Παρασκευή 29 Μαΐου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡλέκτρα (998-1050)

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
ἔκβητ᾽ ἀπήνης, Τρωιάδες, χειρὸς δ᾽ ἐμῆς
λάβεσθ᾽, ἵν᾽ ἔξω τοῦδ᾽ ὄχου στήσω πόδα.
1000 σκύλοισι μὲν γὰρ θεῶν κεκόσμηνται δόμοι
Φρυγίοις, ἐγὼ δὲ τάσδε, Τρωιάδος χθονὸς
ἐξαίρετ᾽, ἀντὶ παιδὸς ἣν ἀπώλεσα
σμικρὸν γέρας, καλὸν δὲ κέκτημαι δόμοις.
ΗΛ. οὔκουν ἐγώ (δούλη γὰρ ἐκβεβλημένη
1005 δόμων πατρώιων δυστυχεῖς οἰκῶ δόμους),
μῆτερ, λάβωμαι μακαρίας τῆς σῆς χερός;
ΚΛ. δοῦλαι πάρεισιν αἵδε· μὴ σύ μοι πόνει.
ΗΛ. τί δ᾽; αἰχμάλωτόν τοί μ᾽ ἀπώικισας δόμων,
ἡιρημένων δὲ δωμάτων ἡιρήμεθα,
1010 ὡς αἵδε, πατρὸς ὀρφανοὶ λελειμμένοι.
ΚΛ. τοιαῦτα μέντοι σὸς πατὴρ βουλεύματα
ἐς οὓς ἐχρῆν ἥκιστ᾽ ἐβούλευσεν φίλων.
λέξω δέ· καίτοι δόξ᾽ ὅταν λάβηι κακὴ
γυναῖκα, γλώσσηι πικρότης ἔνεστί τις·
1015 ὡς μὲν παρ᾽ ἡμῖν, οὐ κακῶς· τὸ πρᾶγμα δὲ
μαθόντας, ἢν μὲν ἀξίως μισεῖν ἔχηι,
στυγεῖν δίκαιον· εἰ δὲ μή, τί δεῖ στυγεῖν;
ἡμᾶς δ᾽ ἔδωκε Τυνδάρεως τῶι σῶι πατρὶ
οὐχ ὥστε θνήισκειν οὐδ᾽ ἃ γειναίμην ἐγώ.
1020 κεῖνος δὲ παῖδα τὴν ἐμὴν Ἀχιλλέως
λέκτροισι πείσας ὤιχετ᾽ ἐκ δόμων ἄγων
πρυμνοῦχον Αὖλιν, ἔνθ᾽ ὑπερτείνας πυρᾶς
λευκὴν διήμησ᾽ Ἰφιγόνης παρηίδα.
κεἰ μὲν πόλεως ἅλωσιν ἐξιώμενος
1025 ἢ δῶμ᾽ ὀνήσων τἄλλα τ᾽ ἐκσώιζων τέκνα
ἔκτεινε πολλῶν μίαν ὕπερ, συγγνώστ᾽ ἂν ἦν.
νῦν δ᾽ οὕνεχ᾽ Ἑλένη μάργος ἦν ὅ τ᾽ αὖ λαβὼν
ἄλοχον κολάζειν προδότιν οὐκ ἠπίστατο,
τούτων ἕκατι παῖδ᾽ ἐμὴν διώλεσεν.
1030 ἐπὶ τοῖσδε τοίνυν καίπερ ἠδικημένη
οὐκ ἠγριώμην οὐδ᾽ ἂν ἔκτανον πόσιν.
ἀλλ᾽ ἦλθ᾽ ἔχων μοι μαινάδ᾽ ἔνθεον κόρην
λέκτροις τ᾽ ἐπεισέφρηκε, καὶ νύμφα δύο
ἐν τοῖσιν αὐτοῖς δώμασιν κατεῖχ᾽ ὁμοῦ.
1035 μῶρον μὲν οὖν γυναῖκες, οὐκ ἄλλως λέγω·
ὅταν δ᾽, ὑπόντος τοῦδ᾽, ἁμαρτάνηι πόσις
τἄνδον παρώσας λέκτρα, μιμεῖσθαι θέλει
γυνὴ τὸν ἄνδρα χἄτερον κτᾶσθαι φίλον.
κἄπειτ᾽ ἐν ἡμῖν ὁ ψόγος λαμπρύνεται,
1040 οἱ δ᾽ αἴτιοι τῶνδ᾽ οὐ κλύουσ᾽ ἄνδρες κακῶς.
εἰ δ᾽ ἐκ δόμων ἥρπαστο Μενέλεως λάθραι,
κτανεῖν μ᾽ Ὀρέστην χρῆν, κασιγνήτης πόσιν
Μενέλαον ὡς σώσαιμι; σὸς δὲ πῶς πατὴρ
ἠνέσχετ᾽ ἂν ταῦτ᾽; εἶτα τὸν μὲν οὐ θανεῖν
1045 κτείνοντα χρῆν τἄμ᾽, ἐμὲ δὲ πρὸς κείνου παθεῖν
ἔκτειν᾽, ἐτρέφθην ἧιπερ ἦν πορεύσιμον
πρὸς τοὺς ἐκείνωι πολεμίους. φίλων γὰρ ἂν
τίς ἂν φόνου σοῦ πατρὸς ἐκοινώνησέ μοι;
λέγ᾽ εἴ τι χρήιζεις κἀντίθες παρρησίαι,
1050 ὅπως τέθνηκε σὸς πατὴρ οὐκ ἐνδίκως.

***
ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ
Τρωαδίτισσες, εβγάτε από τ᾽ αμάξι
και πιάστε με απ᾽ το χέρι να κατέβω.
1000 Των θεών οι βωμοί ᾽ναι στολισμένοι
με της Φρυγίας τα λάφυρα και τούτες
τις διαλεγμένες κόρες της Τρωάδας
δώρο μικρό τις έχω και στολίδι
στο σπίτι ωραίο, αντί για τη δική μου
τη θυγατέρα που ᾽χω χάσει.
ΗΛΕ. Άσε, μητέρα, εγώ, που ᾽μαι διωγμένη
σα δούλα απ᾽ το παλάτι του γονιού μου
και κατοικώ σ᾽ αυτό το έρμο καλύβι,
εγώ να πιάσω το καλότυχό σου χέρι.
ΚΛΥ. Εσύ μην κοπιάζεις, νά οι σκλάβες.
ΗΛΕ. Γιατί; Σα δούλα μ᾽ έχεις αποδιώξει
απ᾽ τα παλάτια, όταν τα ερήμωσες,
και σκλάβα εγώ κατάντησα όπως τούτες,
1010 μόνη κι ορφανεμένη απ᾽ τον πατέρα.
ΚΛΥ. Σοφίστηκε ο γονιός σου έργα τέτοια,
που διόλου δεν ταιριάζαν σε δικούς του.
Θα σου τα πω. Γιατί όταν μια γυναίκα
βγάλει όνομα κακό, τότε κι η γλώσσα της
είναι κάπως πικρή. Μα όσο για μένα,
τούτο δεν είναι αλήθεια. Αφού τα μάθεις όλα,
τότε να με μισήσεις, αν το αξίζω·
αλλιώς γιατί πρέπει να μου ᾽χεις έχθρα;
Μ᾽ έδωσεν ο Τυνδάρεως στον γονιό σου,
όχι για να πεθάνω ουδέ τα τέκνα
που θα γεννούσα. Εκείνος ξεγελώντας
1020 την κόρη μου πως θα της δώσει γι᾽ άντρα
τον Αχιλλέα, την πήρε απ᾽ το παλάτι
κι εκεί την πήγε, στην Αυλίδα, που όλα
πρόσμεναν αραγμένα τα καράβια.
Απάνω στον βωμό ξαπλώνοντάς την,
κόβει της Ιφιγένειας τον άσπρο
λαιμό. Αν το ᾽χε κάνει γιατί πάσκιζε
μια πόλη να φυλάξει απ᾽ τον χαμό της,
ή και το σπιτικό του να ωφελήσει
και τ᾽ άλλα τα παιδιά του να γλιτώσει,
καθένας τότε θα τον συχωρούσε,
γιατί έσφαξε μονάχα μία για χάρη
πολλών. Μα τώρα που η Ελένη
εξεμυαλίστη, κι ο άντρας της δεν είχε
τρόπο την άπιστη να τιμωρήσει,
για το χατίρι τους την κόρη μου έχει σφάξει.
1030 Παρόλο που μ᾽ αδίκησαν, ωστόσο
δεν μ᾽ έπνιξε ο θυμός ουδέ τον άντρα
θα σκότωνα. Όμως ήρθε φέρνοντάς μου
τη θεοπαρμένη ξέφρενη παρθένα,
στην κλίνη τη δικιά μου βάζοντάς την
κι έτσι στους ίδιους μέναμε θαλάμους
δύο νύφες. Οι γυναίκες βέβαια είναι
άμυαλες, δεν τ᾽ αρνιέμαι. Μα όταν
πέφτει στο σφάλμα ο άντρας, τη δικιά του
παραμερίζοντας γυναίκα, τότε
να τονε μιμηθεί θέλει κι εκείνη
και να βρει άλλη αγάπη. Όμως βουίζει
μετά για μας η κατηγόρια, ενώ για κείνους
1040 που ήταν η αφορμή κακό δεν λέει
κανένας. Τον Μενέλαο, τον άντρα
της αδερφής μου, αν κλέβαν, εγώ τότε
για να τον σώσω, θα ᾽πρεπε να σφάξω
τον γιο μου Ορέστη; Πώς θα τ᾽ ανεχόταν
ο πατέρας σου τούτα; Γιατί τάχα
να μην πεθάνει αυτός που τους δικούς μου
αφάνισε, και μόνο εγώ από κείνον
να σκοτωθώ; Έκανα τον φόνο, πήρα
το μονοπάτι εκείνο που μπορούσα
και στάθηκα μαζί με τους εχθρούς του.
Ποιός φίλος του θα ᾽ρχότανε βοηθός μου
στον φόνο του πατέρα σου; Ό, τι θέλεις
λέγε μου, και με λεύτερη τη γνώμη
1050 δείξε πως άδικα ο γονιός σου εχάθη

Η Αρχαία Ελληνική Τέχνη και η Ακτινοβολία της, 1. Η τέχνη στην Ελλάδα κατά τους «Σκοτεινούς Αιώνες» και τη γεωμετρική περίοδο

1.4.2. Τα αρχαιολογικά δεδομένα από την Εύβοια: Ενδείξεις για ηρωικές λατρείες

Μπορεί η εξουσία των αριστοκρατικών γενών να εξασθένησε βαθμιαία, η ανάμνηση όμως ορισμένων ισχυρών ηγεμόνων διατηρήθηκε έντονη και απέκτησε μάλιστα με τον καιρό συμβολικό περιεχόμενο· έγινε δηλαδή στοιχείο της συλλογικής ταυτότητας των κατοίκων μιας περιοχής. Την εξέλιξη αυτή, που έχει ως αφετηρία τις μεταθανάτιες τιμές, μπορούμε να την ανιχνεύσουμε μέσα από ανασκαφικά ευρήματα. Σημαντική από την άποψη αυτή είναι μια ανακάλυψη που έγινε στον αρχαίο οικισμό στο Λευκαντί της Εύβοιας, λίγα χιλιόμετρα δυτικά της Ερέτριας, ο οποίος άκμασε από τον 11ο ως τον 8ο αιώνα π.Χ. Ένα μακρόστενο αψιδωτό οίκημα εντυπωσιακών για την εποχή διαστάσεων (47 m x 10 m περίπου), χτισμένο στην κορυφή ενός γηλόφου κατά το πρώτο μισό του 10ου αιώνα, το οποίο διαθέτει εξωτερική στοά και κάποια (άγνωστο ακριβώς πόσα) εσωτερικά χωρίσματα, φαίνεται ότι ήταν η κατοικία του τοπικού άρχοντα, χωρίς πάντως να αποκλείονται και άλλες λειτουργίες. Μία γενιά περίπου μετά την κατασκευή του κτίσματος ο κεντρικός του χώρος δέχτηκε τις ταφές δύο προσώπων, που ήταν πιθανότατα οι ιδιοκτήτες του, την καύση ενός άνδρα και τον ενταφιασμό μιας γυναίκας. Οι νεκροί δέχτηκαν πλούσια κτερίσματα και ιδιαίτερες τιμές, όπως δείχνει το γεγονός ότι δίπλα τους ενταφιάστηκαν σε ξεχωριστό λάκκο τέσσερα άλογα· δεν υπάρχουν όμως σαφείς ενδείξεις ότι τους λάτρεψαν ως ἥρωες — μια θρησκευτική πρακτική που μας είναι γνωστή από μεταγενέστερες εποχές. Ενδιαφέρον είναι πάντως ότι το κτήριο, αφού χρησιμοποιήθηκε ως χώρος ταφής, κατεδαφίστηκε με επιμέλεια και καλύφθηκε από έναν μεγάλο τύμβο, ενώ ανατολικά της παλαιάς εισόδου του τοποθετήθηκε ως σῆμα ένας υπερμεγέθης χάλκινος τρίποδας.
 
Από τις εκδηλώσεις σεβασμού, όπως αυτές που δέχτηκε το ζευγάρι των ηγεμόνων από το Λευκαντί, πρέπει να ξεκίνησε το φαινόμενο της ηρωικής λατρείας, η οποία απευθύνεται πάντοτε σε έναν επιφανή νεκρό. Μια σαφή περίπτωση αφηρωισμού έχουμε στη γειτονική Ερέτρια, που άρχισε να αναπτύσσεται τον 8ο αιώνα, παράλληλα με την εγκατάλειψη του οικισμού στο Λευκαντί. Κοντά στη δυτική πύλη της πόλης, ο τάφος ενός πολεμιστή που θάφτηκε με μεγαλοπρέπεια στα τέλη του 8ου αιώνα π.Χ. έγινε μετά τον θάνατο του χώρος λατρείας, δηλαδή ἡρῶον. Δίπλα υπάρχουν και άλλες ταφές ενηλίκων και παιδιών. Φαίνεται, επομένως, ότι ο ήρωας ήταν αρχηγός μιας αριστοκρατικής οικογένειας. Την ίδια εποχή, σε αρκετές περιοχές της Ελλάδας, μυκηναϊκοί τάφοι, που συνδέθηκαν πιθανόν με μυθικούς προγόνους, γίνονται χώροι ηρωικής λατρείας, όπως δείχνει η απόθεση προσφορών. Καθώς η κοινότητα αποκτούσε σιγά σιγά συνείδηση της συνοχής της, η προσωπική εξουσία παραχωρούσε τη θέση της σε ένα κοινά αποδεκτό θρησκευτικό και πολιτικό σύστημα, στο οποίο οι νεκροί πρόγονοι, βασιλείς και μέλη αριστοκρατικών οικογενειών, θεωρούνταν κοινοί προστάτες όλων και λατρεύονταν ως ήρωες.

