Τρίτη 14 Ιουλίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡρακλῆς Μαινόμενος (380-407)

τεθρίππων τ᾽ ἐπέβα [στρ. β]
καὶ ψαλίοις ἐδάμασσε πώ-
λους Διομήδεος, αἳ φονίαισι φάτ-
ναις ἀχάλιν᾽ ἐθόαζον
κάθαιμα γένυσι σῖτα,
385 χαρμοναῖσιν ἀνδροβρῶσι
δυστράπεζοι· πέραν
δ᾽ ἀργυρορρύτων Ἕβρου
διεπέρασεν ὄχθων,
Μυκηναίωι πονῶν τυράννωι.
ἄν τε Μηλιάδ᾽ ἀκτὰν
390 Ἀναύρου παρὰ παγὰς
Κύκνον ξεινοδαΐκταν
τόξοις ὤλεσεν, Ἀμφαναί-
ας οἰκήτορ᾽ ἄμεικτον.

ὑμνωιδούς τε κόρας [ἀντ. β]
395 ἤλυθεν ἑσπέριόν ‹τ᾽› ἐς αὐ-
λὰν χρύσεον πετάλων ἄπο μηλοφό-
ρων χερὶ καρπὸν ἀμέρξων,
δράκοντα πυρσόνωτον,
ὅς ‹σφ᾽› ἄπλατον ἀμφελικτὸς
ἕλικ᾽ ἐφρούρει, κτανών·
400 ποντίας θ᾽ ἁλὸς μυχοὺς
εἰσέβαινε, θνατοῖς
γαλανείας τιθεὶς ἐρετμοῖς.
οὐρανοῦ θ᾽ ὑπὸ μέσσαν
ἐλαύνει χέρας ἕδραν,
405 Ἄτλαντος δόμον ἐλθών,
ἀστρωπούς τε κατέσχεν οἴ-
κους εὐανορίαι θεῶν.

***
380 Και στο τετράλογο άρμ᾽ ανέβηκε
κι εδάμασε με χαλινάρια
τις πουλάρες του Διομήδη,
που ακαπίστρωτες σε φάτνες
φονικές συχνάζανε, βουτώντας
σε τροφή ολοματωμένη
με χαρές ανθρωποφάγισσες
ολεθρίου τραπεζιού·
και τον αργυρορέματο Έβρο
και του Πηλίου περνώντας την ακτή
390 σιμά στις πηγές του Αναύρου
έκαμε το βαριό έργο για χατίρι
του βασιλιά των Μυκηνών.
Και τον ξενοφάγο Κύκνο
με τα τόξα του τον χάλασε,
της Αμφαναίας άγριον κάτοικο·

και στων Εσπερίδων, των καλόφωνων
κοριτσιών, ήρθε τον κήπο
απ᾽ τα μηλοφόρα κλώνια
τον χρυσό καρπό ν᾽ αρπάξει,
το φίδι, που ᾽χε ράχη φλόγινη
και γυροτυλιγμένο σε κουβάρι
ασίμωτον τον φύλαγε,
400 σκοτώνοντας· και μες στης θάλασσας
τα μάκρη μπήκε με θνητά
κουπιά, γαλήνη κάμνοντας·
και στη μέση τ᾽ ουρανού
στήριγμα το χέρι του έδωκε
στου Άτλαντος το σπίτι ερχάμενος·
κι έτσι τ᾽ αστέρινα παλάτια
με δύναμη κράτησε θεϊκή.

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, Η τέχνη της αρχαϊκής εποχής

3.4.4. Ναοί και θησαυροί της υστεροαρχαϊκής εποχής με γλυπτό διάκοσμο

Στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς, όπως και σε άλλα μεγάλα ιερά, υπήρχαν μικρά ναόσχημα κτίσματα που ονομάζονται θησαυροί, επειδή μέσα σε αυτά φυλάσσονταν πολύτιμα αφιερώματα. Τους θησαυρούς τούς έχτιζαν συνήθως οι πόλεις που έστελναν τα αφιερώματα, δείγμα του σεβασμού τους προς τον θεό, αλλά και του πλούτου τους. Ένας από τους πολυτελέστερους και ομορφότερους θησαυρούς ήταν εκείνος των Σιφνίων. Το νησί της Σίφνου, αν και μικρό, ήταν πολύ πλούσιο στα αρχαϊκά χρόνια, γιατί είχε μεταλλεία αργύρου και χρυσού. Για να δείξουν τον πλούτο τους οι Σίφνιοι, αφού πρώτα στόλισαν την πόλη τους με ωραία μαρμάρινα οικοδομήματα, αποφάσισαν να χτίσουν στους Δελφούς έναν λαμπρό θησαυρό, εξ ολοκλήρου από μάρμαρο, Σιφνιακό για τους τοίχους, Ναξιακό για τα κυμάτια και Παριανό για τα γλυπτά. Πριν όμως καλά καλά τελειώσει το κτήριο, οι Σίφνιοι έπεσαν θύματα μιας επιδρομής εξόριστων Σαμίων που έψαχναν να βρουν χρήματα για να ανατρέψουν τον τύραννο Πολυκράτη. Την ιστορία μάς τη διηγείται ο Ηρόδοτος (3.57-58):
 
«Οι Σάμιοι που είχαν εκστρατεύσει εναντίον του Πολυκράτη, επειδή ήταν να τους εγκαταλείψουν, έβαλαν πλώρη κι αυτοί για τη Σίφνο· γιατί είχαν ανάγκη από χρήματα και το νησί της Σίφνου γνώριζε ακμή και οι Σίφνιοι ήταν οι πιο πλούσιοι από τους νησιώτες, επειδή το νησί τους είχε μεταλλεία χρυσού και ασημιού, με τέτοια απόδοση, ώστε από το ένα δέκατο των εσόδων που έδιναν να έχει ανεγερθεί ο θησαυρός τους στους Δελφούς που παράβγαινε με τους πιο πλούσιους· κι οι ίδιοι τους μοιράζονταν μεταξύ τους τα χρήματα που συγκέντρωναν κάθε χρόνο. Κι όταν οικοδομούσαν το θησαυρό τους ζητούσαν χρησμό απ᾽ το μαντείο, αν η ευημερία που απολάμβαναν θα μπορούσε να παραμένει για πολύν καιρό· κι η Πυθία τους έδωσε τον εξής χρησμό:
 
Κι όταν στη Σίφνο κάτασπρο θα δεις το πρυτανείο,
της αγοράς τα φρύδια ασπρισμένα,
τότε ο κάθε γνωστικός τη σκέψη του να στρέψει
στο ξύλινο καρτέρεμα, στον κόκκινο τον κράχτη.
 
Τότε η αγορά των Σιφνίων και το πρυτανείο ήταν ομορφοχτισμένα από μάρμαρο της Πάρου.
 
Μόλις πλησίασαν στη Σίφνο οι Σάμιοι, αμέσως έστειλαν ένα καράβι στην πόλη, που μετέφερε πρεσβευτές. Τον παλιό καιρό όλα τα καράβια ήταν βαμμένα κόκκινα με μίλτο· κι αυτό ήταν το νόημα του χρησμού της Πυθίας που τους προέτρεπε να πάρουν τα μέτρα τους μπρος στο "ξύλινο καρτέρι" και τον "κόκκινο κήρυκα". Λοιπόν, όταν έφτασαν οι αγγελιαφόροι, ζητούσαν από τους Σίφνιους να τους δανείσουν δέκα τάλαντα. Όμως οι Σίφνιοι αρνήθηκαν να τους δανείσουν και τότε οι Σάμιοι διαγούμισαν την ύπαιθρό τους. Όταν το πληροφορήθηκαν οι Σίφνιοι έτρεξαν να υπερασπιστούν τον τόπο τους, ήρθαν στα χέρια μ᾽ αυτούς και νικήθηκαν και πολλούς οι Σάμιοι τούς έκοψαν το δρόμο για την πόλη· κι ύστερα από αυτά πήραν λύτρα γι᾽ αυτούς εκατό τάλαντα.»
 
Με βάση όσα γνωρίζουμε για την τυραννία του Πολυκράτη μπορούμε να χρονολογήσουμε την καταστροφή της Σίφνου από τους Σαμίους γύρω στο 525 π.Χ. Από τον Ηρόδοτο μαθαίνουμε ότι ο θησαυρός των Σιφνίων στους Δελφούς μόλις είχε τελειώσει· είναι, επομένως, ένα κτήριο που μπορούμε να το χρονολογήσουμε με ακρίβεια. Για τον ίδιο λόγο μεγάλη σημασία έχει ο πλούσιος γλυπτός διάκοσμος του θησαυρού, που σώζεται σε αρκετά καλή κατάσταση. Το οικοδόμημα (διαστάσεις 6,04 m x 8,41 m, ύψος 4 m ως τον θριγκό και ύψος θριγκού 1,57 m) είναι ιωνικού ρυθμού, δίστυλο εν παραστάσι και έχει την είσοδο στη δυτική πλευρά. Αξιοσημείωτο είναι ότι στην πρόσοψη, αντί για κίονες, έχει δύο ντυμένες γυναικείες μορφές με κάλαθο στο κεφάλι που στηρίζουν τον θριγκό, από τις οποίες σώζεται η μία. Οι μορφές αυτές ονομάζονται καρυάτιδες· πατούσαν επάνω σε ψηλές βάσεις και έφεραν στο κεφάλι ψηλούς πόλους με ανάγλυφες παραστάσεις που βοηθούσαν στη στήριξη των κιονοκράνων και του θριγκού. Το κιονόκρανο που σώζεται δεν είναι ιωνικό, αλλά παραλλαγή δωρικού, και διακοσμείται με δύο ανάγλυφα λιοντάρια που κατασπαράζουν ένα ελάφι. Ο θριγκός περιλαμβάνει ένα επιστύλιο, μια ιωνική ζωφόρο με ανάγλυφες παραστάσεις, γείσα και μια σίμη με λεοντοκεφαλές-υδρορρόες και ανθέμια. Αξιοσημείωτα είναι τα περίτεχνα κυμάτια στη βάση του κτηρίου, στο πλαίσιο της θύρας, στα επίκρανα των παραστάδων και στον θριγκό.
 
Η ζωφόρος περιτρέχει όλο το κτήριο και σε κάθε πλευρά της εικονίζεται ένα διαφορετικό θέμα. Όταν βρέθηκαν οι πλάκες, σώζονταν ακόμη επάνω τους αρκετά ίχνη από τα αρχικά χρώματα καθώς και επιγραφές με τα ονόματα των εικονιζόμενων προσώπων, που διαβάζονται ακόμη και σήμερα με τη βοήθεια ειδικού φωτισμού. Υπήρχαν επίσης επιγραφές με τα ονόματα των καλλιτεχνών, που δυστυχώς όμως σώζονται αποσπασματικά. Βέβαιο είναι ότι στη ζωφόρο δούλεψαν δύο γλύπτες με τους βοηθούς τους· ο ένας φιλοτέχνησε τις ζωφόρους της βόρειας και της ανατολικής πλευράς και ο άλλος της νότιας και της δυτικής. Τα υπολείμματα χρωμάτων επιτρέπουν μιαν αρκετά πιστή αποκατάσταση της αρχικής πολυχρωμίας της ζωφόρου, η οποία πάντως ξενίζει με τα μέτρα της σημερινής αισθητικής.
 
Η ζωφόρος της δυτικής πλευράς, δηλαδή της πρόσοψης, αποτελούνταν από τρεις πλάκες, από τις οποίες σώζονται οι δύο· σε καθεμία εικονίζεται ένα τέθριππο άρμα με αναβάτη μια θεά, που ανεβαίνει ή ξεπεζεύει. Με βεβαιότητα αναγνωρίζεται μόνο η πρώτη από τα βόρεια, η Αθηνά, που φοράει την αιγίδα και ίσως κράνος. Το άρμα της Αθηνάς το σέρνουν φτερωτά άλογα και μπροστά τους εικονίζεται ο Ερμής με κοντό χιτώνα, φτερωτά πέδιλα και το κηρύκειο στο χέρι. Πίσω από την Αθηνά διακρίνεται το περίγραμμα μιας ανδρικής μορφής, που θα μπορούσε να είναι ο Ηρακλής. Η ταυτότητα της δεύτερης θεάς είναι δύσκολο να προσδιοριστεί και έτσι το θέμα της ζωφόρου παραμένει αινιγματικό. Στη ζωφόρο της νότιας πλευράς, που σώζεται και αυτή αποσπασματικά, εικονιζόταν μια πομπή με άρματα και ιππείς και η απαγωγή δύο γυναικών. Η διπλή απαγωγή με άρματα οδηγεί στη σκέψη ότι το θέμα ήταν ίσως η αρπαγή των Λευκιππιδών (των κορών του Λευκίππου) από τους Διοσκούρους, τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη.
 
Στην ανατολική πλευρά η ζωφόρος σώζεται καλύτερα και το θέμα αναγνωρίζεται με τη βοήθεια των επιγραφών. Στα αριστερά εικονίζεται μια σύναξη θεών που κάθονται και συζητούν μεταξύ τους χειρονομώντας έντονα. Το αντικείμενο της συζήτησης είναι η μάχη ανάμεσα σε δύο πολεμιστές, τον Αχιλλέα και τον Μέμνονα, που πλαισιώνονται από δύο συμμάχους τους και από τα άρματά τους. Ανάμεσα στους δύο μονομάχους κείτεται το σώμα του Αντίλοχου, του γιου του Νέστορα. Πρόκειται για ένα επεισόδιο του Τρωικού Πολέμου που το αφηγούνταν ένα χαμένο σήμερα επικό ποίημα, η Αιθιοπίς. Ο βασιλιάς των Αιθιόπων Μέμνων ήρθε να πολεμήσει στο πλευρό των Τρώων και σκότωσε τον Αντίλοχο, όταν αυτός προσπάθησε να υπερασπιστεί τον πατέρα του, τον Νέστορα. Τότε ο Αχιλλέας έτρεξε να εκδικηθεί τον φίλο του και βρέθηκε αντιμέτωπος με τον Μέμνονα. Η μονομαχία ήταν αμφίρροπη, γιατί ο Μέμνων ήταν γιος μιας θεάς, της Ηούς, όπως και ο Αχιλλέας ήταν γιος της Θέτιδας. Ξέρουμε ότι άλλοι θεοί υποστήριζαν τους Αχαιούς και άλλοι τους Τρώες. Τελικά τη λύση την έδωσε ο Δίας, που όρισε να ζυγιστούν οι ψυχές των δύο αντιπάλων. Ο δίσκος της ζυγαριάς με την ψυχή του Μέμνονα έγειρε προς τη γη και τον κάτω κόσμο, και έτσι νίκησε ο Αχιλλέας. Στο κέντρο της παράστασης διακρίνονται οι τρύπες για τη στερέωση των χάλκινων δίσκων της ζυγαριάς που κρατούσε ο Ερμής. Στη ζωφόρο της βόρειας πλευράς, που σώζεται καλύτερα από όλες, παριστάνεται η Γιγαντομαχία, δηλαδή η μάχη των θεών και των Γιγάντων, των γιων της Γης. Οι θεοί προχωρούν προς τα δεξιά, στην κατεύθυνση της νίκης, και πολεμούν ο καθένας με τα δικά του όπλα: στην ανατολική άκρη ο θεός-τεχνίτης Ήφαιστος, μπροστά στο φυσερό του, ετοιμάζεται να πετάξει πυρωμένους μύδρους, ενώ στη μέση της παράστασης η Θέμις (σημαντική θεά για τους Δελφούς, αφού κατείχε το μαντείο πριν από τον Απόλλωνα) οδηγεί τα λιοντάρια που σέρνουν το άρμα της εναντίον των Γιγάντων και αυτά τους κατασπαράζουν. Οι Γίγαντες εικονίζονται ντυμένοι όπως οι οπλίτες .
 
