Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (855-916)

855 ΠΡ. ὦ ξέν᾽, Αἰακοῦ γένεθλον, μεῖνον, ὦ σέ τοι λέγω,
τὸν θεᾶς γεγῶτα παῖδα, καὶ σέ, τὴν Λήδας κόρην.
ΑΧ. τίς ὁ καλῶν πύλας παροίξας; ὡς τεταρβηκὼς καλεῖ.
ΠΡ. δοῦλος, οὐχ ἁβρύνομαι τῷδ᾽· ἡ τύχη γὰρ οὐκ ἐᾷ.
ΑΧ. τίνος; ἐμὸς μὲν οὐχί· χωρὶς τἀμὰ καὶ Ἀγαμέμνονος.
860 ΠΡ. τῆσδε τῆς πάροιθεν οἴκων, Τυνδάρεω δόντος πατρός.
ΑΧ. ἕσταμεν· φράζ᾽, εἴ τι χρῄζεις, ὧν μ᾽ ἐπέσχες οὕνεκα.
ΠΡ. ἦ μόνω παρόντε δῆτα ταῖσδ᾽ ἐφέστατον πύλαις;
ΑΧ. ὡς μόνοιν λέγοις ἄν, ἔξω δ᾽ ἐλθὲ βασιλικῶν δόμων.
ΠΡ. ὦ Τύχη πρόνοιά θ᾽ ἡμή, σώσαθ᾽ οὓς ἐγὼ θέλω.
865 ΑΧ. ὁ λόγος εἰς μέλλοντ᾽ †ἂν ὤση† χρόνον· ἔχει δ᾽ ὄγκον τινά.
ΚΛ. δεξιᾶς ἕκατι μὴ μέλλ᾽, εἴ τί μοι χρῄζεις λέγειν.
ΠΡ. οἶσθα δῆτ᾽ ἐμ᾽, ὅστις ὢν σοὶ καὶ τέκνοις εὔνους ἔφυν;
ΚΛ. οἶδά σ᾽ ὄντ᾽ ἐγὼ παλαιὸν δωμάτων ἐμῶν λάτριν.
ΠΡ. χὥτι μ᾽ ἐν ταῖς σαῖσι φερναῖς ἔλαβεν Ἀγαμέμνων ἄναξ.
870 ΚΛ. ἦλθες εἰς Ἄργος μεθ᾽ ἡμῶν κἀμὸς ἦσθ᾽ ἀεί ποτε.
ΠΡ. ὧδ᾽ ἔχει. καὶ σοὶ μὲν εὔνους εἰμί, σῷ δ᾽ ἧσσον πόσει.
ΚΛ. ἐκκάλυπτε νῦν ποθ᾽ ἡμῖν οὕστινας λέγεις λόγους.
ΠΡ. παῖδα σὴν πατὴρ ὁ φύσας αὐτόχειρ μέλλει κτενεῖν.
ΚΛ. πῶς; ἀπέπτυσ᾽, ὦ γεραιέ, μῦθον· οὐ γὰρ εὖ φρονεῖς.
875 ΠΡ. φασγάνῳ λευκὴν φονεύων τῆς ταλαιπώρου δέρην.
ΚΛ. ὦ τάλαιν᾽ ἐγώ. μεμηνὼς ἆρα τυγχάνει πόσις;
ΠΡ. ἀρτίφρων, πλὴν εἰς σὲ καὶ σὴν παῖδα· τοῦτο δ᾽ οὐ φρονεῖ.
ΚΛ. ἐκ τίνος λόγου; τίς αὐτὸν οὑπάγων ἀλαστόρων;
ΠΡ. θέσφαθ᾽, ὥς γέ φησι Κάλχας, ἵνα πορεύηται στρατός.
880 ΚΛ. ποῖ; τάλαιν᾽ ἐγώ, τάλαινα δ᾽ ἣν πατὴρ μέλλει κτανεῖν.
ΠΡ. Δαρδάνου πρὸς δώμαθ᾽, Ἑλένην Μενέλεως ὅπως λάβῃ.
ΚΛ. εἰς ἄρ᾽ Ἰφιγένειαν Ἑλένης νόστος ἦν πεπρωμένος;
ΠΡ. πάντ᾽ ἔχεις· Ἀρτέμιδι θύσειν παῖδα σὴν μέλλει πατήρ.
ΚΛ. ὁ δὲ γάμος τίν᾽ εἶχε πρόφασιν, ἥ μ᾽ ἐκόμισεν ἐκ δόμων;
885 ΠΡ. ἵν᾽ ἀγάγοις χαίρουσ᾽ Ἀχιλλεῖ παῖδα νυμφεύσουσα σήν.
ΚΛ. ὦ θύγατερ, ἥκεις ἐπ᾽ ὀλέθρῳ καὶ σὺ καὶ μήτηρ σέθεν.
ΠΡ. οἰκτρὰ πάσχετον δύ᾽ οὖσαι· δεινὰ δ᾽ Ἀγαμέμνων ἔτλη.
ΚΛ. οἴχομαι τάλαινα, δακρύων νάματ᾽ οὐκέτι στέγω.
889 ΠΡ. εἴπερ ἀλγεινὸν τὸ τέκνων στερόμενον, δακρυρρόει.
ΚΛ. σὺ δὲ τάδ᾽, ὦ γέρον, πόθεν φὴς εἰδέναι πεπυσμένος;
ΠΡ. δέλτον ᾠχόμην φέρων σοι πρὸς τὰ πρὶν γεγραμμένα.
ΚΛ. οὐκ ἐῶν ἢ ξυγκελεύων παῖδ᾽ ἄγειν θανουμένην;
ΠΡ. μὴ μὲν οὖν ἄγειν· φρονῶν γὰρ ἔτυχε σὸς πόσις τότ᾽ εὖ.
ΚΛ. κᾆτα πῶς φέρων γε δέλτον οὐκ ἐμοὶ δίδως λαβεῖν;
895 ΠΡ. Μενέλεως ἀφείλεθ᾽ ἡμᾶς, ὃς κακῶν τῶνδ᾽ αἴτιος.
ΚΛ. ὦ τέκνον Νηρῇδος, ὦ παῖ Πηλέως, κλύεις τάδε;
ΑΧ. ἔκλυον οὖσαν ἀθλίαν σε, τὸ δ᾽ ἐμὸν οὐ φαύλως φέρω.
ΚΛ. παῖδά μου κατακτενοῦσι σοῖς δολώσαντες γάμοις.
ΑΧ. μέμφομαι κἀγὼ πόσει σῷ, κοὐχ ἁπλῶς οὕτω φέρω.
900 ΚΛ. οὐκ ἐπαιδεσθησόμεσθα προσπεσεῖν τὸ σὸν γόνυ,
θνητὸς ἐκ θεᾶς γεγῶτα· τί γὰρ ἐγὼ σεμνύνομαι;
περὶ τίνος σπουδαστέον μοι μᾶλλον ἢ τέκνου πέρι;
ἀλλ᾽ ἄμυνον, ὦ θεᾶς παῖ, τῇ τ᾽ ἐμῇ δυσπραξίᾳ
τῇ τε λεχθείσῃ δάμαρτι σῇ — μάτην μέν, ἀλλ᾽ ὅμως.
905 σοὶ καταστέψασ᾽ ἐγώ νιν ἦγον ὡς γαμουμένην,
νῦν δ᾽ ἐπὶ σφαγὰς κομίζω· σοὶ δ᾽ ὄνειδος ἵξεται,
ὅστις οὐκ ἤμυνας· εἰ γὰρ μὴ γάμοισιν ἐζύγης,
ἀλλ᾽ ἐκλήθης γοῦν ταλαίνης παρθένου φίλος πόσις.
πρὸς γενειάδος ‹σε›, πρὸς σῆς δεξιᾶς, πρὸς μητέρος—
910 ὄνομα γὰρ τὸ σόν μ᾽ ἀπώλεσ᾽, ᾧ σ᾽ ἀμυναθεῖν χρεών—
οὐκ ἔχω βωμὸν καταφυγεῖν ἄλλον ἢ τὸ σὸν γόνυ·
οὐδὲ φίλος οὐδεὶς γελᾷ μοι· τὰ δ᾽ Ἀγαμέμνονος κλύεις
ὠμὰ καὶ πάντολμ᾽· ἀφῖγμαι δ᾽, ὥσπερ εἰσορᾷς, γυνὴ
ναυτικὸν στράτευμ᾽ ἄναρχον κἀπὶ τοῖς κακοῖς θρασύ…
915 χρήσιμον δ᾽, ὅταν θέλωσιν. ἢν δὲ τολμήσῃς σύ μουι
χεῖρ᾽ ὑπερτεῖναι, σεσῴσμεθ᾽· εἰ δὲ μή, οὐ σεσῴσμεθα.

