Τετάρτη 20 Μαΐου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡλέκτρα (596-645)

ΟΡ. εἶἑν· φίλας μὲν ἡδονὰς ἀσπασμάτων
ἔχω, χρόνωι δὲ καὖθις αὐτὰ δώσομεν.
σὺ δ᾽, ὦ γεραιέ, καίριος γὰρ ἤλυθες,
λέξον, τί δρῶν ἂν φονέα τεισαίμην πατρὸς
600 μητέρα τε ‹τὴν› κοινωνὸν ἀνοσίων γάμων;
ἔστιν τί μοι κατ᾽ Ἄργος εὐμενὲς φίλων;
ἢ πάντ᾽ ἀνεσκευάσμεθ᾽, ὥσπερ αἱ τύχαι;
τῶι ξυγγένωμαι; νύχιος ἢ καθ᾽ ἡμέραν;
ποίαν ὁδὸν τραπώμεθ᾽ εἰς ἐχθροὺς ἐμούς;
605 ΠΡ. ὦ τέκνον, οὐδεὶς δυστυχοῦντί σοι φίλος.
εὕρημα γάρ τοι χρῆμα γίγνεται τόδε,
κοινῆι μετασχεῖν τἀγαθοῦ καὶ τοῦ κακοῦ.
σὺ δ᾽ (ἐκ βάθρων γὰρ πᾶς ἀνήιρησαι φίλοις
οὐδ᾽ ἐλλέλοιπας ἐλπίδ᾽) ἴσθι μου κλύων·
610 ἐν χειρὶ τῆι σῆι πάντ᾽ ἔχεις καὶ τῆι τύχηι,
πατρῶιον οἶκον καὶ πόλιν λαβεῖν σέθεν.
ΟΡ. τί δῆτα δρῶντες τοῦδ᾽ ἂν ἐξικοίμεθα;
ΠΡ. κτανὼν Θυέστου παῖδα σήν τε μητέρα.
ΟΡ. ἥκω ᾽πὶ τόνδε στέφανον· ἀλλὰ πῶς λάβω;
615 ΠΡ. τειχέων μὲν ἐλθὼν ἐντὸς οὐδ᾽ ἂν εἰ θέλοις.
ΟΡ. φρουραῖς κέκασται δεξιαῖς τε δορυφόρων;
ΠΡ. ἔγνως· φοβεῖται γάρ σε κοὐχ εὕδει σαφῶς.
ΟΡ. εἶἑν· σὺ δὴ τοὐνθένδε βούλευσον, γέρον.
ΠΡ. τἄμ᾽ οὖν ἄκουσον· ἄρτι γάρ μ᾽ ἐσῆλθέ τι.
620 ΟΡ. ἐσθλόν τι μηνύσειας, αἰσθοίμην δ᾽ ἐγώ.
ΠΡ. Αἴγισθον εἶδον, ἡνίχ᾽ εἷρπον ἐνθάδε.
ΟΡ. προσηκάμην τὸ ῥηθέν. ἐν ποίοις τόποις;
ΠΡ. ἀγρῶν πέλας τῶνδ᾽, ἱπποφορβίων ἔπι.
ΟΡ. τί δρῶνθ᾽; ὁρῶ γὰρ ἐλπίδ᾽ ἐξ ἀμηχάνων.
625 ΠΡ. Νύμφαις ἐπόρσυν᾽ ἔροτιν, ὡς ἔδοξέ μοι.
ΟΡ. τροφεῖα παίδων ἢ πρὸ μέλλοντος τόκου;
ΠΡ. οὐκ οἶδα πλὴν ἕν· βουσφαγεῖν ὡπλίζετο.
ΟΡ. πόσων μετ᾽ ἀνδρῶν; ἢ μόνος δμώων μέτα;
ΠΡ. οὐδεὶς παρῆν Ἀργεῖος, οἰκεία δὲ χείρ.
630 ΟΡ. οὔ πού τις ὅστις γνωριεῖ μ᾽ ἰδών, γέρον;
ΠΡ. δμῶες μέν εἰσιν, οἳ σέ γ᾽ οὐκ εἶδόν ποτε.
ΟΡ. ἡμῖν ἂν εἶεν, εἰ κρατοῖμεν, εὐμενεῖς;
ΠΡ. δούλων γὰρ ἴδιον τοῦτο, σοὶ δὲ σύμφορον.
ΟΡ. πῶς οὖν ἂν αὐτῶι πλησιασθείην ποτέ;
635 ΠΡ. στείχων ὅθεν σε βουθυτῶν ἐσόψεται.
ΟΡ. ὁδὸν παρ᾽ αὐτήν, ὡς ἔοικ᾽, ἀγροὺς ἔχει.
ΠΡ. ὅθεν ‹γ᾽› ἰδών σε δαιτὶ κοινωνὸν καλεῖ.
ΟΡ. πικρόν γε συνθοινάτορ᾽, ἢν θεὸς θέληι.
ΠΡ. τοὐνθένδε πρὸς τὸ πῖπτον αὐτὸς ἐννόει.
640 ΟΡ. καλῶς ἔλεξας. ἡ τεκοῦσα δ᾽ ἐστὶ ποῦ;
ΠΡ. Ἄργει· παρέσται δ᾽ οὖν πόσει θοίνην ἔπι.
ΟΡ. τί δ᾽ οὐχ ἅμ᾽ ἐξωρμᾶτ᾽ ἐμὴ μήτηρ πόσει;
ΠΡ. ψόγον τρέμουσα δημοτῶν ἐλείπετο.
ΟΡ. ξυνῆχ᾽· ὕποπτος οὖσα γιγνώσκει πόλει.
645 ΠΡ. τοιαῦτα· μισεῖται γὰρ ἀνόσιος γυνή.

***
ΟΡΕ. Καλά· τη ζεστασιά της αγκαλιάς σου
τη γεύτηκα και θα ᾽χω ύστερα πάλι
καιρό να στην ανταποδώσω. Γέρο, πες μου
—ήρθες στην ώρα— πώς θα τιμωρήσω
τον φονιά του γονιού μου και τη μάνα,
600 που τέτοιο ανόσιο έχει κάνει γάμο;
Υπάρχουν τάχα μες στο Άργος φίλοι
που μ᾽ αγαπούν; Ή όλα είναι χαμένα
όπως κι η τύχη μας; Ποιόν ν᾽ ανταμώσω;
Νύχτα να πάω ή μέρα; Και ποιό δρόμο
θα πάρω τους εχθρούς μου να χτυπήσω;
ΓΕΡ. Κανείς δεν είναι φίλος σου, παιδί μου,
τώρα που δυστυχάς. Ανέλπιστο είναι
σύντροφος να βρεθεί πιστός σε λύπες
και σε χαρές. Κι εσύ χαμένος είσαι
για τους δικούς σου ολότελα κι ελπίδα
δεν άφησες — άκου με που το λέω.
Τα πάντα τώρα κρέμονται απ᾽ την τύχη
610 και το δικό σου χέρι, να κερδίσεις
το πατρικό παλάτι και τη χώρα.
ΟΡΕ. Και πώς λοιπόν αυτό θα το πετύχω;
ΓΕΡ. Τον Αίγισθο άμα σφάξεις και τη μάνα σου.
ΟΡΕ. Γι᾽ αυτήν ήρθα τη δόξα· πώς θα την κερδίσω;
ΓΕΡ. Αν μπεις στο κάστρο, τίποτα δεν κάνεις.
ΟΡΕ. Έχει πολλούς φρουρούς κι αρματωμένους;
ΓΕΡ. Ναι, σε φοβάται κι ύπνος δεν τον πιάνει.
ΟΡΕ. Καλά· γέροντα, σκέψου εσύ τα παρακάτω.
ΓΕΡ. Άκουσε· μου ᾽ρθε στο μυαλό μια σκέψη.
620 ΟΡΕ. Να ᾽ναι καλή κι εγώ θα την ακούσω.
ΓΕΡ. Είδα τον Αίγισθο καθώς ερχόμουν.
ΟΡΕ. Χαρά μού φέρνει αυτό. Και πού τον είδες;
ΓΕΡ. Νά, στα χωράφια εκεί που βόσκουν τ᾽ άλογά του.
ΟΡΕ. Και τί έκανε; Μες απ᾽ τις δυσκολίες
κάποιαν ελπίδα ξεχωρίζω.
ΓΕΡ. Ετοίμαζε, θαρρώ, γιορτή στις Νύμφες.
ΟΡΕ. Για τα παιδιά του ή για κείνο που θα κάνει;
ΓΕΡ. Δεν ξέρω πάρεξ τούτο· θα θυσίαζε ταύρο.
ΟΡΕ. Με πόσους άλλους ή μονάχα με τους σκλάβους;
ΓΕΡ. Αργείος κανένας, μόνο οι δούλοι.
630 ΟΡΕ. Κι αν θα με δει κανείς, θα με γνωρίσει, γέρο;
ΓΕΡ. Υπάρχουν σκλάβοι, μα ποτέ δε σε είδαν.
ΟΡΕ. Άμα νικήσω, θα ᾽ρθουνε μαζί μου;
ΓΕΡ. Ναι, έτσι ᾽ναι οι δούλοι, μα και σε συμφέρει.
ΟΡΕ. Πώς θα μπορούσα να τονε ζυγώσω;
ΓΕΡ. Περνώντας από κει όταν θυσιάζει.
ΟΡΕ. Έχει, θαρρώ, δίπλα στον δρόμο τα χωράφια;
ΓΕΡ. Μόλις σε δει, θα σε καλέσει στο τραπέζι.
ΟΡΕ. Πικρό του βέβαια ομοτράπεζο,
αν ο θεός το θέλει.
ΓΕΡ. Για τ᾽ άλλα σκέψου, κι όπως έρθει η τύχη.
640 ΟΡΕ. Σωστά. Κι η μάνα μου πού είναι τώρα;
ΓΕΡ. Στ᾽ Άργος· θα πάει στο τραπέζι όταν θα πίνουν.
ΟΡΕ. Γιατί τάχα δεν βγήκε με τον άντρα της;
ΓΕΡ. Του κόσμου την καταλαλιά φοβάται.
ΟΡΕ. Το ξέρω· με συμπάθεια δεν τη βλέπουν.
ΓΕΡ. Σωστά· όλοι μισούν την άνομη γυναίκα.

Μελέτες για την Αρχαία Μακεδονία, H περιοχή του μακεδονικού Ολύμπου

Εισαγωγή

Ο δρόμος προς το θαύμα της κλασικής αρχαιότητας ξεκίνησε με μία ιστορική καταστροφή: την κατάρρευση της κεντρικής εξουσίας των μυκηναϊκών ανακτόρων γύρω στο 1200 π.Χ. Ως το 1100, η μνημειακή αρχιτεκτονική και οι μεγαλόπρεπες ταφές της άρχουσας τάξης, οι Τέχνες και οι τεχνικές, η Γραμμική Β γραφή, οι κοινωνικές και οι πολιτικές δομές των συγκεντρωτικών και γραφειοκρατικών θεσμών, όλα τα μεγάλα επιτεύγματα της Ύστερης Εποχής του Χαλκού αργά ή γρήγορα ξεθώριασαν και χάθηκαν. Έγιναν μεγαλεία παλιά, τελειωμένα, ζωντανά μόνο στη φαντασία των καθημερινών ανθρώπων και το τραγούδι των ραψωδών. Ο τόπος έμεινε εσωστρεφής, φτωχός και απομονωμένος, τουλάχιστον μέχρι τον 10ο αιώνα π.Χ.
 
