παραχωρεί πια ολόκληρο τον εαυτό του σ᾽ εκείνους που έχουν λαθραία μπει μέσα του, τότε κατορθώνει να κρατήσει κάποιαν ισορροπία ανάμεσα στις επιθυμίες του και κάθε τόσο παραδίνει την κυβέρνηση της ψυχής του σε όποια μερίδα ευνοήσει —ας πούμε— ο κλήρος, και πάλι στην άλλη, αφού κορεσθεί με την πρώτη, χωρίς να κάνει διάκριση αλλά με ίση προτίμηση και στις δύο.
Πολύ σωστά.
Και δεν δέχεται, εννοείται, ν᾽ ακούσει ουδ᾽ επιτρέπει την είσοδο στο φρούριο, εάν έρθει ο ορθός λόγος να του ειπεί ότι υπάρχουν δύο ειδών ηδονές, εκείνες που είναι αποτέλεσμα [561c] των καλών και χρηστών επιθυμιών και όσες προέρχονται από πονηρές επιθυμίες, και ότι τις πρώτες οφείλει να τις επιζητεί και να τις εκτιμά, τις δεύτερες όμως να τις καταστέλλει και να τις δαμάζει· όλες αυτές τις παραινέσεις εκείνος τις αποκρούει και λέγει ότι πρέπει να εκτιμά εξίσου όλες τις ηδονές.
Αυτό ακριβώς κάνει στην κατάσταση που βρίσκεται.
Περνάει λοιπόν τη ζωή του, μέρα με την ημέρα, χαριζόμενος στην επιθυμία που θα του παρουσιαστεί πρώτη· σήμερα παραδίνεται στη μέθη και στη διασκέδαση, αύριο στην υδροποσία και στην αυστηρότερη δίαιτα, [561d] άλλοτε επιδίνεται στις ασκήσεις, άλλοτε στην αργία και στην αδιαφορία για όλα, και κάποτε ρίχνεται τάχα και στη φιλοσοφία. Το συχνότερο πολιτεύεται, ανεβαίνει στο βήμα και λέει και κάνει ό,τι φτάσει· και, αν κάποτε ζηλέψει την πολεμική δόξα, επιδίνεται στα πολεμικά, άλλοτε πάλι ζηλεύει τους επιχειρηματίες και ρίχνεται στις επιχειρήσεις. Γενικά, καμιά τάξη δεν έχει στη ζωή του, ούτε εννοεί να στενοχωρηθεί από τίποτα, και αυτό τον βίο εξακολουθεί μέχρι τέλους, ονομάζοντάς τον ευχάριστο, ελεύθερο και μακάριο.