Συγχρονικότητα: Πως το Μυαλό δημιουργεί Γεγονότα

Συγχρονικότητα: Είναι η εμπειρία δύο ή περισσοτέρων γεγονότων που είναι φαινομενικά άσχετα μεταξύ τους και συμβαίνουν παράλληλα αποκαλύπτοντας ένα σημαντικό νόημα (στον παρατηρητή). Για να γίνουν αποδεκτά ως Συγχρονικότητα, τα γεγονότα θα πρέπει να συμβούν σχεδόν ταυτόχρονα και τυχαία.
 
“Η Συγχρονικοτητα είναι ο τρόπος του θεού για να παραμένει Ανώνυμος” -Albert Einstein
 

Συγχρονικότητα: Ο Νους δημιουργεί Γεγονότα

 
Αν πιστεύετε πως η Συγχρονικότητα είναι απλά σύμπτωση, τότε πιθανόν δεν έχετε διαβάσει τις απόψεις των ειδικών πάνω στο ζήτημα. Ο Διάσημος Ψυχοθεραπευτής Carl Gustav Jung θέσπισε τον όρο Συγχρονικότητα για να εξηγήσει την ευθυγράμμιση των Συμπαντικών δυνάμεων με τις εμπειρίες του ατόμου.
 
Αυτές οι δυνάμεις εμφανίζονται ανά τους αιώνες σε πολλές Πνευματικές παραδόσεις ως «ροή» σύμφωνα με την οποία θα πρέπει να βαδίζει ο ερευνητής. Κάτι τέτοιο συνήθως απαιτεί χρόνια πειθαρχημένου διαλογισμού, μελέτης, τυπικών ή και άλλων διαδικασιών για να περιηγηθεί το άτομο στο ταξίδι της αυτοπραγμάτωσης. Για μερικούς αυτό το ταξίδι είναι η ίδια η αναζήτηση του εσωτερικού εαυτού ενώ για άλλους είναι η υπέρτατη αναζήτηση της εξωτερικευμένης Πνευματικότητας.
 
Βέβαια στις αποκαλύψεις που επέρχονται διαπιστώνεις πως δεν υπάρχει ταξίδι, δεν υπάρχει εξήγηση για τα φαινόμενα. Μονάχα η γνώση που απλώς αποκαλύπτεται. Φαινόμενα που για τους περισσότερους εξηγούνται ως έννοιες και μεταφορές, λαμβάνουν αληθινή μορφή. Αρκετά Παραφυσικά φαινόμενα ξεδιπλώνονται μέσα από την διαδικασία με μόνη λογική σύνδεση τον παρατηρητή. Και η ανθρώπινη υπόστασή μας, μας κάνει να αναρωτιόμαστε « Τι σημαίνουν όλα αυτά;» Οι εξαιρετικές δυνατότητες όπως η προνόηση, η τηλεκίνηση και όλες γενικώς οι δυνάμεις Ψ πραγματώνονται μέσα από της έννοιες του πρώιμου χώρου. Ποιά είναι η σύνδεση όμως;
 
Στο βιβλίο του Jung “Συγχρονικότητα” η υποκειμενική σημασία ενός γεγονότος αναφέρεται ώς το αίτιο της σύνδεσης. Χωρίς παρατηρητή (Ο Εαυτός μας) δεν υπάρχει Νους, δεν υπάρχει Συγχρονικότητα, δεν υπάρχει νόημα. Οι σκέψεις συνδέονται με τα γεγονότα, το μυαλό συνδέεται με τις κινήσεις και την ύλη, δίχως σκοπό. Από που πηγάζει όμως η  σκέψη ενός γεγονότος πριν καν αυτό συμβεί, και όλα τα παραψυχολογικά φαινόμενα; Από την στιγμή που οι επιστήμονες δεν ασπάζονται τις λειτουργίες του Νου ως αιτία τότε ποιά είναι η πηγή προέλευσης;
 
Ο Φυσικός Dr. William Tiller προτείνει πως αυτό που λείπει από την εξίσωση είναι η Συνειδητότητα. Είναι ο ενωτικός παράγοντας όλων αυτών των μεμονωμένων στοιχείων. Ο Bohm αναφέρει πως υπάρχει μία κρυφή παράμετρος που αποκλείει την  σχετικότητα αλλά και τη Κβαντική Μηχανική ως μοναδικές αιτίες. Ο Bohm αναφέρει πως υπάρχει μία κρυφή παράμετρος που υποδεικνύει πως η σχετικότητα αλλά και η Κβαντική Μηχανική δεν θα έπρεπε να γίνονται αποδεκτές ως οι απόλυτες πηγές της διαδικασίας.
 
Ξεκινά θεωρητικά έξω από τον δικό μας χωροχρόνο μέσα στην ροή όπου ενυπάρχει ολόκληρη η γνώση και σχηματίζεται η φυσική μας πραγματικότητα. Στην συνέχεια ξεδιπλώνεται μέσα στην διάστασή μας μονάχα για να ενσωματωθεί ξανά σε αυτή την «ροή». Η παραπάνω διαδικασία περιγράφεται από την Θεωρία του David Bohms “the implicate order”. Βέβαια πριν τον όρο Συγχρονικότητα η αρχαία Ανθρωπότητα χρησιμοποίησε για να περιγράψει την διαδικασία λέξεις όπως «Συμπάθεια», «Αρμονία», και «Ενότητα».
 
Τον τέταρτο Αιώνα Π.Χ ο Έλληνας Φιλόσοφος Ηράκλειτος αντιμετώπιζε όλα τα πράγματα ως αλληλοεπιδρώμενα, θεωρώντας πως τίποτα δεν είναι απομονωμένο και πως όλα μα όλα σχετίζονται και συνδέονται μεταξύ τους. Ο Ιπποκράτης παρομοίως θεωρούσε πως «Υπάρχει μονάχα μία κοινή ροή, μία κοινή Ανάσα. Όλα βρίσκονται σε Συμπάθεια». Ένας δεσμός – ακόμα και στα ανόργανα όντα ή καταστάσεις. Μία μορφή «Ανιμισμού» ή η πεποίθηση πως το σύνολο της ύλης έχει Συνειδητότητα.
 
Ο Jung ενδιαφερόταν πάρα πολύ για τις παραφυσικές εμπειρίες και την παραψυχολογία. Ο Νομπελίστας Wolfgang Pauli εργαζόταν μαζί του και επιχειρούσαν να βιώσουν καταστάσεις τηλεκίνησης, και άθελά του προκαλούσε καταστροφές στον εξοπλισμό όταν βρισκόταν τριγύρω. Αστειευόταν συχνά για το φαινόμενο αυτό αλλά οι άλλοι επιστήμονες είχαν τον φόβο για την παρουσία του στα πειράματα καθώς πίστευαν πως εκείνος ήταν η αιτία των καταστροφών. Κάτι τέτοιο είναι γνωστό στην Φυσική ως «Φαινόμενο Pauli»
 
Οι δύο τους βοήθησαν στην απαρχή του τομέα της έρευνας της Παραψυχολογίας. Και άλλοι επιστήμονες που ερεύνησαν μή υλική – παράδοξη επιστήμη ανέπτυξαν επίσης τον τομέα αυτό μέσα από την ίδια φύση της δουλειάς τους. Η Εργασία του Pauli στην Κβαντική Φυσική επηρέασε αρκετά τον τρόπο που σκεφτόμαστε την ίδια την ύλη σήμερα. Ένα καλό παράδειγμα έρευνας που βοήθησε στην εξέλιξη αυτή είναι τα Μορφικά Πεδία του Rupert Sheldrake που μας δείχνουν τον τρόπο που τα πεδία αυτά δημιουργούν σχέσεις. Το Holographic Universe του Michael Talbot υποθέτει επίσης πως υπάρχουν άλλες παράμετροι πίσω από την υλική και την προσωρινή πραγματικότητα.
 
Η Συνειδητοτητα δεν μπορεί να εξηγηθεί επιστημονικά. Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν πως υπάρχει έξω από τον Νου, ίσως στα Ακασικά Πεδία. Τα Πεδία Ψ, η ροή, είναι όλα διαστάσεις που συνδέονται μεταξύ τους με αδιευκρίνιστες σχέσεις μέσα από τις οποίες διαπιστώνεται πως η Συνειδητότητα και η ύλη είναι δύο πτυχές του ίδιου πράγματος.
 
Και αυτό ενδυναμώνεται από την συνήθεια του κόσμου από τις απαρχές του, να αναγνωρίζει την ύπαρξη μίας ανώτερης Διάνοιας. Το Πνεύμα, ο Θεός, η Θεά, η Σοφία, ο Δημιουργός, το Όλον. Οι μεγαλύτεροι επιστήμονες της ιστορίας έφτασαν στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα. Ο Αϊνστάιν είπε κάποτε: «Οποιοσδήποτε εμπλέκεται ενεργά στην αναζήτηση της Επιστήμης πείθεται πως ένα πνεύμα εκπορεύει τους Φυσικούς Νόμους του Σύμπαντος. Ένα πνεύμα απείρως ανώτερο από εκείνο του ανθρώπου». Ο Max Planck, πατέρας της Κβαντικής Φυσικής είπε επίσης: «Ολόκληρη η Ύλη προέρχεται και υπάρχει, μονάχα λόγω της αξίας μίας δύναμης. Οφείλουμε να υποθέσουμε πως  αυτή η δύναμη είναι η ύπαρξη ενός Συνειδητού και Ευφυή Νου. Αυτός ο Νους είναι το Matrix ολόκληρης της  Ύλης…» Ο Isaac Newton πίστευε πως το Σύμπαν ήταν Μηχανικό, τέθηκε σε κίνηση από τον θεό και λειτουργεί έτσι έκτοτε. Το κοινό στοιχείο σε αυτές τις θεωρίες είναι η πεποίθηση πως η σκέψεις μας μπορούν να αλλάξουν τον εξωτερικό κόσμο σε σχέση με εμάς. Εμείς είμαστε οι δημιουργοί μέσα σε αυτή την ροή του πεδίου της πηγής της γνώσης. Είμαστε απλά ένα μέρος της διαδικασίας.
 

Χτίστε το σπίτι σας σε βράχο. Κι όταν λέω βράχο, εννοώ τη φύση σου, που βάλθηκες να την καταπνίξεις

Έρχεσαι τρέχοντας και ρωτάς: “Αγαπητέ, καλέ, μεγάλε γιατρέ μου! Τι να κάνω; Τι πρέπει να κάνουμε; Το σπίτι μου καταρρέει συθέμελα, ο αγέρας σφυρίζει μέσα από τις χαραμάδες στους τοίχους, το παιδί μου είναι άρρωστο και η γυναίκα μου δυστυχισμένη. Κι εγώ άρρωστος είμαι. Τι πρέπει να κάνω; Τι να κάνουμε;”

“Χτίστε το σπίτι σας σε βράχο. Κι όταν λέω βράχο, εννοώ τη φύση σου, που βάλθηκες να την καταπνίξεις, την αγάπη στο κορμάκι του παιδιού σου, το όνειρο της γυναίκας σου για τον έρωτα, τα όνειρα για τη ζωή που έκανες στα δεκάξι σου χρόνια. Αντάλλαξε τις αυταπάτες σου με μια στάλα αλήθεια. Πάρε τη μοίρα σου στα χέρια σου και χτίσε τη ζωή σου στο βράχο. Ξέχνα το γείτονά σου και κοίτα μέσα σου! Να’σαι βέβαιος ότι κι ο γείτονας θα σ’ ευγνωμονεί. Προστάτεψε τον έρωτα των παιδιών σου από τις επιθέσεις λαγνείας ανικανοποίητων αντρών και γυναικών. Κλείσε το στόμα της φαρμακόγλωσσης γεροντοκόρης. Πάψε να ζητάς απ’ τη γυναίκα σου την άδεια να την αγκαλιάσεις. Ένωσε τις δυνάμεις σου μ’ εκείνες των συνανθρώπων σου ανά την υφήλιο. Σαν κι εσένα είναι κι αυτοί και η μοίρα σας συνυφασμένη. Άσε τα παιδιά σου να μεγαλώσουν όπως προστάζει η φύση (ή “ο Θεός”). Μην προσπαθείς να βελτιώσεις τη φύση. Μάθε να την κατανοείς και να την προστατεύεις. Άσε τα ντέρμπι και τράβα στη βιβλιοθήκη, πήγαινε σε ξένες χώρες αντί για το Κόνι Άιλαντ. Η σκέψη σου να διέπεται από απλότητα και ευθύτητα. Μάθε να εμπιστεύεσαι την ήρεμη εσωτερική φωνή που σου λέει τι να κάνεις. Κράτα τη ζωή σου στα χέρια σου, μην την εμπιστεύεσαι σε κανέναν άλλον. Γίνε ο εαυτός σου! Αυτό στο είπαν πολλοί μεγάλοι.”

WILHELM REICH, Άκου ανθρωπάκο!

Μουσική εστί και φιλοσοφία

Η ιστορική απαρχή της μουσικής, τοποθετείται παράλληλα με την εμφάνιση του ανθρώπινου είδους, το οποίο εκ φύσεως ήταν και είναι δεσμευμένο με τα ¨εξελικτικά¨ ερωτήματα, θεμέλιος λίθος για τη γέννηση της φιλοσοφίας.

Η μουσική που συμπορεύεται με τον άνθρωπο σαν διάμεσο μεταξύ αυτού και της φύσης που τον περιβάλλει, εξασφαλίζει την πνευματική ισορροπία που οδηγεί στον φιλοσοφικό στοχασμό.
Η μουσική είναι και ήταν πάντα συνδεδεμένη με τον φιλοσοφικό στοχασμό. Ξεκινώντας από τον ακρογωνιαίο λίθο του Ευρωπαϊκού πολιτισμού και κουλτούρας, δηλαδή την αρχαία Ελλάδα, εντοπίζουμε άπειρα παραδείγματα που συνδέουν τη μουσική με τη φιλοσοφία.

Ο φιλοσοφικός στοχασμός του Πυθαγόρα περί μουσικής των σφαιρών, που αναφέρεται στις δονήσεις των ουράνιων σωμάτων και στην παραγωγή της λεγόμενης συμπαντικής μουσικής, μαρτυρεί τη ζωτική σημασία της για την ύπαρξη του ανθρώπου.

Ο ίδιος φιλοσοφικός στοχασμός αναπτύσσεται και από τον διάσημο μαέστρο του 20ου αιώνα, Bruno Walter: “Ως πλάσμα της φύσης, υποκείμενο στις επιδράσεις που ασκούν τα κοσμικά γεγονότα πάνω σε καθετί το επίγειο, ο άνθρωπος πρέπει να βρισκόταν, από τις απαρχές της ανθρωπότητας κάτω από την επιρροή αυτής της συμπαντικής μουσικής. Ο οργανισμός του συνηχούσε με τις δονήσεις αυτής της μουσικής και προσλάμβανε τους ρυθμικούς παλμούς της. Σ’ αυτά τα κοσμικά φαινόμενα που μαρτυρούν τη βαθύτερη ουσία του σύμπαντος και από την επίδραση τους στην ανθρώπινη εξέλιξη οφείλεται, μάλλον, η προδιάθεση του ανθρώπου για τη μουσική…” .