Γλυπτό διάκοσμο είχαν και τα αετώματα του θησαυρού των Σιφνίων. Στο ανατολικό αέτωμα, που σώζεται σε σχετικά καλή κατάσταση, βλέπουμε έναν δελφικό μύθο, τη μάχη του Απόλλωνα με τον Ηρακλή για τον τρίποδα, που τον συναντήσαμε ήδη σε μιαν αγγειογραφία του «ζωγράφου του Ανδοκίδη», η οποία χρονολογείται στα ίδια χρόνια. Στο κέντρο του αετώματος διακρίνονται ο Δίας, μεγαλύτερος από τις υπόλοιπες μορφές, ο Ηρακλής και ο Απόλλων. Πίσω από τον Απόλλωνα στέκεται η Άρτεμη, που μοιάζει να ενθαρρύνει τον αδελφό της, πιάνοντάς τον από τα μπράτσα. Σώζονται ακόμη θραύσματα από μαρμάρινες Νίκες, που ήταν τοποθετημένες στις γωνίες του αετώματος του θησαυρού, ήταν δηλαδή ακρωτήρια.
 
Τα γλυπτά του θησαυρού των Σιφνίων και ειδικά η ανάγλυφη ζωφόρος του έχουν σημαντική θέση στην ιστορία της τέχνης της αρχαϊκής εποχής όχι μόνο για την ποιότητά τους, αλλά και επειδή είναι ακριβώς χρονολογημένα. Διαθέτουμε έτσι ένα σταθερό σημείο αναφοράς για την τέχνη των χρόνων 530-525 π.Χ., που μας βοηθάει να χρονολογήσουμε μια σειρά από άλλα γλυπτά. Αλλά οι μορφές της ζωφόρου του θησαυρού των Σιφνίων είναι επίσης στιλιστικά όμοιες με εκείνες των πρώτων ερυθρόμορφων και των δίγλωσσων αγγείων. Η σύγκριση αυτή μας επιτρέπει να χρονολογήσουμε την αρχή του ερυθρόμορφου ρυθμού γύρω στο 525 π.Χ.
 
Το 548 π.Χ. ο ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς, που σύμφωνα με την παράδοση τον είχαν χτίσει ο Τροφώνιος και ο Αγαμήδης, καταστράφηκε από μεγάλη πυρκαγιά. Το ιερατείο των Δελφών και οι Αμφικτίονες, δηλαδή οι πόλεις που επόπτευαν το ιερό, άρχισαν αμέσως να συγκεντρώνουν χρήματα για την κατασκευή νέου ναού και απευθύνθηκαν μάλιστα όχι μόνο σε Έλληνες, αλλά και σε ξένους χρηματοδότες, ανάμεσά τους στον πάμπλουτο βασιλιά της Λυδίας Κροίσο (που όμως έναν χρόνο αργότερα έχασε τον θρόνο του) και στον φαραώ της Αιγύπτου Άμαση, ο οποίος ανταποκρίθηκε στο αίτημα. Για να χτιστεί ο καινούργιος ναός δημιουργήθηκε πρώτα ένα μεγάλο ανάλημμα με τη βοήθεια ενός ισχυρού τοίχου, που συγκρατούσε τα χώματα. Οι εργασίες αυτές καθυστέρησαν αρκετά την ανέγερση. Καθοριστική για την κατασκευή του ναού του Απόλλωνα υπήρξε όμως η συμβολή μιας μεγάλης και ισχυρής αθηναϊκής οικογένειας, των Αλκμεωνιδών, που την εποχή εκείνη ήταν εξόριστη εξαιτίας της διαμάχης της με τους Πεισιστρατίδες. Οι Αλκμεωνίδες ανέλαβαν, ύστερα από διαπραγματεύσεις, την εργολαβία για την αποπεράτωση του ναού, και μάλιστα, όπως μας λέει ο Ηρόδοτος, κατασκεύασαν την πρόσοψη από μάρμαρο και όχι από πωρόλιθο, ξεπερνώντας τις απαιτήσεις της συγγραφής. Η γενναιοδωρία των Αλκμεωνιδών είχε βέβαια τον λόγο της, αφού με αυτό τον τρόπο κατάφεραν να εξασφαλίσουν την εύνοια του μαντείου και αυτό με τη σειρά του τους βοήθησε να επιστρέψουν στην Αθήνα (Ηρόδοτος 5.62):
 
«Τύραννος ήταν ο Ιππίας και ήταν όλο πίκρα με τους Αθηναίους για το θάνατο του Ιππάρχου, όταν οι Αλκμεωνίδες, γέννημα θρέμμα Αθηναίοι, καθώς η επιχείρησή τους μαζί με τους άλλους Αθηναίους εξορίστους δεν ευοδωνόταν, αλλά έπαθαν πανωλεθρία δοκιμάζοντας να γυρίσουν στην πόλη τους και να ελευθερώσουν την Αθήνα, οχύρωσαν με τείχος το Λειψύδριον που βρίσκεται πάνω από την Παιονία [στην Πάρνηθα]· τότε λοιπόν οι Αλκμεωνίδες έβαλαν σ᾽ ενέργεια κάθε τι που περνούσε από το μυαλό τους εναντίον των Πεισιστρατιδών κι ανάμεσα στ᾽ άλλα έκαναν συμφωνία με τους Αμφικτίονες ν᾽ αναλάβουν εργολαβικά το ναό στους Δελφούς (αυτόν που βλέπουμε τώρα, όμως τότε δεν υπήρχε ακόμη) και να ολοκληρώσουν την οικοδόμησή του. Κι έτσι που τα οικονομικά τους ήταν ανθηρά κι ήταν οικογένεια ανέκαθεν με μεγάλη υπόληψη, το ναό τον έχτισαν ωραιότερο από το πρόπλασμά του σ᾽ όλα τ᾽ άλλα, και μάλιστα, ενώ η συμφωνία ήταν να χτίσουν το ναό με πωρόλιθο, οικοδόμησαν την πρόσοψή του με μάρμαρο της Πάρου.
Και, καταπώς λένε οι Αθηναίοι, αυτοί οι Αλκμεωνίδες μένοντας καιρό πολύ στους Δελφούς δωροδόκησαν την Πυθία, ώστε, κάθε φορά που θα έρχονταν οι Σπαρτιάτες να πάρουν χρησμό, είτε για ιδιωτική είτε για δημόσια υπόθεση, να τους παραγγέλνει να ελευθερώσουν την Αθήνα.»
 
Η πληροφορία του Ηροδότου (που επιβεβαιώνεται σε γενικές γραμμές και από άλλους αρχαίους συγγραφείς) είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, γιατί μας βοηθάει να χρονολογήσουμε με ακρίβεια την κατασκευή της πρόσοψης και των αρχιτεκτονικών γλυπτών του υστεροαρχαϊκού ναού του Απόλλωνα. Η επιχείρηση των Αλκμεωνιδών στο Λειψύδριον έγινε το 514 π.Χ. και η εκδίωξη του Ιππία από την Αθήνα με τη βοήθεια των Σπαρτιατών το 509 π.Χ. Αυτό σημαίνει ότι οι εργασίες στον ναό πρέπει να ολοκληρώθηκαν το αργότερο λίγο μετά το 509 π.Χ.· μπορούμε, επομένως, να χρονολογήσουμε την κατασκευή των αετωματικών γλυπτών του ναού, που τοποθετήθηκαν τελευταία επάνω στο κτήριο, γύρω στο 510 π.Χ.
 
Ο σωζόμενος ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς κατασκευάστηκε τον 4ο αιώνα π.Χ., αλλά έχει, σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, τις ίδιες περίπου διαστάσεις και την ίδια εσωτερική διαμόρφωση με τον υστεροαρχαϊκό ναό· είναι δωρικός περίπτερος, μακρύς και στενός (21,7 m x 58,2 m), με έξι κίονες στις στενές πλευρές και δεκαπέντε στις μακρές. Η κάτοψη αυτή, που θυμίζει τους παλαιότερους ελληνικούς ναούς, παραπέμπει πιθανότατα στον αρχικό ναό και ήταν επιταγή της παράδοσης. Ο πρόδομος και ο οπισθόδομος είχαν από δύο κίονες εν παραστάσι, ενώ ο σηκός χωριζόταν από δύο κιονοστοιχίες σε ένα φαρδύ κεντρικό κλίτος και δύο πολύ στενά πλαϊνά. Στο βάθος του σηκού υπήρχε το άδυτο, μια χαμηλή βάθυνση στο έδαφος, όπου κατέβαινε κανείς με μερικά σκαλιά· εδώ δίνονταν οι χρησμοί.
 
Στο αέτωμα της πρόσοψης, δηλαδή της ανατολικής πλευράς, το θέμα είναι η υποδοχή του Απόλλωνα από μια ομάδα ανθρώπων. Ο θεός εμφανίζεται στο κέντρο της παράστασης επάνω σε τέθριππο άρμα· στα δεξιά του εικονίζονται τρεις όρθιες γυναίκες και στα αριστερά του τρεις άνδρες, από τους οποίους ο πρώτος στρέφεται προς τον Απόλλωνα με υψωμένο το δεξί του χέρι σε μια στάση χαιρετισμού και προσευχής. Στις γωνίες βλέπουμε δύο λιοντάρια, που κατασπαράζουν ένα μοσχάρι το ένα και ένα ελάφι το άλλο. Το θέμα της παράστασης ερμηνεύεται με τη βοήθεια των πρώτων στίχων των Ευμενίδων του Αισχύλου, όπου η Πυθία διηγείται πώς ο Απόλλων ήρθε στους Δελφούς από τη Δήλο, το νησί στο οποίο γεννήθηκε, για να γίνει ο νέος προφήτης του μαντείου, και πώς τον υποδέχθηκε εκεί ο μυθικός βασιλιάς του τόπου, ο Δελφός· αυτός πρέπει να είναι ο άνδρας που χαιρετάει τον Απόλλωνα (Αισχύλος, Ευμενίδες 9-14):
 
«Κι ήρθε [ο Απόλλωνας] από κει [από τη Δήλο] σ᾽ αυτή του Παρνασσού τη χώρα,
όπου τον ξεπροβόδισαν με πολύ σέβας
οι γιοι του Ηφαίστου [οι Αθηναίοι] ανοίγοντας να διαβεί στράτα
κι ήμερη κάνοντας τη γη που ήταν πριν άγρια·
και με τιμές τον δέχτηκε ο λαός μεγάλες
κι ο βασιλιάς Δελφός της χώρας κυβερνήτης.»
 
Στην ανατολική πρόσοψη του ναού υπήρχαν επίσης μαρμάρινα ακρωτήρια, από τα οποία σώζεται το κεντρικό που εικονίζει μια Νίκη. Στο αέτωμα της δυτικής πλευράς, που είναι πώρινο και σώζεται πολύ αποσπασματικά, εικονίζεται η Γιγαντομαχία. Η έντονη δράση δημιουργεί αντίθεση με τη στατική σύνθεση του ανατολικού αετώματος. Ο μύθος της Γιγαντομαχίας ήταν γνωστός σε όλη την Ελλάδα και είδαμε ήδη μιαν απεικόνισή της στους Δελφούς, στη βόρεια πλευρά του θησαυρού των Σιφνίων. Αλλά η μάχη των θεών και των Γιγάντων είχε ιδιαίτερη σημασία για τους Αθηναίους, που την έβλεπαν ως νίκη του πολιτισμού απέναντι στην αγριότητα και την ύφαιναν επάνω στον περίφημο πέπλο που αφιέρωναν στην Αθηνά στα Παναθήναια από το 566 π.Χ. Είναι λοιπόν πολύ πιθανό ότι το θέμα του δυτικού αετώματος του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς το επέλεξαν οι Αλκμεωνίδες που, όπως είδαμε, είχαν αναλάβει την κατασκευή του.
 
Ένας άλλος σημαντικός ναός του Απόλλωνα χτίστηκε τα ίδια περίπου χρόνια στην Ερέτρια. Ο Απόλλων στην Ερέτρια ονομαζόταν Δαφνηφόρος και ήταν ο μεγάλος θεός της πόλης. Ο χώρος λατρείας του θεού βρισκόταν στο κέντρο της πόλης και ο πρώτος ναός του είχε χτιστεί ήδη τον 8ο αιώνα π.Χ. Αλλά στα τέλη του 6ου αιώνα οι Ερετριείς αποφάσισαν να ιδρύσουν έναν μεγάλο ναό διακοσμημένο με γλυπτά. Από τον γλυπτό διάκοσμο του ναού της Ερέτριας διατηρούνται τμήματα των μορφών του δυτικού αετώματος. Το θέμα της παράστασης είναι η αρπαγή της Αμαζόνας Αντιόπης από τον Θησέα. Το μεγαλύτερο σωζόμενο θραύσμα δείχνει τον νεαρό ήρωα που ανασηκώνει την Αμαζόνα, καθώς ετοιμάζεται να ανεβεί στο άρμα του.
 
Στην Ακρόπολη της Αθήνας οι Πεισιστρατίδες αντικατέστησαν τα πώρινα γλυπτά των αετωμάτων του ναού της Αθηνάς, που είχε κατασκευαστεί, όπως είδαμε, στα τελευταία χρόνια του Πεισιστράτου, με μαρμάρινα. Στο ανατολικό αέτωμα διατηρήθηκε το θέμα των δύο λιονταριών, αποδόθηκε όμως με τρόπο διαφορετικό: ενώ στην παλαιότερη σύνθεση τα λιοντάρια σκοτώνουν από ένα μοσχάρι, εδώ καταβάλλουν μαζί έναν ταύρο. Επίσης στο νεότερο σύμπλεγμα τα θηρία δεν στρέφουν το κεφάλι με ανοιχτό το στόμα προς τον θεατή καθώς το θύμα τους κείτεται νικημένο στο έδαφος· αντίθετα, ο ταύρος αντιστέκεται ακόμα και προσπαθεί να ανασηκωθεί, ενώ τα δύο θηρία βυθίζουν τα νύχια και τα δόντια τους στις σάρκες του. Με αυτό τον τρόπο η παράσταση έχει χάσει τον συμβολικό και αποτροπαϊκό της χαρακτήρα και απεικονίζει πλέον με τρόπο ρεαλιστικό τον αγώνα για επιβίωση. Σημαντική είναι η μαρμάρινη σύνθεση του δυτικού αετώματος, η οποία σώζεται δυστυχώς πολύ αποσπασματικά και είναι δύσκολο να αποκατασταθεί στο σύνολό της. Βέβαιο είναι ότι εικονιζόταν ένας αγαπητός στους Αθηναίους μύθος, που είχε, όπως είδαμε, ιδιαίτερο συμβολισμό, η Γιγαντομαχία. Σώζονται αρκετά τμήματα από τη μορφή της Αθηνάς σε στάση επίθεσης, ώστε να είναι δυνατή η αποκατάστασή της, ενώ αξιοπρόσεκτος για το μοτίβο και τη συστροφή του σώματος είναι ένας Γίγαντας πεσμένος στο έδαφος. Τα γλυπτά αυτά είναι αρκετά προχωρημένα από τεχνοτροπική άποψη και μπορούν να χρονολογηθούν στην προτελευταία δεκαετία του 6ου αιώνα (520-510 π.Χ.).
 
Στα ίδια χρόνια οι Πεισιστρατίδες αποφάσισαν να οικοδομήσουν έναν επιβλητικό δωρικό ναό για τον Ολύμπιο Δία στο ιερό του θεού στη νότια πλευρά της πόλης, κοντά στον ποταμό Ιλισό. Οι εργασίες για την κατασκευή του ναού άρχισαν πιθανότατα μετά το 520 π.Χ., αλλά δεν προχώρησαν πολύ, γιατί διακόπηκαν όταν οι Πεισιστρατίδες αναγκάστηκαν να φύγουν από την Αθήνα το 509 π.Χ. Ο ναός, του οποίου τα ερείπια σώζονται ως σήμερα, ξανάρχισε να χτίζεται, ως οικοδόμημα κορινθιακού ρυθμού, τρεισήμισι αιώνες αργότερα με χρήματα του βασιλιά Αντιόχου Δ' της Συρίας και ολοκληρώθηκε τον 2ο αιώνα μ.Χ. από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Αδριανό.
 
