Κυριακή 23 Αυγούστου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἱππόλυτος (565-615)

565 ΦΑ. σιγήσατ᾽, ὦ γυναῖκες· ἐξειργάσμεθα.
ΧΟ. τί δ᾽ ἐστί, Φαίδρα, δεινὸν ἐν δόμοισί σοι;
ΦΑ. ἐπίσχετ᾽, αὐδὴν τῶν ἔσωθεν ἐκμάθω.
ΧΟ. σιγῶ· τὸ μέντοι φροίμιον κακὸν τόδε.
ΦΑ. ἰώ μοι, αἰαῖ·
570 ὦ δυστάλαινα τῶν ἐμῶν παθημάτων.
ΧΟ. τίνα θροεῖς αὐδάν; τίνα βοᾶις λόγον;
ἔνεπε, τίς φοβεῖ σε φήμα, γύναι,
φρένας ἐπίσσυτος;
575 ΦΑ. ἀπωλόμεσθα· ταῖσδ᾽ ἐπιστᾶσαι πύλαις
ἀκούσαθ᾽ οἷος κέλαδος ἐν δόμοις πίτνει.
ΧΟ. σὺ παρὰ κλῆιθρα, σοὶ μέλει πομπίμα
φάτις δωμάτων·
580 ἔνεπε δ᾽ ἔνεπέ μοι, τί ποτ᾽ ἔβα κακόν;
ΦΑ. ὁ τῆς φιλίππου παῖς Ἀμαζόνος βοᾶι
Ἱππόλυτος, αὐδῶν δεινὰ πρόσπολον κακά.
585 ΧΟ. ἰὰν μὲν κλύω, σαφὲς δ᾽ οὐκ ἔχω·
γεγώνει δ᾽ οἵα διὰ πύλας ἔμολεν
ἔμολέ σοι βοά.
ΦΑ. καὶ μὴν σαφῶς γε τὴν κακῶν προμνήστριαν,
590 τὴν δεσπότου προδοῦσαν ἐξαυδᾶι λέχος.
ΧΟ. ὤμοι ἐγὼ κακῶν· προδέδοσαι, φίλα.
τί σοι μήσομαι;
τὰ κρυπτὰ γὰρ πέφηνε, διὰ δ᾽ ὄλλυσαι,
595 αἰαῖ ἒ ἔ, πρόδοτος ἐκ φίλων.
ΦΑ. ἀπώλεσέν μ᾽ εἰποῦσα συμφορὰς ἐμάς,
φίλως καλῶς δ᾽ οὐ τήνδ᾽ ἰωμένη νόσον.
ΧΟ. πῶς οὖν; τί δράσεις, ὦ παθοῦσ᾽ ἀμήχανα;
ΦΑ. οὐκ οἶδα πλὴν ἕν, κατθανεῖν ὅσον τάχος,
600 τῶν νῦν παρόντων πημάτων ἄκος μόνον.

ΙΠ. ὦ γαῖα μῆτερ ἡλίου τ᾽ ἀναπτυχαί,
οἵων λόγων ἄρρητον εἰσήκουσ᾽ ὄπα.
ΤΡ. σίγησον, ὦ παῖ, πρίν τιν᾽ αἰσθέσθαι βοῆς.
ΙΠ. οὐκ ἔστ᾽ ἀκούσας δείν᾽ ὅπως σιγήσομαι.
605 ΤΡ. ναί, πρός σε τῆσδε δεξιᾶς εὐωλένου.
ΙΠ. οὐ μὴ προσοίσεις χεῖρα μηδ᾽ ἅψηι πέπλων;
ΤΡ. ὦ πρός σε γονάτων, μηδαμῶς μ᾽ ἐξεργάσηι.
ΙΠ. τί δ᾽, εἴπερ, ὡς φήις, μηδὲν εἴρηκας κακόν;
ΤΡ. ὁ μῦθος, ὦ παῖ, κοινὸς οὐδαμῶς ὅδε.
610 ΙΠ. τά τοι κάλ᾽ ἐν πολλοῖσι κάλλιον λέγειν.
ΤΡ. ὦ τέκνον, ὅρκους μηδαμῶς ἀτιμάσηις.
ΙΠ. ἡ γλῶσσ᾽ ὀμώμοχ᾽, ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος.
ΤΡ. ὦ παῖ, τί δράσεις; σοὺς φίλους διεργάσηι;
ΙΠ. ἀπέπτυσ᾽· οὐδεὶς ἄδικός ἐστί μοι φίλος.
615 ΤΡ. σύγγνωθ᾽· ἁμαρτεῖν εἰκὸς ἀνθρώπους, τέκνον.

***
ΚΟΜΜΟΣ Α’ΦΑΙ. Σωπάτε και χαθήκαμε, γυναίκες!
ΚΟΡ. Τί ᾽ν᾽ το κακό που γίνεται κει μέσα;
ΦΑΙ. Σταματάτε, να βάλω αυτί ν᾽ ακούσω!
ΚΟΡ. Πολύ κακό προμήνυμα είναι τούτο!
ΦΑΙ. Αχ αλιά μου κι αλιά! [στρ.1]
570Τί συφορά την άμοιρη με βρήκε!
ΚΟΡ. Αφουγκράστηκες τίποτα; Πες μας [στρ. 2]
τί ᾽ναι τ᾽ άκουσμ᾽ αυτό που σου τάραξε
την ψυχή σου, κυρά μου;
ΦΑΙ. Πάει χάθηκα! Ζυγώστε εδώ στην πόρτα
ν᾽ ακούσετε τον τάραχο που γίνεται.
ΚΟΡ. Είσαι απ᾽ όξω απ᾽ την πόρτα κι ακούς [στρ. 3]
πιο καλά τί φωνάζουνε μέσα.
580Αφουγκράσου και πες μου.
ΦΑΙ. Ο Ιππόλυτος, ο γιος της Αμαζόνας,
αποπήρε τη νένα και τη βρίζει.
ΚΟΡ. Χλαλοήν αγρικώ, μα από δω [αντ. 3]
δεν τα πιάνω τα λόγια. Ό,τι λένε
πρωτοφτάνει σ᾽ εσένα!
ΦΑΙ. Καθαρά τηνε λέει παλιομεσίτρα
590και της τιμής τού βασιλιά προδότρα.
ΚΟΡ. Αχ καλή, σε προδώσανε φίλοι. [αντ. 2]
Τί να κάνουμε πια; Ξεσκεπάστηκε
το κρυφό μυστικό σου.
ΦΑΙ. Αχ κακότυχη εγώ! [αντ. 1]
Αχ! τα μαρτύρησε όλα και μ᾽ αφάνισε!
ΚΟΡ. Ήθελε τη γιατρειά σου, μα το φάρμακο
σε θανάτωσε! Τώρα τί θα κάνεις;
ΦΑΙ. Δεν ξέρω! Ένα μονάχα: όσο πιο γρήγορα
600να πεθάνω, γιατρειά δεν έχουμε άλλη.

ΙΠΠ. (βγαίνει απ᾽ το παλάτι και πίσω η νένα)
Αχ μάνα Γης και Ήλιου φωτοξάνοιγμα!
Τί πράματα έχω ακούσει που δε λέγονται!
ΤΡΟ. Σώπα, μη μας ακούσουνε, παιδί μου!
ΙΠΠ. Πώς να σωπάσω μ᾽ όσα μού ξεστόμισες;
ΤΡΟ. Σ᾽ εξορκίζω στ᾽ ωραίο δεξί σου χέρι!
(του πιάνει το χέρι)
ΙΠΠ. Μακριά τα χέρια. Μη μ᾽ αγγίζεις, λέω!
ΤΡΟ. Λυπήσου με! Στα γόνατά σου πέφτω!
(γονατίζει)
ΙΠΠ. Και γιατί; Καθώς λες, δεν είπες τίποτα!
ΤΡΟ. Τέτοιες κουβέντες δεν κοινολογιούνται!
610ΙΠΠ. Μα τα καλά τα λόγια σ᾽ όλους λέγονται.
ΤΡΟ. Παιδί μου, μην πατάς τον όρκο που ᾽κανες.
ΙΠΠ. Ορκίστ᾽ η γλώσσα, μα η ψυχή μου ανόρκιστη!
ΤΡΟ. Τους φίλους σου μην καταστρέψεις, γιε μου.
ΙΠΠ. Κανένα φίλον άδικο δεν έχω.
ΤΡΟ. Συχώρα! Φυσικό να σφάλλουν οι άνθρωποι.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη της τελευταίας τριακονταετίας του 5ου αιώνα π.Χ.: Ο «πλούσιος ρυθμός»

6.4.2. Η επίδραση της αττικής πλαστικής εκτός Ελλάδας: Λυκία και Φοινίκη

Οι τεχνοτροπίες που ονομάσαμε «ωραίο ρυθμό» και «πλούσιο ρυθμό» ξεκίνησαν από την Αττική και συγκεκριμένα από τα γλυπτά της Ακρόπολης και κυρίως του Παρθενώνα, διαδόθηκαν όμως γρήγορα σε όλη την Ελλάδα και πέρα από αυτήν. Είναι πράγματι ενδιαφέρον το γεγονός ότι, από το τέλος του 5ου αιώνα π.Χ. και έπειτα, εμφανίζονται γλυπτά με έντονες επιδράσεις από τη φειδιακή τέχνη όχι μόνο στην Ελλάδα και τις ελληνικές αποικίες, αλλά και σε περιοχές της ανατολικής Μεσογείου όπου δεν κατοικούσαν Έλληνες, όπως π.χ. στη Λυκία (στη νοτιοδυτική Μικρά Ασία) και στη Φοινίκη. Εκεί συναντούμε, στο τέλος του 5ου αιώνα π.Χ., σημαντικά μαρμάρινα γλυπτά, έργα Ελλήνων καλλιτεχνών με έντονες επιδράσεις από την τέχνη της Αττικής.
 
Στη Λυκία υπήρχε η συνήθεια οι τοπικοί ηγεμόνες και άλλα σημαντικά πρόσωπα να θάβονται σε υπέργειους τάφους, όμοιους με σπίτια, που τοποθετούνται επάνω σε ψηλούς πεσσούς. Ένα άλλο είδος ταφικού μνημείου ήταν μεγάλες λίθινες λάρνακες (που οι αρχαιολόγοι τις ονομάζουν σαρκοφάγους), οι οποίες έμοιαζαν και αυτές με σπίτια και ήταν διακοσμημένες με ανάγλυφες παραστάσεις.
 
Στο τέλος όμως του 5ου ή (το πιθανότερο) στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ. ιδρύθηκε στην Ξάνθο, την πρωτεύουσα της Λυκίας, ένα επιβλητικό ταφικό μνημείο, ένα μαρμάρινο οικοδόμημα με τη μορφή ιωνικού ναού, που υψώνεται επάνω σε ένα ψηλό πόδιο. Το μνημείο αυτό είναι γνωστό με το όνομα μνημείο των Νηρηίδων και βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο. Είναι πολύ πιθανόν ότι το μνημείο των Νηρηίδων ήταν ο τάφος του δυνάστη Αρβίνα, ο οποίος, όπως μαθαίνουμε από μια δίγλωσση επιγραφή (στην ελληνική και στη λυκιακή γλώσσα), χαραγμένη σε έναν πεσσό με ανάγλυφες παραστάσεις που χρονολογείται στην περίοδο 430-410 π.Χ., κατόρθωσε με μια σειρά από πολεμικές επιχειρήσεις να ενώσει τη Λυκία. Το μνημείο έχει πλούσιο γλυπτό διάκοσμο που προβάλλει τις πολεμικές επιτυχίες, την ισχυρή εξουσία και τη δόξα του ηγεμόνα.

Το πόδιο κοσμείται με δύο επάλληλες ζωφόρους διαφορετικού ύψους, διακοσμημένες με ανάγλυφες παραστάσεις. Στην κάτω ζωφόρο, που είναι μεγαλύτερη, εικονίζονται μάχες με πεζούς και ιππείς, ενώ στην επάνω, που έχει περίπου το μισό ύψος, διακρίνουμε στις δύο πλευρές πολιορκίες πόλεων και στην τρίτη έναν δυνάστη που δέχεται καθισμένος μια διπλωματική αντιπροσωπεία, πιθανότατα αντιπάλων που θέλουν να διαπραγματευτούν την παράδοσή τους. Στη θέση του επιστυλίου επάνω από τους κίονες υπάρχει μια ζωφόρος με παραστάσεις έφιππου κυνηγιού, μαχών, καθώς και μιας πομπής με άνδρες που φέρνουν δώρα.

Από τη ζωφόρο που κοσμεί το επάνω μέρος του εξωτερικού τοίχου του σηκού σώζεται καλά ένα μόνο τμήμα, στο οποίο εικονίζεται σκηνή συμποσίου. Στο ανατολικό αέτωμα μια ανάγλυφη παράσταση δείχνει τον ηγεμόνα και τη σύζυγό του καθιστούς, περιτριγυρισμένους από τους υπηρέτες τους. Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του γλυπτού διακόσμου είναι τα αγάλματα γυναικών που τρέχουν ανάμεσα στους κίονες· η έντονη κίνησή τους κάνει τα ενδύματά τους να ανεμίζουν και να σχηματίζουν πλούσιες πτυχές, που κολλούν στο σώμα. Οι μορφές αυτές εικονίζουν πιθανότατα Νηρηίδες, θεές της θάλασσας και αδελφές της Θέτιδας, της μητέρας του Αχιλλέα. Ήδη από τον 5ο αιώνα π.Χ. (και ίσως από ακόμη παλαιότερα) οι Έλληνες πίστευαν ότι οι σπουδαίοι άνδρες, όταν πέθαιναν, δεν πήγαιναν στον Άδη, αλλά στα Νησιά των Μακάρων, πέρα από τη θάλασσα, όπου ζούσαν αιώνια ευτυχισμένοι· σε αυτή την τελευταία κατοικία τούς συνόδευαν οι Νηρηίδες. Στο μνημείο δούλεψαν δύο τουλάχιστον εργαστήρια με Έλληνες γλύπτες, οι οποίοι είχαν δεχτεί έντονα την επίδραση του «πλούσιου ρυθμού».
 
Άλλο παράδειγμα της ακτινοβολίας της ελληνικής τέχνης στην Ανατολή είναι μια μεγάλη μαρμάρινη σαρκοφάγος με ανάγλυφες παραστάσεις από παριανό μάρμαρο, σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Κωνσταντινούπολης, που βρέθηκε στη βασιλική νεκρόπολη της Σιδώνας στην ακτή της Φοινίκης, στον σημερινό Λίβανο. Η σαρκοφάγος είναι λυκιακή, δηλαδή ίδιου τόπου με αυτές που συναντούμε στη Λυκία, και δεν αποκλείεται να κατασκευάστηκε εκεί και να μεταφέρθηκε είτε ως δώρο, είτε αγορασμένη, είτε ως λάφυρο πολέμου στη Σιδώνα. Όπως και αν είναι, έχουμε να κάνουμε με ένα έργο αναμφίβολα Ελληνικό.

Στο συμπέρασμα αυτό οδηγεί το υλικό, που είναι παριανό μάρμαρο, αλλά και η τεχνοτροπία των ανάγλυφων παραστάσεων. Τα θέματα στις μακρές πλευρές είναι παρμένα από τις συνήθειες των ηγεμόνων της Ανατολής και εικονίζουν το κυνήγι άγριων ζώων, ενός λιονταριού και ενός κάπρου, από πολυπρόσωπες ομάδες ανδρών επάνω σε άρματα και σε άλογα. Στις στενές πλευρές τα θέματα είναι παρμένα από την ελληνική μυθολογία και εικονίζουν Κενταύρους: στη μια δύο που μάχονται μεταξύ τους και στην άλλη δύο που χτυπούν τον Καινέα για να τον χώσουν στο έδαφος, σύμφωνα με τον μύθο που είδαμε πιο πάνω. Στα τύμπανα των αετωμάτων εικονίζονται μυθικά όντα, σφίγγες και γρύπες. Η λυκιακή σαρκοφάγος από τη Σιδώνα χρονολογείται, όπως και το μνημείο των Νηρηίδων της Ξάνθου, στο τέλος του 5ου ή στις αρχές του 4ου αιώνα (410-390 π.Χ.) και είναι έργο ενός ιωνικού ή νησιώτικου (ίσως παριανού) εργαστηρίου, που είχε όμως γνωρίσει από κοντά την αθηναϊκή τέχνη των χρόνων του Παρθενώνα και του «πλούσιου ρυθμού», και ακολουθούσε τα πρότυπά της.

Η ΜΥΘΙΚΗ ΣΚΕΨΗ: Χαρακτηριστικά γνωρίσματα του «Μυθικού Κόσμου»

Στην πραγματικότητα οι Μύθοι τα Παραμύθια, απεικονίζουν την Πραγματικότητα όπως την συλλαμβάνει ενορατικά ο άνθρωπος με μια άμεση όραση. Μια ολοκληρωμένη αντίληψη που την εκφράζει Συμβολικά με εικόνες και σύμβολα κι αλληγορίες, κατανοητά σε όσους συμμετέχουν στο ίδιο «όραμα». Αυτή η Ενορατική Σύλληψη είναι πλήρης κι ολοκληρωμένη σαν γενική αντίληψη αλλά υστερεί σε σαφήνεια κι έτσι οι «λεπτομέρειες» συμπληρώνονται από την δημιουργική φαντασία, διαδικασία που υπακούει σε κανόνες και δεν είναι αυθαίρετη. Ο πρώτος βασικός νόμος είναι ο νόμος της ενότητας της αντίληψης του κόσμου. Ο δεύτερος κανόνας είναι της μη αντίθεσης του μέρους στο όλο, στην ενότητα του συνόλου. Ο τρίτος κανόνας είναι ο κανόνας της «ασάφειας», όπου η εικόνα, το σύμβολο μπορεί να ερμηνευθεί με πολλούς τρόπους έτσι ώστε να ταιριάζει πάντα με το σύνολο. Αυτό που έχει σημασία είναι να έχουμε πάντα μια ολοκληρωμένη ισορροπημένη ζωντανή εικόνα του κόσμου, οι λεπτομέρειες δεν έχουν τόση σημασία. Αυτό μπορεί να λειτουργήσει και στην ερμηνεία του κόσμου και στον ηθικό προσανατολισμό και στην πρακτική δράση. Είναι ένα σύστημα γνώσης διαφορετικό από αυτό της αναλυτικής σκέψης που επικεντρώνεται στην σαφήνεια της λεπτομέρειας θυσιάζοντας το ολοκληρωτικό όραμα του κόσμου. Όμως έχει την δική του λογική, την δική του χρήση και χρησιμότητα.