Εξάλλου ο Γκαίτε στο 2° μέρος του Φάουστ (του οποίου ο επίλογος χρησιμοποιήθηκε ως κείμενο στο 2° μέρος της 8ης συμφωνίας του Mahler) τοποθετεί τον Άριελ να λέει για την ανατολή του ήλιου : “Στων πνευμάτων τα ώτα ήδη με ήχο η νέα μέρα απλούται.” Αυτό το απόσπασμα μαρτυρεί την κοσμογονική σημασία του ήχου και υποδηλώνει την ύπαρξη της συμπαντικής μουσικής – πρωτογενές υλικό, για τον πνευματικό κόσμο. Μαρτυρεί, επίσης, την εκ φύσεως προδιάθεση του ανθρώπου για τη μουσική.

Ο Πλάτωνας στην φιλοσοφική του πραγματεία “Νόμοι”, βιβλίο 7°, στίχος 812c , υπογραμμίζει την ευεργετική επίδραση της μουσικής πάνω στις ψυχές των νέων, η οποία είναι φάρος στην αναζήτηση του δρόμου προς την αρετή. “Αθηναίος: Αν θυμάμαι καλά, είπαμε ότι οι εξηντάρηδες υμνωδοί του Διονύσου πρέπει να είναι άτομα ιδιαίτερα ευαίσθητα στο ρυθμό και στη μουσική σύνθεση ,ώστε να ξεχωρίζουν την καλή από την κακή μίμηση, όταν βρίσκονται μπροστά σε καλές ή κακές παραστάσεις. Τις πρώτες πρέπει να τις προβάλλουν και να τις τραγουδούν στο κοινό για να μαγεύουν τις ψυχές των νέων, και να τους παροτρύνουν να τις κάνουν οδηγούς τους στην αναζήτηση του δρόμου που φέρνει στην αρετή.”

Δεσπόζουσες φιλοσοφικές ιδέες όπως η ψυχή, η αρετή, η αναζήτηση, που απασχόλησαν όλους τους σημαντικούς φιλοσόφους της αρχαίας Ελλάδας και μετέπειτα, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του Πλάτωνα συνδέονται άμεσα με τη μουσική.

Κατά τον 15° και 16° αιώνα το αρχαιοελληνικό πνεύμα αναγεννιέται στην Ευρώπη και τα φιλοσοφικά ρεύματα του “Ουμανισμού” και του “Νεοπλατωνισμού” κυριαρχούν κατά την Αναγέννηση . Η μουσική που είχε ήδη ,από το τέλος του 13ου αιώνα, ξεκινήσει να ξεφεύγει από την εκκλησιαστική αποκλειστικότητα, σαν μια από τις ελευθέριες τέχνες (Artes liberales), στηρίζει τη δημιουργία της και τη δόμησή της σε αυτά τα φιλοσοφικά ρεύματα.

Ο άνθρωπος που είναι πλέον το φιλοσοφικό επίκεντρο επηρεάζει τη μουσική τεχνοτροπία και δόμηση, αφού περνά σε πρώτο πλάνο η ατελής (όπως ο άνθρωπος σε σχέση με το θεό), δυαδική ρυθμική οργάνωση που συνδέεται με τη δυαδική αναλογία μεταξύ των αριθμών της σειράς Φιμπονάτσι.

“Οι θεωρητικοί της Αναγέννησης πίστευαν (συμφωνώντας με την Πλατωνική και Αριστοτελική θεωρία ) ότι η ύπαρξη της μουσικής δικαιώνεται μόνον αν η μουσική τεθεί στην υπηρεσία της διαμορφώσεως του χαρακτήρα και της αρετής …

Για παράδειγμα ο Vincenzo Galilei στο έργο του Dialogo della música antica e della moderna αναφέρει: Αν o μουσικός δεν έχει τη δύναμη να οδηγεί την ψύχη του ακροατή σε ό,τι την ωφελεί τότε η επιστήμη και η γνώση του πρέπει να θεωρηθούν ουτιδανές και μάταιες , γιατί η τέχνη της μουσικής θεσπίσθηκε και κατατάχθηκε στις ελευθέριες τέχνες μόνο γι’ αυτό το σκοπό και κανέναν άλλο.”

Όλα αυτά αποδεικνύουν τους κοινούς στόχους της μουσικής και της φιλοσοφίας, δηλαδή την πνευματική καλλιέργεια, τη διαμόρφωση χαρακτήρα και την αναζήτηση της αρετής. Πέραν τούτου κοινό χαρακτηριστικό των δύο είναι η ρητορική, η οποία στη μεν φιλοσοφία θεωρείται αυτονόητο εκφραστικό μέσο και στη δε μουσική πρότυπο προς μίμηση. Αυτή η άποψη ενισχύεται από το γεγονός ότι κατά την Baroque εποχή (1600-1750) η μουσική θεωρείται γλώσσα (música reservata, θεωρία των φιγούρων) και η δόμησή της στηρίζεται στις αρχές της ρητορικής, όπως αυτές περιγράφονται στο βιβλίο Institutio Oratoria του Quintilani . Ο ίδιος ισχυρισμός μπορεί να στηριχτεί και από το άρθρο Rhetorics and music του The new groove dictionary of music and musicians.

Ο φιλοσοφικός στοχασμός που πλαισιώνει τη μουσική δημιουργία μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα, της οποίας κύριο μέλημα είναι η χαλιναγώγηση της διαφωνίας και η εξισορρόπηση της συμφωνικότητας, μετατρέπεται σε κεντρική ιδέα στις συνθετικές προσπάθειες του 20ου αιώνα.

Επαναστατικές συνθέσεις, όπως το κονσέρτο της σιωπής του John Cage ή το κονσέρτο εγχόρδων για 4 ελικόπτερα του Stockhausen, αποδεικνύουν ότι η μουσική σύνθεση του 20ου αιώνα είναι φιλοσοφικός στοχασμός που εκφράζεται με ήχους.

Όλα αυτά μαρτυρούν την αδιαμφισβήτητη σχέση μεταξύ της μουσικής και της φιλοσοφίας. Με κύριο εκφραστικό μέσο της τον ήχο, η μουσική ήταν, είναι και θα είναι πάντα ρητορική έκφραση των σημαντικότερων φιλοσοφικών στοχασμών, καρποί της απαράμιλλης ανάγκης για λύση των αιώνιων “γιατί”, “πώς” και “τι”.

Αντανακλώντας τη συμπαντική αρμονία, η μουσική παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαπαιδαγώγηση, στην πνευματική καλλιέργεια και αποτελεί κύρια πηγή των ηλεκτρομαγνητικών εντυπώσεων που τροφοδοτούν τις πνευματικοβιολογικές λειτουργίες του ανθρώπου· συμπεράσματα που απορρέουν από το φιλοσοφικό στοχασμό περί μουσικής έκφρασης.

Michel de Montaigne: Η ζωή είναι εύθραυστη και μπορεί εύκολα να διαταραχθεί

Η ζωή είναι εύθραυστη και μπορεί εύκολα να διαταραχθεί.

Ασήμαντες μικροενοχλήσεις, μάταιες μερικές φορές, αλλά πάντοτε ενοχλητικές.

Οι πιο μικρές και ασήμαντες είναι και οι πιο έντονες· και όπως τα μικρά γράμματα ενοχλούν και κουράζουν περισσότερο τα μάτια, το ίδιο μας ενοχλούν οι μικροϋποθέσεις.

Πολλά μικρά προβλήματα κάνουν περισσότερο κακό από ένα, όσο μεγάλο κι αν είναι.

Όσο πιο πολλά και ασήμαντα είναι τα προβλήματα του σπιτιού, τόσο πιο έντονα και απροειδοποίητα μας πλήττουν, πιάνοντάς μας εύκολα στον ύπνο.

Δεν είμαι φιλόσοφος, οι δυστυχίες με βαραίνουν ανάλογα με τη σοβαρότητά τους· και η σοβαρότητά τους εξαρτάται εξίσου από τη μορφή και την ουσία τους. Έχω μεγαλύτερη εμπειρία από τους κοινούς ανθρώπους· γι’ αυτό έχω και περισσότερη υπομονή.

Τελικά, αν δεν με πληγώνουν, με ενοχλούν.

Η ζωή είναι εύθραυστη και μπορεί εύκολα να διαταραχθεί.

Από τη στιγμή που έχω στραφεί προς τη θλίψη (“ πράγματι κανείς δεν αντιστέκεται στις επιθυμίες του, όταν έχει υποχωρήσει στην πρώτη παρόρμηση” ΣΕΝΕΚΑΣ), όσο βλακώδης κι αν είναι η αιτία που με οδήγησε εκεί, καθοδηγώ τη διάθεσή μου προς αυτή τη κατεύθυνση, κι εκείνη πλέον συντηρείται και ενισχύεται από μόνη της, προσελκύοντας και συσσωρεύοντας το ένα ζήτημα πάνω στο άλλο για να επιδεινώνεται.

“Το νερό που στάλα στάλα τρώει το βράχο” (ΛΟΥΚΡΗΤΙΟΣ)

Αυτές οι συνηθισμένες σταλαγματιές με κατατρώνε. Οι συνηθισμένες αντιξοότητες δεν είναι ποτέ χωρίς σημασία. Είναι συνεχείς και ανεπανόρθωτες, κυρίως όταν δημιουργούνται από λεπτομέρειες της διαχείρισης του οίκου, που εμφανίζονται συνεχώς και είναι αναπόφευκτες.

Όταν εξετάζω τις υποθέσεις μου από κάποια απόσταση και συνολικά, βρίσκω, ίσως γιατί δεν τις θυμάμαι με ακρίβεια, ότι μέχρι τώρα έχουν προοδεύσει πέρα από τις προσδοκίες μου και τους υπολογισμούς μου. Μου φαίνεται ότι έχω περισσότερο κέρδος από αυτό που πραγματικά υπάρχει· η επιτυχία τους με ξεγελάει.

Όταν όμως βρίσκομαι μέσα στο πρόβλημα και παρακολουθώ την εξέλιξη όλων των λεπτομερειών,
[“Τότε η ψυχή μας μοιράζεται σε χίλιες έγνοιες” (ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ)]

χίλια πράγματα με κάνουν και να επιθυμώ και να φοβάμαι. Να τα εγκαταλείψω εντελώς μου είναι πολύ εύκολο, να ασχοληθώ με αυτά χωρίς να στεναχωρηθώ, πολύ δύσκολο.

Είναι κρίμα να βρίσκεσαι κάπου όπου εμπλέκεσαι σε ό,τι βλέπεις και το καθετί σε αφορά. Και μου φαίνεται ότι απολαμβάνω με μεγαλύτερη ευχαρίστηση τις χαρές ενός ξένου σπιτιού και τις γεύομαι πιο ξένοιαστα. Ο Διογένης απάντησε, σύμφωνα με τη δική μου άποψη, σε εκείνον που τον ρώτησε ποιο κρασί έβρισκε καλύτερο: “το ξένο”, είπε.

Γιατί όσον αφορά την ιδιαίτερη κλίση μου, ούτε η ευχαρίστηση να κτίζεις, που λένε ότι είναι τόσο ελκυστική, ούτε το κυνήγι, ούτε η κηπουρική, ούτε οι άλλες χαρές κάποιου που έχει αποσυρθεί από τη ζωή, μπορούν να με διασκεδάσουν. Είναι κάτι για το οποίο κακίζω τον εαυτό μου, όπως και για όλες τις άλλες απόψεις που δεν με βολεύουν. Δεν με ενδιαφέρει τόσο να είναι οι απόψεις υγιείς και σοφές, όσο να είναι εύκολες και βολικές για την ζωή, είναι αρκετά αληθινές και υγιείς αν είναι χρήσιμες και ευχάριστες.

Με πεθαίνουν αυτοί που, ακούγοντάς με να διαλαλώ την ανεπάρκειά μου στα θέματα διαχείρισης του σπιτιού, έρχονται και μου ψιθυρίζουν συνεχώς στα αυτιά ότι το κάνω από περιφρόνηση και ότι παραμελώ να μάθω τα εργαλεία του οργώματος, τις εποχές του, τη σειρά του, πως γίνονται τα κρασιά μου, πως γίνεται το μπόλιασμα, το όνομα και το σχήμα των φυτών και των καρπών και πως παρασκευάζονται τα τρόφιμα από τα οποία ζω, το όνομα και την τιμή των υφασμάτων με τα οποία ντύνομαι, γιατί η ψυχή μου ασχολείται με κάποια ανώτερη γνώση.

Αυτό είναι ανοησία και μάλλον βλακεία.

Θα προτιμούσα να ήμουν καλός ιπποκόμος παρά ειδικός της Λογικής.

“Γιατί να μην ασχοληθείς με κάτι χρήσιμο,
να πλέκεις καλάθια με λυγαριά ή με ευέλικτα σχοινιά” (ΒΙΡΓΙΛΙΟΣ)

Φορτώνουμε τη σκέψη μας με γενικότητες και με τις αιτίες και τη συμπεριφορά του σύμπαντος, που και χωρίς εμάς λειτουργεί πολύ καλά, και αφήνουμε πίσω τις υποθέσεις μας και τον Μισέλ, κάτι που μας αφορά πιο άμεσα κι από τον άνθρωπο γενικά.

Κι όμως, μένω στο σπίτι μου συνήθως, τον περισσότερο καιρό, αλλά θα ήθελα να μου αρέσει περισσότερο εκεί παρά αλλού.

”Ας ήταν να ζήσω εκεί τα γειρατειά μου, να τελείωνε εκεί η κούραση
τόσων ταξιδιών σε θάλασσα και σε στεριά και εκείνη
της στρατιωτικής ζωής” (ΟΡΑΤΙΟΣ)

Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω μέχρι το τέλος.

Θα ήθελα ο πατέρας μου, αντί για κάποιο άλλο μέρος της κληρονομιάς του, να μου είχε κληροδοτήσει αυτή την παθιασμένη αγάπη που είχε στα γεράματά του για την διαχείριση του οίκου του. Ήταν πολύ ευτυχής που μπορούσε να προσαρμόζει τις επιθυμίες του στα μέτρα της οικονομικής του δυνατότητας και να ευχαριστιέται με όσα είχε. Η πολιτική φιλοσοφία μπορεί κάλλιστα να κατηγορήσει τη μετριότητα και τη στειρότητα της ασχολίας μου, ποσώς με ενδιαφέρει, αρκεί μια φορά να το απολαύσω, όπως εκείνος.

Είμαι της άποψης ότι η πιο αξιοπρεπής ασχολία είναι να υπηρετείς τα κοινά και να είσαι χρήσιμος σε πολλούς.

