Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2020

ΔΡΑΜ. ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΟΥ - Κύκλωπας (41-81)

ΧΟΡΟΣ

παῖ γενναίων μὲν πατέρων [στρ.]
γενναίων δ᾽ ἐκ τοκάδων,
πᾶι δή μοι νίσηι σκοπέλους;
οὐ τᾶιδ᾽ ὑπήνεμος αὔ-
45 ρα καὶ ποιηρὰ βοτάνα,
δινᾶέν θ᾽ ὕδωρ ποταμῶν
ἐν πίστραις κεῖται πέλας ἄν-
τρων, οὗ σοι βλαχαὶ τεκέων;

ψύττ᾽· οὐ τᾶιδ᾽, οὔ; [μεσῳδ.]
50 οὐ τᾶιδε νεμῆι κλειτὺν δροσεράν;
ὠή, ῥίψω πέτρον τάχα σου·
ὕπαγ᾽ ὦ ὕπαγ᾽ ὦ κεράστα
‹πρὸς› μηλοβότα στασιωρὸν
Κύκλωπος ἀγροβάτα.

55 σπαργῶντας μαστοὺς χάλασον· [ἀντ.]
δέξαι θηλὰς πορίσασ᾽
οὓς λείπεις ἀρνῶν θαλάμοις.
ποθοῦσί σ᾽ ἁμερόκοι-
τοι βλαχαὶ σμικρῶν τεκέων.
60 εἰς αὐλὰν πότ᾽ †ἀμφιβαίνεις†
ποιηροὺς λιποῦσα νομοὺς
Αἰτναίων εἴσω σκοπελῶν;

οὐ τάδε Βρόμιος, οὐ τάδε χοροὶ [ἐπῳδ.]
Βάκχαι τε θυρσοφόροι,
65 οὐ τυμπάνων ἀλαλαγμοί,
67 οὐκ οἴνου χλωραὶ σταγόνες
66 κρήναις παρ᾽ ὑδροχύτοις·
68 οὐδ᾽ ἐν Νύσαι μετὰ Νυμ-
φᾶν ἴακχον ἴακχον ὠι-
70 δὰν μέλπω πρὸς τὰν Ἀφροδί-
ταν, ἃν θηρεύων πετόμαν
Βάκχαις σὺν λευκόποσιν.
†ὦ φίλος ὦ φίλε Βακχεῖε
ποῖ οἰοπολεῖς
75 ξανθὰν χαίταν σείεις;†
ἐγὼ δ᾽ ὁ σὸς πρόπολος
Κύκλωπι θητεύω
τῶι μονοδέρκται δοῦλος ἀλαίνων
80 σὺν τᾶιδε τράγου χλαίναι μελέαι
σᾶς χωρὶς φιλίας.

***
ΧΟΡΟΣ ΣΑΤΥΡΩΝ

(Οι Σάτυροι μιλούν στα πρόβατα, που τα φέρνουν πίσω στο μαντρί τους.)

Για πού το ᾽βαλες εσύ; [Στροφή]
Ο πατέρας σου από σόι, από σόι κι η μαμά σου·
κι εσύ το ᾽βαλες για πού; Στα κατσάβραχα γραμμή;
Μη δεν έχει εδωπέρα
45 αγεράκι ανάλαφρο, χορταράκι δροσερό,
κι οι ποτίστρες σου γεμάτες με νεράκι ποταμίσιο,
στρουφιχτό, δίπλα στη στάνη, στη σπηλιά, όπου βελάζουν
προβατάκια — τα μωρά σου;

Πρρρρρρ! Ψιτ ψιτ! Έλα δω, βρε, εδώ, εδώ! [Μεσωδός]
50 Έλα βρε δω και βόσκησε στη δροσερή ραχούλα.
Όι όι όι! Χόι χόι χόι! Θενα σού ᾽ρθει καμιά πέτρα!
Άιντε, βρε χοντροκέρατε, προχώρα για τη στάνη
του Κύκλωπα του τσέλιγκα, που λείπει στο κυνήγι.

55 Σπαργωμένο το μαστάρι, [Αντιστροφή]
δώσ᾽ το για να ξαλαφρώσει, να βυζάξουνε τ᾽ αρνάκια
π᾽ άφησες μες στον κοιτώνα· βάλε τα στο ρωγοβύζι.
Σε προσμένουν όλη μέρα
τα μικρά σου τα παιδάκια· ξύπνησαν και σου βελάζουν.
60 Έλα, έμπα πια στη στάνη,
κι άφησε τα βοσκοτόπια με το δροσερό χορτάρι
που᾽ ναι στη σκιά της Αίτνας.

Αχ! [Επωδός]
65 Πού᾽ ναι οι Βάκχες με τον θύρσο —τύμπανα κι αλαλαγμοί—
67 του κρασιού οι σταλαματιές
66 κι οι βρυσούλες που κυλούσε το νεράκι; Πάνε πια!
68 Ούτε με τις Νύμφες τώρα στου Διόνυσου τα μέρη
το τραγούδι πια δεν ψάλλω —«Ίακχέ μου, Ίακχέ μου»—,
70 που ᾽λεγα της Αφροδίτης, κι ύστερα την κυνηγούσα,
φτερωτός, δίπλα στις Βάκχες που ᾽χουν πόδια κάτασπρα.
Βάκχε, λατρευτέ μου φίλε,
τάχα πού βακχεύεις τώρα, μοναχός; Πού ν᾽ ανεμίζεις
75 την ολόξανθή σου χαίτη;
Κι ο θεράποντάς σου εγώ
του μονόφθαλμου είμαι τώρα του Πολύφημου υπηρέτης·
80 και φορώ τούτην την έρμη, τούτη την τραγίσια χλαίνα,
και πλανιέμ᾽ εξορισμένος, δίχως πια τη συντροφιά σου.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Οι ήχοι της γλώσσας

2.4.4 Οι τρόποι με τους οποίους αρθρώνονται τα σύμφωνα


Λίγα λόγια τώρα για τα σύμφωνα, τον σιαμαίο σύντροφο των φωνηέντων στον σχηματισμό των συλλαβών. Είπαμε ότι τα φωνήεντα δημιουργούνται με την ανεμπόδιστη διαδρομή του αέρα προς την έξοδο από το φωνητικό κανάλι, ενώ η παραγωγή των συμφώνων οφείλεται στα εμπόδια που παρεμβάλλονται σε αυτή τη διαδρομή. Έτσι π.χ. για το σύμφωνο της λέξης εδώ η άκρη της γλώσσας ακουμπά πάνω στα δόντια.

Τα σύμφωνα (και αυτό το έχουμε ήδη δει) μπορεί να είναι ηχηρά ή άηχα, να παράγονται δηλαδή με ή χωρίς παλμική κίνηση των φωνητικών χορδών. Θυμηθείτε τις δύο λέξεις πήρα και μπίρα. Η διαφορά της σημασίας γεννιέται από τη διαφορά των αρχικών συμφώνων ως προς αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό: το πρώτο σύμφωνο του πήρα [pira] είναι άηχο· το πρώτο σύμφωνο του μπίρα [bira] είναι ηχηρό. Κατά τα άλλα είναι ίδια, είναι διχειλικά, σχηματίζονται με τη συνάντηση των χειλιών.

Επίσης τα σύμφωνα μπορεί να είναι κλειστά ή εξακολουθητικά. 

Κλειστά λέμε τα σύμφωνα που σχηματίζονται με τη δημιουργία απόλυτου κλεισίματος σε κάποιο σημείο της στοματικής κοιλότητας. Διακόπτεται δηλαδή το ρεύμα του αέρα που έρχεται από τους πνεύμονες και δημιουργείται πίεση. Με το άνοιγμα του στόματος παράγεται μια απότομη έξοδος του αέρα. 

Στα παραπάνω παραδείγματα (πήρα και μπίρα) τα πρώτα σύμφωνα των δύο λέξεων, π [p] και μπ [b], είναι κλειστά. 

Εξακολουθητικά είναι τα σύμφωνα που δεν σχηματίζονται με απόλυτο κλείσιμο, αλλά όταν αφήνεται ένα μικρό άνοιγμα από όπου διαφεύγει ο αέρας που έρχεται από τους πνεύμονες. Τέτοια σύμφωνα είναι το φ [f] όπως στη λέξη φόνος, το δ [δ] όπως στη λέξη δένω, το σ [s] όπως στη λέξη σωρός.

Ξεχωρίζουμε, τέλος, τα σύμφωνα με βάση τη θέση της άρθρωσής τους, με βάση δηλαδή τα όργανα ή τα ανατομικά στοιχεία που συμμετέχουν στην παραγωγή τους. Έχουμε ήδη μιλήσει για τα διχειλικά, όπως στα παραδείγματα πες/μπες, πήρα/μπίρα. 

Τα χειλοδοντικά δημιουργούνται φέρνοντας το κάτω χείλος προς τα πάνω δόντια: φως/βαρύ. Και τα δύο είναι εξακολουθητικά, γιατί τα δόντια δεν δημιουργούν ερμητικό κλείσιμο - ο αέρας διαφεύγει. 

Μεσοδοντικά σύμφωνα παράγονται όταν η άκρη της γλώσσας βρίσκεται ανάμεσα στα δόντια, αγγίζει τα πάνω δόντια και προεξέχει: θεός, δέμα. Με την άκρη της γλώσσας στο πίσω μέρος των πάνω δοντιών παράγονται τα οδοντικά σύμφωνα, όπως στις λέξεις τότε, νταντά (το πρώτο άηχο, το δεύτερο ηχηρό).

Τα φατνιακά σύμφωνα (φατνία είναι τα οστέινα κοιλώματα των σαγονιών μέσα στα οποία είναι στερεωμένα τα δόντια, με τις ρίζες τους) παράγονται όταν η άκρη της γλώσσας πλησιάζει στα πάνω φατνία, χωρίς όμως να δημιουργείται απόλυτο κλείσιμο: [s]/[z] όπως στις λέξεις σώο/ζώο. Με τη ράχη της γλώσσας στο σκληρό μέρος του ουρανίσκου παράγονται τα ουρανικά σύμφωνα: κιλό/γκίνια (και τα δύο κλειστά, το πρώτο άηχο, το δεύτερο ηχηρό), χυμός/γίνεται (και τα δύο εξακολουθητικά, το πρώτο άηχο, το δεύτερο ηχηρό). 

Υπερωικά λέγονται τα σύμφωνα που παράγονται με το πίσω μέρος της γλώσσας στο μαλακό τμήμα του ουρανίσκου, την υπερώα: κρεμάω/γκρεμός, χώμα/γόμα.

Τα ρινικά σύμφωνα έχουν το χαρακτηριστικό ότι ο αέρας περνά μερικά ή ολικά από τη ρινική κοιλότητα. Ρινικό (διχειλικό στην άρθρωσή του) σύμφωνο είναι αυτό που αποδίδεται με το γράμμα μ. 

Τα υγρά αποδίδονται με τα γράμματα λ και ρ. Αν η άκρη της γλώσσας πάει στα πάνω φατνία και δημιουργήσει κλείσιμο στο κέντρο, ενώ ο αέρας μπορεί να διαφύγει από το πλάι ή από τα δύο πλάγια, έχουμε το πλευρικό υγρό σύμφωνο της λέξης λέω. Αν η άκρη της γλώσσας αγγίζει χαλαρά τα πάνω φατνία ώστε να πάλλεται από το ρεύμα του αέρα, έχουμε το παλλόμενο σύμφωνο της λέξης ώρα.

Ημίφωνα ονομάζονται οι φθόγγοι που είναι κάτι ανάμεσα στα σύμφωνα και τα φωνήεντα, χωρίς να είναι ούτε το ένα ούτε το άλλο. Έτσι λ.χ. στις λέξεις καράβια, βοριάς ο ήχος που δηλώνεται με το γράμμα ι τείνει να γίνει, ιδίως σε γρήγορη προφορά, κάτι ανάμεσα σε σύμφωνο και σε φωνήεν: [karávya], [voryás] (το [y] όπως στο αγγλικό you 'εσύ'). Το ίδιο ισχύει και στη λέξη παιδιά [peδyá].