Έτσι οι μύθοι και τα παραμύθια μιλούν για μια ιδανική σύλληψη του κόσμου, ή για την αντίληψη ενός Ιδανικού Κόσμου, του «Μυθικού Κόσμου» που έχει αναγνωρισθεί κι έχει γίνει οικείος στην διάρκεια χιλιετηρίδων. Αυτός ο Κόσμος, για την Μυθική Αντίληψη, είναι Πραγματικός, Λειτουργικός, με Αιώνιες Αξίες και Σαφή Διάκριση του Καλού από το κακό. Η είσοδος σε αυτόν τον κόσμο είναι είσοδος σε μια άλλη αντίληψη, μια άλλη συμπεριφορά από αυτήν που γνωρίζει ο σύγχρονος άνθρωπος ο οποίος παρασυρμένος από την εξέλιξη και τον πολιτισμό του έχει χάσει την Μαγική Αίσθηση του όλου και ζει μια διασπασμένη ζωή σε ένα κομματιασμένο κόσμο. Ο σύγχρονος άνθρωπος θυσίασε την Μαγική Αίσθηση του όλου για χάρη της «επιστημονικής» σαφήνειας. Αρνήθηκε το εσώτερο κομμάτι του εαυτού του για την κυριαρχία του εξωτερικού κόσμου. Έτσι όμως έχασε το καλύτερο μέρος του εαυτού του και για αυτό αισθάνεται μόνος στην ύπαρξη και δυστυχισμένος. Υιοθετώντας όμως αυτή την στάση παύει να κατανοεί την Μαγική Γλώσσα των Συμβόλων, κι αισθάνεται ξένος στον Μαγικό Κόσμο του Όλου. Από την άλλη μεριά αυτός ακριβώς είναι ο λόγος που ο σύγχρονος άνθρωπος μαγεύεται από τους μύθους και τα παραμύθια. Διαισθάνεται, έστω και αμυδρά κάτι από τον παλιό χαμένο παράδεισο της εμπνευσμένης σύλληψης του κόσμου. Νοσταλγεί, αφήνεται στη μαγεία και το όνειρο αλλά διστάζει να εγκαταλείψει την αναλυτική λογική του. Αυτός είναι ο λόγος που ενώ αντιλαμβάνεται ότι οι μύθοι και τα παραμύθια έχουν την δική τους λογική, στο τέλος τα «απορρίπτει» γιατί δεν μπορεί να τα εντάξει στο δικό του σύστημα σκέψης. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει σύγκρουση ανάμεσα στα συστήματα σκέψης. Σύγκρουση υπάρχει στον άνθρωπο. Κι υπάρχει απόλυτη ευθύνη για τις επιλογές του. Αλλά όποιο σύστημα γνώσης κι αν επιλέξει δεν έχει δικαίωμα να απορρίπτει σαν ψέμα τα άλλα συστήματα γνώσης. Όπως η υιοθέτηση της μητρικής γλώσσας μας δεν καταργεί τις άλλες γλώσσες που μιλούν άλλοι άνθρωποι. Ίσως το πιο σωστό θα ήταν να βρεθεί μια θέση ισορροπίας που να αποδέχεται την Εσωτερική Ενορατική Σύλληψη του Όλου με την εξωτερική επιστημονική μελέτη των πραγμάτων. Μια ισορροπία ανάμεσα στην Δημιουργική Φαντασία και την αναλυτική σκέψη.

Οι μύθοι και τα παραμύθια μιλούν για τον Ιδανικό Κόσμο, μέσα στον οποίο εντάσσουν όχι μόνο την γενική τους αντίληψη αλλά και τα όντα και την δράση τους. Κι αυτός ο Κόσμος έχει κάποια χαρακτηριστικά γνωρίσματα.

Καταρχήν ο Μυθικός Κόσμος είναι ένας Όλος Κόσμος στον οποίο εντάσσονται όλα κι όλα έχουν την ίδια ουσία που διαπερνά τα πάντα. Όλα είναι σε αλληλεξάρτηση και τίποτα δεν είναι απομονωμένο.

Η ένταξη των όντων και των πραγμάτων και των φαινομένων δεν αναιρεί τις ιδιαιτερότητες ούτε καταργεί της αντιθέσεις. Κάθε ιδιαιτερότητα όμως, είτε πρόκειται για ον (για τον άνθρωπο) είτε για καταστάσεις ξεπερνά τα όρια του «εαυτού» και συμμετέχει στο Όλο και συγγενεύει με όλα.

Η Ενότητα του Κόσμου υπερέχει όλων των καταστάσεων έτσι όλα, από την φύση τους, επιδιώκουν ή αναζητούν την Ενότητα με το Όλο, την Αρμονία με όλα, μέσα από την ορθή αντίληψη και την ενάρετη πράξη.

Ο Μυθικός Κόσμος είναι Τριμερής. Υπάρχει ο Μυστηριώδης Απροσπέλαστος Κόσμος του Όλου, ο Αόρατος Κόσμος των Δυνάμεων και ο Εξωτερικός Κόσμος των Φαινομένων. Το Ον, τα όντα, συμμετέχουν σε αυτούς τους κόσμους του Πνεύματος, της Ψυχής και του Σώματος. Όλα εξελίσσονται μέσα στο Μυστηριώδες Όλο, που ταυτίζεται με την Φύση, τη Μεγάλη Μητέρα, ή την Μυστηριώδη Πηγή του Παντός, Οι Δυνάμεις του Αόρατου Κόσμου συμμετέχουν και συλλειτουργούν με τα εξωτερικά όντα και φαινόμενα. Μέσα σε αυτόν τον Μαγικό Κόσμο τοποθετείται κι εξελίσσεται κάθε μύθος, κάθε παραμύθι. Αυτός ο Κόσμος είναι ένας Χώρος Πλατύτερος από τον κόσμο της καθημερινής εμπειρίας. Είναι ένας Υπερχώρος που τα περιλαμβάνει όλα, τον Υπέρκοσμο και τον Εξωτερικό Κόσμο. Είναι ένας Κόσμος όπου τίποτα δεν χάνεται, απλά μεταβαίνει σε άλλους χώρους..

Σε Αυτόν τον Μαγικό Κόσμο δεν υπάρχει χρόνος. Είναι ένας Κόσμος Άχρονος όπου ο εξωτερικός ιστορικός χρόνος είναι ένα πολύ περιορισμένο κομμάτι.

Όλα στον Μαγικό Κόσμο υπηρετούν την Ενότητα, τείνουν προς την Ολοκλήρωση και την Πλήρη Αρμονία. Έτσι όποιες κι αν είναι οι καταστάσεις που βιώνουν τα όντα ο τελικός στόχος είναι η Αποκατάσταση της Τελικής Κατάστασης της Ενότητας.

Ο Κόσμος εξελίσσεται και προχωρά μέσα από τις αντιθέσεις και την διαρκή αλλαγή. Έτσι ο Κόσμος είναι Διφυής, Φως και σκοτάδι, πάνω και κάτω, εμπρός και πίσω.

Από τον δισυπόστατο κόσμο των αντιθέσεων δημιουργείται η βαθύτερη αντίληψη του Καλού κι η αναγνώριση του κακού, του βλαβερού ή του άχρηστου. Έτσι στον Μαγικό Κόσμο επικρατούν Αιώνιες Αξίες, Ακατάλυτες, Φάροι αντίληψης και συμπεριφοράς.

Η Κατανόηση του Κόσμου, η Αναγνώριση των καταστάσεων και των αναγκών κι η βαθιά αίσθηση ηθικής ευθύνης προς τον εαυτό μας και τους άλλους καθορίζει την Ορθή Δράση, την Ενάρετη Πράξη.

Η Ζωή είναι μια πορεία, μια Μύηση στην Ζωή της Ενότητας, που δεν γίνεται αυτόματα αλλά μέσα από εμπόδια, δοκιμασίες και περιπέτειες. Αυτή την Πορεία προς την Ολοκλήρωση περιγράφουν οι μύθοι και τα παραμύθια. Κι αυτή ακριβώς την Μύηση στην Αληθινή Ζωή, στην Αλήθεια και στην Ευτυχισμένη Ολοκλήρωση την βρίσκουμε στον αφηγηματικό σκελετό όλων των παραμυθιών.

Τα παραμύθια δεν είναι παρά εφαρμογές της μιας πορείας που ακολουθούμε όλοι προς την τελική επίτευξη, προς την τελική ευτυχία. Όλα τα παραμύθια είναι παραλλαγές αυτού του Μοναδικού Μύθου, που είναι η Ίδια η Ζωή, εκφρασμένη με Συμβολικό Τρόπο, μέσα από τις αφηγηματικές παραλλαγές.

Πάντα το Τέλος είναι ένα. Η Ολοκλήρωση, η Τελική Ευτυχία. Για αυτό όλα τα παραμύθια τελειώνουν με την διαπίστωση ότι όλα τελειώνουν καλά, όλα είναι καλά. Αυτό δεν είναι μια επιφανειακή αισιοδοξία ή μια ευχή. Η Ζωή Πάντα Ολοκληρώνεται.

ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

Στον Ιερό Περίβολο της Πραγματικότητας
 
Ο Χώρος της Επίγνωσης (και της Ανθρώπινης Επίγνωσης επίσης) είναι ο Μόνος Πραγματικός Χώρος, της Ύπαρξης, της Εμπειρίας, της Ζωής: Οποιοδήποτε γνωστικό γεγονός Προϋποθέτει την Επίγνωση (τον Παρατηρητή) ή τον Χώρο Εποπτείας και το παρατηρούμενο (που δεν είναι παρά μεταβολές στις σχέσεις των στοιχείων του παρατηρούμενου χώρου).
 
Η Επίγνωση Θεωρείται σαν  ένα Ολοκληρωμένο Σύστημα Εμπειρίας της Ύπαρξης στο Οποίο Τίθενται εξαρχής το Υποκείμενο και το αντικείμενο. Πως όμως αντιλαμβάνεται το Υποκείμενο, τι αντιλαμβάνεται κι είναι αληθινό ό,τι αντιλαμβάνεται; Αυτό που συλλαμβάνεται είναι η Πραγματικότητα;
 
Πραγματικότητα είναι Αυτό (ο Χώρος, οι Καταστάσεις, τα όντα, οι σχέσεις, οι μεταβολές του παρατηρούμενου… όλα συλλήψεις της Αντίληψης) που Υπάρχει από Μόνο του που δεν είναι κατασκευασμένο. Ένας τέτοιος ορισμός της Πραγματικότητας όμως είναι διφορούμενος. Αν Εφαρμοσθεί Κυριολεκτικά μπορεί να Οδηγήσει όντως στην Πραγματικότητα, στην Αντικειμενική Πραγματικότητα, στην Υπερβατική Πραγματικότητα, στην Αντικειμενικότητα Πέραν του Υποκειμένου, αλλά αν εφαρμοσθεί επιπόλαια, επιφανειακά οδηγεί σε μια τελείως εσφαλμένη αντίληψη της αντικειμενικότητας και της πραγματικότητας. Οι Σοφοί ακολουθούν τον Πρώτο Δρόμο. Οι περισσότεροι άνθρωποι διολισθαίνουν στην πλαστή πραγματικότητα και στο όνειρο.
 
Ας το εξηγήσουμε με απλά λόγια: Εφόσον ο Μόνος Πραγματικός Χώρος Ύπαρξης κι Εμπειρίας και Γνώσης είναι η Επίγνωση (δηλαδή το Υποκείμενο), μπορούμε να Οδηγηθούμε στην Αντικειμενική Πραγματικότητα (όπως την ορίσαμε πιο πάνω σαν το μη κατασκευασμένο) μόνον Μέσα στο Υποκείμενο, Υπερβαίνοντας το «Υποκείμενο», τις υποκειμενικές διαδικασίες, αντιλήψεις και βιώματα. Είναι αυτή ακριβώς η Υπέρβαση, η Έξοδος από το Υποκείμενο, που υποδείχθηκε από τους Σοφούς και την Μυστική Παράδοση σαν η Μόνη Οδός που Οδηγεί στην Αλήθεια, στην Αντικειμενική Πραγματικότητα.
 
Οι περισσότεροι άνθρωποι όμως ακολουθούν εντελώς αντίθετο δρόμο. Ενώ, όπως είπαμε ο Μόνος Πραγματικός Χώρος Ύπαρξης, Εμπειρίας, Γνώσης, είναι η Επίγνωση σαν Σύστημα Υποκειμένου- αντικειμένου  (ο κόσμος της δυαδικότητας), το Υποκείμενο καθηλώνεται, οχυρώνεται στον «εαυτό» του και τοποθετεί απέναντί του το αντικειμενικό: αυτό που συλλαμβάνει είναι το άμεσα αντικειμενικό, το οποίο με την παρατήρηση και την επαλήθευση και την διυποκειμενική σύμβαση μεταξύ των ανθρώπων, θεωρείται σαν «αντικειμενικό». Από μια άποψη είναι αντικειμενικό, αλλά δεν είναι η Αντικειμενική Πραγματικότητα.
 
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ των δύο τρόπων προσέγγισης του Αντικειμενικού; Στην Πρώτη Περίπτωση Βγαίνουμε τελείως έξω από το Σύστημα της Επίγνωσης, το Δυαδικό σύστημα, σε μια Κατάσταση Επίγνωσης Ανώτερη, Ευρύτερη και Πλήρη που Αγκαλιάζει τα πάντα: Βιώνουμε ένα Ανοιχτό Σύστημα Αντίληψης, πέρα από την δυαδικότητα, Βιώνουμε την Ενότητα της Ύπαρξης, Βιώνουμε την Πραγματικότητα. Στην Δεύτερη Περίπτωση όμως παραμένουμε μέσα στο Δυαδικό Σύστημα, αποκλεισμένοι στο υποκείμενο και τοποθετώντας τον αντικειμενικό κόσμο απέναντί μας σαν κάτι ξένο: Βιώνουμε όχι μια ολοκληρωμένη εμπειρία της ύπαρξης, αλλά τον διχασμό, την αποξένωση από το περιβάλλον κι αναρωτιόμαστε για τον λόγο ύπαρξής μας, την θέση μας στον κόσμο, τη σχέση μας με τον κόσμο και τους άλλους (όλα αυτά τα βασανιστικά ερωτήματα που τυραννούν τους ανθρώπους χιλιάδες χρόνια). Ο Πρώτος Δρόμος απαιτεί μια Σαφή Αντίληψη του τι συμβαίνει, απαιτεί μια Πνευματική Ανάπτυξη, μια Υπέρβαση της παρούσας υποκειμενικής κατάστασης, μια Απελευθέρωση της Επίγνωσης από τα υποκειμενικά στοιχεία, μια Διεύρυνση της Επίγνωσης πέρα από τα όρια, στο Χωρίς Όρια. Είναι η στενή και τεθλιμμένη Οδός του Ιησού που Οδηγεί στην Αληθινή Ζωή. Ο Δεύτερος Δρόμος είναι ο εύκολος δρόμος των ανθρώπων που δεν επιθυμούν καμιά πνευματική ανάπτυξη αλλά μια απλή (πολλές φορές μη αξιοπρεπή) επιβίωση και διαβίωση μέσα σε ένα χιλιοκομματιασμένο κόσμο, σε μια ζωώδη κοινωνία που ο πολιτισμός της ανέχεται την αδικία, την φτώχεια, τη δυστυχία…
 
Πραγματικότητα είναι  η Χωρίς Διαφοροποιήσεις Συνεχής Παρουσία που Ανανεώνεται κάθε στιγμή κι είναι πάντα Πλήρης… δεν είναι απλά η απουσία αντίληψης, το «πνευματικό κενό». Η Ηρεμία είναι η Πλήρης Δράση κι η Φωτισμένη Δράση είναι η Απαρασάλευτη Ηρεμία.
 
Η Επίγνωση Αυθόρμητη, Ανεμπόδιστη, Ανόθευτη, είναι η Πραγματικότητα: Αντίληψη και Περιεχόμενο της Αντίληψης Ταυτίζονται. Αυτός είναι ο λόγος που όλα συλλαμβάνονται, γίνονται γνωστά, χωρίς προσπάθεια. Βιώνουμε την Ύπαρξη σαν Ενότητα, κι όλα Περιέχονται σε αυτή την Εμπειρία.
 
Πραγματικότητα είναι Αυτό που συλλαμβάνεται (από την Επίγνωση, Πέραν του Υποκειμένου σαν το Αληθινά Αντικειμενικό) άμεσα χωρίς γνωστικές ενέργειες ή διαδικασίες, αυθόρμητα χωρίς παρεμβάσεις: Πραγματικότητα είναι Αυτό που Υπάρχει πριν και μετά την ανθρώπινη σκέψη, πέρα από την ανθρώπινη σκέψη: Μια Πλήρης Αποδοχή Όλου  του Χώρου Ύπαρξης  σαν Μιας Ενότητας: Μια Αποκάλυψη που δεν οφείλει τίποτα σε δικές μας προσπάθειες: η Μη Κατασκευασμένη Πραγματικότητα.
 
