Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡρακλεῖδαι (1-54)

ΙΟΛΑΟΣ
Πάλαι ποτ᾽ ἐστὶ τοῦτ᾽ ἐμοὶ δεδογμένον·
ὁ μὲν δίκαιος τοῖς πέλας πέφυκ᾽ ἀνήρ,
ὁ δ᾽ ἐς τὸ κέρδος λῆμ᾽ ἔχων ἀνειμένον
πόλει τ᾽ ἄχρηστος καὶ συναλλάσσειν βαρύς,
5 αὑτῶι δ᾽ ἄριστος· οἶδα δ᾽ οὐ λόγωι μαθών.
ἐγὼ γὰρ αἰδοῖ καὶ τὸ συγγενὲς σέβων,
ἐξὸν κατ᾽ Ἄργος ἡσύχως ναίειν, πόνων
πλείστων μετέσχον εἷς ἀνὴρ Ἡρακλέει,
ὅτ᾽ ἦν μεθ᾽ ἡμῶν· νῦν δ᾽, ἐπεὶ κατ᾽ οὐρανὸν
10 ναίει, τὰ κείνου τέκν᾽ ἔχων ὑπὸ πτεροῖς
σώιζω τάδ᾽ αὐτὸς δεόμενος σωτηρίας.
ἐπεὶ γὰρ αὐτῶν γῆς ἀπηλλάχθη πατήρ,
πρῶτον μὲν ἡμᾶς ἤθελ᾽ Εὐρυσθεὺς κτανεῖν·
ἀλλ᾽ ἐξέδραμεν, καὶ πόλις μὲν οἴχεται,
15 ψυχὴ δ᾽ ἐσώθη. φεύγομεν δ᾽ ἀλώμενοι
ἄλλην ἀπ᾽ ἄλλης ἐξοριζόντων πόλιν.
πρὸς τοῖς γὰρ ἄλλοις καὶ τόδ᾽ Εὐρυσθεὺς κακοῖς
ὕβρισμ᾽ ἐς ἡμᾶς ἠξίωσεν ὑβρίσαι·
πέμπων ὅπου γῆς πυνθάνοιθ᾽ ἱδρυμένους
20 κήρυκας ἐξαιτεῖ τε κἀξείργει χθονός,
πόλιν προτείνων Ἄργος οὐ σμικρὸν φίλην
ἐχθράν τε θέσθαι, χαὐτὸν εὐτυχοῦνθ᾽ ἅμα.
οἱ δ᾽ ἀσθενῆ μὲν τἀπ᾽ ἐμοῦ δεδορκότες,
σμικροὺς δὲ τούσδε καὶ πατρὸς τητωμένους,
25 τοὺς κρείσσονας σέβοντες ἐξείργουσι γῆς.
ἐγὼ δὲ σὺν φεύγουσι συμφεύγω τέκνοις
καὶ σὺν κακῶς πράσσουσι συμπράσσω κακῶς,
ὀκνῶν προδοῦναι, μή τις ὧδ᾽ εἴπηι βροτῶν·
Ἴδεσθ᾽, ἐπειδὴ παισὶν οὐκ ἔστιν πατήρ,
30 Ἰόλαος οὐκ ἤμυνε συγγενὴς γεγώς.
πάσης δὲ χώρας Ἑλλάδος τητώμενοι
Μαραθῶνα καὶ σύγκληρον ἐλθόντες χθόνα
ἱκέται καθεζόμεσθα βώμιοι θεῶν
προσωφελῆσαι· πεδία γὰρ τῆσδε χθονὸς
35 δισσοὺς κατοικεῖν Θησέως παῖδας λόγος
κλήρωι λαχόντας ἐκ γένους Πανδίονος,
τοῖσδ᾽ ἐγγὺς ὄντας· ὦν ἕκατι τέρμονας
κλεινῶν Ἀθηνῶν τήνδ᾽ ἀφικόμεσθ᾽ ὁδόν.
δυοῖν γερόντοιν δὲ στρατηγεῖται φυγή·
40 ἐγὼ μὲν ἀμφὶ τοῖσδε καλχαίνων τέκνοις,
ἡ δ᾽ αὖ τὸ θῆλυ παιδὸς Ἀλκμήνη γένος
ἔσωθε ναοῦ τοῦδ᾽ ὑπηγκαλισμένη
σώιζει· νέας γὰρ παρθένους αἰδούμεθα
ὄχλωι πελάζειν κἀπιβωμιοστατεῖν.
45Ὕλλος δ᾽ ἀδελφοί θ᾽ οἷσι πρεσβεύει γένος
ζητοῦσ᾽ ὅπου γῆς πύργον οἰκιούμεθα,
ἢν τῆσδ᾽ ἀπωθώμεσθα πρὸς βίαν χθονός.
ὦ τέκνα τέκνα, δεῦρο, λαμβάνεσθ᾽ ἐμῶν
πέπλων· ὁρῶ κήρυκα τόνδ᾽ Εὐρυσθέως
50 στείχοντ᾽ ἐφ᾽ ἡμᾶς, οὗ διωκόμεσθ᾽ ὕπο
πάσης ἀλῆται γῆς ἀπεστερημένοι.
ὦ μῖσος, εἴθ᾽ ὄλοιο χὠ πέμψας ‹σ᾽› ἀνήρ,
ὡς πολλὰ δὴ καὶ τῶνδε γενναίωι πατρὶ
ἐκ τοῦδε ταὐτοῦ στόματος ἤγγειλας κακά.

***
ΙΟΛΑΟΣ
Από πολύν καιρόν έχω παραδεγμένο
πως ο ένας άνθρωπος δίκαιος στους άλλους είναι
κι ο άλλος, δοσμένος στην απάτη για όφελός του,
άπιστος στις δοσοληψιές του, και στην πόλην
ανώφελος αλλά καλός στον εαυτό του.
Δεν είν᾽ μονάχα γνώμη απλή· τι εγώ, τιμώντας
την αιδώ και τη συγγένεια, ενώ μπορούσα
ήσυχα στο Άργος μου να ζω, βάσανα πλήθος
μοιράστηκα μονάχος με τον Ηρακλέα,
όταν εζούσε· τώρα που στον ουρανό βρισκιέται,
10 τα τέκνα του έχοντάς τα κάτου απ᾽ τα φτερά μου
τα προστατεύω, ενώ έχω εγώ αυτήν την ανάγκη.
Γιατί, σαν άφησε ο πατέρας του τη γη μας,
να μας σκοτώσ᾽ ήθελε πρώτα ο Ευρυσθέας,
μα απότυχε· και χάσαμ᾽ έτσι την πατρίδα,
μα τη ζωήν εσώσαμε· κι όλο φευγάτοι
πλανιόμαστε από πολιτεία σε πολιτεία.
Γιατί κοντά στ᾽ άλλα κακά αυτός και με τούτον
τον κατατρεμό ζητάει να μας κατατρέχει·
δηλαδή όπου μάθει ότι βρήκαμε αποκούμπι
20 στέλνοντας κήρυκες ζητάει για να μας διώξουν,
λέγοντάς τους πως θα κάνουν το μέγα το Άργος
ή φίλο ή οχτρό τους και πολύ καλό στον ίδιο.
Κι εκείνοι, όταν αδύναμον κοιτάν εμένα
και τα παιδιά μικρά και δίχως τον πατέρα,
τον δυνατότερον φοβούμενοι μας διώχνουν!
Κι εγώ, όταν φεύγουν τα παιδιά, μαζί τους φεύγω,
και δυστυχάω μαζί τους, όταν δυστυχάνε,
μη θέλοντας να τα προδώσω, μην πει κάποιος:
γιά ιδέτε, τώρα που δεν έχουνε πατέρα,
30 δεν προστατεύει τα ο Ιόλαος — συγγενής τους!
Και τώρ᾽ απαράδεχτοι σ᾽ όλη την Ελλάδα
στον Μαραθώνα και στη χώρα του φτασμένοι
ικέτες στους βωμούς καθίσαμε των θεώνε,
να μας συντρέξουν· γιατί λέγουν πως τη χώρα
τούτη, λαχώντας την με κλήρο, τα δυο τέκνα
του Θησέα την κατοικούν, που απ᾽ τη γενιά όντας
του αρχαίου Πανδίονα συγγενής των παιδιών είναι·
γι᾽ αυτούς στη γη της ξακουστής ήρθαμε Αθήνας.
Κι αυτού του φευγωμού οδηγοί ᾽ναι δυο γερόντοι:
40 Εγώ, που για τ᾽ αγόρια λαχταράω, κι η Αλκμήνη,
που τα κορίτσια μες στον ναό αγκαλιάζοντάς τα
τα προφυλάει· γιατί φοβόμαστε στο πλήθος
και στους βωμούς να βγάζομε τις νιες παρθένες.
Κι ο Ύλλος και τα μεγαλύτερά του αδέρφια
ζητάνε πού θα κατοικήσουμε σε πύργο,
αν κι απ᾽ αυτή τη γης με βία μάς απορρίξουν…
Ω τέκνα, τέκνα, πιάσετέ με από τα ρούχα,
50 γιατί βλέπω ενάντιά μας να προβαίνει ετούτος,
του Ευρυσθέα ο κήρυκας, οπού για κείνον
διωχνόμαστε, την κάθε χώρα στερημένοι!
Άθλιε, ας χανόσουνε και συ κι ο που έστειλέ σε,
γιατί πολλά κακά και στον γενναίον πατέρα
αυτωνών εμήνυσες με το στόμα το ίδιο!

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, 1. Η τέχνη στην Ελλάδα κατά τους «Σκοτεινούς Αιώνες» και τη γεωμετρική περίοδο

1.9. Η αρχιτεκτονική του 9ου και του 8ου αιώνα π.Χ.: Λίθοι, πλίνθοι, ξύλα

Τα αρχιτεκτονικά λείψανα της περιόδου των «Σκοτεινών Αιώνων» είναι σχετικά φτωχά. Αυτό οφείλεται στο σχετικά μικρό μέγεθος των οικοδομημάτων (με σπάνιες εξαιρέσεις, όπως το ἡρῶον στο Λευκαντί της Εύβοιας) και στη χρήση φθαρτών υλικών. Ο τρόπος χτισίματος ήταν σχετικά απλός: επάνω σε μια βάση από ακατέργαστες ή πρόχειρα δουλεμένες πέτρες υψώνονταν τοίχοι φτιαγμένοι από ωμές πλίνθους, με ενίσχυση από ξυλοδεσιές, όπου χρειαζόταν. Δεν υπήρχαν βαθιά θεμέλια, γιατί τέτοιες ελαφρές κατασκευές δεν έχουν ανάγκη από ισχυρή θεμελίωση. Η στέγη τις περισσότερες φορές ήταν δίριχτη με αρκετή κλίση, φτιαγμένη από άχυρα ή καλάμια τοποθετημένα επάνω σε ξύλινο σκελετό. Η είσοδος βρισκόταν συνήθως στη μία στενή πλευρά· στο σημείο αυτό οι πλαϊνοί τοίχοι προεξείχαν λίγο, δημιουργώντας ένα στέγαστρο, που στηριζόταν και σε ξύλινους στύλους τοποθετημένους ανάμεσα στους τοίχους. Η πίσω πλευρά ήταν αψιδωτή, σχημάτιζε δηλαδή καμπύλη. Κατόψεις με καμπύλες αντί για γωνίες είναι χαρακτηριστικές για κτίσματα με στέγη από άχυρα ή καλάμια. Λείψανα τέτοιων οικημάτων έχουν βρεθεί σε αρκετές περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας και πιστεύουμε ότι ήταν κατοικίες, καθώς δεν υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη δημόσιων κτηρίων στην πρώιμη αυτή εποχή. Διαφορετικό τρόπο δόμησης με μεγαλύτερη χρήση της πέτρας και επίπεδες στέγες συναντούμε σε νησιωτικούς οικισμούς, όπως είναι η Ζαγορά της Άνδρου. Γνωρίζουμε όμως ότι υπήρχαν επίσης ιερά οικήματα, που ονομάζονταν ναοί, κατασκευασμένα στο πρότυπο των κατοικιών. Η λέξη ναός παράγεται από το ρήμα ναίω "κατοικώ" και σημαίνει την κατοικία της θεότητας, την παρουσία της οποίας μέσα στο οίκημα δήλωνε ένα ομοίωμά της, που οι αρχαιολόγοι το ονομάζουν λατρευτικό άγαλμα.
 
Από οικοδομήματα όπως αυτά που περιγράψαμε η ανασκαφική έρευνα έχει φέρει στο φως τη θεμελίωση, αφού το μόνο που έχει διατηρηθεί είναι οι λίθινες βάσεις, στις οποίες στηρίζονταν οι τοίχοι. Έχουν σωθεί όμως πήλινα ομοιώματα που μας δίνουν μια αρκετά σαφή εικόνα για τη μορφή της ανωδομής. Τα ομοιώματα αυτά ήταν αναθήματα σε ιερά· τα περισσότερα έχουν βρεθεί στο Ηραίο της Σάμου, στο Ηραίο του Άργους και στο Ηραίο της Περαχώρας στην περιοχή του Ισθμού, απέναντι από την Κόρινθο. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι προέρχονται από ιερά της Ήρας, καθώς αυτή ήταν η θεά που προστάτευε τις παντρεμένες γυναίκες και το σπιτικό τους. Για τον λόγο αυτό τα προπλάσματα ερμηνεύονται συνήθως ως ομοιώματα κατοικιών. Δεν αποκλείεται όμως κάποια από αυτά να εικονίζουν ναούς, οι οποίοι κατασκευάζονταν, όπως είδαμε, με τον ίδιο τρόπο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η διακόσμηση των πήλινων προπλασμάτων με γεωμετρικά μοτίβα όμοια με εκείνα των γεωμετρικών αγγείων, η οποία βοηθάει στη χρονολόγησή τους και ενισχύει την ερμηνεία των γεωμετρικών διακοσμητικών μοτίβων ως σχηματοποιημένων φυτικών και άλλων κοσμημάτων, αφού στην περίπτωση αυτή μπορούμε να θεωρήσουμε ότι αποδίδονται σχηματικά τα υλικά και ο τρόπος κατασκευής.
 
Λίθινα θεμέλια ναών της γεωμετρικής εποχής με αψιδωτή κάτοψη και ανωδομή από φθαρτά υλικά έχουν έρθει στο φως σε αρκετά μέρη της Ελλάδας: στη Σπάρτη, στις Μυκήνες, στην Περαχώρα (στην περιοχή του Ισθμού της Κορίνθου), στην Ελευσίνα, στο Θέρμο της Αιτωλίας, στην Ερέτρια, στη Σάμο. Τα λείψανα αυτά σε συνδυασμό με τα πήλινα ομοιώματα μας δίνουν μια εικόνα για τη μορφή που είχαν οι παλαιότεροι ελληνικοί ναοί. Οι κατοικίες των ανθρώπων δεν ήταν πολύ διαφορετικές κατασκευαστικά. Από τους ναούς του 8ου αιώνα π.Χ. ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει εκείνος του Απόλλωνα, της Άρτεμης και της Λητώς στη Δρήρο της ανατολικής Κρήτης, μέσα στον οποίο βρέθηκαν τα αγάλματα των τριών θεοτήτων, που ήταν σφυρήλατα, είχαν δηλαδή έναν ξύλινο πυρήνα καλυμμένο με σφυρηλατημένο έλασμα χαλκού. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι η παρουσία βωμού στο εσωτερικό του ναού, που δηλώνει ότι κάποιες τελετουργίες γίνονταν μέσα. Η συνήθεια αυτή εγκαταλείφθηκε αργότερα με ελάχιστες μόνο εξαιρέσεις.

Ο Ουρανός στη γη

ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΟΠΤΙΑΣ
 
Ο Αληθινός Κόσμος είναι Μία Ενιαία Πραγματικότητα, όπου υπάρχουν, λειτουργούν, κι εκδηλώνονται και το πνευματικό και το φυσικό, ο Αληθινός Κόσμος Είναι Ενοποιημένος...
Για όσους Βιώνουν το Παν, την Παρουσία του Παντός, την αληθινή Πραγματικότητα... και όντως αλλοιωμένοι οντολογικά (με την «καλή αλλοίωση»), συλλαμβάνουν και ζουν την Πραγματικότητα με τα μάτια της αιωνιότητας... σαν «Μία Ενιαία Πραγματικότητα», χωρίς διαχωριστικά (ανάμεσα στο πνευματικό και το φυσικό...)... ασφαλώς το Παν (που Βιώνουν) δεν χρειάζεται αποδείξεις... ούτε η Εμπειρία του, η θεοπτία (σε όποιο βάθος την βιώνουν) μπορεί να γίνει θέμα, θεολογικής ή άλλης ανάλυσης, ή ερμηνείας... ούτε αυτό που «νοιώθει» ο μυστικός, το προσωπικό βίωμα, που όμως ξεφεύγει από τα όρια του υποκειμενικού, αποκτώντας αντικειμενικό περιεχόμενο, γίνεται αντικειμενική πραγματικότητα, γίνεται η Αντικειμενική Πραγματικότητα, μπορεί να γίνει αντικείμενο συζήτησης...
Η Ζωή (κι η ζωή) είναι κάτι που βιώνουμε, όχι κάτι που σκεφτόμαστε, ή σχολιάζουμε... Κι αν αυτό που βιώνουμε επαληθεύεται διαρκώς, δεν χρειάζεται αποδείξεις... Ούτε μπορούμε, διανοητικά να αποδείξουμε σε κάποιον τι είναι Παν, τι είναι Εμπειρία, θεοπτία, πνευματική αλλοίωση, θέωση, κι όλα αυτά... Όλα αυτά είναι Βιώματα, όχι θεωρίες και λέξεις... Μιλάμε για Ζωή, για Βίωμα, για Μετοχή στην Πραγματικότητα... για μεταμόρφωση της οντότητας... για διευρυμένη συνείδηση που μπορεί να αντιληφθεί, να βιώσει, την Πραγματικότητα «όπως είναι», (κι όχι όπως την παρουσιάζουν οι περιοριστικές λειτουργίες της σκέψης, ή των αισθήσεων)...
Αυτό λοιπόν (το να Ζήσει), πρέπει ο καθένας να το κάνει μόνος του... Καθένας Ζει για λογαριασμό του...
1. Καθένας πρέπει αυτός ο ίδιος να βγει από την σκοτεινή απομόνωση της ατομικής ύπαρξης (του εγώ, της «προσωπικής» ζωής, των «ατομικών» εμπειριών...) προς το Φως της Κοινής Ζωής Εντός του Παντός...
2. Ένας-ένας πρέπει να σπάσουμε τα δεσμά της ατομικής ύπαρξης και να βρούμε την Ελευθερία μέσα στην Πνευματική Κοινότητα...
3. Στον σκοτεινό κόσμο που ζουν οι άνθρωποι, καθένας είναι μόνος του (κι οι κοινωνίες των ανθρώπων και μακροσκοπικά και σε τοπικό επίπεδο, είναι ζούγκλες πραγματικές κι όχι κοινότητες δικαίου, πολιτισμένες κοινότητες...). Στον Φωτεινό Πνευματικό Κόσμο, όλοι μαζί είναι Ένα πνεύμα, Μία Ζωή, η αληθινή Ζωή...
Οι αληθινοί άνθρωποι είναι ταπεινοί, γιατί αν δεν εξαλείψεις το εγώ οντολογικά, κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά, ή ηθικά δεν μπορείς να το «Συναντήσεις» ... Είναι ευτυχισμένοι (γιατί κέρδισαν την Ζωή, τα πάντα... κι απαλλάχτηκαν από όλα τα σκουπίδια του κόσμου, που οι άνθρωποι θεωρούν πολύτιμα, πλούτο, δόξα, κυριαρχία, αγαθά, κάθε τι υλικό)... είναι ελεύθεροι σαν τα πουλιά που ταξιδεύουν στην αγκαλιά του ανέμου (γιατί ζουν πνευματικά κι ας πατούν τα πόδια τους στην γη)...
Ο Αληθινός Κόσμος του Παντός, είναι αόρατος για τους πολλούς ανθρώπους γιατί δεν μπορούν να τον δουν με τα μάτια του εγώ, της σκέψης, των αισθήσεων)... Είναι απλησίαστος γιατί είναι ιερός και κάθε βέβηλος πρέπει να βγάλει τα σανδάλια της υλικότητας για να πατήσει το ιερό έδαφος... Είναι ειρηνικός γιατί όποιος θέλει πραγματικά μπορεί να εισέλθει σε αυτόν τον κόσμο...
Ο Αληθινός Κόσμος είναι Μία Ενιαία Πραγματικότητα, όπου υπάρχουν, λειτουργούν, κι εκδηλώνονται και το πνευματικό και το φυσικό, ο Αληθινός Κόσμος Είναι Ενοποιημένος... Κομματιασμένος, διαχωρισμένος, είναι μόνο στα μάτια, όσων δεν αξιώθηκαν να το «Συναντήσουν», και να εισέλθουν στη Θεία Πραγματικότητα... Ο Ουρανός κι η γη είναι ένα... Στην Βασιλεία του στη γη, όλα είναι ένα... αλλά αυτό το βιώνουν μόνο όσοι μπαίνουν στην Βασιλεία...
Ο Αληθινός Κόσμος, το Βασίλειο του στη γη, δεν είναι ένας κόσμος που πρέπει να σου περιγράψουν οι άγιοι που έχουν εισέλθει Εδώ, είναι ένας κόσμος στον οποίο είσαι προσκεκλημένος, σαν τους ανθρώπους της «παραβολής»...

