Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἱππόλυτος (1173-1256)

ΑΓ. ἡμεῖς μὲν ἀκτῆς κυμοδέγμονος πέλας
ψήκτραισιν ἵππων ἐκτενίζομεν τρίχας
1174 κλαίοντες· ἦλθε γάρ τις ἄγγελος λέγων
ὡς οὐκέτ᾽ ἐν γῆι τῆιδ᾽ ἀναστρέψοι πόδα
Ἱππόλυτος, ἐκ σοῦ τλήμονας φυγὰς ἔχων.
ὁ δ᾽ ἦλθε ταὐτὸν δακρύων ἔχων μέλος
ἡμῖν ἐπ᾽ ἀκτάς, μυρία δ᾽ ὀπισθόπους
1180 φίλων ἅμ᾽ ἔστειχ᾽ ἡλίκων ‹θ᾽› ὁμήγυρις.
χρόνωι δὲ δή ποτ᾽ εἶπ᾽ ἀπαλλαχθεὶς γόων·
Τί ταῦτ᾽ ἀλύω; πειστέον πατρὸς λόγοις.
ἐντύναθ᾽ ἵππους ἅρμασι ζυγηφόρους,
δμῶες, πόλις γὰρ οὐκέτ᾽ ἔστιν ἥδε μοι.
1185 τοὐνθένδε μέντοι πᾶς ἀνὴρ ἠπείγετο,
καὶ θᾶσσον ἢ λέγοι τις ἐξηρτυμένας
πώλους παρ᾽ αὐτὸν δεσπότην ἐστήσαμεν.
μάρπτει δὲ χερσὶν ἡνίας ἀπ᾽ ἄντυγος,
αὐταῖς ἐν ἀρβύλαισιν ἁρμόσας πόδας.
1190 καὶ πρῶτα μὲν θεοῖς εἶπ᾽ ἀναπτύξας χέρας·
Ζεῦ, μηκέτ᾽ εἴην εἰ κακὸς πέφυκ᾽ ἀνήρ·
αἴσθοιτο δ᾽ ἡμᾶς ὡς ἀτιμάζει πατὴρ
ἤτοι θανόντας ἢ φάος δεδορκότας.
κἀν τῶιδ᾽ ἐπῆγε κέντρον ἐς χεῖρας λαβὼν
1195 πώλοις ἁμαρτῆι· πρόσπολοι δ᾽ ὑφ᾽ ἅρματος
πέλας χαλινῶν εἱπόμεσθα δεσπότηι
τὴν εὐθὺς Ἄργους κἀπιδαυρίας ὁδόν.
ἐπεὶ δ᾽ ἔρημον χῶρον εἰσεβάλλομεν,
ἀκτή τις ἔστι τοὐπέκεινα τῆσδε γῆς
1200 πρὸς πόντον ἤδη κειμένη Σαρωνικόν.
ἔνθεν τις ἠχὼ χθόνιος, ὡς βροντὴ Διός,
βαρὺν βρόμον μεθῆκε, φρικώδη κλύειν·
ὀρθὸν δὲ κρᾶτ᾽ ἔστησαν οὖς τ᾽ ἐς οὐρανὸν
ἵπποι, παρ᾽ ἡμῖν δ᾽ ἦν φόβος νεανικὸς
1205 πόθεν ποτ᾽ εἴη φθόγγος. ἐς δ᾽ ἁλιρρόθους
ἀκτὰς ἀποβλέψαντες ἱερὸν εἴδομεν
κῦμ᾽ οὐρανῶι στηρίζον, ὥστ᾽ ἀφηιρέθη
Σκίρωνος ἀκτὰς ὄμμα τοὐμὸν εἰσορᾶν,
ἔκρυπτε δ᾽ Ἰσθμὸν καὶ πέτραν Ἀσκληπιοῦ.
1210 κἄπειτ᾽ ἀνοιδῆσάν τε καὶ πέριξ ἀφρὸν
πολὺν καχλάζον ποντίωι φυσήματι
χωρεῖ πρὸς ἀκτὰς οὗ τέθριππος ἦν ὄχος.
αὐτῶι δὲ σὺν κλύδωνι καὶ τρικυμίαι
κῦμ᾽ ἐξέθηκε ταῦρον, ἄγριον τέρας·
1215 οὗ πᾶσα μὲν χθὼν φθέγματος πληρουμένη
φρικῶδες ἀντεφθέγγετ᾽, εἰσορῶσι δὲ
κρεῖσσον θέαμα δεργμάτων ἐφαίνετο.
εὐθὺς δὲ πώλοις δεινὸς ἐμπίπτει φόβος·
καὶ δεσπότης μὲν ἱππικοῖσιν ἤθεσιν
1220 πολὺς ξυνοικῶν ἥρπασ᾽ ἡνίας χεροῖν,
ἕλκει δὲ κώπην ὥστε ναυβάτης ἀνήρ,
ἱμᾶσιν ἐς τοὔπισθεν ἀρτήσας δέμας·
αἱ δ᾽ ἐνδακοῦσαι στόμια πυριγενῆ γνάθοις
βίαι φέρουσιν, οὔτε ναυκλήρου χερὸς
1125 οὔθ᾽ ἱπποδέσμων οὔτε κολλητῶν ὄχων
μεταστρέφουσαι. κεἰ μὲν ἐς τὰ μαλθακὰ
γαίας ἔχων οἴακας εὐθύνοι δρόμον,
προυφαίνετ᾽ ἐς τὸ πρόσθεν, ὥστ᾽ ἀναστρέφειν,
ταῦρος, φόβωι τέτρωρον ἐκμαίνων ὄχον·
1230 εἰ δ᾽ ἐς πέτρας φέροιντο μαργῶσαι φρένας,
σιγῆι πελάζων ἄντυγι ξυνείπετο,
ἐς τοῦθ᾽ ἕως ἔσφηλε κἀνεχαίτισεν
ἁψῖδα πέτρωι προσβαλὼν ὀχήματος.
σύμφυρτα δ᾽ ἦν ἅπαντα· σύριγγές τ᾽ ἄνω
1235 τροχῶν ἐπήδων ἀξόνων τ᾽ ἐνήλατα,
αὐτὸς δ᾽ ὁ τλήμων ἡνίαισιν ἐμπλακεὶς
δεσμὸν δυσεξέλικτον ἕλκεται δεθείς,
σποδούμενος μὲν πρὸς πέτραις φίλον κάρα
θραύων τε σάρκας, δεινὰ δ᾽ ἐξαυδῶν κλύειν·
1240 Στῆτ᾽, ὦ φάτναισι ταῖς ἐμαῖς τεθραμμέναι,
μή μ᾽ ἐξαλείψητ᾽. ὦ πατρὸς τάλαιν᾽ ἀρά·
τίς ἄνδρ᾽ ἄριστον βούλεται σῶσαι παρών;
πολλοὶ δὲ βουληθέντες ὑστέρωι ποδὶ
ἐλειπόμεσθα. χὠ μὲν ἐκ δεσμῶν λυθεὶς
1245 τμητῶν ἱμάντων οὐ κάτοιδ᾽ ὅτωι τρόπωι
πίπτει, βραχὺν δὴ βίοτον ἐμπνέων ἔτι·
ἵπποι δ᾽ ἔκρυφθεν καὶ τὸ δύστηνον τέρας
ταύρου λεπαίας οὐ κάτοιδ᾽ ὅποι χθονός.
δοῦλος μὲν οὖν ἔγωγε σῶν δόμων, ἄναξ,
1250 ἀτὰρ τοσοῦτόν γ᾽ οὐ δυνήσομαί ποτε,
τὸν σὸν πιθέσθαι παῖδ᾽ ὅπως ἐστὶν κακός,
οὐδ᾽ εἰ γυναικῶν πᾶν κρεμασθείη γένος
καὶ τὴν ἐν Ἴδηι γραμμάτων πλήσειέ τις
πεύκην· ἐπεί νιν ἐσθλὸν ὄντ᾽ ἐπίσταμαι.
1255 ΧΟ. αἰαῖ, κέκρανται συμφορὰ νέων κακῶν,
οὐδ᾽ ἔστι μοίρας τοῦ χρεών τ᾽ ἀπαλλαγή.

***
ΑΓΓ. Κοντά στο κυματόδαρτο ακρογιάλι,
με την ξύστρα, τις χαίτες των αλόγων
χτενίζαμε και κλαίγαμε, γιατί ᾽ρθε
κάποιος μαντατοφόρος και μας είπε
πως, από σένα ο Ιππόλυτος διωγμένος,
δε θα ξαναπατήσει στην πατρίδα.
Και νά τον ήρθε στ᾽ ακρογιάλι ο ίδιος
κλαίγοντας κι αυτός. Και πίσωθέ του πλήθος
1180 φίλοι του συνομήλικοι ακλουθούσαν.
Κι όταν με τον καιρό να σκούζει εκόπασε,
«τί παραδέρνω;» λέει. «Θα υποταχτώ
στη διάτα του πατέρα μου. Εσείς, δούλοι,
τα ζυγοφόρα τ᾽ άρματα ετοιμάστε.
Πάει, χάθηκε για μένα τούτ᾽ η χώρα»!
Βάλαμ᾽ ευτύς τα δυνατά μας όλοι
και πιο γρήγορα από όσο να το πεις
πλάι στον αφέντη τ᾽ άλογά του στήσαμε.
Κι αυτός αρπάει τα γκέμια απ᾽ το στεφάνι
τ᾽ αμαξιού και πηδάει στέρεα μέσα.
1190 Κι ασκώνοντας ψηλά τα χέρια φώναξε:
«Δία, να μη σώσω, αν έφταιξα σε τίποτα.
Κι άμποτες ο πατέρας να το νιώσει
(πεθάνω ή ζήσω) τί πολύ μ᾽ αδίκησε»!
Και παίρνοντας το καμουτσί στο χέρι
χτύπησε τ᾽ άλογά του. Εμείς στα πλάγια
τ᾽ αμαξιού τον αφέντη ακολουθούσαμε,
στο δρόμο που ίσα πάει Άργος και Πίδαβρα.
Σα βγήκαμε ανοιχτά, πέρ᾽ απ᾽ τα σύνορα,
σ᾽ έν᾽ ακρογιάλι απόμερο, απλωμένο
1200 στον κόρφο κάτου το Σαρωνικό,
βαρύ βουητό ξεχύθηκε απ᾽ τα σπλάχνα
της γης, σαν αστραπόβροντο του Δία,
που ήτανε φρίκη να τ᾽ ακούς. Τ᾽ αλόγατα
σηκώσαν τα κεφάλια τους ολόρθα
με στηλωμέν᾽ αυτιά. Και τότε εμάς
μας έπιασε μια δυνατή τρομάρα:
πούθε να ᾽ρχόταν τούτο το κακό;
Κι ως στρέψαμε τα μάτια προς τ᾽ ακρόγιαλο
το θαλασσόχτυπο, είδαμ᾽ ένα κύμα
θεοτικό, στα μεσούρανα υψωμένο,
που μας πήρε απ᾽ τα μάτια τον γκρεμό
του Σκίρωνα, του Ασκληπιού το βράχο
και τον Ισθμό. Κατόπι φουσκωμένο
1210 κι αφροκοπώντας γύρω, προχωρούσε
απ᾽ του πελάου τον άνεμο σπρωγμένο
με κλαπαγή προς τ᾽ ακροθάλασσ᾽, όπου
περνούσε το τετράλογο τ᾽ αμάξι.
Κι ευτύς μ᾽ ανεμορούφουλα κι αντάρα
ξέρασε όξω έναν ταύρον, άγριο τέρας,
που τάραξε με μουγκρητά τη γης,
που αντιβογκούσε φοβερά. Τα μάτια
δεν αντέχαν να βλέπουν τέτοιο πράμα
τρομερό. Ξιπαστήκανε τ᾽ αλόγατα
κι ο αφέντης, μαθημένος τα συνήθεια τους,
1220 τράβηξε τα λουριά τους με τα χέρια
και τα ᾽συρε, όπως σέρνει τα κουπιά του
ο ναυτικός, και του κορμιού το βάρος
το ᾽ριξε προς τα πίσου. Τότες τ᾽ άλογα,
τα πυροδουλεμένα χαλινάρια τους
δαγκάνοντας, το βάλαν στην τρεχάλα
χωρίς να λογαριάζουνε τιμόνι
του καπετάνιου κι ούτε τα λουριά τους
κι ούτε τ᾽ αμάξι, τ᾽ ομορφοδεμένο.
Κι όσο σε μαλακότοπον, τον ίσο
τραβούσε δρόμο ο καπετάνιος, τόσο
του ᾽βγαινε μπρος ο ταύρος και τρομάζοντας
τ᾽ αλόγα τού τα γύριζ᾽ οπίσω.
1230 Κι όταν σε βράχια ξέφρενα χυμούσαν,
βουβός ξωπίσου ακλούθαγεν ο ταύρος,
ωσπού ᾽κανε τ᾽ αμάξι να τρακάρει
σε ριζιμιά κοτρόνα και το τσάκισε.
Όλα θρούψαλα απάνου τιναχτήκαν,
τ᾽ αφάλια των τροχών, τα σιδερόκαρφα
των αξονιών, και αυτός ο κακομοίρης
μπερδεμένος μες στ᾽ άλυτα λουριά του
σουρνότανε, με το κεφάλι μπρος,
με σάρκες ματωμένες, προς τα βράχια
κι ήτανε φρίκη τα ξεφωνητά του:
1240 «Άλογα, σταματάτε, εγώ σας έτρεφα!
Μη με σκοτώστε!... Ω πατρική κατάρα!
Δε θα τρέξει κανένας για να σώσει
το αξιότερον απ᾽ όλους παλικάρι;»
Τρέξαν πολλοί, μα δεν τονε προφταίναν.
Και κατόπι, άμα σπάσαν τα λουριά του,
δεν ξέρω πώς, ελύθηκε και πέφτει
ξεψυχώντας με λιγοστήν ανάσα.
Τ᾽ αλόγατα αφανίστηκαν κι ο ταύρος,
τ᾽ ολέθριο τέρας! Τα κατάπιε η γης!
Κι αν είμαι δούλος του σπιτιού σου, αφέντη,
1250 ποτές δε θα μπορέσω να πιστέψω
πως άνθρωπος κακός ήταν ο γιος σου.
Κι αν κρεμαστεί των γυναικών η φάρα
ολάκερη κι αν όλα τα πευκόδασα
της Ίδης πλάκες γίνουνε και γράφουν
το ενάντιο, εγώ τη γνώμη δεν αλλάζω·
ξέρω καλά πως είχε αγνή καρδιά.
ΚΟΡ. Αλί! Καινούργιες πάλι συφορές:
Κανένας δεν ξεφεύγει απ᾽ το γραφτό του!

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη του 4ου αιώνα π.Χ.: Η όψιμη κλασική περίοδος

7.6.2. Άλλα κυκλικά κτήρια: Το Φιλιππείο της Ολυμπίας και το χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη

Στη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. παρατηρούμε ότι χρησιμοποιούνται όλο και περισσότερο στην αρχιτεκτονική στοιχεία που δεν έχουν δομική αλλά μόνο διακοσμητική λειτουργία, όπως είναι οι ημικίονες, καθώς και συνδυασμοί αρχιτεκτονικών μελών και ρυθμών που κανονικά δεν συνανήκουν. Όλα αυτά εντάσσονται σε μια προσπάθεια να εντυπωσιαστούν οι θεατές και οι επισκέπτες των κτηρίων και να δημιουργηθούν περιβάλλοντα ευχάριστα από αισθητική άποψη, ιδιαίτερα στους εσωτερικούς χώρους.
 
Ένα παράδειγμα της νέας αισθητικής είναι το Φιλιππείο στην Ολυμπία, ένα κυκλικό οικοδόμημα που κατασκευάστηκε κατά παραγγελία του βασιλιά της Μακεδονίας Φιλίππου Β' στη βορειοδυτική πλευρά του ιερού, κοντά στο Μητρώον (τον ναό της Μητέρας των θεών), όπως μας πληροφορεί ο Παυσανίας (Ελλάδος περιήγησις 5.20.9):
 
«Το Μητρώο βρίσκεται μέσα στην Άλτη καθώς και ένα οικοδόμημα κυκλικό ονομαζόμενο Φιλιππείο. Στην κορυφή του Φιλιππείου υπάρχει μια παπαρούνα ως σύνδεσμος των δοκαριών. Το οικοδόμημα αυτό βρίσκεται αριστερά της παρά το πρυτανείο εξόδου, είναι χτισμένο με τούβλα ψημένα και περιβάλλεται από κίονες. Το έχτισε ο Φίλιππος μετά την ήττα της Ελλάδας στη Χαιρώνεια. Υπάρχουν εδώ γλυπτές εικόνες του Φιλίππου και του Αλεξάνδρου και μαζί με αυτές του Αμύντα, του πατέρα του Φιλίππου. Είναι και αυτά έργα του Λεωχάρη, από ελέφαντα και χρυσάφι, όπως και οι γλυπτές εικόνες της Ολυμπιάδας και της Ευρυδίκης.»
 