Οποιαδήποτε προσπάθεια να διευκρινισθεί, να αναλυθεί, ή να ερμηνευθεί το περιεχόμενο της αντίληψης αποτελεί μια αυθαίρετη κατασκευή, μια προβολή των περιοριστικών δραστηριοτήτων στην πραγματικότητα που μας οδηγεί μέσα στον αδιέξοδο κύκλο της δυαδικότητας, σε μια εικονική πραγματικότητα, σε μια μαζική φρεναπάτη.
 
Όταν αυτό γίνεται ενστικτωδώς, καθώς αφηνόμαστε στο Ρεύμα της Ζωής, που μας πετάει στις ακτές του άμεσα αντικειμενικού, οδηγούμαστε σε διάφορες αντιλήψεις της Πραγματικότητας. Αυτός είναι στην ουσία του ο μηχανισμός της μετανάστευσης των όντων μέσα στην δημιουργία, στους διάφορους κόσμους. Όταν αυτό γίνεται με συγκεκριμένες προσδιορισμένες διαδικασίες μιλάμε για Πεδία Εκδήλωσης της Ύπαρξης. Κι όταν γίνεται με συγκεκριμένους αυστηρούς κανόνες (που αναγνωρίζουμε σαν νόμους της φύσης) τότε έχουμε μπροστά μας την διαφοροποίηση των (μετρήσιμων) αντικειμενικών κόσμων, του κόσμου του πνεύματος, του νου, της ψυχής, του υλικού κόσμου…
 
Ανεξάρτητα από το σε ποιο Πεδίο ή Κόσμο Εκδηλώνεται η Επίγνωση η Ίδια η Επίγνωση Είναι Χώρος που Υπερβαίνει τα Πάντα ενώ ταυτόχρονα τα περιλαμβάνει όλα σαν ένα πολύ μικρό μέρος της πραγματικότητάς της… καθώς Επεκτείνεται σε Απέραντα Βάθη Μακριά από όλα.
 
Η Επίγνωση ακόμα κι όταν Εκδηλώνεται με ένα υλικό φορέα (σώμα) στην Πραγματικότητα Προηγείται του σώματος, είναι Ανεξάρτητη από το Σώμα και Ελεύθερη να Ανυψωθεί πάνω από τον κόσμο της δυαδικότητας και να Πετάξει Προς τα Ανεξερεύνητα Βάθη του Αληθινού Όντος. Εξαρτάται από εμάς να το επιδιώξουμε, να το πραγματοποιήσουμε, να το Βιώσουμε.
 
Εμείς οι ίδιοι, σαν Επίγνωση, Ανυψωνόμαστε Πέρα από τα Όρια, η θέτουμε όρια, Εκδηλωνόμαστε πνευματικά πέρα από τους ψυχοσωματικούς περιορισμούς (σε μια μεταφυσική πορεία στους αόρατους κόσμους μέχρι την Θεότητα), ή περιοριζόμαστε μέσα στις ψυχοσωματικές λειτουργίες, στην μίζερη ζωούλα μας, σε ένα κόσμο που παραζαλισμένος γυρίζει γύρω από τις αυταπάτες του.
Είμαστε Υπεύθυνοι της Ύπαρξής μας: Αληθινά Κυρίαρχοι, ή δούλοι της μοίρας μας… ανάλογα με το πώς την οικοδομούμε…

Πριν διαφωνήσεις, άκου

Οι άνθρωποι είμαστε εγωιστές. Είμαστε κατηγορηματικοί και πολλές φορές δε δεχόμαστε να ακούσουμε την άλλη πλευρά. Άλλοι γουστάρουν να διαφωνούν, ενώ άλλοι το αποφεύγουν πάση θυσία. Είναι ωραίο, να υπάρχει αντίλογος στο δικό σου λόγο, διότι αν όλοι συμφωνούσαμε σε όλα, ποιο το νόημα του να υπάρχει διάλογος. Όσοι παθιάζονται, τυφλώνονται, ειδικά όταν το θέμα συζήτησης είναι κάτι που τους θίγει ή τους αντιπροσωπεύει βαθιά. Η μαγκιά έγκειται στην ικανότητα ενός ομιλητή να ξέρει να «ακούει» και να κατανοεί και στην περίπτωση που διαφωνεί, να δίνει χρόνο στον εαυτό του να αντιμετωπίσει μια αντίθετη άποψη.

Όταν παθιαζόμαστε πάνω σε ένα θέμα, τότε μπορεί να βγούμε λίγο εκτός ελέγχου. Είναι ο λόγος που φτάνουμε σε ένταση με το συνομιλητή μας, έως ότου καταλήξουμε να τσακωνόμαστε. Η τελευταία αντίδραση πολλές φορές κρίνεται μη υγιής, αν θεωρήσουμε πως ψάχνουμε αφορμές για να εκτονωθούμε. Ωστόσο, ο κάθε άνθρωπος έχει διαφορετικούς διακόπτες, που εάν καταφέρεις να τους σηκώσεις, τότε ίσως και να σκάσει φουρτούνα. Κι εκεί είναι που πρέπει να ανταπεξέλθεις στην κατάσταση με ψυχραιμία.

Αρνούμαστε, λοιπόν να ακούσουμε τη γνώμη του άλλου. Κλείνουμε τα αυτιά μας και αφήνουμε τον συνομιλητή σε σίγαση να προσπαθεί να μας εξηγήσει τα πράγματα από τη δική του οπτική γωνία. Ο τρόπος που μάς έχουν μεγαλώσει οι γονείς μας, οι απόψεις που μάς έχουν εντρυφήσει έχουν σταθεί σημείο αναφοράς για τον τρόπο, που αντιδράμε σε διάφορα ζητήματα και γνώμες. Μια οικογένεια κλειστόμυαλη έχει ως αποτέλεσμα απογόνους, που θα δρουν με το ίδιο σκεπτικό. Κι αυτή είναι η θλιβερή αλήθεια, διότι είναι πολύ δύσκολο, να προσπαθήσεις να βγάλεις από το μυαλό σου κάτι που το έχεις φάει στη μάπα από μικρός.

Η διαφωνία σε καμία περίπτωση δεν είναι συνώνυμο του εγωισμού. Φτάνουμε στα όρια του τελευταίου, όταν δε δεχόμαστε έστω σαν πιθανότητα, αυτό που λέει ο άλλος. Έχει μεγάλη διαφορά, και για κάποιους δεν είναι καν εφικτό, να δεχτούμε μια αντίθετη άποψη από το να την αποδεχτούμε. Κανείς δε ζητάει να σου χώνει με το ζόρι μια άποψη στο κεφάλι –λέμε τώρα– αλλά σίγουρα αποζητάει το σεβασμό σου.

Το επόμενο βήμα αποτελεί να αφήσουμε λίγο στην άκρη τη δική μας γνώμη και να προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τι θέλει να πει ο συνομιλητής μας. Προσοχή, δεν εννοούμε τον άμεσο ενστερνισμό μιας καινούργιας άποψης, αλλά την κατανόηση και την διεύρυνση των οριζόντων μας. Ίσως να ακούσαμε κάτι, που κανείς άλλος δεν είχε ξανααναφέρει. Ή κάτι που μπορεί ποτέ να μην είχαμε φανταστεί. Μπορεί κιόλας, μέσα από αυτή τη διαδικασία να συνειδητοποιήσουμε πως ίσως – ακόμη κι αν δεν το νομίζαμε– να είμαστε κατά βάθος λίγο ή πολύ κλειστόμυαλοι. Έτσι κι αλλιώς αυτή η κατηγορία ανθρώπων δεν αναγνωρίζει πως έχει φιξαρισμένες σκέψεις, μα αν το καταφέρει τότε βαδίζει σε έναν υγιή δρόμο αυτοβελτίωσης.

Οι διαφορετικοί συνομιλητές μάς κάνουν καλύτερους ανθρώπους και μάς βοηθούν να βλέπουμε τον κόσμο λίγο καλύτερα. Είναι εντυπωσιακό πώς μέσα από μια συζήτηση μπορείς να καταλάβεις τι ανθρώπους έχεις –ή δεν έχεις– απέναντί σου. Ένας δύσκολος συνομιλητής σε προκαλεί να σκεφτείς και να είσαι ετοιμόλογος, ενώ ένας πιο χαλαρός αφήνει να βγει ελεύθερα στη φόρα ο πραγματικός σου χαρακτήρας, αφού δε φοβάσαι πως θα σε κρίνει. Εξαρτάται πολύ από την παρέα στην οποία βρίσκεσαι σε τι βαθμό θα εκφράζεσαι και θα εκδηλώνεσαι. Αν φοβάσαι να μιλήσεις, ίσως και να βρίσκεσαι σε ένα έντονα επικριτικό κλίμα ή να σε εμποδίζει η έλλειψη αυτοπεποίθησης.

Κανείς δεν είναι εδώ για να μας υποδείξει τι είναι σωστό και τι λάθος. Και σαφώς, δεν είναι κακό να παραδεχόμαστε μερικές φορές ότι μπορεί κάπου να υπερβάλλουμε ή να έχουμε εν μέρει άδικο – το δίκιο μας το βρίσκουμε μονάχα όταν μέσα από τα ερεθίσματα, αντιλαμβανόμαστε πως οι απόψεις μας δε μας πνίγουν, δε μας τρομάζουν κι είμαστε σίγουροι για αυτές. Αν κάπου νιώθουμε ότι αυτό που λέμε μάς τσιγκλάει, ενδεχομένως να μην συμφωνούμε πλήρως με τον εαυτό μας και τότε είναι που βγαίνουν στην επιφάνεια οι επιρροές άλλων πάνω μας.

Η ωριμότητα ενός ανθρώπου πηγάζει μέσα από την ιδέα που έχει για τη «διαφωνία». Μια ένταση μπορεί να είναι αναπόφευκτη, αλλά είναι μέρος των ανθρωπίνων σχέσεων. Πριν διαφωνήσεις, πάρε λίγο χρόνο να σκεφτείς. Μη χώνεσαι στον κόσμο του άλλου, δίχως να έχεις κρίνει εάν αυτό που θα πεις θα δείξει έλλειψη σεβασμού ή καταπάτηση του δικαιώματος του λόγου. Μερικές φορές πρέπει να αντιμετωπίζουμε και κάποιες καταστάσεις πιο χαλαρά και να μην τρελαινόμαστε που ο άλλος βλέπει κάτι μαύρο, ενώ εσύ το βλέπεις άσπρο.

David Kessler: Αυτή η δυσφορία που νιώθεις είναι πένθος

Σύμφωνα με τον David Kessler*, έναν από τους πιο σημαντικούς ειδικούς αυτή τη στιγμή στο θέμα του πένθους, τα συναισθήματα δυσφορίας που οι άνθρωποι νιώθουμε στη διάρκεια αυτής της πανδημίας παραπέμπουν στο συλλογικό πένθος το οποίο βιώνουμε.

“Εάν μπορούμε να το ονομάσουμε, ίσως μπορούμε να το διαχειριστούμε”, μας λέει σε συνέντευξή του στο HBR (Harvard Business Review) και μας εξηγεί γιατί είναι σημαντικό να αναγνωρίσουμε τη θλίψη που νιώθουμε αυτή την περίοδο ως πένθος, πώς να τη διαχειριστούμε και πώς μπορούμε να βρούμε νόημα σε αυτή.

HBR: Οι άνθρωποι νιώθουν διάφορα πράγματα αυτή τη στιγμή. Είναι σωστό να πούμε ότι ορισμένα από αυτά που νιώθουν είναι «πένθος»;

Kessler: Ναι, και νιώθουμε διαφορετικά είδη πένθους. Νιώθουμε ότι ο κόσμος έχει αλλάξει και ισχύει. Ξέρουμε ότι αυτό είναι προσωρινό αλλά δεν το αισθανόμαστε έτσι, και συνειδητοποιούμε ότι τα πράγματα θα είναι διαφορετικά. Ακριβώς όπως το να πηγαίνεις στο αεροδρόμιο είναι για πάντα διαφορετικό από ότι ήταν πριν την 9/11, τα πράγματα θα αλλάξουν και αυτό είναι το σημείο όπου όντως άλλαξαν. Η απώλεια της κανονικότητας, ο φόβος της οικονομικού κόστους, η απώλεια της σύνδεσης. Όλα αυτά μας πλήττουν και θρηνούμε. Συλλογικά. Δεν είμαστε συνηθισμένοι σε αυτό το είδος συλλογικού θρήνου στην ατμόσφαιρα.

Είπατε ότι νιώθουμε περισσότερα από ένα είδη πένθους;

Ναι, αισθανόμαστε επίσης και προσδοκώμενο πένθος. Το προσδοκώμενο πένθος είναι εκείνο το συναίσθημα που νιώθουμε γι’ αυτό που επιφυλάσσει το μέλλον όταν αισθανόμαστε αβέβαιοι. Συνήθως επικεντρώνεται στο θάνατο. Το νιώθουμε όταν κανείς παίρνει μια κακή διάγνωση, ή όταν έχουμε τη φυσιολογική σκέψη ότι θα χάσουμε ένα γονιό μια μέρα. Το προσδοκώμενο πένθος έχει να κάνει επίσης με ένα πιο αόριστο μέλλον που φανταζόμαστε. Έρχεται μια καταιγίδα. Υπάρχει κάτι κακό εκεί έξω. Με έναν ιό, αυτό το είδος θλίψης προκαλεί μεγάλη σύγχυση στους ανθρώπους. Το πρωτόγονο μυαλό μας, ξέρει ότι κάτι κακό συμβαίνει, αλλά δε μπορείς να το δεις. Αυτό πλήττει την αίσθηση της ασφάλειας. Νιώθουμε αυτή την απώλεια της ασφάλειας. Δε νομίζω ότι έχουμε ποτέ συλλογικά χάσει την αίσθηση της ασφάλειας κατ’ αυτόν τον τρόπο. Ατομικά ή σε μικρότερες ομάδες, οι άνθρωποι έχουμε νιώσει έτσι. Αλλά όλοι μαζί, αυτό είναι κάτι καινούριο. Πενθούμε σε ένα μικρο- και ένα μακρο- επίπεδο.

Τι μπορούμε να κάνουμε ως άτομα για να διαχειριστούμε όλο αυτό το πένθος;

Μια αρχή είναι να κατανοήσουμε τα στάδια του πένθους. Αλλά όποτε μιλάω για τα στάδια του πένθους χρειάζεται να υπενθυμίσω στους ανθρώπους ότι τα στάδια δεν είναι γραμμικά και μπορεί να μη συμβούν με αυτή τη σειρά. Δεν πρόκειται για ένα χάρτη αλλά παρέχουν ένα σκελετό για αυτό τον άγνωστο κόσμο. Υπάρχει άρνηση, όπου λέμε πολλά στην αρχή: Αυτός ο ιός δεν θα μας επηρεάσει. Υπάρχει θυμός: Με κάνεις να μείνω σπίτι και μου παίρνεις τις δραστηριότητές μου. Υπάρχει διαπραγμάτευση: Εντάξει, αν τηρήσω την κοινωνική απόσταση για δύο εβδομάδες, όλα θα είναι καλύτερα, έτσι; Υπάρχει θλίψη: Δεν ξέρω πότε θα τελειώσει αυτό. Και τέλος υπάρχει αποδοχή: Αυτό συμβαίνει, χρειάζεται να δω πως θα πορευτώ.

Στην αποδοχή, όπως μπορείτε να φανταστείτε, είναι εκεί που βρίσκεται η δύναμή μας. Μπορώ να πλύνω τα χέρια μου. Μπορώ να κρατήσω μια ασφαλή απόσταση. Μπορώ να μάθω να δουλεύω από απόσταση.

Όταν νιώθουμε πένθος υπάρχει αυτός ο σωματικός πόνος. Και ο νους που καλπάζει. Υπάρχουν τεχνικές για να το αντιμετωπίσουμε αυτό και να το κάνουμε λιγότερο έντονο;

Πάμε πίσω στο προσδοκώμενο πένθος. Το ανθυγιεινό προσδοκώμενο πένθος είναι στην πραγματικότητα άγχος, και γι’ αυτό το συναίσθημα μιλάτε τώρα. Ο νους μας αρχίζει να δείχνει εικόνες . Οι γονείς μου αρρωσταίνουν. Βλέπουμε τα χειρότερα σενάρια. Είναι ο νους μας που προσπαθεί να μας προστατεύσει. Ο σκοπός δεν είναι να αγνοήσουμε αυτές τις εικόνες ή να τις διώξουμε- ο νους σου δεν θα σε αφήσει να το κάνεις αυτό και μπορεί να είναι επώδυνο να προσπαθήσεις να το επιβάλλεις. Ο σκοπός είναι να βρεις ισορροπία στα πράγματα που σκέφτεσαι. Εάν νιώθεις τη χειρότερη εικόνα να παίρνει μορφή, κάνε τον εαυτό σου να σκεφτεί την καλύτερη εικόνα. Όλοι αρρωσταίνουμε λίγο και ο κόσμος συνεχίζει. Δεν πεθαίνουν όλοι εκείνοι που αγαπώ. Μπορεί και κανένας γιατί κάνουμε τις σωστές ενέργειες. Κανένα σενάριο δε θα πρέπει να αγνοηθεί αλλά και κανένα να κυριαρχήσει.

