Δευτέρα 28 Σεπτεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι (631-676)

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑὦ μῆτερ, ὑποδραμοῦσά σ᾽· ὀργισθῇς δὲ μή·
πρὸς στέρνα πατρὸς στέρνα τἀμὰ περιβαλῶ.
ΚΛ. ὦ σέβας ἐμοὶ μέγιστον, Ἀγαμέμνων ἄναξ,
ἥκομεν, ἐφετμαῖς οὐκ ἀπιστοῦσαι σέθεν.
635 ΙΦ. [ἐγὼ δὲ βούλομαι τὰ σὰ στέρν᾽, ὦ πάτερ,
ὑποδραμοῦσα προσβαλεῖν διὰ χρόνου·]
ποθῶ γὰρ ὄμμα δὴ σόν. ὀργισθῇς δὲ μή.
ΚΛ. ἀλλ᾽, ὦ τέκνον, χρή· φιλοπάτωρ δ᾽ ἀεί ποτ᾽ εἶ
μάλιστα παίδων τῷδ᾽ ὅσους ἐγὼ ᾽τεκον.
640 ΙΦ. ὦ πάτερ, ἐσεῖδόν σ᾽ ἀσμένη πολλῷ χρόνῳ.
ΑΓΑ. καὶ γὰρ πατὴρ σέ· τόδ᾽ ἴσον ὑπὲρ ἀμφοῖν λέγεις.
ΙΦ. χαῖρ᾽· εὖ δέ μ᾽ ἀγαγὼν πρὸς σ᾽ ἐποίησας, πάτερ.
ΑΓΑ. οὐκ οἶδ᾽ ὅπως φῶ τοῦτο καὶ μὴ φῶ, τέκνον.
ΙΦ. ἔα·
ὡς οὐ βλέπεις ἕκηλον, ἄσμενός μ᾽ ἰδών.
645 ΑΓΑ. πόλλ᾽ ἀνδρὶ βασιλεῖ καὶ στρατηλάτῃ μέλει.
ΙΦ. παρ᾽ ἐμοὶ γενοῦ νῦν, μὴ ᾽πὶ φροντίδας τρέπου.
ΑΓΑ. ἀλλ᾽ εἰμὶ παρὰ σοὶ νῦν ἅπας κοὐκ ἄλλοθι.
ΙΦ. μέθες νυν ὀφρὺν ὄμμα τ᾽ ἔκτεινον φίλον.
ΑΓΑ. ἰδού, γέγηθά σ᾽ ὡς γέγηθ᾽ ὁρῶν, τέκνον.
650 ΙΦ. κἄπειτα λείβεις δάκρυ᾽ ἀπ᾽ ὀμμάτων σέθεν;
ΑΓΑ. μακρὰ γὰρ ἡμῖν ἡ ᾽πιοῦσ᾽ ἀπουσία.
ΙΦ. †οὐκ οἶδ᾽ ὅ τι φῄς, οὐκ οἶδα, φίλτατ᾽ ἐμοὶ πάτερ.†
ΑΓΑ. συνετὰ λέγουσα μᾶλλον εἰς οἶκτόν μ᾽ ἄγεις.
ΙΦ. ἀσύνετά νῦν ἐροῦμεν, εἰ σέ γ᾽ εὐφρανῶ.
655 ΑΓΑ. παπαῖ. τὸ σιγᾶν οὐ σθένω· σὲ δ᾽ ᾔνεσα.
ΙΦ. μέν᾽, ὦ πάτερ, κατ᾽ οἶκον ἐπὶ τέκνοις σέθεν.
ΑΓΑ. θέλω γε· τὸ θέλειν δ᾽ οὐκ ἔχων ἀλγύνομαι.
ΙΦ. ὄλοιντο λόγχαι καὶ τὰ Μενέλεω κακά.
ΑΓΑ. ἄλλους ὀλεῖ πρόσθ᾽ ἃ ἐμὲ διολέσαντ᾽ ἔχει.
660 ΙΦ. ὡς πολὺν ἀπῆσθα χρόνον ἐν Αὐλίδος μυχοῖς.
ΑΓΑ. καὶ νῦν γέ μ᾽ ἴσχει δή τι μὴ στέλλειν στρατόν.
ποῦ τοὺς Φρύγας λέγουσιν ᾠκίσθαι, πάτερ;
ΑΓΑ. οὗ μήποτ᾽ οἰκεῖν ὤφελ᾽ ὁ Πριάμου Πάρις.
ΙΦ. μακράν ἀπαίρεις, ὦ πάτερ, λιπὼν ἐμέ.
665 ΑΓΑ. †εἰς ταὐτόν, ὦ θύγατερ, ἥκεις σῷ πατρί.†
ΙΦ. φεῦ·
εἴθ᾽ ἦν καλόν μοι σοί τ᾽ ἄγειν σύμπλουν ἐμέ.
ΑΓΑ. ἔτ᾽ ἔστι καὶ σοὶ πλοῦς, ἵνα ἀμμνήσῃ πατρός.
ΙΦ. σὺν μητρὶ πλεύσασ᾽ ἢ μόνη πορεύσομαι;
ΑΓΑ. μόνη, μονωθεῖσ᾽ ἀπὸ πατρὸς καὶ μητέρος.
670 ΙΦ. οὔ πού μ᾽ ἐς ἄλλα δώματ᾽ οἰκίζεις, πάτερ;
ΑΓΑ. ἐατέ᾽· οὐ χρὴ τοιάδ᾽ εἰδέναι κόρας.
ΙΦ. σπεῦδ᾽ ἐκ Φρυγῶν μοι, θέμενος εὖ τἀκεῖ, πάτερ.
ΑΓΑ. θῦσαί με θυσίαν πρῶτα δεῖ τιν᾽ ἐνθάδε.
ΙΦ. ἀλλὰ ξὺν ἱεροῖς χρὴ τό γ᾽ εὐσεβὲς σκοπεῖν.
675 ΑΓΑ. εἴσῃ σύ· χερνίβων γὰρ ἑστήξῃ πέλας.
ΙΦ. στήσομεν ἄρ᾽ ἀμφὶ βωμόν, ὦ πάτερ, χορούς;

***
ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ
Ναι, μάνα, πρώτη κιόλα· μη θυμώσεις·
θα τρέξω τον πατέρα ν᾽ αγκαλιάσω.
ΚΛΥ. Τρισέβαστέ μου βασιλιά Αγαμέμνονα,
ήρθαμε δω, στο μήνυμά σου υπάκουες.
ΙΦΙ. [Στην αγκαλιά σου θέλω εγώ να τρέξω·
πόσον καιρό, πατέρα μου, μας λείπεις!]
Σε πόθησα πολύ· μη μου θυμώσεις.
ΚΛΥ. Σωστά δα κιόλα· απ᾽ όλα τα παιδιά μας
πιότερο εσύ τον αγαπούσες πάντα.
ΙΦΙ. Με τί χαρά, πατέρα μου, σε βλέπω
640 έπειτ᾽ από καιρό. ΑΓΑ. Κι εγώ, παιδί μου·
αυτό που λες ταιριάζει και στους δυο μας.
ΙΦΙ. Καλά έκαμες και μ᾽ έφερες, πατέρα·
χαίρε. ΑΓΑ. Καλά; Κακά; Δεν ξέρω, κόρη μου.
ΙΦΙ. Αλλά τί τρέχει; Χάρηκες που με είδες,
το βλέμμα σου όμως πόσο ανήσυχο είναι!
ΑΓΑ. Ο βασιλιάς, ο στρατηγός, έχει έγνοιες.
ΙΦΙ. Άσ᾽ τες· σ᾽ εμένα ας είναι τώρα ο νους σου.
ΑΓΑ. Δεν είναι αλλού· σ᾽ εσένα είναι μονάχα.
ΙΦΙ. Γαλήνεψε λοιπόν· μην κατσουφιάζεις.
ΑΓΑ. Νά, με χαρά —με ποιά χαρά!— σε βλέπω.
650 ΙΦΙ. Και μ᾽ όλα αυτά τα μάτια σου δακρύζουν;
ΑΓΑ. Γιατί πολύν καιρό μακριά μου θα ᾽σαι.
ΙΦΙ. Τί θες να πεις, πατέρα μου, δεν ξέρω.
ΑΓΑ. Με θλίβεις πιο πολύ, ως μιλείς με γνώση.
ΙΦΙ. Μα αν θα χαρείς, τρελά θα σου μιλήσω.
ΑΓΑ. Πώς να σωπάσω; — Ευχαριστώ, παιδί μου.
ΙΦΙ. Μένε, πατέρα, σπίτι, στα παιδιά σου.
ΑΓΑ. Θέλω, μα δεν μπορώ, κι αυτό με θλίβει.
ΙΦΙ. Χαθείτε, λόγχες, του Μενέλαου έγνοιες.
ΑΓΑ. Χάθηκα εγώ, και θα χαθούνε κι άλλοι.
660 ΙΦΙ. Πόσο άργησες στους κόλπους της Αυλίδας!
ΑΓΑ. Και τώρα ακόμα η εκστρατεία σκοντάφτει.
ΙΦΙ. Πού πέφτει η Τροία, πατέρα; ΑΓΑ. Εκεί που ο Πάρης
να μην έσωνε νά ᾽βρει ένα κονάκι.
ΙΦΙ. Μ᾽ αφήνεις και μακριά από με μισεύεις.
ΑΓΑ. Όπως εγώ, κι εσύ, παιδί μου, το ίδιο.
ΙΦΙ. Αχ να βολούσε και στους δυο, μαζί σου
να μ᾽ έπαιρνες. ΑΓΑ. Κι εσύ θα πας ταξίδι
κι εκεί στο νου σου θα έχεις το γονιό σου.
ΙΦΙ. Θα πάω με την μητέρα μου ή μονάχη;
ΑΓΑ. Μόνη, χωρίς πατέρα, χωρίς μάνα.
670 ΙΦΙ. Τί! Σ᾽ άλλο σπιτικό να μένω ορίζεις;
ΑΓΑ. Αυτά οι κοπέλες δεν τα ξέρουν· άσ᾽ τα.
ΙΦΙ. Νά ᾽ρθεις ευθύς, την Τροία σα θα νικήσεις.
ΑΓΑ. Πρέπει εδώ πρώτα μια θυσία να κάμω.
ΙΦΙ. Πρέπει σωστά να γίνεται η λατρεία.
ΑΓΑ. Θα το δεις· στο βωμό κοντά θα στέκεις.
ΙΦΙ. Θα στήσουμε χορούς εκεί τριγύρω;

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη του 4ου αιώνα π.Χ.: Αναγέννηση και αρχαία ελληνική τέχνη

9.2. Τι ήξεραν για την αρχαία τέχνη στην Αναγέννηση;

