Σάββατο 28 Νοεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις (1284-1326)

ΑΓΓΕΛΟΣ
ὦ ναοφύλακες βώμιοί τ᾽ ἐπιστάται,
1285 Θόας ἄναξ γῆς τῆσδε ποῦ κυρεῖ βεβώς;
καλεῖτ᾽ ἀναπτύξαντες εὐγόμφους πύλας
ἔξω μελάθρων τῶνδε κοίρανον χθονός.
ΧΟ. τί δ᾽ ἔστιν, εἰ χρὴ μὴ κελευσθεῖσαν λέγειν;
ΑΓΓ. βεβᾶσι φροῦδοι δίπτυχοι νεανίαι
1290 Ἀγαμεμνονείας παιδὸς ἐκ βουλευμάτων
φεύγοντες ἐκ γῆς τῆσδε καὶ σεμνὸν βρέτας
λαβόντες ἐν κόλποισιν Ἑλλάδος νεώς.
ΧΟ. ἄπιστον εἶπας μῦθον· ὃν δ᾽ ἰδεῖν θέλεις
ἄνακτα χώρας, φροῦδος ἐκ ναοῦ συθείς.
1295 ΑΓΓ. ποῖ; δεῖ γὰρ αὐτὸν εἰδέναι τὰ δρώμενα.
ΧΟ. οὐκ ἴσμεν· ἀλλὰ στεῖχε καὶ δίωκέ νιν
ὅπου κυρήσας τούσδ᾽ ἀπαγγελεῖς λόγους.
ΑΓΓ. ὁρᾶτ᾽, ἄπιστον ὡς γυναικεῖον γένος·
μέτεστι χὑμῖν τῶν πεπραγμένων μέρος.
1300 ΧΟ. μαίνῃ· τί δ᾽ ἡμῖν τῶν ξένων δρασμοῦ μέτα;
οὐκ εἶ κρατούντων πρὸς πύλας ὅσον τάχος;
ΑΓΓ. οὔ, πρίν γ᾽ ἂν εἴπῃ τοὔπος ἑρμηνεὺς ὅδε,
εἴτ᾽ ἔνδον εἴτ᾽ οὐκ ἔνδον ἀρχηγὸς χθονός.
ὠή, χαλᾶτε κλῇθρα, τοῖς ἔνδον λέγω,
1305 καὶ δεσπότῃ σημήναθ᾽ οὕνεκ᾽ ἐν πύλαις
πάρειμι, καινῶν φόρτον ἀγγέλλων κακῶν.
ΘΟ. τίς ἀμφὶ δῶμα θεᾶς τόδ᾽ ἵστησιν βοήν,
πύλας ἀράξας καὶ ψόφον πέμψας ἔσω;
ΑΓΓ. φεῦ· πῶς ἔλεγον αἵδε, καί μ᾽ ἀπήλαυνον δόμων,
1310 ὡς ἐκτὸς εἴης· σὺ δὲ κατ᾽ οἶκον ἦσθ᾽ ἄρα.
ΘΟ. τί προσδοκῶσαι κέρδος ἢ θηρώμεναι;
ΑΓΓ. αὖθις τὰ τῶνδε σημανῶ· τὰ δ᾽ ἐν ποσὶ
παρόντ᾽ ἄκουσον. ἡ νεᾶνις ἣ ᾽νθάδε
βωμοῖς παρίστατ᾽, Ἰφιγένει᾽, ἔξω χθονὸς
1315 σὺν τοῖς ξένοισιν οἴχεται, σεμνὸν θεᾶς
ἄγαλμ᾽ ἔχουσα· δόλια δ᾽ ἦν καθάρματα.
ΘΟ. πῶς φῄς; τί πνεῦμα συμφορᾶς κεκτημένη;
ΑΓΓ. σῴζουσ᾽ Ὀρέστην· τοῦτο γὰρ σὺ θαυμάσῃ.
ΘΟ. τὸν ποῖον; ἆρ᾽ ὃν Τυνδαρὶς τίκτει κόρη;
1320 ΑΓΓ. ὃν τοῖσδε βωμοῖς θεὰ καθωσιώσατο.
ΘΟ. ὦ θαῦμα — πῶς σε μεῖζον ὀνομάσας τύχω;
ΑΓΓ. μὴ ᾽νταῦθα τρέψῃς σὴν φρέν᾽, ἀλλ᾽ ἄκουέ μου·
σαφῶς δ᾽ ἀθρήσας καὶ κλύων ἐκφρόντισον
διωγμὸς ὅστις τοὺς ξένους θηράσεται.
1325 ΘΟ. λέγ᾽· εὖ γὰρ εἶπας· οὐ γὰρ ἀγχίπλουν πόρον
φεύγουσιν, ὥστε διαφυγεῖν τοὐμὸν δόρυ.

***
Ένας από τους δούλους του Θόα που είχαν συνοδέψει τον Ορέστη και τον Πυλάδη ξαναγυρίζει βιαστικός ως αγγελιοφόρος.
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ
Φρουροί του ναού και των βωμών επόπτες!
Ο Θόας ο βασιλιάς πού πήγε; πού είναι;
Ανοίξτε του ναού τη στέρεη θύρα
και πείτε νά ᾽βγει ο βασιλιάς της χώρας.
ΚΟΡ. Τί ᾽ναι;... αν μπορώ ανερώτητα να κρίνω.
ΑΓΓ. Πάνε οι δυο νέοι με απόφαση της κόρης
1290του Αγαμέμνονα· πήραν τη σεβάσμια
της θεάς εικόνα πάνω σε καράβι
Ελληνικό και φεύγουν απ᾽ τη χώρα.
ΚΟΡ. Απίστευτο! Κι ο ρήγας που γυρεύεις
κίνησε δώθε απ᾽ το ναό και πάει.
ΑΓΓ. Πού; πρέπει αυτά που γίνονται να μάθει.
ΚΟΡ. Δεν ξέρουμε· μα τρέχα εσύ και κοίτα
πού θα τον βρεις και πες του αυτό το νέο.
ΑΓΓ. Ε, τί άτιμες, γιά δες, που είν᾽ οι γυναίκες!
Είστε κι εσείς σ᾽ αυτό ανακατεμένες.
1300ΚΟΡ. Τρελάθηκες; Αν το ᾽σκασαν οι ξένοι,
εμείς σ᾽ αυτό τί μπαίνουμε; Δεν παίρνεις
τα πόδια σου να τρέξεις στο παλάτι;
ΑΓΓ. Όχι, αν αυτός εδώ ο σηματοδότης
πρώτα δεν πει: είναι μέσα ο ρήγας ή όχι;
Πιάνει το χτυπητήρι της πόρτας και το χτυπά δυνατά και πολλές φορές.
Ε, 'σεις απ᾽ το ναό, ξεμανταλώστε!
Δώστε είδηση του αφέντη πως είμ᾽ έξω
καινούριων συμφορών φορτίο κρατώντας.
Ο Θόας βγαίνει από το ναό.
ΘΟ. Της θεάς ποιός βροντοχτύπησε τη θύρα,
τάραξε τη γαλήνη που είναι μέσα
και βάζει τις φωνές στο ναό απέξω;
ΑΓΓ. Εέ!
Πώς έλεαν τούτες —βέβαια για να φύγω—
1310πως είχες βγει! Κι ωστόσο εσύ ησουν μέσα.
ΘΟ. Με ελπίδα ή για κυνήγι τίνος κέρδους;
ΑΓΓ. Γι᾽ αυτές σου λέω αργότερα· άκου πρώτα
αυτά που επείγουν· η κοπέλα που είχε
των βωμών τη φροντίδα, η Ιφιγένεια,
πάει έξω από τη χώρα με τους ξένους
της θεάς κρατώντας τη σεβάσμια εικόνα·
κι αυτά τα καθαρίσματα ήταν δόλος.
ΘΟ. Τί; Ποιά πνοή σ᾽ αυτό την έχει σπρώξει;
ΑΓΓ. Θα ξαφνιστείς: Να σώσει τον Ορέστη.
ΘΟ. Ποιόν Ορέστη; το γιο της Τυνδαρίδας;
1320ΑΓΓ. Ναι, που η θεά είχε δω για θύμα ορίσει.
ΘΟ. Θάμα! Πιο δυνατή πού νά ᾽βρω λέξη;
ΑΓΓ. Ο νους σου ας μην κολλήσει αυτού, μόνο άκου·
νιώσε το πράγμα, πρόσεξε, και σκέψου
με τί κυνήγι θα πιαστούν οι ξένοι.
ΘΟ. Σωστά· ναι, λέγε· έχουν μακρύ να κάμουν
δρόμο, και δεν ξεφεύγουν· θα τους πιάσω.

Ιστορία της αρχαίας Ελληνικής γλώσσας: Οι ήχοι της γλώσσας

2.2.4 Τα είδη των τόνων

Υπάρχουν γλώσσες όπου ο τόνος λειτουργεί ως διαφορά στο ύψος της προφοράς (στη νότα, ας πούμε) και λιγότερο ως διαφορά στην ένταση. Έτσι, στα κινέζικα η λέξη ma προφέρεται σε τέσσερις διαφορετικές νότες και η κάθε μία αντιστοιχεί σε μία διαφορετική σημασία.

Θα εκπλαγείτε αν ακούσετε ότι κάπως έτσι λειτουργούσε ο τόνος και στα αρχαία ελληνικά - ήταν μουσικός τόνος. Τα αρχαία ελληνικά είχαν μια κατηγορία φωνηέντων που δεν υπάρχει πια στα νέα ελληνικά: τα μακρά φωνήεντα, φωνήεντα δηλαδή που διαρκούν περισσότερο στην προφορά απ' ό,τι τα φωνήεντα που δεν είναι μακρά, που είναι «σύντομα» ή βραχέα, όπως τα ονόμαζαν οι αρχαίοι.

Όσοι ξέρετε αγγλικά, μπορείτε να θυμηθείτε τις δύο λέξεις ship, που σημαίνει 'πλοίο', και sheep, που σημαίνει 'πρόβατο'. Η πρώτη λέξη περιέχει ένα «σύντομο», βραχύ [i] και η δεύτερη ένα μακρό [i] (αυτό που γράφεται ως ee). Τα αγγλικά λοιπόν έχουν μακρά και βραχέα. Η διαφορά της σημασίας των δύο λέξεων ship και sheep οφείλεται στη διαφορά μακρού και βραχέος φωνήεντος.

Έτσι, και τα αρχαία ελληνικά είχαν μακρά και βραχέα φωνήεντα. Το γράμμα ωμέγα, δηλαδή 'μεγάλο ο', ήταν διαφορετικό στην προφορά από το όμικρον, δηλαδή 'μικρό ο'. Το μεγάλο ο (το ω) είχε διάρκεια στην προφορά όσο δύο «μικρά», δηλαδή βραχέα ο: ω = οο. Επίσης το γράμμα ήτα (το η) στα αρχαία ελληνικά προφερόταν ως ένα μακρό ε: η = εε (και με λατινικούς χαρακτήρες [ee]).

Πώς τα ξέρουμε όλα αυτά; Αυτό θα το δούμε στη συνέχεια. Για την ώρα μάς ενδιαφέρει ο μουσικός τονισμός των αρχαίων ελληνικών, όπως γίνεται και στα κινέζικα. Ας δούμε ένα παράδειγμα. Στα αρχαία ελληνικά υπάρχουν δύο λέξεις που αποτελούνται από τους ίδιους φθόγγους αλλά έχουν διαφορετική σημασία, ανάλογα με τη «νότα», το ύψος της προφοράς. Η λέξη φως = [foos] (θυμηθείτε ότι το ω ισοδυναμεί, ως προς τη διάρκειά του, με δύο ο), αν προφερθεί με τη φωνή να ανεβαίνει στο πρώτο ο και να κατεβαίνει στο δεύτερο, δηλαδή [fóòs], σημαίνει, όπως και σήμερα, το 'φως'. Στην παλιότερη ορθογραφία αυτό το ανεβοκατέβασμα της φωνής δηλωνόταν με ένα σημάδι (μια καμπύλη) που λεγόταν περισπωμένη: φῶς. Αν πάλι προφερθεί χωρίς αυτή τη μελωδική καμπύλη αλλά με τη φωνή να ανεβαίνει στο δεύτερο ο, δηλαδή [foós] = φώς, τότε στα αρχαία ελληνικά σημαίνει 'άνθρωπος'. Βλέπετε λοιπόν πώς η διαφορά στη μελωδία, στο ύψος της προφοράς, ξεχωρίζει λέξεις και σημασίες στα αρχαία ελληνικά. Στα νέα ελληνικά αυτός ο διαχωρισμός γίνεται με βάση την ένταση της προφοράς και όχι το ύψος (τη μελωδία). Γι' αυτό λέμε ότι τα αρχαία ελληνικά είχαν μουσικό τονισμό της λέξης, ενώ τα νεότερα ελληνικά έχουν δυναμικό τονισμό της λέξης. Στα νέα ελληνικά το ύψος διαχωρίζει σημασίες ολόκληρων φράσεων και προτάσεων (και αυτό είναι ο επιτονισμός, όπως είδαμε πιο πάνω) αλλά όχι λέξεων.

Νίτσε: Εμείς οι άφοβοι

«Σκέλεθρο, τρέμεις; Θα έτρεμες ακόμη περισσότερο αν ήξερες πού σε πηγαίνω». -Τυρέν (Γάλλος στρατηγός (1611-1675), που έλεγε αυτό στον εαυτό του πριν από κάθε μάχη.)

Τι σημαίνει η ευδιαθεσία μας.

-Το μεγαλύτερο πρόσφατο γεγονός -το ότι «ο Θεός είναι νεκρός», το ότι η πίστη στον χριστιανικό θεό έχει χάσει κάθε αξιοπιστία- έχει αρχίσει να ρίχνει τις πρώτες του σκιές πάνω στην Ευρώπη.