Και για να κλείσουμε αυτή τη διαδρομή στον κόσμο των ήχων της γλώσσας, δίφθογγοι είναι οι συνδυασμοί φθόγγων όπου πλάι σε ένα φωνήεν υπάρχει ένα ημίφωνο. Έτσι στις λέξεις χάιδεψε, γάιδαρος πλάι στο «καθαρό» φωνήεν [a] των συλλαβών χάι, γάι υπάρχει ένας φθόγγος που δεν είναι ένα «καθαρό» [ί] αλλά έχει «μικρύνει» σε ημίφωνο. Όταν λοιπόν δύο φωνήεντα ανήκουν μαζί σε μια συλλαβή, μπορεί το ένα να «μικρύνει» - να γίνει ημίφωνο. Έτσι δημιουργούνται οι δίφθογγοι .

Το παρελθόν είναι παρελθόν

Νομίζω ότι πραγματικά πρέπει να σταματήσουμε τα μοιρολόγια για το παρελθόν.

Απλά και μόνο η λύπη για το παρελθόν δεν βοηθάει καθόλου αφού έχει συμβεί μια πράξη, μια λέξη, μια συμπεριφορά που ανήκει στο παρελθόν και δεν μπορούμε να την αλλάξουμε. Η μόνη της ίσως χρησιμότητα είναι να μας δώσει το έναυσμα να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη.

Γιατί να μην προσπαθήσουμε να κοιτάξουμε προς τα εμπρός; Γιατί να μην προσπαθήσουμε να σταματήσουμε να ζούμε στο παρελθόν;

Έχω περάσει πολύ χρόνο από την ζωή μου εκφράζοντας τη λύπη για όσα λάθη έχω κάνει στο παρελθόν (πολλά από τα οποία στην πραγματικότητα ήταν μόνο στο μυαλό μου, αλλά τα έχω βιώσει σαν να ήταν πραγματικά) και για όλα όσα δυσάρεστα μου είχαν συμβεί κατηγορώντας με για τον τρόπο που τα χειρίστηκα αλλά και νιώθοντας λύπη και οίκτο για τον εαυτό μου.

Δεν μπορούμε φίλοι μου να περάσουμε όλη τη ζωή μας θλιμμένοι για το τι έγινε στο παρελθόν και να χάνουμε στην ουσία το παρόν και το μέλλον.

Σπαταλούμε με μεμψιμοιρία την μία και μοναδική ζωή που έχουμε. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να είμαστε θλιμμένοι για τα λάθη μας αλλά η ουσία είναι να μην επαναλάβουμε τα ίδια λάθη.

Με τα χρόνια έχω μάθει να είμαι ο εαυτός μου και να λέω αυτό που σκέφτομαι και να πράττω αυτό που λέω και αισθάνομαι. Οι μάσκες είναι άχρηστες. Μπορείτε να βάλετε μια μάσκα και να δείχνετε ευχαριστημένοι και ικανοποιημένοι αλλά να μην ξεχνάτε πως απλά φοράτε μια μάσκα.

Σε αυτή τη ζωή υπάρχουν όλες οι στιγμές. Καλές και κακές, θλιμμένες και χαρούμενες, ευτυχισμένες και δυστυχισμένες. Ο καθένας από μας έχει ζήσει στιγμές όλων των ειδών και όλες είχαν να μας μάθουν και κάτι. Τα πάντα είναι μια διαδικασία κατανόησης του κόσμου γύρω μας και βαθιάς αυτογνωσίας.

Εν ολίγοις, το παρελθόν είναι παρελθόν. Καλό είναι να το χρησιμοποιήσουμε για να καταλάβουμε τον εαυτό μας και τους γύρω μας ώστε να οικοδομήσουμε ένα καλύτερο μέλλον. Μαθαίνοντας από τα λάθη παλιά και νέα. Γιατί αν ζεις ενεργά την ζωή σου θα κάνεις σίγουρα και λάθη.

Ή θα μείνεις ακίνητος για πάντα ή θα πέσεις ένα εκατομμύριο φόρες και θα σηκωθείς και πάλι. Ποια διαδρομή θα επιλέξεις; Οι τύψεις για τα πράγματα που κάναμε μπορεί να θεραπευτούν με τον καιρό. Οι τύψεις για τα πράγματα που δεν κάναμε μένουν για πάντα αγιάτρευτες”. – Sydney J. Harris

Επαναστάτες του πληκτρολογίου

Οι «επαναστάτες του πληκτρολογίου» όπως τους ονόμασες ή «του καναπέ» όπως τους προτιμάς...

Είναι αυτοί που ψάχνουν, μελετάνε, ερευνούν ασταμάτητα γιατί έχουν καταλάβει ότι είναι οι μόνοι υπεύθυνοι για τη γνώση, την αντίληψή και την δράση τους.

Είναι αυτοί που συνήθως δεν φωνάζουν στους δρόμους, δεν αναλώνονται να τσακώνονται με τον γείτονά τους ή τους περαστικούς της ζωής τους. Δεν βγαίνουν στα κανάλια εξαπάτησης ούτε θα τους αναγνωρίσεις όταν περνάνε δίπλα σου.

Είναι αυτοί που επιλέγουν συνειδητά ό,τι κάνουν, τι διαβάζουν, τι ακούνε, πού εστιάζουν την προσοχή τους. Έχουν την ικανότητα να συνθέτουν πληροφορίες που δεν φαίνεται αρχικά/επιφανειακά, να έχουν οποιαδήποτε σύνδεση.

Είναι αυτοί που έχουν καταλάβει την έννοια του χωροχρόνου, της ενέργειας, της κάθε συμβολής και συμμετοχής τους, πρακτικά, πέρα από τις απαρχαιωμένες, γραμμικές, κοινωνικές πεποιθήσεις.

Είναι αυτοί που επικοινωνούν με ανθρώπους, κουλτούρες, οπτικές, πέρα από τη δική τους, για να έχουν σφαιρική αντίληψη και για να ορίζουν οι ίδιοι την κάθε δική τους δράση.

Είναι αυτοί που δίνουν σημασία στην κάθε τους παρουσία, έκφραση, δράση, ακόμα κι όταν δεν κοιτάει κανείς, γιατί έχουν καταλάβει την έννοια της κβαντικής διασύνδεσης του κοσμικού (και όχι μόνο) ιστού, πρακτικά, συνεχίζοντας να ερευνούν.

Είναι αυτοί που δεν σπαταλούν άσκοπα την ενέργειά τους, πόρους, χρόνο, αλλά αναζητούν το άγνωστο, τολμούν να ρισκάρουν, εφευρίσκουν και μοιράζονται νέους τρόπους συνύπαρξης και συνδημιουργίας.

Είναι αυτοί που ίσως συνεχίζεις να κατηγορείς ως «επαναστάτες του καναπέ», γιατί απλά δεν τους βλέπεις στο πεδίο δράσης σου, γιατί έχεις άλλες προσδοκίες, άλλη εστίαση προσοχής, γιατί μένεις στην κατήχηση της υποσυνείδητης εκπαίδευσής σου μιας άλλης εποχής.

Τους γνωρίζεις, όταν γίνεσαι ένας από αυτούς. Αλλά μην ψάχνεις κλώνους. Ο καθένας τους είναι διαφορετικός, με διαφορετική έκφραση, διαφορετικό πεδίο δράσης, αλλά όλοι με το ίδιο πάθος, την ίδια ειλικρίνεια, την ίδια τόλμη.

Όταν δε λες τι σ’ ενοχλεί, θα φτάσει η στιγμή για το μεγάλο μπαμ

Ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες φιλοσόφους, ο Αριστοτέλης, συνόψισε σε λίγες γραμμές το πόσο δύσκολο είναι να θυμώσει κανείς όταν πρέπει, όσο πρέπει και με το άτομο που πρέπει. Όσον αφορά τις εpωτικές μας σχέσεις, σίγουρα έχεις κι εσύ κάποιον φίλο ή φίλη, εσένα φυσικά δε θα σου έχει συμβεί -ας κάνουμε ότι σε πιστεύουμε- που εξαρχής αρνιόταν να ξεκαθαρίσει πράγματα που τον ενοχλούσαν στη σχέση του και τα μάζευε μέσα του.

Φοβόταν μήπως ακουστεί υστερική ή τρελός και δεν ήθελε με τίποτα να έρθει σε σύγκρουση με τον άλλο άνθρωπο, ώσπου έφτασε η μέρα να βγουν όλα στη φόρα. Και όταν έγινε αυτό ο άλλος έμεινε άφωνος από το τι κρυβόταν πίσω από την φαινομενική ηρεμία του συντρόφου του.

Ωστόσο, σχεδόν πάντα ο θυμός μας είναι η κορυφή του παγόβουνου και όχι το παγόβουνο. Η καθημερινότητα, οι έντονοι ρυθμοί ζωής, τα όνειρα που έχουμε συχνά απωθημένα κάπου βαθιά στην ψυχή και στο μυαλό μας τείνουν να συσσωρεύονται και να μας προκαλούν τόσο έντονο άγχος που εκφράζεται μέσα από βίαια ξεσπάσματα, που κατευθύνονται όχι πάντοτε προς τους άλλους. Το να θυμώσει κανείς, όπως και το να εκφράσει ελεύθερα τα συναισθήματά του, δεν είναι μεμπτό. Εκείνο, όμως, που οφείλει να αναρωτηθεί είναι, γιατί θυμώνει, πόσο και προς ποιον εκδηλώνεται -στην πραγματικότητα- ο θυμός του.

Μια απλή ερώτηση, του τύπου «γιατί εκνευρίστηκα τώρα» ή «ποια είναι η αιτία της έκρηξης μου», θα μας δώσει ό,τι ακριβώς χρειαζόμαστε για τη μικρή μας ενδοσκόπηση, που θα πρέπει να έπεται ή ιδανικά να προηγείται του θυμού. Ξέρω πως ορισμένοι θα βρείτε παρηγοριά σε εναλλακτικές θεραπείες, γιόγκα, διαλογισμό ή και συζήτηση με τον πνευματικό, ώστε να προσπαθήσετε να διαχειριστείτε καταστάσεις έντονης συναισθηματικής φόρτισης και θυμού. Και καλά θα κάνετε! Τις ώρες που θα μείνετε μόνοι, όμως, κάντε μια συζήτηση με τον εαυτό σας και δείτε τι πραγματικά σας κάνει ευέξαπτους. Μήπως δε φταίει ο σύντροφός σας, αλλά το ότι θα θέλατε να έχετε περισσότερο χρόνο μαζί; Η μεταξύ σας συζήτηση ίσως σας διαφωτίσει. Μήπως θυμηθήκατε που εκείνο το καλοκαίρι πήγε διακοπές με τις φίλες της δέκα μέρες; Μήπως οι πολλές ώρες στο γραφείο σημαίνουν ελάχιστο χρόνο για τη σχέση σας ή ο χρόνος είναι αρκετός αλλά λίγο ποιοτικός; Εάν απαντήσατε σε κάτι από αυτά θετικά, δεν είναι ανησυχητικό! Ανησυχητικό θα γίνει εάν κάτι δεν αλλάξει προς το καλύτερο. Το μυστικό είναι να είμαστε εξαρχής ο εαυτός μας, να λέμε τι δε μας αρέσει και τι όχι και να μη συσσωρεύουμε ό,τι μας δυσαρεστεί. Γιατί εάν δεν το κάνουμε αυτό εξαρχής, μετά θα είναι αργά. Τη σχέση μπορεί να τη σώσουμε, τον έντονο καβγά όμως δε θα τον αποφύγουμε.