Αντίθετα, για τους καλλιτέχνες, αλλά και για τους πνευματικούς ανθρώπους της Αναγέννησης, η αρχαία τέχνη αποτελούσε το ιδανικό πρότυπο, το μέτρο σύγκρισης, το σημείο αναφοράς. Τα μεγάλα κέντρα της Ιταλίας είχαν το καθένα ξεχωριστά μια ειδική σχέση και έναν έντονο προσανατολισμό προς την Αρχαιότητα. Η Φλωρεντία είχε τον πλούτο, τους Μεδίκους και τους λόγιους, η Βενετία μια πιο άμεση επαφή με την Ανατολή και την Ελλάδα και η Ρώμη τον συγκεντρωτισμό, τη δύναμη των παπών και τα ρωμαϊκά ερείπια. Είναι αλήθεια ότι η γνώση της αρχαίας τέχνης στην Αναγέννηση ήταν αρχικά στην ουσία της φιλολογική. Τα κλασικά αριστουργήματα της γλυπτικής (5ος-4ος αιώνας π.Χ.) μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όταν κατέρρευσε εντελώς ο αρχαίος κόσμος, καταστράφηκαν, χάθηκαν και ξεχάστηκαν. Ωστόσο, συγγραφείς όπως ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος στο έργο του Φυσική ιστορία (περ. 70 μ.Χ.) ή ο Παυσανίας στο έργο του Ελλάδος περιήγησις (2ος αιώνας μ.Χ.) κατέγραψαν καταλόγους έργων καλλιτεχνών, τα οποία στη δική τους εποχή, δηλαδή 4-5 αιώνες μετά τη δημιουργία των πρωτοτύπων, αντιγράφονταν σε ειδικά εργαστήρια. Η επιλογή των έργων που αντιγράφονταν, κυρίως τα αντίγραφα των κλασικών έργων, καθοριζόταν από το γούστο της ρωμαϊκής εποχής. Οι Ρωμαίοι αντέγραφαν ορισμένα έργα, συχνά σε πάρα πολλές επαναλήψεις, τα οποία σε νέα συμφραζόμενα πλέον προορίζονταν να διακοσμήσουν κήπους, θέρμες, βιβλιοθήκες, ανάκτορα των Ρωμαίων κ.ά. Έτσι, το μεγαλύτερο μέρος του έργου μεγάλων καλλιτεχνών της κλασικής εποχής, του Φειδία, του Πολυκλείτου, του Πραξιτέλη κ.ά., το γνωρίζουμε κυρίως χάρη στα ρωμαϊκά αντίγραφα. Και μολονότι η τέχνη καθαυτή των μεγάλων καλλιτεχνών της κλασικής εποχής ήταν άγνωστη στη Δύση, αφού δεν μπορούσε να δει κανείς τα έργα τους, παρέμενε η ανάμνηση, η φήμη τους μέσω των κειμένων.

Το ουμανιστικό κίνημα (humanismus "ανθρωπισμός"), που αφορούσε την ανάπτυξη των ανθρωπιστικών σπουδών, ιδιαίτερα τη μελέτη των αρχαίων συγγραφέων, είναι αυτό που βοήθησε να στραφούν οι καλλιτέχνες της εποχής στην τέχνη της ελληνικής Αρχαιότητας. Ο Πετράρχης (1304-1374) σε σονέτα του προς τον Σιμόνε Μαρτίνι (περ. 1284-1344) εκφράζει τον θαυμασμό του για την Αρχαιότητα. Ο Πετράρχης όμως, όπως και ο Βοκάκιος, δεν γνώριζαν την αρχαία ελληνική, παρόλο που συγκέντρωναν ελληνικά χειρόγραφα. Στην εποχή του Πετράρχη, ο Φειδίας και ο Πραξιτέλης ήταν απλώς ονόματα, το έργο τους ήταν άγνωστο. Δοξάζονταν ως έξοχοι γλύπτες βάσει των περιγραφούν των έργων τους και μάλιστα στη λατινική από τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο. Αργότερα, όταν εξαπλώνεται η γνώση της αρχαίας ελληνικής, κυρίως από τους λόγιους που κατέφυγαν σε σημαντικά κέντρα της Ιταλίας μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης, μπορούν και διαβάζουν για τους παραπάνω καλλιτέχνες σε ελληνικά κείμενα του Παυσανία, του Λουκιανού ή του Φιλοστράτου. Αυτή την παράδοση παρέλαβε και τη μετέφερε στους σύγχρονούς του καλλιτέχνες αλλά και σε μεταγενέστερες εποχές ο ζωγράφος και θεωρητικός της Αναγέννησης Τζόρτζιο Βαζάρι (1511-1574), γνωστός, όπως είδαμε, κυρίως για τους βίους καλλιτεχνών της εποχής του.

Τι ήξεραν, ωστόσο, στην Αναγέννηση από την Αρχαιότητα; Σήμερα γνωρίζουμε ότι η τέχνη της Αρχαιότητας καλύπτει μια περίοδο 3.000 χρόνων, είναι δηλαδή μεγαλύτερη σε διάρκεια από τη νεότερη ιστορία της τέχνης και έχει μια εξέλιξη που παρουσιάζει πολλές εναλλαγές. Στην Αναγέννηση όμως γνώριζαν μόνο ένα μικρό μέρος αυτής της τέχνης. Η πρώιμη τέχνη, η γεωμετρική, η αρχαϊκή, αλλά και αυτή των προϊστορικών χρόνων τούς ήταν άγνωστη. Γνωστό ήταν μόνο ένα μικρό σχετικά διάστημα, η εποχή μετά τον Αλέξανδρο, η ελληνιστική περίοδος και τα ρωμαϊκά αυτοκρατορικά χρόνια. Ωστόσο, και αυτή η όψιμη, περιορισμένη φάση της Αρχαιότητας ήταν για τους καλλιτέχνες της Αναγέννησης ένα πολύ πλούσιο υλικό, πηγή έμπνευσης και δημιουργικής αναφοράς.

Στην αρχιτεκτονική η μελέτη και η γνωριμία των αρχαίων μνημείων γινόταν αρχικά επίσης μέσα από τα κείμενα. Μπορεί οι δωρικοί ναοί στο Paestum (Ποσειδώνια) και στη Σικελία να ήταν πάντα ορατοί μπροστά τους, κανείς όμως δεν γύριζε να τους προσέξει και κανείς δεν τους αναφέρει σε ολόκληρη την Αναγέννηση. Θα τους ανακαλύψουν μαζί με την Πομπηία αργότερα, τον 18ο αιώνα. Οι αρχιτέκτονες τον 15ο και 16ο αιώνα μελετούν και χτίζουν με βάση το έργο De architectura (Περί αρχιτεκτονικής) του Βιτρουβίου. Το έργο του μεγάλου Ρωμαίου αρχιτέκτονα και θεωρητικού το γνώριζαν και ο Φίλιπο Μπρουνελέσκι (1377-1226) και ο Λεόν Μπατίστα Αλμπέρτι (1404-1472) και το χρησιμοποιούσαν στα μεγάλα ζητήματα που τους απασχολούσαν επιστημονικά σχετικά με τη δόμηση, τη στατική, την κατασκευή, τις αναλογίες. Ωστόσο, στις αρχές του 16ου αιώνα, σε διάφορα μέρη της Ιταλίας και ιδίως στη Ρώμη, αρχίζουν να προσέχουν τα ίδια τα αρχαία αρχιτεκτονήματα, τα οποία συμβάλλουν στη δημιουργία της αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής για εκκλησίες, παλάτια και βίλες πατρικίων. Το tempieto, ο μικρός κυκλικός ναός που χτίζει ο Μπραμάντε (1444-1514) στο San Pietro in Montorio στη Ρώμη (περ. 1502) θεωρείται το πρώτο οικοδόμημα της Αναγέννησης σε αρχαίο στιλ (antico), όπου τα διάφορα αρχιτεκτονικά μέλη έχουν τη σωστή λειτουργία τους.

Τα αρχαία θέματα στην τέχνη της Αναγέννησης αποτέλεσαν σχεδόν το αποκλειστικό αντικείμενο έρευνας της σχολής των εικονολόγων με επικεφαλής τους διαπρεπείς ιστορικούς της τέχνης Άμπι Βάρμπουργκ, Έρβιν Πανόφσκι και αργότερα τον Ερνστ Γκόμπριτζ.

Εμπιστεύσου την Καρδιά σου

Έρχεται μια στιγμή, μετά από όλο το «κατέβασμα» της πληροφόρησης που έχουμε ψάξει και βρει, που μόνο η Καρδιά μας είναι ικανή να μας πει την αλήθεια, πέρα από κάθε ψευδαίσθηση, πέρα από κάθε σύγχυση. 

Όμως την Καρδιά την μιμείται εύκολα ο απατηλός νους. Πώς μπορούμε να γνωρίζουμε τη διαφορά, όταν τόσο συχνά έχουμε μπερδέψει το ένα με το άλλο;

Δεν υπάρχει κανείς και τίποτα «εκεί έξω» που μπορεί να σου δείξει την αλήθεια. Δεν υπάρχει κανένα ποσοστό πληροφόρησης που μπορεί να σου αποκαλύψει, την δική σου Καρδιά, που είναι το ισοδύναμο της Ψυχής, του Πνεύματος, της Συνειδητότητας και του Εγώ, όλα σε ένα. Τελικά, θα χρειαστεί να προχωρήσεις πολύ πέρα από κάθε επηρεασμό, κάθε πληροφορία και να παραμείνεις μόνος, ατάραχος και αγνός. Όταν τελικά το έχεις θελήσει και κατακτήσει αυτό, εκεί, θα συναντήσεις την Καρδιά σου.

Σου μιλάει απλά, ειλικρινά και αποκαλύπτει τα πάντα, είτε τις δικές σου είτε τις ψευδαισθήσεις άλλων. Είναι περιεκτική και λυτρωτική, παρόλο που αρχικά μπορεί να φαίνεται πως είναι εναντίον σου. Γνωρίζει τα πάντα και έχει αίσθηση πέρα από τους περιορισμούς του χρόνου και του χώρου. Είναι δυνατή και διάφανη, πάντα ήταν, απλά δεν το γνώριζες.

Είναι διαδικασία: μια συνεχόμενη πρόκληση που πολεμάς για να αποφύγεις όλη σου τη ζωή. Η εμπιστοσύνη είναι κάτι που χρειάζεται να επαν-ανακαλύψεις, γιατί έχεις ονοματίσει όλα όσα δεν είναι εμπιστοσύνη.

Αλλά η χαρά και η εσωτερική γαλήνη χρειάζεται να είναι μέρος του εσωτερικού σου ταξιδιού. Όλα όσα δεν είναι χαρά και εσωτερική γαλήνη, είναι κάποια «λάθος στροφή» που έχεις πάρει, με σκοπό να εξουδετερώσεις περισσότερες ψευδαισθήσεις από τη συνειδητότητά σου, ανοίγοντας δρόμο προς την παντοτινή αγάπη και ανώτερα επίπεδα συνειδητότητας, που εκθέτουν τους προγραμματισμούς και συνενώνουν όλες τις αλήθειες, πέρα από τον διαχωρισμό και τη διάσπαση.

Η αληθινή αγάπη αποκαλύπτεται, όχι όταν μοιραζόμαστε κοινά ενδιαφέροντα ή/και ιδέες, απόψεις, αλλά όταν αντιλαμβανόμαστε από κοινού πως μοιραζόμαστε τον ίδιο ανώτερο σκοπό… επειδή ΔΕΝ υπάρχει άλλος.