Παρά τις κάποιες διαφοροποιήσεις που έχουν σημειωθεί,[1] την αρχαιολογική εικόνα σφραγίζει μία δυσερμήνευτη αλλαγή πορείας από το παρελθόν και ένας καινούριος δρόμος, σκοτεινός για μας και δύσκολος για εκείνους, καθοριστικής όμως σημασίας για τους επόμενους αιώνες και για την ευρωπαϊκή ιστορία γενικότερα. Ένας δρόμος που στα πρώτα του βήματα κυριαρχεί η εσωστρέφεια και η απομόνωση, η συρρίκνωση της οικονομίας σε γεωργία, κτηνοτροφία και βιοτεχνία των άμεσων αναγκών και με οικογενειακό χαρακτήρα, οι ομαδικές μεταναστεύσεις και ο δημογραφικός μαρασμός, άλλοι τύποι ρούχων, άλλοι τύποι τάφων και σπιτιών και άλλος χαρακτήρας του υλικού πολιτισμού γενικότερα. Άγνωστη είναι η αιτία της αλλαγής που προκάλεσε την απομόνωση και τον οικονομικό μαρασμό αυτών των χρόνων. Ίσως να οφείλεται στις μετά τα Τρωικά κοινωνικές ταραχές και τις μετατοπίσεις των ελληνικών λαών που αναφέρουν ο Θουκυδίδης αλλά και το σύνολο της αρχαιοελληνικής γραμματείας, όχι όμως και το σύνολο της νεώτερης αρχαιογνωστικής έρευνας:
 
«Μετά τα Τρωικά, στην Ελλάδα εξακολουθούσαν οι μεταναστεύσεις και οι μετοικήσεις και ο τόπος δεν μπορούσε να ησυχάσει και να προοδεύσει. Η μακροχρόνια απουσία των Ελλήνων στην Τροία προκάλεσε πολλές αναστατώσεις και επαναστάσεις και οι εκπίπτοντες από τις στάσεις έκτιζαν τις πόλεις. Εξήντα χρόνια μετά την άλωση της Τροίας, οι Βοιωτοί της Άρνης διώχτηκαν από τους Θεσσαλούς και εγκαταστάθηκαν στη γη που σήμερα λέγεται Βοιωτία και τότε ονομαζόταν Καδμηίδα…
Ογδόντα χρόνια μετά την άλωση, οι Δωριείς μαζί με τους Ηρακλείδες κατέκτησαν την Πελοπόννησο. Πολύς καιρός έπρεπε να περάσει για να ησυχάσει η Ελλάδα από τις μετακινήσεις και να στείλει αποικίες, όπως έκανε η Αθήνα στην Ιωνία και τα νησιά και οι Πελοποννήσιοι στην Ιταλία και την Σικελία…» Θουκυδίδης 1, 12[2]
 
Ίσως πάλι, κλιματολογικοί και άλλοι φυσικοί παράγοντες να προκάλεσαν καταστροφές στην αγροτική οικονομία,[3] ή να αποκόπηκαν οι επικοινωνίες και να νέκρωσε το εμπόριο καθώς και η οικονομία γενικότερα, από τη δραστηριότητα των θαλασσινών λαών στις ελληνικές θάλασσες,[4] όπως και στην Ανατολή και την Αίγυπτο. Ίσως τέλος, η αλλαγή να οφείλεται σε όλους τους παραπάνω λόγους και σε άλλους που σήμερα δεν γνωρίζουμε.
 
Οι περισσότεροι οικισμοί φαίνεται πως ήταν μικροί, ευρύχωροι και αραιοκατοικημένοι, αλλά υπάρχει και η άποψη ότι μερικά παλιότερα κέντρα εξακολούθησαν να έχουν ιεραρχημένες κοινωνίες των 500, 1000, και 2.000 κατοίκων.[5] Σημαντικότερα γνωστά ελληνικά κέντρα στην Ελλάδα ήταν μεταξύ άλλων η Αθήνα και η Εύβοια, η οποία από τον 10ο αιώνα άνοιξε καινούριους δρόμους, απέκτησε σχέσεις με την Ανατολή και συνέβαλε στην έξοδο της Αιγαιακής Ελλάδας από την απομόνωση και τον μαρασμό.
 
Η νέα εποχή που ανέτειλε και επρόκειτο σταδιακά να οδηγήσει την Ελλάδα στη μεγάλη της αναγέννηση, ονομάζεται «Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου» επειδή η τεχνογνωσία του σιδήρου αντικατέστησε τον χαλκό για την κατασκευή όπλων και εργαλείων. Λίγα είναι δυστυχώς τα αρχαιολογικά ευρήματα από τα πρώτα χρόνια της νέας εποχής, κυρίως από τα νεκροταφεία, γι' αυτό και συχνά χαρακτηρίζεται ως «Σκοτεινή». Ονομάζεται και «Πρωτογεωμετρική» και στη συνέχεια «Γεωμετρική», επειδή ξεκινώντας από την ιωνική Αθήνα, τα ανεικονικά γεωμετρικά συστήματα έγιναν κύριος τρόπος της διακόσμησης στα πήλινα αγγεία, τα αντικείμενα δηλαδή που υπομνηματίζουν τις αρχαιολογικές ανασκαφές και την ιστορία της αρχαιότητας. Τα καθημερινά αυτά ευρήματα που συνόδευαν τους απλούς ανθρώπους στην προσωπική τους ζωή, αποτέλεσαν τότε μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις που διαδέχθηκαν ομαλά την παλιά τους παράδοση σε μία καινούρια εξέλιξη. Εκτός από την αρχαιολογία, πληροφορίες για την εποχή είναι δυνατόν να ανιχνευθούν και από τα ποιήματα του Ομήρου (που φαίνεται να έζησε τον 8ο αιώνα π.Χ.) παράλληλα με τις αναμνήσεις της παλιότερης, της μυκηναϊκής εποχής, τις οποίες αφηγούνται.
 
Την κοινωνία της νέας εποχής αποτελούσαν οι άριστοι, δηλαδή οι ευγενείς, και ο απλός λαός, ενώ το κενό της κεντρικής εξουσίας που δημιουργήθηκε με την πτώση των μυκηναϊκών ανακτόρων, σταδιακά θα πρέπει να καλύφθηκε από μία μεγαλύτερη βάση: αρχικά τους ηγέτες-βασιλείς των τοπικών φυλετικών κοινωνιών, και αργότερα από μία ακόμη μεγαλύτερη βάση, δηλαδή τους άρχοντες-ευγενείς των κοινωνιών αυτών (τοπικά βασιλικά και αριστοκρατικά πολιτεύματα).
 
Τα σπίτια των ανθρώπων ήταν ελεύθερα στον περιβάλλοντα χώρο, συνήθως μονόχωρα, με σχήμα ωοειδές ή αψιδωτό και σπανιότερα κυκλικό, ο τύπος δηλαδή του σπιτιού που θεωρείται συχνά ως η επιβίωση μιας αρχικής κλαδόπλεκτης καλύβας. Οι τοίχοι των μονιμότερων κατασκευών κτίζονταν πάνω σε λίθινη κρηπίδα, συνήθως με άψητα πλιθιά αλλά και με κλαδιά πλεγμένα με πηλό, σπανιότερα με μικρούς ακατέργαστους λίθους χωρίς συνδετικό υλικό. Είχαν στέγες δίρριχτες με ξύλινο σκελετό και «λαχνήεντα όροφο», δηλαδή με φυλλώματα, όπως το σάλωμα της Σαρακατσάνικης καλύβας. Χτιστά θρανία περιέτρεχαν τους εσωτερικούς τοίχους των σπιτιών και είχαν πολλαπλές χρήσεις. Συνήθως υπήρχαν μικρές εστίες για το μαγείρεμα και τη θέρμανση. Όλες οι δραστηριότητες του σπιτιού φαίνεται να συνέβαιναν σε τέτοια μονόχωρα κτίρια, πιθανόν και σε πρόχειρους χώρους που δεν άφησαν υπολείμματα. Μερικές φορές ένα μεγαλύτερο σπίτι κυριαρχούσε στον οικισμό και θεωρείται ότι ήταν η κατοικία του αρχηγού.
 
Η πολιτιστική ανάκαμψη και η αποκατάσταση των σχέσεων με την Ανατολή, που άρχισε να παρατηρείται στον 10ο και τον 9ο αιώνα, ακολούθησε στον 8ο αυτό που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως η αρχαία Ελληνική Αναγέννηση. Χαρακτηριστικά της εποχής ήταν η αύξηση της αγροτικής παραγωγής και οι μονιμότερες εγκαταστάσεις, η δημογραφική ανάκαμψη και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, οι έντονες εμπορικές επαφές με την Ανατολή και με τη Δύση, η διασπορά εμπορικών πρακτορείων και αποικιών, η υιοθέτηση του φοινικικού αλφαβήτου και η δημιουργία και εκλαΐκευση του πρώτου φωνητικού αλφαβήτου (αρχικά ίσως από τους Ευβοείς υπερπόντιους ταξιδιώτες), ο Ποιητής Όμηρος, η επανεμφάνιση των εικονιστικών παραστάσεων, η μεγάλη Τέχνη, οι Ολυμπιακοί Αγώνες και τα νέα ιερά, πανελλήνια και μη, με πλήθος αναθημάτων. Αυτή η εποχή πιθανόν να σηματοδοτεί και την πρώτη ευρεία διάδοση του ονόματος «Έλληνες» για τους λαούς που κατοικούσαν στον τόπο μας, αφού μέχρι και τον Όμηρο οι όροι Έλλην και Ελλάς δεν είχαν ακόμη αποκτήσει το περιεχόμενο που κατείχαν την κλασική εποχή και αργότερα:
 
«Μου φαίνεται πως ούτε το σημερινό της όνομα είχε ακόμη η Ελλάς[6]. Πριν από τον Έλληνα μάλιστα [τον γιο του Δευκαλίωνα] νομίζω ότι δεν υπήρχε καν ως όνομα. Κάθε τόπος ονομαζόταν από τους κατοίκους του, κυρίως από Πελασγούς. Από τότε όμως που απέκτησαν ισχυρή εξουσία στη Φθιώτιδα ο Έλλην και τα παιδιά του άρχισαν να συμμαχούν και με τις άλλες πόλεις. Έτσι σιγά-σιγά ονομάζονταν και οι άλλοι "Έλληνες", χωρίς όμως και πάλι να επικρατήσει για όλους.
 
Η καλύτερη απόδειξη είναι βέβαια ο Όμηρος. Μολονότι έζησε πολύ αργότερα ακόμη και από τα Τρωικά, ονομάζει Έλληνες μόνο τους πρώτους "Έλληνες", δηλαδή εκείνους που είχαν έλθει [στην Τροία] από τη Φθία με τον Αχιλλέα. Κανέναν άλλον. Όλους μαζί τους αποκαλεί Δαναούς, Αργείους και Αχαιούς. Εξάλλου, δεν αναφέρει καν ούτε τη λέξη βάρβαρος, γιατί δεν υπήρχε η ανάγκη για ένα αντίπαλο όνομα…»
Θουκυδίδης 1, 3[7]
 
Αυτή η αναγέννηση, σύμφωνα με πολλούς ερευνητές, φαίνεται να σηματοδοτεί και την ίδρυση των Πόλεων:[8] πολλές από τις μικρές τοπικές κοινωνίες της νότιας Ελλάδας, των νησιών, και των αποικιών φαίνεται ότι συνενώθηκαν αυτή την εποχή πολεοδομικά και πολιτικά και δημιούργησαν τις Πόλεις. Η λέξη είναι γνωστή από τον Ησίοδο[9] αλλά και από τον Όμηρο, όπου η βασιλευομένη Τροία, και όχι μόνο, συχνά αναφέρεται ως πόλις.[10] Φαίνεται ότι αρχικά δήλωνε το κέντρο εξουσίας του άρχοντα του τόπου, δηλαδή το κάστρο, την ακρόπολη της περιοχής. Η μεταγενέστερη όμως αστικοποίηση και οι εκατοντάδες των κλασικών ελληνικών πόλεων συνδέθηκαν στην περίοδο της ακμής τους με ένα ιδιαίτερο μοντέλο οργάνωσης, για το οποίο υπήρξαν περήφανες και χάρη στο οποίο η λέξη απέκτησε ένα ειδικό «πολιτικό» και «πολιτιστικό» φορτίο. Σηματοδοτεί, (ιδιαίτερα μάλιστα στη σύγχρονη διεθνή έρευνα), την Πόλη-Κράτος των αρχαϊκών/κλασικών χρόνων, από την οποία επρόκειτο να γεννηθούν, να ριζώσουν στον κόσμο και να επηρεάζουν την καθημερινή μας ζωη μέχρι σήμερα οι έννοιες του πολίτη, του πολιτισμού και της πολιτικής. Η λέξη «πόλις», ωστόσο, σηματοδοτούσε και την πόλη-οικισμό όπως σήμερα, καθώς και την κοινωνία των ελεύθερων πολιτών της.
 
Ίσως η δημιουργία των πόλεων ανιχνεύεται αρχαιολογικά σε αλλαγές που παρατηρούνται στον 8ου αιώνα π.Χ., όπως η εγκατάλειψη κάποιων από τους παλιότερους οικισμούς, οι αλλαγές στα ταφικά έθιμα, η δημιουργία ανοιχτών χώρων [πρώτες Αγορές;], η αυξημένη δραστηριότητα στα κεντρικά ιερά, κ.ά.[11] Οι παρατηρήσεις όμως των ειδικών βρίσκονται ακόμη στο στάδιο των υποθέσεων, αφού άγνωστα παραμένουν στην πραγματικότητα η αφορμή, ο τρόπος και η ακριβής χρονολογία της γέννησης του θεσμού.
 