Στο προσδοκώμενο πένθος ο νους πηγαίνει στο μέλλον και φαντάζεται το χειρότερο. Για να ηρεμήσεις τον εαυτό σου, χρειάζεται να έλθεις στο παρόν. Αυτή η συμβουλή θα είναι γνώριμη σε όποιον έχει κάνει διαλογισμό ή εξάσκηση στην ενσυνειδητότητα αλλά οι άνθρωποι πάντοτε εκπλήσσονται στο πόσο πεζό μπορεί να είναι αυτό. Μπορείς να ονομάσεις πέντε αντικείμενα στο δωμάτιο. Υπάρχει ένας υπολογιστής, μια καρέκλα, η εικόνα ενός σκύλου, ένα παλιό χαλί, και μια κούπα καφέ. Είναι τόσο απλό. Ανέπνευσε. Συνειδητοποίησε ότι την παρούσα στιγμή, τίποτα από αυτά που περίμενες δεν έχει συμβεί. Αυτή τη στιγμή, είσαι εντάξει. Έχεις τροφή. Δεν είσαι άρρωστος. Χρησιμοποίησε τις αισθήσεις σου και σκέψου τι νιώθουν. Το γραφείο είναι σκληρό. Η κουβέρτα είναι απαλή. Μπορώ να νιώσω τον αέρα να εισέρχεται στη μύτη μου. Αυτό πραγματικά θα λειτουργήσει έτσι ώστε να καταπραΰνει ορισμένο από τον πόνο.

Μπορείς επίσης να σκεφτείς τι μπορείς να αποδεσμεύσεις από αυτά που δεν μπορείς να ελέγξεις. Αυτό που κάνει ο γείτονας σου είναι εκτός του δικού σου ελέγχου. Εκείνο που είναι στον έλεγχο σου είναι να μείνεις δυο μέτρα μακριά του και να πλένεις τα χέρια σου. Εστίασε σε αυτό.

Τέλος, είναι καλή στιγμή να εφοδιαστείς με συμπόνοια. Ο καθένας θα έχει διαφορετικά επίπεδα φόβου και θλίψης και εκδηλώνεται με διάφορους τρόπους. Ένας συνάδελφος έγινε πολύ απότομος μαζί μου τις προάλλες και σκέφτηκα: “Αυτό δεν είναι το πώς είναι αυτός ο άνθρωπος. Αυτό είναι το πώς το αντιμετωπίζει. Βλέπω το φόβο και την αγωνία του. “Οπότε να έχετε υπομονή . Σκεφτείτε το ποιος κάποιος είναι συνήθως και όχι το ποιος φαίνεται να είναι αυτή τη στιγμή.

Μια ιδιαίτερα προβληματική κατάσταση αυτής της πανδημίας είναι η αβεβαιότητα της.

Πρόκειται για μια προσωρινή κατάσταση. Βοηθάει να το λέμε. Δούλεψα για δέκα χρόνια στο σύστημα υγείας. Έχω εκπαιδευτεί για καταστάσεις σαν αυτή. Έχω επίσης μελετήσει την Ισπανική Γρίπη. Οι προφυλάξεις που παίρνουμε είναι οι σωστές. Η ιστορία μας το λέει. Θα το ξεπεράσουμε. Θα επιβιώσουμε. Αυτός είναι καιρός για να υπερπροστατεύσουμε αλλά όχι για να αντιδράσουμε υπερβολικά.

Και πιστεύω θα βρούμε νόημα σε αυτό. Είχα την τιμή να έχω την άδεια από την οικογένεια της Elisabeth Kübler-Ross’s να προσθέσω ένα έκτο κεφάλαιο στο πένθος: Νόημα. Είχα μιλήσει στην Elisabeth αρκετά σχετικά με το τι έρχεται μετά την αποδοχή. Δεν ήθελα να σταματήσω στην αποδοχή όταν βίωσα κάποιο προσωπικό πένθος. Ήθελα νόημα εκείνες τις σκοτεινές ώρες. Και πιστεύω πραγματικά ότι βρίσκουμε φως και σε αυτούς τους καιρούς. Ακόμη και τώρα οι άνθρωποι συνειδητοποιούν ότι μπορούν να συνδεθούν μέσω της τεχνολογίας. Δεν είναι τόσο απόμακροι όσο νόμιζαν. Συνειδητοποιούν ότι οι φίλοι τους έχουν τηλέφωνα και κάνουν συζητήσεις διαρκείας. Εκτιμούν τους περιπάτους που κάνουν. Πιστεύω θα συνεχίσουμε να βρίσκουμε νόημα τώρα και όταν αυτό τελειώσει.

Τι λες σε κάποιον που το έχει διαβάσει όλο αυτό και εξακολουθεί να νιώθει γεμάτος θλίψη;

Συνέχισε να προσπαθείς. Υπάρχει κάτι δυνατό στο να ονομάσεις πένθος. Βοηθάει να νιώσουμε αυτό που είναι μέσα στον καθένα από μας. Τόσοι άνθρωποι μου είπαν την προηγούμενη βδομάδα «Λέω στους συναδέλφους μου ότι περνάω δύσκολα» ή «Έκλαψα χτες βράδυ» Όταν το ονομάσεις, το νιώθεις και κινείται μέσα σου. Τα συναισθήματα χρειάζονται κίνηση. Είναι σημαντικό να αναγνωρίζουμε το τι περνάμε. Ένα ατυχές υποπροϊόν του κινήματος αυτό-βοήθειας είναι ότι είμαστε η πρώτη γενιά που έχουμε συναισθήματα για τα συναισθήματά μας. Λέμε στον εαυτό μας πράγματα όπως, «Νιώθω λυπημένος, αλλά δεν θα έπρεπε να νιώθω έτσι, άλλοι άνθρωποι περνάνε χειρότερα» Μπορούμε –και θα έπρεπε- να σταματάμε στο πρώτο συναίσθημα. “Νιώθω λύπη” , «Άσε με να μείνω για πέντε λεπτά να νιώθω λύπη». Η δουλειά σου είναι να νιώσει τη λύπη και το φόβο και το θυμό άσχετα με το τι νιώθει κάποιος άλλος. Να το πολεμάς δεν βοηθάει γιατί είναι το σώμα σου που παράγει το συναίσθημα. Εάν επιτρέψουμε στα συναισθήματα να συμβούν, θα συμβούν με έναν ειρηνικό τρόπο, και αυτό μας ενδυναμώνει. Τότε δεν είμαστε θύματα.

Ναι. Ορισμένες φορές προσπαθούμε να μη νιώσουμε αυτό που νιώθουμε γιατί έχουμε αυτή την εικόνα μιας «συμμορίας συναισθημάτων». Εάν νιώσω λύπη και το αφήσω αυτό να έλθει, δε θα φύγει ποτέ. Η συμμορία των “κακών συναισθημάτων” θα με κατακλύσει. Η αλήθεια είναι ότι ένα συναίσθημα κινείται μέσα μας. Το νιώθουμε και μετά φεύγει και πάμε στο επόμενο συναίσθημα. Δεν υπάρχει κάποια συμμορία εκεί έξω που θα μας πιάσει. Είναι παράλογο να σκεφτόμαστε ότι δεν θα έπρεπε να νιώθουμε θλίψη αυτή τη στιγμή.

Άφησε τον εαυτό σου να νιώσει τη θλίψη και προχώρα…

Λίγα λόγια για τον David Kessler

*Ο Kessler είναι ένας από τους πιο σημαντικούς ειδικούς επάνω στο πένθος. Έγραψε μαζί με την Elisabeth Kübler-Ross το On Grief and Grieving: Finding the Meaning of Grief through the Five Stages of Loss. Το καινούριο του βιβλίο προσθέτει άλλο ένα στάδιο στη διαδικασία, Finding Meaning: The Sixth Stage of Grief. Ο Κessler έχει επίσης δουλέψει για μια δεκαετία σε ένα σύστημα τριών νοσοκομείων στο Λος Άντζελες. Ως εθελοντής, έχει δουλέψει στο ειδικό προσωπικό για τραυματικά γεγονότα της αστυνομίας του Λος Άντζελες ενώ έχει επίσης υπηρετήσει στην ομάδα αντιμετώπισης καταστροφών του Ερυθρού Σταυρού.

Index Librorum Prohibitorum

Index Librorum Prohibitorum: Ο κατάλογος των απαγορευμένων βιβλίων – Το βιβλίο του Διαβόλου και το Necronomicon.

Index Librorum Prohibitorum

Ο Κατάλογος των Απαγορευμένων Βιβλίων (Index Librorum Prohibitorum) είναι ένα πραγματικό έντυπο, που περιέχει κυρίως βιβλία τα οποία απαγορεύτηκαν η λογοκρίθηκαν τμηματικά από την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία, αφού κατά την γνώμη της θεωρούνταν επικίνδυνα για την ίδια και κατ’ επέκταση για την σταθερότητα της πίστης των μελών της. Γι’ αυτό τον λόγο στις διάφορες εκδόσεις του περιέχονται συγκεκριμένες οδηγίες με εκκλησιαστικούς κανόνες, σχετικά με την ανάγνωση και την πώληση των βιβλίων…

Τα βιβλία αυτά σύμφωνα πάντα με την Ρωμαιοκαθολική εκκλησία θεωρούνταν ανήθικα ή περιείχαν επικίνδυνα θεολογικά σφάλματα που μπορεί να οδηγούσαν στην διαστρέβλωση της πίστης. Προς αποφυγήν τέτοιων σημαντικών σφαλμάτων, η εκκλησία προέτρεπε τους συγγραφείς στην επανέκδοση των συγγραμμάτων τους υπό την προϋπόθεση της περικοπής ή διόρθωση των τμημάτων εκείνων που μπορούσαν να προκαλέσουν μια τέτοια θρησκευτική σύγχυση.

Ο πρώτος κατάλογος του είδους δημοσιεύτηκε στην Ολλανδία το 1529, πολλοί από τους διάσημους επιστήμονες και συγγραφείς είχαν μπει σε έναν τέτοιο κατάλογο. Μερικά από τα πιο γνωστά ονόματα είναι Νικόλαος Κοπέρνικος, Γαλιλαίος Γαλιλέι, Βίκτωρ Ουγκώ, Καρλ Μαρξ, Νικολό Μακιαβέλι, Βολτέρος. Αυτοί είναι μόνο ένα μικρό ενδεικτικό παράδειγμα αφού και πολλοί άλλοι σπουδαίοι άνθρωποι λογοκρίθηκαν και περιέκοψαν το έργο τους για χάρη της Εκκλησίας.

Αν επιχειρήσουμε να δούμε σήμερα πιο αναλυτικά τα έργα αυτών των ανθρώπων, δεν θα μπορούσαμε να σκεφτούμε κάποιον λόγο που θα τα έκανε απαγορευμένα. Ίσως όμως αυτός να είναι και ένας τρόπος για να κατανοήσουμε πιο εύκολα τον τρόπο σκέψης όχι μόνο της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας αλλά και της κοινωνίας, γιατί αυτή ήταν η πραγματικότητα στην οποία ζούσε ο άνθρωπος την εποχή του Μεσαίωνα.

Διάλεξα όμως ένα παράδειγμα και νομίζω ότι είναι αρκετό. Ο Νικόλαος Κοπέρνικος είναι γνωστός σε όλους μας για την Ηλιοκεντρική Θεωρία και εντάχτηκε στη λίστα των απαγορευμένων με το βιβλίο του» de revolutionibus» στο οποίο παρουσιάζει το Ηλιοκεντρικό μοντέλο όπως εμείς το δεχόμαστε σήμερα και για την ακρίβεια πολύ πιο απλό.[1]

Η εκκλησία βέβαια δεν μπορούσε να το δεχτεί, δεν απαγόρευσε όμως το εν λόγω βιβλίο αλλά το απέσυρε, ώστε να γίνουν σε αυτό οι απαραίτητες διορθώσεις. Ζήτησε από τον Κοπέρνικο να διευκρινίσει στο κοινό ότι όλα αυτά ήταν μια θεωρία που απείχε απ' την πραγματικότητα, δεν ήταν τίποτε άλλο από μια ακόμη μαθηματική επινόηση. Πραγματικά δεν ξέρω αν θα έπρεπε να κατηγορήσουμε την εκκλησία για τη λογοκρισία ή το σκοταδισμό που διατηρούσε την κοινωνία, γιατί αυτά είναι εύκολα λόγια που μπορούμε να τα πούμε με τα σημερινά δεδομένα. Είναι κατά τη γνώμη μου πιο σημαντικό να μπούμε στην ψυχολογία του ανθρώπου εκείνης της εποχής, που θεωρούσε απόλυτα λογική την ύπαρξη τέτοιων καταλόγων.

Ένας τέτοιος κατάλογος όπου όλα ελέγχονταν, με αυστηρότητα και θρησκευτική ευλάβεια, περιλάμβανε στις σελίδες του και βιβλία τα οποία είχαν θεωρηθεί άκρως απαγορευτικά. Ένα από αυτά που η Ιερά Εξέταση απαγόρευσε το 1559, χαρακτηρίζοντας το ως άκρως επικίνδυνο, ήταν αυτό που οι κληρικοί το αποκαλούσαν ως: «Το βιβλίο του διαβόλου».

«Σολομώντας ο υιός του Δαβίδ βασιλιάς του Ισραήλ….», αυτές είναι οι πρώτες λέξεις του πιο πολυσυζητημένου μαγικού βιβλίου όλων των εποχών, το Clavicula Solomonis, Το κλειδί του βασιλεία Σολομώντα ή Σολομωνική.

Το σχεδόν «μυθικό» αυτό Γριμόριο της μαγείας που ο γνωστός Αμερικανός αποκρυφιστής και συνδημιουργός της γνωστής τράπουλας Ταρώ (Rider – Waite), Arthur Edward Wait χαρακτηρίζει ως «Η κεφαλή όλων, με αστείρευτα όρια και πυγή έμπνευσης των πάντων, είναι το κλειδί του βασιλιά Σολομώντα…», έχει γίνει αντικείμενο μελέτης πολλών αποκρυφιστών. Είναι αρκετή, μια ματιά μονάχα , στους τίτλους των κεφαλαίων του για να καταλάβουμε ότι πρόκειται για ένα πολύ επικίνδυνο βιβλίο τελετουργικής μαγείας.

«Οι μέρες και οι ώρες των μαγικών πράξεων»
«Η απαραίτητη προετοιμασία των μαγικών πράξεων»
«Η κατασκευή του καθαγιασμένου πενταγράμμου και του κύκλου»
«Τελετουργίες επικλήσεων».

Στην Ευρώπη το Clavicula Solomonis είναι γνωστό από αρχαία χειρόγραφα που φυλάσσονται σε μεγάλες βιβλιοθήκες στο Λονδίνο, στο Παρίσι και στην Μεγάλη Βρετανία, αλλά δεν είναι προσιτά στο κοινό.

Τα χειρόγραφα αυτά αποτέλεσαν την βάση για την δημιουργία σχεδόν όλων των μετέπειτα μαγικών βιβλίων και θεωριών. Κάπου εδώ όμως προκύπτει και ένα πολύ σημαντικό πρόβλημα, τα εν λόγω χειρόγραφα είναι αντίγραφα παλαιότερων κειμένων και δεν αποτελούν ένα ενιαίο υλικό. Οι επιστήμονες έχουν συλλέξει όλα αυτά τα κείμενα και τα έχουν αρχειοθετήσει κάτω από έναν τίτλο: «το κλειδί του βασιλιά Σολομώντα». Με πιο απλά λόγια, δεν υπάρχει κανένα αρχαίο βιβλίο που να έχει διασωθεί αυτούσιο και να έχει τίτλο: Σολωμονική. Τα αντίγραφα που υπάρχουν είναι ίσως μεταφράσεις ενός βιβλίου που υπήρξε κάποτε, όμως οι μελετητές διαπιστώνουν αλλαγές από αντίγραφο σε αντίγραφο, που έχουν προφανώς γίνει με την παρέμβαση του εκάστοτε συγγραφέα. Οικειοποιώντας έτσι ο καθένας το αρχικό κείμενο, για τους δικούς του σκοπούς.

Οι μεταφράσεις που έχουν διασωθεί είναι στην Λατινική και στην Γαλλική γλώσσα. Το αρχαιότερο απ’ όλα όμως φαίνεται πως είναι ένα αντίγραφο γραμμένο στην Ελληνική γλώσσα που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο.

Όλα αυτά έχουν δημιουργήσει αρκετές διαμάχες κατά καιρούς, που αφορούν κυρίως στην απόδοση όλων αυτών σε ένα αρχικό έργο του βιβλικού βασιλιά. Όμως αυτό έχει σημασία μόνο από την ιστορική και επιστημονική πλευρά του θέματος. Αυτό που έχουμε σαν αποτέλεσμα όλων αυτών, είναι τρία μαγικά βιβλία που αποδίδονται στο Σολομώντα το Clavicula Solomonis (το κλειδί του βασιλιά Σολομώντα), το Lemegeton (το μικρό κλειδί του βασιλιά Σολομώντα) και τέλος η διαθήκη του βασιλιά Σολομώντα. Το τελευταίο μάλιστα έχει κάποιες ιδιαίτερα παράξενες πληροφορίες, που σου φέρνουν στο μυαλό μια πολύ γνωστή σε όλους ιστορία: χίλιες και μία νύχτες.

Ξεκινώντας να γράφω αυτό το άρθρο για το Index Librorum Prohibitorum, δεν είχα σκοπό να επεκταθώ τόσο πολύ και να σας κουράσω. Αντίθετα ήθελα να δημιουργήσω ένα σχεδόν τυπικό άρθρο, που θα σχολίαζε περισσότερο την κοινωνική σκοπιά ενός ανθρώπου που ζούσε την εποχή εκείνη. Όμως η συγχρονικότητα βλέπετε δεν σε αφήνει ποτέ ήσυχο και θα ήταν άδικο για εκείνη να την αφήναμε στο κατώφλι, αφού στάθηκε μέχρι εκεί.

Καθώς λοιπόν έκανα μια μικρή έρευνα μέσα στα βιβλία, διαπίστωσα κάποιες πολύ ενδιαφέρουσες συμπτώσεις. Ο σκοπός μου δεν είναι να σας πείσω για την ύπαρξη του Necronomicon, αλλά να μοιραστώ μαζί σας αυτές τις, κατά την γνώμη μου, ενδιαφέρουσες πληροφορίες.