Κάτι άλλο που πρέπει να προσέξουμε είναι οι προσδοκίες που έχουμε απ’ στο ταίρι μας. Πολύ συχνά ξεκινάμε μια σχέση αναμένοντας να μας δώσει αυτά που θεωρούμε πως έχουμε ανάγκη. Έτσι, όσο περνάει ο καιρός και το άλλο μας μισό δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες μας τόσο εμείς εκνευριζόμαστε και περιμένουμε μέχρι να καταλάβει ως δια μαγείας τις επιθυμίες μας. Μα, φταίει ο σύντροφός μας για τις δικές μας ελπίδες ή εμείς που αναμέναμε πράγματα εν αγνοία του και αισθανθήκαμε στην πορεία ότι αυτά δεν καλύπτονται;

Επιπλέον, ο θυμός ενίοτε μας εξωθεί να επικρίνουμε τον άλλο περισσότερο από όσο θα ήταν αποδεκτό και υγιές σε μια σχέση. Για παράδειγμα, όταν προσπαθούμε με το παραμικρό να την πούμε στο ταίρι μας, ίσως είναι γιατί έχουμε θυμώσει με τη συμπεριφορά ή τα λεγόμενά του και επιλέγουμε να το εκφράσουμε άμεσα.

Ο αρχαίος μας φιλόσοφος είχε δίκιο! «Ο καθένας μπορεί να θυμώσει, είναι εύκολο. Αλλά να θυμώσεις με τον σωστό άνθρωπο, στο σωστό βαθμό, για τον σωστό λόγο, τη σωστή στιγμή και με τον σωστό τρόπο, αυτό δεν είναι καθόλου εύκολο». Είμαστε άνθρωποι με συναισθήματα, ανάγκες και επιθυμίες και μακάρι να έχουμε τέτοια επαφή με εμάς που να μας βοηθήσει να ελαττώσουμε την επιθετικότητά μας. Για να το επιτύχουμε αυτό, αρκεί να παρακολουθούμε τις σκέψεις και τα συναισθήματά μας, να περιορίσουμε τις προσδοκίες και τις επικρίσεις μας και να μη φοβόμαστε να είμαστε ο εαυτός μας.

Καθώς μεγαλώνετε, συνειδητοποιείτε ότι μερικές μάχες δεν αξίζουν τον κόπο

Καθώς περνάει ο καιρός, συνειδητοποιούμε ότι μερικές μάχες δεν αξίζουν τον κόπο. Αφήνουμε πίσω μας πολλές συζητήσεις, όνειρα που είχαμε στα νιάτα μας ακόμα και ορισμένους ανθρώπους.

Αντί να θεωρούμε αυτά τα γεγονότα ως απώλειες, θα πρέπει να τα βλέπουμε για ό,τι πραγματικά είναι: πράγματα τα οποία επενδύσαμε με πολλές ελπίδες, όμως στη συνέχεια συνειδητοποιήσαμε ότι στην πραγματικότητα δεν άξιζε να δώσουμε μάχες γι’ αυτά.

Η προσωπική ανάπτυξη, η ωρίμανση και η πορεία στη ζωή, όσο περνάει ο καιρός, μοιάζουν με την περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένη συναρμολόγηση ενός παζλ.

Κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης περιόδου της ζωής μας, αρκούμαστε στον να προσπαθούμε να ταιριάξουμε μεταξύ τους αταίριαστα κομμάτια του παζλ.

Μόνο ο χρόνος και η εκ των υστέρων γνώση μας κάνουν να δούμε τελικά την αλήθεια, ότι δηλαδή υπάρχουν πράγματα και άνθρωποι που ανήκουν σε χάρτες διαφορετικούς από το δικό μας.

Σας προτείνουμε να σκεφτείτε πάνω σε αυτό διαβάζοντας παρακάτω.

Μερικές φορές είναι απαραίτητο να χάσουμε τις μάχες που δεν αξίζουν τον κόπο.
Κατά τα νεανικά μας χρόνια, έρχονται στο δρόμο μας πολλά πράγματα χωρίς να τα επιλέγουμε. Είναι σαν να κατεβαίνουμε έναν οργισμένο ποταμό, νευρικοί και γεμάτοι ζωή.

Ένα παράδειγμα νεανικού σφάλματος που κάνουμε είναι το να ερωτευόμαστε το πρώτο άτομο που βλέπουμε και μας συνεπαίρνει.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι το να δημιουργούμε φιλίες με ανθρώπους μονάχα επειδή τους βλέπουμε συχνά. Για παράδειγμα, οι άνθρωποι αυτοί θα μπορούσαν να είναι συμμαθητές ή φίλοι φίλων. Η αποδοχή αυτών των ανθρώπων ως φίλων μοιάζει με την περίπτωση στην οποία σας σερβίρουν ένα γεύμα που τελικά δεν σας αρέσει αλλά το τρώτε για να μην απογοητεύσετε το άτομο που το μαγείρεψε.

Κατά τη διάρκεια αυτού του σταδίου της ζωής μας, ενεργούμε έτσι επειδή έχουμε μόνο ένα στόχο: να ενταχθούμε σε μια κοινότητα, με άλλα λόγια να προσαρμοστούμε στο περιβάλλον μας.

Αυτό ακριβώς κάνουν οι έφηβοι, οι οποίοι κάνουν τα πρώτα τους βήματα στη ζωή αναζητώντας την έγκριση άλλων ανθρώπων. Αυτό περιλαμβάνει το να ακούνε ό,τι λένε οι άλλοι και να κάνουν ό,τι κάνουν οι άλλοι.

Να θυμάστε ότι οι τολμηροί άνθρωποι δεν αφιερώνουν όλες τις προσπάθειές τους σε κάτι χωρίς να παίρνουν τίποτα ως αντάλλαγμα.

Ωστόσο, καθώς μεγαλώνουμε, τα πράγματα αλλάζουν. Έρχεται μια μέρα που γινόμαστε επιλεκτικοί με τους φίλους μας ή με τις μάχες που δίνουμε -πολύ επιλεκτικοί. Με άλλα λόγια, ξέρουμε ακριβώς τι θέλουμε και ποιους δεν θέλουμε στη ζωή μας.

Ποιότητα αντί ποσότητας

Τελικά, έρχεται η μέρα που έχουμε λίγους αληθινούς φίλους αντί για πολλούς ψεύτικους.

Κοιτάζουμε πίσω ενώ αξιολογούμε τα συναισθήματά μας. Ωστόσο το σωστό είναι να ακούμε τι μας λέει η καρδιά μας, καθώς αυτό μας βοηθάει να αναγνωρίσουμε ορισμένα πράγματα. Για παράδειγμα:

Τελικά συνειδητοποιούμε ότι υπάρχουν πτυχές της ζωής που πιστεύαμε ότι ήταν ιδιαίτερα σημαντικές, όμως τώρα συνειδητοποιούμε ότι δεν ήταν.

Για παράδειγμα, αν προηγουμένως συνηθίζατε να δίνετε αξία στο να έχετε μια επιτυχημένη κοινωνική ζωή και πολλούς φίλους, τώρα εκτιμάτε τις μικρότερες ομάδες φίλων.

Αν γεμίζατε το κεφάλι σας με πολλά τρελά σχέδια, τώρα εστιάζετε σε ένα στόχο κάθε φορά.

Είναι επίσης πιθανό να δώσατε μάχες που σας άφησαν πόνο. Για παράδειγμα, ίσως θέλατε να σας αγαπήσει κάποιο άτομο, να αναγνωριστείτε από την οικογένειά σας, να δείξετε σε όλους ότι ήσασταν αρκετά καλοί…

Ωστόσο, τώρα εγκαταλείπετε αυτές τις μάχες. Αυτό συμβαίνει επειδή είστε πιο σοφοί. Επιπλέον ακολουθείτε τη διαίσθησή σας, που σας λέει να μη συνεχίσετε να δίνετε μάχες για πράγματα που σας απομακρύνουν από τον αυθεντικό εαυτό σας.

Χρειάζεται να δείξετε μόνο σε ένα άτομο ότι είστε αρκετά καλοί και αυτό το άτομο είστε εσείς. Αν ορισμένοι άνθρωποι δεν σας αγαπούν, το τελευταίο πράγμα που πρέπει να κάνετε είναι να ικετεύετε για αγάπη.

Ωριμότητα σημαίνει προσωπική εξέλιξη

Υπάρχουν μάχες που δεν αξίζουν καθόλου να δίνονται.

Το να δίνετε τέτοιου είδους μάχες είναι σαν να έρχεστε σε αντίφαση με τον εαυτό σας. Επιπλέον, είναι σαν να προσπαθείτε να κάνετε ορισμένους ανθρώπους να αλλάξουν γνώμη ή να γίνουν κάποιοι που θα θέλατε να είναι.

Όταν ωριμάζουμε, συνειδητοποιούμε ότι υπάρχουν μονοπάτια που δεν πρέπει να ακολουθήσουμε, ειδικά εκείνα τα οποία μας λένε οι άλλοι να ακολουθήσουμε, τα οποία πηγαίνουν ενάντια στην ίδια την ουσία μας.

Τελικά η προσωπική εξέλιξη συνεπάγεται το να λέμε με θάρρος τι θέλουμε και τι δεν θέλουμε, χωρίς να φοβόμαστε τι θα σκεφτούν ή θα πουν οι άλλοι.

Για να ακολουθήσουμε το δικό μας μονοπάτι, πρέπει να κόψουμε τους δεσμούς με ορισμένους ανθρώπους και να τερματίσουμε ορισμένες συνδέσεις. Αυτό σημαίνει να εγκαταλείψουμε ό,τι μας φέρνει δάκρυα και πολλές μάχες.

Αυτό το κάνουμε για να κερδίσουμε κάτι πιο σημαντικό: αξιοπρέπεια.

Δεν είναι εύκολο να κάνουμε αυτά τα προσωπικά βήματα. Για παράδειγμα, υπάρχουν ακόμα πολλοί άνθρωποι που συνεχίζουν να δίνουν αδύνατες μάχες με πράγματα που τους καταστρέφουν και μειώνουν την αυτοεκτίμησή τους.

Πώς να εγκαταλείψετε τις μάχες που δεν αξίζουν τον κόπο;

Καταρχάς, δεν πρόκειται για κάτι εύκολο. Απαιτείται μεγάλη προσπάθεια για να ξεφύγετε από αυτά τα προσωπικά πεδία μάχης.

Δυστυχώς, μερικές φορές πιστεύουμε ότι η αξιοπρεπής επιλογή είναι να συνεχίσουμε να δίνουμε μάχες για αδύνατες σχέσεις.

Για παράδειγμα, όλοι έχουμε φίλους με τους οποίους περνάμε χρόνο αλλά οι οποίοι συνεχίζουν να μας προδίδουν ξανά και ξανά. Άλλα παραδείγματα είναι τα εξής:

Λέμε στον εαυτό μας ότι, ως καλό παιδί, πρέπει να δίνουμε τα πάντα στην οικογένειά μας. Ωστόσο πολλές από αυτές τις μάχες είναι ήδη χαμένες επειδή, όχι μόνο μας φέρνουν πόνο, αλλά και επειδή οι συγκεκριμένοι άνθρωποι δεν θα αλλάξουν ποτέ, παρόλο που εμείς πιστεύουμε το αντίθετο.

Αν και είναι οδυνηρό, μερικές φορές είναι καλύτερα να ξεκόψουμε από ορισμένους ανθρώπους στη ζωή μας και να βγούμε από αυτά τα «τοξικά περιβάλλοντα» που καταστρέφουν την αυτοεκτίμησή μας. Έχετε υπόψη σας ότι εκείνοι που σας πληγώνουν περισσότερο απλώς δεν σας αγαπούν.

Να θυμάστε ότι οι τολμηροί άνθρωποι δεν αφιερώνουν όλες τις προσπάθειές τους σε κάτι χωρίς να παίρνουν τίποτα ως αντάλλαγμα.

Αντί αυτού, είναι ικανοί να δίνουν τις μάχες που αξίζουν τον κόπο σε αυτή τη ζωή: τις μάχες για τη δική τους ευτυχία και για την ευτυχία των αγαπημένων τους προσώπων.

Τα μεγαλύτερα ψυχολογικά μας τα ‘χει περάσει η οικογένεια μας

Τα βιώματά μας είναι αυτά που μας κάνουν αυτό που είμαστε. Καλά ή άσχημα μας διαμορφώνουν. Επηρεαζόμαστε από αυτά υποσυνείδητα ή συνειδητά. Τα ερεθίσματά μας γίνονται παραδείγματα προς μίμηση ή προς αποφυγή.