Στους λίγους τουλάχιστον, που τα μάτια τους, που η υποψία στα μάτια τους είναι αρκετά δυνατή και λεπτή γι' αυτό το θέαμα, δημιουργείται η εντύπωση πως κάποιος ήλιος έχει δύσει και πως κάποια αρχαία και βαθιά εμπιστοσύνη έχει μετατραπεί σε αμφιβολία: ο γέρικος κόσμος μας πρέπει να τους φαίνεται κάθε μέρα πιο όμοιος με δειλινό, πιο φιλύποπτος, πιο ξένος, πιο «γέρος».

Γενικά όμως μπορούμε να πούμε: το ίδιο το γεγονός είναι πάρα πολύ μεγάλο, πάρα πολύ μακρινό, πάρα πολύ απομακρυσμένο από την ικανότητα των πολλών να το συλλάβουν, για να μπορούμε να ισχυριστούμε απλώς πως έχει ήδη φτάσει η είδηση αυτού του γεγονότος· κι ακόμη λιγότερο ότι πολλοί γνωρίζουν ήδη τι συνέβη πραγματικά και τι θα γκρεμιστεί, τώρα που υπονομεύτηκε αυτή η πίστη, επειδή είχε χτιστεί πάνω σ αυτή, στηριχτεί σ' αυτή, αναπτυχθεί μέσα σ' αυτή: παραδείγματος χάρη, όλη η ευρωπαϊκή ηθική μας στο σύνολό της.

Αυτή η πληθώρα και η σειρά από καταρρεύσεις, καταστροφές, αφανισμούς και ανατροπές μας απειλεί σήμερα- ωστόσο, ποιος είναι σε θέση να μαντέψει αρκετά απ' αυτό το πράγμα, ώστε να γίνει ο δάσκαλος και ο προάγγελος αυτής της τρομερής λογικής του τρόμου, ο προφήτης ενός σκοτεινιάσματος και μιας έκλειψης ηλίου που όμοιά της ίσως δεν συνέβη μέχρι τώρα στη γη;...

Ακόμη κι εμείς, που είμαστε γεννημένοι για να λύνουμε αινίγματα, εμείς που περιμένουμε πάνω στα βουνά, τοποθετημένοι ανάμεσα στο αύριο και στο σήμερα, τεντωμένοι πάνω στην αντίφαση ανάμεσα στο αύριο και στο σήμερα, εμείς τα πρωτότοκα, τα πρόωρα γεννημένα παιδιά του αιώνα που έρχεται, εμείς που από τώρα πρέπει πράγματι να μπορούμε να διακρίνουμε τις σκιές που σύντομα θα σκεπάσουν την Ευρώπη -πώς είναι δυνατόν να βλέπουμε το σκοτάδι που πλησιάζει χωρίς να νιώθουμε πως μας αφορά και μας και ιδίως χωρίς να ανησυχούμε και να φοβόμαστε για μας;

Ίσως εξακολουθούμε να βρισκόμαστε κάτω από την επίδραση των εγγύτερων συνεπειών αυτού του γεγονότος - κι αυτές οι εγγύτερες συνέπειες, οι συνέπειές του για μας, είναι το αντίθετο εντελώς απ' ό,τι θα μπορούσε κανείς να περιμένει: δεν είναι καθόλου θλιβερές και ζοφερές, αλλά μοιάζουν με ένα καινούργιο και δύσκολο να περιγραφεί είδος φωτός, ευτυχίας, ανακούφισης, ιλαρότητας, ενθάρρυνσης, χαραυγής...

Πράγματι, εμείς οι φιλόσοφοι και «ελεύθερα πνεύματα», νιώθουμε, όταν ακούμε την είδηση ότι «ο παλιός θεός είναι νεκρός», σαν να λάμπει μπροστά μας μια καινούργια χαραυγή· η καρδιά μας ξεχειλίζει από ευγνωμοσύνη, έκπληξη, προαισθήματα, προσδοκία.

Επιτέλους, ο ορίζοντας μας φαίνεται πάλι ανοιχτός, παρόλο που δεν είναι φωτεινός· επιτέλους, μπορούν να σαλπάρουν πάλι τα πλοία μας, να βγουν στ' ανοιχτά για να αντιμετωπίσουν οποιονδήποτε κίνδυνο· επιτρέπεται πάλι κάθε παρακινδυνευμένο εγχείρημα του ανθρώπου της γνώσης· η θάλασσα, η δική μας θάλασσα, είναι ανοιχτή πάλι κι ίσως να μην έχει ξαναγίνει ποτέ τόσο «ανοιχτή θάλασσα».

Friedrich Nietzsche, Χαρούμενη επιστήμη

Η έφηβη εξουσία στο σταυροδρόμι του προσωπικού θανάτου

Η εφηβεία φαντάζει ως μία γοητευτική περίοδος στη ζωή του ανθρώπου. Υπόσχεται τα πάντα, ενώ οι «χάρες» της ζητούνται νοσταλγικά όχι μόνο σε ατομικό επίπεδο αλλά και στην κοινωνία και την πολιτική. Ο «αιώνιος έφηβος» θαυμάζεται για την ωραιότητα της δυναμικής του. Ως ηγέτης δε, μπορεί να ηρωοποιηθεί και σαγηνεύει ως ένα σημείο.

Το σημείο αυτό είναι το σταυροδρόμι της «Θήβας» που αναπόφευκτα έρχεται κάποια στιγμή και στο οποίο οφείλουν να μετουσιωθούν δημιουργικά οι ιδεολογικές ορμές. Αλλιώς θα οδηγήσουν σε μαρασμό τον πολλά υποσχόμενο νέο.

Το σημείο αυτό έχει φτάσει και στην Ελληνική πολιτική σκηνή, επιτακτικά και δραματικά σε επίπεδο εξουσίας και προσώπων, που εν αγνοία τους καταναλώνουν σε «fast forward» τις όποιες ψυχικές εφεδρείες τους.

Η εφηβεία είναι η περίοδος της ζωής, όπου υπό την πίεση των ορμονών, της πραγματικότητας θα λέγαμε με μία έννοια, ο άνθρωπος καλείται να διαχειριστεί τις «ψυχικές του ορμόνες» δηλαδή την ενστικτική παρακαταθήκη με την οποία σχετίζεται με τον κόσμο, εσωτερικό και εξωτερικό. Είναι μία εκρηκτική κατάσταση όπου συγκρούονται στα μαρμαρένια αλώνια η ζωή και ο θάνατος.

Με μόνο πρότυπο έως τότε για κάθε νεαρό άτομο, τη σχέση με τους γονείς και τα συμβολικά τους υποκατάστατα, η σεξουαλική άνθιση της εφηβείας ερμηνεύεται και είναι αιμομικτική. Ο έφηβος καλείται να διαχειριστεί την επάνοδο του απωθημένου προτύπου, που τον καλεί σε ένα αρχαίο κόσμο πλασματικής ομορφιάς. Οι απωθημένες ορμές ως συνιστώσες του ψυχισμού, είτε θα τον γοητεύσουν σαν σειρήνες οδηγώντας τον στον ψυχικό θάνατο, με σχέση μόνο με τον φαντασιωτικό εαυτό, είτε θα μετουσιωθούν σε γνώση, ιδέες και σχέση με τον εξωτερικό κόσμο. Ο φαντασιωτικός κόσμος ποτέ μεν δεν υπήρξε, αλλά αποτελεί εκ των υστέρων ένα ναρκισσιστικό ιδεώδες. Για έναν αδύναμο ψυχισμό όμως, είναι «μια κάποια λύσις» να ονειρεύεται «υπαρκτούς παραδείσους». Ο πραγματικός κόσμος από την άλλη, είναι μια πρόκληση που απαιτεί ματαιώσεις, συμβιβασμούς και παρέχει την ελπίδα, μόνο μετά από μόχθο. Η ελπίδα όμως αυτή, που έρχεται ως παρενέργεια του συμβιβασμού, είναι αληθινή και σε επίπεδο εθνών και χωρών εξαργυρώνεται σε πρόοδο και ευημερία.

Η ριζοσπαστικότητα του κάθε νέου έχει τελικά ταπεινά κίνητρα. Είναι η έκφραση της βίαιης διαπραγμάτευσης με τον ίδιο τον εαυτό, που προσπαθεί να διευθετήσει το αιμομικτικό απωθημένο που επανήλθε επιτακτικά ζητώντας την εξουσία. Η επαναστατικότητα ενάντια στους γονείς και τα κοινωνικά τους υποκατάστατα, είναι συχνά η προσπάθεια του νέου εφήβου να αντιμετωπίσει τη δική του ανομολόγητη ομοφυλόφιλη ή ετεροφυλόφιλη έλξη προς αυτούς. Υπό ευνοϊκές συνθήκες η ορμή αυτή θα μετουσιωθεί δημιουργικά.

Ο μύθος του Οιδίποδα αναπαριστά ακριβώς αυτή τη δραματική συγκρουσιακή κατάσταση που τίθεται ως οικουμενικό δίλλημα σε όλα τα επίπεδα, από το κάθε απλό άτομο έως τον πολιτικό ηγέτη. Ο Οιδίποδας ενώ έχει έτοιμο το χρησμό, σκοτώνει τον πρώτο γέροντα που βρίσκει στο δρόμο του και παντρεύεται μία αρκετά μεγαλύτερή του γυναίκα, που θα μπορούσαν και ήταν οι γονείς του. Το νόημα του μύθου είναι πως ο τραγικός ήρωας ενώ γνωρίζει συνειδητά και καθαρά ποιος είναι ο δρόμος της ζωής, δεν μπορεί να αποφύγει τη μοίρα της ασυνείδητης έλξης στη θνησιγενή επιταγή της αιμομιξίας που μόνον φαντασιωτικά υπήρξε ιδεώδης. Υπακούει στον εσωτερικό ασυνείδητο χρησμό, ο οποίος σαν μαγεμένο τον οδηγεί εκεί που βρίσκεται τελικά ο θάνατος του ίδιου και της χώρας του.

Απαιτείται τεράστια ψυχική δύναμη στον κάθε έφηβο, και στον «έφηβο ηγέτη Οιδίποδα» για να ξεπεράσει τους πατρογονικούς ιδεολογικούς του μύθους, ειδικά αν αυτοί γαλουχήθηκαν στο σκοτάδι της αμεριμνησίας του ασυνειδήτου, ως φαντασιωτική «πνευματική υπεροχή» και «ηθική ανωτερότητα».

Με την επιλογή του δρόμου του κόσμου και την απόρριψη των «συνιστωσών» της «Θήβας» χάνεται η εκθαμβωτική λάμψη της εφηβείας. Ο άνθρωπος και ο οποιοσδήποτε ηγέτης υποχρεούται να επιλέξει κάποιο μικρό θάνατο για να αποφύγει τον ολοκληρωτικό. Η απώλεια αυτή είναι παράλληλα ο απαραίτητος μαζοχισμός που ανοίγει το φως της ζωής.

Δεν είμαι βέβαιος για την ικανότητα της παρούσας κυβερνητικής εφηβείας να βαδίσει αυτόν τον δύσκολο δρόμο αποφεύγοντας τη μοίρα του Οιδίποδα.

Ψυχής ανείπωτα

Πόσες φορές είπες «είμαι καλά» και άφησες τη λύπη να μαυρίσει το μέσα σου χωρίς να το μάθει κανείς; Είναι κακό να ‘σαι δυστυχισμένος.

Πόσες φορές συγκράτησες το δάκρυ σου και το άφησες να ποτίσει την ψυχή σου; Είναι κακό να κλαις.

Πόσες φορές ένιωθες το απόλυτο κενό και στολίστηκες για έξω; Είναι κακό να σε λυπούνται.

Πόσες φορές είπες «μπορώ» ενώ ένιωθες ακρωτηριασμένος; Είναι κακό να ‘σαι αδύναμος.

Ψάχνουμε κάποιον να αγαπήσει τις ατέλειές μας και πρώτα-πρώτα μόνοι μας τις κρύβουμε. Κρύβουμε την αλήθεια μας. Ίσως επειδή τη φοβόμαστε και ‘μεις.

Κι ύστερα πώς θα μας αγαπήσουμε πραγματικά;

Κι ύστερα πώς θα μας αγαπήσουνε πραγματικά;

Μένουμε στο τραύμα και το φυλάμε, μην τυχόν και ανοίξει πάλι η πληγή. Φοβόμαστε να πληγωθούμε και προτιμάμε την αδράνεια, το σίγουρο, το ασφαλές, το τίποτα. Μα το τραύμα είσαι εσύ, δεν το βλέπεις;

Κι ύστερα έρχεται η νύχτα, αμείλικτη. Και σου θυμίζει. Σου θυμίζει όνειρα. Σου θυμίζει όλα εκείνα που κάνεις πώς ξέχασες.

Και στριφογυρνάς. Και κάνεις εικόνες. Και φαντάζεσαι. Και ζεις. Και σκέφτεσαι. Και δεν κοιμάσαι. Βασανίζεσαι.

Κι ύστερα πάλι θα ξημερώσει.

Και θα φοράς το ψεύτικο χαμόγελο και τα όμορφα ρούχα και θα λες: «είμαι καλά».

Αλμπέρ Καμί: Έρχεται πάντα ή στιγμή πού πρέπει να διαλέξεις ανάμεσα στη σκέψη και στη δράση

«Όχι, λέει ο καταχτητής, μην πιστεύετε πώς για ν’ αγαπήσω τη δράση, χρειάστηκε να πάψω να σκέφτομαι. Αντίθετα, μπορώ κάλλιστα να εξηγήσω ό,τι πιστεύω. Γιατί το πιστεύω δυνατά και το αντικρίζω σταθερά και καθαρά. Δυσπιστείτε σ’ αυτούς πού λένε: «Αυτό το ξέρω πολύ καλά για να μπορέσω να το εκφράσω». Γιατί εάν δεν μπορούν σημαίνει πώς δεν το ξέρουν ή το εξέτασαν επιφανειακά.

