Σάββατο 25 Απριλίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἑλένη (1301-1336)

ΧΟ. ὀρεία ποτὲ δρομάδι κώ- [στρ. α]
λωι Μάτηρ ἐσύθη θεῶν
ἀν᾽ ὑλᾶντα νάπη
ποτάμιόν τε χεῦμ᾽ ὑδάτων
1305 βαρύβρομόν τε κῦμ᾽ ἅλιον
πόθωι τᾶς ἀποιχομένας
ἀρρήτου κούρας.
κρόταλα δὲ βρόμια διαπρύσιον
ἱέντα κέλαδον ἀνεβόα,
1310 θηρῶν ὅτε ζυγίους
ζεύξασα θεὰ σατίνας
τὰν ἁρπασθεῖσαν κυκλίων
χορῶν ἔξω παρθενίων
†μετὰ κουρᾶν δ᾽†
‹. . .› ἀελλόποδες,
1315 ἁ μὲν τόξοις Ἄρτεμις, ἁ δ᾽
ἔγχει Γοργῶπις πάνοπλος.
αὐγάζων δ᾽ ἐξ οὐρανίων
‹. . .›
ἄλλαν μοῖραν ἔκραινεν.

δρομαῖον δ᾽ ὅτε πολυπλάνη- [ἀντ. α]
1320 τον μάτηρ ἔπαυσε πόνον
ματεύουσα †πόνους†
θυγατρὸς ἁρπαγὰς δολίους,
χιονοθρέμμονάς τ᾽ ἐπέρασ᾽
Ἰδαιᾶν Νυμφᾶν σκοπιὰς
1325 ῥίπτει τ᾽ ἐν πένθει
πέτρινα κατὰ δρία πολυνιφέα.
βροτοῖσι δ᾽ ἄχλοα πεδία γᾶς
‹. . .›
οὐ καρπίζουσ᾽ ἀρότοις,
λαῶν δὲ φθείρει γενεάν,
1330 ποίμναις δ᾽ οὐχ ἵει θαλερὰς
βοσκὰς εὐφύλλων ἑλίκων·
πόλεων δ᾽ ἀπέλειπε βίος,
οὐδ᾽ ἦσαν θεῶν θυσίαι,
βωμοῖς δ᾽ ἄφλεκτοι πελανοί·
1335 παγὰς δ᾽ ἀμπαύει δροσερὰς
λευκῶν ἐκβάλλειν ὑδάτων
πένθει παιδὸς ἀλάστωι.

***
ΧΟΡ. Κάποτε η Μάνα των θεών
χύθηκε απάνω στα βουνά,
σε λόγγους δασοσκέπαστους,
σε ποταμών νεροσυρμές
και πολυβούιστους γιαλούς,
γυρεύοντας ολούθε τη χαμένη
κόρη της με το ιερό
κι ανείπωτο όνομα. Τριγύρω
τα κρόταλα βροντολογούσαν,
1310 σέρναν τ᾽ αμάξι της θεριά
κι εκείνη ακούραστα ζητούσε
τη θυγατέρα που ᾽χαν κλέψει
απ᾽ τους κυκλόσυρτους χορούς
των κοριτσιών. Μαζί της
ακράτητες σαν άνεμος ορμήσαν
η Άρτεμη βαστώντας τόξα
κι η Αθηνά με τη βαριά της λόγχη.
Όμως ο Δίας από ψηλά
στους λαμπερούς ουράνιους θρόνους
αλλιώς κανόνιζε τη μοίρα.

Κι όταν τον πολυπλάνητο
1320 δρόμο της έπαψε η θεά,
ζητώντας ανωφέλευτα την κόρη
που δολερά είχαν κλέψει,
στα χιονοσκέπαστα της Ίδης
έφτασε κορφοβούνια,
τις βίγλες των Νυμφών· απλώθη
τότες η θλίψη της στα βράχια
τα χιονισμένα και στα δάση·
τους κάμπους άφησε της γης
δίχως χορτάρι, τις σπορές
δίχως καρπούς κι αφάνιζε
το γένος των ανθρώπων·
1330 απόμειναν τα βοσκοτόπια
κατάξερα κι από τις πόλεις
λιγόστεψε η ζωή· θυσίες
δεν γίνονταν για τους θεούς
ούτε οι βωμοί είχαν προσφορές·
στέρεψε τις ολόδροσες
πηγές απ᾽ την αγιάτρευτη
θλίψη της κόρης που ᾽χασε.

Μελέτες για την Αρχαία Μακεδονία, Από το τέλος της εποχής του χαλκού στη γένεση των πόλεων: Η εποχή του σιδήρου - Τάφοι

Διαφορές παρουσιάζει η, ελλιπής ακόμη για πολλές περιοχές της Μακεδονίας, αρχαιολογική τεκμηρίωση αναφορικά με τα ταφικά έθιμα της ύστερης εποχής του χαλκού και της πρώιμης εποχής του σιδήρου. Επισημαίνουμε αμέσως ότι τα ευρήματα υποδηλώνουν περιπτώσεις κατά τις οποίες διαρθρώνονται συγκροτημένα ομαδικά νεκροταφεία, ενδείξεις συσπειρώσεων πληθυσμών.
 
Στη νότια Πιερία τα νεκροταφεία με κιβωτιόσχημους τάφους του Αγίου Δημητρίου (Σπάθες και Στου Λάκκου τ' Αμπέλι), μεταξύ Ολύμπου και Θεσσαλίας, χρονολογούνται στην ύστερη εποχή του χαλκού (Πουλάκη 1993). Στα νεκροταφεία αυτά συνηθιζόταν ο ενταφιασμός και στα κτερίσματα περιλαμβάνονταν μυκηναϊκά αγγεία του 13ου και του 12ου αι. π.Χ. (ΥΕΙΙΙΑ και ΥΕΙΙΙΒ), γνωστά στην Κύπρο (π.χ. φλασκί με γραπτούς ομόκεντρους κύκλους) ή συνηθισμένα στον μυκηναϊκό κόσμο (π.χ. τρίωτο αλάβαστρο με κάθετα τοιχώματα και γραπτή διακόσμηση ρόμβων και ταινιών, μυροδοχείο), σφραγιδόλιθους και περιδέραιο με γυάλινες χάντρες.
 
Επίσης, στην ίδια περιοχή, δύο νεκροταφεία με ενταφιασμούς σε κιβωτιόσχημους τάφους στα Λείβηθρα, στα όρια του Άνω και Κάτω Ολύμπου, τοποθετούνται στην υστερόχαλκη εποχή, με βάση τη μυκηναϊκή κεραμική (ΥΕΙΙΙΒ) και τα ελλαδικού τύπου μαχαίρια και ξυράφι (Πουλάκη-Παντερμανλή 1993).
 
Ένα άλλο νεκροταφείο στη νότια Πιερία, με ενταφιασμούς σε κιβωτιόσχημους ή λακκοειδείς τάφους είναι εκείνο της Πέτρας, στα στενά του Ολύμπου (Πουλάκη-Παντερμανλή 1993). Ανάμεσα στα κτερίσματα ξεχωρίζουν αγγεία μυκηναϊκής παράδοσης και αμαυρόχρωμα, χαρακτηριστικά της μετάβασης από την ύστατη εποχή του χαλκού στην πρώιμη εποχή του σιδήρου (12ος-11ος αι. π.Χ.).
 
Εξάλλου, στο εκτεταμένο νεκροταφείο των τύμβων με ποταμίσιες κροκάλες του Δίου, στους ανατολικούς πρόποδες του Ολύμπου, εμφανίζονται ενδιαφέροντα παλαιά και νέα στοιχεία της πρώιμης εποχής του σιδήρου (10ος-8ος αι. π.Χ.) (Πουλάκη-Παντερμανλή 1993). Οι ενταφιασμοί (και οι ανακομιδές) σε κιβωτιόσχημους ή λακκοειδείς τάφους και σπάνια σε πίθους συνοδεύονταν από πρωτογεωμετρικά αγγεία (π.χ. φιάλη με προχοή και ψηλό πόδι, σκύφος), που αναγνωρίζονται στο ρεπερτόριο του Λευκαντιού Ευβοίας, από άλλα αγγεία επείσακτα από την κεντρική ή νότια Ελλάδα ή επιχωριάζοντα με πρωτογεωμετρική διακόσμηση (π.χ. σκύφος, κρατηρίσκος, κάνθαρος), από τον χειροποίητο κάνθαρο του τύπου της Μαρμάριανης Θεσσαλίας, από χειροποίητες πρόχους μακεδονικής παράδοσης, στιλβωμένες και αδιακόσμητες ή με αμαυρόχρωμη γραπτή διακόσμηση, από χάλκινα δαχτυλίδια, περόνες και ομοίωμα διπλού πέλεκυ, από σιδερένια μαχαίρια.
 
Στη Δυτική Μακεδονία οι πληροφορίες προς το παρόν είναι αποσπασματικές για τα ταφικά έθιμα της ύστερης εποχή του χαλκού. Αξιόλογα στοιχεία παρέχουν οι λακκοειδείς τάφοι στα Λιβάδια Αιανής, με κτερίσματα μυκηναϊκής και αμαυρόχρωμης κεραμικής και οι τύμβοι του Ρυμνίου και των δυτικών οροπεδίων του Βερμίου, με ενταφιασμούς σε κιβωτιόσχημους, λακκοειδείς ή εγχυτρισμό και χειροποίητα άβαφα τοπικά αγγεία και χάλκινα κοσμήματα μυκηναϊκών ή «μακεδονικών» τύπων (Καραμήτρου-Μεντεσίδη 1993).
 
Οι τύμβοι του Ρυμνίου και του Βερμίου, με ενταφιασμούς σε κιβωτιόσχημους ή λακκοειδείς και σπάνια εγχυτρισμούς, εξακολουθούν και κατά την πρώιμη εποχή του σιδήρου (Καραμήτρου-Μεντεσίδη 1993). Επίσης, συστάδες κιβωτιόσχημων και λακκοειδών τάφων που ανήκαν στην ίδια εποχή έχουν διερευνηθεί στην Κοιλάδα Κοζάνης και στον Άγιο Παντελεήμονα Φλώρινας (Καραμήτρου-Μεντεσίδη 1993). Ανάμεσα στα κτερίσματα των τάφων από τα παραπάνω νεκροταφεία συνυπήρχαν χειροποίητα αδιακόσμητα αγγεία και λίγα αμαυρόχρωμα, σιδερένια όπλα και χάλκινα κοσμήματα.
 
Στη Βεργίνα, νότια της Βέροιας στον Νομό Ημαθίας, ένα εκτεταμένο νεκροταφείο τύμβων της πρώιμης εποχής του σιδήρου συμπληρώνει την εικόνα που έχουμε σήμερα για τη Δυτική Μακεδονία. Οι τύμβοι, σε συστάδες ανά τρεις έως οκτώ, περιλάμβαναν ενταφιασμούς σε λακκοειδείς τάφους ή σπάνια σε πίθους και περιορισμένες καύσεις (Ανδρόνικος 1969, Παππά 1993). Τα αγγεία που συνόδευαν τους νεκρούς (συνήθως από δύο) ανήκαν κυρίως σε εγχώριες κατηγορίες (αδιακόσμητα, αμαυρόχρωμα, εγχάρακτα, αυλακωτά). Δεν απουσίαζαν εισαγμένα πρωτογεωμετρικά και τοπικές απομιμήσεις. Σιδερένια όπλα ήταν τα κτέρεα σε ανδρικές ταφές, σιδερένια, χάλκινα και κάποτε χρυσά κοσμήματα σε γυναικείες (π.χ. χάλκινες οκτώσχημες πόρπες, σπειροειδή ελάσματα, βραχιόλια, ασπιδόμορφα κουμπιά, ομφάλια ζωνών από χαλκό, σφηκωτήρας από χρυσό). Τα μετάλλινα ευρήματα συγκρίνονται συχνά με τύπους της κεντρικής Ευρώπης. Εξαιρετική περίπτωση θεωρείται το χάλκινο έλασμα με τρία ζεύγη πελέκεων, το οποίο παραπέμπει σε νοτιοελλαδικά σύμβολα.
 
Στην Κεντρική Μακεδονία, το νεκροταφείο στο Παλιό Γυναικόκαστρο του Νομού Κιλκίς παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον για την πρώιμη εποχή του σιδήρου. Μικροί κυκλικοί περίβολοι με λιθοσωρούς κάλυπταν καύσεις σε τεφροδόχα αγγεία (π.χ. τροχήλατος αμφορίσκος υπομυκηναϊκής παράδοσης) (Σαββοπούλου-Γιαννάκη 1993). Στα κτερίσματα, που χρονολογούνται κατά τον 8ο και εν μέρει τον 7ο αι. π.Χ., προσμετρώνται αγγεία των γνωστών στη Μακεδονία κατηγοριών κεραμικής, χειροποίητης και τροχήλατης, και τα ιδιόμορφα για τη Μακεδονία χάλκινα κοσμήματα.
 
Καύσεις συναντώνται επίσης στη Χαλκιδική. Στην Τορώνη, για παράδειγμα, ανασκάφτηκαν καύσεις σε τεφροδόχα αγγεία (σε τροχήλατο πρωτογεωμετρικό σκύφο ή σε πρωτογεωμετρικό αμφορίσκο του 10ου αι. π.Χ.) (Βοκοτοπούλου - Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1993, Παππά 1993). Στο νεκροταφείο της Τορώνης επαναλαμβάνεται η εικόνα της κεραμικής που έχουμε και στην υπόλοιπη Μακεδονία: χειροποίητη κεραμική (π.χ. αδιακόσμητος κάνθαρος του 11ου αι. π.Χ.) και τροχήλατη κεραμική (π.χ. οπισθότμητη υστεροπρωτογεωμετρική πρόχους του τέλους του 10ου-αρχών του 9ου αι. π.Χ.).
 
Τα στοιχεία ως προς τα ταφικά έθιμα στην Ανατολική Μακεδονία είναι περιορισμένα. Ταφικοί τύμβοι εμφανίστηκαν στη Δράμα, στη Βιομηχανική Ζώνη, και βόρεια της Αμφίπολης, στον Λόφο 133 (Βοκοτοπούλου - Κουκούλη-Χρυσανθάκη 1993). Πρόκειται για τύμβους με καύσεις ή ενταφιασμούς σε πιθάρια που χρονολογούνται στην πρώιμη εποχή του σιδήρου (11ος-8ος αι. π.Χ.).
Η διασπορά των νεκροταφείων στη Μακεδονία υποδηλώνει συγκέντρωση οικογενειών από διάφορα σημεία κάθε περιοχής, οι οποίες τιμούσαν τους νεκρούς τους σε συγκεκριμένες τοποθεσίες. Παράλληλα, τα διαφορετικά έθιμα ως προς τα εξωτερικά χαρακτηριστικά (τάφοι κιβωτιόσχημοι ή λακκοειδείς καλυμμένοι από τύμβους η χώμα, τεφροδόχα αγγεία κάτω από λιθοσωρό ή χώμα) παραπέμπουν σε διαφορετικές παραδόσεις και ίσως σε διαφορετικές πολιτιστικές μήτρες. Λόγου χάρη, οι κιβωτιόσχημοι της Πιερίας και της Κοζάνης συγγενεύουν με ανάλογους της εποχής του χαλκού από την Ήπειρο και τη Θεσσαλία. Αντίθετα, η παράδοση των καύσεων συναντάται κατά την εποχή του χαλκού στην κεντρική Ευρώπη (π.χ. στον πολιτισμό Urnenfeld) και κατά την εποχή του σιδήρου στην Εύβοια (π.χ. Λευκαντί). Αξίζει, ωστόσο, να μελετηθεί η σχέση νεκροταφείων-οικισμών, προκειμένου να κατανοήσουμε ποια νεκροταφεία ανήκαν σε κατοίκους συγκεκριμένου οικισμού ή οικισμών (π.χ. στο Παλιό Γυναικόκαστρο το νεκροταφείο βρίσκεται 1,5 χλμ. από τον οικισμό), ποια νεκροταφεία σχετίζονται με εξειδικευμένους επαγγελματίες (π.χ. μεταλλουργούς) και ποια σε μετακινούμενες ομάδες με πρόχειρα καταλύματα (π.χ. κτηνοτρόφους αιγοπροβάτων).
 