“Τους καρπούς της διάνοιας, της αρετής και κάθε χαρίσματος, τους απολαμβάνουμε καλύτερα όταν τους μοιραζόμαστε με τον συνάνθρωπό μας”.

Όσον αφορά εμένα, το αποφεύγω, εν μέρει λόγω συνείδησης (γιατί, όπως το βλέπω το βάρος παρόμοιων ασχολιών, βλέπω επίσης και πόσο λίγα μέσα διαθέτω για να ανταποκριθώ· ο Πλάτωνας, αν και αρχιμάστορας σε κάθε θέμα πολιτικής διακυβέρνησης, το απέφευγε συνεχώς), εν μέρει λόγω τεμπελιάς.

Αρκούμαι στο να χαίρομαι τον κόσμο χωρίς να εμπλέκομαι στα κοινά με ζήλο, να ζω μια ζωή απλά αποδεκτή, που να μην βαραίνει ούτε εμένα ούτε άλλον.

Michel de Montaigne, Περί δόξας και Περί ματαιότητας

Φιλοσοφώ σημαίνει κρίνω τα πράγματα καλά

Υπάρχει αλήθεια και αλήθεια.

Υπάρχει μια επιστημονική αλήθεια και μια φιλοσοφική αλήθεια. Στην αρχή, οι επιστήμες και η φιλοσοφία ήταν ένα. Η καθολική γνώση τις περιλάμβανε και τις δύο δίχως διάκριση.

Ο μεγάλος Γάλλος μαθηματικός Ανρύ Πουανκαρέ είπε όμως ότι η επιστήμη απαντά στο ερώτημα «Πώς;» ενώ η φιλoσοφία στο ερώτημα «Γιατί;» Για να κάνουμε σαφέστερη τη διάκριση, πρέπει να προσθέσουμε τα εξής: Η γεωμετρία αποσπάστηκε από τη φιλοσοφία τον καιρό του Ευκλείδη· η αστρονομία αποχωρίστηκε από τον κοινό κορμό με τον Πτολεμαίο, αλλά έπρεπε να περιμένουμε ως το τέλος του 17ου αιώνα (Νεύτων) για να αποσπαστεί η φυσική από τη μεταφυσική, ως το τέλος του 18ου αιώνα (Λαβουαζιέ) για να χωριστεί η χημεία από την αλχημεία, ως την αρχή του 19ου αιώνα για να ανακαλυφθεί η βιολογία από τον Λαμάρκ- το 1850 ανέπτυξε ο Αύγουστος Κοντ την κοινωνιολογία, την οποία διέκρινε από τη φιλοσοφία, ενώ η Ψυχολογία αποσπάστηκε γύρω στα 1880 από την κοινή ρίζα (χάρη στον αυθορμητισμό και χάρη σε ανθρώπους όπως ο Βέμπερ, ο Φέχνερ και ο Βουντ, που εφάρμοσαν στο εργαστήριο μια πειραματική Ψυχολογία).

Το αντικείμενο της φιλοσοφίας είναι η αναζήτηση του απόλυτου. Ο Αριστοτέλης ήδη μίλησε για την «αναζήτηση των πρώτων αρχών και των πρώτων αιτίων».

Πιο κοντά σε μας βρίσκεται ο Μπιρλού, που επιστρέφει σε μια αριστοτελική έννοια και λέει: «Η φιλοσοφία ασχολείται με την αναζήτηση των πρώτων αρχών μέσω μιας ανάλυσης του  πνεύματος και με την προοπτική μιας πλήρους σύνθεσης».

Ερώτηση: Μήπως η φιλοσοφία είναι η τέχνη της λεπτολογίας;

— Οι εχθροί της φιλοσοφίας την κατηγορούν ότι αναπτύσσει ιδέες τόσο γενικές, ώστε δεν είναι καθόλου χρήσιμες στην πραγματικότητα. Αυτό δεν είναι σωστό. Η φιλοσοφία μάς επιτρέπει, χάρη στη λογική ή στην τέχνη της τέλειας εξαγωγής συμπερασμάτων, να αναλύουμε καταστάσεις και να προσδιορίζουμε τις καλύτερες δυνατές λύσεις· μας επιτρέπει να βρούμε τη σοφία μέσω της καθυπόταξης των παθών μας, και να κρίνουμε σωστά τη θέση μας μέσα στην κοινωνία. Ο κοινός νους δεν απατάται όταν λέει ότι κάποιος παίρνει κάτι φιλοσοφικά, όταν αυτός ο κάποιος διατηρεί την ψυχραιμία του μέσα στη χειρότερη δυστυχία και δεν αφήνει να τον καταβάλουν τα σκληρά χτυπήματα της μοίρας. Φιλοσοφώ σημαίνει κρίνω τα πράγματα καλά- και ο Καρτέσιος προσθέτει: «εκεί να κρίνεις σωστά, για να πράττεις σωστά».

Ο Καντ, ο μεγαλύτερος ίσως φιλόσοφος όλων των εποχών, βάφτισε το σύστημά του μ’ ένα πολύ χαρακτηριστικό όνομα: Κριτικισμός. Τα τρία σημαντικότερα έργα του ονομάζονται Κριτική του Καθαρού Λόγου (1781), Κριτική του Πρακτικού Λόγου (1788) και Κριτική της Κριτικής Δύναμης (1790). Ανήγαγε όλα τα ερωτήματα της φιλοσοφίας σε τρία ερωτήματα-κλειδιά:

— Τι μπορώ να γνωρίσω;
— Τι πρέπει να κάνω;
— Σε τι μου επιτρέπεται να ελπίζω;

Εδώ εκφράζεται ένα πνεύμα διαφορετικό από κείνο που αναδύεται όταν ασχολείται η θρησκεία με τα ερωτήματα αυτά. Η θρησκεία είναι συνδεδεμένη πάντα με μια ορθοδοξία, δεν αμφισβητεί τίποτα. Δεν προχωράει μέσω ερωτημάτων. Προσφέρει λύσεις, οριστικές απαντήσεις. ‘Ένας μεγάλος σύγχρονος φιλόσοφος, ο Καρλ Γιάσπερς (1883-1974), σημειώνει στην εισαγωγή του στη φιλοσοφία ότι η φιλοσοφία δε δίνει ποτέ λύσεις σε προβλήματα· γιατί «η απάντηση στο πρόβλημα θέτει καινούργια ερωτήματα». Ας πάρουμε το παράδειγμα του θανάτου: η θρησκεία μάς δίνει λύσεις κατάλληλες για όλους. Ορισμένες θρησκείες μιλούν για νιρβάνα, για μηδέν·, ο χριστιανισμός, αντίθετα, δίνει τη λύση της  Δευτέρας Παρουσίας και της λύτρωσης. Όσον αφορά τη φιλοσοφία, υπάρχουν τόσες λύσεις, όσοι και φιλόσοφοι. Ο καθένας πιστεύει πως έχει βρει το δικό του σύστημα. ‘Ένας σύγχρονος Γάλλος φιλόσοφος, ο Ζωρζ Γκισντόρφ, διευκρινίζει τούτο το γεγονός: «Καμιά φιλοσοφία δεν μπόρεσε να δώσει τέλος στη φιλοσοφία, παρόλο που αυτό είναι η κρυφή επιθυμία κάθε φιλοσοφίας».

Δε θέλουμε να δούμε τη φιλοσοφία σαν περιοχή γνώσης παρόμοια με τις άλλες, ούτε σαν καλά ταξινομημένη γνώση, βολική και πρακτική. Η φιλοσοφία είναι πάνω απ’ όλα στοχασμός, μια ερωτηματοθεσία, μια επαναερωτηματοθεσία, μια δοκιμασία και θεώρηση τον εαυτού της, μια συνεχής αναζήτηση του Είναι. Κάθε αναζήτηση δεν κατευθύνεται όμως προς ένα σκοπό;

Όχι απαραίτητα. Η φιλοσοφία είναι η αναζήτηση της αλήθειας ή μιας αλήθειας· αλλά οι φιλόσοφοι δεν πιστεύουν ότι αυτή η αλήθεια μπορεί να συλληφθεί οριστικά ή απόλυτα. Εξακολουθούν να φιλοσοφούν, παρά την ύπαρξη χιλιάδων έργων, που σωρεύονται στις βιβλιοθήκες με την προσωπική τους άποψη για το σύμπαν.

Κανένας φιλόσοφος δεν πιστεύει ότι είναι δυνατόν να εφαρμοστούν πλήρως οι απόψεις του. Μια γενναία μητέρα παρουσίασε μια μέρα στον Ρουσσώ ένα μικρό παιδί που είχε διαπαιδαγωγηθεί σύμφωνα με τις αρχές του Αιμιλίου. Ο Ρουσσώ φώναξε αγανακτισμένος: «Δεν κάνατε καλά, κυρία μου!» Ερωτήματα, αμφιβολία και αβεβαιότητα είναι τα καλύτερα κριτήρια της φιλοσοφικής πράξης. Ο Καντ είχε δίκιο όταν έλεγε: «Δεν υπάρχει φιλοσοφία που να μπορεί κανείς να τη μάθει· το μόνο που μπορεί να μάθει κανείς, είναι να φιλοσοφεί».

Ο ρυθμός της ζωής μας αποτελεί σοβαρή παράμετρο της ψυχολογίας και της συμπεριφοράς μας

Οι κάτοικοι της γης συγκροτούνται όχι μόνο κατά φυλή, έθνος, θρησκεία ή ιδεολογία, αλλά, κατά κάποιο τρόπο, και σύμφωνα με τη θέση τους στο χρόνο. Εξετάζοντας τους σημερινούς πληθυσμούς σε όλο τον κόσμο, ανακαλύπτουμε ένα πολύ μικρό ποσοστό που ακόμα ζει κυνηγώντας και λεηλατώντας για τροφή, όπως έκαναν οι άνθρωποι πριν από χιλιετηρίδες. Οι άλλοι, η μεγάλη πλειονότητα του ανθρώπινου είδους, δεν εξαρτώνται από το κυνήγι της αρκούδας ή από τη συλλογή καρπών, αλλά από τη γεωργία. Ζουν, από πολλές απόψεις, όπως οι πρόγονοί τους, πριν από αιώνες. Αυτές οι δύο ομάδες μαζί αποτελούν ίσως το 70% όλων των ανθρώπινων υπάρξεων. Είναι οι άνθρωποι του παρελθόντος.

Αντίθετα, ένα ποσοστό κάπως μεγαλύτερο από το 25% του πληθυσμού της γης, βρίσκεται στις βιομηχανοποιημένες κοινωνίες. Η ζωή τους είναι σύγχρονη· Αποτελούν προϊόντα των πρώτων πενήντα χρόνων του 20ού αιώνα, βγαλμένοι από ομοιόμορφα καλούπια της μηχανοποίησης και της μαζικής εκπαίδευσης, διαπαιδαγωγημένοι με τις επίμονες αναμνήσεις του αγροτικού παρελθόντος της χώρας τους. Αυτοί ουσιαστικά, είναι οι άνθρωποι του παρόντος.

Ωστόσο, το υπόλοιπο 2% ή 3% του πληθυσμού της γης, δεν μπορεί πια να ενταχθεί ούτε στο παρελθόν, ούτε στο παρόν. Διότι μέσα στις κύριες εστίες της τεχνολογικής και πολιτισμικής αλλαγής, στη Σάντα Μόνικα, στην Καλιφόρνια και στο Καίμπριτζ, στη Μασσαχουσέτη, στη Νέα Υόρκη, στο Λονδίνο και στο Τόκιο, υπάρχουν εκατομμύρια άντρες και γυναίκες, που μπορούν να θεωρηθούν ότι ήδη ζουν με τον τρόπο ζωής του μέλλοντος. Οι πρωτοπόροι, χωρίς να το συνειδητοποιούν, ζουν σήμερα όπως εκατομμύρια άλλοι άνθρωποι θα ζήσουν αύριο. Και ενώ αποτελούν μόνο ένα μικρό ποσοστό του συνολικού πληθυσμού, σχηματίζουν ήδη μια διεθνή κοινότητα του μέλλοντος ανάμεσά μας. Είναι οι προελαύνοντες αντιπρόσωποι των ανθρώπων, οι πρώτοι πολίτες στις ωδίνες της γέννησης της παγκόσμιας υπερ-βιομηχανικής κοινωνίας.

Τι είναι αυτό που τους κάνει να διαφέρουν απ’ το υπόλοιπο ανθρώπινο είδος; Σίγουρα είναι πλουσιότεροι, πιο μορφωμένοι, πιο δραστήριοι από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Εκτός αυτού, ζουν και περισσότερο. Αλλά αυτό που ιδιαίτερα προσδιορίζει τον άνθρωπο του μέλλοντος είναι ο ήδη σαφής προσανατολισμός του σε έναν νέο, γρήγορο ρυθμό ζωής. «Ζει πιο γρήγορα» από τους άλλους γύρω του.

Μερικούς ανθρώπους τους συναρπάζει αυτός ο έντονος ρυθμός ζωής —στην προσπάθειά τους να τον προκαλέσουν ξεπερνούν ακόμη και τον εαυτό τους και αισθάνονται αμηχανία, άγχος και ένταση όταν ο ρυθμός επιβραδύνεται. Διεκδικούν εναγωνίως να είναι παρόντες εκεί όπου «βρίσκεται η δράση». (Είναι αλήθεια ότι κάποιοι αδιαφορούν πλήρως για το αντικείμενο της δράσης, αρκεί να γίνεται με την αρμόζουσα μεγάλη ταχύτητα). Ο Τζέημς Α. Ουίλσον θεωρούσε, για παράδειγμα, ότι η γοητεία του γρήγορου ρυθμού ζωής συνιστά μια απ ’ τις κρυφές κινητήριες δυνάμεις της ευρέως γνωστής μαζικής μετανάστευσης Ευρωπαίων επιστημόνων στις Ηνωμένες Πολιτείες και τον Καναδά. Αφού μελέτησε τις περιπτώσεις 517 Βρετανών επιστημόνων και τεχνικών, ο Ουίλσον κατέληξε στο συμπέρασμα ότι αυτά που τους δελέασαν, δεν ήταν μόνο οι υψηλότεροι μισθοί ή οι καλύτερες συνθήκες έρευνας, αλλά και ο ταχύτερος ρυθμός ζωής. Οι μετανάστες, γράφει, «δεν αποθαρρύνονται καθόλου από τον ταχύτερο ρυθμό της Β. Αμερικής. Πέρα από οτιδήποτε άλλο, δείχνουν να προτιμούν αυτόν το ρυθμό ζωής». Ακόμη, ένας λευκός βετεράνος του κινήματος για τα πολιτικά δικαιώματα στον Μισσισιπή, αναφέρει: «Οι άνθρωποι που είναι συνηθισμένοι σε μια έντονη αστική ζωή… δεν μπορούν να αντέξουν για πολύ στον Αγροτικό Νότο. Αυτός είναι ο λόγος που οδηγούν συνεχώς χωρίς συγκεκριμένο προορισμό και σκοπό. Τα ταξίδια είναι το βάλσαμο του Κινήματος». Αν και επιφανειακά άσκοπη, αυτή η περιπλάνηση αποτελεί έναν αντισταθμιστικό μηχανισμό. Όταν αντιληφθούμε τη δυνατή έλξη που μπορεί να ασκήσει στο άτομο ένας ορισμένος ρυθμός ζωής, τότε μόνο θα είμαστε σε θέση να εξηγήσουμε πολλά που, διαφορετικά, συνιστούν μια ανεξήγητη ή «άσκοπη» συμπεριφορά.