….τον πρώτο αιώνα ο Εβραίος ιστορικός Ιωσήφ Φλάβιος ή Ιώσηπος (37-100 μ.Χ), αναφέρει ένα βιβλίο με τελετουργικές επικλήσεις για τον έλεγχο των δαιμόνων με τη βοήθεια του γνωστού, από τις χίλιες και μία νύχτες, δαχτυλιδιού του βασιλιά Σολομώντα …

Μετά από αρκετούς αιώνες ο Μιχαήλ Ψέλλος, βυζαντινός λόγιος που έζησε τον 11ο αιώνα, μιλάει για ένα βιβλίο με τα χαρακτηριστικά που αναφέρει ο Φλάβιος.

Σε ένα από τα αρχαία αυτά χειρόγραφα που υπάρχει σε βιβλιοθήκη στο Παρίσι, με αριθμό 2350, γίνεται μια μοναδική στο είδος της εισαγωγή. Ο συγγραφέας μας λέει πως το βιβλίο του Σολομώντα δεν θάφτηκε μαζί του, όπως θα έπρεπε, αλλά μεταφέρθηκε στη Βαβυλώνα.

Έτσι ίσως μπορούμε να υποθέσουμε ότι το βιβλίο αυτό συνέχιζε να υπάρχει μέσα στους αιώνες.
Σε αντίγραφα της Σολομωνικής που έγιναν για λογαριασμό του Δούκα της Μάντοβας από τον Αβραάμ Κολόρνο, υπάρχει επίσης μια ενδιαφέρουσα σημείωση:

«Εσένα που θα τύχει στα χέρια σου αυτό το βιβλίο, σε προειδοποιώ και σε ξορκίζω να μην ανακοινώσεις τα μυστικά του σε κανέναν ανάξιο, εξαιτίας της δύναμης που κλείνεται στις σελίδες του. Αυτός είναι ο γενικός κανών που ισχύει για όλες τις μυστικές δοξασίες της μαγείας και της Αλχημείας»[2].

Στην μυθολογία του Λάβκραφτ αυτό το παραπάνω απόσπασμα, δοσμένο σε μια πιο λογοτεχνική μορφή, χρησιμοποιείται από τον Ολάους Βόρμιους για να περιγράψει την επικινδυνότητα του βιβλίου, που ο Θεόδωρος Φιλήτας ονομάζει Νεκρονομικόν.

Ένα όνομα που το δίνει εκείνος αφού το αραβικό όνομα του ήταν Αλ Αζίφ, που σημαίνει το ουρλιαχτό των δαιμόνων. Στο βιβλίο του S.L.Macgrecor Mathers και του A. Crowley “The Goetia”, που δεν είναι άλλο από το Λεμέγεθον, ένα βιβλίο επικλήσεων αυτών των εξωγήινων δαιμόνων, μας δίνεται ένα κείμενο από τον πάπυρο 46 που βρίσκεται στο Bρετανικό Mουσείο και είναι στα Ελληνικά.

«…Επικαλούμε σε τον εν τω κενό μνεύματι δεινόν και αόρατον θεόν, αρογογοροβραω, σοχου, μοδοριω, φαλαρχαω, οοο, απε, ακέφαλε, απάλλαξον τον δείνα από του συνέχοντος αυτόν δαίμονος. Υπόταξον μοι πάντα τα δαιμόνια, ίνα μοι ην υπάκουος πας δαίμον ουράνιος και αιθέριος και επίγειος και υπόγειος και χερσαίος και ένυδρος και πάσα επιπομπή και μάστιξ θεου. Και έσται σοι τα δαιμόνια πάντα υπήκοα….»

Οπότε υπάρχουν ελληνικά μαγικά χειρόγραφα, όπως υποστηρίζουν ο Μιχαήλ Ψελλός αλλά και ο “φανταστικός” Θεόδωρος Φιλήτας ….

Μέσα στις επικλήσεις τους περιέχουν ονόματα που δύσκολα προφέρονται όπως και το όνομα του Μέγα Κθούλου.

Θα μπορούσαμε να βρούμε και άλλες ομοιότητες και συμπτώσεις ακόμη και σε ονόματα δαιμόνων ή ιδιότητες αυτών, μεταξύ του Νεκρονομικόν και των χειρογράφων αυτών που έχουν συγκεντρωθεί υπό τον τίτλο της Σολομωνικής.

Σίγουρα αυτά όμως τα στοιχεία δεν είναι αρκετά για να καταστήσουν το μαγικό βιβλίο του Λάβκραφτ πραγματικό. Το ίδιο όμως ισχύει και για την Σολομωνική γιατί πέρα τις χρήσεις του ονόματος, κανένα στοιχείο δεν δείχνει ότι ένα τέτοιο βιβλίο υπήρξε αυτούσιο.

Υπό την σκέψη αυτή όμως, πόσο μυθικό ή φανταστικό μπορεί να είναι ένα βιβλίο που έχει τόσες ομοιότητες με θεωρίες που πάνω τους στηρίχτηκαν τα μεγαλύτερα δυτικά μαγικά συστήματα;

Αν τελικά όμως πειστούμε για την αυθεντικότητα των κειμένων που ονομάζονται Σολομωνική ή ακόμη και Νεκρονομικόν, αμέσως βρισκόμαστε σε ένα άλλο ερώτημα που δεν είναι τόσο θεωρητικό: ισχύουν όλες αυτές οι τελετουργίες που περιγράφουν τα μαγικά βιβλία;

Αυτή την απάντηση όμως δεν μπορώ να σας τη δώσω εγώ, αλλά ο καθένας μέσα του μπορεί εύκολα να τη βρει.

«… το χέρι τους έχει πιάσει το λαιμό σας ,κι όμως δεν τους βλέπετε . Η κατοικία τους το προφυλαγμένο κατώφλι του σπιτιού σας. Το Γιώγκ Σοθώθ είναι το κλειδί της πόρτας , εκεί που οι σφαίρες ανταμώνονται…» -Νεκρονομικόν
---------------------------
[1] Η επιστημονική ορθότητα ακόμη και η «αυθεντικότητα» του έργου δεν είναι το ζητούμενο στο συγκεκριμένο άρθρο.
[2] Αρ. χειρόγ. 2348 Παρίσι και 3091 Βρετανικό μουσείο.

Για να γίνεις αυτό που θέλεις αύριο, πρέπει να ξέρεις ποιος είσαι σήμερα

Η πορεία... δύσκολη; Αρκεί το να ξέρεις πού βρίσκεσαι τώρα, για να βρεις πού θα βρίσκεσαι μετά; Αν ξέρεις πού βρίσκεσαι τώρα, πώς είναι σίγουρο ότι θα ξέρεις, πού θα βρίσκεσαι μετά; Βέβαια, ακολουθείς πράγματα που ξέρεις. Και πώς τα πράγματα που ξέρεις, σε οδηγούν σε κάτι που δεν ξέρεις; Αυτή όμως είναι η εξέλιξη. Έτσι γίνεται. Δεν θα μπορούσες όμως ποτέ, να ξεκινήσεις από κάπου που ξέρεις, γνωρίζοντας πού θα φτάσεις. Αλλά φτάνεις και είναι μαγικό. Και αυτό έχει αξία. Να μην έχεις τον έλεγχο. Αλλά εσύ, θέλεις να έχεις τον έλεγχο. Όλοι θέλουν. Για τη σιγουριά.

Πώς να είσαι σίγουρος όμως, όταν από αυτό που γνωρίζεις, καταλήγεις σε κάτι που δεν γνωρίζεις; Άρα, ο έλεγχος, είναι σαν να σε σταματάει. Δεν μπορείς να τον έχεις. Για να βρεις την πορεία σου όμως, πρέπει να έχεις τον έλεγχο. Ποιον έλεγχο; Του χώρου και του χρόνου που δεν γνωρίζεις ή των πραγμάτων που υπάρχουν μέσα σου και σε οδηγούν; Και μέσα απ’ αυτήν την αναζήτηση, φτάνεις κάπου. Πάντα φτάνεις. Και γνωρίζεις αυτό που πριν λίγο δεν γνώριζες. Και μπορείς να ελέγξεις τώρα, αυτό που γνωρίζεις. Άρα, ο έλεγχος, έρχεται μετά και όχι πριν.

Και τότε, μπορεί να σκεφτείς ότι, αυτό που δεν γνωρίζεις, κάποιος άλλος μπορεί να το ξέρει. Και θα χρησιμοποιήσεις αυτό που ξέρει ο άλλος, για να αποκτήσεις έλεγχο για το δικό σου το άγνωστο; Αυτό μάλλον δεν γίνεται. Ή μπορεί να γίνει μόνο για λίγο. Και μόνο στην αρχή. Άλλο είναι το γνωστό και το άγνωστο του άλλου, και άλλο το δικό σου. Δηλαδή, άλλον δρόμο ακολούθησε ο άλλος, και άλλον ακολουθείς εσύ. Ακόμα κι αν ο δρόμος μοιάζει να είναι ο ίδιος. Στην ουσία, δεν είναι.

Εσύ, πάντα ερμηνεύεις διαφορετικά. Άρα, ο δρόμος δεν γίνεται να είναι ο ίδιος. Ακόμα και αν φαίνεται πως είναι. Και η πορεία σου, είναι μόνον δική σου. Υπάρχει κάτι μέσα, βαθειά, που οδηγεί. Που δεν μπορεί να εξηγηθεί με τα γνωστά και τα άγνωστα των άλλων. Γιατί αυτό που υπάρχει μέσα, είναι άλλο για τον καθένα. Και άρα, δεν είσαι σε θέση να κρίνεις, την πορεία κανενός, παρά μόνον την δική σου.

Κι αν προσπαθήσεις να αλλάξεις πορεία επειδή η κρίση του άλλου σε οδηγεί εκεί, θα βρεθείς σε αδιέξοδο. Γιατί με μια άλλη πορεία, γίνεσαι άλλος κι εσύ. Και πώς θα νιώσεις τα πράγματα που ζητάς, ως άλλος; Θα είναι άλλα πράγματα. Δεν θα είναι τα ίδια. Αφού εσύ δεν είσαι ο ίδιος. Και πώς σου ζητιέται να γίνεις άλλος; Δεν μπορεί να γίνει. Είσαι αυτός που είσαι. Θα αλλάξεις, αλλά μέσα σ’ αυτό που είσαι. Δεν μπορείς να ξεκινήσεις ως τριαντάφυλλο και να καταλήξεις να είσαι παπαρούνα.

Αυτό που μπορείς, είναι να γίνεις ένα πιο όμορφο τριαντάφυλλο, με πιο ζωηρά χρώματα και πιο λαμπερό πράσινο στα φύλλα, και πιο γερό κορμό και πιο ψηλό.. αλλά τριαντάφυλλο. Μόνον τριαντάφυλλο. Τίποτε άλλο. Κι όταν κάποιος σου ζητήσει να γίνεις κάτι άλλο, τότε μπερδεύεσαι. Και δεν ξέρεις τι να κάνεις και δεν ξέρεις πώς πρέπει να το κάνεις, γιατί δεν είσαι αυτό. Και τότε, δεν είσαι τίποτε. Για τον άλλον. Αυτόν που το ζητάει. Και δεν καταλαβαίνεις. Όχι γιατί δεν είσαι έξυπνος, ή καλός ή πρόθυμος. Απλά γιατί δεν είσαι αυτό και δεν μπορείς να γίνεις κάτι άλλο.

Κι έτσι κάπως συνδέονται και αποσυνδέονται οι άνθρωποι μεταξύ τους..

Συναντά ο ένας την πορεία του άλλου και ή κάτι εσωτερικό, μυστηριακό, αναδύεται στην υφή της επαφής και τότε οι πορείες αποκτούν τη χροιά της σχέσης και συνδέονται… ή αποσυνδέονται, με τον έλεγχο που ασκεί ο ένας στον άλλον…

Η Αγάπη δεν είναι προσκόλληση

Η Αγάπη δεν είναι προσκόλληση. Η αγάπη δε φέρει πόνο. Η αγάπη δεν έχει απελπισία ή ελπίδα. Η αγάπη δεν μπορεί να γίνει κάτι αξιοσέβαστο, μέρος της κοινωνικής τάξης. Όλα τα βάσανα ξεκινάνε από το ότι δεν υπάρχει αγάπη.

Το να έχουμε δικό μας κάποιον και κάποιος να μας έχει δικό του, θεωρείτε σαν μια μορφή αγάπης. Αυτή η ακατανίκητη δύναμη να έχουμε κάτι δικό μας, ένα πρόσωπο ή ένα κομμάτι γης, δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της κοινωνίας και των περιστάσεων, αλλά και κάτι που ξεπηδάει από μια πολύ πιο βαθιά πηγή.

Έρχεται από τα βάθη της μοναξιάς. Ο καθένας από μας προσπαθεί να γεμίσει αυτήν τη μοναξιά με διαφορετικούς τρόπους: ποτό, οργανωμένη θρησκεία, πίστη, κάποια μορφή δραστηριότητας και τα παρόμοια. Όλα αυτά είναι φυγές, αλλά εκείνη βρίσκεται πάντα εκεί.

Το να αφοσιωθεί κανείς σε κάποια οργάνωση, σε κάποια πίστη ή δραστηριότητα, σημαίνει ότι κατέχεται αρνητικά απ’ αυτά, ενώ θεωρείται θετικό να κατέχεις εσύ. Το να κάνεις το καλό, το προσπαθείς ν’ αλλάξεις τον κόσμο είναι -αρνητική ή θετική- κατοχή, είναι δήθεν αγάπη. Γιατί το να ελέγχεις κάποιον, να αλλάξεις κάποιον στο όνομα της αγάπης δεν είναι τιποτ’ άλλο από την ακατανίκητη ορμή τού να κατέχεις την ορμή να βρεις σιγουριά, ασφάλεια σε κάποιον και να βολευτείς. Το να ξεφεύγεις από τον εαυτό σου μέσω κάποιου άλλου, μέσω κάποιας δραστηριότητας, οδηγεί κατευθείαν σε προσκόλληση. Σε τούτη την προσκόλληση υπάρχει θλίψη και απελπισία κι απ’ αυτό βγαίνει η αντίδραση του να θέλεις να αποκολληθείς. Από τούτη την αντίθεση προσκόλλησης και προσπάθειας αποκόλλησης, γεννιούνται σύγκρουση και απογοήτευση.

Δεν υπάρχει φυγή από τη μοναξιά. Η μοναξιά είναι ένα γεγονός και η φυγή από τα γεγονότα φέρνει σύγχυση και πόνο.

Το να μην κατέχεις τίποτα, όμως, είναι εκπληκτική κατάσταση. Να μην έχεις στην κατοχή σου ούτε καν μια ιδέα, να μην εμπλέκεσαι με πρόσωπα ή πράγματα. Όταν η ιδέα, η σκέψη ριζώσει, έχει ήδη γίνει ιδιοκτησία και τότε ο πόλεμος για απελευθέρωση αρχίζει. Κι αυτή η ελευθερία δεν είναι καν ελευθερία, είναι μόνο μια αντίδραση. Οι αντιδράσεις ριζώνουν και οι ζωές μας είναι το έδαφος όπου αναπτύσσονται οι ρίζες. Το να κόψεις όλες τις ρίζες, τη μία μετά την άλλη, είναι ψυχολογικός παραλογισμός. Δεν μπορεί να γίνει.

Αρκεί να δει κανείς το γεγονός της μοναξιάς κι όλα τα άλλα θα σβήσουν μόνα τους.

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Ι. ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ - 2. Νομοθέτες και τύραννοι

2.4. Στάθηκε στη μέση προβάλλοντας τη δυνατή του ασπίδα

Ο Αθηναίος Σόλων κέρδισε και αυτός μια θέση μεταξύ των Επτά Σοφών. Ήταν εξάλλου ποιητής. Ο ίδιος θεωρούσε μάλλον ότι πάνω απ᾽ όλα υπήρξε πολιτικός και ότι το ποιητικό χάρισμα και η σοφία του υπηρετούσαν πολιτικούς στόχους. Το όνομά του ταυτίστηκε με την πόλη του και έμεινε στην ιστορία ως σύμβολο πολιτικών μεταρρυθμίσεων. Αντί να πέσει πάνω στους δυνατούς σαν βράχος, όπως ο Κύψελος, στάθηκε ανάμεσα στις αντιμαχόμενες παρατάξεις. Έτσι ισχυρίστηκε σε ένα από τα ποιήματά του και έτσι τον κράτησε ζωντανό η αθηναϊκή παράδοση. Αποτιμώντας ο ίδιος το έργο που είχε επιτελέσει, έγραψε τους ακόλουθους στίχους:
 
Διότι στον δήμο απέδωσα τόση εξουσία όση του αρκεί,
δίχως ούτε να αφαιρέσω ούτε να προσθέσω κάτι σε αυτά που αξίζει (την τιμήν του).
Πρόσεξα ωστόσο να μην πάθουν τίποτα ανάρμοστο
αυτοί που είχαν δύναμη και χρήματα.
Στάθηκα ανάμεσά τους προβάλλοντας κραταιή ασπίδα,
χωρίς να αφήσω καμία από τις δύο πλευρές να νικήσει άδικα.
 
Στο τέλος του 7ου αιώνα, μια γενεά περίπου πριν από την εμφάνιση του Σόλωνα, τα προβλήματα στην Αθήνα ήταν οξύτατα και προκαλούσαν μεγάλες εντάσεις. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που διασώζουν ο Αριστοτέλης και ο Πλούταρχος, συγκρούονταν μεταξύ τους οι πλούσιοι και οι πένητες, οι «λίγοι» και οι «πολλοί», οι γνώριμοι (δηλαδή οι επιφανείς, οι ευγενείς) και ο δήμος.
 