Σε ένα σημείο ο Παυσανίας κάνει λάθος: οι τοίχοι του Φιλιππείου είναι χτισμένοι με γωνιασμένους λίθους και όχι με ψημένα τούβλα. Το οικοδόμημα είναι μια θόλος, όμοια εξωτερικά με εκείνες των Δελφών και της Επιδαύρου, αλλά όχι το ίδιο πολυτελής στην κατασκευή και λιγότερο πλούσια διακοσμημένη. Η διάμετρος του Φιλιππείου είναι 15,25 m· εξωτερικά έχει δεκαοκτώ ιωνικούς κίονες που συγκρατούν έναν πώρινο θριγκό, ενώ στο εσωτερικό υπάρχουν δώδεκα κορινθιακοί ημικίονες, όπως στον λίγο παλαιότερο ναό της Αλέας Αθηνάς στην Τεγέα, που θα εξετάσουμε στη συνέχεια. Ενδιαφέρον είναι ότι οι ημικίονες δεν πατούν στο έδαφος, αλλά σε έναν ψηλό τοιχοβάτη. Έτσι τα αρχιτεκτονικά αυτά στοιχεία χάνουν πλέον εντελώς την αρχική τους λειτουργία ως στηρίγματα και μετατρέπονται σε διακοσμητικά.
 
Η πληροφορία ότι ο Φίλιππος αποφάσισε να κατασκευάσει το κτήριο μετά τη μάχη της Χαιρωνείας το 338 π.Χ. οδήγησε τους αρχαιολόγους στο συμπέρασμα ότι, καθώς ούτε αυτό ούτε τα αγάλματα μπορούσαν να είναι έτοιμα πριν από τη δολοφονία του βασιλιά το 336 π.Χ., η κατασκευή πρέπει να ολοκληρώθηκε και να αφιερώθηκε με τη φροντίδα του γιου του Αλεξάνδρου. Μέσα στο Φιλιππείο, επάνω σε ημικυκλικό βάθρο που απέχει περίπου 1,5 m από τον τοίχο, ήταν στημένα πέντε αγάλματα που εικόνιζαν τα μέλη της βασιλικής οικογένειας της Μακεδονίας. Εκτός από τα αγάλματα του Φιλίππου και της γυναίκας του Ολυμπιάδας, υπήρχαν και εκείνα των γονέων του Φιλίππου, του Αμύντα Γ' και της Ευρυδίκης καθώς και του γιου και διαδόχου του, του Αλεξάνδρου. Η παρουσία αγάλματος του τελευταίου ενισχύει την άποψη ότι το κτήριο αποπερατώθηκε και αφιερώθηκε όταν ήταν ήδη βασιλιάς. Το Φιλιππείο δεν είναι ένα απλό αναθηματικό μνημείο: το κυκλικό του σχήμα, που το σχετίζει με λατρευτικά κτίσματα όπως οι θόλοι των Δελφών και της Επιδαύρου, και το γεγονός ότι τα αγάλματα ήταν χρυσελεφάντινα, όπως ορισμένα λατρευτικά αγάλματα θεών, φανερώνει την πρόθεση του Φιλίππου να εξυψώσει τη βασιλική οικογένεια της Μακεδονίας πάνω από το επίπεδο των κοινών θνητών.
 
Ο διακοσμητικός ρόλος που αποκτά η αρχιτεκτονική στη διάρκεια του 4ου αιώνα π.Χ. φαίνεται πολύ καθαρά σε ένα κομψό μνημείο της Αθήνας, που σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση: στο χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη. Στην Αθήνα της κλασικής εποχής, ως το τέλος του 4ου αιώνα, η χορηγία ήταν μια λειτουργία, με την οποία πλούσιοι πολίτες αναλάμβαναν τα έξοδα για μια θεατρική ή χορική παραγωγή σε δραματικούς ή χορικούς αγώνες. Αν η παραγωγή κέρδιζε την πρώτη νίκη, ο χορηγός είχε το δικαίωμα να στήσει ένα μνημείο με το έπαθλο, που ήταν ένας τρίποδας. Οι τρίποδες των χορηγών που είχαν νικήσει στους δραματικούς αγώνες των Διονυσίων στήνονταν κατά μήκος ενός δρόμου, που ονομαζόταν (και ονομάζεται και σήμερα) οδός Τριπόδων. Στην αρχή αυτού του δρόμου βρίσκεται το χορηγικό μνημείο του Λυσικράτη, ο οποίος νίκησε το 334 π.Χ. Ο τρίποδας στηρίζεται επάνω σε μια ψηλή κυκλική βάση, που έχει τη μορφή κυκλικού οικοδομήματος με κορινθιακούς ημικίονες, θριγκό και στέγη με φολιδωτά μαρμάρινα κεραμίδια, τα οποία εμφανίζονται εδώ για πρώτη φορά. Στη ζωφόρο επάνω από το επιστύλιο υπάρχει ανάγλυφη παράσταση, που εικονίζει τον μύθο σύμφωνα με τον οποίο ο Διόνυσος μεταμόρφωσε σε δελφίνια του Τυρρηνούς πειρατές που προσπάθησαν να τον αιχμαλωτίσουν και να τον ληστέψουν στη διάρκεια ενός θαλασσινού ταξιδιού. Το μνημείο του Λυσικράτη είναι ένα ωραίο παράδειγμα αρχιτεκτονικής κομψότητας με αποκλειστικά αισθητικό προορισμό. Αξίζει να επισημάνουμε ότι τα κορινθιακά κιονόκρανα του μνημείου χρησίμευσαν στα νεότερα χρόνια ως πρότυπα για τα κιονόκρανα πολλών νεοκλασικών κτηρίων της Αθήνας.

Η ΜΥΘΙΚΗ ΣΚΕΨΗ: Το Παραμύθι σαν άσκηση ζωής

Σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες έρευνες της Πειραματικής Ψυχολογίας, σε πολλά ξένα πανεπιστήμια, η Ανθρώπινη Νοημοσύνη, που έχει σαν έδρα κι όργανο τον εγκέφαλο είναι μια ολιστική δραστηριότητα και ταυτόχρονα επιμερίζεται σε πολλές λειτουργίες που δραστηριοποιούνται σε διάφορα μέρη του εγκεφάλου. Η ανθρώπινη νοημοσύνη μπορεί να λειτουργεί ταυτόχρονα ή μόνο, είτε σαν ολική αντίληψη είτε σε μια συγκεκριμένη δραστηριότητα. Η συγκέντρωση σε μια δραστηριότητα ( η έντονη συγκέντρωση, η προσοχή, η απορρόφηση, σε κάτι συγκεκριμένο που κάνουμε) «θαμπώνει» (μειώνει την δραστηριότητα) κατά κάποιο τρόπο την ολική δραστηριότητα ή άλλες δραστηριότητες. Αυτό δεν σημαίνει ότι όλες αυτές οι λειτουργίες δεν εξακολουθούν να γίνονται αλλά έχουν «αποκλειστεί» προσωρινά από το συνειδητό πεδίο.

Όταν είμαστε σε εγρήγορση και σκεφτόμαστε λογικά πάνω σε κάποιο θέμα αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή ακριβώς την στιγμή λειτουργούμε μόνο συνειδητά. Οι περισσότερες ενέργειες της νοημοσύνης (από «ποσοτική» άποψη) γίνονται ασυνείδητα. Το συνειδητό, η συνειδητή σκέψη δεν είναι παρά η ορατή επιφάνεια μια θάλασσας νοητικών ενεργειών με άγνωστο απύθμενο βάθος.

Οι ασυνείδητες διαδικασίες έχουν επίσης την δική τους λογική. Εκφράζονται με Εικόνες, Σύμβολα και Σχέσεις, που συλλαμβάνονται άμεσα χωρίς να γίνονται απόλυτα κατανοητές από την λογική αναλυτική σκέψη. Έτσι ο Ανθρώπινος Ψυχισμός στο βάθος του λειτουργεί ασυνείδητα. Έχει μια Λογική και χρησιμοποιεί μια Γλώσσα Συμβόλων μέσα από την οποία εκφράζεται. Η Γλώσσα του Ασυνειδήτου, της Συμβολικής Σκέψης, της Άμεσης σύλληψης της Πραγματικότητας με Εικόνες, είναι μια πανανθρώπινη και φυσική ιδιότητα της νοημοσύνης. Οι παλιότεροι άνθρωποι χρησιμοποιούσαν αυτή την δραστηριότητα της αντίληψης και την Γλώσσα των Συμβόλων πολύ περισσότερο. Κι υπάρχουν λαοί που ακόμα και σήμερα την χρησιμοποιούν. Ο δυτικός άνθρωπος, αναθρεμμένος στην χριστιανική αντίληψη (του «χωριστού», «ατομικού», προσώπου) και λειτουργώντας με την καρτεσιανή λογική (του υποκειμένου που διαχωρίζεται από το αντικείμενο) χρησιμοποιεί πιο πολύ την αναλυτική επιστημονική σκέψη. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο λογικός άνθρωπος της αναλυτικής σκέψης έχει αποκοπεί από το Βάθος του Ψυχισμού του, από την Ασυνείδητη λειτουργία της συμβολικής σκέψης και από την χρήση των Συμβόλων στη ζωή του. Ίσως να μην κατανοεί το Βάθος της Ψυχής του τόσο καλά όσο οι παλιότεροι άνθρωποι, την Γλώσσα του Ασυνειδήτου και τις εκφράσεις του αλλά βρίσκεται ακόμα κάτω από την επήρειά του.

Αν οι αρχαίοι πολιτισμοί, χιλιετηρίδες πίσω, αφουγκράζονταν προσεκτικά το Βάθος της Ανθρώπινης Ψυχής κι αν Κατανοούσαν την Γλώσσα των Συμβόλων και τα χρησιμοποιούσαν στην αντίληψή τους στην επικοινωνία τους, στη κοινωνική τους οργάνωση και στην πρακτική ζωή τους, ήταν γιατί έτσι μπορούσαν να κατανοήσουν καλύτερα τον κόσμο και να λειτουργήσουν καλύτερα στην ζωή τους. Διαμόρφωσαν έτσι την Αντίληψη ενός Ισορροπημένου Κόσμου Αξιών, με Ηθικές Αρχές, με Σαφή Αναγνώριση του Καλού σαν Δρόμου της Ζωής. Όλη τους την Εμπειρία, που είναι Σοφία Ζωής, την κωδικοποίησαν σε Μύθους, Τελετουργίες, σε Ήθη και Έθιμα σε Λαϊκή Παράδοση. Ο σημερινός άνθρωπος της λογικής και της ειδίκευσης ούτε ξένος είναι ιστορικά από τους προγόνους του, ούτε αποκομμένος ψυχολογικά από το πάντα ζωντανό βάθος του ψυχισμού του. Αν εξαιτίας των εξωτερικών συνθηκών είναι αναγκασμένος να χρησιμοποιεί πιο πολύ την αναλυτική λογική σκέψη και να απορροφιέται σε εξωτερικές δραστηριότητες σε ένα κατακερματισμένο κόσμο πληροφοριών, αυτό δεν σημαίνει ότι έχασε την «εσωτερική ακοή» του ή ότι δεν μπορεί να συγκινηθεί από τα Αιώνια Εσωτερικά Σύμβολα της Ψυχής, ή ότι δεν μπορεί να ονειρευθεί τον Ιδανικό Κόσμο της Συμβολικής Μυθικής Σκέψης ή να ονειρευτεί το «παραμύθι της ζωή». Στην πραγματικότητα είναι αυτό που χρειάζεται, αυτό που λείπει από την ζωή του.

Αυτό που θέλουμε να πούμε είναι ότι ο άνθρωπος για να μπορέσει να αναπτυχθεί και να ζήσει ισορροπημένα πρέπει ακριβώς να δώσει ελεύθερο χώρο στις βαθύτερες δραστηριότητες του ψυχισμού του, να τους επιτρέψει να λειτουργήσουν και να εκφραστούν. Χωρίς ασφαλώς να εγκαταλείψει την «ασφαλή» λογική σκέψη του. Συνεπώς η ενεργοποίηση του Βαθύτερου Ψυχισμού, η Χρήση της Συμβολικής Σκέψης, λύνει ένα καθαρά λειτουργικό θέμα της ανθρώπινης νοημοσύνης αποκαθιστώντας την Ψυχική Ισορροπία και την Ορθή αντίληψη του κόσμου. Κατά δεύτερο λόγο ο άνθρωπος μπορεί να επωφεληθεί από την συσσωρευμένη ανθρώπινη εμπειρία, από την Σοφία της Φυλής, που εκφράζεται πρακτικά μέσα από τους Μύθους, τα Παραμύθια και την Λαϊκή Παράδοση. Τρίτο, η Μυθική Παράδοση είναι ένα έτοιμο, δοκιμασμένο, παιδαγωγικό υλικό, που το χρησιμοποιούν οι άνθρωποι, έστω και ανεπίσημα, χιλιάδες χρόνια. Ψυχολόγοι και Παιδαγωγοί, έστω κι αργά, άρχισαν να ακούνε την «φωνή» των Φιλοσόφων, των Θρησκειολόγων και των Μυθολόγων, που εδώ και αιώνες τους εφιστούν την προσοχή στην λειτουργία της ανθρώπινης νοημοσύνης , στην ανθρωπολογική αξία της ενεργοποίησης των βαθύτερων αποθεμάτων της ανθρώπινης εμπειρίας και στην παιδαγωγική αξία των Μύθων και των Παραμυθιών.

Θα πρέπει ακριβώς, σήμερα, Παιδοψυχολόγοι και Παιδαγωγοί να αντιμετωπίσουν σοβαρά το θέμα, λαβαίνοντας υπόψη τους και την αληθινή φύση και λειτουργία της ανθρώπινης νοημοσύνης και τους τρόπους και τους δρόμους της ανάπτυξης της ανθρώπινης προσωπικότητας και την πραγματική ουσιαστική αξία της ανθρώπινης παράδοσης που εκφράστηκε μέσα από μύθους και παραμύθια… Το να αντιμετωπίζονται, ακόμα σήμερα, η Μυθική Σκέψη, οι Μύθοι και τα Παραμύθια, όχι σαν Εκφράσεις της Συλλογικής Ψυχής, αλλά σαν απλά αυτόνομα διανοήματα που μπορούν να μελετηθούν φιλολογικά ή να αναλυθούν γλωσσικά, δείχνει όχι απλά την έλλειψη επιστημονικής ενημέρωσης ή την ανθρωπολογική οπισθοχώρηση σε αντιλήψεις περασμένων αιώνων, δείχνει την ακαταλληλότητα αυτών των παιδαγωγών να είναι παιδαγωγοί…

Πώς αποτυπώνεται στο μυαλό μας ένα οικείο ή μη πρόσωπο;

Έχεις ποτέ αναρωτηθεί με ποιον τρόπο ο εγκέφαλός σου καταφέρνει τόσο καλά να αναγνωρίζει τα πρόσωπα των δικών σου ανθρώπων, των φίλων σου, των γονιών σου, του συντρόφου σου, του καθηγητή σου, του συναδέλφου σου, της κοπέλας που σου φτιάχνει κάθε πρωί τον καφέ σε εκείνο το μαγαζί και τόσα και τόσα πρόσωπα που έχεις έρθει σε επαφή; Έχεις σκεφτεί αν υπάρχει εν τέλει κάποιο όριο στον αριθμό των προσώπων που μπορείς να αναγνωρίσεις; Έχεις αναρωτηθεί για τις στιγμές εκείνες που είσαι ανάμεσα σε ένα χαοτικό πλήθος, ποια πρόσωπα θα ξεχωρίσεις και ποια θα αγνοήσεις;   

Αρχικά, να πούμε ότι η αναγνώριση προσώπων αποτελεί μια πολύ ιδιαίτερη κατηγορία αναγνώρισης στη διαδικασία της ανθρώπινης αντίληψης. Πράγματι, αν σκεφτείς ότι τα πρόσωπα των ανθρώπων έχουν σε γενικές γραμμές το ίδιο σχήμα και αποτελούνται από παρόμοια χαρακτηριστικά, φαίνεται τόσο θαυμαστό το γεγονός ότι με τόση άνεση είμαστε πάντα σε θέση να αναγνωρίσουμε το πρόσωπο ενός γνωστού μας ανθρώπου. Κι αυτό βέβαια συχνά είμαστε ικανοί να το κάνουμε ακόμα και κάτω από ιδιαίτερες συνθήκες, όπως όταν είμαστε στο σκοτάδι, όταν βλέπουμε υπό γωνία, αλλά ακόμη κι όταν κάποιες φορές, ο άλλος μπορεί να έχει κρύψει τα μάτια του φορώντας γυαλιά ηλίου.

