Τετάρτη 22 Ιουλίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡρακλῆς Μαινόμενος (673-700)

οὐ παύσομαι τὰς Χάριτας [στρ. β]
ταῖς Μούσαισιν συγκαταμει-
675 γνύς, ἡδίσταν συζυγίαν.
μὴ ζώιην μετ᾽ ἀμουσίας,
αἰεὶ δ᾽ ἐν στεφάνοισιν εἴην·
ἔτι τοι γέρων ἀοιδὸς
κελαδῶ Μναμοσύναν,
680 ἔτι τὰν Ἡρακλέους
καλλίνικον ἀείδω
παρά τε Βρόμιον οἰνοδόταν
παρά τε χέλυος ἑπτατόνου
μολπὰν καὶ Λίβυν αὐλόν.
685 οὔπω καταπαύσομεν
Μούσας αἵ μ᾽ ἐχόρευσαν.

παιᾶνα μὲν Δηλιάδες [ἀντ. β]
‹ναῶν› ὑμνοῦσ᾽ ἀμφὶ πύλας
τὸν Λατοῦς εὔπαιδα γόνον,
690 εἱλίσσουσαι καλλίχοροι·
παιᾶνας δ᾽ ἐπὶ σοῖς μελάθροις
κύκνος ὣς γέρων ἀοιδὸς
πολιᾶν ἐκ γενύων
κελαδήσω· τὸ γὰρ εὖ
695 τοῖς ὕμνοισιν ὑπάρχει.
Διὸς ὁ παῖς· τᾶς δ᾽ εὐγενίας
πλέον ὑπερβάλλων ‹ἀρετᾶι›
μοχθήσας τὸν ἄκυμον
θῆκεν βίοτον βροτοῖς
700 πέρσας δείματα θηρῶν.

***
Ω! δεν θα πάψω εγώ τις Χάριτες
με τις καλές Μούσες να σμίγω
σε συντροφιά γλυκύτατη.
Ω! κι ας μη ζω χωρίς τραγούδια
κι όλο μες σε στεφάνια να ᾽μαι!
Ο γέροντας τραγουδιστής
τη Μνημοσύνη κελαηδεί
ακόμα· ακόμα την καλλίνικη
680 δόξα ψάλλω του Ηρακλή
και με τον κεραστή τον Βρόμιο
και με της λύρας της εφτάχορδης
το παίξιμο και με του αυλού
του Λιβυκού τον ήχο·
τις Μούσες δεν θα παρατήσω,
που εις τον χορό μ᾽ επήραν.

Παιάνα τραγουδούν της Δήλου
οι νύμφες γύρω στις φωτιές,
τον καλόπαιδο γιο σέρνοντας
690 της Λητώς, τον χορευτή.
Όμοια κι εγώ εδώ στο παλάτι,
ο γέροντας αοιδός, σαν κύκνος
θα κελαδήσω με το ολόασπρο
στόμα· κι επιτυχιά μάς είναι
των τραγουδιών μας ο ίδιος
γιος του Διός, που, την καλή του
γενιά με την αντρειά περνώντας την,
μετά από κόπους ω! την άχαρη
ζωή έχασε, για τους θνητούς
700 άγρια θεριά σκοτώνοντας.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη της πρώιμης κλασικής εποχής

4.1.4. Ποτήρια με σκηνές από τη μυθολογία και από τη ζωή των Αθηναίων

Στα χρόνια 490-480 π.Χ. χρονολογείται ένας σκύφος (ψηλό ποτήρι χωρίς πόδι), που βρίσκεται σήμερα στη Βιέννη, διακοσμημένος από έναν αγγειογράφο ειδικό στα μικρά αγγεία, τον «ζωγράφο του Βρύγου». Τα θέματα των παραστάσεων είναι παρμένα από την Ιλιάδα. Στην κύρια όψη εικονίζεται η επίσκεψη του Πριάμου στον Αχιλλέα, που περιγράφεται στη ραψωδία Ω. Ο γέρος βασιλιάς της Τροίας έρχεται να παρακαλέσει τον φονιά του γιου του Έκτορα να του δώσει το πτώμα για να το θάψει. Για αυτό τον λόγο το επεισόδιο έχει τον τίτλο «Έκτορος λύτρα». Ο Αχιλλέας εικονίζεται ως αγένειος έφηβος να δειπνεί ξαπλωμένος σε πλούσια διακοσμημένη κλίνη, πάνω σε πολυτελή στρωσίδια και μαξιλάρια· μπροστά του υπάρχει ένα χαμηλό τραπέζι με διάφορα εδέσματα και δύο ρηχά ποτήρια (φιάλες), από το οποίο κρέμονται κομμάτια κρέατος. Ένα τέτοιο κομμάτι έχει στο αριστερό χέρι του ο Αχιλλέας και ετοιμάζεται να το κόψει με το μαχαίρι, ενώ ταυτόχρονα στρέφεται προς έναν μικρό υπηρέτη, που στέκεται δίπλα του κρατώντας κύλικα και κουτάλα (αρύταινα ή κύαθο), έτοιμος να του φέρει δροσερό κρασί. Κάτω από την κλίνη του Αχιλλέα και πίσω από το τραπέζι κείτεται το άψυχο σώμα του Έκτορα, με τις πληγές του να στάζουν ακόμη αίμα. Στον τοίχο κρέμονται τα όπλα του νεαρού πολεμιστή. Ο Αχιλλέας μοιάζει να μην έχει αντιληφθεί την είσοδο του Πριάμου και της ακολουθίας του από υπηρέτες που κουβαλούν πλούσια δώρα. Ο γέρος βασιλιάς προχωρεί αργά, ελαφρά σκυφτός, με το μπαστούνι του· τα μαλλιά και τα γένια του είναι άσπρα και το μέτωπο του φαλακρό, ενώ είναι η μόνη μορφή της παράστασης που φοράει υποδήματα. Ο αγγειογράφος δεν αφηγείται, αλλά αποτυπώνει μια στιγμή γεμάτη ένταση, στην οποία συμπυκνώνεται η αγωνία του Πριάμου, που δεν ξέρει ακόμη πώς θα τον δεχτεί ο Αχιλλέας, ο φονιάς του γιου του, και αν θα του κάνει τη χάρη να του δώσει το σώμα του για να το θάψει. Στην άλλη όψη του αγγείου εικονίζονται οι αρχηγοί των Αχαιών, άλλοι όρθιοι και άλλοι καθιστοί, να συζητούν μεταξύ τους.
 
Με την καλλιτεχνική παραγωγή και συγκεκριμένα με τη γλυπτική σχετίζεται η παράσταση στο εξωτερικό μιας κύλικας του «ζωγράφου του χυτηρίου» (μαθητή του «ζωγράφου του Βερολίνου»), που βρίσκεται σήμερα στο Βερολίνο, η οποία χρονολογείται στη δεκαετία 490-480 π.Χ. και μας παρουσιάζει ένα εργαστήριο χαλκοχυτικής. Η μοναδική αυτή απεικόνιση, στην οποία ο αγγειογράφος οφείλει το όνομά του, μας δείχνει στιγμιότυπα από την κατασκευή χάλκινων αγαλμάτων. Στη μια πλευρά βλέπουμε τους τεχνίτες να δουλεύουν στο εργαστήριο. Αριστερά φαίνεται το καμίνι, στο οποίο λιώνουν το μέταλλο, και δίπλα ένας τεχνίτης καθισμένος σε χαμηλό σκαμνί αναδεύει τα κάρβουνα, ενώ ένας βοηθός του, που μόλις διακρίνεται πίσω από το καμίνι, δυναμώνει τη φωτιά με το φυσερό. Δεξιά ένας άλλος τεχνίτης, με σφυρί στο δεξί χέρι, συναρμολογεί τα προτεταμένα χέρια ενός αγάλματος που είναι ξαπλωμένο σε στρώμα πηλού· το κεφάλι, που δεν έχει ακόμη τοποθετηθεί στη θέση του, βρίσκεται ανάμεσα στα πόδια του. Στη μέση ένας τρίτος τεχνίτης έχει σταματήσει τη δουλειά και ξεκουράζεται ακουμπώντας στο σφυρί του, με το αριστερό χέρι στη μέση. Οι τεχνίτες είναι γυμνοί, καθώς το εργαστήριο είναι ζεστό από τη φωτιά που καίει στο καμίνι· μόνο ο τεχνίτης που συναρμολογεί το άγαλμα έχει ένα ύφασμα τυλιγμένο γύρω από τη μέση του. Στον τοίχο κρέμονται διάφορα εργαλεία, αλλά και ανθρώπινα μέλη (δύο κεφάλια, ένα χέρι και ένα πόδι) και ανάγλυφοι πίνακες — προφανώς προπλάσματα για την κατασκευή γλυπτών. Στο κέντρο της άλλης πλευράς του αγγείου δεσπόζει ένα μεγάλο άγαλμα γυμνού πολεμιστή με ασπίδα και δόρυ που επιτίθεται προς τα δεξιά, στημένο σε προσωρινή βάση κάτω από ένα προστατευτικό στέγαστρο. Δύο μικροί τεχνίτες, ο ένας καθιστός και ο άλλος όρθιος, τρίβουν και γυαλίζουν το άγαλμα. Δεξιά και αριστερά δύο κομψοί γενειοφόροι άνδρες, που φορούν ιμάτιο και μαλακά παπούτσια, παρακολουθούν την εργασία και συζητούν για το έργο, στηριγμένοι στα μακριά μπαστούνια τους. Η διαφορά μεγέθους ανάμεσα στους ιματιοφόρους πολίτες και τους μικρούς τεχνίτες δείχνει ότι οι τελευταίοι είναι δούλοι. Ξέρουμε ότι στα εργαστήρια γλυπτικής δούλευαν δίπλα δίπλα ελεύθεροι και δούλοι. Βλέπουμε επίσης ότι στη σύνθετη διαδικασία κατασκευής ενός αγάλματος συμμετείχαν πολλοί τεχνίτες με διαφορετικές ειδικότητες και ότι οι παραγγελιοδότες συνήθιζαν να πηγαίνουν στο εργαστήριο και να παρακολουθούν την πορεία της εργασίας.
 
Στο εξωτερικό μιας άλλης κύλικας, ζωγραφισμένης από τον Δούρι και σύγχρονης με την προηγούμενη, εικονίζονται σκηνές σχολείου. Στο κέντρο της μιας πλευράς ο δάσκαλος, ντυμένος με ιμάτιο και καθισμένος σε κάθισμα με πλάτη (κλισμό), κρατάει ανοιχτό ειλητάριο, ενώ απέναντί του ένας μικρός μαθητής απαγγέλλει όρθιος· είναι ντυμένος με ευπρέπεια, καθώς το ιμάτιο καλύπτει το σώμα του ως τον λαιμό. Στο ειλητάριο διαβάζεται ένας στίχος που αποτελείται από λέξεις παρμένες από την Ιλιάδα. Μπορούμε επομένως να συμπεράνουμε ότι το κείμενο που απαγγέλλει ο μαθητής είναι ένα επικό ποίημα. Πίσω από τον μαθητή κάθεται ο παιδαγωγός, που παρακολουθεί την πρόοδο του τροφίμου του. Στην άλλη άκρη ένας καθιστός ιματιοφόρος μουσικοδιδάσκαλος διδάσκει έναν μικρό μαθητή να παίζει λύρα. Στο μέσο της άλλης πλευράς ένας καθιστός νέος γράφει σε μια τρίπτυχη ξύλινη πινακίδα (γραμματεῖον), ενώ ο μικρός μαθητής που στέκεται μπροστά του μοιάζει να του υπαγορεύει. Οι ξύλινες πινακίδες ήταν καλυμμένες εσωτερικά με κερί, ώστε οι μαθητές να γράφουν επάνω με αιχμηρή γραφίδα, αλλά και να σβήνουν εύκολα το κείμενο. Η σκηνή μοιάζει, επομένως, να είναι άσκηση ορθογραφίας. Πίσω από τον μικρό μαθητή διακρίνεται και πάλι καθισμένος ο παιδαγωγός του, ενώ στην άλλη άκρη της παράστασης έχουμε μια σκηνή αυλωδίας: ένας καθιστός έφηβος συνοδεύει, παίζοντας τους αυλούς, έναν μικρό μαθητή που τραγουδάει. Στους τοίχους είναι κρεμασμένα αντικείμενα χρήσιμα για το σχολείο (λύρα, θήκη αυλών, κιβώτιο για βιβλία), αλλά και για το συμπόσιο (κύλικες). Στο εσωτερικό της κύλικας εικονίζεται ένας αθλητής. Έτσι οι παραστάσεις του αγγείου συνοψίζουν την παιδεία που έπαιρναν την εποχή εκείνη τα παιδιά των καλών αθηναϊκών οικογενειών: μουσική (που περιελάμβανε την εκμάθηση ανάγνωσης και γραφής) και γυμναστική.
 
Σκηνές όπως αυτές που είδαμε δεν αποτυπώνουν απλώς τη ζωή των Αθηναίων στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. Οι αγγειογράφοι μάς δείχνουν παραστατικά τις νέες και σημαντικές δραστηριότητες που καθόρισαν τη φυσιογνωμία του πολιτισμού της Αττικής αλλά και της υπόλοιπης Ελλάδας κατά την κλασική εποχή. Η συστηματική εκπαίδευση των παιδιών και των εφήβων στα γράμματα, στη μουσική και στη γυμναστική ήταν μια αξιοσημείωτη καινοτομία της νεαρής αθηναϊκής δημοκρατίας, που σκοπό είχε να δώσει στους νέους τα εφόδια για να γίνουν σωστοί και ενεργοί πολίτες. Από την άλλη μεριά, η καλλιέργεια των τεχνών, που συμβάδιζε με εκείνη των επιστημών, συνέβαλλε σημαντικά στην οικονομική άνθηση, αλλά και στην πνευματική καλλιέργεια και στην προβολή των πολιτιστικών αξιών, για τις οποίες οι Αθηναίοι και γενικότερα οι Έλληνες ήταν δικαιολογημένα περήφανοι. Μέσα από τις παραστάσεις των αγγείων, που πωλούνταν κυρίως στις αγορές της Ιταλίας, προβάλλονταν όχι μόνο οι ελληνικοί μύθοι, αλλά και η ζωή και τα επιτεύγματα των Αθηναίων.

Να τον σέβεσαι τον φόβο, μα να μην του υποτάσσεσαι

Έβαλα την καρδιά μου στη θέση της από τότε που έμαθα τι αξίζω. Πάλεψα με τον εαυτό μου, γέμισα σε άδεια τσουβάλια όσα πράγματα μου προκαλούσαν πόνο και θλίψη.

Βρίσκονται μακριά μου και έλκονται από τον φόβο. Τα έχω εκεί κρυμμένα. Δεν τους μιλάω, δεν τα ξετρυπώνω τις νύχτες, όπως συνήθιζα να κάνω. Σε αυτή τη φάση της ζωής μου μού ταιριάζει μονάχα το φως.

Φωτίζω ό,τι με κάνει να χαμογελάω. Ό,τι μου δίνει την ευκαιρία να μιλήσω και να πω «ναι» σε καινούργιες προκλήσεις. Όχι άλλα δάκρυα χωρίς λόγο, όχι άλλο τρεμούλιασμα στα χέρια.

Το φως είναι εκείνο που σε κάνει να κλείνεις τα μάτια σου και να ονειρεύεσαι δυνατά. Δυνατά για να ακούς τον εαυτό σου και να σε ακούν και οι άλλοι. Ο κόσμος θα μυρίζει ελπίδα, γιατί ένας κόσμος με ελπίδα είναι ένας δυνατός κόσμος.

Καθώς τρέχεις θα δεις πως όλα είναι στο χέρι σου. Όλη η δύναμη πηγάζει από τις σπηλιές που βρίσκονται μέσα μας. Καταφέρνουμε πράγματα που δε μπορεί εύκολα να συλλάβει ο ανθρώπινος νους.

Να μάχεσαι, κάθε σου μέρα και κάθε στιγμή σου. Οι μαχητές είναι εκείνοι που απολαμβάνουν με πάθος τα όνειρα και τους στόχους τους. Να μη δειλιάσεις ούτε για μια στιγμή.

Ο φόβος είναι λογικό να υπάρχει, να είναι εκεί και να σε τρώει. Σε καμία περίπτωση όμως να μη σε καταβάλλει, να μη σε ρίχνει σε συνήθειες κακές που μυρίζουν αλκοόλ, κι αλητεία.

Να είσαι λίγο αλήτης όταν αφήνεσαι στην παρέα σου, δεν είναι κακό. Οι φίλοι μας είναι εκείνοι που μπορούν να μαντέψουν και να ταυτιστούν με τα όνειρά μας. Είναι στις παύσεις μας και στις όμορφες στιγμές μας.

Η αλητεία είναι κομμάτι της τρέλας που νιώθεις πως μπορείς να κυβερνήσεις τον κόσμο έχοντας ανθρώπους στο πλάι σου που αγαπάς.

Σίγουρα υπάρχει η μυρωδιά της αποτυχίας στην ατζέντα μας. Σίγουρα δεν υπάρχουν εύκολοι δρόμοι για όσα σε κάνουν να φοβάσαι. Γι΄ αυτό όμως είμαστε πλασμένοι, για να μπορούμε να καταφέρνουμε το ακατόρθωτο, για να μπορούμε να συγχωρούμε και να βλέπουμε πέρα από τα ανθρώπινα λάθη.

Αυτή είναι η φύση μας, τρωτή και ανθρώπινη…

Το άγχος της ελευθερίας

Οι τέσσερις έσχατες έγνοιες, τέσσερα θεμελιώδη δεδομένα της ύπαρξης: ο θάνατος, η απομόνωση, η έλλειψη νοήματος, η ελευθερία – τα οποία, όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι μαζί τους, προκαλούν βαθύτατο άγχος. Αυτό που συνδέει την «ελευθερία» με το άγχος δεν είναι διαισθητικά προφανές, γιατί με την πρώτη ματιά η ελευθερία φαίνεται να περιέχει μόνο θετικές συνυποδηλώσεις.

Άλλωστε ολόκληρη η πορεία του δυτικού πολιτισμού δεν καθορίστηκε από τη λαχτάρα και τους αγώνες για πολιτική ελευθερία; Κι όμως, η ελευθερία έχει μια σκοτεινή πλευρά. Αν τη δει κανείς από την άποψη της αυτοδημιουργίας, της επιλογής, της βούλησης και της δράσης, η ελευθερία είναι ψυχολογικά σύνθετη και διαποτισμένη με άγχος.