Δεν έχω πολλές γνώμες. Στο τέλος μιας ζωής o άνθρωπος βλέπει πώς πέρασαν χρόνια για να βεβαιωθεί για μια αλήθεια. Αλλά φτάνει αυτή, αν είναι σαφής, για να καθοδηγήσει μια ύπαρξη. Όσο για τον εαυτό μου, οπωσδήποτε έχω κάτι να πω για τον άνθρωπο. ’Οφείλω να μιλήσω με σκληρότητα γι’ αυτόν και, αν χρειαστεί, με την περιφρόνηση που του πρέπει.

Ένας άντρας είναι περισσότερο άντρας με τα πράγματα πού αποσιωπά παρά με τα πράγματα που λέει. Υπάρχουν πολλά που θα αποσιωπήσω. Αλλά πιστεύω έντονα πώς όλοι εκείνοι πού έκριναν τον άνθρωπο το έκαναν, έχοντας λιγότερη εμπειρία από μας, για να επιβάλλουν την κρίση τους. Η διανόηση, η προοδευτική διανόηση, προαισθάνθηκε ίσως εκείνο που έπρεπε να δικαιολογήσει. Μα η εποχή, τα ερείπια και το αίμα της, μας γεμίζουν αποδείξεις. Στους αρχαίους λαούς, ακόμα και στους νεότερους έως την τεχνολογική εποχή μας, ήταν δυνατό να μπουν στην πλάστιγγα τα προτερήματα της κοινωνίας και τού ατόμου και να αναζητηθεί ποιο από τα δυο όφειλε να εξυπηρετεί το άλλο. Αρχικά, αυτό γινόταν εν ονόματι της πλάνης πού ήταν βαθιά ριζωμένη στην καρδιά του ανθρώπου, και πού σύμφωνα με αυτή τα όντα ήλθαν στον κόσμο για να εξυπηρετήσουν ή να εξυπηρετηθούν. Επίσης αυτό γινόταν γιατί ούτε η κοινωνία ούτε το άτομο είχαν δείξει ακόμα τις ικανότητες τους.

Είδα μεγάλα πνεύματα να εκστασιάζονται με τα αριστουργήματα 'Ολλανδών ζωγράφων που φτιάχτηκαν στη μέση των αιματηρών πολέμων της Φλάνδρας, να συγκινούνται με τις προσευχές των μυστικοπαθών σιλεσιανών που ανυψώθηκαν την εποχή του φοβερού Τριακονταετούς πολέμου. Οι αιώνιες αξίες καθρεφτίζονται στα έκπληκτα μάτια τους παραμερίζοντας τις λαϊκές ταραχές. Από τότε όμως, ο χρόνος προχώρησε. Οι σύγχρονοι ζωγράφοι στερήθηκαν αυτήν τη γαλήνη. Ακόμα κι αν, κατά βάθος, έχουν την καρδιά πού χρειάζεται στο δημιουργό, θέλω να πω μια σκληρή καρδιά, δε χρησιμεύει σε τίποτα, γιατί όλος ο κόσμος και ο ίδιος ο άγιος έχει αλλάξει. Να ότι, ίσως, έχω αισθανθεί πιο βαθιά. Σε κάθε αποτυχημένη μέσα στις αντιθέσεις μορφή, σε κάθε γραμμή, Αλληγορία ή προσευχή, ή αιωνιότητα χάνει μια παρτίδα τσακισμένη κάτω από το σίδερο.

Έχοντας συνείδηση του ότι δεν μπορώ να ξεφύγω από την εποχή μου, αποφάσισα να συμμαχήσω μαζί της. Γι’ αυτό δεν υπολογίζω τόσο τον άνθρωπο, επειδή μου φαίνεται γελοίος και ταπεινός. Γνωρίζοντας πώς δεν υπάρχουν προϋποθέσεις νίκης, προτιμώ τις χαμένες υποθέσεις: ζητάνε ολόκληρη την ψυχή, ίδια στην ήττα και στις εφήμερες νίκες της. Για κείνον πού αισθάνεται τον εαυτό του συνυφασμένο με τη μοίρα του κόσμου, η φθορά των πολιτισμών έχει κάτι το αγωνιακό. Έκανα δική μου αυτή την αγωνία από τη στιγμή που θέλησα να πάρω μέρος στο παιχνίδι. ’Ανάμεσα στην Ιστορία και στην αιωνιότητα διάλεξα την ιστορία γιατί μου αρέσει η βεβαιότητα. Γι' αυτήν τουλάχιστον είμαι σίγουρος και πώς να αρνηθώ μια δύναμη πού με συνθλίβει;

Έρχεται πάντα ή στιγμή πού πρέπει να διαλέξεις ανάμεσα στη σκέψη και στη δράση. Αυτό σημαίνει πώς γίνεσαι ένας άνθρωπος. Αυτός ο κατακερματισμός είναι φοβερός. ’Αλλά μια περήφανη καρδιά δεν μπορεί να μείνει στη μέση. Υπάρχει ο Θεός ή ο χρόνος, αυτός ο σταυρός ή αυτό το σπαθί. Ο κόσμος ή έχει ένα νόημα βαθύτερο, ανώτερο από τις κινήσεις του, ή τίποτα πιο αληθινό από αυτές τις κινήσεις.

Πρέπει να ζεις με το χρόνο και να πεθαίνεις μαζί του ή να παραιτηθείς από αυτόν για χάρη της αιώνιας ζωής. Ξέρω πώς μπορεί κανείς να συμβιβαστεί, να ζει στην εποχή του πιστεύοντας στην αιωνιότητα. Αυτό σημαίνει παραδοχή. Μα απεχθάνομαι αυτή τη λύση και θέλω τα πάντα ή τίποτα. Ή εκλογή της δράσης δεν αποκλείει τη σκέψη. Δεν μπορεί όμως να μου δώσει τα πάντα και στερημένος από την αιωνιότητα, θέλω να συμμαχήσω με το χρόνο. Δε θέλω να υπάρχει στον υπολογισμό μου ούτε νοσταλγία, ούτε λύπη, θέλω μονάχα να βλέπω σωστά. Σας το τονίζω, αύριο θα έχετε αλλάξει. Για σάς και για μένα αυτό είναι μια λύτρωση. 'Ο άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει τίποτα και μπορεί να κάνει τα πάντα. Καταλαβαίνετε τώρα γιατί τον εξυμνώ και τον συντρίβω συγχρόνως. Ό κόσμος τον αφανίζει κι εγώ τον ελευθερώνω. Του δίνω όλα τα δικαιώματά του.

Οι κατακτητές ξέρουν πώς η ίδια η δράση είναι ανώφελη. Μια μονάχα ωφέλιμη πράξη υπάρχει, εκείνη πού θα ξαναδημιουργούσε τον άνθρωπο και τη γη. Δε θα ξαναδημιουργούσα ποτέ τους ανθρώπους. Αλλά πρέπει να γίνει «έτσι». Γιατί ο δρόμος του αγώνα με υποχρεώνει να συναντήσω τη σάρκα. Αν και ταπεινωμένη, ή σάρκα είναι ή μοναδική μου βεβαιότητα. Δεν μπορώ να ζω χωρίς αυτή. Η πραγματικότητα είναι η πατρίδα μου. Να γιατί διάλεξα αυτό τον παράλογο και ακατανόητο αγώνα. Να γιατί είμαι με το μέρος των αγωνιστών. Η εποχή, το έχω πει, ανοίγεται σ’ αυτούς. Μέχρι σήμερα το μεγαλείο ενός κατακτητή ήταν γεωγραφικό. Μετριόταν με την έκταση των νικημένων εδαφών. ’Έχει σημασία το ότι η λέξη άλλαξε νόημα και δε χαρακτηρίζει πια γενικά το νικητή.

Το μεγαλείο έχει αλλάξει χώρο. Βρίσκεται στην καταγγελία και στη χωρίς κέρδος θυσία. Εκεί ακόμα, δεν υπάρχει καθόλου ή προοπτική της ήττας, θα ήταν ποθητή η νίκη. ’Αλλά μια μονάχα νίκη υπάρχει και είναι αιώνια. Είναι ή νίκη πού δε θα-χω ποτέ. Να που αποβλέπω και που στηρίζομαι. Μια επανάσταση πάντα στρέφεται εναντίον των θεών, Αρχίζοντας από την επανάσταση του Προμηθέα, του πρώτου απο τους σύγχρονους κατακτητές. Είναι η επανάσταση του ανθρώπου ενάντια στο πεπρωμένο του: οι διεκδικήσεις της μάζας είναι μια πρόφαση. Δεν μπορώ όμως να καταλάβω αυτό το πνεύμα παρά μονάχα στην ιστορική του πορεία και εκεί το συναντώ. ’Αλλά δεν επαναπαύομαι: αντιμέτωπος στην ουσιαστική αντίφαση, διατηρώ την ανθρώπινη αντίφαση μου. Τοποθετώ τη σκέψη μου στο κέντρο αυτού πού την αρνείται. Εξυμνώ τον άνθρωπο μπροστά σ’ εκείνο πού τον συντρίβει και ή ελευθερία μου, ή επανάσταση μου και το πάθος μου συγκεντρώνονται τότε σ’ αυτή την ένταση, σ’ αυτήν τη σκέψη και σ’ αυτή την αμέτρητη επανάληψη.

Ναι, ο άνθρωπος είναι το ίδιο του το τέλος. Κι αυτό είναι το μοναδικό του τέλος. "Αν θέλει να είναι κάτι, είναι σ’ αυτήν τη ζωή. Τώρα, το ξέρω καλύτερα. Μερικές φορές οι κατακτητές μιλάνε για νίκη και υπεροχή. ’Αλλά αυτό πού θέλουν είναι να «ξεπεράσουν τον εαυτό τους». Ξέρετε καλά τι θέλει να πει αυτό. Ο κάθε άνθρωπος, για μερικές στιγμές, έχει νοιώσει πώς μοιάζει με τον Θεό. Μα αυτό προέρχεται από το ότι σε μια φωτεινή στιγμή ένοιωσε το καταπληκτικό μεγαλείο του ανθρώπινου πνεύματος. Οι κατακτητές είναι οι μόνοι ανάμεσα τους ανθρώπους που αισθάνονται αρκετά τη δύναμή τους ώστε να είναι σίγουροι πώς πάντα ζουν στα ύψη έχοντας πλήρη συνείδηση αυτού του μεγαλείου. Είναι ένα πρόβλημα αριθμητικής πρόσθεσης ή αφαίρεσης. Οι κατακτητές μπορούν να προσθέτουν. Δεν μπορούν όμως να προσθέσουν τίποτα περισσότερο από τον ίδιο τον άνθρωπο, δεν το θέλει. Γι’ αυτό ποτέ δεν εγκαταλείπουν το ανθρώπινο χωνευτήρι, ρίχνοντας περισσότερη φωτιά στην ψυχή των επαναστάσεων.

Εκεί βρίσκουν ακρωτηριασμένη τη δημιουργία αλλά κι εκεί συναντούν τις μόνες άξιες πού αγαπούν και θαυμάζουν, τον άνθρωπο και τη σιωπή του. Αυτό αποτελεί τη φτώχεια και τον πλούτο τους μαζί. Γι' αυτούς μια μονάχα πολυτέλεια υπάρχει, η ανθρώπινη επαφή. Πώς να μην καταλάβουν ότι σ’ αυτό τον πληγωμένο κόσμο, το κάθε τί που είναι ανθρώπινο (κι αυτό είναι μονάχα ή ανθρώπινη επαφή) έχει ένα νόημα πιο φωτεινό. Τρυφερά πρόσωπα, δειλή αδελφοσύνη, δυνατή και αγνή φιλία ανάμεσα τούς ανθρώπους είναι τα πραγματικά πλούτη αφού είναι περαστικοί. Ανάμεσα σ’ αυτά το πνεύμα αισθάνεται καλύτερα τις δυνατότητές του και τα όρια του. Δηλαδή τη δύναμή του. Μερικοί μίλησαν για μεγαλοφυΐα. Προτιμώ όμως τη σκέψη. Πρέπει να παραδεχτούμε πώς μπορεί να κάνει θαύματα. Φωτίζει και κατακτά αυτή την έρημο. Γνωρίζει τις ανάγκες της και τις περιγράφει. Θα πεθάνει μαζί με το κορμί. Το ξέρει όμως κι αυτό είναι η ελευθερία της.

Δεν το αγνοούμε, όλες οι εκκλησίες είναι εναντίον μας. Αυτή η τόσο τρυφερή καρδιά δε δέχεται την αιωνιότητα και όλες οι εκκλησίες, θεϊκές ή κοσμικές, την επικαλούνται. Η ευτυχία και το θάρρος, η αδικία η δικαιοσύνη, είναι γι' αυτές κατώτεροι σκοποί. Εκπροσωπούν μια θεωρία και τους χρειάζεται να την υπογράψουμε. Αλλά οι ιδέες ή η αιωνιότητα δε με απασχολούν. Τις αλήθειες πού είναι στα μέτρα μου, μπορεί να τις αγγίξει το χέρι. Δεν μπορώ νά χωριστώ άπ’ αυτές. Να γιατί δεν μπορείτε να βασίσετε τίποτα επάνω μου: ούτε από τον κατακτητή ούτε από τις θεωρίες του μένει τίποτα.