Αυτή είναι επίσης η εποχή που καθιέρωσε οριστικά το ευθύγραμμο/ορθογώνιο σχήμα για το ιδιωτικό σπίτι. Τον 9ο αιώνα είχαν ήδη υπάρξει μερικά παραδείγματα που όμως έγιναν περισσότερα στα μέσα του 8ου, κυρίως στις πρωτοπόρες Κυκλάδες. Ήταν σπίτια μονόχωρα, ή μέγαρα [ένας μεγαλύτερος χώρος και ένας προθάλαμος] που με τη δημιουργία των πυκνοκατοικημένων οικισμών των νέων πόλεων μπορούσαν να ενταχθούν πολεοδομικά χωρίς να προκαλούν σπατάλη χώρου. Ο 7ος, τέλος, αιώνας οδήγησε στην κατάργηση των αψιδωτών και οβάλ σπιτιών, και, σταδιακά, στην τελική επικράτηση του ορθογώνιου σπιτιού με κεντρική αυλή. Όπως οι περίκλειστοι κόσμοι των πόλεων μέσα στον περίβολο των τειχών τους, έτσι και το ιδιωτικό σπίτι επρόκειτο τελικά να μεταμορφωθεί σε έναν περίκλειστο ιδιωτικό μικρόκοσμο γύρω από την εσωτερική αυλή του.
 
H δημιουργία των πόλεων δημιούργησε αργά ή γρήγορα την ανάγκη έργων, κτιρίων, θεσμών και νόμων που θα καθόριζαν τους κανόνες συμβίωσης μέσα σε ένα πυκνό κοινωνικό περιβάλλον που όφειλε να οργανωθεί «πολιτικά» και «πολιτισμένα». Το καθημερινό νερό και οι δημόσιες κρήνες, η ασφάλεια και η ανεξαρτησία, η δημόσια τάξη και υγεία, η αγορά και η οικονομία, η διοίκηση, τα δημόσια κτίρια και η λατρεία, οι δρόμοι και οι αποχετεύσεις, τα σκουπίδια και η αποκομιδή τους, οι υποχρεώσεις των ισχυρών και τα δικαιώματα και υποχρεώσεις όλων, είναι μερικά μόνο από τα θέματα που αργά ή γρήγορα έπρεπε να διευθετηθούν θεσμικά, νομικά, κατασκευαστικά, επισκευαστικά και -πάνω από όλα- πολιτικά μέσα στις κοινωνίες των πόλεων.
 
Τα πολιτεύματα ήταν ανάλογα με την εποχή και τις κοινωνικο-ιστορικές συνθήκες: αρχικά μοναρχίες και ποικίλα ολιγαρχικά καθεστώτα (βασιλείες, αριστοκρατίες, τυραννίες), για να καταλήξουν στην κλασική εποχή και σε δημοκρατίες διαφόρων τύπων, συνήθως άμεσου χαρακτήρα όπου όλοι οι πολίτες έπαιρναν μέρος στην ανώτατη εξουσία της πόλης, τη συνέλευση των πολιτών της (εκκλησία του δήμου). Υπήρχαν πάντως και παραδείγματα έμμεσης δημοκρατίας, αντιπροσωπευτικού δηλαδή χαρακτήρα[12] όπως και σήμερα. Πολίτες ήταν κατά κανόνα τα γηγενή και ελεύθερα μέλη της κοινωνίας, παιδιά πολιτών από πατέρα και μητέρα, ή μόνο από πατέρα. Η δημοκρατική ισότητα των πολιτών αφορούσε και τότε όπως και τώρα, τα πολιτικά δικαιώματα, και όχι την οικονομική τους κατάσταση. Τα δε πολιτικά δικαιώματα αφορούσαν, όπως και μέχρι τα νεώτερα χρόνια, μόνο τους ενήλικες πολίτες του ανδρικού φύλου.
 
H Μακεδονία παρέμεινε οργανωμένη «εθνοφυλετικά», με πολίτευμα την παραδοσιακή της βασιλεία που ελεγχόταν μόνο από τη συνέλευση του μακεδονικού στρατού. Τα εθνικά βασίλεια της Δυτικής Μακεδονίας υποτάχτηκαν σταδιακά στον Οίκο των Τημενιδών που βασίλευε στην Κάτω, την παραθαλάσσια δηλαδή, Μακεδονία.
 
Οι μακεδονικές πόλεις ήταν εξαρτημένες από την κεντρική εξουσία του βασιλιά αλλά ωστόσο αυτοδιοικούμενες. Το μακεδονικό πολίτευμα τις προστάτευσε από τους ανταγωνισμούς που αποδυνάμωσαν τις Πόλεις της νότιας Ελλάδος[13] και οι πλούσιες αγροτικές τους περιοχές παρείχαν μεγαλύτερη αυτάρκεια των απαραίτητων γεωργοκτηνοτροφικών προϊόντων.
 
Ύστερα από τη μεγάλη προσπάθεια που καταβλήθηκε μετά το 1985 στην περιοχή του Μακεδονικού Ολύμπου, πρώτου πυρήνα του βασιλείου της Κάτω Μακεδονίας μαζί με την Ημαθία,[14] εντοπίστηκε μεγάλος αριθμός νέων αρχαιολογικών χώρων της Πρώιμης Εποχής του Σιδήρου. Ανασκάφηκαν αποσπασματικά, αποκλειστικά για σωστικούς λόγους, λίγα από τα νεκροταφεία στους πρόποδες του Ολύμπου και η περιοχή του λιμανιού του αρχαίου Ηρακλείου, κάτω από το Κάστρο του Πλαταμώνα.[15]
 