Είμαστε υπεύθυνοι για τον εαυτό μας, με τη βαθύτερη έννοια του όρου. Όπως το διατύπωσε ο Σαρτρ, είμαστε οι δημιουργοί του εαυτού μας. Μέσα από τις συσσωρευόμενες επιλογές, τις πράξεις και τις αποτυχίες μας να δράσουμε, σχεδιάζουμε τελικά τον εαυτό μας. Δεν μπορούμε ν’ αποφύγουμε αυτή την ευθύνη, αυτή την ελευθερία. Με τα λόγια του Σαρτρ, «είμαστε καταδικασμένοι στην ελευθερία».

Η ελευθερία μας πηγαίνει ακόμα βαθύτερα από το ατομικό σχέδιο ζωής μας. Πάνε περισσότεροι από δυο αιώνες που ο Kant μας δίδαξε ότι έχουμε την ευθύνη να δώσουμε μορφή και νόημα όχι μόνο στον εσωτερικό αλλά και στον εξωτερικό κόσμο. Ερχόμαστε σ’ επαφή με τον εξωτερικό κόσμο μόνο όπως τον επεξεργάζεται ο νευρολογικός και ο ψυχολογικός μας εξοπλισμός. Η πραγματικότητα δεν είναι καθόλου όπως τη φανταζόμασταν στην παιδική μας ηλικία – δεν μπαίνουμε σε (ούτε στο τέλος εγκαταλείπουμε) έναν καλά δομημένο κόσμο. Αντίθετα, εμείς παίζουμε τον κεντρικό ρόλο στην κατασκευή αυτού του κόσμου –και τον κατασκευάζουμε με τέτοιο τρόπο, ώστε να δείχνει πως υπάρχει ανεξάρτητα από μας.

Και ποια είναι η σχέση της ελευθερίας με το άγχος και με την κλινική μας δουλειά; Μπορούμε να βρούμε μια απάντηση αν κοιτάξουμε κάτω από τα πόδια μας. Αν εμείς είμαστε οι πρωταρχικοί κατασκευαστές του κόσμου, τότε από κάτω μας υπάρχει πουθενά στέρεο έδαφος; Τι υπάρχει από κάτω μας; Το τίποτα, das Nichts, όπως το έλεγαν οι Γερμανοί υπαρξιστές φιλόσοφοι. Το χάσμα, η άβυσσος της ελευθερίας. Και η συνειδητοποίηση αυτού του τίποτα που βρίσκεται στην καρδιά της ύπαρξης φέρνει το βαθύ άγχος.

Γι’ αυτό, παρόλο που η λέξη ελευθερία είναι απούσα καθώς και τα παράγωγά της – η ευθύνη, η βούληση, η επιθυμία, η απόφαση- είναι περίοπτοι θαμώνες κάθε ψυχολογικής απόπειρας για βελτίωση.

Τζινι: Τα μαγικά πλάσματα των παραμυθιών

Στην Αραβική λαογραφία, το Τζίνι είναι ένα παρεμβατικό πνεύμα, συνήθως με δαιμονική μορφή αλλά χωρίς να έχει σχέση με τους Δαίμονες. Αντίστοιχα με τα Ελληνικά Δαιμόνια, τα Τζιν είναι πλάσματα που αυτό-αναπαράγονται και μπορούν να είναι ή δαιμονικά ή αγαθά. Διαθέτουν υπερφυσικές δυνάμεις και μπορούν να επικαλεστούν σε μαγικές τελετές για να εκτελέσουν διάφορες υπηρεσίες. Άλλωστε, ποιος δεν θυμάται το Τζίν του Αλαντίν ή τα Τζίνι στο βιβλίο “Χίλιες και μια νύχτες”;

Ο κόσμος είναι γεμάτος από Τζίνι, που περιμένουν να πραγματοποιήσουν ευχές” – Πέρσι Ρος

Ας πάρουμε τα πράματα από την αρχή. Στην προ-Ισλαμική λαογραφία, τα Τζινι ήταν κακόβουλα πλάσματα, γεννημένα από άκαπνη φωτιά και δεν ήταν αθάνατα. Συγκατοικούσαν με άλλα μαγικά πλάσματα στο Καφ, το Όρος των Πνευμάτων (σύμφωνα με την λαογραφία, είναι μια μυθική σειρά από σμαραγδένια βουνά που περιβάλλουν την γη. Σήμερα είναι γνωστό ως “Η πλαγιά του Διαβόλου” και βρίσκεται στη νοτιότερη περιοχή της Λιβύης, 25χιλ βόρεια της πόλης Γκατ). Αρέσκονταν να κυκλοφορούν στην ερημιά και την άγρια φύση. Ήταν συνήθως αόρατα αλλά διέθεταν την δύναμη να αλλάζουν μορφή, από έντομο μέχρι άνθρωπο.

Ο θρυλικός Βασιλιάς Σολομώντας χρησιμοποίησε ένα μαγικό δαχτυλίδι για να ελέγξει τα Τζιν και να προστατέψει τον εαυτό του από αυτά. Λέγεται πως το δαχτυλίδι ήταν δεμένο με διαμάντι, το οποίο όμως είχε δική του ζωτική ενέργεια. Με αυτό, ο Σολομώντας σημάδευε το σβέρκο των Τζιν ως σκλάβους. Ένας μύθος λέει πως ένα ζηλιάρικο Τζιν (πιθανά ο Ασμοδαίος), έκλεψε το δαχτυλίδι ενώ ο Βασιλιάς έκανε μπάνιο στον Ιορδάνη ποταμό. Το Τζιν κατέλαβε το θρόνο του Σολομώντα, κυβερνώντας για χρόνια ενώ ο Βασιλιάς έγινε περιπλανητής. Ο Εβραϊκός Θεός εξανάγκασε το Τζιν να πετάξει το δαχτυλίδι στη θάλασσα, όπου το βρήκε ο Σολομώντας, τιμωρώντας το αργότερα με φυλάκιση μέσα σε μαγεμένο μπουκάλι. Ένας άλλος μύθος ορίζει πως ο Βασιλιάς πήρε το Τζιν στο κρυστάλλινο παλάτι του, όπου έκατσαν σε τραπέζια από σίδερο. Το Κοράνιο αναφέρει πως τα χρησιμοποιούσε. Κατασκεύαζαν παλάτια, έφτιαχναν χαλιά και όποτε είχε να ταξιδέψει μακριά ο Σολομώντας, το Τζιν το μετέφερα στην πλάτη του. Ο Ναός της Ιερουσαλήμ χτίστηκε από τον Σολομώντα, ο οποίος ανάγκασε τα Τζίνι να το φτιάξουν.

Αργότερα, η Ισλαμική θεολογία, απορρόφησε και τροποποίησε την ιστορία των Τζίνι. Άλλα τα έκανε όμορφα και καλοκάγαθα, ενώ άλλα παρέμειναν ως είχαν. Η Μουσουλμανική παράδοση ορίζει πως οι άνθρωποι φτιάχτηκαν από πηλό και νερό, και η ουσία των αγγέλων είναι το φως. Τα Τζιν όμως γεννήθηκαν τη μέρα της Δημιουργίας από άκαπνη φωτιά, ή την Στοιχειακή Φωτιά. Πιστεύουν πως είναι αόρατα στους ανθρώπους, εκτός από κάποιες εξαιρέσεις όπως είναι τα σκυλιά και τα γαϊδούρια. Βρίσκονται στη Γη πριν από τους ανθρώπους, αλλά άγνωστο πόσο. Κάποιοι θεωρούν πως βρίσκονται περίπου 2000 χρόνια πριν τους Πρωτόπλαστους, οι οποίοι ήταν ίσοι με τους Αγγέλους. Ο κυβερνήτης τους Ίμπλις (γνωστός και ως Σεϊτάν (Shaytan)), αρνήθηκε να λατρέψει τους Πρωτόπλαστους και εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο μαζί με τους ακολούθους του. Ο Ίμπλις έγινε αντίστοιχο του Διαβόλου και οι ακόλουθοι του αντίστοιχοι των Δαιμόνων, με τον θρόνο του να είναι στη θάλασσα. Τα Τζίνι, όπως και οι άνθρωποι, έχουν ελεύθερη βούληση και μπορούν να κατανοήσουν τις έννοιες Καλό/Κακό. Το Κοράνιο δηλώνει πως έχουν τον ίδιο σκοπό με τους ανθρώπους ως δημιουργήματα, δηλαδή τη λατρεία στον Θεό. Είναι υπεύθυνα για τις πράξεις τους και θα δικαστούν και αυτά τη Μέρα της Κρίσης. Λέγεται πως η Κόλαση θα γεμίσει από Τζίνι και ανθρώπους εξίσου.

Όπως συμβαίνει και με τους Δαίμονες και τους Αγγέλους, υπάρχουν και δω αντικρουόμενες ιστορίες σχετικές με τα Τζίνι. Σύμφωνα με κάποιες πηγές, υπάρχουν τρία είδη Τζιν. Το πρώτο είδος είναι εκείνα που έχουν την ικανότητα να πετούν, τα οποία μπορεί να είναι αδύνατα ή ψηλά, βαριά ή ελαφριά και έχουν την ικανότητα επίσης της Αλλομορφίας. Το δεύτερο είδος είναι αυτά που μπορούν να κατοικούν σε συγκεκριμένη περιοχή και δεν μπορούν να φύγουν από κει. Συνήθως κατοικούν σε ερειπωμένα σπίτια. Το τρίτο είδος είναι εκείνα που μπορούν να εμφανιστούν ως φίδια, σκορπιοί, μαύροι σκύλοι και γάτες. Μάλιστα για τις γάτες, δεν επιτρέπεται να τις διώξει κάποιος νωρίς το πρωί ή αργά τη νύχτα, διότι είναι Τζιν μεταμορφωμένο και θα εκδικηθεί.

Παρόλο που το Κοράνιο αναφέρει μόνο τρία είδη: τα Μάριντ, Ίφριτ και Τζιν, υπάρχουν και άλλα όπως:

– Γκούλς (ghoul): Αλλόμορφα, κανιβαλιστικά και αιμοβόρα πλάσματα, με ιδιαίτερη προτίμηση στην ανθρώπινη σάρκα. Η πρώτη και πιο παλιά αναφορά τους γίνεται στο “1000 και μια νύχτες”. Νυχτόβια πλάσματα που κατοικούν σε νεκροταφεία και ερείπια. Στην Περσική λαογραφία, εμφανίζονται με πόδια γαϊδουριού και κέρατα κατσίκας.

– Χιν (Hinn): Τζιν τα οποία εμφανίζονται κυρίως ως σκυλιά. Το “Βιβλίο των Τζίνι” (Book of Jinn), ισχυρίζεται πως έχουν εμφανιστεί στη Αραβία, Περσία και Ινδία.

– Ίφριτ: Στο Κοράνιο αναφέρεται μια και μόνη φορά. Είναι το Τζιν το οποίο έφερε τον θρόνο της Βασίλισσας του Σαβά (πανίσχυρη και μυστηριώδης ηγέτιδα στην Εβραϊκή Βίβλο και το Μουσουλμανικό Κοράνιο, καθώς εμφανίζεται και στους πρώτους Τούρκικους και Περσικούς πίνακες και μεσαιωνικά Χριστιανικά έργα. Αμφισβητήσιμη η ύπαρξη της, ενώ σε μετέπειτα ιστορίες της Ισλαμικής παράδοσης αναφέρεται ως Μπίλκουϊς) υπό τις προσταγές του Σολομώντα. Φτερωτό πλάσμα της φωτιάς, πανούργο και δυνατό. Συναντάται και στα δυο φύλα και κατοικούν υπόγεια. Συνήθως συναγωνίζονται με βασιλείς και φυλές και ομάδες. Μπορούν να παντρευτούν μεταξύ τους αλλά και με ανθρώπους. Μπορεί να είναι πιστό ή άπιστο, καλό ή κακό, αλλά σχεδόν πάντα είναι μοχθηρό και ανελέητο.

– Τζαν (Jann): Αλλόμορφα πλάσματα της ερήμου, με μορφή συνήθως ανεμοστρόβιλου και λευκών καμήλων. Ανοιχτόμυαλα σχετικά με τους ανθρώπους και είναι το πιο σύνηθες είδος που μπορεί να συναντήσει κανείς. Μπορούν να κρύψουν/αποκαλύψουν οάσεις, ανάλογα με το αν συμπαθούν/αντιπαθούν την ομάδα ταξιδιωτών. Παρομοίως, μέσα στην Ιστορία, προστάτεψαν στρατούς που έκριναν ως άξιους και τιμώρησαν του ανάξιους. Πολλά γεγονότα της Ισλαμικής Ιστορίας αποδίδονται στην επέμβαση των Τζαν.

– Μάριντ (Marid): το πιο ισχυρό είδος Τζιν. Διαθέτουν απίστευτες δυνάμεις και είναι τα πιο περήφανα. Μπορεί να έχουν ελεύθερη βούληση, ωστόσο μπορούν να υποταχθούν για να εκτελέσουν εντολές. Έχουν την δύναμη να εκπληρώνουν τις ευχές των θνητών, αλλά μέσα από μάχες, φυλάκιση, τελετές ή κάποια μεγάλη κολακεία. Σε όσους έχουν εμπειρία στα RPG παιχνίδια, το όνομα Μπαχάμουτ είναι ένα παράδειγμα Μάριντ.

– Νάσνας (Nasnas): Ένα από τα πιο αδύναμα Τζίνι. Υβρίδιο ανθρώπου και ζώου. Στο “1000 και μια νύχτες” εμφανίζεται ως μισός άνθρωπος, με μισό κεφάλι, μισό σώμα, ένα χέρι και ένα πόδι. Χοροπηδάει στο ένα πόδι. Λέγεται πως είναι γέννα Σιγκ και ανθρώπου.

– Σιγκ (Shiqq): Ίδιας κατηγορίας με το Νάσνας. Μισό πλάσμα με τερατώδη εμφάνιση.

– Σιι’λατ (Si’lat): Εξαίρετα αλλόμορφα Τζίνι και τα πιο έξυπνα. Μπορούν να μιμηθούν κάθε ανθρώπινη φωνή. Αποτελούν μέρος της Περσικής παράδοσης.

Ο Μωάμεθ προειδοποίησε τους ανθρώπους να καλύψουν τα μαγειρικά τους σκεύη, να κλείσουν τις πόρτες και να κρατήσουν τα παιδιά κοντά τους τα βράδια, καθώς τα Τζίνι περιφέρονται εκείνες τις ώρες και παίρνουν πράγματα. Τους προειδοποίησε επίσης τα φώτα να σβήσουν, καθώς μπορούν να βάλουν φωτιά. Να μην ανοίξουν κλειδωμένες πόρτες, να λύσουν κόμπο και να ξεσκεπάσουν δοχεία. Αν βρουν φίδι θα πρέπει για τρεις μέρες να ζητάνε να αλλάξει και να φύγει, πριν το σκοτώσουν. Αν είναι Τζιν, θα φύγει. Στο κεφάλαιο 72 του Κορανιού, αναφέρεται πως ένα Τζιν μπορεί μεταπεισθεί, με την απαγγελία του Κορανιού. Αυτό όμως δεν τα αποτρέπει από το να παραμείνουν άπιστα και αναξιόπιστα.

Πέρα από τις δυνάμεις τους και τους σκοπούς τους, έχουν και μια ζωή. Η διάρκεια της ξεπερνά κατά πολύ αυτής των ανθρώπων, αλλά δεν πεθαίνουν. Είναι και αρσενικά και θηλυκά και μπορούν να αποκτήσουν απογόνους. Η τροφή τους αποτελείται από κρέας, κόκκαλα και… κοπριά (Αν σας καλέσουν για δείπνο, να ξέρετε το μενού). Όπως οι άνθρωποι, τους αρέσει να παίζουν, να κοιμόνται και να έχουν κατοικίδια ζώα. Υπάρχουν παραλλαγές στην εμφάνιση τους. Άλλα έχουν πόδια κατσίκας, μαύρη ουρά ή τριχωτό σώμα. Μπορεί να είναι ιδιαίτερα ψηλά και να έχουν τα μάτια τους κάθετα στο κεφάλι τους.

Παρόλο που μπορούν να κατοικήσουν οπουδήποτε στη Γη, προτιμούν ερείπια, ερήμους και βρώμικα μέρη όπως είναι τα μπάνια, νεκροταφεία, χωματερές και βρωμερά πηγάδια. Μπορούν όμως να κατοικίσουν και σε σπίτια που ήδη μένουν άνθρωποι μέσα. Τους αρέσει να κάθονται σε σημεία ανάμεσα στο φως και στη σκιά (τα Ενδιάμεσα μέρη)και να μετακινηθούν όταν νυχτώσει. Τους αρέσουν τα μαγαζιά και οι αγορές, και για το λόγο αυτό, οι Μουσουλμάνοι ακόμα και σήμερα, είναι προειδοποιημένοι να μην είναι οι πρώτοι που θα μπουν στην αγορά ή τελευταίοι που θα φύγουν.

Στο Ισλάμ, πιστεύουν πως οι άνθρωποι δεν μπορούν να έρθουν ποτέ σε επαφή με τους νεκρούς, να μάθουν από αυτούς τα μελλούμενα, τι συμβαίνει μετά το θάνατο, να θεραπευτούν. Αυτό γιατί, πιστεύουν πως ανήκουν στο πεδίο δράσης του Θεού. Σε αυτά τα Τζιν έχουν περιορισμένες δυνάμεις. Μπορούν να εμφανιστούν στους ζωντανούς ως το πνεύμα κάποιου νεκρού και να επικοινωνήσουν μαζί τους μέσα από οράματα και φωνές. Πιστεύουν πως αυτοί που γνωρίζουν τις δυνάμεις των φυτών και πώς να επικοινωνούν μαζί τους μέσα από τα φυτά, είναι σαν να μιλάνε με το διάβολο, καθώς τα Τζίνι έμαθαν στους ανθρώπους την τέχνη της Μαγείας. Εάν πριν το γεύμα, οι άνθρωποι δεν επικαλεστούν το όνομα του Αλλάχ, τα Τζίνι μπορούν να φάνε το ανθρώπινο φαγητό και να απομυζήσουν την ενέργεια τους.