Παρ όλα αυτά, στο τέλος δόλων υπάρχει ο θάνατος. Το γνωρίζουμε. Ξέρουμε ακόμα πώς μ’ αυτόν τελειώνουν όλα. Γι’ αυτό τα κοιμητήρια πού σκεπάζουν την Ευρώπη, κι ενοχλούν μερικούς ανάμεσα μας, είναι αποτρόπαια. Στολίζουμε ότι αγαπάμε και ο θάνατος μας δυσανασχετεί και μας φοβίζει. Κι αυτός επίσης είναι κατακτητής. Ο τελευταίος Καρράρα, αποκλεισμένος στην άδεια από πανούκλα και πολιορκημένη από τους Βενετσιάνους Πάδουα, διέσχιζε ουρλιάζοντας τις αίθουσες του έρημου παλατιού του: φώναζε το διάβολο και του ζητούσε το θάνατο. Ήταν ένας τρόπος για να τον ξεπεράσει. Και είναι ακόμα ένα τιμητικό δείγμα θάρρους για τη Δύση πού είχε γνωρίσει τόσο τρομερούς τόπους που ο θάνατος θεωρείται τιμή. Στον κόσμο του επαναστατημένου ο θάνατος αποθεώνει την αδικία. Είναι η τέλεια άπατη.

“Άλλοι, χωρίς να συμβιβάζονται πια, διάλεξαν την αιωνιότητα και υποστήριξαν πώς αυτός ο κόσμος είναι φαντασία. Τα κοιμητήριά τους, γεμάτα λουλούδια και πουλιά, χαμογελάνε. Αυτό δικαιώνει τον κατακτητή και του προσφέρει τη σωστή εικόνα του εχθρού του. Ό δικός του τάφος είναι ένα μαύρο καγκελόφραχτο περίβλημα ή ανώνυμος. Οι καλύτεροι από τους ανθρώπους της αιωνιότητας νοιώθουν καμιά φορά να κυριεύονται από έναν πανικό, γεμάτο σκέψη και θλίψη, μπροστά σε πνεύματα που μπορούν και ζουν με μια παρόμοια εικόνα του θανάτου τους. Αυτή η εικόνα όμως δυναμώνει και δικαιώνει αυτά τα πνεύματα. Το πεπρωμένο βρίσκεται απέναντι μας καί τό προκαλούμε. Λιγότερο από αλαζονεία καί περισσότερο έχοντας συνείδηση της ανίκανης ύπαρξής μας. Εμείς, επίσης, νοιώθουμε, μερικές φορές, λύπη γιά τόν εαυτό μας. Είναι ό μόνος οίκτος πού δεχόμαστε: είναι ένα συναίσθημα πού, ίσως, δεν το καταλαβαίνετε καθόλου και νομίζετε πώς δεν είναι αντρικό. Εν τούτοις, εκείνοι πού το δοκιμάζουν είναι οι πιο τολμηροί ανάμεσα μας. Μα τολμηροί είναι αυτοί πού σκέφτονται κι εμείς το μόνο πού δεχόμαστε είναι ή σκέψη.

'Όλες αυτές οι εικόνες δεν προτείνουν καμιά ηθική, ούτε κρίνουν: είναι πίνακες. Περιγράφουν μονάχα έναν τρόπο ζωής. Ό εραστής, ο ηθοποιός ή ο τυχοδιώκτης ζουν το παράλογο. Αλλά, αν θέλουν, μπορούν να κάνουν το ίδιο κι ένας συνηθισμένος άνθρωπος, ο εργάτης ή ο πρόεδρος της δημοκρατίας. Φτάνει να ξέρουν και να μην κρύβουν τίποτα. Στα ιταλικά μουσεία, βρίσκουμε καμιά φορά ζωγραφισμένα μικρά παραπετάσματα πού κρατούσαν οι ιερείς μπροστά στα πρόσωπα των καταδικασμένων για να μη βλέπουν το ικρίωμα. Το βύθισμα σε όλες του τις μορφές — δόσιμο στον Θεό ή στην αιωνιότητα, εγκατάλειψη στις καθημερινές φαντασίες και στις ψευδαισθήσεις της ιδέας — όλα αυτά τα παραπετάσματα δεν αφήνουν να φανεί το παράλογο. Υπάρχουν όμως εργάτες χωρίς παρωπίδες και γι’ αυτούς θέλω να μιλήσω.

Διάλεξα τούς πιο αντιπροσωπευτικούς. Από αυτήν τη σκοπιά το παράλογο τους δίνει μια βασιλική δύναμη. Είναι αλήθεια πώς αυτοί οι πρίγκιπες δεν έχουν βασίλειο. Άλλα πλεονεκτούν μπροστά σε άλλους γιατί ξέρουν πώς όλα τα βασίλεια είναι ψευδαισθήσεις. Ξέρουν, αυτό αποτελεί όλο τους το μεγαλείο, και είναι κουτό το ότι θέλουν να δουν στην περίπτωσή τους κρυμμένη δυστυχία και διάψευση ελπίδων. Το ότι είσαι στερημένος από την ελπίδα δε σημαίνει πώς είσαι απελπισμένος. Οι φλόγες της γης αξίζουν τα ουράνια αρώματα. Ούτε εγώ ούτε κανείς μπορεί εδώ να τούς κρίνει. Δε θέλουν να είναι οι καλύτεροι, επιδιώκουν να είναι συνεπείς. ’Αν η λέξη σοφός ταιριάζει στον άνθρωπο πού ζει μ’ αυτό πού έχει, χωρίς ν’ αποβλέπει σ’ αυτό πού δεν έχει, τότε αυτοί είναι σοφοί. "Ένας από αυτούς, κατακτητής, μα σε σχέση με το πνεύμα, Δον Ζουάν σε σχέση με τη γνώση, ηθοποιός σε σχέση με τη σκέψη, το ξέρει καλύτερα από τον καθένα:

«Όποιος οδήγησε την αθώα του ύπαρξη ως την τελειότητα δεν αξίζει ούτε ένα προνόμιο, είτε στη γη είτε στον ουρανό: ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση θα συνεχίσει να είναι ένα γελοίο προβατάκι με κέρατα και τίποτα περισσότερο — έστω και αν δεχτούμε πώς δεν ενόχλησε κανένα με την κενοδοξία του ούτε σκανδάλισε με τις κρίσεις του».

Σε κάθε περίπτωση έπρεπε να σταθούμε στην παράλογη σκέψη των πιο ενδιαφερόντων προσώπων. H φαντασία μπορεί να προσθέσει και άλλα — πού κι αυτά ξέρουν να ζουν στα πλαίσια ενός κόσμου χωρίς μέλλον κι επιείκεια. Τότε, αυτός ο παράλογος και χωρίς Θεό κόσμος γεμίζει από ανθρώπους πού σκέφτονται σωστά και δεν ελπίζουν πια. Και δε μίλησα ακόμα για τον πιο παράλογο ήρωα: το δημιουργό.

Αλμπέρ Καμύ, Ο μύθος του Σίσυφου

Όποιος, λοιπόν, δεν αγαπά την μοναξιά δεν αγαπά και την ελευθερία

Το ν’ αρκείται κανείς στον εαυτό του, το να είναι γι’ αυτόν τα πάντα σ’ όλες τις περιστάσεις και να μπορεί να λέγει omnia mea mecum porto [όλα τα δικά μου τα έχω επάνω μου] είναι αναμφίβολα η ιδιότητα που προάγει την ευτυχία μας περισσότερο από κάθε τι άλλο. Για τον λόγο αυτό, η ρήση του Αριστοτέλη η ευδαιμονία των αυτάρκων εστί [η ευτυχία ανήκει στους αυτάρκεις] (Ηθ. Ευδ. Ζ’ 2) δεν μπορεί να τύχει ποτέ υπερβολικής επαναλήψεως· και τούτο, αφενός, διότι μόνο στον εαυτό του μπορεί να βασίζεται κανείς με αρκετή βεβαιότητα και, αφετέρου, διότι τα δεινά που συνδέονται με την κοινωνικότητα, οι κόποι και οι ζημίες, οι κίνδυνοι και οι θλίψεις – όλα τούτα είναι αναρίθμητα και αναπόφευκτα.

Κατ’ αρχάς, κάθε κοινωνική διασύνδεση απαιτεί κατ’ ανάγκη μία αμοιβαία προσαρμογή κι έναν συγκερασμό. Για τον λόγο αυτό, όσο περισσότερα άτομα συμμετέχουν σ’ αυτήν τόσο πιο άνοστη γίνεται. Να είναι κανείς απόλυτα ο εαυτός του δεν μπορεί παρά μόνον όσο είναι μόνος- όποιος, λοιπόν, δεν αγαπά την μοναξιά δεν αγαπά και την ελευθερία, καθώς μόνον όταν είναι κανείς μόνος είναι και ελεύθερος – ο καταναγκασμός είναι ο αχώριστος σύντροφος κάθε κοινωνίας. Κατά συνέπεια, το πόσο ο κάθε άνθρωπος αποφεύγει, αντέχει ή αγαπά την μοναξιά του αντιστοιχεί ακριβώς στην αξία του ίδιου του εαυτού του, καθώς στην μοναξιά του νιώθει ο μεν ενδεής τω πνεύματι την πνευματική του ένδεια, ο δε μεγαλοφυής τη μεγαλοφυΐα του – κοντολογής, ο καθένας το πώς όντως είναι. Περαιτέρω, όσο υψηλότερα βρίσκεται κανείς στη Ιεραρχική κλίμακα της φύσης τόσο πιο μοναχικός είναι, και μάλιστα κατ’ ουσίαν και κατ’ ανάγκη. Τότε, όμως, συνιστά γι’ αυτόν ευεργεσία ν’ αντιστοιχεί στην πνευματική μοναξιά – ειδάλλως, η συχνή παρουσία πλασμάτων ετερογενών εισβάλλει οχληρά μέσα του, μάλιστα εχθρικά, και του στερεί τον εαυτό του χωρίς να έχει τίποτε να του προσφέρει ως αποζημίωση.

Κατόπιν, ενώ η φύση έχει εισαγάγει ανάμεσα στους ανθρώπους, τόσο σε ηθικό όσο και σε διανοητικό επίπεδο, την μέγιστη δυνατή διαφορετικότητα, η κοινωνία, θεωρώντας αυτή τη διαφορετικότητα ως ένα τίποτε, καθιστά όλους ίσους, ή, μάλλον, υποκαθιστά τις φυσικές με τις τεχνητές διαφορές και τις ιεραρχίες των τάξεων και των βαθμών, οι οποίες πολύ συχνά, είναι αντιδιαμετρικά αντίθετες από την φυσική ιεραρχία. Χάρη σε αυτή τη διάταξη εκείνοι που η φύση είχε τοποθετήσει χαμηλά έχουν καλή θέση, ενώ εκείνοι, αντίθετα, για τους οποίους προέβλεψε υψηλή θέση αδικούνται – για αυτό τον λόγο, τούτοι οι τελευταίοι προσπαθούν να αποσπαστούν από κάθε συνάθροιση, αφού σε κάθε τέτοια κυριαρχεί, όσο περισσότεροι μετέχοντες, το κοινό κι ευτελές.

Η καλούμενη “καλή κοινωνία” αναγνωρίζει κάθε λογής προτερήματα πλην των πνευματικών- τούτα, μάλιστα, τα θεωρεί λαθραίο εμπόρευμα μας εξαναγκάζει, λοιπόν, να αποδεικνύουμε άπειρη μακροθυμία με κάθε ανοησία, μούρλα, διαστροφή, ηλιθιότητα- τα προσωπικά προτερήματα, αντίθετα, πρέπει να εκλιπαρούν τη συγγνώμη της ή να κρύβονται. Κατά συνέπεια, η κοινωνία που καλείται “καλή κοινωνία” δεν έχει μόνο το μειονέκτημα ότι μας παρουσιάζει ανθρώπους που δε μπορούμε ούτε να επαινέσουμε ούτε να αγαπήσουμε ακόμα αλλά και δε μας επιτρέπει να είμαστε ο εαυτός μας όπως αρμόζει στη φύση μας- απεναντίας, μας εξαναγκάζει, χάριν του αρμονικού συγκερασμού μας με τους άλλους, να συρρικνωθούμε, ή μάλιστα και να παραμορφώσουμε οι ίδιοι τον εαυτό μας.

Η ζωή δεν… έρχεται με νόημα. Πρέπει να εφεύρουμε εμείς το νόημα και μετά να… ξεχάσουμε ότι το έχουμε εφεύρει

Μετά από τόση υπαρξιακή αναζήτηση έχετε καταλάβει ποιο είναι το νόημα της ζωής; Η ζωή δεν… έρχεται με νόημα. Πρέπει να εφεύρουμε εμείς το νόημα και μετά να… ξεχάσουμε ότι το έχουμε εφεύρει.

Ποιο νόημα έχετε δώσει στη δική σας ζωή;

Είμαι γιατρός, δάσκαλος και γονέας. Προσπαθώ να είμαι δημιουργικός ως συγγραφέας ώστε να βοηθάω και άλλους, περισσότερους ανθρώπους.

Τι λέτε σε κάποιον που δεν μπορεί να «εφεύρει» κανένα νόημα για την ύπαρξή του;

Όταν κάποιος μου λέει ότι δεν έχει κανένα νόημα να ζει, προσπαθώ να εξερευνήσω τις σχέσεις του:
 
Ποιους συναντά στην καθημερινότητά του; Τι τον εμποδίζει στην επικοινωνία; Για μένα, ένας από τους πιο σημαντικούς λόγους ύπαρξης είναι η ουσιαστική διασύνδεση με άλλους ανθρώπους και η αγάπη.

Η αγάπη ή ο έρωτας;

Η αγάπη για άλλους ανθρώπους, για τα παιδιά μας, για τους φίλους μας. Αναφέρομαι σε μια πιο σταθερή αγάπη και όχι στην κατάσταση της ερωτικής τρέλας.

Ο έρωτας είναι υπερεκτιμημένος στις μέρες μας;

Σίγουρα η ιδέα τού να ερωτεύεσαι παρουσιάζεται ως ένα υπέροχο συναίσθημα στη λογοτεχνία και στις ταινίες. Μόνο που συνήθως δεν διαρκεί. Εκείνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να μετατρέψουμε τον έρωτα σε μια πιο «αξιοπρεπή» αγάπη: να αγαπάμε τον άλλο όπως είναι και όχι όπως τον ονειρευόμαστε.