Μερικά από τα ευρήματα των ανασκαφών εκτίθενται στην παρούσα έκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης (ΜΔ: 4701, 2609, 2174, 2175, 2236, 2369, 2370, 2190, 2282, 2520, 2527. ΚΡ: 1708, 1711, 1716, 1696, 1683, 1686, 1732, 1731, 1738, 1750, 1751, 1752).
--------------------------------
1  Π.χ. στην Κρήτη όπου παρόλες τις μεταβολές, η εξέλιξη ήταν ομαλότερη. Βλ. J. Whitley, The Archaeology of Ancient Greece, Cambridge U.P. 2001, 78.
2  Βλ. π.χ. σχετικά τα Scholia Vetera στον Θουκυδίδη I 12 3: ἐξ «Ἄρνης: Ἄρνη πόλις Θεσσαλίας, ἀφ' ἧς ὠνόμασται κατὰ μετοικίαν καὶ ἡ ἐν Βοιωτίᾳ Ἄρνη· ἡ δὲ Βοιωτική Ἄρνη νῦν Χαιρώνεια καλεῖται. Καδμηΐδα: τὴν Χαιρώνειαν ἐπειδὴ πρότερον Καδμηΐς ἐκαλεῖτο. ὁ δὲ Ὅμηρος (Β 494, 510) Βοιωτοὺς καλεῖ ἀναχρονισμῷ χρώμενος· ἔσχατος γὰρ τῶν Τρωικῶν ἐστιν. ἀποδασμός: μέρος. ὀγδοηκοστῷ ἔτει ξὺν Ἡρακλείδαις: οἱ γὰρ Ἡρακλεῖδαι βουλόμενοι κατελθεῖν εἰς Πελοπόννησον ἤροντο τὸν Ἀπόλλωνα· ὁ δὲ αὐτοῖς ἀνεῖλε διὰ τῶν στενῶν εἰσβαλεῖν. οἱ δὲ νομίσαντες τὸν ἰσθμόν, καὶ ἡττηθέντες ἐποιήσαντο σπονδὰς ὥστε ἑκατὸν ἔτη παραχωρῆσαι τὴν χώραν Πελοποννησίοις. μετὰ δὲ τὰἑκατὸν ἔτη πάλιν ἤροντο τὸν Ἀπόλλωνα περὶτῆς καθόδου· ὁ δὲ ἀνεῖλεν αὖθις διὰ τῶν στενῶν εἰσβαλεῖν. ἀντιλεγόντων δὲ τῶν Δωριέων ὡς καὶ πρότερον εἶεν ἠπατημένοι, εἶπεν ὡς οὐ συνήκατε τὸν χρησμόν· στενὰ γὰρ λέγω τὸν Κρισαῖον κόλπον. οἱ δὲ ἐντεῦθεν ἐπιχειρήσαντεςἔτυχον τῆς καθόδου μετὰ π ἔτη τῶνΤρωικῶν. δὲ πρώτη εἰσβολὴπρὸ εἴκοσι ἐτῶν ἦν. ἀποικίας· ἀποικίσαι ἐστὶ κτίσαι πόλιν ἐπ' ἐρήμοις.
3  Βλ. πχ. σχετικά σταScholia Vetera στον Ευριπίδη, Ρῆσ. 251 [frg. 20] ἐξηγούμενος περὶ αὐτὴν φησιν ὡς ὕστεροντῶν Τρωικῶν λοιμοῦ καὶ φθορᾶς καρποῦ περιεληλυθυίαςεἰς τὴν Ἑλλάδα, μαντευομένων περὶ τῶν παρόντων, χρῆσαι τὴν Πυθίαν τηνικαῦτα παῦλαν αὐτοῖς τῶν δεινῶν, ἐπειδάν τινες τῶν ἀπὸ Ἀγαμέμνονος ἑλκόντων τὸ γένος πλεύσαντες εἰς Τροίαν τὰς πόλεις κτίσωσι καὶ τὰς τῶν θεῶν τιμὰς ἀναλάβωσιν ἃς ἠφανίσθαι συνέβαινεν ὑπὸ τοῦ πολέμου. ταύτην τὴν μαντείαν παραδεξάμενον τὸν Ὁρέστην συνέβη λιπεῖν τὸν βίον.
4  Βλ. πχ. σχετικά στον Διόδωρο Σικελιώτη 5, 79: Μετὰ τὴν Τροίας ἅλωσιν Κᾶρεςαὐξηθέντες ἐπὶ πλεῖον ἐθαλαττοκράτησαν, καὶ τῶν Κυκλάδων νήσων κρατήσαντες τινὰς μὲν ἰδίᾳ κατέσχον καὶ τοὺς αὐταῖς κατοικοῦντας Κρῆτας ἐξέβαλον, τινὰς δὲ κοινῇ μετὰ τῶν προενοικούντων Κρητῶν κατῴκησαν. ὕστερον δὲ τῶν Ἑλλήνων αὐξηθέντων, συνέβη τὰς πλείους τῶν Κυκλάδων νήσων οἰκησθῆναι καὶ τοὺς βαρβάρους Κᾶρας ἐξ αὐτῶν ἐκπεσεῖν. περὶ ὧν τὰ κατὰ μέρος ἐν τοῖς οἰκείοις χρόνοις ἀναγράψομεν.
5  Βλ. I. Morris, «The early polis as city and state», Rich John, Wallace-Hadrill, A., eds., City and Country in the Ancient World, Routhledge 1991. 25 κ.εξ.
6  Ίσως αρχικά επιθετικός προσδιορισμός [τόπου στη Θεσσαλία;]. βλ. π.χ. Ηρόδοτο και άλλους: ελλάς γη, χώρα, γλώσσα, χθων, κλπ. Ησύχιος: ἕλλα· καθέδρα. Λάκωνες καὶ Διὸς ἱερὸν ἐν Δωδώνῃ Ἑλλάς, πόλις ἐν Θεσσαλίᾳ. καὶ τὸ ἔθνος. ἡ Ἀχαΐα. καὶ ἡ αὐτόθεν γυνή.
7  Έλληνες ήταν οι «Το πρότερον Γραικοί καλούμενοι», κατά το Πάριο Χρονικό. Βλ. Jacoby, Frg. Gr. Hist., 2 B, 239, σσ. 993. βλ. και Κωνσταντίνου Πορφυρογέννητου, Περί των Θεμάτων, Ασία-Ευρώπη, Ευρώπη 5, 1: Ἑλλὰς ἡ χώρα ἐκλήθη ἀπὸ Ἕλληνος τοῦ Δευκαλίωνος, ὃς δυναστεύσας τῆς Φθιώτιδος τοὺς ὑπηκόους ἑαυτῷ γενομένους ἀντὶ Γραικῶν «Ἕλληνας ἐκάλεσε· καὶ τότε πρῶτον Ἑλλὰς ὠνομάσθη. Οὐκ ἦν δὲ τοῦτο παλαιὸν ὄνομα ἔθνους, ἀλλὰ φωνῆς τῆς Ἑλληνικῆς ἰδίωμα, ὡς ὁ συγγρραφεὺς [Ἀλέξανδρος] φησι, τὴν ὀνομασίαν νεωτερικὴν εἰδώς· «δοκεῖ δέ μοι, οὐδὲ τὸ ὄνομα τοῦτο σύμπασά πως εἶχεν ἡ χώρα»· οὐδὲ ὁ ποιητὴς ἐμνήσθη Ἑλλήνων, Ἀργείους αὐτοὺς ἀποκαλῶν, ἀλλὰ Θεσσαλοὺς μόνον ἀποκαλῶν, καὶ Ἑλλάδα τὴν ὑπ' Ἀχιλλεῖ πόλιν, ὡς Ἀλέξανδρός φησιν ὁ πολυίστωρ· «οὐδαμοῦ τοὺς σύμπαντας ὠνόμασεν Ἕλληνας, οὐδ' ἄλλους ἢ τοὺς μετὰ Ἀχιλλέως ἐκ τῆς Φθιώτιδος» πρὸς τὴν Ἴλιον ἐκπλεύσαντας. Τα ίδια αναφέρονται και σε πολλές περιπτώσεις της αρχαιοελληνικής γραμματείας, όπως π.χ. στα Μετεωρολογικά του Αριστοτέλη, σύμφωνα με τα οποία οι Γρακοί ζούσαν με τους ομηρικούς Σελλούς στην περιοχή της Δωδώνης και του Αχελώου: Αριστοτέλους Μετεωρολογικά, Bekker 352 α, 32: ἀλλ' ὥσπερ ὁ καλούμενος ἐπὶ Δευκαλίωνος κατακλυσμός· καὶ γὰρ οὗτος περὶ τὸν Ἑλληνικὸν ἐγένετο τόπον μάλιστα, καὶ τούτου περὶ τὴν Ἑλλάδα τὴν ἀρχαίαν. αὕτη δ' ἐστὶν ἡ περὶ Δωδώνην καὶ τὸν Ἀχελῷον· οὗτος γὰρ πολλαχοῦ τὸ ρεῦμα μεταβέβληκεν· ᾤκουν γὰρ οἱ Σελλοὶ ἐνταῦθα καὶ οἱ καλούμενοι τότε μὲν Γραικοὶ νῦν δ' Ἕλληνες. ὅταν οὖν γένηται τοιαύτη ὑπερβολὴ ὄμβρων. Στα αρχαία λεξικά η λέξη (από την οποία κατάγεται το λατινικό και γενικά ευρωπαϊκό όνομα για τους Έλληνες), ταυτίζεται με το όνομα των Ελλήνων και προτείνονται διάφορες ετυμολογίες. Βλ. π.χ.: Ησύχιος: Γραῖα· πόλις. (Β 498) γῆ. καὶ Δημήτηρ, γραῖαν· κάρδοπον, Γραικιστί· Ἑλληνιστί, Γραικός· Ἕλλην Sd(p). Σούδα: Γραῖα: ἡ παλαιά. Γραικοί: οἱ Ἕλληνες. ἀπὸ κώμης τινὸς, ἢ ἀπὸ Γραικοῦ τινος, ἐκ τοῦ Γραίξ, Γραικός. Ηρωδιανός Επιμερισμοί 12 8: Πᾶσα λέξις ἀπὸ τῆς γραι συλλαβῆς ἀρχομένη διὰ τῆς αι διφθόγγου γράφεται· οἷον· γραία, ἡ γηραία· Γραικός, ὁ Ἕλλην· γραικίζω, τὸ ἑλληνιστὶ λαλῶ· καὶ γραικιστί, ἐπίρρημα. Στ. Βυζάντιος (Επ.): Γραικός, ὁ Ἕλλην, ὀξυτόνως, ὁ Θεσσαλοῦ υἱός, ἀφ' οὗ Γραικοὶ οἱ Ἕλληνες. Κεφάλων δὲ καὶ τὸν Γράνικον ποταμὸν ἐντεῦθεν κληθῆναι. τὸ δὲ Γραῖκος τὸ κύριο βαρύνεται. τὸ οὖν ἐθνικὸν ὀξύνεται. λέγεται καὶ Γραικίτης καὶ Γραικὶς τὸ θηλυκόν. Γραῖκες δὲ παρὰ Ἀλκμᾶνι αἱ τῶν Ἑλλήνων μητέρες, καὶ παρὰ Σοφοκλεῖ ἐν Ποιμέσιν. ἔστι δὲ ἢ μεταπλασμὸς ἢ τῆς Γραίξ εὐθείας κλίσις ἐστίν. εἰσὶ δὲ καὶ Γραῖκες Αἰολέων, οἱ τὸ Πάριον οἰκοῦντες. Ηρωδιανός, Περί Ορθογραφίας 3,2, 576,11: Ῥαικὸς Ἕλλην· Ῥωμαῖοι δὲ τὸ γ προσθέντες Γραικόν φασι. Ῥαῖσαι φθεῖραι. αΐσαι· τρισυλλάβως Ἀττικοὶ τὸ ἐκ νόσου ἀναλαβεῖν. άκος. Ευσταθίου Σχόλια Ιλ. 2, 277 2: Ὅτι δὲ τοῦ γρῶ προϋπάρχει τὸ Ῥῶ, ἐξ οὗ Ῥαίω τὸ φθείρω, καὶ ὅτι, καθὰ δουπῶ καὶ πλεονασμῷ τοῦ γ γδουπῶ, ὡς τὸ «ἐπὶ δ' ἐγδούπησαν Ἀθηναίη τε καὶ Ἥρη», [οὕτω καὶ Ῥῶ γρῶ, οὐκ ἔστιν ἀμφιβαλεῖν τὸν ἔσω λόγου ὄντα. οὕτω δὲ καὶ τοῦ Γραικὸς προϋπάρχει Ῥαικὸς κατὰ τοὺς Τεχνικούς.] (ᾳ. 168 σ.). Βλ. και στο διασωθέν από τον Λυδό χωρίο του Ησιόδου, De Mensibus 13, 9. Γραικοὺς δὲ τοὺς ἑλληνίζοντας ἐκάλουν, ἀπὸ Λατίνου τοῦ ἄρτι ἡμῖν η- θέντος καὶ Γραικοῦ, τῶν ἀδελφῶν, ὥς φησιν Ἡσίοδος ἐν Καταλόγοις· Ἄγριον ἡδὲ Λατῖνον. Κούρη δ' ἐν μεγάροισιν ἀγαυοῦ Δευκαλίωνος Πανδώρη Διὶ πατρί, θεῶν σημάντορι πάντων μιχθεῖσ' ἐν φιλότητι τέκε Γραικὸν μενεχάρμην.
8  Πόλις με κεφαλαίο στο παρόν πόνημα, είναι η πόλις-κράτος.
9  Π.χ. «πᾶσα δὲ Μυρμιδόνων τε πόλις κλειτή τ' Ἰαωλκὸς Ἄρνη τ' ἠδ' Ἑλίκη Ἄνθειά τε ποιήεσσα» Scutum 380
10  Π.χ. «πόλις Πριάμοιο ἄνακτος» Ιλ. 373 η κ.α., «πόλις Ἐφύρη μυχῷ Ἄργεος ἱπποβότοιο» Ιλ. 6 152 «Θρυόεσσα πόλις αἰπεῖα κολώνη τηλοῦ ἐπ' Ἀλφειῷ, νεάτη Πύλου ἠμαθόεντος» Ιλ. 11, 711 «Κνωσός, μεγάλη πόλις, ἔνθα τε Μίνως ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής, πατρὸς ἐμοῖο πατήρ, μεγαθύμου Δευκαλίωνος.» Οδ. 19, 178 κ.α.
11  Βλ. π.χ. A. M. Snodgrass, «Archaeology and the Study of the Greek City», Rich J., Wallace - Hadrill, A., eds., City and Country in the Ancient World, 1991, 1 κ.εξ. I. Morris, «The Early Polis as City and State», in John Rich and Andrew Wallace- Hadrill eds., City and Country in the Ancient World, (London, 1991), 25 κ.εξ.
12  Βλ. π.χ. Αριστοτέλης, Πολιτικά Στ 1318β.
13  Βλ. σχετικά Ν. Hammond, «The Macedonian State», Oxford 1989, 9-12.
14  Βλ. π.χ. Ε. Πουλάκη-Παντερμαλή, «Θρηικήισι παρά προμολήισιν Ολύμπου», Πρακτικά 2ου Διεθνούς Συμποσίου Θρακικών Σπουδών, [Κομοτηνή 1992] II, Κομοτηνή 1999, 569. «Μακεδονίς Γη», Διεθνές Συνέδριο προς τιμήν Ν. Hammond, Κοζάνη 1993 [Θεσσαλονίκη 1997, 365]. Χία & Ανθεμούσια, Εκδ. Μάτι 2002, 150 κ.εξ
15  Η παραλία στη θέση Κρανιά στους βόρειους πρόποδες του λόφου του Κάστρου του Πλαταμώνα, στη θέση της πρόσφατα κατασκευασμένης σήραγγας του τραίνου της γραμμής ΟΣΕ. Το Ηράκλειο (ο παλαιότερος μακεδονικός οικισμός αμέσως μετά τα Τέμπη, πριν από την ίδρυση της Φίλας στην Ελληνιστική Εποχή) φαίνεται ότι οριστικά τοποθετείται στον λόφο του Πλαταμώνα. Υστερογεωμετρική φάση εντοπίστηκε και σε μικρή δοκιμαστική τομή στην ακρόπολη των Λειβήθρων.

Multiverse & Πολλαπλοί Εαυτοί

Σε αυτό το άρθρο αναπτύσσεται η νέα ιδέα περί της θεωρίας του Multiverse που είναι η ενεργειακή μετατόπιση σε ένα παράλληλο σύμπαν και η ενεργειακή “ένωση” με μία πανομοιότυπη εκδοχή του εαυτού.

Αυτή η ιδέα εμπεριέχει τις ήδη υπάρχουσες θεωρίες που αφορούν το Multiverse και ενσωματώνει τις σχετικές κβαντικές ιδέες που προήλθαν μέσα από θεωρητικές συζητήσεις πάνω σε κβαντικές Αρχές όπως εκείνη του Βιοκεντρισμού αλλά και πειραματικές αποδείξεις. Η ιδέα της Πολυ-διαστατικής ενεργειακής μετατόπισης είναι μία απόπειρα να εξηγηθεί η ύπαρξη του εαυτού μας αλλά και των πολλαπλών πανομοιότυπων εαυτών που υπάρχουν στο Multiverse.Με άλλα λόγια, γιατί και πώς μπορούν οι «Πολλαπλοί Εαυτοί» να επηρεάσουν ο ένας τον άλλο μέσα από διαφορετικά σύμπαντα.

4 Επίπεδα του Multiverse

Ας αναπτύξουμε περιληπτικά την υπάρχουσα θεωρία του Multiverse που παρουσιάσαμε αναλυτικότερα στο παρελθόν σε προηγούμενο άρθρο.

Η υπάρχουσα ιδέα θεωρεί πως το Multiverse εμπεριέχει τέσσερα επίπεδα που παρουσιάζονται ως εξής:
 
Το Multiverse επιπέδου 1 σημαίνει πως μιλάμε για το Διάστημα που μπορεί να παρατηρηθεί με τις τεχνολικές μας αλλά και τις φυσικές μας δυνατότητες μας έχοντας όμως τον περιορισμό της απόστασης. Παρ’όλα αυτά υπάρχουν πολλά μεσοδιαστήματα που δημιουργούνται από αυτή την απόσταση και δεν γίνεται να παρατηρηθούν και σχηματίζουν το Multiverse. Απλούστερα, το Σύμπαν αποτελείται από την ένωση που δημιουργούν αρκετά Υπό-Σύμπαντα (Κάτι τέτοιο υποδεικνύει πως βρισκόμαστε σε κάποιοΥπο-Σύμπαν) και για αυτό ι ιδέα εξακολουθεί να υποστηρίζεται από την θεώρηση του Big Bang.
 
Ένα Multiverse επιπέδου 2 ­υποδηλώνει πως εκτός από το Σύμπαν στο οποίο βρισκόμαστε υπάρχουν και πολλά ακόμη Σύμπαντα τα οποία έχουν εντελώς διαφορετικούς Φυσικούς Νόμους, Αρχές, ακόμη και χωροχρονικές διαστάσεις. Οι Κοσμολόγοι που αρέσκονται να υποστηρίζουν την ύπαρξη του Multiverse #2 υποστηρίζουν πως δεν είμαστε μοναδικά όντα και αντ’ αυτού ο εαυτός μας βρίσκεται σε πολλαπλές εκδοχές του στα διάφορα παράλληλα σύμπαντα (Πολλαπλοί Εαυτοί). Έτσι, ακριβώς την ίδια στιγμή του χρόνου θα μπορούσαν οι διαφορετικές εκδοχές του Εαυτού να εκδηλώνουν διαφορετικές συμπεριφορές (π.χ ένα συγκεκριμένο άτομο θα μπορούσε να περπατάει σε κάποιο δρόμο στο Σύμπαν 1, αλλά στο Σύμπαν 2 το ίδιο άτομο θα μπορούσε να βρίσκεται στο σπίτι του και να διαβάζει κάποιο βιβλίο).