Τα Τζίνι δεν απέχουν πολύ από τις Νεράιδες και τα Φέϋ γενικά. Μπορούν να ερωτευθούν κάποιον θνητό άνθρωπο και να τον παντρευτούν. Δεν υπάρχουν άμεσες αποδείξεις για αυτό, και κανένα παιδί ως τώρα δεν έχει τις ιδιότητες Τζιν και ανθρώπου. Αν και πιθανολογείται πως η Βασίλισσα του Σαβά ήταν γέννα από Τζιν και άνθρωπο. Μια φατρία στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, ισχυρίζεται πως είναι απόγονοι ενός θηλυκού Τζιν. Είναι αντικρουόμενο το αν είναι νόμιμος ο γάμος μεταξύ ανθρώπου και Τζιν, αλλά πολλοί Ισλαμιστές δικαστές το θεωρούν άνομο. Όπως επίσης για το αν ένας τέτοιος γάμος μπορεί να γεννήσει παιδιά. Εάν η μητέρα είναι θνητή, το παιδί θα είναι ορατό και θα μοιάζει με τους ανθρώπους ενώ στην άλλη περίπτωση θα είναι αόρατο. Όπως συμβαίνει περίπου και με τα παιδιά από την ένωση Σάκουμπι και ανθρώπου. Παρεμβαίνουν στις σχέσεις των ανθρώπων. Αν ερωτευθούν έναν θνητό, μπορούν να διακόψουν γάμους και άλλες σχέσεις.

Μπορούν άραγε να καταλάβουν όπως άλλα παρόμοια πλάσματα; Συνηθισμένες ανθρώπινες πράξεις μπορούν να σκοτώσουν ή έστω να βλάψουν ένα Τζιν. Και αυτό χωρίς να το καταλάβει ο άνθρωπος. Όταν κάτι τέτοιο συμβεί, το Τζιν μπορεί να καταλάβει τον άνθρωπο που το έκανε ώστε να πάρει την εκδίκηση του από αυτόν. Επίσης, στόχοι κατάληψης από ένα Τζιν είναι όσοι έχουν αποφασίσει να μείνουν μόνοι ή έτυχε και έμειναν μόνοι. Αυτό είναι ενάντια στην φύση των Τζίνι τα οποία είναι της ενότητας. Όπως με την Ελληνική παράδοση, ότι στο κάθε άνθρωπο υπάρχει ένα ζεύγος Δαιμονίων, έτσι ισχύει και για τα Τζίνι. Το ένα ψιθυρίζει το καλό και το άλλο το κακό. Η διάθεση των ανθρώπων επηρεάζεται από τα Τζίνι, από τη χαρά στη λύπη χωρίς λόγο. Παρά το γεγονός ότι έχουν δύναμη πάνω στο μυαλό και το σώμα των ανθρώπων, δεν μπορούν να επηρεάσουν την καρδιά και τη ψυχή.

Όταν κάποιος καταλαμβάνεται από ένα Τζιν, μοιάζει με παρανοϊκός και εμφανίζει σημάδια θυμού, ανησυχίας και κατάθλιψης. Η γυναικεία φωνή μπορεί να ακουστεί για αντρική και αντίστροφο. Άλλα συμπτώματα είναι η ναυτία μετά το φαγητό, πονοκέφαλοι, έντονη επιθυμία για καυγά και τσακωμούς και διαμάχες, πεσμένοι ώμοι σαν να κουβαλάνε το βάρος του κόσμου, ένα συνεχές αίσθημα απογοήτευσης και έντονη επιθυμία για αυτοκτονία. Ένα τέτοιο Τζιν είναι η Ζαρ, χαμηλόβαθμο σε τάξη Τζιν το οποίο καταλαμβάνει κυρίως γυναίκες. Στην αρχή το θύμα υποφέρει από ασήμαντες ενοχλήσεις, ισχυρισμούς ότι καταλήφθηκε από τη Ζαρ. Τα υπόλοιπα θηλυκά μέλη δεν της επιτρέπουν να δει γιατρό παρά μόνο μια “Σεκά”, μια Σαμάνα γερόντισσα. Όταν ταυτοποιήσει τη Ζαρ, την ανακρίνει σε γλώσσα που μιλάνε μόνο οι Σεκά, μέχρι να δεχτεί να φύγει από το σώμα αφού λάβει δώρα (όπως κοσμήματα, αρώματα κ.ο.κ). Ο εξορκισμός γίνεται με την παρουσία των θηλυκών μελών της οικογένειας του θύματος, της Σαμάνου και των βοηθών της, με τη συνοδεία μουσικής (τύμπανα και φλογέρα), φαγητού, καφέ και ίσως μιας θυσίας αρνιού. Το αίμα του τρίβεται επάνω στο μέτωπο του θύματος και σε άλλα μέρη. Έπειτα αρχίζει να χορεύει σε κατάσταση τρανς, άγρια μέχρι να λιποθυμήσει. Το Τζιν τότε φεύγει, με την ικανοποίηση της ότι το θύμα της ανταμείφτηκε από τα ακριβά δώρα του συζύγου.

Το να ζητήσει από το Τζιν να εγκαταλείψει το σώμα, δεν είναι αρκετό κάποιες φορές, και εκεί χρειάζεται κάποιον ο οποίος είναι μυημένος στον Εξορκισμό ενάντια στα Τζίνι. Στη περίπτωση της Ζαρ, ο συγκεκριμένος εξορκισμός αποτελεί μέρος της Ισλαμικής κουλτούρας ακόμα και στις μέρες μας. Στο Κάιρο, τέτοιοι εξορκισμοί λαμβάνουν χώρα σε δημόσια κτίρια μια φορά την εβδομάδα τουλάχιστον. Η διάρκεια της τελετής μπορεί να διαρκέσει 3-5 νύχτες, ανάλογα με τη συνδρομή…

Ο πανίσχυρος κόσμος του νου

Ο πανίσχυρος κόσμος του νου

Πού στ’ αλήθεια κατοικείτε; Μη βιαστείτε να απαντήσετε γιατί υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος ο οποίος υπερβαίνει τα συνήθη γεωγραφικά μήκη και πλάτη των τόπων που γνωρίζετε. Είναι εκείνος που κουβαλάτε στο νου σας. Τον χτίζετε με φιλοδοξίες, ελπίδες, όνειρα, αναμνήσεις, αβεβαιότητα, αγάπη, φόβο και έχθρα.

Εσείς όμως, πιστεύετε πως αυτό το αποκλειστικά δικό σας δημιούργημα υπάρχει μονάχα στη σφαίρα της φαντασίας. Κι αν σας έλεγαν πως στο αόρατο συναντά κανείς το ορατό; Πως κάθε σκέψη, ανησυχία, εικόνα θριάμβου ή αποτυχίας που πλάθετε δραπετεύει με μαθηματική ακρίβεια από το κεφάλι σας, τρέχοντας να συναντήσει τον εξωτερικό κόσμο;

Ο εξωτερικός κόσμος ως αντανάκλαση του εσωτερικού

Το ταξίδι θα αποδειχθεί δύσκολο, καθώς στη διάρκειά του θα κληθείτε να συνειδητοποιήσετε μια μεγάλη αλήθεια: Εσείς είστε το καλοκαίρι και ο χειμώνας, η φουρτουνιασμένη θάλασσα και τα γαλήνια νερά, ο καπετάνιος και ο ναυαγός του προσωπικού σας νησιού.

Ο εξωτερικός κόσμος τίποτα περισσότερο δεν αποτελεί από μια αντανάκλαση του εσωτερικού σας. Και τώρα πιθανόν να διερωτάστε: Αφού το τιμόνι του πεπρωμένου βρίσκεται στα χέρια σας γιατί δεν το στρίβετε απλώς προς τη σωστή κατεύθυνση; Γιατί δεν γίνεστε το μαγικό τζίνι του ίδιου του εαυτού σας, αποκτώντας σωματική και πνευματική ευεξία, συναισθηματική και υλική αφθονία;

Η ταύτισή σας με τον πόνο

Γιατί πολύ απλά τόσο συνηθίσατε τη βροχή που με έναν τρόπο την προκαλείτε κιόλας. Σκεφτείτε το! Από τη γέννησή σας ακόμη, συνδεθήκατε άρρηκτα με την οδύνη. Εκπαιδευτήκατε γι’ αυτή στην οικογένεια και στο σχολείο. Σας έμαθαν να φοβάστε τις αλλαγές, να διστάζετε μπροστά στις τολμηρές αποφάσεις, να αναζητάτε την αποδοχή των άλλων, να γυρεύετε εξωτερικά στηρίγματα.

Κι εσείς γεμίσατε το υποσυνείδητό σας με ένα σωρό σκιές, που αργότερα συναντήσατε στη ζωή με τη μορφή δύστροπων διευθυντών, ανεπαρκών συζύγων, προδομένων φιλιών, ασθενειών και επαγγελματικών αποτυχιών. Και τι κάνετε για να αλλάξετε την κατάσταση; Απολύτως τίποτα. Κουλουριάζεστε σε μια γωνιά και καταριέστε το σύμπαν που δεν σας προίκισε με τύχη και τις καλές σας νεράιδες που το έσκασαν σε άγνωστο προορισμό. Ωστόσο, ο κόσμος αποτελεί έναν καθρέφτη των συμβιβασμών, της άγνοιας και των ελλείψεών σας. Εάν το συνειδητοποιήσετε, τότε η πρώτη εσωτερική μετατόπιση θα έχει ήδη συντελεστεί.

Τα εμπόδια ως ευκαιρίες εσωτερικής αφύπνισης

Επιχειρήστε να αποταυτιστείτε από το εγώ σας. Λάβετε τη θέση του ουδέτερου παρατηρητή και δείτε προσεκτικά τις κινήσεις σας, αισθανθείτε τη δύναμη των λόγων και των σκέψεών σας. Ύστερα αναλάβετε την ευθύνη τους. Μόνο εσείς είστε ο υπαίτιας των αλυσίδων που σας δένουν χειροπόδαρα, με τη δική σας συγκατάθεση εγκλωβιστήκατε στη φυλακή σας.

Κι ύστερα καλωσορίστε τις προκλήσεις της ζωής αφού έρχονται στον δρόμο σας με μοναδικό σκοπό να σας αφυπνίσουν, αποτελούν τα εμπόδια που εσείς ορθώνετε στην πορεία σας, καθώς θυμάστε πως τίποτα δεν μπορεί να συμβεί δίχως την απόλυτη συγκατάθεσή σας. Ό,τι αποκαλείτε εμπόδιο είναι μια μεγάλη ευκαιρία να ανακτήσετε τη χαμένη σας εσωτερική πληρότητα και να ξυπνήσετε από τον λήθαργο. Δεν υπάρχουν άλλωστε εσωτερικοί αντίπαλοι, μονάχα εσείς πολεμάτε την ευτυχία και σαμποτάρετε τον παράδεισο της ύπαρξής σας.

Αναλάβετε την ευθύνη της ύπαρξής σας

Αναζητήστε την αλήθεια. Εξοικειωθήκατε με τον πόνο και την ανασφάλεια γιατί έγιναν μια συνήθεια κι έτσι δυσκολεύεστε να αποχωριστείτε τη ρουτίνα σας, ακόμη και αν μέσα της ασφυκτιάτε. Όμως, ο φόβος δεν είναι αναπόφευκτος. Κατανοήστε τον, συγχωρέστε τον και αφήστε τον να φύγει. Ποντάρετε στο πιο γερό χαρτί σας, στον εαυτό σας, και γκρεμίστε τα τείχη ασφαλείας. Αναπνεύστε στο παρόν, εκεί άλλωστε είστε πάντα νικητής και ο θάνατος αδυνατεί να σας αγγίξει.

Αμφισβητήστε τους ρόλους που παίζετε. Οι ρόλοι είναι ασπίδες αλλά εσείς, ως ήρωας, ορμήστε στην αρένα της μάχης με όπλο σας το πείσμα για την πνευματική εξέλιξη. Φωνάξτε δυνατά: «Mea Culpa», δηλαδή «δικό μου το λάθος», και νιώστε την αίσθηση της ευθύνης να απομακρύνει τα τοξικά στοιχεία που για χρόνια συντηρούσατε στην καθημερινότητά σας. Θερίστε το χωράφι σας. Για κάθε λουλούδι που ξεφυτρώνει σε αυτό ο κήπος του κόσμου θα υποδέχεται μια νέα ελπίδα άνθισης. Γιατί η αλλαγή απαιτεί την αναγέννηση κάθε κυττάρου χωριστά και η ατομική επανάσταση ισοδυναμεί με τη μοναδική αληθινή πιθανότητα του ανθρώπινου είδους για παγκόσμια ευημερία.

Eίστε οι αρχιτέκτονες των ονείρων σας

Η μη διδασκαλία εξαλείφει τις δανεικές σας πεποιθήσεις, αφαιρεί τις μάσκες που θεωρήσατε δέρμα σας. Και ίσως είναι εκείνη η φωνή μέσα σας, ο ανώτερος εαυτός σας, που σας καθοδηγεί πάντα με αγάπη, αρκεί να τον αφουγκράζεστε προσεκτικά. Ο είναι καθένας από εσάς, που ονειρεύεται και ελπίζει, που κάποτε ξυπνά για να αντιληφθεί ότι γεννήθηκε αρχιτέκτονας των ονείρων, δημιουργός της ίδιας του της πραγματικότητας

Σχέσεις, ταμπέλες, κοινωνία και μοναξιά – Τολμάς να πας ενάντια σε όλα;

Οι ανθρώπινες σχέσεις είναι σαν να προσπαθείς να ανακαλύψεις έναν λαβύρινθο. Τόσο βαρετές μα και τόσο μυστήριες…

Είναι ταμπέλες πλασμένες από ανθρώπους για να κρατάνε ζωντανά τα στερεότυπα.

Έχουμε ανάγκη να πλάθουμε τις σχέσεις μεταξύ μας. Να τις δημιουργούμε και να τις εξελίσσουμε. Εξάλλου γι’ αυτό δεν πορεύεται ο άνθρωπος στη ζωή του; Αυτό δε λέγεται;

Όλων των ειδών οι σχέσεις είναι αρκετά όμοιες μεταξύ τους. Το μόνο που διαφέρει είναι το συναίσθημα. Άλλο συναίσθημα υπάρχει σε μια φιλική σχέση, άλλο σε μια ερωτική και άλλο σε μια ανθρωπιστική. Αλλά μεταξύ τους όλες μαζί συνδέονται με έναν ποικίλο τρόπο. Αυτές οι ταμπέλες δημιουργήθηκαν από αρρωστημένα μυαλά και ξεπερασμένες προκαταλήψεις.

Βέβαια υπάρχουν και τα θετικά μια σχέσης. Σε κάνει χαρούμενο. Παροδικά χαρούμενο, όσο είσαι με αυτό το άτομο, γιατί μετά δημιουργούνται άλλα συναισθήματα. Δημιουργούνται άλλες σκέψεις.

Η εξαναγκαστική σχέση μοιάζει τόσο πολύ όσο με την εξαναγκαστική μοναξιά. Είναι και οι δυο εξαναγκαστικά αξιολύπητες και αποθετικές. Όλοι προσπαθούμε να αποφύγουμε μια αιώνια δέσμευση που καταπιέζει την ελευθερία μας, που κρατάει δεμένα τα φτερά μας. Όπως όλοι προσπαθούμε να αποφύγουμε και την αιώνια μίζερη μοναξιά μας.

Ακούω από τους περισσότερους να λένε ότι η μοναξιά είναι η χειρότερη κατάσταση που μπορεί να βρεθεί κάποιος. Τους ακούω και απλά τους περιφρονώ γιατί δεν αναγνωρίζουν την αξία της.

Η μοναξιά δεν είναι ένα σκουριασμένο κολάρο που φορέσαμε για να προστατευτούμε από την πραγματικότητα, ούτε μια κατάσταση αβάσταχτου πόνου, μιζέριας και μοναχικότητας. Δεν είναι κακό να είναι κανείς μόνος, όποιος ασκηθεί να αντέχει τη μοναξιά έχει τη δύναμη να αντέχει πάρα πολλά και όχι μονάχα να αντέχει, αλλά και να απολαμβάνει πάρα πολλά που αλλιώς δεν θα μπορούσε να διακρίνει.

Η μοναξιά είναι το ορυχείο της δύναμης και της αυτογνωσίας. Είναι η περιουσία της αυτοκυριαρχίας. Μια μοναξιά όμως που δεν αποτελεί καταφύγιο δειλίας. Μόνο τότε. Η επιλεγμένη μοναχικότητα όχι η εξαναγκαστική. Θα ήταν μάλιστα πολυτέλεια να περνούσε ο καθένας μας μια θητεία στη μοναξιά, εκείνη που ωριμάζει και ελευθερώνει. Τότε οι σχέσεις θα κέρδιζαν σε αυθεντικότητα κατά πολύ.

Ασφαλώς δεν είναι καλύτερα να παραμείνει κανείς αναγκαστικά ως σκλάβος εκεί όπου βασανίζεται, αλλά δεν είναι και τόσο ευδιάκριτα τα πράγματα και οι αποδείξεις των ανθρώπινων δεσμών.

Οι σχέσεις είναι δομές. Θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε και ως στατιστικές. Γιατί όλοι μπορούμε να τις κρίνουμε και τις χλευάσουμε. Είναι νούμερα που καθορίζουν το συναίσθημα δυο ανθρώπων πάνω σε μια γραμμή ζωής. Όπου αυτήν η γραμμή είναι φτιαγμένη από δυο πρόσωπα, από δυο ψυχές ενωμένες.

Η κάθε σχέση ποιοτικά έχει τη δική της πορεία, έχει τη δική της γραμμή και δε χωράει αμφισβήτηση από τρίτους. Είναι λόγια ζήλειας, λόγια μοχθηρότητας, λόγια απελπισίας. Όσοι τρίτοι κατακρίνουν και αψηφούν τις σχέσεις το κάνουν γιατί μοχθούν αυτό το συναίσθημα που υπάρχει γύρω από το τις σχέσεις, αλλά κυρίως το κάνουν για να εξυψώσουν την μίζερη ζωή τους.

Αντιθέτως υπάρχουν και σχέσεις ανούσιες, σχέσεις χωρίς νόημα, σχέσεις χωρίς υπόσταση. Είναι εκείνες που δημιουργήθηκαν λόγω προκαταλήψεων. Η συζήτηση φέρνει τη συζήτηση και πάει λέγοντας. Όμως μένει συζήτηση.

Όλοι μας γνωρίζουμε ότι θα καταλήξουμε σε μια εξαναγκαστική δέσμευση όχι αγάπης, ούτε ανάγκης, αλλά απλής υπόστασης. Ένας άνθρωπος μόνος του στη ζωή δεν υπολογίζεται πλέον. Είτε αυτό είναι επιλογή ή κατάντια. Είναι ανύπαρκτος στις προκαθορισμένες οπισθοδρομικές αντιλήψεις και προοπτικές των ανθρώπων.

Και επανέρχομαι στις ανυπόστατες σχέσεις.