Κάπως έτσι γίνεται και με την οικογένειά μας κι ειδικά στη σχέση μας με τους γονείς μας. Πολλές φορές τους έχουμε στο μυαλό μας σαν αυθεντίες, αλλά ξεχνάμε πως κι εκείνοι είναι κοινοί θνητοί, που σίγουρα κουβαλούν κατάλοιπα απ’ τους δικούς τους γονείς, κάτι που μας περνάνε άθελά τους.

Μας μεταφέρουν δικά τους συμπλέγματα και φοβίες, μας επικρίνουν διαρκώς ή μας τοποθετούν σε ένα περιβάλλον υπερπροστατευτικότητας, με θετική διάθεση κι αγνές προθέσεις, μα με καταστροφικές πρακτικές συνέπειες για την ψυχική μας υγεία.

Το θέμα είναι κατά πόσο μας επηρεάζουν όλα αυτά τα βιώματα των γονιών μας και πώς τα περνάμε στις μετέπειτα σχέσεις μας κι εμείς οι ίδιοι, χωρίς να το καταλαβαίνουμε.

Το μόνο σίγουρο είναι πως δεν υπάρχει manual στο πώς να γίνεις ο τέλειος γονιός ή πώς να συμπεριφερθείς στο παιδί σου. Επομένως είναι απόλυτα λογικό οι γονείς κι εμείς αργότερα ίσως, αν κάνουμε παιδιά, να περάσουμε, συχνά ασυνείδητα, πράγματα και τραύματα στα παιδιά μας. Είναι τα πρώτα άτομα που ερχόμαστε σε επαφή απ’ την αρχή της ζωής μας και τα πρώτα άτομα που μιμούμαστε.

Με πολύ απλές φράσεις, αλλά και πολύ ασήμαντες γι’ αυτούς πράξεις, μας κάνουν ίσως συχνά να νιώθουμε άσχημα με τον εαυτό μας ή μας περνούν λάθος πρότυπα, σeξιστικά ή ρατσιστικά. Όλα αυτά, φυσικά, δε γίνονται συνειδητά ούτε σκόπιμα, αλλά μέσω μικρών κι επαναλαμβανόμενων στάσεών τους, που συναντάμε απ’ την πολύ παιδική μας ηλικία.

Για παράδειγμα, κάποιος σχολιασμός που μπορεί να ακούσουμε για ένα πρόσωπο του κοινωνικού μας περιβάλλοντος ή ακόμη και κάποιο τηλεοπτικό πρόσωπο. Μέσω τέτοιων πολύ μικρών γεγονότων ίσως να μας περάσουν κι εμάς αντίστοιχες πεποιθήσεις που αργότερα θα μας επηρεάσουν στην κοινωνική μας ζωή.

Η αγάπη που θα νιώσει ένα παιδί απ’ τους γονείς του συνήθως θα είναι ανάλογη με αυτή που το παιδί αργότερα θα εκφράσει στις διαπροσωπικές του σχέσεις. Αν ένα παιδί έχει λάβει μια αγάπη που βασίζεται στην εξάρτηση και στην εμμονή, τότε πιθανότερο να εκφράσει αργότερα στη ζωή του ένα ανάλογο ή παρόμοιο τρόπο αγάπης. Το ίδιο και με την αδιαφορία, τη ζήλια, την ανιδιοτέλεια κι όλα τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά.

Κουβαλάμε μέσα μας για πάντα τους γονείς μας κι όσα εκείνοι μας πέρασαν μέσα απ’ την διαπαιδαγώγηση που λάβαμε. Είναι λογικό, λοιπόν, αν δεν το έχουμε σκεφτεί εμείς οι ίδιοι, να περνάμε στους ανθρώπους που έχουμε γύρω μας όσα ψυχολογικά χαρακτηριστικά πήραμε από εκείνους. Κι αν πρόκειται για θετικά χαρακτηριστικά έχει καλώς, τι γίνεται όμως όταν πρόκειται για αρνητικά κατάλοιπα του παρελθόντος;

Εκεί έρχεται η ανάγκη για προσωπική αυτοβελτίωση κι αναζήτηση. Εκεί είναι που εμείς πρέπει να κάτσουμε με τον εαυτό μας και να αναρωτηθούμε τι πρέπει να κρατήσουμε και τι να αφήσουμε στο παρελθόν. Είναι, λοιπόν, ώρα να κόψουμε τον ομφάλιο λώρο με τους γονείς μας κι όσα εκείνοι μας εμφύτεψαν. Όχι γιατί δεν τους αγαπάμε ή δεν τους εκτιμάμε, αλλά γιατί είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι από εκείνους κι οφείλουμε να διαφοροποιηθούμε και να βελτιωθούμε, να στηριχτούμε στις καθαρά δικές μας απόψεις και να διαμορφώσουμε την αποκλειστικά προσωπική μας στάση ζωής.

Μπορεί τα χαρακτηριστικά που μας πέρασαν οι γονείς μας για την εποχή, την κοινωνία και το περιβάλλον που εκείνοι μεγάλωναν να ήταν τα κατάλληλα, όμως οι εποχές αλλάζουν, ευτυχώς, εξελίσσονται κι απαιτούν όσο το δυνατόν γρηγορότερη βελτίωση.

Ίσα-ίσα αν οι γονείς μας μάς δουν να διαφοροποιούμαστε, να αφήνουμε πίσω τα ψυχολογικά στίγματα που μας έχουν περάσει και να προσπαθούμε να αποκτήσουμε τη δική μας ταυτότητα, χωρίς να περνάμε τα κατάλοιπά μας στο γύρω κοινωνικό μας περιβάλλον, τότε είναι που θα νιώσουν τη μεγαλύτερη ικανοποίηση για εμάς και για ό,τι εκείνοι δημιούργησαν.

Είναι προτιμότερο να είναι κανείς ένας ανικανοποίητος άνθρωπος παρά ένα ικανοποιημένο γουρούνι

Ο Μιλλ στο κείμενο Utilitarianism (1861) [Ωφελιμισμός], ένα εκτενές δοκίμιο το οποίο έγραψε λίγο μετά το Περί ελευθερίας, προσπαθεί να δείξει ότι οι ωφελιμιστές μπορούν να διακρίνουν τις ανώτερες ηδονές από τις κατώτερες.

Για τον Μπένθαμ, η ηδονή είναι ηδονή και ο πόνος πόνος. Η μόνη βάση για να κρίνουμε αν μια εμπειρία είναι καλύτερη ή χειρότερη από μια άλλη είναι η ένταση και η διάρκεια της ηδονής ή του πόνου που προκαλεί. Οι λεγόμενες ανώτερες ηδονές ή ευγενέστερες αρετές είναι απλώς εκείνες που παράγουν μια δυνατότερη και διαρκέστερη ηδονή. Ο Μπένθαμ δεν κάνει καμία ποιοτική διάκριση ανάμεσα στις ηδονές. «Αν η ποσότητα της ηδονής είναι ίση», όπως γράφει, «το παιχνίδι με τις καρφίτσες είναι εξίσου καλό με την ποίηση» (το «παιχνίδι με τις καρφίτσες», στα αγγλικά «push-pin» ήταν ένα παιχνίδι για παιδιά).

Η απήχηση του ωφελιμισμού του Μπένθαμ οφείλεται εν μέρει σε αυτό το ουδέτερο πνεύμα του που αποφεύγει τις κρίσεις. Δέχεται τις προτιμήσεις των ανθρώπων όπως είναι, χωρίς να κρίνει την ηθική τους αξία. Όλες οι προτιμήσεις έχουν ίση αξία. Ο Μπένθαμ θεωρεί ότι είναι αλαζονικό να υποστηρίζουμε ότι ορισμένες ηδονές είναι εγγενώς καλύτερες από άλλες. Σε μερικούς αρέσει ο Μότσαρτ, σε άλλους η Μαντόνα. Σε μερικούς αρέσει το μπαλέτο, σε άλλους το μπόουλινγκ. Ορισμένοι διαβάζουν τον Πλάτωνα, άλλοι το Penthouse. Ποιος μπορεί να πει, θα ρωτούσε ο Μπένθαμ. ότι ορισμένες ηδονές είναι ανώτερες ή πιο αξιόλογες ή ευγενέστερες από άλλες;

Η άρνησή του να κάνει οποιαδήποτε διάκριση μεταξύ ανώτερων και κατώτερων ηδονών συνδέεται με την πεποίθηση του Μπένθαμ ότι όλες οι αξίες μπορούν να μετρηθούν και να συγκριθούν σε μια ενιαία κλίμακα. Αν οι εμπειρίες διαφέρουν μόνο κατά την ποσότητα της ηδονής ή του πόνου που προκαλούν, όχι ποιοτικά, τότε έχει νόημα να τις σταθμίσουμε με βάση μια ενιαία κλίμακα. Αλλά ορισμένοι απορρίπτουν τον ωφελιμισμό σε αυτό ακριβώς το σημείο: πιστεύουν ότι ορισμένες ηδονές είναι πραγματικά «ανώτερες» από άλλες. Αν μερικές ηδονές είναι αξιόλογες ενώ άλλες είναι ευτελείς, λένε, γιατί θα έπρεπε η κοινωνία να αποδίδει το ίδιο βάρος σε όλες, πόσω μάλλον να θεωρεί ότι το σύνολο όλων των προτιμήσεων συνιστά το ύψιστο αγαθό;

Σκεφτείτε ξανά τους Ρωμαίους που έριχναν ανθρώπους στα λιοντάρια του Κολοσσαίου. Μια κριτική παρατήρηση ενάντια στο αιμοδιψές θέαμα είναι ότι παραβιάζει τα δικαιώματα των θυμάτων. Αλλά μια επιπλέον ένσταση είναι ότι ικανοποιεί διαστροφικές ηδονές και όχι ευγενείς. Δεν θα ήταν καλύτερο να αλλάξουμε αυτές τις προτιμήσεις παρά να τις ικανοποιούμε;

Για να καθορίσει τη νομοθεσία, ο Μπένθαμ θα συνυπολόγιζε όλες τις κρίσεις, ανεξάρτητα από την αξία τους. Αλλά, αν περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν να βλέπουν κυνομαχίες απ’ ό,τι πίνακες του Ρέμπραντ, θα πρέπει η κοινωνία να επιχορηγεί τις αρένες των κυνομαχιών αντί για τα μουσεία τέχνης; Αν ορισμένες ηδονές είναι ταπεινές και έκφυλες, γιατί θα πρέπει να συνυπολογίζονται, σε οποιονδήποτε βαθμό, στον καθορισμό των νόμων;

Ο Μιλλ δεν θέλει να εγκαταλείψει την ιδέα ότι ορισμένοι τρόποι ζωής είναι ευγενέστεροι από άλλους, ακόμη κι αν οι άνθρωποι που τους ζουν ικανοποιούνται πιο δύσκολα. «Ένα ον προικισμένο με ανώτερες λειτουργίες χρειάζεται πολλά για να γίνει ευτυχισμένο, δύναται κατά τα φαινόμενα να αισθανθεί εντονότερο πόνο… από ένα ον κατώτερου τύπου. Αλλά, παρ όλα αυτά τα μειονεκτήματα, δεν θα επιθυμήσει ποτέ να βυθιστεί σε κάτι που αισθάνεται ότι αποτελεί κατώτερη βαθμίδα ύπαρξης». Γιατί δεν θέλουμε να ανταλλάξουμε μια ζωή που ενεργοποιεί τις ανώτερες ικανότητές μας με μια ζωή ευτελούς ευχαρίστησης;

Ο Μιλλ παραδέχεται ότι «περιστασιακά… υπό την επήρεια του πειρασμού», ακόμη και οι καλύτεροι από εμάς αναβάλλουν τις ανώτερες ηδονές για να απολαύσουν κατώτερες. Όλοι μας ενδίδουμε μια στις τόσες στον πειρασμό της καθιστικής ζωής. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν γνωρίζουμε τη διαφορά ανάμεσα στον Ρέμπραντ και τις τηλεοπτικές σειρές. Ο Μιλλ προβάλλει αυτό το επιχείρημα σε ένα αξιομνημόνευτο χωρίο: «Είναι προτιμότερο να είναι κάνεις ένας ανικανοποίητος άνθρωπος παρά ένα ικανοποιημένο γουρούνι- ένας ανικανοποίητος Σωκράτης παρά ένας ικανοποιημένος ηλίθιος. Και εάν ο ηλίθιος ή το γουρούνι έχουν διαφορετική γνώμη, είναι επειδή βλέπουν μόνο τη μία όψη του ζητήματος, τη δική τους».