Αλλά αν κάποιοι άνθρωποι ευημερούν με τον νέο ταχύ ρυθμό , κάποιοι άλλοι τον αποστρέφονται έντονα και κάνουν ό,τι μπορούν για να τον σταματήσουν. Απαραίτητη προϋπόθεσή για να συμβαδίσει κανείς με την ανατέλλουσα υπερ-βιομηχανική κοινωνία, είναι να συμβαδίζει με έναν κόσμο που κινείται ταχύτερα από ποτέ άλλοτε. Αυτοί όμως προτιμούν να αποσυρθούν, να πορευτούν σύμφωνα με τους δικούς τους αργούς ρυθμούς και δεν είναι καθόλου τυχαίο που ένα μιούζικαλ με τίτλο Σταματήστε τον κόσμο – Θέλω να κατέβω, σημείωσε εκπληκτική επιτυχία στο Λονδίνο και στη Νέα Υόρκη.

Ο εφησυχασμός και η αναζήτηση νέων τρόπων «απόσυρσης» ή «απόδρασης» που χαρακτηρίζει κάποιους, αν όχι όλους τους χίπις, μπορεί να οφείλεται λιγότερο στην κραυγαλέα αποστροφή τους για τις αξίες ενός τεχνολογικού πολιτισμού και πιο πολύ σε μια ασυνείδητη προσπάθεια να αποδράσουν από ένα ρυθμό ζωής που πολλοί βρίσκουν αβάσταχτο. Προφανώς δεν αποτελεί απλή σύμπτωση το γεγονός ότι περιγράφουν την κοινωνία σαν ένα διαρκή «αθέμιτο ανταγωνισμό» — με έναν όρο δηλαδή που παραπέμπει πολύ συγκεκριμένα στον ταχύ βηματισμό της κοινωνίας.

Μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι είναι ακόμα πιο πιθανόν να αντιδράσουν έντονα ενάντια σε οποιαδήποτε περαιτέρω επιτάχυνση της αλλαγής. Υπάρχει μια στέρεη μαθηματική βάση για το γεγονός ότι συχνά η μεγάλη ηλικία συσχετίζεται με τον συντηρητισμό: για τους ηλικιωμένους ο χρόνος κυλάει πιο γρήγορα.

Όταν ένας πενηντάχρονος πατέρας λέει στον δεκαπεντάχρονο γιο του ότι θα πρέπει να περιμένει δύο χρόνια για να αποκτήσει δικό του αυτοκίνητο, αυτό το μεσοδιάστημα των 730 ημερών αντιπροσωπεύει χρονικά μόνο ένα 4% της περιόδου ζωής του πατέρα και περισσότερο από 13% της ζωής του παιδιού. Δεν είναι καθόλου παράξενο που στο παιδί η καθυστέρηση φαίνεται τρεις ή τέσσερις φορές μεγαλύτερη απ’ ό,τι στον πατέρα. Για τον ίδιο λόγο, δύο ώρες στη ζωή ενός τετράχρονου παιδιού αποτελεί το ακριβές αντίστοιχο των δώδεκα ωρών στη ζωή της εικοσιτετράχρονης μητέρας του. Όταν ζητάμε από το παιδί να περιμένει ένα κομμάτι γλυκό, είναι σαν να ζητάμε από τη μητέρα να περιμένει δεκατέσσερις ώρες για έναν καφέ.

Μπορεί, επίσης να υπάρχει και μία βιολογική βάση για αυτές τις διαφορές στην υποκειμενική αντίδραση στο χρόνο. Ο ψυχολόγος Τζον Κοέν, του Πανεπιστημίου του Μάντσεστερ, γράφει ότι με το πέρασμα της ηλικίας, τα ημερολογιακά χρόνια προοδευτικά φαίνονται να συρρικνώνονται. Εκ των υστέρων, κάθε χρόνο φαίνεται συντομότερος από αυτόν που μόλις συμπληρώθηκε, πιθανόν σαν αποτέλεσμα μιας βαθμιαίας επιβράδυνσης των «μεταβολικών Εργασιών». Στους ηλικιωμένος, σε σχέση με επιβράδυνση των δικών τους βιολογικών ρυθμών, ο κόσμος φαίνεται να κινείται ταχύτερα, ακόμα κι αν αυτό στην πραγματικότητα δε συμβαίνει.

‘Όποιοι κι αν είναι οι λόγοι οποιαδήποτε επιτάχυνση της αλλαγής, που έχει σαν αποτέλεσμα τη συσσώρευση περισσότερων καταστάσεων μέσα στο εμπειρικό κανάλι σ' ένα δεδομένο χρονικό διάστημα, στη συνείδηση του ηλικιωμένου υπερβάλλεται. Καθώς ο ρυθμός της αλλαγής στην κοινωνία αυξάνεται, ολοένα και πιο πολλοί μεγαλύτεροι σε ηλικία άνθρωποι αισθάνονται τη διαφορά πολύ έντονα. Γίνονται κι αυτοί απόβλητοι της κοινωνίας, αποσυρόμενοι σ’ ένα περιχαρακωμένο περιβάλλον, μειώνοντας στο ελάχιστο την επικοινωνία με τον ταχέως κινούμενο εξωτερικό κόσμο και, τελικά, υπολειτουργούν μέχρι το θάνατό τους. Μπορεί ποτέ να μην μπορέσουμε να λύσουμε τα ψυχολογικά προβλήματα των ηλικιωμένων, αν δεν ανακαλύψουμε τους τρόπους — μέσω της βιοχημείας ή της επιμόρφωσης— που θα μας επιτρέψουν να αλλάξουμε την αντίληψή τους για το χρόνο, ή να τους προσφέρουμε καλά στεγανοποιημένους χώρους, μέσα στους οποίους ο ρυθμός της ζωής θα ελέγχεται, ή ακόμη και θα διευθετείται σύμφωνα με ένα ημερολόγιο «κινητής κλίμακας», το οποίο θα αντανακλά τη δική τους υποκειμενική αίσθηση του χρόνου.

Πολλές συγκρούσεις που, διαφορετικά, θα ήταν ακατανόητες ανάμεσα στις γενιές, στους γονείς και τα παιδιά, στους συζύγους— μπορούν να αποδοθούν στις διαφορετικές αντιδράσεις απέναντι στην επιτάχυνση του ρυθμού της ζωής. Το ίδιο ισχύει και για τις αντιθέσεις ανάμεσα σε διαφορετικούς πολιτισμούς.

Κάθε πολιτισμός έχει τον δικό του χαρακτηριστικό βηματισμό. Ο F. Μ. Esfantaiary, ο Ιρανός συγγραφέας, αναφέρθηκε στη σύγκρουση δύο συστημάτων διαφορετικών ρυθμών, όταν Γερμανοί μηχανικοί πριν από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ανέλαβαν την κατασκευή ενός σιδηροδρόμου στη χώρα του. Οι Ιρανοί και, γενικότερα, οι προερχόμενοι από τη Μέση Ανατολή, χαρακτηρίζονται από μια πιο χαλαρή στάση απέναντι στο χρόνο έναντι των Αμερικανών και των Δυτικοευρωπαίων. Όταν τα συνεργεία των Ιρανών καθυστερούσαν συστηματικά κατά δέκα λεπτά για να φτάσουν στο χώρο εργασίας, οι Γερμανοί, απόλυτα συνεπείς οι ίδιοι και, πάντα βιαστικοί, προέβαιναν σε μαζικές απολύσεις, οι Ιρανοί μηχανικοί δυσκολεύτηκαν να τους πείσουν ότι, με τα δεδομένα της Μ. Ανατολής, οι εργάτες ήταν ηρωικά συνεπείς και ότι αν οι απολύσεις συνεχίζονταν πολύ σύντομα δε θα έμενε κάνεις για να εργαστεί, παρά μόνο γυναίκες και παιδιά.

Αυτή η απάθεια απέναντι στο χρόνο εξοργίζει τους ανθρώπους που κινούνται με γρήγορους και προγραμματισμένους ρυθμούς. Έτσι οι Ιταλοί από τις βιομηχανικές πόλεις του Βορρά, το Μιλάνο ή το Τορίνο, περιφρονούν τους σχετικά βραδύρρυθμους Σικελούς, των οποίων η ζωή ακόμα χαρακτηρίζεται από τους βραδύτερους αγροτικούς ρυθμούς. Οι Σουηδοί της Στοκχόλμης ή του Γκαίτεμπουργκ αισθάνονται την ίδια περιφρόνηση για τους κατοίκους του Λαπλάντ. Οι Αμερικανοί λοιδορούν τους Μεξικανούς, για τους οποίους το manana σημαίνει, στην πραγματικότητα, αρκετά σύντομα. Στις ίδιες τις Ηνωμένες Πολιτείες, οι Βόρειοι θεωρούν τους Νότιους αργοκίνητους, και οι μεσοαστοί Μαύροι κατακρίνουν τους ομοφύλους τους της εργατικής τάξης που συμμετέχουν στην οργάνωση «Η εποχή των Μαύρων». Αντίθετα, σε σύγκριση με όλους σχεδόν τους άλλους, οι λευκοί Αμερικανοί και Καναδοί θεωρούνται δραστήριοι και πολυμήχανοι.

Οι λαοί μερικές φορές αντιστέκονται σθεναρά σε μια αλλαγή του ρυθμού. Αυτό το γεγονός εξηγεί και την παθολογική αντίδρασή ενάντια στη λεγάμενη «Αμερικανοποίηση» της Ευρώπης. Η νέα τεχνολογία στην οποία βασίζεται η θεωρία του υπερ-βιομηχανισμού και, σε μεγάλο βαθμό, προγραμματίζεται στα Αμερικάνικα ερευνητικά εργαστήρια, συνεπάγεται μια αναπόφευκτη επίσπευση της κοινωνικής αλλαγής και μια συνακόλουθη επιτάχυνση του ρυθμού της ιδιωτικής ζωής. Οι αντι-Αμερικανοί ρήτορες, αν και επιλέγουν για στόχο τους τους κομπιούτερ και την Κόκα-Κόλα, η πραγματική τους αντίρρηση μπορεί εύκολα να εντοπιστεί στην εισβολή στην Ευρώπη μιας ξένης αντίληψης για τον χρόνο. Η Αμερική, ως η αιχμή του δόρατος του υπερ-βιομηχανισμού, αντιπροσωπεύει έναν νέο, ταχύτερο και άκρως ανεπιθύμητο ρυθμό.

Αυτό ακριβώς το πρόβλημα αποκαλύπτει χαρακτηριστικά η έντονη αποδοκιμασία ‘μα την πρόσφατη εμφάνιση των αμερικανικού τύπου καταστημάτων αναψυκτικών, καλλυντικών και φάρμακων στο Παρίσι. Για πολλούς Γάλλους, η ύπαρξή τους συνιστά κραυγαλέα μαρτυρία ενός δυσοίωνου «πολιτισμικού ιμπεριαλισμού» των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι Αμερικανοί δυσκολεύονται να κατανοήσουν μια τόσο εμπαθή αντίδραση σε ένα, απόλυτα αθώο, πρατήριο αναψυκτικών, όπου ο δικασμένος Γάλλος πίνει γρήγορα ένα μιλκ-σέικ, αντί να χασομερά για δύο ώρες με κάποιο απεριτίφ σε ένα υπαίθριο μπιστρό. Αξίζει να σημειωθεί ότι, καθώς η νέα τεχνολογία τα τελευταία χρόνια έχει επεκταθεί, περίπου 30.000 μπιστρό έκλεισαν, θύματα, σύμφωνα με το Time ενός «βραχυπρόθεσμου πολιτισμού». (Πράγματι, μπορεί οι λόγοι της ευρέως διαδεδομένης Ευρωπαϊκής αντιπάθειας για το Time να μην είναι εξ ολοκλήρου πολιτικοί, αλλά, ασυνείδητα, να απορρέει από τους συνειρμούς που δημιουργεί ο τίτλος του. To TIME με την ακριβολογία του και το, χωρίς ανάσα, στιλ, του, εξάγει κάτι πολύ περισσότερο από τον Αμερικάνικο Τρόπο Ζωής. Ενσαρκώνει και εξάγει τον Αμερικάνικο Ρυθμό Ζωής).

Η προσδοκία της διάρκειας

Για να κατανοήσουμε γιατί η επιτάχυνση του ρυθμού ζωής μπορεί να αποδείχνει ενοχλητική και αποδιοργανωτική, είναι πολύ σημαντικό να συλλάβουμε την έννοια της «προσδοκίας της διάρκειας».

Η αντίληψη του ανθρώπου για το χρόνο συνδέεται στενά με τους εσωτερικούς του ρυθμούς. Αλλά η αντίδρασή του στο χρόνο βρίσκεται σε αντιστοιχία με την πολιτισμική του τοποθέτηση. Ένα μέρος αυτής της αντιστοιχίας συνίσταται στη δημιουργία μιας σειράς προσδοκιών στο παιδί, σε σχέση με τη διάρκεια των γεγονότων, των λειτουργιών ή των σχέσεων. Πράγματι, ένα απ ’ τα πιο σημαντικά είδη γνώσεων που μεταδίδουμε στο παιδί, είναι η γνώση της διάρκειας των πραγμάτων. Αυτή η γνώση μεταβιβάζεται με αδιόρατους, άτυπους και συχνά μηχανικούς τρόπους. Παρ’ όλ ’ αυτά, χωρίς ένα πλούσιο σύνολο κοινωνικά αποδεκτών προσδοκιών της διάρκειας, κανένα άτομο δε θα μπορούσε να λειτουργήσει κανονικά.