Η Ελληνική Αρχαιότητα: Ι. ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ - 1. Πόλεις και αποικίες

1.5. Η Πυθία έδωσε χρησμό να κτιστεί μια αποικία

Μερικές δεκαετίες μετά τον Ησίοδο, γύρω στο 630, μια αντιπροσωπεία κατέφθασε στους Δελφούς. Υπήρχε εκεί από παλιά ένα ιερό μαντείο που έδινε απαντήσεις (χρησμούς) στις ερωτήσεις των επισκεπτών του. Ο άρχοντας της Θήρας (που διατηρούσε τον τίτλο του βασιλιά), προσφέροντας πλούσια θυσία εκατό βοδιών (ἑκατόμβην), ζητούσε να λάβει διάφορες συμβουλές, προφανώς για το καλό του τόπου του. Τον συνόδευαν πολλοί συμπολίτες του και ανάμεσά τους ένας ευγενής που λεγόταν Βάττος. Αντί να απαντήσει στις ερωτήσεις που της έγιναν, η ιέρεια του μαντείου που ονομαζόταν Πυθία, από το στόμα της οποίας ακουγόταν η βούληση και η κρίση του Απόλλωνα, έδωσε χρησμό ότι έπρεπε να κτιστεί μια ἀποικία, δηλαδή μια νέα πόλη, στη Λιβύη. Γέρος και δυσκίνητος καθώς ήταν ο βασιλιάς, παρέπεμψε την υπόθεση στον Βάττο. Ωστόσο, εκείνη την εποχή οι κάτοικοι της Θήρας δεν ήξεραν ούτε καν πού βρίσκεται η Λιβύη· προτίμησαν λοιπόν να αγνοήσουν τη θεϊκή εντολή. Ο ιστορικός Ηρόδοτος σημειώνει και μια δεύτερη εκδοχή. Σύμφωνα με αυτή, ο Βάττος είχε πάει από μόνος του στους Δελφούς να ζητήσει χρησμό για τη φωνή του, επειδή ήταν τραυλός. Πήρε πάντως τον ίδιο χρησμό. Μια άλλη, μεταγενέστερη πηγή ισχυρίζεται ότι ο Βάττος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Θήρα μετά την ήττα του σε πολιτικές διαμάχες.
 
Λίγο αργότερα οι κάτοικοι της Θήρας υποχρεώθηκαν από μια παρατεταμένη ανομβρία να υπακούσουν στον χρησμό. Ζήτησαν τη συνδρομή ενός ψαρά από την Κρήτη και, νησιώτες καθώς ήταν, έκαναν μια απόπειρα να εγκατασταθούν σε ένα νησί της Λιβύης. Ο ψαράς, που παρέμεινε για μεγάλο διάστημα μόνος στο νησί να το φυλάει, δέχτηκε τη βοήθεια ενός εμπορευόμενου καραβοκύρη από τη Σάμο. Στη συνέχεια έφτασαν και οι πρώτοι άποικοι, που δεν ήταν πολλοί. Χωρούσαν όλοι σε δύο πενηντάκωπα καράβια. Είχαν επιλεγεί με κλήρο, ένας γιος από κάθε οικογένεια, αντιπροσωπεύοντας όλα τα τμήματα του νησιού. Για γυναίκες δεν γίνεται λόγος. Η ελπίδα ήταν, προφανώς, ότι θα υπήρχαν διαθέσιμες στον τόπο εγκατάστασης. Μη βλέποντας προκοπή, οι άποικοι προσπάθησαν να επιστρέψουν στη Θήρα, αλλά δεν έγιναν δεκτοί και αναγκάστηκαν με τη βία να πάρουν και πάλι τον δρόμο του ξενιτεμού. Στο τέλος, ακολουθώντας πάντα τις οδηγίες του μαντείου, εγκαταστάθηκαν στην ακτή της κτηνοτρόφου Λιβύης, όπως τη χαρακτήριζε ο χρησμός, σε μια τοποθεσία με δύο όμορφα λιβάδια που τα διέσχιζε ένας ποταμός.
 
Λίγα χρόνια αργότερα, οι Λίβυοι ενοχλήθηκαν από την παρουσία Ελλήνων στην περιοχή τους. (Στην αρχή δεν φαίνεται να είχαν δώσει σημασία.) Τους υπέδειξαν λοιπόν να μετακινηθούν δυτικότερα, σε καλύτερη περιοχή. Προσπερνώντας τις ωραιότερες εκτάσεις μέσα στη νύχτα, έφτασαν σε μια κρήνη αφιερωμένη στον Απόλλωνα. «Εδώ είναι καλά για να κατοικήσετε, Έλληνες», τους είπαν, «διότι στον τόπο αυτό ο ουρανός είναι τρύπιος», δηλαδή βρέχει πολύ. Καθώς οι άποικοι ήταν αγρότες, κατάλαβαν ότι μπορούσαν να αρχίσουν εκεί μια νέα ζωή και δέχτηκαν. (Δεν είχαν άλλωστε ούτε διάθεση ούτε δυνάμεις για να φέρουν αντίρρηση.) Η πόλη που έκτισαν ονομάστηκε Κυρήνη.
 
Το μαντείο δεν τους λησμόνησε. Δυο γενιές αργότερα ενθάρρυνε πολύ κόσμο από διάφορα μέρη της Ελλάδας να αναζητήσει εκεί μια καλύτερη ζωή. Στους νέους κατοίκους μοιράστηκαν κλῆροι, δηλαδή ίσα μερίδια καλλιεργήσιμης γης. Οι Λίβυοι αισθάνθηκαν πια πραγματική απειλή και ζήτησαν τη συνδρομή του φαραώ, του βασιλιά της Αιγύπτου. Αλλά η Κυρήνη είχε προκόψει τόσο πολύ στο μεταξύ, ώστε κατάφερε να νικήσει τον αιγυπτιακό στρατό.
 
Ο ποιητής Πίνδαρος, ήδη πριν από τον Ηρόδοτο, ύμνησε την ομορφοκτισμένη Κυρήνη για τα φημισμένα της άλογα και για τα άρματά της. Παίνεψε τον Βάττο, που έφτασε εκεί ανοίγοντας δρόμο μέσα από τη θάλασσα, που φρόντισε να κτίσει ιερά άλση για τους θεούς και χάραξε μια ολόισια, σκυρόστρωτη οδό στον κάμπο, για να γίνονται οι απολλώνιες πομπές. Μνημονεύει επίσης τα παλάτια του Βάττου καθώς και τον τάφο του. Ενώ οι πάντες ενταφιάζονταν έξω από τα τείχη, σε αυτόν παραχωρήθηκε μια θέση μέσα στην αγορά. Έτσι τιμούσαν οι αποικίες τον οἰκιστήν, δηλαδή τον πρώτο τους αρχηγό: σαν ήρωα.
 
Οι κάτοικοι της Κυρήνης διατήρησαν, καθώς φαίνεται, καλές σχέσεις με τον αρχικό τους τόπο, τη Θήρα. Είχαν περάσει περίπου τρεις αιώνες από την ίδρυση της αποικίας, όταν αντιπρόσωποι από τη μητρόπολη τούς επισκέφθηκαν για να συσφίξουν τους δεσμούς. Όσα συμφωνήθηκαν χαράχτηκαν σε πέτρα, που τοποθετήθηκε στον ναό του Απόλλωνα. Στην επιγραφή αυτή, που η αρχαιολογική σκαπάνη ανέσυρε από τη λήθη, οι Θηραίοι υπενθύμιζαν, ανάμεσα σε άλλα, ότι η αρχική επιλογή των αποίκων ήταν υποχρεωτική και ότι όποιος επιχειρούσε να διαφύγει καταδικαζόταν σε θάνατο. Εάν μέσα σε πέντε χρόνια δεν έβλεπαν προκοπή, τότε μόνο μπορούσαν να επιστρέψουν. Επίσης, ότι οι συγγενείς των πρώτων αποίκων που ζούσαν στη Θήρα είχαν δικαίωμα, εφόσον το επιθυμούσαν, να αποκτήσουν και αυτοί αδιάθετη γη στην Κυρήνη. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει φέρει επίσης στο φως υπολείμματα του ωραίου πλακοστρωμένου δρόμου, από όπου διέρχονταν οι θρησκευτικές πομπές.
 
Οι αρχαίοι Έλληνες δίνουν συχνά την εντύπωση ότι βρίσκονταν σε διαρκή κίνηση. Άλλοτε μεμονωμένα άτομα, άλλοτε οικογένειες και άλλοτε μεγάλες ομάδες ή ολόκληρες πόλεις εγκατέλειπαν με σχετική ευκολία τον τόπο τους για να εγκατασταθούν μόνιμα κάπου αλλού. Σε πολλές περιπτώσεις επέλεγαν ακατοίκητες ή αραιοκατοικημένες περιοχές, οι οποίες μπορούσαν να βρίσκονται πολύ μακριά από την κοιτίδα τους. Εκεί έκτιζαν μια αποικία, δηλαδή μια νέα πόλη που διατηρούσε, όσο ήταν εφικτό, καλές σχέσεις με τη μητρόπολη. Τις δύο πόλεις ένωναν δεσμοί αίματος, κοινές παραδόσεις και θρησκευτικές συνήθειες. Όμως, η αποικία ήταν από την πρώτη στιγμή μια ανεξάρτητη κοινότητα. Εάν το έφερνε η ανάγκη, δεν δίσταζε να αναμετρηθεί πολεμικά με τη μητρόπολη, όπως αναμετρήθηκε κάποια στιγμή η Κέρκυρα με την Κόρινθο. Συνέβαινε συχνά μια αποικία να ιδρύσει αργότερα νέες, δικές της αποικίες. Οι κάτοικοι της Θήρας, που ίδρυσαν την Κυρήνη, προέρχονταν από τη Σπάρτη, ενώ κάτοικοι της Κυρήνης ίδρυσαν με τη σειρά τους άλλες αποικίες στις ακτές της Βόρειας Αφρικής.
 
Οι αιτίες για τις συχνές μετακινήσεις θα πρέπει να ήταν πολλές. Ορισμένοι Έλληνες, όπως ο πατέρας του Ησιόδου, προσπαθούσαν να ξεφύγουν από την ανέχεια. Άλλοι, όπως οι μυθικοί Φαίακες ή οι πραγματικοί Φωκαείς στην Ιωνία, ήθελαν να γλιτώσουν από επικίνδυνους γείτονες. Οι κάτοικοι της Θήρας πιέστηκαν, καθώς φαίνεται, από δυσμενείς καιρικές συνθήκες και αποφάσισαν να απαλλαγούν από το πλεόνασμα του πληθυσμού, αυτό που δεν μπορούσαν να θρέψουν. Η συρρικνωμένη παραγωγή ενδέχεται μάλιστα να οδήγησε σε πολιτικές συγκρούσεις, που επιβάρυναν το κλίμα περισσότερο. Υπάρχουν ενδείξεις ότι μετακινήσεις έγιναν και για εμπορικούς λόγους. Αναζητώντας αγορές για τα προϊόντα τους και, κυρίως, πρώτες ύλες για την αναγκαία μεταλλοτεχνία τους, Έλληνες ναυτικοί έκτιζαν κάποτε σταθμούς σε κεντρικά περάσματα. Ορισμένοι από αυτούς εξελίχθηκαν σε ολοκληρωμένες πόλεις.
 
Από το μέσον του 8ου έως το μέσον του 6ου αιώνα, το φαινόμενο των μόνιμων και μαζικών μετεγκαταστάσεων πήρε μαζικές διαστάσεις. Τόσο πολλές ήταν οι αποικίες που ιδρύθηκαν από τον Εύξεινο Πόντο έως τις Ηράκλειες Στήλες, δηλαδή τα στενά του Γιβραλτάρ, που άλλαξε η όψη της Μεσογείου. Όλες σχεδόν οι ακτές γέμισαν με ελληνικές πόλεις. Οι περισσότερες είχαν κοινά χαρακτηριστικά. Πρώτα απ᾽ όλα ιδρύονταν όχι με ατομικές πρωτοβουλίες αλλά με απόφαση των μητροπόλεων, που κάποτε συνεργάζονταν μεταξύ τους για τον σκοπό αυτό. Δεύτερον, είχαν ως κύριο στόχο την εξεύρεση και εκμετάλλευση καλλιεργήσιμης γης, όχι τη διεξαγωγή εμπορίου. Τρίτον, έλυναν τα προβλήματα των μητροπόλεων απαλλάσσοντάς τες από πληθυσμιακό πλεόνασμα και όχι παρέχοντάς τους εμπορική, στρατιωτική ή πολιτική στήριξη. Το φαινόμενο αυτό είναι γνωστό ως ελληνικός αποικισμός.
 
Τα αίτια του φαινομένου αυτού πρέπει να αναζητηθούν στην ίδια την κοινωνική σύνθεση των παλαιών πόλεων. Όλες είχαν πρωτίστως αγροτικό προσανατολισμό και, στις περισσότερες από αυτές, τις καλύτερες και ευφορότερες εκτάσεις γης τις κατείχαν λίγοι άνθρωποι, συνήθως αριστοκρατικής καταγωγής. Το κοινά αποδεκτό έθιμο διαμοιρασμού της κτηματικής περιουσίας σε όλους τους γιους οδηγούσε στον γρήγορο κατακερματισμό των αγροτικών ιδιοκτησιών. Τις κοινωνικές εντάσεις και αναταραχές που προκλήθηκαν επιδείνωνε ασφαλώς η αύξηση του πληθυσμού. Η απλούστερη λύση ήταν να απαλλαγούν οι πόλεις από τους κατοίκους που δεν μπορούσαν να συντηρήσουν με την επάρκεια την οποία απαιτούσαν οι συνθήκες της εποχής.
 
Η ίδρυση νέων πόλεων δεν είναι σε όλες τις εποχές εφικτή λύση. Για την ακρίβεια, σπάνια είναι εφικτή σε τόσο μεγάλο βαθμό όπως αυτός που διαπιστώθηκε τη συγκεκριμένη εποχή. Με εξαίρεση την Αίγυπτο, που ήδη βρισκόταν σε παρακμή, δεν υπήρχε καμιά άλλη ισχυρή εξουσία στη Μεσόγειο ικανή να ανακόψει την εξάπλωση των Ελλήνων. Οι κάτοικοι της Καρχηδόνας είχαν κυρίως εμπορικά συμφέροντα, ενώ οι Ετρούσκοι δεν είχαν ξεκινήσει την επέκτασή τους. Στην Ασία, οι Φρύγες, οι Λυδοί, οι (νεο-)Βαβυλώνιοι και οι Μήδοι πολεμούσαν μεταξύ τους, χωρίς να δείχνουν ενδιαφέρον για τη θάλασσα. Οι ακτές ήταν ελεύθερες για δράση στους Έλληνες, αρκεί να υπήρχε αποφασιστικότητα και μικρή στρατιωτική ισχύς. Όπου έβρισκαν έστω και στοιχειώδη αντίσταση, οι Έλληνες άποικοι συμβιβάζονταν, όπως στην περίπτωση της Κυρήνης, έως ότου γίνονταν επαρκώς δυνατοί. Όταν είχαν τη δυνατότητα, απωθούσαν με τη βία τους παλαιούς κατοίκους, όπως έγινε στην περίπτωση των Συρακουσών, τις οποίες έκτισαν οι Κορίνθιοι. Η καλύτερη λύση ήταν πάντως να γίνεται η εγκατάσταση σε μέρος που δεν το διεκδικούσε κανείς.
 
Οι αποικίες με καθαρά εμπορικό χαρακτήρα ήταν ελάχιστες και μπορούν να θεωρηθούν εξαιρέσεις. Πιο φημισμένη ήταν η Ναύκρατις, που ιδρύθηκε ως κοινοπραξία διαφόρων Ελλήνων, με συγκατάθεση και εποπτεία από τις αιγυπτιακές αρχές. Επίσης η Κύμη, η παλαιότερη αποικία στην Ιταλία, από την οποία γινόταν, καθώς φαίνεται, εμπόριο μετάλλων. Η αρχαιολογική σκαπάνη έχει ανακαλύψει μια ακόμη εγκατάσταση στη Συρία, στις εκβολές του ποταμού Ορόντη, γνωστή μόνο με τη σημερινή της ονομασία Αλ Μίνα, που αποτελούσε σταθμό για εμπορικές συναλλαγές με τους πληθυσμούς της Μεσοποταμίας.
 
Πόσο πεινασμένοι ήταν κάποτε οι υποψήφιοι άποικοι το δείχνει ωραία μια αφήγηση. Ένας από αυτούς που ταξίδευαν για να εγκατασταθούν στη Σικελία πούλησε στη διάρκεια του ταξιδιού το κομμάτι γης (κλῆρον) που έμελλε να αποκτήσει με λαχνό (κλῆρον) για μια πίτα από μέλι.
 
Ο Ηρόδοτος αφηγείται και άλλη μια ωραία ιστορία, που την τοποθετεί γύρω στο μέσον του 6ου αιώνα. Οι Φωκαείς ήταν οι πρώτοι που έκαναν μακρινές εξορμήσεις και ανακάλυψαν την Αδριατική, την Τυρρηνία, την Ιβηρία και την Ταρτησσό. Μια από τις πλέον φημισμένες αποικίες τους ήταν η Μασσαλία. Στην Ταρτησσό (έξω από τις στήλες του Ηρακλή) κέρδισαν τη φιλία του τοπικού βασιλιά σε τέτοιο βαθμό, ώστε τους προσφέρθηκε νέος τόπος μόνιμης εγκατάστασης. Οι Φωκαείς προτίμησαν να παραμείνουν στην πόλη τους, μολονότι αντιμετώπιζαν ήδη την πίεση των Περσών. Δέχτηκαν πάντως άφθονα χρήματα από τον ξένο βασιλιά, για να οικοδομήσουν ισχυρό προστατευτικό τείχος.
 
Έφτασε ωστόσο η μέρα (γύρω στο 540) που δεν μπορούσαν πλέον να αντισταθούν στην περσική πολιορκία. Αποφάσισαν λοιπόν με όρκους που έδιναν μεταξύ τους να ξενιτευτούν σε μια παλαιά τους αποικία στην Κύρνο, δηλαδή την Κορσική. Έβαλαν τα παιδιά, τις γυναίκες τους καθώς και όλη την κινητή τους περιουσία στα καράβια, μαζί με τα αγάλματα από τους ναούς και τα αναθήματα, και εγκατέλειψαν την πόλη τους στο έλεος των κατακτητών. (Τελικά το ταξίδι της μετεγκατάστασης το πραγματοποίησαν περίπου οι μισοί, αφού οι υπόλοιποι επέλεξαν τη σκλαβιά και επέστρεψαν.)
 
Στην Κορσική οι Φωκαείς, μαζί με τους παλαιούς αποίκους, διαπίστωσαν ότι τα πράγματα είχαν αλλάξει. Οι Τυρρηνοί, δηλαδή οι Ετρούσκοι, δεν ήταν πια διατεθειμένοι να ανεχθούν την ανεξέλεγκτη δράση των Ελλήνων. Εξίσου ενοχλημένοι εμφανίστηκαν οι Καρχηδόνιοι. Συνασπισμένοι οι δυο τους πολέμησαν (γύρω στο 535) εναντίον των Φωκαέων σε μια πολύνεκρη ναυμαχία με αμφίρροπο αποτέλεσμα. Με κατεστραμμένα τα πλοία και πεσμένο το ηθικό, οι Φωκαείς μετακινήθηκαν οικογενειακώς για μία ακόμη φορά. Ως νέο τόπο εγκατάστασης επέλεξαν το Ρήγιο και από εκεί την Ελέα στην Κάτω Ιταλία.
 
Τα παθήματα των Φωκαέων δείχνουν πολύ παραστατικά τη νέα κατάσταση που διαμορφωνόταν. Οι συνθήκες που είχαν επιτρέψει στους Έλληνες να ιδρύουν αποικίες σχεδόν όπου ήθελαν, από το ένα άκρο της Μεσογείου στο άλλο και ακόμη πιο πέρα, δεν ίσχυαν πια. Στην Ανατολή ο βασιλιάς των Περσών Κύρος κατάφερε να ιδρύσει τη μεγαλύτερη αυτοκρατορία που είχε υπάρξει έως τότε. Φτάνοντας στο Αιγαίο, άρχισε να καταλαμβάνει μία μία τις ελληνικές πόλεις. Στη Δύση πάλι, δύο μεγάλες δυνάμεις συνασπίζονταν για να αντιμετωπίσουν τους Έλληνες: οι Ετρούσκοι στην Ιταλία και οι Καρχηδόνιοι στην Αφρική. Μετά τη σύγκρουσή τους με τους Φωκαείς, οι Ετρούσκοι συγκρούστηκαν με την ιταλική Κύμη (γύρω στο 525). Οι Κυμαίοι βγήκαν νικητές, αλλά ήταν πια φανερό ότι η περιοχή δεν τους χωρούσε όλους. Ο ελληνικός αποικισμός είχε φτάσει στα όριά του.
 
Οι ελληνικές πόλεις δεν συμμετείχαν όλες με τον ίδιο τρόπο στην ίδρυση αποικιών. Αρκετές δεν ίδρυσαν καμία, άλλες λιγοστές και άλλες πολλές - υπερβολικά πολλές για τον πληθυσμό τους. Η εικόνα αυτή είναι πάντως αρκετά απατηλή. Ο αποικισμός ήταν, σε μεγάλο βαθμό, μια κοινή ελληνική υπόθεση. Συνέβαινε κάποτε να συνεργαστούν δύο πόλεις από την αρχή. Σχεδόν πάντα υπήρχε θέση σε μια αποστολή και για κατοίκους από άλλες περιοχές. Όπως δείχνει το παράδειγμα της Κυρήνης, η προσέλευση νέων αποίκων ήταν συχνά αναγκαία για να αναπτυχθεί επαρκώς η νέα πόλη.
 
Δύο τουλάχιστον πόλεις φαίνεται ότι απείχαν συνειδητά από την ίδρυση αποικιών. Από την πολυπληθή Σπάρτη είχαν φύγει κάτοικοι μόνο για τη Θήρα και για τον Τάραντα στην Ιταλία, και αυτό έγινε κάτω από πολύ ειδικές πολιτικές συνθήκες. Από την Αθήνα πάλι, που ήταν επίσης μια πολυπληθής πόλη, δεν ιδρύθηκε καμία αποικία στο δυναμικό ξεκίνημα του αποικιστικού ρεύματος. Η Σπάρτη και η Αθήνα είχαν άλλα σοβαρότερα προβλήματα να αντιμετωπίσουν και δεν είχαν την πολυτέλεια να στερηθούν τις στρατιωτικές υπηρεσίες των πολιτών τους. Επέλεξαν έτσι διαφορετικές λύσεις στο δημογραφικό και κοινωνικό τους πρόβλημα.