Ένα άλλο στοιχείο που ενώνει τους κατοίκους των διαφόρων περιοχών αφορά στη σχετική ομοιογένεια στα κτερίσματα. Η τοπική κεραμική και τα επείσακτα αγγεία της ύστερης εποχής του χαλκού και της πρώιμης εποχής του σιδήρου φανερώνουν μορφές πολιτιστικής συγγένειας οριζόντια και κάθετα στη γεωγραφία της Μακεδονίας. Εξάλλου, η εξάπλωση από σιδερένια όπλα και χάλκινα κοσμήματα ανάγονται σε προσδιοριστικά σύμβολα της κοινωνικής σημασίας των ατόμων και των οικογενειών τους.
 
Στη συζήτηση, λοιπόν, για την κοινωνική κατάσταση στις κοινότητες της Μακεδονίας, δέχομαι ότι μεταξύ της ύστερης εποχής του χαλκού και της εποχής του σιδήρου παρατηρείται μια αυξανόμενη πολιτιστική ομοιογένεια, η οποία υποκρύπτεται στις δομές ιεράρχησης των οικισμών και στις οικογενειακές εθιμικές επιδείξεις των τάφων. Αν και μεταξύ Πίνδου και Παγγαίου εντοπίζονται τμηματικές αντιθέσεις (π.χ. ενταφιασμοί ή καύσεις), οι οργανωμένες αυτές αντιθέσεις υπονοούν πληθυσμιακές συσπειρώσεις και εκφάνσεις ταυτοτήτων. Τα ταφικά ευρήματα, στα οποία αναφερθήκαμε χωρίς λεπτομέρειες, ερμηνεύονται αφενός ως έθιμα κοινωνιών διαρθρωμένων κατά γένη και φύλα (π.χ. οικογένειες σε τύμβους), επιτρέπουν αφετέρου να θεωρήσουμε τα επιμέρους κοινά στοιχεία των εθίμων (π.χ. ανδρικά-γυναικεία κτερίσματα, κεραμική, οπλισμός, κοσμήματα) ως υπέρβαση της κοινωνίας των γενών και των φυλών και γενικευμένες τάσεις προς συλλογικά μορφώματα περισσότερων γενών, κοινωνικών ομάδων και εξειδικευμένων επαγγελματιών. Πολυπληθείς ομάδες που αναγνωρίζονται σε ένα ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο εκφράζει τη συνοχή των ομάδων με την καινοφανή οργάνωση εκτεταμένου νεκροταφείου παρέχει η περίπτωση των τριακοσίων και πλέον τύμβων της πρώιμης εποχής του σιδήρου στη Βεργίνα.
 
 
 

Συναισθηματική επίγνωση

Η ικανότητα επίγνωσης των συναισθημάτων των άλλων μπορεί να συμβάλει σημαντικά στη δημιουργία καλύτερων σχέσεων. Το να είσαι σε θέση να συνδεθείς συναισθηματικά με ένα άλλο άτομο αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της οικοδόμησης πραγματικής οικειότητας και επαφής. Όσο καλύτερα μπορείτε να καταλάβετε τη συναισθηματική κατάσταση κάποιου ανθρώπου, τόσο καλύτερα θα μπορείτε στη συνέχεια να κατανοήσετε και να βοηθήσετε τους άλλους.

Η συναισθηματική επίγνωση δεν είναι απλώς ένα χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς μας, αλλά ένα πολύτιμο εργαλείο ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τον εαυτό μας. Αυτό το άρθρο εξηγεί γιατί η συναισθηματική επίγνωση είναι σημαντική για όλους μας και πώς μπορούμε να την οικοδομήσουμε.

Συναισθηματική επίγνωση


Αντιμετωπίζουμε πολλά προβλήματα κάθε μέρα. Πολλά από αυτά τα προβλήματα είναι εντελώς προσωπικά, ενώ άλλα σχετίζονται με τις σχέσεις που έχουμε με τους άλλους. Όταν είμαστε συναισθηματικά ενσυνείδητοι, αυτό μας επιτρέπει να αντιμετωπίσουμε τα προσωπικά προβλήματα με τον εαυτό μας και τις σχέσεις μας με υπομονή και διορατικότητα. Αποκτούμε καλύτερη επίγνωση των συναισθημάτων μας, καλύτερη επίγνωση των συναισθημάτων των άλλων και καλύτερη επίγνωση του τρόπου διαχείρισης όλων αυτών των συναισθημάτων.

Αυτή η επίγνωση θεωρείται, επίσης, και μια μορφή νοημοσύνης. Παλιότερα, συσχετίζαμε τη νοημοσύνη αποκλειστικά με τη γνωστική λειτουργία και το IQ. Ωστόσο, η νοημοσύνη συνδέεται, εκτός των άλλων, και με το συναίσθημα. Έτσι, λοιπόν, τόσο η ευφυΐα όσο και η συναισθηματική επίγνωση μάς δίνει τη δυνατότητα να ανταπεξέλθουμε επιτυχώς στις διάφορες προκλήσεις.

Η σημαντικότητα της συναισθηματικής επίγνωσης


Η οικοδόμηση της συναισθηματικής σας επίγνωσης έχει πολλές θετικές επιπτώσεις σε όλες τις πτυχές της ζωής σας. Θα μειώσετε τα επίπεδα κοινωνικού άγχους και θα κάνετε τις δημόσιες περιστάσεις πιο ευχάριστες για εσάς. Θα αναπτύξετε ένα υψηλότερο επίπεδο αυτοεκτίμησης, το οποίο έχει μεγάλη επίδραση σε ζητήματα όπως η καριέρα και η επιτυχία. Η συναισθηματική επίγνωση είναι, επίσης, σημαντική για τον έλεγχο και τη μείωση των επιπέδων της κατάθλιψης, καθώς σχετίζεται με τη δημιουργία καλύτερων σχέσεων με την οικογένεια, τους φίλους και τους συνεργάτες σας.

Όσοι δεν έχουν ακόμα αναπτύξει τη συναισθηματική τους νοημοσύνη θεωρούν τη ζωή εξαιρετικά απογοητευτική. Δεν έχουν κανέναν έλεγχο στα συναισθήματα και στις πράξεις τους, πολλές φορές απομακρύνουν τους άλλους ανθρώπους και βρίσκονται διαρκώς σε ανησυχία. Θα μπορούσαμε να πούμε, μάλιστα, ότι οι περισσότερες δυσλειτουργικές σχέσεις χαρακτηρίζονται από έλλειψη συναισθηματικής επίγνωσης και νοημοσύνης.

Μπορούμε να εξετάσουμε την έλλειψη συναισθηματικής νοημοσύνης με τον ίδιο τρόπο που θα κάναμε με τη γνωστική νοημοσύνη. Και οι δύο δημιουργούν σοβαρές επιπτώσεις, αλλά αναφορικά με την έλλειψη συναισθηματικής νοημοσύνης, το αποτέλεσμα μπορεί να είναι πολύ πιο μακροχρόνιο.
 

Οφέλη της συναισθηματικής επίγνωσης


Όσοι έχουν έντονη αίσθηση συναισθηματικής επίγνωσης μπορούν να αναγνωρίσουν τις ανησυχίες και τον πόνο σε άλλους ανθρώπους. Έχουν την διακριτική ικανότητα να διαπιστώσουν ότι, παρότι κάποιος μπορεί να δείχνει καλά, ωστόσο μέσα του δεν είναι. Μπορούν, επίσης, να προσδιορίζουν τι μπορεί να οδηγήσει ένα άτομο ώστε να ενεργήσει με έναν συγκεκριμένο τρόπο.

Όσοι δεν έχουν συναισθηματική νοημοσύνη μπορούν εύκολα να απορρίψουν ένα θυμωμένο άτομο, αλλά το συναισθηματικά ενσυνείδητο άτομο, θα δει τι μπορεί να έχει προκαλέσει τον θυμό αυτό. Μπορούν να αναγνωρίσουν τη θλίψη που κρύβεται πίσω από το θυμό, το χιούμορ ή την άρνηση. Αυτοί οι τύποι ανθρώπων μπορούν να γίνουν καλοί θεραπευτές, δάσκαλοι, ηγέτες και μέντορες.

Έχοντας τα παραπάνω κατά νου, πώς μπορείτε να αναπτύξετε τη δική σας συναισθηματική επίγνωση;

Εξετάστε προηγούμενα γεγονότα και συναισθηματικές αντιδράσεις


Ανατρέξτε σε προηγούμενα γεγονότα που σας προκάλεσαν ορισμένα συναισθήματα. Μπορεί να σας έχουν κάνει λυπημένους, χαρούμενους, θυμωμένους, απογοητευμένους ή απελπισμένους. Το σημαντικό εδώ είναι να δούμε γιατί αυτό το γεγονός προκάλεσε τη συγκεκριμένη συναισθηματική απόκριση. Τι ή ποιος προκάλεσε αυτό το συμβάν; Θα μπορούσαν να αποφευχθούν οι συνέπειες του γεγονότος; Αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα για την οικοδόμηση συναισθηματικής επίγνωσης, καθώς σας βοηθά να μάθετε τι είναι αυτό που προκαλεί ορισμένα συναισθήματα μέσα σας.

Η δύναμη της παύσης


Κάνοντας μια σύντομη παύση όταν μιλάτε, βοηθάει τον εγκέφαλό σας να «αναπνεύσει» λίγο. Αντί να μιλάμε ακατάπαυστα, η σύντομη παύση μας δίνει λίγο χώρο. Αυτό μας βοηθά να μην αντιδρούμε άμεσα και σπασμωδικά, αλλά να περιμένουμε για λίγο και να εξετάσουμε τις διάφορες επιλογές που έχουμε.

Ο στόχος είναι να δημιουργήσετε μια παύση στο μυαλό και τη σκέψη σας όταν αντιμετωπίζετε ένα έντονο συναίσθημα. Αυτό που συμβαίνει συνήθως είναι ότι βιώνουμε ένα συναίσθημα και στη συνέχεια θέλουμε να αντιδράσουμε αμέσως, είτε πρόκειται για θυμό είτε για θλίψη. Όταν εστιάζετε στην παύση μετά από ένα συναίσθημα, μπορείτε να ελέγχετε καλύτερα την απόκρισή σας.
Το συναισθηματικά ενσυνείδητο άτομο δεν σταματά να αισθάνεται ένα συναίσθημα, αλλά σταματά για λίγο ώστε να το παρατηρήσει. Δεν αποφεύγει το συναίσθημα όσο επώδυνο κι αν είναι, αντιθέτως το αντιμετωπίζει κατάματα. Η παρατήρηση είναι μια σημαντική δεξιότητα και σας επιτρέπει να γίνετε καλύτεροι, σε συνεργασία με τον εαυτό σας και την αποτελεσματικότερη διαχείριση των συναισθημάτων σας.
Είναι σημαντικό να θυμάστε ότι τα συναισθήματα αλλάζουν και βρίσκονται σε συνεχή ροή. Όταν μαθαίνετε να παρατηρείτε και να παρακολουθείτε τα συναισθήματά σας από την προοπτική ενός τρίτου, βελτιώνετε τη συναισθηματική σας επίγνωση. Γι' αυτό η παύση είναι τόσο ισχυρή.
 

Συναισθηματικό λεξιλόγιο


Εάν έχετε δει ποτέ ένα απογοητευμένο παιδί, γνωρίζετε ότι μεγάλο μέρος του θυμού του σχετίζεται με το ότι δεν μπορεί να διατυπώσει και να εκφράσει λεκτικά αυτό που αισθάνεται. Το ίδιο συμβαίνει και με εκείνους που έχουν χαμηλή συναισθηματική επίγνωση.

Όταν καταφέρετε να εμπλουτίσετε το συναισθηματικό σας λεξιλόγιο, είστε καλύτερα προετοιμασμένοι ώστε να εκφράσετε τον εαυτό σας και τα συναισθήματά σας. Το συναισθηματικό λεξιλόγιο του μέσου ατόμου περιστρέφεται γύρω από απλές λέξεις, όπως τρελός, λυπημένος, χαρούμενος, θυμωμένος.

Πολλά από τα συναισθήματα που αναγνωρίζουμε (π.χ. θυμός) είναι συχνά δευτερεύοντα άλλων πρωταρχικών συναισθημάτων, τα οποία δεν τα βιώνουμε σε συνειδητό επίπεδο. Το να μην μπορείτε να διατυπώσετε πώς αισθάνεστε πραγματικά μπορεί να θέτει εμπόδια στην συναισθηματική επίγνωσή σας. Ο προσδιορισμός ενός πιο ειδικού συναισθηματικού λεξιλογίου είναι ένας εύκολος τρόπος για να ενισχύσετε τη συναισθηματική σας νοημοσύνη. Όσο πιο συγκεκριμένη είναι η επιλογή της λέξης σας, τόσο καλύτερα θα ορίσετε πώς αισθάνεστε πραγματικά. Αυτή είναι η πραγματική συναισθηματική επίγνωση.

Συναισθηματική συνειδητοποίηση και επίγνωση


Η συναισθηματική συνειδητοποίηση απαιτεί αρκετό χρόνο ώστε να αναπτυχθεί σε ένα επαρκές επίπεδο. Σε μερικούς ανθρώπους, έρχεται αρκετά φυσικά, ενώ άλλοι μπορεί να χρειαστεί να το επεξεργαστούν για λίγο παραπάνω. Όσο καλύτερη είναι η συναισθηματική σας επίγνωση, τόσο περισσότερη συναισθηματική δύναμη μπορείτε να αναπτύξετε. Αυτή η συναισθηματική δύναμη θα σας επιτρέψει να βοηθήσετε, να επικοινωνήσετε και να συνδεθείτε με τους άλλους αλλά και με τον εαυτό σας.

Άνθρωποι με αξιοζήλευτη συναισθηματική σταθερότητα

Πολλές φορές θαυμάζουμε γύρω μας ανθρώπους που καταφέρνουν να διαχειρίζονται με ψυχραιμία τις προσωπικές τους καταστάσεις. Ανθρώπους με αξιοζήλευτη συναισθηματική σταθερότητα που μπορούν να διατηρούν την ηρεμία τους στα δύσκολα, να μην πανικοβάλλονται και με σύνεση να αντιμετωπίζουν τις αναποδιές της ζωής, τις «εξωτερικές πιέσεις», που συχνά μας απομακρύνουν απ’ αυτό που θέλουμε πραγματικά να είμαστε…

Όσοι δεν τα καταφέρνουν, ενώ υφίστανται αυτές τις πιέσεις, κινδυνεύουν με ψυχική και συναισθηματική εξάντληση. Απειλείται η συναισθηματική ισορροπία, διαταράσσονται οι προσωπικές σχέσεις, απομακρύνονται από τον ίδιο τους τον εαυτό.

Όταν βρεθεί κανείς σε μια τέτοια κατάσταση ανισορροπίας καλό θα ήταν «να κάνει ένα βήμα πίσω» προκειμένου να πάρει μια απόσταση απ’ όσα συμβαίνουν και να επαναξιολογήσει τις καταστάσεις : Πρέπει να αναπτύξει μια προσωπική στρατηγική άρσης του διεξόδου, να βρει και να εφαρμόσει ένα σχέδιο δράσης!

Πρώτα απ’ όλα πρέπει να μείνουμε σε επαφή με τον εαυτό μας και τα συναισθήματα μας. Όσο δυσάρεστα ή επώδυνα κι αν είναι χρειάζεται να αποδεχτούμε τις αντιξοότητες της πραγματικότητας, όπως αυτή διαμορφώνεται. Είναι σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι η ζωή δεν είναι εύκολη (έτσι κι αλλιώς…), κι ότι πρέπει κατά συνέπεια να είμαστε περισσότερο ρεαλιστές όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε μια δυσκολία. Ούτε στρουθοκαμηλισμός, ούτε υπεραισιοδοξία!

Σταθερά και προσγειωμένα θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε καλύτερα τις αξίες, τις αρχές και τους στόχους μας, χωρίς τον κίνδυνο να παρασυρθούμε σε μονοπάτια αβέβαια που μας προτείνουν άλλοι «για το καλό μας».

Είναι σημαντικό το καλό και το πρέπον να το καθορίζει ο καθένας για τον εαυτό του και τη δική του ζωή με καθαρότητα και αποφασιστικότητα σύμφωνα με τα δικά του βιώματα και τις δικές του προτεραιότητες.