Οπότε προτιμήσατε τη «βαρεμάρα» μιας καλής σχέσης από το πάθος;

Δεν νομίζω ότι υπάρχει μεταξύ μας το τυφλό πάθος όπου θέλουμε οπωσδήποτε να βγάλουμε τα ρούχα μας, αλλά υπάρχει πολύ πάθος!

Το σεξ είναι σημαντικό σε ένα γάμο, σύμφωνα με την επιστημονική σας άποψη; Η κακή σεξουαλική ζωή προξενεί μεγάλη θλίψη στους ανθρώπους. Περνάμε πολλές ώρες στην ψυχοθεραπεία προσπαθώντας να καταλάβουμε γιατί το σεξ δεν λειτουργεί και θα μπορούσα να αναφέρω μια ολόκληρη λίστα από λόγους. Η σεξουαλικότητα είναι σημαντικό μέρος του δεσμού ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα.

Καλύτερα να παιδεύεσαι με τα μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα ή να ζεις ευτυχισμένος μέσα στην άγνοιά σου;

Σίγουρα συμφωνώ με τον Σωκράτη στο ότι, για να ζήσει κανείς μια ολοκληρωμένη ζωή, πρέπει πρώτα να καταλάβει τον εαυτό του. Όμως δεν χρειάζεται να μελετάς υπαρξιακή φιλοσοφία για να είσαι χαρούμενος!

Νιώθετε καλύτερα τώρα ή όταν ήσαστε νέος;

Μου λείπει που δεν μπορώ πια να παίζω τένις… αλλά νιώθω πολύ πιο άνετα και ευχαριστημένος από τον εαυτό μου. Όταν ο ήλιος δύει, αρχίζεις να βλέπεις άλλα πράγματα στον ουρανό. Σήμερα απολαμβάνω τα αστέρια.

Έχετε κατορθώσει να βοηθήσετε τον εαυτό σας να μη φοβάται το θάνατο;

Φυσικά λυπάμαι που θα αφήσω αυτή την καλή ζωή σύντομα, αλλά δεν διακατέχομαι από τρόμο. 'Εχω ζήσει μια γεμάτη ζωή και αισθάνομαι πολύ τυχερός.

Η οικονομική κρίση επηρεάζει υπαρξιακά τους ανθρώπους;

Δημιουργεί περισσότερη δυστυχία. Είναι σημαντικό να μην ξεπέφτουμε οικονομικά, να μας αρέσει η δουλειά μας, να έχουμε υγεία… Μπορώ όμως να σας διαβεβαιώσω ότι η κατάθλιψη και το άγχος δεν έχουν οικονομικό υπόβαθρο.

H ΔΥΣΧΕΡΕΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

Στην Ελλάδα “θεοποιήθηκε” ο Λόγος ως υπέρτατη αξία φιλοσοφική και ο διάλογος ως αξία ιδιαίτερα κοινωνική. Όπως είναι γνωστό, διάλογος είναι η ανταλλαγή σκέψεων και διερεύνηση αντιλήψεων για την εξεύρεση ενός σωστού συμπεράσματος πάνω σ’ ένα θέμα που προβληματίζει τους συζητητές. Είναι η τελειότερη μορφή επικοινωνίας για την ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών, την επίλυση η προσωπικών διαφορών ή συναισθηματικών εξομολογήσεων (ψυχική προσέγγιση). Μετατρέπει την μοναξιά και την αποστασιοποίηση σε συνύπαρξη και φιλία. Κυρίως όμως ο διάλογος είναι σημαντικός όταν αφορά ένα ζωτικό θέμα, πολιτικό, κοινωνικό, ηθικό, θρησκευτικό κ.λπ. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η θεωρητική και πρακτική του αξία είναι μεγάλη, γιατί οι λύσεις στις οποίες θα οδηγήσει δεν αφορούν μόνον τους συνδιαλεγόμενους αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.

Οι προϋποθέσεις ενός γνήσιού και γόνιμου διαλόγου είναι: να είναι ελεύθερος και αντικειμενικός, ανεπηρέαστος και ειλικρινής, αδογμάτιστος και αφανάτιστος, σφαιρικός και πειστικός, ισότιμος προς όλους τους συζητητές (ο ένας να σέβεται την άποψη του άλλου). Να είναι απαλλαγμένος από προκατάληψη, μισαλλοδοξία και ισχυρογνωμοσύνη. Να μη κυριαρχείται από το ένστικτο της επιθετικότητας που στοχεύει στην συντριβή του αντιπάλου και στον θρίαμβο του νικητή. Και προπαντώς να υπάρχει στο βάθος των συζητητών η συνείδηση ότι κανείς δεν μπορεί να έχει εκατό τοις εκατό δίκαιο και κανείς απόλυτο άδικο. Η λύση των περισσότερων προβλημάτων βρίσκεται στο “περίπου”, στην εξισορροπημένη συνδιαλλαγή και εναρμόνιση των αντιθέσεων. Δεν υπάρχει στην πράξη απόλυτο καλό και απόλυτο κακό για όλους ανεξαιρέτως. 

Ο Αριστοτέλης έθεσε σωστά το ζήτημα: “Επεί (δή) εξ ανοιμοίων η Πόλις… ανάγκη (εστί) μη μίαν (μόνον) είναι την αρετήν πάντων των πολιτών” (Πολιτικά 1277α, 6). Στον νεοελληνικό χώρο η δυσκολία ενός τέτοιου διαλόγου είναι παροιμιώδης. Ενώ από έναν συλλογικό διάλογο νικητής πρέπει να βγει η αλή0εια, ο κάθε συνομιλητής μάχεται ν’ αποδείξει ότι αυτός κατέχει την μοναδική αλήθεια και είναι ο νικητής. ‘Έτσι, οι διαφωνίες υπερισχύουν ατό την σύγκλιση των απόψεων, και οι συνομιλητές τελικά αφού “μονολογίσουν” μεταξύ τους, αποχωρούν χωρίς να υποχωρήσουν βήμα από τις προσωπικές θέσεις τους. Την υποχώρηση από τις Πρωταρχικές απόψεις τούς και γνώμες την θεωρούν προσβολή της προσωπικότητάς τους και καταρράκωση της αξιοπρέπειάς τους.’ Έτσι, μένουν άκαμπτοι και ανυποχώρητοι με την πεποίθηση πως η αντίστασή τους τονίζει την προσωπικότητά τους, και ενώ θα έπρεπε να συνυπάρχουν διαφωνούντες, προτιμούν την αποστασιοποίηση και την αντιπάθεια.

Οι αιτίες της ανικανότητας του Νεοέλληνα για διάλογο είναι πολλές- επισημαίνουμε μερικές:

– Ανώριμη κοινωνική συνείδηση συνεργασίας.
– Ανικανότητα για γόνιμη ακρόαση και σιωπή.
– Υπερτροφικός εγωισμός (ατομικοκεντρικότητα) που στοχεύει στην εξασφάλιση υπεροχής και σπουδαιοφάνειας ανάμεσα στους διαλεγόμενους. Ο Έλληνας δεν συζητάει, αποφαίνεται! Δεν αγαπάει την ισηγορία, την πολυφωνία, την συνύπαρξη των αντιθέτων. Απαιτεί την ομοφωνία! Εχθρεύεται τον αντίλογο.
– Υποβαθμισμένη εμπιστοσύνη στην αξία του διαλόγου και της ανταλλαγής ιδεών. ‘Έτσι ο διάλογος καταντάει συρραφή ρητορικών μονολόγων (συχνά άσχετων προς το θέμα). Δηλαδή διάλογος μεταξύ κωφών.
– Ατιθάσευτο ένστικτο ανταγωνιστικότητας, εριστικότητας ναι επιθετικότητας.
– Υποβαθμισμένη πνευματικότητα (που θα υπαγόρευε την ανεκτικότητα, τη μετριοπάθεια και τη διαλακτικότητα του πολιτισμένου ανθρώπου).
-Έλλειψη ικανής παιδείας (που διαμορφώνει τον πλούτο της σκέψης, τη μεθόδευση του λόγου, την όξυνση της κρίσης, τον σεβασμό του συνομιλητή, την ανύψωση του ήθούς, τη δίψα της αλήθειας και μόνο).
– Ο διάλογος με χαρακτήρα συστηματικού αμφισβητία, (επί παντός επιστητού) και απορριπτικού των πάντων.
– Δογματικότητα (που δυσχεραίνει τον διάλογο) ιδίως όταν εκφράζονται πολιτικές απόψεις (κομματική ιδεολογία) ή θρησκευτικές απόψεις (Θεολογική πίστη).
– Σοφιστική ικανότητα. Την χρησιμοποιεί άλλοτε για να επιδείξει “πνεύμα”, άλλοτε για ν’ αποπροσανατολίσει τον συνομιλητή κι άλλοτε για να δικαιολογήσει τις εσφαλμένες απόψεις του.
-Έλλειψη σωστής πληροφόρησης.
– Καχυποψία ότι τα συμπεράσματα του διαλόγου θα είναι βλαπτικά για τα συμφέροντα του διαλεγόμενου, οπότε ο διάλογος έχει χαρακτήρα καιροσκοπικό και παρελκυστικό.
– Προχειρολογία και φλυαρία ανούσια για δευτερεύοντα και εκτός θέματος πράγματα με ασαφή επιχειρήματα.

Ο ‘Ελληνας γενικά είναι κακός συζητητής στο σπίτι του, στις συναναστροφές του, στη δουλειά του, στις δημόσιες συζητήσεις, στο κοινοβούλιο, παντού. Δεν ξέρει να ακούει με προσοχή κάποιον ομιλητή και επιστρατεύει ένα σωρό επιχειρήματα σοφιστικά για να τον ανατρέψει. Ο Κ. Σκόκος έγραψε επιγραμματικά: “Όπου δύο Ρωμιοί, ο ένας αυτοσχεδιάζεται σε ρήτορα και ο άλλος αγωνίζεται να τον διακόψει”. Τις περισσότερες φορές καταφεύγει σε χειρονομίες και στην υπερύψωση της φωνής για να υπογραμμίσει τις ιδέες του και να πείσει τούς συζητητές για γνώμες που δεν έχουν κανένα λογικό έρεισμα. Αλλά με χειρονομίες και φωνασκίες ο ανόητος λόγος δεν αναβαθμίζεται, υποβαθμίζεται. Τελικά ένας τέτοιος διάλογος καταλήγει σε διαπληκτισμούς – και όχι μόνο φραστικούς. Ο Εμ. Ροίδης έγραφε: “Μεταξύ δύο Ρωμιών διαφωνούντων δια το αν ο ήλιος προβάλλει εξ ανατολών ή εκ δυσμών, δίκαιον έχει ο οπλοφορών”!

Μια ακόμη κακή συνήθεια των Νεοελλήνων είναι η τέλεια έλλειψη διαλόγου ανάμεσα σε νέους και ηλικιωμένους κι αυτό φυσικά αποβαίνει σε βάρος των νέων. Στον διάλογο δεν πρέπει να στέκονται εμπόδιο οι ηλικίες, το χάσμα των γενεών, τα πολιτικά φρονήματα, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις. Στον σωστό διάλογο ένα πράγμα πρωτεύει: η συλλογική αναζήτηση της αλήθειας. Τίποτα άλλο. Ο R. Rοllan το είχε επισημάνει: “Όταν συζητάμε δεν υπάρχει ανώτερος και κατώτερος, ούτε τίτλοι, ούτε ηλικία, ούτε όνομα. Τίποτα δεν λογαριάζεται παρά μονάχα η αλήθεια. Και μπροστά σ’ αυτή είναι όλοι ίσοι”. Και o Fr. Bacon παρατήρησε: “Γίνεται κανείς σοφώτερος από διάλογο μιας ώρας παρά από σκέψη μιας ημέρας”.

Φαίνεται όμως ότι η πολιτισμένη συνομιλία, ο διάλογος με βάση την αμοιβαία εμπιστοσύνη, δεν είναι γενικά κάτι το εύκολο, όχι μόνο για τους ‘Έλληνες αλλά και για άλλους λαούς, γιατί και η πιο ψυχρή λογική επηρεάζεται από το θερμό συναίσθημα. Χρειάστηκαν τόσα πολλά χρόνια για να γίνει η κραυγή των ανθρώπων ομιλία και φαίνεται πως δεν φτάνει μια ολόκληρη ζωή για να γίνει η ομιλία αυτή συνομιλία.

Γι’ αυτό οι συνηθισμένοι άνθρωποι είναι μικροί, ο μεγαλοφυής όμως μεγάλος

Στο μεμονωμένο να βλέπεις πάντα το γενικό, είναι ακριβώς το βασικό χαρακτηριστικό της μεγαλοφυΐας, ενώ ο κανονικός άνθρωπος στο μεμονωμένο αντιλαμβάνεται μόνο το μεμονωμένο ως τέτοιο, αφού μόνο ως τέτοιο ανήκει στην πραγματικότητα, η οποία και μόνο έχει για αυτόν ενδιαφέρον, δηλαδή σχέσεις προς τη βούλησή του.