Είναι ωραίο να είσαι άντρας γιατί…

Επειδή οι άντρες «δαιμονοποιούνται» συνήθως για τη συμπεριφορά τους απέναντι στο «αδύναμο» φύλο και πολλά είναι τα αρνητικά που λέγονται γι’ αυτούς, ήρθε η ώρα να βάλουμε λίγο τα πράγματα στη θέση τους, παρουσιάζοντας ορισμένα βασικά πλεονεκτήματα που έχουν έναντι των γυναικών σχετικά με τον τρόπο ζωής τους, τις πράξεις τους, την άποψή τους περί της καθημερινότητας αλλά και της αντιμετώπισης από τους άλλους. Γιατί όπως και να το κάνουμε στα 19 σημεία που περιλαμβάνει η ακόλουθη λίστα, η διαφορά τους με τις γυναίκες σε αντίστοιχες φάσεις πρέπει να τους κάνει -το λιγότερο- να αισθάνονται ωραία που είναι άντρες…

1)Οι τηλεφωνικές συνομιλίες διαρκούν περίπου 30 δευτερόλεπτα.
2) Οι σκηνές με «γυμνό» στις ταινίες είναι πάντα γυναικείες.
3) Οι πενθήμερες διακοπές χρειάζονται μια βαλίτσα μόνο.
4) Η ουρά για να πας στην τουαλέτα είναι κατά 80% μικρότερη.
5) Τα οπίσθιά σου δεν είναι ποτέ λόγος για μια συνέντευξη για δουλειά.
6) Δεν σε ενδιαφέρει εάν στις τουαλέτες δεν υπάρχει κάθισμα.
7) Δεν χρειάζεται να κουβαλάς μια τσάντα γεμάτη άχρηστα πράγματα.
8) Μπορείς να κάνεις μπάνιο και να ετοιμαστείς σε 10 λεπτά.
9) Τα εσώρουχά σου κοστίζουν ακόμη 5 ευρώ η συσκευασία των τριών.
10) Δεν χρειάζεται να ξυρίζεσαι από το λαιμό και κάτω.
11) Εάν στα 34 είσαι ακόμα «single», κανείς δεν το κάνει θέμα.
12) Όλα στο πρόσωπό σου παραμένουν στο φυσικό τους χρώμα.
13) Τρία ζευγάρια παπούτσια είναι αρκετά.
14) Δεν σε ενδιαφέρει εάν κανείς δεν πρόσεξε το καινούριο σου κούρεμα.
15) Όταν κάθεσαι δεν χρειάζεται να θυμάσαι τι φοράς για να βάλεις ανάλογα τα πόδια σου.
16) Άσπρα μαλλιά = μεγαλύτερη γοητεία.
17) Κανείς δεν χαζεύει το στήθος σου ενώ σου μιλά.
18) Μπορείς να αγοράσεις προφυλακτικά χωρίς ο υπάλληλος να σε φανταστεί γυμνό.
19) Σε ένα πάρτι εάν κάποιος άλλος ντυθεί με τα ίδια ρούχα μπορεί να γίνει φίλος σου.

Ο Οδυσσέας, η Κίρκη, ο Θεός Ερμής και το φυτό Μώλυ.

Στην Οδύσσεια του Ομήρου, η Κίρκη είναι μια μάγισσα νύμφη ή θεά κόρη του Ήλιου και μιας από τις Ωκεανίδες, της Πέρσης, με μεγάλη δύναμη και γνώση, που ζούσε στο νησί Αία. Εκεί, στην Αία, θα τη βρει ο Οδυσσέας και οι σύντροφοι στο ταξίδι αναζήτησης της Ιθάκης, ανάμεσα σε εξημερωμένους λύκους και λιοντάρια, που δεν ήταν παρά οι μαγεμένοι από την ίδια ναυτικοί πλοίων που ο Αίολος είχε σπρώξει στο νησί της.

Η Κίρκη με το μαγικό ραβδί της, μεταμορφώνει και τους συντρόφους του Οδυσσέα σε γουρούνια, μετά από πλούσια συμπόσια και λάγνες υπηρεσίες που είχαν προσφέρει οι υπηρέτριες της, κατόπιν εντολής της. Όλες λέει ο Όμηρος ξανθιές ήταν, από ανεβάλλουσες και δάση γεννημένες κι από ποτάμια αγνά, στις θάλασσες που τρέχουν τα νερά τους. Η Κίρκη μεταμόρφωνε σε χοίρους όσους το φαγητό το ποτό και τον έρωτα αναζητούσαν. Οι χοίροι συμβολίζουν τον λάγνο ερωτικό πόθο, και την εξάρτηση από κάθε είδους πάθη.

Ο Όμηρος έγραψε ότι ο Οδυσσέας δεν τιθασεύτηκε από τα μάγια της Κίρκης, καθώς πριν πάει να σώσει τους άνδρες του, ο θεός Ερμής εμφανίστηκε μπροστά του και του δίνει το βοτάνι «Μώλυ», λέγοντας του:

«Για που τραβάς ξανά, βαριόμοιρε, στ᾿ ακρόβουνα μονάχος, του τόπου ακάτεχος; Οι επίλοιποι σύντροφοι σου στης Κίρκης ως χοίροι κλειδωμένοι βρίσκονται σε στεριές μάντρες μέσα. Να τους γλιτώσεις μήπως έρχεσαι; Κι ατός σου δε διαγέρνεις ξοπίσω λέω σε λίγο συντροφιά θα κάνεις με τους άλλους!

Ωστόσο θέλω από τα βάσανα να σε γλιτώσω τούτα. Να πάρε αυτό το καλοβότανο και κράτα το, στης Κίρκης σα μπεις, να σκέπει το κεφάλι σου, κακή ώρα να μη σε 'βρει. Τις πονηριές της Κίρκης άκουσε μιαν άκρη ως άλλη τώρα: Πιοτό θα σου ετοιμάσει, βάζοντας κακά βοτάνια μέσα, μα κι έτσι εσένα δε θα πιάσουνε τα μάγια, δε θ᾿ αφήσει το καλοβότανο που σου 'δωκα να σου τα πω όμως όλα: Μόλις η Κίρκη πάρει το μακρύ ραβδί της και σε κρούσει, γοργά το κοφτερό ξεγύμνωσε σπαθί από το μερί σου κι από στην Κίρκη χίμα, ως να 'θελες να πάρεις τη ζωή της.

Κι αυτή θα φοβηθεί σαν έπειτα σου πει να κοιμηθείτε, πια της θεάς εσύ τον έρωτα μην τον αρνιέσαι, αν θέλεις να λευτερώσει τους συντρόφους σου και να γνοιαστεί και σένα. Μα τον τρανό των τρισμακάριστων ν᾿ αμώσει πες της όρκο, πως δε θα βάλει πια άλλο τίποτε κακό για σε στο νου της, να μη σου πάρει αντρεία και δύναμη, σα γυμνωθείς ομπρός της.

Αυτά είπε ο Αργοφονιάς᾿ το βότανο μετά ανασπά απ᾿ το χώμα, κι όπως μου το 'δωκε, μου ξήγησε και ποια τα φυσικά του: η ρίζα μελανιά, μα κάτασπρος ο ανθός του, σαν το γάλα Μώλυ οι θεοί το λένε᾿ δύσκολο θνητός να το ανασπάσει από τη γης, μονάχα αθάνατοι, τι αυτοί μπορούν τα πάντα.
Μετά για τον τρανό τον Όλυμπο κινούσε ο Ερμής να φύγει, το δασωτό νησί διαβαίνοντας᾿ κι εγώ τραβώ στης Κίρκης, και χίλιες μύριες έγνοιες έδερναν, ως όδευα, το νου μου».

Αφού τα μαγικά της απέτυχαν, η Κίρκη εντυπωσιασμένη από την αντίσταση του Οδυσσέα, τον ερωτεύτηκε και συμφώνησε να ξαναδώσει στους συντρόφους την ανθρώπινη μορφή τους. Αυτά ήταν τα λόγια της:

«Σαστίζω! Βότανα σε πότισα κακά και δε μαγεύτης! Άλλος κανείς, κανείς δε γλίτωσε θνητός, τα βότανα μου σαν ήπιε τούτα και του πέρασαν της δοντωσιάς το φράχτη· όμως εσύ κρατάς αγήτευτη ψυχή στα στήθια μέσα».

Στην ιστορία αυτή καταλυτική ρόλο διαδραματίζει ένα παράξενο βότανο – φυτό, το «Μώλυ» (από το ρήμα μωλύω που σημαίνει αδυνατίζω, παραλύω. Επιστημονική ονομασία, «Galanthus reginae-olgae subsp. reginae-olgae». Είναι ένα όμορφο, θρυλικό λουλούδι της χώρας μας που ανθίζει το φθινόπωρο. Το πρώτο συνθετικό της επιστημονικής του ονομασίας οφείλεται στα κάτασπρα σαν το γάλα άνθη γάλα+άνθος ).

Ο Όμηρος αναφέρει χαρακτηριστικά πως οι άνθρωποι είναι δύσκολο «να το ξεριζώσουν από τη Γη». Τι μπορεί να συμβολίζει το φυτό αυτό; Γενικά τα φυτά τα συναντούμε πολύ συχνά σε μυθολογικές αναφορές, και συνήθως έχουν να κάνουν με απαγωγές Θεών, και μεταμορφώσεις Θεών και ανθρώπων.

Ας αποτολμήσουμε μία πιθανή ερμηνεία. Η Γαία και τα φυτά αντιπροσωπεύουν τις πιο χονδροειδείς υλικές δυνάμεις της φύσεως, και τις βασικές αντανακλαστικές φυσικές λειτουργίες. Η Γαία ως πάροχος του υλικού μας φορέα του σώματος μας, αντιπροσωπεύει το ανθρώπινο σώμα και την αντανακλαστική λειτουργία των ενστίκτων, παθών και συναισθημάτων του. Το βότανο «Μώλυ», δίνεται από τον Θεό της γνώσεως ως αντίδοτο στις χθόνιες μαγικές δυνάμεις της φύσεως. Το «Μώλυ» ως Θεϊκό δώρο, άσπρο σαν το γάλα αναφέρει ο Ερμής, αντιπροσωπεύει τις Ουράνιες πνευματικές δυνάμεις, την λάμψη το Θεϊκού σπινθήρα, ο οποίος αφυπνίζεται εντός μας γονιμοποιώντας και εμψυχώνοντας τις χθόνιες υλικές δυνατότητες. Το «Μώλυ», δεν ξεριζώνεται εύκολα από τους ανθρώπους, αναφέρει ο Όμηρος. Χρειάζεται τόλμη, αναζήτηση, και επιμονή. Ο Πλωτίνος στην Εννεάδα Περὶ τοῦ καλοῦ 1, 6, 8-9, επεξηγεί:

«Ας φύγουμε για την αγαπημένη μας πατρίδα!», να η πιο σωστή συμβουλή.

- Ποιος είναι λοιπόν ο δρόμος της φυγής και πώς θα τον ακολουθήσουμε;-Θα ξανοιχτούμε, όπως -καθώς, αλληγορικά μου φαίνεται, λέει ο ποιητής- ο Οδυσσέας από τη μάγισσα Κίρκη ή την Καλυψώ, ο οποίος δεν αρκέστηκε να παραμείνει εκεί, παρ᾽ όλο που είχε ηδονές των ματιών και βρισκόταν ανάμεσα σε πολλή αισθητή ομορφιά. Η πατρίδα μας, απ᾽ όπου ήρθαμε, κι ο πατέρας μας είναι εκεί. - Ποια είναι λοιπόν η ρότα μας κι ο τρόπος για να φύγουμε; - Δεν χρειάζεται να περπατήσουμε· γιατί τα πόδια μάς πάνε μόνο στα διάφορα μέρη της γης, από χώρα σε χώρα. Ούτε χρειάζεται να φτιάξεις κανένα αμάξι με άλογα ή κάποιο θαλάσσιο μέσο, αλλά πρέπει να τα εγκαταλείψεις όλα αυτά και να μην τα βλέπεις· και ‘κλείνοντας τα μάτια’ άλλαξε την όρασή σου και ξύπνα μιαν άλλη, που ενώ την έχουν όλοι, λίγοι τη χρησιμοποιούν.

Τι λοιπόν βλέπει η εσωτερική εκείνη όραση; -Μόλις ξυπνήσει, δεν μπορεί καθόλου ν᾽ αντικρίσει τα λαμπρά όντα. Πρέπει λοιπόν πρώτα η ψυχή αυτή να συνηθίσει να διακρίνει τους ωραίους τρόπους ζωής· κατόπιν τα ωραία, έργα, όχι εκείνα που κατασκευάζουν οι τέχνες, αλλά αυτά που κάνουν οι λεγόμενοι αγαθοί άνδρες· κοίταξε μετά την ψυχή αυτών που κάνουν τα ωραία έργα»!

Μέτα από ένα χρόνο παραμονής του Οδυσσέα και των συντρόφων του στο βασίλειό της, το νησί Αιαία, η Κίρκη τους έδωσε οδηγίες για το πως να γυρίσουν στη πατρίδα τους.

Στην ιστορία του Οδυσσέα και της Κίρκης, υπάρχουν δύο ακόμα γεγονότα που αξίζουν αναφοράς. Η πρώτη αφορά αναφορά του Πλουτάρχου, όπου στον διάλογο του «Γρύλλος», μας παρουσιάζει έναν άνθρωπο, τον οποίο η Κίρκη είχε μεταμορφώσει σε χοίρο, να συζητάει με τον Οδυσσέα και αρνείται να ξαναγίνει άνθρωπος, επειδή ανακάλυψε ότι τα ζώα έχουν αρετές μεγαλύτερες από των ανθρώπων, και λέει:

«Κανένα ζώο δεν εκλιπαρεί, ούτε ζητάει οίκτο, ούτε συνθηκολογεί, ούτε ποτέ λιοντάρι γίνεται δούλος σε λιοντάρι, ούτε άλογο σε άλογο, από ανανδρία, όπως γίνεται ο άνθρωπος σε άλλον άνθρωπο κάνοντας εύκολα τη δειλία δουλεία… Έτσι είναι απόλυτα φανερό ότι τα ζώα έχουν από τη φύση τους προδιάθεση προς τη γενναιότητα. Στους ανθρώπους, αντίθετα, το θάρρος είναι σχεδόν παρά φύσιν. Και θα σου πω από πού μπορείς να το καταλάβεις καλύτερα αυτό, γενναίε μου Οδυσσέα: στα ζώα η φύση έχει μοιράσει ισόρροπα τη δύναμη, και το θηλυκό δεν υστερεί σε τίποτε από το αρσενικό, ούτε στις προσπάθειες που καταβάλλουν για την επιβίωση τους, ούτε στους αγώνες που δίνουν για την προστασία των παιδιών τους..»

Το δεύτερο που αξίζει αναφοράς είναι πως ο Οδυσσέας απέκτησε δίχως να το γνωρίζει ένα γιο απ την Κίρκη, τον Τηλέγονο ( δηλαδή αυτόν που γεννήθηκε μακριά-τηλε +γόνος) . Όταν ο Τηλέγονος ενηλικιώθηκε, η Κίρκη τον έστειλε να βρει τον πατέρα του Οδυσσέα, που είχε επιστρέψει πια στην Ιθάκη. Σύμφωνα με χρησμό του μάντη Τειρεσία, ο Οδυσσέας θα πέθαινε «εξ Αλός» (που εξηγείται με δύο τρόπους: είτε «θα πεθάνει έξω από τη θάλασσα» είτε «από τη θάλασσα»). Ό Τηλέγονος στο ταξίδι του προς την Ιθάκη, έφθασε δίχως να το γνωρίζει στην Ιθάκη και νομίζοντας πως είχε αποβιβαστεί σε άλλο νησί, (την Κέρκυρα) άρχισε να λεηλατεί με το πλήρωμα του το νησί.

Ο Οδυσσέας και ο γιος του από την Πηνελόπη Τηλέμαχος, έσπευσαν να υπερασπιστούν την πόλη τους, οπότε ο Τηλέγονος σκότωσε τον πατέρα Οδυσσέα με ένα δόρυ το οποίο είχε για αιχμή το κεντρί ενός σαλαχιού, δίχως να το γνωρίζει καθώς το πρόσωπο του δεν το είχε αντικρίσει ποτέ στη ζωή του. Επιβεβαιώνοντας τον χρησμό, ο Tηλέγονος είχε σκοτώσει τον Οδυσσέα με δόρυ που η αιχμή του ήταν το δηλητηριώδες κεντρί («άκανθα») της ουράς ενός σαλαχιού. Όταν ο Τηλέγονος πληροφορήθηκε από τον Tηλέμαχο που ακριβώς βρισκόταν και ποιον είχε σκοτώσει, έκλαψε πικρά μαζί με τον ετεροθαλή αδελφό του.

H θεά Αθηνά, παρηγόρησε τα δυο παιδιά του, λέγοντας τους ότι αυτό ήταν το πεπρωμένο του ήρωα. Διέταξε τότε τον Tηλέγονο να πάρει σύζυγό του την Πηνελόπη με την οποία αργότερα, απέκτησαν ένα γιο, τον Ιταλό και την Kίρκη, να πάρει το σώμα του Οδυσσέα στο νησί της που θα μεταφέρει ο Tηλέμαχος. Εκεί η Kίρκη, αφού πρώτα τους κάνει αθάνατους, παντρεύεται τον Tηλέμαχο και ζουν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!

Πόσο αυστηρός πρέπει να είναι ο γονιός; Οι προσεγγίσεις στην καθοδήγηση της συμπεριφοράς ενός παιδιού

Οι τρεις πιο συνηθισμένες προσεγγίσεις στην προσπάθεια καθοδήγησης της συμπεριφοράς ενός παιδιού είναι: η αυστηρότητα, η επιείκεια και η συνεργασία.

Αυστηρότητα


Η αυστηρότητα είναι ίσως η πιο συνηθισμένη προσέγγιση, όταν προσπαθούμε να κάνουμε ένα παιδί να πειθαρχήσει. Βασικά ο ενήλικος γονιός επιβάλλει τη θέλησή του στο παιδί. Για παράδειγμα, επιμένετε ότι το παιδί πρέπει να καθαρίσει το δωμάτιό του και το τιμωρείτε αν δεν το κάνει. Κανείς όμως δεν δέχεται με ευκολία την επιβολή της θέλησης κάποιου άλλου και τα παιδιά δεν αποτελούν εξαίρεση. Κάποια παιδιά ίσως είναι πιο υπάκουα από άλλα, πάντως σίγουρα δεν είναι όλα τα παιδιά έτσι.

Αυτή η προσέγγιση οδηγεί σε αδιέξοδο, σε αντιδικία με τον έναν νικητή και τον άλλο ηττημένο, και τελικά οδηγεί σε ταπείνωση και θυμό. Ο κίνδυνος μ' αυτή την προσέγγιση είναι ότι το παιδί βλέπει τη συμπεριφορά αυτή ως πρότυπο και το πρότυπο που προβάλλετε στην προκειμένη περίπτωση είναι αυτό της αδιαλλαξίας, της επιμονής στη διεκδίκηση της νίκης και της κακής διαχείρισης της ματαίωσης.
Με το να επιβάλλετε τη θέλησή σας στο παιδί, άθελά σας του διδάσκετε ότι και το ίδιο στο μέλλον θα πρέπει σε κάθε διαμάχη να έχει το πάνω χέρι, να είναι αδιάλλακτο και προσηλωμένο στο πείσμα του.

Ο αυταρχισμός ως βασικός τρόπος επικοινωνίας με τα παιδιά


Έτσι μπαίνετε σε ένα φαύλο κύκλο αμοιβαίας αδιαλλαξίας ή, για να το πω αλλιώς, αδιεξόδων και καβγάδων, ενώ υπάρχει και ο κίνδυνος της απομόνωσης και της διακοπής κάθε επικοινωνίας. Αυτή δεν είναι η καλύτερη στρατηγική για τη διατήρηση μιας άνετης και αβίαστης σχέσης με το παιδί σας. Βέβαια, κάποιες στιγμές θα χρειαστεί να πείτε ''Μάζεψε τα παιχνίδια σου τώρα!'', αλλά αυτό το είδος επικοινωνίας πρέπει να το επιλέγετε σε εξαιρετικές και μόνο περιπτώσεις να μην είναι ο κανόνας στη σχέση σας.
Αν επιλέγετε τον αυταρχισμό ως βασικό τρόπο επικοινωνίας με τα παιδιά σας, διακινδυνεύετε την περαιτέρω εξέλιξή τους ως μέλη μιας κοινωνίας και τη σχέση που θα αποκτήσουν με την εξουσία.
Μπορεί να τα εμποδίσει στη συνεργασία τους με τις αρχές του τόπου όπου ζουν ή να τα δυσκολέψει στην ανάληψη ηγετικών ρόλων ή, ακόμα, μπορεί να μεγαλώνετε έναν μελλοντικό δικτάτορα. Για να συνοψίσω, λοιπόν, όταν συστηματικά προσπαθείτε να επιβάλλετε τη θέλησή σας στο παιδί, ακολουθείτε μια τακτική που δεν ευνοεί την ανάπτυξη ηθικών αρχών και πνεύματος συνεργασίας, ενώ εμποδίζει σημαντικά τη δημιουργία μιας υγιούς σχέσης ανάμεσά σας.

Η υπερβολική επιείκεια


Η υπερβολική επιείκεια από την άλλη δείχνει ότι ποτέ δεν θέτετε πρότυπα ή εκφράζετε προσδοκίες στο παιδί σας. Πολύ συχνά, όταν οι γονείς δεν βάζουν όρια στα παιδιά τους, το κάνουν επειδή ιδεολογικά είναι ενάντια στον αυταρχικό και υπερπροστατευτικό τρόπο διαπαιδαγώγησης, ή από αντίδραση στον τρόπο που μεγάλωσαν οι ίδιοι. Κάποια παιδιά έχουν την ικανότητα να θέσουν τα πρότυπα και τις προσδοκίες που εκείνα επιθυμούν, αλλά δεν είναι όλα τα παιδιά έτσι. Ένα παιδί που δεν ξέρει τι ακριβώς περιμένουν οι γονείς του από αυτό ίσως νιώσει αποπροσανατολισμένο και ανασφαλές

Καμία φορά, εμείς οι γονείς, στην αγωνία μας να αποφύγουμε τον αυστηρό και αυταρχικό τρόπο που μας δίδαξαν οι δικοί μας γονείς, πάμε στο άλλο άκρο αποτυγχάνοντας να θέσουμε έστω και τα ελάχιστα όρια. Αν το καλοσκεφτείτε, αυτή η στάση είναι μάλλον βασισμένη στην αντίδρασή μας προς τους γονείς μας. Δεν έχει καμία σχέση με το παρόν μας και την κατάσταση που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε ως γονείς.