Αυτή η έκφραση της πίστης του στην αξία των ανώτερων ανθρώπινων δυνάμεων είναι εύγλωττη και πειστική. Αλλά στον βαθμό που στηρίζεται πάνω της, ο Μιλλ απομακρύνεται από την ωφελιμιστική αρχή. Οι πραγματικές εμπειρικές επιθυμίες δεν αποτελούν πλέον τη μόνη βάση για να κρίνουμε το ευγενές και το ποταπό. Τώρα το κριτήριο πηγάζει από ένα ιδεώδες ανθρώπινης αξιοπρέπειας που είναι ανεξάρτητο από τις προτιμήσεις και τις επιθυμίες μας. Οι ανώτερες ηδονές δεν είναι ανώτερες επειδή τις προτιμάμε· τις προτιμάμε επειδή τις αναγνωρίζουμε ως ανώτερες. Θεωρούμε τον Άμλετ υψηλή τέχνη όχι επειδή μας αρέσει περισσότερο από λιγότερο καλές μορφές διασκέδασης, αλλά επειδή απευθύνεται στις ανώτερες ιδιότητές μας και μας κάνει πληρέστερα ανθρώπινους.

Ό,τι ισχύει για τα ατομικά δικαιώματα, το ίδιο ισχύει και για τις ανώτερες ηδονές: ο Μιλλ υπερασπίζεται τον ωφελιμισμό από την κατηγορία ότι ανάγει τα πάντα σε έναν χονδροειδή υπολογισμό ηδονής και πόνου, αλλά επικαλείται προς τούτο ένα ηθικό ιδεώδες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και προσωπικότητας που είναι ανεξάρτητο από την ίδια την ωφελιμότητα.

Από τους δύο μεγάλους κήρυκες του ωφελιμισμού, ο Μιλλ ήταν ο πιο ανθρώπινος φιλόσοφος και ο Μπένθαμ ο πιο συνεπής. Ο Μπένθαμ πέθανε το 1832, στην ηλικία των ογδόντα τεσσάρων ετών. Αλλά, αν πάτε στο Λονδίνο, μπορείτε και σήμερα να τον επισκεφθείτε. Ζήτησε στη διαθήκη του να διατηρήσουν το σώμα του, να το βαλσαμώσουν και να το εκθέσουν δημόσια. Και έτσι μπορεί κανείς να τον δει στο University College του Λονδίνου, όπου κάθεται σκεπτικός σε μια γυάλινη προθήκη, ντυμένος με τα πραγματικά του ρούχα.

Λίγο πριν πεθάνει, ο Μπένθαμ έθεσε στον εαυτό του ένα ερώτημα συνεπές προς τη φιλοσοφία του: σε τι θα μπορούσε να χρησιμεύσει ένας νεκρός για τους ζωντανούς; Μια δυνατότητα, κατέληξε, θα ήταν να προσφέρει το σώμα του για τη μελέτη της ανατομίας. Στην περίπτωση των μεγάλων φιλοσόφων, ωστόσο, είναι καλύτερο να διασώζει κανείς τη φυσική του παρουσία για να εμπνέει μελλοντικές γενιές στοχαστών. Ο Μπένθαμ τοποθέτησε τον εαυτό του στη δεύτερη αυτή κατηγορία.

Είναι γεγονός ότι η μετριοπάθεια δεν ήταν ένα από τα εμφανή χαρακτηριστικά του Μπένθαμ. Δεν έδωσε απλώς αυστηρές οδηγίες για τη διατήρηση και την έκθεση του σώματός του, αλλά πρότεινε οι φίλοι και οι μαθητές του να συναντιούνται κάθε χρόνο «για να τιμούν τη μνήμη τού θεμελιωτή του ηθικού και νομοθετικού συστήματος της μεγαλύτερης ευτυχίας» και, όταν θα το έκαναν, θα έπρεπε να βγάζουν έξω και τον Μπένθαμ για την περίσταση.

Οι θαυμαστές του τού έκαναν τη χάρη. Η «αυτοεικόνα» του Μπένθαμ, όπως την ονόμασε, ήταν παρούσα στην ίδρυση της Διεθνούς Εταιρείας του Μπένθαμ τη δεκαετία του ’80. Και ο βαλσαμωμένος Μπένθαμ μεταφέρεται, λένε, με καροτσάκι στις συναντήσεις του διοικητικού συμβουλίου του κολεγίου, τα πρακτικά του οποίου αναφέρουν ότι «είναι παρών αλλά δεν ψηφίζει».

Παρά τον προσεκτικό σχεδιασμό του Μπένθαμ, η ταρίχευση του κεφαλιού του δεν πέτυχε, και έτσι σήμερα κρατάει το πόστο του με ένα κέρινο κεφάλι στη θέση του πραγματικού. Το πραγματικό του κεφάλι, που φυλάσσεται τώρα σε ένα κελλάρι, το εξέθεταν για μια περίοδο σε ένα πιάτο ανάμεσα στα πόδια του. Αλλά κάποιοι φοιτητές έκλεψαν το κεφάλι και ζήτησαν λύτρα για να το επιστρέψουν στο κολέγιο με σκοπό να κάνουν μια φιλανθρωπική δωρεά.

Ακόμη και νεκρός, ο Τζέρεμι Μπένθαμ κάνει το μεγαλύτερο καλό για τον μεγαλύτερο αριθμό.

ERICH FROMM: Αυτοί που έχουν το κουράγιο, προχωρούν

Είναι μεγάλος πειρασμός να μην προχωρούμε, να μένουμε εκεί που βρισκόμαστε, να πισωδρομούμε, με άλλα λόγια να βασιζόμαστε σ’ αυτά που έχουμε, γιατί ότι έχουμε το γνωρίζουμε. Μπορούμε να στηριχτούμε σ’ αυτό, να αισθανθούμε ασφαλείς μέσα του. Φοβόμαστε, κι έτσι αποφεύγουμε να κάνουμε ένα βήμα προς το άγνωστο, το αβέβαιο. Γιατί πραγματικά, αν το βήμα μπορεί να μη μας φανεί ριψοκίνδυνο αφού το κάνουμε, πριν το κάνουμε οι προοπτικές μας φαίνονται πολύ ριψοκίνδυνες, και κατά συνέπεια τρομακτικές. Μόνο το παλιό, το δοκιμασμένο δίνει την αίσθηση της ασφάλειας· ή έτσι τουλάχιστον φαίνεται. Κάθε καινούργιο βήμα έχει μέσα του τον κίνδυνο της αποτυχίας, και αυτός είναι ένας από τους λόγους που οι άνθρωποι φοβούνται τόσο πολύ την ελευθερία.

Βέβαια, σε κάθε στάδιο της ζωής μας το παλιό και το συνηθισμένο είναι διαφορετικά. Όταν είμαστε βρέφη, έχουμε μόνο το σώμα μας και το στήθος της μητέρας μας (αρχικά μη διαφοροποιημένα). Έπειτα αρχίζουμε να προσανατολιζόμαστε προς τον κόσμο, ξεκινώντας τη διαδικασία που χρειάζεται για να βρούμε μια θέση και για τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτόν. Αρχίζουμε να θέλουμε να έχουμε πράγματα· έχουμε τη μητέρα μας, τον πατέρα, τ’ αδέρφια, τα παιχνίδια. Αργότερα, αποκτάμε γνώσεις, δουλειά, κοινωνική θέση, σύζυγο, παιδιά, και τότε έχουμε ένα είδος μετα-ζωής, όταν πια αποκτάμε ένα τάφο, μια ασφάλεια ζωής και κάνουμε τη «διαθήκη» μας.

Παρόλη όμως την ασφάλεια του έχειν, οι άνθρωποι συνήθως θαυμάζουν εκείνους που ανοίγουν καινούργια μονοπάτια, που έχουν το κουράγιο να προχωρούν. Στη μυθολογία, αυτός ο τρόπος ύπαρξης αντιπροσωπεύεται συμβολικά από τον ήρωα. Ήρωες είναι εκείνοι που έχουν το θάρρος ν’ αφήσουν ό,τι έχουν – τη γη τους, την οικογένειά τους, την περιουσία τους – και να φύγουν, όχι χωρίς φόβο αλλά και χωρίς να υποκύπτουν στο φόβο τους. Στη βουδιστική παράδοση, ο Βούδας είναι ο ήρωας που αφήνει όλη του την περιουσία, όλη τη σιγουριά που υπάρχει στην ινδουιστική θεολογία – τη θέση του, την οικογένειά του – και προχωράει σε μια ζωή πέρα από δεσμεύσεις. Ο Αβραάμ και ο Μωυσής είναι ήρωες στην εβραϊκή παράδοση. Ο Χριστιανός ήρωας είναι ο Ιησούς, που δεν είχε τίποτα και – στα μάτια του κόσμου – δεν ήταν τίποτα. Η δράση του όμως βγαίνει μέσα από την πληρότητα που του δίνει η αγάπη του για όλα τα ανθρώπινα πλάσματα. Οι Έλληνες έχουν κοσμικούς ήρωες, που σκοπός τους είναι η ικανοποίηση της αλαζονείας τους, η κυριαρχία. Παρόλα αυτά, όμοια με τους πνευματικούς ήρωες, ο Ηρακλής και ο Οδυσσέας προχωρούν χωρίς να δειλιάζουν μπροστά στους κινδύνους που τους περιμένουν. Οι ήρωες των παραμυθιών λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο: φεύγουν, τραβάνε μπροστά και υπομένουν την ανασφάλεια.

Θαυμάζουμε αυτούς τους ήρωες, γιατί βαθιά μέσα μας αισθανόμαστε ότι θα θέλαμε να είμαστε σαν κι αυτούς – αν βέβαια μπορούσαμε. Αλλά με το φόβο που έχουμε, πιστεύουμε ότι δε μπορούμε να γίνουμε έτσι, μόνο οι ήρωες μπορούν. Οι ήρωες γίνονται είδωλα. Προβάλλουμε σ’ αυτούς τη δική μας ικανότητα κίνησης, και μετά μένουμε εκεί που ήμασταν – «γιατί δεν είμαστε ήρωες».

Όλη αυτή η ανάλυση ίσως φαίνεται να υπονοεί ότι το να είσαι ήρωας είναι επιθυμητό, είναι όμως ταυτόχρονα ανόητο και ενάντια στο συμφέρον σου. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Τα άτομα τα επιφυλακτικά, τα κτητικά άτομα απολαμβάνουν την ασφάλεια, αλλά στην πραγματικότητα είναι πολύ ανασφαλή. Εξαρτιόνται από αυτά που έχουν: χρήματα, κύρος, το εγώ τους – δηλαδή από πράγματα που είναι έξω απ’ αυτούς. Τι θα γίνουν όμως αν χάσουν ό,τι έχουν; Γιατί, πραγματικά, οτιδήποτε κι αν έχει κανείς μπορεί να χαθεί. Είναι πιθανό ότι η περιουσία μπορεί να χαθεί – και μαζί της τόσο η θέση όσο και οι φίλοι – και σε κάθε στιγμή ο καθένας μπορεί, και αργά ή γρήγορα θα υποχρεωθεί, να χάσει τη ζωή του.