***
Ενώ κάνουνε να φύγουν, ανοίγει λίγο η πόρτα και μισοβγάζει το κεφάλι του ο Γέρος.
ΓΕΡ. Μείνε, ξένε· εσύ, το εγγόνι του Αιακού· σ᾽ εσέ μιλώ,
γιε θεάς. Της Λήδας κόρη, και για σε το λέω αυτό.
ΑΧΙ. Ποιός μισοάνοιξε και τόσο φοβισμένος με καλεί;
ΓΕΡ. Δούλος· δε μ᾽ αφήνει η τύχη να καυκιέμαι όσο γι᾽ αυτό.
ΑΧΙ. Τίνος; όχι απ᾽ τους δικούς μου· θα ᾽σαι του Αγαμέμνονα.
860 ΓΕΡ. Της κυράς που εδώ ᾽ναι· μ᾽ έχει πάρει απ᾽ τον πατέρα της.
ΑΧΙ. Μένω· λέγε μου τί θέλεις· γιατί μου ᾽πες να σταθώ;
ΓΕΡ. Έξω από την πόρτα είν᾽ άλλος; είστε μόνοι εσείς οι δυο;
ΑΧΙ. Μόνοι· μίλα· κι έβγ᾽ απέξω απ᾽ τη σκηνή του βασιλιά.
ΓΕΡ. Τύχη θεά, κι ω πρόβλεψή μου, σώσε αυτούς που θέλω εγώ.
ΑΧΙ. Μεγαλόστομός σου ο λόγος· θα μας πάει πολύ μακριά.
ΚΛΥ. Νά, το χέρι μου σου δίνω· μη διστάζεις· μίλησε.
ΓΕΡ. Ξέρεις τί είμαι, κι αν εσένα και τα τέκνα σου αγαπώ.
ΚΛΥ. Ξέρω πως παλιός εσύ ᾽σαι του σπιτιού μου δουλευτής.
ΓΕΡ. Πως για προίκα σου με πήρε ο άντρας σου και βασιλιάς.
870 ΚΛΥ. Πάντα ησουν δικός μου, αφότου στ᾽ Άργος με συνόδεψες.
ΓΕΡ. Ναι. Και πρώτα εσέ αγαπάω κι έπειτα τον άντρα σου.
ΚΛΥ. Ό,τι ᾽ναι να πεις, για πες το τελοσπάντων ξέσκεπα.
ΓΕΡ. Της κοπέλας σου ο γονιός της ο ίδιος θα γινεί φονιάς.
ΚΛΥ. Με ποιόν τρόπο; κούφια η ώρα, γέροντα· τρελάθηκες;
ΓΕΡ. Το λευκό λαιμό της δόλιας κόβοντας με το σπαθί.
ΚΛΥ. Συμφορά σ᾽ εμέ! Του αντρός μου σάλεψε λοιπόν ο νους;
ΓΕΡ. Για την κόρη και για σένα· σε όλα τ᾽ άλλα είναι γερός.
ΚΛΥ. Ποιός ο λόγος; ποιός τον σπρώχνει μαύρος δαίμονας σ᾽ αυτό;
ΓΕΡ. Θείος χρησμός, ως λέει ο Κάλχας, για να κινηθεί ο στρατός.
880 ΚΛΥ. Για πού; Δόλια εγώ. Κι εκείνη, θύμα του πατέρα της!
ΓΕΡ. Για την Τροία· να πάρει πίσω την Ελένη ο άντρας της.
ΚΛΥ. Η Ιφιγένεια θα πλερώσει το δικό της γυρισμό;
ΓΕΡ. Ναι· στην Άρτεμη την κόρη θα προσφέρει ο κύρης της.
ΚΛΥ. Για ένα γάμο εδώ απ᾽ το σπίτι μ᾽ έφερε· τί σήμαινε;
ΓΕΡ. Με χαρά την κόρη, ως νύφη του Αχιλλέα, για να ᾽φερνες.
ΚΛΥ. Ήρθαμε για το χαμό μας, θυγατέρα μου, κι οι δυο.
ΓΕΡ. Τί καημός και για τις δυο σας! Κι ο άντρας σου τί αποκοτιά!
ΚΛΥ. Χάθηκα η φτωχιά· τα δάκρυα να κρατήσω δεν μπορώ.
ΓΕΡ. Κλάψε, κλάψε· είναι μεγάλος πόνος του παιδιού ο χαμός.
890 ΚΛΥ. Μα εσύ, γέρο, πώς τα ξέρεις όλ᾽ αυτά; πού τα ᾽μαθες;
ΓΕΡ. Είχα ξεκινήσει, γράμμα να σου φέρω δεύτερο.
ΚΛΥ. Που ᾽λεγε να φέρω ή όχι το κορίτσι στη σφαγή;
ΓΕΡ. Έλεγε όχι· ο άντρας σου ήταν λογικός την ώρ᾽ αυτή.
ΚΛΥ. Πώς, αφού είχες τέτοιο γράμμα, δε μου το ᾽δινες λοιπόν;
ΓΕΡ. Ο Μενέλαος μου το πήρε· νά η αιτία των συμφορών.
ΚΛΥ. Του Πηλέα ω γιε, ω της κόρης του Νηρέα, τ᾽ ακούς αυτά;
ΑΧΙ. Δύστυχη είσαι· μα ό,τι κάμαν και σ᾽ εμέ δεν το αψηφώ.
ΚΛΥ. Με το γάμο σου για δόλο μού σκοτώνουν το παιδί.
ΑΧΙ. Λέω: κακή του αντρός σου η πράξη· κι η καρδιά μου είναι βαριά.
900 ΚΛΥ. Δε θα το ντραπώ να πέσω, γιε θεάς, εγώ η θνητή
μπρος σου ικέτισσα· τί θέλω να μεγαλοπιάνομαι;
Πάνω απ᾽ του παιδιού την έγνοια ποιά μού είν᾽ άλλη πιο τρανή;
Στην κακοτυχιά μου γίνε, γιε θεάς, εσύ βοηθός,
και σ᾽ αυτήν που ταίρι σου είπαν…, ψέματα, μα τί μ᾽ αυτό;
Με στεφάνι για δικιά σου νύφη εγώ την έφερνα·
τώρα, για σφαγή· ψεγάδια θ᾽ ακουστούν για σένα, που
δεν τη βόηθησες· στου γάμου κι αν δεν μπήκες το ζυγό,
της κακόμοιρης κοπέλας άντρα ωστόσο σε είπανε.
Στη μητέρα σου, στο χέρι το δεξί, στο γένι σου…
910 Τ᾽ όνομά σου με συντρίβει, μην το αφήσεις έκθετο.
Πού βωμός για με; το μόνο καταφύγιο μου είσ᾽ εσύ·
συγγενής κανείς· η στάση του Αγαμέμνονα άκουσες
τί σκληρή κι απόκοτη είναι· κι ήρθα, μια γυναίκα εγώ,
σε ναυτών στρατό, όπως βλέπεις, απειθάρχητο, χωρίς
οίχτο για τη δυστυχία· μα είναι, αν θέλει, χρήσιμος.
Αν το χέρι σου ν᾽ απλώσεις πάνωθέ μου εσύ δεχτείς,
θα σωθούμε· αν όχι, τότε δεν υπάρχει λυτρωμός.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΣΤΑ ΝΕΟΤΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ: Αναγέννηση και αρχαία ελληνική τέχνη

9.2.5. Συλλέκτες αρχαίων στην Αναγέννηση

Για έναν πρίγκιπα της Αναγέννησης που συνέλεγε αρχαία νομίσματα και αρχαία χειρόγραφα, που ντυνόταν με αρχαιοπρεπείς πανοπλίες, που οδηγούσε τον στρατό του κάτω από ρωμαϊκά θριαμβικά τόξα, που παρακολουθούσε στην αυλή του αρχαία θεατρικά έργα, τι πιο φυσικό από το να περιμένει οι καλλιτέχνες του να προβάλουν αξίες της Αρχαιότητας στα έργα τους; Γι᾽ αυτό η μελέτη της Αρχαιότητας για τους καλλιτέχνες ήταν ένας τρόπος να δουν τον κόσμο, τη φύση, τον άνθρωπο με νέα μάτια και οι συλλογές αρχαιοτήτων ήταν πάντοτε ένα καλό σχολείο μελέτης των κανόνων της κλασικής τέχνης.

Οι Μέδικοι συγκέντρωσαν στη Φλωρεντία την πλουσιότερη συλλογή που υπήρξε ποτέ, αναζητώντας και αγοράζοντας στη Ρώμη κυρίως κάθε είδους αρχαίο αντικείμενο, από έργα μικρογλυπτικής μέχρι αγάλματα, για τα οποία πλήρωναν πανάκριβες τιμές.

Ο Λορέντσο ο Μεγαλοπρεπής των Μεδίκων δεν συλλέγει ελληνικά έργα τυχαία και περιστασιακά, αλλά αναζητά αρχαία γλυπτά με επιμονή, μεθοδικότητα και ιδεολογικά κριτήρια, γεγονός που οδηγεί μερικούς να εκμεταλλευτούν τη συλλεκτική του μανία και να προσπαθούν να τον εξαπατήσουν, προσφέροντας πλαστά έργα. Το 1471, όταν ταξίδεψε στη Ρώμη για να παραστεί στη στέψη του πάπα Σίξτου Δ', κατάφερε να αποκτήσει μιαν αξιοζήλευτη σειρά πολύτιμων λίθων από την εκποίηση της τεράστιας αρχαιολογικής συλλογής του πάπα Παύλου Β' Μπάρμπο (1417-1471), που θεωρούνταν ο μεγαλύτερος συλλέκτης αρχαίων αντικειμένων της εποχής του. Ήταν ο πρώτος που ασχολήθηκε με την αναστήλωση μνημείων και αγαλμάτων και ήταν αυτός που επανέφερε τα αρχαία Σατουρνάλια, μια μορφή καρναβαλιού για διασκέδαση δική του και του λαού του. Η αυξημένη όμως ζήτηση αρχαίων στα τέλη του 15ου αιώνα είχε ως αποτέλεσμα την παραγωγή πολλών πλαστών έργων.

Η Ισαβέλα ντ᾽ Έστε (1474-1539), μια από τους σημαντικότερους συλλέκτες αρχαιοτήτων στην Αναγέννηση, πάτρονας σπουδαίων καλλιτεχνών, εξωθούσε κάποτε με τον τρόπο της τους καλλιτέχνες να δημιουργήσουν έργα που έμοιαζαν με αρχαία. Ζήλευε τον Λορέντσο Γκιμπέρτι, που είχε στην κατοχή του τη λεγόμενη Κλίνη του Πολυκλείτου, ένα αντίγραφο από ρωμαϊκό ανάγλυφο με ελληνιστικούς τύπους μορφών, έργο του 16ου αιώνα. Η Ισαβέλα ενδιαφέρθηκε το 1496 να αγοράσει τον Κοιμώμενο Ερωτιδέα του Μιχαήλ Αγγέλου σαν αρχαίο έργο. Τελικά, το απέκτησε το 1502, όταν εκτέθηκε ως μοντέρνα δημιουργία. Η αρχαιομανία οδηγούσε τους καλλιτέχνες να δημιουργούν έργα αρχαιοπρεπή (all᾽antico), ιδίως μικρά χάλκινα, όπως ο Πιέρ Τζάκοπο Αλάρι Μπονακόλσι (περ. 1460-1528) με το παρατσούκλι Αντίκο "αρχαίος" ή ο Γκαλεάτσο Μοντέλα (δράση περ. 1500) με το παρατσούκλι Μοντέρνο, για να κάνει εμφανή την αντίθεσή του με τον Αντίκο. Ωστόσο, και οι δύο ήταν μοντέρνοι για την εποχή τους, μια και τα αρχαιοπρεπή έργα ήταν η νέα μόδα. Σε ολόκληρη πάντως την Αναγέννηση εξαπλώνεται η παραγωγή χάλκινων αγαλματιδίων που αντιγράφουν σημαντικά αρχαία έργα και με αυτά διαδίδονται οι ελληνικές αναλογίες και αντιλήψεις για την ομορφιά.

Βέδες

Ριγκ Βέδα

Η Πραγματικότητα

Αυτό που Υπάρχει Πραγματικά είναι η Συνείδηση, Ένα Ενοποιημένο Πεδίο Συνείδησης, Ομοιογενές, που Απλώνεται Παντού, Χωρίς Όρια.

Ό,τι «υπάρχει» (σαν διαφοροποιημένη ύπαρξη) είναι Δραστηριότητα του Πεδίου, «δραστηριότητες», δηλαδή διαφορετικές διευθετήσεις του Πεδίου, που επιτρέπουν την διαφορετική από το Πεδίο ύπαρξη και λειτουργία (όχι σαν οντότητες, αλλά σαν φαινόμενα), την δημιουργία αντικειμενικών κόσμων και προσωπικών υπάρξεων.

Ό,τι συμβαίνει είναι Αντιληπτικής (Νοητικής) Φύσης. Όλα είναι Νοητικά, δεν υπάρχει καμία δημιουργία έξω από το Πεδίο Συνείδησης, Όλα είναι στην «Σκέψη» Αυτού που Υπάρχει. Ό,τι κινείται κι έχει ιδιαίτερη ύπαρξη και ζωή στο Πεδίο, είναι δραστηριότητες… οι δραστηριότητες μεταφέρονται στο Πεδίο, και στον «χρόνο» της εκδήλωσης. Είναι μια Εικονική Πραγματικότητα!

Το Τέλος όλων των δραστηριοτήτων Αποκαλύπτει την Φύση του Πεδίου.

Αυτή η Αλήθεια μεταδίδεται σαν βιωματική αποκάλυψη, όχι σαν θεωρία, και νοητική πληροφορία, εδώ και 3.000 χρόνια.

«Ποιος ξέρει στ’ αλήθεια και ποιος μπορεί να μας πει, από πού έγινε αυτή η δημιουργία, από πού έχει προέλθει; Η δημιουργία ήταν στην αρχή, οι θεοί, ήρθαν αργότερα. Ποιος λοιπόν ξέρει από πού έχει προέλθει; Από πού άραγε να ήρθε αυτή η δημιουργία; Να είναι άραγε δημιουργημένη, ή μήπως είναι αδημιούργητη; Το γνωρίζει άραγε μόνον Αυτός, ο Παντεπόπτης στον Ύψιστο Ουρανό Εκεί Πάνω, ή και Αυτός ακόμα δεν το γνωρίζει;»

Ριγκ Βέδα, X, 129

Ως αποτέλεσμα, οι πράξεις σου έχουν πολύ μεγαλύτερη δύναμη

Το να κάνεις οτιδήποτε που απαιτείται από σένα σε κάθε κατάσταση χωρίς να γίνεται ρόλος με τον οποίο ταυτίζεσαι είναι ένα ουσιαστικό μάθημα στην τέχνη της ζωής που ο καθένας μας είναι εδώ για να μάθει.