Οι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι αντιλαμβανόμαστε τα ανθρώπινα πρόσωπα με τρόπο διαφορετικό σε σχέση με την αντίληψή μας πάνω στα άλλα οπτικά ερεθίσματα. Μάλιστα, οι Tanaka & Farah (1993) απέδειξαν ότι είμαστε πολύ πιο ακριβείς στην αναγνώριση χαρακτηριστικών ενός προσώπου, στην περίπτωση που αυτά τα βλέπουμε μέσα στο πλαίσιο του προσώπου, παρά όταν τα βλέπουμε ανεξάρτητα από αυτό. Για παράδειγμα, όταν βλέπεις μια μεμονωμένη πόρτα, μπορείς εύκολα να καταλάβεις ότι ανήκει σε ένα γνωστό σε εσένα σπίτι. Αντίθετα, τα μάτια του αγαπημένου σου ή τα χείλη της αγαπημένης σου, μάλλον σου είναι δύσκολο να καταλάβεις ότι ανήκουν σε αυτόν ή αυτήν, αν σε μία φωτογραφία τα απομονώσεις από το υπόλοιπο πρόσωπο. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι έχουμε την τάση να αναγνωρίζουμε ολιστικά ένα πρόσωπο κι αυτό γιατί το συνολικό πρόσωπο υπερέχει των μεμονωμένων ατομικών μας χαρακτηριστικών.

Επίσης, μάθε και αυτό: δεδομένα από νευρολογικές έρευνες μάς δείχνουν ότι εμπλέκονται διαφορετικά τμήματα του εγκεφάλου για την ανάλυση των εκφράσεων ενός προσώπου που βλέπουμε (δηλαδή για τις συναισθηματικές αντιδράσεις των γύρω μας) και διαφορετικά τμήματα για την ανάλυση των χαρακτηριστικών του προσώπου. Γι’ αυτό ακόμη και όταν έναν φίλο μας, τη μία τον βλέπουμε χαρούμενο και την άλλη προβληματισμένο, σίγουρα δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να καταλάβουμε ότι είναι αυτός.

Τώρα, όσον αφορά τον αριθμό των ατόμων που είμαστε ικανοί να αναγνωρίσουμε καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής μας, αυτό είναι ένα θέμα το οποίο προβλημάτισε μια μερίδα Βρετανών ψυχολόγων. Έτσι, έπειτα από πειράματα σε μια ομάδα 25 εθελοντών, στους οποίους δόθηκε περιθώριο μιας ώρας για να καταγράψουν όσα περισσότερα πρόσωπα μπορούσαν από την προσωπική ζωή τους και άλλη μια ώρα για να κάνουν το ίδιο με διάσημα πρόσωπα πολιτικών ή καλλιτεχνών, κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο μέσος άνθρωπος μπορεί να αναγνωρίσει γύρω στα 5.000 πρόσωπα. Αυτά τα πρόσωπα αφορούν συγγενείς, φίλους και συναδέλφους αλλά και διάφορους διάσημους ανθρώπους ή και αγνώστους που συναντάμε τυχαία. Και βέβαια, υπάρχουν και εκείνοι με τις κάπως πιο ιδιαίτερες ικανότητες, οι οποίοι είναι ικανοί να αναγνωρίσουν και να θυμούνται μέχρι και 10.000 πρόσωπα!

Φαίνεται επομένως λογικό ότι μερικοί άνθρωποι είναι πολύ καλύτεροι από ό, τι άλλοι στο να αναγνωρίζουν και να θυμούνται πρόσωπα. Ωστόσο, εκτιμάται ότι περίπου το 2% του γενικού πληθυσμού πάσχουν από τη λεγόμενη προσωπαγνωσία, δηλαδή σχεδόν πλήρη αδυναμία αναγνώρισης άλλων προσώπων, την ίδια στιγμή που διατηρεί ανέπαφη την ικανότητά του να αναγνωρίζει οποιαδήποτε άλλα αντικείμενα.

Και σε αυτό το σημείο, ήρθε η ώρα να μάθουμε σε τι είδους πρόσωπα έχει την τάση να εστιάζουμε, την ώρα που είμαστε περιτριγυρισμένοι από πολλούς και άγνωστους, σε εμάς ανθρώπους. Ο εγκέφαλός μας λοιπόν έχει την έμφυτη τάση να παρατηρεί αυθόρμητα, όχι μόνο τα ωραία πρόσωπα αλλά και αυτά που είναι εχθρικά ή φιλικά απέναντι σε εμάς. Ειδικότερα, μελέτη η οποία δημοσιεύτηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Nature Human Behavior» μας επισημαίνει ότι μέσα στο πλήθος, ο ασυνείδητος νους επιλέγει δύο τύπους προσώπων: αυτά που εκπέμπουν κυριαρχία και απειλή και -σε μικρότερο βαθμό- αυτά που εκπέμπουν αξιοπιστία. Όλα λοιπόν δείχνουν ότι αυτό που προσέχει ο ανθρώπινος νους, συχνά βασίζεται στα εκάστοτε προσωπικά μας κίνητρα και τις εφήμερες προθέσεις μας.

Για παράδειγμα, αν κάποιος από εμάς ψάχνει για σύντροφο, ο εγκέφαλός του φαίνεται να βλέπει τα πρόσωπα διαφορετικά από κάποιον άλλον που βρίσκεται ήδη σε σχέση. Με πιο απλά λόγια, ασυνείδητα, ο εγκέφαλός του δίνει προτεραιότητα στα πρόσωπα των εν δυνάμει συντρόφων, σε σύγκριση με τα υπόλοιπα πρόσωπα των ατόμων γύρω του. Αν πάλι κάποιος τείνει να έχει πολλές φοβίες και να νιώθει ότι απειλείται από τους γύρω του, ο εγκέφαλός του θα δώσει αυτή τη φορά προτεραιότητα στα πρόσωπα των πιθανών εχθρικών προσώπων που τον περιτριγυρίζουν.

Άλλωστε, όπως λέει πολύ χαρακτηριστικά και ο καθηγητής R. Hassin: «Στην περιπλάνησή του μέσα σε ένα πλήθος, ο ασυνείδητος εγκέφαλος έχει να αντιμετωπίσει ένα δύσκολο καθήκον· να αποφασίσει ποια ερεθίσματα αξίζουν τη συνειδητή προσοχή και ποια όχι». Έτσι, βλέπουμε ότι όχι μόνο υπάρχει ποσοτικό όριο για τα πρόσωπα που πρόκειται να έχουμε περασμένα στη μνήμη μας, αλλά και ως «γνωστικοί φιλάργυροι» που είμαστε εμείς οι άνθρωποι (δηλαδή τείνουμε να αναλώνουμε ενέργεια μόνο για ζητήματα που είναι σημαντικά για εμάς), θα εστιάσουμε συνήθως στα πρόσωπα των ατόμων εκείνων που απασχολούν τις σκέψεις και το μυαλό μας τη δεδομένη στιγμή.

Οι τρεις αλήθειες

Ενώ κάποια πράγματα είναι αληθινά τώρα, σταματούν να είναι αληθινά λίγο μετά. Έτσι οι αλήθειες μας ακολουθούν στη ζωή μας μέχρι το σημείο που δεν είναι πια έτσι.

Πρώτη αλήθεια: Αυτό που είναι, είναι 

Η πραγματικότητα δεν είναι όπως με συμφέρει εμένα να είναι.
Δεν είναι όπως θα έπρεπε να είναι.
Δεν είναι όπως μου είπαν ότι θα είναι.
Δεν είναι όπως ήταν.
Η πραγματικότητα γύρω μου είναι όπως είναι.
Η αλλαγή μπορεί να έρθει μόνο όταν έχουμε συναίσθηση της παρούσας κατάστασης.
Εγώ είμαι αυτός που είμαι.
Δεν είμαι αυτός που θα ήθελα να είμαι.
Δεν είμαι αυτός που θα έπρεπε να είμαι.
Δεν είμαι αυτός που η μαμά μου θα ήθελε να είμαι.
Δεν είμαι καν αυτός που ήμουν.
Είμαι αυτός που είμαι.
Όλες οι νευρώσεις ξεκινούν από τη στιγμή που προσπαθούμε να είμαστε αυτό που δεν είμαστε.
Εσύ είσαι όπως είσαι.
Εσύ δεν είσαι όπως χρειάζομαι να είσαι.
Εσύ δεν είσαι όπως ήσουν.
Εσύ δεν είσαι όπως συμφέρει εμένα να είσαι.
Εσύ δεν είσαι όπως θέλω εγώ να είσαι.
Εσύ είσαι όπως είσαι.
Ο ορισμός μιας ώριμης και αληθινής σχέσης είναι η ανιδιοτελή προσπάθεια να δημιουργείς χώρο στον άλλον, ώστε να μπορεί να είναι όπως είναι.

Δεύτερη αλήθεια: Τίποτα καλό δεν είναι δωρεάν

Αν επιθυμώ κάτι που είναι καλό για ‘μένα, θα όφειλα να ξέρω ότι θα πληρώσω κάποιο αντίτιμο γι’ αυτό.
Οπωσδήποτε αυτή η πληρωμή δεν είναι πάντα χρηματική (αν χρειάζονταν μόνο τα χρήματα, θα ήταν τόσο εύκολο!). Το αντίτιμο είναι κάποιες φορές υψηλό κι άλλες φορές πολύ χαμηλό, αλλά πάντα υπάρχει. Γιατί τίποτα καλό δεν είναι δωρεάν.
Αν οι γύρω μου μου προσφέρουν κάτι, αν μου συμβαίνει κάτι καλό, αν ζω καταστάσεις ευχάριστες και απολαυστικές, είναι επειδή τις έχω κερδίσει. Τις έχω πληρώσει, τις αξίζω.
Μόνο για να προετοιμάσω τους απαισιόδοξους και για να αποθαρρύνω τους καιροσκόπους, θέλω να ξεκαθαρίσω ότι η πληρωμή γίνεται πάντα προκαταβολικά: το καλό που ζω το έχω ήδη πληρώσει. Πληρωμή με δόσεις, δε γίνεται.

Τρίτη αλήθεια: Είναι αλήθεια ότι κανείς δεν μπορεί να κάνει πάντα αυτό που θέλει, αλλά ο καθένας μπορεί να μην κάνει ποτέ αυτό που δεν θέλει.

Ποτέ να μην κάνω αυτό που δεν θέλω.
Αν είμαι ενήλικος, κανείς δε μπορεί να με αναγκάσει να κάνω κάτι που δεν θέλω. Αρκεί να καταφέρω να απαλλαγώ απ’ την ανάγκη μου να βλέπω κάποιους να με επικροτούν, να με χειροκροτούν, να με αγαπούν.
Το να μάθει κανείς να ζει σύμφωνα με αυτή την αλήθεια, δεν είναι εύκολο πράγμα. Και κυρίως, δεν είναι δωρεάν.
(Τίποτα καλό δεν είναι δωρεάν κι αυτό είναι κάτι καλό).
Το κόστος είναι ότι όταν κάποιος τολμάει να πει ”όχι” αρχίζει να ανακαλύπτει κάποιες άγνωστες πλευρές των φίλων του: το σβέρκο, την πλάτη και όλα τα σημεία που γίνονται ορατά μόνο όταν ο άλλος φεύγει.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Ι. ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ - 2. Νομοθέτες και τύραννοι

2.6. Το πολίτευμά μας αποκαλείται δημοκρατία

Η ανατροπή των τυράννων και η απώθηση των Σπαρτιατών άφησαν την Αθήνα ελεύθερη με ηγέτη τον Αλκμεωνίδη Κλεισθένη. (Η οικογένειά του είχε πάρει το όνομά της από τον παππού του Αλκμέωνα, που διακρίθηκε σε πολεμικές επιχειρήσεις της πόλης και συναναστράφηκε με τον Λυδό βασιλιά Κροίσο.) Ο πατέρας του ο Μεγακλής παντρεύτηκε την κόρη του τυράννου της Σικυώνας Κλεισθένη και έδωσε το όνομά του στον γιο του. Μετά την εκδίωξη του Ιππία και την ήττα των Σπαρτιατών ο Κλεισθένης επέστρεψε θριαμβευτικά από την εξορία και πρωτοστάτησε το 507 στη θεμελίωση της δημοκρατίας.
 
Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό των νέων πολιτικών μεταρρυθμίσεων ήταν ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιήθηκαν. Ο Κλεισθένης είχε ήδη διατελέσει άρχων και δεν μπορούσε να αναλάβει για δεύτερη φορά σημαντικό δημόσιο αξίωμα. Ούτε άλλωστε απέκτησε κάποια έκτακτη εξουσία. Για να επιφέρει αλλαγές στο πολίτευμα όφειλε να πείθει σε κάθε στάδιο τους συμπολίτες του. Τις προτάσεις του τις επεξεργαζόταν πρώτα η Βουλή των Τετρακοσίων και στη συνέχεια τις ενέκρινε με πλειοψηφία η Εκκλησία του Δήμου - όπως λειτουργούσε μετά τον Σόλωνα, με τη συμμετοχή όλων των πολιτών, ακόμη και των άκληρων θητών. Έτσι, η δημοκρατία θεσμοθετήθηκε στην Αθήνα με απόλυτα δημοκρατικές διαδικασίες. Μολονότι εμπνευστής των αλλαγών, ο Κλεισθένης παρέμεινε στη σκιά των εξελίξεων, ουδέποτε ανέλαβε ξανά δημόσιο αξίωμα και χάθηκε από την ιστορία χωρίς να αφήσει άλλα ίχνη.
 
Βάση των μεταρρυθμίσεων ήταν οι 140 (όπως υπολογίζουν οι μελετητές) δήμοι της Αττικής και οι δέκα νέες φυλές που αντικατέστησαν τις τέσσερις παλαιές. Με την ενηλικίωσή τους οι πολίτες γράφονταν πλέον στους καταλόγους των δήμων (το ληξιαρχικόν γραμματεῖον) και ασκούσαν στις συνελεύσεις τους πολλά από τα πολιτικά τους δικαιώματα. Από διάφορες απόψεις οι δήμοι ήταν το σχολείο της δημοκρατίας. Στο εξής οι πολίτες αποκαλούνταν με το όνομα, το πατρώνυμο και τον δήμο τους, όχι πλέον το γένος τους, ακόμη και όταν ήταν ευγενείς. Ο όρος δημοκρατία, εκτός από εξουσία του δήμου, δηλαδή των πολιτών, δήλωνε και την εξουσία των δήμων, δηλαδή των διοικητικών μονάδων στις οποίες ήταν ενταγμένοι οι πολίτες.
 
Οι φυλές συγκροτούνταν από τη συνένωση δήμων αλλά με έναν σύνθετο τρόπο. Η Αττική χωρίστηκε σε τρεις μεγάλες περιφέρειες, το Άστυ, την Παραλία και τη Μεσογαία. Κάθε φυλή περιλάμβανε τρεις ομάδες δήμων, που ονομάστηκαν τριττύες, μία από κάθε περιφέρεια. Στη νέα Βουλή των Πεντακοσίων, που αντικατέστησε την παλαιά των Τετρακοσίων, συμμετείχαν πενήντα βουλευτές από κάθε φυλή.
 
Η οργάνωση αυτή μοιάζει περίπλοκη, αλλά υπηρετούσε μια απλή και πρακτική ανάγκη. Αντί να εγγράφονται στις παλαιές φατρίας, που ήταν διάσπαρτες σε όλη την πόλη, οι πολίτες εγγράφονταν πλέον σε τοπικές ενώσεις, όπου καθένας γνώριζε και μπορούσε να ελέγξει τον άλλο. Στους δήμους τους οι πολίτες εξέλεγαν τους βουλευτές που προβλέπονταν, ανάλογα με το μέγεθός τους, ώστε να συγκεντρωθούν οι πενήντα κάθε φυλής. Με παρόμοιο τρόπο εκλέγονταν και οι άλλοι αξιωματούχοι. Κατά δήμους πάλι συγκροτούνταν, σε καιρό πολέμου, οι στρατιωτικές μονάδες της πόλης. Εφόσον όμως οι δήμοι ήταν μοιρασμένοι στις δέκα φυλές, καθεμία από αυτές αποτελούσε μικρογραφία της πόλης.
 
Κύριο χαρακτηριστικό των φυλών ήταν ότι περιλάμβαναν πολίτες, βουλευτές, αξιωματούχους και πολεμιστές από όλες τις γεωγραφικές περιοχές, τις πλούσιες και τις φτωχές, τις αγροτικές και τις ναυτικές, τις ορεινές και τις πεδινές.
 
Όταν οι Αθηναίοι ψήφισαν για πρώτη φορά τον νέο αυτό τρόπο οργάνωσης, διαλύθηκαν ήσυχα, όπως μπορούμε να υποθέσουμε, γράφτηκαν στους δήμους τους, εντάχθηκαν σε τριττῦας και φυλές και επέλεξαν πενήντα βουλευτές από κάθε φυλή. Η νέα Βουλή των Πεντακοσίων συγκροτήθηκε σε σώμα, συνήλθε και προετοίμασε, όπως όφειλε, τα θέματα που έπρεπε να συζητηθούν στην Εκκλησία του Δήμου. Οι πολίτες μαζεύτηκαν και πάλι στην Εκκλησία του Δήμου, συζήτησαν και ενέκριναν τις αλλαγές. Η δημοκρατία είχε βρει τον τρόπο να αυτορρυθμίζεται. Αυτό χρειάστηκε να επαναληφθεί αρκετές φορές τα επόμενα χρόνια.
 