Ο κανονικός άνθρωπος δηλαδή βρίσκεται μέσα στον σάλο και την ταραχή της ζωής, στην οποία ανήκει μέσω της βούλησής του- η νόησή του είναι γεμάτη από τα πράγματα και τα συμβαίνοντα της ζωής- όμως αυτά τα πράγματα και την ίδια τη ζωή στην αντικειμενική τους σημασία δεν τα βλέπει καθόλου, όπως ο έμπορος στο χρηματιστήριο του Άμστερνταμ καταλαβαίνει πολύ καλά τι λέει διπλανός του, αλλά το έντονο βούισμα, σαν αυτό της θάλασσας, ολόκληρης της αίθουσας του χρηματιστηρίου δεν το ακούει καθόλου, κάτι για το οποίο ένας πιο απομακρυσμένος παρατηρητής απορεί. Η μεγαλοφυΐα αντίθετα, η νόηση της οποίας έχει αποκοπεί από τη βούληση, δηλαδή από το άτομο, αναγνωρίζει ότι τα πράγματα που σχετίζονται με αυτό δεν είναι ο ίδιος ο κόσμος και τα ίδια τα πράγματα. Αυτά η μεγαλοφυΐα τα βλέπει τα ίδια καθαυτά, καθαρά, και τα αναγνωρίζει με την αντικειμενική παρατήρηση- με αυτή την έννοια είναι η ουσία της μεγαλοφυΐας στοχαστική.

Αυτή η στοχαστικότητα είναι που καθιστά ικανό τον ζωγράφο να απεικονίσει πιστά τη φύση που έχει μπροστά του, και τον ποιητή να προβάλει το παρόν που παρατηρεί με ακρίβεια.

Το ζώο ζει χωρίς κανέναν στοχασμό. Συνείδηση έχει, που σημαίνει αναγνωρίζει τον εαυτό του και το καλό ή το κακό του, ακόμα και τα αντικείμενα που τα προκαλούν αυτά. Όμως η αντίληψή του παραμένει πάντα υποκειμενική, δεν γίνεται ποτέ αντικειμενική: όλα όσα αντιλαμβάνεται του φαίνονται αυτονόητα, και επομένως δεν μπορεί ποτέ να γίνουν ούτε θέμα (αντικείμενο περιγραφής) ούτε πρόβλημα (αντικείμενο διαλογισμού).

Η συνείδησή του βρίσκεται λοιπόν εντελώς μέσα στα εμπειρικά όρια. Βέβαια όχι από την ίδια, αλλά από συγγενή υφή είναι η συνείδηση του συνηθισμένου ανθρώπινου τύπου, καθώς και η δική του αντίληψη των πραγμάτων είναι προπάντων υποκειμενική και κατά κύριο λόγο παραμένει μέσα στα εμπειρικά πλαίσια. Αντιλαμβάνεται τα πράγματα στον κόσμο, αλλά όχι τον κόσμο- αντιλαμβάνεται τις πράξεις του και τις δυστυχίες του, αλλά όχι τον ίδιο τον εαυτό του.

Όλα τελικά εξαρτώνται από το πού βρίσκεται η βασική σοβαρότητα του ανθρώπου. Σχεδόν σε όλους βρίσκεται αποκλειστικά στο δικό τους καλό και στο καλό των δικών τους, γι’ αυτό και δεν είναι ικανοί να προωθήσουν τίποτα άλλο έξω από αυτό. Γιατί καμία πρόθεση, καμιά θεληματική και εσκεμμένη προσπάθεια δεν αποφέρει την αληθινή, βαθιά σοβαρότητα, ή την αντικαθιστά, ή πιο σωστά την εκτοπίζει. Γιατί αυτή μένει πάντα εκεί που την έχει τοποθετήσει η φύση. Γι’ αυτό, μεγαλοφυή άτομα φροντίζουν συχνά ανεπαρκώς για το δικό τους καλό. 

Όπως ένα μολυβένιο κομμάτι σε μια αλυσίδα που αιωρείται, την επαναφέρει πάλι πίσω στο σημείο που είναι προσδιορισμένο από τη βαρύτητα, έτσι και η αληθινή σοβαρότητα του ανθρώπου τραβάει τη δύναμη και την προσοχή της νόησής του πάντα πίσω προς τα εκεί που είναι προορισμένη να βρίσκεται: όλα τα άλλα τα κάνει ο άνθρωπος χωρίς αληθινή σοβαρότητα. Γι’ αυτό μόνο οι εξαιρετικά σπάνιοι, μη κανονικοί άνθρωποι, η αληθινή σοβαρότητα των οποίων δεν βρίσκεται στο προσωπικό και πρακτικό, παρά στο αντικειμενικό και θεωρητικό, είναι σε θέση να αντιληφθούν το ουσιαστικό των πραγμάτων και του κόσμου, που σημαίνει τις ύψιστες αλήθειες, και με κάποιο τρόπο να τις προβάλουν. Γιατί μια τέτοια σοβαρότητα, που βρίσκεται έξω από το υποκείμενο, στο αντικειμενικό, είναι κάτι ξένο από την ανθρώπινη φύση, κάτι αφύσικο, στην ουσία υπερφυσικό- όμως μόνο μέσα από αυτήν είναι ένας άνθρωπος μεγάλος, και οι δημιουργίες του είναι σαν να προέρχονται από ένα, διαφορετικό από αυτόν, δημιουργικό πνεύμα, το οποίο τον κατέλαβε. 

Σε έναν τέτοιον άνθρωπο, η ζωγραφική, η ποίηση ή η σκέψη είναι σκοπός, στους άλλους είναι μέσο. Αυτοί επιδιώκουν τα συμφέροντά τους και γνωρίζουν κατά κανόνα να τα προωθούν προσαρμοζόμενοι στους συγχρόνους τους, έτοιμοι να υπηρετήσουν τις ανάγκες τους και τα κέφια τους- γι’ αυτό κατά το πλείστον ζουν σε ευτυχείς συνθήκες, εκείνος όμως συχνά σε πολύ πενιχρές- γιατί το προσωπικό του καλό το θυσιάζει στον αντικειμενικό σκοπό: δεν μπορεί δηλαδή να κάνει αλλιώς, γιατί εκεί βρίσκεται η σοβαρότητά του. Οι άλλοι κάνουν το αντίστροφο: γι’ αυτό αυτοί είναι μικροί, εκείνος όμως μεγάλος. Σύμφωνα με αυτά, το έργο του είναι για όλους τους καιρούς, αλλά η αναγνώρισή του αρχίζει συνήθως στους μεταγενέστερους. Οι άλλοι ζουν και πεθαίνουν με την εποχή τους. 

Μεγάλος γενικά είναι εκείνος που με τη δράση του (είτε αυτή είναι πρακτική είτε θεωρητή) δεν επιδιώκει τα συμφέροντά του, παρά ακολουθεί μόνο έναν αντικειμενικό σκοπό. Το ότι αυτός δεν επιδιώκει το καλό του και τα συμφέροντά του, αυτό τον κάνει κάτω από όλες τις συνθήκες μεγάλο. 

Μικρή αντίθετα είναι κάθε δραστηριότητα που αποσκοπεί σε προσωπικούς σκοπούς, γιατί αυτός που ενεργεί έτσι, αναγνωρίζει και βρίσκει τον εαυτό του μόνο στο απειροελάχιστα μικρό άτομό του. Αντίθετα, όποιος είναι μεγάλος αναγνωρίζει τον εαυτό του σε όλα, δηλαδή στην ολότητα: δεν ζει, όπως εκείνος, μόνο στον μικρόκοσμο, παρά ακόμα πιο πολύ στον μακρόκοσμο. Γι’ αυτό και η υπόθεσή του είναι η ολότητα, και επιδιώκει να την αντιληφθεί, για να την παρουσιάσει, ή για να την εξηγήσει, ή για να επενεργήσει σε αυτήν πρακτικά. Γιατί αυτή δεν του είναι ξένη, νιώθει ότι τον αφορά.

Λίγοι είναι αυτοί που βλέπουν με τα δικά τους μάτια και αισθάνονται με τη δική τους καρδιά

Το να έχουμε προσωπική άποψη είναι συνώνυμο της αυθεντικότητας, πράγμα που δεν αντιτίθεται στο να μαθαίνουμε από τους άλλους και να ακολουθούμε το παράδειγμα εκείνων που λατρεύουμε. Σημαίνει να ζούμε συνειδητά ό,τι αποφασίζουμε να κάνουμε, όπως επίσης και να αναλαμβάνουμε την ευθύνη των συνεπειών των πράξεών μας.

Κατά τον ψυχίατρο Ενρίκε Ρόχας, αυθεντικό άτομο είναι εκείνο που έχει μέσα του τη δική του βάση, που αγωνίζεται να είναι συνεπές —σε σκέψη, λόγο και πράξη—, δηλαδή «το αυθεντικό άτομο ζει όπως σκέφτεται: είναι το αντίθετο της διπλής ή ηθικολογικής ζωής. Είναι ευθύτητα το να ζει με υπευθυνότητα, να μπορεί να πηγαίνει κόντρα στο ρεύμα όταν ο κοινωνικός περίγυρος γίνεται επιτρεπτικός και προβάλλει το “όλα καλά”, το “κάνε αυτό που θέλεις”, ή αυτό που εκφράζεται στη διάλεκτο του δρόμου ως “ζήσε τη στιγμή και μη σκέφτεσαι περισσότερο” ».

Ο άνθρωπος που έχει προσωπική άποψη είναι απλός και φυσικός, χωρίς παγίδες ή προσωπεία, αφού εμφανίζεται έτσι όπως είναι. Κι αυτό δεν είναι εύκολο, δεδομένου ότι η απλότητα είναι μια άσκηση ταπεινότητας που απαιτεί κόπο και σταθερότητα.

Κατά τον Ενρίκε Ρόχας, η αυθεντικότητα πάει μαζί με:

• Το να είσαι αληθινός με τον εαυτό σου. «Η συμπεριφορά του είναι σαφής, ολοκάθαρη, κι όταν λέει κάτι, λέει αυτό που νιώθει και το κάνει όντας υπεύθυνος γι’ αυτή την τοποθέτηση».

• Το να προτάσσεις την αλήθεια. «Αυτός που είναι αυθεντικός λέει τα πράγματα με το όνομά τους και είναι ικανός να πάει αντίθετα στο ρεύμα ακόμα κι αν η πλειοψηφία λέει άλλο πράγμα, αποφεύγει το ψέμα και τις πολλαπλές προσωπικότητες, όπως επίσης την αλλαγή γνώμης και την ψυχολογία της κακοπροαίρετης διάθεσης».

• Το να απαλείψεις τις αντιφάσεις. «Δεν υπάρχει αληθινή προσωπική πρόοδος χωρίς αγώνα, χωρίς κόπο για να λειανθεί και να καθαριστεί ό,τι συνιστά εμπόδιο. Ό,τι δεν πάει καλά. Αργεί κανείς να γίνει αυθεντικός, δεν είναι αμαξιτός δρόμος αλλά μονοπάτι γεμάτο αγκάθια, που στο τέρμα του όμως βρίσκεται η χαρά».

• Το να ξέρεις πού πηγαίνεις. «Να έχει έναν γενικό προσανατολισμό σε κάθε περίσταση για να ζει από μόνος του. Εξαρτάται ελάχιστα από το έξω και πολύ από το μέσα, από τα δικά του κριτήρια. Η εξωτερική πίεση τον επηρεάζει ελάχιστα και δε λέει πως είναι αλήθεια κάτι επειδή το λέει η πλειοψηφία ή οι στατιστικές».

• Το να είσαι ακέραιος. «Αποφεύγει το φαίνεσθαι, το να δίνει άλλη εικόνα προς τα έξω και μια διαφορετική προς τα μέσα, ξέρει να υπερασπίζεται σε οποιοδήποτε περιβάλλον τις ιδέες του και τα πιστεύω του, ακόμα κι αν δεν αρέσουν ή δεν είναι της μόδας ή δεν είναι πολιτικά ορθά. Κι αυτό είναι το μεγαλείο του όπως και η απαίτησή του».

Φτάνοντας στη δική μας οπτική γωνία, η αυθεντικότητα, παρά τα όσα μπορεί να σκεφτούν ή να πουν οι άλλοι, είναι ένας δύσκολος και μακρύς δρόμος, που όμως φέρνει πνευματική γαλήνη, αυτονομία και τη χαρά του να είμαστε συνεπείς με τον εαυτό μας, αφοσιωμένοι σε αυτό που μας δίνει πραγματικά νόημα.

ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ: ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ

ΠΑΡΜΕΝΙΔΗΣ (~ 515-445 π.Χ.)

Οι ιδέες που διατύπωσε ο Παρμενίδης αποτελούν σημείο καμπής για την ελληνική φιλοσοφία. Επηρεασμένος από τη λογική, επιστημονική σκέψη του Πυθαγόρα, ο Παρμενίδης επιχειρεί να αποκαλύψει την πραγματική φύση του κόσμου χρησιμοποιώντας παραγωγική συλλογιστική. Οι έρευνές του τον κάνουν να υιοθετήσει αντίθετη άποψη από αυτή του Ηράκλειτου.

Ξεκινώντας από την υπόθεση ότι κάτι υπάρχει («είναι»), ο Παρμενίδης συμπεραίνει ότι δεν μπορεί ταυτοχρόνως να μην υπάρχει (να «μην είναι»), καθώς αυτό θα ήταν λογική αντίφαση. Άρα, δεν είναι δυνατόν να υπάρξει ποτέ κατάσταση ανυπαρξίας – δεν μπορεί να υπάρξει κενό. Εφόσον κάτι δεν μπορεί να προέλθει από το τίποτα, αυτό το κάτι πρέπει πάντα να υπήρχε σε κάποια μορφή. Αυτή η αιώνια μορφή δεν μπορεί να αλλάξει, επειδή κάτι που είναι αιώνιο δεν μπορεί να μετασχηματιστεί σε κάτι άλλο χωρίς να πάψει να είναι αιώνιο. Επομένως, η ουσιαστική αλλαγή είναι κάτι το αδύνατο.