Από τη βρεφική ηλικία το παιδί μαθαίνει, για παράδειγμα, ότι όταν ο μπαμπάς φεύγει το πρωί για τη δουλειά του, αυτό σημαίνει ότι δε θα επιστρέφει πριν περάσουν πολλές ώρες. (Εάν επιστρέφει, κάτι δεν πάει καλά, το πρόγραμμα χάλασε. Το παιδί το διαισθάνεται. Ακόμη και ο σκύλος της οικογένειας —έχοντας κι αυτός αποκτήσει μια σειρά προσδοκιών της διάρκειας— έχει επίγνωση της αλλαγής της ρουτίνας). Το παιδί, πολύ σύντομα, μαθαίνει ότι η ώρα του φαγητού δεν είναι υπόθεση ενός λεπτού, ούτε πέντε ωρών, αλλά ότι συνήθως διαρκεί από δεκαπέντε λεπτά έως μία ώρα. Μαθαίνει ότι ένα φιλμ διαρκεί δύο έως τέσσερις ώρες, αλλά μια επίσκεψη στον παιδίατρο σπάνια ξεπερνά τη μία ώρα. Μαθαίνει ότι η σχολική μέρα συνήθως διαρκεί έξι ώρες και η σχέση του με έναν καθηγητή, ένα σχολικό έτος, αλλά ότι η σχέση του με τον παππού και τη γιαγιά του προορίζεται να είναι πολύ μεγαλύτερης διάρκειας. Πραγματικά, κάποιες σχέσεις προορίζονται να διαρκέσουν μια ολόκληρη ζωή. Η συμπεριφορά των ενηλίκων, ουσιαστικά όλες οι πράξεις μας, από το να ταχυδρομήσουμε ένα γράμμα μέχρι το να κάνουμε έρωτα, υπόκεινται σε συγκεκριμένες, ειπωμένες ή μη, προϋποθέσεις σχετικά με τη διάρκεια.

Αυτές ακριβώς οι προσδοκίες της διάρκειας, διαφορετικές σε κάθε κοινωνία, αλλά από νωρίς διαμορφωμένες και βαθιά ριζωμένες, είναι που κλονίζονται όταν αλλάζει ο ρυθμός της ζωής.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο φαίνεται και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα σ ’ εκείνους που υποφέρουν από τον εντεινόμενο ρυθμό ζωής και σ’ εκείνους που είναι σε θέση να τον αξιοποιήσουν δημιουργικά. Αν ένα άτομο δεν προσαρμόσει τις προσδοκίες του για τη διάρκεια, έτσι ώστε να αντιστοιχούν στη συνεχή επιτάχυνση, είναι πιθανόν να φανταστεί ότι δύο καταστάσεις που, κατά τα άλλα, μοιάζουν μεταξύ τους, ταυτίζονται και ως προς τη διάρκεια. Είναι όμως βέβαιο ότι οι ορισμένες τουλάχιστον καταστάσεις θα συμπτυχθούν χρονικά, σαν αποτέλεσμα της επιταχυντικής ώθησης.

Το άτομο, το οποίο έχει αφομοιώσει την αρχή της επιτάχυνσης -που αισθάνεται, φυσικά και διανοητικά, ότι τα πράγματα στον κόσμο γύρω του κινούνται ταχύτερα— δημιουργεί ένα αυτόματο, ασυνείδητο αντιστάθμισμα της χρονικής σύμπτυξης. Προβλέποντας ότι οι καταστάσεις θα διαρκέσουν λιγότερο, σπάνια παρουσιάζεται απροετοίμαστο ή συγκλονισμένο, σε αντίθεση με το άτομο, που δεν προβλέπει σταθερά τη συνεχή συρρίκνωση της διάρκειας των καταστάσεων, αλλά οι προσδοκίες του για τη διάρκεια είναι στατικές.

Εν ολίγοις, ο ρυθμός της ζωής πρέπει να θεωρείται σαν κάτι περισσότερο από μία τετριμμένη φράση, μια αιτία αστεϊσμών, παραπόνων ή εθνικών καταστολών. Αποτελεί μία ψυχολογική μεταβλητή κρίσιμης σημασίας. Σε προηγούμενες εποχές, όταν οι ρυθμοί της κοινωνικής αλλαγής ήταν αργοί, οι άνθρωποι παρέμεναν ανυποψίαστοι σε σχέση μ ’ αυτή τη μεταβλητή. Καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου ζωής ενός ανθρώπου, ο ρυθμός είναι δυνατόν, σε κάποιο βαθμό, να ποικίλλει, αλλά η επιταχυντική ώθηση τον μεταβάλλει ριζικά. Διότι, ακριβώς μέσα από την επιτάχυνση του ρυθμού ζωής, η αυξημένη ταχύτητα μιας ευρείας επιστημονικής, τεχνολογικής αλλαγής, μετατρέπεται σε δύναμη δύναμη πίεσης στη ζωή του ατόμου. Ένα μεγάλο μέρος της ανθρώπινης συμπεριφοράς, προκαλείται από την έλξη ή τον ανταγωνισμό απέναντι στον ρυθμό ζωής, που επιβάλλεται στο άτομο από την κοινωνία ή από την κοινωνική στην οποία είναι ενταγμένο. Η αποτυχία του να αφομοιώσει αυτή τη γενική αρχή, οφείλεται στην επικίνδυνη ανικανότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και της ψυχολογίας να προετοιμάσουν τους ανθρώπους για τη δημιουργική συμμετοχή τους σε μια υπερ-βιομηχανική κοινωνία.

ΑΛΒΙΝ ΤΟΦΛΕΡ, ΤΟ ΣΟΚ ΤΟΥ ΜΕΛΛΟΝΤΟΣ

IMMANUEL KANT: Η καλή θέληση ως το μοναδικό κριτήριο της έντιμης συμπεριφοράς

Από όλα όσα μπορούν να νοηθούν μέσα στον κόσμο ή και έξω απ’ αυτόν δεν υπάρχει τίποτε άλλο, που να μπορεί να θεωρηθεί ως καλό χωρίς περιορισμό, εκτός από μια καλή θέληση. Ο νους, η οξυδέρκεια, η κριτική ικανότητα και όπως αλλιώς λέγονται τα ταλέντα του πνεύματος, ή το θάρρος, η αποφασιστικότητα, η επιμονή στην απόφαση, ως ιδιότητες της ιδιοσυγκρασίας, είναι αναμφίβολα από πολλές απόψεις καλές και επιθυμητές· μπορούν όμως να γίνουν κι εξαιρετικά κακές και βλαβερές, εάν δεν είναι καλή η θέληση που πρόκειται να τις χρησιμοποιήσει και που μέσα σ’ αυτή την ιδιοτυπία της ονομάζεται χαρακτήρας.

Το ίδιο συμβαίνει και με τις δωρεές της τύχης. Η δύναμη, ο πλούτος, η δόξα, ακόμα και η υγεία, η ευημερία, οι απολαύσεις, και γενικά οτιδήποτε ονομάζεται ευτυχία, εμπνέουν περηφάνια συχνά μάλιστα και έπαρση εάν απουσιάζει η καλή θέληση που θα βάλει μέτρο στην επίδρασή τους πάνω στο πνεύμα, θα υποτάξει τις πράξεις σε ένα γενικό αξίωμα και θα τις εναρμονίσει με τους γενικούς σκοπούς- ένας λογικός και αμερόληπτος θεατής που βλέπει την αδιάκοπη ευημερία ενός όντος, το οποίο δεν είναι κοσμημένο με μια καθαρή και καλή θέληση, δεν μπορεί ποτέ να ευχαριστηθεί- η καλή θέληση φαίνεται λοιπόν να είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για να είναι κανείς άξιος ευτυχίας.

Μερικές ιδιότητες υποβοηθούν αυτή την καλή θέληση και διευκολύνουν το έργο της, ωστόσο δεν έχουν καμιά δική τους απόλυτη αξία, αλλά προϋποθέτουν πάντα μια καλή θέληση- αυτό περιορίζει τη μεγάλη εκτίμηση που δίκαια τρέφουμε γι' αυτές τις ιδιότητες, και δεν τους επιτρέπει να θεωρούνται απόλυτα καλές. Η εγκράτεια στις ορμές και στα πάθη, η αυτοκυριαρχία και η νηφάλια σκέψη δεν είναι μόνο πολλαπλά καλές, αλλά και φαίνονται να αποτελούν ένα μέρος της εσωτερικής αξίας του προσώπου εντούτοις τους λείπουν πολλά για να θεωρηθούν απεριόριστα καλές (όσο και αν τις επαινούσαν οι αρχαίοι). Γιατί χωρίς τα αξιώματα μιας καλής θέλησης αυτές οι ιδιότητες μπορούν να γίνουν εξαιρετικά κακές- η ψυχραιμία ενός κακούργου τον καθιστά όχι μόνο πιο επικίνδυνο, αλλά και πιο αποτρόπαιο στα μάτια μας, από όσο θα τον θεωρούσαμε χωρίς αυτή την ψυχραιμία.

Η καλή θέληση δεν είναι καλή εξαιτίας όσων πετυχαίνει ή δημιουργεί, και ούτε εξαιτίας της ικανότητάς της να πραγματοποιεί έναν προτιθέμενο σκοπό, αλλά μόνο με το ότι θέλει, δηλαδή με το ότι είναι καθ’ εαυτήν καλή- και εάν ιδωθεί καθαυτή, είναι ασύγκριτα πολυτιμότερη από κάθε τι που θα μπορούσε ποτέ η ίδια να πετύχει για να ικανοποιήσει κάποια ροπή, ή έστω ακόμα και όλες μαζί τις ροπές. Αν από κάποια μεγάλη δυσμένεια της τύχης ή από ελαττωματική φυσική διάπλαση έλειπε εντελώς από αυτή τη θέληση η ικανότητα να πετύχει τους σκοπούς της· αν ακόμα και με τις πιο μεγάλες της προσπάθειες δεν κατόρθωνε τίποτα, κι έμενε μόνο η καλή θέληση (όχι βέβαια ως απλή επιθυμία, αλλά ως επιστράτευση όλων των μέσων που βρίσκονται στη διάθεσή μας): ακόμα και τότε η καλή θέληση θα έλαμπε σαν διαμάντι, που έχει μέσα του ολόκληρη την αξία του. Το εάν είναι χρήσιμη ή άκαρπη, δεν μπορεί ούτε να προσθέσει ούτε να αφαιρέσει κάτι από αυτή την αξία.

IMMANUEL KANT, Τα θεμέλια της Μεταφυσικής των ηθών

Εγωκεντρισμός: Η πηγή του προβλήματος

Η υπερβολική ενασχόλησή μας με το εγώ είναι πηγή δυστυχίας, ενώ το ενδιαφέρον για τον άλλον είναι πηγή ευτυχίας. Δεν γνωρίζω τόσα για τον σωματικό πόνο όσα εσύ. Μια μέρα όμως βρισκόμουν στην Μποντ Γκάγια -ο πλέον ιερός τόπος των βουδιστών προσκυνητών-, το μέρος στο οποίο ο Βούδας έλαβε τη φώτιση, για να ξεκινήσω μια σειρά από σημαίνουσες διδασκαλίες.

Είχαν συγκεντρωθεί εκεί περίπου εκατό χιλιάδες άτομα για να με παρακολουθήσουν, όταν ξαφνικά ένιωσα έναν πόνο στο στήθος και άρχισα να ιδρώνω. Τότε δεν ήξεραν ότι ο πόνος οφειλόταν στη χοληδόχο κύστη, και μου δόθηκε εντολή να μεταβώ επειγόντως στο νοσοκομείο. ‘Έπρεπε να φτάσουμε οδικώς στο νοσοκομείο της Πάτνα, πρωτεύουσας της πολιτείας του Μπιχάρ, που βρισκόταν δύο ώρες μακριά. Στη διαδρομή είδαμε απερίγραπτη δυστυχία. Το Μπιχάρ είναι μία από τις φτωχότερες περιοχές της Ινδίας. Από το παράθυρό μου έβλεπα παιδιά ξυπόλυτα που δεν πήγαιναν καν σχολείο. Κοντά στην Πάτνα είδα έναν ηλικιωμένο άνθρωπο σε μια καλύβα, σωριασμένο στο έδαφος. Τα μαλλιά του ήταν ανακατεμένα, φορούσε βρόμικα ρούχα και φαινόταν άρρωστος και μόνος. Έμοιαζε να ψυχορραγούσε. Μέχρι να φτάσουμε στο νοσοκομείο είχα στον νου μου αυτόν τον άνθρωπο, ξεχνώντας τελείως τον δικό μου πόνο. Εστιάζοντας την προσοχή μου σε αυτόν, ενεργοποιήθηκε η συμπόνια και ο πόνος λιγόστεψε. Αυτή είναι η λειτουργία της συμπόνιας, ακόμα και σε σωματικό επίπεδο.

Όπως ορθά αναφέρατε, η πηγή του προβλήματος είναι ο εγωκεντρισμός. Πρέπει να φροντίζουμε τον εαυτό μας χωρίς να μας τυφλώνει ο εγωισμός. Αν δεν φροντίσουμε τον εαυτό μας, δεν μπορούμε να επιβιώσουμε. Πρέπει όμως να έχουμε σώφρονα και όχι ανόητο εγωισμό. Ο ανόητος εγωισμός εκδηλώνεται όταν κάποιος σκέφτεται μόνο τον εαυτό του, δεν ενδιαφέρεται για τους άλλους, παρά τους εκφοβίζει και τους χρησιμοποιεί. Όταν κανείς ενδιαφέρεται και προσφέρει στους άλλους, αναπόφευκτα θα νιώσει χαρά και θα αποκτήσει χαρούμενη ζωή. Αυτός είναι ο σώφρων εγωισμός. «Είσαι σοφός», είπε ο Αρχιεπίσκοπος. «Δεν Θα έλεγα μόνο σώφρων εγωιστής. Είσαι σοφός».

Μια βουδιστική πρακτική άσκηση της νόησης, η λεγόμενη λοτζόνγκ (lojong), είναι θεμελιώδης αρχή στην παράδοση του Δαλάι Λάμα. Όλη αυτή η συζήτησή του με τον Αρχιεπίσκοπο σχετικά με το θέμα του εγωισμού αντικατοπτρίζεται σε ένα σημαντικό κείμενο λοτζόνyκ του δωδέκατου αιώνα: «Όλες οι διδασκαλίες ντάρμα συμφωνούν σε ένα σημείο — στη μείωση του εγωκεντρισμού».

Σύμφωνα με το κείμενο, όταν εστιάζουμε την προσοχή μας στον εαυτό μας, είμαστε καταδικασμένοι στη δυστυχία. «Αναλογίσου ότι όσο επικεντρώνεσαι στη σημαντικότητα του εαυτού σου και κρίνεις πόσο καλός ή κακός είσαι, Θα νιώθεις δυστυχία. Η εμμονή σου να αποκτήσεις αυτά που επιθυμείς και να αποφύγεις όσα δεν θέλεις δεν οδηγεί στην ευτυχία». Εν κατακλείδι, «πάντα να διατηρείς έναν χαρούμενο νου».

Όμως, τι ακριβώς είναι ένας χαρούμενος νους; Ενώ ετοιμαζόμασταν για το ταξίδι, ο Τζίνπα, που έκανε τη μετάφραση και τα σχόλια σε αυτό το παράθεμα, μας εξήγησε ότι η χαρά βρίσκεται μέσα στη φύση του ανθρώπου, γι’ αυτό όλοι μπορούμε να τη συνειδητοποιήσούμε. Η επιθυμία μας για χαρά είναι, κατά κάποιον τρόπο, μια απόπειρα να ανακαλύψουμε την πραγματική κατάσταση του νου μας.