Οι μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη περιλάμβαναν επίσης έναν εντελώς νέο θεσμό, που ονομαζόταν ὀστρακισμός. Σύμφωνα με αυτόν, μια φορά τον χρόνο οι Αθηναίοι καλούνταν να αποφασίσουν στην Εκκλησία του Δήμου, διά ανατάσεως της χειρός (διά ἐπιχειροτονίας, όπως έλεγαν) και χωρίς συζήτηση, εάν επιθυμούσαν να κινηθεί η σχετική διαδικασία. Σε περίπτωση που η πρόταση συγκέντρωνε την πλειοψηφία, οι Αθηναίοι μπορούσαν να εξορίσουν από την πόλη έναν ανεπιθύμητο συμπολίτη τους. Για τον σκοπό αυτό συνέρχονταν και πάλι στην αγορά, όπου κάθε πολίτης έγραφε, εφόσον το επιθυμούσε, ένα όνομα επάνω σε ὄστρακον, δηλαδή σε θραύσμα αγγείου. Στη συνέχεια γινόταν μια πρώτη καταμέτρηση των οστράκων. Εάν ήταν λιγότερα από 6.000, η διαδικασία δεν ολοκληρωνόταν και κανείς δεν εξοριζόταν. Εάν ήταν περισσότερα, γινόταν καταμέτρηση των ονομάτων που ήταν γραμμένα σε αυτά. Ο πολίτης του οποίου το όνομα είχε καταγραφεί τις περισσότερες φορές ήταν υποχρεωμένος να εγκαταλείψει την πόλη για δέκα χρόνια.
 
Μέσα στους δύο περίπου αιώνες που λειτούργησε η αθηναϊκή δημοκρατία εξορίστηκαν εννέα πολιτικοί -ίσως και κάποιοι ακόμη για τους οποίους δεν έχουν σωθεί ασφαλείς πληροφορίες- όλοι από το 487 έως το 417. Από τον τρόπο με τον οποίο λειτούργησε ο θεσμός προκύπτει και ο σκοπός του. Η δημοκρατία είχε τη δυνατότητα να απομακρύνει από τον δημόσιο βίο τον πολιτικό που μπορούσε να σταθεί σοβαρό εμπόδιο στις αποφάσεις της πλειοψηφίας. Αυτό θεωρήθηκε αναγκαίο για να αποφευχθούν οι έκρυθμες καταστάσεις σε στιγμές μεγάλης πολιτικής έντασης.
 
Ο οστρακισμός ήταν, κατά κάποιο τρόπο, η απάντηση της δημοκρατίας σε μια ευρύτατα διαδεδομένη πρακτική. Σε όλα τα προηγούμενα καθεστώτα, τα αριστοκρατικά και τα τυραννικά, αυτοί που κατείχαν την εξουσία φόνευαν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, τους εξόριζαν και ιδιοποιούνταν τις περιουσίες τους με τη μεγαλύτερη ευκολία. Ο Ισαγόρας, για παράδειγμα, εξόρισε από την Αθήνα, με τη βοήθεια των Σπαρτιατών, όχι μόνο τον Κλεισθένη αλλά και 700 οικογένειες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Με τον οστρακισμό η διαδικασία ήταν αυστηρά ελεγχόμενη και επέτρεπε την απομάκρυνση ενός μόνο πολίτη τον χρόνο. Ο πολίτης αυτός δεν έχανε ούτε την περιουσία ούτε τα πολιτικά του δικαιώματα, τα οποία μπορούσε να ασκήσει και πάλι ύστερα από δέκα χρόνια ή και νωρίτερα, εάν τον ανακαλούσε ο δήμος. Αλλά και η οικογένειά του δεν υφίστατο καμία βλάβη.
 
Οι Αθηναίοι, μάλιστα, αξιοποίησαν τη δυνατότητα που είχαν με μεγάλη σύνεση. Πρώτη φορά ενεργοποίησαν τον θεσμό είκοσι χρόνια μετά την καθιέρωσή του, στις έκρυθμες συνθήκες των Περσικών Πολέμων. Πρόθεσή τους δεν ήταν να αυθαιρετούν, αλλά να τερματίσουν, όσο ήταν δυνατόν, την αυθαιρεσία. Όταν κατάλαβαν ότι μπορούσε να γίνει κατάχρηση του θεσμού δεν τον ξαναχρησιμοποίησαν. Μαρτυρίες για οστρακισμούς υπάρχουν και από άλλες πόλεις: το Άργος, τα Μέγαρα, τη Μίλητο και, με την ονομασία πεταλισμός, τις Συρακούσες (όπου αντί για όστρακα χρησιμοποιούσαν φύλλα ελιάς, και αντί για δέκα χρόνια εξόριζαν τους επικίνδυνους πολιτικούς για πέντε).
 
Έξι χρόνια μετά τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη η αθηναϊκή δημοκρατία απέκτησε επίσης δέκα στρατηγούς που εκλέγονταν για έναν χρόνο. Μόνοι αυτοί από τους άρχοντες μπορούσαν να επανεκλέγονται συνεχώς, χωρίς περιορισμούς. Στην αρχή διοικούσαν τον στρατό μαζί με τον πολέμαρχο, αλλά στη συνέχεια ανέλαβαν τη συνολική ευθύνη για τις στρατιωτικές υποθέσεις. Καθώς ο πόλεμος ήταν σχεδόν ενδημικός στον ελληνικό κόσμο, οι στρατηγοί έγιναν στην πραγματικότητα οι σημαντικότεροι πολιτικοί ηγέτες της δημοκρατίας.
 
Η αθηναϊκή δημοκρατία συνέχισε να αυτορρυθμίζεται τα επόμενα χρόνια. Η δημιουργία ισχυρού στόλου, με τον οποίο οι Αθηναίοι κυριάρχησαν στις θάλασσες, ανέδειξε τη σημασία και την αξία της τάξης των θητών, που κωπηλατούσαν στα πολεμικά πλοία. Η δημοκρατία είχε άλλωστε ανάγκη όλο και περισσότερους πολίτες ικανούς και πρόθυμους να διεκπεραιώσουν τις υποθέσεις της.
 
Οι σημαντικότερες αλλαγές ήταν τέσσερις: Το 487 αποφασίστηκε να γίνεται η επιλογή των εννέα αρχόντων με κλήρωση. Οι πρόσφατες πολεμικές εμπειρίες έπεισαν τους Αθηναίους ότι η εξουσία των στρατηγών δεν θα έπρεπε να τίθεται σε αμφισβήτηση από κανέναν άλλο αιρετό αξιωματούχο. Οι άρχοντες ήταν ασφαλώς ένας πατροπαράδοτος θεσμός που δεν ήταν εύκολο να καταργηθεί· μπορούσε όμως να χάσει τη σημασία του και να καταστεί υπόθεση ρουτίνας, την οποία ήταν άξιοι να αναλάβουν (σχεδόν) όλοι οι πολίτες των δύο ανώτερων τάξεων.
 
Το 461 περιορίστηκαν δραστικά οι αρμοδιότητες του Αρείου Πάγου. Τα όργανα της δημοκρατίας, η Βουλή των Πεντακοσίων, η Εκκλησία του Δήμου και τα δικαστήρια ήταν πλέον σε θέση να αναλάβουν όλες τις σημαντικές υποθέσεις της πόλης. Στην αρχαία Βουλή του Αρείου Πάγου απέμεινε έτσι μόνο μία βασική αρμοδιότητα, η εκδίκαση ανθρωποκτονιών όταν το θύμα ήταν Αθηναίος πολίτης. Ο Εφιάλτης, που ήταν εισηγητής της ριζοσπαστικής αυτής μεταρρύθμισης, είχε την υποστήριξη του δήμου και εξουδετέρωσε τις αντιδράσεις των συντηρητικών κύκλων της πόλης. Έπεσε όμως θύμα μιας από τις ελάχιστες πολιτικές δολοφονίες στην Αθήνα.
 
Το 457 αποφασίστηκε ότι στην κλήρωση από την οποία επιλέγονταν οι εννέα άρχοντες μπορούσαν να μετέχουν και οι ζευγίτες. Με την πολεμική τους ανδρεία ως οπλίτες είχαν κατακτήσει και αυτοί το δικαίωμα να διεκδικούν ένα αξίωμα που δεν συνοδευόταν άλλωστε από πραγματική εξουσία, αλλά προσέδιδε τιμή σε αυτόν που το κατείχε.
 
Λίγο αργότερα έγινε και η τελευταία μεγάλη αλλαγή στο πολίτευμα, όταν κρίθηκε σκόπιμο να λαμβάνουν μισθό οι πολίτες που κληρώνονταν δικαστές, βουλευτές ή σε άλλα αξιώματα. Από τον 4ο αιώνα μισθό έπαιρναν και όσοι εμφανίζονταν στην Εκκλησία του Δήμου. Τα όργανα της δημοκρατίας συνεδρίαζαν πλέον τακτικά, και η συμμετοχή των φτωχότερων πολιτών σε αυτά γινόταν προβληματική. Ο μισθός δεν ήταν μεγάλος, αλλά επέτρεπε στους πάντες να δραστηριοποιούνται, χωρίς να ανησυχούν για την καθημερινή τους επιβίωση. Εισηγητής του νόμου ήταν ο Περικλής, εγγονός του Κλεισθένη από τη μητέρα του. Είχε ξεκινήσει την πολιτική του σταδιοδρομία ως συνεργάτης του Εφιάλτη και, μετά τη δολοφονία του τελευταίου, κυριάρχησε στην Αθήνα για 32 χρόνια. Εξελέγη στρατηγός περισσότερες από 20 φορές.
 
Τα βασικότερα όργανα της δημοκρατίας ήταν η Εκκλησία του Δήμου, όπου λαμβάνονταν όλες οι σημαντικές πολιτικές αποφάσεις, και το δικαστήριο, όπου εκδικάζονταν όλες οι σημαντικές δικαστικές υποθέσεις. Τον έλεγχο και των δύο οργάνων είχε χωρίς διάκριση ο αθηναϊκός δήμος, δηλαδή το σύνολο των πολιτών. Στην Εκκλησία δικαίωμα συμμετοχής, παρέμβασης, υποβολής προτάσεων και ψήφου είχαν όλοι οι ενήλικοι Αθηναίοι πολίτες· στο δικαστήριο είχαν δικαίωμα συμμετοχής μετά τη συμπλήρωση του τριακοστού έτους της ηλικίας τους. Τα όργανα αυτά υπήρχαν ήδη από την εποχή του Σόλωνα, αλλά με τις μεταρρυθμίσεις του Κλεισθένη η Εκκλησία συνερχόταν πλέον τακτικά και όχι ευκαιριακά, ενώ το δικαστήριο έκρινε τις περισσότερες υποθέσεις εξαρχής, χωρίς να έχει προηγηθεί έφεση.
 
Τα δύο βασικά όργανα της δημοκρατίας έπρεπε να είναι ταυτοχρόνως αντιπροσωπευτικά και αποτελεσματικά, έπρεπε δηλαδή να λαμβάνουν γρήγορα αποφάσεις και οι αποφάσεις αυτές να εκφράζουν τη βούληση των περισσότερων πολιτών. Τη λύση έδινε ο αριθμός 6.000, δηλαδή το ένα πέμπτο των πολιτών την εποχή του Κλεισθένη. Εκτός από τον οστρακισμό, ο ίδιος αριθμός πολιτών έπρεπε να συμμετέχει στην Εκκλησία για να είναι έγκυρες διάφορες σημαντικές αποφάσεις, όπως η απονομή πολιτικών δικαιωμάτων σε ξένους. Οι αρχαιολογικές έρευνες επιβεβαιώνουν άλλωστε ότι αυτή ήταν η χωρητικότητα της Πνύκας, όπου συγκεντρωνόταν η Εκκλησία. Η πληρότητά της βεβαίωνε ότι ο απαραίτητος αριθμός είχε συγκεντρωθεί. 6.000 πολίτες κληρώνονταν κάθε χρόνο και για να επανδρώσουν το δικαστικό σώμα, από το οποίο, πάλι με κλήρωση, επιλέγονταν κάθε μέρα τα μέλη των διαφόρων τμημάτων του που καλούνταν να εκδικάσουν τις τρέχουσες υποθέσεις.
 
Στην Εκκλησία, που συνερχόταν σαράντα ή και περισσότερες φορές τον χρόνο, οι αποφάσεις λαμβάνονταν συνήθως με ανάταση της χειρός, σπάνια με καταμέτρηση βότσαλων (ψήφων). Οι συνεδριάσεις κρατούσαν συνήθως από την ανατολή του ήλιου έως το μεσημέρι, επιτρέποντας σε αυτούς που κατοικούσαν μακριά από το κέντρο να επιστρέψουν στις εργασίες και τις κατοικίες τους εγκαίρως. Τα δικαστήρια αποφάσιζαν επιτόπου, μόλις οι αντίδικοι ολοκλήρωναν τις αγορεύσεις τους, πάντα με καταμέτρηση ψήφων και χωρίς να προηγηθεί καμία συζήτηση. Οι αποφάσεις τους ήταν τελεσίδικες.
 
Κανένα θέμα δεν μπορούσε να εισαχθεί στην Εκκλησία για συζήτηση χωρίς να έχει πρώτα υποστεί επεξεργασία και κωδικοποίηση (προβούλευσιν) στη Βουλή των Πεντακοσίων. Αυτή ήταν ίσως μια από τις σημαντικότερες καινοτομίες της δημοκρατίας. Η Εκκλησία έπαιρνε τις τελικές αποφάσεις με ταχύτητα και αυτοπεποίθηση, επειδή όλη η προεργασία είχε γίνει σε ένα σχετικά μικρό αλλά τελείως αντιπροσωπευτικό σώμα. Η Βουλή είχε επίσης διάφορες άλλες αρμοδιότητες, οικονομικές και διπλωματικές. Για να διεκπεραιώσει τις εργασίες της, πάντως, δεν χρειαζόταν να συνέρχεται συχνά σε ολομέλεια. Οι πενήντα βουλευτές που κληρώνονταν από κάθε φυλή ονομάζονταν πρυτάνεις και αναλάμβαναν τις περισσότερες υποθέσεις του σώματος για το ένα δέκατο του έτους. Κανένας Αθηναίος δεν επιτρεπόταν να διατελέσει βουλευτής περισσότερες από δύο φορές στη ζωή του, και αυτές όχι συνεχόμενες.
 
Εκτός από τους εννέα άρχοντες και τους δέκα στρατηγούς, διάφορες αρμοδιότητες αναλάμβαναν και άλλοι, κατώτεροι αξιωματούχοι, που ονομάζονταν επίσης άρχοντες. Τα καθήκοντά τους ήταν στρατιωτικά, δικαστικά, θρησκευτικά, αγορανομικά, δημόσιας τάξης, καθαριότητας και επίβλεψης δημόσιων έργων. Σχεδόν όλοι κληρώνονταν και είχαν θητεία για έναν χρόνο. Στο τέλος της θητείας τους όλοι οι άρχοντες, μικροί και μεγάλοι, έδιναν λόγο για τα πεπραγμένα τους (εὔθυναι). Ως στοιχειώδες σώμα καταστολής και αστυνόμευσης της πόλης λειτουργούσε μια ομάδα από 300 Σκύθες δούλους που αποκαλούνταν ῥαβδοῦχοι, και των οποίων οι δικαιοδοσίες ήταν εξαιρετικά περιορισμένες.
 
Η πρώτη μεγάλη δοκιμασία της αθηναϊκής δημοκρατίας προέκυψε ήδη από τη στιγμή που δημιουργήθηκε, όταν κλήθηκε να αποκρούσει τους Σπαρτιάτες. Η δεύτερη μεγάλη δοκιμασία ήρθε με την απόβαση των Περσών στον Μαραθώνα, όταν ήταν μόλις 17 ετών. Και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα βεβαίωσε τους περισσότερους Αθηναίους ότι η δημοκρατία ήταν το πολίτευμα που τους ταίριαζε καλύτερα.
 
Οι Αθηναίοι ισχυρίζονταν ότι το πολίτευμά τους ήταν το μεγάλο παράδειγμα της δημοκρατίας. Στην καθιέρωσή του απέβλεπαν οι πολίτες πολλών άλλων πόλεων, ιδίως οι άποροι ή οι λιγότερο εύποροι. Μάλιστα, παρά την αποφασιστική συμβολή του Κλεισθένη και του Εφιάλτη στην ολοκληρωμένη του οργάνωση, πολλοί υποστήριζαν ότι πραγματικός θεμελιωτής της δημοκρατίας ήταν ήδη ο Σόλων. Υπάρχουν, πάντως, σοβαρές ενδείξεις που δίνουν την εντύπωση ότι άλλες πόλεις είχαν ήδη κάνει αποφασιστικά βήματα προς τη δημοκρατία πριν από τον Κλεισθένη.
 
Σύμφωνα με επιγραφική μαρτυρία, η Χίος διέθετε Βουλή και Εκκλησία ήδη πριν από το 550 - μολονότι δεν διατηρήθηκαν για μεγάλο διάστημα. Την ίδια περίπου εποχή η Κυρήνη υπέστη μια συντριπτική ήττα από τους Λίβυες. Αντιμετωπίζοντας σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, οι Κυρηναίοι ζήτησαν τη συμβουλή του μαντείου των Δελφών. Η πρώτη μεταρρύθμιση του νομοθέτη που προσκάλεσαν, σύμφωνα με την απόκριση της Πυθίας, ήταν η αναδιάρθρωση των φυλών, ώστε να αναμειχθούν οι πολίτες μεταξύ τους. Στις νέες φυλές θεμελιώθηκε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, αφήνοντας στον βασιλιά μόνο ιερατικά καθήκοντα.
 