Μερικές φορές η αλήθεια «σε κτυπά», με αυτά που οι ίδιες οι προβολές του προγραμματισμού της συνειδητότητάς σου έχουν ονομάσει «αρνητικά» ή «σκοτεινά».

Με ήρεμη Καρδιά, χωρίς προσκολλήσεις και ένα ανοιχτό μυαλό για να εξετάζουμε όλες τις εικονικές πραγματικότητες, επιλέγουμε τα βήματά μας προσεκτικά (σοφά) και ανάλαφρα. Τίποτα και όλα έχουν σημασία, γιατί χρειάζεται να παραμένουμε στον δικό μας δρόμο, όπως κι αν φαίνεται ή όποιος κι αν τον κρίνει. Ο κάθε «ένας» που μας επηρεάζει, βρίσκεται μέσα μας, καθώς πρόθυμα αναγνωρίζουμε τις δικές μας πεποιθήσεις και αντιληπτούς περιορισμούς.

Οτιδήποτε κάνουμε ως «πρόγραμμα» ή συνήθεια ή υποχρέωση, είναι «χωρίς Καρδιά» και επομένως δεν μπορεί να έχει τα επιθυμητά αποτελέσματα.

Μακροπρόθεσμα, δεν έχει πραγματικά σημασία ΤΙ κάνουμε. Αυτό που έχει σημασία και τελικά δηλώνει την επιθυμητή μας βούληση, είναι το επίπεδο της συνειδητότητας από το οποίο ξεκινάμε και βρισκόμαστε, για να δράσουμε: από το την πιο διευρυμένη μας οπτική, τη σοφότερη επιλογή, σύμφωνα με αυτά που χρειάζεται να διαχειριστούμε και βρίσκονται μπροστά μας. Και τότε, τα πάντα έχουν σημασία… κάθε λέξη, κάθε συναίσθημα, κάθε ενέργεια. Γιατί μέσα από όλα, εκφράζουμε, στιγμή με στιγμή, την αλήθεια με την οποία έχουμε συνδεθεί και έχουμε Γίνει.

Χριντάγια Σούτρα

Πράτζνα-Παραμίτα-Χριντάγια Σούτρα ή Χριντάγια Σούτρα
(Η Σούτρα της Πεμπτουσίας της Υπερβατικής Σοφίας ή η Σούτρα της Πεμπτουσίας)

Αυτό που Υπάρχει δεν συλλαμβάνεται από καμία αντίληψη, Είναι Χωρίς Ιδιότητες, Κενότητα, (Αδειοσύνη αντίληψης, όχι «τίποτα»). Αυτό γίνεται «αντιληπτό» μονάχα έμμεσα από της «Εκδηλώσεις» Του. Είναι Παντού, Ατοπικό, Άχρονο.

‘Ο,τι μπορεί να συλληφθεί είναι μονάχα η κίνηση, η δραστηριότητα, που παίρνει μορφή (σαν «κίνηση» του ασύλληπτου) και που υπάρχει μόνο στην στιγμή (στο απόλυτο παρόν), σε μια σειρά αλληλοδιαδοχής της κίνησης. Έτσι η κίνηση, που υφίσταται μόνο στο παρόν, είναι μονάχα ένα φαινόμενο, μια νοητική αντίληψη, ένα όραμα, που «στερεοποιείται», αλλά ποτέ δεν χάνει την νοητική του φύση… δηλαδή κάτι, που ουσιαστικά, δεν έχει κάποια σταθερή ουσία. Κι όλη η «δημιουργία», η ύπαρξη, η ζωή, η εμπειρία στους «κόσμους», δεν είναι παρά νοητικής υφής, μια αλληλοδιαδοχή φαινομένων, κι όχι κάτι που έχει δική του ουσία… ένα όραμα, μια νοητική πραγματικότητα. Η κίνηση, το φαινόμενο, είναι τοπικό και χρονικό. Το φαινόμενο είναι παρόν, υπάρχει στην στιγμή της εκδήλωσής του, αλλά δεν αφήνει ίχνη, μονάχα γίνεται αιτία για την δημιουργία άλλων φαινομένων, σε μια ατελείωτη σειρά διαδοχής φαινομένων.

Βλέποντας με Προσοχή, έχοντας δηλαδή Άμεση Καθαρή Συνεχή Αντίληψη αυτού που Συμβαίνει, της σειράς των φαινομένων, Ζούμε στο Απόλυτο Παρόν και η Αντίληψή μας Ανανεώνεται Συνεχώς, είναι Πάντα Καινούργια, Χωρίς Ίχνη από το «παρελθόν». Αυτή είναι η Κατάσταση της Εγρήγορσης. Κατανοούμε ότι πίσω από το φαινόμενο, την σειρά των φαινομένων η Μόνη Πραγματικότητα είναι το Χωρίς Ιδιότητες Υπόβαθρο της κίνησης, η Κενότητα.

Κενότητα Είναι η Μόνη Πραγματικότητα. Τα Φαινόμενα Είναι Κενότητα. Δεν υπάρχει καμιά διαφορά, καμιά διάκριση ανάμεσα σε «δύο» πραγματικότητες. Το Ως Έχει, η Κενότητα Είναι Ενότητα, Είναι Όλα, το κάθε τι. Αυτή είναι η Κατάσταση της Διαφώτισης.

Έτσι, δεν υπάρχει ούτε Πτώση της Συνείδησης (της Αντίληψης), ούτε διαφώτιση, ούτε εξέλιξη καμιά. Όλα Είναι Εξαρχής και για Πάντα Κενότητα, και χωρίς σχήμα, και με σχήμα… Τότε; Τι συνέβαινε; Απλά εμείς ονειρευόμασταν, ότι όλα αυτά ήταν κάτι «ξεχωριστό, μια άλλη πραγματικότητα, διαφορετική από το Υπόβαθρό της. Ζήτημα «άγνοιας», ζήτημα «ερμηνείας» ήταν, τίποτα περισσότερο. Αυτή είναι η Κατάσταση της Πλήρους Αφύπνισης. Εδώ Απλά Είμαστε το Ως Έχει, δεν υπάρχουμε με κάποιο άλλο τρόπο. Κι Αυτή είναι η Μη-Επίτευξη Επίτευξη.

Τιμή στη Σοφία της Τελειότητας την αγαπημένη, την άγια!

Ο Αβαλοκιτεσβάρα, ο Άγιος Κύριος και Μποντισάττβα, εκινείτο μέσα στη βαθιά πορεία της Υπερβατικής Σοφίας.

Από τη θέση του αυτή κοίταξε προς τα κάτω, δεν παρατή­ρησε παρά μόνο τα πέντε σκάντας (κατά λέξη: τους πέντε σωρούς, τις πέντε συσσωρεύσεις) και είδε ότι αυτά σ' αυτή την ίδια τους τη φύση, στην ουσία τους, ήταν κενά.

Εδώ Σαριπούτρα, η μορφή είναι κενότητα και η ίδια η κενότητα είναι η μορφή. Η κενότητα δεν διαφέρει από τη μορφή, ούτε η μορφή διαφέρει από την κενότητα. Οτιδήπο­τε είναι μορφή, αυτό είναι κενότητα, οτιδήποτε είναι κενότητα, αυτό είναι μορφή.

Το ίδιο ακριβώς αληθεύει και για τα αισθήματα, τις αντιλήψεις, τις παρορμήσεις και τη συνείδηση.
Εδώ Σαριπούτρα, όλα τα ντάρμας είναι σημαδε­μένα με κενότητα. Αυτά ούτε παράγονται ούτε σταματώνται, ούτε είναι μολυσμένα ούτε αμόλυντα, ούτε είναι ελλιπή ούτε πλήρη.

Για αυτό Σαριπούτρα, όπου υπάρχει κενότητα δεν υπάρχει μορφή, ούτε αίσθηση, ούτε αντίλη­ψη, ούτε παρόρμηση, ούτε συνείδηση. Ούτε μάτι, ούτε αυτί, ούτε μύτη, ούτε γλώσσα ή σώμα ή νους, ούτε μορφή, ούτε ήχος, ούτε οσμή, ούτε γεύση, ούτε κάτι τι το απτό, ούτε κάποιο αντικείμενο του νου, ή νοητικό αντικείμενο, ούτε στοιχείο οργάνου της όρασης, και ούτω καθεξής, μέχρις ότου φτάσουμε στο στοιχείο της μη-συνειδητότητας του νου.

Εκεί δεν υπάρχει άγνοια, ούτε εξαφάνιση της άγνοιας, και ούτω καθεξής, μέχρις ότου φτάσουμε εκεί όπου δεν υπάρχει παρακμή και θάνατος, ούτε εξαφάνιση της παρα­κμής και του θανάτου.

Δεν υπάρχει οδύνη, ούτε προέλευση της οδύνης, ούτε σταμάτημα της οδύνης, ούτε Οδός. Εκεί δεν υπάρχει γνώση, ούτε επίτευξη και ούτε μη-επίτευξη.

Για αυτό Σαριπούτρα, εξαιτίας της αδιαφορίας ενός Μποντισάττβα για κάθε λογής προσωπική επίτευξη, και μέσα από το γεγονός ότι αυτός έχει βασιστεί στη Σοφία της Τελειότητας, παραμένει χωρίς νοητικές πλάνες, καλύμμα­τα από τη σκέψη ή καπελώματα από τη σκέψη. Όντας χωρίς νοητικές πλάνες, δεν φτάνει στο σημείο να τρέμει μπροστά σε οποιοδήποτε εμπόδιο κ.τ.λ., έχει υπερνικήσει αυτό που μπορεί να τον αναστατώσει, στηριζόμενος τελικά στη Νιρβάνα.

Όλοι εκείνοι οι οποίοι εμφανίζονται σαν Βούδας στις τρεις περιόδους του χρόνου, όλοι αυτοί είναι πλήρως αφυπνισμένοι στην υπέρτατη ορθή και τέλεια φώτιση, γιατί έχουν βασιστεί στη Σοφία της Τελειότητας.

Για αυτό πρέπει να αναγνωρίζει κανείς την Πράζνα Παραμίτα σαν το μεγάλο μάντρα, το μάντρα τη μεγάλης γνώσης, το υπέρτατο μάντρα, το απαράμιλλο μάντρα, που καταπραΰνει όλες τις οδύνες, αλήθεια, γιατί δεν είναι κάτι το απατηλό. Το μάντρα που έχει παραδοθεί από την Πράζνα Παραμίτα είναι: Γκατέ, γκατέ, παραγκατέ, παρα- σάμγκατέ. μπόντι σβαχά!

Εκείνος που αντέχει τις καταιγίδες, δικαιούται το ουράνιο τόξο

Η προϋπόθεση για να δεις το ουράνιο τόξο, είναι πως έχει προηγηθεί καταιγίδα. Κάποιες είναι ήπιες, χωρίς πολλές καταστροφές. Είναι και άλλες όμως που στο πέρασμα τους δεν αφήνουν τίποτα. Έτσι είναι κάποιες φόρες μερικοί άνθρωποι στη ζωή μας. Δεν αφήνουν τίποτα όρθιο, τίποτα ζωντανό. Έρχονται και στο πέρασμα τους καταστρέφουν τα πάντα.