Αν είμαι ό,τι έχω κι αν ό,τι έχω χαθεί, τότε ποιος είμαι; Τίποτ’ άλλο, από μια νικημένη, άδεια, αξιολύπητη μαρτυρία ενός λαθεμένου τρόπου ζωής. Επειδή μπορεί να χάσω ό,τι έχω, είμαι αναγκαστικά συνεχώς ανήσυχος ότι θα χάσω αυτά που έχω. Φοβάμαι τους κλέφτες, τις οικονομικές αλλαγές, τις επαναστάσεις, τις αρρώστιες, το θάνατο· φοβάμαι ακόμα την αγάπη, την ελευθερία, την ανάπτυξη, την αλλαγή, το άγνωστο. Έτσι είμαι συνέχεια ανήσυχος, υποφέροντας από χρόνια υποχονδρία, που δε συνεπάγεται μόνο την απώλεια της υγείας μου αλλά και οποιουδήποτε άλλου αποκτήματός μου. Γίνομαι άνθρωπος αμυντικός, σκληρός, καχύποπτος, μοναχικός, που παρασύρομαι από την ανάγκη να έχω όλο και περισσότερα για να νιώθω μεγαλύτερη ασφάλεια. Ο Ίψεν έχει δώσει μια ωραία περιγραφή αυτού του εγωκεντρικού ανθρώπου στον Πέερ Γκύντ. Ο ήρωας είναι γεμάτος μόνο από τον εαυτό του. Μέσα στον απέραντο εγωισμό του πιστεύει ότι αυτός είναι ο εαυτός του, γιατί αυτός είναι ένα «σύμπλεγμα από επιθυμίες». Στο τέλος της ζωής του αναγνωρίζει ότι, επειδή όλη του η ύπαρξη ήταν χτισμένη πάνω στην ιδιοκτησία του, δεν κατάφερε ποτέ να είναι ο εαυτός του. Ένιωθε ότι ήταν ένα κρεμμύδι χωρίς ψίχα, ένας μισοτελειωμένος άνθρωπος που ποτέ δεν υπήρξε ο εαυτός του.

Η αγωνία και η ανασφάλεια που προκαλείται από τον κίνδυνο να χάσει κανείς ό,τι έχει, δεν υπάρχει στους ανθρώπους που προσπαθούν να είναι. Αν είμαι αυτός που είμαι και όχι αυτό που έχω, τότε κανένας δε μπορεί να μου στερήσει ή να με απειλήσει για την ασφάλεια και την αίσθηση της ταυτότητάς μου. Το κέντρο μου είναι μέσα μου, η δυνατότητά μου να υπάρχω και να εκφράζω τις βασικές μου δυνάμεις είναι κομμάτι της δομής του χαρακτήρα μου και εξαρτάται από εμένα. Αυτό βέβαια αληθεύει σε φυσιολογικές συνθήκες ζωής, όχι σε περιπτώσεις αρρώστιας, αναπηρίας, βασανισμού ή άλλες συνθήκες ισχυρών εξωτερικών περιορισμών.

Ενώ το έχειν βασίζεται σε κάποιο πράγμα που φθείρεται με τη χρήση, το είναι αναπτύσσεται με την εξάσκηση. (Η «φλεγόμενη βάτος» που δεν καίγεται είναι ο βιβλικός συμβολισμός γι’ αυτό το παράδοξο). Οι δυνάμεις της λογικής, της αγάπης, της καλλιτεχνικής και πνευματικής δημιουργίας, όλες οι βασικές δυνάμεις αναπτύσσονται μέσα από τη διαδικασία της έκφρασής τους. Ό,τι ξοδεύεται δεν πάει χαμένο, αντίθετα ό,τι φυλάγεται είναι χαμένο. Όταν προσπαθώ να είμαι, η μόνη απειλή για την ασφάλειά μου βρίσκεται μέσα μου: στην έλλειψη πίστης στη ζωή και στις δημιουργικές μου ικανότητες, στις τάσεις πισωδρόμησης, στην εσωτερική μαλθακότητα και στην προθυμία ν’ αφήσω τους άλλους ν’ αναλάβουν τη ζωή μου. Αλλά αυτοί οι κίνδυνοι εξαφανίζονται, δεν είναι συστατικά του είναι, ενώ ο κίνδυνος της απώλειας είναι έμφυτος στο έχειν.

ΕΡΙΧ ΦΡΟΜ, Να έχεις ή να Είσαι;

Σε έναν τέτοιο κόσμο είναι η ευτυχία δυνατή;

Η ευτυχία είναι 2 ειδών, με όλο που υπάρχουν και ενδιάμεσες διαβαθμίσεις. Τα 2 βασικά είδη που εννοώ θα μπορούσαν να καθοριστούν ως η γνήσια και η ψεύτικη ευτυχία, ή ως η πνευματική και κτηνώδης, ή ως η ευτυχία του πνεύματος και η ευτυχία της σάρκας. Ίσως ο απλούστερος τρόπος να περιγράψει κανείς τη διαφορά ανάμεσα στα 2 βασικά είδη ευτυχίας είναι να πει ότι το ένα είναι προσιτό για κάθε άνθρωπο και το άλλο για κείνους που ξέρουν να διαβάζουν και να γράφουν. 

Όσο περισσότερα είναι τα ενδιαφέροντα ενός ανθρώπου, τόσο περισσότερες δυνατότητες ευτυχίας έχει και τόσο λιγότερο βρίσκεται στο έλεος της μοίρας, αφού μπροστά του ανοίγεται πλήθος επιλογών. 

Η συντροφικότητα κι η συνεργασία είναι ουσιώδεις παράγοντες για την ευτυχία του μέσου ανθρώπου. Η πίστη σε κάτι είναι μία πηγή ευτυχίας για μεγάλο αριθμό ανθρώπων.

Το μυστικό της ευτυχίας είναι αυτό: πλάτυνε όσο μπορείς περισσότερο τα ενδιαφέροντά σου και κάνε τις αντιδράσεις σου προς τα πράγματα και τα πρόσωπα που σ’ ενδιαφέρουν όσο γίνεται φιλικές παρά εχθρικές.

Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, η ευτυχία δεν είναι κάτι που πέφτει μέσα στο στόμα μας σαν ώριμο φρούτο, χάρη στην απλή συνδρομή ευνοϊκών περιστάσεων. Να γιατί τιτλοφόρησα το βιβλίο αυτό «Η κατάκτηση της ευτυχίας». Γιατί σε έναν κόσμο τόσο πλούσιο σε δυστυχίες, αποφευκτές και αναπόφευκτες, σε αρρώστιες και ψυχολογικές συγκρούσεις, σε αγώνες, σε μιζέριες και σε κακή θέληση, ο άνδρας ή η γυναίκα που θέλει να είναι ευτυχισμένος, οφείλει να βρει τρόπους για να παλέψει ενάντια στις πολλαπλές αιτίες της δυστυχίας, στις οποίες κάθε άτομο είναι εκτεθειμένο. Σε μερικές σπάνιες περιπτώσεις δεν απαιτείται μεγάλη προσπάθεια. 

Ένας άνθρωπος προικισμένος με καλόβολο χαρακτήρα, που κληρονομεί μια μεγάλη περιουσία και έχει καλή υγεία και απλά γούστα, μπορεί να περάσει άνετα από την ζωή αναρωτώμενος γιατί οι άλλοι κάνουν τόσες ιστορίες. Αν μια όμορφη γυναίκα με ανεκτικό χαρακτήρα τύχει να παντρευτεί έναν πλούσιο σύζυγο που δε ζητά από αυτή τίποτε το εξαιρετικό, και αν, ύστερα από τον γάμο τους, η κυρία δεν φοβάται μήπως παχύνει, θα μπορέσει να χαρεί μια άνετη ζωή, με την προϋπόθεση πως θα σταθεί τυχερή με τα παιδιά της. Αλλά αυτές οι περιπτώσεις είναι εξαιρετικά σπάνιες. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι πλούσιοι, οι περισσότεροι δεν γεννιούνται με καλόβολο χαρακτήρα. Πολλοί έχουν βίαια πάθη που τους κάνουν να βλέπουν σαν αληθινό μαρτύριο μια ζωή ήσυχη και τακτική. Η υγεία είναι μια ευλογία που κανείς άνθρωπος δεν είναι βέβαιος ότι θα διατηρηθεί. Και ο γάμος δεν είναι μια πηγή αυτόματης ευτυχίας. Για όλους αυτούς τους λόγους η ευτυχία για τους ανθρώπους είναι μια κατάκτηση μάλλον παρά ένα δώρο των Θεών (sic), και σ' αυτή την κατάκτηση η προσπάθεια, εσωτερική και εξωτερική, παίζει μεγάλο ρόλο.

Η πλειονότητα των ανθρώπων δεν είναι φτιαγμένη για να βρίσκει την ευτυχία στη φυλακή, και τα πάθη που μας κλείνουν στον εαυτό μας είναι η χειρότερη φυλακή. Ανάμεσα στα πιο κοινά πάθη είναι ο φόβος, ο φθόνος, το αίσθημα της ενοχής, ο οίκτος για τον εαυτό μας και ο αυτοθαυμασμός. Σ όλα αυτά τα πάθη οι επιθυμίες μας είναι συγκεντρωμένες στον εαυτό μας: δεν ενδιαφερόμαστε αληθινά για τον εξωτερικό κόσμο, παρά μόνο μας ανησυχεί η σκέψη μήπως μας θίξει ή δεν ικανοποιήσει το εγώ μας. Ο φόβος είναι ο κύριος υπεύθυνος για το ότι οι άνθρωποι αρνούνται τόσο πολύ να παραδεχθούν την πραγματικότητα και για το ότι φροντίζουν τόσο πολύ να τυλιχθούν μέσα στο ζεστό ρούχο του μύθου.

Ευτυχισμένος είναι εκείνος που δεν υποφέρει από καμιά από τις ελλείψεις ενότητας, που η προσωπικότητά του δεν είναι διχασμένη ούτε βρίσκεται σε σύγκρουση με τον κόσμο. Ένας τέτοιος άνθρωπος νιώθει πως είναι πολίτης του κόσμου και απολαμβάνει ελεύθερα το θέαμα που του προσφέρει και τις χαρές που του παρέχει, χωρίς να τον ταράζει η σκέψη του θανάτου, γιατί νιώθει πως πραγματικά δεν είναι κάτι το χωριστό από αυτούς που θα ‘ρθουν ύστερα από αυτόν. Και ακριβώς μέσα σ’ αυτή τη βαθιά και ενστικτώδη ένωση με το ρεύμα της ζωής θα βρούμε τις πιο μεγάλες χαρές.

Η επίδραση του Ελληνικού Πολιτισμού στην Ρωμαική εποχή

Ωδείο Ηρώδου του Αττικού

Οι δύο πρώτοι αιώνες της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εξελίχθηκαν σε μια περίοδο οικονομικής ευημερίας, εμπορικής ακμής και έντονων πολιτισμικών αλληλεπιδράσεων για ολόκληρο τον μεσογειακό κόσμο.

Η Ελλάδα, λόγω του πλούσιου παρελθόντος της, αποτέλεσε τη σημαντικότερη πνευματική πηγή στη σύνθεση και συγκρότηση του ρωμαϊκού πολιτισμού. Οι Ρωμαίοι επηρεάστηκαν από τον Ελληνικό πολιτισμό, δανείστηκαν στοιχεία του και τα προσάρμοσαν στη δική τους τέχνη. Συχνά μάλιστα η τέχνη που δημιουργείται τα χρόνια μετά την κατάκτηση της Ελλάδας αποκαλείται Ελληνορωμαϊκή. 

Αντιλήφθηκαν την αξία των Eλληνικών έργων και τα αναπαρήγαγαν ή τα συνέλεξαν.

Πολλοί λόγιοι της Ρώμης (όπως ο Κικέρωνας) αγόραζαν έργα Ελλήνων και γίνονταν πάτρωνες της Eλληνικής τέχνης, ενώ η Ρώμη αποτέλεσε το κέντρο μαζικής παραγωγής έργων τέχνης.

Οκταβιανός Αύγουστος

Τα στοιχεία που δανείστηκε η ρωμαϊκή γλυπτική από την Eλληνική ήταν η στάση του ανθρώπινου σώματος, η εξιδανίκευση, ο ρυθμός και η κίνηση.