Λίγο μεταγενέστερος είναι ο θησαυρός των Αθηναίων στους Δελφούς, που έχει και αυτός αξιόλογο γλυπτό διάκοσμο. Το οικοδόμημα είναι δωρικού ρυθμού (διαστάσεις 9,69 m x 6,62 m), δίστυλο εν παραστάσι, χτισμένο από παριανό μάρμαρο, και αναστηλώθηκε στα χρόνια 1903 ως 1906 με έξοδα του Δήμου Αθηναίων. Οι τοίχοι του θησαυρού είναι γεμάτοι επιγραφές που χαράχθηκαν από τον 3ο αιώνα π.Χ. και έπειτα· ανάμεσά τους υπάρχουν και δύο ύμνοι στον Απόλλωνα γραμμένοι με μουσική σημειογραφία. Από τα αετωματικά γλυπτά σώζονται λίγα μόνο κομμάτια. Μεγάλη σημασία έχουν όμως οι τριάντα συνολικά ανάγλυφες μετόπες (από έξι στις στενές πλευρές και από εννέα στις μακρές), που σώθηκαν σχεδόν όλες, μερικές όμως σε κακή κατάσταση. Οι μετόπες της βόρειας και της δυτικής πλευράς παρίσταναν άθλους του Ηρακλή, ενώ οι μετόπες της νότιας πλευράς, τις οποίες οι επισκέπτες του ιερού έβλεπαν πρώτες καθώς ανηφόριζαν την ιερά οδό προς τον ναό του Απόλλωνα, έδειχναν τα κατορθώματα του Θησέα, του μυθικού βασιλιά που οι Αθηναίοι θεωρούσαν δημιουργό του κράτους τους και θεμελιωτή του δημοκρατικού τους πολιτεύματος. Ανάμεσα στους άθλους του Θησέα ξεχωριστή θέση είχαν οι μάχες του νεαρού ακόμη ήρωα με τους κακούργους (τον Σίνι, τον Σκίρωνα και τον Προκρούστη) που είχαν εγκατασταθεί σε διάφορα σημεία του δρόμου από την Τροιζήνα στην Αθήνα και κακοποιούσαν ή σκότωναν τους ταξιδιώτες. Στις έξι μετόπες της ανατολικής πλευράς (της εισόδου) εικονιζόταν ένα συλλογικό κατόρθωμα, η νίκη των Αθηναίων με αρχηγό τον Θησέα εναντίον των Αμαζόνων, που είχαν εκστρατεύσει εναντίον της πόλης τους.
 
Ο περιηγητής Παυσανίας μάς λέει ότι οι Αθηναίοι έχτισαν τον θησαυρό για τη νίκη τους εναντίον των Περσών στον Μαραθώνα. Αν είναι σωστή η πληροφορία, το κτίσμα πρέπει να χρονολογηθεί μετά το 490 π.Χ. Η γνώμη του Παυσανία οφείλεται μάλλον στην παρουσία, κολλητά με τη νότια πλευρά του θησαυρού, ενός τριγωνικού βάθρου με επιγραφή των αρχών του 5ου αιώνα π.Χ., ανανεωμένη στα ελληνιστικά χρόνια, που λέει ότι οι Αθηναίοι αφιέρωσαν επάνω του λάφυρα (ἀκροθίνια) της μάχης του Μαραθώνα. Αλλά το βάθρο χτίστηκε χωριστά από τον θησαυρό, αφού τα θεμέλιά τους δεν δένουν, και πρέπει να είναι λίγο μεταγενέστερο. Συνεπώς, ο θησαυρός πρέπει να είναι λίγο παλαιότερος από το 490 π.Χ. Με το συμπέρασμα αυτό συμφωνεί η αρχιτεκτονική του κτηρίου, αλλά και η τεχνοτροπία των γλυπτών, όπως η μετόπη που εικονίζει τον Ηρακλή να συλλαμβάνει την Κερυνῖτιν ἔλαφον. Τα γλυπτά του θησαυρού των Αθηναίων συγκρίνονται πολύ καλά με τα τελευταία σημαντικά έργα της αρχαϊκής εποχής καθώς και με αγγειογραφίες της δεκαετίας 500-490 π.Χ. Τα δεδομένα αυτά οδηγούν σε μια χρονολόγηση του θησαυρού των Αθηναίων γύρω στο 500 π.Χ., αμέσως μετά τις πρώτες μεγάλες πολιτικές και στρατιωτικές επιτυχίες της νέας αθηναϊκής δημοκρατίας.

Τι σημαίνει να επιλέγουμε την Αυθεντικότητα;

Αυθεντικότητα είναι η καθημερινή πρακτική του να απαλλασσόμαστε από αυτό που νομίζουμε ότι πρέπει να είμαστε και να αγκαλιάζουμε αυτό που αληθινά είμαστε.

Τι σημαίνει να επιλέγουμε την αυθεντικότητα;


  • Να καλλιεργούμε το θάρρος να είμαστε ατελείς, να θέτουμε όρια και να επιτρέπουμε στον εαυτό μας να είναι ευάλωτος.
  • Να ασκούμε τη συμπόνια που προέρχεται από την επίγνωση ότι είμαστε όλοι φτιαγμένοι και από χαρίσματα και από αδυναμίες.
  • Να θρέφουμε το είδος εκείνο της σύνδεσης και της αίσθησης ότι ανήκουμε, που έρχεται μόνον όταν πιστεύουμε ότι αξίζουμε.
Για να είμαστε αυθεντικοί, χρειάζεται να ασκούμαστε στην Ολόψυχη ζωή και την αγάπη — ακόμα και όταν αυτό είναι δύσκολο, ακόμα και όταν παλεύουμε με την ντροπή και το φόβο ότι δεν είμαστε επαρκείς, και ιδιαίτερα όταν η χαρά είναι τόσο έντονη που φοβόμαστε να αφήσουμε τον εαυτό μας να τη νιώσει.

Με το να ασκούμαστε συνειδητά στην αυθεντικότητα σε εκείνες τις δύσκολες στιγμές της εσωτερικής πάλης, προσκαλούμε στη ζωή μας τις ευλογίες, τη χαρά και την ευγνωμοσύνη.

Η θέα από ψηλά

Αυτό που ερωτεύτηκα, με την πρώτη ματιά, ήταν η θέα  από ψηλά... Χρόνια τώρα! Φυσικά, δεν ήμουν προετοιμασμένος για το μεγαλείο μα ούτε και τις προκλήσεις αυτής της δυνατότητας! Κανείς νομίζω δεν είναι, ποτέ!
 
Τώρα, μετά από δεκαετίες, εμπειρίες και θεάσεις που κόβουν τη λαλιά, το δέος της θέασης από ψηλά παραμένει το ίδιο μαγευτικό, όπως την πρώτη φορά. 
 
Και η ταλάντευση παραμένει. Σου υπενθυμίζει  (η κίνηση) πως ζεις, αναπνέεις σε ένα σώμα, σκέφτεσαι με ένα μυαλό, αντιλαμβάνεσαι με μία συνείδηση. Ακόμα και άλλος να σταθεί ακριβώς δίπλα σου, αντιλαμβάνεται με μια άλλη, ατομική συνείδηση, τα ίδια, όμως διαφορετικά. 
 
Δεν βγάζει νόημα ο κόσμος από χαμηλά, με μικροσκοπικές ματιές, τον πειρασμό των αισθήσεων και το βουητό του νου, που όλο τρέχει και ποτέ δε φτάνει πουθενά. Ανά πάσα στιγμή, όλα ανατρέπονται και είναι αδύνατον να γνωρίζεις το λόγο, να ελέγξεις οτιδήποτε ή να προβλέψεις το βίωμα.
 
Τα πάντα είναι ανεξέλεγκτα - ό,τι κι αν κάνεις -  και η φαινομενική τάξη ή οι προσπάθειές γι' αυτήν, απλά κρύβουν το χαοτικό που φοβούνται να δουν. Τόσο απλά! Αλλά μη αντιληπτά από τους πολλούς...
 
Και η πλάνη της φαινομενικότητας εξακολουθεί να παρασύρει τα εγώ σε ρόλους, επιθυμίες και φοβικές αντιδράσεις, ανίκανα να ξεφύγουν από το μαρτύριο της επανάληψης και τις αντιπαραθέσεις των πεποιθήσεων. 
 
Όμως, σε οποιαδήποτε στιγμή, σε κάθε παρόν, μπορείς να βρεθείς εκεί ψηλά, ταυτόχρονα να αγναντεύεις το Λόγο, τις αιτίες, τις τάσεις, τα "κρυμμένα" φανερά και να παραμένεις εσωτερικά ατάραχος και γαλήνιος ενώ συμμετέχεις, αισθάνεσαι και επιλέγεις.
 
Οι περισσότεροι αγνοούν αυτό το "μέρος", αυτή τη γαλήνη και τη θέαση που ατενίζει τον ορίζοντα, διευρύνει την κατανόηση, ενώνει τα κομμάτια και σου προσφέρει ένα λόγο....τον μοναδικό λόγο να ζεις, να δημιουργείς, να διαφοροποιείσαι. Μπορεί από τη μια στιγμή στην άλλη να χάσεις τα πάντα, να φύγει η γη κάτω από τα πόδια σου, μα αυτή η θέα δε χάνεται, και ο Εαυτός σου δεν κλονίζεται, δεν εγκαταλείπει, δεν πλανάσαι...
 
Και πάμε πάλι για μια ακόμα αρχή, με νέες προκλήσεις και νέες αποκαλύψεις που δεν τελειώνουν πλέον μα ούτε γίνονται λιγότερο θεαματικές. Ας συνεχίζουν όσοι θέλουν τις απειλές, τα αδιέξοδα, το τρέξιμο, τις όποιες θεωρίες...  όλα επιτρέπονται στη χώρα των ονείρων.
 
Η θέα μπορεί να κρύβεται ακόμα και από αυτούς που βρίσκονται στο ίδιο σημείο. Γιατί απλούστατα δεν βλέπουν τα φυσικά μάτια αυτό που η καρδιά δεν μπορεί να δει.

Η καθημερινότητα χτίζει την ευτυχία, κι όχι η προσδοκία της τελειότητας

Το στόμα μου γέμισε από λέξεις που δεν περίμενα πως θα ξαναπώ και η καρδιά μου από συναισθήματα που είχα χάσει. Και όντας τώρα πιο ώριμος από ποτέ, καταλαβαίνω την αξία της παραμικρής λεπτομέρειας που έχω την τύχη να βιώνω.

Γιατί ο χρόνος είναι σοφός δάσκαλος τελικά και όσο κι αν γίνεται αμείλικτος περνώντας, τόσο μου διδάσκει πως η ουσία βρίσκεται στις ελάχιστες εκείνες ώρες που με έχουν κάνει να νιώσω στα βάθη της ψυχής μου, ευγνωμοσύνη για αυτό που λέγεται ζωή.

Μετρώντας χαμόγελα, συζητήσεις, βλέμματα, διαφωνίες, καυγάδες, χαρές, δάκρυα, καταλαβαίνω πια πως άδικα έψαχνα στα μεγάλα τα βήματα μου. Άδικα περίμενα το συγκλονιστικό και το υπέρτατο.

Ξέρεις πότε μου κόπηκε η ανάσα; Όχι μπροστά σε όρκους αιώνιας αγάπης, αλλά μπροστά σε λέξεις όπως νοιάξιμο, σεβασμός, θέλω. Όχι σε σφιχτές αγκαλιές, που μύριζαν ψέμμα, αλλά σε τυχαία αγγίγματα και σε δειλά χάδια στα μαλλιά. Όχι σε υποσχέσεις απραγματοποίητες, αλλά σε αυθόρμητες πράξεις γεμάτες από αλήθεια.

Κι ανακάλυψα ξαφνικά, πως όλο κι όλο, αυτό που είχα ανάγκη, ήταν το απλό, το καθημερινό ταξίδι κι όχι η προσδοκία του τέλειου και παντοτινού.

Κι αν εσύ από φόβο δεν μπορείς να το δεις, εγώ θα το κρατήσω σαν πολύτιμο απόκτημα, σαν προσωπική μας νίκη, αυτό που έχουμε καταφέρει. Κι οφείλω να στο πω τώρα, γιατί κανείς δεν ξέρει το μέλλον. Κι έχω πάψει να πιστεύω σε σταθερές και στα για πάντα.

Δημιουργούμε δικές μας αναμνήσεις, χτίζουμε δικές μας γέφυρες επικοινωνίας και μοιραζόμαστε ανιδιοτελώς τον κακό και τον καλό μας εαυτό, με έναν κώδικα στα μέτρα μας, που λίγοι τον καταλαβαίνουν.

Και στο λέω με όλη την αγάπη που έχω μέσα μου κι όλη την πείρα που απέκτησα. Καταφέρνουμε και φτιάχνουμε ζωή μέσα απ’ αυτό. Και είμαι σίγουρος πως κάποτε θα το καταλάβεις και θα γεμίσεις από λογιών λογιών αισθήματα. Ξέρεις τι εύχομαι κι ελπίζω; Τότε να είμαι ακόμα εδώ…

Μα που πήγαν οι καλοί μας τρόποι;

Η ευγένεια είναι μία από τις πιο σημαντικές αρετές που οι βάσεις της διδάσκονται από την παιδική ηλικία, προκείμενου να υπάρχει μια αρμονική συνύπαρξη με τους γύρω μας. Για θυμηθείτε εκφράσεις όπως « Τι θα πούμε που μας πρόσφεραν γλυκό; - Ευχαριστώ πολύ κύριε!» ή «Ζήτησε το ευγενικά. – Σας παρακαλώ, μπορώ να έχω ένα ποτήρι νερό;». Ωστόσο έχει παρατηρηθεί πως στις μέρες αρχίζει να εκλείπει αυτή η σημαντική αρετή.

Αναρωτιέμαι μήπως οι λόγοι αφορούν τους γρήγορους ρυθμούς της κοινωνίας μας; Μήπως τρέχουμε να προλάβουμε τα αδύνατα δυνατά και καταλήγουμε να ξεχάσουμε την ανθρωπιά μας και τους τρόπους μας; Μήπως το άγχος μας και οι στενοχώριες μας, μας απομονώνουν από τους υπολοίπους και το τελευταίο που θα σκεφτεί κάποιος… είναι να πει «Καλημέρα» στον γείτονα, να χαρίσει το χαμόγελο του… έστω και βεβιασμένα.

Σκέφτομαι επίσης, πως οι καλοί τρόποι δεν εκδηλώνονται μόνο με λόγια ή με κάποια συμπεριφορά αλλά και με πράξεις. Εκλείπουν όμως, δυστυχώς, και οι ευγενικές πράξεις. Εκλείπουν οι gentlemen και οι τρόποι καλής συμπεριφοράς. Να σου ανοίξουν την πόρτα, να ενδιαφερθούν για τον συνάνθρωπο.

Κρίμα… πολύ κρίμα!

Με το να χάσει ένας άνθρωπος την ευγένεια του, σημαίνει πως έχει ήδη χάσει το χαμόγελο του. Είναι αλληλένδετες έννοιες αυτές… Δεν νομίζω να υπάρχει αγενές άτομο που να χαμογελάει. Η ευγένεια είναι ένας τρόπος μετάδοσης θετικής ενέργειας. Ο άνθρωπος που θα σε ρωτήσει τι κάνεις; – πώς νιώθεις; Και σε ρωτάει από πραγματικό ενδιαφέρον, θα σου προκαλέσει υποσυνείδητα ένα χαμόγελο, η σκέψη πως κάποιος ενδιαφέρεται για τα συναισθήματα σου και την υγεία σου.