Οι βουδιστές πιστεύουν ότι η χαρά είναι μια φυσική κατάσταση, αλλά η ικανότητα να νιώσουμε χαρά είναι κάτι που μαθαίνεται σαν δεξιότητα. Στη συζήτηση καταλάβαμε ότι πολλά εξαρτώνται από εμάς, από το αν δηλαδή στρέφουμε την προσοχή μας στη δυστυχία μας ή στη δυστυχία των άλλων, στην ξεχωριστή προσωπικότητά μας ή στην αδιαχώριστη σύνδεσή μας με τους άλλους.

 Η καλλιέργεια της χαράς δεν έχει μελετηθεί επιστημονικά με τέτοια λεπτομέρεια όσο η καλλιέργεια της ευτυχίας. Το 1987, οι ψυχολόγοι Φίλιπ Μπρίκμαν, Νταν Κόουτς και Ρόνι Τζανόφ-Μπούλμαν δημοσίευσαν μία σημαντική μελέτη, η οποία δείχνει ότι οι τυχεροί νικητές του Λόττο δεν ήταν σημαντικά πιο χαρούμενοι από κάποια άτομα που έπασχαν από μια μορφή αναπηρίας εξαιτίας ενός ατυχήματος. Από την έρευνα αυτή φαίνεται ότι οι άνθρωποι τείνουν να θέτουν «προδιαγραφές» που καθορίζουν τι είναι γι’ αυτούς ευτυχία στην πορεία της ζωής τους. Με άλλα λόγια, προσαρμοζόμαστε σχεδόν σε κάθε νέα συνθήκη, αλλά αναπόφευκτα λαχταρούμε μια φυσική κατάσταση χαράς.

Σε πρόσφατες μελέτες της, η ψυχολόγος Σόνια Λιουμπομίρσκι υποστηρίζει ότι μόλις το πενήντα τοις εκατό της ευτυχίας μας καθορίζεται από μη μεταβλητούς παράγοντες, όπως τα γονίδια, ο χαρακτήρας ή οι «προδιαθέσεις». Το άλλο μισό καθορίζεται από έναν συνδυασμό παραγόντων, μέρος του οποίου ελέγχουμε ελάχιστα, αλλά και από τις συμπεριφορές και τις πράξεις μας, τις οποίες τελικά ελέγχουμε σε μεγάλο βαθμό. Σύμφωνα με τη Λιουμπομίρσκι, οι τρεις παράγοντες που συμβάλλουν στην αύξηση της χαράς είναι: η ικανότητα να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα με θετικό τρόπο, η ικανότητα να νιώθουμε ευγνωμοσύνη και η ικανότητα να δείχνουμε ευγένεια και γενναιοδωρία. Στη συνέχεια της συζήτησης, θα αποκαλούν πάντα τα στοιχεία αυτά βασικούς πυλώνες της χαράς.

Προσωκρατικοί και Heidegger

Η αλήθεια χτες και σήμερα

§1. Στη φιλοσοφία της ελληνικής αρχαιότητας και πρωτίστως κατά την αρχαϊκή περίοδο, η λέξη αλήθεια αποκτά την πρωταρχική της σημασία, ως ακρυπτότητα ή εκκάλυψη, από την ετυμολογική της προέλευση: στερητικό α + ρίζα ληθ- του λανθάνω (=διαφεύγω την προσοχή κάποιου, μένω απαρατήρητος, κρυφός). Ο Σέξτος Εμπειρικός, πρώτος και μοναδικός ουσιαστικά στην ιστορία της φιλοσοφίας, αναφέρεται ρητά στην εν λόγω σημασία του αληθούς, με βάση την ετυμολογία του:

«ὃθεν καὶ ἀληθὲς φερωνύμως εἰρῆσθαι τὸ μὴ λῆθον τὴν κοινὴν γνώμην [=να γιατί και το αληθές έχει ονομαστεί φερωνύμως αυτό που δεν μένει κρυφό για την κοινή αντίληψη] (Προς Μαθηματικούς 8, 8-9).                              

Μια τέτοια σύλληψη της αλήθειας κατηύθυνε θεμελιωδώς τη σκέψη γύρω από την αλήθεια, κατά την προκλασική κυρίως εποχή, αλλά εξίσου ουσιωδώς επηρέασε και τις ποικίλες θεωρίες της αλήθειας που έχουν αναπτυχθεί έως και σήμερα. Ο Χάιντεγκερ είναι ο κατ’ εξοχήν σύγχρονος φιλόσοφος, που επιχείρησε να κατανοήσει την έννοια της αλήθειας με βάση αυτή την ελληνική σημασία της, ακολουθώντας την ως άνω ετυμολογία, ανεξάρτητα εάν δεν αναφέρεται στην εν λόγω πηγή, είτε γιατί του διέφευγε είτε γιατί δεν το θεωρούσε σκόπιμο. Α-λήθεια, για τον μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο, σημαίνει μη-λήθη, αποκάλυψη, αφαίρεση του πέπλου (Entschleierung). Με τούτο εννοεί αποκάλυψη του Είναι, αφαίρεση του πέπλου, της εργαλειακής σκέψης, των πρό-χειρων [=προ των χειρών] εργαλείων που συσκοτίζουν τη σκέψη του Είναι.

§2. Από την εν λόγω αρχέγονη κατανόηση της αλήθειας, σε επίπεδο γενικής μορφής (δηλαδή ανεξάρτητα από τα εκάστοτε επί μέρους περιεχόμενα), αναδεικνύονται βασικές όψεις της έννοιας της αλήθειας: πρώτα και κύρια, η οντολογική όψη, σύμφωνα με την οποία η αλήθεια ως αποκάλυψη παραπέμπει σε μια κατάσταση πραγμάτων, εξόχως αυθεντική και όχι λιγότερο πραγματική. Κατ’ αυτήν την έννοια, το να λέμε, για παράδειγμα, ότι μιλάμε περί του αληθούς δεν κάνουμε τίποτε άλλο από το να ρίχνουμε άπλετο φως στον κόσμο του αντικειμένου, από το να μην αποκρύπτουμε τίποτα από το εκάστοτε υφιστάμενο πράγμα, έτσι ώστε εκείνος που παρακολουθεί το λόγο ή σχετίζεται με το λέγειν και το διαλέγεσθαι να μην μένει στα σκοτεινά, αλλά να έρχεται σε επαφή με γνώμες, αποφάνσεις, κρίσεις, ερμηνείες κ.λπ., που έχουν μια δυνατή αντικειμενική ισχύ και του επιτρέπουν περαιτέρω να καλλιεργεί έναν όλο και πιο έγκυρο ‒αληθή ερμηνευτικό λόγο. Κατά βάση, εδώ πρόκειται για μια θεωρία της ανταπόκρισης ως προς την αλήθεια (Korrespondenztheorie der Wahrheit), που συστηματοποιήθηκε εν πολλοίς κατά τους νέους χρόνους. Ένα από τα κύρια ερωτήματα αυτής της θεωρίας είναι: πώς μπορεί κανείς να είναι σίγουρος ότι μια απόφανση ή κρίση είναι σωστή; Ο Ξενοφάνης ανέπτυξε έναν σημαντικό προβληματισμό επ’ αυτού, διακρίνοντας τις απλές γνώμες από τη γνώση γύρω από το αληθές/σαφές (Diels-Kranz: Οι Προσωκρατικοί, απ. 34). Όσο αληθείς κι αν είναι οι γνώμες, δεν αποτυπώνουν τη γνώση της αλήθειας. Με αυτό τον τρόπο διατύπωνε την ανάγκη για την ερευνητική οδό της αλήθειας, που απασχόλησε ουσιαστικά τον Παρμενίδη.

§3. Ο Παρμενίδης, κορυφαίος στοχαστής όχι μόνο στον καιρό του, αλλά διαχρονικά, συλλαμβάνει οντολογικά την αλήθεια. Στο φιλοσοφικό του Ποίημα, ένα από τα πιο σημαίνοντα κείμενα της φιλοσοφικής γραμματείας στην ιστορική της συνέχεια, αναζητεί την ουσία της αλήθειας, αλλά και τη δυνατότητα παρ-ουσίας της, μέσα από τη διάκριση ανάμεσα στη δόξα [= δοξασία, γνώμη] και την επιστήμη [=γνώση]. Στο προοίμιο χαρακτηρίζει την αλήθεια ως εὔκυκλο, δηλαδή μπορούμε να τη σκεφτούμε ως έναν ολόκληρο, ολοκληρωμένο και τέλειο κύκλο: ξαναγυρίζουμε στο σημείο, από το οποίο ξεκινήσαμε, αφού διανύσουμε όλο τον κύκλο. Πρόκειται για το δρόμο/την οδό της αλήθειας, που θα πραγματευθεί στο πρώτο μέρος του Ποιήματος, ενώ στο δεύτερο μιλάει για το δρόμο/την οδό της δοξασίας. Η οδός της αλήθειας σχετίζεται με το Είναι, ενώ η οδός της δοξασίας με το μη-Είναι:

Εμπρός λοιπόν, εγώ θα σου μιλώ, κι εσύ, αφού ακούσεις τον λόγο μου, σκέψου ποιοι είναι οι μοναδικοί δρόμοι έρευνας που μπορούμε να σκεφτούμε· ο ένας, πως το Είναι υπάρχει και δεν μπορεί να μην υπάρχει, είναι ο δρόμος της Πειθούς· γιατί ακολουθεί την αλήθεια· ο άλλος όμως πως δεν υπάρχει και πως είναι ανάγκη να μην υπάρχει· αυτό το μονοπάτι, σου λέω, είναι εντελώς απρόσιτο· γιατί ούτε να γνωρίσεις θα μπορούσες το μη ον, κάτι δηλαδή το ανέφικτο· ούτε να το εκφράσεις, να το πεις» (Απόσπασμα Β).

§4. Η αλήθεια συνδέεται με αυτό που αιωνίως είναι και ως τέτοια συνιστά την Ανάγκη, την υποχρεωτική οδό, η οποία όμως δεν είναι προσιτή στον καθένα, αλλά γνωρίζεται μέσα από την ύψιστη μύηση, δηλαδή από την πρόσβαση στη γνώση, ήτοι σοφία, που φυλάσσεται μέσα στο οριοθετημένο, κατ’ αυτόν τον τρόπο, πεδίο της αλήθειας. Μια τέτοια πρόσβαση, ενώ δεν είναι εφικτή με άμεσο τρόπο, τείνει να γίνεται εφικτή ως μεθ-οδική αναζήτηση. Όσοι, επομένως, δεν έχουν ακολουθήσει την ερευνητική οδό της αλήθειας και δεν έχουν μυηθεί στην αναζήτησή της, δεν τους έχει δηλαδή αποκαλυφτεί η αλήθεια, ζουν μέσα στον κόσμο της δοξασίας, της πλάνης, του ψεύδους. Αν ρίξει, για παράδειγμα, μια ματιά κανείς στις κοκορομαχίες των πολιτικών εντός και εκτός κοινοβουλίου, θα κατανοήσει το βάθος και το αληθές της σύλληψης του Παρμενίδη: τα κακαρίσματα των εν λόγω πολιτικών είναι συνειδητά ή μη-συνειδητά πλάσματα σκότους, ψεύδους, πλάνης κ.λπ. Ελαφρά τη καρδία απέχουν από κάθε ερευνητική διάθεση της αλήθειας, γιατί, αν δεν απείχαν, θα έπρεπε να αναιρέσουν την ίδια την ψευδή τους ύπαρξη, ήτοι να αυτοκαταργηθούν. Τούτο σημαίνει περαιτέρω, σύμφωνα με τον Παρμενίδη, πως ανάμεσα στο Είναι και το μη-Είναι, στο ον και το μη-ον, ανάμεσα στον αληθινό και τον φαινομενικό κόσμο υπάρχει αγεφύρωτη αντίθεση. Η αντίθεση τούτη δεν αίρεται παρά μόνο καθιδρύεται ως η απαράβατη και απαραβίαστη αρχή, ως η ανάγκη να δεσπόζει μέσα σε ένα άχρονο παρόν ο πρώτος κόσμος έναντι του δεύυτερου. Κατά ένα παραπλήσιο, αλλά μέσα από τη δική του χαρακτηριστική ερευνητική οδό, ο Χάιντεγκερ δεν ταυτίζει την αλήθεια με κάποια ενύπαρκτη λογικότητα ή οποιαδήποτε παραδοσιακής υφής θεωρία της ανταπόκρισης, αλλά με την ερωτηματική σκέψη: βλέπει τη συγκάλυψη και ερωτά, ερευνά, διερωτάται για την αποκάλυψη. Το ερώτημα, αυτό τούτο, είναι ό,τι δείχνεται και καταδείχνεται ως Είναι εκείθεν της συνήθους υποκειμενικής ‒αντικειμενικής σύμπλεξης, υποκειμένου και αντικειμένου, εκείθεν εν τέλει της ίδιας της αντικειμενικότητας ή εξωτερικότητας. Η αποκάλυψη του Είναι, η αφαίρεση του πέπλου από αυτό ανήκει αποκλειστικά στις δυνατότητες της γλώσσας.