Ακούς τα κλισέ που σου λένε όλοι, πως όλα θα περάσουν, καλύτερες μέρες θα ξημερώσουν. Μα δεν πιστεύεις κανέναν. Μέρα, με την μέρα βυθίζεσαι στο απόλυτο τίποτα. Ε, ένα κενό. Όλα είναι μαύρα, δίχως χρώμα, δίχως ήλιο, δίχως νόημα και λόγο ύπαρξης.

Ανούσια, νιώθεις πως υπάρχεις μα δεν ζεις. Ως που το τελειωτικό στάδιο είναι η έλλειψη οξυγόνου, που προέρχεται από την έλλειψη ενός και μόνο προσώπου, μιας φωνής. Δεν ξέρεις πώς να προχωρήσεις παρακάτω πλέον.

Κάθε μέρα παλεύεις για την κάθε σου ανάσα. Σαν ψάρι έξω από το νερό που σπαρταράει. Κι εκεί είναι που έπιασες πάτο. Σε αυτό το σενάριο υπάρχει κάτι μαγικό. Όταν πέσεις, τόσο χαμηλά που πιο κάτω δεν έχει, υπάρχει ένας δρόμος μοναχά. Προς τα πάνω.

Σε όλη αυτή την δύσκολη και ασφυκτική κατάσταση υπάρχει μια αλήθεια. Μια αλήθεια που σαν ηλιαχτίδα ξεπροβάλει, στον γκρίζο σου ουρανό. Όλα αυτά τα κοινότυπα και κλισέ είναι αληθινά. Όλα περνούν.

Ο ήλος κάνει την εμφάνιση του λαμπερός και με τις ηλιαχτίδες του θα σου ζεστάνει γλυκά την ψυχή.

Τώρα πονάς. Το ξέρω, το καταλαβαίνω. Μα πίστεψε με η στιγμή που θα χαμογελάσεις και πάλι δεν αργεί. Ίσως χρειαστεί να αλλάξεις πολλά. Το ποιος είσαι, ποιους έχεις δίπλα σου, ίσως κι εσένα τον ίδιο. Αξίζει όμως. Την στιγμή που θα χαμογελάσεις και πάλι θα καταλάβεις πως αυτή είναι η πιο σπουδαία ανταμοιβή.

Να βάζεις προτεραιότητα εσένα. Εσένα ως άνθρωπο. Μην βάλεις ποτέ κανέναν πάνω από τον εαυτό σου. Μην νιώσεις πως αυτή είναι μια εγωιστική πράξη.

Μαθέ να αγαπάς εσένα, μόνο έτσι θα μάθεις να αγαπάς και τους άλλους γύρω σου. Άνθρωπος που δεν αγαπάει τον εαυτό του, δεν μπορεί να αγαπήσει κανένα άλλο πλάσμα στον κόσμο αυτό.

Θα περάσουν άνθρωποι που δεν θα σε εκτιμήσουν. Θα σε υποτιμήσουν, που θα σε “χρησιμοποιούν” μονάχα όταν και για όσο σε χρειάζονται. Μην τους το επιτρέψεις. Είναι δική σου ευθύνη να προστατέψεις το ποιος είσαι. Τέτοιοι άνθρωποι δεν αξίζουν ούτε το πιο μικρό κομματάκι της καρδιάς σου.

Φύλαξε τον εαυτό σου για εκείνον τον άνθρωπο που θα είναι εκεί, παρών. Άνευ όρων και όχι για όποιον απλώς περάσει.

Κοίτα ψηλά. Τώρα ίσως να μην μπορείς να δεις τον ήλιο που λάμπει, αλλά θα έρθει η μέρα που τα σύννεφα θα σκορπίσουν, ο ουρανός της ψυχής σου θα είναι και πάλι γαλανός κι εσύ ευτυχισμένος. Θα γίνει. Στο υπόσχομαι.

Γιατί οι σύντροφοι χρειάζονται προσωπικό χρόνο και πώς να φέρουμε την ισορροπία

Όλοι χρειάζονται λίγο χρόνο για τον εαυτό τους – ακόμα κι εκείνοι σε υγιείς, τρυφερές και αφοσιωμένες σχέσεις που μένουν μαζί. Και μετά το ξέσπασμα της πανδημίας, τα ζευγάρια παντού βρέθηκαν απροσδόκητα να περνούν περισσότερο χρόνο μαζί σε σύγκριση με την καθημερινότητα που είχαν συνηθίσει.

Μη φοβάστε να απαιτείτε και να περισσότερο προσωπικό χώρο· αυτό δεν σημαίνει ότι κάτι πάει στραβά στη σχέση σας. Για την ακρίβεια, το χρειάζεστε σίγουρα και οι δύο. Ειδικοί μας βοηθούν να καταλάβουμε για ο προσωπικός χρόνος είναι τόσο σημαντικός για τα ζευγάρια και μας προτείνουν τρόπους για να το πετύχουμε.

Γιατί τα ζευγάρια χρειάζονται προσωπικό χώρο και χρόνο

Για να ανθίσει μια σχέση, και οι δύο πρέπει να αφιερώσουν χρόνο όχι μόνο ο ένας στον άλλο, αλλά και στον εαυτό τους. Είναι σημαντικό τα ζευγάρια να περνούν χρόνο ξεχωριστά καλλιεργώντας τα δικά τους ενδιαφέροντα, να κάνουν πράγματα που απολαμβάνουν, τα οποία εγκαθιδρύουν μια υγιή αίσθηση εαυτού πέρα από τη σχέση. Σε διαφορετική περίπτωση, κινδυνεύουν να καταλήξουν στην υπερεμπλοκή, όπου οδηγούνται στην απώλεια αίσθησης εαυτού, ανεξαρτησίας και στην έλλειψη ικανοποίησης.

Κατά την υπερεμπλοκή, δεν υπάρχουν όρια ανάμεσα σε δύο ανθρώπους, κάτι που στην αρχή μπορεί να γίνει αντιληπτό ως καλό, αλλά στη συνέχεια οδηγεί σε πικρία και άσχημα συναισθήματα. Αυτό μπορεί να προκαλέσει μια άλλη παράλληλη σχέση, χωρισμό και συνεχείς καυγάδες. Και όταν περνάμε χρόνο μόνοι μας, ξαναβρίσκουμε τα σημαντικά κομμάτια της αυθεντικής μας ταυτότητας. Το ότι έχουμε σχέση δεν σημαίνει ότι σταματάμε να εξερευνούμε τον εαυτό μας, αλλιώς αργά ή γρήγορα και η σχέση μας θα υποφέρει από αυτό.

Πώς να φέρουμε την ισορροπία

Εκτός από το γεγονός ότι είναι λίγο άβολο να πεις σε κάποιον ότι χρειάζεσαι λίγο χώρο, είναι ιδιαίτερα στρεσογόνο όταν πρόκειται για έναν σύντροφο που δεν θέλουμε να πληγώσουμε. Πριν λοιπόν το φέρουμε ως συζήτηση στη σχέση μας, ας αναλογιστούμε γιατί χρειαζόμαστε περισσότερο προσωπικό χρόνο.

Μοιραστείτε το στη συνέχεια με το/τη σύντροφό σας τονίζοντας πως δεν θέλετε να περνάτε λιγότερο χρόνο μαζί τους, αλλά ότι απλώς χρειάζεστε χρόνο και με τον εαυτό σας, γιατί είναι σημαντικό για εσάς. Είναι επίσης κρίσιμης σημασίας να ξεκαθαρίσετε ποιες είναι οι ανάγκες του/της συντρόφου σας· μπορεί να μη χρειάζεται τον ίδιο χρόνο με εσάς.

Οπότε προσδιορίστε μαζί ποιες είναι οι προσδοκίες, οι ανάγκες και τα όρια του καθενός. Μιλήστε για τις μοναδικές σας διαφορές και προσπαθήστε να βρείτε πώς θα τα ενσωματώσετε όλα. Δημιουργήστε χώρο γι’ αυτές και ενθαρρύνετε ο ένας τον άλλο να συνεχίσει να ακολουθεί το δικό του μονοπάτι εκτός από εκείνο της σχέσης σας.

Πώς να βρείτε χρόνο για τον εαυτό σας

Το ότι μένετε μαζί δεν σημαίνει ότι είναι αδύνατο να θέσετε ως προτεραιότητα τον προσωπικό χρόνο. Κάποιες προτάσεις είναι ένα μοναχικό σαββατοκύριακο μακριά από το σπίτι ή ένας περίπατος και μια ημέρα συναντήσεων με τους δικούς σας φίλους.

Ο προσωπικός χρόνος δεν χρειάζεται να είναι ώρες ή μέρες. Ακόμα και τα λίγα λεπτά απόλυτης ησυχίας χωρίς κανέναν δίπλα μας είναι ευεργετικό. Το κλειδί είναι να δεσμευτούμε στο να βρίσκουμε λίγα λεπτά ακόμα και σε μέρες όπου και οι δύο είμαστε συνέχεια σπίτι.

Εναλλακτικά, οι ειδικοί προτείνουν και την ιδέα του κοινού προσωπικού χρόνου. Για παράδειγμα, μπορείτε να βρίσκεστε στο ίδιο δωμάτιο, αλλά ο καθένας να ασχολείται με κάτι άλλο χωρίς να απευθύνετε τον λόγο και σεβόμενοι την ησυχία που έχετε δημιουργήσει.

Πάρε το δρόμο που είναι αντίθετος στον συνηθισμένο και σχεδόν πάντα θα έχεις κάνει τη σωστή επιλογή

Ο Ρουσσώ είχε γράψει: «Πάρε το δρόμο που είναι αντίθετος στον συνηθισμένο και σχεδόν πάντα θα έχεις κάνει τη σωστή επιλογή». Ή, όπως λέω κι εγώ ο ίδιος στις διαλέξεις μου, «αν ακολουθήσεις το πλήθος, το πιθανότερο είναι να καταλήξεις στην έξοδο».

Για να έχεις μια πιο γεμάτη και πλούσια ζωή, είναι εξαιρετικά σημαντικό να χαράζεις τον δικό σου δρόμο. Πάψε να υποκύπτεις στις απαιτήσεις της κοινωνικής πίεσης με τίμημα τη μοναδικότητά σου. Αν μελετήσεις τις ζωές των πιο φωτισμένων κι επιτυχημένων ανθρώπων στον κόσμο, θα διαπιστώσεις ότι δεν έδιναν δεκάρα για το τι σκέφτονταν οι άλλοι για εκείνους. Αντί να επιτρέπουν στην κοινή γνώμη να τους υπαγορεύει τις πράξεις τους, είχαν το θάρρος να αφήνουν τις καρδιές τους να τους καθοδηγούν. Και ακολουθώντας τον λιγότερο ταξιδεμένο δρόμο, συναντούσαν επιτυχίες που δεν είχαν φανταστεί ούτε στα πιο τολμηρά τους όνειρα.