Ποιο το νόημα λοιπόν να βρίσκεσαι σε μια σχέση ακούσια; Τι θα σου ωφελήσει; Ίσως το μόνο που σου παρέχει είναι η παύση της γκρίνιας από τους τρίτους. Γιατί πλέον για αυτούς θα έχεις υπόσταση. Αλλά η ψυχές τους ξέρουν πόσο ακόμα θα αντέξουν. Τότε πάλι στο χέρι τους είναι το τελειωτικό «μένω ή φεύγω». Υπάρχουν εξάλλου περιπτώσεις, όπου το «φεύγω» είναι πράξη αγάπης, αόρατη βέβαια στα συνεσταλμένα μάτια, αλλά και σεβασμού και κυρίως αυτοσεβασμού. κάτι που οι περισσότεροι το ξεχνάμε. Ξεχνάμε την υπόσταση της λέξης.

Υπάρχουν όμως και άνθρωποι που δεν δραπέτευσαν από την κακιά τους μοίρα και μείναμε μέσα σε κελί φυλακής. Ωστόσο οι σημερινοί άνθρωποι δεν αντέχουν καμία κακουχία. Με την πρώτη στεναχώρια αποφασίζουν πως η σχέση είναι αταίριαστη, πως πρέπει να γλιτώσουν και να ξαναδοκιμάσουν πάλι αλλού, αφού έχουν και κατά πολύ περισσότερες ευκαιρίες στη σημερινή καθημερινότητα. Όμως τα βάσανα, τα δύσκολα, δεν είναι το σύμπτωμα πάντα του τέλους και της αποτυχίας μιας σχέσης , αλλά και της προόδου της, μιας διάβασης σαν διόδια σε παραπέρα διαδρομή.

Όλες οι ανθρώπινες σχέσεις ξεκινούν ελπιδοφόρες και προσιτές σε όλους, είτε είναι φιλικές είτε ερωτικές. Βέβαια οι ερωτικές ξεκινούν πιο ελπιδοφόρες από όλων των ειδών τις σχέσεις. Χρειάζονται υπομονή και κατανόηση. Σεβασμό και αγάπη. Είναι τα τέσσερα θεμέλια για να κρατηθεί μια ερωτική σχέση στα ¨πόδια¨ της.  Άμα ένα από αυτά σπάσει ή εξαφανιστεί τότε η σχέση παίρνει την κατηφόρα. Μαυρίζει. Χάνεται.

Ίσως το πρώτο που θα μπορούσαμε να πούμε ότι εξαφανίζεται είναι η αγάπη. Η αγάπη μεταλλάσσεται σε συνήθεια. Μια συνήθεια που καταστρέφει την ελπίδα των ανθρώπων και κυρίως τις σχέσεις τους με τον κόσμο. Σε κάποιες περιπτώσεις όμως αυτό που αλλοιώνεται δεν είναι η αγάπη, αλλά η υπομονή, μέσω της οποίας πάλι η αγάπη μετατρέπεται σε συνήθεια.

Αυτή η συνήθεια είναι που κρατάει φυλακισμένους τους ανθρώπους μέσα σε ένα κλειστό κλουβί του εγκεφάλου τους. Περιορίζει τις ορμές και τα θέλω του κάθε ανθρώπου μέσα σε μία αποπνικτική πίεση που τρέφεται από τους ίδιους τους ανθρώπους.

Είναι σκληρή η απόφαση της μοναξιάς για τους σημερινούς ανθρώπους , αλλά ο πόθος τους για ελευθερία πολλές φορές τους αναγκάζει να κάνουν πράγματα που πιθανόν υπό άλλες συνθήκες δεν θα έκαναν ποτέ. Όμως όταν όλα επιτρέπονται ο πόθος εγκαταλείπει, όταν μπορείς να κάνεις τα πάντα δεν κάνεις τίποτα.

Μένεις προσκολλημένος σε στοιβαγμένες αντιλήψεις που δημιούργησε η κοινωνία με τα χρόνια. Φοβάσαι, τρέμεις να κάνεις το διαφορετικό, να κάνεις αυτό που ουσιαστικά θέλεις.

Σκιάζεσαι να πας ενάντια στην κοινωνία και έτσι πας ενάντια στον ίδιο σου τον εαυτό. Τον πληγώνεις, τον ματώνεις για τις θελήσεις άλλων. Ώσπου στο τέλος μένεις κενός από συναισθήματα, κενός από προσδοκίες, κενός από όνειρα…

Εν τέλει οι σχέσεις χαρακτηρίζονται πιο μυστήριες και από τους ανθρώπους.

Όσα δεν μας είπανε για το Χρόνο

Φιλοσοφικά Προβλήματα της έννοιας Χρόνος

Eλαστικός Xρόνος

Ο Étienne Klein αναφέρει στο βιβλίο του Ο Χρόνος (1997): «Όσοι παλαιότερα πίστευαν σε έναν οικουμενικό χρόνο, μπορούσαν να λένε πως το παρελθόν δεν υπάρχει πια, το μέλλον δεν υπάρχει ακόμα, άρα υπάρχει μόνο το παρόν. H Σχετικότητα ακυρώνει αυτή την άποψη. Γεγονότα που βρίσκονται στο μέλλον για έναν παρατηρητή, βρίσκονται στο παρελθόν για έναν άλλο και στο παρόν για έναν τρίτο. Mε άλλα λόγια, αυτό που είναι παρόν για μένα μια ορισμένη στιγμή, δεν υπάρχει πια ή δεν υπάρχει ακόμα για κάποιον άλλο που βρίσκεται σε κίνηση ως προς εμένα. H λέξη «τώρα» γίνεται αμφιλεγόμενη, αφού η έννοια του ταυτόχρονου χάνει τη σημασία της. Επιπλέον, υπάρχουν πλέον τόσα βασικά χρονόμετρα, όσα είναι και τα αντικείμενα σε ομαλή κίνηση, και τα ρολόγια αυτά δεν μπορούμε να τα συγχρονίσουμε… O χρόνος δεν έχει πια πρότυπο μέτρο.

Όταν στον συνηθισμένο χώρο η απόσταση μεταξύ δύο σημείων εκμηδενίζεται, τότε τα σημεία αυτά συμπίπτουν αναγκαστικά (μια σφαίρα με μηδενική ακτίνα συγχέεται με το κέντρο της). Aλλά στο χωρόχρονο του Aϊνστάιν, όταν το διάστημα s μεταξύ δύο γεγονότων εκμηδενίζεται, η απόσταση d και η διάρκεια t που τα χωρίζουν μπορούν να είναι αυθαίρετα μεγάλες, αρκεί το πηλίκον τους d/t να ισούται με την ταχύτητα του φωτός. Aυτό συμβαίνει επειδή το διάστημα s ορίζεται από την ακόλουθη σχέση:

s2=d2-c2.t2 (η τιμή δεν εξαρτάται από το σύστημα αναφοράς στο οποίο την υπολογίζουμε).

Mε αυτόν τον τρόπο, τα πιο μακρινά αντικείμενα που διακρίνουμε με τα τηλεσκόπιά μας είναι και τα πιο παλαιά, ακόμα και αν μας φαίνονται στον ανθό της νιότης τους».

O σκεπτικισμός στην έννοια και τη φύση του χρόνου αποτέλεσε πάντοτε τη βάση κάθε φιλοσοφικής αναζήτησης. Το πρόβλημα όμως είναι ότι η προσπάθεια αυτή, όπως αναφέρει και ο Étienne Klein στο βιβλίο του O Xρόνος (1997), βρίσκεται αντιμέτωπη με τις επόμενες τρεις βασικές δυσκολίες:

α.    Δεν μπορούμε να μελετήσουμε το χρόνο διατηρώντας απόσταση από αυτόν, όπως έχουμε συνηθίσει να κάνουμε όταν ερευνούμε οποιοδήποτε αντικείμενο. Βεβαίως σε κάποιες περιπτώσεις μπορούμε να μετρήσουμε το χρόνο, αλλά όχι έξω από αυτόν, κρατώντας τον σε απόσταση, αφού βρισκόμαστε σταθερά «μέσα του» και ως εκ τούτου μας επηρεάζει αδιάκοπα.

Tο ίδιο συμβαίνει και με το Σύμπαν στην ολότητά του. Δεν μπορούμε να το δούμε από μακριά, έξω από αυτό, αφού είμαστε όχι μόνο μέσα του, ως ανεξάρτητα υποσύνολά του, αλλά μέρη και συμμέτοχοι της ύπαρξής του. Tο Σύμπαν, και κατ’ επέκταση ο χρόνος του, δεν είναι κάτι έξω και γύρω από μας, κάτι που μας περιβάλλει. Εμείς, η ύπαρξή μας, ταυτιζόμαστε με τον ίδιο το χρόνο και το χώρο, καθώς και με την περιέχουσα αυτούς οντότητα. O χρόνος, όπως και ο χώρος, για τον άνθρωπο δεν έχει εξωτερικό περίβλημα, αφού αποτελεί αυτή καθ’ εαυτή την ύπαρξή του. O άνθρωπος δεν είναι μέρος τού χωροχρόνου, αφού ο χωροχρόνος είναι ενιαίος και δεν μερίζεται, αλλά ταυτίζεται με αυτόν. Ως εκ τούτου η ανθρώπινη φύση είναι, από άποψη μέτρησης, άχρονη και αιώνια, και πανταχού παρούσα, ασχέτως αν κάτι τέτοιο δεν γίνεται κατανοητό μέσω των επιλεκτικά αναπτυχθεισών αισθήσεών μας.

β.   Ένα δεύτερο πρόβλημα είναι ότι δεν μπορούμε να αγγίξουμε το χρόνο, αφού δεν είναι κάτι απτό.

H γαλλική λέξη maintenant (τώρα) εκφράζει ένα συγκεκριμένο και για πολλούς διαρκώς απτό, αν και μεταβαλλόμενο, σημείο του χωροχρονικού συνεχούς. H λέξη προέρχεται από το ρήμα maintenir (tenir en main=κρατώ στο χέρι) και εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο το φοβερό λάθος μας που οδηγεί στην αδυναμία κατανόησης της φύσης του χρόνου.

Tο λάθος αυτό συνίσταται στο γεγονός ότι, αντί να βιώνουμε το χρόνο, όπως θα έπρεπε, προσπαθούμε να μετρήσουμε το «φάντασμά» του, την προβολή του δηλαδή, μέσα και πάνω στον αισθητό για μας τρισδιάστατο κόσμο μας, μέσω υποθετικών και αυθαίρετων τομών τις οποίες δημιουργούμε στη φύση του. Kαι το χειρότερο, τις υποθετικές και αυθαίρετες τομές του ειδώλου του χρόνου, οι οποίες δεν εκφράζουν τίποτα το πραγματικό από φυσική άποψη, αλλά αποτελούν απλά νοητικά κατασκευάσματα των αισθήσεών μας, τις ταυτίζουμε με αυτή καθ’ εαυτή την έννοια και τη φύση του χρόνου, ο οποίος ως τετάρτη και μη αισθητή διάσταση είναι άτομος, ενιαίος και άπειρος.

γ.   O χρόνος δεν παρουσιάζει καμιά ιδιότητα από όσες οι πέντε αισθήσεις μας ονομάζουν «ύλη». Δηλαδή είναι όχι αισθητό αλλά αθέατο αντικείμενο.

Εδώ αναφύεται ένα σημαντικό δομικό ζήτημα: Σε αντίθεση με το χώρο, η μέχρι σήμερα αποδεκτή τοπολογία του χρόνου είναι πολύ φτωχή. Έχει μόνο δύο παραλλαγές, την ευθεία και τον κύκλο, δηλαδή τον γραμμικό χρόνο, που πηγαίνει μπροστά, και τον κυκλικό χρόνο, που, όταν συμπληρώσει έναν πλήρη κύκλο, συνεχίζεται σε έναν δεύτερο, αλλά σε άλλο επίπεδο.

Aν όμως δεχθούμε το χρόνο σαν μια ισότιμη μαθηματική χωρική διάσταση, τότε τα πράγματα αλλάζουν. O χρόνος μπορεί να καμπυλωθεί και να στρεβλωθεί δημιουργώντας μεγάλο πλήθος τοπολογικών μορφών.

Βεβαίως κάποιοι έχουν διατυπώσει την εξής θεωρητική άποψη: «Εφόσον, υπό κάποιες συνθήκες, ο χρόνος μπορεί να μετρηθεί σε εκατοστά και το μήκος σε δευτερόλεπτα, οι τρεις χωρικές διαστάσεις, υπό αυτές τις συνθήκες, μετρούμενες σε μονάδες χρόνου μπορούν να αποτελέσουν έναν ιδιόμορφο τρισδιάστατο χρόνο. Συγχρόνως η διάσταση χρόνος, μετρούμενη σε μονάδες μήκους, μπορεί να συγκροτήσει την έννοια ενός ιδιόμορφου μονοδιάστατου χώρου».

H Ειδική Σχετικότητα «υποχρέωσε» τον Aϊνστάιν να εισαγάγει την έννοια του χωροχρόνου, που αντικατέστησε τις μέχρι τότε χωριστές έννοιες του χώρου και του χρόνου. Aν αλλάξουμε σύστημα αναφοράς στο χωρόχρονο, ο χρόνος μετασχηματίζεται εν μέρει σε χώρο και ο χώρος εν μέρει σε χρόνο. Πράγματι, για να περάσουμε από ένα σύστημα συντεταγμένων μέσα στο χωρόχρονο σε ένα άλλο, με μια ομοιόμορφη κίνηση (δηλαδή ούτε επιταχυνόμενη ούτε επιβραδυνόμενη), χρησιμοποιούμε τους μετασχηματισμούς του Λόρεντζ, που έχουν ως χαρακτηριστικό να αναμειγνύουν χωρίς πραγματική διάκριση τις χωρικές και τις χρονικές συντεταγμένες. Δεν υπάρχει λοιπόν πια θέμα να δώσουμε τόπο στο χρόνο, ο Aϊνστάιν τουλάχιστον αντιτίθεται σε αυτό απόλυτα. Xρόνος και Xώρος γίνονται σχετικοί και ως έννοιες αδιάσπαστες.

Τα προηγούμενα φαντάζουν σαν μια ιδιότυπη κατοπτρική κατάσταση της γνωστής σ’ εμάς φυσικής πραγματικότητας, που συνίσταται σε μια τρισδιάστατη χωρική ενότητα και μια μονοδιάστατη χρονική. Όπως στον κατοπτρισμό το δεξιό γίνεται αριστερό και αντιστρόφως, έτσι και στην περίπτωση αυτή ο μονοδιάστατος χρόνος αντιστοιχεί σε έναν τρισδιάστατο χρόνο και ο τρισδιάστατος χώρος σε έναν μονοδιάστατο χώρο.

Συνεπώς ο τρισδιάστατος χρόνος και ο μονοδιάστατος χώρος αποτελούν, υπό αυτές τις συνθήκες, ένα νέο ιδιότυπο χωροχρονικό συνεχές. Η κατάσταση αυτή, αν και τοπολογικά ισόμορφη (ταυτιζόμενη ως προς τις ιδιότητες) με το αντικειμενικά υπαρκτό και γνωστό από τη σχετικότητα χωροχρονικό συνεχές, μένει σταθερά μη αισθητή. Αυτό συμβαίνει επειδή ο τρισδιάστατος χρόνος, καθώς και οι μορφές και τα σχήματα τα οποία υλοποιούνται μέσα του, δεν γίνονται αντιληπτά από τις ανθρώπινες αισθήσεις.

Για τη φύση του χρόνου, όπως αναφέρει ο Étienne Klein (1997), ο ίδιος ο Aϊνστάιν έγραψε στην προσωπική του αλληλογραφία (επιστολή 21/3/55 στην οικογένεια του φίλου του Michel Besso μετά το θάνατό του): «Για μας, τους ορκισμένους φυσικούς, η διάκριση ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον είναι μόνο μια ψευδαίσθηση, ακόμα κι αν είναι τόσο επίμονη».

Eίναι γεγονός ότι ο Aϊνστάιν ήλπιζε να περιορίσει την έννοια της μη ανατρεψιμότητας του βέλους του χρόνου με την αναγωγή της Φυσικής σε καθαρή Γεωμετρία, δηλαδή μια μορφή χωρίς ιστορία. H αναγωγή αυτή επετεύχθη αργότερα από τον John  Wheeler ο οποίος δημιούργησε την Γεωμετροδυναμική. Η οποία μετατρέπεται σε Γεωμετρία  τη Γενική θεωρία της Σχετικότητας (1968, Superspace and the nature of quantum geometrodynamics ).

Βεβαίως όλα τα προηγούμενα βρίσκουν ακόμα αντίθετους πολλούς φυσικούς, οι οποίοι αρνούνται και την απλή σκέψη ότι ο χρόνος, η πρωταρχική γι’ αυτούς εμπειρία κάθε ανθρώπινης ζωής, αποτελεί μια ανθρώπινη ψευδαίσθηση*. Η άποψη αυτών των φυσικών είναι ότι υπάρχει ένας αληθινός χρόνος που κυλά πραγματικά, και ένας χρόνος τον οποίο η επιστήμη δεν έχει τη δυνατότητα να αντιληφθεί, άρα ούτε να ενσωματώσει στο γνωσιολογικό της σύστημα. Με άλλα λόγια θεωρούν αδιανόητη την ιδέα ότι η μη αναστρεψιμότητά του προέρχεται από την ανθρώπινη υποκειμενικότητά μας. Ένας από τους υποστηρικτές αυτής της άποψης είναι και ο Ίλια. Πρικοζίν (Ilya Prigogine), ενώ ο Aνρί Mπρεξόν (Henri Bergson) διατυπώνει τη θέση:O χρόνος είναι επινόημα, διαφορετικά δεν είναι τίποτα».
-----------------
* Η αντίθεση δηλαδή είναι φιλοσοφική και όχι επιστημονική.

LAO TZU: Ο ΣΚΛΗΡΟΣ ΚΑΙ ΑΛΥΓΙΣΤΟΣ ΠΑΕΙ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ ΜΕ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ

Ο άνθρωπος
όταν γεννιέται,
είναι τρυφερός και λυγερός.
Όταν πεθαίνει,
γίνεται σκληρός και αλύγιστος.
Τα ζώα και τα φυτά:
Όταν γεννιούνται,
είναι τρυφερά και λεπτούτσικα.
Όταν πεθαίνουν,
γίνονται σκληρά και ξερά.

Έτσι:
Ο σκληρός και αλύγιστος
πάει συντροφιά με το θάνατο.
Ο τρυφερός και λυγερός
με τη ζωή.

Γι’ αυτό:
Στρατός που ελίσσεται,
δύσκολα νικιέται.
Δέντρο που λυγίζει,
δύσκολα τσακίζεται.

Ακόμα:
Ο αλύγιστος και ογκώδης
στις επαφές του μειονεκτεί.
Ο λεπτός και λυγερός
πλεονεκτεί.