Δείξτε αποφασιστικότητα και πίστη στον εαυτό σας και αυτός θα σας ανταμείψει με τον καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα…

Αστυμαγεία & Ψυχογεωγραφία

Μέσα στην πόλη, ο μυστηριώδης άνθρωπος βρέθηκε σε μια διασταύρωση… Έπρεπε να σκεφτεί ποιός δρόμος βόλευε τους σκοπούς του… Ή Μήπως απόψε ο περίπατός του ήταν χωρίς σκοπό; Δίχως να το σκεφτεί, αφουγκράστηκε τους ήχους που πήγαζαν από το ίδιο το περιβάλλον. Σήκωσε το ένα του χέρι και το άφησε σαν μαγνητικός πόλος να επιλέξει μόνο του την διαδρομή που θα ακολουθούσε… Σήμερα, δεν υπήρχαν προδιαγεγραμμένες πορείες… Απόψε, η πόλη και η Αστυμαγεία της άνοιξε όλες τις διαδρομές για αυτόν..
 

Σύγχρονη Αστυμαγεία: Η Ανάλυση της πολυπλοκότητας των Πόλεων

 
Το χέρι του, έδειξε δεξιά, μόλις έκανε να προχωρήσει, άκουσε δύο περαστικούς να μιλούν αδιάφορα… Η κουβέντα που πρόλαβε να ακούσει ήταν η εξής:” Ναί φίλε μου… Είσαι στον σωστό δρόμο…” είπε ο ένας περαστικός στον άλλο, και ο μυστηριώδης άνδρας κατάλαβε πως ο άσκοπος περίπατός του, είχε σκοπό… Προχώρησε στον δρόμο που του είχαν υποδείξει τα αισθητήρια όργανά του, και θυμήθηκε πως συνήθως η διαδρομή ήταν αδιέξοδη καθώς ένα τείχος σταματούσε την ροή του δρόμου… Όχι όμως απόψε…”
 
Πολλά έχουν γραφτεί για την νέα urban τάση που αποκαλείται Αστυμαγεία… Δίχως όμως να αναλύσουμε την έννοια και την προελέυσή της, καθώς και την όποια αλήθεια μπορεί να υπάρχει, θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε και να ρίξουμε φως σε μερικά στοιχεία που θα μας βοηθήσουν να καταλάβουμε καλύτερα τους τρόπους με τους οποίους χρησιμοποιείται η Ψυχογεωγραφία, που κατά πολλούς είναι η μοντέρνα εκδοχή της Αστυμαγείας του Μαύρου Πυθαγόρα, του Παράξενου Thibault De castries.
 
Η Ψυχογεωγραφία και η Τέχνη του Derive
 
Η αρχή της Ψυχογεωγραφίας

Η Επιθυμία των καταστασιακών να καταφέρουν να γίνουν “Ψυχογεωγράφοι” και να κατανοήσουν τους “ακριβείς Νόμους και συγκεκριμένες επιπτώσεις του γεωγραφικού περιβάλλοντος, συνειδητά οργανωμένο η μή επάνω στα συναισθήματα ή την συμπεριφορά του ατόμου”, αποσκοπούσε στην ανάπτυξη συνείδησης και τρόπων σύμφωνα με τους οποίους η καθημερινή ζωή θα μπορούσε να ελεγχθεί, τρόπων με τους οποίους ο χειρισμός θα μπορούσε να εκτεθεί για να εξετάσει μορφές κατασκευασμένων καταστάσεων μέσα στον κόσμο. Μονάχα η συνείδηση της επιρροής του υπάρχοντος περιβάλλοντος μπορεί να ενθαρρύνει την κριτική τωρινών συνθηκών στην καθημερινότητα.

“Η Ξαφνική αλλαγή ατμόσφαιρας σέ έναν δρόμο, μέσα σε λίγα μόνο μέτρα; Ο Διαχωρισμός μιας πόλης σε ζώνες ψυχικών ατμοσφαιρών; το μονοπάτι της λιγότερης πιθανής αντίστασης που αυτόματα ακολουθείται μέσω άσκοπων περιπάτων στους δρόμους της πόλης (και το οποίο δεν έχει καμία σχέση με την φυσική “γραμμή- πορεία” του δρόμου); η Απώθηση ή έλξη που προκαλούν κάποιοι συγκεκριμένοι τόποι; Όλα τα παραπάνω φαίνεται πως είναι παραμελημένες έννοιες για τον καθημερινό άνθρωπο”.

Όντας βυθισμένοι στην ανία της ζωής μέσα στις πόλεις, τέτοιες απόπειρες “ψυχογεωγραφικής” έρευνες φάνηκαν ως το πρόσφορο έδαφος νέων μεθόδων για πειράματα με τις πιθανότητες της καθημερινής ζωής.
 
Μία από τις Βασικές αρχές της Ψυχογεωγραφίας ήταν και το Derive. Αγαπημένη πρακτική των Ντανταιστών, οι οποίοι οργάνωσαν αρκετές αποστολές, και των Σουρεαλιστών, για τους οποίους η γεωγραφική μορφή του αυτοματισμού ήταν απόλαυση, το Derive, ή αλλιώς Drift ή στα Ελληνικά “Μετατόπιση” ορίστηκε ως η “Τεχνική της μετακίνησης χωρίς στόχο”, κατά την οποία, ένα ή περισσότερα άτομα σε συγκεκριμένες περιόδους ξεχνούν τα συνηθισμένα κίνητρα τους για μετακίνηση, τις σχέσεις τους, την δουλειά και τις καθημερινές δραστηριότητές τους και παρασύρονται από το περιβάλλον και τις προκλήσεις που μπορεί να συναντήσουν μέσα σε αυτό.
 
Αντίθετα με τους “Αυτοματισμούς” των Σουρεαλιστών, το derive δέν ήταν ζήτημα παράδοσης στις υπαγορεύσεις ενός ασυνείδητου νού, Πραγματικά, οι “Καταστασιακοί” κριτίκαραν τις επιλογές των Σουρεαλιστών λέγοντας πως η ασυνείδητη φαντασία ήταν φτωχή, η αυτόματη γραφή βαρετή και μονότονη. Το να εξασκείς την τέχνη του derive σήμαινε να “κατανοείς” τον τρόπο με τον οποίο συγκεκριμένες περιοχές, δρόμοι ή κτίρια αλληλοεπιδρούν με τις καταστάσεις του Νου, τις κλίσεις, τις επιθυμίες, και να αναζητείς τρόπους μετακίνησης διαφορετικούς από εκείνους για τους οποίους έχει σχεδιαστεί η πόλη. Η ίδια η τεχνική αποσκοπούσε στην εκμετάλλευση του περιβάλλοντος για την εξυπηρέτηση των σκοπών του ατόμου.

Η πιθανή ατομικότητα κάποιου δεν είναι παρά η μοναδικότητά του από οποιονδήποτε άλλον

Η προσωπικότητα είναι αυτό που σας δίδεται από τους άλλους -από τους γονείς, από τους δασκάλους, από την κοινωνία- όλα όσα έχουν πει για εσάς. Και η επιθυμία σας ήταν να είστε αξιοσέβαστος, να σας σέβονται, γι’ αυτό κάνετε πράγματα που οι άλλοι εκτιμούν, και η κοινωνία σάς ανταμείβει, σας σέβεται όλο και πιο πολύ. Αυτή είναι η μέθοδός τους για να δημιουργήσουν μια προσωπικότητα.

Αλλά η προσωπικότητα είναι πολύ λεπτή, επιφανειακή. Δεν είναι η φύση σας. Το παιδί γεννιέται χωρίς προσωπικότητα, αλλά γεννιέται με μια πιθανή ατομικότητα. Η πιθανή ατομικότητα δεν είναι παρά η μοναδικότητα του από οποιονδήποτε άλλον – είναι διαφορετικό.

Πρώτα λοιπόν, να θυμάστε ότι η ατομικότητα δεν είναι προσωπικότητα. Όταν εγκαταλείψετε την προσωπικότητά σας, θα ανακαλύψετε την ατομικότητά σας και μόνο το άτομο μπορεί να διαφωτιστεί. Το ψεύτικο δεν μπορεί να γίνει η απόλυτη συνειδητοποίηση της αλήθειας. Μόνο το αληθινό μπορεί να συναντήσει το αληθινό, μόνο το ίδιο μπορεί να συναντήσει το ίδιο.

Η ατομικότητά σας είναι υπαρξιακή· έτσι όταν η ατομικότητά σας ανθίζει μπορείτε να γίνετε ένα με το όλον. Η ερώτηση είναι η εξής: αν γίνετε ένα με το όλον, τότε πώς μπορείτε να παραμείνετε άτομο;

Το πρόβλημα είναι απλά μια μη κατανόηση. Η εμπειρία του να γίνει κανείς το όλον προέρχεται από τη συναίσθηση, και η έκφραση έρχεται μέσα από το σώμα, μέσα από το μυαλό. Η εμπειρία είναι πέρα από τη δομή του σώματος/μυαλού. Είναι καθαρή συναίσθηση.

Αυτή η καθαρή συναίσθηση είναι καθολική, όπως ακριβώς αυτό το φως σε όλες αυτές τις λάμπες είναι ένα, αλλά μπορεί να εκφραστεί διαφορετικά. Η λάμπα μπορεί να είναι μπλε, μπορεί να είναι πράσινη, μπορεί να είναι κόκκινη· το σχήμα της λάμπας μπορεί να είναι διαφορετικό. Το σώμα/μυαλό είναι ακόμη εκεί, και αν ο άνθρωπος της εμπειρίας θέλει να εκφράσει την εμπειρία του, τότε πρέπει να χρησιμοποιήσει το σώμα/μυαλό· δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Και το σώμα/μυαλό του είναι μοναδικά – μόνο αυτός έχει αυτή τη δομή, κανείς άλλος δεν έχει αυτή τη δομή.

Έτσι έχει βιώσει το καθολικό, έχει γίνει το καθολικό, αλλά για τον κόσμο, για τους άλλους, είναι ένα μοναδικό άτομο. Η έκφρασή του θα είναι διαφορετική από άλλα συνειδητοποιημένα άτομα. Δεν είναι ότι θέλει να είναι διαφορετικός· έχει έναν διαφορετικό μηχανισμό, και μπορεί να έρθει σε εσάς περνώντας μόνο μέσα από αυτόν τον μηχανισμό.

Έχουν υπάρχουν διαφωτισμένοι ζωγράφοι. Δεν έχουν μιλήσει ποτέ επειδή η τέχνη τους δεν ήταν ο λόγος, αλλά έχουν ζωγραφίσει. Και οι πίνακές τους είναι τελείως διαφορετικοί από τους κανονικούς πίνακες, ακόμη και από τους πίνακες των μεγάλων δασκάλων. Ακόμη και οι σπουδαιότεροι δάσκαλοι ζωγράφοι είναι ασυναίσθητοι άνθρωποι· αυτό που ζωγραφίζουν αντανακλά την ασυναίσθησή τους.

Αλλά αν ζωγραφίζει ένας συνειδητοποιημένος άνθρωπος, τότε η ζωγραφική του έχει μια τελείως διαφορετική ομορφιά. Δεν είναι μόνο ένας πίνακας, είναι και ένα μήνυμα. Έχει ένα νόημα που πρέπει να ανακαλυφθεί. Το νόημα έχει δοθεί σε κώδικα, επειδή ο άνθρωπος ήταν ικανός μόνο για ζωγραφική, κι έτσι η ζωγραφική του είναι ένας κώδικας. Πρέπει να ανακαλύψετε τον κώδικα, και μετά ο πίνακας θα αποκαλύψει τεράστια νοήματα. Όσο πιο βαθιά πηγαίνετε σε αυτά τα νοήματα, τόσο περισσότερα θα ανακαλύπτετε. Οι άλλοι πίνακες που έχουν γίνει από έναν συνειδητοποιημένο άνθρωπο είναι πολυδιάστατοι, δεν είναι επίπεδοι. Θέλουν να σας πουν κάτι. Αν ο άνθρωπος είναι ποιητής, τότε τραγουδάει, και η ποίησή του είναι έκφραση.

Αν ο άνθρωπος έχει την ευχέρεια να πει το ανείπωτο, τότε μιλάει· αλλά τα λόγια του θα έχουν έναν τελείως διαφορετικό αντίκτυπο. Τα ίδια λόγια χρησιμοποιούνται από όλους, αλλά δεν έχουν αυτόν τον αντίκτυπο επειδή δεν κουβαλάνε την ίδια ενέργεια, δεν προέρχονται από την ίδιαν πηγή. Τα λόγια ενός ανθρώπου με εμπειρία είναι γεμάτα με την εμπειρία του – δεν είναι στεγνά, δεν είναι τα λόγια ενός ρήτορα ή ενός ομιλητή. Μπορεί να μη γνωρίζει την τέχνη της ομιλίας αλλά κανένας ρήτορας δεν μπορεί να κάνει αυτό που μπορεί να κάνει εκείνος με τα λόγια. Μπορεί να μεταμορφώσει τους ανθρώπους απλά ακούγοντάς τον. Όντας απλά κοντά του, αφήνοντας απλά τα λόγια του να σας λούσουν, θα νιώσετε να λαμβάνει χώρα μια μεταμόρφωση: μέσα σας γεννιέται ένα νέο ον, ξαναγεννιέστε.

Σε μία χώρα που έχει πάρει την κάτω βόλτα, το ποσοστό των ηλίθιων ανθρώπων εξακολουθεί να ισούται με η

Όλα αυτά οδηγούν σε ορισμένες σκέψεις αναφορικά με την αποδοτικότητα των κοινωνιών. Σύμφωνα με το Δεύτερο Βασικό Νόμο, το ποσοστό των ηλίθιων ανθρώπων είναι μία σταθερά η που δεν εξαρτάται από το χώρο, το χρόνο, τη φυλή, την τάξη ή οποιαδήποτε άλλη κοινωνικο-πολιτισμική ή ιστορική μεταβλητή. Θα ήταν σοβαρό σφάλμα να θεωρήσουμε πως ο αριθμός των ηλίθιων ανθρώπων σε μία φθίνουσα κοινωνία είναι μεγαλύτερος από εκείνον σε μία κοινωνία που προοδεύει. Και οι δύο τύποι των κοινωνιών μαστίζονται από το ίδιο ποσοστό ηλίθιων ατόμων. Η διαφορά μεταξύ των δύο κοινωνιών είναι πως σε μία κοινωνία που δεν αποδίδει: παρέχεται η δυνατότητα στα ηλίθια μέλη της κοινωνίας να αναλάβουν περισσότερες δραστηριότητες και να προβούν σε περισσότερες ενέργειες.

Αυτή η θεωρητική υπόθεση επιβεβαιώνεται επαρκώς με διεξοδική ανάλυση περιπτώσεων από την Ιστορία. Μάλιστα η ιστορική ανάλυσή μας επιτρέπει να επαναδιατυπώσουμε τα θεωρητικά συμπεράσματα με πιο αντικειμενικό τρόπο και πιο παραστατικές λεπτομέρειες.

Είτε εξετάσουμε την κλασική, τη μεσαιωνική, τη σύγχρονη ή την τωρινή εποχή, το εντυπωσιακό γεγονός είναι πως οποιαδήποτε χώρα, η οποία προοδεύει, διαθέτει το αναπόφευκτο ποσοστό η ηλίθιων ατόμων. Ωστόσο οι χώρες που προοδεύουν διαθέτουν επίσης και ένα ασυνήθιστα υψηλό ποσοστό ευφυών ατόμων, τα οποία κατορθώνουν να κρατούν το ποσοστό η υπό έλεγχο και παράλληλα παράγουν αρκετά κέρδη για τον εαυτό τους και για τα άλλα μέλη του κοινωνικού συνόλου ώστε να διασφαλίζεται η πρόοδος.

Σε μία χώρα που έχει πάρει την κάτω βόλτα, το ποσοστό των ηλίθιων ανθρώπων εξακολουθεί να ισούται με η (ν ηλίθιοι)· ωστόσο στον υπόλοιπο πληθυσμό παρατηρείται μεταξύ αυτών που κατέχουν την εξουσία μία δραματική εξάπλωση του πληθυσμού των κακοποιών με καλπάζουσα ηλιθιότητα και μεταξύ όσων δε μετέχουν στην εξουσία μία εξίσου ανησυχητική αύξηση του πληθυσμού των ανήμπορων ατόμων. Τέτοιες μεταβολές στη σύνθεση του μη ηλίθιου πληθυσμού αναπόφευκτα ενισχύουν την καταστροφική δύναμη του ποσοστού η και καθιστούν την παρακμή αναπόφευκτη. Και η χώρα πάει κατά διαόλου.