Μια από τις καλύτερες ρήσεις σχετικά με τη σημασία της ανορθόδοξης συμπεριφοράς ανήκει στον Κρίστοφερ Μόρλεϊ, που είχε πει: «Να διαβάζεις κάθε μέρα κάτι που κανείς άλλος δεν διαβάζει. Να σκέφτεσαι κάθε μέρα κάτι που κανείς άλλος δεν σκέφτεται. Είναι κακό για το μυαλό να συμφωνεί πάντα με την ομοφωνία».

Αλλά ή πιο εύστοχη ρήση ανήκει στον Έμερσον:

«Είναι εύκολο μέσα στον κόσμο να ζεις σύμφωνα με τη γνώμη του κόσμου· είναι εύκολο μέσα στη μοναξιά να ζεις σύμφωνα με τη γνώμη τη δική σου· αλλά ο σπουδαίος άνθρωπος είναι εκείνος που καταμεσής στο πλήθος κρατά με τέλεια γλυκύτητα την αυτονομία της μοναξιάς».

Ξανασκέψου τον τρόπο με τον οποίο ενεργείς. Μην ενεργείς με έναν συγκεκριμένο τρόπο απλώς επειδή ενεργούν έτσι όλοι οι άλλοι. Κάνε ό,τι είναι σωστό για εσένα. Αν είσαι διαφορετικός για όλους τους σωστούς λόγους, θα μπορέσεις να ζήσεις με σοφία τη ζωή σου.

ARTHUR SCHOPENHAUER: Τα πράγματα δεν μας ελκύουν παρά μόνο όταν δεν μας αγγίζουν

Έτσι, όσο τελούμε υπό το κράτος των επιθυμιών, υπό την κυριαρχία της θέλησης, όσο αφηνόμαστε στις ελπίδες που μας καταπιέζουν, στους φόβους που μας κατατρύχουν, δεν υπάρχει για μας ούτε ανάπαυση ούτε μόνιμη ευτυχία. Είτε ριχνόμαστε με πάθος στην πραγματοποίηση κάποιας επιδίωξης, είτε φεύγουμε να σωθούμε από κάποιον επικείμενο κίνδυνο, αν δηλαδή αισθανόμαστε μεγάλη ταραχή από την αδημονία στην πρώτη περίπτωση ή από το καρδιοχτύπι στη δεύτερη, κατά βάθος είναι το ίδιο: οι έγνοιες που μας προξενούν οι απαιτήσεις της θέλησης σε όλες της τις μορφές, δεν παύουν να διαταράσσουν και να βασανίζουν την ύπαρξή μας. Έτσι, ο άνθρωπος, δούλος της θέλησης [του βουλητικού του στοιχείου], περιστρέφεται συνεχώς στον τροχό του Ιξίωνα, χύνει νερό στο πιθάρι των Δαναΐδων, είναι ο Τάνταλος που τυραννιέται από την αιώνια δίψα.

Όταν όμως μια ξένη, ανεξάρτητη από μας περίσταση -ή η εσωτερική μας αρμονία- μας ανασηκώνει και μας βγάζει για μια στιγμή έξω από τον ατέλειωτο χείμαρρο της επιθυμίας, το πνεύμα απαλλάσσεται από την καταπίεση της θέλησης, η προσοχή μας εκτρέπεται από καθετί που την προσελκύει, και τα πράγματα μάς παρουσιάζονται απαλλαγμένα από τη γοητεία της ελπίδας, από κάθε προσωπικό συμφέρον, μας παρουσιάζονται δηλαδή ως αντικείμενα ανιδιοτελούς σκέψης και όχι ως αντικείμενα που εποφθαλμιούμε- είναι τότε ακριβώς που η ανάπαυλα αυτή, η οποία μάταια αναζητήθηκε στους ανοιχτούς δρόμους της επιθυμίας, με αποτέλεσμα να μας διαφεύγει συνεχώς, παρουσιάζεται κατά κάποιον τρόπο από μόνη της και μας δίνει το αίσθημα της γαλήνης σε όλη του την πληρότητα. Είναι αυτή ακριβώς η, απαλλαγμένη από πόνους, κατάσταση που εξυμνούσε ο Επίκουρος ως το πιο μεγάλο απ’ όλα τα αγαθά, ως την ευδαιμονία των θεών διότι σ’ αυτή την περίπτωση είμαστε προς στιγμήν απαλλαγμένοι από τη βαριά καταπίεση της θέλησης, γιορτάζουμε το Σάββατο της αργίας μετά τα καταναγκαστικά έργα που μας επιβάλλει η θέληση, ο τροχός του Ιξίωνα σταματάει… Τι σημασία έχει τότε αν βλέπει κανείς τη δύση του ηλίου από το παράθυρο ενός παλατιού ή μέσα από τα κάγκελα μιας φυλακής!

Εσωτερική αρμονία, επικράτηση της καθαρής σκέψης απέναντι στη θέληση – αυτό μπορεί να προκύψει σε κάθε τόπο. Μάρτυρες αυτοί οι θαυμάσιοι Ολλανδοί ζωγράφοι, οι οποίοι μπόρεσαν να δουν με τόσο αντικειμενικό τρόπο τα μικρά πράγματα και οι οποίοι μας άφησαν, στις σκηνές εσωτερικού χώρου, μια διαχρονική απόδειξη του ελεύθερου και γαλήνιου πνεύματός τους. Ο θεατής δεν μπορεί να παρατηρήσει τα έργα αυτά χωρίς να συγκινηθεί, χωρίς ν’ αναλογιστεί την ήσυχη, ειρηνική, γεμάτη γαλήνη πνευματική κατάσταση του καλλιτέχνη, μια κατάσταση απαραίτητη για να μπορέσει κανείς να συγκεντρώσει την προσοχή του σε αντικείμενα ασήμαντα, αδιάφορα, και να τα αναπαραστήσει με τόση φροντίδα· και η εντύπωση είναι ακόμη πιο ισχυρή όταν, κάνοντας μιαν ενδοσκόπηση, μένουμε κατάπληκτοι από την αντίθεση μεταξύ αυτών των τόσο ήρεμων ζωγραφικών έργων και των πάντοτε σκοτεινών δικών μας αισθημάτων, που διαρκώς αναστατώνονται από ανησυχίες και επιθυμίες.

Αρκεί να εστιάσει κανείς την προσοχή του σε έναν οποιονδήποτε άνθρωπο, σε μια οποιαδήποτε σκηνή της καθημερινής ζωής και να τα αναπαραστήσει με το μολύβι ή το πινέλο: τότε, όλα θα φανούν ευθύς αμέσως εξαιρετικά ενδιαφέροντα, χαριτωμένα και επιθυμητά. Αν ωστόσο συμβεί να βρεθούμε αντιμέτωποι με την εν λόγω σκηνή ή να μετέχουμε οι ίδιοι στη σκηνή, ε, τότε! Μόνο ο διάβολος θα μπορούσε, όπως λέει κανείς συχνά, ν’ αντέξει μια τέτοια κατάσταση.

Είναι η σκέψη του Γκαίτε:

Όλα εκείνα που μας θλίβουν στη ζωή,
όταν αναπαριστώνται από τη ζωγραφική μας θέλγουν


Όταν ήμουν νέος, υπήρξε μία περίοδος όπου προσπαθούσα διαρκώς να φαντάζομαι όλες τις πράξεις μου σαν να ήταν ενός άλλου – πιθανότατα για να τις απολαμβάνω καλύτερα.

Τα πράγματα δεν μας ελκύουν παρά μόνο όταν δεν μας αγγίζουν. Η ζωή δεν είναι ποτέ ωραία, υπάρχουν μόνο οι απεικονίσεις της ζωής που είναι ωραίες, όταν ο καθρέφτης της ποίησης τις φωτίζει και τις αντικατοπτρίζει, ιδίως στα νεανικά χρόνια της ζωής μας, όταν δεν ξέρουμε ακόμα τι σημαίνει να ζεις.

ARTHUR SCHOPENHAUER, ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ: Του συνέστησε να φυλάγεται και να φοβάται την “αλαζονεία, που είναι συγκάτοικος της μοναξιάς”

Σε ποιες περιπτώσεις, λοιπόν, πρέπει να είναι σφοδρός ο φίλος και πότε πρέπει να παίρνει τον τόνο της παρρησίας;

Όταν, μπροστά στις επιθέσεις της λαγνείας, της οργής ή της αλαζονείας, οι περιστάσεις απαιτούν ή να κόψει κανείς τα φτερά της φιλαργυρίας ή να αναχαιτίσει τον παραλογισμό και την αναισθησία.

Αυτή την παρρησία υιοθετούσε ο Σόλων απέναντι στον Κροίσο, που είχε διαβρωθεί από την εφήμερη ευτυχία και ζούσε τρυφηλά, όταν τον προέτρεψε να κοιτάζει το τέλος.

Έτσι ο Σωκράτης συγκρατούσε τον Αλκιβιάδη, τον έκανε να χύνει αληθινά δάκρυα, καθώς άκουγε την κριτική του, και να μεταστραφεί.

Παρόμοια ήταν τα λόγια του Κύρου προς τον Κυαξάρη και του Πλάτωνα προς τον Δίωνα· όταν εκείνος ήταν στις δόξες του και έκανε τους ανθρώπους όλους να στρέφουν το βλέμμα πάνω του με τις ωραίες και σπουδαίες πράξεις του, του συνέστησε να φυλάγεται και να φοβάται την “αλαζονεία, που είναι συγκάτοικος της μοναξιάς”.

Αλλά και ο Σπεύσιππος του έγραφε να μην παίρνουν τα μυαλά του αέρα, αν γίνεται πολύς λόγος για το άτομό του ανάμεσα στα παιδάκια και τις γυναικούλες, αλλά να κοιτάζει πώς να στολίσει τη Σικελία με ευλάβεια, δικαιοσύνη και νόμους άριστους ώστε να τιμήσει την Ακαδημία.

Ο Εύκτος και ο Εύλαιος, οι φίλοι του Περσέα, όσο ήταν ευνοούμενος της τύχης τον ακολουθούσαν, λέγοντάς του συνεχώς λόγια ευχάριστα και συμφωνώντας με τις απόψεις του όπως και οι υπόλοιποι. Όταν όμως συγκρούστηκε με τους Ρωμαίους κοντά στην Πύδνα, υπέπεσε σε σφάλματα και τράπηκε σε φυγή, του επιτέθηκαν, τον επιτιμούσαν με τα χειρότερα λόγια και του θύμιζαν τα λάθη και τις παραλείψεις του, κατηγορώντας τον για το καθετί, μέχρι που ο άνθρωπος, βαθιά πληγωμένος, από τη θλίψη και την οργή του χτύπησε και τους δύο με το ξίφος και τους σκότωσε.

Έτσι, λοιπόν, προσδιορίζεται εκ των προτέρων για τις γενικές περιπτώσεις η κατάλληλη στιγμή. Όσο για τις ευκαιρίες που προσφέρονται από μόνες τους, πολλές φορές ο φίλος που νοιάζεται δεν πρέπει να τις παραβλέπει αλλά να τις εκμεταλλεύεται. Κάποια ερώτηση μερικές φορές, κάποια διήγηση και κατηγορία για τις ίδιες πράξεις προκειμένου για διαφορετικά πρόσωπα, ή κάποιος έπαινος είναι έναυσμα για να μιλήσει κανείς με παρρησία.