Ένα Multiverse επιπέδου 3 είναι παρόμοιο με αυτό του 2ου επιπέδου και υποστηρίζει επίσης την ύπαρξη των πολλαπλών εαυτών. Όμως ένα Πολυσύμπαν επιπέδου 3 υποστηρίζει πως το Σύμπαν αποτελείται από άπειρες «σχισμές» που αντιμάχονται η μία την άλλη. Για παράδειγμα στην ίδια στιγμή του χρόνου ένα άτομο είναι ζωντανό στο Σύμπαν 1 αλλά στο Σύμπαν 2 το ίδιο άτομο θα μπορούσε να είναι νεκρό. Έτσι εγείρεται το παρακάτω ερώτημα: Αν υποθέσουμε πως η θεωρία του Multiverse και των πολλαπλών Εαυτών είναι αληθής, τότε μπορούν να επηρεάσουν ο ένας τον άλλον;

Πρόκειται για ένα ερώτημα που δεν έχει αναλυθεί εκτενώς και ο λόγος είναι πως ενώ η θεωρία του Multiverse δίνει τον χώρο για μία πιθανή συζήτηση της ύπαρξης των πολλαπλών Συμπάντων αλλά και την Μοναδικότητα ή την πολλαπλή ύπαρξη του Ατόμου, από την άλλη η ιδέα αυτή θεωρεί πως τα Σύμπαντα είναι ανεξάρτητα, κάτι που σημαίνει πως δεν μπορούν να ενωθούν και να αλληλοεπιδράσουν το ένα με το άλλο.

Αρκετοί είναι αυτοί βέβαια που ερευνούν την σχέση μεταξύ των πολλαπλών εαυτών από την οπτική της «Διαστατικής Εναλλαγής Συνειδητότητας» και συμπεραίνουν πως όλες οι πιθανές συμπεριφορές των Πολλαπλών εαυτών ολοκληρώνονται την ίδια ακριβώς στιγμή. Εξελίσσοντας την Συνειδητότητα σε ένα επίπεδο ανώτερης Διαστατικότητας, θα μπορούσαμε μέσω της παραπάνω προσέγγισης να πραγματοποιήσουμε το Διαστατικό «Άλμα» και να βιώσουμε πολλαπλούς Χωροχρόνους, κάτι που ίσως επιτρέψει την εναλλαγή των συμπεριφορών, των σκέψεων και των συνάψεων στις διαστάσεις της Πρακτικής Συνειδητότητας. Όμως αυτός ο τύπος της έρευνας βρίσκεται και πραγματοποιείται στο Multiverse επιπέδου 3. Για παράδειγμα αν σε μία συγκεκριμένη στιγμή στο Σύμπαν 1 το άτομο είναι ζωντανό ενώ στο Σύμπαν 2 είναι νεκρό και το άτομο που είναι ζωντανό αναπτύξει την Συνειδητότητά του σε μία ανώτερη Διάσταση (π.χ Ενορατικά Όνειρα) πριν από αυτή την συγκεκριμένη στιγμή ίσως να κατορθώσει να επιζήσει την κρίσιμη ώρα που θα αποφασίζεται η ζωή/θάνατός του στο παράλληλο σύμπαν.

Μία τέτοια θεώρηση έχει κάνει αρκετούς ερευνητές να πιστεύουν πως το Multiverse είναι στην ουσία ένα σύστημα μέσα στο οποίο το άτομο μπορεί να «μεταβαίνει» ανάμεσα σε διαφορετικούς ρεαλιστικούς κόσμους με διαδικασίες υποσυνείδητου ελέγχου. Όμως το γεγονός αυτό δεν μπορεί να αλλάξει την μοίρα του παράλληλου εαυτού που θα πεθάνει στο παράλληλο σύμπαν την συγκεκριμένη στιγμή του χρόνου.

Πολυ-Διαστατική Ενεργειακή Μετατόπιση: Η Ενέργεια του «Πολλαπλού Εαυτού»

Το ζήτημα του ερωτήματος, αν δηλαδή οι Πολλαπλοί Εαυτοί μπορούν να αλληλοεπιδράσουν δεν μπορεί να απαντηθεί επαρκώς από την Θεωρία του Multiverse και την γενικότερη έννοια της διαστατικής μεταμόρφωσης της Συνειδητότητας. Αυτή η ιδέα της Ενεργειακής μετατόπισης επιχειρεί να αποτυπώσει μία περαιτέρω πιθανή εφαρμογή της θεωρίας του Multiverse σε ατομικό επίπεδο αλλά ενδυναμώνεται από την έννοια της Υπο-Κβαντικής Κινητικότητας. Αυτή η αρχή εμφανίστηκε από τον Κβαντικό Επιστήμονα Paul Laviolete ο οποίος ανέφερε πως το ίδιο το Σύμπαν είναι ένα ανοιχτό σύστημα και πως σε αυτό ενυπάρχει μία Ενεργειακή είσοδος που απορρέει από αυτό. Το ίδιο το Σύμπαν επίσης λαμβάνει ενέργεια από εξωγενείς παράγοντες.

Αν η Ενέργεια μπορεί να μεταφερθεί κατά μήκος του Multiverse τότε θα μπορούσαμε να αναρωτηθούμε το πως και γιατί επιλέγει ένα στοχευμένο σύμπαν ανάμεσα στα τόσα διαφορετικά υπό-Σύμπαντα. Κάπου εδώ μπορούμε να αναφέρουμε το παράδειγμα της τηλεπάθειας και αυτό διότι η τηλεπάθεια δεν επηρεάζεται από τις έννοιες του Χώρου και του Χρόνου. Αν και δεν έχει εξηγηθεί επιστημονικά ακόμη, αυτός ο τύπος ενεργειακής μεταφοράς εμφανίζεται συχνά σε δίδυμα αδέλφια και αρκετοί ερευνητές υποστηρίζουν πως οι παρόμοιοι γενετικοί κώδικες που μοιράζονται τα δίδυμα ενεργοποιούν τις τηλεπαθητικές ιδιότητες.

Συνεπώς όταν δύο άτομα είναι παρόμοια μεταξύ τους βιολογικά τα εγκεφαλικά τους κύματα πιθανόν να έχουν ίδιους ληπτικούς και αντιληπτικούς μηχανισμούς και άρα να συνδέονται μεταξύ τους άμεσα με μία ενεργειακή δέσμη που μπορεί να αλληλοεπιδρά, να λαμβάνει και να αποστέλλει ενέργεια. Κάπως έτσι οι πολλαπλοί εαυτοί μπορεί να έχουν την ίδια ιδιότητα αν υποθέσουμε πως βιολογικά είναι πανομοιότυποι. Μέσα στα άπειρα σύμπαντα του Multiverse θα μπορούσαν να εκπέμπουν μέσα από τους ενεργειακούς μηχανισμούς τις διαφορετικές συνάψεις ή εμπειρίες των παράλληλων πραγματικοτήτων που ενυπάρχουν μέσα στο Multiverse.

Ο έρωτας είναι η πιο επαναστατική μας πράξη

Δεν υπάρχει τίποτα πιο σπουδαίο σε αυτόν τον κόσμο από τους αληθινούς φίλους. Από τους ανθρώπους που εσύ έχεις επιλέξει και κατ’ επέκταση εκείνοι εσένα για… οικογένεια. Γιατί οι φίλοι, είναι η οικογένεια που φτιάχνεις. Οι άνθρωποί σου.

Σε μια πρόσφατη συζήτηση που είχα ειπώθηκε η εξής ατάκα «Ξέρεις, ο έρωτας είναι η πιο επαναστατική πράξη». Σας μιλάω ειλικρινά, ταρακουνήθηκε το είναι μου, ένιωσα τη ψυχή μου να ανεβαίνει επίπεδα. Αδιαμφισβήτητα, η «σοφία» του φίλου μου με ενέπνευσε, ενώ ταυτόχρονα με οδήγησε σε μια σειρά σκέψεων…

Ανέκαθεν πίστευα ότι «δεν είναι ο έρωτας παιδί της ηθικής». Ότι τουλάχιστον σε αυτόν, αισθανόμαστε απόλυτα ελεύθεροι και απόλυτα μαζί. Γιατί είναι τόσο γοητευτική η σκοτεινή μας πλευρά και η πολυπλοκότητά μας και είναι πολύ σπάνιο κάποιος να τα ανακαλύψει αυτά, να τα λατρέψει και να σε ερωτευτεί ακριβώς για αυτά και όχι για την επιφάνεια. Ξαναγεννιόμαστε με τον έρωτα, ξεμαθαίνουμε, μαθαίνουμε ξανά, τσαλακωνόμαστε, γινόμαστε πάλι παιδιά, μωρά για ντάντεμα, εραστές παθιασμένοι και σύντροφοι βράχοι, απόλυτα εκεί.

Αυτά πίστευα κι αυτά εξακολουθώ να πιστεύω. Ο έρωτας είναι ελευθερία, ο έρωτας με τον εαυτό σου, με την Τέχνη σου, με τη ζωή σου, με τη δουλειά σου, με τους ανθρώπους σου με τον «Έναν», ή τη «Μία». Και μετά, παρατηρώ… Πως μιλάμε πλέον για τον έρωτα; Όταν αναφερόμαστε σε αυτόν, ποιες οι εκφράσεις μας, τι λέξεις χρησιμοποιούμε, μιλάει περισσότερο το μυαλό, ή η καρδιά στο όνομά του;

Προς μεγάλη μου λύπη την απάντηση δίνουν τα παρακάτω: Εγωισμός, εγωπάθεια, κυνισμός, κτητικότητα, χειρισμός και εν ολίγοις «εγώ», άρα μυαλό, άρα σκέψεις, άρα φόβοι, άρα σενάρια, άρα ανασφάλειες, άρα… σίγουρα όταν μιλάμε αγκαζέ με όλα τα παραπάνω, δεν αναφερόμαστε στον έρωτα. Ενδεχομένως δεν τον έχουμε ζήσει;

Ο έρωτας δεν είναι αμέρικαν ντριμ, δεν είναι πατερίτσα μας στις δύσκολες στιγμές, δεν είναι πλασίμπο για να αισθανθούμε και καλά καλύτερα, ούτε μεικ απ για να καλύψουμε τις ανασφάλειες, ή να τραφούμε μέσω αυτού με επιβεβαίωση για να τονωθεί το εγώ μας.

Όχι, όχι… Ο έρωτας φίλοι μου είναι επανάσταση. Επανάσταση του είναι, ανάσταση του είναι, ανάταση του είναι. Το παιχνίδι με τα κύματα, ο ήλιος που μας καίει, η αίσθηση της αλμύρας, μια βουτιά από ψηλά, η κατάδυση στο είναι, η θέα ενός αθέατου, καινούριου κόσμου, του κόσμου του, του κόσμου της. Ένας άγραφος χάρτης, μια διαρκώς κινούμενη πυξίδα, ένα τέλειο και απόλυτα ατελές μαζί καρδιογράφημα που μας υπενθυμίζει σε κάθε του γκελ ότι είμαστε ζωντανοί.

Ο έρωτας δεν είναι γραμμικός, όπως ούτε και οι ανθρώπινες σχέσεις. Αλλιώς θα ήταν βαρετός, άχρωμος, άοσμος και άνοστος και ποιος τα θέλει αυτά στη ζωή του, πόσο μάλλον στο όνομα του έρωτα; Ο έρωτας είναι ελπίδα, είναι ζωή, είναι φως και αδιαμφισβήτητα ξεκινά από μέσα μας. Όσο περισσότερο ακούμε το μέσα μας, το φροντίζουμε, το αγκαλιάζουμε με συμπόνια, το ποτίζουμε με αγάπη και νοιαζόμαστε για αυτό στην πράξη, τόσο περισσότερο «αποτοξινωνόμαστε» από τον εγκλωβισμό του «εγώ».

Και αυτό είναι επίσης μια μεγάλη επανάσταση! Ο έρωτας αξίζει σε όλους μας χωρίς εξαίρεση καμία. Ελεύθερος, αγνός, αληθινός να ποτίσει κάθε μας κύτταρο, να μας κάνει να ανασάνουμε διαφορετικά, να δούμε ενδεχομένως αλλιώς και τη ζωή μας… Τι λέτε; Μήπως να ξεκινούσαμε από τον εαυτό μας;

Τοξικό περιβάλλον: Μας έλκει και το έλκουμε

Τελευταία γίνεται συχνά συζήτηση για τοξικό περιβάλλον και τοξικούς ανθρώπους. Όταν οι εποχές, όπως η παρούσα, είναι κρίσιμες τα έντονα φαινόμενα μαγνητίζουν τις αισθήσεις μας περισσότερο από εκείνα που διέρχονται σιωπηλά κι αθόρυβα. Όταν τα έντονα είναι αρνητικά τότε η εστίαση σ’ αυτά τα πολλαπλασιάζει και ξαφνικά το μόνο που βλέπουμε κι ακούμε είναι το δυσάρεστο, το άσχημο, παντού γύρω μας δεν ακούγονται παρά ελάχιστες όμορφες ειδήσεις.