Με αυτή τη σειρά συλλογισμών, ο Παρμενίδης συμπεραίνει πως οτιδήποτε είναι αληθινό πρέπει να είναι αιώνιο και αμετάβλητο, και να έχει μια αδιαίρετη ενότητα –«τα πάντα είναι ένα». Αλλά το σημαντικότερο για τους μεταγενέστερους φιλόσοφους ήταν πως, με αυτή τη συλλογιστική διαδικασία, ο Παρμενίδης δείχνει ότι η αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο είναι λανθασμένη και γεμάτη αντιφάσεις. Παρόλο που φαίνεται να βιώνουμε την αλλαγή, η λογική μάς λέει ότι η αλλαγή είναι κάτι το αδύνατο. Το μοναδικό ασφαλές συμπέρασμα στο οποίο μπορούμε να καταλήξουμε είναι ότι δεν μπορούμε να βασιζόμαστε στη βιωματική γνώση την οποία προσλαμβάνουμε μέσω των αισθήσεών μας.

Η κατανόηση του σύμπαντος είναι μία από τις αρχαιότερες φιλοσοφικές αναζητήσεις. Κατά τον 20ο αιώνα προέκυψαν στοιχεία στην κβαντική φυσική που υποστηρίζουν τις ιδέες του Παρμενίδη – ιδέες στις οποίες κατέληξε χρησιμοποιώντας αποκλειστικά λογική σκέψη.

Σοφιστές: "κίνημα" ιδεών (2)

Η επικαιρότητα της σοφιστικής σκέψης

§1

Με το όνομα Σοφιστές αναφερόμαστε σε ένα δυναμικό ρεύμα διανοουμένων, που έκανε την εμφάνισή του στην Ελλάδα κατά τον 5ο αι. π.Χ. και έμελλε να απασχολήσει έκτοτε την ιστορική πορεία της σκέψης και των ιδεών μέχρι και σήμερα. Αξιοσημείωτο είναι ότι από τα γραπτά τους κείμενα διαθέτουμε μόνο κάποια αποσπάσματα. Παρ’ όλα αυτά το ενδιαφέρον για τη σκέψη τους παραμένει αμείωτο. Το σοφιστικό κίνημα ανέπτυξε έναν ανεκτίμητο πλούτο ιδεών και διανοημάτων, ενώ συγχρόνως ορισμένοι σοφιστές ενδιαφέρθηκαν και για επί μέρους επιστήμες. Τη σοφιστική Γνώση τη γνωρίζουμε, σε πολλές περιπτώσεις, όχι ως ένα μορφωτικό αγαθό, που αποτελεί αυτοσκοπό για την παιδεία του ανθρώπου, αλλά ως ένα μέσο ή εργαλείο ηθικής και πολιτικής σκοπιμότητας. Προφανώς αυτή η εργαλειοποίηση της γνώσης αποτέλεσε αντικείμενο κριτικής από την πλευρά του Πλάτωνος και συνετέλεσε ως ένα βαθμό και σε αμφιλεγόμενες αποτιμήσεις της παρουσίας τους στο χώρο των ιδεών. Το σίγουρο πάντως είναι ότι δεν υπάρχει ομοιογένεια των δικών τους ιδεών, γιατί ποτέ δεν αποτέλεσαν μια ενιαία φιλοσοφική σχολή. Απεναντίας, ενεργούσαν ως μονάδες, ως ξεχωριστές προσωπικότητες, που κατάγονταν από διάφορα μέρη της Ελλάδας και της Μεγάλης Ελλάδας, αλλά όχι σπάνια είχαν ζωντανή παρουσία στις ιδεολογικές ζυμώσεις που γίνονταν στην Αθηναϊκή κοινωνία μεταξύ των πολιτικών, των ρητόρων κ.λπ.

§2

Υπάρχει όμως κι ένα στοιχείο, που θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είναι κοινό: πρόκειται για τον τρόπο που έκαμναν αισθητή την παρουσία τους:
ήταν επαγγελματίες διανοούμενοι, που πήγαιναν από πόλη σε πόλη, παρέδιδαν μαθήματα και έδιναν διαλέξεις και πληρώνονταν αδρά για αυτό τους το έργο. Εδώ έγκειται και μια από τις εξωτερικές, αλλά ουσιαστικές διαφορές τους με τον Σωκράτη και την Πλατωνική φιλοσοφία. Μιλάμε για εξωτερικές διαφορές, γιατί υπήρχαν και οι κατ’ εξοχήν εσωτερικές διαφορές σε σχέση με τα περιεχόμενα και την αλήθεια των σοφιστικών ιδεών. Ως προς τις εξωτερικές διαφορές: ο Σωκράτης δεν θεωρεί τον εαυτό του δάσκαλο, που έχει να μεταδώσει κάτι στους «μαθητές του», αλλά συνομιλητή. Ως τέτοιος συνομιλητής έχει κάνει αυτοσκοπό της ζωής του την καλλιέργεια του απορητικού Λόγου και την εφαρμογή ενός αντίστοιχου φιλοσοφικού τρόπου ζωής, που συνδυάζει θεωρητική σκέψη, π.χ να μαθαίνουν οι άνθρωποι και δη οι νέοι να ορίζουν έννοιες και να σκέπτονται με βάση αυτές, δηλ. διαλεκτικά και όχι αποσπασματικά, και πρακτική στάση ζωής· δηλ. να διάγουν μια ενάρετη, δίκαιη κ.λπ. ζωή σύμφωνα με τη θεωρητική πρόσληψη της αρετής, της δικαιοσύνης, της ανδρείας κ.λπ.

§3

Από τον Πλάτωνα αντλούμε τις περισσότερες πληροφορίες για τους πιο επιφανείς Σοφιστές. Σκηνοθετεί στα έργα του έναν διάλογο με τον έναν ή τον άλλο σοφιστή και θέτει τις ιδέες τους υπό μια δυναμική κριτική εξέταση. Θεωρεί τον Πρωταγόρα ως τον επιφανέστερο, με οξεία σκέψη και ευρεία επιρροή. Στο έργο του Πρωταγόρας δείχνει την υποδοχή που του επιφύλαξε η Αθήνα αλλά και βασικές γραμμές της σκέψης του. Στον Θεαίτητο τον παρουσιάζει ως τον πιο σπουδαίο αλλά και όχι λιγότερο επικίνδυνο για τον σχετικισμό του, με τον οποίο πρέπει να αντιπαρατεθεί η φιλοσοφία. Η αντιπαράθεση της φιλοσοφίας με τον εν λόγω σχετικισμό συνιστά, κατά τον Πλάτωνα, ένα είδος αφορμής, προκειμένου η ίδια η φιλοσοφία να αναζητήσει τα θεμέλια της δικής της αυτογνωσίας. Από τα έργα του Πρωταγόρα ένα τιτλοφορείται Αλήθεια και αρχίζει με την περιώνυμη φράση: «Μέτρον πάντων χρημάτων άνθρωπος, των μεν όντων ως εστιν, των δε μη όντων ως ουκ εστιν». Σε ένα άλλο με τίτλο Αντιλογίαι εξέθετε την αρχή του, σύμφωνα με την οποία «δύο λόγους είναι περί παντός πράγματος αντικειμένους αλλήλοις». Με δυο λέξεις: σχετικιστής και πραγματιστής συγχρόνως.

§4

Άλλος σημαντικός σοφιστής, του ύψους του Πρωταγόρα και σύγχρονός του, ήταν ο Γοργίας ο Λεοντίνος. Ο Πλάτων ασχολείται μαζί του στο έργο του με τίτλο: Γοργίας. Λέγεται ότι έζησε πάνω από εκατό χρόνια. Θεωρούνταν έξοχος ρητορο-διδάσκαλος, συναρπαστικός ρήτορας και πραγματικός σοφιστής, υπό την έννοια ότι ενδιαφερόταν πρωτίστως να διαμορφώνει ικανούς ομιλητές, ανεξάρτητα από τα περιεχόμενα που θα τους απασχολούσαν. Με άλλα λόγια δεν προσέβλεπε στη διδασκαλία ή την προβολή της αρετής, άρα δεν εξέταζε αν οι μαθητές του μιλούσαν για το καλό ή το κακό, αλλά αν διέθεταν ρητορική ικανότητα, αν χρησιμοποιούσαν με τέχνη τα εργαλεία της γλώσσας, με τα οποία τους είχε εξοικειώσει. Στα έργα του ανήκουν το Ελένης εγκώμιον, η υπέρ Παλαμήδους απολογία, περί του μη όντος ή φύσεως. Χρησιμοποιούσε τη γλώσσα με έναν τέτοιο χαρακτηριστικό τρόπο, που στον πεζό λόγο εισήγαγε τα λεγόμενα γοργίεια σχήματα. Την ήθελε να λειτουργεί ως ένα εργαλείο ψυχολογικής υπόκρισης και όχι ως συνδεόμενη με τη μετάδοση αντικειμενικής γνώσης. Στην πραγματεία του περί του μη όντος διατύπωνε τις τρεις ακόλουθες θέσεις:

«πρώτον, δεν υπάρχει τίποτα, δεύτερον, κι αν υπάρχει, δεν μπορεί ο άνθρωπος να το αντιληφθεί, τρίτον, κι αν ακόμα το αντιληφθεί, δεν μπορεί να το μεταδώσει και να το εξηγήσει στον διπλανό του».

Ο Γοργίας, ως προκύπτει, ερμηνεύει τη γλώσσα με έναν εντελώς άλλο τρόπο από τον συνήθη, συνυφασμένον με την αντίληψή του για την ύπαρξη του μη-όντος. Τι δεν μπορεί να υπάρχει; Οτιδήποτε αντικειμενικό δεν μπορεί να κοινοποιήσει η γλώσσα, οποιαδήποτε γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Και τούτη η αντίληψή του για τη γλώσσα απορρέει από το γεγονός ότι αναγνώριζε στη γλώσσα την υπεροχή του ρητορικού ύφους έναντι των περιεχομένων. Ενέτασσε την έννοια του περιεχομένου στο πλάτος της έννοιας του ύφους και έβλεπε τη γλώσσα αποκλειστικά ως εργαλείο και όχι ως ταυτή με τη σκέψη.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (530e-532e)