Προσδοκίες


Παρ' όλα αυτά, η επίδειξη επιείκειας δεν είναι πάντα κακή. Μάλιστα μπορεί να είναι η ιδανική τακτική σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Συχνά έχει νόημα να εγκαταλείπουμε κάποιες προσδοκίες που έχουμε για τα παιδιά μας, όταν διαπιστώνουμε ότι δεν ήταν έτοιμα γι' αυτές. Για παράδειγμα, μπορεί το μεγαλύτερό σας παιδί να τα κατάφερε με σχετική ευκολία όταν του ζητήσατε να τακτοποιήσει το δωμάτιό του, αλλά το μικρότερο να δυσκολεύεται πολύ. Αντί λοιπόν να ξεκινήσει μια μάχη και μάλιστα μια μάχη από την οποία κανείς δε βγαίνει νικητής και η οποία απλώς διαβρώνει κάθε ίχνος καλής θέλησης, είναι καλύτερο να εγκαταλείψετε αυτή την προσδοκία για την ώρα, μια και το παιδί δείχνει ανέτοιμο να αναλάβει αυτό που θέλετε.

Αυτό σημαίνει πως δεν θα του ζητήσετε να μαζέψει τα παιχνίδια του. Και σε καμία περίπτωση δεν εγκαταλείπετε την προσπάθεια, δεν ηττηθήκατε ως γονείς. Απλώς συνειδητά αναβάλλετε την τοποθέτηση ενός ορίου, ώσπου το παιδί σας να είναι έτοιμο γι΄ αυτό. Η επιείκεια είναι χρήσιμη ως προσωρινή, βραχυπρόθεσμη λύση, ώσπου το παιδί να ωριμάσει και να είναι έτοιμο να δεχθεί την ιδέα της συνεργασίας.

Συνεργατική μέθοδος


Κατά τη συνεργατική μέθοδο εσείς και το παιδί σας αναζητάτε από κοινού τη λύση ενός προβλήματος, οπότε ο γονιός γίνεται σύμβουλος, όχι δικτάτορας. Αυτή είναι η αγαπημένη μου τακτική και ουσιαστικά συνίσταται στη συνεργασία για την επίλυση ενός προβλήματος μαζί με το παιδί.

Τι ακριβώς είναι η συνεργατική μέθοδος και πώς λειτουργεί;
  1. Ορίστε το πρόβλημα, ορίζοντας τον εαυτό σας: Το δωμάτιό σου πρέπει να τακτοποιηθεί και θα ήθελα να το αναλάβεις εσύ.
  2. Εντοπίστε το συναίσθημα πίσω από τη συμπεριφορά. Μπορεί το παιδί σας να χρειάζεται τη βοήθειά σας σε αυτό το βήμα. Για παράδειγμα: ''Πιστεύεις ότι είναι άδικο που πρέπει να τακτοποιήσεις εσύ το δωμάτιό σου, παρόλο που το έκανε άνω κάτω ο φίλος σου;'' ή ''Σε δυσκολεύει αυτή η δουλειά; Νιώθεις ότι θα σου πάρει πάρα πολύ ώρα να την κάνεις;''
  3. Αξιολογήστε και επικυρώστε αυτό το συναίσθημα. ''Σε καταλαβαίνω αν νιώθεις ότι αδικείσαι'' ή ''Κάθε φορά που ξεκινάμε μια σημαντική δουλειά μάς φαίνεται βουνό.''
  4. Προσπαθήστε να βρείτε λύσεις. ''Παρ' όλα αυτά το δωμάτιο πρέπει να καθαριστεί. Ποιος νομίζεις πως θα ήταν ο πιο εύκολος τρόπος να το κάνεις;''
  5. Ολοκληρώστε τη διαδικασία, επαναλαμβάνοντας τα βήματα ανάλογα με τις ανάγκες του παιδιού.
Και μην κρίνετε το παιδί σας.

Διακρίνετε το συναίσθημα που δημιουργεί πρόβλημα


Το δεύτερο βήμα μπορεί να είναι κάπως δύσκολο, καθώς θα πρέπει να εκφράσετε κάτι που κατά βάθος δεν θέλετε να ενθαρρύνετε, αλλά αν δεν εντοπίσετε το συναίσθημα και αν δεν το επικυρώσετε, το παιδί σας είναι πολύ πιο πιθανό να αντιδράσει αρνητικά και να πεισμώσει. Κατά πάσα πιθανότητα το παιδί δεν μπορεί να εκφράσει από μόνο του αυτά που νιώθει, οπότε θα χρειαστεί να του κάνετε ερωτήσεις πολλαπλών απαντήσεων, μέχρι να διακρίνετε το συναίσθημα που δημιουργεί το πρόβλημα, όπως στο παραπάνω παράδειγμα.

Όταν πλέον θα έχετε εντοπίσει τα συναισθήματα που νιώθει το παιδί, μπορείτε να επαναπροσδιορίσετε το πρόβλημα, το οποίο δεν θα πρέπει να παρουσιαστεί με μία φράση όπως: ''Το δωμάτιό σου είναι άνω κάτω, φρόντισε να το καθαρίσεις, αλλιώς θα πετάξω όλα σου τα παιχνίδια''. Μια τέτοια φράση έχει ως αποτέλεσμα την ταπείνωση του παιδιού, εμπεριέχει απειλή και τροφοδοτεί τον εκνευρισμό και την αντιπαλότητα ανάμεσα στον γονιό και το παιδί. Αντ' αυτού, προτιμήστε την ενσυναίσθηση. Είναι μια τακτική που απαιτεί εξάσκηση και είναι καμιά φορά αντιδιαισθητική, όμως ο μόνος τρόπος να μάθει ένα παιδί να υπολογίζει τα συναισθήματα των άλλων είναι να δει πως και οι άλλοι υπολογίζουν τα δικά του.

Συζητήστε με το παιδί τις λύσεις του προβλήματος


Όταν προσπαθείτε να βρείτε μαζί λύσεις για το πρόβλημα, είναι σημαντικό να δώσετε στο παιδί σας τον πρώτο λόγο. Μην απορρίψετε κατευθείαν τις προτάσεις του, όποιες κι αν είναι αυτές. Για παράδειγμα, το παιδί μπορεί να προτείνει ''να αφήσουμε το δωμάτιο όπως είναι''. Η απάντησή σας θα μπορούσε να είναι: ''Ναι, για εσένα αυτή η λύση είναι καλή, αλλά εγώ δυσκολεύομαι να τη δεχτώ. Δεν είναι μόνο ότι με κάνει να νιώθω άβολα, αλλά θα με δυσκολέψει πολύ να τακτοποιήσω και να καθαρίσω το δωμάτιό σου μόνη μου. Τι άλλο θα μπορούσαμε να κάνουμε;'' ή ''Δεν πειράζει, δε βιαζόμαστε. Έχεις όσο χρόνο θέλεις''.
Είναι σημαντικό να κρατάτε τη συζήτηση στο επίπεδο που το παιδί μπορεί να χειριστεί, δηλαδή δεν είναι απαραίτητο να βρίσκετε εσείς όλες τις έξυπνες απαντήσεις, γιατί αυτό θα κάνει το παιδί να νιώσει μειονεκτικά.
''Μπορώ να τακτοποιήσω εγώ τα παιχνίδια τώρα, να κάνω ένα διάλειμμα και μετά ίσως θα μπορούσες να με βοηθήσεις με το δίπλωμα των ρούχων, που με δυσκολεύει λιγάκι'' ή ''Εντάξει αυτό καλό ακούγεται. Έλα να με φωνάξεις όταν είναι η ώρα για να διπλώσουμε τα ρούχα και θα βρούμε έναν τρόπο να το κάνουμε πιο εύκολο''.

Αυταρχική Vs Συνεργατική μέθοδος


Αν μεγαλώσατε με την αυταρχική μέθοδο, πιθανόν να πιστεύετε πως αυτή είναι η ιδανική τακτική για έναν γονιό. Και σε αυτή την περίπτωση η συνεργατική μέθοδος σίγουρα θα σας φαίνεται εξαιρετικά χρονοβόρα. Παρ' όλα αυτά, το σημαντικό στο παραπάνω παράδειγμα είναι ότι εκτός από το ότι τελικά το δωμάτιο θα τακτοποιηθεί, τόσο το παιδί όσο και εσείς μιλάτε ανοιχτά για το πώς νιώθετε κάνοντας έτσι τεράστιο καλό στη σχέση σας, ενώ διδάσκετε στο παιδί πώς να συμβιβάζεται και να επιλύει προβλήματα. Η πραγματική δουλειά του γονιού δεν είναι να καθαρίζει και να τακτοποιεί δωμάτια, αλλά να στέκει διπλά στο παιδί και να το βοηθά να ωριμάσει και να εξελιχθεί. Η συνεργατική μέθοδος βοηθά στην ανάπτυξη σημαντικών δεξιοτήτων που συντελούν στην ομαλή κοινωνικοποίηση του ατόμου: ανθεκτικότητα στο αίσθημα της ματαίωσης, ευελιξία, επίλυση προβλημάτων και ενσυναίσθηση.

ΕΠΕΙΔΗ ΣΚΕΤΟΣ Ο ΟΡΟΣ «ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΚΡΙΣΗ» ΔΕΝ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΤΙΠΟΤΕ

Αντίθετα από όσα θέλει να επιβάλει ο θρησκευτικός μονοθεϊσμός και όλες οι πολιτισμικές και πολιτικές του εκπορεύσεις, η Ιστορία δεν έχει ούτε «λογική», ούτε «κατεύθυνση». Θα μπορούσαμε να την εικονοποιήσουμε ως μία σφαίρα που κυλάει εδώ κι εκεί, σπρωγμένη μόνο από δυνάμεις και τάσεις που ακατάπαυστα συντίθενται, αναπτύσσονται και αποσυντίθενται στο εσωτερικό της και πουθενά αλλού. Κάθε γραμμική σχεδίαση της Ιστορίας είναι συνεπώς είτε αφελής είτε απατεωνίστικη, σε κάθε περίπτωση πάντως άκυρη και παραπλανητική.

Τα κυρίαρχα στερεότυπα των καιρών μας κάνουν την «εξελιγμένη» τουλάχιστον ανθρωπότητα να μην παίρνει υπ’ όψη της την παραπάνω αλήθεια και να αναλίσκεται σε γραμμικές («προοδευτικές» ή «προνοιακές») παρερμηνείες της Ιστορίας, με την σκέψη της να κάνει ουσιαστικά βήμα σημειωτόν ή να κυνηγάει την ουρά της. Τα ίδια κυρίαρχα στερεότυπα έχουν αναγάγει το μέσον σε ανώτερο της ουσίας, δηλαδή την οικονομία σε ανώτερη του ίδιου του ανθρώπου, αλλά και της Φύσης της οποίας αυτός αποτελεί ένα μικρό οργανικό τμήμα.

Η γραμμικότητα απαιτεί εστίαση του ενδιαφέροντος αποκλειστικά σε αυτό που είναι «μπροστά», είτε ως εφήμερο παρόν είτε ως άμεσο ή πιο μακρινό μέλλον και ταυτόχρονα περιφρόνηση προς όσα έχουν υποτίθεται «περάσει» και αποτελούν «παρελθόν». Ο Χριστιανισμός νόμισε ότι ξέμπλεκε διαπαντός με όλη την πριν από αυτόν ανθρωπότητα με το να χαρακτηρίσει το οικειοποιήσιμο πολιτισμικό της οικοδόμημα ως «ευαγγελική προπαρασκευή» και το μη οικειοποιήσιμο ως «ειδωλολατρία». Ίδια και απαράλλακτα, ο Μαρξισμός νόμισε ότι ξέμπλεκε διαπαντός με όλη την πριν από αυτόν ανθρωπότητα με το να χαρακτηρίσει την οικειοποιήσιμη πολιτική της κατάκτηση ως «ουτοπικό ή αστικό σοσιαλισμό» και τη μη οικειοποιήσιμη ως οικονομικά συστήματα που αποτελούν ή σύντομα θ’ αποτελέσουν «παρελθόν» («δουλοκτητική κοινωνία», φεουδαρχία, καπιταλισμός). Την αποτίμηση αυτή υιοθετεί βεβαίως και ο υποτίθεται αντίπαλος Καπιταλισμός, αφαιρώντας απλώς τον «τέλειο» εαυτό του από την μαρξιστική τριάδα των υποτίθεται «ξεπερασμένων» οικονομικών συστημάτων.

Καταδικασμένοι ωστόσο να διαψεύδονται, οι οπαδοί της γραμμικότητας βλέπουν την Ιστορία να κάμπτει την υποτιθέμενη γραμμή σε καμπύλη και να «πισωγυρίζει» την ώρα που αυτοί μαρμαρωμένοι κοιτάζουν ευθεία σε ένα φανταστικό στάδιο που έως τώρα θεωρούσαν όχι απλώς «επόμενο» αλλά και «σίγουρο». Η Ιστορία στρέφει τα νώτα της προς τις φαντασιώσεις όχι μόνο της «συντέλειας», αλλά και της «αταξικής» ή της «high tech καπιταλιστικής» κοινωνίας.

Στις ημέρες μας συντελείται η μετάβαση από τον Καπιταλισμό στο διάδοχο σύστημα, την δεύτερη Φεουδαρχία, της οποίας οι διαφορές με την πρώτη είναι ότι η βάση του πλούτου δεν είναι η ακίνητη ιδιοκτησία και ότι ο φεουδάρχης δεν είναι ορατός. Στην παλαιά, πρώτη Φεουδαρχία, οι συνθήκες της απόλυτης ανασφάλειας που είχε γεννήσει η κατάρρευση του ρωμαϊκού κράτους (έναν μόλις αιώνα μετά την πλέον εύνομη φάση του, εκείνη της εποχής των Αντωνίνων) και εν συνεχεία ο πολιτισμικός πρωτογονισμός που έφερε ο Χριστιανισμός, οδήγησαν για περισσότερο από μία χιλιετία τους «αδύναμους και φτωχούς» να αναζητούν την προστασία των κατεχόντων γαίες «αρχόντων» και της Εκκλησίας, που μοίραζαν φέουδα σε εκλεκτούς τους, που εν συνεχεία «διαχειρίζονταν» ασύδοτα χωρικούς, δουλοπάροικους και κανονικούς σκλάβους.

Σε αυτή βεβαίως την δεύτερη, σύγχρονη Φεουδαρχία, βάση του πλούτου δεν είναι οι γαίες ή τα κτίρια, ούτε καν το κεφάλαιο του προγενέστερου Καπιταλισμού, τα οποία στο σύνολό τους όταν μείνουν «ακίνητα» θα καθίστανται εφεξής επαχθή. Σε αυτή την δεύτερη Φεουδαρχία βάση του πλούτου είναι η κερδοφορία από την ταχεία κίνηση του κεφαλαίου ώστε αυτό να αποϋλοποιείται, να γίνεται «ροή», να γίνεται αόρατο. Εδώ οι κύριοι του πλούτου, οι καινούργιοι «δεσπότες», είναι κατά πλειοψηφία ανώνυμοι ή τουλάχιστον άγνωστοι για τον πολύ κόσμο και κρύβονται πίσω από τον αόριστο όρο «αγορές», που αποτελούν τους νέους άϋλους πύργους των σύγχρονων φεουδαρχών. Επίσης, η επικράτεια των φέουδων εδώ δεν είναι εντοπισμένη, αλλά διαχέεται παντού, ακόμα και στα πιο απομακρυσμένα έως τώρα καταφύγια. Το ρευστό φέουδο των δεσποτών των «αγορών» είναι ενσωματωμένο σε και κουβαλιέται από ΚΑΘΕ άνθρωπο, πράγμα, κατάσταση, σύμβαση, κ.ο.κ. που μπορούν να επηρεάζουν άμεσα οι θελήσεις και στοχοθεσίες τους.

Εάν θα επιχειρούσαμε να ορίσουμε αυτούς τους νέους άϋλους πύργους των σύγχρονων φεουδαρχών, τις λεγόμενες «αγορές», θα καταλήγαμε στο ότι αυτές δεν είναι παρά ένας μηχανισμός που υπό το πρόσχημα της εκτίμησης και τιμολόγησης των «επενδυτικών» κινδύνων, πολλαπλασιάζει το δεδομένο τακτικό, πλαστικό, ηλεκτρονικό κ.ο.κ. χρήμα, αλλά και ταυτόχρονα επιτίθεται στο εθνικό κράτος που γεννήθηκε ταυτόχρονα σχεδόν με τον Καπιταλισμό και έζησε παράλληλα με αυτόν έως την αυγή του 21ου αιώνα. Η κύρια επίθεση γίνεται με την επιβολή του αυθαίρετου δόγματος ότι τάχα η επιβίωση των κρατών εξαρτάται όχι από την στρατιωτικο-πολιτική τους ισχύ, αλλά από το κατά πόσο είναι σε θέση ν’ αναχρηματοδοτήσουν τα χρέη τους, λες και πρόκειται για εταιρείες, παρά το γεγονός ότι τα κράτη υπόκεινται σε υποχρεωτική συνέχεια ακόμη και σε περίπτωση πτωχεύσεώς τους.

Όμως, το παράλληλο αλλ’ όχι ταυτόσημο με τον Καπιταλισμό εθνικό κράτος είναι εκείνο που εδώ και 2 αιώνες βρίσκεται στην άλλη πλευρά του κοινωνικού «καπιταλιστικού» συμβολαίου και εγγυάται τα κατακτημένα μετά από σκληρούς αγώνες δικαιώματα του λαού, κυρίως εκείνα που αποτελούν μελλοντική διαρκή απαίτηση, όπως λ.χ. σύνταξη γήρατος, ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, κ.ά. Εξαφανισθέντος αυτού, κανείς απολύτως δεν υπάρχει στην άλλη πλευρά του συμβολαίου, το οποίο συνεπώς καθίσταται άκυρο ή ανύπαρκτο. Οι άφατοι και ανώνυμοι φεουδάρχες των «αγορών» δεν υποχρεούνται, ούτε έχουν άλλωστε την καλή προαίρεση να «χάνουν» χρήμα για διατήρηση δικαιωμάτων που ίσχυαν στο «παρελθόν» καθεστώς του Καπιταλισμού, όπως συντάξεις γήρατος, ιατροφαρμακευτικές περιθάλψεις, κ.ά. για τεράστια πλήθη που δεν έχουν τίποτε να κάνουν με τον νέο μηχανισμό κερδοφορίας που ούτε καν βασίζεται στην καπιταλιστική παραγωγή (ή στην συνακόλουθη κατανάλωση των παραγομένων). Σε όλο τον «προηγμένο» κόσμο, η τεράστια αστική τάξη (σε όλη την διαστρωμάτωσή της) θα εξουδετερωθεί με μία εσπευσμένη φτωχοποίησή της, με το να υποχρεωθεί δηλαδή να φυτοζωεί εφεξής στο (ανά χώρα) όριο της φτώχειας ή ακόμα και λίγο ή αρκετά κάτω από αυτό.

Το ίδιο το εθνικό κράτος θα υποχρεωθεί σε εξαφάνιση, αφού αυτό που μεθοδεύεται σε παγκόσμιο επίπεδο από τους «δεσπότες» των «αγορών» είναι η πτώχευση ΟΛΩΝ των κρατών, που κατά την ρητορική που ήδη ακούσαμε μέσα στο 2011 κατά της Ελλάδος, θα είναι υποχρεωμένα ν’ αποχαιρετίσουν το ένα μετά το άλλο την εθνική τους κυριαρχία. Ο τελετουργικός θάνατος της τελευταίας συνέβη άλλωστε στην Λιβύη με το πρόσχημα της επιβολής της υποχρεωτικής «democracy and freedom» αν και κανείς δεν φάνηκε να καταλαβαίνει τι ακριβώς διαδραματίστηκε εκεί. Υπάρχει άλλωστε και ένα άλλο ακανθώδες ερώτημα: η «δυτική» πολυεπίπεδη υποστήριξη ισλαμιστών, και άρα a priori αντιδημοκρατών, ως δήθεν «αγωνιστών» της δημοκρατίας και της ελευθερίας, οφείλεται σε ογκώδη αφέλεια ή μαρτυράει μία ανάγκη των νέων φεουδαρχών να επαναφέρουν και να θέσουν εκ δεξιών τους και τις (πάσης ετικέτας) θεοκρατίες, που κατά το παρελθόν συνδεσπότευσαν με τους παλαιούς φεουδάρχες;

Παραλαμβάνοντας την σκυτάλη του οικονομισμού από τον νικημένο Καπιταλισμό και τον ακόμα πιο νικημένο Μαρξισμό, η νέα φεουδαρχία των «αγορών», εκτοπίζει σε ακόμα μεγαλύτερα βάθη τον Άνθρωπο, υποχρεώνοντας τα πλήθη να σκέπτονται ακατάπαυστα, και μάλιστα τις περισσότερες φορές με προσωπική αγωνία, αριθμούς, ποσοστά και οικονομικές σχέσεις. Οι πολιτικοί παραδίδουν τα δημόσια πράγματα σε απανθρωποιημένους τεχνοκράτες, οι κοινωνίες υποχωρούν σε αθροίσματα προσώπων πρόθυμων να καννιβαλίσουν ακόμα και τους περισσότερο οικείους τους, το ενδιαφέρον για τους ανθρώπους υποχωρεί σε όλα τα επίπεδα και αντ’ αυτού προελαύνει ο πιο έξαλλος οικονομισμός που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα. Από κοντά στο κυνήγι του Ανθρώπου βεβαίως και οι (πάσης ετικέτας) θεοκράτες, που όπως είπαμε παραπάνω, μάλλον προωθούνται από τους «δεσπότες» των «αγορών» για συνδεσποτεία, αφού αποδεδειγμένα μπορούν να εγγυηθούν την ταχεία αποκοίμιση της όποιας τάσης για αγανάκτηση.

Οι κρατούντες άφατοι και ανώνυμοι φεουδάρχες των «αγορών» χρησιμοποιούν επίσης τα μέσα διείσδυσης στις συνειδήσεις των πληθών (ηλεκτρονικά και έντυπα ΜΜΕ) για να πείσουν τους πάντες ότι η ανωμαλία που εκπροσωπούν είναι τάχα κάτι το αναπόφευκτο, ενώ ταυτόχρονα οι πολιτικοί υπηρέτες τους κάνουν το παν για να επιβεβαιώσουν του ισχυρισμού το υποτιθέμενο αληθές ώστε να παγώνουν ακόμα περισσότερο οι υπό διαχείριση μάζες.