Γίνεσαι εξαιρετικά ισχυρός σε ότι κάνεις αν η πράξη εκτελείται για την ίδια την πράξη αντί να χρησιμοποιείται ως μέσο για να προστατέψεις, να εξυψώσεις την ταυτότητα του ρόλου σου ή να συμμορφωθείς μ' αυτήν.

Κάθε ρόλος είναι μια πλασματική αίσθηση εαυτού και μέσα απ' αυτόν όλα προσωποποιούνται κι έτσι διαφθείρονται και διαστρεβλώνονται από το νοογενές "μικρό εγώ" και όποιο ρόλο τυχαίνει να παίζει.

Σ' έναν κόσμο προσωπικοτήτων που παίζουν ρόλους, οι ελάχιστοι άνθρωποι που δεν προβάλλουν μια νοογενή εικόνα, αλλά λειτουργούν από το βαθύτερο πυρήνα της Ύπαρξής τους, εκείνοι που δεν επιχειρούν να φανούν σαν κάτι περισσότερο από αυτό που είναι, αλλά είναι απλώς ο εαυτός τους, ξεχωρίζουν ως αξιοσημείωτοι και είναι οι μόνοι που φέρνουν αληθινά κάποια αλλαγή στον κόσμο.

ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΚΟΜΙΣΤΕΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΤΗΤΑΣ.

Ό, τι κάνουν αποκτά δύναμη επειδή είναι ευθυγραμμισμένο με το σκοπό του όλου.....

Η παρουσία τους και μόνο, -απλή, φυσική, ανεπιτήδευτη- έχει μεταμορφωτική επίδραση σ΄ όποιον έρχεται σε επαφή μαζί τους.

Όταν δεν παίζεις ρόλους, σημαίνει ότι δεν υπάρχει εαυτός (εγώ) σ΄ αυτό που κάνεις. Δεν υπάρχει δευτερεύων σκοπός: προστασία ή ισχυροποίηση του εαυτού σου.

Ως αποτέλεσμα, οι πράξεις σου έχουν πολύ μεγαλύτερη δύναμη.

Είσαι ολοκληρωτικά εστιασμένος στην κατάσταση. Γίνεσαι ένα μ΄ αυτήν. Δεν προσπαθείς να είσαι συγκεκριμένα κάποιος.

Είσαι ισχυρότατος, αποτελεσματικότατος όταν είσαι ολότελα ο εαυτός σου.

Αλλά μην προσπαθείς να είσαι ο εαυτός σου. Αυτό είναι ένας άλλος ρόλος. Ονομάζεται "φυσικός, αυθόρμητος εαυτός μου".

Μόλις αρχίζεις να προσπαθείς να είσαι τούτο ή εκείνο, παίζεις ένα ρόλο.

"Να είσαι ο εαυτός σου" είναι μια καλή συμβουλή, αλλά μπορεί επίσης και να είναι παραπλανητική.

Θα μπει ο νους στη μέση και θα πει: "Για να δούμε, πώς μπορώ να είμαι ο εαυτός μου;"

Έπειτα ο νους θα αναπτύξει θα αναπτύξει κάποιο είδος στρατηγικής: "Πώς να είμαι ο εαυτός μου". Άλλος ένας ρόλος.

Το "Πώς μπορώ να είμαι ο εαυτός μου;" είναι στην πραγματικότητα μια λανθασμένη ερώτηση.

Υποδηλώνει ότι πρέπει να κάνεις κάτι για να είσαι ο εαυτός σου.

Όμως το "πώς" δεν έχει θέση εδώ, επειδή είσαι ήδη ο εαυτός σου.

Πάψε απλώς να προσθέτεις αποσκευές στο ποιός είσαι ήδη.

"Μα δεν ξέρω ποιός είμαι. Δεν ξέρω τι σημαίνει να είμαι ο εαυτός μου".

Αν μπορείς να νιώθεις απόλυτα άνετα με το να μην ξέρεις ποιός είσαι, τότε αυτό που απομένει είναι αυτός που είσαι -η Ύπαρξη πίσω από το ανθρώπινο, ένα πεδίο καθαρής δυνατότητας μάλλον, παρά κάτι που είναι ήδη προσδιορισμένο.

Παραιτήσου από το να αυτοπροσδιορίζεσαι -ή να προσδιορίζεις τον εαυτό σου στους άλλους. Δε θα πεθάνεις.

Θα ζωντανέψεις.

Και μη νοιάζεσαι για το πώς σε προσδιορίζουν οι άλλοι. Όταν σε προσδιορίζουν, περιορίζουν τον εαυτό τους, επομένως είναι δικό τους πρόβλημα.

Όποτε συναλλάσσεσαι με ανθρώπους, μην είσαι εκεί ως λειτουργία ή ρόλος, αλλά ως πεδίο συνειδητής Παρουσίας.

Γιατί παίζει ρόλους το Εγώ;

Εξαιτίας μιας ανεξέταστης παραδοχής, ενός θεμελιώδους λάθους, μιας ασυνείδητης σκέψης.

Αυτή η σκέψη είναι: Δεν είμαι αρκετός.

Ακολουθούν άλλες ασυνείδητες σκέψεις:

-Χρειάζεται να παίζω ένα ρόλο προκειμένου να εξασφαλίσω ό,τι χρειάζεται για να είμαι πλήρως ο εαυτός μου.

-Χρειάζεται να αποκτήσω περισσότερα έτσι ώστε να μπορώ να είμαι κάτι περισσότερο.

Όμως δεν μπορείς να είσαι περισσότερος απ' ότι είσαι, επειδή κάτω από τη σωματική και ψυχολογική μορφή σου είσαι ένα με την ίδια τη Ζωή, ένα με την Ύπαρξη.

Ο κόσμος ενωμένος με την Ορθή Λογική

Για όσους επιθυμούν να ακολουθήσουν τον δρόμο του ορθολογισμού, ελπίζω αυτό το κείμενο να τους βοηθήσει.

Ο ορθολογιστής είναι απαλλαγμένος από τις φοβίες των παρανοϊκών δογμάτων. Μην ακολουθείτε τις παρανοϊκές λατρείες, μην γιορτάζετε τις παρανοϊκές γιορτές. Ακόμα και αν όλοι γύρω σας τις γιορτάζουν, εσείς να τις αποφεύγετε. Μην σας ενδιαφέρει πως θα σας δουν, μην σας ενδιαφέρει αν δεν σας συμπαθούν, επειδή δεν συμμετέχετε. Ο αυθεντικός ορθολογιστής νιώθει μέσα του γαλήνη, ο κάλπικος ζει με την ταραχή για το πώς θα τον βλέπουν οι άλλοι.

Μην παριστάνετε πως πιστεύετε στις παρανοϊκές λατρείες, για να σας βλέπουν με καλό μάτι αυτοί που τις πιστεύουν, γιατί έτσι διαιωνίζετε την παράνοια. Στις τελετουργίες και τις γιορτές τους, να εργάζεστε κανονικά. Η υποκρισία δεν είναι σεβασμός, αλλά άσκηση προς την ασυνέπεια και την ανευθυνότητα.

Δεν έχετε ανάγκη τα μπιχλιμπίδια των παρανοϊκών δογμάτων. Δεν σας προστατεύουν, δεν σας σώζουν. Μόνο οι πράξεις σας μπορούν να σας εξελίξουν, μόνο η εργατικότητά σας, μόνο η επιμέλεια που δείχνετε, μόνο η δημιουργικότητα που βγάζετε, μόνο η ευθύνη που τηρείτε, μόνο ο πραγματισμός που αντιλαμβάνεστε, μόνο η ρεαλιστική λογική σκέψη που έχετε, μόνο η αυτάρκεια που καταφέρνετε, μέσα από την εγκράτεια σας.

Απελευθερωθείτε από τα μπιχλιμπίδια των παρανοϊκών δογμάτων. Πάρτε μια μαύρη σακούλα των σκουπιδιών και γεμίστε την με όλες τις εικόνες, τα φυλαχτά και τα μαντζούνια. Όταν πλέον δεν θα έχετε αφήσει κανένα τρελό μπιχλιμπίδι, πάρτε την σακούλα και πετάξτε την στα σκουπίδια. Αφού αδειάσετε πρώτα το μυαλό σας από αυτά τα σκουπίδια, θα αδειάσετε και το σπίτι σας, θα απελευθερώσετε την ζωή σας.

Όταν κάτι δεν το γνωρίζετε να το παραδέχεστε με θάρρος λέγοντας «Δεν το γνωρίζω». Μετά να μελετάτε για να το μάθετε. Όταν μελετώντας γνωρίσετε τις αιτίες και την φύση αυτού που δεν γνωρίζετε, τότε δεν θα ζείτε στην άγνοια και δεν θα χρειάζεστε μυθεύματα για να καλύπτετε την άγνοιά σας.

Η προσευχή του ορθολογιστή δεν είναι να παπαγαλίζει μαγικά λόγια, αλλά να μελετά. Δεν μπορείτε να σκεφτείτε όταν δεν γνωρίζετε και δεν γνωρίζετε όταν δεν μελετάτε. Μελετώ ώστε να έχω ορθή σκέψη.

Κανένας άνθρωπος δεν είναι κατώτερος από την φύση του, κατρακυλά μόνο όταν ζει μέσα στην δεισιδαιμονία και την ανορθολογικότητα. Όποιος θεωρεί την γυναίκα κατώτερη δεν είναι ορθολογιστής, αλλά παραμένει σκλάβος των παρανοϊκών δογμάτων. Όποιος θεωρεί πως είναι ανώτερος, εξαιτίας εθνικότητας, παραμένεις σκλάβος των παρανοϊκών δογμάτων. Η ανωτερότητα δεν πηγάζει από το αίμα, αλλά από το μυαλό. Ο ορθολογιστής για να φτάσει το άριστο, θέτει τον εαυτό του σε συστηματικό εσωτερικό αυτοέλεγχο, αξιολογώντας τις πράξεις του και τελειοποιώντας τον εαυτό του. Γι’ αυτό, να έχετε ως αδέλφια σας τους ανθρώπους που ζουν με τρόπο ορθολογιστικό, γιατί η εθνικότητα, η γλώσσα και το χρώμα δεν είναι εμπόδια όταν ενώνει η ορθή λογική.

Μέσα από την ορθή λογική, οι άνθρωποι μπορούν να ζουν με αρμονία και να συνεργάζονται, γιατί δεν διακατέχονται από παρανοϊκές φαντασιώσεις. Ο συναισθηματικός παραλογισμός χωρίζει τους ανθρώπους, κατασκευάζοντας αιτίας εκεί που δεν υπάρχουν, διαστρεβλώνοντας έτσι την πραγματικότητα και τον ρεαλισμό. Όταν ο άνθρωπος το αντιληφθεί αυτό, θα νιώσει σαν τον τυφλό που μπόρεσε να δει και θα καταλάβει πως τα μπιχλιμπίδια των παρανοϊκών δογμάτων που κρατά ως φυλαχτά και λάβαρα, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ανούσια υλικά αντικείμενα, που δεν έχουν πραγματική αξία. Θα καταλάβει τον χρόνο που έχασε και τους πόρους που ξόδεψε σε αυτές τις τρέλες. Τους ανθρώπους που έχασαν ανούσια τη ζωή τους στο βωμό τρελών θεωριών και αυτούς που ακόμα μάχονται υπνωτισμένοι στο όνομα του παραλογισμού.