Οι αιτίες για την κοινωνική αυτή αναστάτωση ήταν πολλές. Ένας μικρός αριθμός Αθηναίων αριστοκρατικής καταγωγής είχε τον έλεγχο της καλύτερης γης. Οι περισσότεροι βρίσκονταν υπερχρεωμένοι. Επιπλέον, κινδύνευαν να χάσουν την ελευθερία τους, εφόσον τα δάνεια που αναγκάζονταν να συνάψουν δίνονταν με εγγύηση το σώμα τους, δηλαδή την ελευθερία τους, και συνεπώς γίνονταν οι ίδιοι δούλοι, αν δεν κατόρθωναν να εξοφλήσουν έγκαιρα το χρέος. Τα οικονομικά και κοινωνικά αυτά προβλήματα τα επιδείνωνε το πολιτικό σύστημα, σύμφωνα με το οποίο όλη η πολιτική εξουσία βρισκόταν στα χέρια των λίγων. Και ενώ επικρατούσε μεγάλη αναταραχή, η Αθήνα είχε να αντιμετωπίσει τα γειτονικά Μέγαρα σε μακροχρόνιο και δύσκολο πόλεμο για τον έλεγχο της Σαλαμίνας. Η κατάσταση έδειχνε ώριμη για την επικράτηση ενός τυράννου.
 
Πράγματι, ένας αριστοκράτης, ο Κύλων, νικητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες, προσπάθησε να καταλάβει την εξουσία. Φαίνεται ωστόσο ότι δεν έκανε τις σωστές ενέργειες. Οπωσδήποτε η υποστήριξη που έλαβε από τον πεθερό του, τον τύραννο των Μεγάρων Θεαγένη, δεν τον ωφέλησε. Η σύγκρουση με τα Μέγαρα ήταν μέρος του προβλήματος, όχι μέρος της λύσης. Όπως και να έχει, ο Αθηναίος άρχοντας Μεγακλής (που ανήκε στην επιφανή αθηναϊκή οικογένεια των Αλκμεωνιδών) κατάφερε να συσπειρώσει επαρκείς δυνάμεις για να καταστείλει την απόπειρα και να θανατώσει τους οπαδούς του επίδοξου τυράννου. Ωστόσο, η αποτροπή της τυραννίας, και μάλιστα με τον τρόπο που επιτεύχθηκε, δεν γαλήνεψε τα πάθη στην Αθήνα. Ούτε και η προσπάθεια του Δράκοντα να ρυθμίσει την κατάσταση έφερε κάποιο αποτέλεσμα. Οι νόμοι του ήταν υπερβολικά σκληροί και δεν αντιμετώπιζαν τα κοινωνικά προβλήματα.
 
Λίγες δεκαετίες αργότερα οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές συμφώνησαν ότι κατάλληλο πρόσωπο για να αντιμετωπίσει την κατάσταση ήταν ο Σόλων, αριστοκρατικής καταγωγής και ήδη γνωστός για το θάρρος και τη σοφία του. Ο Σόλων ανέλαβε το 594/3 το ετήσιο αξίωμα του άρχοντα και αναμόρφωσε ριζικά τη νομοθεσία. Τα σημαντικότερα κοινωνικά και οικονομικά μέτρα που έλαβε ήταν δύο: η απαγόρευση των δανεισμών με εγγύηση την ελευθερία του δανειζόμενου και η κατάργηση όλων των χρεών, δημόσιων και ιδιωτικών. Με τα μέτρα αυτά, που ονομάστηκαν σεισάχθεια, κανένας Αθηναίος δεν κινδύνευε στο εξής να καταστεί δούλος επειδή αδυνατούσε να εξοφλήσει τα χρέη του. Αλλά και αυτοί που είχαν υποδουλωθεί αφέθηκαν ελεύθεροι - αν μάλιστα είχαν πωληθεί έξω από την πόλη, εξαγοράστηκαν.
 
Ο Σόλων προχώρησε επίσης σε πολιτικές και δικαστικές μεταρρυθμίσεις. Σύμφωνα με το αθηναϊκό πολίτευμα, την εξουσία ασκούσαν εννέα ἄρχοντες, που επιλέγονταν κάθε χρόνο από τις τάξεις των ευγενών και που, μετά τη λήξη της θητείας τους, γίνονταν ισόβια μέλη της Βουλής, που συνερχόταν στον Άρειο Πάγο. Από τους άρχοντες αυτούς τρεις ήταν οι σπουδαιότεροι, ο ἐπώνυμος (που ονομαζόταν έτσι επειδή έδινε το όνομά του στο έτος), ο βασιλεύς, με καθήκοντα κυρίως θρησκευτικά, και ο πολέμαρχος, με καθήκοντα κυρίως στρατιωτικά. Οι υπόλοιποι έξι αποκαλούνταν θεσμοθέται και είχαν καθήκον να επεξεργάζονται τις διατάξεις με βάση τις οποίες εκδίδονταν οι δικαστικές αποφάσεις. Το κύριο έργο της Βουλής του Αρείου Πάγου ήταν η διαφύλαξη των νόμων αλλά και η συμμετοχή στη διακυβέρνηση της πόλης. Οι άρχοντες είχαν επίσης δικαστικά καθήκοντα που σχετίζονταν με τους τομείς ευθύνης τους. Στον Άρειο Πάγο εκδικάζονταν πολλές σημαντικές υποθέσεις. Όλες οι δικαστικές αποφάσεις ήταν τελεσίδικες.
 
Ο Σόλων διατήρησε τους άρχοντες και τη Βουλή του Αρείου Πάγου, πρόσθεσε όμως στο πολίτευμα δύο νέα σημαντικά όργανα εξουσίας: μια δεύτερη Βουλή, που ονομάστηκε των Τετρακοσίων, επειδή συμμετείχαν σε αυτή τετρακόσια μέλη, εκατό από κάθε αθηναϊκή φυλή, και ένα δικαστήριο, αποτελούμενο από πολίτες, που ονομάστηκε Ηλιαία. Τα δύο αυτά όργανα αποδυνάμωσαν τους άρχοντες και τη Βουλή του Αρείου Πάγου. Το πρώτο προετοίμαζε τις εργασίες της Εκκλησίας του Δήμου, δηλαδή της συνέλευσης των πολιτών, και το δεύτερο ανέλαβε το κύριο βάρος των δικαστικών υποθέσεων.
 
Στον τρόπο εκλογής των αρχόντων ο Σόλων υπήρξε επίσης καινοτόμος. Οργάνωσε το πολίτευμα στη βάση τεσσάρων τελῶν, δηλαδή εισοδηματικών τάξεων, στις οποίες κατέταξε όλους τους πολίτες: τους πεντακοσιομέδιμνους, τους ιππείς, τους ζευγίτες και τους θήτες. Η κατάταξη αυτή αποτύπωνε ως έναν βαθμό τη στρατιωτική οργάνωση των Αθηναίων. Οι ευγενείς ήταν πάντα ιππείς. Την εποχή του Σόλωνα πολεμούσαν και αυτοί πεζοί, αλλά έφταναν έφιπποι (και ξεκούραστοι) στο πεδίο της μάχης. Ζευγίτες ήταν οι οπλίτες, δηλαδή οι εύποροι αγρότες που εξασφάλιζαν μόνοι τον οπλισμό τους και πολεμούσαν στις οργανωμένες φάλαγγες. Θήτες αποκαλούνταν οι φτωχοί πολίτες, που ήταν συνήθως άκληροι, και συμμετείχαν στους πολέμους ως ψιλοί, με μικρό οπλισμό και ελαφριά εξάρτυση για μεγαλύτερη ευκινησία. Πραγματικά νέα κατηγορία ήταν μόνο οι πεντακοσιομέδιμνοι, οι λίγες εκατοντάδες πολύ πλούσιοι Αθηναίοι.
 
Οι πεντακοσιομέδιμνοι προέρχονταν από την παλαιά τάξη των ιππέων, αλλά ξεχώρισαν από αυτούς διότι θεωρήθηκαν με τον μεγάλο τους πλούτο κατάλληλοι να αναλάβουν το αξίωμα του ταμία της πόλης, καθώς μπορούσαν να εγγυηθούν για την ασφάλεια των θησαυρών της με την προσωπική τους περιουσία. Οι άρχοντες επιλέγονταν από τους πεντακοσιομέδιμνους και τους ιππείς. Όλα τα άλλα αιρετά αξιώματα ήταν ανοιχτά στις τρεις ανώτερες τάξεις. Οι θήτες είχαν δύο μόνο δικαιώματα: να συμμετέχουν στην Εκκλησία του Δήμου και στα δικαστήρια.
 
Την εποχή που έγιναν οι μεταρρυθμίσεις σημαντικότερο μέτρο θεωρήθηκε η σεισάχθεια, που βελτίωσε αμέσως τη θέση πολλών. Αργότερα φάνηκε ότι ριζικότερες αλλαγές επέφεραν δύο δικαστικές καινοτομίες. Σύμφωνα με τη μία από αυτές, δικαίωμα προσφυγής στο δικαστήριο δεν είχαν μόνο όσοι αισθάνονταν ότι έχουν αδικηθεί αλλά όλοι ανεξαιρέτως, για την υπεράσπιση τρίτων ή του δημόσιου συμφέροντος. Σύμφωνα με την άλλη αλλαγή, δόθηκε στους πάντες το δικαίωμα της έφεσης στο δικαστήριο, δηλαδή το δικαίωμα, εάν αισθάνονταν αδικημένοι, να κριθούν και πάλι από ένα όργανο μαζικό και αντιπροσωπευτικό. Με τα δυο αυτά δικαιώματα οι πολίτες προστατεύτηκαν από τις αυθαιρεσίες των ευγενών.
 
Εφόσον όλες οι υποθέσεις μπορούσαν να ξανακριθούν, η Ηλιαία έγινε σύντομα το κύριο αθηναϊκό δικαστήριο. Σημαντικότατα θέματα του δημόσιου και ιδιωτικού βίου ρυθμίζονταν πλέον από τα δικαστήρια στα οποία συμμετείχαν μαζικά και οι φτωχότεροι Αθηναίοι. Σε αυτά κρινόταν πολλές φορές ακόμη και η εγκυρότητα των νόμων.
 
Ο ίδιος ο Σόλων θεώρησε πάντως ότι ένα από τα σπουδαιότερα μέτρα του ήταν η απελευθέρωση της γης. Είχε αφαιρέσει από αυτήν, όπως εξηγούσε σε ένα του ποίημα, τους ὅρους που την κρατούσαν υποδουλωμένη. Εννοούσε, καθώς φαίνεται, ότι απάλλαξε πολλούς καλλιεργητές από τις υποχρεώσεις που είχαν έναντι των πλούσιων γαιοκτημόνων, αυτές που καταγράφονταν σε ξύλινες πινακίδες (ὅρους) και τους ανάγκαζαν συχνά να δανείζονται με εγγύηση το σώμα τους. Αφαιρώντας τους όρους, είχε απελευθερώσει ταυτοχρόνως τη γη και τους καλλιεργητές της. Τον επόμενο αιώνα η Αθήνα ξεχώριζε για το πλήθος των ελεύθερων ιδιοκτητών γης.
 
Με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα η Αθήνα επέλυσε οξύτατα κοινωνικά προβλήματα και ήταν πλέον σε θέση να αντιμετωπίσει επικίνδυνους εξωτερικούς εχθρούς. Χωρίς να ανατραπούν τελείως οι παλαιές ισορροπίες, η κοινωνική ένταση εκτονώθηκε και η πόλη απέκτησε νέους πολεμιστές. Πολλοί από αυτούς εντάχθηκαν στην τάξη των θητών, αρκετοί όμως στην τάξη των ζευγιτών, στην αποφασιστικότητα των οποίων στηριζόταν κυρίως η πολεμική ισχύς της πόλης.
 
Πολλές ελληνικές πόλεις αντιμετώπιζαν εκείνη την εποχή παρόμοια προβλήματα και αναζητούσαν λύσεις. Στα γειτονικά Μέγαρα, μετά την ανατροπή του τυράννου Θεαγένη, τα χρέη δημιουργούσαν μεγάλο κοινωνικό πρόβλημα. Φαίνεται ωστόσο ότι επιστράφηκαν μόνο οι τόκοι των δανείων - και αυτό θεωρήθηκε τόσο σημαντικό, ώστε η μεταρρύθμιση έμεινε γνωστή ως παλιντοκία. Πάντως, καμία μεταρρύθμιση εκείνης της εποχής δεν ήταν τόσο συνολική και τόσο ριζική όσο αυτή που σχεδίασε ο Σόλων.
 
Οι μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα ήταν πολύ καλά υπολογισμένες και αντιμετώπιζαν τα σημαντικότερα προβλήματα της Αθήνας στη ρίζα τους. Αλλά η εκτέλεσή τους δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Οι ανταγωνισμοί για την εξουσία και οι διαφορετικές απόψεις για τους ρυθμούς με τους οποίους έπρεπε να εφαρμοστούν οι νέοι νόμοι συνεχίζονταν για χρόνια. Ορισμένοι είχαν ήδη υποδείξει στον Σόλωνα ότι μόνο με την ιδιότητα του τυράννου θα μπορούσε να επιβάλει το πρόγραμμα του. Αλλά αυτός ήταν κατηγορηματικά αντίθετος. Πρόθεσή του δεν ήταν να επιβληθεί με αίμα και βία.
 
Αυτό που αρνήθηκε ο Σόλων το πραγματοποίησε μια γενεά αργότερα ο Πεισίστρατος. Κάποια στιγμή που οι διαμάχες είχαν αποδυναμώσει τις σημαντικότερες αριστοκρατικές οικογένειες, αυτός επικαλέστηκε τις στρατιωτικές του επιτυχίες εναντίον των Μεγαρέων, εξασφάλισε προσωπική φρουρά σωματοφυλάκων και κατέλαβε την εξουσία. Οι εχθροί του ενώθηκαν μεταξύ τους και κατάφεραν να τον διώξουν. Αλλά ο Μεγακλής, εγγονός του ομώνυμου άρχοντα που είχε εξουδετερώσει τον Κύλωνα, του έδωσε για σύζυγο την κόρη του και τον βοήθησε να επιβληθεί για δεύτερη φορά. Όμως, και αυτή η συμμαχία δεν κράτησε πολύ.
 
Χάνοντας την εξουσία για δεύτερη φορά, ο Πεισίστρατος προετοιμάστηκε καλά για την οριστική του επάνοδο. Εξασφάλισε βοήθεια από τους Θηβαίους, τους Αργείους, τον Λύγδαμη της Νάξου αλλά και χρήματα από τα μεταλλεία του Στρυμόνα. Προσέλαβε μισθοφόρους και κατέλαβε με τη βοήθεια των γιων του τον Μαραθώνα. Από εκεί προχώρησε προς την πόλη και, ύστερα από μάχη, επιβλήθηκε για τρίτη φορά, εξορίζοντας τους πολιτικούς του αντιπάλους. Έτσι, με εξαίρεση δύο διαλείμματα, παρέμεινε τύραννος από το 561 έως το 527. Ανάμεσα σε πολλά άλλα ανταπέδωσε τη βοήθεια στον Λύγδαμη, καθιστώντας τον τύραννο στη Νάξο.
 
Ο Πεισίστρατος πολιτεύτηκε με μετριοπάθεια. Δεν κατήργησε τη νομοθεσία του Σόλωνα - μολονότι φρόντιζε να επιλέγονται άρχοντες Αθηναίοι που είχαν καλές σχέσεις μαζί του. Ενίσχυσε τους φτωχούς και τους βοήθησε να καλλιεργούν τη γη τους ώστε να ευπορούν, αλλά και να παραμένουν διασκορπισμένοι στους αγρούς, χωρίς να συχνάζουν στο άστυ ούτε να ασχολούνται με την πολιτική. Φαίνεται μάλιστα ότι συνέδραμε τους μικροκαλλιεργητές με διάφορους τρόπους. Έτσι, συνέβαλε αφενός στην επίλυση του κοινωνικού προβλήματος και αφετέρου εισέπραττε φόρους. Μετά τον θάνατο του Πεισίστρατου, η εξουσία μεταβιβάστηκε στον γιο του Ιππία, ο οποίος συνέχισε να κυβερνά στο ίδιο πνεύμα την πύλη μαζί με τους αδελφούς του.
 
Οι τύραννοι των Αθηνών ισχυροποίησαν την πόλη τους και τη θέση τους περισσότερο με τη διπλωματία παρά με πολέμους. Εκτός από τη φιλία τους με τη Νάξο, ανέπτυξαν δεσμούς με το Άργος, τη Σπάρτη, τη Σάμο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία. Όταν όμως οι Πέρσες κυριάρχησαν στη Μακεδονία, επέλεξαν να αλλάξουν πολιτική. Άρχισαν να απομακρύνονται από τους παλαιούς τους φίλους και να προσεγγίζουν τη μεγάλη ασιατική δύναμη που εξαπλωνόταν. Ο Ιππίας έσπευσε να παντρέψει την κόρη του Αρχεδίκη με τον γιο του τυράννου της Λαμψάκου, ο οποίος συνεργαζόταν ήδη στενά με τον μεγάλο βασιλιά της Περσίας, τον Δαρείο. (Σύμφωνα με το επιτύμβιο επίγραμμά της, η Αρχεδίκη ήταν κόρη, σύζυγος, αδελφή και μητέρα τυράννων.) Στο εσωτερικό της πόλης οι Αθηναίοι τύραννοι διακρίθηκαν για τα μεγάλα και επιβλητικά δημόσια έργα τους. Σε ακμή οδηγήθηκε την εποχή εκείνη και το εμπόριο, όπως βεβαιώνουν τα -αρχικά μελανόμορφα και στη συνέχεια ερυθρόμορφα- αγγεία, που βρίσκονται διάσπαρτα σε όλη σχεδόν τη Μεσόγειο.
 