Carlo M. Cipolla, Οι βασικοί νόμοι της ανθρώπινης ηλιθιότητας

ΔΕΣ: Οι Βασικοί Νόμοι της Ανθρώπινης Ηλιθιότητας

Το μυστήριο της προέλευσης των τηκτιτών

Από την Εποχή του Λίθου ακόμα, ανακαλύπτονταν στην επιφάνεια στης Γης, αλλά και μέσα στο υπέδαφός της, παράξενα κομμάτια από γυαλί, συνήθως μαύρα και πράσινα. Ορισμένα από αυτά έχουν σφαιρικό σχήμα, άλλα είναι ωοειδή, άλλα μοιάζουν με αχλάδια, με κρεμμύδια ή με πιάτα. Αυτά τα περίεργα πετρώματα ονομάζονται τηκτίτες. Το μήκος τους, καμιά φορά, φτάνει σε πολλά εκατοστά του μέτρου.

Το μυστήριο της προέλευσης των τηκτιτών, για πάνω από εκατόν πενήντα χρόνια, είχε προκαλέσει ζωηρότατες αντεγκλήσεις μεταξύ των επιστημόνων. Για πολύ καιρό, πολλοί από αυτούς πίστευαν πως οι τηκτίτες είχαν γήινη προέλευση και πως σχηματίζονταν κατά τη διάρκεια πυρκαγιών ή εκρήξεων.

Μα, τη δεκαετία του 1960, κατέστη σαφές ότι τα πράγματα δεν ήταν καθόλου έτσι. Οι νέες μέθοδοι έρευνας, με τη χρήση ηλεκτρονικών συσκευών και με τις φυσικοχημικές αναλύσεις ακριβείας, κατέδειξαν περίτρανα ότι οι τηκτίτες είχαν κοσμική προέλευση. Προέρχονταν από πολύ μακριά, από το αχανές Σύμπαν.

Αυστραλοί και Αμερικανοί φυσικοί, οι οποίοι εργάζονταν στον τομέα της Αεροδυναμικής, διαπίστωσαν ότι τα αλλόκοτα, όσο και χαρακτηριστικά σχήματα των τηκτιτών, εξαρτώνταν από τις συνθήκες της εισόδου τους στη γήινη ατμόσφαιρα.

Μετατοπιζόμενοι με ταχύτητα 10-13 χιλιομέτρων το δευτερόλεπτο και σε γωνία 6-17 μοιρών σε σχέση με τον ορίζοντα, οι τηκτίτες γίνονταν αναπόφευκτα προσωρινοί δορυφόροι της Γης, περιστρέφονταν μία ή και περισσότερες φορές γύρω από αυτήν κι ύστερα, εγκατέλειπαν την τροχιά τους και έπεφταν σε μια ορισμένη περιοχή του πλανήτη μας.

Και κάπως έτσι φαίνεται πως σχηματίστηκαν τα πεδία των τηκτιτών, που εκτείνονται σε επιφάνειες χιλιάδων χιλιομέτρων στην Αυστραλία, στην Ινδονησία, στην Ινδοκίνα, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, στην πρώην Τσεχοσλοβακία και αλλού.

Εκείνο το χρονικό διάστημα, οι τηκτίτες εξετάζονταν με συστηματικότατο τρόπο στη Σοβιετική Ένωση. Οι Σοβιετικοί επιστήμονες απέδειξαν ότι οι τηκτίτες, ως προς τη χημική τους σύσταση, δεν είχαν τίποτε κοινό με τα γήινα στοιχεία.

Συνεπώς, στην Ινδονησία, η σύνθεση των τηκτιτών άλλαζε ανάλογα με τις γεωγραφικές συνθήκες και δεν είχε καμία σχέση με τη γεωλογία των περιοχών.

Αλλά και οι Αυστραλοί επιστήμονες κατέληξαν στο ίδιο συμπέρασμα. Παρατήρησαν ότι η περιεκτικότητα σε αλκάλια των τηκτιτών της Αυστραλίας αύξανε όσο περνούμε από την Ανατολή προς τη Δύση.

Μια τρομερά ενδιαφέρουσα ανακάλυψη πραγματοποιήθηκε το 1959 σ’ ένα εργαστήριο της Μόσχας. Μέσα σε τηκτίτες, που είχαν συλλεχθεί από τις Φιλιππίνες, εντόπισαν μικρούς βώλους σιδήρου με νικέλιο, όμοιους με εκείνους που εκφυσώνται από τους μετεωρίτες στη διάρκεια της πτήσης τους ή που βρίσκονται στους κρατήρες, ύστερα από την έκρηξη γιγαντιαίων μετεωριτών.

Το 1963, οι Αμερικανοί γεωλόγοι ξαναμελέτησαν με λαμπρό τρόπο τους τηκτίτες των Φιλιππίνων. Οι εργασίες τους επιβεβαίωσαν περίτρανα τα εμπεριστατωμένα και ενδελεχή συμπεράσματα των Σοβιετικών επιστημόνων.

Τηκτίτες έχουν πέσει πολλές φορές στην επιφάνεια της Γης. Οι πιο παλιοί, εκείνοι που συναντούμε στην Τσεχοσλοβακία, είναι ηλικίας 4 περίπου εκατομμυρίων ετών. Οι πιο πρόσφατοι, εκείνοι της Αυστραλίας, κατέπεσαν στον πλανήτη μας μετά την εμφάνιση του ανθρώπου.

Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η παρατήρηση του Καναδού αστρονόμου Clarence Chant για το σπανιότατο ουράνιο φαινόμενο, το οποίο έχει καταγραφεί ως μοναδικό στα παγκόσμια χρονικά και το οποίο συνέβη στις 9 Φεβρουαρίου του 1913. Κατά τις μεταγενέστερες δεκαετίες οι ειδικοί υπέθεταν ότι ίσως οφειλόταν σε πτώση τηκτιτών. Ή ίσως και σε κάτι άλλο, ανεξήγητο ακόμη…

Εκατομμύρια κάτοικοι του Καναδά, των Ηνωμένων Πολιτειών και των γειτονικών χωρών τους στις ακτές του Ατλαντικού ήταν οι εκστατικοί θεατές ενός συγκλονιστικού ουράνιου φαινομένου, που όμοιό του δεν είχαν ξαναδεί οι άνθρωποι και που έμοιαζε με την πτήση ενός μελλοντικού πυραύλου, όπως το σχολίασαν οι κατοπινές γενιές επιστημόνων.

“Ήταν περίπου 21:05 η ώρα, όταν είδαμε ξαφνικά να εμφανίζεται στο βορειοδυτικό τμήμα του ουράνιου θόλου μια φλεγόμενη βολίδα. Η βολίδα αυτή πλησίαζε ολοένα και μεγάλωνε γρήγορα. Την ακολουθούσε για αρκετό χρονικό διάστημα μια μακρύτατη ουρά από σπίθες.

Η ουρά της βολίδας είχε το ίδιο χρώμα με το κεφάλι, πράγμα που έδινε την εντύπωση της πτήσης μιας ρουκέτας. Αλλά, αντίθετα από τη ρουκέτα, η βολίδα δε φαινόταν να υφίσταται την έλξη της Γης. Απίθανο!

Συνέχιζε την ανορθόδοξη, αργή και επιβλητική πτήση της, χαράσσοντας μια αυστηρά οριζόντια γραμμή, χωρίς ευδιάκριτη πτώση προς τη Γη, ισοπεδώνοντας κάθε βαρυτική δύναμη. Αφού έφτασε κάποτε στη νοτιοανατολική γραμμή του ορίζοντα, απλώς χάθηκε μακριά…

Μόλις συνήλθαμε από την κατάπληξη, διακρίναμε ευκρινώς άλλες βολίδες να έρχονται στο ίδιο μέρος και από την ίδια κατεύθυνση. Πέρασαν αργά τρεις-τρεις, τέσσερις-τέσσερις και τις ακολουθούσαν οι ουρές τους, που, ωστόσο, δεν ήταν ούτε τόσο λαμπερές, αλλά ούτε και τόσο μακριές όσο της πρώτης βολίδας.

Όλες τους χάθηκαν στο ίδιο ακριβώς νοτιοανατολικό σημείο του ορίζοντα.

Όταν οι βολίδες εξαφανίστηκαν, ακούσαμε έναν θόρυβο, που θύμιζε μακρινή βροντή. Ακούστηκαν τρεις τέτοιου είδους θόρυβοι, που διαδέχονταν ο ένας τον άλλον κατά διαστήματα.

Πολλοί άνθρωποι, μάλιστα, ένιωσαν να σείεται η γη και τα σπίτια τους. Το πόσο διήρκεσε αυτό το συνταρακτικό φαινόμενο, δεν υπολογίστηκε με ακρίβεια. Ίσως 3,5 λεπτά”.

Πάντως, οι επιστήμονες δεν είχαν καταφέρει ακόμα να εξηγήσουν λεπτομερώς την κοσμική προέλευση των τηκτιτών. Υπέθεταν ότι θα μπορούσαν να είναι θραύσματα της επιφάνειας των πλανητών που αποσυντίθεται, τεμάχια πετρωμάτων που προέρχονται από συγκρούσεις κομητών και πελώριων μετεωριτών με τη Γη ή και αποκολλημένα τμήματα της Σελήνης.

Η υπόθεση ότι οι τηκτίτες σχηματίστηκαν στους κρατήρες της Σελήνης είχε διατυπωθεί κατά τον 19ο αιώνα. Αλλά, τότε, είχε γίνει δεκτή με χλευασμούς.

Εν τούτοις, το 1957 αποδείχτηκε ότι τα σεληνιακά υλικά που εντοπίστηκαν στην επιφάνεια του πλανήτη μας μπορεί να έπεσαν εκεί, ύστερα από συγκρούσεις μετεωριτών με τη Σελήνη. Στο κεντρικό τμήμα του ανατολικού ημισφαιρίου του φυσικού δορυφόρου μας ανακαλύφτηκε μια ολόκληρη περιοχή, από όπου πιθανώς αποσπάστηκαν οι τηκτίτες που βρέθηκαν στην Αυστραλία.

Για πολλά χρόνια, τα αποτελέσματα αυτών των κοπιωδών εργασιών έμειναν στη λησμονιά. Και μόνο κατά τις αρχές της δεκαετίας του 1960 αυξήθηκε ο αριθμός των οπαδών της σεληνιακής θεωρίας για την προέλευση των τηκτιτών.

Οι φωτογραφίες που πάρθηκαν από την άλλη όψη της Σελήνης, τη λεγόμενη “σκοτεινή”, συνέβαλαν σε μεγάλο βαθμό στη μεταβολή αυτή των απόψεων των επιστημόνων.

Οι φωτογραφίες αυτές απέδειξαν ότι τα δύο ημισφαίρια έχουν αισθητά διαφορετική ανάγλυφη όψη. Πραγματικά, μόνο η όψη που βλέπει προς τη Γη είναι σκεπασμένη με κολοσσιαίους κρατήρες. Ίχνη εκρήξεων και ίσως και εκρήξεων ηφαιστείων, αλλά και απώλειας σεληνιακού υλικού, που, αναπόφευκτα, θα έπρεπε να πέσει στη Γη.

Έτσι, η πιο βάσιμη από όλες φαίνεται πως είναι η σεληνιακή θεωρία για την καταγωγή των μυστηριωδών τηκτιτών. Μένει να αποδειχτεί περαιτέρω.

Τι αξίζει στη ζωή μας τελικά;

Οι σκέψεις που αφορούν την αποτίμηση της ζωής, μας έρχονται είτε όταν κάνουμε διακοπές και έχουμε καθαρό και ελαφρύ μυαλό για να σκεφτούμε, είτε κάποιες Κυριακές. Πολύ σπάνια και πάλι σε περιόδους γενικής ηρεμίας, μπορούμε με φίλους και γνωστούς να συζητάμε για το τί είναι αυτό τελικά που αξίζει. Καθένας θα πει διαφορετικά πράγματα και αυτό είναι το καλό! Δεν υπάρχει ένα πράγμα που αξίζει, αλλά πολλά που αξίζουν.

1. Να ακολουθούμε αυτό που μας αρέσει.

Όσο απλό και αν φαίνεται, άλλο τόσο δύσκολο είναι. Ο βασικός λόγος που οι έρευνες δείχνουν ότι στην εποχή που ο άνθρωπος έχει όλο και περισσότερες δυσκολίες, νιώθει ολοένα και περισσότερη θλίψη, είναι γιατί δεν κάνει αυτό που θέλει. Από την άλλη, υπάρχουν υποχρεώσεις και υπάρχουν όρια. Δεν μπορούμε να κάνουμε οτιδήποτε θέλουμε, όταν αυτό έχει μέσα του κακό για κάποιον άλλον. Αυτό που μάς αρέσει όμως, δε γίνεται να το περιφρονούμε ειδικά όταν νιώθουμε φόβο ότι θα αποτύχουμε. Πολλοί άνθρωποι εγκαταλείπουν τα όνειρά τους γιατί πραγματικά είναι δύσκολα και ακολουθούν ευκολότερους δρόμους. Ένα είναι το βέβαιο. Μετανιώνουν. Αξίζει πραγματικά να κάνει κάποιος αυτό που επιθυμεί, γιατί αυτό είναι που τον γεμίζει.

2. Να δίνουμε σημασία σε κάτι άλλο.

Αν ζητάμε να έχει όμορφο περιεχόμενο η ζωή μας, δε γίνεται να περιλαμβάνει αυτή μόνο τον εαυτό μας. Οι ρυθμοί είναι τέτοιοι που μας βάζουν στο τριπάκι του εαυτού μας. Να ασχολούμαστε όλο και περισσότερο με τον εαυτό μας ώστε να γίνει καλύτερος, ανταγωνιστικότερος κτλ. Θα δούμε όμως πως τα κίνητρα κάποια στιγμή τελειώνουν και ο εαυτός μας κουράζεται. Γύρω μας υπάρχουν πρόσωπα και καταστάσεις που όχι μόνο αξίζουν αλλά και που είναι πολύ πιο ουσιαστικά για την ίδια μας τη διάθεση. Ας δίνουμε σημασία στους ανθρώπους και σε όσα τούς απασχολούν, καθώς είναι ο καλύτερος τρόπος να καταλάβουμε και εμάς τι μάς απασχολεί. Να δίνουμε σημασία σε καταστάσεις, στις οποίες δεν θα είμαστε εμείς το «επίκεντρο».

3. Να ζητάμε την χαρά και το χιούμορ.

Σε έναν κόσμο που κάθε μέρα, εύκολα παρεξηγείται, η «πλάκα» μειώνεται. Όσο μεγαλύτερη ιδέα έχουμε για τον εαυτό μας, τόσο λιγότερο «ανεκτικοί» γινόμαστε στην «πλάκα» και στο χιούμορ. Θα ήταν πολύ διασκεδαστικό αν καταφέρναμε να γελάσουμε με την ψυχή μας σε μια κατάσταση που είμαστε και εμείς μέσα, χωρίς να παρεξηγηθούμε. Αντί να είμαστε ακόμη και ανεκτικοί, να μπορούμε να απολαμβάνουμε τη χαρά, το χιούμορ και το γέλιο και όχι να το βλέπουμε απειλητικά ως προς τον εαυτό μας. Η μόνη παρεξήγηση είναι όταν το γέλιο λείπει από τη ζωή μας. Αξίζει να είμαστε κομμάτι της χαράς. Να πειράζουμε τους ανθρώπους και να μάς πειράζουν και εκείνοι!

4. Να έχουμε τους καλύτερους δίπλα μας.

Η ζωή είναι σίγουρα ένα δώρο, του οποίου η αξία μειώνεται με τους συμβιβασμούς. Δε χρειάζεται να κάνουμε συνεχώς συμβιβασμούς, ειδικά όταν αυτοί αφορούν το πώς θα ζήσουμε. Κάποιοι άνθρωποι μάς ταιριάζουν περισσότερο και κάποιοι άλλοι λιγότερο. Αυτό είναι και το φυσιολογικό. Δε χρειάζεται τους ανθρώπους που θέλουμε να έχουμε δίπλα μας, να τους ανεχόμαστε. Χρειάζεται να τους απολαμβάνουμε. Να μην έχουμε γύρω μας τίποτε λιγότερο από αυτό που επιθυμούμε καθώς οι άνθρωποι είναι αυτοί που μένουν και εκείνοι αναδεικνύουν και την αξία μας. Δε χρειάζεται να αρέσουμε σε όλους και πιο σημαντικό ακόμη, δεν οφείλουμε να αλλάξουμε κανέναν και ούτε είναι σωστό. Αξίζει να είμαστε όπως νιώθουμε και μάς αξίζουν άνθρωποι που μάς θέλουν όπως είμαστε.