Υπάρχει μια έντονη παρότρυνση να απομακρυνόμαστε τόσο από τα τοξικά περιβάλλοντα όσο κι από τους τοξικούς ανθρώπους.

Πρέπει όμως να απαντηθούν κάποια σημαντικά ερωτήματα, πριν επιλέξουμε την φυγή η την απόδραση. Ποιος είναι ο λόγος που έχουμε βρεθεί μέσα σε ένα τοξικό περιβάλλον και ζούμε μαζί με τοξικούς ανθρώπους; Για ποιο λόγο μας ενοχλεί αυτό το περιβάλλον κι αυτοί οι άνθρωποι; Γιατί γινόμαστε στόχος αυτών των φαινομένων αλλά και των συναισθημάτων τέτοιων ανθρώπων;

Στο βαθμό που ισχύει ο νόμος της έλξης αλλά κι η ρήση: “τίποτε δε γίνεται τυχαία”, σ’ αυτό το βαθμό κι η δική μας τοποθέτηση σε ένα περιβάλλον και σε μια ομάδα ανθρώπων όχι μόνο δεν είναι τυχαία αλλά επιπρόσθετα υπάρχει μέσα μας κάτι που δονείται όμοια τόσο με την συχνότητα του περιβάλλοντος όσο και με την δόνηση των ανθρώπων αυτών. Είμαστε, είτε το συνειδητοποιούμε είτε όχι, μια νότα απ΄ τη συμφωνία που παίζεται γύρω μας.

«Μα εγώ είμαι διαφορετικός», θα αντιτείνει κάποιος, «δεν έχω καμία σχέση με όλα αυτά κι όμως συνυπάρχω». Πολύ ωραία αυτή η άποψη , ωστόσο αναζητήστε μέσα σας τι είναι αυτό που ενοχλείται, γιατί αυτό που διεγείρεται δημιουργεί όμοιο κραδασμό με την αρνητική μαγνητική ενέργεια που αποπνέει το περιβάλλον κι οι άνθρωποι που συγχρωτιζόμαστε. Έτσι αναπόφευκτα έλκει το όμοιο και παραμένει μαζί του.

Αυτό που ενοχλείται όμως, ίσως βρέθηκε σ’ αυτό το πεδίο, ακριβώς για να μπορέσει να λειανθεί και τελικά να εξαλειφθεί. Σε μια τέτοια περίπτωση η φυγή θα αποβεί επιζήμια, αφού η εξέλιξη μας θα παρεμποδισθεί.

Πως μπορούμε όμως να ζήσουμε μέσα στον κόσμο αλλά μακριά από κάθε τι τοξικό; Κατ’ αρχήν και μόνο η ευκολία της διάκρισης ανάμεσα σε τοξικά και μη τοξικά περιβάλλοντα είναι λανθασμένη. Τίποτε δεν είναι κακό ή καλό, απλά Είναι, κι υπάρχει για κάποιο λόγο. Κάποιοι με τις δονήσεις τους, τη σκέψη τους , τις πεποιθήσεις τους το έχουν πλάσει και τους αρέσει αυτό το αποτέλεσμα και κάποιοι συν-τονίστηκαν μ’ αυτό και βρέθηκαν μέσα του. Δε μπορείς να βρεθείς κάπου τυχαία, ακόμη κι αν φαινομενικά δε βρίσκεσαι με τη θέληση σου, εξερεύνησε το υποσυνείδητο σου και θα βρεις εκεί το εισιτήριο αυτής της ετερόκλητης διαδρομής.

Μπορεί να είναι η δόνηση του φόβου που ενίοτε εσκεμμένα πλανάται στην ατμόσφαιρα. Ο φόβος για κάτι μαγνητίζει το ενδιαφέρον πάνω σ’ αυτό το κάτι και τότε αντί να το απωθήσουμε το έλκουμε. Εκχωρούμε την ενέργεια μας μέσω της σκέψης μας πάνω σ’ αυτό. Αυτό είναι το παράδοξο κι όμως λογικό στοιχείο της έλξης: Έλκουμε αυτό που θέλουμε να απωθήσουμε, επειδή σκεφτόμαστε συνεχώς αυτό. Η λύση είναι να στρέψουμε την προσοχή στο αντίπαλο δέος του.

Αλλάξτε τη δόνηση που εκπέμπετε εσωτερικά και τότε θα γίνετε η ”παραφωνία” που θέλετε σε μια ενορχηστρωμένη κοινωνία που δε θέλετε.

Όταν σταματήσει κάτι να μας ενοχλεί, ενόσω βρισκόμαστε μέσα στον τοξικό κόσμο, συνήθως συμβαίνουν δυο πράγματα: Ή συνηθίσαμε αυτό που συμβαίνει ή απαλλαχτήκαμε από αυτό που είχε θιχτεί μέσα μας.

Η πρώτη περίπτωση είναι πιο επικίνδυνη, επειδή πιθανόν έχουμε μοιάσει στην άβυσσο που κοιτούσαμε (Νίτσε) ενώ στην δεύτερη, προφανώς αδράξαμε μια σπουδαία ευκαιρία κι αλλάξαμε τον περίγυρο μας, όχι με την έννοια της παρέμβασης στο περιβάλλον, αλλά με την αλλαγή του εσωτερικού μας κόσμου και κατά συνέπεια των δονήσεων μας. Τότε είναι, μέσω της έλξης, που βρισκόμαστε σε έναν κόσμο όμοιο με τις νέες δονήσεις μας, δίχως να αποδράσουμε, δίχως να χρειαστεί να φύγουμε από τον κόσμο, απλά ανυψωνόμαστε, κι αποκτούμε νέα οπτική. Τότε θα συμβεί ένα παράδοξο: Αντί να απομακρυνθούμε εμείς, απομακρύνονται όλα τα υπόλοιπα, άνθρωποι, καταστάσεις, φαινόμενα.

Είναι απαραίτητο να μάθουμε να εστιάζουμε στο θετικό, σ’ αυτό που μέχρι πριν περνούσε δίπλα μας απαρατήρητο: Σε εκείνη τη μικρή αλλά χαρούμενη είδηση που δε γραφόταν ούτε με ψιλά γράμματα στο περιθώριο των ειδήσεων. Σ’ αυτό το νέο που δεν είναι εμπορικό, δεν πουλάει, αλλά χαρίζει αισιοδοξία για ένα καλύτερο αύριο. Τότε σταδιακά περνάμε πίσω απ’ το σκοτεινό σύννεφο που έχει απλωθεί γύρω μας κι επιτέλους διακρίνουμε τον φωτεινό ολόχρυσο ήλιο.

Δεν απομακρυνόμαστε από πουθενά, δεν υπάρχει τίποτε τοξικό, αν εμείς δεν συντονιζόμαστε μ’ αυτό. Όλα Είναι, κι ο καθένας ζει μέσα σ’ αυτό που εστιάζει το ενδιαφέρον του ή όλα: «Έτσι είναι αν έτσι νομίζουμε» (Λουίτζι Πιραντέλο).

Αν θέλουμε να αλλάξουμε κάτι γύρω μας, αλλάζουμε εμείς μέσα μας. Αλλάζουμε τα ενδιαφέροντα μας, σκεφτόμαστε θετικά κι επιτρέπουμε στην Αγάπη να βρει τον δρόμο να μας πλημμυρίσει.

Η μυστηριώδης σχέση που υπάρχει μεταξύ της σκέψης ενός ανθρώπου και αυτού που του συμβαίνει

Η πραγματική ανισότητα μεταξύ των ανθρώπων, η ρίζα από την οποία παράγεται κάθε εμφανής διαφορά, είναι το ότι ανήκουν σε διαφορετικά επίπεδα εσωτερικής υπευθυνότητας. Η διαφορετική ποιότητα σκέψης τοποθετεί τους ανθρώπους κάθετα στα διαφορετικά επίπεδα της κλίμακας του Είναι.

Υπάρχει μια εσωτερική ιεραρχία που κανένας πόλεμος ή επανάσταση δεν θα μπορέσει ποτέ να τη σβήσει, γιατί η πραγματική ανομοιότητα μεταξύ των ανθρώπων δεν βρίσκεται ούτε στον πλούτο, ούτε στην πίστη ή στη φυλή. Η διαφορά εντοπίζεται στις καταστάσεις τού Είναι. Είναι μια διαφορά ψυχολογική, κάθετη, εξελικτική, βαθμίδας. Για το λόγο αυτό μπορεί να ξεπεραστεί μόνο μέσα από μια ριζική αλλαγή του τρόπου σκέψης κι αντίληψης.

Σου συμβαίνουν συνεχώς τα ίδια γεγονότα γιατί τίποτα δεν αλλάζει σε σένα! Το κομμάτι του παραδείσου πάει προς τον παράδεισο, τo κομμάτι της κόλασης πάει προς την κόλαση.

Οι καταστάσεις της υπόστασής μας προσελκύουν τα γεγονότα που τους αντιστοιχούν και τα γεγονότα, μας ρίχνουν ξανά στις ίδιες καταστάσεις. Μόνο η θέληση μπορεί να διακόψει αυτή την αιώνια καταδίωξη, αυτό το ατέλειωτο μηχανικό παιχνίδι, και να σπάσει τον υπνωτικό κρίκο που περιβάλλει την ανθρώπινη ύπαρξη. Thought is creative. Thought creates. Τα γεγονότα είναι οι υλοποιήσεις της σκέψης μας, των καταστάσεων του Είναι μας. Καταστάσεις και συμβάντα είναι επομένως το ίδιο πράγμα. Οι καταστάσεις παράγονται στο Είναι κάθε ανθρώπου, τα γεγονότα εκδηλώνονται στη ζωή του, στον χρόνο, και μοιάζουν να παράγονται ανεξάρτητα από τη θέλησή του. Στην πραγματικότητα εμείς οι ίδιοι τα επικαλεστήκαμε με σφοδρότητα και, ασυνείδητα, τα δημιουργήσαμε.

Η σκέψη του ανθρώπου, θετική ή αρνητική, είναι πάντα δημιουργική και βρίσκει δεόντως την ευκαιρία να υλοποιηθεί.

Οι σκέψεις μας, σαν χειρόγραφες προσκλήσεις, που έχουν αποσταλεί και μετά ξεχαστεί, προσελκύουν τα αντίστοιχα συμβάντα. Όταν έρθει ο καιρός που ούτε καν το σκεφτόμαστε πια, περιστάσεις, συναντήσεις, περιστατικά, προβλήματα και συμπτώσεις, καταπτώσεις και αποτυχίες, χτυπούν την πόρτα μας σαν ανεπιθύμητοι επισκέπτες που τους προσκαλούσαμε όμως από καιρό, υποχθόνια. Μόνο η αμέλεια των ψυχολογικών μας καταστάσεων, απ’ όπου πραγματικά πηγάζουν εκείνα τα γεγονότα, μας τα παρουσιάζει ως απροσδόκητα, απρόσμενα.

Το απρόσμενο έχει πάντα ανάγκη μακράς προετοιμασίας.

Κανένα γεγονός δεν μπορεί να συμβεί εξωτερικά σε έναν άνθρωπο χωρίς την, έστω και ασυνείδητη, συγκατάθεσή του. Τίποτα δεν μπορεί να του τύχει χωρίς να περάσει πρώτα μέσα από την ψυχολογία του.

Η σκέψη επομένως είναι ισχυρότατη.

Επίσης, εκείνα που αποκαλούμε γεγονότα, συμβάντα, εμπειρίες και όλα τα πιθανά περιστατικά της ζωής, είναι ψυχολογικές καταστάσεις της υπόστασης που ήδη πορεύονται για να συναντήσουν όποιον έχει εναρμονιστεί με αυτά. Οι καταστάσεις είναι γεγονότα που περιμένουν την κατάλληλη συγκυρία για να συμβούν.

Η ποιότητα των συναισθημάτων μας, η ευρύτητα των σκέψεών μας, οι ψυχικές διαθέσεις που βιώνουμε εκείνη τη στιγμή, αποφασίζουν τι θα εκδηλωθεί στο ορατό, τη φύση των γεγονότων που θα υλοποιηθούν στη ζωή μας.