Ξεκινήσαμε το κείμενο αυτό με την αποσαφήνιση ότι αντίθετα από όσα θέλει να επιβάλει ο θρησκευτικός μονοθεϊσμός και όλες οι πολιτισμικές και πολιτικές του εκπορεύσεις, η Ιστορία δεν έχει ούτε «λογική», ούτε «κατεύθυνση», άρα δεν υπάρχουν αναπόφευκτα ή μη μαχητά πράγματα. Που πάει να πει ότι οφείλουμε από τώρα, σήμερα, ετούτη την ώρα και στιγμή, ν’ αρχίσουμε τις προετοιμασίες μας για αγώνα ενάντια στον τερατώδη κόσμο που έχουν αρχίσει να επιβάλλουν. Έναν κανονικό αγώνα, αφού θα έχει προηγουμένως προσδιοριστεί με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια η ταυτότητα αλλά και η φύση του εχθρού, που δεν είναι άλλος από τον αρνητή του ανθρώπου.

Αρκετά η αγωνιζόμενη ανθρωπότητα πολέμησε επί τόσες και τόσες δεκαετίες ενάντια σε ανεμόμυλους, σπαταλώντας άσκοπα ενέργεια αλλά και αίμα για χάρη της α ή β «ευγενέστερης» εκδοχής του κτηνώδους οικονομισμού. Αυτή την φορά θα πολεμήσουμε με βάση τον άνθρωπο για τον άνθρωπο. Θα πολεμήσουμε για την επαναφορά της κοινότητας που έχει συνοχή, κυριαρχικό δικαίωμα και αυτάρκεια, για επαν-ανθρωπισμό και απο-οικονομοποίηση της ζωής, για τον αυτοσεβασμό μας και την τιμή προς την Φύση και τις αιώνιες αξίες, για την ισοτιμία και την αυτοθέσμιση, για το δικαίωμα του αυτοκαθορισμού, για την αξιοπρέπεια και την ελευθερία. Θα πολεμήσουμε με βάση τον Ανθρωπισμό για τον Ανθρωπισμό. Προς καμία άλλη κατεύθυνση και με κανέναν άλλον γνώμονα.

Υπάρχουν τέσσερα ανεξάρτητα κυκλώματα στον εγκέφαλό μας που επηρεάζουν τη ζωή μας σε βάθος χρόνου

Σύμφωνα με τον Ντέιβιντσον, υπάρχουν τέσσερα ανεξάρτητα κυκλώματα στον εγκέφαλό μας, που επηρεάζουν τη ζωή μας σε βάθος χρόνου.

Το πρώτο είναι «η ικανότητά μας να διατηρούμε τις θετικές καταστάσεις», στις οποίες φυσικά συμπεριλαμβάνονται τα θετικά συναισθήματα. Ασφαλώς, η ικανότητα αυτή επηρεάζεται από τη δυνατότητά μας να βιώσουμε την ευτυχία και ο πιο εύκολος τρόπος να φτάσει κανείς εκεί είναι, σύμφωνα με τους δύο μεγάλους πνευματικούς ηγέτες, να καλλιεργήσουμε την αγάπη και τη συμπόνια.

Το δεύτερο κύκλωμα αφορά την «ικανότητά μας να συνερχόμαστε από τις αρνητικές καταστάσεις». Μου έκανε εντύπωση το γεγονός ότι τα κυκλώματα αυτά ήταν εντελώς ανεξάρτητα μεταξύ τους. Μπορεί δηλαδή να καταφέρνει κανείς να διατηρεί τις θετικές καταστάσεις, αλλά να πέφτει εξίσου εύκολα σε μια άβυσσο αρνητικότητας, από την οποία δεν μπορεί εύκολα να βγει. Αυτό εξηγούσε πολλά για τη δική μου ζωή.

Το τρίτο κύκλωμα, επίσης ανεξάρτητο από τα υπόλοιπα, αφορά την «ικανότητά μας να εστιάζουμε την προσοχή μας και να μη διακόπτεται ο ειρμός των σκέψεών μας», και σχετίζεται ευθέως με τον διαλογισμό. Είτε πρόκειται για απλή συγκέντρωση στην αναπνοή, είτε είναι ένα μάντρα, είτε αναφέρεται στον αναλυτικό διαλογισμό κάθε πρωί, η ικανότητα συγκέντρωσης του νου είναι θεμελιώδης.

Το τέταρτο και τελευταίο κύκλωμα αφορά την «ικανότητά μας να είμαστε γενναιόδωροι». Με συντάραξε το γεγονός ότι έχουμε ένα ξεχωριστό κύκλωμα στον εγκέφαλό μας, το ένα από τα τέσσερα, που σχετίζεται με τη γενναιοδωρία. Δεν είναι καθόλου περίεργο ότι ο εγκέφαλός μας νιώθει ωραία όταν προσφέρει βοήθεια ή όταν δέχεται βοήθεια, ή ακόμα και όταν γίνεται μάρτυρας πράξεων αλληλοβοήθειας μεταξύ άλλων ανθρώπων, κάτι που ο Έκμαν περιγράφει ως εξύψωση, δηλαδή μια διάσταση της χαράς. Υπήρχε πλέον μια τεκμηριωμένη και αδιαμφισβήτητη έρευνα που έλεγε ότι είμαστε «εργοστασιακά προικισμένοι» με την ικανότητα της συνεργασίας, της συμπόνιας και της γενναιοδωρίας.

Ο Τζον Μπαργκ, κορυφαίος ερευνητής της επιστήμης του ασυνειδήτου, το περιγράφει ως έναν από τους τρεις έμφυτους (και συχνά ασυνείδητους) στόχους: της επιβίωσης, της αναπαραγωγής και της συνεργασίας. Ο Μπαργκ διεξήγαγε εργαστηριακά πειράματα σε παιδιά ηλικίας δεκαοκτώ μηνών. Αφού τοποθέτησε μπροστά τους κούκλες, παρατήρησε ότι όταν ήταν στημένες αντικριστά, τα παιδιά ήταν πιο συνεργάσιμα απ’ ό,τι όταν τοποθέτησε τις κούκλες στραμμένες προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Η βασική αυτή λειτουργία του ασυνειδήτου, που μπορεί να ενεργοποιηθεί ή να απενεργοποιηθεί αναλόγως, υποστηρίζει ο Μπαργκ, μας δείχνει με ενδιαφέροντα τρόπο ότι η ικανότητα της συνεργασίας είναι μια πληροφορία που ενυπάρχει βαθύτερα μέσα από τα πλέον πρώιμα στάδια της εξέλιξης.

Η πληροφορία αυτή μπορεί ακόμα, καλώς ή κακώς, να μας έχει «ρυθμίσει» έτσι ώστε να συνεργαζόμαστε και να είμαστε ευγενικοί με εκείνους που μοιάζουν να νοιάζονται για εμάς και να μας προστατεύουν. Εφόσον είμαστε επιφυλακτικοί με όσους διαφέρουν από εμάς, κάπου εκεί βρίσκουμε τις ασυνείδητες ρίζες της προκατάληψης. Η κατανόηση και η ενσυναίσθηση που δείχνουμε ως άνθρωποι δεν εκτείνονται μερικές φορές σε όσους βρίσκονται εκτός της «ομάδας».
Η ικανότητα και η επιθυμία μας να συνεργαζόμαστε και να είμαστε γενναιόδωροι βρίσκονται βαθιά εγγεγραμμένες στο νευρικό μας σύστημα, και έχουμε τη δυνατότητα να τις αξιοποιούμε σε προσωπική βάση, κοινωνική και οικουμενική.

Η αληθινή χαρά είναι τρέλα. Και μόνο οι τρελοί μπορούν να την αντέξουν

Η αληθινή χαρά είναι τρέλα. Και μόνο οι τρελοί μπορούν να την αντέξουν.  Ο καθημερινός, ο λογικός άνθρωπος είναι τόσο πονηρός, τόσο υπολογιστικός, που δεν μπορεί να αντέξει τη χαρά, επειδή δεν μπορεί να την ελέγξει. Όταν η μητέρα αισθάνεται ένοχη, επειδή δεν δίνει αγάπη με φυσικότητα (στο παιδί), αρχίζει να δίνει υποκατάστατα. Πιέζει το παιδί να τρώει υπερβολικά. Δεν μπορεί να γεμίσει την ψυχή του παιδιού με αγάπη, οπότε προσπαθεί να γεμίσει το σώμα του με φαγητό.

Το παιδί λέει: «Δεν πεινάω!» Και η μητέρα το πιέζει να φάει. Δεν ακούει καν το παιδί. Εκείνη επιμένει να του δίνει υποκατάστατα. Δεν μπορεί να του δώσει αγάπη, οπότε του δίνει φαγητό. Ύστερα το παιδί μεγαλώνει. Αφού δεν μπορεί να του δώσει αγάπη, του δίνει χρήματα. Το χρήμα γίνεται υποκατάστατο της αγάπης.

Και το παιδί μαθαίνει επίσης ότι το χρήμα είναι πιο σημαντικό από την αγάπη. Αν δεν έχεις αγάπη, μην ανησυχείς γι’ αυτό, πρέπει όμως να έχεις χρήματα. Έτσι, θα γίνει άπληστος. Θα κυνηγάει το χρήμα σαν μανιακός. Δεν Θα σκοτίζεται για την αγάπη. Θα πει: «Ένα- ένα τα πράγματα. Πρώτα πρέπει να έχω ένα μεγάλο λογαριασμό στην τράπεζα κι ύστερα μπορώ να αγαπήσω.»

Η αγάπη όμως δεν χρειάζεται χρήματα. Μπορείς να αγαπήσεις έτσι όπως είσαι.

Κι αν νομίζεις ότι η αγάπη χρειάζεται χρήματα και κυνηγάς το χρήμα, μια μέρα μπορεί να έχεις χρήματα κι ύστερα ξαφνικά θα νιώθεις κενός, επειδή έχασες τόσα χρόνια μαζεύοντας χρήματα. Και δεν τα έχασες απλώς. Όλα εκείνα τα χρόνια, δεν γνώρισες την αγάπη. Τώρα έχεις χρήματα, μα δεν ξέρεις πώς να αγαπάς. Έχεις ξεχάσει την ίδια τη γλώσσα του συναισθήματος, τη γλώσσα της αγάπης, τη γλώσσα της έκστασης.

Ναι, μπορείς να αγοράσεις μια όμορφη γυναίκα, όμως αυτό δεν είναι αγάπη. Μπορείς να αγοράσεις την ωραιότερη γυναίκα του κόσμου, όμως αυτό δεν είναι αγάπη. Κι εκείνη θα έρθει μαζί σου, όχι επειδή σ’ αγαπάει, αλλά για τα χρήματά σου. Το χρήμα είναι ένα σύμβολο. Η πολιτική δύναμη είναι ένα σύμβολο. Το κοινωνικό κύρος είναι ένα σύμβολο. Αυτά δεν είναι πραγματικότητες. Αυτά είναι ανθρώπινες προβολές. Αυτά είναι απλώς όνειρα, που τα προβάλλει ένας στενάχωρος, μίζερος και δυστυχισμένος νους.

Αν θέλεις να είσαι εκστατικός, θα πρέπει να εγκαταλείψεις τα σύμβολα. Το να ελευθερωθείς από τα σύμβολα, σημαίνει να ελευθερωθείς από την κοινωνία. Το να ελευθερωθείς από τα σύμβολα, σημαίνει να γίνεις άτομο. Το να ελευθερωθείς από τα σύμβολα, σημαίνει να έχεις το κουράγιο να μπεις μέσα στο πραγματικό. Και μόνο το πραγματικό είναι πραγματικό. Το σύμβολο δεν είναι πραγματικό.

ΤΟ ΝΑ ΕΙΣΑΙ ΚΑΙ ΤΟ ΝΑ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΓΙΝΕΙΣ

Τι είναι έκσταση; Είναι κάτι που πρέπει να επιτευχθεί; Όχι. Είναι κάτι που πρέπει να κερδίσεις; Όχι. Είναι κάτι που πρέπει να γίνεις; Όχι. Έκσταση είναι το είναι, η ίδια σου η ύπαρξη και δυστυχία είναι το να θέλεις να γίνεις. Αν θέλεις να γίνεις κάτι, θα είσαι δυστυχισμένος. Το να θέλεις να γίνεις, είναι η ριζική αιτία της δυστυχίας. Αν θέλεις να είσαι εκστατικός, τότε αυτό είναι για το τώρα, για το εδώ και τώρα, για αυτήν εδώ τη στιγμή. Αυτήν εδώ τη στιγμή – κανένας δεν εμποδίζει το μονοπάτι – μπορείς να είσαι ευτυχισμένος. Η ευτυχία είναι τόσο προφανής και τόσο εύκολη. Είναι η ίδια σου η φύση. Την έχεις ήδη μέσα σου. Απλώς δώσε της την ευκαιρία να ανθίσει. Και η έκσταση δεν βγαίνει από το κεφάλι, να το θυμάσαι αυτό. Η έκσταση βγαίνει από την καρδιά. Βγαίνει από το συναίσθημα.

Να είσαι όλο και περισσότερο καρδιά και όλο και λιγότερο κεφάλι. Το κεφάλι είναι απλώς ένα κομμάτι από σένα. Η καρδιά, με την έννοια που χρησιμοποιώ τη λέξη, είναι ολόκληρη η ύπαρξή σου, όλο σου το είναι. Η καρδιά είναι η ολότητά σου. Έτσι, όποτε δίνεσαι ολοκληρωτικά σε κάτι, λειτουργείς από το συναίσθημα. Όποτε είσαι αποσπασματικός, λειτουργείς από το κεφάλι.

Παρατήρησε ένα ζωγράφο την ώρα που ζωγραφίζει — και ποια είναι η διαφορά ανάμεσα σε έναν πραγματικό καλλιτέχνη και σε έναν τεχνίτη. Ο ζωγράφος που είναι απλώς τεχνίτης, που γνωρίζει την τεχνική κι έχει εκπαιδευτεί και ξέρει τα πάντα για τα χρώματα και για τα πινέλα και για τους μουσαμάδες, λειτουργεί από το κεφάλι. Ζωγραφίζει, αλλά δεν δίνεται ολοκληρωτικά σ’ αυτό.

Ύστερα παρατήρησε έναν πραγματικό καλλιτέχνη. Είναι απορροφημένος από τη ζωγραφική του, μεθυσμένος. Δεν ζωγραφίζει μόνο με το κεφάλι και το χέρι του, ζωγραφίζει με όλο του το είναι. Μπορείς να παρατηρήσεις, μπορείς να δεις πως είναι χαμένος μέσα στη ζωγραφική του. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Είναι μεθυσμένος. Εκείνη τη στιγμή, ο ζωγράφος δεν υπάρχει.  Έχει γίνει ένα πέρασμα, λες και το όλο ζωγραφίζει μέσα από εκείνον.

Τα Σκοτεινά Μυστήρια των Πόλεων

Τα Σκοτεινά Μυστήρια των Πόλεων:  Ο ιδανικότερος τρόπος για να αντιμετωπίσεις ένα πρόβλημα, όποιο και αν είναι αυτό, είναι να προσπαθήσεις να βρείς τις λογικές απαντήσεις που το ξεδιαλύνουν. Τι γίνεται όμως όταν το πρόβλημα ξεπερνάει την υπόστασή του κοινού νού, και το λογικό υποχρεούται να τεθεί εκτός των ορίων της αναζήτησης;
 
Μέσα στις σύγχρονες πόλεις που ζούμε, ανάμεσα στις ψηλές αποπνικτικές πολυκατοικίες και τις τεχνητές διαδρομές της ασφάλτου κρύβονται οι μικρές, τρομακτικές αν ισχύουν, λεπτομέρειες που περνούν απαρατήρητες από το εύρος του ματιού. Όχι όμως και από την φύση του υποσυνείδητου, που εν αγνοία μας καταγράφει και αποθηκεύει τον αρχέγονο αυτό κίνδυνο.
 
Στο άρθρο αυτό θα επιχειρήσω να θέσω κάποια ερωτήματα που αφορούν εκείνο το παράξενο “παιχνίδι” που έχει απασχολήσει τον Ελληνικό (και όχι μόνο) χώρο της εναλλακτικής αναζήτησης στο πέρασμα των χρόνων. Προσπαθώντας να κατανοήσω την αλλόκοτη φύση του, θα παραθέσω απορίες μα και πιθανές απαντήσεις, αν και είναι πραγματικά δύσκολο να βρεί κανείς απαντήσεις σε σε αυτόν τον μεταφυσικό γρίφο!
 

Τα Σκοτεινά Μυστήρια των Πόλεων: Εναλλακτικές πραγματικότητες & τρομερές εισβολές


Μέσα από τα άρθρα του Χώρου της αναζήτησης έχουμε διαβάσει κατά καιρούς για το ζήτημα των παράλληλων διαστάσεων. Μια θεωρία που μιλά για πύλες που βρίσκονται σε κομβικά σημεία των τόπων που ζούμε, για εισόδους προς παράλληλες πραγματικότητες που μας οδηγούν σε τόπους μαγικούς, εξίσου αληθινούς με αυτόν που βρισκόμαστε τώρα. Και σύμφωνα με την ίδια αυτή θεωρία, από την ίδιες πύλες που χρησιμοποιούν όσοι “γνωρίζουν” για να εισχωρήσουν σε αυτούς τους άλλους τόπους, παρεμβαίνει στην πραγματικότητά μας ο υπέρτατος τρόμος.
 
Πού βρίσκονται όμως αυτές οι πύλες; Είναι ορατές; Μα, βρίσκονται παντού. Στην καθημερινή μας ζωή. Διακριτικά “σημαδεμένες”, αναγνωρίζονται από το έμπειρο ένστικτο του ερευνητή σε λίγα μόνο λεπτά. Ένα από τα σημαντικότερα στοιχεία που ενισχύουν την θεωρία αυτή είναι το μυστήριο με τα σύμβολα στα καπάκια των φρεατίων που βρίσκονται διάσπαρτα στα πεζοδρόμια των πόλεων. Άλλα σημαδεμένα με το πεντάκτινο αστέρι, άλλα με το αρχέγονο σύμβολο του Ήλιου μα και πλήθους απόκρυφων συμβόλων. Και είναι αλήθεια πως στο απαίδευτο μάτι είναι πρακτικά αόρατα, μα μόλις αναγνωρίσεις το πρώτο, τα υπόλοιπα ξεπηδούν σαν μανιτάρια τριγύρω. Πάνω σε αυτά τα κατά τα άλλα αθώα καπάκια φρεατίων αναπτύχθηκε μία ολόκληρη συνωμοσιολογία. Που λέει πως χρησιμεύουν ως προστατευτικά σύμβολα ενάντια στις εξωκοσμικές εισβολές για την δική μας πραγματικότητα. Πως ένας μηχανισμός που λειτουργεί αντιστρεπτικά, άνθρωποι που λειτουργούν εν αγνοία τους μέσω του συλλογικού ασυνείδητου, τοποθέτησαν στα κομβικά σημεία (πύλες) αυτά τα καπάκια με σκοπό να αποτρέψουν τις “επιθέσεις από αλλού”… Μία άλλη, πιό ρεαλιστική υπόθεση είναι πως αυτά τα καπάκια, ειδικά εκείνα με το πεντάκτινο αστέρι τοποθετήθηκαν σε οικείες Εβραίων ούτως ώστε εκείνοι να μπορούν να αναγνωρίζονται εύκολα… Τι συμβαίνει τελικά;
 
Υπήρξαν σχετικές έρευνες κατά το παρελθόν, με σημαντικότερη ίσως εκείνη του Θ. Βέμπου σχετικά με τα παράξενα καπάκια. Αναλύθηκε η συνέπεια της κατανομής τους, μήπως και η τοποθέτησή τους στα σημεία των πόλεων σχημάτιζε κάποια μεγαλύτερα αστικά σύμβολα, τα λεγόμενα “Urban Sigils”. Διαπιστώθηκε όμως πως αυτή η κατανομή ήταν καθ’ όλα τυχαία. Αναζητήθηκε η προέλευσή τους, δίχως όμως κάποιο αποτέλεσμα. Σε πρόσφατη σχετική ερεύνα του paranormal.gr διαπιστώθηκε πως ίσως και να προέρχονται από εισαγωγή διακοσμημένων καπακίων από την Κίνα. Όμως σημασία έχει, πως κανείς δεν θυμάται να τα έχει τοποθετήσει στα πεζοδρόμιά μας…
 
Και πως προσεγγίζουμε αυτές τις πύλες; Ο Γ. Μπαλάνος, που είναι κ ο άνθρωπος που έβαλε στην καθημερινότητα του Απόκρυφου της Ελλάδας την θεωρία αυτή, επισημαίνει πως είναι απολύτως εφικτό, αρκεί να γνωρίζει κανείς τις κατάλληλες τεχνικές. Πως με την διέγερση των κατάλληλων ενεργειακών σημείων, που θα αφυπνίσουν την “όραση” και θα ευθυγραμμίσουν την ενεργειακή ροή του “Μετα-ανθρώπου” με εκείνες των πυλών (Τα επονομαζόμενα Loci) δινοντάς του την δυνατότητα να αντικρύσει τους άλλους τόπους. Καλά όλα αυτά. Ας μιλήσουμε όμως και για εκείνο τον υπέρτατο κίνδυνο. Το έρπον Χάος, τον τρόμο που δεν περιγράφεται, που στην ιδέα του και μόνο ο άνθρωπος χάνει τα λογικά του και εγκλωβίζεται στην αιώνια, υπέρτατη φρίκη…
 

Το έρπον Χάος & Οι ξενομορφιστές

 
Έστω και αν έχουμε την δυνατότητα να βρεθούμε σε άλλους τόπους, η φρίκη παραμονεύει έτοιμη να μας δείξει το ανατριχιαστικό της πρόσωπο. Ο Γ. Μπαλάνος το ονόμασε ‘Ερπουσα Σκιά. Ο Π. Γιαννουλάκης που αναδιατύπωσε την θεωρία υπό ένα διαφορετικό, προσαρμοσμένο στην σύγχρονη τεχνολογική εποχή  που ζούμε αλλά και κάτω από ένα λογοτεχνικό  πρίσμα, το ονόμασε Ξενομορφιστές. Η ουσία είναι η ίδια. Στην δική μας πραγματικότητα αυτή η αλλοκοσμική υπόσταση δεν έχει μορφή. Πιο πηκτή από το ίδιο το σκότος εισέρχεται σαν ομίχλη και παρασέρνει τους τολμηρούς στην απόλυτη τρέλα. Και επειδή ολόκληρη η θεωρία των παράλληλων διαστάσεων βασίζεται στην Περίφημη μυθολογία Κθούλου, μπορούμε να εντοπίσουμε την τρομερή αυτή οντότητα στο πρόσωπο του Νυαρλαθοτέπ. Μιας θεότητας που εκτός των άλλων μορφών παρουσιάζεται στην μυθολογία του Λαβκραφτ και ως η ”έρπουσα ομίχλη”…
 
Επιστρέφοντας όμως στην θεωρία του Π. Γιαννουλάκη συναντάμε τον ίδιο κίνδυνο διαφοροποιημένο. Οι οντότητες που ονομάζονται ξενομορφιστές (Παρανοητικές Οντότητες) έχουν την δυνατότητα να μεταμορφώνονται σε οτιδήποτε θελήσουν, και να προκαλούν τα ίδια αποτελέσματα με εκείνα της Έρπουσας Σκιάς. Και το παιχνίδι δεν σταματάει εδώ. Σε αυτή την νεο-συνωμοσία, παρουσιάζονται ομάδες που αποκαλούνται “Δυναστείες” που με διάφορες τεχνικές Αστυμαγείας και την βοήθεια απροσδιόριστων τεχνολογικών μέσων προσπαθούν να πάρουν υπό την εποπτεία τους τα “ρήγματα”, τα σημεία δηλαδή όπου οι Πόλεις ανοίγουν τις πύλες για αλλού.. Αυτές οι ομάδες, ακολουθούν διαφορετικές τάσεις Αστικού Σαμανισμού, έχουν διαφορετική φιλοσοφία, μα τον ίδιο ακριβώς στόχο. Να κατακτήσουν τις Άλλες πολιτείες, και να αποτρέψουν την απόλυτη κυριαρχία ενός Σκοτεινού Ιερατείου… Ένα ερώτημα οφείλει να κάνει την εμφάνισή του σε αυτό εδώ το σημείο. Γιατί αυτή η γνώση προσέγγισης αυτών των διαστάσεων μα και του ίδιου του συνωμοσιωλογικού παιχνιδιού, αν και εφόσον υπάρχει, παραμένει στην κατοχή των λίγων και δεν μεταφέρεται απλόχερα στις συνειδήσεις των πολλών; Μήπως η παραπάνω θεωρία, που παρεμπιπτόντως κυκλοφορεί ελεύθερα σε μορφή R.P.G (Παιχνίδι Ρόλων) κρύβει μέσα της πέρα από μερικές αλήθειες και λίγη λογοτεχνική υπερβολή;
 
Σίγουρα υπάρχει η βάση που και η ίδια η Κβαντική Φυσική έχει αποδεχθεί. Πως όντως, οι εναλλακτικές πραγματικότητες υπάρχουν. Μα ίσως θα πρέπει να προσπαθήσουμε με τα ίδια μας τα μάτια να παρατηρήσουμε αν και εφόσον όλα τα παραπάνω μπορεί να ισχύουν σε όλη τους την έκταση. Δεν είναι δα και τόσο δύσκολο να παρατηρήσεις ανθρώπους που βαστούν κάποιο παράξενο μηχάνημα στις ταράτσες και προσδιορίζουν το ρήγμα στις 4 το ξημέρωμα.