Η διαφορά της ρωμαϊκής καλλιτεχνικής αντίληψης από την Eλληνική βρίσκεται στην κοσμοθεωρία και αφορά το μέγεθος και τα θέματα των αναπαραστάσεων. Η ρωμαϊκή προτομή εισάγει στην τέχνη την ομοιότητα του προτύπου και όχι την εξιδανικευμένη απεικόνισή του ενώ το ιστορικό ανάγλυφο εξιστορεί πολεμικές επιχειρήσεις και θριάμβους αυτοκρατόρων και στρατηγών.

Τοιχογραφίες από την Πομπηία

Όσον αφορά την ζωγραφική οι Ρωμαίοι διακοσμούσαν τους τοίχους των σπιτιών τους με νωπογραφίες και ψηφιδωτά, κάποια από τα οποία έχουν διασωθεί. Πιστεύεται ότι στο μεγαλύτερο μέρος τους αποτελούσαν πιστά αντίγραφα ή παραλλαγές ελληνικών και ελληνιστικών προτύπων.

Από τον 1ο αι. π.Χ. υπήρχαν εύποροι Ρωμαίοι που συνέλλεγαν Eλληνικά έργα ζωγραφικής, πληρώνοντας πολλές φορές υπέρογκα ποσά για να τα αποκτήσουν. Γρήγορα έγινε μόδα η διακόσμηση των σπιτιών με Eλληνικά έργα τέχνης, γεγονός που πυροδότησε την έναρξη μιας συστηματικής παραγωγής αντιγράφων, που ήταν πιο προσιτά σε λιγότερο εύπορους φιλότεχνους.

Ενδεικτικό για τη σχέση διακόσμησης και κοινωνικής θέσης είναι το γεγονός ότι οι μορφωμένες ανώτερες τάξεις είχαν προτίμηση σε Eλληνικά θέματα, ενώ οι ακαλλιέργητοι νεόπλουτοι αστοί επιδείκνυαν την κοινωνική υπεροχή τους μέσα από υπερβολικές πολυτέλειες.

Αψίδα του Γαλερίου, Θεσσαλονίκη και Πύλη του Αδριανού, Αθήνα)

Στην αρχιτεκτονική, οι Ρωμαίοι είχαν πάρει από τους Έλληνες το σύστημα της αρχιτεκτονικής που αποτελούνταν από τον στυλοβάτη, τον κίονα και το επιστύλιο και το εμπλούτισαν με καμάρες και θόλους, τόξα και ασπίδες δημιουργώντας έτσι την δική τους αρχιτεκτονική. Οι ρυθμοί της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής, τους οποίους οι Ρωμαίοι πήραν απευθείας από τους Έλληνες, είναι: α) Δωρικός, β) Ιωνικός, γ) Σύνθετος, δ) Κορινθιακός, ε) Τοσκανικός. Ο τελευταίος αποτελεί παραλλαγή του δωρικού, όπως και ο σύνθετος είναι μια παραλλαγή του κορινθιακού. Ο πιο διαδεδομένος ήταν ο Kορινθιακός, λόγω της πλούσιας εμφάνισής του. Η βασική ωστόσο διαφορά μεταξύ Eλληνικής και ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής ήταν ότι οι Ρωμαίοι έδιναν περισσότερο βάρος στην λειτουργικότητα των κτιρίων παρά στο πόσο αυτά θα μοιάζουν ως περίοπτα έργα τέχνης.

Το ρολόι του Κυρρήστου, Αθήνα

Την περίοδο αυτή γίνονται σε πολλές Eλληνικές πόλεις έργα δημόσιου χαρακτήρα που βελτιώνουν τις αστικές υποδομές (δρόμοι, γέφυρες, υδραγωγεία, λουτρά, θέατρα, ωδεία) και τα ιερά εμπλουτίζονται με λαμπρά αρχιτεκτονήματα. Νέα είδη κτιρίων δημιουργήθηκαν στις μεγάλες πόλεις όπως η βασιλική, η στοά, η αγορά (το forum). Εμφανίστηκαν επίσης οργανωμένα πολυώροφα συγκροτήματα κατοικιών για πολλές οικογένειες όπως οι σημερινές πολυκατοικίες. Μερικά από τα σημαντικότερα μνημεία του Eλληνικού χώρου, είτε σε τόπους λατρείας είτε σε οικιστικά κέντρα της νότιας Ελλάδας και της Μακεδονίας, ανεγέρθηκαν την περίοδο των αυτοκρατόρων Τιβέριου, Τραϊανού και Αδριανού.

Ροτόντα, Θεσσαλονίκη

Είναι η εποχή που εξαπλώνεται με την βία σταδιακά ο Χριστιανισμός κυρίως στις ανατολικές επαρχίες της αυτοκρατορίας αλλά και στην Ελλάδα, όπου οι χριστιανικές κοινότητες αρχίζουν να εμφανίζονται από τον 4ο αι. Στις αρχές του 4ου αι., οι εξελίξεις αυτές οδηγούν στην μεταφορά της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη και στην προσπάθεια σύζευξης του Ελληνορωμαϊκού παρελθόντος με το χριστιανικό παρόν. Όμως το κλείσιμο των φιλοσοφικών σχολών της Αθήνας από τον Ιουστινιανό το 529, σήμανε την οριστική ρήξη με την κλασική αρχαιότητα και σφράγισε το τέλος του αρχαίου κόσμου.

Τα αμερικανικά σκάφη Voyager ανίχνευσαν έναν νέο τύπο ηλεκτρονίων κοσμικής ακτινοβολίας

Τα αμερικανικά σκάφη Voyager ανίχνευσαν ένα νέο τύπο ηλεκτρονίων κοσμικής ακτινοβολίας, όπως δείχνει μελέτη επιστημόνων.

Οι αγέραστες και χαλκέντερες αμερικανικές διαστημοσυσκευές Voyager 1 και 2, που συνεχίζουν να απομακρύνονται από τη Γη και να εισχωρούν στην αχανή επικράτεια του μεσοαστρικού διαστήματος, κάνουν ακόμη επιστημονικές ανακαλύψεις, παρόλο που έχουν περάσει περισσότερα από 40 χρόνια από τότε που εκτοξεύθηκαν.

Οι επιστήμονες που συνεχίζουν να λαμβάνουν και να αναλύουν στοιχεία από τα Voyager, ανακοίνωσαν ότι τα «δίδυμα» σκάφη της NASA ανίχνευσαν για πρώτη φορά εκρήξεις ηλεκτρονίων κοσμικής ακτινοβολίας, που επιταχύνονται από κρουστικά κύματα, τα οποία προέρχονται από μεγάλες εκρήξεις στον Ήλιο.

Η ανίχνευση, η οποία έγινε από τα όργανα και των δύο διαστημοσυσκευών, συνέβη καθώς αυτές συνεχίζουν το ταξίδι τους στο διαστρικό χώρο. Είναι η πρώτη ανακάλυψη τέτοιων ηλεκτρονίων στην επικράτεια ανάμεσα στα άστρα και η σχετική ανακοίνωση έγινε στο περιοδικό αστρονομίας «The Astronomical Journal».

Τα εν λόγω ηλεκτρόνια ταξιδεύουν σχεδόν με την ταχύτητα του φωτός, περίπου 670 φορές πιο γρήγορα από τα κρουστικά κύματα που τα ώθησαν αρχικά. Τα κύματα αυτά προέρχονται από εκτινάξεις στεμματικής μάζας του Ήλιου, αποτελούμενες από καυτά αέρια και ενέργεια, που κινούνται προς το διάστημα με ταχύτητα περίπου ένα εκατομμύριο μίλια την ώρα. Ακόμη και με αυτές τις ταχύτητες, τα ηλιακά κρουστικά κύματα χρειάζονται πάνω από ένα έτος για να φθάσουν στα Voyager, τα οποία έχουν φθάσει σε απόσταση μεγαλύτερη των 14 δισεκατομμυρίων μιλίων από το μητρικό άστρο μας, μακρύτερα από κάθε άλλο ανθρώπινο κατασκεύασμα.

Η ανακάλυψη, με επικεφαλής τον ομότιμο καθηγητή φυσικής και αστρονομίας Ντον Γκάρνετ του Πανεπιστημίου της Αϊόβα, θα βοηθήσει τους φυσικούς να κατανοήσουν καλύτερα τη δυναμική των κρουστικών κυμάτων και της κοσμικής ακτινοβολίας που προέρχονται από τις ηλιακές εκλάμψεις και από άστρα που εκρήγνυνται. Η φυσική τέτοιων φαινομένων θα είναι σημαντική και θα ληφθεί υπόψη, όταν πρόκειται να σταλούν αστροναύτες σε μακρόχρονες αποστολές στη Σελήνη ή στον Άρη, στη διάρκεια των οποίων θα εκτεθούν σε συγκεντρώσεις κοσμικών ακτίνων πολύ μεγαλύτερες από αυτές στη Γη.

Hegel: Φαινομενολογία του πνεύματος, μια ερμηνεία (2)

Γκέοργκ Χέγκελ: 1770-1831

Φαινομενολογία του πνεύματος

Α. Συνείδηση

§1. Εισαγωγικές παρατηρήσεις

Ι. Επιχειρείται μια σύγχρονη ανάγνωση της Φαινομενολογίας του πνεύματος, με οδηγό την εγελιανή αρχή ότι το Λοιγικό-έλλογο-ορθολογικό είναι ενεργώς πραγματικό και αντίστροφα. Ετούτη η αρχή λειτουργεί, για τον Χέγκελ, ως η ενύπαρκτη στο σκεπτόμενο υποκείμενο πνευματική προστακτική, που το καλεί να συνειδητοποιεί, να γνωρίζει και να αναγνωρίζει τη Λογική εξέλιξη της πραγματικότητας και αναλόγως να διαμορφώνει το Λόγο του, τις ερμηνείες του, τις ανακατασκευές του, γιατί σε αντίθετη περίπτωση παράγει μόνο φαντασιακές οντογενέσεις, μακριά από την αλήθεια του Πράγματος, τέτοιες όπως η εννόηση του εγελιανού πνεύματος (Geist) ως Νου. Περί του τελευταίου θα μιλήσουμε εκτενώς και σε συναφή σημεία, κατά την πορεία των αναλύσεών μας.

ΙΙ. Η αρχή γίνεται με το πρώτο τμήμα με τίτλο: Συνείδηση και με το πρώτο κεφάλαιο αυτού του τμήματος, που σχετίζεται με την κατ’ αίσθηση βεβαιότητα (sinnliche Gewißheit). Σημειώνουμε παρευθύς: η Φαινομενολογία αρχίζει με την κατ’ αίσθηση βεβαιότητα και ολοκληρώνεται με την απόλυτη Γνώση (absolutes Wissen). Τι σημαίνει αυτό; Πως η Λογικο-δομική αρχή, με βάση την οποία ανα-λύεται και συν-τίθεται όλο αυτό το φιλοσοφικό δημιούργημα, είναι η Γνώση. Αλλά τι είδους γνώση: πληροφοριακή, αισθητηριακή, φιλοσοφική/εννοιολογική; Θεμελιωδώς φιλοσοφική Γνώση, αυτή δηλαδή που ο Χέγκελ ονομάζει απόλυτη Γνώση. Ωστόσο, ο φιλόσοφος δεν παραβλέπει και όλες τις άλλες μορφές γνώσης ούτε υποτιμά ή υπερτιμά τη σημασία τους.