Όπως λένε ότι έγινε με τον Δημάρατο, που πήγε από την Κόρινθο στη Μακεδονία, όταν ο Φίλιππος είχε διαφορές με τη γυναίκα και το γιο του· αφού τον υποδέχτηκε ο Φίλιππος και τον ρώτησε πώς τα πάνε στο θέμα της ομόνοιας μεταξύ τους οι Έλληνες, απάντησε ο Δημάρατος, που ήταν καλοπροαίρετος φίλος του: “Στ’ αλήθεια, ωραίο είναι, Φίλιππε, να ζητάς πληροφορίες για την ομοφροσύνη μεταξύ Αθηναίων και Πελοποννησίων και να μην κοιτάς το σπίτι σου που είναι όλο αντίδραση και διχόνοια”.

Καλά μίλησε και ο Διογένης, ο οποίος, όταν πήγε στο στρατόπεδο του Φιλίππου, τότε που εκείνος βάδιζε για να πολεμήσει τους Έλληνες, οδηγήθηκε μπροστά του και, καθώς, ο Φίλιππος δεν τον ήξερε και τον ρώτησε αν είναι κατάσκοπος, του απάντησε: “Κατάσκοπος, πράγματι, Φίλιππε, της απερισκεψίας και της αμυαλιάς σου, που σε κάνουν, χωρίς να σε εξαναγκάζει τίποτε, να έρθεις για να παίξεις σε μιαν ώρα στα ζάρια το βασίλειο και τη ζωή σου”.

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ, ΗΘΙΚΑ ΤΟΜΟΣ 2

Από τα περί ισότητας τίποτα ή σχεδόν τίποτα δεν υλοποιείται στην πραγματικότητα

Το μόνο σίγουρο είναι πως από τα περί ισότητας τίποτα ή σχεδόν τίποτα δεν υλοποιείται στην πραγματικότητα. Υποτίθεται ότι διακηρύξαμε τα ίσα δικαιώματα επειδή δεν αντέχαμε την ανισότητα των δυνάμεων της κοινωνίας. Εντάξει, οι διακρίσεις καταγωγής καταργήθηκαν. Πώς μπορούν όμως να καταργηθούν κι εκείνες που έχουν να κάνουν με την ανωτερότητα των φυσικών ικανοτήτων; Δεν υπάρχει τρόπος! Κι όμως είναι αρκετές για να αποκαταστήσουν προνόμια, για να υψώσουν μεταξύ των ανθρώπων φράγματα, τόσο αξεπέραστα όσο και αυτά τα οποία χώριζαν κάποτε τις διαφορετικές κοινωνικές τάξεις. Σήμερα ο καθένας στη γραμμή εκκίνησης μπορεί να πάρει τη θέση που είναι εκ φύσεως ικανός να πάρει. Έτσι, άλλοι καταφέρνουν και εξυψώνονται από τη δουλειά και τα ταλέντα τους στα υψηλότερα στρώματα, άλλοι δεν μπορούν να κατακτήσουν κάτι παραπάνω παρά μόνο τις μεσαίες θέσεις του μεγάλου όχλου κι άλλοι, που έτυχε να γεννηθούν σε οικογένειες των υψηλών στρωμάτων, επειδή δεν έχουν ταλέντα σε συνδυασμό με ανάλογη εργατικότητα, κατρακυλούν στα τελευταία στρώματα της κοινωνίας, στα οποία και είναι αναγκασμένοι να παραμείνουν για όλη τους τη ζωή. 

Τι συμπέρασμα λοιπόν μπορεί να βγάλει κανείς; Ότι όλα βρίσκονται στο βάθος της ανθρώπινης ψυχής. Εκεί υπάρχουν ισχυρά ένστικτα, που εξαιτίας τους οι άνθρωποι δέχονται να υφίστανται τα πάντα και να σκύβουν το κεφάλι. Ο κάθε άνθρωπος μεμονωμένα και, κατ’ επέκτασιν, οι πολλές και διαφορετικές ομάδες που απαρτίζουν την κοινωνία έλκονται προς τα πάνω ή μένουν προσκολλημένοι στην κατάντια στην οποία γεννήθηκαν από δυνάμεις έλξης και βαρύτητας, των οποίων οι αρχές βρίσκονται μέσα στην ψυχή τούς κι από τις οποίες δεν μπορούν να γλιτώσουν.

Όλες οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους διαμορφώνονται σύμφωνα με το αν ο καθένας είναι πλασμένος να επιβάλλει ή να υφίσταται. Πρώτα υποτασσόμαστε στον εαυτό μας και στη συνέχεια στους άλλους. Πάντα ανάλογα με το βαθμό ψυχικής δύναμης, η οποία υπάρχει εκ γενετής μέσα τους. Αυτή είναι εκείνη που κυριαρχεί και, ό,τι και να κάνουν, αυτή είναι που τους καθορίζει τη θέση τους στην κοινωνία.

Η πραγματικότητα που περιγράφεται πιο πάνω εμπεριέχει, ασφαλώς, ένα είδος μοιρολατρίας, η οποία έχει να κάνει με την κατανομή της εξυπνάδας και της αντοχής καθώς και των άλλων κοινωνικά ενεργών πλεονεκτημάτων του χαρακτήρα ανάμεσα στους ανθρώπους, κατανομή που έχει να κάνει αποκλειστικά και μόνο με την εκάστοτε ιδιοτροπία της τύχης.

■ Η δύναμη, η περιουσία, η κοινωνική θέση, η φήμη και η δόξα είναι σε ανεπάρκεια. Δεν μπορούν να τα κατέχουν παρά μόνο οι λίγοι κι εκλεκτοί.
■ Το ξεκίνημα της ζωής του κάθε ανθρώπου δεν είναι παρά μια λοταρία στην οποία λίγοι μόνο αριθμοί κερδίζουν. Οι κερδισμένοι έχουν πολύ περισσότερα φυσικά εφόδια για να παραγκωνίσουν τους υπόλοιπους.
■ Το κράμα των ανθρώπων της κοινωνίας μοιάζει με τα πλήθη που συνωστίζονται σε πολύ μικρούς δημόσιους χώρους και προσπαθούν να μη μείνουν απ’ έξω. Αυτοί που δεν έχουν πολύ δυνατά πλευρά για ν’ αντέξουν την πίεση συνθλίβονται ή αυτοί που το κεφάλι τους δεν ξεπερνά πολύ το μέσο ύψος στο πλήθος για να μπορούν να αναπνεύσουν, πνίγονται.
■ Στο παιχνίδι των κοινωνικών δυνάμεων, οτιδήποτε είναι ασθενές αναπόφευκτα ισοπεδώνεται. Αυτός είναι ο νόμος της μάχης, κι αυτό στην εποχή μας είναι η μεγαλύτερη αλήθεια.
■ Στα πόδια των κατακτητών του, ο άνθρωπος που έχει πια πέσει είναι ένα τίποτα, ένα συνηθισμένο πτώμα κάποιου που είναι φυσικό να χαθεί στο πεδίο της μάχης.
■ Οι ιαχές του πλήθους πνίγουν τους αναστεναγμούς του ηττημένου και η κυρίαρχη ιαχή ανάμεσα στο πλήθος είναι: Επιτυχία! Στόχοι!
■ Επιτυχία! Στόχοι! Οι λέξεις αυτές καθορίζουν ολόκληρο τον πολιτισμό. Η τελευταία λέξη της σύγχρονης κοινωνικής φιλοσοφίας δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά το να αναζητάς τρόπους για να πετύχεις.
■ Το δρόμο προς την Επιτυχία δεν γίνεται να σ’ τον δείξει άλλος. Είναι δρόμος απόλυτα προσωπικός. Πρέπει να τον βρεις μόνος σου. Το μόνο που μπορεί να σε καθοδηγήσει για να τον βρεις είναι τα εξής αξιώματα, που έχουν προκύψει από την εμπειρία:
● Τα μυστικά της ζωής δεν είναι κάτι που μαθαίνεται θεωρητικά.
● Όταν μάθουμε τη ζωή είναι ανοησία να προσπαθήσουμε να την μάθουμε και σε άλλους. Η διδασκαλία μας δεν πρόκειται να τους χρησιμεύσει σε τίποτα.
● Αυτοί που κάθονται και πολυψάχνουν θεωρητικά τη ζωή είναι αυτοί οι οποίοι λιγότερο επιτυχημένοι.
■ Δε μπορούμε να κρίνουμε τους ανθρώπους από αυτά τα οποία φαίνονται, αφού όσα φαίνονται δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Δε μπορούμε να τους κρίνουμε με βάση αυτά που λένε, αφού δεν λένε αυτά τα οποία σκέφτονται. Κι ακόμα κι αν ήταν ειλικρινείς, δεν θα μπορούσαμε να τους πιστέψουμε, αφού κι αυτοί οι ίδιοι δεν γνωρίζουν αρκετά τον εαυτό τους για να μπορέσουν να μας διαβεβαιώσουν πως πάντα θα συμβαδίζουν τα λόγια και τις πράξεις τους.

Ηράκλειτος: Η τραγικότητα της καθημερινής μας ύπαρξης

Ηράκλειτος ο Εφέσιος

§1 Κείμενο:

«οὐ γὰρ φρονέουσι τοιαῦτα πολλοί, ὁκοίοις ἐγκυρεῦσιν, οὐδὲ μαθόντες γινώσκουσιν, ἑωυτοῖσι δὲ δοκέουσι» (απ. 17).

§2 Μετάφραση

Πράγματι, οι περισσότεροι άνθρωποι δεν κατανοούν τέτοια πράγματα (που αποκαλύπτει ο λόγος), σαν αυτά που συναντούν τυχαία, ούτε τα γνωρίζουν, όταν τους τα διδάξουν άλλοι, πιστεύουν όμως ότι τα γνωρίζουν.

§3 Ερμηνεία ‒ κατανόηση

Η πυρηνική σκέψη του αποσπάσματος σχετίζεται με την κριτική του Ηράκλειτου, από τη σκοπιά του καθολικού Λόγου, στον τρόπο με τον οποίο οι πιο πολλοί άνθρωποι σκέφτονται και γνωρίζουν τα πράγματα:

α) οὐ … φρονέουσι … ἐγκυρεῦσιν:

1. Ο Ηράκλειτος φαίνεται πως με τις εν λόγω προτάσεις του παρακολουθεί από κοντά αντίστοιχες λεκτικές ρήσεις του Αρχίλοχου, για να αναιρέσει στοχαστικά το περιεχόμενό τους. Οι πολλοί, κοινοί θνητοί ως προς την σκέψη, για τους οποίους στο απ. 1 λέει πως δεν καταλαβαίνουν τι λέει ο Λόγος, παρουσιάζονται κι εδώ να μην μπορούν να κατανοήσουν την πραγματικότητα. Στο ίδιο απόσπασμα, όπως και στα απ. 34 και 72 τους διακρίνει από τον μυημένο στον καθολικό Λόγο, δηλαδή από τον φιλόσοφο, από τον φίλο της σοφίας (απ. 35). Ο τελευταίος, ακριβώς επειδή επιζητεί τη μύησή του στον καθολικό Λόγο, ψάχνει να βρει τον εαυτό του (απ.101): στοχάζεται βαθιά, μελετά προσεκτικά, με βάση τις επιταγές αυτού του λόγου, κάθε πράγμα που συναντά μπροστά του και επιχειρεί να το κατανοήσει στην ενδότερη αλήθεια του Είναι του, της φύσης του.