Η διαπίστωση αυτής της κατάστασης είναι το πραγματικό πέρασμα από την ανωριμότητα, στην ωριμότητα, από την τρέλα, στην ορθή λογική. Από έναν κόσμο κομματιασμένο, σε έναν κόσμο ουσιαστικά ενωμένο. Και σας παρουσιάζω σχηματικά αυτή την ενότητα, μέσα από δύο γεωμετρικά σύμβολα, έτσι ώστε να έχετε στο μυαλό σας εύκολα την ουσία αυτού του κειμένου. Με τον κύκλο να θυμάστε την ενότητα και πως μπορεί αυτή να γίνει αποτελεσματική πράξη μέσα από την ορθή λογική και με το τετράγωνο να θυμάστε την ορθή λογική, όπου ο χαρακτήρας σας θα διαπλαστεί μεθοδικά, μέσα από την μελέτη, την επιμέλεια και την εργατικότητα σε ότι κάνετε.

Έτσι, όταν κάποιος σας ζητήσει να του εξηγήσετε, πως μπορεί ο κόσμος να είναι ενωμένος με την ορθή λογική, θα του δείξετε το σχήμα και το κείμενο, ώστε να καταλάβει την ουσία βαθιά μέσα του και να την κάνει πράξη. Όλο το κείμενο και το σχήμα ως βοηθητική απεικόνιση, είναι άχρηστα, εάν δεν υπάρξει πράξη. Ο ορθολογιστής ζει με πρακτική και όχι με φαινομενική αποτελεσματικότητα.

Ο Διαλογισμός και η Κβαντική Θεωρία

Η επιστήμη κάποτε συμβάδιζε με τη φιλοσοφία και έπειτα διαχωρίστηκαν. Μπορεί όμως ακόμα και σήμερα η επιστήμη να βρεθεί κοντά με τις ρίζες της μέσα από την σύνδεση του Διαλογισμού με την Κβαντική Θεωρία Πλανκ, αφού τι είναι η επιστήμη αν όχι μαγεία;

«Ακόμα και η πιο μεγάλη επιστημονική επανάσταση μπορεί να ξεκινήσει από ένα απλό, απίθανο πείραμα.» Αυτό έμελλε να γίνει στα 1900 για την φυσική μέσω του πειράματος που δοκίμασε ο Πλανκ. Το πείραμα αφορούσε την παρατήρηση του εσωτερικού ενός φούρνου την ώρα της θέρμανσης ενός υλικού. Το εσωτερικό του φούρνου εκπέμπει φως του οποίου το χρώμα μεταβάλλεται. Το πείραμα ήταν απλό, έμελλε όμως να φέρει την επανάσταση στην φυσική καθώς το προϊόν αυτού ήταν αυτό που πολλοί γνωρίζουμε ως «πακέτα φωτός» ή καλύτερα κβάντα. Αν και χρειάστηκε να περάσει ένα χρονικό διάστημα ως το 1905 με την έλευση του Αϊνστάιν για να δοκιμαστεί η θεωρία -μιας και ο επιστήμονας εξήγησε το φωτοηλεκτρικό φαινόμενα με βάση την έννοια των κβάντων του Πλανκ- έπρεπε να περάσει άλλο τόσο ως τα 1925, όταν ο Χάιζενμπεργκ θα έφτανε στη διατύπωση μιας θεωρίας, μιας γενικής κβαντικής θεωρίας «η οποία θα εξηγούσε τη συμπεριφορά οποιουδήποτε σωματιδίου σε οποιοδήποτε άτομο ή μόριο.» Η θεωρία του Χαιζενμπεργκ έμεινε γνωστή ως μηχανική μητρών και αποτέλεσε την πρώτη κατάλληλη διατύπωση της κβαντικής μηχανικής. Παρά την συνέχεια και την τελική επικράτηση της θεωρίας του Σρόντιγκερ, θα μείνουμε σε αυτήν του Χάιζενμπεργκ για την ευκολία του άρθρου.

Τόσο ο Πλανκ, όσο και ο Χαιζενμπεργκ έφτασαν στις θεωρίες τους παρατηρώντας την μεταβολή των χρωμάτων του φωτός όταν τα ηλεκτρόνια άλλαζαν ενεργειακές στάθμες σε ένα άτομο, δηλαδή καθώς μεταβάλλονταν σε υψηλότερες ή χαμηλότερες ενεργειακές στάθμες. Ως εκ τούτου από την χαμηλότερη ενεργειακή στάθμη στην υψηλότερη τα μεταβαλλόμενα χρώματα ήταν τα εξής: θολό κόκκινο, φωτεινό κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο, γαλαζωπό, λευκό. Στο χρωματικό αυτό φάσμα η χαμηλότερη ενεργειακή στάθμη που παρήγαγε το θολό κόκκινο εξέπεμπε ακτινοβολία μεγαλύτερων μήκων κυμάτων. Όσο ανέβαιναν τα ηλεκτρόνια ενεργειακή στάθμη και η μεταβολή του χρώματος περνούσε από το σκούρο κόκκινο στο λευκό η εκπεμπόμενη ακτινοβολία μεταφραζόταν σε μικρότερη μήκη κύματος. Το φως μικρότερου μήκους κύματος φέρει σαφώς μεγαλύτερη ενέργεια από το φως μεγαλύτερου μήκους κύματος.

Ας κάνουμε μία νύξη για το χρωματικό φάσμα και την Οπτική. Ξεκινώντας τον 17ο αιώνα ο Νεύτωνας απέδειξε πειραματικά ότι το φως αποτελείται από πολλά χρώματα καταλήγοντας στα επτά βασικά χρώματα, τα οποία είναι: κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο, πράσινο, μπλε, ιώδους (βιολετί), ίντιγκο. Μετά τον Γιανγκ και τον Μαξουελ, μόλις το 1965 έπειτα από πειράματα επιβεβαιώθηκε ότι υπάρχουν κύτταρα στον αμφιβληστροειδή που είναι υπεύθυνα για την αντίληψη τόσο του αμυδρού φωτός, όσο και των χρωμάτων, ξεκινώντας από την αντίληψη φωτονίων μικρού μήκους κύματος (μπλε), σε μεσαίο (πράσινο), σε μεγάλο (κόκκινο). Παρατηρείται ότι η αντίληψη των χρωμάτων είναι καθαρά θέμα κατασκευής μας και έχει να κάνει με το πώς «ερμηνεύονται» τα μήκη κύματος του φωτός από τα αισθητήρια όργανα του ανθρώπου.

Όλες αυτές οι φαινομενικά ασύνδετες θεωρίες έχουν ένα πράγμα κοινό. Την ερμηνεία των χρωμάτων βάση των μήκων κύματος, της εκπεμπόμενης ενέργειας ή της ενέργειας που χρειάζεται για να μεταβληθούν χρωματικά. Οι περισσότερες από αυτές τις θεωρίες αποδείχτηκαν πρόσφατα στην ανθρώπινη ιστορία και αποτελούν μέρος της νεότερης επιστήμης. Ας πάμε τώρα λίγες χιλιετίες πίσω. Τον 5ο αιώνα Π.Κ.Ε σε ένα μέρος του κόσμου μεγάλης σημασίας. Στην Ινδία. Γνωρίζουμε κάποιοι ότι περίπου εκεί έχουμε στοιχεία για την πρώτη ίσως γραπτή θρησκεία, τον Ζωροαστρισμό. Η θεοσοφία εμπλέκεται με τη φιλοσοφία και τον πνευματισμό και την μαγεία όπως επίσης και με την αρχή της «επιστήμης». Ας φέρουμε στο μυαλό μας την πλέον γνωστή σε μας πρακτική της γιόγκα.

Η γιόγκα είναι μια φυσική, νοητική και ψυχική πρακτική. Στόχος της να ενορμονίσει τη φυσική μας υπόσταση με τη συναισθηματική και πνευματική μας υπόσταση. Το φάντασμα στη Μηχανή. Μόνο που μηχανή είναι το σώμα μας. Φαίνεται η διπλή ή τριπλή μας φύση και η προσπάθεια συμφιλίωσης και εναρμόνισης της. Ο άνθρωπος αρχικά έχει ένστικτα. Επιβίωση και αναπαραγωγή. Όσο όμως «ανοίγει» ο νους του αποκτά και άλλες ανάγκες. Η δημιουργία του Θεού ίσως είναι και μία από αυτές. Οι ανάγκες αυτές οδηγούν στην άνθιση του πνευματικού μας κομματιού. Θεωρητικά η φυσική μας πλευρά διαδέχεται την εν μέρει πνευματική, η οποία διαδέχεται την εξ ολοκλήρου πνευματική. Η θεώρηση αυτή αποτυπώθηκε στα τσάκρα, που αποτελούν ενεργειακά κέντρα που διατρέχουν την σπονδυλική μας στήλη και είναι υπεύθυνα για σωματικές, συναισθηματικές και ψυχικές λειτουργίες. Από την βάση στην κορυφή του κεφαλιού μας τα τσάκρα ακολουθούν την σειρά από την φυσική μας υπόσταση στην πνευματική.

Και εδώ βρίσκεται το άξιο προσοχής. Ο χρωματισμός των τσάκρα. Από την βάση προς τα πάνω, κόκκινο, πορτοκαλί, κίτρινο χρυσό, πράσινο, ανοιχτό γαλάζιο ή πρασινο-μπλε, κίτρινο ή κιτρινο-πράσινο ή βιολετί και τέλος βιολετί (ίντιγκο) ή λευκό. Η χρωματική επιλογή φαίνεται παρόμοια εάν όχι ίδια με όλα τα παραπάνω παραδείγματα. Είναι η επιλογή των χρωμάτων των τσάκρα τυχαία; Θα μπορούσαν τότε να γνωρίζουν όσα έχουν αποδειχτεί με υψηλά μαθηματικά και πολύ διαφορετικά μέσα σήμερα; Πέρα από τον χρωματισμό όμως που είναι παρόμοιος, παρόμοια θα λέγαμε και την θεωρία. Όσο ανεβαίνουμε στο πνευματικό μας κομμάτι, τόση μεγαλύτερη ενέργεια χρειαζόμαστε. Η σκέψη και η αντίληψη είναι πιο σύνθετη από την κίνηση. Πιο σύνθετη σκέψη χρειάζεται περισσότερη ενέργεια. Το γνωρίζουμε εξάλλου, όταν βρισκόμαστε σε μια έντονη εγκεφαλική λειτουργία χρειαζόμαστε γλυκόζη, δηλαδή ενέργεια. Φυσικά, ακόμα και σήμερα ο εγκέφαλος παραμένει το πιο ανεξερεύνητο κομμάτι του οργανισμού μας. Ένα από τα άλυτα και απύθμενα ζητήματα της Νέας Εποχής.

Θα μπορούσε λοιπόν η επιστήμη και ο κλάδος αυτός για τον οποίο λίγα ξέρουμε να αλληλοσυπληρώνονται; Η επιστήμη αποτελεί το έξω και η πνευματικότητα το μέσα. Εξάλλου γνωρίζουμε ότι ο άνθρωπος, μέρος του όλου, υπακούει σε νόμους παρόμοιους με όσα άλλα απαρτίζουν τον κόσμο αυτόν. Μία μόνο μικρή τέτοια σύμπτωση θα μπορούσε να αποτελέσει την αρχή για να διαπιστώσουμε ότι είμαστε όντως μέρος ενός μεγάλου ενιαίου χώρου, διαφορετικά από όπως ίσως πιστεύαμε.