Ερευνώντας τα μυστικά στο σκοτάδι…
 
Παράλληλες διαστάσεις, Έρπουσα σκιά, μαγικά καπάκια στα πεζοδρόμια των πόλεων, μυστικές ομάδες που δρουν στις πόλεις τις νύχτες στο βωμό της αναζήτησης των ρηγμάτων, Αστυμαγεία, Μυθολογία κθούλου…
 
Τα παραπάνω είναι μονάχα μια μικρή προσέγγιση της τεράστιας θεωρίας των Παράλληλων Διαστάσεων. Αν προσπαθήσουμε να τοποθετήσουμε στο άρθρο αυτό μόνο τις τεχνικές λεπτομέρειες, τις αμφισβητήσεις και τα ερωτήματα που προκύπτουν, θα χάσουμε την ουσία που είναι και η ατομική αναζήτηση τούτων των υπέργειων μυστηρίων. Ποιός ξέρει, ίσως μέσα από την προσωπική σας έρευνα να βρεθείτε κάποιο βράδυ σε έναν μαγικό τόπο, αντικρύζοντας τους αστερισμούς από άλλη οπτική γωνία. Ίσως να επιβεβαιώσετε πως αυτά τα μαγικά μονοπάτια υπάρχουν κρυμμένα ανάμεσά μας, και πως είναι εφικτό να τα περπατήσουμε ανακαλύπτοντας τους Άλλους τόπους. Μπορεί βέβαια να ανακαλύψετε πως αυτές οι παράλληλες διαστάσεις, είναι κάτι απλούστερο από τον τρόπο που παρουσιάζεται, πιό προσιτό, και αναβλύζει από μέσα μας…
 
Άλλωστε μην ξεχνάτε, αυτό που στην ουσία μετράει είναι η οπτική γωνία του Παρατηρητή…

ΓΟΡΓΙΑΣ: Ἑ­λέ­νης Ἐγ­κώ­μι­ον

ΓΟΡΓΙΑΣ, σπου­δαῖ­ος σο­φι­στής καί ρή­το­ρας ἀ­πό τούς Λε­ον­τίνους τῆς Σι­κε­λί­ας. Τά ἀκριβῆ ὁ­ρι­α τῆς ζω­ῆς του δέν μᾶς εἶ­ναι γνω­στά. Γεν­νή­θη­κε πι­θα­νό­τα­τα με­τά τό 490 π.Χ. (ἴ­σως τό 483) καί πέ­θα­νε με­τά τό 380 (ἴ­σως τό 376). Ἔ­ζη­σε, πάν­τως, σί­γου­ρα πά­νω ἀ­πό 100 χρό­νι­α-ἡ Σού­δα ἀ­να­φέ­ρει 109 χρό­νι­α- κα­λύ­πτον­τας μέ τή ζω­ή του ὁ­λό­κλη­ρο σχε­δόν τόν 5ο αἰώνα καί τίς ἀρχές τοῦ 4ου.
 
Ὑ­πῆρ­ξε μα­θη­τής τοῦ Ἐμ­πε­δο­κλῆ τοῦ Ἀ­κρα­γαντί­νου μέσω τοῦ ὁποίου ἦρ­θε σέ ἐπαφή μέ τίς ἰ­δέ­ες τῶν φυ­σι­κῶν φι­λο­σό­φων. Καρ­πός τῆς ἐ­να­σχό­λη­σής του μέ τή φυ­σι­κή φι­λο­σο­φί­α, πού ἐκείνη τήν ἐποχή -πρῶ­το μι­σό τοῦ 5ου αἰώνα- ἄκ­μα­ζε στή Σι­κε­λί­α καί τήν Κά­τω Ἰ­τα­λί­α, ὑπῆρξε ἕ­να σύγ­γραμ­μα μέ τί­τλο Πε­ρί Φύο­ε­ως ἤ πε­ρί το­ῦ μή ὄν­τος γραμ­μέ­νο λί­γο πρίν ἀ­πό τό 440 π.Χ., ὅπου ἀν­τι­στρέ­φον­τας τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα τῶν Ἐ­λε­α­τῶν καί ἰ­δί­ως τοῦ Παρ­με­νί­δη γιά τήν ὕ­παρ­ξη ἑνός Ὄν­τος, αἰ­ω­νί­ου καί ἀ­κί­νη­του, προ­σπά­θη­σε νά ἀ­πο­δεί­ξει ὅτι: α) τί­πο­τε δέν ὑ­πάρ­χει, β) κι ἄν ὑ­πῆρ­χε, δέν εἶ­ναι δυ­να­τόν νά τό γνω­ρί­σου­με, γ) κι ἄν τό γνω­ρί­ζα­με δέν θά μπο­ρού­σα­με νά τό δι­α­τυ­πώ­σου­με καί νά τό με­τα­δώ­σου­με στούς ἄλ­λους (DK 82 Β3: ἕν μέν καί πρῶ­τον ὅτι οὐ­δέν ἔ­στιν, δεύ­τε­ρον ὅτι εἰ καί ἔ­στιν, ἀ­κατά­λη­πτον ἀν­θρώ­πῳ, τρί­τον ὅτι εἰ καί κα­τα­λη­πτόν, ἀλ­λά τοί γε ἀ­νέ­ξοι­σ­τον καί ἀ­νερ­μή­νεν­τον τῷ πέ­λας).
 
Πολ­λοί ἔ­χουν ἑρ­μη­νεύ­σει τό σύγ­γραμ­μα ὡς δεῖγ­μα το­ῦ φι­λο­σο­φι­κοῦ μη­δε­νι­σμοῦ τοῦ Γορ­γί­α, θά ἦ­ταν, ὅμως, ὀρ­θό­τε­ρο νά θε­ω­ρη­θεῖ ὡς δε­ϊγ­μα φι­λο­σο­φι­κοῦ σχε­τι­κι­σμοῦ. Τό πρό­βλη­μα ἔγ­κει­ται στήν ἑρ­μηνεί­α τῆς ἐ­ναρ­κτή­ρι­ας φρά­σης τοῦ συλ­λο­γι­σμοῦ (οὐδέν ἔ­στιν). Μέ τή φρά­ση αὐ­τή ὁ Γορ­γί­ας δέν δι­α­κη­ρύσ­σει τήν ἀ­νυ­παρ­ξί­α τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, ἀλ­λά μᾶλ­λον τήν πο­λυ­πρι­σμα­τι­κό­τη­τά της: ἡ φρά­ση οὐδέν ἔ­στιν ση­μαί­νει πώς τί­πο­τε δέν ὑ­πάρ­χει μέ μί­α μό­νον ἰ­δι­ό­τη­τα, τό οὐ­δέν ἔ­στιν, δη­λα­δή, δέν ἰ­σο­δυνα­μεῖ μέ τήν ἀ­νυ­παρ­ξί­α, ἄλ­λα μέ τό φαί­νε­σθαι. Ὁ Γορ­γί­ας σέ αὐ­τό τό πρῶ­το μέ­ρος τοῦ συλ­λο­γι­σμοῦ του, λοι­πόν, ἀν­τι­στρέ­φει τόν ἰ­σχυ­ρι­σμό τοῦ Παρ­με­νί­δη ὅτι τό ὄν εἶ­ναι ἕ­να καί συ­νε­χές (DK 28 Β8, 5-6: οὐ­δέ πότ’ ἦν οὐδ’ ἔ­σται, ἐ­πεί νῦν ἔ­στιν ὁ­μο­ῦ πᾶν, ἕν, συ­νε­χές). Στή συ­νέ­χει­α δη­λώ­νει ὅτι, καί ἄν ὑ­πῆρ­χε, δέν θά μπο­ρού­σα­με νά τό γνω­ρί­σου­με, θί­γον­τας ἔ­τσι ἕ­να ἀ­πό τά βα­σι­κά φι­λο­σο­φι­κά προ­βλή­μα­τα, τό πρό­βλη­μα τῆς σχέ­σης τῆς γνώ­σης μέ τό εἶ­ναι: αὐτό πού σκε­φτό­μα­στε γιά τά πράγ­μα­τα δέν μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­τε­λεῖ τήν ἀ­λη­θι­νή οὐ­σί­α τους, γιά τόν πο­λύ ἁ­πλό λό­γο ὅτι κά­νου­με σκέ­ψεις καί γιά πράγ­μα­τα πού δέν ὑ­πάρ­χουν (ὅπως γιά τό ὅτι ὁ ἄν­θρω­πος πε­τά­ει). Ὁ Γορ­γί­ας, ὅμως, δέν ἐν­το­πί­ζει τό πρό­βλη­μα μό­νο στή σχέ­ση τῆς γνώ­σης μέ τό εἶ­ναι, ἀλλά καί στή σχέ­ση τῆς γνώ­σης μέ τή γλωσ­σι­κή ἔκ­φρα­ση: κι ἄν ἀ­κό­μα εἴ­χα­με γνώ­ση τοῦ ὄν­τος δέν θά μπο­ρού­σα­με νά τήν ἐκ­φρά­σου­με οὔ­τε νά τή με­τα­δώ­σου­με στούς ἄλ­λους, για­τί «ὁ λό­γος δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι πο­τέ ἡ πραγ­μα­τι­κό­τη­τα πού ἐμ­φανί­ζε­ται ὅτι δη­λώ­νει» (Kerferd, 1996, 146-156).
 
           Τό Πε­ρί τοῦ μή ὄν­τος τοῦ Γορ­γί­α μαρ­τυ­ρεῖ τήν ἀ­πό­στα­ση πού τόν χω­ρί­ζει ἀ­πό τούς ἕλ­λη­νες φι­λό­σο­φους τῆς Δύ­σης καί τό ἐν­δι­α­φέ­ρον του γιά μι­ά ἀν­θρω­πο­κεν­τρι­κή προ­σέγ­γι­ση τῆς πραγ­μα­τι­κό­τη­τας, πού προ­οι­κο­νο­μεῖ τή στρο­φή του πρός τή σο­φι­στι­κή καί τή ρη­το­ρι­κή.
 
Στή Σι­κε­λί­α ἡ ρη­το­ρι­κή εἶ­χε ἤδη ἀρ­χί­σει νά δι­δά­σκε­ται καί νά καλ­λι­ερ­γεῖ­ται ἀ­πό τόν πρώ­ι­μο 5ο αἰώνα· ὁ Ἀ­ρι­στο­τέ­λης μά­λι­στα θε­ω­ρεῖ πῶς ὁ Ἐμπεδοκλῆς ἔ­δω­σε πρῶ­τος ὤ­θη­ση στή ρη­το­ρι­κή (DK 82 A3). Ἀ­πό τή Σι­κε­λί­α προ­ερ­χό­ταν καί τό πρῶ­το δι­δα­κτι­κό βι­βλί­ο ρη­το­ρι­κῆς πού γνω­ρί­ζου­με, γραμ­μέ­νο ἀ­πό τόν Κό­ρα­κα τόν Συ­ρα­κού­σι­ο ἤ ἀ­πό τόν μα­θη­τή του Τει­σί­α. Αὐτοί ἦ­ταν καί οἱ πρῶ­τοι πού χρη­σι­μο­ποί­η­σαν τόν ὄ­ρο εἰ­κός πού δη­λώ­νει τό ἀ­λη- θο­φα­νές ἐ­κεῖ­νο ἐ­πι­χεί­ρη­μα, τό ὁποῖο ἀ­ξι­ο­λο­γεῖ­ται βά­σει τῆς σχέ­σης του μέ τήν ἀν­τι­κει­με­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καί προ­σπα­θεῖ νά ἐμ­φα­νί­σει τά σπου­δαῖ­α ὡς ἀ­σή­μαν­τα καί τά ἀ­σή­μαν­τα ὡς σπου­δαῖ­α (βλ. Πλάτ. Φαῖ­δρος 267a).
 
Ὁ Γορ­γί­ας ἦρ­θε σέ ἐπαφή μα­ζί τους -πι­θα­νό­τατα μα­θή­τευσ­ε κον­τά τους- καί ἔ­γι­νε ρη­το­ρο­δι­δάσκά­λος καλ­λι­ερ­γών­τας τήν τέ­χνη τοῦ ὀ­έ τέ­τοιο βαθ­μό, ὥ­στε νά θε­ω­ρη­θεῖ ἱ­δρυ­τής της. Ἡ δι­δα­σκα­λί­α του ἀ­πο­σκο­πού­σε στό νά κά­νει τούς νέ­ους ἄ­ξι­ους ἀ­γο­ρη­τές, ἱ­κα­νούς νά ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γο­ῦν πει­στι­κά γιά ὁποιο­δή­πο­τε ζή­τη­μα. Αὐτό, ἐ­ξάλ­λου, ἦ­ταν καί τό αἴ­τη­μα τῆς ἐ­πο­χῆς: τόν 5ο αἰώνα ἡ ἀλλα­γή στόν τρό­πο δι­α­κυ­βέρ­νη­σης μέ τή δη­μι­ουρ­γί­α πό­λε­ων- κρα­τῶν καί τήν ἐγ­κα­θί­δρυ­ση τῆς δη­μο­κρα­τί­ας στήν Ἀ­θή­να, κέν­τρο τῶν τό­τε ἐ­ξε­λί­ξε­ων, εἶ­χε ὡς ἀ­ποτέ­λε­σμα τή δι­εύ­ρυν­ση τῆς συμ­με­το­χῆς τῶν πο­λι­τῶν στά κοι­νά, πού προϋ­πέ­θε­τε μι­άν ἀν­τί­στοι­χη δι­εύ­ρυν­ση τῆς παι­δεί­ας τῶν νέ­ων, ὥ­στε νά εἶ­ναι γό­νι­μη καί δη­μι­ουρ­γι­κή ἡ συμ­με­το­χή τους στή δι­α­χεί­ρι­ση καί ἄ­σκη­ση τῆς ἐ­ξου­σί­ας. Τήν ἀ­πάν­τη­ση στό αἴ­τη­μα αὐτό τήν ἔ­δι­νε ἡ ρη­το­ρι­κή, πού δί­δα­σκε στούς νέ­ους τήν τέ­χνη τῆς πει­θοῦς. Αὐτή ἀ­κρι­βῶς ἡ δύ­να­μη τοῦ λό­γου νά πεί­θει, νά με­τα­βάλ­λει τή γνώ­μη τοῦ ἀ­πο­δέ­κτη του, ἦ­ταν πού συ­νάρ­πα­ζε τόν Γορ­γί­α καί ἀ­πο­τε­λοῦ­σε πρό­κλη­ση μέ τήν ὁ­ποί­α δέν ἔ­χα­νε εὐ­και­ρί­α νά ἀ­να­με­τρη­θεῖ.
 
Ὁ Γορ­γί­ας ἀ­να­γνω­ρί­ζει τήν πει­θώ ὡς μί­α ψυ­χο­λο­γι­κή δύ­να­μη πού βα­σί­ζε­ται ἀφ’ ἑνός στή σωστή χρή­ση ἀ­λη­θο­φα­νῶν ἐ­πι­χει­ρη­μά­των (εἰ­κό­των) καί ἀφ’ ἑ­τέ­ρου στήν αἴ­σθη­ση τοῦ ὁ­μι­λη­τῆ νά προ­κρί­νει τήν κα­τάλ­λη­λη στιγ­μή γιά νά δι­α­τυ­πώ­σει τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα (λέ­ξαι τό δέ­ον ὀρ­θῶς, Ἑλ. Ἐγκ.). Ἡ αἴ­σθη­ση αὐτή ὀ­νο­μά­ζε­ται και­ρός καί ἔ­χει ψυ­χο­λο­γι­κή βά­ση. Φαί­νε­ται μά­λι­στα ὅτι ὁ Γορ­γί­ας τῆς εἶ­χε ἀ­φι­ε­ρώ­σει καί σχε­τι­κό σύγ­γραμ­μα (Δι­ον. Ἀ­λι­καρν. Πε­ρί συν­θέ­σε­ως ὀ­νο­μά­των 12, 6).
 
Στήν προ­ο­πά­θει­ά του νά πεί­σει, ὁ Γορ­γί­ας ἔ­δω­σε ἐ­ξαι­ρε­τι­κή ση­μα­σί­α στό ὕ­φος, ἀ­ξι­ο­ποι­ών­τας στό ἔ­πα­κρον τίς τε­ρά­στι­ες δυ­να­τό­τη­τες το­ῦ λό­γου. Καλ­λι­έρ­γη­σε τόν ἔν­τε­χνο πε­ζό λό­γο υἱ­ο­θε­τών­τας ποι­η­τι­κές φόρ­μες, ὥ­στε ὄ­χι μό­νο νά ἐ­πι­τύ­χει ἕ­να αἰ­σθη­τι­κό ἀ­πο­τέ­λε­σμα ἀ­νά­λο­γο μέ ἐ­κεῖ­νο πού προ­κα­λο­ῦσε ἡ ποί­η­ση, ἀλλά καί γιά νά ἀ­φή­σει δι­αρ­κέ­στε­ρη ἐν­τύ­πω­ση στή σκέ­ψη καί στά συ­ναι­σθή­μα­τα τῶν ἀ­κρο­α­τῶν του: για­τί γνώ­ρι­ζε πώς, ἐ­κτός τῶν ἄλ­λων, ὁ λό­γος τῆς ποί­η­σης ὡς λό­γος θε­ϊ­κός, ἐμ­πνευσμέ­νος ἀ­πό τίς Μοῦ­σες, ἦ­ταν καί λό­γος πει­θο­ῦς, ἱ­κα­νός νά προ­κα­λεῖ ἐν­τύ­πω­ση στούς ἀ­κρο­α­τές του καί νά δι­α­μορ­φώ­νει συγ­κε­κρι­μέ­νη ἀν­τί­λη­ψη γιά τά πράγ­μα­τα (ἡ τῶν ποι­η­τῶν ἀ­κου­σάν­των πί­σ­τις, Ἑλ. Ἐγκ.).
 
Δη­μι­ούρ­γη­σε, λοι­πόν, ἕ­ναν λό­γο πε­ρί­τε­χνο, πλού­σι­ο σέ ρη­το­ρι­κά σχή­μα­τα -ἀν­τι­θέ­σεις, πα­ρι­σώ­σεις, ἰ­σό­κω­λα, ὁ­μοι­ο­τέ­λευ­τα- πού ἔ­μει­ναν γνω­στά ὡς γορ­γί­ει­α σχή­μα­τα, ὄ­χι ἐ­πει­δή ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος πού τά ἐ­φεῦ­ρε -ἦ­ταν ἤδη γνω­στά ἀ­πό τους προ­σω­κρατι­κούς φι­λο­σό­φους καί ἀ­πό τήν ποί­η­ση- ἀλλά ἐ­πει­δή ἦ­ταν ὁ πρῶ­τος πού τά καλ­λι­έρ­γη­σε τό­σο πο­λύ, ὥ­στε νά ἀ­πο­τε­λέ­σουν τό σῆ­μα κα­τα­τε­θέν τοῦ ὕ­φους του. Τό πε­ρί­τε­χνο αὐτό ὕ­φος σέ συν­δυ­α­σμό μέ τή ρη­το­ρι­κή του δει­νό­τη­τα τόν ἔ­κα­ναν νά ξε­χω­ρί­σει ἀ­πό τους ἄλ­λους ρή­το­ρες τῆς ἐ­πο­χῆς του καί νά ἀ­ποκτή­σει φή­μη ὡς ρη­το­ρο­δι­δά­σκα­λος. Γι’ αὐτό καί οἱ συμ­πο­λί­τες του στά 427 π.Χ. τόν ἔ­θε­σαν ἐ­πι­κε­φαλῆς μι­ᾶς πρε­σβεί­ας στήν Ἀ­θή­να μέ σκο­πό νά πεί­σει τούς Ἀ­θη­ναί­ους νά προ­σφέ­ρουν βο­ή­θει­α στήν πό­λη τῶν Λε­ον­τί­νων, πού κιν­δύ­νευ­ε νά κα­τα­λη­φθεῖ ἀ­πό τους Συ­ρα­κού­σι­ους. Μαρ­τυ­ρεῖ­ται πώς ἦ­ταν τό­σο ἰ­σχυ­ρή ἡ ἐν­τύ­πω­ση πού προ­κά­λε­σε στούς Ἀ­θη­ναί­ους μέ τό ἀ­συ­νή­θι­στο ὕ­φος του, ὥ­στε κα­τά­φε­ρε νά τούς πεί­σει νά συ­νά­ψουν συμ­μα­χί­α μέ τούς Λε­ον­τί­νους (DK 82 Α4). Αὐ­τή ἦ­ταν καί ἡ πρώ­τη του ἐ­πί­σκε­ψη στήν Ἀ­θή­να.
 