2. Απεναντίας, οι άλλοι (απ.1), οι μη φιλόσοφοι, δεν αντιμετωπίζουν με τη δέουσα προσοχή τα πράγματα που βρίσκουν μπροστά τους, με την ιδιάζουσα στη φύση των πραγμάτων σκέψη/εννόηση, αλλά τα προσπερνούν βιαστικά και έτσι τα εγκαταλείπουν ανερεύνητα, αποσυρόμενοι οι ίδιοι μέσα στον κύκλο-κύκλωμα της άσκεφτης υποκειμενικότητάς τους. Κατ’ αυτό τον τρόπο συσκοτίζουν την πραγματικότητα.

3. Μέσα στην καθολική, συμπαντική ροή, το πράγμα έχει θέση ως μέρος της φύσης, του Είναι ως τέτοιου. Το να αφηνόμαστε λοιπόν στη σκέψη του πράγματος σημαίνει να επιχειρούμε να κατανοούμε τη φύση του και σε άρρηκτη διασύνδεση με τούτη την κατανόηση να διανοιγόμαστε σ’ αυτό που είναι καθολικό, που υπάρχει συμπαντικά, και να απελευθερωνόμαστε από τη γεμάτη ψευδαισθήσεις υποκειμενικότητα.

4. Αυτή-εδώ μας αποκόπτει, μας απομονώνει από την καθολική φύση, από το Είναι, ενώ η σκέψη μας αποκαλύπτει ότι το πράγμα συνυφαίνεται με τα άλλα πράγματα και δεν είναι κάτι που αρέσκεται απλώς να προσκολλάται στον εαυτό του. Επομένως μας επιτρέπει να το λαμβάνουμε, στην καθεαυτότητά του, θεμελιωδώς υπόψη ως κριτήριο, ως μέτρο για την ελευθερία του υποκειμένου, για την αλήθεια της φύσης, του Είναι του τελευταίου και της καθολικής φύσης. Το Είναι λοιπόν είναι αναφορική σχέση και ο κόσμος συναφώς Άνοιγμα: είναι αυτό τούτο το Άνοιγμα, όπου όλα συνδέονται με όλα. Το έργο της σκέψης, ως εκ τούτου, έγκειται στο να μας οδηγεί σε τούτο το Άνοιγμα.

β) οὐδὲ μαθόντες γινώσκουσιν:

το γιγνώσκειν διαφέρει από το φρονεῖν, καθώς είναι αποτέλεσμα μιας διαδικασίας μάθησης: πληροφόρησης και σταθερής γνώσης, που καθιστά το πράγμα αντικείμενο. Οι άνθρωποι αυτής της πληροφοριακής, της καθιδρυμένης ορισμένως γνώσης ‒με σημερινούς όρους: οι εξειδικευμένοι επιστήμονες, αλλά και όσοι εικοτολογούν‒ ακολουθούν μια αντικειμενική, επιστημονική στάση, που είναι κι αυτή στάση συγκάλυψης του πράγματος, καθώς το θεωρούν από τη σκοπιά της δικής τους υποκειμενικότητας, των δικών τους αρχών και μόνο με βάση αυτές τις αρχές το κρίνουν άξιο να γίνεται αντικείμενο της γνώμης-γνώσης τους. έτσι το εγκλείουν στον κύκλο-κύκλωμα της υποκειμενικότητάς τους.

γ) ἑωυτοῖσι δὲ δοκέουσι:

Κάθε υποκειμενικότητα, αλλά και η υποκειμενικότητα καθόλου, τουτέστι οι άλλοι άνθρωποι, πλην των φίλων της σοφίας, των ακολουθούντων τον καθολικό λόγο, έχουν ως μέτρο της ερμηνευτικής τους πράξης τον εαυτό τους και επιχειρούν να προσεγγίσουν το πράγμα με βάση την κατ’ αίσθηση αντίληψή τους, την αισθητηριακή τους γνώμη. Στερούνται έτσι τη δυνατότητα να σκέπτονται τα πολλά μέσα από την ενδοσυνάφεια των τελευταίων με το Έν, με την εννοιολογική τους Εν-ότητα, κατά τον Χέγκελ, ακόμη κι αν κανείς επιχειρήσει να τους την διδάξει.

Βέβαια, εδώ δεν πρέπει να ερμηνεύεται ο Ηράκλειτος, σαν να θέλει να θυσιάσει την υποκειμενικότητα στο βωμό της αντικειμενικότητας ή μιας αλλότριας πραγμότητας, αλλά από τη σκοπιά της ερμηνευτικής διαλεκτικής του πνεύματος, της έννοιας, του συμπαντικά εννοιολογικού Ενός.

ΠΛΑΤΩΝ: Πολιτεία (419a-421c)

ΒΙΒΛΙΟΝ Δ'

[419a] Καὶ ὁ Ἀδείμαντος ὑπολαβών, Τί οὖν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ἀπολογήσῃ, ἐάν τίς σε φῇ μὴ πάνυ τι εὐδαίμονας ποιεῖν τούτους τοὺς ἄνδρας, καὶ ταῦτα δι᾽ ἑαυτούς, ὧν ἔστι μὲν ἡ πόλις τῇ ἀληθείᾳ, οἱ δὲ μηδὲν ἀπολαύουσιν ἀγαθὸν τῆς πόλεως, οἷον ἄλλοι ἀγρούς τε κεκτημένοι καὶ οἰκίας οἰκοδομούμενοι καλὰς καὶ μεγάλας, καὶ ταύταις πρέπουσαν κατασκευὴν κτώμενοι, καὶ θυσίας θεοῖς ἰδίας θύοντες, καὶ ξενοδοκοῦντες, καὶ δὴ καὶ ἃ νυνδὴ σὺ ἔλεγες, χρυσόν τε καὶ ἄργυρον κεκτημένοι καὶ πάντα ὅσα νομίζεται τοῖς μέλλουσιν μακαρίοις εἶναι; ἀλλ᾽ ἀτεχνῶς, φαίη ἄν, ὥσπερ ἐπίκουροι μισθωτοὶ ἐν [420a] τῇ πόλει φαίνονται καθῆσθαι οὐδὲν ἄλλο ἢ φρουροῦντες.
Ναί, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ ταῦτά γε ἐπισίτιοι καὶ οὐδὲ μισθὸν πρὸς τοῖς σιτίοις λαμβάνοντες ὥσπερ οἱ ἄλλοι, ὥστε οὐδ᾽ ἂν ἀποδημῆσαι βούλωνται ἰδίᾳ, ἐξέσται αὐτοῖς, οὐδ᾽ ἑταίραις διδόναι, οὐδ᾽ ἀναλίσκειν ἄν ποι βούλωνται ἄλλοσε, οἷα δὴ οἱ εὐδαίμονες δοκοῦντες εἶναι ἀναλίσκουσι. ταῦτα καὶ ἄλλα τοιαῦτα συχνὰ τῆς κατηγορίας ἀπολείπεις.
Ἀλλ᾽, ἦ δ᾽ ὅς, ἔστω καὶ ταῦτα κατηγορημένα.
[420b] Τί οὖν δὴ ἀπολογησόμεθα, φῄς;
Ναί.
Τὸν αὐτὸν οἶμον, ἦν δ᾽ ἐγώ, πορευόμενοι εὑρήσομεν, ὡς ἐγᾦμαι, ἃ λεκτέα. ἐροῦμεν γὰρ ὅτι θαυμαστὸν μὲν ἂν οὐδὲν εἴη εἰ καὶ οὗτοι οὕτως εὐδαιμονέστατοί εἰσιν, οὐ μὴν πρὸς τοῦτο βλέποντες τὴν πόλιν οἰκίζομεν, ὅπως ἕν τι ἡμῖν ἔθνος ἔσται διαφερόντως εὔδαιμον, ἀλλ᾽ ὅπως ὅτι μάλιστα ὅλη ἡ πόλις. ᾠήθημεν γὰρ ἐν τῇ τοιαύτῃ μάλιστα ἂν εὑρεῖν δικαιοσύνην καὶ αὖ ἐν τῇ κάκιστα οἰκουμένῃ [420c] ἀδικίαν, κατιδόντες δὲ κρῖναι ἂν ὃ πάλαι ζητοῦμεν. νῦν μὲν οὖν, ὡς οἰόμεθα, τὴν εὐδαίμονα πλάττομεν οὐκ ἀπολαβόντες ὀλίγους ἐν αὐτῇ τοιούτους τινὰς τιθέντες, ἀλλ᾽ ὅλην· αὐτίκα δὲ τὴν ἐναντίαν σκεψόμεθα. ὥσπερ οὖν ἂν εἰ ἡμᾶς ἀνδριάντα γράφοντας προσελθών τις ἔψεγε λέγων ὅτι οὐ τοῖς καλλίστοις τοῦ ζῴου τὰ κάλλιστα φάρμακα προστίθεμεν —οἱ γὰρ ὀφθαλμοὶ κάλλιστον ὂν οὐκ ὀστρείῳ ἐναληλιμμένοι εἶεν ἀλλὰ μέλανι— μετρίως ἂν [420d] ἐδοκοῦμεν πρὸς αὐτὸν ἀπολογεῖσθαι λέγοντες· «Ὦ θαυμάσιε, μὴ οἴου δεῖν ἡμᾶς οὕτω καλοὺς ὀφθαλμοὺς γράφειν, ὥστε μηδὲ ὀφθαλμοὺς φαίνεσθαι, μηδ᾽ αὖ τἆλλα μέρη, ἀλλ᾽ ἄθρει εἰ τὰ προσήκοντα ἑκάστοις ἀποδιδόντες τὸ ὅλον καλὸν ποιοῦμεν· καὶ δὴ καὶ νῦν μὴ ἀνάγκαζε ἡμᾶς τοιαύτην εὐδαιμονίαν τοῖς φύλαξι προσάπτειν, ἣ ἐκείνους πᾶν μᾶλλον [420e] ἀπεργάσεται ἢ φύλακας. ἐπιστάμεθα γὰρ καὶ τοὺς γεωργοὺς ξυστίδας ἀμφιέσαντες καὶ χρυσὸν περιθέντες πρὸς ἡδονὴν ἐργάζεσθαι κελεύειν τὴν γῆν, καὶ τοὺς κεραμέας κατακλίναντες ἐπὶ δεξιὰ πρὸς τὸ πῦρ διαπίνοντάς τε καὶ εὐωχουμένους, τὸν τροχὸν παραθεμένους, ὅσον ἂν ἐπιθυμῶσι κεραμεύειν, καὶ τοὺς ἄλλους πάντας τοιούτῳ τρόπῳ μακαρίους ποιεῖν, ἵνα δὴ ὅλη ἡ πόλις εὐδαιμονῇ. ἀλλ᾽ ἡμᾶς μὴ οὕτω νουθέτει· ὡς, ἄν σοι πειθώμεθα, οὔτε ὁ γεωργὸς γεωργὸς [421a] ἔσται οὔτε ὁ κεραμεὺς κεραμεὺς οὔτε ἄλλος οὐδεὶς οὐδὲν ἔχων σχῆμα ἐξ ὧν πόλις γίγνεται. ἀλλὰ τῶν μὲν ἄλλων ἐλάττων λόγος· νευρορράφοι γὰρ φαῦλοι γενόμενοι καὶ διαφθαρέντες καὶ προσποιησάμενοι εἶναι μὴ ὄντες πόλει οὐδὲν δεινόν, φύλακες δὲ νόμων τε καὶ πόλεως μὴ ὄντες ἀλλὰ δοκοῦντες ὁρᾷς δὴ ὅτι πᾶσαν ἄρδην πόλιν ἀπολλύασιν, καὶ αὖ τοῦ εὖ οἰκεῖν καὶ εὐδαιμονεῖν μόνοι τὸν καιρὸν ἔχουσιν». εἰ μὲν οὖν ἡμεῖς μὲν φύλακας ὡς ἀληθῶς [421b] ποιοῦμεν ἥκιστα κακούργους τῆς πόλεως, ὁ δ᾽ ἐκεῖνο λέγων γεωργούς τινας καὶ ὥσπερ ἐν πανηγύρει ἀλλ᾽ οὐκ ἐν πόλει ἑστιάτορας εὐδαίμονας, ἄλλο ἄν τι ἢ πόλιν λέγοι. σκεπτέον οὖν πότερον πρὸς τοῦτο βλέποντες τοὺς φύλακας καθιστῶμεν, ὅπως ὅτι πλείστη αὐτοῖς εὐδαιμονία ἐγγενήσεται, ἢ τοῦτο μὲν εἰς τὴν πόλιν ὅλην βλέποντας θεατέον εἰ ἐκείνῃ ἐγγίγνεται, τοὺς δ᾽ ἐπικούρους τούτους καὶ τοὺς [421c] φύλακας ἐκεῖνο ἀναγκαστέον ποιεῖν καὶ πειστέον, ὅπως ὅτι ἄριστοι δημιουργοὶ τοῦ ἑαυτῶν ἔργου ἔσονται, καὶ τοὺς ἄλλους ἅπαντας ὡσαύτως, καὶ οὕτω συμπάσης τῆς πόλεως αὐξανομένης καὶ καλῶς οἰκιζομένης ἐατέον ὅπως ἑκάστοις τοῖς ἔθνεσιν ἡ φύσις ἀποδίδωσι τοῦ μεταλαμβάνειν εὐδαιμονίας.
Ἀλλ᾽, ἦ δ᾽ ὅς, καλῶς μοι δοκεῖς λέγειν.
Ἆρ᾽ οὖν, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ τὸ τούτου ἀδελφὸν δόξω σοι μετρίως λέγειν;
Τί μάλιστα;