ΛΑΟ ΤΣΕ, ΤΑΟ ΤΕ ΤΣΙΝΓΚ

Terence H. White: Η ισχύς της μάθησης

«Το καλύτερο πράγμα για να μη στενοχωρηθείς», απάντησε ο Μέρλιν ξεφυσώντας και φουσκώνοντας, «είναι να μάθεις κάτι. Είναι το μόνο που δεν αποτυχαίνει.

Μπορεί να γεράσεις κα να τρέμεις ολόκληρος, μπορεί να μένεις άγρυπνος τις νύχτες ακούγοντας την ταραχή στις φλέβες σου, μπορεί να χάσεις τη μοναδική σου αγάπη, μπορεί να βλέπεις τον κόσμο γύρω σου λεηλατημένο από χυδαίους τρελούς, ή να νιώθεις την τιμή σου τσαλαπατημένη από χυδαία πνεύματα. Ένα μόνο πράγμα υπάρχει για όλα αυτά τότε, να μάθεις.

Μάθε γιατί ο κόσμος συγκλονίζεται και τι τον συγκλονίζει. Είναι το μόνο πράγμα απ’ το οποίο το πνεύμα δεν μπορεί να εξαντληθεί, να αλλοτριωθεί, δεν μπορεί ποτέ να βασανιστεί, δεν νιώθει φόβο ή δυσπιστία και ποτέ δεν κινδυνεύει να μετανιώσει.

Η μάθηση είναι αυτό που σου χρειάζεται. Κοίτα πόσο πολλά πράγματα υπάρχουν να μάθεις – η καθαρή γνώση, η μόνη καθαρότητα που υπάρχει. Μπορείς να μάθεις αστρονομία μέσα σε μία ζωή, φυσική ιστορία σε τρεις ζωές, φιλολογία σε έξι. Και μετά, αφού θα ‘χεις εξαντλήσει ένα εκατομμύριο ζωές στη βιολογία και στην ιατρική και στη θεοκριτική και στη γεωγραφία και στην οικονομία, για ποιο λόγο να μην αρχίσεις πάλι με μαθηματικά, μέχρι που να ‘ρθει ο καιρός ν’ αρχίσεις να μαθαίνεις όργωμα».

Terence H. White, The once and future king

ARTHUR SCHOPENHAUER: Από μια υψηλή νόηση, μέχρι αυτή που πλησιάζει τη μωρία, οι διαβαθμίσεις είναι ατέλειωτες

Από μια υψηλή νόηση, μέχρι αυτή που πλησιάζει τη μωρία, οι διαβαθμίσεις είναι ατέλειωτες. Είναι κατ’ αρχήν και ο πνευματικός ορίζοντας του καθενός πολύ διαφορετικός, δηλαδή από αυτόν της απλής αντίληψης του παρόντος, που έχει ακόμα και το ζώο, σε αυτόν ο οποίος περιλαμβάνει την επόμενη ώρα ή ακόμα την επόμενη μέρα, την εβδομάδα, το έτος, τη ζωή, τους αιώνες, τις χιλιετίες, μέχρι αυτόν μιας συνείδησης η οποία σχεδόν διαρκώς έχει παρόντα τον, αν και θαμπά ανατέλλοντα, ορίζοντα του απείρου. Οι σκέψεις του καθενός σε κάθε περίπτωση παίρνουν τον χαρακτήρα που αναλογεί στον πνευματικό του ορίζοντα.

Ακόμα, εκείνη η διαφορά της ευφυΐας διαφαίνεται στην ταχύτητα της σκέψης τους, η οποία είναι σημαντική και τόσο διαφορετικά διαβαθμισμένη, όπως τα σημεία από το κέντρο μέχρι την εξωτερική γραμμή ενός περιστρεφόμενου δίσκου. Ο ορίζοντας των συμπερασμάτων και αιτιών μέχρι τον οποίο μπορεί να φτάσει η σκέψη του καθενός, φαίνεται να βρίσκεται σε μια ορισμένη σχέση με την ταχύτητα της σκέψης του· γιατί η μεγαλύτερη ένταση της δύναμης της σκέψης διαρκεί γενικώς μόνο ένα πολύ σύντομο διάστημα, και μόνο όσο διαρκεί, μια σκέψη μπορεί να προσπελαστεί στην πλήρη της ενότητα. Γι’ αυτό είναι σημαντικό το κατά πόσο η νόηση, σε ένα τόσο σύντομο διάστημα, μπορεί να την παρακολουθήσει, δηλαδή πόσο δρόμο μέσα σε αυτήν μπορεί να διανύσει.

Τέλος, η μεγάλη ατομική διαφορά της ευφυΐας, για την οποία μιλάμε, γίνεται φανερή κατά τον καλύτερο τρόπο στον βαθμό διαύγειας της αντίληψης, και συνεπώς στη σαφήνεια της όλης σκέψης. Στον έναν είναι ήδη αντίληψη ενός αντικειμένου ό,τι στον άλλον είναι η κάποια στροφή της προσοχής του προς αυτό- ο ένας έχει ήδη τελειώσει και έχει φτάσει στον σκοπό, όταν ο άλλος ακόμα βρίσκεται στην αρχή- αυτό που στον έναν είναι η λύση, στον άλλον είναι το πρόβλημα. Αυτό απορρέει από την ποιότητα της σκέψης και της γνώσης, που αναφέραμε ήδη προηγουμένως. Όπως στα δωμάτια ο βαθμός φωτεινότητας είναι διαφορετικός, έτσι και στα κεφάλια.

Επομένως, σε σχέση με τη νόηση, η φύση είναι εξόχως αριστοκρατική. Οι διαφορές που έχει δημιουργήσει σε αυτήν είναι μεγαλύτερες από εκείνες που δημιουργούν η γέννηση, τα πλούτη, οι διαφορές των κοινωνικών ομάδων σε οποιαδήποτε χώρα- αλλά, όπως και σε άλλες αριστοκρατίες, έτσι και σε αυτή της φύσης αντιστοιχούν πολλές χιλιάδες αγροίκοι σε έναν ευγενή, πολλά εκατομμύρια σε έναν άρχοντα, και ο μεγάλος σωρός είναι απλός όχλος, συρφετός, λωποδύτες, στενόμυαλοι, ποταποί. Όμως ανάμεσα στη σειρά των διαφορών της φύσης και αυτής των κοινωνικών υπάρχει μια κραυγαλέα αντίθεση, για την εξισορρόπηση της οποίας θα πρέπει να ελπίσουμε σε μια χρυσή εποχή. Στο μεταξύ, και εκείνοι που βρίσκονται πολύ ψηλά στη σειρά της νόησης που επέβαλε η φύση, και οι άλλοι στην κοινωνική σειρά, έχουν κοινό το ότι συνήθως βρίσκονται σε ευγενή απομόνωση, την οποία υπονοεί ο Μπάιρον όταν λέει:

Τη μοναξιά των βασιλέων να νιώθω, όμως χωρίς την εξουσία που τους επιτρέπει να φέρουν το στέμμα. (Prophecy of Dante, κεφ. 1, στίχ.166)

Γιατί η νόηση είναι μια αρχή που διαφοροποιεί και διαχωρίζει- οι διάφορες διαβαθμίσεις της προσφέρουν στον καθένα πολύ περισσότερο διαφορετικές αντιλήψεις από ό,τι η απλή μόρφωση, με συνέπεια, κατά κάποιο τρόπο, καθένας να ζει σε έναν άλλο κόσμο, στον οποίο μόνο τους ομοίους του συναντά άμεσα, στους άλλους, όμως, μόνο από μακριά μπορεί να πει κάτι και να προσπαθήσει να τους γίνει κατανοητός. Μεγάλες διαφορές στον βαθμό και στην εξέλιξη της διανοητικής ικανότητας ανοίγουν από άνθρωπο σε άνθρωπο ένα μεγάλο χάσμα, το οποίο μόνο η καλοσύνη της καρδιάς μπορεί να γεφυρώσει, η οποία, αντίθετα προς τη διανοητική ικανότητα, είναι η ενοποιητική αρχή που ταυτίζει κάθε άλλον με τον ίδιο τον εαυτό του. Η ενότητα όμως παραμένει ηθική- δεν μπορεί να γίνει διανοητική. Ακόμα και με αρκετά παρόμοιο βαθμό μόρφωσης, η συζήτηση ανάμεσα σε ένα μεγάλο πνεύμα και ένα συνηθισμένο μυαλό μοιάζει με το συντροφικό ταξίδι ενός άνδρα που κάθεται σε ένα ζωηρό άλογο, με έναν πεζοπόρο. Το ταξίδι θα γίνει και για τους δύο σε λίγο οχληρό, και με τον χρόνο αδύνατο. Για μια μικρή διαδρομή βέβαια, μπορεί ο έφιππος να κατέβει από το άλογο για να βαδίσει με τον άλλον, αν και η ανυπομονησία του αλόγου του θα του δημιουργήσει προβλήματα.

ΑΡΘΟΥΡ ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ, Οι ατέλειες της νόησης και η μεγαλοφυΐα

Ποια είναι η πραγματική προέλευση των πάντων;

Στη δημοσίευση αυτή θα φύγουμε λίγο από τη μυθολογία και θα πάμε στα μονοπάτια της επιστήμης της αστρονομίας και της φυσικής για να δούμε το πιο επιστημονικό πρίσμα για την καταγωγή του κόσμου στον οποίο ζούμε. Για να φιλοσοφήσουμε ευρύτερα τον κόσμο.

Μυθικά, ο Ησίοδος στο έργο του Θεογονία θεώρησε πως στην αρχή υπήρχαν τρία στοιχεία: η Γαία, το Χάος και ο Έρως. Αυτά αυτογεννήθηκαν (δεν τα γέννησε κάτι άλλο) σε διαφορετικές χρονικές περιόδους. Από αυτά γεννήθηκαν τα άλλα στοιχεία και άρχισε η δημιουργία του κόσμου. Άλλες κοσμογονίες και θεογονίες δημιουργήθηκαν από τους αρχαίους λαούς όλου του κόσμου, γεμάτες θαυμαστά σύμβολα και μύθους.

Στη Βίβλο υπάρχει η φράση, «στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον Ουρανό και τη Γη» (sic).

Ο χρόνος θεωρούμε σήμερα πως είχε μια αρχή. Δηλαδή τα πάντα ξεκίνησαν από κάπου και δεν υπήρχε το Σύμπαν επ’ άπειρον - παρόλα αυτά δε γνωρίζουμε ακόμα τι προϋπήρξε αυτής της αρχής του χρόνου. Σε αυτήν την αρχή, μετά από μια τεράστια «έκρηξη», δημιουργήθηκε σταδιακά η γνωστή μας ύλη. Ας δούμε τα βήματα δημιουργίας της:

Ο χρόνος ξεκίνησε με μια κολοσσιαία έκρηξη. Η απλούστερη ένδειξη του πεπερασμένου (όχι άπειρου) χρόνου είναι η σκοτεινότητα του νυχτερινού ουρανού. Αν το σύμπαν είχε άπειρη ηλικία και έκταση, τότε θα υπήρχαν αμέτρητα άστρα αλλά και το φως τους θα είχε άφθονο χρόνο να φτάσει ως εμάς. Συνεπώς όλος ο ουρανός θα ήταν κατάφωτος με αστρικό φως.

Σύμφωνα με την επιστήμη, όλη η μάζα και η ενέργεια του Σύμπαντος ήταν αρχικά συμπιεσμένη σε έναν πολύ μικρό και θερμό όγκο, τον οποίο ο Λεμαίτρ, Βέλγος Ρωμαιοκαθολικός ιερέας, καθηγητής της Φυσικής, αστρονόμος και κοσμολόγος, ονόμασε «κοσμικό αυγό».

Όλος ο χώρος τότε, όλο το Σύμπαν, θεωρούμε πως εμπεριέχονταν στο εσωτερικό του μικροσκοπικού αυτού όγκου! Και από τότε, επειδή το Σύμπαν διαστέλλεται συνεχώς (οι Γαλαξίες, που είναι σμήνη πλανητών που κινούνται στην ίδια περιοχή, απομακρύνονται ο ένας από τον άλλο), διαστέλλονται μαζί μ’ αυτό και τα όρια του χώρου. Έξω από το Σύμπαν δεν υπάρχει φως, μάζα, ενέργεια, χώρος και χρόνος.

Από τη στιγμή λοιπόν που γεννήθηκε το Σύμπαν με τη Μεγάλη Έκρηξη ως σήμερα, θεωρείται με τους σύγχρονους υπολογισμούς πως πέρασαν περίπου 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια. Οι υπολογισμοί αυτοί γίνονται λαμβάνοντας υπόψιν πόσο έχουν απομακρυνθεί οι Γαλαξίες από την αρχική τους θέση και πόσο μειώθηκε η θερμοκρασία του Σύμπαντος μέσα στον χρόνο.

Στο πρώτο λεπτό μετά τη μεγάλη έκρηξη συνέβησαν πολλά. Μπορούμε να θεωρήσουμε πως το Σύμπαν ήταν αρχικά μια μικροσκοπική σφαίρα, εξαιρετικά θερμή και πυκνή, γεμάτη ενέργεια. Καθώς αυτό άρχισε να διαστέλλεται, ψυχόταν και αποκρυσταλλώθηκαν οι διάφορες μορφές ύλης, ενέργειας και δυνάμεων της φύσης.

Αρχικά λοιπόν, η πρώτη στιγμή μετά την Μεγάλη Έκρηξη ονομάστηκε Εποχή Πλανκ από τον Μαξ Πλανκ, σπουδαίο Γερμανό φυσικό του 20ού αιώνα. Η στιγμή αυτή κράτησε 10^-43 δευτερόλεπτα, αφάνταστα μικρό χρονικό διάστημα (πολύ πολύ μικρότερο από ένα δευτερόλεπτο). Κατά τη διάρκεια αυτής της «εποχής» θεωρούμε πως οι θεμελιώδεις δυνάμεις της φύσης ήταν ενωμένες σε μια αρχική, μοναδική δύναμη. Αυτή είναι για τους φυσικούς η πολυπόθητη «Ενοποιημένη Θεωρία Πεδίου», ή αλλιώς «Θεωρία των Πάντων». Ουσιαστικά θεωρούμε πως οι θεμελιώδεις δυνάμεις που γνωρίζουμε σήμερα – η βαρύτητα, ο ηλεκτρομαγνητισμός και οι δυνάμεις που κρατούν ενωμένα τα σωματίδια μέσα στον πυρήνα κάθε ατόμου – ήταν ενωμένες σε μία. Δυστυχώς δεν έχουμε ακόμα καταφέρει να διατυπώσουμε μια θεωρία για να εξηγεί την ένωση της βαρύτητας με τις υπόλοιπες δυνάμεις. Έχουμε όμως ενοποιήσει με αρκετή επιτυχία τις υπόλοιπες απ' αυτές μεταξύ τους.

Τα επόμενα 10^-35 δευτερόλεπτα του Σύμπαντος ήταν η Εποχή του Πληθωρισμού. Με ταχύτητα πολύ μεγαλύτερη του φωτός, αυξήθηκε το μέγεθος του Σύμπαντος κατά τρισεκατομμύρια τρισεκατομμυρίων φορές, δηλαδή περίπου κατά 10^70. Από εξαιρετικά μικροσκοπικό, απέκτησε όγκο ίσως λίγων μέτρων. Τότε με αυτήν τη διαστολή απελευθερώθηκε ενέργεια η οποία παρήγαγε ύλη μέσα από τη συμπύκνωσή της. Εδώ υπεισέρχεται η εξίσωση του Αϊνστάιν, E=mc^2, που απέδειξε ότι η ενέργεια «αν κινείται πολύ αργά» μπορεί να μετατραπεί σε μάζα, σε ύλη. Έτσι κι έγινε.

Η πρώτη ύλη του κόσμου λοιπόν ήταν μια σούπα μικροσκοπικών σωματιδίων. Οπότε υπήρχαν στο μικρούτσικο Σύμπαν αυτά (ήταν δομικά στοιχεία των πρωτονίων και των νετρονίων, που αποτελούν τους πυρήνες των ατόμων), υπήρχε επίσης πολλή ενέργεια και λεπτόνια (δηλαδή ηλεκτρόνια και νετρίνα, άλλα μικροσκοπικά σωματίδια).

Τα επόμενα 10^-5 δευτερόλεπτα (δηλαδή ένα εκατοστό χιλιοστό του δευτερολέπτου) άρχισαν τα σωματίδια να συγκρούονται σ’ αυτό το πυκνό περιβάλλον με την αντι-ύλη, όμοια δηλαδή σωματίδια που είχαν το αντίθετο φορτίο από τα πρώτα. Οι συγκρούσεις μεταξύ τους τα εξαΰλωναν. Έτσι έμεινε λιγότερη ύλη αλλά οι εξαϋλώσεις δημιούργησαν περισσότερη ενέργεια. Το Σύμπαν άρχισε να παίρνει την τελική μορφή του.

Τα επόμενα 100 δευτερόλεπτα της αρχής του Κόσμου, το Σύμπαν ήταν πλέον αρκετά ψυχρό μετά την έκρηξη οπότε τα πρωτόνια και τα νετρόνια μπορούσαν να συνδυαστούν και να σχηματίσουν τους πρώτους, γνωστούς μας πυρήνες. Σύμφωνα με αυτούς τους σχηματισμούς, στο 100ό δευτερόλεπτο το ένα τέταρτο της μάζας του Σύμπαντος ήταν ήλιον και τα άλλα τρία τέταρτα ήταν υδρογόνο. Υπήρχαν σε μικρές ποσότητες και κάποια άλλα στοιχεία. Σήμερα στο Σύμπαν παρατηρούμε τα δύο αυτά στοιχεία στις ίδιες αναλογίες (25% ήλιον, 75% υδρογόνο), κάτι που αποτελεί επαλήθευση της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης.

Τα επόμενα 100.000 χρόνια (ξαφνικά από δευτερόλεπτα πάμε σε χιλιετίες) οι πυρήνες αυτοί μπορούσαν πλέον να ενώνονται με τα ελεύθερα ηλεκτρόνια και να σχηματίζουν τα γνωστά μας άτομα. Η ύλη έγινε αδιαφανής και το Σύμπαν κατακλυζόταν από φωτόνια, τα οποία είναι φορείς ενέργειας. Μετά από 300.000 ακόμα χρόνια περίπου από τη δημιουργία του Σύμπαντος, ήρθε η «Εποχή της Ύλης» την οποία διανύουμε ακόμα και σήμερα.