Ἔ­κτο­τε τήν ἐ­πι­σκέ­φτη­κε πολ­λές φο­ρές καί τα­ξί­δε­ψε καί σέ ἄλ­λες πό­λεις δι­δά­σκον­τας τή ρη­το­ρι­κή. Ὡς μα­θη­τές του ἀ­να­φέ­ρον­ται πολ­λά σπου­δαῖ­α ὀ­νό­μα­τα τῆς ἐποχῆς, ὅπως ὁ Ἰ­σο­κρά­της, ὁ Ἀλ­κιδά­μας, ὁ Πῶ­λος ὁ Ἀ­κρα­γαν­τί­νος, ὁ τρα­γι­κός ποι­η­τής Ἀ­γά­θων κ.α., ἐ­νῷ μέ τό ὕ­φος του ἐ­πη­ρέ­α­σε πολ­λούς συγ­γρα­φεῖς (ὅπως ὁ Θου­κυ­δί­δης, ὁ Ἀν­τιφῶν, ὁ Ἰ­σο­κρά­της κ.α.).
 
Πάν­τως, ἡ δι­δα­σκα­λί­α τῆς ρη­το­ρι­κῆς πρέ­πει νά τοῦ ἀ­πέ­φε­ρε πολ­λά χρή­μα­τα (σύμ­φω­να μέ τή Σούδα λάμ­βα­νε ἑ­κα­τό μνᾶς ἀ­πό κά­θε μα­θη­τή), για­τί ἀ­να­φέ­ρε­ται πώς εἶ­χε ἀ­φι­ε­ρώ­σει στό ἱ­ε­ρό τῶν Δελ­φῶν ἕ­ναν ἀν­δρι­άν­τα τοῦ ἑ­αυ­τοῦ του ἀ­πό ἀ­τό­φιο χρυ­σά­φι (DK 8 2 A1, Α7). Στούς Δελ­φούς ἐκ­φώ­νησε κι ἕ­ναν Πυ­θι­κό λό­γο, τό πε­ρι­ε­χό­με­νο τοῦ ὁποίου, ὅπως καί ἡ πε­ρί­στα­ση γιά τήν ὁ­ποί­α ἐκ­φω­νή­θη­κε, δέν μᾶς εἶ­ναι γνω­στά.
 
Πε­ρισ­σό­τε­ρα γνω­ρί­ζου­με γιά ἕ­ναν Ἐ­πι­τά­φι­ο πού ἔ­γρα­ψε πι­θα­νό­τα­τα γιά τούς νε­κρούς του Πε­λο­ποννη­σι­α­κο­ῦ πο­λέ­μου, ἀ­πό τόν ὁποῖο γνω­στή θά μεί­νει ἡ φρά­ση πού πα­ρα­δί­δει ὁ Φι­λό­στρα­τος (DK 82 5b: Τά μέν κα­τά τῶν βαρ­βά­ρων τρό­παι­α ὕ­μνους ἀ­παι­τεῖ τά δέ κα­τά τῶν Ἑλ­λή­νων θρή­νους), μέ τήν ὁ­ποι­α πα­ραι­νοῦ­σε τούς Ἕλ­λη­νες γιά ὁ­μό­νοι­α.
 
Τήν ἴ­δια συμ­βου­λή ἀ­πηύ­θυ­νε καί μέ ἕ­ναν Ὀ­λυμπι­κό λό­γο του, πού ἐκ­φω­νή­θη­κε πι­θα­νό­τα­τα τό 392 π.Χ. στή δι­άρ­κει­α τῆς 97ης Ὀ­λυμ­πι­ά­δας, δέ­κα μό­λις χρό­νι­α δη­λα­δή με­τά τό τέ­λος τοῦ Πε­λο­ποννη­σι­α­κο­ῦ πο­λέ­μου, σέ μί­α πε­ρί­ο­δο ἀν­τα­γω­νι­σμο­ῦ καί δι­χό­νοι­ας με­τα­ξύ τῶν ἑλ­λη­νι­κῶν πό­λε­ων. Ἔ­τσι, ὁ Γορ­γί­ας ὑ­πῆρ­ξε ἐκ­φρα­σ­τής τοῦ ὁ­ρά­μα­τος γιά πα­νελ­λή­νι­α συμ­φι­λί­ω­ση καί συμ­μα­χί­α ἐ­νάν­τι­ον τῶν βαρ­βά­ρων, πο­λύ πρίν ἀ­πό τόν Ἰ­σο­κρά­τη.
 
Πέ­ρα, ὅμως, ἀ­πό τους λό­γους μέ πο­λι­τι­κό καί πα­ραι­νε­τι­κό χαρακτήρα, ὁ Γορ­γί­ας ἔ­γρα­ψε καί ὑ­πο­δειγ­μα­τι­κούς λό­γους πού ἀ­πο­τε­λο­ῦσαν ρη­το­ρι­κά γυ­μνά­σμα­τα καί πρό­τυ­πα γιά τή δι­δα­σκα­λί­α τῶν μα­θη­τῶν του. Σέ αὐ­τούς συγ­κα­τα­λέ­γον­ται οἱ μο­να­δι­κοί λό­γοι τοῦ Γορ­γί­α πού σῴ­ζον­ται ὁ­λό­κλη­ροι: τό Ἑ­λέ­νης Ἐγ­κώ­μι­ον, ὅπου ἐ­πι­χει­ρεῖ νά ἀ­παλ­λά­ξει τήν ὡ­ραί­α Ἑ­λέ­νη ἀ­πό τίς κα­τη­γο­ρί­ες τῶν ἐ­πι­κρι­τῶν της, καί ἡ Ὑ­πέρ Πα­λα­μή­δους Ἀ­πο­λο­γί­α, ὅπου προ­σπα­θεῖ νά ἀ­πο­δεί­ξει τήν ἀ­θῳ­ό­τη­τα τοῦ ὁ­μη­ρι­κοῦ ἥ­ρω­α Πα­λα­μή­δη, ὁ ὁποῖος εἶ­χε ἄ­δι­κα κα­τη­γο­ρη­θεῖ ἀ­πό τόν Ὀ­δυσ­σέ­α ὅτι εἶ­χε προ­δώ­σει τούς Ἕλ­λη­νες στούς βάρ­βα­ρους Τρῶ­ες, πράγμα πού ὁ­δή­γη­σε στή θα­νά­τω­σή του.
 
Πρέ­πει, ἐ­πί­σης, νά εἶ­χε συγ­γρά­ψει καί μί­α Τέ­χνην, μέ τίς θε­ω­ρη­τι­κές του ἀ­πό­ψεις πε­ρί ρη­το­ρι­κῆς, στήν ὁ­ποί­α ἐν­δέ­χε­ται νά συμ­πε­ρι­λαμ­βα­νό­ταν ἡ θε­ω­ρί­α γιά τόν και­ρόν.
 
Ἀ­να­φέ­ρε­ται, τέ­λος, καί ἕ­να Ἐγ­κώ­μι­ον εἰς Ἠ­λεί­ους, συμ­βου­λευ­τι­κοῦ -πι­θα­νό­τα­τα- χαρακτήρα, γιά τό ὁποῖο, ὡ­στό­σο, τί­πο­τα πε­ρισ­σό­τε­ρο δέν μᾶς εἶ­ναι γνω­στό.
     
Ἡ δό­μη­ση τῆς επιχειρηματολογίας
 
Ἡ ἀ­πο­κα­τά­στα­ση τῆς φή­μης τῆς Ἑ­λέ­νης δι­ά τῆς ἀ­λή­θει­ας τοῦ ρη­το­ρι­κοῦ λό­γου ἀ­φορ­μᾶ­ται ἀ­πό τήν πρό­θε­ση τοῦ ρή­το­ρα νά ἔρ­θει ἀν­τι­μέ­τω­πος μέ αὐτό πού λέ­με «δύ­σκο­λη ὑ­πό­θε­ση»· δύ­σκο­λη ὑ­πό­θε­ση, κα­θώς ἀ­κό­μη καί ἡ ὑ­πε­ρά­σπι­ση πα­ρα­δέ­χε­ται τήν τέ­λε­ση τῆς πρά­ξε­ως (εἰ­κός ἦν γε­νέ­σθαι τόν τῆς Ἑ­λέ­νης εἰς τήν Τροί­αν στό­λον).
 
Ἡ Ἑ­λέ­νη ἔ­πρα­ξεν ἅ ἔ­πρα­ξεν, αὐτό δέν τό ἀμ­φισβη­τεῖ κα­νείς. Ἐ­κεῖ­νο πού ἐν­δι­α­φέ­ρει, ὅμως, εἶ­ναι τί τήν ὁ­δή­γη­σε νά τά πρά­ξει. Ἡ ἴ­δια ἡ Ἑ­λέ­νη σέ κά­θε πε­ρί­πτω­ση εἶ­ναι ἀ­θώ­α, κα­θώς ὑπῆρξε θύμα ἐ­ξω­τε­ρι­κῆς βί­ας. Ὅ,τι κι ἄν συ­νέ­βη δέν εἶ­ναι συ­νέ­πει­α τῶν δι­κῶν της ἐ­πι­λο­γῶν, οὔτε δι­κή της εὐ­θύ­νη. Δέν εἶ­ναι ἄλ­λω­στε τυ­χαῖ­ο τό γε­γο­νός, ὅτι τό ὄ­νο­μά της σπα­νί­ως ἀ­να­φέ­ρε­ται στό κεί­με­νο. Τό πρᾶτ­τον ὑ­πο­κεί­με­νο ἐν προ­κει­μέ­νῳ εἶ­ναι οὕ­τως ἤ ἄλ­λως ἀ­παλ­λαγ­μέ­νο ἀ­πό τίς εὐ­θύ­νες του, οἱ δέ πρά­ξεις του ὑ­πό­κειν­ται στήν κα­θο­λι­κή ἰ­σχύ τῶν πι­θα­νο­τή­των.
 
Οἱ αἰ­τί­ες, λοι­πόν, πού ὁ­δή­γη­σαν την Ἑ­λέ­νη στό τα­ξί­δι της εἶ­ναι τέσ­σε­ρις: ἡ θε­ϊ­κή δύ­να­μη, ἡ βί­αι­η ἁρ­πα­γή, ἡ πει­στι­κό­τη­τα τοῦ λό­γου, ὁ ἔ­ρω­τας. Καμ­μί­α ἀ­πό τίς τέσ­σε­ρις αὐτές αἰ­τί­ες δέν ἀ­πο­κλεί­ει ἀ­μοι­βαί­α κά­ποιαν ἄλ­λη, οὔ­τε ὅμως μᾶς ἐ­πι­τρέ­πε­ται νά φαν­τα­στοῦ­με κά­ποιαν ἀ­κό­μη. Ὅλες εἶ­ναι ἐ­ξί­σου πι­θα­νές καί ὅλες ἔ­χουν ἕναν κοι­νό πα­ρο­νο­μα­στή: τόν πα­ρά­γον­τα τῆς ἐ­πι­βαλ­λό­με­νης βί­ας.
 
Ἄν, λοι­πόν, ἰ­σχύ­ει τό πρῶ­το, δέν πρέ­πει νά κα­τη­γο­ροῦ­με τήν Ἑ­λέ­νη, για­τί εἶ­ναι φυ­σι­κό (πέ­φυκεν), ὁ ἀ­νώ­τε­ρος νά ὁ­δη­γεῖ τόν κα­τώ­τε­ρο καί ὁ κα­τώ­τε­ρος νά ὑ­πο­κύ­πτει στή βού­λη­ση τοῦ ἀ­νώ­τε­ρου.
 
Ἡ βί­αι­η ἁρ­πα­γή της Ἑ­λέ­νης εἶ­ναι ἡ δεύ­τε­ρη πι­θα­νή αἰ­τί­α πού προ­βάλ­λει ὁ ρή­το­ρας. Ἄν ἡ Ἑ­λέ­νη ὑ­πῆρ­ξε θύμα ἀ­πα­γω­γῆς, τό­τε ἡ ἴ­δια εἶ­ναι πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀ­ξι­ο­λύ­πη­τη πα­ρά ἀ­ξι­ό­μεμ­πτη γι’ αὐτό πού ἔ­πα­θε. Εἶ­ναι ἀ­ξι­ο­ση­μεί­ω­το ὅτι ὁ Γορ­γί­ας δέν μι­λᾶ ἁ­πλῶς γιά τή σω­μα­τι­κή βί­α, ἀλλά εἰ­σά­γον­τας ἐνα λε­ξι­λό­γι­ο δι­κα­στι­κό στόν λό­γο τοῦ κά­νει λό­γο γιά ὕ­βριν, τήν ἄ­σκη­ση δη­λα­δή βί­ας μέ σκο­πό τόν ἐ­ξευ­τε­λι­σμό καί τήν προ­σβο­λή τοῦ θύ­μα­τος ἀ­πό ἕναν βάρ­βα­ρο.
 
Ἡ τρί­τη πι­θα­νό­τη­τα, τῆς ὁ­ποί­ας ἡ δι’ ἐ­πι­χει­ρημά­των ὑ­πο­στή­ρι­ξη κα­τα­λαμ­βά­νει καί τό με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος τοῦ Ἐγ­κω­μί­ου, εἶ­ναι αὐτή το­ῦ λό­γου. Τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα δο­μεῖ­ται ὡς ἑ­ξῆς: ἀρ­χι­κά ὁ Γορ­γί­ας ὁ­ρί­ζει τόν λό­γον ὡς δυ­νά­στη, ἐ­νῷ ἤδη ἀ­πό τό ση­μεῖ­ο αὐτό ὑ­παι­νίσ­σε­ται μι­ά σύν­δε­ση τοῦ λό­γου μέ ψυ­χο­λο­γι­κές πα­ρα­μέ­τρους. Στίς δύ­ο ἑ­πό­με­νες πα­ρα­γρά­φους, δί­νει δύ­ο πα­ρα­δείγ­μα­τα λει­τουρ­γί­ας τοῦ λό­γου μέ τά ὁ­ποῖα στη­ρί­ζει τόν χα­ρα­κτη­ρι­σμό του ὡς δυ­νά­στη: τό πρῶ­το πα­ρά­δειγ­μα εἶ­ναι αὐτό της λει­τουρ­γί­ας τοῦ ποι­η­τι­κοῦ λό­γου πού ὁ­ρί­ζε­ται ἀ­πό τόν ἴδ­ι­ο ὡς λό­γος ἔ­χων μέ­τρον καί τό δεύ­τε­ρο, αὐτό τῶν ἐν­θέ­ων δι­ά λό­γων ἐ­πῳ­δῶν. Ὅσα λέ­γον­ται ἐ­δῶ δί­νουν λα­βή σ­έ πολ­λούς με­λε­τη­τές νά μι­λή­σουν γιά τή δι­α­μόρ­φω­ση μι­ᾶς θε­ω­ρί­ας τοῦ λό­γου ἤ μί­ας πρώ­ι­μης ποι­η­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας. Ἡ δό­ξα τῆς πα­ρα­γρά­φου 9 ἀ­ναγγέλ­λει πράγ­μα­τι τή δι­α­τύ­πω­ση μι­ᾶς θε­ω­ρί­ας τοῦ λό­γου. Αὐτή, ὅμως, ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ λό­γου εἶ­ναι τό μέ­σο, ὁ δρό­μος τόν ὁποῖον ἐ­πι­λέ­γει ὁ Γορ­γί­ας προ­κει­μένου νά πεί­σει καί νά ἀ­παλ­λά­ξει τήν Ἑ­λέ­νη ἀ­πό τίς κα­τη­γο­ρί­ες. Μέ ἄλλα λό­γι­α ἡ προ­βαλ­λό­με­νη θε­ω­ρί­α τοῦ λό­γον, ὡς γνώ­ση τῶν μη­χα­νι­σμῶν δι­ά τῶν ὁ­ποίων ὁ λό­γος ἐ­πι­δρᾶ στήν ψυ­χή, συν­τεί­νει στήν πει­στι­κό­τη­τα τοῦ λό­γου του.
 
Με­τά τά δύ­ο αὐ­τά πα­ρα­δείγ­μα­τα, ἡ ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ ἐ­πι­χει­ρή­μα­τος προ­ω­θεῖ­ται μέ τήν εἰ­σα­γω­γή τῆς ἔν­νοι­ας τῆς πει­θοῦς. Ἡ πει­στι­κό­τη­τα ἑνός λό­γου δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι ἀ­πο­κλει­στι­κά ἐγ­γε­νές χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό του: προ­ϋ­πο­θέ­τει καί ἕναν δέ­κτη ἐ­πιρ­ρε­πή στήν ἐ­ξα­πά­τη­ση. Ὁ δέ­κτης αὐτός δι­έ­πε­ται ἀ­πό τήν ἔλ­λει­ψη τρι­ῶν ἱ­κα­νο­τή­των: νά θυ­μᾶ­ται ὅσα συ­νέ­βη - σάν στό πα­ρελ­θόν, νά ἐ­κτι­μᾶ σω­στά ὅσα συμ­βαί­νουν στό πα­ρόν καί νά προ­βλέ­πει τά μελ­λού­με­να. Ἡ ἀ­δυ­να­μί­α αὐτή κά­νει τούς ἀν­θρώ­πους νά ἐμ­πιστεύ­ον­ται τήν δό­ξαν, μι­ά γνώ­μη δη­λα­δή κι ὄ­χι μι­ά γνώ­ση. Ὁ λό­γος κα­τά συ­νέ­πει­α - κα­λύ­τε­ρα ὁ λό­γος πει­θοῦς - λει­τουρ­γεῖ σέ συν­δυ­α­σμό μέ τήν δό­ξαν, ἡ ὁ­ποί­α εἶ­ναι σύμ­βου­λος τῆς ψυ­χῆς. Ἑ­πο­μέ­νως, ἡ πει­θώ τοῦ λό­γου, ὁ πει­στι­κός λό­γος, ἐ­ξα­ναγκά­ζει), για­τί ἀ­κρι­βῶς ὁ ρή­το­ρας ἐκ­με­ταλ­λεύ­ε­ται τήν ἄ­γνοι­α τοῦ ἀ­κρο­α­τῆ καί ἐ­πι­βάλ­λει χή δι­κή του γνώ­μη.
 
Τό εὐ­με­τά­βο­λο τῆς γνώ­μης (δό­ξης), ἡ ἱ­κα­νό­τη­τα τοῦ πει­στι­κοῦ λό­γου νά πλά­θει τήν ψυ­χή ἀ­νάλογα μέ τήν ἑ­κά­στο­τε πρό­θε­ση τοῦ ρή­το­ρα, φαί­νε­ται ἀ­πό τά πα­ρα­δείγ­μα­τα πού πα­ρα­τί­θεν­ται στήν πα­ρά­γρα­φο 13. Τά πα­ρα­δείγ­μα­τα αὐτά ἀν­τι­στοι­χο­ῦν σέ τρεῖς δι­α­φο­ρε­τι­κές συν­θῆ­κες ἐ­πι­κοι­νω­νί­ας: α) στούς λό­γους τῶν με­τε­ω­ρο­λό­γων, β) στούς δι­κα­νικούς καί γε­νι­κά στούς ρη­το­ρι­κούς λό­γους, γ) στίς δι­α­μά­χες τῶν φι­λο­σό­φων. Στήν πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση οἱ με­τε­ω­ρο­λό­γοι με­τα­κι­νού­με­νοι συ­νε­χῶς στίς ἀ­πόψεις τους κα­θι­στοῦν πράγ­μα­τα ἀ­ό­ρα­τα σ­τά μά­τια, ὁ­ρα­τά στά μά­τια τῆς δό­ξης· στή δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση οἱ ρή­το­ρες γρά­φον­τας ἕναν λό­γο μέ τέ­χνη, ἐ­φαρμό­ζον­τας δη­λα­δή τίς γνώ­σεις τῆς τέ­χνης τους, τέρ­πουν καί πεί­θουν τούς ἀ­κρο­α­τές. Τό τερ­πνόν, ἄλ­λω­στε, τοῦ λό­γου - ὅπως φαί­νε­ται καί ἀ­πό τήν πα­ρά­γρα­φο 5 - εἶ­ναι προ­ϋ­πό­θε­ση τῆς πει­στι­κό­τητάς του. Στήν τρί­τη καί τε­λευ­ταί­α πε­ρί­πτω­ση, ἡ τα­χύ­τη­τα μέ τήν ὁ­ποί­α προ­βάλ­λον­ται οἱ σκέ­ψεις ἀ­πό τους φι­λο­σό­φους κα­θι­στᾶ τίς ἀ­πό­ψεις τους ἀ­να­ξι­ό­πι­στες.
 