Cthulhu στα Κάρβουνα με σώς Μυημένων

«…Και τότε ήταν που ο Nyarlathotep ήρθε από την Αίγυπτο. Ποιος ήταν, κανείς δεν ήξερε, αλλά καταγόταν από το παλιό αίμα και έμοιαζε με Φαραώ. Οι φελάχοι γονάτιζαν όταν τον έβλεπαν, αλλά δεν μπορούσαν να πουν γιατί. Είπε ότι είχε αναδυθεί από το σκοτάδι είκοσι επτά αιώνων κι ότι είχε ακούσει μηνύματα από μέρη που δεν βρίσκονταν σ’ αυτόν τον πλανήτη. Στις χώρες του πολιτισμού ήρθε ο Nyarlathotep, μαύρος, ισχνός και δυσοίωνος, πάντοτε αγοράζοντας παράξενα όργανα από γυαλί και μέταλλο και συνδυάζοντάς τα σε όργανα ακόμα πιο παράξενα. 
Μιλούσε πολύ για τις επιστήμες, για τον ηλεκτρισμό και την ψυχολογία και έκανε επιδείξεις δύναμης που άφηναν τους θεατές του άφωνους, και που όμως εκτόξευσαν τη φήμη του σε δυσθεώρητα ύψη. Οι άνθρωποι συμβούλευαν ο ένας τον άλλον να δουν τον Nyarlathotep, και ανατρίχιαζαν. Και όπου πήγαινε ο Nyarlathotep, η γαλήνη εξαφανιζόταν, διότι οι νυχτερινές ώρες γέμιζαν με κραυγές από εφιάλτες.» H.P. Lovecraft «Nyarlathotep»
Ο Cthulhu είναι ο αρχιερέας των Μεγάλων Παλαιών. Αν και η καταγωγή του δεν είναι πάντα σαφής (στο διήγημα «Εκείνος που ψιθύριζε στο Σκοτάδι» κατονομάζεται ο πλανήτης Vhoorl, αλλά αυτή είναι και η μοναδική αναφορά του), το σίγουρο είναι πως ήρθε «πέρα από τα άστρα». Στα «Βουνά της Τρέλας» επίσης, ο Cthulhu και η φυλή των γεννημάτων του εμφανίζονται σαν μια φυλή εξωγήινων όντων, που ήρθαν από το διάστημα στην αρχή της ιστορίας της Γης. Αν και ο Cthulhu έχει σχέση με τους υπόλοιπους Μεγάλους Παλαιούς, φαίνεται πως δεν είναι της ίδιας γενιάς.
 
Στον «Τρόμο του Ντάνγουιτς» ο Lovecraft γράφει: «Ο Μεγάλος Cthulhu είναι ξαδερφός τους κι όμως πολύ λίγο μπορεί να τους κατασκοπεύσει». Από όλους τους Άρχοντες των Παλαιών ο Cthulhu είναι μόνος του και ξεχωρίζει, επειδή δεν έχει το ίδιο αίμα με τους άλλους, αν και το αίμα του είναι ανακατεμένο με το δικό τους. Τον χρησιμοποιούν ως ξίφος και πιστεύουν πως θα τον κρατήσουν μακριά όταν η μάχη τελικά κερδηθεί, μα εκείνος φυλά καλά την άποψή του και κανείς δεν γνωρίζει τι σκοπεύει να κάνει με τους συγγενείς του»
 
Cthulhu στα Κάρβουνα με σώς Μυημένων
 
Σύμφωνα με τα «Βουνά της Τρέλας» όταν ο Cthulhu και η σπορά του έφτασαν στη Γη, ξεκίνησαν ένα πόλεμο ενάντια στους Πρεσβύτερους, τον οποίο τελικά ο Cthulhu και οι Παλαιοί έχασαν. Το αποφασιστικό σημείο της ήττας τους, ήταν η αλλαγή της θέσης των αστερισμών. Όταν τα άστρα άλλαξαν θέση, η ακτινοβολία τους έγινε βλαβερή για τους Παλαιούς, αναγκάζοντάς τους να αποχωρήσουν από τη Γη, προς άλλες διαστάσεις, αναμένοντας την ώρα που οι συνθήκες θα ξαναγίνονταν βολικές για την επιστροφή τους.
 
Όμως ο Cthulhu αρνήθηκε να αποχωρήσει από τις χώρες που είχε κατακτήσει. Το φυλάκισαν με ισχυρή μαγεία που τον κρατάει ασφαλή μέσα στην κατοικία- φυλακή- τάφο πάνω στο βουνό που σκίαζε τη νησιώτικη πόλη της R’lyeh, μια πόλη με περίεργα κτίσματα που χαρακτηρίζεται από εφιαλτική, Μη Ευκλείδεια γεωμετρία.
 
«Πλάγιασε σαν πεθαμένος μέσα σε ένα τάφο προστατευμένο από πανίσχυρες σφραγίδες, όμως ονειρευόταν και μέσα από τα όνειρά του συνέχιζε να κυβερνά τον κόσμο, επειδή οι σκέψεις του διαφεντεύουν τη θέληση όλων των κατώτερων πλασμάτων».
 
Η πύλη του τάφου σφραγίστηκε με το Σημάδι των Πρεσβύτερων, προκειμένου ο Cthulhu να μείνει για πάντα φυλακισμένος και η R’lyeh βυθίστηκε.
 
Ωστόσο, ο Cthulhu δεν μένει για πάντα κοιμισμένος. Κάποιες φορές, όταν τα νερά χαμηλώνουν, η R’lyeh αναδύεται και γίνεται ξανά ορατή. Τότε, ο Cthulhu, μέσα από το νεκρό του ύπνο, στέλνει μηνύματα με τη σκέψη του. Αυτά τα μηνύματα μπορούν να τα ακούσουν κάποιοι ελεγχόμενοι ή με καταλήψεις κατώτερων όντων άνθρωποι, μέσα από τα όνειρά τους και να κάνουν το θέλημά του. Φυσικά, τα ακούν και όσοι λατρεύουν το Νεκρό Θεό, και προσπαθούν να φτάσουν στη R’lyeh πριν ξαναβυθιστεί, να σπάσουν την Πρεσβύτερη Σφραγίδα και να ελευθερώσουν τον Μεγάλο Παλαιό. Μια τέτοια περίπτωση περιγράφει και το «Κάλεσμα του Cthulhu», όπου όλα τα γεγονότα συνέβησαν την ίδια χρονική περίοδο, που η R’lyeh είχε αναδυθεί. Όταν τα αστέρια έρθουν ξανά στη σωστή τους θέση, τότε, όπως και οι υπόλοιποι Παλαιοί, ο Cthulhu θα επιστρέψει, και θα φέρει το χάος.

Πως μοιάζει αυτό το έκτρωμα ο Cthulhu;
 
«Έμοιαζε με κάποιο είδος τέρατος, ή με σύμβολο που παρίστανε κάποιο τέρας, μια μορφή που μόνο μια αρρωστημένη φαντασία μπορούσε να συλλάβει. Αν πω πως με την έντονη φαντασία μου ξεχώριζα τις εικόνες ενός χταποδιού, ενός δράκου και μιας ανθρώπινης καρικατούρας δεν θα ξέφευγα από το νόημα του πράγματος. Ένα σαρκώδες κεφάλι με πλοκάμια ξεπρόβαλλε από ένα παράξενο φολιδωτό σώμα με υποτυπώδη φτερά».
 
Ένα από τα πιο παράδοξα στοιχεία του Cthulhu είναι σίγουρα το όνομά του. Κατά καιρούς έχουν προταθεί διάφοροι τρόποι προφοράς, Καθούλου, Κουτούλου, Κτούλου, Κθούλου, η οποία χρησιμοποιείται και στις ελληνικές μεταφράσεις των κειμένων της Μυθολογίας. Για το όνομα του Παλαιού ο Lovecraft σε μια επιστολή του γράφει:
 
«Ποτέ δεν έγινε καμιά προσπάθεια να αποδοθεί το όνομα του κολασμένου τέρατος της R’lyeh στο αλφάβητό μας – αν και ο Abdul Alhazred έκανε μια απόπειρα με αραβικούς χαρακτήρες, που επαναλήφθηκε στα Ελληνικά από τον Βυζαντινό μεταφραστή. Ο Λατίνος, απλώς αντέγραψε τον Έλληνα. Τα γράμματα Cthulhu ήταν απλώς εκείνα που χρησιμοποίησε ο καθηγητής Angell [στην ιστορία Το Κάλεσμα του Cthulhu] πρόχειρα και ατελώς για να παραστήσει το ονειρικό όνομα που του ψέλισσε με το στόμα του ο νεαρός καλλιτέχνης.
 
Ο πραγματικός ήχος, με όσο περισσότερη προσέγγιση θα μπορούσαν να το αναπαράγουν τα ανθρώπινα φωνητικά όργανα ή να τον καταγράψουν τα ανθρώπινα γράμματα, μπορεί να θεωρηθεί κάτι όπως Khlul’lu. Η αρκετή προσοχή με την οποία επινοήθηκε το όνομα ήταν κάτι σαν μια διαμαρτυρία μου ενάντια στην ανόητη και παιδιαστική συνήθεια των περισσότερων συγγραφέων του αλλόκοτου και της επιστημονικής φαντασίας να βάζουν εντελώς μη ανθρώπινες οντότητες να χρησιμοποιούν ονόματα εντελώς ανθρώπινου χαρακτήρα, λες και θα ήταν δυνατόν όντα με ξένα όργανα να χρησιμοποιούν γλώσσες βασισμένες στα ανθρώπινα φωνητικά όργανα. Στην πραγματικότητα κάθε όνομα που υποτίθεται ότι προέρχεται από μή ανθρώπους θα έπρεπε να κατασκευάζεται με σχολαστική προσοχή, ώστε να μη συμβιβάζεται με τις αρχές της φωνητικής και της γλώσσας των ανθρώπων».
 
Η φυσική πραγματικότητα, όπως την αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, αγγίζει ένα μικρό μόνο μέρος της νοητικής μας λειτουργίας. Ένα μέρος στο οποίο μας έχει επιτραπεί μια σχετική πρόσβαση και κίνηση, σε ένα περιορισμένο αριθμό διαστάσεων. Σαν κάτι, ένας μηχανισμός ή μια σφραγίδα να έχει κλειδώσει τον άνθρωπο έξω απ' το αχανές πεδίο όλων των δυνατοτήτων του. Η φύση αυτού του μηχανισμού, που εντυπώθηκε βιολογικά μέσα στο ανθρώπινο γονιδίωμα σε κάποια στιγμή της εξέλιξης του, είχε διπλό ρόλο.
 
Απ’ την μια να τον εγκλωβίσει σε μια φούσκα ψευδαισθήσεων, πετσοκόβοντας κυριολεκτικά και μεταφυσικά τις ουσιαστικές ψυχικές κρυσταλλώσεις του. Απ’ την άλλη, να τον «προστατέψει» απ’ την τρομαχτική αλήθεια της γνώσης για την ύπαρξη διαστάσεων και συνειδήσεων πέρα απ’ την δική του κατανόηση. Ναι, ο άνθρωπος κάποτε ζούσε και βίωνε άμεσα την πραγματικότητα των μύθων, των ηρώων και των θεών, χωρίς την μεσολάβηση κάποιας πολιτισμικής θωράκισης. Οι πύλες της συνείδησής του ήταν ανοιχτές στην μαγεία και μπορούσε με μια στάση ηρωική να αντιμετωπίσει ή έστω να κατανοήσει οτιδήποτε προσπαθούσε να αγκιστρωθεί στον κόσμο του από αλλού. Οτιδήποτε; Χμμμ!!
 
Τα τελευταία χρόνια παρατηρώ μια έντονη δραστηριότητα στους μεταφυσικούς και δήθεν αποκρυφιστικούς κύκλους σε σχέση με την μυθολογία Κθούλου. Μια δραστηριότητα που κατά την γνώμη μου έχει ξεφύγει αρκετά απ’ τα πλαίσια της έρευνας για την κατανόηση κάποιων αρχέγονων τρομαχτικών μυστικών και αγγίζει πλέον τα όρια της λατρείας και της εμμονής. Η σκιά κάποιων ξεχασμένων όντων που φωτίστηκε αρκετά ώστε να μετατραπεί σε άλλο ένα είδωλο αυτογνωσίας.
 
Μια μέθοδο που χρησιμοποιούν κάποιοι σύγχρονοι μάγοι της «ψυχανάλυσης» ως αυτοσκοπό, κρύβοντάς την πίσω απ’ ένα μανδύα τελετουργικής αφύπνισης, ώστε να ελεγχθεί και να εκδηλωθεί στην πραγματικότητά μας κάτι που δεν έχει σχέση με τον άνθρωπο, παρά μόνο διατροφική. Ο άνθρωπος ποτέ δεν ήταν στην κορυφή της διατροφικής πυραμίδας, άσχετα αν ένιωθε έτσι μέσα στα δεσμά του ανθρωπομορφισμού του. Κάτι άλλο διεκδικούσε κυριαρχία πάνω στο σώμα του και στην ψυχή του.
 
Μπορεί να γίνει αντιληπτή η έλξη του ανθρώπου για είδωλα, ειδικά εκείνα που κάποτε προσωποποιούσαν το σκοτάδι και την ίδια την διάλυση της ύπαρξής του και μια έρευνα στους ακραίους και μύχιους αυτούς φόβους είναι μάλιστα και θεμιτή. Στο βαθμό όμως που εκτονώνει όλες αυτές τις συσσωρευμένες πιέσεις της γενετικής και υποσυνείδητης κληρονομιάς μας και απελευθερώνει το άνθρωπο απ' αυτήν την σαγήνη.
 
Εδώ όμως έχουμε μια αλαζονική προσπάθεια, όχι να κατανοηθούν οι χαοτικές ενέργειες που διέπουν την φύση και την δημιουργία, αλλά να προσδιορισθούν και να επικληθούν δυνάμεις καταστροφικές, προς όφελος μια μειονότητας. Μια προσπάθεια που είναι εξ ορισμού χαμένη για τον άνθρωπο, για τον λόγο του ότι αυτό που κάποιοι προσπαθούν να επισπεύσουν ως έσχατο, είναι και αυτό που θα τους διαλύσει και δε μιλάμε μόνο για τον φυσικό θάνατο εδώ πέρα.
 
Ο άνθρωπος πάντα είχε την ανάγκη για είδωλα και νομίζω ότι αυτός είναι και ο βασικός μηχανισμός της φυλακής του. Η αντανάκλαση της ουσίας σε άπειρα είδωλα και μορφές και η παγίωσή της μέσα στα διάφορα συστήματα πεποιθήσεων που ο ίδιος επινόησε. Έπαψε δηλαδή να λειτουργεί με το ένστικτο και αφέθηκε να προσδιορίσει αυτό που τον περιβάλλει μέσα από σύμβολα νοησιαρχίας ή πίστης. Ίσως, αν το ένστικτό του ήταν ενεργοποιημένο να κατανοούσε ότι η μόνη δράση απέναντι σ΄ αυτά τα όντα είναι η μάχη ή η απόδραση απ” τις δημιουργίες τους, όχι η επίκληση και σίγουρα όχι μια στάση μοιρολατρικής εξιλέωσης και αιώνιας επιστροφής στην σούπα της δημιουργίας.
 
Η διατήρηση μιας ηρωικής ταυτότητας απέναντι σε δυνάμεις πολύ πιο ισχυρές και τελείως ξένες προς την ανθρώπινη υπόσταση. Μια στάση που διακρίνει το άτομο απ’ τα πειθήνια και υποταγμένα ανθρωπάκια που αναζητούν του ξεχασμένους παλαιούς θεούς του Πυρηνικού Χάους. Ο Χ. Φ. Λάβκραφτ παρουσίασε αυτούς ακριβώς τους φόβους του σε ένα φανταστικό λογοτεχνικό δημιούργημα, δίνοντας αληθινές πληροφορίες μέσα σε άλλα και για τις μαύρες μυστικές αδελφότητες που ακόμα και σήμερα επηρεάζουν τους αδαείς και φιλόδοξους μύστες.
 