Αυτό που έχω παρατηρήσει πάντως, είναι πως στην επαρχία, ακόμα, οι άνθρωποι είναι «έξω» καρδιά. Θα χαιρετήσουν όλους τους περαστικούς, γνωστοί ή άγνωστοι, θα σε κάνουν να νιώσεις πως είσαι και εσύ κάτοικος του χωριού, μέρος της κοινωνίας τους και εντέλει θα νιώσεις ένα χαμόγελο να σχηματίζεται στα χείλη σου. Είναι οι άνθρωποι που με την ευγένεια τους είτε θα σε κεράσουν κάτι είτε θα προθυμοποιηθούν να σε εξυπηρετήσουν σε οτιδήποτε τους ζητηθεί. Άρα αν τελικά το θέμα εντοπίζεται στις μεγαλουπόλεις, μήπως η αστικοποίηση που προκάλεσε τον εγκλεισμό των ανθρώπων στα σπίτια τους, στους εαυτούς τους, είναι η κύρια αιτία; Ή μήπως όχι;

Όπως και να έχει, ο ευγενικός άνθρωπος ξεχωρίζει μέσα στο πλήθος. Είναι αυτός που θα εκφραστεί μόνο θετικά ή αν θελήσει να εκφράσει μία άποψη αντίθετη από τη δικιά μας θα μιλήσει με λεπτότητα και δεν θα μας φέρει σε δύσκολη θέση. Είναι ο άνθρωπος που γνωρίζει πως όλοι μας έχουμε τις καλές μας και τις κακές μας μέρες και θα το σεβαστεί. Είναι ο άνθρωπος που σπανίζει αλλά αν το βρείτε… κρατήστε τον για πάντα στη ζωή σας. Θα σας βοηθήσει να δείτε τα πράγματα πιο αισιόδοξα!

Ο Σταυρός του Dali και η Τέταρτη Διάσταση

Ο Σταυρός του Dali και η Τέταρτη Διάσταση: Διαβάζοντας για την σύνδεση της τέταρτης διάστασης με την τέχνη, θυμήθηκα το έργο του Salvador Dali και τις πληροφορίες που κουβαλάει όσον αφορά τον χρόνο, την επιστήμη, τα μαθηματικά, την φυσική και τα απόκρυφα στοιχεία του Κόσμου. Το αγαπημένο μου από τα έργα του δεν είναι η Σταύρωση (Crucificion–Corpus Hypercubus, 1954)(*tip 1.2) όμως εκφράζει σε συνδυασμό με τον Μυστικό Δείπνο (Last Supper,1955) όσα πιστεύω πως προσπάθησε να περάσει ο δημιουργός τους ώστε να διαμορφωθεί μια νέα οπτική αναφορικά με τον χρόνο, την θέωση, και την Ανάσταση του Ιησού. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την φράση ενός καθηγητή μου στο Πανεπιστήμιο όταν με είχε δει με το λεύκωμα του Dali στα χέρια να μελετώ τον συγκεκριμένο πίνακα: “Δεν μπορείς να φανταστείς τι κρύβει μέσα αυτό το έργο… κι εγώ κάποτε νόμιζα ότι ήταν απλώς άλλος ένας υπερρεαλιστής».

Ο Θεός δεν είναι μόνο ουσία αλλά και Άκτιστο Φως, δηλαδή ενέργεια. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να δει την ουσία του θεού ούτε το αληθινό Του πρόσωπο διότι θα τον συνθλίψουν: «ου γαρ μη ίδη άνθρωπος το πρόσωπόν μου και ζήσεται» (Εξ. λγ’, 20).Ο Θεός εκδηλώνει την Χάρη Του στον άνθρωπο με τις ενέργειες Του , τις οποίες ο άνθρωπος κοινωνεί διαμέσου της ελεύθερης βούλησης και με αυτό τον τρόπο ενώνεται με το θείο. Αν οι άνθρωποι είχαν την αντίληψη να αναγνωρίζουν τις ενέργειες του Θεού, τότε θα γίνονταν οι ίδιοι θεοί (αυτό ίσως συνέβη με την βρώση του Απαγορευμένου Καρπού, οι πρωτόπλαστοι «είδαν» κι έγινε η αιτία της αποπομπής των Πρωτόπλαστων από τον Παράδεισο). Η θέωση, επίσης, συνδέθηκε μετά τον ερχομό του Ιησού με την Αθανασία διότι κατόρθωσε με τις δύο τέλειες φύσεις Του, να θεοποιηθεί από το Πνεύμα και να θεοποιήσει τη Σάρκα νικώντας τον θάνατο. («Που σου Θάνατε το κέντρο, που σου Άδη το Νίκος;» –Δοξολογία της Αναστάσεως του Μεγάλου Σαββάτου). Με την θυσία Του έδωσε το ένα χέρι στον άνθρωπο και κρατώντας από το άλλο τον Δημιουργό άνοιξε τον δρόμο της επικοινωνίας και έδωσε την ευκαιρία ώστε να γευτεί ο θνητός την Αιώνια Ζωή μέσω της Θείας Ενανθρώπισης. Αυτό είναι ένα από τα μυστήρια της χριστιανικής πίστης.

Ας έρθουμε όμως στον Dali.

Στην Σταύρωση, ο Χριστός απεικονίζεται στον Σταυρό του Μαρτυρίου χωρίς τα παραδοσιακά σύμβολα του Θείου Πάθους παρόλο που έχει διατηρηθεί η συνήθης μορφή των αγιογραφιών, το μυστηριακό φως και οι σκιάσεις˙ απουσιάζουν, δηλαδή, το ακάνθινο στεφάνι από το κεφάλι Του καθώς και τα καρφιά από τα χέρια και τα πόδια Του ενώ έχει στραμμένο το πρόσωπο Του ώστε να μην είναι ορατό. Ο ίδιος ο ζωγράφος απέδιδε τις παραλείψεις –και στα δύο έργα που έχουν θέμα την Σταύρωση- στην διάθεση του να φιλοτεχνήσει τον Χριστό «όμορφο σαν θεό, όπως Αυτός πράγματι ήταν» και συνέχισε να είναι μετά την Ανάσταση εφόσον η κακία και το μένος που εκδηλώθηκαν εναντίον Του δεν τον άγγιξαν καν κι έγιναν η δοκιμασία που υπέστη για να υπερβεί την ανθρώπινη φύση Του, να απεκδυθεί την σάρκα και να υλοποιήσει την μετάβαση Του από το επίγειο και το εγκόσμιο, στο πνευματικό Βασίλειο της Άλλης Ζωής, όπου κι αν βρίσκεται αυτό στο Σύμπαν. Εδώ, πολύ ταπεινά, θα τολμήσω να προσθέσω ότι το πρόσωπο Του δεν επέτρεψε ο ζωγράφος να είναι ορατό επειδή ακριβώς ο Θεός δεν αποκαλύπτεται στον άνθρωπο αλλά και για να δηλώσει την αποστροφή Του για την ανθρώπινη θηριωδία.

Το θέμα όμως του πίνακα στην ουσία είναι ο Σταυρός- Όχημα, ο οποίος έχει την μορφή του Υπερκύβου, και όχι ο Ιησούς. Πριν αποφασίσω να γράψω το συγκεκριμένο άρθρο έκανα μεγάλες συζητήσεις με ένα φίλο μαθηματικό κι έναν φίλο φυσικό για να είμαι σίγουρη ότι θα μπορέσω να αποδώσω σωστά ή όσο το δυνατόν σωστότερα τις έννοιες που θα χρησιμοποιήσω για να υποστηρίξω την οπτική μου.

Οπότε, από μαθηματικής σκοπιάς, διάσταση είναι ένας φυσικός αριθμός ή το άπειρο, ο οποίος αποτελεί χαρακτηριστικό ενός μαθηματικού αντικειμένου ή δομής, ενώ ταυτόχρονα είναι η ειδοποιός διαφορά μεταξύ διαφορετικών αντικειμένων παρόμοιας φύσης-δομής, δηλαδή ξεχωρίζει δύο όμοια αντικείμενα˙ στην περίπτωσή μας όμως, η διάσταση του χρόνου δεν ερμηνεύεται με αυτό τον τρόπο. Η συνηθισμένη λαϊκή αντίληψη της έννοιας της διάστασης δεν ταυτίζεται πλήρως με την μαθηματική, η οποία αντιμετωπίζει κάθε μία από τις τέσσερις διαστάσεις (αλλά και οσοδήποτε μεγάλο πλήθος διαστάσεων ακόμα) ισάξια και χωρίς να είναι αναγκαστικά σε αναλογία με τον πραγματικό κόσμο. Ως οντότητα της φυσικής όμως, ο χρόνος λειτουργεί ως τέταρτη διάσταση, όχι χωρική, δηλαδή δεν χρησιμοποιείται για να περιγράψει την θέση ενός αντικειμένου στον χώρο των τριών διαστάσεων (αυτή μένει σταθερή αν το αντικείμενο δεν κινείται, για παράδειγμα), αλλά για να γίνεται ευδιάκριτο ότι ένα φαινόμενο εξελίσσεται (ένα ακίνητο αντικείμενο στις τρεις διαστάσεις, με την προσθήκη του χρόνου ως διάσταση, ‘’κινείται’’ πλέον σε ημιευθεία). Ο χρόνος μπορεί να εκληφθεί ως μια νέα μεταβλητή και φυσικά εξελίσσεται μόνο ‘’μπροστά’’, υπό την έννοια ότι μόνο αυξάνει. Μεταφράζοντας αυτό το γεγονός έχουμε ότι κινούμαστε πάνω σε μία ευθεία που ‘’δείχνει το μέλλον’’.

Ένας υπερκύβος είναι το πολυδιάστατο ανάλογο του συνηθισμένου τετραγώνου (διάστασης δύο) και του συνηθισμένου κύβου (διάστασης τρία), δηλαδή είναι το ”ίδιο” αντικείμενο σε ανώτερες διαστάσεις, πάνω από τρεις. Ένας τρόπος να φανταστεί κανείς τη μορφή ενός υπερκύβου στις τέσσερις διαστάσεις, είναι να δει πρώτα, υπό μια νέα οπτική, τη μορφή ενός κύβου στις τρεις διαστάσεις, ως εξής: παίρνοντας έναν τρισδιάστατο διάφανο κύβο και φωτίζοντάς τον μέσω μίας πηγής φωτός η οποία βρίσκεται στο εξωτερικό του και υπό γωνία, δημιουργείται μία σκιά στο επίπεδο (το οποίο έχει φυσικά διάσταση δύο). Το σχήμα που προκύπτει, δεν είναι άλλο, από την γνωστή αναπαράσταση ενός κύβου σε χαρτί, όπως θυμούνται οι περισσότεροι από το σχολείο (μια προβολή ενός αντικειμένου διάστασης τρία σε χώρο διάστασης δύο), η οποία βέβαια δεν είναι απόλυτα πιστή, καθώς γεωμετρικά χαρακτηριστικά-πληροφορίες χάνονται στο πέρασμα σε κατώτερη διάσταση. Μπορούμε να σκεφτούμε και αντίστροφα, δηλαδή ξεκινώντας από το σχήμα που φτιάχνει η σκιά αυτή και αναγνωρίζοντάς το, είμαστε σε θέση να καταλάβουμε το στερεό από το οποίο προήλθε, δηλαδή το στερεό εκείνο που υπό το φως δημιουργεί τη γνωστή αυτή σκιά. Άρα, συμπερασματικά ότι στα χέρια μας κρατάμε έναν κύβο. Κατόπιν, φανταζόμαστε ότι ζούμε στις τέσσερις διαστάσεις και εντελώς ανάλογα, κρατώντας αυτή τη φορά στα χέρια μας έναν υπερκύβο (διάστασης τέσσερα), θα δούμε στον χώρο (στη θέση του επιπέδου αυτή τη φορά, με διάσταση τρία) τη σκιά ενός υπερκύβου:

Η αναπαράσταση αυτή δεν είναι πιστή, όπως και προηγουμένως, αλλά είναι η μόνη δυνατότητα που έχουμε για να τον αντιληφθούμε. Επίσης, αν φανταστούμε ότι από ένα τετράγωνο φτιάχνουμε έναν κύβο, με το να το κινήσουμε στον χώρο, μπορούμε να σκεφτούμε ότι από κύβο φτιάχνουμε έναν υπερκύβο, κινώντας τον στον χώρο των τεσσάρων διαστάσεων:

Σχετικά με την κίνηση σχημάτων που μόλις αναφέρθηκε, απαιτείται μια ακόμα παρατήρηση που συνδέεται και με την απεικόνιση στον πίνακα του Dali. Στο παρακάτω σχήμα, φαίνονται έξι τετράγωνα τα οποία όταν διπλωθούν δημιουργούν έναν κύβο:

Αν αντί για τετράγωνα ξεκινήσουμε με κύβους (όπως στον πίνακα του Dali), λογικό είναι να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι (αν μπορούσε να πραγματοποιηθεί με κάποιον τρόπο) η προηγούμενη διαδικασία θα έχει ως αποτέλεσμα έναν υπερκύβο. Λέμε λογικό, γιατί γενικεύουμε με φυσιολογικό τρόπο την κατάσταση στις μικρότερες διαστάσεις, όπως κάνουμε όση ώρα αναφερόμαστε στους υπερκύβους. Η λογική-μαθηματική ορθότητα της γενίκευσης αυτής, ποσώς ενδιαφέρει έναν ζωγράφο άλλωστε. Μια αφηρημένη σύνδεση μεταξύ εννοιών σε ένα έργο τέχνης δεν παύει να είναι αναληθής (ούτε και αναγκαστικά αληθής – στην πραγματικότητα, σκοπός ενός πίνακα δεν είναι, εν γένει, η αναζήτηση ή απεικόνιση της αλήθειας αλλά η παρουσίαση του ίδιου πράγματος υπό μια διαφορετική οπτική).

Ο Dali, λοιπόν, τοποθετώντας τον Εσταυρωμένο -να αιωρείται σχεδόν, χωρίς να είναι καρφωμένος- πάνω στις προεκτάσεις του Υπερκύβου θέλησε να προτείνει την ιδέα πως ο Ιησούς μέσα από τα Πάθη και την οδύνη που βίωσε πάνω στο Σταυρό «πλήρωσε» στο Ανώτερο Ον, το τίμημα του Προπατορικού Αμαρτήματος ανοίγοντας την Πύλη του Άδη ώστε να κατέβει και να αναστήσει, ως νέος Αδάμ, τον πρώτο Αδάμ, δίνοντας στον άνθρωπο την ευκαιρία να βγει από την παγίδα της έκπτωσης, ανεβαίνοντας ξανά στο επίπεδο της συνειδητότητας από το οποίο είχε εκπέσει μέσω της οδού που κατόρθωσε να διανοίξει ο Χριστός, στο χώρο και στο χρόνο. Ο χωροχρόνος είναι μία ενιαία έννοια που δεν μπορεί να διαχωριστεί. Τώρα, βρίσκομαι σε μια θέση που έχει μήκος, πλάτος και ύψος και σε λίγο θα είμαι σε μια άλλη θέση, κάποια άλλη χρονική στιγμή. Ο Ιησούς κατάφερε να δημιουργήσει μια «τρύπα» στο χώρο και στο χρόνο και μέσω της ανθρώπινης πίστης στο θαύμα της Ανάστασης να γίνει αιώνιος και να κουβαλήσει μαζί του σε αυτή την κατάσταση και όποιον κοινωνεί την σάρκα και το αίμα Του. Μας κουβαλάει μαζί Του στο ταξίδι της Αιωνιότητας, όπως κουβάλησε και τον Σταυρό-Όχημα Του μέχρι το Γολγοθά και μας έδωσε την δυνατότητα μέσω της δύναμης της πίστης που δίδαξε να αντιληφθούμε πόσο ευμετάβλητος μπορεί να γίνει ο εικονικός κόσμος που μας φιλοξενεί.

Στον Μυστικό Δείπνο του Dali, οι μαθητές πλαισιώνουν σε στάση προσευχής τον Ιησού, διότι μέσω αυτής έρχεται η επικοινωνία και η επαφή με τον άυλο θείο κόσμο που μας περιβάλλει αλλά δεν έχουμε την δυνατότητα να δούμε λόγω της έκπτωσης και του εγωισμού της ανθρώπινης φύσης. Στην γλώσσα της γιόγκα πρακτικής, ο εγωισμός είναι το πέπλο που εμποδίζει τον άνθρωπο να δει τον κόσμο με τα πραγματικά του χρώματα˙ αυτό το πέπλο μπορεί να σηκωθεί μέσω του διαλογισμού και το αναφέρω για να κάνω τον παραλληλισμό με την διαδικασία της προσευχής, καταδεικνύοντας το γεγονός πως τελικά όλες οι θρησκείες προσπαθούν με την βοήθεια του νου που αποτελεί πομπό και δέκτη επικοινωνίας με τον Κόσμο, να βγάλουν τον άνθρωπο από την χωρο-χρονική παγίδα στην οποία βρίσκεται εγκλωβισμένος . Με την βοήθεια του νου και την πίστη στο Ανώτερο Ον ταξιδεύουμε στο χρόνο και προσαρμόζουμε το χώρο.