Μετά επήλθαν οι «Σκοτεινοί Αιώνες (Dark Ages)» όπου η θερμοκρασία του Σύμπαντος είχε πέσει αρκετά και επικρατούσε σκοτάδι. Η ύλη ήταν ακόμα πολύ διασκορπισμένη οπότε δεν υπήρχαν άστρα, δεν υπήρχαν πηγές φωτός. Μετά από 300.000.000 χρόνια η ύλη άρχισε να συσσωρεύεται σε ορισμένα σημεία εξαιτίας της βαρυτικής έλξης. Σχηματίστηκαν έτσι τεράστια νέφη, μέσα από τα οποία ξεπήδησαν αρχικά τα πρώτα άστρα, έπειτα μυριάδες περισσότερα άστρα που σχημάτισαν τους πρώτους Γαλαξίες και τα Σμήνη Γαλαξιών. Ο δικός μας Γαλαξίας είναι «βαρυτικά κλειδωμένος», δηλαδή σχετίζεται βαρυτικά, με τον Γαλαξία της Ανδρομέδας. Και οι δυο αυτοί Γαλαξίες μας ανήκουν στο σμήνος Γαλαξιών της Παρθένου. Αυτή η οργάνωση των Γαλαξιών σε Γαλαξιακά σμήνη πρέπει να διήρκεσε 1 έως 2 δισεκατομμύρια χρόνια.

Εύμαιος, ο πιστός βοσκός του Οδυσσέα

Εύλογο ερώτημα πώς ένας χοιροβοσκός μπορεί να αποτελεί ένα σημαντικό πρόσωπο στην Οδύσσεια του Ομήρου.

Κι όμως σε πολλά σημεία αποτελεί πρόσωπο- κλειδί για την εξέλιξη του έπους και αποτελεί επίσης ένα σταθερό άξονα για την επίτευξη της τελικής έκβασης της Οδύσσειας.

Πρώτος ανάμεσα σε κάποιους βοσκούς που παρέμειναν πιστοί στους πραγματικούς κυρίους τους και δεν φέρθηκαν ωφελιμιστικά, όπως θα δούμε πιο κάτω ότι έκανε ο Μελάνθιος που τάχθηκε με το μέρος των μνηστήρων, οι οποίοι είχαν τότε τη δύναμη εκμεταλλευόμενοι την απουσία του Οδυσσέα.

Ο Εύμαιος ήταν ο επικεφαλής στη φροντίδα των κοπαδιών και άνθρωπος με ήθος και πίστη.

Είναι τυχαίο ότι αυτός είναι το μοναδικό πρόσωπο στο οποίο ο ποιητής απευθύνεται σε δεύτερο πρόσωπο;

«τὸν δ᾿ ἀπαμειβόμενος προσέφης, Εὔμαιε συβῶτα»

Σίγουρα δεν επρόκειτο για έναν απλό βοσκό. Ήταν ένα παιδί από βασιλική γενιά. Ο ίδιος διηγείται (ραψωδία ο) ότι ήταν γιος του Κτησία, βασιλιά της νήσου Συρίης (Σύρου). Η Σύρος εκείνα τα χρόνια αποτελούσε ανεξάρτητο κρατίδιο με δικό της βασιλιά, και Βουλή γερόντων είχε ένα βασιλιά από όσο είναι γνωστό, τον Κτησία, γιό του Ορμένου. Βασίλευε σε δυο πόλεις που ήταν επάνω σε δύο αντικριστούς λόφους, ανατολικά και δυτικά: Γαλισσά και Φοίνικα (Ποσίδεια). Οι πόλεις αυτές είχαν καλά λιμάνια.

Η τροφός του μικρού Εύμαιου ήταν μια γυναίκα από τη Φοινίκη. Κάποτε πέρασαν από τη Σύρο Φοίνικες έμποροι και την έπεισαν να τους ακολουθήσει για να τη μεταφέρουν με τα καράβια τους στους γονείς της. Αυτή δέχτηκε και πήρε μαζί της το παιδί. Στο ταξίδι η τροφός αρρώστησε και πέθανε. Το πλοίο λόγω κακών καιρικών συνθηκών οδηγήθηκε προς την Ιθάκη. Εκεί οι έμποροι πούλησαν τον Εύμαιο ως σκλάβο στον βασιλιά Λαέρτη.

Όμως για καλή του τύχη, η σύζυγος του Λαέρτη Αντίκλεια τον μεγάλωσε σαν παιδί της και όταν ανδρώθηκε δούλεψε στα χωράφια του βασιλιά και μετά στο χοιροστάσιο.

Ο αρχαιολόγος Νταίρπφελντ, το 1905 πραγματοποιώντας ανασκαφές στη Λευκάδα, στη θέση Χοιροσπηλιά κοντά στο χωριό Εύγηρος, έφερε στο φως πολλά έγχρωμα εγχάρακτα αγγεία Νεολιθικής εποχής. Σύμφωνα με τον αρχαιολόγο, εκεί πρέπει να είχε κι ο Εύμαιος το χοιροστάσιο του.

Στην παραλία λοιπόν της Ευγήρου με την ονομασία Αφτέλι ή Σκύδι ισχυρίζεται Νταίρπφελντ ότι άραξε το πλοίο του ο Τηλέμαχος γυρνώντας από την Πύλο. Οι ναύτες κατέβασαν τα πανιά, κωπηλάτησαν κι αποβιβάστηκαν στον όρμο. Αφού έφαγαν εκεί, ο Τηλέμαχος τους έστειλε στην πόλη, ενώ αυτός περπάτησε ως το χοιροστάσιο του Ευμαίου.

Ο Εύμαιος, υπόδειγμα πίστης και αφοσίωσης στον Οδυσσέα, είχε καταφύγει σε τεχνάσματα για να διατηρήσει την περιουσία του κυρίου του κατά τη διάρκεια της απουσίας του.

Στη ραψωδία ξ, ο Οδυσσέας ,μετά από προτροπή της Αθηνάς πηγαίνει στην καλύβα του Εύμαιου και εκεί ο χοιροβοσκός χωρίς να τον αναγνωρίσει, τον υποδέχεται με παραδειγματική φιλοξενία. Ο Οδυσσέας ακούει από το βοσκό αλλά και βλέπει με τα ίδια τα μάτια του πώς ο Εύμαιος είχε οργανώσει τη διάσωση των κοπαδιών του.

«Τον βρήκε και καθότανε στα ξώθυρα μονάχος,

μπρος σε μεγάλο αυλόγυρο αψηλόστεκο κι ωραίο,

με δρόμο γύρω, που ίδιος του τον είχε εκεί φτιασμένο

για του ξενιτεμένου του του αφεντικού τους χοίρους,

δίχως να ξέρη η αφέντισσα κι ο γέρος ο Λαέρτης,

 από βουνόπετρες συρτές, μ' αγριαπιδιές φραγμένο.

Κι απόξω ορθόστησε πολλά παλούκια πυκνωμένα

γύρω τριγύρω από ιδρυά καλά πελεκημένα•

και χοιρομάντρες δώδεκα μες στην αυλή είχε χτίσει

κοντά κοντά, κι η καθεμιά κλειούσε πενήντα μάνες

γουρούνες χαμοπλαγιαστές• τ' ασερνικά μαντρίζαν

έξω, πολύ πιο λιγοστά• τι οι θεϊκοί οι μνηστήρες

τα τρώγαν, κι ο χοιροβοσκός τους έφερνε ολοένα

κι από 'να, το καλύτερο και πιο παχύ θρεφτάρι•

τρακόσα εξήντα αρσενικά του μνήσκανε μονάχα.

Τέσσερεις σκύλοι σα θεριά ξενύχτιζαν κοντά τους,

που ο πρώτος τώ χοιροβοσκών τους είχε αναθρεμμένους.»

Η αγάπη του πιστού βοσκού για τον Οδυσσέα ήταν αμέριστη και ήξερε ότι τα αισθήματα του κυρίου του ήταν αμοιβαία. Γιαυτό και δεν αντέχει, ξεσπάει κι εκμυστηρεύεται τον πόνο του στον ξένο (Οδυσσέα) μες την απελπισία του ότι δεν περιμένει πια να δει τον Οδυσσέα να επιστρέφει

«Τί τού 'κοψαν οι αθάνατοι το γυρισμό του εκείνου,

που θα μ' αγάπαε γκαρδιακά και θά 'δινέ μου πλούτια,

σπίτι και χτήμα και μαζί γυναίκα ζηλεμένη,

κι όσα ο αφέντης ο καλός χαρίζει σε άνθρωπό του,

που καλοδούλεψε, κι ο θεός τα έργατά του αξαίνει,

καθώς εμένα τα έργατα που κάνω αυτά μου αξαίνει.

Ά γέραζε κι ο αφέντης μου δω πέρα, τι χαρά μου.

Μα χάθηκε, που ας χάνουνταν η φύτρα της Ελένης

αλάκερη, που αντρών ψυχές πλήθος γι' αυτή χαθήκαν•

γιατί για του Αγαμέμνονα τη χάρη κι αυτός πήγε

στο Ίλιο τ' αλογάρικο, τους Τρώες να πολεμήση. »

Και αργότερα συνεχίζει το θρήνο του για το χαμό του κυρίου του:

«Χάθηκ' εκείνος, και σ' εμάς τους φίλους μα σ' εμένα

ακόμα πιότερο άφησε της στέρησης τον πόνο•

τι τέτοιο αφέντη πάγκαλο δε θά 'βρω όπου κι αν πάω,

μήτε στης μάνας μου ξανά και στου κυρού ά γυρίσω

το σπίτι που γεννήθηκα, και μ' έθρεψαν εκείνοι.

Μήτε για κείνους τόσο εγώ δε θά 'κλαιγα, κι ας θέλω

να τους χαρούν τα μάτια μου στην ποθητή πατρίδα•

μα του Οδυσσέα που χάθηκε με συνεπαίρνει ο πόθος.

Πού τ' όνομά του ντρέπουμαι να πω, κι ας λείπη, ώ ξένε,

τι μ' αγαπούσε ολόψυχα και με πονούσε εκείνος•

φίλο αδερφό τον κράζω εγώ, κι ας βρίσκεται μακριά μου.»

Η αφοσίωσή του δεν περιορίστηκε μόνο στον κύριό του, αλλά ήταν ο προστάτης όλης της οικογένειας. Έδειχνε απέραντο σεβασμό στην Πηνελόπη και όπως φαίνεται είχε τη θέση πατέρα για τον Τηλέμαχο, ο οποίος τον σεβόταν και τον αγαπούσε και του εκμυστηρευόταν τα προβλήματά του.

Στη ραψωδία π βλέπουμε με ποιο τρόπο ο Εύμαιος υποδέχεται τον Τηλέμαχο σα να είναι γιος του:

«Tὸ λόγο δὲν ἀπόσωσε, κι ὁ ἀκριβογιός του φάνη,

καὶ στάθηκε στὰ ξώθυρα• ξαφνίζεται ὁ γερούλης,

ἀναπηδάει, καὶ τοῦ 'πεσαν ἀπὸ τὰ χέρια οἱ κοῦπες,

ποὺ τὸ φλογάτο μέσα τους καλόσμιγε κρασί του•

κι ἔτρεξε, βρέθηκε ὀμπροστὰ στὸν ἀκριβό του ἀφέντη,

τοῦ φίλησε τὴν κεφαλή, τὰ δυὸ λαμπρά του μάτια,

τὰ δυό του χέρια, κι ἔχυσε δάκρυο μαργαριτάρι.

Καὶ σὰν ποὺ τρυφερόκαρδος γονιὸς παιδὶ ἀγκαλιάζει,

σὰν ἔρχετ' ἀπ' τᾶ μακρινά, ποὺ ἔλειπε χρόνους δέκα,

κι ἦταν στερνὸ καὶ μοναχό, καὶ τοῦ 'καιγε τὰ σπλάχνα,

ἔτσι ὁ καλὸς χοιροβοσκὸς τὸ θεόμοιαστό του ἀφέντη

στὴν ἀγκαλιά του σφίγγοντας, γλυκὰ τόνε φιλοῦσε,

τὸ χάρο σὰ νὰ ξέφυγε, καὶ τοῦ 'λεγε θρηνώντας•

“Τηλέμαχε, γλυκό μου φῶς, ἦρθες, κι ἐγὼ δὲ θάρριουν

πὼς θὰ σὲ δῶ, σὰν κίνησες στὴν Πύλο μὲ καράβι.

Ἔμπα, παιδάκι μου ἀκριβό, νὰ σὲ χαρῆ ἡ ψυχή μου,

θωρώντας σε ἀπ' τὰ μακρινὰ κοντά μας νιοφερμένο•

τὶ στὴν ξοχὴ δὲν ἔρχεσαι συχνὰ καὶ στοὺς βοσκούς σου,

μόνε στὴ χώρα κάθεσαι, κι αὐτὸ ποθεῖ ἡ καρδιά σου,

νὰ βλέπης πάντα τοὺς κακοὺς μνηστῆρες μαζεμένους.»

Και ο Τηλέμαχος τον αποκαλεί «άττα», προσφώνηση σεβασμού από ένα νεώτερο σε ένα γηραιότερο που αποδίδεται με τη λέξη «παππούλη».

Ο Τηλέμαχος ανησυχεί μήπως κάποιος από τους μνηστήρες κατόρθωσε να πάρει τη θέση του πατέρα του. Όμως ο χοιροβοσκός τον καθησυχάζει και του στρώνει κλαριά και προβιές για να καθίσει και να τον φιλέψει ψωμί και κρασί.

 Κατ’ εντολή του Τηλέμαχου, ο Εύμαιος πηγαίνει να ειδοποιήσει την Πηνελόπη για την επιστροφή του γιου της. Είναι η στιγμή που πατέρας και γιος πρέπει να μείνουν μόνοι για να γίνει η αναγνώριση, ενώ δεν ήρθε η ώρα αυτή ακόμα για τον Εύμαιο. Ο Οδυσσέας έχει οργανώσει στο νου του τον τρόπο αναγνώρισής του με κάποιες προτεραιότητες. Πάντα βέβαια του παρίσταται και τον παρακινεί η Αθηνά. Εκείνη λοιπόν τη στιγμή, του παρουσιάζεται η Αθηνά και του ανακοινώνει ότι πρέπει να αποκαλυφθεί πια στο γιο του:

 “Διογέννητε τοῦ Λαέρτη γιέ, πολύτεχνε Ὀδυσσέα,

ὅλα πιὰ τώρα ξήγα τα τοῦ γιοῦ σου, μὴν τὰ κρύβης•

κι ἅμα τοιμάσετε μαζὶ τὸ φόνο τῶ μνηστήρων,

στὴ χώρα τὴν περίλαμπρη νὰ πᾶτε• δὲ θ' ἀργήσω

κι ἐγὼ νὰ ἐρθῶ, ποὺ λαχταρῶ ν' ἀγωνιστῶ κοντά σας”.

Η Αθηνά με το χρυσό ραβδί του άλλαξε την όψη διώχνοντας κούραση και γηρατειά και τον στόλισε με καθαρά ρούχα

κι ὁ γιός του σαστισμένος,

γύρναε τὰ μάτια κατ' ἀλλοῦ, θεὸς μὴν τύχη κι ἦταν.

 · Καὶ φώναξέ τον, κι εἶπε του με λόγια φτερωμένα•

Ἀλλιώτικος μοῦ φάνηκες, ὦ ξένε, ἀπὸ τὰ πρῶτα•

ἄλλα φορεῖς κι ἡ ὄψη σου κι αὐτὴ ἀλλαγμένη τώρα.

Ἕνας θένα 'σαι ἀπ' τοὺς θεοὺς ποὺ κατοικοῦν τὰ οὐράνια.

Ἐλέησέ μας, σοῦ τάζουμε καλόδεχτες θυσίες,

Τότες τοῦ ἀπάντησε ὁ τρανός, πολύπαθος Δυσσέας•

“Θεὸς δὲν εἶμ' ἐγώ• γιατὶ μὲ θεοὺς μὲ παρομοιάζεις;

παρὰ εἶμ' ἐγὼ πατέρας σου, ποὺ ἐσὺ γι' αὐτὸν πονώντας

τόσα τραβᾶς ἀπὸ κακοὺς καὶ δύστροπους ἀνθρώπους.”

Στο μεταξύ ο Εύμαιος συνοδεύει τον κήρυκα που θα ανακοινώσει επίσημα στην Πηνελόπη την επιστροφή του γιου της. ‘Όμως ο χοιροβοσκός είναι ο έμπιστος, αυτός που θα της ψιθυρίσει τι παραγγέλνει ο γιος της:

«Ἦρθε ὁ μονάκριβός σου γιός, βασίλισσα, ἀπ' τὴν Πύλο.”

Ζυγώνει κι ὁ χοιροβοσκὸς καὶ λέει τῆς Πηνελόπης

ὅλα ὅσα τοῦ παράγγειλε τ' ἀγαπητὸ παιδί της.»

Στον Εύμαιο δεν αποκαλύπτεται ο Οδυσσέας, θέλοντας να προσεγγίσει πρώτα τη γυναίκα του, καθώς φοβάται ότι η χαρά του πιστού βοσκού θα τον κάνει να αποκαλύψει πρώτος το μυστικό στην Πηνελόπη.

«μὴν τύχη

καὶ τόνε δῆ ὁ χοιροβοσκὸς καὶ τόνε νιώση ὀμπρός του,

καὶ δὲν τὸ κρύψη, μόν' τὸ πῆ τῆς ὥριας Πηνελόπης.»

 Ο Τηλέμαχος συστήνει στον Εύμαιο να οδηγήσει τον ξένο στο κάστρο με πρόφαση να ζητιανέψει το φαγητό του.

Μαθαίνουμε ότι ο θεοειδής Θεοκλύμενος, μάντης του Απόλλωνα μαντεύει ότι ο Οδυσσέας πατά κιόλας το πόδι του στα πάτρια εδάφη. Το έδαφος αρχίζει να προετοιμάζεται σιγά- σιγά.

Ο Εύμαιος, όπως είδαμε ήταν ο πρώτος ανάμεσα στους άλλους βοσκούς. Αυτός τους δίνει εντολές και τους κατευθύνει. Έτσι εκείνοι μένουν πίσω να φυλάνε το χοιροστάσιο. Ένας είναι ο βοσκός που δεν παρέμεινε πιστός στους κυρίους του, όπως προείπαμε, ο Μελάνθιος ή Μελανθεύς, γιος του Δολίου και αδελφός της δούλας Μελανθούς. Εκείνος πήγε με την πλευρά των μνηστήρων.

Θα τον ακούσουμε να φέρεται αισχρά και να μιλά υβριστικά στον ξένο (Οδυσσέα ) και τον Εύμαιο.

«Ο ένας αγύρτης, κοίτα, δεύτερο μαζί του σούρνει αγύρτη!

Όμοιος τον όμοιο! Τους ζευγάρωσε πάλι ο θεός, ως πάντα!