Τα όντα της μυθολογίας Κθούλου θεωρήθηκαν μέγιστοι θεοί που κινούν τα νήματα της άβουλης ανθρωπότητας από ένα στατικό κόσμο, στον οποίο δεν είναι ακριβώς νεκρά. Επιθυμούν την επιστροφή τους και δρουν προς αυτήν την κατεύθυνση εκπέμποντας μεθ’ υπνωτικές υποβολές στους υπό κατάληψη πιστούς. Αυτοί απλά πιστεύουν ότι οι μεγάλοι παλαιοί κάποια στιγμή θα ξυπνήσουν και πως με τις πράξεις τους προετοιμάζουν την γη για τους άρχοντες τους.
 
Στο κάλεσμα του Κθούλου, αφηγείται μια εφήμερη ανάδυση του ξεχασμένου θεού απ” τα βάθη του ασάλευτου ύπνου στην επιφάνεια της συνείδησης. Θα έρθει μια μέρα που η μαύρη πόλη του θα αναδυθεί και δεν θα επιστρέψει στον βυθό. Ο Κθούλου τότε θα ξυπνήσει για τα καλά και θα αρχίσει να καταστρέφει τον κόσμο. Αναγγέλλοντας μια καινούργια εποχή Χάους και καλώντας τους Μεγάλους Παλαιούς να επιστρέψουν, καθώς οι λάτρεις τους θα έχουν καταφέρει να ανοίξουν τις πύλες. Αυτό υποτίθεται θα συμβεί “όταν τα άστρα θα είναι στην σωστή τους θέση”.
 
Η βασική περιγραφή της μυθολογίας Κθούλου κάνει λόγο για ένα πανάρχαιο μυστικό πόλεμο μέσα στις δημιουργίες αλλά και στην ψυχή του ανθρώπου. Πολλές οι προεκτάσεις και οι συμβολισμοί, σε όλες τις μυθολογίες, που αναφέρουν τον ερχομό όντων από άλλες διαστάσεις και την κυριαρχία τους πάνω στην γη. Οι μύθοι αυτοί, είτε αλληγορικά τους πάρουμε, είτε κυριολεκτικά, δίνουν μια χαρτογράφηση σε πεδία της ανθρώπινης συνείδησης ξεκαθαρίζοντας τον ρόλο του ανθρώπου απέναντι σε δυνάμεις αβυσσαλέες και καταστροφικές.
 
Το γένος των ηρώων ήταν εκείνο που προσπάθησε να καθαρίσει την γη απ’ αυτά τα όντα σφραγίζοντας τις πύλες και τα σύνορα ανάμεσα στους κόσμους. Αντίθετα τα ιερατεία και οι κάστες των μυημένων τρομάρα τους, πειραματίστηκαν μέσα απ’ τις λατρείες τους και την απίστευτη εγωπάθεια τους, σε διάφορες θεότητες, δημιουργώντας μεταλλάξεις και υβριδικά γένη, για δικό τους όφελος και συνεχίζουν να το κάνουν μέχρι σήμερα.
 
Στην εγωπαθή μεγαλομανία τους, άνοιξαν περάσματα και προσκάλεσαν ενέργειες που δεν μπορούσαν να κουμαντάρουν. Ακόμα και σήμερα πράττουν αναλόγως. Επικαλούνται συχνά αναζητώντας την εύνοια απ' τους αφέντες τους, πιόνια στα χέρια αλλότριων θελήσεων και σκοπών, με πρόσχημα την δύναμη και τον έλεγχο, τον οποίο όμως έχουν ήδη χάσει. Γίνονται οι ίδιοι τα δοχεία που φιλοξενούν δυνάμεις οι οποίες τους χειρίζονται σαν μαριονέτες.
 
Σύμφωνα λοιπόν με την μυθολογία του θέματος, όπως την παρουσίασε ο Λάβκραφτ, θρησκευτικές ομάδες και τάγματα είχαν αφιερωθεί στην λατρεία του Κθούλου και των Μεγάλων Παλαιών. Τα τάγματα αυτά δρουν ακόμα και σήμερα, μέσα από διάφορα αποκρυφιστικά παρακλάδια και με διαφορετικούς μανδύες συγκάλυψης και να περιλαμβάνουν μέλη από πολλά κοινωνικά στρώματα και επαγγέλματα.
 
Ο χώρος της μεταφυσικής και των μυήσεων άλλωστε είναι πρόσφορος και δίνει εκπαιδευτικά κίνητρα για τουριστικές επαφές με άλλες συνειδήσεις. Στο ίδιο καζάνι βράζουμε έτσι κι αλλιώς όλοι μας, στην αιθερική σούπα, οπότε οτιδήποτε ξεπετάγεται στον κόσμο μας ή μέσα στο μυαλό μας είναι φιλικό και επιθυμητό. Ακόμα και οι παρανοητικές οντότητες, οι ψυχοσκώληκες και τα ανόργανα βαμπίρ που αναζητούν και αυτά την αγάπη μας … χι χι!! Πόσο ηλίθιος μπορεί να είναι κάποιος, που σε μόνιμη βάση, απροετοίμαστος, χωρίς στοιχειώδη εκπαίδευση και με άγνοια κινδύνου, επικαλείται για να δέσει το ανεξέλεγκτο. Μόνο ο Κθούλου ξέρει και οι βεντούζες του που έχουν κολλήσει στα μυαλά τους.
 
Η κλασσική μέθοδος επιρροής, μετάδοσης και κατεύθυνσης της πληροφορίας μέσα στις συνειδήσεις των πιστών είναι η τεχνική των ονείρων. Στο όνειρο, η επίγνωση του καθενός μπορεί να σταλεί σαν κύμα και να ταξιδεύσει μέσα στις διαστάσεις, στον χώρο και τον χρόνο, ανασύροντας και τα ανάλογα δεδομένα στο πέρασμά του, αρκεί και ο ίδιος να είναι κάπως εξοικειωμένος σ” αυτό το στροβίλισμα της ενέργειάς του.
 
Ανάλογα και από άλλες σφαίρες, μπορεί να δημιουργηθεί μια δινοτροπική εστία και ένα κύμα ή μια παραφυάδα από κάποιο σκοτεινό φορέα να εισχωρήσει μέσα απ’ τις ρωγμές … κατευθείαν στα κέντρα αντίληψης και στο νευρικό σύστημα του ονειρευόμενου. Κάτι σαν διανοητικός ιός που αναδύθηκε από αβυσσαία τα βάθη για να κατσικωθεί στην δική μας πραγματικότητα. Υπάρχει μια διαφορά, θεωρώ, στο να ερευνάς και να γνωρίζεις τα σύμβολα και τις ιδιότητες των θεών και με την επίγνωση αυτή ακριβώς να τους απομυθοποιείς, χαράζοντας τον δικό σου δυναμικό δρόμο, απ’ το να αφήνεις να γιγαντώνονται στο νου σου παγιωμένες δυνάμεις και είδωλα. Θα σε κατασπαράξουν αφήνοντας ένα άδειο κέλυφος.
 
Η τυπολατρική δυσκαμψία στην συγκεκριμένη περίπτωση δε αλυσοδένει τίποτα. Μπορεί όμως να παραδώσει οποιονδήποτε έλεγχο σε κάθε τι άμορφο, που επιδιώκει να εκτονωθεί και να ζήσει μέσα από ξένες αισθήσεις. Η ψυχανάλυση δεν κατάφερε να ελέγξει απόλυτα την άγνωστη και υποσυνείδητη πλευρά του ανθρώπου, όπως και η διανόηση τα ένστικτα. Κάποιοι λοιπόν, σ’ αυτόν τον ευρύτερο μυστικό πόλεμο, αναζητάνε συμμάχους για να έχουν πρόσβαση στο δίκτυο της γνώσης.
 
Δεν έχει σημασία πίσω από ποιά διδασκαλία ή ποιά μέθοδο αυτογνωσίας κρύβονται. Είτε στην πλευρά του χάους ή της τάξης. Είτε ακολουθούν το μονοπάτι των μεγάλων παλαιών. Είτε προσεγγίζουν το όλον μέσα από θεούς, αγγέλους, δαίμονες και λοιπά ψυχικά συμπλέγματα. Αυτή η πρόσβαση τους δίνει και την δύναμη να προωθήσουν την ατζέντα τους. Υπάρχουν φυσικές δεσμεύσεις που έχουν επιβληθεί απ’ τους ίδιους τους κανόνες του παιχνιδιού. Οι κανόνες αυτοί φαίνεται ότι έχουν παραβιαστεί, ανοίγοντας δρόμο για την επιστροφή των μεγάλων παλαιών και την επιρροή τους πάνω στο ανθρώπινο δυναμικό.
 
Το θέμα είναι ότι ο καθένας μας, ανάλογα με τις ικανότητές του, να επιλέγει τα εργαλεία και τα μέσα με τα οποία θα αποκτήσει την πρόσβαση στις περιοχές του Αγνώστου και θα αποδράσει απ’ τις ψευδαισθήσεις του ή θα εισχωρήσει πιο βαθιά σ’ αυτές. Ο μόνος οδηγός στο ταξίδι είναι η Συνείδησή του, αλλιώς δεν είναι υπεύθυνος για τίποτα … πράγμα που περιγράφει το σύνολο της ανθρωπότητας αλλά και πολλών «μυημένων» στο κοσμικό παιχνίδι.
 
Βέβαια υπάρχει κι αυτός ο Κατεργάρης, που γλιστράει έξω από παρατάξεις και σερφάρει μοναχικά πάνω και πέρα από τις φούσκες της δημιουργίας.
«Μπορεί να χρειαστεί να μάθουμε ότι το άπειρο στροβίλισμα του θανάτου και της γέννησης, απ’ όπου δεν μπορούμε να δραπετεύσουμε, είναι δική μας δημιουργία, δική μας αναζήτηση»
 
Εμείς καλοδεχόμαστε τις απόρροιες – πλοκάμια του «Μεγάλου Θεού» κι «Αφέντη» και τα τιμούμαι δεόντως με λαδολέμονο στην σχάρα συνοδεία τσίπουρου και καλής παρέας.

Ο Ντέιβιντ Ρικάρντο για τις μηχανές

Η τοποθέτηση του Ρικάρντο στο ζήτημα των μηχανών αποτελεί σαφώς το πιο πολυσυζητημένο κομμάτι της οικονομικής του θεωρίας για το λόγο ότι αναίρεσε τις αρχικές του απόψεις, που ήθελαν να είναι όλοι κερδισμένοι (και οι βιομήχανοι και οι εργάτες) από τη χρήση τους, καταδεικνύοντας εν τέλει ότι η τάξη των εργατών όχι μόνο δεν ωφελείται, αλλά ζημιώνεται σημαντικά: «Αισθάνομαι ότι είναι ακόμη περισσότερο υποχρεωμένος να εκθέσω την άποψή μου στο ζήτημα αυτό» (των μηχανών εννοείται), «επειδή, ύστερα από βαθύτερη σκέψη, η άποψη που είχα έχει αλλάξει σημαντικά».
 
Για να γίνει αναλυτικότερος: «Από τότε που για πρώτη φορά έστρεψα την προσοχή μου σε ζητήματα πολιτικής οικονομίας, είχα τη γνώμη ότι μια τέτοια εφαρμογή των μηχανών σε κάθε κλάδο της παραγωγής, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την εξοικονόμηση εργασίας, θα ήταν γενικά καλή, συνοδευόμενη μόνο από εκείνο το είδος των προβλημάτων που παρακολουθούν σχεδόν κάθε μετακίνηση κεφαλαίου και εργασίας από τον έναν κλάδο στον άλλο».
 
Η ωφέλεια που θα πρόσφερε η χρήση της μηχανής στην τάξη των γαιοκτημόνων είναι ξεκάθαρη: «Μου φαινόταν ότι οι γαιοκτήμονες, υπό τον όρο ότι θα εισέπρατταν την ίδια χρηματική πρόσοδο, θα ωφελούνταν από την πτώση των τιμών μερικών από τα εμπορεύματα στα οποία δαπανάται η πρόσοδος αυτή, και ότι μια τέτοια πτώση των τιμών δεν μπορεί παρά να προκύψει ως αποτέλεσμα της χρησιμοποίησης μηχανών».
 
Από την πλευρά τους, οι βιομήχανοι καπιταλιστές επωφελούνται επίσης: «Ο καπιταλιστής, πίστευα, ωφελείται τελικά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Εκείνος, μάλιστα, που ανακάλυψε τη μηχανή ή που θα τη χρησιμοποιούσε πρώτος κατά τρόπο ωφέλιμο, θα έχει ένα πρόσθετο πλεονέκτημα, επειδή θα πραγματοποιεί υψηλά κέρδη για κάποιο χρονικό διάστημα· καθώς, όμως, θα γενικευόταν η χρησιμοποίηση της μηχανής, η τιμή του παραγόμενου εμπορεύματος θα έπεφτε ξανά, κάτω από την επίδραση του ανταγωνισμού, στο κόστος της παραγωγής του, οπότε ο καπιταλιστής θα αποκόμιζε τα ίδια χρηματικά κέρδη όπως πριν, και θα συμμετείχε απλώς στο γενικό όφελος ως καταναλωτής, δεδομένου ότι θα μπορούσε με το ίδιο εισόδημα να αποκτά μια πρόσθετη ποσότητα ανέσεων και απολαύσεων».
 
Τα πράγματα περιπλέκονται, όταν εξεταστούν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Ο Ρικάρντο θα παραθέσει πρώτα τις αρχικές του απόψεις, τις οποίες και ανακάλεσε: «Αλλά και η εργατική τάξη, νόμιζα, θα ωφελούνταν στον ίδιο βαθμό από τη χρησιμοποίηση μηχανών, επειδή οι εργάτες θα είχαν τη δυνατότητα να αγοράζουν περισσότερα εμπορεύματα με τους ίδιους χρηματικούς μισθούς, ενώ πίστευα ότι δε θα σημειωνόταν καμιά περικοπή μισθών, δεδομένου ότι ο καπιταλιστής θα είχε τη δυνατότητα να ζητήσει και να απασχολήσει την ίδια ποσότητα εργασίας όπως και πριν, αν και θα μπορούσε να βρεθεί κάτω από την ανάγκη να απασχολήσει την εργασία αυτή στην παραγωγή ενός νέου ή ενός, στον ένα ή στον άλλο βαθμό, διαφορετικού εμπορεύματος».
 
Θα φέρει, μάλιστα, κι ένα παράδειγμα προκειμένου να γίνει απολύτως σαφής: «Αν με τελειοποιημένες μηχανές, με την απασχόληση της ίδιας ποσότητας εργασίας, παράγεται τετραπλάσια ποσότητα καλτσών, ενώ η ζήτηση καλτσών θα έχει διπλασιαστεί, ορισμένοι εργάτες αναγκαστικά θα απολυθούν από τον κλάδο· δεδομένου, όμως, ότι το κεφάλαιο, που τους απασχολούσε εξακολουθεί να υπάρχει, και επειδή είναι προς το συμφέρον εκείνων στους οποίους ανήκει το κεφάλαιο αυτό να το επενδύσουν παραγωγικά, νόμιζα ότι το κεφάλαιο αυτό θα επενδυόταν στην παραγωγή κάποιου άλλου εμπορεύματος, χρήσιμου για την κοινωνία, για το οποίο δεν μπορεί παρά να υπάρχει ζήτηση».
 
Ο Ρικάρντο θα αποδώσει την εσφαλμένη του κρίση στην επιρροή που του άσκησε ο Άνταμ Σμιθ: «Επειδή ήμουν, και εξακολουθώ να είμαι, βαθύτατα επηρεασμένος από την αλήθεια της παρατήρησης του Άνταμ Σμιθ ότι “η επιθυμία για τρόφιμα, σε κάθε άνθρωπο, περιορίζεται από την περιορισμένη χωρητικότητα του στομαχιού του, αλλά η επιθυμία για ανέσεις, για εξωραϊσμό του σπιτιού, για ρούχα, αμάξια και έπιπλα δε φαίνεται να έχει όρια ή κάποιο τέλος”. Επειδή, λοιπόν, νόμιζα ότι θα υπάρχει η ίδια ζήτηση εργασίας όπως και πριν, και ότι οι μισθοί δε θα ήταν χαμηλότεροι, πίστευα ότι η εργατική τάξη θα συμμετείχε, εξίσου με τις άλλες τάξεις, στο όφελος που προκύπτει από τη γενική πτώση της τιμής των εμπορευμάτων, που προκύπτει από τη χρησιμοποίηση μηχανών».
 