[530e] Οὐκοῦν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἐπειδὴ πολὺ τὸ ἔργον, ἐκείνων πευσόμεθα πῶς λέγουσι περὶ αὐτῶν καὶ εἴ τι ἄλλο πρὸς τούτοις· ἡμεῖς δὲ παρὰ πάντα ταῦτα φυλάξομεν τὸ ἡμέτερον.Ποῖον;
Μή ποτ᾽ αὐτῶν τι ἀτελὲς ἐπιχειρῶσιν ἡμῖν μανθάνειν οὓς θρέψομεν, καὶ οὐκ ἐξῆκον ἐκεῖσε ἀεί, οἷ πάντα δεῖ ἀφήκειν, οἷον ἄρτι περὶ τῆς ἀστρονομίας ἐλέγομεν. ἢ οὐκ οἶσθ᾽ ὅτι [531a] καὶ περὶ ἁρμονίας ἕτερον τοιοῦτον ποιοῦσι; τὰς γὰρ ἀκουομένας αὖ συμφωνίας καὶ φθόγγους ἀλλήλοις ἀναμετροῦντες ἀνήνυτα, ὥσπερ οἱ ἀστρονόμοι, πονοῦσιν.
Νὴ τοὺς θεούς, ἔφη, καὶ γελοίως γε, πυκνώματ᾽ ἄττα ὀνομάζοντες καὶ παραβάλλοντες τὰ ὦτα, οἷον ἐκ γειτόνων φωνὴν θηρευόμενοι, οἱ μέν φασιν ἔτι κατακούειν ἐν μέσῳ τινὰ ἠχὴν καὶ σμικρότατον εἶναι τοῦτο διάστημα, ᾧ μετρητέον, οἱ δὲ ἀμφισβητοῦντες ὡς ὅμοιον ἤδη φθεγγομένων, ἀμφότεροι [531b] ὦτα τοῦ νοῦ προστησάμενοι.
Σὺ μέν, ἦν δ᾽ ἐγώ, τοὺς χρηστοὺς λέγεις τοὺς ταῖς χορδαῖς πράγματα παρέχοντας καὶ βασανίζοντας, ἐπὶ τῶν κολλόπων στρεβλοῦντας· ἵνα δὲ μὴ μακροτέρα ἡ εἰκὼν γίγνηται πλήκτρῳ τε πληγῶν γιγνομένων καὶ κατηγορίας πέρι καὶ ἐξαρνήσεως καὶ ἀλαζονείας χορδῶν, παύομαι τῆς εἰκόνος καὶ οὔ φημι τούτους λέγειν, ἀλλ᾽ ἐκείνους οὓς ἔφαμεν νυνδὴ περὶ ἁρμονίας ἐρήσεσθαι. ταὐτὸν γὰρ ποιοῦσι τοῖς ἐν τῇ [531c] ἀστρονομίᾳ· τοὺς γὰρ ἐν ταύταις ταῖς συμφωνίαις ταῖς ἀκουομέναις ἀριθμοὺς ζητοῦσιν, ἀλλ᾽ οὐκ εἰς προβλήματα ἀνίασιν, ἐπισκοπεῖν τίνες σύμφωνοι ἀριθμοὶ καὶ τίνες οὔ, καὶ διὰ τί ἑκάτεροι.
Δαιμόνιον γάρ, ἔφη, πρᾶγμα λέγεις.
Χρήσιμον μὲν οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πρὸς τὴν τοῦ καλοῦ τε καὶ ἀγαθοῦ ζήτησιν, ἄλλως δὲ μεταδιωκόμενον ἄχρηστον.
Εἰκός γ᾽, ἔφη.
Οἶμαι δέ γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ἡ τούτων πάντων ὧν [531d] διεληλύθαμεν μέθοδος ἐὰν μὲν ἐπὶ τὴν ἀλλήλων κοινωνίαν ἀφίκηται καὶ συγγένειαν, καὶ συλλογισθῇ ταῦτα ᾗ ἐστὶν ἀλλήλοις οἰκεῖα, φέρειν τι αὐτῶν εἰς ἃ βουλόμεθα τὴν πραγματείαν καὶ οὐκ ἀνόνητα πονεῖσθαι, εἰ δὲ μή, ἀνόνητα.
Καὶ ἐγώ, ἔφη, οὕτω μαντεύομαι. ἀλλὰ πάμπολυ ἔργον λέγεις, ὦ Σώκρατες.
Τοῦ προοιμίου, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἢ τίνος λέγεις; ἢ οὐκ ἴσμεν ὅτι πάντα ταῦτα προοίμιά ἐστιν αὐτοῦ τοῦ νόμου ὃν δεῖ μαθεῖν; οὐ γάρ που δοκοῦσί γέ σοι οἱ ταῦτα δεινοὶ διαλεκτικοὶ [531e] εἶναι.
Οὐ μὰ τὸν Δί᾽, ἔφη, εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα.
Ἀλλὰ δή, εἶπον, μὴ δυνατοὶ οἵτινες δοῦναί τε καὶ ἀποδέξασθαι λόγον εἴσεσθαί ποτέ τι ὧν φαμεν δεῖν εἰδέναι;
Οὐδ᾽ αὖ, ἔφη, τοῦτό γε.
[532a] Οὐκοῦν, εἶπον, ὦ Γλαύκων, οὗτος ἤδη αὐτός ἐστιν ὁ νόμος ὃν τὸ διαλέγεσθαι περαίνει; ὃν καὶ ὄντα νοητὸν μιμοῖτ᾽ ἂν ἡ τῆς ὄψεως δύναμις, ἣν ἐλέγομεν πρὸς αὐτὰ ἤδη τὰ ζῷα ἐπιχειρεῖν ἀποβλέπειν καὶ πρὸς αὐτὰ ‹τὰ› ἄστρα τε καὶ τελευταῖον δὴ πρὸς αὐτὸν τὸν ἥλιον. οὕτω καὶ ὅταν τις τῷ διαλέγεσθαι ἐπιχειρῇ ἄνευ πασῶν τῶν αἰσθήσεων διὰ τοῦ λόγου ἐπ᾽ αὐτὸ ὃ ἔστιν ἕκαστον ὁρμᾶν, καὶ μὴ ἀποστῇ πρὶν [532b] ἂν αὐτὸ ὃ ἔστιν ἀγαθὸν αὐτῇ νοήσει λάβῃ, ἐπ᾽ αὐτῷ γίγνεται τῷ τοῦ νοητοῦ τέλει, ὥσπερ ἐκεῖνος τότε ἐπὶ τῷ τοῦ ὁρατοῦ.
Παντάπασι μὲν οὖν, ἔφη.
Τί οὖν; οὐ διαλεκτικὴν ταύτην τὴν πορείαν καλεῖς;
Τί μήν;
Ἡ δέ γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, λύσις τε ἀπὸ τῶν δεσμῶν καὶ μεταστροφὴ ἀπὸ τῶν σκιῶν ἐπὶ τὰ εἴδωλα καὶ τὸ φῶς καὶ ἐκ τοῦ καταγείου εἰς τὸν ἥλιον ἐπάνοδος, καὶ ἐκεῖ πρὸς μὲν τὰ ζῷά τε καὶ φυτὰ καὶ τὸ τοῦ ἡλίου φῶς ἔτι ἀδυναμία [532c] βλέπειν, πρὸς δὲ τὰ ἐν ὕδασι φαντάσματα θεῖα καὶ σκιὰς τῶν ὄντων, ἀλλ᾽ οὐκ εἰδώλων σκιὰς δι᾽ ἑτέρου τοιούτου φωτὸς ὡς πρὸς ἥλιον κρίνειν ἀποσκιαζομένας — πᾶσα αὕτη ἡ πραγματεία τῶν τεχνῶν ἃς διήλθομεν ταύτην ἔχει τὴν δύναμιν καὶ ἐπαναγωγὴν τοῦ βελτίστου ἐν ψυχῇ πρὸς τὴν τοῦ ἀρίστου ἐν τοῖς οὖσι θέαν, ὥσπερ τότε τοῦ σαφεστάτου ἐν σώματι πρὸς τὴν τοῦ φανοτάτου ἐν τῷ σωματοειδεῖ τε καὶ [532d] ὁρατῷ τόπῳ.
Ἐγὼ μέν, ἔφη, ἀποδέχομαι οὕτω. καίτοι παντάπασί γέ μοι δοκεῖ χαλεπὰ μὲν ἀποδέχεσθαι εἶναι, ἄλλον δ᾽ αὖ τρόπον χαλεπὰ μὴ ἀποδέχεσθαι. ὅμως δέ —οὐ γὰρ ἐν τῷ νῦν παρόντι μόνον ἀκουστέα, ἀλλὰ καὶ αὖθις πολλάκις ἐπανιτέον — ταῦτα θέντες ἔχειν ὡς νῦν λέγεται, ἐπ᾽ αὐτὸν δὴ τὸν νόμον ἴωμεν, καὶ διέλθωμεν οὕτως ὥσπερ τὸ προοίμιον διήλθομεν. λέγε οὖν τίς ὁ τρόπος τῆς τοῦ διαλέγεσθαι δυνάμεως, καὶ [532e] κατὰ ποῖα δὴ εἴδη διέστηκεν, καὶ τίνες αὖ ὁδοί· αὗται γὰρ ἂν ἤδη, ὡς ἔοικεν, αἱ πρὸς αὐτὸ ἄγουσαι εἶεν, οἷ ἀφικομένῳ ὥσπερ ὁδοῦ ἀνάπαυλα ἂν εἴη καὶ τέλος τῆς πορείας.

***
[530e] Επειδή όμως είναι πολύ κοπιαστική δουλειά, θα ρωτήσομε εκείνους να μάθομε τί λένε γι᾽ αυτά και ό,τι άλλο ακόμα· εμείς, εννοείται, θα φυλάξομε πλάι σ᾽ όσα μας μάθουν και τη δική μας την αρχή.
Ποιάν;
Να μην επιχειρούν ποτέ οι τρόφιμοί μας να μαθαίνουν τίποτ᾽ απ᾽ αυτά χωρίς να το φέρνουν ως το τέλος και να φτάνει ως εκεί όπου πρέπει να φτάνουν όλα, όπως λέγαμε προλίγου για την αστρονομία. Ή δεν ξέρεις πως [531a] κάτι παρόμοιο κάνουν και με την αρμονία; Καταγίνονται να μετρούν τις συμφωνίες και τους τόνους μεταξύ τους όπως ακούονται με τ᾽ αυτιά, κι έτσι χάνουν άδικα κι αυτοί τους κόπους των σαν τους αστρονόμους.
Και, μά τους θεούς, τίποτ᾽ αστειότερο απ᾽ αυτό που κάνουν οι μουσικοί μας: όλο και σου μιλούν για κάτι πυκνώματα και σου τεντώνουν τ᾽ αυτιά πλάι στα όργανα, σα να πρόκειται ν᾽ αρπάξουν καμιά φωνή από τη γειτονιά, κι ο ένας σου λέει πως ακούει ακόμα κι έναν διάμεσο τόνο και πως αυτό είναι το μικρότερο διάστημα, που πρέπει και να χρησιμεύσει για μέτρο, ενώ ο άλλος υποστηρίζει απεναντίας πως κι οι δυο τόνοι είναι ολότελα όμοιοι, κι έτσι όλοι τους [531b] δίνουν την προτίμησή τους στ᾽ αυτιά αντί στο νου.
Εσύ μιλάς βέβαια για κείνους τους αγαθούς μουσικούς που δεν αφήνουν ήσυχες τις χορδές και τις βασανίζουν και τις στρεβλώνουν επάνω στα κλειδιά· και για να μη μακρύνει ο λόγος με την εικόνα και να μιλάμε για τα χτυπήματα που κατεβάζουν με το πλήκτρο, για τις κατηγορίες που κάνουν στις χορδές, πως τάχα πεισμώνουν και αρνούνται να δώσουν τον τόνο που αυτοί ζητούν, σταματώ ως εδώ την εικόνα και σου λέγω πως δεν εννοώ αυτούς τους μουσικούς, μα εκείνους που λέγαμε προλίγου πως θα τους ρωτήσομε για την αρμονία. Γιατί αυτοί είναι που κάνουν το ίδιο [531c] με τους αστρονόμους· ζητούνε δηλαδή αριθμούς μες στις συμφωνίες που ακούονται με τ᾽ αυτιά και δεν ανεβαίνουν σε προβλήματα για να εξετάσουν και να δουν ποιοί αριθμοί είναι αρμονικοί και ποιοί όχι και για ποιό λόγο.
Θαυμάσιο θα ᾽ταν αυτό που λες.
Χρήσιμο οπωσδήποτε για τη συζήτηση του καλού και του αγαθού, ενώ αν γίνουνταν για κάθε άλλο σκοπό, άχρηστο.
Φυσικά.

Η Διαλεκτική
Η ιδέα μου τουλάχιστο είναι πως, αν η σπουδή όλων αυτών των επιστημών [531d] που αναφέραμε φτάσει να γνωρίσει τη συγγένεια και τη στενή σχέση και επίδραση που έχουν μεταξύ τους και τις αντιληφθεί απ᾽ αυτή την άποψη της οικειότητας, τότε η απασχόληση αυτή θα έφερνε κάποια χρησιμότητα για το σκοπό που ζητούμε και δε θα πήγαιναν οι κόποι μας χαμένοι.
Και εγώ το φαντάζομαι έτσι. Μα είναι πάρα πολύ μεγάλη η δουλειά που λες, Σωκράτη.
Η δουλειά του προοιμίου ή τίνος άλλου λες; Ή δεν ξέρομε πως όλ᾽ αυτά είναι προοίμια απλώς της μελωδίας που πρέπει να μάθομε; Γιατί δεν έχεις βέβαια την ιδέα πως όσοι καταγίνονται και κατέχουν αυτά που αναφέραμε είναι [531e] και διαλεκτικοί.
Όχι βέβαια· εκτός πάρα πολύ λίγοι απ᾽ όσους έτυχε να συναντήσω.
Αλλά μήπως είναι σε θέση να μάθουν τίποτ᾽ απ᾽ όσα λέμε πως πρέπει να ξέρει κανείς άνθρωποι που δεν είναι ικανοί να δώσουν και να πάρουν λόγο για το καθετί;
Ούτ᾽ αυτό δεν το πιστεύω.
[532a] Και δεν είναι, Γλαύκων, αυτή ίσα ίσα η μελωδία η δουλειά που βγάζει πέρα η διαλεκτική; Και που ενώ είναι νοητή, θα μπορούσε να παραβληθεί με τη δύναμη της όρασης που, καθώς λέγαμε, επιχειρούσε να στραφεί πια να δει και τα ίδια τα ζώα και τα ίδια τα άστρα και τελευταία και τον ίδιο τον ήλιο. Έτσι και όταν κανείς επιχειρεί με τη διαλεκτική, χωρίς να χρησιμοποιεί καμιάν αίσθηση, μονάχα με το λόγο ορμά να γνωρίσει την ουσία του καθαυτού όντος, κι αν δεν κόψει το δρόμο του και παραιτηθεί προτού [532b] συλλάβει με τη νόηση εκείνο που είναι το καθαυτό αγαθό, φτάνει τέλος στο ίδιο το τέρμα του νοητού, καθώς εκείνος ο άλλος τότε του ορατού.
Χωρίς αμφιβολία.
Τί λοιπόν; δεν ονομάζεις διαλεκτική αυτή την πορεία;
Πώς όχι;
Ό,τι λοιπόν σημασία είχε η απελευθέρωση, που λέγαμε, από τα δεσμά και το στρέψιμο από τις σκιές στα τεχνητά είδωλα και στη λάμψη της φωτιάς και το γύρισμα από την υπόγεια κατοικία στο ύπαιθρο, και η αδυναμία εκεί των ματιών να βλέπουν ακόμα τα ίδια τα ζώα και τα φυτά και το φως του ήλιου, [532c] αλλά στην αρχή τα θεϊκά φαντάσματα απάνω στα νερά και τις σκιές των ίδιων των αντικειμένων και όχι πια τις σκιές των τεχνητών ειδώλων που τις εσχημάτιζε εκεί κάτω στο σπήλαιο άλλο ένα παρόμοιο φως, σκιερό αν ήθελε κανείς το συγκρίνει με τον ήλιο — την ίδια σημασία και δύναμη έχει ολόκληρη η σπουδή των επιστημών που αναφέραμε: να επαναφέρει δηλαδή το ευγενέστερο μέρος της ψυχής προς τη θέα του αρίστου ανάμεσα στα όντα, όπως τότε το πιο ευαίσθητο στο φως όργανο του σώματος προς το φωτεινότατο που υπάρχει μες στον υλικό και [532d] ορατό κόσμο.
Εγώ βέβαια συμφωνώ μαζί σου όπως τα λες. Και μολαταύτα μου φαίνεται πολύ δύσκολο να τα παραδεχτώ έτσι ολότελα, αλλ᾽ απ᾽ την άλλη πάλι μεριά το ίδιο δύσκολο είναι και να μην τα παραδεχτώ. Μα επειδή δεν πρέπει να ᾽ναι αυτή η μόνη φορά που θα τα συζητήσομε, αλλά ξανά και πολλές φορές ανάγκη να ξαναγυρίσομε, ας βάλομε πως είναι έτσι όπως τα είπαμε τώρα, κι ας προχωρήσομε στην ίδια τη μελωδία και ας την εξετάσομε· έτσι εξετάσαμε και το προοίμιο. Λέγε μας λοιπόν τί λογής είναι η δύναμη της διαλεκτικής, [532e] πόσα είναι τα είδη που χωρίζεται και ποιοί είναι οι δρόμοι της· γιατί αυτοί, καθώς φαίνεται, θα οδηγούν εκεί όπου όταν φτάσει κανείς θα βρει την ανάπαυσή του από το δρόμο και το τέλος της πορείας.