Που πας με αυτά τα βρωμογούρουνα, χοιροβοσκέ χαμένε,

τον ανεβάσταγο το ζήτουλα, των τραπεζιών τη λέπρα;»

Αργότερα ο Μελάνθιος είναι αυτός που προσπάθησε να προμηθεύσει με όπλα τους μνηστήρες, όταν ο Οδυσσέας άρχισε να τους εξοντώνει.

Η Πηνελόπη ζητά από τον Εύμαιο να πει στον ξένο να έρθει να της τα διηγηθεί ο ίδιος:

«Εύμαιε, για σύρε, αρχοντογέννητε, και πες του ξένου να 'ρθει,

για να του πω το καλωσόρισες και να ρωτήσω αν έχει

μαθές ακούσει, ο καρτερόψυχος που βρίσκεται Οδυσσέας,

για κι αν τον είδε αυτός του᾿ φαίνεται πολυταξιδεμένος.»

Η Πηνελόπη ζητά από την Ευρύκλεια να πλύνει τα πόδια στον ξένο και να τον φροντίσει, οπότε η πιστή γυναίκα αναγνωρίζει το σημάδι που είχε αφήσει στον Οδυσσέα ο κάπρος στον Παρνασό, όταν είχε πάει να συναντήσει τον Αυτόλυκο. Κι εκεί διαβάζουμε όλη την ιστορία η οποία δε θα μας απασχολήσει εδώ.

Άλλος ένας πιστός βοσκός εμφανίζεται που ο ποιητής μας ονοματίζει. Είναι ο Φιλοίτιος «όρχαμος ανδρών», δηλαδή αφεντικό, αρχιβοσκός, βουκόλος.

Φέρνει σφακτά για να απολαύσουν οι μνηστήρες, ενώ εκφράζει τη θλίψη του για τον Οδυσσέα που είναι στον Άδη και την αγανάκτησή του που υπηρετεί τους κάκιστους μνηστήρες. Του περνά η σκέψη από το νου ότι θα έπρεπε να πάρει τα γελάδια και να φύγει, όμως διστάζει γιατί δεν θέλει να αφήσει το παλάτι έρμαιο σε αυτούς.

Έτσι ο Οδυσσέας αναγκάζεται να του μιλήσει λέγοντας:  

«Από αχαμνή γενιά κι ανέμυαλος δε φαίνεσαι, βουκόλα

το βλέπω τώρα και μονάχος μου πως είσαι μυαλωμένος.

Μα άκου τα λόγια μου, Πρώτος ο Δίας ας είναι μάρτυρας και της φιλίας η τάβλα

και του Οδυσσέα το τζάκι του άψεγου, που εδέχτει εμέ τον ξένο΄

τον Οδυσσέα θα ιδείς στο σπίτι του, πριν φύγεις, να διαγέρνει,

και τους μνηστήρες με τα μάτια σου, σα θέλεις, θ᾿ αντικρίσεις

μες στο παλάτι να σκοτώνουνται, που τώρα το αφεντεύουν.»

Ο Εύμαιος μαζί με τον Φιλοίτιο κρατούν στη συνέχεια τα νήματα της στήριξης του Οδυσσέα. Ο Οδυσσέας ζητά από αυτούς να τον συμβουλέψουν και όταν βεβαιώνεται για την καλή τους γνώμη, τους αποκαλύπτεται δείχνοντάς τους και το σημάδι του και κάνοντάς τους συνεργούς στο σχέδιο αφανισμού των μνηστήρων. Αν δε αυτό το σχέδιο πετύχει, τους τάζει κτήματα και κατοικία κοντά στον Τηλέμαχο, ώστε να είναι πάντα αδελφοί και φίλοι.

Θα συναντήσουμε συχνά στο κείμενο το χαρακτηρισμό «θεϊκό» (δίος) για τους δύο αυτούς πιστούς βοσκούς. Αυτός ο χαρακτηρισμός περικλείει όλη την εκτίμηση για το πρόσωπό τους, το ήθος και τη σταθερότητα αισθημάτων.

Δίνει εντολή τότε ο Οδυσσέας στο Φιλοίτιο να βάλει κλειδί και κόμπο στην αυλόθυρα. Ο Εύμαιος συστήνει στην Ευρύκλεια να σφαλίσει τις θύρες του παλατιού και να μην αφήσει τις γυναίκες να βγουν από τα δωμάτιά τους.

Όταν όλα είχαν τελειώσει οι δυο βοσκοί, χοιροβοσκός Εύμαιος και βουκόλος Φιλοίτιος έφυγαν να ετοιμάσουν το γεύμα, ενώ ο Οδυσσέας πηγαίνει να συναντήσει το γέρο πατέρα του.

Η τιμωρία του Μελάνθιου ήταν ακρωτηριασμός και κόψιμο μύτης και αυτιών, οπότε επακολούθησε ο θάνατός του.

Για τον Εύμαιο μας αναφέρει ο Πλούταρχος βασιζόμενος σε αρχαία πληροφορία ότι απελευθερώθηκε από τον Τηλέμαχο και έγινε γενάρχης των Κοιλιαδών στην Ιθάκη.

Αυτός ήταν ο Εύμαιος, ο βοσκός που έμεινε και στο πέρασμα των αιώνων ως υπόδειγμα πιστού, εργατικού, έμπρακτα αφοσιωμένου, έντιμου και αξιοπρεπούς ανθρώπου, θα έλεγα σωστού φίλου.

Στον Ιβανόη ο Γουόλτερ Σκοτ(1819), χαρακτηρίζει το χοιροβοσκό Gurth ως «δεύτερο Εύμαιο» με τη στάση του προς τους Νορμανδούς που κατάσχεσαν το κρέας των κοπαδιών.

Τα μονοπάτια της ζωής - Γιατί πρέπει να αποδεχτείς ότι δεν υπάρχει το τέλειο μονοπάτι.

-Γιατί είναι σημαντικό να ζούμε το εδώ και τώρα.
-Γιατί η ζωή μοιάζει με σπασμένο αυγό.

Κάθε τόσο σε διαφορετικά ηλικιακά φάσματα της ζωής οι πιο πολλοί από εμάς, αναρωτιόμαστε για την πορεία και για την εξέλιξη της ζωής μας. Όλοι θέλουμε να εκπληρώσουμε τα όνειρα και τους στόχους μας και να δομήσουμε ιδανικά τη ζωή μας έτσι όπως την έχουμε φανταστεί. Πόσο ρεαλιστικό όμως είναι αυτό;

Καθώς λοιπόν περνάνε οι μέρες, τα χρόνια, οι καταστάσεις της ζωής τελικά μας κάνουν να διαλέξουμε και δύο και τρία μονοπάτια προκειμένου να μπορέσουμε να προσαρμοστούμε στην πραγματικότητα της ζωής.

Η ζωή έχει διακυμάνσεις και μοιάζει σαν ένα σπασμένο αυγό, όπου αυτό που γεύεσαι πραγματικά είναι το εσωτερικό.

Έτσι λοιπόν και η ουσία της ζωής είναι το εσωτερικό όπου χαρακτηρίζεται από επιτυχία-αποτυχία, από ηθικό – ανήθικο, από στοργή – έλλειψη στοργής και όλα αυτά αποτελούν το 90%της ζωής.

Η ζωή έχει καμπύλες και κάποιες φορές καλό είναι να προσαρμοζόμαστε στα δεδομένα που προκύπτουν, εφόσον δεν μας φθείρουν ψυχολογικά σε έντονο βαθμό.

Δεν υπάρχει λοιπόν το τέλειο μονοπάτι για τη ζωή και εάν κανείς το ψάχνει, το μόνο που μπορεί να κάνει, είναι να διακατέχεται από άγχος και να κάνει προβλέψεις μέλλοντος χωρίς να αποδέχεται και να διώχνει ευγνωμοσύνη για τον εαυτό του στο εδώ και τώρα.

Hegel: Ο Ηράκλειτος και η διαλεκτική

Γκέοργκ Χέγκελ: Ο Ηράκλειτος και η διαλεκτική αναζήτηση του εαυτού

§1

Τη μέγιστη αξία της φιλοσοφίας του Ηράκλειτου ο Χέγκελ τη συνοψίζει στην ακόλουθη ρήση: «δεν υπάρχει ούτε μια πρόταση του Ηράκλειτου, που να μην την έχω συμπεριλάβει στη Λογική μου»[1]. Με τον Ηράκλειτο, μας λέει ο Χέγκελ, γίνεται ουσιαστικά η μετάβαση από την υποκειμενική διαλεκτική του Ζήνωνα και του Παρμενίδη στην αντικειμενική διαλεκτική[2]. Τι σημαίνει αντικειμενική διαλεκτική στην περίπτωση του Ηράκλειτου; Σημαίνει πως η διαλεκτική κίνηση από αφηρημένη ταυτότητα του υποκειμένου, δηλαδή από κίνηση του Είναι και της διαλεκτικής εντός του υποκειμένου, συλλαμβάνεται ως μια αντικειμενική κίνηση, ως αντικειμενική διεργασία ή διαδικασία· με άλλα λόγια, ως διαλεκτική υποκειμένου και αντι-κειμένου. Ως μια τέτοια αντικειμενική διαδικασία, δηλαδή ως αυτή τούτη τη διαλεκτική συλλαμβάνει ο Ηράκλειτος το απόλυτο[3]. Τούτο σημαίνει περαιτέρω πως ο μεγάλος στοχαστής της Εφέσου είναι ο πρώτος, μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας, που σκέπτεται την αντικειμενικότητα (Objektivität) ως τέτοια, τουτέστιν καθιδρύει την ίδια τη διαλεκτική ως αρχή (Prinzip)[4] και φέρνει σε λόγο την αντικειμενική ροή της πραγματικότητας. Εάν η συλλογιστική του Παρμενίδη και του Ζήνωνα συγκροτούσε, για τον Χέγκελ, μια εξωτερική επιχειρηματολογία (Räsonieren), δηλαδή μια εξωτερική διαλεκτική που δεν εισχωρεί στην ψυχή του ίδιου του πράγματος, η συλλογιστική του Ηράκλειτου είναι η ενύπαρκτη, εγγενής ή εμμενής διαλεκτική (immanente Dialektik) του αντι-κειμένου, την οποία μεταστοχάζεται το υποκείμενο, με το να θεωρεί κα να εξετάζει τα πράγματα από μέσα, δηλαδή να καθιστά αντικείμενο σκέψης την αντικειμενική του ροή[5].

§2

Με σύγχρονους εγελιανούς όρους, ο Ηράκλειτος πραγματώνει εν έργω τη διαλεκτική διάνοιας και Λόγου (Dialektik des Verstandes und der Vernunft) και δεν μένει στην αφηρημένη διάνοια (abstrakter Verstand), όπως ο Παρμενίδης και ο Ζήνων.[6] Αυτή ακριβώς η βαθύτητα της σκέψης του ήταν πρωτόγνωρη για την εποχή του, αλλά και για τις μεταγενέστερες εποχές και θα αναγνωριστεί δεόντως. Είναι γνωστά, μεταξύ άλλων, και όσα σχετικά είπε ο Σωκράτης· δηλαδή «αυτά που κατάλαβε είναι σπουδαία, αλλά πιστεύει πως και όσα δεν κατάλαβε είναι εξίσου σπουδαία. Όμως χρειάζεται κανείς να είναι ένας δεινός κολυμβητής από τη Δήλο για να μην πνιγεί»[7]. Λόγω ακριβώς αυτής της βαθύτητας, με άλλα λόγια της σαφήνειας της σκέψης του δυσφημίστηκε ως «σκοτεινός». Όπως εξηγεί ο Χέγκελ, η φιλοσοφία του Ηράκλειτου, ήτοι ο διαλεκτικός του λόγος και συναφώς η διαλεκτική του σκέψη, είναι «σκοτεινή», ακατανόητη, για τη διάνοια, δηλαδή για την αφηρημένη διάνοια[8] και δεν έχει να κάνει με οποιαδήποτε ασάφεια των θεωρητικών του συλλήψεων. Η αληθινή όψη της σκέψης του Ηράκλειτου έγκειται στο ότι συλλαμβάνει το απόλυτο ως ενότητα του Είναι και του μη-Είναι[9]. Το Είναι έτσι δεν είναι κάτι το ακίνητο, στερεότυπο, επέκεινα κ.λπ., αλλά συνυφαίνεται με το γίγνεσθαι. Η αλήθεια του είναι η μετάβαση από το Είναι στο γίγνεσθαι: «αρμονία αντίθετων τάσεων»[10]. Με την ίδια τούτη επίσης έννοια μας λέει σε άλλο απόσπασμα: «ο δρόμος προς τα πάνω και προς τα κάτω είναι ένας και ο αυτός»[11].

§3

Ποια είναι η θέση του ανθρώπου απέναντι σε ένα τέτοιο γίγνεσθαι; Ο άνθρωπος είναι ενταγμένος αντικειμενικά και ο ίδιος μέσα στην μνημονευθείσα ήδη κίνηση του όλου. Το θέμα είναι να αποκτήσει συνείδηση αυτής του της θέσης, δηλαδή να καταλάβει πως το υποκείμενο και το αντι-κείμενο αποτελούν τμήματα του ενός, ενιαίου όλου, δηλαδή του γίγνεσθαι. Επομένως κάθε διερεύνηση, σύλληψη, κατανόηση του Είναι ‒μαζί και του Είναι του ίδιου του ανθρώπου‒ είναι εφικτή, στο μέτρο που εκτυλίσσεται πρωτίστως ως διερεύνηση του εαυτού:

ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν[12]
[=αναζήτησα/διερεύνησα τον εαυτό μου].

Τι θέλει να μας πει ο Ηράκλειτος με αυτά τα λόγια; Ας ακούσουμε τον ίδιο τον φιλόσοφο: όταν κάποτε τον ρώτησαν πώς γνωρίζει όσα γνωρίζει απάντησε: «ερεύνησα/αναζήτησα τον εαυτό μου». Εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως ο φιλόσοφος μας παροτρύνει να ερευνούμε τον εαυτό μας. Κάτι παρόμοιο δείχνει να περικλείει και το θρυλικό «γνώθι σ’ αυτόν». Όμως δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Το «αναζήτησα τον εαυτό μου» ο φιλόσοφος το κατανοεί ως μια στροφή προς τα ένδον: αναζητεί μέσα του τον λόγο και όχι στην πληροφοριακή, σκόρπια γνώση των πολλών, προκειμένου να σκεφτεί την ανθρώπινη αλλαγή. Μέσα από τη στροφή αυτή μπορεί κανείς να διανοίγεται στο καθολικό και να μην χάνεται μέσα στο ιδιωτικό. Μια τέτοια ανθρώπινη αλλαγή σημαίνει απαλλαγή του λογισμού από τη δολιότητα και τη στεγνότητα του υπολογισμού.

§4

Με σημερινούς όρους, η δολιότητα αυτή συναντάται στην υπολογιστική σκέψη ατόμων, ομάδων ή θεσμισμένων συνόλων που θεωρητικά επαγγέλλονται αλλαγές, μετασχηματισμούς, μετουσιώσεις, αλλά στην πράξη ορέγονται την εδραίωση της δικής τους εξουσίας: είναι οι μάζες «των κοιμισμένων που καταφεύγουν στον δικό τους κόσμο»[13], που δομούν εξουσιαστικά τον δικό τους περίκλειστο κόσμο. Τούτο, με τη σειρά του, σημαίνει πως μέσα στον ορισμένο κλειστό τους κόσμο/χώρο «αρκούνται να χορταίνουν σαν τα ζώα»[14] και να ενεργούν ως «τέκτονες [=κατασκευαστές] ψευδών και ως ψευδομάρτυρες»[15] . Ως αντίπαλο δέος απέναντι σε έναν τέτοιο αχυρένιο κόσμο υψώνεται το «ερεύνησα/αναζήτησα τον εαυτό μου», καθώς μας παρωθεί όχι να γνωρίσουμε απλώς τον εαυτό μας με τη συνηθισμένη έννοια, αλλά να ανακαλύψουμε μέσα μας τη γνώση και το μέτρο. Τι σημαίνει μια τέτοια ανακάλυψη; Σημαίνει να ψάχνουμε να βρούμε τον εαυτό μας όχι στα εξωτερικά, τα αλλότρια πράγματα, αλλά μέσα μας, με όρους του Χέγκελ: να αναζητούμε την ενότητά μας εντός εαυτού με οδηγό τη διαλεκτική σκέψη. Η ηρακλείτεια, ως εκ τούτου, αναζήτηση δεν είναι μια απλή ατομική πράξη, απομονωμένη από τον κόσμο, αλλά εκτυλίσσεται ως διαλεκτική διαδικασία στο κέντρο του συμπαντικού γίγνεσθαι και νοείται ως αναζήτηση, κατανόηση του εαυτού, έτσι όπως ο τελευταίος βρίσκεται ή περιέχεται μέσα στο εν λόγω σύμπαν. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια στιγμιαία ή ορισμένης διάρκειας αναζήτηση, αλλά για αδιάκοπη πορεία, επίμοχθη και δαπανηρή, την οποία δύναται ο άνθρωπος να αναζητήσει και να πραγματοποιήσει, εάν θέλει να φτάσει στον κόσμο του Είναι και στο Είναι της ουσίας του.
-------------------------------
[1] Hegel: Werke 18, σ. 320
[2] Ό.π., σ. 319.
[3] Ό.π.
[4] Ό.π.
[5] Ό.π., σσ. 319-320.
[6] Ό.π., σ. 320. Για την εγελιανή διαλεκτική διάνοιας και Λόγου βλ. Χέγκελ: τι είναι διαλεκτική; Εκδ. Ηριδανός, σσ. 98κ.εξ.
[7] Hegel: Werke 18, σ. 323.
[8] Ό.π.
[9] Ό.π., σ. 324.
[10] Ηράκλειτος, απ. 51.
[11] Απ. 60.
[12] Απ. 101.
[13] Απ. 89.
[14] Απ. 29.
[15] Απ. 28.