Το ζήτημα όμως με την τάξη των εργατών (κατά τον Ρικάρντο πάντα) δεν είναι τόσο απλό όσο μπορεί να φαίνεται εξαρχής: «Αυτές ήταν οι απόψεις μου, τις οποίες διατηρώ αναλλοίωτες όσον αφορά το γαιοκτήμονα και τον καπιταλιστή· έχω πειστεί ,όμως, ότι η αντικατάσταση της ανθρώπινης εργασίας από τις μηχανές ζημιώνει πολύ συχνά τα συμφέροντα της εργατικής τάξης».
 
Για να εξηγήσει αμέσως: «Πηγή του λάθους μου ήταν η παραδοχή πως όταν αυξάνεται το καθαρό εισόδημα της κοινωνίας, αυξάνει και το ακαθάριστο εισόδημά της· τώρα έχω αρκετούς λόγους να είμαι πεισμένος ότι το ένα χρηματικό κεφάλαιο (fund), από το οποίο οι γαιοκτήμονες και οι καπιταλιστές παίρνουν το εισόδημά τους, μπορεί να αυξάνεται, ενώ το άλλο, από το οποίο εξαρτάται κυρίως η εργατική τάξη, μπορεί να μειώνεται· και συνάγεται, επομένως, ότι, αν έχω δίκιο, η ίδια αιτία που μπορεί να αυξάνει το καθαρό εισόδημα της χώρας, μπορεί ταυτόχρονα να δημιουργεί ένα περίσσευμα πληθυσμού και να επιδεινώνει την κατάσταση του εργάτη».
 
Στην ουσία, η χρήση των μηχανών επιφέρει τη μείωση του κυκλοφορούντος κεφαλαίου (αυτού δηλαδή που δαπανάται σε μισθούς, πρώτες ύλες, αναλώσιμα κλπ) αυξάνοντας το πάγιο κεφάλαιο (κτιριακές υποδομές, μηχανές, εκμετάλλευση γης κλπ). Από τη στιγμή που το μεροκάματο του εργάτη συγκαταλέγεται στο κυκλοφορούν κεφάλαιο, είναι δεδομένο ότι συρρικνώνεται, αφού σημαντικό μέρος του κεφαλαίου, που προοριζόταν για τη μισθοδοσία των εργατών, δαπανάται για την αγορά και τη συντήρηση των μηχανών. Το ότι η κατασκευή των μηχανών απαιτεί επίσης εργασιακή απασχόληση δεν αλλάζει τη σε βάρος των εργατών κατάσταση, καθώς, σε κάθε περίπτωση, οι θέσεις που δημιουργούνται στη βιομηχανία των μηχανών είναι ασύγκριτα λιγότερες σε σχέση με εκείνες που χάνονται από όλους τους άλλους κλάδους. Το τελικό αποτέλεσμα είναι πλήρως κατανοητό: οι θέσεις εργασίας μειώνονται και η ποσότητα των αγαθών διαρκώς αυξάνει.
 
Ο Ρικάρντο διατίθεται να παρουσιάσει το θέμα εντελώς πρακτικά: «Θα υποθέσουμε ότι ένας καπιταλιστής διαθέτει κεφάλαιο αξίας 20.000 λιρών και ότι διεξάγει ταυτόχρονα δύο δραστηριότητες: εκείνη του αγρομισθωτή και εκείνη του βιομηχάνου που παράγει αναγκαία μέσα συντήρησης. Θα υποθέσουμε ακόμη ότι οι 7.000 λίρες από το κεφάλαιό του έχουν επενδυθεί ως πάγιο κεφάλαιο, δηλαδή σε κτίρια, εξοπλισμό κλπ. και οι υπόλοιπες 13.000 λίρες χρησιμοποιούνται ως κυκλοφορούν κεφάλαιο για τη συντήρηση της εργασίας. Ας υποθέσουμε, επίσης, ότι τα κέρδη είναι 10 τοις εκατό και, επομένως, ότι το κεφάλαιο του καπιταλιστή επανέρχεται κάθε χρόνο στην αρχική κατάσταση της αποδοτικότητάς του και αποδίδει κέρδος 2.000 λιρών».
 
Με άλλα λόγια, κάθε χρόνο εισπράττει 15.000 λίρες, από τις οποίες οι 13.000 είναι οι μισθοί των εργατών και οι 2.000 το προσωπικό του κέρδος: «Στο τέλος του χρόνου, έχουν περιέλθει στην κατοχή του μέσα διατροφής και άλλα βασικά μέσα συντήρησης αξίας 15.000 λιρών, από τις οποίες καταναλώνει ο ίδιος τις 2.000 λίρες ή τις δαπανά με τον τρόπο που ταιριάζει καλύτερα στις προτιμήσεις και επιθυμίες του». Και για να ειπωθεί διαφορετικά: «Όσον αφορά τα συγκεκριμένα προϊόντα, το ακαθάριστο προϊόν του έτους αυτού ανέρχεται σε 15.000 λίρες και το καθαρό προϊόν στις 2.000 λίρες».
 
Αν, όμως ο συγκεκριμένος κεφαλαιούχος αγοράσει μία μηχανή αξίας 7.500 χιλιάδων λιρών, η οποία αντικαθιστά εργατικά μεροκάματα ισοδύναμης αξίας, τότε αυτομάτως η αναλογία του κεφαλαίου που δαπανάται στην παραγωγή αλλάζει σε βάρος του εργάτη, αφήνοντας το ίδιο κέρδος (ας πούμε των 2.000 λιρών του παραδείγματος) στον βιομήχανο: «Η αξία της μηχανής θα ανέρχεται σε 7.500 λίρες και η αξία των μέσων και των άλλων αναγκαίων μέσων συντήρησης θα ανέρχεται σε 7.500 λίρες και, επομένως, το κεφάλαιο του καπιταλιστή θα είναι τόσο μεγάλο όσο και πριν· ο καπιταλιστής, εκτός από τις δύο αυτές αξίες, θα είχε, επίσης, το πάγιο κεφάλαιό του αξίας 7.000 λιρών· όλα αυτά συμποσούνται σε κεφάλαιο 20.000 λιρών συν το κέρδος των 2.000 λιρών».
 
Το τελικό αποτέλεσμα είναι αδιαπραγμάτευτο: «Αφού αφαιρέσει το τελευταίο αυτό  ποσό από τα έξοδά του, θα έχει κυκλοφορούν κεφάλαιο όχι μεγαλύτερο από 5.500 λίρες, με το οποίο θα πρέπει να συνεχίσει τις μελλοντικές εργασίες του· και, επομένως, τα μέσα που διαθέτει για την απασχόληση εργασίας θα έχουν μειωθεί από 13.000 λίρες σε 5.500 λίρες με αποτέλεσμα όλη η εργασία που απασχολούνταν προηγουμένως με τις 7.500 λίρες να καθίσταται τώρα πλεονάζουσα».
 
Το κατά πόσο πρέπει να εκλάβουμε επακριβώς τα νούμερα του Ρικάρντο στο συγκεκριμένο παράδειγμα (το κατά πόσο δηλαδή το κυκλοφορούν κεφάλαιο θα πέσει πράγματι στις 5.500 λίρες ή το κέρδος των 2.000 λιρών του βιομήχανου θα παραμείνει σταθερό) είναι κάτι που σηκώνει συζήτηση, χωρίς όμως να αλλάζει την ουσία του συλλογισμού. Όπως και να έχει, οι θέσεις τις εργασίας θα μειωθούν και ενώ το ακαθάριστο προϊόν παραμένει (ας πούμε) στις 15.000 λίρες και το καθαρό προϊόν (κέρδος) στις 2.000 λίρες (ας το δεχτούμε), η τάξη των εργατών ζημιώνεται σε αντίθεση με τους βιομήχανους και τους γαιοκτήμονες που θα μπορούν να απολαμβάνουν αγαθά σε μεγαλύτερη πληθώρα και καλύτερες τιμές.
 
Εξάλλου, η ίδια η πραγματικότητα με τους απολυμένους εργάτες και την οργή που είχε υπήρχε σε βάρος των μηχανών (οι Λουδίτες είχαν ήδη εμφανιστεί από το 1811) δε χρειάζεται ιδιαίτερες επεξηγήσεις για να γίνει σαφές ότι οι μηχανές ζημίωναν την εργατική τάξη. Το περίεργο είναι πώς ο Ρικάρντο δεν το είχε αντιληφθεί αυτό νωρίτερα και πώς υπήρχαν κι άλλοι που συνέχιζαν να επιμένουν ότι η χρήση της μηχανής ωφελεί εξίσου τους εργάτες όπως και όλους τους άλλους.
 
Το βέβαιο είναι ότι αυτή η μεταστροφή του Ρικάρντο στο θέμα δυσαρέστησε πολλούς. Η αστική τάξη θα προτιμούσε μια διαφορετική ανάλυση για τις μηχανές. Η αρχική του γνώμη ήταν απείρως προτιμότερη. Στην εισαγωγή που υπάρχει στο συγκεκριμένο βιβλίο του Ρικάρντο, αναφέρεται ότι «το συμπέρασμα πρέπει να συντάραξε τους φίλους».
 
Σε κάθε περίπτωση, ο Ρικάρντο συμπεριφέρεται έντιμα. Η μεταστροφή του είναι δείγμα γενναιότητας. Φαίνεται συνεπής στην ευθύνη του ως μελετητής των οικονομικών θεμάτων. Το κακό είναι ότι ο συλλογισμός του έμεινε στη μέση. Το ότι θα απολύονταν εργάτες από κάθε εργοστάσιο που έφερνε μηχανές το είχε διαπιστώσει και νωρίτερα. Το ζήτημα ήταν ότι η ακόρεστη δίψα για κατανάλωση (όπως τον είχε πείσει ο Άνταμ Σμιθ και κυρίως ο Say, άσχετα που δεν τον αναφέρει στο συγκεκριμένο σημείο) θα κινητοποιούσε τη δημιουργία νέων εργοστασίων που θα απασχολούσαν το περίσσευμα των εργατών – κάτι που προφανώς δε συνέβη (τουλάχιστον στο βαθμό που ήλπιζε ο Ρικάρντο) και που, εν τέλει, αποφεύγει να εξηγήσει.
 
Η πίστη της ακόρεστης κατανάλωσης λειτούργησε στο ρικαρντιανό σύστημα ως πανάκεια για όλους τους κινδύνους καθιστώντας τον καπιταλισμό ακαταμάχητο. Ούτε ανεργία μπορούσε να υπάρξει (η ακόρεστη δίψα υποσχόταν την ακόρεστη παραγωγή) ούτε ύφεση (το χρήμα θα κινούταν διαρκώς) ούτε υπερβολική συσσώρευση κεφαλαίου (κάθε κεφάλαιο θα επενδυόταν παραγωγικά, αφού η ακόρεστη δίψα θα κατανάλωνε κάθε προϊόν), με δυο λόγια, η ακόρεστη δίψα ήταν ο εγγυητής της απρόσκοπτης λειτουργίας του συστήματος σε μια κατάσταση διαρκούς ανάπτυξης.
 
Σε τελική ανάλυση, αυτή ήταν και η εγγύηση ότι οι μηχανές δε θα ζημίωναν τους εργάτες, καθώς διαρκώς θα δημιουργούνταν εργοστάσια προκειμένου (μάταια) να ικανοποιηθεί η ακόρεστη καταναλωτική δίψα. Κι ενώ αυτή η υπόθεση διαψεύστηκε παταγωδώς, ο Ρικάρντο δεν αισθάνεται καμία ανάγκη να επανατοποθετηθεί και σε αυτό το σημείο, παρά αρκείται να αποδείξει τα αυτονόητα, ότι δηλαδή οι μηχανές καλύπτουν θέσεις εργασίας.
 
Αυτό που τον ενδιαφέρει περισσότερο είναι να καταδείξει την επικινδυνότητα οποιουδήποτε περιοριστικού μέτρου αφορά τη χρήση των μηχανών: «Η χρησιμοποίηση μηχανών δε θα μπορούσε ποτέ να αποθαρρυνθεί ακίνδυνα σε ένα κράτος, επειδή αν δεν επιτρέπεται σε ένα κεφάλαιο να αποκομίσει το μέγιστο καθαρό εισόδημα, το οποίο θα του αποφέρει εδώ η χρησιμοποίηση των μηχανών, θα μεταφερθεί στο εξωτερικό, πράγμα που μπορεί να αποδειχθεί πολύ πιο σοβαρή αποθάρρυνση της ζήτησης εργασίας από ό,τι είναι ακόμα και η πιο εκτεταμένη χρησιμοποίηση των μηχανών· επειδή, όταν το κεφάλαιο επενδύεται στη χώρα μας, θα δημιουργεί ζήτηση για κάποια εργασία· οι μηχανές δεν μπορούν να λειτουργήσουν χωρίς τη βοήθεια των ανθρώπων, ούτε μπορούν να κατασκευαστούν χωρίς τη συνεισφορά της εργασίας. Με την επένδυση μέρους του κεφαλαίου σε βελτιωμένες μηχανές, σημειώνεται μια προοδευτική μείωση της ζήτησης εργασίας· με την εξαγωγή, όμως, του κεφαλαίου σε μια άλλη χώρα, η ζήτηση θα εκλείψει τελείως».
 
Το τελικό συμπέρασμα τίθεται με απόλυτη σαφήνεια. Όσο κι αν ζημιώνονται οι εργάτες δεν μπορούν να διεκδικούν τίποτε. Οι μηχανές δεν ανήκουν στο συλλογικό κοινωνικό πλούτο προσφέροντας ευημερία σε όλους, αλλά σε αυτούς που έχουν το κεφάλαιο να τις αγοράσουν αποσκοπώντας, φυσικά, στο δικό τους συμφέρον. Κάθε αντίσταση των εργατών θα ήταν όχι μόνο μάταιη, αλλά και επιζήμια. Αν το παρακάνουν, το κεφάλαιο θα καταφύγει στο εξωτερικό και δε θα έχουν ούτε αυτές τις θέσεις που τώρα τους προσφέρονται. Ο συμβιβασμός είναι η μόνη τους επιλογή. Δεν είναι κάτι προσωπικό. Είναι οι οικονομικοί νόμοι που το επιβάλλουν. Κι όποιος εναντιώνεται σε αυτούς είναι σαν να εναντιώνεται στην παλίρροια.
 
Το ζήτημα της ισχύος του βιομήχανου που είναι σε θέση να επιβάλει τα συμφέροντά του δε χρειάζεται να αναφερθεί. Ούτε το νομοθετικό πλαίσιο που του το επιτρέπει. Η αναφορά των άκαμπτων νόμων της οικονομίας είναι αρκετή για να παίξει αυτό το ρόλο. Σε κάθε περίπτωση δε χρειάζεται να είναι κανείς προκλητικός εξαγριώνοντας τα πλήθη. Άλλο η ισχύς του βιομήχανου, άλλο της οικονομικής επιστήμης. Αν πρόκειται για επιστήμη το πράγμα τίθεται διαφορετικά. Η επιστημονική αυθεντία καταπραΰνει περισσότερο τις αντιστάσεις.
 
Κι εδώ βέβαια, στόχος δεν είναι να δικαιωθούν οι Λουδίτες που έμπαιναν στα εργοστάσια κι έσπαζαν τις μηχανές – σαν να έφταιγαν αυτές για τη χρήση τους. Στόχος είναι να καταδειχθεί η στρέβλωση που θέτει την οικονομία σαν να επρόκειτο για άκαμπτη επιστήμη.
 
Ο Robert Heilbroner στο βιβλίο του «Οι φιλόσοφοι του οικονομικού κόσμου» αναφέρει: «Ασφαλώς, η οικονομική επιστήμη δε θα μας παρείχε τη δυνατότητα απόλυτου ελέγχου πάνω στο μέλλον μας, όπως άλλωστε η φυσική επιστήμη δε μας δίνει έλεγχο πάνω στην πορεία της βαρύτητας, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι θα αυξανόταν η ικανότητά μας να προβλέπουμε τις συνέπειες των αλλαγών στις λειτουργίες του οικονομικού συστήματος, και ακολούθως να επιλέγουμε την πιο ευνοϊκή πορεία».
 