Αυτά ζητάμε από σένα εμείς, οι φίλοι σου, αυτά σου ταιριάζουν, γι’ αυτά γεννήθηκες

Επειδή όμως τα γηρατειά δεν έχουν όλα τα κακά, κατά τον Ευριπίδη, ούτε και η βλακεία των φίλων, πρέπει να βλέπει κανείς όχι μόνο τα σφάλματα αλλά και τις επιτυχίες τους και, μα τον Δία, να τους επαινεί αρχικά, έπειτα όμως, όπως ο σίδηρος πήζει με το πάγωμα και επιδέχεται τη στόμωση, αφού πρώτα διασταλεί και μαλακώσει με τη θερμότητα, έτσι και στους φίλους, χαλαροί καθώς είναι και θερμοί από τους επαίνους, μπορεί εύκολα κανείς να εφαρμόσει την παρρησία, σαν εμβάπτιση στο κατάλληλο υγρό. Παρουσιάζεται, πράγματι, η ευκαιρία να πει κανείς: “Αξίζουν άραγε αυτά να παραβληθούν με εκείνα; Βλέπεις τι καρπούς αποδίδει το καλό; Αυτά ζητάμε από σένα εμείς, οι φίλοι σου, αυτά σου ταιριάζουν, γι’ αυτά γεννήθηκες. Τα άλλα πρέπει να ριχτούν στα βουνά ή στο κύμα της πολύβουης θάλασσας (ΟΜΗΡΟΣ).

Τίποτε άλλο δεν προσφέρεται περισσότερο για να λυπήσει όσο το δυνατόν λιγότερο τον αποδέκτη της παρρησίας και να το θεραπεύσει όσο το δυνατόν καλύτερα από το να μετριάζει κανείς την οργή στη συμπεριφορά του και να αντιμετωπίζει καλοπροαίρετα όσους κάνουν λάθη.
Επομένως, δεν πρέπει ούτε να τους επικρίνει κανείς άγρια, αν αρνούνται (τα λάθη τους), ούτε να τους εμποδίζει, αν θέλουν να απολογηθούν, αλλά και δικαιολογίες εύσχημες να τους βοηθάει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να βρουν και να απορρίπτει τη χειρότερη εξήγηση της πράξης τους, προτείνοντάς τους άλλη πιο μετριοπαθή, όπως ο Έκτωρ,

Τρελέ, καλό δεν είναι να βάζεις τέτοια οργή στην ψυχή σου, (ΟΜΗΡΟΣ)

προς τον αδερφό του, επειδή τάχα δεν ήταν λιποταξία ή δειλία η αναχώρησή του από τη μάχη αλλά αντίδραση οργής.

Και προς τον Αγαμέμνονα ο Νέστωρ:

Συ όμως στη μεγαλοπρεπή οργή σου υπάκουσες, (ΟΜΗΡΟΣ)

Πιο ψυχολογημένο, θαρρώ, είναι να πεις “φέρθηκες άσχημα” παρά “φέρθηκες άδικα”, “δεν σκέφτηκες σωστά” παρά “αδιαφόρησες”, “μην τσακώνεσαι με τον αδερφό σου” παρά “μην φθονείς τον αδερφό σου” και “απόφυγε τη γυναίκα που σε καταστρέφει” παρά “πάψε να καταστρέφεις τη γυναίκα”.

Τέτοιου είδους μέθοδο αναζητεί η επανορθωτική παρρησία, ενώ η προληπτική την αντίθετη.

Πράγματι, όταν χρειαστεί είτε να αποτρέψει κανείς ανθρώπους που πρόκειται να κάνουν λάθος είτε θελήσουμε να τονώσουμε και να παροτρύνουμε ανθρώπους που στέκονται αδρανείς απέναντι σε κάποια βίαιη αντίδραση ή είναι μαλθακοί και απρόθυμοι να κάνουν το καλό, πρέπει να αποδίδουμε το φαινόμενο σε αιτίες άτοπες και άπρεπες.

Έτσι, στο έργο του Σοφοκλή, ο Οδυσσέας, προσπαθώντας να ερεθίσει τον Αχιλλέα, δεν λέει πως η οργή του έχει να κάνει με το δείπνο, αλλά:

Τώρα είναι η θέα των επάλξεων της Τροίας που σε τρομάζει;

Και πάλι, ενώ ο Αχιλλέας αγανακτεί και λέει ότι θα αποπλεύσει:

Ξέρω εγώ τι προσπαθείς να αποφύγεις· όχι τα λόγια σε βάρος σου,
αλλά τον Έκτορα που είναι κοντά.
Ωραίο πράγμα στ’ αλήθεια, ο θυμός.

Τρομάζοντας τον ψυχωμένο άντρα με την ιδέα ότι θα αποκτήσει φήμη δειλού, τον μετρημένο και κόσμιο ακόλαστου, τον γενναιόδωρο και μεγαλόπρεπο με το ότι θα αποκτήσει φήμη μίζερου και τσιγκούνη, τους παροτρύνουν προς ωραίες πράξεις και τους αποτρέπουν από τις άσχημες, μένοντας μετρημένοι στις κριτικές τους σε περιπτώσεις ανίατες και προσθέτοντας στην παρρησία περισσότερη λύπη και συμμετοχή στον πόνο του άλλου παρά ψόγο, ενώ, όταν πρόκειται να εμποδίσουν τον άλλο να διαπράξει το λάθος ή να (τον κάνουν να) αντισταθεί στο πάθος του, είναι σφοδροί, άτεγκτοι και επίμονοι. Τούτη είναι, όντως, η ευκαιρία να φανεί η ακλόνητη αφοσίωση και η αληθινή παρρησία.

Τον ψόγο, αντίθετα, για όσα έχουν ήδη γίνει βλέπουμε να εφαρμόζουν και οι εχθροί μεταξύ τους, όπως ακριβώς έλεγε ο Διογένης ότι αυτός που είναι να σωθεί πρέπει να έχει φίλους καλούς ή σφοδρούς εχθρούς, διότι οι πρώτοι νουθετούν, οι δεύτεροι επικρίνουν.

Είναι καλύτερο όμως να πείθεται κανείς χάρη σε όσους τον συμβουλεύουν και να αποφεύγει τα σφάλματα, παρά να σφάλει και να μετανοεί λόγω αυτών που τον κακολογούν.

Για τούτο χρειάζεται τέχνη η παρρησία, στον βαθμό που είναι το μεγαλύτερο και πιο δυνατό φάρμακο στη φιλία, εφόσον χρειάζεται πάντοτε να πέφτει την κατάλληλη στιγμή και να είναι ισορροπημένη.
Επειδή λοιπόν η παρρησία, όπως έχει λεχθεί, πολλές φορές είναι από τη φύση της λυπηρή γι’ αυτόν που θεραπεύεται, πρέπει να μιμείται κανείς τους γιατρούς.

Πράγματι, ούτε εκείνοι, όταν κάνουν τομή, αφήνουν το μέρος που πάσχει να πονάει και να υποφέρει, αλλά το πλένουν μαλακά και το καταβρέχουν, ούτε όσοι νουθετούν, αφού πετάξουν διακριτικά την πικρή και δηκτική παρατήρησή τους, φεύγουν μακριά, αλλά με άλλες συζητήσεις και λόγους ευχάριστους, τους καταπραΰνουν και τους ψυχαγωγούν, όπως ακριβώς οι λιθοξόοι λειαίνουν και βερνικώνουν τα μέρη των αγαλμάτων που χτύπησαν με τη σμίλη και έκοψαν.

Αυτόν όμως που χτυπήθηκε και χαρακώθηκε από την παρρησία, αν τον αφήσεις τραχύ, με εξογκώματα και ανωμαλίες από την οργή, είναι δύσκολο να τον επαναφέρεις και να τον παρηγορήσεις.

Γι’ αυτό, τούτο είναι από τα κυριότερα που πρέπει να προσέχουν όσοι νουθετούν και να μην το παραμελούν ούτε η τελευταία γεύση που αφήνουν στη συντροφιά και την παρέα να είναι η λύπη και η πίκρα στους φίλους.

Δεν είμαστε μόνο επειδή φάγαμε από το δέντρο της γνώσης, αλλά και επειδή δε φάγαμε από το δέντρο της ζωής

Το ποίημα αυτό, που εικάζεται ότι ανήκει στη Ναντίν Σταιρ, μιλάει για μια ορμή πολύ ανθρώπινη, για την ικανότητα που έχουμε να βλέπουμε ό, τι αφήσαμε ανεκμετάλλευτο όταν είναι πια πολύ αργά.

Αυτό το εμψυχωτικό ισοζύγιο είναι μια πρόσκληση να μην περιμένουμε να κάνουμε κάτι που έπρεπε ήδη να είχαμε κάνει, ακριβώς όπως αναφέρει ο Κάφκα στον αφορισμό της επικεφαλίδας.

Αν μπορούσα να ξαναζήσω τη ζωή μου, στην επόμενη θα προσπαθούσα να κάνω περισσότερα λάθη.
Δε θα κοίταζα να είμαι τόσο τέλειος, θα χαλάρωνα περισσότερο.
Θα ήμουν περισσότερο κουτός απ’ όσο υπήρξα, πράγματι θα έπαιρνα πολύ λίγα πράγματα στα σοβαρά.
Θα ήμουν λιγότερο της υγιεινής.
Θα διέτρεχα περισσότερους κινδύνους, θα έκανα περισσότερα ταξίδια, θα χάζευα περισσότερα ηλιοβασιλέματα, θ’ ανέβαινα περισσότερα βουνά, θα κολυμπούσα σε περισσότερα ποτάμια.
Θα πήγαινα σε περισσότερα μέρη που δεν έχω πάει ποτέ, θα έτρωγα περισσότερα παγωτά και λιγότερα φασόλια, θα είχα περισσότερα πραγματικά προβλήματα και λιγότερα φανταστικά.
Ήμουν ένας από αυτούς τους ανθρώπους που έζησαν συνετά και παραγωγικά κάθε λεπτό της ζωής τους, σαφώς και είχα στιγμές χαράς.
Αλλά, αν μπορούσα να γυρίσω πίσω, θα προσπαθούσα να έχω μόνο καλές στιγμές.
Αν δεν το ξέρετε, από αυτό είναι φτιαγμένη η ζωή, μόνο από στιγμές` μη χάνεσαι στο τώρα.
Ήμουν ένας από αυτούς που ποτέ δεν πήγαιναν πουθενά χωρίς θερμόμετρο, χωρίς ζεστό νερό, χωρίς ομπρέλα και αλεξίπτωτο.
Αν μπορούσα να ξαναζήσω, θα ταξίδευα πιο ανάλαφρος.
Αν μπορούσα να ξαναζήσω, θ’ άρχιζα να περπατάω ξυπόλυτος στις αρχές της άνοιξης και θα συνέχιζα έτσι μέχρι να τελειώσει το φθινόπωρο.
Θα έκανα περισσότερους γύρους στο καρουζέλ, θα χάζευα περισσότερες ανατολές και θα έπαιζα με περισσότερα παιδιά, αν είχα άλλη μια φορά τη ζωή μπροστά μου.
Αλλά είμαι πια ογδόντα πέντε χρονών και ξέρω ότι πεθαίνω.

Τα πειράματα με νετρίνα δεν βρήκαν κανένα σημάδι του στείρου ή άγονου νετρίνο

Μια ανάλυση περισσότερων από 300.000 ανιχνεύσεων νετρίνων μιονίου δεν παρέχει μέχρι στιγμής κανένα στοιχείο για την ύπαρξη στείρων ή άγονων νετρίνων – ένα εύρημα που έρχεται σε αντίθεση με άλλα πειράματα. Το στείρο νετρίνο είναι μια ύποπτη τέταρτη «γεύση» νετρίνου που θα εντασσόταν στις τάξεις των 3 γνωστών τύπων νετρίνων: του μιονίου, του ταυ και του ηλεκτρονίου, στοιχειώδη σωματίδια που αποτελούν το γνωστό σύμπαν.