ΠΛΑΤΩΝ: Λύσις (208e-210d)

Ἀλλ᾽ ἀντὶ τίνος μὴν οὕτω σε δεινῶς διακωλύουσιν εὐδαίμονα εἶναι καὶ ποιεῖν ὅτι ἂν βούλῃ, καὶ δι᾽ ἡμέρας ὅλης τρέφουσί σε ἀεί τῳ δουλεύοντα καὶ ἑνὶ λόγῳ ὀλίγου ὧν ἐπιθυμεῖς οὐδὲν ποιοῦντα; ὥστε σοι, ὡς ἔοικεν, οὔτε τῶν χρημάτων τοσούτων ὄντων οὐδὲν ὄφελος, ἀλλὰ πάντες [209a] αὐτῶν μᾶλλον ἄρχουσιν ἢ σύ, οὔτε τοῦ σώματος οὕτω γενναίου ὄντος, ἀλλὰ καὶ τοῦτο ἄλλος ποιμαίνει καὶ θεραπεύει· σὺ δὲ ἄρχεις οὐδενός, ὦ Λύσι, οὐδὲ ποιεῖς οὐδὲν ὧν ἐπιθυμεῖς. ―Οὐ γάρ πω, ἔφη, ἡλικίαν ἔχω, ὦ Σώκρατες. ―Μὴ οὐ τοῦτό σε, ὦ παῖ Δημοκράτους, κωλύῃ, ἐπεὶ τό γε τοσόνδε, ὡς ἐγᾦμαι, καὶ ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ σοι ἐπιτρέπουσιν καὶ οὐκ ἀναμένουσιν ἕως ἂν ἡλικίαν ἔχῃς. ὅταν γὰρ βούλωνται αὑτοῖς τινα ἀναγνωσθῆναι ἢ γραφῆναι, σέ, ὡς ἐγᾦμαι, [209b] πρῶτον τῶν ἐν τῇ οἰκίᾳ ἐπὶ τοῦτο τάττουσιν. ἦ γάρ; ―Πάνυ γ᾽, ἔφη. ―Οὐκοῦν ἔξεστί σοι ἐνταῦθ᾽ ὅτι ἂν βούλῃ πρῶτον τῶν γραμμάτων γράφειν καὶ ὅτι ἂν δεύτερον· καὶ ἀναγιγνώσκειν ὡσαύτως ἔξεστιν. καὶ ἐπειδάν, ὡς ἐγᾦμαι, τὴν λύραν λάβῃς, οὐ διακωλύουσί σε οὔτε ὁ πατὴρ οὔτε ἡ μήτηρ ἐπιτεῖναί τε καὶ ἀνεῖναι ἣν ἂν βούλῃ τῶν χορδῶν, καὶ ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ. ἢ διακωλύουσιν; ―Οὐ δῆτα. ―Τί ποτ᾽ ἂν οὖν εἴη, ὦ Λύσι, τὸ αἴτιον ὅτι ἐνταῦθα [209c] μὲν οὐ διακωλύουσιν, ἐν οἷς δὲ ἄρτι ἐλέγομεν κωλύουσι; ―Ὅτι οἶμαι, ἔφη, ταῦτα μὲν ἐπίσταμαι, ἐκεῖνα δ᾽ οὔ. ―Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ ἄριστε· οὐκ ἄρα τὴν ἡλικίαν σου περιμένει ὁ πατὴρ ἐπιτρέπειν πάντα, ἀλλ᾽ ᾗ ἂν ἡμέρᾳ ἡγήσηταί σε βέλτιον αὑτοῦ φρονεῖν, ταύτῃ ἐπιτρέψει σοι καὶ αὑτὸν καὶ τὰ αὑτοῦ. ―Οἶμαι ἔγωγε, ἔφη. ―Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ· τί δέ; τῷ γείτονι ἆρ᾽ οὐχ ὁ αὐτὸς ὅρος ὅσπερ τῷ πατρὶ περὶ σοῦ; [209d] πότερον οἴει αὐτὸν ἐπιτρέψειν σοι τὴν αὑτοῦ οἰκίαν οἰκονομεῖν, ὅταν σε ἡγήσηται βέλτιον περὶ οἰκονομίας ἑαυτοῦ φρονεῖν, ἢ αὐτὸν ἐπιστατήσειν; ―Ἐμοὶ ἐπιτρέψειν οἶμαι. ―Τί δ᾽; Ἀθηναίους οἴει σοι οὐκ ἐπιτρέψειν τὰ αὑτῶν, ὅταν αἰσθάνωνται ὅτι ἱκανῶς φρονεῖς; ―Ἔγωγε. ―Πρὸς Διός, ἦν δ᾽ ἐγώ, τί ἄρα ὁ μέγας βασιλεύς; πότερον τῷ πρεσβυτάτῳ ὑεῖ, οὗ ἡ τῆς Ἀσίας ἀρχὴ γίγνεται, μᾶλλον ἂν ἐπιτρέψειεν ἑψομένων κρεῶν [ἐμβάλλειν] ὅτι ἂν βούληται [209e] ἐμβαλεῖν εἰς τὸν ζωμόν, ἢ ἡμῖν, εἰ ἀφικόμενοι παρ᾽ ἐκεῖνον ἐνδειξαίμεθα αὐτῷ ὅτι ἡμεῖς κάλλιον φρονοῦμεν ἢ ὁ ὑὸς αὐτοῦ περὶ ὄψου σκευασίας; ―Ἡμῖν δῆλον ὅτι, ἔφη. ―Καὶ τὸν μέν γε οὐδ᾽ ἂν σμικρὸν ἐάσειεν ἐμβαλεῖν· ἡμᾶς δέ, κἂν εἰ βουλοίμεθα δραξάμενοι τῶν ἁλῶν, ἐῴη ἂν ἐμβαλεῖν. ―Πῶς γὰρ οὔ; ―Τί δ᾽ εἰ τοὺς ὀφθαλμοὺς ὁ ὑὸς αὐτοῦ ἀσθενοῖ, ἆρα ἐῴη ἂν αὐτὸν ἅπτεσθαι τῶν ἑαυτοῦ [210a] ὀφθαλμῶν, μὴ ἰατρὸν ἡγούμενος, ἢ κωλύοι ἄν; ―Κωλύοι ἄν. ―Ἡμᾶς δέ γε εἰ ὑπολαμβάνοι ἰατρικοὺς εἶναι, κἂν εἰ βουλοίμεθα διανοίγοντες τοὺς ὀφθαλμοὺς ἐμπάσαι τῆς τέφρας, οἶμαι οὐκ ἂν κωλύσειεν, ἡγούμενος ὀρθῶς φρονεῖν. ―Ἀληθῆ λέγεις. ―Ἆρ᾽ οὖν καὶ τἆλλα πάντα ἡμῖν ἐπιτρέποι ἂν μᾶλλον ἢ ἑαυτῷ καὶ τῷ ὑεῖ, περὶ ὅσων ἂν δόξωμεν αὐτῷ σοφώτεροι ἐκείνων εἶναι; ―Ἀνάγκη, ἔφη, ὦ Σώκρατες.
Οὕτως ἄρα ἔχει, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ φίλε Λύσι· εἰς μὲν ταῦτα, [210b] ἃ ἂν φρόνιμοι γενώμεθα, ἅπαντες ἡμῖν ἐπιτρέψουσιν, Ἕλληνές τε καὶ βάρβαροι καὶ ἄνδρες καὶ γυναῖκες, ποιήσομέν τε ἐν τούτοις ὅτι ἂν βουλώμεθα, καὶ οὐδεὶς ἡμᾶς ἑκὼν εἶναι ἐμποδιεῖ, ἀλλ᾽ αὐτοί τε ἐλεύθεροι ἐσόμεθα ἐν αὐτοῖς καὶ ἄλλων ἄρχοντες, ἡμέτερά τε ταῦτα ἔσται—ὀνησόμεθα γὰρ ἀπ᾽ αὐτῶν—εἰς ἃ δ᾽ ἂν νοῦν μὴ κτησώμεθα, οὔτε τις ἡμῖν ἐπιτρέψει περὶ αὐτὰ ποιεῖν τὰ ἡμῖν δοκοῦντα, ἀλλ᾽ [210c] ἐμποδιοῦσι πάντες καθ᾽ ὅτι ἂν δύνωνται, οὐ μόνον οἱ ἀλλότριοι, ἀλλὰ καὶ ὁ πατὴρ καὶ ἡ μήτηρ καὶ εἴ τι τούτων οἰκειότερόν ἐστιν, αὐτοί τε ἐν αὐτοῖς ἐσόμεθα ἄλλων ὑπήκοοι, καὶ ἡμῖν ἔσται ἀλλότρια· οὐδὲν γὰρ ἀπ᾽ αὐτῶν ὀνησόμεθα. συγχωρεῖς οὕτως ἔχειν; ―Συγχωρῶ. ―Ἆρ᾽ οὖν τῳ φίλοι ἐσόμεθα καί τις ἡμᾶς φιλήσει ἐν τούτοις, ἐν οἷς ἂν ὦμεν ἀνωφελεῖς; ―Οὐ δῆτα, ἔφη. ―Νῦν ἄρα οὐδὲ σὲ ὁ πατὴρ οὐδὲ ἄλλος ἄλλον οὐδένα φιλεῖ, καθ᾽ ὅσον ἂν ᾖ ἄχρηστος. ―Οὐκ ἔοικεν, [210d] ἔφη. ―Ἐὰν μὲν ἄρα σοφὸς γένῃ, ὦ παῖ, πάντες σοι φίλοι καὶ πάντες σοι οἰκεῖοι ἔσονται—χρήσιμος γὰρ καὶ ἀγαθὸς ἔσῃ—εἰ δὲ μή, σοὶ οὔτε ἄλλος οὐδεὶς οὔτε ὁ πατὴρ φίλος ἔσται οὔτε ἡ μήτηρ οὔτε οἱ οἰκεῖοι. οἷόν τε οὖν ἐπὶ τούτοις, ὦ Λύσι, μέγα φρονεῖν, ἐν οἷς τις μήπω φρονεῖ; ―Καὶ πῶς ἄν; ἔφη. ―Εἰ δ᾽ ἄρα σὺ διδασκάλου δέῃ, οὔπω φρονεῖς. ―Ἀληθῆ. ―Οὐδ᾽ ἄρα μεγαλόφρων εἶ, εἴπερ ἄφρων ἔτι. ―Μὰ Δία, ἔφη, ὦ Σώκρατες, οὔ μοι δοκεῖ.

***
Γιατί, λοιπόν, σου βάζουν τόσο φοβερά εμπόδια και δεν σε αφήνουν να είσαι ευτυχισμένος και να κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά σε υποχρεώνουν από το πρωί ως το βράδυ να υπακούεις πάντοτε σε κάποιον άλλο και, με δυο λόγια, να μη μπορείς να κάνεις σχεδόν τίποτε απ᾽ όσα επιθυμείς; Εσένα λοιπόν, καθώς φαίνεται, ούτε όλα αυτά τα πλούσια αγαθά σού χρησιμεύουν σε τίποτα, αφού όλοι οι άλλοι [209a] τα έχουν στη διάθεσή τους περισσότερο από εσένα, αλλά ούτε και τα έξοχα σωματικά χαρίσματά σου, αφού και το σώμα σου κάποιος άλλος το εξουσιάζει και το φροντίζει. Έτσι λοιπόν, Λύσι, δεν έχεις καμία εξουσία σε κανένα πράγμα, ούτε μπορείς να εκπληρώσεις έστω κάποια επιθυμία σου. ―Αυτό, Σωκράτη, συμβαίνει, επειδή δεν έχω ακόμη μεγαλώσει. ―Φοβάμαι ότι δεν οφείλονται σ᾽ αυτό οι απαγορεύσεις που σου έχουν επιβάλει, γιατί τούτο τουλάχιστον, πιστεύω, στο επιτρέπει ο πατέρας σου και η μητέρα σου χωρίς να περιμένουν την ενηλικίωσή σου: όταν, δηλαδή, χρειάζονται κάποιον για να τους διαβάσει ή να τους γράψει κάτι, τότε τη δουλειά αυτή την αναθέτουν, νομίζω, [209b] πρώτα πρώτα σ᾽ εσένα κι όχι στους άλλους ανθρώπους του σπιτιού. Έτσι δεν είναι; ―Βεβαιότατα, είπε. ―Και μπορείς, λοιπόν, εδώ να γράφεις όποιο γράμμα θέλεις πρώτο κι όποιο θέλεις δεύτερο· το ίδιο γίνεται και με την ανάγνωση. Κι όταν πάλι πιάνεις τη λύρα, δεν φαντάζομαι να σου απαγορεύει ούτε ο πατέρας σου ούτε η μητέρα σου να τεντώσεις ή να χαλαρώσεις όποια χορδή θέλεις και να παίζεις με το δάχτυλο ή με το πλήκτρο. Ή μήπως σου του απαγορεύουν; ―Ασφαλώς, όχι. ―Ποιό, λοιπόν, μπορεί να είναι το αίτιο, Λύσι, που εδώ [209c] δεν σε εμποδίζουν, ενώ εκεί, σ᾽ αυτά που λέγαμε πριν λίγο, σε εμποδίζουν; ―Νομίζω, είπε, ότι τούτο γίνεται, επειδή αυτά εδώ τα πράγματα τα ξέρω, ενώ εκείνα όχι. ―Πολύ ωραία, είπα εγώ, καλέ μου φίλε. Επομένως, δεν περιμένει ο πατέρας σου να γίνεις ενήλικος για να σου τα επιτρέψει όλα, αλλά από την ημέρα που θα νομίσει ότι μπορείς πια να σκέπτεσαι καλύτερα από τον ίδιο θα σου εμπιστευτεί και τον εαυτό του και το σπίτι του. ―Το πιστεύω, είπε. ―Ωραία, είπα εγώ. Πες μου όμως, δεν ισχύει και για το γείτονα ο ίδιος κανόνας σε σχέση μ᾽ εσένα, όπως και για τον πατέρα σου; [209d] Δεν θα σου εμπιστευτεί το σπίτι του να το διευθύνεις, όταν πιστέψει ότι εσύ ξέρεις πιο καλά απ᾽ αυτόν να διευθύνεις ένα σπίτι, ή μήπως θα προτιμήσει να το διευθύνει μόνος του; ―Νομίζω ότι θα αναθέσει σ᾽ εμένα τη φροντίδα του σπιτιού του. ―Αλλά δεν νομίζεις ότι και οι Αθηναίοι θα σου εμπιστευτούν τις υποθέσεις τους, όταν καταλάβουν ότι μπορείς να σκέπτεσαι σωστά; ―Ασφαλώς. ―Αλλά προς θεού, συνέχισα εγώ, δεν θα κάνει άραγε το ίδιο ακόμη και ο βασιλιάς της Περσίας; Όταν λ.χ. βράζουν κρέας, θα επιτρέψει στον μεγαλύτερο γιο του, το διάδοχο του θρόνου της Ασίας, [209e] να ρίξει στο ζουμί ό,τι θέλει ή σ᾽ εμάς, αν υποθέσουμε ότι πάμε εκεί και του αποδείξουμε πως ξέρουμε να μαγειρεύουμε πιο καλά από το γιο του; ―Σ᾽ εμάς ασφαλώς, είπε. ―Και δεν θα τον αφήσει το γιο του να ρίξει το παραμικρό στο φαΐ, εμάς όμως, ακόμη κι αν πιάναμε μια χούφτα αλάτι, θα μας άφηνε να το ρίξουμε μέσα. ―Φυσικά. ―Αν πάλι ο γιος του πάθαινε κάτι στα μάτια, θα τον άφηνε τάχα ο πατέρα του —που ξέρει ότι ο γιος του δεν είναι γιατρός— να βάζει τα χέρια του [210a] στα μάτια ή θα τον εμπόδιζε; ―Θα τον εμπόδιζε. ―Εμάς όμως, αν μας περνούσε για γιατρούς, είμαι βέβαιος πως δεν θα μας εμπόδιζε ακόμη και να του ανοίξουμε λίγο τα μάτια και να του τα πασπαλίσουμε με στάχτη, μια και θα νόμιζε ότι ξέρουμε τί κάνουμε. ―Δίκιο έχεις. ―Επομένως σ᾽ εμάς και όχι στον εαυτό του ή στο γιο του θα εμπιστευτεί και όλα τα άλλα πράγματα, στα οποία θα του φανούμε πιο έμπειροι από τον ίδιο και από το γιο του. ―Αναγκαστικά, είπε.
Έτσι είναι λοιπόν, αγαπητέ Λύσι, συνέχισα εγώ. Σε όσα πράγματα [210b] έχουμε γνώσεις θα μας επιτρέπουν όλοι, είτε Έλληνες είναι είτε βάρβαροι, είτε άνδρες είτε γυναίκες, να κάνουμε ό,τι θέλουμε, και δεν πρόκειται να μας εμποδίσει κανένας, όσο εξαρτάται από τη θέλησή του, αλλά θα είμαστε ελεύθεροι και θα διευθύνουμε άλλους και όλα αυτά τα πράγματα θα είναι δικά μας, δηλαδή θα έχουμε ωφέλεια απ᾽ αυτά. Για όσα όμως πράγματα θα έχουμε άγνοια όχι μόνο δεν θα μας επιτρέψει κανένας να κάνουμε αυτό που νομίζουμε ότι πρέπει να γίνει, αλλά [210c] όλοι τους θα προσπαθούν με κάθε τρόπο να μας εμποδίσουν· και όχι μόνο οι ξένοι αλλά και ο πατέρας μας και η μητέρα μας και οι ακόμα πιο δικοί μας απ᾽ αυτούς, αν υποθέσουμε ότι υπάρχουν. Κι εμείς θα είμαστε υποχρεωμένοι σε σχέση με αυτά τα πράγματα να υπακούουμε σε άλλους. Συμφωνείς ότι είναι έτσι; ―Συμφωνώ. ―Είναι, λοιπόν, ποτέ δυνατό να γίνουμε φίλοι με κάποιον άνθρωπο και να αισθανθεί κανείς αγάπη για μας σε σχέση με πράγματα, στα οποία είμαστε άχρηστοι; ―Όχι βέβαια, είπε. ―Συνεπώς, στο βαθμό που είναι κανείς άχρηστος δεν είναι αγαπητός σε κανένα, άρα ούτε κι εσύ στον πατέρα σου. ―Πραγματικά, [210d] είπε. ―Επομένως, παιδί μου, αν αποκτήσεις πολλές γνώσεις και ικανότητες, τότε όλοι θα είναι φίλοι σου και όλοι θα είναι δικοί σου, αφού θα είσαι χρήσιμος και άξιος. Διαφορετικά δεν θα σε αγαπάει ούτε ο πατέρας σου ούτε η μητέρα σου ούτε οι συγγενείς σου ούτε κανένας άλλος. Είναι ποτέ δυνατόν, Λύσι, να έχει κανείς μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του σε σχέση με πράγματα, στα οποία είναι ακόμη ανίδεος; ―Αδύνατον, απάντησε. ―Αφού λοιπόν χρειάζεσαι δάσκαλο, σημαίνει ότι δεν ξέρεις ακόμη αρκετά πράγματα. ―Είναι αλήθεια, είπε. ―Και εφόσον εξακολουθείς να βρίσκεσαι σε άγνοια, δεν είναι δυνατόν να περηφανεύεσαι. ―Αληθινά, Σωκράτη, δεν νομίζω ότι μπορώ να είμαι περήφανος.