Πίσω από τον Ιησού βρίσκεται το σώμα Του – χωρίς να απεικονίζεται το κεφάλι, δηλώνοντας έτσι και πάλι ότι οι άνθρωποι δεν μπορούν να Τον αντικρύσουν – όρθιο στο σχήμα του Σταυρού, ενώ ο κορμός Του είναι διάφανος και περιβάλλει ένα χρυσό δωδεκάεδρο (στις ακτίνες του οποίου κυριαρχεί ο χρυσός αριθμός φ ή αλλιώς Θεϊκή Αναλογία, αντιπροσωπεύοντας την χρυσή τομή, η οποία βρίσκεται παντού στη φύση και στην τέχνη, όπως στον Παρθενώνα και τις Πυραμίδες, ενώ κι ο Dali την χρησιμοποίησε επηρεασμένος από τα έργα του Matila Ghyka) προσφέροντας θέα σε ένα υπέροχο γαλήνιο παραλιακό τοπίο (Παράδεισος)˙ ο Χριστός ξεκλείδωσε με την οδύνη του μαρτυρίου την Πύλη για τον Κήπο της Εδέμ και την αιωνιότητα, τρόπον τινά, νικώντας τον χρόνο και μεταβάλλοντας το χώρο.

Πρόσφατως, παρακολούθησα μια ταινία (Live by Night,2016) και ο ακόλουθος διάλογος εμπεριέχει αφαιρετικά όλα τα παραπάνω που προσπάθησα να συνδέσω:

«Where is Ηeaven in the sky?»

«This is Ηeaven right here. We’re in it now”

«And why it feels like Hell, then?»

«Because…we fucked up”

Αν πάψουμε να ερμηνεύουμε τις λέξεις με την έννοια και την σημασία που τους έχει επιβάλλει η ορθοδοξία θα ανακαλύψουμε ότι κρύβουν και ταυτοχρόνως αποκαλύπτουν την αλήθεια για πολλά μεταφυσικά ζητήματα που συζητάμε. Ο Κήπος της Εδέμ, επί παραδείγματι, θα μπορούσε να συμβολίζει μια άλλη διάσταση- ανώτερο επίπεδο συνειδητότητας από την οποία προήλθαμε (εκπέσαμε) και η είσοδος ή η επιστροφή σε αυτήν μπορεί να είναι ο θάνατος του θνητού μας σαρκίου ή η αφύπνιση της ενόρασης που διαθέτουμε.

Ο άλλος πίνακας του Dali, o μοναδικός που απεικονίζει την σταύρωση πανοραμικά είναι “Ο Χριστός του Αγίου Ιωάννη του Σταυρού» (1951)(*tip3,4), ο οποίος λέγεται πως είναι εμπνευσμένος από ένα σχέδιο (φυλάσσεται στην μονή της Ενσάρκωσης στην Άβιλα) του Ισπανού μυστικιστή Αγίου Ιωάννη κι από το όνειρο που είδε ο ίδιος για ένα κύκλο -που φαντάστηκε πως είναι ο πυρήνας του ατόμου- μέσα σε ένα ακαθόριστο τρίγωνο. Ο πίνακας έγινε στόχος βανδαλισμού από κάποιον φανατικό τη δεκαετία του πενήντα θεωρώντας τον ανατρεπτικό και αιρετικό, επιβεβαιώνοντας για άλλη μια φορά πώς η ανθρώπινη βλακεία είναι αήττητη και πως είμαστε τυφλοί απέναντι στην διαφορετική οπτική των πραγμάτων που μας προσπαθεί να μας προσφέρει η τέχνη, ψάχνοντας μάταια φως στο σκοτάδι.

*Tip 1: Ο Dali υποστήριζε πως το Corpus HyperCubus (Σταύρωση) βασίστηκε στη θεωρία του Discurso sobre la forma cubica του αρχιτέκτονα Juan de Ηerrera (16oς αιώνας)

*Tip 2:Κάτω και αριστερά στην Σταύρωση απεικονίζεται ως προσκυνήτρια με πλούσια ενδύματα η σύζυγος του Dali, η περίφημη Gala, στην θέση που παραδοσιακά βρίσκεται συνήθως η Παναγία.

*Τip 3: Ο Dali για να φιλοτεχνήσει την εικόνα του Ιησού χρησιμοποίησε ως μοντέλο τον αμερικάνο ηθοποιό Russ Saunders, διάσημο σωσία του Hollywood.

*Τip4: Οι ανθρώπινες μορφές στην παραλία προέρχονται από το έργο του Louis Le Nain Χωρικοί μπροστά στο σπίτι τους και από ένα προσχέδιο του Diego Velazquez με το όνομα Παράδοση της Μπρέντα.

Γιατί κρίνουμε τους άλλους ασυνείδητα

Δεν αποτελεί μυστικό ότι η κριτική είναι βαθιά ριζωμένη στο ανθρώπινο είδος. Σκεφτείτε το: Κρίνουμε τον εαυτό μας – τις σκέψεις, την εμφάνιση και τα συναισθήματά μας (και μετά μας επικρίνουμε που έχουμε τέτοιες τάσεις). Κρίνουμε τους άλλους – τις αποφάσεις, τις εμπειρίες και το παρελθόν τους. Αναλύουμε συνεχώς και επικρίνουμε κάθε πράξη ώστε να βγάλουμε νόημα.

Η κριτική βρίσκεται και στην καρδιά της συστημικά ρατσιστικής κοινωνίας μας. Σύμφωνα με τον Shaman Durek, συγχωνεύουμε ηθικές αξίες στην κρίση μας για τους άλλους, διαιωνίζοντας σκληρές προκαταλήψεις που ενσωματώνονται στον πολιτισμό μας. «Η κριτική μας τυφλώνει. Ποτέ δεν θα με δεις, δεν θα με μάθεις, επειδή αυτό που βλέπεις είναι αυτό που ο εγκέφαλός σου σού λέει να δεις».

Η κριτική επεμβαίνει επιθετικά στην κοινωνία μας, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι’ αυτή. Σύμφωνα με τον Durek, ο πραγματικός λόγος που κρίνουμε τους άλλους είναι πιο απλός απ’ ότι νομίζουμε και απλώς χρειάζεται περισσότερη πρόθεση και κόπος για να απελευθερωθούμε από τον φαύλο κύκλο.

Γιατί κρίνουμε τους άλλους

Σύμφωνα με τον Durek, η κριτική είναι απλώς μια αντίδραση στο φόβο. Αποτελεί τον μηχανισμό προστασίας μας, ώστε να μην χρειαστεί να αλληλεπιδράσουμε με το άγνωστο. Όταν δεν έχουμε αρκετές πληροφορίες για κάποιον, το έμφυτο ένστικτό μας είναι να τον φοβηθούμε αντί να επιχειρήσουμε να τον μάθουμε.

Δεν είναι επειδή έχουμε κακές προθέσεις - per se. Αντιθέτως, αυτή η αποστροφή για το άγνωστο είναι που έχει εισχωρήσει εδώ και αιώνες στον πολιτισμό μας. Πράττουμε με αυτό τον τρόπο επειδή δεν έχουμε διδαχθεί συναισθηματική νοημοσύνη κατά την ανατροφή μας.
Τι μπορούμε να κάνουμε;

Θα χρειαστεί συνειδητή δράση για να στραφούμε ενάντια σε αυτά τα βαθιά ριζωμένα επικριτικά ένστικτα. Το πρώτο βήμα; Ενημέρωση και πληροφόρηση. Μάθετε από όποιες αξιόπιστες πηγές έχετε διαθέσιμες και μη φοβάστε να κάνετε ερωτήσεις.

Αφού αφοσιωθούμε στην παιδεία και στην μάθηση, ο Durek λέει ότι το επόμενο βήμα είναι να απομακρυνθούμε από τη νοοτροπία του να κατηγορούμε, να ντροπιάζουμε και οπωσδήποτε να ονοματίζουμε. Το σύστημα είναι σχεδιασμένο έτσι ώστε να μας κρατά διχασμένους και διαιρεμένους, να απεχθανόμαστε ο ένας τον άλλο και να εν τέλει να ζούμε καταπιεσμένα.

Γι’ αυτό και είναι τόσο σημαντικό να ενωθούμε. Μόνο έτσι μπορούμε να εναντιωθούμε σε ένα τέτοιο σύστημα. Ας μετατρέψουμε το θυμό μας σε καύσιμο για να προχωρήσουμε προς τη δημιουργία μιας αληθινής αλλαγής.

Το συμπέρασμα; Για να μπορέσουμε να απελευθερώσουμε τον ίδιο τον εαυτό μας από την κριτική, χρειάζεται να προσεγγίσουμε το άγνωστο με γενναιόδωρη περιέργεια, όχι φόβο. Χρειάζεται να νιώσουμε άνετα να ρωτάμε τους ανθρώπους για τη δική τους κουλτούρα και να μην επαναλαμβάνουμε την ντροπή και το φταίξιμο. Όπως τονίζει και ο Durek «Είμαστε αρκετά νοήμονες να στραφούμε στην αγάπη, ασχέτως του τι βλέπουμε ή ακούμε».

Erich Fromm: Η επιθετικότητα γεννάται από τον φθόνο και τη ζήλια

Σχετική με την επιθετικότητα που προκύπτει από τη διάψευση είναι η εχθρότητα που γεννάται από τον φθόνο και τη ζήλια. Τόσο η ζήλια όσο και ο φθόνος αποτελούν ένα ιδιαίτερο είδος διάψευσης. Προκαλούνται από το ότι ο Β έχει ένα αντικείμενο που επιθυμεί ο Α ή ότι τον αγαπάει ένα άτομο την αγάπη του οποίου επιθυμεί ο Α. Το μίσος και η εχθρότητα ξυπνούν στον Α και στρέφεται κατά του Β, ο οποίος γίνεται αποδέκτης εκείνου που επιθυμεί και δεν μπορεί να αποκτήσει ο Α. Ο φθόνος και η ζήλια είναι διαψεύσεις, που τονίζονται όχι μόνο από το ότι ο Α δεν λαμβάνει αυτό που επιθυμεί, αλλά από το ότι ένα άλλο άτομο ευνοείται αντί για εκείνον. Η ιστορία του Κάιν- που χωρίς να φταίει δεν του δείχνουν αγάπη-, ο οποίος σκοτώνει τον ευνοούμενο αδελφό του, και η ιστορία του Ιωσήφ και των αδελφών του αποτελούν κλασικές εκδοχές ζήλιας και φθόνου. Η ψυχαναλυτική φιλολογία προσφέρει πλούσια κλινικά δεδομένα σχετικά με αυτά τα φαινόμενα.

Ένα ακόμη είδος βίας που σχετίζεται με την αντιδραστική αλλά προχωρά ήδη ένα βήμα παραπέρα, προς την κατεύθυνση της παθολογίας, είναι η εκδικητική βία. Έχει τον ανορθολογικό σκοπό να αναιρεί μαγικά αυτό που έχει συμβεί πραγματικά. Συναντάμε την εκδικητική βία τόσο σε άτομα όσο και μεταξύ των πρωτόγονων και πολιτισμένων ομάδων. Αναλύοντας την ανορθολογική φύση αυτού του είδους βίας, μπορούμε να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο πέρα. Το κίνητρο της εκδίκησης είναι αντιστρόφως ανάλογο με τη δύναμη και την παραγωγικότητα μιας ομάδας ή ενός ατόμου. Οι ανίσχυροι και οι ανάπηροι έχουν μόνο μία καταφυγή για να αποκαταστήσουν την αυτοεκτίμησή τους αν αυτή πλήγηκε από τη βλάβη που υπέστησαν- να πάρουν εκδίκηση σύμφωνα με το lex talionis: “οφθαλμό αντί οφθαλμού”. Από την άλλη, το άτομο που ζει παραγωγικά δεν έχει καμία τέτοια ανάγκη ή την έχει ελάχιστα. Ακόμη και αν πληγώθηκε, προσβλήθηκε και υπέστη βλάβη, η ίδια η διαδικασία της παραγωγικής ζωής το κάνει να ξεχνά τη βλάβη του παρελθόντος. Η ικανότητα παραγωγής αποδεικνύεται ισχυρότερη από την επιθυμία εκδίκησης. Το αληθές αυτής της ανάλυσης μπορεί εύκολα να αποδειχτεί από εμπειρικά δεδομένα στην ατομική και την κοινωνική κλίμακα. Το ψυχαναλυτικό υλικό καταδεικνύει ότι το ώριμο, παραγωγικό άτομο παρακινείται λιγότερο από την επιθυμία εκδίκησης απ’ ό,τι το νευρωτικό άτομο, που δυσκολεύεται να ζήσει ανεξάρτητα και εν ολοκληρία και που συχνά έχει την τάση να βασίζει ολόκληρη την ύπαρξή του στην επιθυμία εκδίκησης. Στις σοβαρές μορφές ψυχοπαθολογίας, η εκδίκηση γίνεται ο κυρίαρχος στόχος στη ζωή του, εφόσον δίχως την εκδίκηση όχι μόνο η αυτοεκτίμηση αλλά και η αίσθηση του εαυτού και της ταυτότητάς του απειλούνται να καταρρεύσουν. Ομοίως, διαπιστώνουμε ότι στις πιο οπισθοδρομικές ομάδες (από οικονομική, πολιτιστική ή συναισθηματική άποψη) το αίσθημα της εκδίκησης φαίνεται να είναι ισχυρότερο. Αρκεί να πούμε εδώ ότι με δεδομένο τον έντονο ναρκισσισμό με τον οποίο είναι προικισμένη η πρωτόγονη ομάδα, οποιαδήποτε προσβολή του αυτοειδώλου της είναι τόσο καταστροφική, που είναι απολύτως φυσικό να προκαλέσει έντονη εχθρότητα.

Ως αντισταθμιστική βία κατανοώ τη βία υπό τη μορφή αντικαταστάτη της παραγωγικής δραστηριότητας που εμφανίζεται σε ένα ανίκανο άτομο. Για να κατανοήσουμε τον όρο “ανικανότητα” όπως χρησιμοποιείται εδώ, πρέπει να προβούμε σε ορισμένες προκαταρκτικές σκέψεις. Παρότι ο άνθρωπος είναι το αντικείμενο των φυσικών και κοινωνικών δυνάμεων που τον εξουσιάζουν, ταυτόχρονα δεν αποτελεί μόνο αντικείμενο των περιστάσεων. Διαθέτει τη βούληση, την ικανότητα και την ελευθερία να μεταμορφώσει και να αλλάξει τον κόσμο- μέσα σε ορισμένα όρια. Αυτό που έχει σημασία εδώ δεν είναι το εύρος της βούλησης και της ελευθερίας, αλλά το ότι δεν μπορεί να ανεχτεί την απόλυτη παθητικότητα. Ωθείται να αφήσει το αποτύπωμά του στον κόσμο, να μεταμορφώσει και να αλλάξει, και όχι να μεταμορφωθεί και να αλλάξει ο ίδιος. Αυτή η ανθρώπινη ανάγκη βρίσκει έκφραση στις προϊστορικές τοιχογραφίες σπηλαίων, σε όλες τις τέχνες, στην εργασία και τη σεξουαλικότητα. Όλες αυτές οι δραστηριότητες είναι το αποτέλεσμα την ικανότητας του ανθρώπου να κατευθύνει τη βούλησή του προς έναν στόχο και να εμμένει στην προσπάθειά του μέχρι να τον φτάσει. Η δυνατότητα να χρησιμοποιήσει με αυτόν τον τρόπο τις δυνάμεις του ονομάζεται ικανότητα. (Η σεξουαλική ικανότητα είναι μόνο μια μορφή ικανότητας.)