Κρίνοντας από το αθηναϊκό πολίτευμα, το μόνο για το οποίο υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες, συμπεραίνουμε ότι πέντε ήταν οι βασικές αρχές μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης:
  • Πρώτον, όλες οι σημαντικές αποφάσεις λαμβάνονταν με την αρχή της πλειοψηφίας.
  • Δεύτερον, δικαίωμα ψήφου είχαν όλοι οι (άρρενες) πολίτες, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση.
  • Τρίτον, οι αποφάσεις λαμβάνονταν σε συνελεύσεις των πολιτών, ύστερα από επεξεργασία στη Βουλή.
  • Τέταρτον, όλοι όσοι αναλάμβαναν αξιώματα λογοδοτούσαν μετά το τέλος της θητείας τους, που συνήθως διαρκούσε έναν χρόνο.
  • Πέμπτον, ενώ για τα στρατιωτικά και ορισμένα οικονομικά αξιώματα οι άρχοντες εκλέγονταν, για όλα τα υπόλοιπα κληρώνονταν.

Τα Πολτεργκαιστ και η ιστορική μελέτη των Πνευμάτων

Ένα παράδειγμα της Ιστορικής διάρκειας του Επιστημονικού ενδιαφέροντος σε ανορθόδοξα ερωτήματα είναι το ζήτημα των φαινομένων Πολτεργκαιστ, η επιτομή των «όντων που σκουντουφλούν μέσα στην νύχτα».

Πολτεργκαιστ: Η ιστορική αναζήτηση του Υπερβατικού

Η λέξη Poltergeist που πιθανόν επινοήθηκε από τον Martin Luther (Ένα δηλωμένο θύμα Πολτεργκαιστ) στην Γερμανία του 16ου Αιώνα σημαίνει «Βροντερό Πνεύμα». Υπάρχει ένας τεράστιος αριθμός από ιστορικές καταγραφές δραματικών Πολτεργκαιστ που ξεσπούν επηρεάζοντας ανθρώπους σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής. Ανάμεσα στις παράξενες αλλά ισχυρές ιδιότητες των φαινομένων Πολτεργκαιστ που έχουν καταγραφεί είναι οι παρακάτω:

Το επίκεντρο των γεγονότων που εκδηλώνονται από τα Πολτεργκαιστ είναι συνήθως ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, σε αρκετές περιπτώσεις έφηβο | Υπάρχουν ακροάσεις ανεξήγητων επαναλαμβανόμενων ήχων που ποικίλουν από χτύπους που προέρχονται μέσα από τοίχους ή έπιπλα, σε εκκωφαντικά σφυρίγματα | Οι ήχοι αυτοί είναι σε αρκετές περιπτώσεις ανταποδοτικοί | Αντικείμενα του σπιτιού κινούνται ανεξήγητα, μερικές φορές με αργό ρυθμό και φαίνεται σαν κάποιος να τα κουβαλά. | Τα αντικείμενα αυτά σε ορισμένες περιπτώσεις φαίνεται πως διαπερνούν κλειστά παράθυρα και τοίχους χωρίς να προκαλούν ζημιά και ανεβάζουν θερμοκρασία και πολλά ακόμη παράδοξα φαινόμενα που δεν μπορούν να εξηγηθούν με την κοινή λογική.

Παραδοσιακά τα Πολτεργκαιστ θεωρούνταν ως Δαίμονες, Στοιχεία ή πνεύματα Σκοτεινών ανθρώπων που έχουν αποβιώσει και οι δραστηριότητές τους έχουν συσχετιστεί με την Μαγεία. Τέτοιου είδους περιπτώσεις ερευνήθηκαν από την Επιστημονική Επανάσταση χωρίς να καταδικάζονται ως δεισιδαιμονίες από ανθρώπους όπως ο Francis Bacon και αργότερα ο Robert Boyle. Ο Boyle χρηματοδότησε την Αγγλική εκδογή για το “The Devil of Mascon”, Μία κλασική Γαλλική υπόθεση Πολτεργκαιστ για την οποία έγραψε τον πρόλογο. Ο Boyle (Που ερευνούσε περιπτώσεις θαυματουργών ιάσεων, Οιωνών και άλλων υποτιθέμενων υπερφυσικών υποθέσεων) υποστήριζε συνάδελφους στην Βασιλική κοινότητα όπως τους Joseph Glanvill και Henry More που συνέταξαν φυσικές περιπτώσεις Πολτεργκαιστ και μαγείας. Οι Ιστορικοί της Επιστήμης έχουν υποστηρίξει πως αυτές οι έρευνες εμπνεύστηκαν από βαθιές ανησυχίες θρησκευτικής απόκλισης (όπως ο δημοφιλής Αθεϊσμός, ο Ανιμισμός και ο Πανθεϊσμός) που υπέσκαπταν τις ηθικές λειτουργίες της Χριστιανικής πίστης με αντάλλαγμα την τιμωρία της ψυχής στην Μετά θάνατον ζωή.

Κατά την διάρκεια του Διαφωτισμού υποβαθμίστηκε δραματικά η αξιοπιστία του «Υπερφυσικού» από θρησκευτικά υποκινούμενα πολιτικά συμφέροντα, την διάβρωση του Κλήρου και τον τρόμο που σκορπούσε η υπόθεση των Μαγισσών. Παρ’ όλα αυτά αντί να είναι οι Φιλόσοφοι που θα πράξουν κάτι ανάλογο, ήταν οι Θρησκειολόγοι και οι Συγγραφείς του Πολιτικού Κόσμου όπως ο Joseph Addison που ξεκίνησαν να αντιμετωπίζουν στα κείμενά τους το Απόκρυφο ως αντικείμενο χλευασμού, παραλογισμού και οπισθοδρομικότητας. Για παράδειγμα το έργο του Addison “The Drummer” ήταν μία καρικατούρα του “The Drummer of Tedworth”, μίας υπόθεσης Πολτεργκαιστ που ερευνήθηκε από τον Joseph Glanville, και χλεύαζε τις πεποιθήσεις περί ύπαρξης των φαντασμάτων καθώς και την Αθεϊκή ελεύθερη σκέψη. Όμως δεν συμφωνούσαν όλοι οι Σοφοί του Διαφωτισμού πως οι καταγραφές Πολτεργκαιστ θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται με περιφρόνηση.

Ο G. E. Lessing στην Γερμανία για παράδειγμα εξέφρασε ανοικτά τις αντιρρήσεις τους για την απόρριψη των αναφορών θέασης πνευμάτων και φαινομένων Πολτεργκαιστ. (Σύμφωνα με τον Γερμανό Ιστορικό Carl Kiesewetter αυτό συνέβη αφού ο Lessing ενεπλάκη σε ένα περιστατικό στο Ντίσελτορφ, στο οποίο τα μέλη μίας οικογένειας της Εργαζόμενης τάξης που είχαν ταλαιπωρηθεί από το ξέσπασμα ενός Πολτεργκαιστ φυλακίστηκαν για διατάραξη κοινής ησυχίας).

Στα μέσα του 19ου Αιώνα το ζήτημα των Πολτεργκαιστ ξεκίνησε να εξοικειώνει τον κόσμο του Hydesville των Ηνωμένων Πολιτειών, όταν ο σύγχρονος πνευματισμός εξαπλώθηκε ως ένα σημαντικό παγκόσμιο κίνημα από μία περίπτωση που περιείχε ένα Πολτεργκαιστ που αλληλοεπιδρούσε και υποστήριζε πως είναι κάποιος νεκρός έμπορος. Διαπρεπείς άνδρες της Επιστήμης όπως ο Alfred Russel Wallace, ο William Crookes, o J.J.Thomson και ο Alexandr Butlerov ερεύνησαν μαζί τα Πνευματικά Διάμεσα της εποχής και πείσθηκαν γιά την πραγματική φύση των φαινομένων αυτών.

Όταν ο Αστροφυσικός Johann F. Zöllner δοκίμασε την θεωρία του για μία τέταρτη διάσταση του Διαστήματος βάζοντας ένα μέντιουμ να αναπαράγει πειραματικά φαινόμενα που ομοίαζαν με αυτά των Πολτεργκαιστ προκάλεσε με την πράξη του αυτή ένα μεγάλο πολιτικό ζήτημα κατά την διάρκεια της έναρξης της σύγχρονης επαγγελματικής Ψυχολογίας στην Γερμανία. Ο Zöllner που είχε την υποστήριξη των Φυσικών όμως o Gustav Theodor Fechner δέχθηκε δημόσια επίθεση από τον Wilhelm Wundt, που ήταν μαθητής του Fechner και ιδρυτής του Γερμανικού Εργαστηρίου Πειραματικής Ψυχολογίας. Ο κύριος προβληματισμός του Wundt ήταν πως το επιστημονικό ενδιαφέρον για τα φαινόμενα του Πνευματισμού απειλούσαν τις Κοινωνικές και Θρησκευτικές δομές του Πολιτισμού.

Σε αντίθεση με τον Wundt, ο Αμερικάνος ομόλογός του William James υποστήριξε το Επιστημονικό ενδιαφέρον για τον Πνευματισμό και ενεργοποιήθηκε με ζήλο στην έρευνα της έκστασης των Διάμεσων και των παραισθητικών εμφανίσεων (Εμφανίσεις ζωντανών και Νεκρών που μετέφεραν πληροφορίες άγνωστες στους συμμετέχοντες). Η εν λόγω έρευνά του αλλά και η αναζήτηση του περί υπνωτισμού δημιούργησε σημαντικές έννοιες του Υποσυνείδητου. Δύο μεγάλοι Θεωρητικοί της υποσυνείδητης γνώσης ήταν οι Carl du Prel στην Γερμανία και Frederic W.H. Myers στην Αγγλία. Αντιπαραθέτοντας την συμβατική υπνοβασία με τις εμφανίσεις των ζωντανών συμπέραναν πως και τα δύο προκλήθηκαν από στημένες ιδέες και συνέστησαν μία ασυνήθιστη ψυχολογική εξήγηση για τις εμφανίσεις των Νεκρών: O Myers υποστήριξε πως «η συμπεριφορά των φαντασμάτων υποδεικνύει και αντικατοπτρίζει τα όνειρα που είχαν οι εμπλεκόμενοι στο συμβάν εμφάνισης ενός Πολτεργκαιστ». Παρομοίως ο du Prel υποστήριξε πως «αν οι υπερ-αισθητήριες δυνατότητες είναι πιθανές χωρίς την χρήση του Σώματος, τότε δεν θα υπήρχε η ανάγκη για την χρησιμοποίησή του εξ’ αρχής».

Στον 20ο Αιώνα οι Oliver Lodge, Charles Richet, Cesare Lombroso, Filippo Bottazzi, Camille Flammarion, Henri Bergson, Marie & Pierre Curie αλλά και αρκετοί λιγότερο γνωστοί επιστήμονες, γιατροί και Φιλόσοφοι προσπάθησαν να αναπαράγουν ελεγχόμενα φαινόμενα που μοιάζουν με μία εμφάνιση Πολτεργκαιστ.Μετά την πάροδο της εποχής αυτής και με την έναρξη της εποχής της Ψυχοανάλυσης, πήραν τα ηνία οι Επαγγελματίες της Ψυχικής υγείας όπως οι Carl Gustav Jung, Eugen Bleuler, Enrico Morselli και ο Σεξολόγος Albert von Schrenck-Notzing που συνέχισαν να ερευνούν τα φαινόμενα Πολτεργκαιστ επιτόπεια αλλά και στα εργαστήρια. Όμως απέρριπταν κατηγορηματικά θεωρίες που περιέχουν πνεύματα και υποστήριξαν μία αυστηρή ψυχοδυναμική προσέγγιση. Όπως ανέφερε ο Schrenck-Notzing: «Σε μερικές περιπτώσεις σύνδρομα συναισθηματικά φορτισμένα που είναι αυτόνομα εκτονώνονται μέσω των φαινομένων στοιχειώματος από φαντάσματα. Για αυτό, το Στοίχειωμα εμφανίζεται ως σημείο νεύρωσης.» Έτσι υποστήριξαν πως τα φαινόμενα Πολτεργκαιστ μπορούσαν να εξηγηθούν με όρους συναισθηματικών συγκρούσεων που εκτονώνονται υποσυνείδητα με μία τηλεκινητική εμφάνιση.

Το επιστημονικό ενδιαφέρον για τα φαινόμενα Πολτεργκαιστ εμφανιζόταν στα πιο απίθανα μέρη. Μέλη του Vienna Circle of Positivism όπως ο Rudolf Carnap και ο Hans Hahn ακολούθησαν τις πειραματικές και επιτόπιες έρευνες του Schrenck-Notzing. Ο φανατικός μαθητής του Hahn, Kurt Gödel έπαιρνε μέρος σε πειραματικές σεάνς. Ο Θεωρητικός Φυσικός Wolfgang Pauli πίστευε πως η εσωτερική συνδεσιμότητα υπάρχει μεταξύ Νου και ύλης ακόμη και σε μακροσκοπικό επίπεδο και «εξορίστηκε» από το Εργαστήριο του Αμβούργου. O Ψυχολόγος Hans Bender συνέχισε την Ψυχοδυναμική – Συγχρονιστική προσέγγιση για τα «παραφυσικά» φαινόμενα και ερεύνησε την «Υπόθεση Rosenheim» , ένα βίαιο ξέσπασμα Poltergeist σε μία Δικηγορική εταιρεία της Βαυβαρίας, μία υπόθεση που οι Ερευνητές της Παραψυχολογίας θεωρούν ως την λεπτομερέστερα καταγεγραμμένη υπόθεση Πολτεργκαιστ.

Η ιστορική ανάλυση του φαινομένου Πολτεργκαιστ αποκρύπτει τον ισχυρό πλουραλισμό των θεωρήσεων για το φαινόμενο και επιχειρεί να ρίξει φως σε ερωτήσεις που αφορούν τον Ανθρώπινο νου, την φύση του, αλλά και την δύναμη της πίστης ή την έλλειψή της..

Ο Αριστοτέλης, ο Σόλωνας και η ευτυχία ως ενέργεια της ψυχής

Ξεκινώντας το δεύτερο βιβλίο από το έργο του «Ηθικά Ευδήμια» ο Αριστοτέλης θα διαχωρίσει τα αγαθά σε αυτά που βρίσκονται μέσα στην ψυχή και τα εκτός αυτής: «Όλα, λοιπόν τα αγαθά είναι είτε έξω είτε μέσα στην ψυχή. Μεταξύ των δύο αξίζει να προτιμούμε τα ενδοψυχικά. Η φρόνηση, δηλαδή, και η αρετή και η ηδονή είναι αγαθά ενδοψυχικά και όλα αυτά ή κάποια από αυτά αποτελούν κατά κοινή ομολογία τελικούς σκοπούς» (1218b 35-39).
 
Το ότι η αρετή «είναι η καλύτερη κατάσταση ή ιδιότητα ή δυνατότητα για καθετί που συνδέεται με χρήση ή έργο» (1218b 42-43), καθίσταται σαφές από τη χρήση της επαγωγικής μεθόδου: «Πρόκειται για κάτι που αποδεικνύεται με την επαγωγική μέθοδο, αφού για τα πάντα έτσι το εκλαμβάνουμε» (1219a 1-2).
 
Η επαγωγή, ως κατεξοχήν αριστοτελικός τρόπος σκέψης, έχει να κάνει με τη συλλογιστική πορεία που ξεκινά από το ειδικό για να καταλήξει σε ένα γενικότερο συμπέρασμα. Το δεδομένο ότι η εμπειρική γνώση αποτελεί αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα (ό,τι επιβεβαιώνει η εμπειρία είναι αδιαπραγμάτευτο) την καθιστά αναντίρρητη λογική αφετηρία προκειμένου να εξαχθούν ευρύτερα συμπεράσματα.
 
Ο Αριστοτέλης στα «Ηθικά Νικομάχεια» παρακολουθώντας την πορεία της πέτρας και της φωτιάς θα διαπιστώσει ότι η ηθική αρετή δεν είναι από τη φύση. Ο τρόπος που διαχειρίζεται την εμπειρία (ειδικό) για να τεκμηριώσει τις θεωρητικές του αναζητήσεις (γενικό) τον καθιστά αμετάκλητα εμπειρικό φιλόσοφο που εκλαμβάνει τον επαγωγικό συλλογισμό ως κυρίαρχο φιλοσοφικό τρόπο σκέψης.
 
Η χρήση παραδειγμάτων είναι η πιο ενδεδειγμένη επαγωγική συνταγή, αφού το παράδειγμα δεν μπορεί παρά να είναι πάντα κάτι ειδικό που θα δώσει την ευκαιρία για γενικότερες κρίσεις. Κι ακριβώς αυτή τη μέθοδο θα ακολουθήσει ο Αριστοτέλης κι εδώ: «Για παράδειγμα, υπάρχει αρετή του ρούχου, αφού το ρούχο έχει και κάποιο έργο και κάποια χρήση. Και η άριστη ιδιότητά του είναι η αρετή η απόλυτα δική του. Το ίδιο ισχύει και για πλοίο και για το σπίτι και για τα υπόλοιπα. Άρα, και για την ψυχή· διότι έχει κι αυτή κάποιο έργο απόλυτα δικό της» (1219a 2-6).
 