Οι Πεισιστρατίδες, στα πολλά χρόνια που διακυβέρνησαν, κατάφεραν να συμφιλιωθούν με αρκετές αριστοκρατικές οικογένειες της πόλης. Αλλά οι φιλίες αυτές δεν είχαν βαθιές ρίζες, και μια προσωπική αντιδικία (ή, ορθότερα, αντιζηλία) ήταν αρκετή για να οδηγήσει το 514 στη δολοφονία του Ιππάρχου, αδελφού του Ιππία. Την τολμηρή αυτή πράξη, με αρχικό στόχο τον ίδιο τον τύραννο, ανέλαβαν δύο φίλοι αριστοκράτες, ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων, που συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν. (Ο αθηναϊκός δήμος τούς θεώρησε αργότερα πρωτοστάτες της δημοκρατίας, τους αποκάλεσε τυραννοκτόνους και τους απέδωσε τιμές ηρώων.) Το άμεσο αποτέλεσμα ήταν να γίνει η τυραννία πολύ σκληρότερη και να αποκτήσει νέους εχθρούς. Τον αγώνα εναντίον της συνέχισε από την εξορία η αριστοκρατική οικογένεια των Αλκμεωνιδών.
 
Οι Αλκμεωνίδες, όπως λεγόταν, ενίσχυσαν οικονομικά το μαντείο των Δελφών και κέρδισαν την εύνοιά του. Έτσι, η Πυθία προέτρεψε τους Σπαρτιάτες να αναλάβουν πρωτοβουλία για την απελευθέρωση της Αθήνας. Οι Σπαρτιάτες, πάντως, δεν χρειάζονταν ιδιαίτερη παρότρυνση, διότι η ανατροπή των τυράννων ήταν έτσι κι αλλιώς στα σχέδιά τους - ιδίως όταν οι τύραννοι συνεργάζονταν με τους Πέρσες. Το 510, με επικεφαλής τον βασιλιά Κλεομένη (περ. 520-490) και σε συνεργασία με δυσαρεστημένους Αθηναίους, εξόρισαν τον Ιππία, που είχε παραμείνει στην εξουσία για 17 χρόνια. Ήλπιζαν ότι η Αθήνα, από ευγνωμοσύνη και ανάγκη, θα γινόταν σύμμαχός τους. Ωστόσο, μια μεγάλη μερίδα του αθηναϊκού δήμου είχε άλλα σχέδια. Οι Σπαρτιάτες επανήλθαν για να παραδώσουν την εξουσία στον Αθηναίο πολιτικό Ισαγόρα, που ήταν φίλος τους. Πρώτη τους ενέργεια ήταν να εξορίσουν 700 αθηναϊκές οικογένειες. Δεύτερη να καταργήσουν τη Βουλή. Αλλά ο αθηναϊκός δήμος αντιστάθηκε, κατάφερε να απομακρύνει τους Σπαρτιάτες από την πόλη του και επανέφερε τους εξόριστους, που είχαν επικεφαλής τους τον Αλκμεωνίδη Κλεισθένη.
 
Οι Σπαρτιάτες δεν σταμάτησαν τις προσπάθειες. Ήθελαν με κάθε τρόπο να ελέγξουν την Αθήνα, που μέρα με τη μέρα δυνάμωνε. Το 506 προσπάθησαν και πάλι να επιβάλουν τον Ισαγόρα ως τύραννο, αλλά τους εγκατέλειψαν ακόμη και οι σύμμαχοί τους. Ο δεύτερος βασιλιάς της Σπάρτης, ο Δημάρατος (περ. 515-491), διαχώρισε τη θέση του και αποχώρησε. (Η διαφωνία αυτή οδήγησε τους Σπαρτιάτες να στέλνουν στο εξής μόνο ένα βασιλιά σε κάθε εκστρατεία.) Έτσι, ο Κλεομένης υποχρεώθηκε να επιστρέψει άπρακτος στη Σπάρτη. Οι Αθηναίοι αναθάρρησαν και αντιμετώπισαν με επιτυχία τους Θηβαίους και τους Χαλκιδείς, που είχαν συμμετάσχει στην εκστρατεία.
 
Λίγα χρόνια αργότερα οι Σπαρτιάτες έκαναν μια τελευταία προσπάθεια με σκοπό να επαναφέρουν τον Ιππία. Αυτή τη φορά οι Κορίνθιοι και οι άλλοι σύμμαχοί τους δεν δέχτηκαν ούτε να τους ακούσουν.
 
Στην ανατροπή των Ελλήνων τυράννων συνέβαλαν πολλοί: οι ευγενείς, που είχαν απολέσει την εξουσία, ο δήμος, που έβλεπε τις τυραννίες να μετατρέπονται σε κληρονομικές μοναρχίες, οι Σπαρτιάτες, που ήθελαν να παίξουν ηγετικό ρόλο σε μια μεγάλη συμμαχία. Στις περισσότερες πόλεις, μετά την ανατροπή των τυράννων, οι πολίτες κατάφερναν να παίξουν κεντρικό ρόλο και να διεκδικήσουν μερίδιο στην πολιτική διακυβέρνηση.
 
Στις ελληνικές πόλεις, ωστόσο, δεν κατοικούσαν μόνο πολίτες. Εκτός από τις γυναίκες και τα παιδιά, πολιτικά δικαιώματα στερούνταν επίσης οι ξένοι και οι δούλοι. Οι ξένοι ήταν μια πολύ ευρεία κατηγορία που περιλάμβανε, πέρα από τους περαστικούς, και ανθρώπους που ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι σε μια πόλη, ορισμένοι από τους οποίους ήταν γεννημένοι και μεγαλωμένοι σε αυτήν. Σε ορισμένες πόλεις, όπως στην Αθήνα, οι μόνιμα εγκατεστημένοι ξένοι ονομάζονταν μέτοικοι και είχαν ορισμένα δικαιώματα αλλά και υποχρεώσεις: κατέβαλλαν φόρους και στρατεύονταν. Δεν συμμετείχαν ωστόσο σε καμία πολιτική δραστηριότητα και για να εμφανιστούν ενώπιον των δικαστηρίων είχαν ανάγκη από έναν πολίτη-προστάτη.
 
Σε όλες τις ελληνικές πόλεις δικαίωμα κατοχής γης είχαν μόνο οι πολίτες. Οι ξένοι και οι μέτοικοι ασχολούνταν έτσι, σχεδόν αποκλειστικώς, με τις τέχνες και το εμπόριο. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ως ανταμοιβή για σπουδαίες υπηρεσίες τους στην Αθήνα, οι μέτοικοι μπορούσαν, με απόφαση του δήμου, να ενταχθούν στην κατηγορία των πολιτών.
 
Οι υποδουλωμένοι Αθηναίοι είχαν κερδίσει με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα την ελευθερία τους. Στο εξής κανένας πολίτης δεν γινόταν πια δούλος μέσα στην πόλη του επειδή δεν είχε να πληρώσει τα χρέη του. Κανένας νόμος δεν απαγόρευε, πάντως, την εισαγωγή δούλων από άλλες περιοχές. Οι εύποροι γαιοκτήμονες, μάλιστα, που με τις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα στερήθηκαν τα φτηνά εργατικά χέρια, στράφηκαν σε μαζικές αγορές δούλων από μη ελληνικές περιοχές. Η Αθήνα γέμισε με υποδουλωμένους Θράκες και Σκύθες. Οι άνθρωποι αυτοί διακινούνταν μέσα από το διεθνές εμπόριο και πωλούνταν στην αγορά, όπως όλα τα άλλα εμπορεύματα. Τα παιδιά που αποκτούσαν γίνονταν και αυτά δούλοι. Ορισμένοι είχαν την ευκαιρία, ύστερα από σκληρή εργασία, να εξαγοράσουν την ελευθερία τους, να γίνουν απελεύθεροι και να ενταχθούν στην τάξη των μετοίκων.

Ο Αριστοτέλης και η φιλοσοφική μεθοδολογία στη διερεύνηση του αγαθού

Ο Αριστοτέλης ολοκληρώνοντας το πρώτο βιβλίο από τα «Ηθικά Ευδήμια» θα θέσει ευθέως τον τελικό στόχο τη συνολικής διερεύνησης του έργου: «Τι είναι η ευτυχία; Όλοι συμφωνούν ότι είναι το μέγιστο και άριστο ανάμεσα στα ανθρώπινα αγαθά» (1217a 26-27).
 
Και αμέσως συμπληρώνεται: «Αναφερόμαστε σε αγαθά ανθρώπινα, διότι άνετα μπορεί να υπάρχει ευτυχία και κάποιου άλλου όντος ανώτερου, όπως ο θεός. Όσο για τα άλλα ζωντανά όντα, όσα έχουν φύση κατώτερη από την ανθρώπινη, κανένα τους δε δικαιούται την προσηγορία του ευτυχούς. Δεν υπάρχει άλογο ευτυχές, ούτε πουλί ούτε ψάρι ούτε κάποιο άλλο ον. Τα ζώα νέμονται με άλλον τρόπο τα αγαθά, και ζουν το ένα καλύτερα, το άλλο χειρότερα» (1217a 28-36).
 
Η αναζήτηση της ευτυχίας με βάση τα δεδομένα του ανθρώπου επιβεβαιώνει την πάγια αριστοτελική αντίληψη ότι η φιλοσοφία (από θέση αρχής) δεν μπορεί να υπερβαίνει τις ανθρώπινες δυνατότητες (ούτε βέβαια και να υπολείπεται αυτών). Για τον Αριστοτέλη κάθε φιλοσοφική απόπειρα που δεν εντάσσεται στα ανθρώπινα μέτρα ακυρώνεται εννοιολογικά (πρέπει να βρεθεί κάποιο άλλο όνομα για τέτοιου είδους αναζητήσεις), αφού η φιλοσοφία, ως αποκλειστικό ανθρώπινο δημιούργημα, δεν μπορεί παρά να εκφράζει με τρόπο απόλυτο την ανθρώπινη οπτική. Αν η φιλοσοφία αφορούσε τα ζώα θα φιλοσοφούσαν κι αυτά. Σε κάθε περίπτωση την οπτική των ζώων ας τη δώσουν τα ζώα (και κατ’ επέκταση του θεού ο θεός).
 
Το βέβαιο είναι ότι η ευτυχία τίθεται ανάλογα με τις δυνατότητες αυτού που τη διεκδικεί. Τα ζώα δεν μπορούν να έχουν υψηλές αξιώσεις. Η ευτυχία τους αφορά μόνο το κατώτερο είδος της ευχαρίστησης που επέρχεται από την εκπλήρωση των βιολογικών αναγκών. Αντιστοίχως, ο θεός, ως κάτι υπέρτατο, θα απολαμβάνει και την υπέρτατη εκδοχή της.
 
Αποδεχόμενοι αυτό γίνεται σαφές ότι η ευτυχία δεν μπορεί να είναι ίδια για όλους τους ανθρώπους. Το μέγεθός της εξαρτάται από την ποιότητα του καθενός. Οι χαμηλής ποιότητας άνθρωποι που ταυτίζουν την ευτυχία με τις σωματικές ηδονές δε θα βιώσουν ποτέ την ψυχική ολοκλήρωση που υπόσχεται «το μέγιστο και άριστο ανάμεσα στα ανθρώπινα αγαθά». (1217a 27).
 
Μετά από αυτές τις διευκρινίσεις η φιλοσοφική μεθοδολογία του Αριστοτέλη απαιτεί την αναλυτική προσέγγιση των εννοιών με την πρέπουσα σειρά. Με άλλα λόγια, εφόσον η ευτυχία έχει τεθεί ως άριστο και ύψιστο αγαθό, αυτό που πρέπει πριν από όλα να διευκρινιστεί είναι η έννοια του αγαθού ή, για να ειπωθεί διαφορετικά, αν κάποιος θέλει να μάθει τι είναι η ευτυχία, πρέπει πρώτα να κατανοήσει τα σχετικά με το αγαθό. Η σκέψη ξετυλίγεται με απόλυτη εννοιολογική αυστηρότητα, αφού η παραμικρή σύγχυση στον καθορισμό των εννοιών είναι σε θέση να ακυρώσει το συλλογιστικό οικοδόμημα.
 
Από αυτή την άποψη, ο φιλοσοφικός λόγος δεν μπορεί να νοηθεί χωρίς την ακρίβεια και την άκρατη μεθοδικότητα στο ξετύλιγμα του εννοιολογικού κουβαριού. Μόνο η οργανωμένη διευθέτηση της βήμα-βήμα σκέψης μπορεί να οδηγήσει σε ασφαλή συμπεράσματα. Κι αυτή είναι η διαφορά της φιλοσοφικής σκέψης από την καθημερινή επιφανειακή προσέγγιση των πραγμάτων.
 
Η φιλοσοφία εκπροσωπεί τη συστηματοποιημένη ταξινόμηση των δεδομένων, δηλαδή τη βαθύτατη κατανόηση των εννοιών, που θα επιτρέψει την παραγωγή νέων συλλογισμών. Η κατάδειξη και η υιοθέτηση της μεθοδολογίας αυτής, σε συνδυασμό με την οριοθέτηση των κανόνων της λογικής, αποτελούν τα θεμέλια του δυτικού πολιτισμού. Η άποψη ότι ο Αριστοτέλης είναι ο πατέρας της δυτικής σκέψης δεν είναι υπερβολική.
 
Κι αφού ο καθορισμός του αγαθού κρίνεται αναγκαίος για τη διερεύνηση της ευτυχίας, δε μένει παρά η συστηματικότητα της προσέγγισής του: «Τώρα λέμε ότι άλλα αγαθά είναι πραγματοποιήσιμα ειδικά από τον άνθρωπο και άλλα όχι. Και το λέμε αυτό, διότι μερικά όντα δεν έχουν τη δυνατότητα της μεταβολής, επομένως ούτε και των πραγματοποιήσιμων αγαθών (χωρίς να σημαίνει ότι τα συγκεκριμένα όντα δεν έχουν άριστη τη φύση τους). Υπάρχουν όμως και αγαθά που είναι μεν πραγματοποιήσιμα, πλην όμως από όντα ανώτερα του ανθρώπου» (1217a 38-43).
 
Σε τελική ανάλυση, αγαθό για κάθε ον είναι αυτό που μπορεί να πραγματοποιήσει. Η φιλοσοφία δε θα μπορούσε να τεθεί ως αγαθό για τα ζώα, αφού είναι αδύνατο να μετέχουν του ορθού λόγου. Από αυτή την άποψη, άλλο το αγαθό των ανθρώπων κι άλλο των ζώων, πράγμα που αμέσως σηματοδοτεί ότι άλλη η ευτυχία των ανθρώπων κι άλλη των ζώων. Ασφαλώς, εκείνος που μετέχει του υψηλότερου αγαθού θα διεκδικήσει και την ανώτερη μορφή ευτυχίας.
 
Όμως, το ανώτερο αγαθό κρίνεται από τη δυνατότητα της μεταβολής που υπάρχει σε κάθε ον. Τα ζώα είναι αδύνατο να μεταβληθούν παρά ελάχιστα, θα λέγαμε στοιχειωδώς. Ο άνθρωπος όμως έχει τεράστιες δυνατότητες μεταβολής τόσο σε πνευματικό όσο και σε ηθικό επίπεδο. Αυτή του η δυνατότητα να μεταβάλλεται τον καθιστά ικανό να πραγματοποιεί όλο και περισσότερα πράγματα. Να εξελίσσεται. Να ανεβάζει διαρκώς το επίπεδο του αγαθού που μπορεί να πετύχει. Δηλαδή το επίπεδο της ευτυχίας του.
 
Κι όταν γίνεται λόγος για το ανθρωπίνως πραγματοποιήσιμο, πρέπει κι αυτό να διευκρινιστεί: «Το πραγματοποιήσιμο, τώρα, λέγεται με δύο τρόπους (πρώτον για το σκοπό των πράξεών μας, και δεύτερον για τα έμπρακτα αποτελέσματα: π.χ., εντάσσουμε στα πραγματοποιήσιμα αγαθά τόσο την υγεία και τον πλούτο, όσο και όσα πράττουμε χάρη στην υγεία και τον πλούτο, δηλαδή τα υγιεινά και τα οικονομικά). Έτσι, είναι φανερό ότι και η ευτυχία πρέπει να θεωρηθεί ως το άριστο των αγαθών των πραγματοποιήσιμων από τον άνθρωπο» (1217a 44-50).
 
Η ευτυχία τίθεται ως το ανώτερο αγαθό που μπορεί να επιτευχθεί από τον άνθρωπο. Και η διερεύνηση συνεχίζεται: «Αλλά τώρα πρέπει να εξετάσουμε τι σημαίνει το άριστο· έχει πολλές σημασίες. Κυρίαρχες όμως είναι τρεις αντιλήψεις. Λένε, λοιπόν, ότι άριστο είναι το αγαθό καθ’ εαυτό, και ότι το αγαθό καθ’ εαυτό έχει την ιδιότητα να είναι αφενός το πρωταρχικό αγαθό, και αφετέρου με την παρουσία του το αίτιο της αγαθότητας των υπολοίπων· και ότι αυτά τα δύο γνωρίσματα συναντώνται στην ιδέα του αγαθού» (1217b 1-7).
 
Είναι φανερό ότι ο Αριστοτέλης επικαλείται τη διδασκαλία του δασκάλου του Πλάτωνα σχετικά με τον κόσμο των ιδεών και την ιδέα του αγαθού που τίθεται ως κυρίαρχη αρχή για τον καθορισμό της ανθρώπινης ευτυχίας. Οι διαφωνίες του Αριστοτέλη με αυτή την αντίληψη έχουν πλήρως ξεκαθαριστεί στο έργο του «Ηθικά Νικομάχεια» κι έχουν να κάνουν τόσο με την ασάφεια των όρων (ο Πλάτωνας δεν ξεκαθάρισε ποτέ επακριβώς τη σημασία αυτού που ονομάζει αγαθό, πράγμα που αντίκειται στην αριστοτελική εκδοχή της απόλυτης διασαφήνισης όλων των εννοιών), όσο και με την υποτίμηση των αισθήσεων ως δυνατότητα του ανθρώπου να αντιληφθεί τον κόσμο. Για τον Αριστοτέλη οι αισθήσεις και η εμπειρία που προκύπτει από αυτές αποτελούν καθοριστική πηγή γνώσης –κανένας συλλογισμός δεν μπορεί να θεωρηθεί σωστός αν αντιβαίνει στα διδάγματα της εμπειρίας– σε αντίθεση με τον Πλάτωνα που θεωρεί τις αισθήσεις εμπόδιο για την κατανόηση του ανώτερου κόσμου των ιδεών.
 