ΠΛΑΤΩΝ: Ἀπολογία Σωκράτους (28d-30c)

Οὕτω γὰρ ἔχει, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τῇ ἀληθείᾳ· οὗ ἄν τις ἑαυτὸν τάξῃ ἡγησάμενος βέλτιστον εἶναι ἢ ὑπ᾽ ἄρχοντος ταχθῇ, ἐνταῦθα δεῖ, ὡς ἐμοὶ δοκεῖ, μένοντα κινδυνεύειν, μηδὲν ὑπολογιζόμενον μήτε θάνατον μήτε ἄλλο μηδὲν πρὸ τοῦ αἰσχροῦ. ἐγὼ οὖν δεινὰ ἂν εἴην εἰργασμένος, ὦ ἄνδρες
[28e] Ἀθηναῖοι, εἰ ὅτε μέν με οἱ ἄρχοντες ἔταττον, οὓς ὑμεῖς εἵλεσθε ἄρχειν μου, καὶ ἐν Ποτειδαίᾳ καὶ ἐν Ἀμφιπόλει καὶ ἐπὶ Δηλίῳ, τότε μὲν οὗ ἐκεῖνοι ἔταττον ἔμενον ὥσπερ καὶ ἄλλος τις καὶ ἐκινδύνευον ἀποθανεῖν, τοῦ δὲ θεοῦ τάττοντος, ὡς ἐγὼ ᾠήθην τε καὶ ὑπέλαβον, φιλοσοφοῦντά με δεῖν ζῆν καὶ ἐξετάζοντα ἐμαυτὸν καὶ τοὺς ἄλλους, ἐνταῦθα δὲ φοβηθεὶς ἢ θάνατον
[29a] ἢ ἄλλ᾽ ὁτιοῦν πρᾶγμα λίποιμι τὴν τάξιν. δεινόν τἂν εἴη, καὶ ὡς ἀληθῶς τότ᾽ ἄν με δικαίως εἰσάγοι τις εἰς δικαστήριον, ὅτι οὐ νομίζω θεοὺς εἶναι ἀπειθῶν τῇ μαντείᾳ καὶ δεδιὼς θάνατον καὶ οἰόμενος σοφὸς εἶναι οὐκ ὤν. τὸ γάρ τοι θάνατον δεδιέναι, ὦ ἄνδρες, οὐδὲν ἄλλο ἐστὶν ἢ δοκεῖν σοφὸν εἶναι μὴ ὄντα· δοκεῖν γὰρ εἰδέναι ἐστὶν ἃ οὐκ οἶδεν. οἶδε μὲν γὰρ οὐδεὶς τὸν θάνατον οὐδ᾽ εἰ τυγχάνει τῷ ἀνθρώπῳ πάντων μέγιστον ὂν τῶν ἀγαθῶν, δεδίασι δ᾽ ὡς εὖ εἰδότες
[29b] ὅτι μέγιστον τῶν κακῶν ἐστι. καίτοι πῶς οὐκ ἀμαθία ἐστὶν αὕτη ἡ ἐπονείδιστος, ἡ τοῦ οἴεσθαι εἰδέναι ἃ οὐκ οἶδεν; ἐγὼ δ᾽, ὦ ἄνδρες, τούτῳ καὶ ἐνταῦθα ἴσως διαφέρω τῶν πολλῶν ἀνθρώπων, καὶ εἰ δή τῳ σοφώτερός του φαίην εἶναι, τούτῳ ἄν, ὅτι οὐκ εἰδὼς ἱκανῶς περὶ τῶν ἐν Ἅιδου οὕτω καὶ οἴομαι οὐκ εἰδέναι· τὸ δὲ ἀδικεῖν καὶ ἀπειθεῖν τῷ βελτίονι καὶ θεῷ καὶ ἀνθρώπῳ, ὅτι κακὸν καὶ αἰσχρόν ἐστιν οἶδα. πρὸ οὖν τῶν κακῶν ὧν οἶδα ὅτι κακά ἐστιν, ἃ μὴ οἶδα εἰ καὶ ἀγαθὰ ὄντα τυγχάνει οὐδέποτε φοβήσομαι οὐδὲ φεύξομαι· ὥστε οὐδ᾽ εἴ
[29c] με νῦν ὑμεῖς ἀφίετε Ἀνύτῳ ἀπιστήσαντες, ὃς ἔφη ἢ τὴν ἀρχὴν οὐ δεῖν ἐμὲ δεῦρο εἰσελθεῖν ἤ, ἐπειδὴ εἰσῆλθον, οὐχ οἷόν τ᾽ εἶναι τὸ μὴ ἀποκτεῖναί με, λέγων πρὸς ὑμᾶς ὡς εἰ διαφευξοίμην ἤδη [ἂν] ὑμῶν οἱ ὑεῖς ἐπιτηδεύοντες ἃ Σωκράτης διδάσκει πάντες παντάπασι διαφθαρήσονται, —εἴ μοι πρὸς ταῦτα εἴποιτε· «Ὦ Σώκρατες, νῦν μὲν Ἀνύτῳ οὐ πεισόμεθα ἀλλ᾽ ἀφίεμέν σε, ἐπὶ τούτῳ μέντοι, ἐφ᾽ ᾧτε μηκέτι ἐν ταύτῃ τῇ ζητήσει διατρίβειν μηδὲ φιλοσοφεῖν· ἐὰν δὲ
[29d] ἁλῷς ἔτι τοῦτο πράττων, ἀποθανῇ»— εἰ οὖν με, ὅπερ εἶπον, ἐπὶ τούτοις ἀφίοιτε, εἴποιμ᾽ ἂν ὑμῖν ὅτι «Ἐγὼ ὑμᾶς, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἀσπάζομαι μὲν καὶ φιλῶ, πείσομαι δὲ μᾶλλον τῷ θεῷ ἢ ὑμῖν, καὶ ἕωσπερ ἂν ἐμπνέω καὶ οἷός τε ὦ, οὐ μὴ παύσωμαι φιλοσοφῶν καὶ ὑμῖν παρακελευόμενός τε καὶ ἐνδεικνύμενος ὅτῳ ἂν ἀεὶ ἐντυγχάνω ὑμῶν, λέγων οἷάπερ εἴωθα, ὅτι “Ὦ ἄριστε ἀνδρῶν, Ἀθηναῖος ὤν, πόλεως τῆς μεγίστης καὶ εὐδοκιμωτάτης εἰς σοφίαν καὶ ἰσχύν, χρημάτων μὲν οὐκ αἰσχύνῃ ἐπιμελούμενος ὅπως σοι ἔσται ὡς πλεῖστα, 
[29e] καὶ δόξης καὶ τιμῆς, φρονήσεως δὲ καὶ ἀληθείας καὶ τῆς ψυχῆς ὅπως ὡς βελτίστη ἔσται οὐκ ἐπιμελῇ οὐδὲ φροντίζεις;” καὶ ἐάν τις ὑμῶν ἀμφισβητήσῃ καὶ φῇ ἐπιμελεῖσθαι, οὐκ εὐθὺς ἀφήσω αὐτὸν οὐδ᾽ ἄπειμι, ἀλλ᾽ ἐρήσομαι αὐτὸν καὶ ἐξετάσω καὶ ἐλέγξω, καὶ ἐάν μοι μὴ δοκῇ κεκτῆσθαι ἀρετήν, 
[30a] φάναι δέ, ὀνειδιῶ ὅτι τὰ πλείστου ἄξια περὶ ἐλαχίστου ποιεῖται, τὰ δὲ φαυλότερα περὶ πλείονος. ταῦτα καὶ νεωτέρῳ καὶ πρεσβυτέρῳ ὅτῳ ἂν ἐντυγχάνω ποιήσω, καὶ ξένῳ καὶ ἀστῷ, μᾶλλον δὲ τοῖς ἀστοῖς, ὅσῳ μου ἐγγυτέρω ἐστὲ γένει. ταῦτα γὰρ κελεύει ὁ θεός, εὖ ἴστε, καὶ ἐγὼ οἴομαι οὐδέν πω ὑμῖν μεῖζον ἀγαθὸν γενέσθαι ἐν τῇ πόλει ἢ τὴν ἐμὴν τῷ θεῷ ὑπηρεσίαν. οὐδὲν γὰρ ἄλλο πράττων ἐγὼ περιέρχομαι ἢ πείθων ὑμῶν καὶ νεωτέρους καὶ πρεσβυτέρους μήτε σωμάτων
[30b] ἐπιμελεῖσθαι μήτε χρημάτων πρότερον μηδὲ οὕτω σφόδρα ὡς τῆς ψυχῆς ὅπως ὡς ἀρίστη ἔσται, λέγων ὅτι “Οὐκ ἐκ χρημάτων ἀρετὴ γίγνεται, ἀλλ᾽ ἐξ ἀρετῆς χρήματα καὶ τὰ ἄλλα ἀγαθὰ τοῖς ἀνθρώποις ἅπαντα καὶ ἰδίᾳ καὶ δημοσίᾳ.” εἰ μὲν οὖν ταῦτα λέγων διαφθείρω τοὺς νέους, ταῦτ᾽ ἂν εἴη βλαβερά· εἰ δέ τίς μέ φησιν ἄλλα λέγειν ἢ ταῦτα, οὐδὲν λέγει. πρὸς ταῦτα,» φαίην ἄν, «ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἢ πείθεσθε Ἀνύτῳ ἢ μή, καὶ ἢ ἀφίετέ με ἢ μή, ὡς ἐμοῦ οὐκ
[30c] ἂν ποιήσαντος ἄλλα, οὐδ᾽ εἰ μέλλω πολλάκις τεθνάναι».

***
Παράξενο πράγμα θα είχα κάνει, ω άνδρες
[28e] Αθηναίοι, αν, όταν οι άρχοντες που εσείς εκλέξατε να με κυβερνούν με τοποθέτησαν στην Ποτίδαια και στην Αμφίπολη και στο Δήλιο, έμενα τότε σαν όλους τους άλλους στη θέση μου και κινδύνευα να σκοτωθώ, όταν όμως μ᾽ έβαλε ο θεός σε μια θέση, όπως εγώ ενόμισα και είχα την ιδέα να περάσω τη ζωή μου, δηλαδή με τη φιλοσοφία και την εξέταση του εαυτού μου και των άλλων, να φοβηθώ τον θάνατο
[29a] ή ό,τι άλλο και ν᾽ αφήσω τη θέση μου. Βέβαια αυτό θα ήτανε το παράξενο και τότε ίσα ίσα έπρεπε να με στείλουν στο δικαστήριο, πως δεν πιστεύω στην ύπαρξη των θεών, αφού παρακούω τη μαντεία και φοβούμαι τον θάνατο και νομίζω πως είμαι σοφός χωρίς να είμαι. Γιατί το να φοβάται κανένας τον θάνατο, ω άνδρες Αθηναίοι, δεν είναι άλλο τίποτε παρά να νομίζει πως είναι σοφός χωρίς να είναι· γιατί θα πει ότι υποθέτει πως γνωρίζει εκείνα που δεν ξέρει. Γιατί κανένας δεν ξέρει τί είναι ο θάνατος, ούτε αν είναι το μεγαλύτερο καλό για τους ανθρώπους· και το φοβούνται όλοι σαν να γνωρίζουν καλά
[29b] πως είναι το μεγαλύτερο κακό. Και πώς; Δεν είναι αυτό η πιο ντροπιασμένη αμάθεια να νομίζει κανένας πως γνωρίζει εκείνα που δεν ξέρει; Εγώ όμως, ω άνδρες Αθηναίοι, και σε τούτο εδώ διαφέρω από τους περισσότερους ανθρώπους και, αν λέω πως είμαι σοφότερος από έναν άλλον σε κάτι, είναι σ᾽ αυτό: ότι αφού δεν ξέρω αρκετά για τα πράγματα του Άδη, έτσι και το νομίζω πως δεν ξέρω. Αλλά να είμαι άδικος και να παρακούω τον καλύτερό μου, είτε θεόν είτε άνθρωπο, ξέρω πως είναι κακό και ντροπιασμένο. Μπροστά στα κακά λοιπόν, που τα ξέρω πως είναι κακά, εκείνα που δεν ξέρω αν είναι καλά δεν θα τα φοβηθώ καθόλου ποτέ, ούτε θα τ᾽ αποφύγω· ώστε και αν
[29c] τώρα εσείς με αθωώσετε και δεν πεισθείτε στον Άνυτο, που είπε πως ή δεν έπρεπε εξαρχής να σταλώ στο δικαστήριο ή, αφού ήλθα εδώ, δεν είναι δυνατό πια να μην καταδικασθώ σε θάνατο και πως, αν ξεφύγω, τα παιδιά σας, καταγινόμενα με τη διδασκαλία του Σωκράτη, θα διαφθαρούν όλα πέρα πέρα, αν μου πείτε τώρα, λέγω, ύστερ᾽ απ᾽ αυτά: «Σωκράτη, εμείς δεν θα πιστεύσουμε τον Άνυτο, αλλά σε αθωώνουμε, με τη συμφωνία όμως να μην καταγίνεσαι πια σ᾽ αυτά τα ζητήματα, μήτε να φιλοσοφείς· κι αν
[29d] σε πιάσουμε να ξανακάνεις τα ίδια, θα καταδικασθείς σε θάνατο», αν λοιπόν, όπως είπα, με τέτοια συμφωνία με αθωώσετε, θα σας πω ότι εγώ, ω άνδρες Αθηναίοι, σας εκτιμώ και σας αγαπώ, θ᾽ ακούσω όμως περισσότερο τον θεό από σας, και, όσο έχω πνοή και είμαι δυνατός, δεν θα παύσω να φιλοσοφώ και να σας συμβουλεύω, με όποιον κι αν βρεθώ, και να σας λέω εκείνα που συνήθισα, δηλαδή: Ω άνθρωπε, καλύτερε απ᾽ όλους, που είσαι Αθηναίος, από την πόλη τη μεγαλύτερη και πιο ξακουσμένη και στη σοφία και στη δύναμη, δεν ντρέπεσαι να φροντίζεις για χρήματα, με τί τρόπο ν᾽ αποκτήσεις περισσότερα,
[29e] και για την υπόληψη και την τιμή, για την φρόνηση και την αλήθεια και για την ψυχή σου, πώς να την καλυτερεύσεις, δεν καταγίνεσαι και δεν φροντίζεις καθόλου; Και αν κανένας από σας αμφισβητήσει και πει πως φροντίζει, δεν θα τον αφήσω και δεν θα φύγω, αλλά θα τον ρωτήσω και θα τον εξετάσω και θα τον εξελέγξω και, αν μου φανεί πως δεν έχει στ᾽ αλήθεια αυτή την αρετή,
[30a] παρά μόνο με τα λόγια, θα τον περιγελάσω, γιατί τόσο λίγο φροντίζει για κείνα που αξίζουν πολύ και τόσο πολύ για τα πιο τιποτένια. Αυτό θα κάνω σε όποιον συντύχω, είτε νεότερον είτε γεροντότερο, και ξένο και ντόπιο, και περισσότερο στους ντόπιους, γιατί περισσότερο συγγενεύετε μαζί μου. Γιατί αυτά προστάζει ο θεός, ξέρετέ το καλά. Κι εγώ φαντάζομαι πως δεν έγινε ακόμη μεγαλύτερο καλό σε σας και στην πολιτεία, από την υπηρεσία μου αυτή προς τον θεό. Γιατί εγώ τίποτε άλλο δεν κάνω, καθώς τριγυρίζω παντού, παρά να σας πείθω, νέους και γέρους, μήτε για τα σώματά σας
[30b] να φροντίζετε, μήτε για χρήματα πρώτα πρώτα και με τόσο ζήλο, όσο για την ψυχή σας, πώς να την κάμετε καλύτερη, λέγοντάς σας πως τα χρήματα δεν κάνουν την αρετή αλλά η αρετή τα χρήματα και όλα τα άλλα καλά των ανθρώπων και στην ιδιωτική ζωή και στη δημόσια. Αν λοιπόν, λέγοντας αυτά, διαφθείρω τους νέους, τότε αυτά που λέω θα ήσαν βλαβερά· και αν μου πει κανένας πως δεν λέω αυτά μα άλλα, δεν λέει τίποτε. Σε τέτοια λόγια θα έλεγα, ω άνδρες Αθηναίοι: Ή ακούσετε τον Άνυτο ή δεν τον ακούσετε, ή με αθωώσετε ή δεν με αθωώσετε, εγώ δεν
[30c] θα κάμω άλλο πράγμα απ᾽ αυτό που κάνω, και αν μου μέλλεται να πεθάνω, όχι μία φορά μα και πολλές.