***
Πώς να ζουν οι άρχοντες

[419a] Πήρε το λόγο τότε ο Αδείμαντος και είπε· Μα τί θα έχεις ν᾽ απολογηθείς, Σωκράτη, αν σου πει κανείς πως δεν κάνεις και πάρα πολύ ευτυχισμένους αυτούς τους πολεμιστές, και μάλιστα από φταίξιμο δικό τους, γιατί ενώ αυτοί πραγματικά έχουν στην εξουσία τους την πόλη, δεν απολαβαίνουν τίποτ᾽ από τ᾽ αγαθά της, όπως άλλοι που έχουν αποκτήσει χωράφια και χτίζουν σπίτια μεγάλα και ωραία και τα επιπλώνουν έτσι καθώς πρέπει και είναι σε θέση να προσφέρουν στους θεούς θυσίες από τα δικά τους και να φιλεύουν ξένους και να έχουν αυτά δα που έλεγες και συ τώρα, χρυσάφι και ασήμι και όλα τ᾽ άλλα που παραδέχονται όλοι πως αποτελούν την ευτυχία του ανθρώπου· και μ᾽ ένα λόγο, θα ᾽λεγε κανείς, πως δεν κάθονται [420a] στην πόλη για τίποτ᾽ άλλο παρά για να τη φυλάγουν μονάχα.
Ναι, είπα εγώ, και βάλε ακόμα πως μόνο την τροφή τους παίρνουν και κανέναν άλλο μισθό εκτός απ᾽ αυτή, καθώς όλοι οι άλλοι μισθωτοί, ώστε να μην μπορούν να κάμουν, αν θελήσουν, κανένα ταξίδι, ούτε να διασκεδάσουν με γυναίκες, ούτε να κάμουν κανένα άλλο έξοδο, καθώς δα εκείνοι που τους θεωρεί ο κόσμος ευτυχισμένους· αυτά και άλλα πολλά τέτοια παραλείπεις από το κατηγορητήριό σου.
Βάλε τα λοιπόν κι αυτά μέσα στην κατηγορία.
[420b] Τώρα λοιπόν μ᾽ αρωτάς τί θ᾽ απολογηθούμε;
Ναι.
Τον ίδιο δρόμο, νομίζω, πως θα τραβήξομε, για να βρούμε τί πρέπει ν᾽ απαντήσομε· θα πούμε δηλαδή πως δεν θα ήταν καθόλου παράδοξο αν, και μ᾽ όλα ταύτα, είναι ευτυχέστατοι και αυτοί, μα όταν όμως θεμελιώνομε την πολιτεία μας, δεν αποβλέπομε πώς θα είναι μια ξεχωριστή μόνο τάξη ευτυχισμένη, αλλά, όσο μπορεί περισσότερο, ολόκληρη η πόλη. Γιατί νομίσαμε πως μέσα σ᾽ αυτή θα βρίσκαμε τη δικαιοσύνη καθώς πάλι την αδικία μες στην πιο κακοκυβερνημένη [420c] πόλη, κι έτσι, αφού θα τις είχαμε μπρος στα μάτια μας, να βγάλομε την απόφασή μας πάνω σ᾽ αυτό που τόση ώρα ζητούμε· τώρα λοιπόν, όπως το βάζομε στο νου μας, καταγινόμαστε να πλάσομε την ευτυχισμένη πόλη, χωρίς να κάνομε διακρίσεις και να δίνομε την ευτυχία σε μερικούς μόνο, μα σ᾽ όλη την πόλη. Κατόπι θα εξετάσομε και την αντίθετή της. Καθώς λοιπόν εκεί που θα χρωματίζαμε αγάλματα, αν μας πλησίαζε ένας και μας έψεγε πως δε βάζομε τα ωραιότερα χρώματα στα ωραιότερα μέρη της εικόνας και πως θα ᾽πρεπε τα μάτια, που είναι το πιο ωραιότερο, να τα είχαμε αλείψει με χρώμα πορφύρας και όχι με μελανί, [420d] θα του απαντούσαμε νομίζω με το μέτρο που χρειάζονταν, αν του λέγαμε: μη φαντάζεσαι, καλέ μας άνθρωπε, πως πρέπει να ζωγραφίζομε έτσι ωραία τα μάτια που ούτε μάτια να φαίνονται πια, ούτε και τα άλλα μέρη, μα κοίτα αν βάζομε το καθένα το χρώμα που του ταιριάζει, ώστε να φαίνεται ωραίο το σύνολο — έτσι και συ τώρα μη μας αναγκάζεις να παραχωρούμε στους φρουρούς μας μια τέτοια ευδαιμονία που θα τους καταντήσει κάθε άλλο [420e] να είναι πια παρά φρουροί· γιατί ξέρουμε βέβαια κι εμείς να ντύσουμε τους γεωργούς με πολύτιμα φορέματα και να τους φορτώσουμε χρυσαφικά και να τους επιτρέψουμε να καλλιεργούν τη γη έτσι για ευχαρίστησή τους· και τους αγγειοπλάστες να τους ξαπλώσουμε έτσι βολικά αντίκρυ στη φωτιά, να πίνουν αράδα και να γλεντοκοπούν, με παράμερα βαλμένο τον τροχό, να τον δουλεύουν όποταν του έρχεται η όρεξη· και όλους τους άλλους με τον ίδιο τρόπο να τους κάμουμε ευτυχισμένους, για να πλέει έτσι δα τάχα μέσα στην ευδαιμονία ολόκληρ᾽ η πόλη· μα εμάς μη μας δίνεις αυτή τη συμβουλή· γιατί, αν σ᾽ ακούσουμε και το κάμουμε, ούτε ο γεωργός θα είναι πια [421a] γεωργός, ούτε ο αγγειοπλάστης αγγειοπλάστης, ούτε κανείς άλλος από κείνους που κάνουν την πόλη θα μπορεί να σταθεί στον προορισμό του· μα όσο για τους άλλους δεν έχει βέβαια και μεγάλη σημασία· γιατί αν γίνουν κακοί και χαλάσουν οι μπαλωματήδες, και κάνουν πως είναι κάτι, ενώ δεν είναι τίποτα, μικρή η ζημία για την πόλη· ενώ οι φύλακες των νόμων και της πολιτείας, αν δεν είναι πραγματικά τέτοιοι, παρά μόνο με τ᾽ όνομα, το βλέπεις δα και συ πως εξολοθρεύουν συθέμελα ολάκερη την πόλη και πως πάλι απ᾽ αυτούς μονάχα κρέμεται η καλή κυβέρνηση και η ευδαιμονία της. Αν λοιπόν εμείς εννοούμε να κάμουμε [421b] πραγματικούς φρουρούς, ανίκανους να βλάψουν και στο παραμικρότερο την πόλη, αυτός που λέει εκείνα τα άλλα και τους θέλει ένα είδος γεωργούς και σαν σε πανηγύρι, όχι σε πόλη, χαροκόπους καλοζωισμένους, κάθε άλλο βέβαια έχει υπόψη του παρά πόλη· εμείς αυτό έχομε να κοιτάξομε, αν, όταν διορίζομε τους φρουρούς, ο σκοπός μας είναι πώς να έχουν αυτοί όσο γίνεται περισσότερη ευδαιμονία, ή αν πρέπει ν᾽ αποβλέπομε στο πώς να υπάρχει αυτή η ευδαιμονία σε ολόκληρη την πόλη, κι έτσι να αναγκάσομε και να πείσομε αυτούς τους επικούρους και [421c] τους φρουρούς, καθώς και όλους τους άλλους γενικά, πώς να είναι όσο μπορεί ο καθένας καλύτερος στη δουλειά του· και μ᾽ αυτό τον τρόπο, όσο μεγαλώνει η πόλη και αποκτά την καλή της κυβέρνηση, ν᾽ αφήνομε σε καθεμιά τάξη ν᾽ απολαβαίνει το μερδικό της ευδαιμονίας που της ανήκει από τη φύση του είδους της.
Μα σωστά βέβαια μου φαίνεται πως τα λες.
Άραγε λοιπόν θα σου φανεί το ίδιο σωστό και κάτι άλλο ανάλογο που θα σου πω;
Λέγε το ν᾽ ακούσομε.