Η αρετή του ρούχου έχει να κάνει με την αξία της χρήσης για την οποία έχει φτιαχτεί και μετριέται σύμφωνα με το πόσο καλά εκπληρώνει το έργο που υποσχέθηκε η απόκτησή του. Ένα ρούχο που δεν ζεσταίνει ή είναι εντελώς άκομψο ή ένα ξεσκισμένο ρούχο που αδυνατεί να φέρει σε πέρας την αποστολή του, προφανώς, στερείται αρετής γεγονός που το καθιστά σκουπίδι. Το ίδιο συμβαίνει με όλα τα υλικά αγαθά. Είναι φανερό ότι η έννοια του αγαθού για όλα τα άψυχα σχετίζεται πρωτίστως με την ωφελιμότητα τους. Η έννοια της αρετής σε αυτή την περίπτωση εκλαμβάνεται περισσότερο ως πλεονέκτημα ή προτέρημα (η αρετή του ρούχου έγκειται στην προσφορά του, δηλαδή στο προτέρημα που προκύπτει από τη χρήση του).
 
Από αυτή την άποψη, και η ψυχή δε θα μπορούσε να διερευνηθεί με διαφορετικά κριτήρια: «κατά προέκταση, το άριστο έργο της θα είναι αυτό της άριστης ιδιότητάς της. Και τη σχέση που έχουν οι ιδιότητες μεταξύ τους, αυτήν ακριβώς θα έχουν και τα έργα που αντιστοιχούν στην κάθε ιδιότητα. Και τελικός σκοπός της κάθε ιδιότητας είναι το έργο της» (1219a 7-10).
 
Η επαγωγή που θέτει τη λειτουργία του ειδικού (ρούχο) ως αφετηρία για τη διερεύνηση ενός πιο αφηρημένου και ευρύτερης σημασίας μεγέθους (ψυχή) θα δώσει τα εννοιολογικά εργαλεία (ιδιότητα-έργο) που θα χρησιμοποιηθούν ως βάση για την περαιτέρω φιλοσοφική έρευνα. Μοιραία τα εργαλεία αυτά (ιδιότητα-έργο) θα αξιολογηθούν προκειμένου να τεθούν ιεραρχικά: «Από τα προηγούμενα γίνεται φανερό ότι το έργο είναι ανώτερο από την ιδιότητα, καθώς ο τελικός σκοπός είναι άριστος ακριβώς επειδή είναι τελικός σκοπός· διότι έτσι ορίστηκε: τελικός σκοπός είναι το καλύτερο και το έσχατο, αυτό για το οποίο γίνονται όλα τα άλλα. Αποδείχθηκε, λοιπόν, ότι το έργο είναι ανώτερο από την ιδιότητα και την κατάσταση (1219a 10-14).
 
Η αριστοτελική τελεολογία επικαλείται (για μια ακόμη φορά) ως κριτήριο για τη σημασία των εννοιών. Εφόσον όλα έχουν πλαστεί για κάποιο σκοπό, η σημασία τους θα κριθεί σε σχέση με το ρόλο που θα παίξουν στην εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού. Από τη στιγμή που το έργο (εννοιολογικά) σχεδόν ταυτίζεται με τον τελικό σκοπό κάθε πράγματος, είναι φανερό ότι είναι ανώτερο των ιδιοτήτων του. Σε τελική ανάλυση, οι ιδιότητες κάθε πράγματος χρησιμεύουν για την εκπλήρωση του σκοπού του, δηλαδή του έργου για το οποίο έχει πλαστεί.
 
Αυτό που μένει είναι η τελική διερεύνηση του έργου: «Όμως, το έργο έχει δύο σημασίες. Σε ορισμένα υπάρχει κάποιο έργο διακριτό από τη χρήση, π.χ. έργο της οικοδομικής είναι το σπίτι και όχι η οικοδόμηση· και της ιατρικής η υγεία, και ούτε η διαδικασία προς την υγεία ούτε η ιατρική πράξη. Σε ορισμένα άλλα, όμως, το έργο ταυτίζεται με τη χρήση, π.χ. έργο τού να βλέπεις είναι η όραση και έργο της μαθηματικής επιστήμης είναι η θεωρία. Έτσι, σε όσα το έργο ταυτίζεται με τη χρήση, η χρήση είναι ανώτερη από την ιδιότητα» (1219a 15-21).
 
Η ιεράρχηση των εννοιών της ιδιότητας και της χρήσης έχει ήδη πραγματοποιηθεί. Η χρήση υπερέχει της ιδιότητας, εφόσον ταυτίζεται με το έργο, όπως συμβαίνει με την όραση και τη θεωρία των μαθηματικών. Μια τέτοια ταύτιση, όμως, δεν είναι δεδομένη από θέση αρχής, αφού στην οικοδομική δεν υφίσταται. Πράγματι, το έργο της οικοδομικής είναι να παρέχει σπίτια στους ανθρώπους κι όχι η καθαυτή διαδικασία της οικοδόμησης. Αν δεν υπάρχουν ανάγκες για σπίτια, δε χτίζει κανείς.
 
Όλοι, όμως, θέλουν να βλέπουν, και η διερεύνηση των περιπτώσεων που πράγματι χρειάζεται κανείς να βλέπει (κατ’ αναλογία με τις περιπτώσεις που χρειάζεται να χτίσει), ώστε εκτός αυτών –των περιπτώσεων– να απαλλάσσεται από τη δυνατότητα της όρασης (όπως απαλλάσσεται από την ανάγκη της οικοδομικής) είναι απολύτως παράλογη. Δεν υπάρχει κατάλληλη στιγμή για την όραση, όπως για το χτίσιμο. Όλες τις στιγμές (με εξαίρεση τον ύπνο) θέλει κανείς να βλέπει. Γι’ αυτό και στην περίπτωση της όρασης η ιδιότητα ταυτίζεται με την πράξη.
 
Όμως, σε αντίθεση με τη χρήση και το έργο ενός πράγματος που δεν ταυτίζονται κατ’ ανάγκη αλλά διαφέρουν από περίπτωση σε περίπτωση, ο Αριστοτέλης καθιστά σαφές ότι η έννοια του έργου ενός πράγματος θα ταυτίζεται αναγκαστικά με την έννοια της αρετής του: «Αφού τα ξεκαθαρίσαμε αυτά, λέμε τώρα ότι ταυτίζονται το έργο ενός πράγματος και το έργο της αρετής του· μόνο η οπτική αλλάζει» (1219a 22-24).
 
Και θα φέρει παράδειγμα: «Το παπούτσι είναι το έργο της τεχνικής και της επεξεργασίας του δέρματος· αν τώρα υπάρχει κάποια αρετή αυτής της τεχνικής και του εξαίρετου τεχνίτη του δέρματος, τότε το έργο τους είναι πάλι το καλοφτιαγμένο παπούτσι. Το ίδιο ισχύει και για τις άλλες τέχνες (1219a 25-28).
 
Μετά την πλήρη αποσαφήνιση των εννοιών σε σχέση με τις τέχνες, ο Αριστοτέλης θα περάσει στο επίμαχο θέμα της ψυχής: «Έστω, τώρα, ότι έργο της ψυχής είναι να κάνει ένα ον να ζει, οπότε και έργο του όντος είναι η πραγμάτωση της ζωής και η εγρήγορση· διότι ο ύπνος είναι αργία και αδράνεια. Συνεπώς, επειδή υποχρεωτικά ταυτίζονται το έργο της ψυχής και η αρετή της, έργο της αρετής θα είναι η καλή ζωή. Άρα, αυτό είναι το τέλειο αγαθό, η ευτυχία στην οποία αναφερθήκαμε» (1219a 28-33).
 
Η ταύτιση του έργου οποιουδήποτε πράγματος με το έργο της αρετής του δεν μπορεί παρά να ισχύει και για την ψυχή. Κι εφόσον έργο της ψυχής είναι η ζωή, τότε το έργο της αρετής της θα είναι η καλή ζωή. Από αυτή την άποψη, η καλή ζωή τίθεται ως τελικός στόχος της ύπαρξης, δηλαδή του έργου της ψυχής, και γι’ αυτό αποτελεί το τέλειο αγαθό που θα νοηματοδοτήσει όλες τις προσπάθειες του ανθρώπου. Η ευτυχία τίθεται ως απώτερος υπαρξιακός σκοπός, ως ολοκλήρωση του έργου της ψυχής που μόνο ο δρόμος της αρετής μπορεί να εξασφαλίσει. Είναι η υπέρτατη εκδοχή του άριστου.
 
Η διερεύνηση, όμως, δε θα σταματήσει εδώ: «Είναι, επίσης, φανερό από τις προϋποθέσεις που είχαμε θέσει (είχαμε πει αφενός ότι η ευτυχία είναι το άριστο και αφετέρου ότι οι τελικοί σκοποί και τα άριστα αγαθά είναι στην ψυχή, επίσης ότι η ψυχή λειτουργεί είτε ως ιδιότητα είτε ως ενέργεια). Αλλά, επειδή η ενέργεια είναι ανώτερη από μια κατάσταση, και επειδή ανώτατη ενέργεια είναι αυτή που προέρχεται από την ανώτατη ιδιότητα, και με δεδομένο ότι η αρετή είναι η ανώτατη ιδιότητα, συνεπάγεται ότι η ενέργεια της αρετής είναι το άριστο της ψυχής. Αλλά το άριστο της ψυχής είχαμε πει ότι είναι η ευτυχία» (1219a 34-41).
 
Η ψυχή λειτουργεί και ως ιδιότητα και ως ενέργεια. Η άριστη ιδιότητά της είναι η αρετή η απόλυτα δική της (όπως και του ρούχου) και η ενέργεια είναι η πραγμάτωση του έργου της, δηλαδή η εκπλήρωση του τελικού σκοπού της ιδιότητάς της, αφού «τελικός σκοπός της κάθε ιδιότητας είναι το έργο της» (1219a 9-10).
 
Το δεδομένο ότι η ενέργεια είναι ανώτερη από την κατάσταση ενός πράγματος (η ενέργεια οδηγεί στην εκπλήρωση του τελικού σκοπού) σε συνδυασμό με τη γνώση ότι «η ανώτατη ενέργεια είναι αυτή που προέρχεται από την ανώτατη ιδιότητα» (κι ως ανώτατη ιδιότητα ορίζεται πάντα η αρετή) καθιστά σαφές ότι η ενέργεια της ψυχής ταυτίζεται με το άριστο της ψυχής, αφού το άριστο είναι η εκπλήρωση του τελικού σκοπού της ενέργειας. Κι ως ψυχικά άριστο δεν μπορεί παρά να νοείται η ευτυχία.
 
Το τελικό συμπέρασμα είναι έτοιμο να διατυπωθεί: «Συμπέρασμα: η ευτυχία είναι ενέργεια ψυχής αγαθής» (1219a 42). Πράγματι μόνο η ενάρετη ψυχή μπορεί να ενεργήσει σύμφωνα με τις αξίες της αρετής αξιοποιώντας την ανώτερη ιδιότητά της ώστε να εκπληρώσει την ανώτερη τελεολογική της αποστολή. Μια μη ενάρετη ψυχή δεν μπορεί να αντεπεξέλθει σε αυτό, αφού η ποιότητα των ιδιοτήτων της την καθηλώνουν σε χαμηλότερα επίπεδα. Κι όσο περισσότερη η ευτέλεια της ψυχής, τόσο πιο δύσκολη η κατάκτηση της ευτυχίας.
 
Με άλλα λόγια, η τέλεια ζωή, ως πραγμάτωση της υψηλότερης μορφής ευτυχίας, έχει να κάνει με την ενέργεια της τέλειας ψυχής σύμφωνα με τους κανόνες που ορίζει η τέλεια εκδοχή της αρετής: «Επειδή, όμως, είχαμε ορίσει την ευτυχία ως κάτι τέλειο, και επειδή ζωή υπάρχει και τέλεια και ατελής, το ίδιο συμβαίνει και με την αρετή (άλλη είναι ολοκληρωμένη, άλλη τμήμα της συνολικής), και εφόσον η ενέργεια των ατελών είναι και αυτή ατελής, προκύπτει ότι η ευτυχία μιας τέλειας ζωής είναι ενέργεια σύμφωνη με την τέλεια αρετή» (1219a 43-47).
 
Η πεποίθηση της ψυχικής τελειότητας που επέρχεται με την εκπλήρωση της τέλειας αρετής για να κατακτήσει την υπέρτατη ευτυχία είναι αδύνατο να ταυτιστεί με το εφήμερο, αφού το εφήμερο είναι κατ’ ανάγκη ατελές: «και ακόμα δεν υπάρχει ευτυχία μίας ημέρας, ή ευτυχία παιδιού ή μιας ολόκληρης ηλικίας (γι’ αυτό και είναι σωστό εκείνο που είπε ο Σόλων, να μη λέμε κανέναν εν ζωή ευτυχισμένο, παρά μόνο όταν έρθει το τέλος· διότι τίποτε ατελές δεν είναι ευτυχές, αφού δεν είναι ολοκληρωμένο)» (1219b 5-9).
 
Η αποδοχή της ορθότητας για την άποψη του Σόλωνα που προτείνεται εδώ (κατά την οποία δεν πρέπει να μακαρίζουμε κανένα πριν δούμε τη ζωή του ολοκληρωμένη, αφού τα γυρίσματα της τύχης μπορεί φέρουν την απόλυτη δυστυχία ακόμη και στον πιο ευτυχή) έρχεται σε αντίθεση με όσα ο Αριστοτέλης ισχυρίστηκε στο έργο του «Ηθικά Νικομάχεια».
 
Συγκεκριμένα στο πρώτο βιβλίο των «Ηθικών Νικομαχείων» αναφέρεται: «Μήπως, επομένως, δεν πρέπει να ονομάζουμε κανέναν άνθρωπο ευδαίμονα όσο ζει; Μήπως, μάλλον, πρέπει –ακολουθώντας τη σύσταση του Σόλωνα– να “βλέπουμε” το τέλος; Και αν δεχτούμε τη θέση αυτή, πως έτσι δηλαδή έχει το πράγμα, είναι άραγε ευδαίμων ο άνθρωπος και τότε, όταν πια έχει πεθάνει; Δε θα ήταν αυτό τελείως παράλογο, ιδίως για μας που λέμε ότι η ευδαιμονία είναι ένα είδος ενέργειας; Αν όμως δε λέμε ευδαίμονα τον άνθρωπο που έχει πεθάνει, και αν ούτε ο Σόλωνας θέλει να πει αυτό, αλλά ότι τότε μόνο θα μπορούσε κανείς με σιγουριά να ονομάσει ευδαίμονα έναν άνθρωπο, με την ιδέα ότι τώρα πια ο άνθρωπος αυτός βρίσκεται έξω από κάθε κακό και από κάθε συμφορά, αφήνει και αυτό περιθώρια για συζήτηση» (1100a 12-21).
 
Κι όταν γίνεται λόγος για συζήτηση, εννοείται ότι υπάρχουν αντιρρήσεις («αμφισβήτησιν» στο πρωτότυπο). Το δεδομένο ότι η ευτυχία και η δυστυχία έχουν να κάνουν με τη ζωή καθιστά παράλογο να θεωρείται κανείς ευτυχισμένος μόνο με την προϋπόθεση ότι έχει πεθάνει. Εκτός αν θεωρηθεί ότι ο άνθρωπος μπορεί να είναι ευτυχής ή δυστυχής ακόμη και μετά το θάνατο.
 
Αν όμως ισχύει αυτό, τότε το πρόβλημα της αντίξοης τύχης που μπορεί να φέρει δυστυχία παραμένει: «Ο άνθρωπος που έζησε ευδαίμων ως τα γηρατειά του και πέθανε με ανάλογο τρόπο μπορεί να δοκιμάσει πολλών ειδών μεταβολές ενσχέσει με τους απογόνους του: κάποιοι από αυτούς μπορεί να είναι καλοί και να ζήσουν μια ζωή που τους αξίζει, ενώ άλλοι το αντίθετο· είναι επίσης φανερό ότι με την απόσταση των γενεών μπορεί να υπάρξουν πολλών ειδών μεταβολές ανάμεσα σε αυτούς και τους προγόνους τους. Θα ήταν, λοιπόν, πολύ περίεργο, αν συμμετείχε και ο νεκρός σε αυτές τις μεταβολές, με αποτέλεσμα τη μια φορά να γίνεται ευδαίμων και την άλλη πάλι δυστυχισμένος» (1100a 25-35).
 