Ἡ τε­λευ­ταί­α πα­ρά­γρα­φος μέ ἀν­τι­κεί­με­νο τόν λό­γο χρη­σι­μο­ποι­εῖ μι­άν ἀ­να­λο­γί­α: ἡ ἐ­πί­δρα­ση τοῦ λό­γου στήν ψυ­χή εἶ­ναι ἀ­νά­λο­γη μέ τήν ἐ­πί­δρα­ση τῶν φαρ­μά­κων στό ἀν­θρώ­πι­νο σῶ­μα. Καί ἐ­δῶ, ὁ λό­γος ἐ­ξε­τά­ζε­ται ὡς πρός τίς ψυ­χο­λο­γι­κές πα­ρα­μέ­τρους του καί κυ­ρί­ως ἐν ἀ­να­φο­ρᾷ πρός τά συ­ναι­σθή­μα­τα πού προ­κα­λεῖ (λύ­πη, τέρ­ψις, φό­βος, θάρ­ρος). To νέ­ο στοι­χεῖ­ο πού προ­στί­θε­ται μέ τήν πα­ρά­γρα­φο 14 εἶ­ναι τό στοι­χεῖ­ο τῆς κα­κῆς πει­θο­ῦς. Ἡ κα­κή πει­θώ, ἡ δο­λε­ρή δη­λα­δή χρή­ση τοῦ πει­στι­κοῦ λό­γου, φαρ­μα­κεύ­ει καί γο­η­τεύ­ει τήν ψυ­χή, ὅπως ἀ­κρι­βῶς κά­ποια φάρ­μα­κα προ­κα­λοῦν τόν θά­να­το (βί­ου παύ­ει). Ἀ­νε­ξάρ­τη­τα, λοι­πόν, ἀ­πό τά θε­τι­κά (τέρ­ψις, θάρ­ρος), ἤ τά ἀρ­νη­τι­κά συ­ναι­σθή­μα­τα (λύ­πη, φό­βος), ἡ κα­κή πει­θώ προ­κα­λεῖ τήν ἀ­πο­νέ­κρω­ση τῶν ψυ­χι­κῶν λει­τουρ­γι­ῶν, στε­ρών­τας τή μέν ψυ­χή ἀ­πό τή δυ­να­τό­τη­τα τῆς ἐ­πι­λο­γῆς, τό δέ ὑ­πο­κεί­με­νο ἀ­πό τήν ἴ­δια του τή βού­λη­ση.
 
Ἡ τέ­ταρ­τη πι­θα­νή αἰ­τί­α πού προ­βάλ­λει ὁ Γορ­γί­ας εἶ­ναι ὁ ἔ­ρω­τας. Ἡ δό­μη­ση τῆς ἐ­πι­χει­ρη­μα­τολο­γί­ας ἐ­δῶ εἶ­ναι ἀ­νά­λο­γη μέ ἐκεί­νη της πραγ­μάτευ­σης τοῦ λό­γου. Ὅπως ὁ λό­γος εἰ­σχω­ρεῖ στήν ψυ­χή ἐ­πι­δρών­τας στόν συ­ναι­σθη­μα­τι­κό κό­σμο τοῦ ὑ­ποκει­μέ­νου, ἔ­τσι καί ἡ σε­ξου­α­λι­κή ἐ­πι­θυ­μί­α πρό­καλεῖϊ­ται ἀ­πό τήν ὄψιν: ἡ ὄ­ψις ἐν προ­κει­μέ­νω ἔ­χει διτ­τή ση­μα­σί­α: ἀφ’ ἑνός δη­λώ­νει τήν ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἐμ­φά­νι­ση ἑνός ἐ­ρε­θί­σμα­τος τοῦ πε­ρι­βάλ­λον­τος κό­σμου, ἀφ’ ἑ­τέ­ρου τήν αἴ­σθη­ση τῆς ὁ­ρά­σε­ως, ὡς μέ­σου δι­ά τοῦ ὁποίου τά ἐ­ρε­θί­σμα­τα τοῦ ἐ­ξω­τε­ρι­κοῦ κό­σμου ἐγγρά­φον­ται (ἐνέ­γρα­ψεν) στήν ψυ­χή.
 
Ὅπως καί στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ λό­γου, ἔ­τσι καί ἐ­δῶ ὁ Γορ­γί­ας ξε­κι­νᾶ ἀ­πό μι­ά φρά­ση δί­κην ἀ­ξιώμα­τος: αὐτά πού βλέ­που­με δέν εἶ­ναι φτιαγ­μέ­να ὅπως ἐμεῖς θέ­λου­με, ἀλλά ὅπως συμ­βαί­νει νά εἶ­ναι ἀ­πό τή φύ­ση του τό κα­θέ­να. Ἡ ψυ­χή, συ­να­κο­λού­θως, δι­α­μορ­φώ­νει τή συμ­πε­ρι­φο­ρά της ἀ­νε­ξάρ­τη­τα ἀ­πό τή δι­κή μας βού­λη­ση, ἀλλά σύμ­φω­να μέ τή βού­λη­ο­η τῆς ὄ­ψε­ως. Ὁ ἰ­σχυ­ρι­σμός στη­ρί­ζε­ται καί σ’ αὐ­τήν τήν πε­ρί­πτω­ση στό πα­ρά­δειγ­μα πού ἀ­κο­λου­θεῖ: ὅταν οἱ στρα­τι­ῶ­τες ἀν­τι­κρί­σουν τόν ὁ­πλι­σμό τῶν ἐ­χθρῶν, τρέ­πον­ται σέ φυ­γή. Ἡ ὄ­ψις δε­χό­με­νη τό ἐ­ρέ­θι­σμα (τόν ἐ­χθρι­κό ὁ­πλι­σμό) τα­ράσ­σε­ται καί τα­ράσ­σει τήν ψυ­χή. Ἡ ἐ­ξω­τε­ρι­κή ἐκ­δή­λω­ση αὐ­τῆς τῆς δι­α­δι­κα­σί­ας εἶ­ναι ἡ φυ­γή, ἡ ὑ­πο­χώ­ρη­ση τοῦ στρα­τοῦ. Ἡ πο­δη­γέ­τη­ση τῆς ψυ­χῆς ὡς ἀ­πο­τέ­λε­σμα τῆς παν­το­δυ­να­μί­ας τῆς ὄ­ψε­ως ἐ­δῶ δέν δη­λώ­νε­ται ἄ­με­σα, ὅπως στήν πε­ρί­πτω­ση τοῦ λό­γου (λό­γος δυ­νά­στης μέ­γας ἔ­στιν): κα­θί­στα­ται φα­νε­ρή ἀ­πό τό γε­γο­νός ὅτι μπο­ρεῖ νά ξε­πε­ρά­σει καί τήν ἰ­σχύ τοῦ νό­μου καί τό προ­σω­πι­κό ὄ­φε­λος πού προ­κύ­πτει ἀ­πό τή νί­κη.
 
Ἡ συ­ζή­τη­ση τῆς ὄ­ψε­ως ἀ­πα­σχο­λεῖ τόν Γορ­γί­α καί στήν πα­ρά­γρα­φο 17, ὅπου ἀ­να­φέ­ρον­ται γε­νι­κά οἱ συ­νέ­πει­ες τοῦ φό­βου πού προ­κα­λεῖ­ται ἀ­πό τήν ὄ­ψιν. Ἐ­δῶ κλι­μα­κώ­νον­ται τά ἀ­πο­τε­λέ­σμα­τα τοῦ φό­βου, χω­ρίς νά ἀ­να­φέ­ρον­ται συγ­κε­κρι­μέ­να πα­ρα­δείγ­μα­τα. Ἕ­να φο­βε­ρό θέ­α­μα ὁ­δη­γεῖ τόν ἄν­θρω­πο σέ πα­θο­λο­γι­κές κα­τα­στά­σεις, ὅπως εἶ­ναι ἡ μα­νί­α, ἐκ­δή­λω­ση τῆς ὁ­ποί­ας συ­νι­στοῦν οἱ μά­ται­οι πό­νοι, οἱ πρά­ξεις δη­λα­δή ἐ­κεῖ­νες πού δέν ξε­κι­νοῦν καί δέν κα­τα­λή­γουν σέ κά­ποιο συγ­κε­κρι­μέ­νο ἀ­πο­τέ­λε­σμα. Ὡς ἐ­δῶ, ἡ θε­ω­ρί­α τῆς ὄ­ψε­ως φαί­νε­ται ἀ­σύν­δε­τη μέ τήν ὑ­πε­ρά­σπι­ση τῆς Ἑ­λέ­νης, ὅπως καί ἡ θε­ω­ρί­α τοῦ λό­γου. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, ὅμως, ἡ ἐ­πί­δει­ξη γνώ­σε­ων ἐκ μέ­ρους τοῦ ρή­το­ρα ἐν­σω­μα­τώ­νε­ται στήν ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α του καί ἀ­πο­τε­λεῖ μέ­ρος τῆς ἀ­ναπό­σπα­στο. Ἡ δό­ξα τοῦ ρή­το­ρα πα­ρου­σι­ά­ζε­ται ὡς γνώ­σ­η. Ἡ ἀρ­χι­κά ἀ­θώ­α πε­ρι­γρα­φή τῆς λει­τουρ­γί­ας τῶν μη­χα­νι­σμῶν τῆς ὄ­ψε­ως καί τῶν ἐ­πι­δρά­σε­ων τους σ­τήν ψυ­χή προ­ε­τοι­μά­ζει τή με­τά­βα­ση στή συγ­κε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση τῆς Ἑ­λέ­νης.
 
Ἡ με­τά­βα­ση αὐτή γί­νε­ται μέ τήν πα­ρεμ­βο­λή τῆς πα­ρα­γρά­φου 18, ἡ ὁ­ποί­α ξε­κι­νᾶ μέ μι­ά γε­νι­κή πραμά­τευ­ση τῆς ὄ­ψε­ως γιά νά κα­τα­λή­ξει στή συγ­κε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση τῆς Ἑ­λέ­νης. Ἡ πα­ρά­γρα­φος αὐτή ἀ­σχο­λεῖ­ται μέ τίς εἰ­κα­στι­κές τέ­χνες, τή ζω­γρα­φι­κή καί τή γλυ­πτι­κή συγ­κε­κρι­μέ­να, τῶν ὁ­ποίων τά ἔρ­γα εἶ­ναι πλα­σμέ­να γιά νά τέρ­πουν τήν ὄ­ψιν καί τό ση­μαν­τι­κό­τε­ρο νά προ­κα­λο­ῦν τόν ἔ­ρω­τα. Ἡ ὄ­ψις καί ὁ ἔ­ρως συν­ται­ρι­ά­ζον­ται ἐδῶ, ὥ­στε στήν ἑ­πό­μενη πα­ρά­γρα­φο νά ἀ­πο­τε­λέ­σουν ἐνα ἀ­διάσπαστο ζε­ῦ­γος.
 
Ἄν, λοι­πόν, ἡ Ἑ­λέ­νη - ἤ κα­λύ­τε­ρα τά μά­τια τῆς Ἑ­λέ­νης - εἶ­δε τόν Πά­ρη καί πα­ρέ­δω­σε τήν ψυ­χή της στόν ἔ­ρω­τα, τό­τε δέν πρέ­πει νά τήν κα­τη­γο­ροῦ­με. Ἡ ψυ­χή ἐ­ξάλ­λου, ὅπως μᾶς εἶ­πε ἤδη ὁ Γορ­γί­ας, παίρ­νει τή μορ­φή πού τῆς δί­νει ἡ ὄ­ψις καί συμ­πε­ριφέ­ρε­ται ἀ­να­λό­γως. Ὁ ἔ­ρω­τας, ἄλ­λω­στε, εἶ­ναι θε­ός, καί κα­τά συ­νέ­πει­α ἀ­νώ­τε­ρος τοῦ ἀν­θρώ­που.
 
Τό Ἐγ­κώ­μι­ον κλεί­νει μέ μι­άν ἀν­τί­στρο­φη ἀ­ναφο­ρά στίς αἰ­τί­ες πού ἔ­φε­ραν τήν Ἑ­λέ­νη στήν Τροί­α. Ὁ ρή­το­ρας σέ μι­άν αὐ­το­α­να­φο­ρι­κή ἀ­πο­στρο­φή του ἐ­πι­βε­βαι­ώ­νει ὅτι ἐ­πέ­τυ­χε στόν στό­χο πού ὁ ἴ­διος εἶ­χε θέ­σει στήν ἀρ­χή του λό­γου του: νά ἀ­παλ­λά­ξει δη­λα­δή τήν Ἑ­λέ­νη ἀ­πό τήν ἄ­δι­κη κα­τη­γο­ρί­α, ἡ ὁ­ποί­α προ­έ­κυ­ψε ἀ­πό τήν ἐ­σφαλ­μέ­νη γνώ­μη (δό­ξαν) πού εἶ­χε σχη­μα­τι­στεῖ γι’ αὐ­τήν.
 
Ἡ ἔκ­πλη­ξη, τό νέ­ο στοι­χεῖ­ο, μᾶς ἐ­πι­φυ­λάσ­σε­ται γιά τό τέ­λος: ὁ Γορ­γί­ας μᾶς λέ­ει πώς ὅ,­τι ἀ­κού­σαμε, ἐ­κτός ἀ­πό ἐγ­κώ­μι­ο γιά τήν Ἑ­λέ­νη, ἦ­ταν γιά τόν ἴ­διον ἐνα παί­γνι­ον. Ἕ­να παι­χνί­δι εἶ­ναι, λοι­πόν, ὅσα λέ­γον­ται τό­σο σο­βα­ρο­φα­νῶς· παί­γνι­ον, ἑνός ἀνθρώ­που πού ξέ­ρει νά δη­μι­ουρ­γεῖ ὁ ἴ­διος τόν ζω­τι­κό χῶ­ρο τοῦ λό­γου του.
     
Χρο­νο­λό­γη­ση το­ῦ Ἐγ­κω­μί­ου
 
Ἡ χρο­νο­λό­γη­ση το­ῦ ’Ἐγ­κω­μί­ου τῆς Ἑ­λέ­νης εἶ­ναι μι­ά ἀρ­κε­τά δύ­σκο­λη ὑ­πό­θε­ση. Κα­θώς τό Ἑ­λέ­νης Ἐγ­κώ­μι­ον καί ἡ Ὑ­πέρ Πα­λα­μή­δους Ἀ­πο­λο­γί­α εἶ­ναι τά μό­να ρη­το­ρι­κά κεί­με­να τοῦ Γορ­γί­α πού σῴ­ζον­ται ὁ­λό­κλη­ρα - ἐ­νῷ ἀ­πό τά ὑ­πό­λοι­πα ἔρ­γα του ἐ­λά­χι­στα μό­νον ἀ­πο­σπά­σμα­τα δι­α­θέ­του­με, κι αὐτά ἀ­πό ἔμ­με­σες πη­γές - ἡ χρο­νο­λό­γη­ση τοῦ Ἐγ­κω­μί­ου θά πρέ­πει ἀ­ναγ­κα­στι­κά νά στη­ρι­χθεῖ ἀφ’ ἑνός στή σύγ­κρι­ση μέ τήν Ὑ­πέρ Πα­λα­μή­δους Ἀ­πο­λο­γί­α καί ἀφ’ ἕ­τε­ρου σέ πλη­ρο­φο­ρί­ες πού ἀν­τλοῦ­με ἀ­πό ἔρ­γα ἄλ­λων συγ­γρα­φέ­ων.
 
Ὁ Maass (1888, σ. 578) ὑ­πο­στή­ρι­ξε πῶς τό Ἑ­λέ­νης Ἐγ­κώ­μι­ον προ­η­γεῖ­ται χρο­νο­λο­γι­κά της Ἀ­πο­λο­γί­ας καί στη­ρί­ζει τόν ἰ­σχυ­ρι­σμό του στό ὅτι τό Ἐγ­κώ­μι­ον εἶ­ναι πι­ό ἄ­τε­χνο ὑ­φο­λο­γι­κά, ὅπως μαρ­τυ­ροῦν οἱ πε­ρι­πτώ­σεις χα­σμω­δί­ας, πού στήν Ἀ­πο­λο­γί­α σχε­δόν ἐ­ξα­φα­νί­ζον­ται. Θέ­τει δέ ὡς terminus ante quem γιά τή συγ­γρα­φή καί τῶν δύ­ο ἔρ­γων τό 411 π.Χ., χρο­νιά θα­νά­του το­ῦ Ἀν­τι­φών­τα τοῦ Ρα­μνού­σι­ου, μα­θη­τῆ τοῦ Γορ­γί­α, ὁ ὁποῖος στό τέ­λος το­ῦ λό­γου του Πε­ρί το­ῦ Ἡ­ρώ­δου Φό­νου χρη­σι­μο­ποι­εῖ τίς ἴ­δι­ες με­τα­φο­ρές πού εἶ­χε χρη­σι­μο­ποι­ή­σει ὁ Γορ­γί­ας σέ ἐνα χω­ρί­ο τῆς Ἀ­πο­λο­γί­ας.
 
Με­τα­γε­νέ­στε­ροι με­λε­τη­τές προ­σπά­θη­σαν νά προσ­δι­ο­ρί­σουν ἀ­κρι­βέ­στε­ρα τή χρο­νο­λο­γί­α συγ­γρα­φῆς τοῦ Ἐγ­κω­μί­ου σέ σχέ­ση μέ δύ­ο τρα­γῳ­δί­ες τοῦ Εὐ­ρι­πί­δη, πού ἔ­χουν ὡς ἡ­ρω­ί­δα τήν Ἑ­λέ­νη, τίς Τρω­ά­δες καί τήν Ἑ­λέ­νη, οἱ ὁ­ποιες πα­ρα­στά­θη­καν τό 415 καί 412 ἀν­τί­στοι­χα.
 
Ὁ Preuss (1911, σ. 9) ὑ­πο­στη­ρί­ζει πῶς τό Ἐγ­κώ­μι­ον γρά­φτη­κε με­τα­ξύ το­ῦ 415 καί το­ῦ 412, ἐ­πει­δή θε­ω­ρεῖ πῶς μέ­ρος τῶν ἐ­πι­χει­ρη­μά­των πού χρη­σι­μο­ποί­η­σε ὁ Γορ­γί­ας γιά τήν ὑ­πε­ρά­σπι­ση τῆς Ἑ­λέ­νης βρί­σκε­ται καί στίς Τρω­ά­δες.
 
Τήν ἄ­πο­ψη αὐτή ἀ­να­σκεύ­α­σε μέ ἀρ­κε­τά πει­στι­κή ἐ­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γί­α ἡ Orsini (1956) ὑ­πο­στη­ρί­ζον­τας ὅτι τό Ἐγ­κώ­μι­ον γρά­φτη­κε πρίν ἀ­πό τίς Τρω­ά­δες, ὅπως μαρ­τυ­ροῦν οἱ στ. 981-990, ὅπου ὁ Εὐ­ρι­πί­δης φαί­νε­ται νά ἀ­σκε­ῖ κρι­τι­κή στόν Γορ­γί­α. Συγ­κε­κρι­μέ­να, στόν στ. 989 ὁ Εὐ­ρι­πί­δης δι­ά στό­μα­τος Ἑ­κά­βης γε­λοι­ο­ποι­εῖ τήν ἀ­πό­δο­ση τῆς εὐ­θύ­νης στόν θε­ό Ἔ­ρω­τα λέ­γον­τας χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά: τά μῶ­ρα γάρ πάντ' ἐ­στίν Ἀ­φρο­δί­τη βρο­τοῖς: μέ ἄλλα λό­γι­α, ὁ­ποι­α­δή­πο­τε ἀ­νο­η­σί­α δι­α­πράτ­τουν οἱ θνη­τοί τήν ἀ­πο­δί­δουν στήν Ἀ­φρο­δί­τη (στόν ἔ­ρω­τα).
 
Ἐ­πί­σης, σ­τούς στ. 998-1001 ἡ Ἑ­κά­βη συ­νε­χί­ζον­τας τό κα­τη­γο­ρη­τή­ρι­ό της πρός τήν Ἑ­λέ­νη τῆς λέ­ει πώς δέν μπο­ρεῖ νά ἰ­σχυ­ρί­ζε­ται ὅτι ὁ Πά­ρις τήν ἅρ­πα­ξε μέ τή βί­α, ἀ­φο­ῦ ἡ ἴ­δια συ­ναί­νε­σε χω­ρίς νά προ­βά­λει ἀν­τί­στα­ση, καί τά λό­γι­α αὐτά φαί­νε­ται ὅτι ἀ­παν­τοῦν σ­τό ἐ­πι­χεί­ρη­μα τοῦ Γορ­γί­α πώς ἡ Ἑ­λέ­νη δέν εὐ­θύ­νε­ται, ἐ­πει­δή ἁρ­πά­χθη­κε μέ τή βί­α (Ἑλ. Ἐγκ.).
 
Ή Orsini (1956, ο. 85) ἀ­να­φέ­ρει καί ἐνα τρί­το χω­ρί­ο τῶν Τρω­ά­δων, πι­ό ἀν­τι­προ­σω­πευ­τι­κό, ὅπου ἡ Ἑ­κά­βη δη­λώ­νει πώς ἡ Ἑ­λέ­νη δέν θά κα­τα­φέ­ρει, ὡ­ραι­ο­ποι­ών­τας τό σφάλ­μα της, νά πεί­σει αὐ­τούς πού εἶ­ναι σο­φοί (στ. 981-82), φρά­ση μέ τήν ὁ­ποί­α ὁ Εὐ­ρι­πί­δης μοιά­ζει νά ἀ­πευ­θύ­νε­ται στόν Γορ­γί­α, πού μέ τήν τέ­χνη τῆς πει­θο­ῦς καί μέ τά πε­ρί­τε­χνα ὑ­φο­λο­γι­κά του σχή­μα­τα ἐ­πι­δι­ώ­κει νά ὑ­πο­βά­λει στούς ἀ­κρο­α­τές του συγ­κε­κρι­μέ­νη ἄ­πο­ψη γιά τά πράγ­μα­τα καί δι­α­τεί­νε­ται ὅτι μπο­ρεῖ νά τό ἐ­πι­τύχει, ἐ­πει­δή οἱ ἀ­κρο­α­τές του ἔ­χουν ὡς σύμ­βου­λο τῆς ψυ­χῆς τους τή γνώ­μη (δό­ξαν) καί ὄ­χι τή γνώ­ση (σο­φί­α).
 
Ἄν δε­χτοῦ­με τά ἐ­πι­χει­ρή­μα­τα τῆς Orsini, τό­τε τό Ἐγ­κώ­μι­ον θά πρέ­πει νά το­πο­θε­τη­θεῖ χρο­νο­λο­γι­κά πρίν ἀ­πό τό 415 π.Χ. Θέ­τον­τας καί ὡς terminus post quem τό 430 π.Χ., ἐ­πει­δή τό­τε ἄρ­χι­σε ἡ συ­στη­μα­τι­κή ἐ­να­σχό­λη­ση τοῦ Γορ­γί­α μέ τή ρη­το­ρι­κή, μπο­ροῦ­με νά πού­με πώς τό Ἑ­λέ­νης Ἐγ­κώ­μι­ον εἶ­ναι μί­α ἀ­πό τίς πρῶ­τες - ἄν ὄ­χι ἡ ἀρ­χαιότε­ρη - μαρ­τυ­ρί­ες τοῦ ἔν­τε­χνου ἀτ­τι­κοῦ πε­ζοῦ λό­γου (βλ. Orsini 1956, σ. 86).