Αν για λόγους αδυναμίας, άγχους, ανεπάρκειας και ούτω καθεξής ο άνθρωπος δεν είναι σε θέση να δράσει, αν είναι ανίκανος, τότε υποφέρει. Αυτό το μαρτύριο λόγω ανικανότητας έχει τις ρίζες του στο ότι η ανθρώπινη ισορροπία έχει διαταραχθεί, ότι ο άνθρωπος δεν μπορεί να αποδεχτεί την κατάσταση πλήρους αδυναμίας χωρίς να προσπαθήσει να αποκαταστήσει την ικανότητά του για δράση. Μπορεί όμως; Και με ποιο τρόπο; Ένας τρόπος είναι να υποταχθεί σε άτομο ή σε μια ομάδα που έχει δύναμη και να ταυτιστεί μαζί τους. Με αυτή τη συμβολική συμμετοχή στη ζωή ενός άλλου ατόμου, ο άνθρωπος έχει την ψευδαίσθηση της δράσης όταν στην πραγματικότητα απλώς υποτάσσεται και γίνεται μέρος εκείνων που δρουν. Ο άλλος τρόπος, και μας ενδιαφέρει περισσότερο στο συγκεκριμένο πλαίσιο, είναι η δυνατότητά του να καταστρέφει.

Το να δημιουργεί κανείς ζωή σημαίνει να υπερβαίνει την υπόστασή του ως πλάσματος που “ρίχνεται” ξαφνικά στη ζωή, όπως ρίχνονται τα ζάρια από ένα κύπελλο. Ωστόσο, και η καταστροφή της ζωής σημαίνει ότι την υπερβαίνει και ότι αποδρά από το αφόρητο μαρτύριο της ολοκληρωτικής παθητικότητας. Η δημιουργία ζωής απαιτεί συγκεκριμένες ιδιότητες, που το ανίκανο άτομο στερείται. Ο ανίκανος άνθρωπος μπορεί να υπερβεί τη ζωή καταστρέφοντάς τη στους άλλους ή στον εαυτό του. Με αυτόν τον τρόπο εκδικείται τη ζωή επειδή αυτοαναιρέθηκε σε εκείνον. Η αντισταθμιστική βία είναι ακριβώς η βία που έχει τις ρίζες της και λειτουργεί αντισταθμιστικά στην ανικανότητα. Όποιος δεν μπορεί να δημιουργήσει επιθυμεί να καταστρέψει.

Erich Fromm, Η καρδιά του ανθρώπου

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΣ: Ο Αλέξανδρος δεν γέμισε από αλαζονεία

Και γενικά απέναντι στους βαρβάρους ήταν σοβαρός και φαινόταν ότι ήταν εντελώς πεπεισμένος για τη γέννησή του από θεό και την καταγωγή του, ενώ στους Έλληνες με μετριοφροσύνη και με κάποια πειθώ εκθείαζε τον εαυτό του. Ωστόσο γράφοντας στους Αθηναίους για τη Σάμο είπε: “Εγώ δεν θα σας έδινα πόλη ελεύθερη και ένδοξη- την έχετε όμως, αφού την πήρατε από τον τότε κύριο και επονομαζόμενο πατέρα μου”, εννοώντας τον Φίλιππο. Αργότερα όμως, όταν πληγώθηκε από βέλος και πονούσε πολύ, είπε: “Αυτό, φίλοι μου, που ρέει είναι αίμα και όχι ιχώρας 1 που ρέει στις φλέβες των μακάριων θεών”. Κι όταν κάποτε έγινε μεγάλη βροντή και όλοι οι παρόντες τρόμαξαν, ο σοφιστής Ανάξαρχος 2, που ήταν παρών, του είπε: Μήπως είσαι εσύ, γιε του Δία, που βροντάς έτσι; Εκείνος τότε γέλασε και είπε: “Δεν θέλω να είμαι φοβερός στους φίλους μου, όπως με προτρέπεις εσύ που υποτιμάς το δείπνο μου, γιατί βλέπεις στο τραπέζι μου επάνω να είναι βαλμένα ψάρια και όχι κεφάλια σατραπών”. Γιατί πραγματικά λένε ότι ο Ανάξαρχος, όταν στάλθηκαν μερικά ψάρια από το βασιλιά στον Ηφαιστίωνα” 3, είπε τον παραπάνω λόγο εξευτελίζοντας κατά κάποιον τρόπο και περιπαίζοντας αυτούς που επιδιώκουν με μεγάλους κόπους και κινδύνους τα θαυμαζόμενα απ’ όλους, ότι καθόλου ή πολύ λίγο ξεπερνούν τους άλλους στις ηδονές και τις απολαύσεις. Ο Αλέξανδρος λοιπόν από τα λεχθέντα είναι φανερό πως ο ίδιος δεν έπαθε τίποτε ούτε γέμισε από αλαζονεία, αλλά τη φήμη της θεϊκής καταγωγής του τη μεταχειριζόταν μόνον για να υποδουλώσει τους άλλους.

Όταν γύρισε από την Αίγυπτο στη Φοινίκη, τέλεσε θυσίες και πομπές στους θεούς και αγώνες κυκλικών χορών και τραγικών, που για τις προετοιμασίες τους και το συναγωνισμό αναδείχτηκαν λαμπροί. Γιατί χορηγοί ήταν οι βασιλείς των Κυπρίων, όπως στην Αθήνα αυτοί που κληρώνονταν στις φυλές και αγωνίζονταν με θαυμαστή φιλοτιμία μεταξύ τους. Και προπάντων διαγωνίστηκαν ο Νικοκρέοντας ο Σαλαμίνιος 4 και ο Πασικράτης ο Σόλιος 5. Γιατί αυτοί έτυχε με κλήρο να είναι χορηγοί των πιο ένδοξων υποκριτών, ο Πασικράτης του Αθηνοδώρου7 και ο Νικοκρέοντας του Θεσσαλού 6, που ο ίδιος ο Αλέξανδρος ανησυχούσε για την επιτυχία του. Το ενδιαφέρον του όμως γι’ αυτόν δεν το έδειξε πρωτύτερα, αφού αναγορεύτηκε με ψηφοφορία νικητής ο Αθηνόδωρος. Τότε όμως, όπως φαίνεται, φεύγοντας είπε ότι επαινεί τους κριτές, αλλά με ευχαρίστηση θα άφηνε ένα μέρος της βασιλείας του, για να μην ιδεί τον Θεσσαλό νικημένο. Κι όταν ο Αθηνόδωρος τιμωρήθηκε με πρόστιμο από τους Αθηναίους, γιατί δεν παρουσιάστηκε στον αγώνα των Διονυσίων, είχε την αξίωση να γράψει γι’ αυτό ο βασιλιάς. Αυτό βέβαια δεν το έκαμε, έστειλε όμως το πρόστιμο από το δικό του ταμείο. Όταν ο Λύκωνας, ο γιος του Σκαρφέα, που κι αυτός ευδοκιμούσε στο θέατρο, έβαζε σε μια κωμωδία έναν στίχο που περιείχε αίτηση για δέκα τάλαντα, γέλασε και τα έδωσε.

Ο Δαρείος τού έστειλε επιστολή και φίλους να τον παρακαλέσουν να πάρει δέκα χιλιάδες τάλαντα για την απόλυση των αιχμαλώτων και να έχει όλη τη χώρα μέχρι τον Ευφράτη και, αφού παντρευτεί μια από τις θυγατέρες του, να είναι φίλος του και σύμμαχος. Κι αυτά τα ανακοίνωσε στους εταίρους. Κι ο Παρμενίωνας είπε: “Εγώ, αν ήμουν Αλέξανδρος, θα τα έπαιρνα”, “Κι εγώ, μα τον Δία, είπε ο Αλέξανδρος, αν ήμουν Παρμενίωνας”. Και στον Δαρείο έγραψε ότι θα βρει κάθε φιλοφροσύνη, αν έρθει κοντά του. Αλλιώς αυτός θα πορευθεί εναντίον του.

Σημειώσεις:

1. Ιχώρ, το αίμα των θεών, αιθέριος χυμός που έτρεχε στις φλέβες τους.
2. Ανήξαρχος ο σοφιστής, ο Αβδηρίτης, κατά τον Διογένη τον Ακέρτιο, μαθητής του Διογένη του Σμυρναίου, δάσκαλος του Πύρρωνα του Ηλείου. Έγραψε Περί βασιλείας.
3. Ηφαιστίων ο Αμύντορος, παιδικός φίλος και εταίρος του Αλεξάνδρου, Πελλαίος, ένας από τους οχτώ σωματοφύλακές του. Μετά το φόνο του Κλείτου, πήρε τη θέση του. Συμμετείχε σε όλες τις εκστρατείες του Αλεξάνδρου και διακρίθηκε τόσο στη Συγδιανή όσο και στην Ινδική. Μετά το θάνατό του, που τον πένθησε βαρύτατα, ο Αλέξανδρος άφησε τη θέση του κενή.
4. Νικοκρέων, βασιλιάς της κυπριακής Σαλαμίνας από το 332/31 π.Χ., γιος του Πυνταζόρη. Ακολούθησε τον Αλέξανδρο στην εκστρατεία της Ινδικής.
5. Πισικράτης, βασιλιάς των Σόλων της Κύπρου.
6. Ο Θεσσαλός, ήταν ο αγαπημένος ηθοποιός του Αλεξάνδρου. Τον είχε στείλει μάλιστα, πριν γίνει βασιλιάς, σε μια περίπτωση στην Καρία, να διαπραγματευθεί το γάμο του με την κόρη του Πιξωδάρου (παραγκωνίζοντας έτσι τον Αρριδαίο, με τον οποίο ήθελε να παντρέψει την κόρη του Πιξωδάρου ο Φίλιππος). Αργότερα ακολούθησε τον Αλέξανδρο μαζί με άλλους ηθοποιούς (την ομάδα του Λύκωνα, τον Αριστόκριτο, τον Αθηνόδωρο κ.ά.).

ΠΛΟΥΤΑΡΧΟΥ, ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ

Νίτσε: Πιστεύουμε ότι έχουμε την υποχρέωση να είμαστε ευτυχισμένοι πάντα

H ευτυχία είναι εύθραυστη και φευγαλέα, επειδή μπορεί να τη ζήσει κανείς μόνο σε ορισμένες στιγμές. Αν μπορούσαμε να την απολαμβάνουμε αδιάκοπα, θα έχανε όλη την αξία της, αφού μπορούμε να την αντιληφθούμε μονάχα ως αντίθεση.

Έπειτα από μια εβδομάδα με συννεφιά, η ηλιόλουστη μέρα μας φαίνεται σαν θαύμα της Δημιουργίας. Κατά τον ίδιο τρόπο, αισθανόμαστε τη χαρά πιο λαμπερή όταν βγαίνουμε από το πηγάδι της θλίψης. Τα δύο συναισθήματα αλληλοσυμπληρώνονται και χρειάζονται το ένα το άλλο, γιατί ούτε η μελαγχολία είναι αιώνια ούτε θα μπορούσαμε να υποφέρουμε εκατό χρόνια ευτυχία.

Ένας από τους παράγοντες του στρες της σύγχρονης κοινωνίας είναι ακριβώς αυτό: το να πιστεύουμε ότι έχουμε την υποχρέωση να είμαστε ευτυχισμένοι πάντα και παντού. H άρνηση της θλίψης προκαλεί τη διάδοση της κατανάλωσης αντικαταθλιπτικών και των θεραπειών, όπως και τη σπατάλη σε πράγματα. που δε χρειαζόμαστε. Μοιάζει σα να πρέπει να νιώθουμε ντροπή αν δεν έχουμε ένα μόνιμο χαμόγελο χαραγμένο στο πρόσωπό μας.

Αντίθετα προς αυτή την ψευδή και παιδαριώδη οπτική γωνία, ο Νίτσε μας υπενθυμίζει πως η ευτυχία δίνεται μόνο σε αναλαμπές, κι όταν εμείς προσπαθούμε να τη διαιωνίσουμε καταστρέφουμε ακόμα και τις στιγμές αυτές, που μας βοηθούν να προχωράμε στο μακρύ και βασανιστικό δρόμο της ζωής.

Νίτσε

Οι αγριότητες Σάμιων και Αθηναίων στον μεταξύ τους πόλεμο που ώθησε τον Περικλή να γράψει τον επιτάφιο

Λίγα χρόνια αφότου ο Περικλής είχε ξεκινήσει την τρυφερή του σχέση με τη Μιλήσια Ασπασία, η πατρίδα της ήταν έτοιμη να μπει σε πόλεμο με τη Σάμο. Ήταν μια άνιση μάχη. Η Σάμος ήταν μια από τις τρεις πόλεις της Συμμαχίας που είχαν ισχυρό ναυτικό και στρατό. Οι άλλες δύο ήταν η Χίος και Μυτιλήνη. Φιλονίκησαν για την κατοχή της Πριήνης, μιας μικρής πόλης που βρισκόταν ανάμεσα τους στην ασιατική ακτή.

Οι Μιλήσιοι έστειλαν πρέσβεις στην Αθηναϊκή εκκλησία. Δύο φορές κατά τα προηγούμενα χρόνια οι Αθηναίοι είχαν καταπνίξει τις επαναστάσεις στη Μίλητο και είχαν εγκαθιδρύσει Δημοκρατία στην πόλη. Χωρίς στρατό και όπλα δεν μπορούσαν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους απέναντι στη Σάμο και ζητούσαν την υποστήριξη της ηγεμονούσας αρχής. Η Αθήνα ζήτησε από τις δύο πόλεις να δεχτούν ειρηνική διαιτησία. Η Σάμος όμως το αρνήθηκε και άρχισε τις επιθέσεις.

Τότε ο Περικλής κατέπλευσε με 50 πλοία και σε μια επιχείρηση αστραπή έδιωξε τους ολιγαρχικούς από την εξουσία στη Σάμο, εγκαθίδρυσε Δημοκρατία και πήρε 100 ομήρους, τους οποίους άφησε στη Λήμνο πριν επιστρέψει στην Αθήνα. Ήταν μια αιφνίδια επίδειξη δύναμης, στην οποία ο Περικλής λέγεται ότι δεν ενέδωσε σε πάμπολες προτάσεις χρηματισμού από τους αντιπάλους του. Οι ολιγαρχικοί της Σάμου όμως, πήγαν στον σατράπη της Λυδίας Πισθούνη για να βρουν υποστήριξη.

Η αποστασία

Αυτός τους έδωσε μισθοφόρους και με μια επίσης καταδρομική επιχείρηση απήγαγε τους αιχμαλώτους από τη Λήμνο. Αναθάρρησαν οι Σαμιώτες ολιγαρχικοί και επιτέθηκαν στην πόλη τους με τους μισθοφόρους. Αιχμαλώτισαν την αθηναϊκή φρουρά και την έστειλαν στον Πισθούνη ως δώρο. Η αποστασία προς στιγμή φάνηκε να διαλύει την Αθηναϊκή Συμμαχία. Διάφορες πόλεις δήλωσαν την υποστήριξή τους, ανάμεσα σε αυτές το κρίσιμο αυθεντικό Βυζάντιο, που στεκόταν πάνω στον Βόσπορο. Από εκεί περνούσαν τα εμπορικά πλοία της Αθήνας με τα σιτηρά που έτρεφαν τον πληθυσμό της.

Η συμμετοχή του Σοφοκλή

Ο Περικλής ξαναπήρε 60 πλοία και οπλίτες και κατευθύνθηκε στο νησί με συστράτηγο τον κατάλληλο για να γράφει ποιήματα και μουσική, αλλά όχι για να διεξάγει μάχες και να στήνει τρόπαια, τον τραγικό ποιητή Σοφοκλή. Με τα 44 από αυτά νίκησε μια ελαφρά μεγαλύτερη δύναμη των Σαμίων στο νησάκι που λεγόταν Τραγίες και ξεκίνησε να πολιορκεί την πόλη.