Όμως, ακόμη κι αν αποδεχτούμε ότι ο Σόλων δεν εννοεί ότι η ευτυχία ή η δυστυχία αφορά τους νεκρούς, αλλά ότι μόνο αν είναι γνωστό το τέλος κάποιου μπορεί να βγει ασφαλές συμπέρασμα για την ευτυχία ή τη δυστυχία του γίνεται σαφές ότι και πάλι υπάρχει αντίθεση με την αριστοτελική οπτική της ευτυχίας που δεν εντάσσεται στο εφήμερο. Η κατά Σόλωνα αντίληψη που θέτει την ευτυχία ως κάτι που μπορεί να ανατραπεί μέχρι και την τελευταία στιγμή δεν μπορεί να συμπλέει με την αριστοτελική εκδοχή που θέλει την ευτυχία να καθρεφτίζει την τελειότητα της ψυχής που υπηρετεί το πιο τέλειο αγαθό.
 
Μια τέτοια παραδοχή θα σήμαινε την ανωτερότητα της τύχης σε σχέση με την αρετή (και την τελειότητα της ψυχής) στο ζήτημα της ευτυχίας. Η υιοθέτηση αυτής της αντίληψης θα ματαίωνε πλήρως κάθε αγώνα του ανθρώπου για την κατάκτηση της αρετής τοποθετώντας το ζήτημα της ευτυχίας στη δύναμη της μοίρας. Οι εκ διαμέτρου αντίθετες αριστοτελικές πεποιθήσεις, που εκλαμβάνουν την ευτυχία ως ενέργεια της ψυχής (και μάλιστα την ύψιστη ενέργεια που υπηρετεί την ανώτερη αρετή), καθιστούν περίεργη, αν όχι ανεξήγητη, τη σύμπλευση που φαίνεται να έχει εδώ (στα «Ηθικά Ευδήμια») με το Σόλωνα.
 
Το βέβαιο είναι ότι η σολωνική ρήση απευθύνεται στον Κροίσο, άνθρωπο περισσότερο αλαζόνα παρά σώφρονα, ο οποίος αρέσκονταν ιδιαίτερα να καυχιέται για τα πλούτη του. Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι προφανές ότι εξαρτάται πρωτίστως από τη μοίρα, αφού ούτε έχει φτάσει στην ψυχική ολοκλήρωση ούτε υπηρετεί την τέλεια αρετή. Η ευτυχία του βασίζεται σε αποκλειστικά εφήμερες αρετές, όπως ο πλούτος και η εξουσία. Από αυτή την άποψη είχε δίκιο ο Σόλων για τα λόγια που του είπε, όμως το δίκιο του δεν πηγάζει από το αναντίρρητο της κρίσης, αλλά από τη ρηχότητα του προσώπου στο οποίο απευθύνθηκε.
 
Οι ατελείς ψυχές είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στη μοίρα, αφού δεν έχουν καμία δύναμη από μόνες τους. Άγονται και φέρονται σαν τα φτερά μέσα στον άνεμο. Μονάχα οι τέλειες ψυχές μπορούν να αντέξουν τις αντιξοότητες. Όχι, βέβαια, ότι δε θα επηρεαστούν. Αναμφισβήτητα η συμφορά που μπορεί να φέρει η τύχη θα κλονίσει και την πιο ολοκληρωμένη ψυχή. Θα φέρει πίκρα και θλίψη. Είναι αδύνατο ο άνθρωπος να μένει απαθής μπροστά στις συμφορές. Είναι αντίθετο με τη φύση του.
Όμως, ο ενάρετος άνθρωπος, εκείνος που έχει μάθει να υπηρετεί την τέλεια αρετή, που τρέφει υψηλά ενδιαφέροντα και συνάπτει φιλίες του ανώτερου είδους δε θα συντριβεί. Με το πέρασμα του χρόνου και με την άσκηση της αρετής θα καταφέρει να σταθεί και πάλι στα πόδια του. Η ανάμνηση της συμφοράς θα είναι πάντα επώδυνη, όμως εν τέλει θα ξαναβρεί τις ισορροπίες. Κι αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στην ανώτερη ευτυχία του ενάρετου και την κατώτερη των ανθρώπων σαν τον Κροίσο.
 
Επί του θέματος: «Οπωσδήποτε πάντως, “η ταύτιση της ευδαιμονίας με την ολότητα του βίου δε σημαίνει ότι ευδαίμων γίνεται κάποιος μόνο τη στιγμή του θανάτου του, αλλά ότι πρέπει να αντιμετωπίζει την ηθική του ποιότητα υπό την προοπτική της διάρκειας και της συνέχειας”»
.
Αριστοτέλης, Ηθικά Νικομάχεια», Ηθικά Ευδήμια

Η ατολμία είναι ο δρόμος που οδηγεί σε μια ζωή μετριότητας

Η πραγματική ζωή αρχίζει από τη στιγμή που θα μπούμε στη ζώνη του αγνώστου. Είμαστε απόλυτα ζωντανοί μόνο τις στιγμές εκείνες που ξεπερνάμε τα πραγματικά μας όρια και προσπαθούμε να φτάσουμε το άπιαστο – με τον έναν ή τον άλλο τρόπο.

Η ατολμία είναι ο δρόμος που οδηγεί σε μια ζωή μετριότητας. Επιτρέποντας στο θάρρος μας να έρθει στην επιφάνεια ακολουθούμε τον δρόμο της αυτοκυριαρχίας.

Αρκεί τα ρίσκα που παίρνουμε να είναι συνετά και καλά υπολογισμένα. Κανείς δεν λέει να μάθεις τα παιδιά σου να κάνουν ανόητα πράγματα. Το δίδαγμα εδώ είναι ότι μπορείς να τους δώσεις να καταλάβουν ότι πρέπει να είναι πρόθυμα να τολμούν πιο συχνά. Πρέπει να απαντούν στο κάλεσμα της καρδιάς τους πιο τακτικά. Αν τους έρθει μια καλή ιδέα για το πώς μπορούν να βελτιώσουν μία από τις βασικές πτυχές της ζωής τους, πρέπει να έχουν το θάρρος να την κάνουν πραγματικότητα.

Να θυμάσαι, σπουδαίος στη ζωή είναι εκείνος που ενεργεί.

Το Σύμπαν ανταμείβει την προσπάθεια, όχι την πρόθεση!

Λένε: να πάρω ένα «χάπι», να κοιμηθώ και να ξυπνήσω καινούργιος, να αλλάξω χωρίς να ταλαιπωρηθώ !

Αυτό είναι το σενάριο όσων δεν κατάφεραν αυτά που ήθελαν στη ζωή τους.

Νομίζω ότι η επιτυχία χρειάζεται δουλειά, τόλμη και ρίσκο.

Χρειάζεται κυρίως απομάκρυνση από τη νοοτροπία του γρήγορου αποτελέσματος.

Είναι μια σκάλα που δεν μπορείτε να την ανεβείτε με τα χέρια στις τσέπες και χωρίς προσωπικό ξεβόλεμα.

Δεν υπάρχουν εύκολες συνταγές ούτε τρόποι να κόψει κανείς δρόμο.

Συνδέεται με βήματα έξω από την ζώνη της προσωπικής άνεσης.

Δεν θα εξελιχθείτε ούτε θα επιτύχετε ποτέ κάτι σημαντικό, αν κάνετε πάντα το γνωστό, σίγουρο και ασφαλές.

Όμως όλα αυτά πρέπει να ενταχθούν στην καθημερινότητα, όπως διαμορφώνει το πρόγραμμα προπόνησης ένα αθλητής.

Κάθε μέρα να μαθαίνουμε κάτι καινούργιο, να κάνουμε κάτι με διαφορετικό τρόπο.

Καμιά μέρα να μην πάει χαμένη.

Νομίζω ότι το Σύμπαν ανταμείβει την προσπάθεια όχι την πρόθεση

ΝΑ ΑΝΤΙΠΑΛΕΨΟΥΜΕ ΤΗΝ ΑΥΤΟΕΞΑΠΑΤΗΣΗ Ή ΟΧΙ;

Προτού να ξεκινήσουμε, αξίζει να αναρωτηθούμε αν συντρέχει πραγματικά λόγος να αντιπαλέψουμε την αυτοεξαπάτηση στη ζωή μας. Όπως έχουμε δει, η φυσική επιλογή έχει ευνοήσει την ικανότητά μας να εξαπατούμε τον εαυτό μας, διότι μας βοηθά να εξαπατούμε αποτελεσματικότερα τους άλλους. Γιατί, λοιπόν, να θελήσουμε να περιστείλουμε μια ιδιότητα που υπηρετεί το εξελικτικό μας συμφέρον; Δεν θα ήταν πιο χρήσιμο να αξιοποιούσαμε επιλεκτικά την αυτοεξαπάτηση προς όφελός μας – σε καταστάσεις στις οποίες έχει μεγαλύτερη πιθανότητα να φανεί αποδοτική- παρά να την καταπολεμήσουμε συνολικά; Δεν παραβιάζει άραγε η γενική προσπάθεια χαλιναγώγησης της αυτοεξαπάτησης την προσήλωσή μας στο εξελικτικό ιδιοσυμφέρον μας;

Όσο βάσιμη και αν φαντάζει η παραπάνω ένσταση, απαντώ απερίφραστα: Δεν δίνω δεκάρα τσακιστή. Δεν πιστεύω ότι πρέπει να θεμελιώνουμε τη ζωή μας, τις διαπροσωπικές σχέσεις μας και τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις μας σε ψέματα. Μάλιστα, από ηθική άποψη, ο συνδυασμός της εξαπάτησης με την αυτοεξαπάτηση μου φαίνεται διπλά κατακριτέος. Στην περίπτωση της απλής εξαπάτησης, το θύμα είναι μόνο ένα· αλλά όταν η εξαπάτηση συνοδεύεται και από αυτοεξαπάτηση, τότε τα εξαπατώμενα άτομα είναι δύο. Επιπλέον, όταν εξαπατάτε τον εαυτό σας, βασίζετε αυτοβούλως τη συμπεριφορά σας σε αναλήθειες, γεγονός που ενδέχεται να έχει αρνητικές παρεπόμενες συνέπειες, τις οποίες να μην μπορείτε να προβλέψετε και οι οποίες να επιδεινώνονται με την πάροδο του χρόνου.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η φυσική επιλογή έχει επίσης ευνοήσει την τάση μας να ασκούμε σεξουαλική βία σε γυναίκες, να εξαπολύουμε απρόκλητες επιθέσεις όταν κρίνουμε ότι μας συμφέρει, και ενίοτε να κακοποιούμε τα ίδια τα παιδιά μας. Δεν επικροτώ καμία από αυτές τις συμπεριφορές , ασχέτως αν κατά καιρούς φάνηκαν χρήσιμες στους εξελικτικούς προγόνους μας. Όπως χαρακτηριστικά μου είπε κάποτε ένας εξελικτικός βιολόγος: «Τα γονίδιά μου δεν δίνουν δεκάρα για την πάρτη μου, και ούτε εγώ για τη δική τους».

Μια μεταβλητή στην οποία όντως δίνω σημασία είναι η ιδέα της εξελικτικά σταθερής στρατηγικής- δηλαδή, μιας στρατηγικής η οποία, στο πλαίσιο ενός (καλώς ορισμένου) εξελικτικού παιγνίου, δεν ωθείται ποτέ στην εξαφάνιση. Στις ανθρώπινες κοινωνίες, δεν αποκλείεται ο περιορισμός της αυτοεξαπάτησης και η ειλικρίνεια (ή έστω η προσπάθεια να φανεί κανείς ειλικρινής και να μην εξαπατά τον εαυτό του)να αποτελούν εξελικτικά σταθερές στρατηγικές – με άλλα λόγια, να μην μπορούν να οδηγηθούν στην εξαφάνιση, έστω και αν η συχνότητά τους στον πληθυσμό διατηρείται χαμηλή. Αν η στρατηγική της ειλικρίνειας οδεύει αναπόδραστα προς τον εξελικτικό της αφανισμό, τότε ίσως θα όφειλα να επανεξετάσω την προσωπική μου στάση. Αν, όμως, είναι εξελικτικά σταθερή, έστω και με χαμηλή συχνότητα στον πληθυσμό, τότε προτιμώ να προκρίνω, ως προσωπική στρατηγική, την προσπάθεια περιστολής της αυτοεξαπάτησης (χωρίς βέβαια να έχω αξιόλογη πιθανότητα επιτυχίας).

Στην προσωπική μου ζωή, έχω πολλές φορές βιώσει την αυτοεξαπάτηση υπό τη μορφή μιας σειράς από μικρές επιτυχίες που ακολουθούνται από μια μεγάλη αποτυχία. Φουσκώνω από αυτοπεποίθηση, προβάλλω μια αυτάρεσκη εικόνα στους γύρω μου και απολαμβάνω κάποια από τα παροδικά οφέλη αυτής της αυταπάτης, προτού τελικά προσγειωθώ ανώμαλα στη σκληρή πραγματικότητα. Η ανώμαλη προσγείωση συχνά συνοδεύεται από βαριές απώλειες, οι οποίες εν μέρει οφείλονται στην τυφλότητα που είχε επιφέρει η υπέρμετρη αυτοπεποίθησή μου. Λόγου χάριν, υπάρχει κίνδυνος να αγνοήσω τις πρόδηλες ενδείξεις ότι μια υποτιθέμενα ευτυχισμένη σχέση στην πραγματικότητα φθίνει άσχημα· κλείνοντας τα μάτια μου, βελτιώνω προσωρινά την ψυχολογική μου διάθεση αναβάλλοντας το αναπόφευκτο ξεκαθάρισμα λογαριασμών – και ανεβάζοντας το κόστος του. Όπως έχουμε δει, εύκολα παγιδεύεται κανείς στον φαύλο κύκλο της άρνησης και δύσκολα απεμπλέκεται από αυτόν.

Για να το θέσουμε διαφορετικά, η αυτοεξαπάτηση συχνά έχει καταστροφικές συνέπειες. Αυτό δεν ισχύει μόνο για γεγονότα με ευρύ κοινωνικό αντίκτυπο, όπως η εξαπόλυση αδικαιολόγητων πολεμικών επιθέσεων και η εφαρμογή εσφαλμένων οικονομικών πολιτικών, αλλά και για επιλογές που αφορούν τον στενό προσωπικό μας κύκλο. Μπορεί μεν να αντλήσουμε προσωρινά οφέλη από την εξαπάτηση του εαυτού μας και των άλλων, αλλά δύσκολα θα αποφύγουμε να επωμιστούμε ένα βαρύ μακροπρόθεσμο κόστος.

Πιστεύω ότι αυτός είναι ένας γενικός κανόνας στη ζωή- ότι τα οφέλη της αυτοεξαπάτησης εκδηλώνονται άμεσα, ενώ το κόστος της άγνοιας γίνεται αισθητό με καθυστέρηση. Πειράματα σε επίμυς έχουν αποδείξει ότι αυτού του είδους οι επιδράσεις- δηλαδή, όσες εκδηλώνονται με χρονική υστέρηση- είναι πολύ δύσκολο να συνδεθούν με τις αιτίες που τις προκαλούν. Οι άμεσες συνέπειες μιας πράξης, θετικές ή αρνητικές, είναι συνήθως προφανείς· οι μακροπρόθεσμες επιδράσεις εξακριβώνονται με πολύ μεγαλύτερη δυσκολία. Τα πράγματα γίνονται ακόμη χειρότερα από το γεγονός ότι έχουμε την ισχυρή τάση να επικεντρωνόμαστε στο παρόν και να υποτιμούμε τις απώτερες μελλοντικές συνέπειες των ενεργειών μας.

Ώστε να μπορούν οι άνθρωποι -που μέχρι τότε βυθισμένοι στην αμάθεια διαχειρίζονταν άσχημα και βίαια τις ζωές τους- να ζουν καλύτερα

Θα αναφέρω μια άποψη για την αρχαία φιλοσοφία, ενός διανοούμενου που γράφει από τη σκοπιά κάποιου που βρίσκεται έξω από τον χώρο της φιλοσοφίας – του Λουκιανού από τα Σαμόσατα. Ο σατιρικός αυτός συγγραφέας του 2ου αιώνα μ.Χ., στον διάλογό του Δραπέται, βάζει τη Φιλοσοφία να υπενθυμίζει στον πατέρα της Δία τον λόγο που την έστειλε στη Γη: ώστε να μπορούν οι άνθρωποι -που μέχρι τότε βυθισμένοι στην αμάθεια διαχειρίζονταν άσχημα και βίαια τις ζωές τους- να ζουν καλύτερα. Αρχικά, λέει, επισκέφθηκε την Ινδία, τους Βραχμάνες, κατόπιν την Αιθιοπία, την Αίγυπτο, τη Βαβυλώνα και τέλος τη Θράκη, τον άγριο Βορρά. Τελικά έφθασε στους Έλληνες, όπου πίστευε πως θα εκτελούσε με ευκολία την αποστολή της. Όπως αποδείχτηκε όμως, τα πράγματα ήταν δυσκολότερα από ό,τι περίμενε.