ΙΙΙ. Απεναντίας, τις συνάπτει με την εκδίπλωση, ήτοι αυτό-εκδίπλωση της απόλυτης Γνώσης, δηλαδή με το γνωρίζειν ως γνωσιακή κίνηση/σχέση (Erkennen), όπως λέει ο ίδιος, και προσπαθεί να τις αποτιμήσει ως συγκεκριμένα στάδια (Momente) της ως άνω αυτό-εκδίπλωσης. Ετούτη η τελευταία πραγματοποιείται, σε ό,τι αφορά τη φιλοσοφική, απόλυτη ή επιστημονική γνώση, –και οι τρεις ονομασίες σημαίνουν το ίδιο για τον Χέγκελ– ως ένα ταξίδι ανακάλυψης αυτού που η ίδια είναι στο βασίλειο της σκέψης. Στον κόσμο της κοινωνικής και της ιστορικής πράξης, δηλαδή στην περιοχή του κοινωνικού και ιστορικού Είναι του ανθρώπου, αυτή η Γνώση εκδηλώνεται με διάφορες εμφανίσεις. Έτσι έρχεται στο Είναι ως εμφανιζόμενη Γνώση (erscheinendes Wissen) και καθίσταται αντικείμενο της φαινομενολογικής έρευνας.

§ 2

Η κατ’ αίσθηση βεβαιότητα
ή
Το Αυτό και το Νομίζειν

1. Κείμενο–μετάφραση:

§ 90. Das Wissen, welches zuerst oder unmittelbar unser Gegenstand ist, kann kein anderes sein als dasjenige, welches selbst unmittelbares Wissen, Wissen des Unmittelbaren oder Seienden ist. Wir haben uns ebenso unmittelbar oder aufnehmend zu verhalten, also nichts an ihm, wie es sich darbietet, zu verändern, und von dem Auffassen das Begreifen abzuhalten.

§ 90. Η Γνώση, που κατ' αρχήν ή άμεσα είναι το αντι-κείμενό μας, δε μπορεί να είναι τίποτε άλλο από εκείνο, που το ίδιο είναι άμεση Γνώση, Γνώση του άμεσου ή του όντος. Η στάση μας ως προς αυτή πρέπει να είναι το ίδιο άμεση ή δεκτικήˑ να τη δεχόμαστε δηλαδή όπως προσφέρεται, χωρίς ν' αλλοιώνουμε τίποτα σ' αυτή, και να διαστέλλουμε απ' αυτή τη σύλληψη την προσπάθεια να τη συλλάβουμε στην έννοια της.

2. Σχολιασμός – ερμηνεία:

Ι. Ο Χέγκελ εκκινεί με [ή από] την άμεση Γνώση. Τι θέλει να μας πει με τούτο; Πως η Γνώση που έχουμε, που έχει το ατομικό Εγώ, ο σκεπτόμενος άνθρωπος ως νοούσα συνείδηση, για τα πράγματα δεν προϋποθέτει κάποιες άλλες προκαταρκτικές γνώσεις, καμιά προηγούμενη, με βάση την ισχύ του Λόγου, διαδικασία παραγωγής γνώσης. Είναι μια γνωσιακή απαρχή, ένα ξεκίνημα, που δεν υπόκειται σε κάποιες προϋποθέσεις, ιστορικές, κοινωνικές, επιστημονικές κ.λπ. Ακριβώς όπως και στην επιστήμη της Λογικής, Διδασκαλία περί του Είναι (Βλ. σχετικά εκδ. Νόηση, σσ. 113 κ.εξ.) το ξεκίνημα γίνεται απροϋπόθετα με το καθαρό Είναι. Αυτή λοιπόν η Γνώση απλώς είναι: Για την ακρίβεια είναι αυτό που φαίνεται ότι είναι, που εμφανίζεται άμεσαˑ ό,τι δηλαδή προσλαμβάνουν οι αισθήσεις, χωρίς καμιά περαιτέρω φιλοσοφική επεξεργασία.

ΙΙ. Σε γνωσιοθεωρητικό και οντολογικό επίπεδο συνιστά, για τον άνθρωπο, μια άμεση μορφή της αναφορικής του σχέσης προς το αντι-κείμενο (Gegenstand). Το εν λόγω αντι-κείμενο είναι αυτό που κείται, που ίσταται απέναντι στο ατομικό Εγώ ως το υποκείμενο. Το τελευταίο συλλαμβάνει το αντι-κείμενο με τις αισθήσεις τουˑ τουτέστιν, το νοεί και το κατανοεί έτσι όπως εγγράφεται στις αισθητηριακές του εν-τυπώσεις, χωρίς τη διαμεσολάβηση μιας οποιασδήποτε θεωρίας ή στοχαστικής εκδίπλωσης. Το ίδιο το αντι-κείμενο , κατ’ αυτή την αναλογία, είναι κάτι το αισθητό και όχι νοούμενο. Υπ’ αυτό το πνεύμα, ετούτη η πρώτη μορφή Γνώσης, η αισθητήρια βεβαιότητα, απηχεί ή ενσαρκώνει μια άμεση γνωσιακή σχέση, εκείνη την άμεση σχέση υποκειμένου και αντι-κειμένου. Πού βρίσκεται το πνεύμα, σε τούτη την εναρκτήρια φάση της Γνώσης; Μήπως στο νοούν υποκείμενο και ως τέτοιο συνιστά το νου που ενεργεί; Σε καμιά περίπτωση.

ΙΙΙ. Το πνεύμα δεν ταυτίζεται εδώ ούτε με το ενικό υποκείμενο που προσλαμβάνει με τις αισθήσεις και νοεί στα όρια του αισθητού, δηλαδή με το νου ενός ενικού, συμπτωματικού ατομικού υποκειμένου ούτε με οποιαδήποτε πνευματοειδή εμφάνιση ενός μεταφυσικού, πάνω από τον ιστορικό και κοινωνικό κόσμο του ανθρώπου, υποκειμένου, ας πούμε του θεού. Είναι αυτή τούτη η εμφάνιση (Erscheinung) του εαυτού του, ως σχέση της συνείδησης με το αντι-κείμενο. Με άλλο τρόπο, το πνεύμα είναι η άμεση παρ-ουσία της συνείδησης και, ως τέτοια συνείδηση, έχει για τελικό σκοπό «να ταυτίσει την εμφάνισή του [δηλαδή τον εαυτό του ως φαινόμενο] με την ουσία του» (Werke 10, § 416). Τούτο σημαίνει δυο τινά: α) να αναπτυχθεί από αισθητήρια βεβαιότητα σε απόλυτη βεβαιότητα, δηλαδή σε απόλυτη Γνώση του εαυτού. β) Με το ευρύτερο νόημα, στον κόσμο του κοινωνικού-ιστορικού Είναι του ανθρώπου, να αναχθεί σε οδήγηση της σκεπτόμενης ζωής η εγελιανή αρχή, που αναφέραμε στην αρχή: εναρμόνιση, ενδότερη συμφωνία Λογικού και πραγματικού. Όσο ο άνθρωπος θα πραγματοποιεί ετούτη τη δική του Φαινομενολογία του πνεύματος, τόσο θα απελευθερώνει το κοινωνικό του Είναι από τα άθλια σχήματα ενός ευτελούς πολιτικο-πολιτισμικού κουκλοθεάτρου, σαν αυτό των ημερών μας.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (540d-541b)

[540d] Τί οὖν; ἔφην· συγχωρεῖτε περὶ τῆς πόλεώς τε καὶ πολιτείας μὴ παντάπασιν ἡμᾶς εὐχὰς εἰρηκέναι, ἀλλὰ χαλεπὰ μέν, δυνατὰ δέ πῃ, καὶ οὐκ ἄλλῃ ἢ εἴρηται, ὅταν οἱ ὡς ἀληθῶς φιλόσοφοι δυνάσται, ἢ πλείους ἢ εἷς, ἐν πόλει γενόμενοι τῶν μὲν νῦν τιμῶν καταφρονήσωσιν, ἡγησάμενοι ἀνελευθέρους εἶναι καὶ οὐδενὸς ἀξίας, τὸ δὲ ὀρθὸν περὶ [540e] πλείστου ποιησάμενοι καὶ τὰς ἀπὸ τούτου τιμάς, μέγιστον δὲ καὶ ἀναγκαιότατον τὸ δίκαιον, καὶ τούτῳ δὴ ὑπηρετοῦντές τε καὶ αὔξοντες αὐτὸ διασκευωρήσωνται τὴν ἑαυτῶν πόλιν;Πῶς; ἔφη.
Ὅσοι μὲν ἄν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πρεσβύτεροι τυγχάνωσι δεκετῶν [541a] ἐν τῇ πόλει, πάντας ἐκπέμψωσιν εἰς τοὺς ἀγρούς, τοὺς δὲ παῖδας αὐτῶν παραλαβόντες ἐκτὸς τῶν νῦν ἠθῶν, ἃ καὶ οἱ γονῆς ἔχουσι, θρέψωνται ἐν τοῖς σφετέροις τρόποισι καὶ νόμοις, οὖσιν οἵοις διεληλύθαμεν τότε· καὶ οὕτω τάχιστά τε καὶ ῥᾷστα πόλιν τε καὶ πολιτείαν, ἣν ἐλέγομεν, καταστᾶσαν αὐτήν τε εὐδαιμονήσειν καὶ τὸ ἔθνος ἐν ᾧ ἂν ἐγγένηται πλεῖστα ὀνήσειν;
Πολύ γ᾽, ἔφη· καὶ ὡς ἂν γένοιτο, εἴπερ ποτὲ γίγνοιτο, [541b] δοκεῖς μοι, ὦ Σώκρατες, εὖ εἰρηκέναι.
Οὐκοῦν ἅδην ἤδη, εἶπον ἐγώ, ἔχουσιν ἡμῖν οἱ λόγοι περί τε τῆς πόλεως ταύτης καὶ τοῦ ὁμοίου ταύτῃ ἀνδρός; δῆλος γάρ που καὶ οὗτος οἷον φήσομεν δεῖν αὐτὸν εἶναι.
Δῆλος, ἔφη· καὶ ὅπερ ἐρωτᾷς, δοκεῖ μοι τέλος ἔχειν.

***
[540d] Τί λέτε λοιπόν τώρα; συμφωνάτε πως όσα έχομε ειπεί για την πόλη και το πολίτευμα δεν είναι απλές ευχές, αλλά δύσκολα βέβαια, όχι όμως και ολότελα αδύνατα πράγματα, όταν ανώτατοι μες στην πόλη άρχοντες και εξουσιαστές, ένας ή περισσότεροι, γίνουν οι πραγματικοί φιλόσοφοι που, καταφρονώντας τις σημερινές τιμές σαν ανελεύθερες και μηδαμινής αξίας, θα εκτιμούν το καθήκον [540e] μονάχα και τις τιμές που πηγάζουν απ᾽ αυτό, και πάνω απ᾽ όλα μεγαλύτερο και αναγκαιότατο τη δικαιοσύνη, που αυτήν υπηρετώντας και αυξάνοντας θα αναλάβουν να αναμορφώσουν την πόλη τους;
Πώς;
Όσοι μες στην πόλη είναι πάνω από δέκα χρόνια, [541a] όλους αυτούς θα τους στείλουν στα χωράφια, κι αφού παραλάβουν τα παιδιά τους και τ᾽ αποσύρουν από τις τωρινές συνήθειες, που έχουν κι οι γονείς των, θα τ᾽ αναθρέψουν με τους δικούς των τρόπους και νόμους, που θα είναι τέτοιοι όπως τους αναφέραμε πριν· κι έτσι δε θα στερεώσει πολύ γρήγορα και εύκολα η πόλη και το πολίτευμα που λέγαμε, δε θα ευδαιμονήσει κι η ίδια και δε θα δει τη μεγαλύτερη ωφέλεια και το έθνος όπου ανήκει;
Χωρίς καμιά αμφιβολία· και μου φαίνεται, Σωκράτη, [541b] πως πολύ ωραία εξέθεσες και τον τρόπο που θα γίνουνται όλ᾽ αυτά, αν είναι ποτέ να γίνουν.
Αρκετά λοιπόν τα ᾽χομε πια συζητήσει και για την ίδια την πόλη και για τον άνθρωπο που θα ᾽ναι όμοιος μ᾽ αυτήν; Γιατί είναι φανερό τί λογής θα πούμε πως πρέπει να είναι κι αυτός.
Φανερό· κι έτσι η ερώτηση που μ᾽ έκαμες πήρε, μου φαίνεται, τέλος.