Φυσικοί πρόσφατα δεν βρήκαν στοιχεία για ένα παράξενο, θεωρητικό σωματίδιο που ονομάζεται “άγονο νετρίνο”. Είναι ήδη γνωστό ότι υπάρχουν τρία είδη νετρίνων

Η εύρεση ενός τέταρτου τύπου νετρίνου θα ήταν τεράστια ανακάλυψη. Θα επαναπροσδιόριζε την κατανόησή μας για τα στοιχειώδη σωματίδια και τις αλληλεπιδράσεις τους στο γνωστό Καθιερωμένο Μοντέλο.

Ερευνητές σε δύο πειράματα συνεργάστηκαν για να βρουν τα στείρα νετρίνα χρησιμοποιώντας μερικά από τα πιο προηγμένα και ακριβή εργαλεία στον κόσμο.

Η εκτεταμένη αναζήτηση για αυτό το υποθετικό σωματίδιο δεν απέφερε τίποτα. Το άγονο νετρίνο είναι ένα υποθετικό – προτεινόμενο υποατομικό σωματίδιο που θα μπορούσε ακόμη και να είναι υποψήφιο για τη μυστηριώδη σκοτεινή ύλη , και παρόλο που προηγούμενες μελέτες έχουν υπαινιχθεί την ύπαρξή του, αυτά τα δύο νέα πειράματα το απέκλεισαν.

Τα νετρίνα είναι στοιχειώδη σωματίδια χωρίς ηλεκτρικό φορτίο και απίστευτα μικροσκοπική μάζα. Έρχονται σε τρεις «γεύσεις» – τα νετρίνα του μιονίου, του ταυ και του ηλεκτρονίου – και είναι γνωστό ότι εναλλάσσονται μεταξύ τους εν κινήσει ενώ περιστρέφονται σε όλο το σύμπαν σχεδόν χωρίς να εμποδίζονται.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα είχε προταθεί αυτή η τέταρτη γεύση. Ενώ οι τρεις υπάρχουσες γεύσεις αλληλεπιδρούν με την κανονική ύλη μέσω της βαρύτητας και της ασθενούς πυρηνικής δύναμης, τα άγονα νετρίνα θεωρούνται ότι αλληλεπιδρούν μόνο μέσω της βαρύτητας. Δυστυχώς αυτή η ιδιότητα τα καθιστά πολύ δύσκολο να εντοπιστούν.

Δεν οφείλεται όμως η μη ανακάλυψη τους από την έλλειψη προσπάθειας. Έχουν ξεκινήσει πολλά πειράματα για την εύρεση αποδεικτικών στοιχείων των στείρων νετρίνων και τώρα έχουν εξεταστεί δεδομένα από δύο από αυτά. Δεν βρέθηκε ίχνος στείρων νετρίνων, κάτι που θα μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση την ύπαρξή τους.

«Είναι ένα σημαντικό αποτέλεσμα για τη φυσική των σωματιδίων», λέει ο φυσικός Alexandre Sousa, συγγραφέας της μελέτης. “Παρέχει μια σχεδόν οριστική απάντηση σε μια ερώτηση που έχει παραμείνει για πάνω από 20 χρόνια.”

Τα δύο πειράματα χρησιμοποίησαν πολύ διαφορετικές μεθόδους ανίχνευσης. Το πρώτο, γνωστό ως Daya Bay Reactor Neutrino Experiment, είναι μια σειρά ανιχνευτών που έχουν δημιουργηθεί κοντά σε υπάρχοντες πυρηνικούς σταθμούς εκτός Χονγκ Κονγκ. Δεδομένου ότι τα νετρίνα παράγονται σε πυρηνικούς αντιδραστήρες και στη συνέχεια διέρχονται από την περισσότερη ύλη, αυτοί οι ανιχνευτές μπορούν να τα μελετήσουν καθώς απομακρύνονται μακριά.

Το δεύτερο πείραμα ονομάζεται MINOS + , το οποίο διευθύνει το Fermilab στις ΗΠΑ. Αυτό δημιουργεί μια δέσμη νετρίνων και στη συνέχεια τα στέλνει να πετάξουν μέσα από 734 χλμ. βράχου, σε έναν ανιχνευτή σε μια άλλη εγκατάσταση και σε άλλη πολιτεία.

Και στις δύο περιπτώσεις, οι επιστήμονες μελετούσαν τις ταλαντώσεις των νετρίνων – την τάση τους να εναλλάσσονται μεταξύ γεύσεων καθώς ταξιδεύουν. Εάν τα νετρίνα μιονίου ταλαντώνονται προς στείρα νετρίνα, φαίνεται να εξαφανίζονται, και αυτό περίμενε να δει η ομάδα. Δυστυχώς δεν έγιναν τέτοιες ανιχνεύσεις.

«Όλοι θα ήμασταν απόλυτα ενθουσιασμένοι για να βρούμε αποδεικτικά στοιχεία για τα άγονα νετρίνα, αλλά τα δεδομένα που έχουμε συλλέξει μέχρι στιγμής δεν υποστηρίζουν κανένα είδος ταλάντωσης νετρίνων για να μετασχηματιστούν σε άγονα», λέει ο Pedro Ochoa-Ricoux, συγγραφέας της μελέτης.

Είναι ενδιαφέρον ότι αυτά τα νέα αποτελέσματα έρχονται σε αντίθεση με προηγούμενα πειράματα, τα οποία κατέγραψαν ανωμαλίες που θα μπορούσαν να εξηγηθούν από στείρα νετρίνα.

«Τα αποτελέσματά μας δεν είναι συμβατά με την ερμηνεία των ανωμαλιών από στείρα νετρίνα», λέει ο Adam Aurisano, συγγραφέας της μελέτης. “Έτσι αυτά τα πειράματα αφαιρούν μια πιθανότητα – την κύρια πιθανότητα – ότι οι ταλαντώσεις σε στείρα νετρίνα εξηγούν αποκλειστικά αυτές τις ανωμαλίες.

Φυσικά, αυτά τα αποτελέσματα δεν αποδεικνύουν απαραίτητα την ύπαρξη στείρων νετρίνων. Αντ ‘αυτού, περιορίζει απλώς το εύρος των πιθανών ιδιοτήτων που μπορεί να έχουν, βοηθώντας τους φυσικούς να εστιάσουν την αναζήτησή τους στο μέλλον.

«Νομίζω ότι τα στείρα νετρίνα είναι πιθανότερο να μην υπάρχουν σε υψηλές ενέργειες», λέει ο Aurisano. «Στην αρχή του σύμπαντος, θα περίμενε κανείς ότι θα υπήρχαν στείρα νετρίνα. Χωρίς αυτά, είναι δύσκολο να εξηγήσουμε πτυχές της μάζας των νετρίνων. ”

Εάν υπάρχουν, τα στείρα νετρίνα εμπλέκονται σε πολλά κοσμολογικά μυστήρια. Παραμένουν μεταξύ των υποψήφιων σωματιδίων για την σκοτεινή ύλη, αυτή η περίεργη ύλη που πιστεύεται ότι διαπερνά το σύμπαν και αλληλεπιδρά μόνο με την κανονική ύλη μέσω της βαρύτητας – μια ιδιότητα που προβλέπεται επίσης για τα στείρα νετρίνα. Θα μπορούσαν, επίσης, να εξηγήσουν την ανισορροπία μεταξύ ύλης και αντιύλης στο σύμπαν σήμερα.

J.G.Fichte: Ατομικότητα και ελευθερία

Γιόχαν γκότλιπ Φίχτε: 1762–1814

Ο ελεύθερος κόσμος της Ατομικότητας

§1

Πού εδράζεται το αίτημα για μια νέα σύλληψη της ατομικότητας; Σε ένα σύστημα των Εγώ ή των ατόμων, το οποίο προορίζεται να συγκροτήσει την αυθεντικότητα του κόσμου ως ενός ελεύθερου κόσμου των ατόμων. Στο πλαίσιο της νεώτερης μεταφυσικής, τα άτομα-μονάδες απηχούν απευθείας, χωρίς διαμεσολαβήσεις προεπιλεγμένων καθολικοτήτων, συμπτύξεις του Ενός, ας πούμε του θεού ή της Μιας ζωής. Αυτές οι συμπτύξεις, ειλημμένες ενδοκοσμικά ως συμπτύξεις ή συμπυκνώσεις επί μέρους Εγώ, συνιστούν για τον Φίχτε αναγκαίες συνθήκες για κάθε συνείδηση και αυτοσυνείδηση. Η συνείδηση, ως εκ τούτου, γίνεται ή αποδεικνύεται πραγματική συνείδηση του εαυτού όχι σε μια θεωρησιακή της σύλληψη παρά μόνο και κύρια στην πρακτική της εκδήλωση: κατά την εκδήλωση τούτη καλείται όχι απλώς να εκφράσει, να εκδιπλώσει ή να εξωτερικεύσει τη δύναμη της ως άνω Μιας ζωής ή του Ενός, αλλά να αυτοπροσδιορίζεται συνεχώς ως ατομική δραστηριότητα, ήτοι ως ακατάπαυστα ενεργός ατομικότητα. Μια τέτοια ατομικότητα είναι η διάχυση της ελευθερίας στον κόσμο με τη μορφή ελεύθερων και ελεύθερα δρώντων ατόμων. Ο ενιαίος χαρακτήρας ή η μία έννοια της πολλαπλότητας αυτών των ατόμων, ως επί μέρους Εγώ, είναι η Εγώτητα (Ichheit).

§2

Ετούτη η εγώτητα ενέχει τον χαρακτήρα της πνευματικότητας του ατόμου, της ιδεατότητας που υψώνεται πάνω από κάθε επί μέρους φυσική ή σωματική ατομικότητα και η οποία χαράσσει τον προορισμό της ατομικότητας ως μοναδικής, ενιαίας ουσίας, ως της κατά Χέγκελ Einzel(n)heit [=ενικότητας]. Αυτός ο προορισμός όμως δεν είναι ποτέ δεδομένος ούτε ντετερμινιστικά συναγμένος ή επιτελεσμένος· απεναντίας είναι η δυνατότητα που απαιτεί, που πρέπει να γίνεται πραγματικότητα. Η ψυχή τούτης της απαίτησης είναι η απόλυτη ελευθερία του ατόμου να δημιουργεί εκ νέου τον εαυτό του. Το να δημιουργεί εκ νέου τον εαυτό του σημαίνει να θέτει σκοπούς, εντός πάντοτε μιας πραγματικότητας –οντολογικής, κοινωνικής, πολιτικής, υπαρξιακής κ.λ.π– που δεν την έχει επιλέξει το ίδιο, και να τους πραγματοποιεί. Η πραγματοποίηση τούτη δεν είναι μια μονοσήμαντη και ίδια για όλα τα άτομα πορεία ζωής, αλλά εκτυλίσσεται με βάση τη μοναδικότητα και τη διαφορετικότητα του κάθε ατομικού όντος, πέρα από αφοριστικές γενικότητες ή ισοπεδώσεις, σαν αυτές που βιώνει, ας πούμε η ελληνική κοινωνία από τις πάσης φύσεως καθεστωτικές δυνάμεις της πολιτικής. Έτσι κάθε νέα ζωή, κάθε ατομικό ον που έρχεται στη ζωή, έχει μεν την οντολογική της/του ρίζα στη Μια ζωή, ωστόσο συνυφαίνεται με ένα νέο νόημα ζωής, το οποίο μπορεί να συλλάβει μόνο αυτό το εξατομικευμένο ον και κανένα άλλο.