Τροποποιώντας τις καταστάσεις τού Είναι, μπορείς να ανατρέψεις τα γεγονότα που, προορίζονται να τα βρεις μπροστά σου. Να πώς ο άνθρωπος, μέσα από μια μελέτη του εαυτού του, τροποποιώντας τον τρόπο που σκέφτεται και αισθάνεται, μπορεί να μετατρέψει την οριζόντια, εφήμερη, ύπαρξή του.

Πρέπει να μάθουμε να ανατρέπουμε την οπτική μας. Όλα αυτά που οι άνθρωποι συνήθως κατανοούν ως δυσκολίες και συμφορές, όλα αυτά που καταριούνται. όλα αυτά που προσπαθούν πάση θυσία να αποφύγουν, στην πραγματικότητα είναι το πιο πολύτιμο υλικό για να μετατρέψουν την ψυχολογία του θανάτου σε μια ψυχολογία ζωής.

To Είναι αποτελείται από καταστάσεις και η ζωή από γεγονότα. Η ύπαρξή μας, επομένως, τρέχει παράλληλα σε δύο γραμμές: εκείνη των γεγονότων, της διαδοχής των συμβάντων που, στη διάρκεια της ζωής μας, συναντάμε στο tapis roulant του χωροχρόνου, και εκείνη των καταστάσεων που είναι οι ψυχικές διαθέσεις, moods, οι καταστάσεις τού Είναι που διαδέχονται, μέσα μας, η μια τη άλλη, σχεδόν πάντα απαρατήρητα. Επομένως, η προσωπική ιστορία ενός ανθρώπου, στον οριζόντιο άξονα είναι φτιαγμένη από γεγονότα, ενώ στον κάθετο άξονα είναι φτιαγμένη από καταστάσεις. Ωστόσο, ο κόσμος συνήθως πιστεύει και αφηγείται τη ζωή του σαν να είναι φτιαγμένη μόνο από εξωτερικά γεγονότα. Στην πραγματικότητα, το είδος των γεγονότων που εκδηλώνονται, και επομένως η ποιότητα της εξωτερικής ζωής, εξαρτάται από την ποιότητα της σκέψης και από τις καταστάσεις τού Είναι. Η ζωή επομένως αποτελείται από γεγονότα αλλά και, ακόμη περισσότερο, από καταστάσεις. Ο καθένας μας, για παράδειγμα, πηγαίνοντας σε μια διάλεξη ή στο θέατρο, είναι σίγουρος ότι διάλεξε τη θέση που θα καθίσει. Ο καθένας μας είναι σίγουρος ότι σήμερα το πρωί διάλεξε τι ρούχα θα φορέσει. Στην πραγματικότητα δεν ήμασταν ‘εμείς’ που διαλέξαμε τη θέση στο θέατρο ή τα ρούχα αλλά οι καταστάσεις τού Είναι μας.

Είναι εύκολο να παρατηρήσουμε ότι όλοι έχουν στη γκαρνταρόμπα τους ένα φόρεμα, ένα πουκάμισο, ένα ρούχο που αντιπαθούν και για κάποιο λόγο δεν θα ήθελαν ποτέ να το φορέσουν. Δεν το πετάνε γιατί γνωρίζουν πως κάποια στιγμή θα βρεθούν σ’ αυτή την ψυχική διάθεση, σ’ αυτό το mood, στο ανάλογο επίπεδο του Είναι. Όταν ‘νιώθουμε’ έτσι, ‘επιλέγουμε’ εκείνο το ρούχο.

Η σχέση που συνδέει καταστάσεις και γεγονότα, εσωτερικά και εξωτερικά συμβάντα, η μυστηριώδης σχέση που υπάρχει μεταξύ της ψυχολογίας ενός ανθρώπου και αυτού που του συμβαίνει είναι ο πυρήνας του θέματος της ελεύθερης βούλησης και του αιώνιου αινίγματος, εάν το πεπρωμένο υπακούει στην τυχαιότητα ή την αναγκαιότητα.

Μην ξεκινήσετε μια αντιπαράθεση με τον πρώτο τυχόντα

Οξύνοντας το πνεύμα, η αντιπαράθεση είναι πράγματι ωφέλιμη και για τις δύο πλευρές, προκειμένου να διορθώσει κανείς εσφαλμένες σκέψεις και να αντιληφθεί νέες απόψεις.

Όμως στη μόρφωση και την πνευματική δύναμη, οι δύο αντίπαλοι πρέπει να είναι σε κάποιο βαθμό ισοδύναμοι. Αν ένας εκ των δύο στερείται παιδείας, δεν θα μπορέσει να καταλάβει τον άλλον, καθώς δεν βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με τον ανταγωνιστή του. Εάν στερείται πνευματικής δύναμης, θα πικραθεί, θα οδηγηθεί σε ανέντιμα τεχνάσματα και θα καταλήξει να γίνει αγενής.

Άρα, λοιπόν, ο μόνος ασφαλής κανόνας είναι να μην ξεκινήσετε μια αντιπαράθεση με τον πρώτο τυχόντα, παρά μόνο με όσους γνωστούς σας ξέρετε πως κατέχουν αρκετή ευφυΐα και αυτοσεβασμό ώστε να μην προβούν σε παραλογισμούς· με εκείνους που επικαλούνται τη λογική κι όχι την εξουσία, που υπακούουν στη λογική και ακολουθούν τις επιταγές της, και, τέλος, εκείνους που αγαπούν την αλήθεια, που είναι πρόθυμοι να δεχτούν τη λογική ακόμα κι από το στόμα του αντιπάλου τους, ενώ είναι αρκετά δίκαιοι ώστε να αντέξουν την ήττα σε περίπτωση που η αλήθεια είναι με το μέρος του άλλου.

Ως εκ τούτου, μετά βίας ένας στους εκατό είναι άξιος αντίπαλος σας για μια αντιπαράθεση. Αφήστε τους υπόλοιπους να λένε ό,τι θέλουν, καθώς όλοι έχουν δικαίωμα στη βλακεία. Θυμηθείτε τα λόγια του Βολταίρου: La paix vaut encore mieux que la vérité (Η ειρήνη αξίζει περισσότερο από την αλήθεια). Θυμηθείτε επίσης μια αραβική παροιμία που μας λέει πως από το δέντρο της σιωπής κρέμεται κι ο καρπός του, η ειρήνη.

J.P.Sartre: Η κόλασή μου είναι οι άλλοι

Ζαν Πωλ Σαρτρ: 1905–1980

Ύπαρξη και Ελευθερία

§1

Ο Σαρτρ ανήκει στους πιο διάσημους εκπροσώπους του γαλλικού αθεϊστικού υπαρξισμού. Από τη μια πλευρά, η πολιτική του στράτευση με το κίνημα της μαρξιστικής αριστεράς, ακόμη και μετά τη διάρρηξη των σχέσεών του με το κομμουνιστικό κόμμα της Γαλλίας, και από την άλλη το ριζωμένο περισσότερο στον ιδεαλισμό και στη φαινομενολογία και λιγότερο στο μαρξισμό φιλοσοφικό του credo τον ανέδειξαν σε μια από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της μεταπολεμικής εποχής. Το έργο του, σε κάθε περίπτωση, εξακολουθεί να εμπνέει και να μας διανοίγει οδούς. Το βασικό του φιλοσοφικό κείμενο φέρει τον τίτλο Είναι και Μηδέν και πραγματεύεται την ιδέα του Είναι υπό μια

διττή οπτική: το Είναι ως καθεαυτό και το Είναι ως διεαυτό. Το πρώτο Είναι συνυφαίνεται με την πληρότητα της ύπαρξης, το δεύτερο με την κενότητά της. Πώς κατανοείται τούτο; Το πρώτο λειτουργεί ως κατάφαση της ζωής: προκειμένου να υπάρξει γνώση, χρειάζεται να καταφάσκει κάτι που υπάρχει ανεξάρτητα από τη γνώση. Τούτο το κάτι είναι το καθεαυτό. Παρουσιάζεται με διάφορους τρόπους στη ζωή μας: προβάλλει ως φαινόμενο και συνάμα ως μια σταθερά, ως μια ύλη που αναπαύεται, που ησυχάζει. Αυτό αποτελεί την αντικειμενική υπόσταση: το αντικείμενο.

§2

Στην αναλογία τούτη, η λειτουργία ορισμένων αισθημάτων μας βεβαιώνει πως η ύπαρξή μας διέπεται από αυτό τούτο το καθεαυτό: φέρει μέσα της μια κάποια νοσταλγία του ως του αντικειμενικού, του σταθερού, του στατικού, της ανάπαυσης. Μέσα σε μια τέτοια ανάπαυση, η ύπαρξή μας βρίσκει την πλησμονή της και ελευθερώνεται από τα συναισθήματα της ναυτίας, της αηδίας, της έκπτωσης, της αποστροφής που της επιφυλάσσει ο κόσμος. Αυτός είναι και ο λόγος που πάντοτε, ως ύπαρξη, νοσταλγούμε την ως άνω ανάπαυση, τον δέοντα ησυχασμό μας. Το καθεαυτό επομένως αποτελεί τη βάση και το στήριγμα του διεαυτό. Το τελευταίο είναι κάτι που αντιστοιχεί σε μια επιπολάζουσα και ρευστή συνείδηση του κόσμου· παραπέμπει στο υποκειμενικό, επέχει θέση υποκειμένου, το οποίο αγωνιωδώς αποζητά την αντικειμενική του αυταξίωση, την πλήρωσή του μέσα στο καθεαυτό. Η απουσία του τελευταίου συνεπάγεται για το διεαυτό, για το υποκείμενο, έκπτωση, μηδενισμό. Έτσι ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο κάνει την εμφάνισή του και νομιμοποιείται το μηδέν. Ο Σαρτρ, σε αντίθεση προς άλλους μεγάλους φιλοσόφους που οδεύουν από το καθεαυτό προς το διεαυτό, καθιδρύει την υπαρξιακή όδευση από το διεαυτό προς το καθεαυτό: από την κίνηση στη σταθερότητα, στην πλησμονή της γαλήνης και της ανάπαυσης· στη διαρκή φυγή από το ον, στην από-ξένωση από το διεαυτό, στην υπέρβασή του. Μια τέτοια υπέρβαση συνιστά το Είναι της ανθρώπινης ύπαρξης, το δικό μου Είναι. Αυτό-εδώ ωστόσο, όταν βρίσκεται ενώπιον του βλέμματος του άλλου, απολιθώνεται, αποξενώνεται από τον εαυτό του, με την έννοια ότι εγκαταλείπει την ως άνω αποξένωση από το διεαυτό και γίνεται «δούλος» του βλέμματος του άλλου, δηλαδή ένα εκ-τεθειμένο ον, που εξαρτάται από μια ελευθερία, που δεν είναι δική του αλλά ταυτόχρονα αναγκαία συνθήκη του Είναι του.

§3

Ποια αίσθηση δημιουργείται για την ύπαρξη ως υποκείμενο, όταν έρχεται αντιμέτωπη με το αντικειμενικό Είναι; Η αίσθηση ότι αυτή αποτελεί μια ρωγμή μέσα στην αντικειμενική πραγματικότητα, ότι αντανακλά τη μηδένωση. Ωστόσο, η εν λόγω ύπαρξη, από τη σκοπιά της δικής της υποκειμενικότητας, έχει μόνο μια δυνατότητα: να είναι ελεύθερη. Ελεύθερη σε έναν αγώνα απόγνωσης (για) να διασώζει το ατομικό της Είναι απέναντι στην αντικειμενικότητα, (για) να μη χάνεται μέσα στην ανωνυμία του αντικειμενικού Είναι. Να γιατί, αντιτιθέμενος σε τούτο το σημείο προς τον Χάιντεγκερ, ο Σαρτρ αποφαίνεται: η ύπαρξη προηγείται της ουσίας. Αναλογικά λοιπόν, ανάμεσα στο Είναι και την ύπαρξη, υπάρχει μια βασική διαφορά: όλα τα όντα, εκτός από τον άνθρωπο, κατασκευάζονται ή δημιουργούνται σύμφωνα με μια ιδέα, όπως π.χ. ένα σπίτι, τα διάφορα βιομηχανικά προϊόντα κ.α. Απεναντίας, ο άνθρωπος φέρει ο ίδιος την απόλυτη ευθύνη για την ύπαρξή του. Κατά τη γέννησή του, αυτός υπάρχει απλώς χωρίς να είναι ούτε καλός, ούτε κακός, ούτε μορφωμένος, ούτε αμόρφωτος, ούτε υποδηματοποιός, ούτε οτιδήποτε άλλο. Γίνεται ό,τι είναι δυνατόν να γίνει στην πορεία της ζωής του δια της δικής του δράσης: στην αρχή λοιπόν υπάρχει μόνο ως ένα μηδέν και δια του αγώνα για την ελευθερία του γίνεται ουσία. Σε μια τέτοια βάση εδραιώνεται και ο αθεϊσμός του: ο θεός συνιστά για τον άνθρωπο τον αστυνόμο της παγκόσμιας τάξης και έχει ως έργο την ακύρωση της απόλυτης, της απεριόριστης ελευθερίας της ύπαρξής του. Μια τέτοια ελευθερία, διαλεκτικά ιδωμένη, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά την αδυνατότητα να φύγω από τη διαρκή φυγή μου, καθώς το βλέμμα του άλλου με καθιστά ανυπερθέτως ένα ον ριγμένο μέσα σε έναν κόσμο μη οικείο σε εμένα, με μετα-ποιεί σε αντικείμενο, δηλαδή σε καθεαυτό. Ο άλλος με το βλέμμα του με καταδικάζει να είμαι για τον εαυτό μου, δηλ. διεαυτόν, ό,τι είμαι καθεαυτόν, ό,τι είμαι για τον άλλο. Αυτός ο άλλος έτσι είναι η «κόλασή» μου και ως τέτοιος με καταδικάζει να είμαι ελεύθερος με την παραπάνω έννοια.