Ύστερα από ένα ενθαρρυντικό ξεκίνημα, εμφανίστηκαν οι Σοφιστές και ανακάτεψαν τη φιλοσοφία με τις σοφιστείες. Στη συνέχεια, οι Αθηναίοι εκτέλεσαν τον Σωκράτη! H Φιλοσοφία συνέχισε παραπονούμενη για την όχι και τόσο υπέροχη διαμονή της στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι άνθρωποι, λέει, την εκτιμούν αν και δεν την πολυκαταλαβαίνουν. και υπάρχουν γνήσιοι φιλόσοφοι που αγαπούν και αναζητούν την αλήθεια, κι έτσι το όλο εγχείρημά της αξίζει τον κόπο. Υπάρχουν όμως και ψευτοφιλόσοφοι, που στοχεύουν μόνο στα λεφτά και τη φήμη, κι αυτοί την καθιστούν ανυπόληπτη και την κάνουν έξω φρένων. Και τώρα χρειάζεται λίγη θεϊκή βοήθεια για να βελτιώσει την κατάσταση.

Στον ελληνορωμαϊκό κόσμο η φιλοσοφία, καλώς ή κακώς, καθιερώθηκε ως ξεχωριστό γνωστικό πεδίο, με τις δικές του πρακτικές, τα δικά του κείμενα, τους δικούς του θεσμούς. Για τους λειτουργούς και για το ακροατήριό της είχε πολύ πιο επιτακτικό χαρακτήρα από ό,τι έχει για μας σήμερα. Η φιλοσοφία ήταν τότε για τον κόσμο μια φυσική προέκταση της συνηθισμένης καλής εκπαίδευσης, δεδομένης της σπουδαιότητας του καλώς ζήν και του σημαντικού ρόλου της φιλοσοφίας ως προς αυτό. Σε εμάς σήμερα -σε αντίθεση με τους αρχαίους— υπάρχει μια ένταση ανάμεσα στην ιδέα ότι η φιλοσοφία μάς δίνει τη δυνατότητα να καταλαβαίνουμε τους εαυτούς μας και τον κόσμο και στην ιδέα ότι η φιλοσοφία είναι μια αυστηρή και διανοητικά απαιτητική ενασχόληση.

O σημαντικός ρόλος στη ζωή τον οποίο κατείχε η φιλοσοφία στην αρχαιότητα έχει υποκατασταθεί από μια ποικιλία ενδιαφερόντων και επιδιώξεων· όμως η φιλοσοφία μετράει ακόμη, εξακολουθεί να έχει σημασία, και μπορούμε ακόμη με πολλούς τρόπους να συσχετίσουμε τα ενδιαφέροντά μας με εκείνα των αρχαίων και να διαπιστώσουμε πως η μελέτη τους οδηγεί με τον φυσικότερο τρόπο σε άμεση δέσμευση. Το παλιό πρόβλημα της Φιλοσοφίας παραμένει και, ελλείψει θεϊκής βοήθειας, θα πρέπει τη δουλειά να την κάνουμε εμείς και, για χάρη μας, να αναζητούμε την αλήθεια και να ξεσκεπάζουμε το ψεύδος.

Σε έναν τέτοιο κόσμο είναι η ευτυχία δυνατή;

Η ευτυχία είναι 2 ειδών, με όλο που υπάρχουν και ενδιάμεσες διαβαθμίσεις. Τα 2 βασικά είδη που εννοώ θα μπορούσαν να καθοριστούν ως η γνήσια και η ψεύτικη ευτυχία, ή ως η πνευματική και κτηνώδης, ή ως η ευτυχία του πνεύματος και η ευτυχία της σάρκας. Ίσως ο απλούστερος τρόπος να περιγράψει κανείς τη διαφορά ανάμεσα στα 2 βασικά είδη ευτυχίας είναι να πει ότι το ένα είναι προσιτό για κάθε άνθρωπο και το άλλο για κείνους που ξέρουν να διαβάζουν και να γράφουν.

Όσο περισσότερα είναι τα ενδιαφέροντα ενός ανθρώπου, τόσο περισσότερες δυνατότητες ευτυχίας έχει και τόσο λιγότερο βρίσκεται στο έλεος της μοίρας, αφού μπροστά του ανοίγεται πλήθος επιλογών.

Η συντροφικότητα κι η συνεργασία είναι ουσιώδεις παράγοντες για την ευτυχία του μέσου ανθρώπου.. Η πίστη σε κάτι είναι μία πηγή ευτυχίας για μεγάλο αριθμό ανθρώπων.

Το μυστικό της ευτυχίας είναι αυτό: πλάτυνε όσο μπορείς περισσότερο τα ενδιαφέροντά σου και κάνε τις αντιδράσεις σου προς τα πράγματα και τα πρόσωπα που σ’ ενδιαφέρουν όσο γίνεται φιλικές παρά εχθρικές.

Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις, η ευτυχία δεν είναι κάτι που πέφτει μέσα στο στόμα μας σαν ώριμο φρούτο, χάρη στην απλή συνδρομή ευνοϊκών περιστάσεων. Γιατί σε έναν κόσμο τόσο πλούσιο σε δυστυχίες, αποφευκτές και αναπόφευκτες, σε αρρώστιες και ψυχολογικές συγκρούσεις, σε αγώνες, σε μιζέριες και σε κακή θέληση, ο άνδρας ή η γυναίκα που θέλει να είναι ευτυχισμένος, οφείλει να βρει τρόπους για να παλέψει ενάντια στις πολλαπλές αιτίες της δυστυχίας, στις οποίες κάθε άτομο είναι εκτεθειμένο. Σε μερικές σπάνιες περιπτώσεις δεν απαιτείται μεγάλη προσπάθεια.

Ένας άνθρωπος προικισμένος με καλόβολο χαρακτήρα, που κληρονομεί μια μεγάλη περιουσία και έχει καλή υγεία και απλά γούστα, μπορεί να περάσει άνετα από την ζωή αναρωτώμενος γιατί οι άλλοι κάνουν τόσες ιστορίες. Αν μια όμορφη γυναίκα με ανεκτικό χαρακτήρα τύχει να παντρευτεί έναν πλούσιο σύζυγο που δε ζητά από αυτή τίποτε το εξαιρετικό, και αν, ύστερα από τον γάμο τους, η κυρία δεν φοβάται μήπως παχύνει, θα μπορέσει να χαρεί μια άνετη ζωή, με την προϋπόθεση πως θα σταθεί τυχερή με τα παιδιά της. Αλλά αυτές οι περιπτώσεις είναι εξαιρετικά σπάνιες. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι πλούσιοι, οι περισσότεροι δεν γεννιούνται με καλόβολο χαρακτήρα. Πολλοί έχουν βίαια πάθη που τους κάνουν να βλέπουν σαν αληθινό μαρτύριο μια ζωή ήσυχη και τακτική. Η υγεία είναι μια ευλογία που κανείς άνθρωπος δεν είναι βέβαιος ότι θα διατηρηθεί. Και ο γάμος δεν είναι μια πηγή αυτόματης ευτυχίας. Για όλους αυτούς τους λόγους η ευτυχία για τους ανθρώπους είναι μια κατάκτηση μάλλον παρά ένα δώρο των Θεών, και σ αυτή την κατάκτηση η προσπάθεια, εσωτερική και εξωτερική, παίζει μεγάλο ρόλο.

Η πλειονότητα των ανθρώπων δεν είναι φτιαγμένη για να βρίσκει την ευτυχία στη φυλακή, και τα πάθη που μας κλείνουν στον εαυτό μας είναι η χειρότερη φυλακή. Ανάμεσα στα πιο κοινά πάθη είναι ο φόβος, ο φθόνος, το αίσθημα της ενοχής, ο οίκτος για τον εαυτό μας και ο αυτοθαυμασμός. Σ όλα αυτά τα πάθη οι επιθυμίες μας είναι συγκεντρωμένες στον εαυτό μας: δεν ενδιαφερόμαστε αληθινά για τον εξωτερικό κόσμο, παρά μόνο μας ανησυχεί η σκέψη μήπως μας θίξει ή δεν ικανοποιήσει το εγώ μας. Ο φόβος είναι ο κύριος υπεύθυνος για το ότι οι άνθρωποι αρνούνται τόσο πολύ να παραδεχθούν την πραγματικότητα και για το ότι φροντίζουν τόσο πολύ να τυλιχθούν μέσα στο ζεστό ρούχο του μύθου.

Ευτυχισμένος είναι εκείνος που δεν υποφέρει από καμιά από τις ελλείψεις ενότητας, που η προσωπικότητά του δεν είναι διχασμένη ούτε βρίσκεται σε σύγκρουση με τον κόσμο. Ένας τέτοιος άνθρωπος νιώθει πως είναι πολίτης του κόσμου και απολαμβάνει ελεύθερα το θέαμα που του προσφέρει και τις χαρές που του παρέχει, χωρίς να τον ταράζει η σκέψη του θανάτου, γιατί νιώθει πως πραγματικά δεν είναι κάτι το χωριστό από αυτούς που θα ‘ρθουν ύστερα από αυτόν. Και ακριβώς μέσα σ’ αυτή τη βαθιά και ενστικτώδη ένωση με το ρεύμα της ζωής θα βρούμε τις πιο μεγάλες χαρές.

H δυσκολία στη δέσμευση

H δυσκολία στη δέσμευση μοιάζει να αποτελεί συνήθη διάγνωση σε ανθρώπους που ζουν αλλεπάλληλες σεξουαλικές σχέσεις και, όταν έρθει η στιγμή να επισημοποιηθεί η σχέση, τότε αναζητούν αφορμές για να εξαφανιστούν. Στη δική μας οπτική, το πρόβλημα των ανθρώπων αυτών δεν έγκειται στη δυσκολία δέσμευσης, αλλά στην αφόρητη και ισοπεδωτική δέσμευση που πολλές φορές έχουν με την πατρική οικογένεια και με το επιβαρυμένο προσωπικό παρελθόν τους.

Οι νέοι άνθρωποι που δυσκολεύονται να δεσμευτούν σε συντροφικές σχέσεις, δεν είναι οι ελεύθεροι άνθρωποι, αλλά τα δεσμευμένα παιδιά των πατρικών τους οικογενειών. Τους επιτρέπεται το ερωτικό παιχνίδι που θα τους χαλαρώσει, αλλά όχι ο γάμος που θα τους απομακρύνει από τον γονιό.   Η δέσμευση στη σχέση επιτρέπει τη δημιουργία ουσιαστικών σχέσεων ζωής   Η πλήρης δέσμευση και η αποκλειστικότητα στην ερωτική σχέση δεν είναι στέρηση, επιταγή και τιμωρία, αλλά δυνατότητα, ευκαιρία και προνόμιο. Η δέσμευση στη σχέση επιτρέπει τη δημιουργία ουσιαστικών σχέσεων ζωής.

Οι σύντροφοι δεν αρκούνται στην ευχάριστη παρέα που διαλύεται «με τις πρώτες σταγόνες βροχής» αλλά διαμορφώνουν μια σχέση «παντός καιρού». Η σχέση αυτή γνωρίζει να αντέχει στις δυσκολίες, γιατί δημιουργεί ψυχικά αποθέματα και αποθεματικά ζωής. Στις συντροφικές σχέσεις υφίστανται δύο διαφορετικές πλευρές της δέσμευσης. Η κοινωνική και η προσωπική. Η κοινωνική δέσμευση αναφέρεται στον κοινωνικό περίγυρο που προσφέρει την επίσημο ποίηση της σχέσης. Πρόκειται για την υπογραφή ενός συμβολαίου, αντίστοιχου προς τα συμβόλαια ανάληψης εργασίας. Το κοινωνικό συμβόλαιο που καλείται να επισημοποιήσει την συντροφική συνύπαρξη, εξασφαλίζει τα θέματα που αφορούν την σχέση με την κοινωνία. Ταυτόχρονα όμως, είναι εντελώς ανίκανο να εξασφαλίσει την τρυφερότητα, την εκτίμηση, τον πόθο, την εμπιστοσύνη και τον σεβασμό. Η προσωπική δέσμευση εκπηγάζει από την έλξη προς τον σύντροφο και την πληρότητα της σχέσης, που καταγράφονται ως σημαντικά στοιχεία της προσωπικής ολοκλήρωσης.

Η προσωπική δέσμευση δεν γίνεται αντιληπτή ως υποχρέωση, ούτε καν ως δέσμευση, αλλά αντιπροσωπεύει την προσωπική αίσθηση ότι ο ίδιος είναι μέρος αυτής της σχέσης και δεν είναι διατεθειμένος να χάσει αυτό το προνόμιο. Η προσωπική αίσθηση πληρότητας και η βεβαιότητα για την σημαντικότητα της σχέσης οδηγούν τους συντρόφους να θέλουν να το φωνάξουν, να το μοιραστούν με όλους. Στα πλαίσια αυτά ο γάμος τους δεν συνιστά μια τυπική κοινωνική συνθήκη, η τελετή δεν αποτελεί ένα κοινωνικό event με πολλά στοιχεία show, αλλά μια έκρηξη χαράς από το συντελούμενο γεγονός της συνύπαρξης τους.  

Η άρνηση της υπεράσπισης της επιλογής σου, είναι η επιλογή της ανέραστης στάσης: «Δεν φεύγω, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θέλω να παραμείνω»   Το κάλεσμα και η αναφορά στους γονείς, στους συγγενείς, στους φίλους και στα άλλα σημαντικά πρόσωπα συνιστά πρόσκληση συμμετοχής στη χαρά του γάμου και επίκληση των ευχών τους που θα τους συνοδεύουν στο διηνεκές του απαιτητικού ταξιδιού. Με την βεβαιότητα ότι οι ίδιοι και η σχέση τους δεν είναι μόνοι και αποκομμένοι, αλλά ότι μετέχουν σε μια πανανθρώπινη κοινότητα στην οποία υπάρχουν πολλά αγαπημένα πρόσωπα, που τους περιβάλλουν με την αγάπη τους.

Η παρατεταμένη αναστολή της δέσμευσης στην ερωτική σχέση δεν οδηγεί στην ελευθερία, αλλά στην απώλεια της ερωτικής επιθυμίας. Η άρνηση της υπεράσπισης της επιλογής σου, είναι η επιλογή της ανέραστης στάσης: «Δεν φεύγω, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι θέλω να παραμείνω». Ο φόβος εξάλλου για την δέσμευση εδραιώνεται σε μια παιδική παντοδύναμη βουλιμική αίσθηση που δεν θέλει να χάσει τίποτα και που θεωρεί ότι μπορεί να τα έχει όλα. Επομένως, αν επιλέξει ένα πρόσωπο για σχέση ζωής, θα απολέσει την δυνατότητα να σχετιστεί με άλλα.   Ίσως στα 85 ανακαλύψεις ότι αυτός που σου ταίριαζε ήταν ο νεανικός έρωτας που δεν υπερασπίστηκες   Η γνωστή ερώτηση: «Και πώς μπορώ να ξέρω αν εκείνος είναι που μου ταιριάζει καλύτερα, και όχι κάποιος άλλος που δεν τον έχω γνωρίσει ακόμα;» είναι συνεπής με την αφελή σκέψη ότι υπάρχει το ακριβώς αντίστοιχο μοναδικό κομμάτι του παζλ που πρέπει να ανακαλύψουμε. Η απάντηση αντιστοιχεί να είναι το ίδιο αφελής: Έχεις δίκιο!

Ας ψάξεις λοιπόν και στη Νότια Αμερική και στα απομακρυσμένα χωριά της Κίνας και όπου αλλού θα μπορούσε να υπάρχει κάποια πιθανότητα, αλλά ίσως στα 85 ανακαλύψεις ότι αυτός που σου ταίριαζε ήταν ο νεανικός έρωτας που δεν υπερασπίστηκες. Ο φόβος για την δέσμευση συχνά δεν αφορά την ανασφάλεια για το πρόσωπο του άλλου, αλλά την ανασφάλεια για την προσωπική σου ικανότητα να αναλάβεις το απαιτητικό ταξίδι της διακινδύνευσης, που απαιτεί δυνατά σκαριά. Μια ξενέρωτη ισοπεδωμένη κατάσταση, όπου η ανυπαρξία πάθους εκκινεί από την εσωτερική χλιαρή διάθεση και συνεχίζει στην «ερωτική» σχέση, επιστρέφει ακόμη πιο μίζερα στον εαυτό, ώστε να αφαιρέσει κάθε ίχνος ζωής. Αυτός που δυσκολεύεται να δεσμευθεί, τελικά είναι θύτης της άρνησης του να κάνει μια επιλογή που να μπορεί να τον διακινήσει.

Η κενότητα γίνεται ο οριστικός σύντροφος, καθώς η χρόνια αναβολή της δέσμευσης στον έρωτα οδηγεί τελεσίδικα στην οριστική ματαίωση της ερωτικότητας. Εκείνος που αποδέχεται μια τέτοια χλιαρή σχέση, χάνει και ο ίδιος την ερωτικότητα του και καταλήγει ζητιάνος που εκλιπαρεί. Η τέχνη της αναβολής στην δέσμευση γνωρίζει τον τρόπο να μεταφέρει την προσωπική ανεπάρκεια για ερωτικό πάθος στον άλλο, ο οποίος καταγράφεται ως ανίκανος να γοητεύσει ή “λίγος” που ζητά την εξασφάλιση. Γιατί λοιπόν η δέσμευση που αναμφισβήτητα είναι τόσο σημαντική για όλες τις σημαντικές δημιουργίες, έχει αμφισβητηθεί στις προσωπικές σχέσεις; Επειδή επιβλήθηκε ως υποχρέωση και δεν καταγράφηκε ως το επιθυμητό ζητούμενο.