Στο σημείο αυτό θα επαναλάβει συνοπτικά τις αντιρρήσεις του παρουσιάζοντας τις πλατωνικές αντιλήψεις (χωρίς εδώ να τον κατονομάζει) ως μια θεωρητική κατασκευή, η οποία στερούμενη πρακτικής επαλήθευσης δεν μπορεί να διεκδικήσει πειστικότητα: «Αν παρόλα αυτά οφείλουμε να πούμε με συντομία κάτι για το συγκεκριμένο θέμα, λέμε, πρώτον, ότι η ύπαρξη ιδέας, της ιδέας όχι μόνο του αγαθού αλλά και οποιουδήποτε άλλου πράγματος, είναι κάτι που λέγεται απλώς θεωρητικά και άνευ πραγματικού αντικρίσματος. Ύστερα, λέμε ότι, κι αν ακόμη υπήρχαν οι ιδέες –που δεν υπάρχουν– και ειδικά η ιδέα του αγαθού, δε θα ήταν σε καμιά περίπτωση χρήσιμη ούτε για μια ζωή αγαθή ούτε για πράξεις αγαθές» (1217b 22-30).
 
Επιπλέον, ο Αριστοτέλης διαφωνεί και με τη μοναδικότητα του αγαθού: «… το αγαθό έχει πολλές σημασίες, ακριβώς αντίστοιχες με τις σημασίες του όντος (της ύπαρξης). Διότι το ον (η ύπαρξη) σημαίνει πολλά: την ουσία, την ποιότητα, την ποσότητα, το χρόνο. Συνεπώς, το αγαθό συναντάται στον καθένα από αυτούς τους τρόπους ύπαρξης. Έτσι, όσον αφορά στην ουσία, αγαθό είναι ο νους και ο θεός· στην ποιότητα η δικαιοσύνη, στην ποσότητα το μέτρο, στο χρόνο η κατάλληλη στιγμή, στην κίνηση ο δάσκαλος και ο διδασκόμενος» (1217b 30-39).
 
Το συμπέρασμα είναι σαφές: «Όπως, λοιπόν, ο τρόπος ύπαρξης των όντων δεν είναι ένας και μοναδικός, έτσι δεν είναι ένα και μοναδικό ούτε το αγαθό, καθώς και η επιστήμη δεν είναι μία και μοναδική, ούτε του όντος ούτε του αγαθού» (1217b 39-41).
 
Με το ίδιο σκεπτικό ο Αριστοτέλης θα απορρίψει και την εκδοχή της μοναδικής θεωρίας για το καθ’ εαυτό αγαθό, δηλαδή της άποψης ότι είναι ένα και το ίδιο για όλους: «… ακόμα και τα αγαθά που εμπίπτουν στον ίδιο τρόπο ύπαρξης, ερευνώνται από διαφορετικές επιστήμες, όπως η κατάλληλη στιγμή και όπως το μέτρο: διαφορετική είναι η αρμόδια επιστήμη για τη μια περίπτωση κατάλληλης στιγμής και διαφορετική για την άλλη· διαφορετική για τη μια περίπτωση μέτρου, διαφορετική για την άλλη. Για παράδειγμα, την κατάλληλη στιγμή και το μέτρο στο θέμα της διατροφής, τα ορίζουν η ιατρική και η γυμναστική και αντίστοιχα είναι διαφορετική η επιστήμη για διαφορετικές πράξεις» (1217b 40-47). Για να καταλήξει: «Άρα, και για το αγαθό καθ’ εαυτό είναι ιδιαίτερα δύσκολο να υπάρξει μία και μόνη θεωρία» (1217b 47-48).
 
Από κει και πέρα, ο Αριστοτέλης παραθέτει την αντίληψη των Πυθαγορείων που θέλουν το αγαθό να ταυτίζεται με τους αριθμούς. Για την καλύτερη κατανόηση αυτού ο μεταφραστής Βασίλης Μπετσάκος στα σχόλια παραθέτει ένα κατατοπιστικό απόσπασμα από το έργο του Αριστοτέλη «Μετά τα Φυσικά» (985b 23 – 986a 3) «… οι λεγόμενοι Πυθαγόρειοι ήταν οι πρώτοι που ασχολήθηκαν με τα μαθηματικά και οι πρώτοι που ανέπτυξαν. Η ενασχόληση με τα μαθηματικά τους δημιούργησε την πεποίθηση ότι οι αρχές των μαθηματικών είναι αρχές όλων των πραγμάτων. Και επειδή στα μαθηματικά οι αριθμοί είναι εκ φύσεως πρωταρχικοί, θεώρησαν ότι μπορούν μέσα στους αριθμούς (πολύ περισσότερο από ό,τι στη φωτιά, στη γη ή στο νερό) να διακρίνουν πολλές ομοιότητες με τα πράγματα που υπάρχουν και που μεταβάλλονται –λέγοντας δηλαδή ότι η μία ιδιότητα των αριθμών είναι η δικαιοσύνη, η άλλη είναι η ψυχή και ο νους, η τρίτη ο καιρός, και κατά παρόμοιο περίπου τρόπο όλα τα άλλα».
 
Για να ολοκληρωθεί το απόσπασμα από τα «Μετά τα Φυσικά»: «Επειδή ακόμη έβλεπαν ότι οι ιδιότητες και οι αναλογίες των μουσικών αρμονιών ανάγονται στους αριθμούς, και επειδή όλα τα πράγματα φαίνονταν να εξομοιώνουν τη φύση τους με τους αριθμούς, ενώ οι αριθμοί ήταν το πρωταρχικό σε όλη τη φύση, κατέληξαν στη θέση ότι τα στοιχεία των αριθμών είναι στοιχεία όλων των όντων, και ότι όλος ο ουρανός είναι αρμονία και αριθμός».
 
Επιστρέφοντας στα «Ηθικά Ευδήμια» και στη διερεύνηση του αγαθού ο Αριστοτέλης παραθέτει για τις πυθαγόρειες αντιλήψεις (επίσης  –όπως και στην περίπτωση του Πλάτωνα– χωρίς να τις κατονομάζει: «… βάσει των αριθμών αποδεικνύουν ότι η δικαιοσύνη και η υγεία είναι αγαθά. Λένε πως οι αριθμοί χαρακτηρίζονται από τάξη, με το επιχείρημα ότι το αγαθό υπάρχει στους αριθμούς και τις μονάδες, αφού το ίδιο το εν είναι το αγαθό» (1218a 20-23).
 
Ο Αριστοτέλης διαφωνεί με αυτή τη συλλογιστική πρώτα-πρώτα γιατί θεωρεί ότι τίθεται με τον αντίστροφο τρόπο από ό,τι θα έπρεπε: «Η απόδειξη πρέπει να γίνεται αντίστροφα προς τον τρόπο με τον οποίο αυτοί αποδεικνύουν την ύπαρξη του αγαθού καθ’ εαυτό. Διότι τώρα βάσει πραγμάτων για τα οποία δεν υπάρχει ομοφωνία ότι είναι αγαθά, αποδεικνύουν την ύπαρξη των πραγμάτων που όλοι τα δέχονται ως αγαθά» (1218a 17-20).
 
Με άλλα λόγια, δεν είναι δυνατό να καταδεικνύει κανείς τα κοινώς αποδεκτά αγαθά της δικαιοσύνης ή της υγείας έχοντας ως θεμέλιο του συλλογισμού τη θεωρία για τους αριθμούς που καθένας μπορεί να αμφισβητήσει. Η εγκυρότατα ενός συλλογισμού προϋποθέτει μια αναμφισβήτητη αφετηρία. Αν η πρώτη προκείμενη κριθεί αναληθής, τότε όλος ο συλλογισμός στερείται ορθότητας.
 
Από θέση αρχής ένας συλλογισμός οφείλει να ξεκινά από αυτά που θεωρούνται ορθά για το σύνολο των ανθρώπων προκειμένου να τεκμηριώσει την υποκειμενική αλήθεια που θα στηρίξει κι όχι το αντίθετο: «Αντιστρόφως πρέπει να γίνεται η απόδειξη: με βάση τα κοινώς παραδεκτά, δηλαδή την υγεία και την ισχύ και τη σωφροσύνη· διότι στα αμετάβλητα μάλλον έγκειται το καλό, και η υγεία, η ισχύς και η σωφροσύνη αποτελούν τάξη και αμεταβλησία. Εάν αυτό ισχύει, συνεπάγεται πως πιο πολύ τα προηγούμενα συνδέονται με το αγαθό, αφού σε αυτά πιο πολύ συναντάται η τάξη και η αμεταβλησία» (1218a 24-28).
 
Είναι αδύνατο έχοντας ως δεδομένο ότι το αγαθό είναι κάτι το αμετάβλητο («στα αμετάβλητα μάλλον έγκειται το καλό») να τίθενται όλες οι εκδοχές του (υγεία, σωφροσύνη κλπ.) ως απόρροια των αριθμών που είναι αμετάβλητοι, τη στιγμή που κατά κοινή ομολογία τα συγκεκριμένα αγαθά από θέση αρχής «αποτελούν τάξη και αμεταβλησία». Θα έλεγε κανείς ότι θα ταίριαζε περισσότερο με βάση την αμεταβλησία των αγαθών να αποδείξουν οι πυθαγόρειοι την αμεταβλησία των αριθμών παρά το αντίθετο. Εξάλλου, η άποψη ότι οι αριθμοί αποτελούν αμετάβλητο (καθ’ εαυτόν) αγαθό πρέπει να αποδειχθεί.
 
Ο Αριστοτέλης δε φαίνεται να έχει πεισθεί: «Όσο για την απόδειξη ότι το εν είναι αγαθό καθ’ εαυτό με το επιχείρημα ότι οι αριθμοί έχουν την έφεσή του: είναι τραβηγμένη. Διότι ούτε το πώς έχουν την έφεση μας το λένε ξεκάθαρα αλλά μάλλον πολύ απλοϊκά, και πώς να πιστέψει κανείς ότι έχουν επιθυμία αυτά που δεν έχουν ζωή; Αυτό είναι ένα ζήτημα που απαιτεί ενδελεχή ανάπτυξη, αλλά και να μην εκλαμβάνεται τίποτε αξιωματικά και άνευ λόγου, ειδικά όταν πρόκειται για πράγματα που και μετά λόγου γίνονται δύσκολα πιστευτά» (1218a 29-35).
 
Κι όχι μόνο αυτό: «Και το να πούμε ότι όλα τα όντα επιθυμούν ένα και μοναδικό αγαθό, δεν αληθεύει· γιατί το καθένα ορέγεται το δικό του αγαθό: το μάτι την όραση, το σώμα την υγεία, και ούτω καθεξής» (1218a 36-38).
 
Η άποψη του καθ’ εαυτού αγαθού ως κάτι κοινό για όλους καταρρίπτεται, αν παρατηρήσει κανείς την ίδια την ανθρώπινη συμπεριφορά, που καθορίζεται κάθε στιγμή από τα ιδιαίτερα αγαθά που επιδιώκονται: «Αυτοί είναι, λοιπόν, οι προβληματισμοί για το ότι δεν υπάρχει κάποιο αγαθό καθ’ εαυτό, και ότι αυτό, ακόμα κι αν υπήρχε, θα ήταν άχρηστο για τη ζωή των πολιτών· και για τη ζωή των πολιτών υπάρχει μόνο το ιδιαίτερό της αγαθό, όπως για τη γυμναστική η ευεξία» (1218a 39-42).
 
Σε τελική ανάλυση, αυτή η εκδοχή του καθ’ εαυτού αγαθού θα το καθιστούσε μη πραγματοποιήσιμο: «Ας εξετάσουμε και εκείνο που έχει γραφεί: είτε σε τίποτε δε χρησιμεύει το είδος του αγαθού καθ’ εαυτό είτε στα πάντα με τον ίδιο τρόπο· επίσης, δεν είναι πραγματοποιήσιμο. Κατά τον ίδιο τρόπο και το κοινό αγαθό ούτε είναι το καθ’ εαυτό αγαθό, (γιατί έτσι το καθ’ εαυτό αγαθό θα υπήρχε και σε κάτι ασήμαντο), ούτε είναι πραγματοποιήσιμο» (1218a 42-45 και 1218b 1-2).
 
Συνοψίζοντας: «Είναι φανερό, λοιπόν, ότι το ζητούμενο, δηλαδή το αγαθό καθ’ εαυτό, δεν είναι ούτε η ιδέα του αγαθού, ούτε το κοινό αγαθό (διότι το ένα είναι αμετάβλητο και μη πραγματοποιήσιμο, ενώ το άλλο είναι μεν μεταβλητό αλλά και πάλι μη πραγματοποιήσιμο). Αντιθέτως, αυτό για το οποίο γίνεται κάτι, αποτελεί απώτερο σκοπό άριστο, και τελικό αίτιο όσων υπόκεινται σε αυτό, και πρώτο όλων» (1218b 9-13).
 
Το τελικό συμπέρασμα είναι απολύτως σαφές: για τον Αριστοτέλη το αγαθό δεν μπορεί να τεθεί ούτε ως ιδέα (όπως το έθεσε ο Πλάτωνας) ούτε ως κάτι καθεαυτό με την έννοια ότι μπορεί να είναι κοινό για όλους (όπως ήθελαν οι Πυθαγόρειοι). Το αγαθό είναι καθ’ εαυτό με την έννοια του τελικού αιτίου το οποίο εξυπηρετούν όλα τα άλλα αγαθά.
 
Η τελική διατύπωση δε θα αφήσει κανένα περιθώριο παρερμηνείας: «Άρα, αυτό πρέπει να είναι το αγαθό καθ’ εαυτό: το τελικό αίτιο όλων των ανθρωπίνως πραγματοποιήσιμων αγαθών. Και αυτό είναι το τελικό αίτιο της κυρίαρχης ανθρώπινης ενέργειας, η οποία είναι πολιτική και οικονομική και πρακτική σοφία. Οι συγκεκριμένες ενέργειες διαφέρουν από τις υπόλοιπες ακριβώς στο ότι είναι οι κυρίαρχες» (1218b 14-18).
 
Το αγαθό είναι ο τελικός σκοπός όλης της ανθρώπινης δράσης. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν μπορεί να είναι το ίδιο για όλους. Το δεδομένο ότι ως αγαθό θα οριστεί η ανθρώπινη ευτυχία καθιστά σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρξει ευτυχία έξω από το πλαίσιο της πόλης, τόσο γιατί μονάχα στην πόλη μπορεί ο άνθρωπος να εκπληρώσει όλες του τις ανάγκες, να έχει δηλαδή επάρκεια σε όλα αυτά που χρειάζεται, όσο και γιατί είναι πλασμένος από τη φύση του να ζει με άλλους ανθρώπους.
 
Στο πλαίσιο αυτής της επάρκειας, δηλαδή της αυτάρκειας της πόλης που θα παρέχει όλα τα αγαθά στους πολίτες της, είναι σαφές ότι άλλο είναι το αγαθό για το γεωργό και άλλο για τον ψαρά. Αλλιώς θα επιτευχθεί το αγαθό από οικονομική κι αλλιώς από στρατιωτική άποψη. Γι’ αυτό και απαιτείται και η πολιτική και η οικονομική και η πρακτική σοφία. Η εκδοχή του καθ’ εαυτού αγαθού που είναι κοινό για όλους θα ισοδυναμούσε με την αντίληψη ότι όλοι επιδιώκουν το ίδιο πράγμα, πράγμα που δεν ισχύει.
 
Η αριστοτελική εκδοχή που θέλει το καθ’ εαυτό αγαθό ως τελικό αίτιο όλων των επιμέρους αγαθών βρίσκεται πιο κοντά στην αλήθεια, καθώς συνδυάζει την εκπλήρωση της διαφορετικότητας των αγαθών που προσφέρονται και που αποτελούν επιμέρους στόχους όλων των ανθρώπων μεμονωμένα. Εξάλλου, ακόμη κι αν κάποιος ισχυριζόταν ότι η ευτυχία μπορεί να τεθεί ως κοινό για όλους καθ’ εαυτό αγαθό, πάλι δε θα μπορούσε να είναι πειστικός, καθώς και σε αυτή την περίπτωση η ευτυχία εκλαμβάνεται με κριτήρια υποκειμενικά που διαφέρουν από άνθρωπο σε άνθρωπο.
 
Κι αυτή ακριβώς είναι η αριστοτελική εκδοχή της φιλοσοφικής μεθοδολογίας. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις τρέχουσες εκδοχές ο φιλόσοφος οφείλει να λεπτολογήσει διερευνώντας και τις πιο ανεπαίσθητες εκφάνσεις όλων των εννοιών που τίθενται μέχρι να φτάσει στη δική του τελική αλήθεια. Μόνο έτσι μπορεί να σταθεί κανείς κριτικά απέναντι στα ήδη υπάρχοντα φιλοσοφικά δεδομένα.
 
Κατόπιν αυτών είναι σε θέση να καταλήξει στο δικό του συμπέρασμα: «Το ανθρώπινο αγαθό που αποτελεί τελικό αίτιο και είναι το άριστο των πραγματοποιήσιμων αγαθών, αυτό είναι που πρέπει να εξετάσουμε, με ποιες έννοιες είναι το άριστο όλων, ακριβώς το άριστο, [κάνοντας πια μια καινούρια αρχή]» (1218b 29-33).
 
Αριστοτέλης, Ηθικά Ευδήμια