ΘΕΟΦΡΑΣΤΟΣ: Χαρακτῆρες (30.1-30.20) - ΑΙΣΧΡΟΚΕΡΔΕΙΑΣ

Λ'. ΑΙΣΧΡΟΚΕΡΔΕΙΑΣ


[30.1] [Ἡ δὲ αἰσχροκέρδειά ἐστιν περιουσία κέρδους αἰσχροῦ,]
[30.2] ὁ δὲ αἰσχροκερδὴς τοιοῦτός ‹τις›, οἷος ἑστιῶν ἄρτους ἱκανοὺς μὴ παραθεῖναι.
[30.3] καὶ δανείσασθαι παρὰ ξένου παρ᾽ αὑτῷ καταλύοντος.
[30.4] καὶ διανέμων μερίδας φῆσαι δίκαιον εἶναι διμοιρίαν τῷ διανέμοντι δίδοσθαι καὶ εὐθὺς αὑτῷ νεῖμαι.
[30.5] καὶ οἰνοπωλῶν κεκραμένον τὸν οἶνον τῷ φίλῳ ἀποδόσθαι.
[30.6] καὶ ἐπὶ θέαν τηνικαῦτα πορεύεσθαι ἄγων τοὺς ὑούς, ἡνίκα προῖκα ἀφιᾶσιν οἱ θεατρῶναι.
[30.7] καὶ ἀποδημῶν δημοσίᾳ τὸ μὲν ἐκ τῆς πόλεως ἐφόδιον οἴκοι καταλιπεῖν, παρὰ δὲ τῶν συμπρεσβευόντων δανείσασθαι· καὶ τῷ ἀκολούθῳ μεῖζον φορτίον ἐπιθεῖναι ἢ δύναται φέρειν καὶ ἐλάχιστα ἐπιτήδεια τῶν ἄλλων παρέχειν· καὶ ‹τῶν› ξενίων τὸ μέρος τὸ αὑτοῦ ἀπαιτήσας ἀποδόσθαι.
[30.8] καὶ ἀλειφόμενος ἐν τῷ βαλανείῳ [καὶ] εἴπας τῷ παιδαρίῳ «Σαπρόν γε τὸ ἔλαιον ἐπρίω» τῷ ἀλλοτρίῳ ἀλείφεσθαι.
[30.9] καὶ τῶν εὑρισκομένων χαλκῶν ἐν ταῖς ὁδοῖς ὑπὸ τῶν οἰκετῶν δεινὸς ἀπαιτῆσαι τὸ μέρος, κοινὸν εἶναι φήσας τὸν Ἑρμῆν.
[30.10] καὶ θοἰμάτιον ἐκδοῦναι πλῦναι καὶ χρησάμενος παρὰ γνωρίμου ἐφελκύσαι πλείους ἡμέρας, ἕως ἂν ἀπαιτηθῇ.
[30.11] [καὶ τὰ τοιαῦτα·] ‹καὶ› Φειδωνείῳ μέτρῳ τὸν πύνδακα εἰσκεκρουμένῳ μετρεῖν αὐτὸς τοῖς ἔνδον τὰ ἐπιτήδεια σφόδρα ἀποψῶν.
[30.12] ‹καὶ› ὑποπρίασθαί ‹τι παρὰ› φίλου δοκοῦντος πρὸς τρόπου πωλεῖσθαι ‹καὶ› ἐπιλαβὼν ἀποδόσθαι.
[30.13] ἀμέλει δὲ καὶ χρέος ἀποδιδοὺς τριάκοντα μνῶν ἔλαττον τέτταρσι δραχμαῖς ἀποδοῦναι. [30.14] καὶ τῶν ὑῶν δὲ μὴ πορευομένων εἰς τὸ διδασκαλεῖον τὸν μῆνα ὅλον διά τιν᾽ ἀρρωστίαν ἀφαιρεῖν τοῦ μισθοῦ κατὰ λόγον, καὶ τὸν Ἀνθεστηριῶνα μῆνα μὴ πέμπειν αὐτοὺς εἰς τὰ μαθήματα διὰ τὸ θέας εἶναι πολλάς, ἵνα μὴ τὸν μισθὸν ἐκτίνῃ.
[30.15] καὶ παρὰ παιδὸς κομιζόμενος ἀποφορὰν τοῦ χαλκοῦ τὴν ἐπικαταλλαγὴν προσαπαιτεῖν, καὶ λογισμὸν δὲ λαμβάνων παρὰ τοῦ χειρίζοντος.
[30.16] καὶ φράτερας ἑστιῶν αἰτεῖν τοῖς ἑαυτοῦ παισὶν ἐκ τοῦ κοινοῦ ὄψον, τὰ δὲ καταλειπόμενα ἀπὸ τῆς τραπέζης ῥαφανίδων ἡμίσεα ἀπογράφεσθαι, ἵν᾽ οἱ διακονοῦντες παῖδες μὴ λάβωσι.
[30.17] ‹καὶ› συναποδημῶν δὲ μετὰ γνωρίμων χρήσασθαι τοῖς ἐκείνων παισί, τὸν δὲ ἑαυτοῦ ἔξω μισθῶσαι καὶ μὴ ἀναφέρειν εἰς τὸ κοινὸν τὸν μισθόν.
[30.18] ἀμέλει δὲ καὶ συναγόντων παρ᾽ αὐτῷ ὑποθεῖναί ‹τι› τῶν παρ᾽ ἑαυτοῦ διδομένων ξύλων καὶ φακῶν καὶ ὄξους καὶ ἁλῶν καὶ ἐλαίου τοῦ εἰς τὸν λύχνον.
[30.19] καὶ γαμοῦντός τινος τῶν φίλων ἢ ἐκδιδομένου θυγατέρα πρὸ χρόνου τινὸς ἀποδημῆσαι, ἵνα ‹μὴ› πέμψῃ προσφοράν.
[30.20] καὶ παρὰ τῶν γνωρίμων τοιαῦτα κίχρασθαι, ἃ μήτ᾽ ἂν ἀπαιτήσαι μὴτ᾽ ἀπ᾽ ἀποδιδόντων ταχέως ἄν τις κομίσαιτο.

***

30. Ο ΑΙΣΧΡΟΚΕΡΔΗΣ


[30.1] [Η αισχροκέρδεια είναι η περίσσεια αισχρού κέρδους,]
[30.2] ενώ ο αισχροκερδής το είδος του ανθρώπου που, όταν παραθέτει γεύμα, δεν προσφέρει αρκετό ψωμί.
[30.3] Ζητά δανεικά από κάποιον ξένο που καταλύει στο σπίτι του.
[30.4] Όταν διανέμει μερίδες, ισχυρίζεται ότι είναι δίκαιο να πάρει διπλή μερίδα εκείνος, ο οποίος κάνει τη διανομή, κι αμέσως την δίνει στον εαυτό του.
[30.5] Όταν πουλά κρασί, το πουλά νερωμένο ακόμη και στο φίλο του.
[30.6] Πηγαίνει να δει θέατρο, παίρνοντας και τους γιους του, μόνο όταν οι θεατρώνες επιτρέπουν την είσοδο δωρεάν.
[30.7] Όταν ταξιδεύει στο εξωτερικό σε κρατική αποστολή, τα οδοιπορικά που του έδωσε η πόλη τα αφήνει στο σπίτι του και ζητά δανεικά από τους συμπρέσβεις του. Φορτώνει τον ακόλουθό του με φορτίο μεγαλύτερο απ᾽ όσο μπορεί να κουβαλήσει και του παρέχει τα λιγότερα τρόφιμα απ᾽ όλους τους άλλους. Ζητά να του δώσουν το μερίδιό του από τα δώρα που έλαβαν ως φιλοξενούμενοι και το πουλά.
[30.8] Όταν αλείφεται με λάδι στα λουτρά, λέει στο δούλο του «Αγόρασες χαλασμένο λάδι» και αλείφεται με το ξένο λάδι.
[30.9] Όταν οι δούλοι του βρίσκουν χάλκινα νομίσματα στο δρόμο, είναι ικανός να απαιτήσει μερίδιο, λέγοντας ότι ο Ερμής είναι κοινός.
[30.10] Αν έχει δώσει το ρούχο του για πλύσιμο και έχει δανειστεί ένα άλλο από κάποιον γνωστό του, καθυστερεί να το επιστρέψει επιπλέον μέρες, μέχρι να του το ζητήσουν πίσω.
[30.11] [Κάνει και τα εξής:] Μοιράζει ο ίδιος τα τρόφιμα στο προσωπικό του σπιτιού του, χρησιμοποιώντας κύπελλο με φειδώνειο μέτρο χωρητικότητας και με σφυρηλατημένο προς τα μέσα τον πυθμένα του, και καθαρίζει σχολαστικά ό,τι εξέχει (στην επιφάνεια).
[30.12] Αγοράζει κάτι σε τιμή κάτω του κόστους από έναν φίλο, ενώ εκείνος μένει με την εντύπωση ότι το εμπόρευμα πουλήθηκε σε τιμή εμπορίου, και κατόπιν το ξαναπουλά αποκομίζοντας επιπλέον κέρδος.
[30.13] Χωρίς αμφιβολία (είναι ικανός), όταν αποπληρώνει χρέος τριάντα μνων, να το επιστρέψει κατά τέσσερις δραχμές λιγότερες.
[30.14] Αν οι γιοι του τύχει, εξαιτίας κάποιας αρρώστιας, και δεν πάνε στο διδασκαλείο όλες τις μέρες του μήνα, αφαιρεί από τα δίδακτρα το ανάλογο ποσό. Δεν τους στέλνει στα μαθήματα κατά το μήνα Ανθεστηριώνα, για να μην πληρώσει τα δίδακτρα, καθώς αυτός ο μήνας έχει πολλά θεάματα. [30.15] Όταν λαμβάνει από κάποιον δούλο το μερίδιό του στα κέρδη του, απαιτεί επιπλέον και τα έξοδα για τη μετατροπή των χάλκινων νομισμάτων σε αργυρά. Το ίδιο κάνει και όταν ρυθμίζει λογαριασμούς με το διαχειριστή του.
[30.16] Όταν παραθέτει γεύμα στα μέλη της φατρίας του, απαιτεί για τους δούλους του φαγητό πληρωμένο από το κοινό ταμείο, ενώ τα κομμένα στη μέση ρεπανάκια, που απέμειναν από το τραπέζι, κάθεται και τα σημειώνει, για να μην τα πάρει το υπηρετικό προσωπικό.
[30.17] Όταν συνταξιδεύει εκτός πόλεως με γνωστούς του, χρησιμοποιεί τους δούλους τους, ενώ τον δικό του τον δίνει για νοίκιασμα, χωρίς όμως να βάλει στο κοινό ταμείο τα κέρδη του.
[30.18] Είναι ικανός, χωρίς αμφιβολία, όταν γίνει κάποια συγκέντρωση στο σπίτι του, να χρεώσει ένα ποσό για τα ξύλα, τις φακές, το ξίδι, το αλάτι και το λάδι για το λυχνάρι που πρόσφερε ο ίδιος. [30.19] Όταν κάποιος φίλος του παντρεύεται ή παντρεύει τη θυγατέρα του, φεύγει από την πόλη λίγο καιρό νωρίτερα, για να μη στείλει δώρο.
[30.20] Από τους γνωστούς του δανείζεται πράγματα που κανείς δεν θα τα ζητούσε πίσω, ούτε θα έσπευδε να τα πάρει, αν του τα επέστρεφαν.