§3

Σε κάθε περίπτωση, το εξατομικευμένο ον συλλαμβάνει και φανερώνει μέσα στον κόσμο ένα νέο νόημα ζωής πάντοτε ως ενεργό, επί μέρους ον του Ενός προορισμού του ανθρώπου. Αυτά τα επί μέρους δρώντα άτομα συναποτελούν ένα κλειστό σύστημα πολλών Εγώ, ανήκουν στη μια ενιαία πνευματική κοινότητα, καθότι σκεπτόμενα όντα. Απ’ αυτή την άποψη, η απεριόριστη ελευθερία δράσης των ενικών ατόμων δεν είναι μια αμοραλιστική ή αυθαίρετη δραστηριότητα του ενός ενάντια στο άλλο –πόλεμος όλων εναντίον όλων όπως συμβαίνει με τους χαμαιλέοντες του εγχώριου αλλά και ξένου πολιτικού αμοραλισμού– παρά μια συντεταγμένη δράση με βάση επιταγές προορισμού. Με δεδομένο ότι αυτές οι επιταγές απευθύνονται σε όλα τα όντα και εξειδικεύονται με την ανάληψη από το κάθε άτομο της δικής του ελεύθερης πράξης, η εν λόγω συντεταγμένη δράση υπηρετεί τον κοινό προορισμό και έτσι επιτρέπει οι ατομικές ελευθερίες ή οι ατομικές στάσεις ελεύθερης δράσης να εναρμονίζονται μεταξύ τους. Η εναρμόνιση τούτη δεν είναι στιγμιαία αρμονία αντι-θέτων αλλά η όλο και πιο βαθιά εξοικείωση του κάθε ατόμου με αυτό που ιδιάζει στη φύση του και το οποίο όσο το γνωρίζει καλύτερα, όσο ενεργά το προσεγγίζει, τόσο το ενεργείν του συμβάλλει στην βαθύτερη νοηματική εκπλήρωση του όλου, μέρος του οποίου αποτελεί αυτό τούτο το άτομο. Αυτή η κατά Φίχτε σχέση όλου και μέρους, ατόμου και κοινότητας θα αποτελέσει τη βάση για την εγελιανή και περαιτέρω τη μαρξική διαλεκτική ατόμου και όλου.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (433a-435a)

[433a] Ἀλλ᾽, ἦν δ᾽ ἐγώ, ἄκουε εἴ τι ἄρα λέγω. ὃ γὰρ ἐξ ἀρχῆς ἐθέμεθα δεῖν ποιεῖν διὰ παντός, ὅτε τὴν πόλιν κατῳκίζομεν, τοῦτό ἐστιν, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, ἤτοι τούτου τι εἶδος ἡ δικαιοσύνη. ἐθέμεθα δὲ δήπου καὶ πολλάκις ἐλέγομεν, εἰ μέμνησαι, ὅτι ἕνα ἕκαστον ἓν δέοι ἐπιτηδεύειν τῶν περὶ τὴν πόλιν, εἰς ὃ αὐτοῦ ἡ φύσις ἐπιτηδειοτάτη πεφυκυῖα εἴη.Ἐλέγομεν γάρ.
Καὶ μὴν ὅτι γε τὸ τὰ αὑτοῦ πράττειν καὶ μὴ πολυπραγμονεῖν δικαιοσύνη ἐστί, καὶ τοῦτο ἄλλων τε πολλῶν [433b] ἀκηκόαμεν καὶ αὐτοὶ πολλάκις εἰρήκαμεν.
Εἰρήκαμεν γάρ.
Τοῦτο τοίνυν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ φίλε, κινδυνεύει τρόπον τινὰ γιγνόμενον ἡ δικαιοσύνη εἶναι, τὸ τὰ αὑτοῦ πράττειν. οἶσθα ὅθεν τεκμαίρομαι;
Οὐκ, ἀλλὰ λέγ᾽, ἔφη.
Δοκεῖ μοι, ἦν δ᾽ ἐγώ, τὸ ὑπόλοιπον ἐν τῇ πόλει ὧν ἐσκέμμεθα, σωφροσύνης καὶ ἀνδρείας καὶ φρονήσεως, τοῦτο εἶναι, ὃ πᾶσιν ἐκείνοις τὴν δύναμιν παρέσχεν ὥστε ἐγγενέσθαι, καὶ ἐγγενομένοις γε σωτηρίαν παρέχειν, ἕωσπερ ἂν [433c] ἐνῇ. καίτοι ἔφαμεν δικαιοσύνην ἔσεσθαι τὸ ὑπολειφθὲν ἐκείνων, εἰ τὰ τρία εὕροιμεν.
Καὶ γὰρ ἀνάγκη, ἔφη.
Ἀλλὰ μέντοι, ἦν δ᾽ ἐγώ, εἰ δέοι γε κρῖναι τί τὴν πόλιν ἡμῖν τούτων μάλιστα ἀγαθὴν ἀπεργάσεται ἐγγενόμενον, δύσκριτον ἂν εἴη πότερον ἡ ὁμοδοξία τῶν ἀρχόντων τε καὶ ἀρχομένων, ἢ ἡ περὶ δεινῶν τε καὶ μή, ἅττα ἐστί, δόξης ἐννόμου σωτηρία ἐν τοῖς στρατιώταις ἐγγενομένη, ἢ ἡ ἐν [433d] τοῖς ἄρχουσι φρόνησίς τε καὶ φυλακὴ ἐνοῦσα, ἢ τοῦτο μάλιστα ἀγαθὴν αὐτὴν ποιεῖ ἐνὸν καὶ ἐν παιδὶ καὶ ἐν γυναικὶ καὶ δούλῳ καὶ ἐλευθέρῳ καὶ δημιουργῷ καὶ ἄρχοντι καὶ ἀρχομένῳ, ὅτι τὸ αὑτοῦ ἕκαστος εἷς ὢν ἔπραττε καὶ οὐκ ἐπολυπραγμόνει.
Δύσκριτον, ἔφη· πῶς δ᾽ οὔ;
Ἐνάμιλλον ἄρα, ὡς ἔοικε, πρὸς ἀρετὴν πόλεως τῇ τε σοφίᾳ αὐτῆς καὶ τῇ σωφροσύνῃ καὶ τῇ ἀνδρείᾳ ἡ τοῦ ἕκαστον ἐν αὐτῇ τὰ αὑτοῦ πράττειν δύναμις.
Καὶ μάλα, ἔφη.
Οὐκοῦν δικαιοσύνην τό γε τούτοις ἐνάμιλλον ἂν εἰς ἀρετὴν [433e] πόλεως θείης;
Παντάπασι μὲν οὖν.
Σκόπει δὴ καὶ τῇδε εἰ οὕτω δόξει· ἆρα τοῖς ἄρχουσιν ἐν τῇ πόλει τὰς δίκας προστάξεις δικάζειν;
Τί μήν;
Ἦ ἄλλου οὑτινοσοῦν μᾶλλον ἐφιέμενοι δικάσουσιν ἢ τούτου, ὅπως ἂν ἕκαστοι μήτ᾽ ἔχωσι τἀλλότρια μήτε τῶν αὑτῶν στέρωνται;
Οὔκ, ἀλλὰ τούτου.
Ὡς δικαίου ὄντος;
Ναί.
Καὶ ταύτῃ ἄρα πῃ ἡ τοῦ οἰκείου τε καὶ ἑαυτοῦ ἕξις τε καὶ [434a] πρᾶξις δικαιοσύνη ἂν ὁμολογοῖτο.
Ἔστι ταῦτα.
Ἰδὲ δὴ ἐὰν σοὶ ὅπερ ἐμοὶ συνδοκῇ. τέκτων σκυτοτόμου ἐπιχειρῶν ἔργα ἐργάζεσθαι ἢ σκυτοτόμος τέκτονος, ἢ τὰ ὄργανα μεταλαμβάνοντες τἀλλήλων ἢ τιμάς, ἢ καὶ ὁ αὐτὸς ἐπιχειρῶν ἀμφότερα πράττειν, πάντα τἆλλα μεταλλαττόμενα, ἆρά σοι ἄν τι δοκεῖ μέγα βλάψαι πόλιν;
Οὐ πάνυ, ἔφη.
Ἀλλ᾽ ὅταν γε οἶμαι δημιουργὸς ὢν ἤ τις ἄλλος χρηματιστὴς [434b] φύσει, ἔπειτα ἐπαιρόμενος ἢ πλούτῳ ἢ πλήθει ἢ ἰσχύι ἢ ἄλλῳ τῳ τοιούτῳ εἰς τὸ τοῦ πολεμικοῦ εἶδος ἐπιχειρῇ ἰέναι, ἢ τῶν πολεμικῶν τις εἰς τὸ τοῦ βουλευτικοῦ καὶ φύλακος ἀνάξιος ὤν, καὶ τὰ ἀλλήλων οὗτοι ὄργανα μεταλαμβάνωσι καὶ τὰς τιμάς, ἢ ὅταν ὁ αὐτὸς πάντα ταῦτα ἅμα ἐπιχειρῇ πράττειν, τότε οἶμαι καὶ σοὶ δοκεῖν ταύτην τὴν τούτων μεταβολὴν καὶ πολυπραγμοσύνην ὄλεθρον εἶναι τῇ πόλει.
Παντάπασι μὲν οὖν.
Ἡ τριῶν ἄρα ὄντων γενῶν πολυπραγμοσύνη καὶ μεταβολὴ [434c] εἰς ἄλληλα μεγίστη τε βλάβη τῇ πόλει καὶ ὀρθότατ᾽ ἂν προσαγορεύοιτο μάλιστα κακουργία.
Κομιδῇ μὲν οὖν.
Κακουργίαν δὲ τὴν μεγίστην τῆς ἑαυτοῦ πόλεως οὐκ ἀδικίαν φήσεις εἶναι;
Πῶς δ᾽ οὔ;
Τοῦτο μὲν ἄρα ἀδικία. πάλιν δὲ ὧδε λέγωμεν· χρηματιστικοῦ, ἐπικουρικοῦ, φυλακικοῦ γένους οἰκειοπραγία, ἑκάστου τούτων τὸ αὑτοῦ πράττοντος ἐν πόλει, τοὐναντίον ἐκείνου δικαιοσύνη τ᾽ ἂν εἴη καὶ τὴν πόλιν δικαίαν παρέχοι;
[434d] Οὐκ ἄλλῃ ἔμοιγε δοκεῖ, ἦ δ᾽ ὅς, ἔχειν ἢ ταύτῃ.
Μηδέν, ἦν δ᾽ ἐγώ, πω πάνυ παγίως αὐτὸ λέγωμεν, ἀλλ᾽ ἐὰν μὲν ἡμῖν καὶ εἰς ἕνα ἕκαστον τῶν ἀνθρώπων ἰὸν τὸ εἶδος τοῦτο ὁμολογῆται καὶ ἐκεῖ δικαιοσύνη εἶναι, συγχωρησόμεθα ἤδη —τί γὰρ καὶ ἐροῦμεν;— εἰ δὲ μή, τότε ἄλλο τι σκεψόμεθα. νῦν δ᾽ ἐκτελέσωμεν τὴν σκέψιν ἣν ᾠήθημεν, εἰ ἐν μείζονί τινι τῶν ἐχόντων δικαιοσύνην πρότερον ‹ἢ› ἐκεῖ ἐπιχειρήσαιμεν θεάσασθαι, ῥᾷον ἂν ἐν ἑνὶ ἀνθρώπῳ κατιδεῖν οἷόν ἐστιν. καὶ [434e] ἔδοξε δὴ ἡμῖν τοῦτο εἶναι πόλις, καὶ οὕτω ᾠκίζομεν ὡς ἐδυνάμεθα ἀρίστην, εὖ εἰδότες ὅτι ἔν γε τῇ ἀγαθῇ ἂν εἴη. ὃ οὖν ἡμῖν ἐκεῖ ἐφάνη, ἐπαναφέρωμεν εἰς τὸν ἕνα, κἂν μὲν ὁμολογῆται, καλῶς ἕξει· ἐὰν δέ τι ἄλλο ἐν τῷ ἑνὶ ἐμφαίνηται, πάλιν ἐπανιόντες ἐπὶ τὴν πόλιν βασανιοῦμεν, καὶ [435a] τάχ᾽ ἂν παρ᾽ ἄλληλα σκοποῦντες καὶ τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην· καὶ φανερὰν γενομένην βεβαιωσόμεθα αὐτὴν παρ᾽ ἡμῖν αὐτοῖς.
Ἀλλ᾽, ἔφη, καθ᾽ ὁδόν τε λέγεις καὶ ποιεῖν χρὴ οὕτως.
Ἆρ᾽ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὅ γε ταὐτὸν ἄν τις προσείποι μεῖζόν τε καὶ ἔλαττον, ἀνόμοιον τυγχάνει ὂν ταύτῃ ᾗ ταὐτὸν προσαγορεύεται, ἢ ὅμοιον;
Ὅμοιον, ἔφη.