Έστειλε τον Σοφοκλή στη Μυτιλήνη και στη Χίο, με αποστολή να πείσει αυτές τις δύο ισχυρές πόλεις να μην αποστατήσουν. Ιδιαίτερα για τη Μυτιλήνη υπήρχε η υποψία ότι περίμενε διαταγές από τη Σπάρτη σχετικά με τη στάση της. Από την Αθήνα έφτασαν 40 πλοία ως ενίσχυση και άλλα 25 από τη Χίο και τη Μυτιλήνη. Με ενέργειες απολύτως εκτός διπλωματικού πρωτοκόλλου, ο Σοφοκλής είχε πετύχει την αποστολή του.

Στο μεταξύ οι Σάμιοι έστειλαν απεσταλμένους στη Σπάρτη. Στη σύσκεψη των συμμάχων σχετικά με το αν έπρεπε να υποστηρίξουν τη Σάμο, η πόλη που δεν συμφώνησε, ήταν κατά παράδοξο τρόπο η Κόρινθος, που έπρεπε να συνεισφέρει τα περισσότερα, καθώς μόνο αυτή είχε αξιόλογο στόλο. Δεν έχει διευκρινιστεί γιατί κράτησε αυτή τη στάση.

Μια πρόχειρη εξήγηση είναι πως δεν θα έμπαινε σε τέτοιο κίνδυνο για υποθέσεις άλλης πόλης, ιδιαίτερα μάλιστα σε εποχές που το εμπόριο κυλούσε κανονικά. Κι ενώ όλα έδειχναν ότι η Σάμος θα έπεφτε, μια πληροφορία που μάλλον αξιολογήθηκε λάθος, ανάγκασε τον Περικλή να πάρει 60 πλοία και να συναντήσει στα ανοιχτά τον φοινικικό στόλο, που υποτίθεται πως πλησίαζε. Οι Σάμιοι με την παρότρυνση του στρατηγού τους Μέλισσου, βγήκαν από την πόλη και νίκησαν τους πολιορκητές. Σημειώθηκαν πολλές αγριότητες.

Οι αγριότητες Σάμιων και Αθηναίων

Το ίδιο υπερβολικές ακούγονται και οι περιγραφές για τις ωμότητες των Σαμίων. Αυτή η συνήθεια των Ελλήνων από εκείνα τα χρόνια να υπερβάλουν και να διεξάγουν τον πόλεμο της πληροφορίας με τέτοιες διηγήσεις, δεν συμβαδίζει πάντα με την αλήθεια. Αυτό δε σημαίνει ότι έλλειπαν τα εγκλήματα και μάλιστα τα πλέον ειδεχθή από τους αγώνες τους. Τέτοια εγκλήματα όμως δεν χαρακτήρισαν ποτέ πριν ή μετά τη Σάμο και τον Περικλή.

Ότι και να συνέβη, ο Περικλής επέστρεψε νικητής στην πόλη του. Η Σάμος έπρεπε να πληρώσει 1.276 τάλαντα στα επόμενα 26 χρόνια. Το ποσό δηλαδή που ξοδεύτηκε για την εκστρατεία. Τα τείχη της γκρεμίστηκαν. Δύο χιλιάδες Αθηναίοι κληρούχοι εγκαταστάθηκαν αργότερα στο νησί. Έπαιρναν μερίδες γης, τις οποίες καλλιεργούσαν οι νόμιμοι ιδιοκτήτες τους, με την υποχρέωση να δίνουν 200 δραχμές τον χρόνο σε κάθε Αθηναίο κληρούχο.

Το Βυζάντιο υποτάχτηκε χωρίς συνέπειες. Η Συμμαχία είχε σωθεί ίσως από ολοσχερή  καταστροφή. Στην πατρίδα, ανατέθηκε στον Περικλή να εκφωνήσει τον Επιτάφιο Λόγο για τους νεκρούς.

Γερμανικός Ιδεαλισμός: από τη φιλοσοφία του Fichte

Johann Gottlieb Fichte: 1762–1814

Η ελευθερία του Εγώ: σχετικές και απόλυτες πτυχές

§1

     Ι. Ο Γιόχαν Γκότλιπ Φίχτε ανήκει στους πιο σημαντικούς εκπροσώπους του επονομαζόμενου Γερμανικού Ιδεαλισμού. Τι είναι ο Γερμανικός Ιδεαλισμός; Είναι ένα φιλοσοφικό κίνημα, από τα πιο σημαντικά στην ιστορία της φιλοσοφίας, που συνέβαλε τα μέγιστα στη συγκρότηση της αυτοσυνείδητης υποκειμενικότητας της νεωτερικής εποχής. Ανάγει τα φιλοσοφικά του θεμέλια στον Καντ και περιλαμβάνει στους κόλπους του, μαζί με τον Φίχτε, τον Σέλλινγκ (Schelling) και τον Χέγκελ (Hegel). Καθένας απ΄ αυτούς τους φιλοσόφους είναι ένας Ολύμπιος Δίας, με καθοριστικές επιδράσεις στην μετέπειτα εξέλιξη της φιλοσοφίας, πρωτίστως δε των Ευρωπαϊκών φιλοσοφικών κινημάτων. Με τον Χέγκελ, ειδικότερα, ο Γερμανικός Ιδεαλισμός φτάνει στο αποκορύφωμα, ουσιαστικά στην ολοκλήρωση της συνολικής ανάπτυξης της νεότερης φιλοσοφικής σκέψης. Η ανάπτυξη της φιλοσοφίας, μετά από αυτό το φιλοσοφικό κίνημα, δεν μπόρεσε να φτάσει στις κορυφές της συστηματοποίησης της σκέψης της, εφάμιλλης με εκείνη του Γερμανικού Ιδεαλισμού.

     ΙΙ. Το εν λόγω κίνημα ανέδειξε ως κεντρική έννοια της σκέψης, αλλά και ως προϋπόθεση για την αυτο-κατάφαση του ανθρώπου, ήτοι της συνείδησης και της αυτοσυνείδησής του, το Απόλυτο. Η εν λόγω έννοια ανήκει στις πιο πολυσυζητημένες έννοιες, στο πλαίσιο της ιστορίας της φιλοσοφικής σκέψης, αλλά και στις πιο αξιοτίμητες. Από την αρχαιότητα μέχρι και τις ημέρες μας, η εν λόγω έννοια, πότε με τη μια ή την άλλη μετωνυμία και πότε με το αυτό όνομα, απασχολεί τη φιλοσοφία, ακόμη κι αν ορισμένες φιλοσοφικές κατευθύνσεις δεν ομολογούν «πίστη» στο Απόλυτο. Η εν λόγω έννοια αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την εξέλιξη της σκέψης των εκπροσώπων του Γερμανικού Ιδεαλισμού αλλά και για την κατανόηση της φιλοσοφίας τους από τον αναγνώστη. Το ζητούμενο εκάστοτε του πνεύματος του Γερμανικού Ιδεαλισμού είναι η σχέση Εγώ, υποκειμένου ή συνείδησης με το Απόλυτο, οι διάφορες μορφές και ερμηνευτικές εκδοχές αυτής της σχέσης, όπως επίσης η ενότητά τους και το είδος της ενότητας· σχέση και ενότητα ανθρώπινου υποκειμένου με το θεό ως το Απόλυτο, με το απόλυτο πνεύμα, με την υπόσταση κ.λπ. Η έννοια αυτή έχει μια αποκλειστικά θρησκευτική ‒θεολογική καλύτερα‒ σημασία στον μεσαιωνικό κόσμο και εκλαμβάνεται ως κάτι που ανήκει στη σφαίρα του Επέκεινα, στο πλαίσιο πάντα της εξωτερικής διάκρισης που κυριαρχεί τότε ανάμεσα στο πεπερασμένο και το άπειρο.

     ΙΙΙ. Ο Φίχτε, εκκινώντας από την Καντιανή κριτική του Λόγου, αναπτύσσει μια υπερβατολογική μεταφυσική, που έχει ως κεντρική φιλοσοφική βάση την επιστήμη της γνώσεως, την επονομαζόμενη επιστημολογία (Wissenschaftslehre). Η τελευταία τούτη νοείται ως η ενότητα της πρακτικής και της θεωρητικής φιλοσοφίας. Η απόλυτη αρχή που παράγει κάθε κατηγορία γνώσης είναι το Εγώ. Το τελευταίο, στις διάφορες συνδηλώσεις του μέσα στη φιχτιανή φιλοσοφία, συγκροτεί την ενεργό αυτοσυνειδησία, την απόλυτη υποκειμενικότηταˑ η έννοια του Απόλυτου εισάγεται τώρα με αυτή τη μορφή, για να δειχθεί ότι παράγει όλα τα περιεχόμενα του σύμπαντος κόσμου, καθότι είναι ταυτισμένη με το θεό: Ολότητα υποκειμένου-αντικειμένου. Κατ’ αυτό το πνεύμα, το Εγώ Φίχτε δεν είναι ένα διασπαραγμένο Εγώ, ματαιωμένο, εγωιστικό, ασήμαντο καθεαυτό και διεαυτό, Απεναντίας ενδημεί μέσα στον κόσμο και συνδέεται άρρηκτα με το αντι-κείμενο, με το μη-Εγώˑ το τελευταίο δεν το εκμηδενίζει, αλλά με σκέψη και δράση το καθιστά Ένα με τον εαυτό του, το ανεβάζει στο επίπεδο του Εαυτού.  

§2

     Ι. Στο πεδίο της φιλοσοφικής θεώρησης της Ιστορίας, συλλαμβάνει την τελευταία ως διαδικασία ή διεργασία πολιτισμικής εξέλιξης. Όπως ο ίδιος αναφέρει στο έργο του: Die Grundzüge des gegenwärtigen Zeitalters (Τα βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης εποχής), ο σκοπός της επίγειας ζωής της ανθρωπότητας έγκειται σε τούτο: η τελευταία διευθετεί όλες τις σχέσεις αυτής της ζωής της με ελευθερία και με οδηγό προς αυτή την ελευθερία το Λόγο. Τούτο σημαίνει ότι το ανθρώπινο γένος μπορεί να ευτυχήσει μόνο με την ελεύθερη κυριαρχία του Λόγου, υπό το νόημα της απόλυτης ενότητάς του με την ελευθερία.

     ΙΙ. Με βάση λοιπόν αυτή την αρχή, ο Φίχτε προχωρεί στον φιλοσοφικό καταμερισμό της ιστορίας σε πέντε εποχές. Υπό την οπτική Λόγου και Ελευθερίας, η πρώτη εποχή είναι εκείνη της ενστικτώδους κυριαρχίας του Λόγου, χωρίς ανεπτυγμένη αυτοσυνείδηση και ελευθερία. Πρόκειται για την κατάσταση της αθωότητας του ανθρώπινου γένους, κατά το πρότυπο του μύθου του παραδείσου. Η δεύτερη είναι εκείνη της αυθεντίας των θεωρητικών δογμάτων, που απαλλοτριώνουν το ένστικτο του Λόγου, καθώς αδυνατούν να πείσουν τους ανθρώπους και ζητούν απ’ αυτούς τυφλή πίστη και υπακοή· εδώ έχουμε την κατάσταση της αρχόμενης αμαρτίας.
   
     ΙΙΙ. Η τρίτη χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι η ελευθερία βρίσκεται στην αρχική της φάση, την μη-αυτοσυνείδητη, και στρέφεται ενάντια στην ως άνω κυριαρχία του Λόγου και τα προστάγματά του. Από τη μια χειραφετείται από τον εξαναγκασμό του δογματισμού, αλλά από την άλλη επαναστατεί κυριολεκτικά ενάντια στον ίδιο το Λόγο, μην έχοντας ακόμη φτάσει στην επίγνωση πως ο Λόγος, ενάντια στον οποίο ξεσηκώνεται, και η ίδια συνθέτουν μια ενότητα ή ταυτότητα· κάτι δηλαδή που αντιστοιχεί στις επόμενες εποχές. Κατ’ αυτήν την εποχή κυριαρχεί απόλυτη αδιαφορία απέναντι στην αλήθεια και ολική ακολασία. Πρόκειται για την κατάσταση της ολοκληρωμένης
αμαρτωλότητας (Zeitalter der vollendeten Sündhaftigkeit).

     ΙV. Με τούτη την εποχή ο Φίχτε έχει κατά νου τον Διαφωτισμό. Στην ίδια δε τοποθετούσε και το δικό του παρόν. Ο Διαφωτισμός προσέφερε, από τη μια μεριά, σημαντικές υπηρεσίες, καθώς απαξίωσε οποιαδήποτε εξωτερική αυθεντία, αλλά δεν απέτρεψε την επικράτηση ενός μονοδιάστατου, δεσποτικού Εγώ, με κινητήρια δύναμή του τον εγωισμό και την αυθαιρεσία. Με τούτη την ερμηνεία συμπορεύεται ορισμένως και ο Χέγκελ, όπως θα δούμε, όταν συζητήσουμε τη συμβολή του στην ανάπτυξη του Γερμανικού Ιδεαλισμού. Γενικώς μπορούμε να πούμε στο παρόν σημείο ότι από τη μια πλευρά, κατά τον Χέγκελ, ο Διαφωτισμός απελευθέρωσε τη δυναμική του Λόγου από τη δεσποτεία της θρησκείας, από την άλλη όμως έφτασε στην απολυτοποίηση του Λόγου, ήτοι σε μια εν είδει θρησκείας δεσποτείας του. Κατά την τέταρτη εποχή αρχίζει να αναδύεται ο αυτοσυνείδητος Λόγος και η επιστήμη του, ενώ κατά την πέμπτη συντελείται η απόλυτη ταύτιση Λόγου και Ελευθερίας, η απόλυτη δικαίωση. 

     V. Και το γνωσι-οντο-λογικό ερώτημα που τίθεται τώρα είναι: σε ποια εποχή κατατάσσεται το σύγχρονο Ελλαδικό βασίλειο της μετριοκρατίας ‒το βασίλειο που καλύπτει αυτή τη μετριοκρατία με την επιβολή μιας επιθετικής εξωτερικής αυθεντίας‒ μαζί με την πλήρη εξαχρείωση των συνειδήσεων, τη συνένοχη αδιαφορία και την απέραντη ακολασία; Προφανώς στην τρίτη, πλην όμως χωρίς κάποια θαμπή έστω προσδοκία μετάβασης στην τέταρτη και πέμπτη εποχή, αφού η απόλυτη ανορθολογικότητα των ακαλλιέργητων μειοψηφικών μετριοτήτων του επιστημονικού, πολιτισμικού και κοινωνικο-πολιτικού στερεώματος, με παιδεία επιπέδου αφισοκολλητών ή μελών επαρχιακού Δημοτικού Συμβουλίου, έχει εξορίσει τη στοιχειώδη ελευθερία του Λόγου, που μόνο αυτή/αυτός μπορεί να ξεθεμελιώσει την πρωτοκαθεδρία της βαρβαρότητας.