***
[433a] Μα άκουσε να δεις αν έχω δίκιο. Εκείνο δηλαδή που απαρχής, όταν θεμελιώναμε την πόλη μας, ορίσαμε πως πρέπει να κάνει παντοτινά ο καθένας, εκείνο είναι, καθώς μου φαίνεται, ή κάτι αυτού του είδους, η δικαιοσύνη. Ορίσαμε δηλαδή και πολλές φορές, αν θυμάσαι, το επαναλάβαμε, πως ο καθένας μ᾽ ένα μόνο από τα διάφορα επαγγέλματα, που είναι στην πόλη, χρωστά να καταγίνεται, μ᾽ εκείνο που θα ήταν από φυσικού του πιο επιτήδειος να κάνει.
Ναι, το λέγαμε.
Και πραγματικώς, ότι αυτό είναι δικαιοσύνη, το να καταγίνεται δηλαδή κανείς μόνο με τη δουλειά του και να μην ανακατεύεται με πολλές δουλειές, και από πολλούς άλλους [433b] το έχομε ακούσει κι εμείς οι ίδιοι το ᾽χομε πει πολλές φορές.
Αλήθεια, το ᾽χομε πει.
Αυτό λοιπόν, φίλε μου, καταντά τρόπον τινά να είναι δικαιοσύνη: το να κάνει κανείς τη δική του τη δουλειά. Και ξέρεις από πού το συμπεραίνω;
Όχι, μα λέγε ν᾽ ακούσω.
Μου φαίνεται πως ό,τι μένει στην πόλη υπόλοιπο, ύστερ᾽ από κείνα που εξετάσαμε, δηλαδή ύστερ᾽ από τη σωφροσύνη, την ανδρεία και τη φρόνηση, είναι ακριβώς εκείνο που έδωσε τη δύναμη και σ᾽ όλα τα άλλα να γεννηθούν και που τους εξασφαλίζει, μια που γεννήθηκαν, τη διατήρησή τους, όσον καιρό τουλάχιστο διατηρείται και το ίδιο [433c] μες στην πόλη. Και είχαμε αλήθεια πει πως ό,τι θα μείνει, αφού βρίσκαμε τα τρία άλλα, αυτό θα ήταν η δικαιοσύνη.
Χωρίς καμιά αμφιβολία.
Και όμως αν χρειάζονταν να βγάλει κανείς την απόφασή του, ποιό απ᾽ αυτά είν᾽ εκείνο που θα καταστήσει την πόλη μας όσο παίρνει τελειότερη, πολύ δύσκολα θα μπορούσε να κρίνει, αν είναι ή η ομοφωνία ανάμεσα στους άρχοντες και τους αρχομένους, ή η διατήρηση της νόμιμης ιδέας που φυτεύτηκε μέσα στις ψυχές των στρατιωτών για τα πράγματα που πρέπει να φοβούνται είτε όχι, ή [433d] η φρόνηση και η άγρυπνη επίβλεψη των αρχόντων, ή αν εκείνο προπάντων κάνει την πόλη τελειότατη, όταν υπάρχει μες στην ψυχή και παιδιού και γυναίκας και δούλου και ελεύθερου και τεχνίτη και άρχοντα και υπηκόου, το να είναι δηλαδή ένας ο καθένας και να κάνει τη δουλειά τη δική του χωρίς ν᾽ ανακατεύεται με άλλες.
Δύσκολο, αλήθεια, ν᾽ αποφασίσει κανείς· δε λέγω όχι.
Ισοδύναμος, λοιπόν, συναγωνιστής μες στην πόλη με τη σοφία και τη σωφροσύνη και την ανδρεία της, για ν᾽ αποχτήσει την τέλειά της αρετή, είναι, καθώς φαίνεται, και η δύναμη να περιορίζεται ο καθένας στα έργα του.
Βεβαιότατα.
Αυτός λοιπόν ο ισοδύναμος για την απόχτηση της τέλειας αρετής [433e] συναγωνιστής δεν θα παραδεχτείς πως είναι η δικαιοσύνη;
Θέλει και ρώτημα;
Κοίτα τώρα αν θα φτάσομε στο ίδιο συμπέρασμα κι απ᾽ αυτό το δρόμο: τις δίκες μες στην πόλη δεν θα τις αναθέσεις βέβαια στους άρχοντες;
Μα σε ποιούς άλλους;
Και θα επιθυμούν τάχα αυτοί τίποτ᾽ άλλο περισσότερο, όταν δικάζουν, παρά ούτε να παίρνει κανείς τα ξένα πράγματα ούτε να χάνει τα δικά του;
Τίποτ᾽ άλλο, παρ᾽ αυτό.
Γιατί αυτό είναι το δίκιο;
Ναι.
Ώστε κι από τούτο θα μπορούσαμε να συμφωνήσομε [434a] πως δικαιοσύνη είναι το να έχει κανείς και να κάνει τη δική του τη δουλειά και ό,τι του ταιριάζει.
Έτσι είναι.
Κοίταξε τώρα αν και σ᾽ αυτό συμφωνείς μαζί μου: αν ένας υποδηματοποιός επιχειρεί να κάνει την εργασία του ξυλουργού, ή ο ξυλουργός του υποδηματοποιού, παίρνοντας ο ένας του άλλου τα εργαλεία και τα κέρδη, ή και αν ο ίδιος επιχειρεί να κάνει και τις δυο δουλειές και γίνει αυτή η αλλαγή σ᾽ όλα τ᾽ άλλα επαγγέλματα, σου φαίνεται τάχα πως θα μπορούσε αυτό να φέρει καμιά μεγάλη βλάβη στην πόλη;
Όχι πολύ μεγάλη.
Μα όταν όμως, νομίζω, ένας προορισμένος από τη φύση να είναι τεχνίτης, ή ένας άλλος [434b] χρηματιστής, το πάρει έπειτ᾽ απάνω του ή για τα πλούτη του, ή για το μεγάλο κόμμα του, ή τη δύναμή του, ή για ό,τι άλλο τέτοιο, και επιχειρήσει να μπει στην τάξη του στρατιωτικού, ή ο στρατιωτικός στην τάξη του βουλευτή ή του άρχοντα, χωρίς να είναι άξιος, και παίρνουν αυτοί ο ένας του άλλου τα εργαλεία και τις τιμές, ή όταν ο ίδιος επιχειρεί να κάνει όλ᾽ αυτά μαζί, τότε θα παραδεχτείς και συ, υποθέτω, πως αυτή η μεταβολή και η πολυπραγμοσύνη των θα είναι η καταστροφή της πολιτείας.
Εξάπαντος.
Ώστε αυτή η πολυπραγμοσύνη και το ανεκάτωμα [434c] μεταξύ των τών τριών ειδών που υπάρχουν μες στην πόλη είναι η μεγαλύτερή της βλάβη, και πολύ σωστά θα μπορούσε να ονομαστεί το πιο μεγάλο κακούργημα που θα είχε να πάθει.
Χωρίς την ελάχιστη αμφιβολία.
Το μεγαλύτερο λοιπόν αυτό κακούργημα που θα μπορούσε να κάμει κανείς στην πόλη του δε θα το ονομάσεις αδικία;
Πώς όχι;
Αυτό λοιπόν είναι η αδικία· μα ας πάρομε τώρα το πράγμα και αντίστροφα: όταν καθεμιά από τις τρεις τάξεις, εργατικοί, επίκουροι και φύλακες, περιορίζεται στα έργα της, και ο καθένας μες στην πόλη κοιτάζει τη δική του μόνο δουλειά, αυτό θα ήταν, αντίθετα με το άλλο, δικαιοσύνη και θα έκανε δίκαιη την πόλη.
[434d] Κι εγώ το παραδέχομαι πως δε μπορεί να είναι αλλιώς παρά έτσι.

Ο δίκαιος άνθρωπος
Ας μη λέμε όμως ακόμα πως είναι απολύτως αναμφισβήτητο, αλλ᾽ αν, κι όταν εφαρμοστεί αυτό το είδος απάνω στον καθέναν άνθρωπο, το παραδεχτούμε πως είναι κι εκεί δικαιοσύνη, τότε πια θα είμαστε σύμφωνοι —γιατί τί άλλο θα είχαμε να πούμε;— ειδεμή, θα κοιτάξομε να σκεφθούμε τίποτε άλλο. Προς το παρόν ας βγάλομε ως πέρα τη σκέψη που παραδεχτήκαμε για ορθή, ότι δηλαδή, αν επιχειρούσαμε να βρούμε τη δικαιοσύνη πρώτα σε κανένα από τα μεγαλύτερα που την έχουν, θα ήταν δυνατό να καταλάβομε ευκολότερα τί πράγμα είναι και στον κάθε άνθρωπο και [434e] δεχτήκαμε για τέτοιο μεγαλύτερο την πόλη, κι έτσι τη θεμελιώσαμε όσο μπορούσαμε πιο τέλεια, γιατί πάρα πολύ καλά ξέραμε πως δε μπορούσε παρά να βρίσκεται μέσα σε μια τέτοια. Εκείνο λοιπόν που βρήκαμε εκεί ας το μεταφέρομε και στον ένα, κι αν εφαρμόζεται απολύτως κι εδώ, πάει καλά· αν όμως ήθελε παρουσιαστεί τίποτε άλλο στον ένα, τότε ξαναγυρίζομε πάλι στην πόλη κι αρχίζομε νέα δοκιμή, και [435a] ίσως συγκρίνοντάς τα το ένα κοντά στο άλλο και τρίβοντάς τα μεταξύ τους, να κατορθώναμε να ξεπηδήσει, καθώς η φλόγα από τα πυρεία, κι από μέσα τους η δικαιοσύνη· κι αφού έτσι φανερωθεί, θα είναι πια τέλεια βεβαιωμένη για μας η ύπαρξή της.
Αυτός, αλήθεια, που λες είναι ο σωστός δρόμος κι έτσι ας κάμομε.
Άραγε λοιπόν, αν ένα αντικείμενο μεγαλύτερο κι ένα μικρότερο τα πει κανείς πως είναι το ίδιο πράγμα και τα δυο, είναι ανόμοια ή όμοια ως προς εκείνη την ιδιότητα που τα κάνει το ίδιο πράγμα και τα δυο;
Όμοια βέβαια.