ΠΛΑΤΩΝ: Κρίτων (49e-51c)

Συνομιλία του Σωκράτη με τους Νόμους

ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἐκ τούτων δὴ ἄθρει. ἀπιόντες ἐνθένδε ἡμεῖς μὴ [50a] πείσαντες τὴν πόλιν πότερον κακῶς τινας ποιοῦμεν, καὶ ταῦτα οὓς ἥκιστα δεῖ, ἢ οὔ; καὶ ἐμμένομεν οἷς ὡμολογήσαμεν δικαίοις οὖσιν ἢ οὔ;
ΚΡΙΤΩΝ. Οὐκ ἔχω, ὦ Σώκρατες, ἀποκρίνασθαι πρὸς ὃ ἐρωτᾷς· οὐ γὰρ ἐννοῶ.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἀλλ᾽ ὧδε σκόπει. εἰ μέλλουσιν ἡμῖν ἐνθένδε εἴτε ἀποδιδράσκειν, εἴθ᾽ ὅπως δεῖ ὀνομάσαι τοῦτο, ἐλθόντες οἱ νόμοι καὶ τὸ κοινὸν τῆς πόλεως ἐπιστάντες ἔροιντο· «Εἰπέ μοι, ὦ Σώκρατες, τί ἐν νῷ ἔχεις ποιεῖν; ἄλλο τι ἢ τούτῳ [50b] τῷ ἔργῳ ᾧ ἐπιχειρεῖς διανοῇ τούς τε νόμους ἡμᾶς ἀπολέσαι καὶ σύμπασαν τὴν πόλιν τὸ σὸν μέρος; ἢ δοκεῖ σοι οἷόν τε ἔτι ἐκείνην τὴν πόλιν εἶναι καὶ μὴ ἀνατετράφθαι, ἐν ᾗ ἂν αἱ γενόμεναι δίκαι μηδὲν ἰσχύωσιν ἀλλὰ ὑπὸ ἰδιωτῶν ἄκυροί τε γίγνωνται καὶ διαφθείρωνται;» τί ἐροῦμεν, ὦ Κρίτων, πρὸς ταῦτα καὶ ἄλλα τοιαῦτα; πολλὰ γὰρ ἄν τις ἔχοι, ἄλλως τε καὶ ῥήτωρ, εἰπεῖν ὑπὲρ τούτου τοῦ νόμου ἀπολλυμένου ὃς τὰς δίκας τὰς δικασθείσας προστάττει κυρίας εἶναι. [50c] ἢ ἐροῦμεν πρὸς αὐτοὺς ὅτι «Ἠδίκει γὰρ ἡμᾶς ἡ πόλις καὶ οὐκ ὀρθῶς τὴν δίκην ἔκρινεν;» ταῦτα ἢ τί ἐροῦμεν;
ΚΡΙΤΩΝ. Ταῦτα νὴ Δία, ὦ Σώκρατες.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Τί οὖν ἂν εἴπωσιν οἱ νόμοι· «Ὦ Σώκρατες, ἦ καὶ ταῦτα ὡμολόγητο ἡμῖν τε καὶ σοί, ἢ ἐμμενεῖν ταῖς δίκαις αἷς ἂν ἡ πόλις δικάζῃ;» εἰ οὖν αὐτῶν θαυμάζοιμεν λεγόντων, ἴσως ἂν εἴποιεν ὅτι «Ὦ Σώκρατες, μὴ θαύμαζε τὰ λεγόμενα ἀλλ᾽ ἀποκρίνου, ἐπειδὴ καὶ εἴωθας χρῆσθαι τῷ ἐρωτᾶν τε καὶ ἀποκρίνεσθαι. φέρε γάρ, τί ἐγκαλῶν [50d] ἡμῖν καὶ τῇ πόλει ἐπιχειρεῖς ἡμᾶς ἀπολλύναι; οὐ πρῶτον μέν σε ἐγεννήσαμεν ἡμεῖς, καὶ δι᾽ ἡμῶν ἔλαβε τὴν μητέρα σου ὁ πατὴρ καὶ ἐφύτευσέν σε; φράσον οὖν, τούτοις ἡμῶν, τοῖς νόμοις τοῖς περὶ τοὺς γάμους, μέμφῃ τι ὡς οὐ καλῶς ἔχουσιν;» «Οὐ μέμφομαι,» φαίην ἄν. «Ἀλλὰ τοῖς περὶ τὴν τοῦ γενομένου τροφήν τε καὶ παιδείαν ἐν ᾗ καὶ σὺ ἐπαιδεύθης; ἢ οὐ καλῶς προσέταττον ἡμῶν οἱ ἐπὶ τούτῳ τεταγμένοι νόμοι, παραγγέλλοντες τῷ πατρὶ τῷ σῷ σε ἐν [50e] μουσικῇ καὶ γυμναστικῇ παιδεύειν;» «Καλῶς,» φαίην ἄν. «Εἶεν. ἐπειδὴ δὲ ἐγένου τε καὶ ἐξετράφης καὶ ἐπαιδεύθης, ἔχοις ἂν εἰπεῖν πρῶτον μὲν ὡς οὐχὶ ἡμέτερος ἦσθα καὶ ἔκγονος καὶ δοῦλος, αὐτός τε καὶ οἱ σοὶ πρόγονοι; καὶ εἰ τοῦθ᾽ οὕτως ἔχει, ἆρ᾽ ἐξ ἴσου οἴει εἶναι σοὶ τὸ δίκαιον καὶ ἡμῖν, καὶ ἅττ᾽ ἂν ἡμεῖς σε ἐπιχειρῶμεν ποιεῖν, καὶ σοὶ ταῦτα ἀντιποιεῖν οἴει δίκαιον εἶναι; ἢ πρὸς μὲν ἄρα σοι τὸν πατέρα οὐκ ἐξ ἴσου ἦν τὸ δίκαιον καὶ πρὸς δεσπότην, εἴ σοι ὢν ἐτύγχανεν, ὥστε ἅπερ πάσχοις ταῦτα καὶ ἀντιποιεῖν, οὔτε κακῶς [51a] ἀκούοντα ἀντιλέγειν οὔτε τυπτόμενον ἀντιτύπτειν οὔτε ἄλλα τοιαῦτα πολλά· πρὸς δὲ τὴν πατρίδα ἄρα καὶ τοὺς νόμους ἐξέσται σοι, ὥστε, ἐάν σε ἐπιχειρῶμεν ἡμεῖς ἀπολλύναι δίκαιον ἡγούμενοι εἶναι, καὶ σὺ δὲ ἡμᾶς τοὺς νόμους καὶ τὴν πατρίδα καθ᾽ ὅσον δύνασαι ἐπιχειρήσεις ἀνταπολλύναι, καὶ φήσεις ταῦτα ποιῶν δίκαια πράττειν, ὁ τῇ ἀληθείᾳ τῆς ἀρετῆς ἐπιμελόμενος; ἢ οὕτως εἶ σοφὸς ὥστε λέληθέν σε ὅτι μητρός τε καὶ πατρὸς καὶ τῶν ἄλλων προγόνων ἁπάντων τιμιώτερόν ἐστιν πατρὶς καὶ σεμνότερον καὶ ἁγιώτερον [51b] καὶ ἐν μείζονι μοίρᾳ καὶ παρὰ θεοῖς καὶ παρ᾽ ἀνθρώποις τοῖς νοῦν ἔχουσι, καὶ σέβεσθαι δεῖ καὶ μᾶλλον ὑπείκειν καὶ θωπεύειν πατρίδα χαλεπαίνουσαν ἢ πατέρα, καὶ ἢ πείθειν ἢ ποιεῖν ἃ ἂν κελεύῃ, καὶ πάσχειν ἐάν τι προστάττῃ παθεῖν ἡσυχίαν ἄγοντα, ἐάντε τύπτεσθαι ἐάντε δεῖσθαι, ἐάντε εἰς πόλεμον ἄγῃ τρωθησόμενον ἢ ἀποθανούμενον, ποιητέον ταῦτα, καὶ τὸ δίκαιον οὕτως ἔχει, καὶ οὐχὶ ὑπεικτέον οὐδὲ ἀναχωρητέον οὐδὲ λειπτέον τὴν τάξιν, ἀλλὰ καὶ ἐν πολέμῳ καὶ ἐν δικαστηρίῳ καὶ πανταχοῦ ποιητέον ἃ ἂν κελεύῃ ἡ [51c] πόλις καὶ ἡ πατρίς, ἢ πείθειν αὐτὴν ᾗ τὸ δίκαιον πέφυκε· βιάζεσθαι δὲ οὐχ ὅσιον οὔτε μητέρα οὔτε πατέρα, πολὺ δὲ τούτων ἔτι ἧττον τὴν πατρίδα;» τί φήσομεν πρὸς ταῦτα, ὦ Κρίτων; ἀληθῆ λέγειν τοὺς νόμους ἢ οὔ;
ΚΡΙΤΩΝ. Ἔμοιγε δοκεῖ.

***
Ο ΣΕΒΑΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΠΕΙΘΑΡΧΙΑ ΣΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ

ΣΩ. Σύμφωνα λοιπόν μ᾽ αυτά, δώσε τώρα προσοχή. Αν εμείς φύγουμε από δω χωρίς [50a] να πείσουμε την Πολιτεία, βλάπτουμε κάποιους, και μάλιστα εκείνους που δεν πρέπει να βλάψουμε καθόλου, ή όχι; Και μένουμε έτσι σταθεροί σ᾽ αυτά που συμφωνήσαμε πως είναι δίκαια, ή δεν μένουμε;
ΚΡ. Δεν μπορώ, Σωκράτη, να απαντήσω σ᾽ αυτό που με ρωτάς. Δεν καταλαβαίνω τί θέλεις να ειπείς.
ΣΩ. Νά πώς πρέπει να σκεφτείς για να καταλάβεις: Την ώρα που εμείς ετοιμαζόμαστε να δραπετεύσουμε από δω, ή πες την όπως θέλεις μια τέτοια πράξη, αν έρθουν οι Νόμοι και η Πολιτεία, σταθούν ξαφνικά μπροστά μας και μας ρωτήσουν: «Για πες μας, Σωκράτη, τί έχεις στον νου σου να κάνεις; Άλλο τίποτα ή σκέπτεσαι μ᾽ αυτό [50b] το έργο που αποτολμάς να αφανίσεις και μας τους Νόμους κι ολόκληρη την Πολιτεία, όσο σου περνάει από το χέρι; Ή φαντάζεσαι πως είναι δυνατόν να στέκεται όρθια και να μην έχει αναποδογυριστεί εκείνη η Πολιτεία, όπου οι αποφάσεις των δικαστηρίων δεν ισχύουν καθόλου, αλλά ακυρώνονται και καταργούνται από οποιονδήποτε πολίτη;» Τί θα απαντήσουμε, Κρίτων, σ᾽ αυτά και σ᾽ άλλα παρόμοια ερωτήματα; Γιατί πολλά θα μπορούσε να ειπεί κανείς, και μάλιστα ένας ρήτορας, για να υπερασπιστεί τούτο τον νόμο που πάμε μεις να καταλύσουμε και που ορίζει να έχουν κύρος οι αποφάσεις των δικαστηρίων. [50c] Ή μήπως θ᾽ αποκριθούμε σ᾽ αυτούς: «Μάλιστα, θέλουμε να καταλύσουμε αυτό τον νόμο, γιατί η Πολιτεία δεν έκρινε δίκαια την υπόθεση στο δικαστήριο, όταν μας καταδίκαζε, και μας αδίκησε». Αυτά θα πούμε ή τίποτ᾽ άλλο;
ΚΡ. Αυτά, μά τον Δία, Σωκράτη.
ΣΩ. Και τί θα απαντήσουμε τότε, αν μας πουν οι Νόμοι: «Αλήθεια, Σωκράτη, είχαμε και αυτά συμφωνήσει μεταξύ μας ή μονάχα πως θα πειθαρχείς στις αποφάσεις που θα βγάζουν τα δικαστήρια της Πολιτείας, οποιεσδήποτε κι αν είναι αυτές;» Κι αν εμείς απορούσαμε που θα μας μιλούσαν έτσι, ίσως θα λέγαν: «Σωκράτη, μην παραξενεύεσαι μ᾽ αυτά που λέμε, αποκρίσου μας μόνο, αφού μάλιστα έχεις συνήθεια να χρησιμοποιείς την ερώτηση και την απόκριση. Πες μας λοιπόν τί παράπονο έχεις [50d] από μας κι από την Πολιτεία και πας να μας καταστρέψεις; Πρώτα-πρώτα εμείς δεν σε γεννήσαμε και με τη δική μας προστασία δεν παντρεύτηκε ο πατέρας σου τη μητέρα σου και σ᾽ έφερε στη ζωή; Πες μας λοιπόν, έχεις να κατηγορήσεις για κάτι αυτούς από μας τους Νόμους που κανονίζουν τα ζητήματα των γάμων, τάχα πως δεν είναι καλοί;» ―«Δεν έχω γι᾽ αυτούς καμιά κατηγορία», θ᾽ απαντούσα. ―«Μήπως λοιπόν έχεις καμιά κατηγορία για τους νόμους εκείνους που κανονίζουν την ανατροφή και τη μόρφωση των παιδιών, αυτή που δόθηκε και σε σένα; Ή δεν πρόσταζαν ορθά εκείνοι από μας οι Νόμοι που είναι ορισμένοι γι᾽ αυτά, παραγγέλνοντας στον πατέρα σου να σε μορφώσει με [50e] μουσική και γυμναστική;» ―«Ορθά πρόσταζαν», θα έλεγα. ―«Πολύ καλά. Τότε αφού γεννήθηκες και ανατράφηκες και μορφώθηκες με την προστασία μας, θα μπορούσες να ειπείς πρώτα πως δεν ήσουνα δικός μας και παιδί μας και δούλος μας και συ ο ίδιος και οι πρόγονοί σου; Κι αν τούτο είναι έτσι, μήπως σου περνάει από τον νου πως εμείς και συ έχουμε τα ίδια δικαιώματα και όσα κι αν επιχειρούμε να σου κάνουμε μεις νομίζεις πως έχεις το δικαίωμα τα ίδια να κάνεις και σε μας; Ή δεν έχεις βέβαια τα ίδια δικαιώματα απέναντι στον πατέρα σου ούτε απέναντι στον αφέντη σου, αν τύχαινε να έχεις αφέντη, ώστε όσα σου κάνουν αυτοί, τα ίδια να μπορείς να τους κάνεις και συ, ούτε αν σ᾽ έβριζαν [51a] αυτοί να τους βρίζεις και συ, ούτε αν σε χτυπούσαν να τους χτυπάς, ούτε άλλα τέτοια πολλά. Απέναντι όμως στην πατρίδα και στους νόμους φαντάζεσαι πως έχεις τέτοια δικαιώματα ώστε, αν εμείς θέλουμε να σε θανατώσουμε ―γιατί νομίζουμε πως είναι δίκαιο― να προσπαθήσεις και συ από τ᾽ άλλο μέρος να καταστρέψεις εμάς τους Νόμους και την Πατρίδα, όσο φυσικά σου περνάει από το χέρι; Και κάνοντας αυτά θα ισχυριστείς πως κάνεις δίκαιες πράξεις, συ που αληθινά φροντίζεις για την αρετή;
Αλήθεια, τόση είναι η σοφία σου, ώστε δεν έχεις καταλάβει ότι και από τη μητέρα και από τον πατέρα κι απ᾽ όλους τους άλλους προγόνους το πιο πολύτιμο, το πιο σεβαστό, το πιο ιερό, το ανώτερο αγαθό είναι η Πατρίδα, [51b] σύμφωνα με την κρίση των θεών και των γνωστικών ανθρώπων; Δεν έχεις ακόμη καταλάβει πως έχουμε χρέος να σεβόμαστε και να υποτασσόμαστε και να καλοπιάνουμε, όταν οργίζεται, περισσότερο την Πατρίδα παρά τον πατέρα, και αν τυχόν δεν βρίσκουμε σωστές τις εντολές της ή να προσπαθούμε να την πείθουμε ή να εκτελούμε όσα προστάζει; Ξεχνάς ακόμη πως πρέπει να υποφέρουμε χωρίς διαμαρτυρίες αν μας υποχρεώνει να πάθουμε κάτι, είτε προστάζει να μας δέρνουν, είτε να μας ρίχνουν δεμένους στη φυλακή, είτε να μας στέλνουν στον πόλεμο για να πληγωθούμε ή και να σκοτωθούμε; Δεν έχεις λοιπόν καταλάβει ότι οφείλουμε όλα αυτά να τα κάνουμε, και το δίκαιο έτσι είναι, και όχι να αποφεύγουμε τη στράτευση ούτε να οπισθοχωρούμε από δειλία την ώρα της μάχης ούτε να λιποτακτούμε, αλλά και στον πόλεμο και στο δικαστήριο και παντού έχουμε χρέος να εκτελούμε όσα προστάζει η [51c] Πολιτεία και η Πατρίδα, ή, αν έχουμε άλλη γνώμη, να την πείθουμε ποιό είναι πραγματικά το δίκαιο; Και ότι δεν είναι σύμφωνο με τον θείο νόμο να φέρνεται ο άνθρωπος με βία ούτε στη μητέρα ούτε στον πατέρα κι απ᾽ αυτούς πολύ λιγότερο ακόμη στην Πατρίδα, δεν το έχεις καταλάβει;» –Τί θα απαντήσουμε σε όλα αυτά, Κρίτων; Ότι οι Νόμοι λένε την αλήθεια ή όχι;
ΚΡ. Ότι λένε την αλήθεια.