Μετά από αυτή τη διευκρίνιση το ερώτημα είναι ξεκάθαρο: «Γιατί, λοιπόν, να μην επικροτούμε την εντεινόμενη τάση θεώρησης των οικονομικών ως επιστήμης;». Με άλλα λόγια, γιατί πρέπει να σταματήσουμε να θεωρούμε την οικονομία επιστήμη που τίθεται με νόμους άκαμπτους σαν να πρόκειται για κάτι εφάμιλλο με τις θετικές επιστήμες;
 
Για τον Heilbroner υπάρχουν δύο λόγοι που πρέπει να συμβεί αυτό. Κι αρχικά θα επικαλεστεί τον Μάρσαλ: «Αν και τον σαγήνευαν» (τον Μάρσαλ εννοείται) «οι επιστημονικοφανείς πλευρές των οικονομικών, προειδοποιούσε ότι “τα οικονομικά δεν μπορούν να συγκριθούν με τις θετικές επιστήμες διότι πραγματεύονται τις ολοένα μεταβαλλόμενες και λεπτές δυνάμεις της ανθρώπινης φύσης”».
 
Για να δοθούν εξηγήσεις: «Λέμε ότι οι νόμοι της φυσικής ή της χημείας περιγράφουν τη συμπεριφορά των ηλεκτρονίων και των μεσονίων που μελετά ο επιστήμονας αλλά υπάρχει ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στη “συμπεριφορά” αυτών των στοιχείων της φύσης και τη συμπεριφορά των ανθρώπινων όντων που αποτελούν το αντικείμενο μελέτης των κοινωνικών επιστημών. Όταν οι επιστήμονες εξηγούν το φαινόμενο, ας πούμε, του φωτός αναφορικά με τη συμπεριφορά των ηλεκτρονίων, κανένας δεν υποθέτει ότι κάθε ηλεκτρόνιο έχει “αποφασίσει” αν θα κινηθεί ή όχι. Αντίθετα, όταν οι οικονομολόγοι εξηγούν το φαινόμενο της αλλαγής των τιμών μέσω της συμπεριφοράς αγοραστών και πωλητών, δεν μπορούν να περιγράψουν το αντικείμενο της μελέτης τους χωρίς να υποθέσουν ότι κάθε άτομο αποφασίζει να δράσει με τον άλφα ή βήτα τρόπο. Με λίγα λόγια, εκτός απ’ τα απόλυτα μηχανικά ανακλαστικά μας, η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς την έννοια της βούλησης – την απρόβλεπτη ικανότητά μας να αλλάζουμε γνώμη ακόμα και την τελευταία στιγμή. Αντίθετα, τα στοιχεία της φύσης “συμπεριφέρονται” όπως συμπεριφέρονται για λόγους για τους οποίους ένα μόνο πράγμα μάς είναι απόλυτα γνωστό: ότι τα στοιχεία της φυσικής δεν “επιλέγουν” τον τρόπο που συμπεριφέρονται».
 
Με άλλα λόγια: «Άρα μια ασύνετη χρήση της λέξης “συμπεριφορά” μπορεί εύκολα να εξομοιώσει δύο εντελώς ανόμοια πράγματα, που το ένα έχει να κάνει με την πεμπτουσία της συνειδητής πράξης και το άλλο δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό. Αν τα οικονομικά ήταν πραγματικά θετική επιστήμη, εμείς οι άνθρωποι δε θα ήμαστε παρά ρομπότ, και θα μπορούσαμε να διαλέξουμε την αντίδρασή μας σε μια αύξηση των τιμών όσο και ένα μόριο σιδήρου επιλέγει την αντίδρασή του στην παρουσία ενός μαγνήτη».
 
Και υπάρχει και δεύτερος λόγος που η οικονομία δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν θετική επιστήμη: «Έχει να κάνει με το γεγονός ότι η κοινωνική ζωή της ανθρωπότητας είναι από τη φύση της πολιτική. Δηλαδή, όλες οι κοινωνίες άπαξ και μετεξελιχθούν από το επίπεδο του κυνηγιού και της συλλογής στο πεδίο της Διαταγής, δημιουργούν προνομιούχες και μη προνομιούχες κατηγορίες, που κυμαίνονταν από την αριστοκρατία ως τη δουλεία, από την τάξη στην κάστα, από τα δικαιώματα στην ιδιοκτησία στα μειονεκτήματα της πενίας. Όπως γίνεται σαφές από την τελευταία φράση, ο καπιταλισμός δεν αποτελεί εξαίρεση σ’ αυτή τη γενική διαπίστωση. Καθορίζονται άραγε κρίσιμα οικονομικά ζητήματα όπως η διανομή του πλούτου ή των εισοδημάτων από το κοινωνικό αντίστοιχο του νόμου της βαρύτητας; Οι φόροι, τα κληρονομικά δικαιώματα ή η εκμετάλλευση του ανθρώπινου μόχθου, είναι μήπως εκφράσεις απαραβίαστων φυσικών νόμων; Ή είναι οι εξαιρετικά ρευστές συνέπειες της κοινωνικής πολιτικής τάξης πραγμάτων στην οποία ζούμε;».
 
Όσο για το θέμα της επιστημονικής αντικειμενικότητας στο ζήτημα της οικονομίας, ο Heilbroner διερωτάται: «τι σημαίνει να είσαι “αντικειμενικός” για πράγματα όπως ο κληρονομημένος πλούτος ή η εξευτελιστική φτώχεια; Σημαίνει άραγε ότι αυτές οι διευθετήσεις αντικατοπτρίζουν κάποιες ιδιότητες της κοινωνίας που θα πρέπει να αποδεχτούμε όπως ο επιστήμονας αποδέχεται τις διευθετήσεις που μελέτησε μέσα από ένα τηλεσκόπιο ή κάτω από ένα μικροσκόπιο; Ή μήπως σημαίνει ότι, αν είχαμε σαφή αντίληψη των προσωπικών μας προτιμήσεων και αντιπαθειών, θα μπορούσαμε, αφού θα είχαμε κάνει τους κατάλληλους αποκλεισμούς, να καταλήξουμε σε μια γνήσια ουδέτερη άποψη; Σε μια τέτοια περίπτωση, θα μπορούσε κανείς να χρησιμοποιήσει τον όρο “επιστημονικός” για να περιγράψει τα ευρήματα μας ακόμα κι αν το αντικείμενο της μελέτης μας δεν είναι προϊόν της φύσης αλλά της κοινωνίας;». Φυσικά «η απάντηση είναι ότι δεν μπορούμε».
 
Ο Heilbroner θα ολοκληρώσει: «Υπάρχει, βέβαια, ευρύτατο πεδίο για επιστημονική μέθοδο στην ανάλυση πολλών προβλημάτων που προσπαθεί να ξεδιαλύνει η οικονομική επιστήμη, περιλαμβανομένης της αξίωσης να εκθέτουν οι οικονομολόγοι τα δεδομένα που παρατηρούν όσο γίνεται πιο σχολαστικά. Όταν, ωστόσο, ερχόμαστε σε προτάσεις οικονομικής πολιτικής, είναι αδύνατο να παρουσιάσουμε οικονομικές αναλύσεις σαν να προέρχονταν αδιαφιλονίκητα από τα δεδομένα της κοινωνίας. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν υπάρχουν τέτοια δεδομένα αντίστοιχα με εκείνα της φύσης. Επιπλέον, εφόσον παραδεχτούμε την παρουσία της ισχύος και της υπακοής στις διευθετήσεις όλων των στρωματοποιημένων κοινωνιών, δε μας επιτρέπεται να δώσουμε στις ερμηνείες μας την αντικειμενικότητα που επιζητούμε στις αποσαφηνίσεις μας για τη φύση. Απλώς, στην περιγραφή της λειτουργίας της κοινωνίας χρησιμοποιείται η γλώσσα με την οποία περιγράφουμε τη λειτουργία της φύσης. Αν μια τέτοια ψευδοεπιστημονική άποψη γινόταν ο σκοπός της οικονομικής επιστήμης, θα σήμαινε το τέλος της ως φιλοσοφίας του οικονομικού κόσμου».
 
David Ricardo, Αρχές Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας

Ο Hegel και η φιλοσοφία της δουλείας

Αρχαίες και σύγχρονες μορφές δουλείας

§1

     Η δουλεία στην αρχαία ελληνική πόλη-πολιτεία ανήκει σε εκείνα τα πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα μιας πρωτοφανέρωτης ιστορικά ελεύθερης κοινότητας των ανθρώπων, που η βαθύτερη κατανόησή τους είναι άμεσα συνυφασμένη με τη συνειδητή πρόσληψη του ελευθεριακού χαρακτήρα της εν λόγω ανθρώπινης κοινότητας. Η αρχαία ελληνική πόλις, και μάλιστα εκείνη των κλασικών χρόνων, είναι η διαχρονικά κατ’ εξοχήν κοινότητα πολιτών, με μια σχεδόν απόλυτη αυτονομία. Αυτή-εδώ είναι τόσο απόλυτη, ώστε η υπεράσπισή της να αποτελεί τον καθοριστικό κανόνα της κοινοτικής ζωής, του λογισμού της, της διαδρομής της, της δράσης της. Η υπεράσπιση εν τέλει της κοινοτικής αυτονομίας αποδεικνυόταν εν τοις πράγμασι ριζοσπαστική, στο μέτρο που εκτυλισσόταν επίσης ως ανα-τρεπτική κριτική και των δικών της νοημάτων, ιδεών και πρακτικών κυριαρχίας. Μόνο δυνάμει αυτής της προς τα έξω και προς τα μέσα θεωρητικο-πρακτικής κριτικής της κυριαρχίας μπορούσε η αρχαιοελληνική κοινότητα των πολιτών να διατηρεί τον χαρακτήρα της πόλεως, δηλ. της πολιτείας ‒και όχι του κράτους, όπως λαθεμένα αποδίδεται‒ ως πολιτικής συνεννόησης των ανθρώπων μεταξύ τους, χωρίς οι τελευταίοι να εξαρτώνται από κανέναν πολιτικό δεσμό υποταγής: με σημερινούς όρους, χωρίς να καταφεύγουν στους ποικιλώνυμους κρατικούς, παρα-κρατικούς, κομματικούς, πολιτικούς, ιδεολογικούς, συνδικαλιστικούς, επικοινωνιακούς κ.α. μηχανισμούς αναπαραγωγής της κυριαρχίας.

§2

     Στις εποχές μας, οι συγκεκριμένοι μηχανισμοί δεν εμφανίζονται ως τέτοιοι που είναι: ως απάνθρωποι και άκρως ανελεύθεροι, αντι-δημιουργικοί, εξουσιαστικοί μηχανισμοί με νωθρούς και ανίκανους αχυρανθρώπους, παρά εγκαθιδρύονται στο κέντρο της κοινωνικο-πολιτικής ζωής με το προσωπείο «δημοκρατικών» συλλογικοτήτων, «αυτόνομων» ή μη-κυβερνητικών κινήσεων πολιτών ή «κοινοτήτων», όχι λιγότερο δε και με τη μορφή θεσμικών συμβολισμών. Τέτοιου είδους μετα-νεωτερικά «κοινοτικά» μορφώματα δεν έχουν καμιά σχέση με τις αυθεντικά κοινοτικές μορφές ζωής της αρχαίας Ελλάδας. Παρά το γεγονός ότι νυχθημερόν μιλούν για ελευθερία, το λεξιλόγιό τους είναι το πιο οικείο στη/με τη λογική μιας άνομης κυριαρχίας και πάντοτε σύμφωνο με την αναπαραγωγή δουλικών συνειδήσεων ή δουλικών μορφών ζωής μεταμοντέρνας εκδοχής. Απεναντίας, οι αρχαιοελληνικές κοινοτικές θεσμίσεις εμπεριέχουν τον δούλο όχι ως αποτέλεσμα, ως κατηγορική προσταγή της δομικής-οντο-λογικής τους ύπαρξης, παρά ως μια μη ανεκτή συνθήκη –μη-ανεκτή για την κριτική κοινοτική σκέψη (όπως μαρτυρούν ο Ξενοφών, ο Πλάτων κ.λπ.)– αλλά (κατ)-αναγκαστική για τη θεσμική κατοχύρωση του κοινοτισμού της αυτοσυνείδησης, πολιτικής [=των πολιτών] και πολιτειακής [=της πόλεως-πολιτείας]. Με άλλα λόγια: η παρ-ουσία του δούλου στην κοινότητα των αρχαίων Ελλήνων –υπό διάφορες μορφές: του οικιακού βοηθού, του τεχνίτη, του αγροτο-εργάτη, του παιδαγωγού κ.α., συνοπτικά: του εργαζόμενου– έχει, λιγότερο ή περισσότερο, τον χαρακτήρα εκείνης της ουσίας, απέναντι στην οποία πραγματώνεται η ουσία του άλλου, δηλαδή του ελεύθερου πολίτη· και μάλιστα του τελευταίου ως αυτοσυνείδησης, η οποία ακριβώς μέσα στην παρ-ουσία του δούλου αναγνωρίζει τη δική της ελευθερία, αυτονομία, κυριαρχία και εν τέλει εξάρτηση από τη συγκεκριμένη δουλική παρ-ουσία.

§3

     Στην πράξη έχουμε να κάνουμε με την εγελιανή διαλεκτική κυρίου και δούλου, όπως παρουσιάζεται στη Φαινομενολογία του πνεύματος (βλ, § 178-196), αλλά σε μια αρχαιογνωστική πριν απ’ όλα μορφή, που βρίσκει την ολοκλήρωσή της ως μετα-μεσαιωνική τοιαύτη. Η φιλοσοφική βάση της αυθεντικής σύλληψης της έννοιας του δούλου, σύμφωνα με τον Χέγκελ, αναζητείται στην εσωτερική-διαλεκτική σχέση της ελευθερίας του κυρίου και της δουλείας του δούλου: ο ελεύθερος χρόνος των ελεύθερων πολιτών, η σχόλη τους, ας πούμε, εξαρτιόταν από την παρ-ουσία του δούλου. Χάρη στη σχόλη αυτή μπορούσαν οι πολίτες, όπως αναφέρει ο Περικλής στον Επιτάφιο, να φροντίζουν τόσο τις ιδιωτικές τους υποθέσεις όσο και τις δημόσιες: να ασχολούνται με την πολιτική όχι ως επαγγελματίες πολιτικοί που κατασπαράζουν τον δημόσιο πλούτο και προκαλούν σχίσμα ανάμεσα στο ιδιωτικό και δημόσιο συμφέρον, αλλά ως αυτοσυνείδητοι πολίτες, που με κοινοτική συνείδηση αναπτύσσουν εκείνη την κοινωνικο-πολιτική δραστηριότητα, που τους επιτρέπει να κάνουν ένα πράγμα σήμερα και άλλο αύριο με γνώση βιωμένη και όχι απλώς τυπική: να κυνηγούν το πρωί, να ψαρεύουν το απόγευμα, να φροντίζουν τα ζώα το βράδυ, να κάνουν κριτική μετά το δείπνο, χωρίς να είναι διόλου επαγγελματίες –ή να θέλουν και ακόμη να πρέπει να είναι– κυνηγοί, ψαράδες, κριτικοί, θεωροί κ.λπ. Η πιο πάνω δηλαδή σχόλη τους καθιστά καθολικούς και όχι μονοδιάστατους ανθρώπους. Στο πλαίσιο λοιπόν της προαναφερθείσας εξάρτησης από τον δούλο και της καθολικής τους αυτοσυνειδησίας αναγνωρίζουν τον δούλο ως το οικείο πρόσωπο και τον εγκαθιστούν στον οίκο τους: του παρέχουν ορισμένως τη δυνατότητα να κινείται ως δική τους εγνωσμένη ουσία: ως τέτοια που να συνοδεύει τα παιδιά στο γυμναστήριο, να φέρει την ευθύνη για την αγωγή τους κ.λπ.

§4

     Σε αντίθεση με την αρχαία εποχή, ο σύγχρονος δούλος είναι η πιο απάνθρωπη συνθήκη της ανθρώπινης κατάστασης. Εάν ο αρχαίος δούλος ανήκε στον οίκο [=στο νοικοκυριό] και λογιζόταν οικιακό άτομο δίπλα στον άντρα, στα παιδιά, στη γυναίκα του οίκου· εάν κατά κανόνα συνέλεγε εμπειρίες ανθρώπινης συμπεριφοράς, στις σύγχρονες μορφές ζωής το ανθρώπινο άτομο δεν απολαμβάνει καμιά φροντίδα, ουδεμία ανθρωπινότητα. Γιατί; Διότι, πάνω απ’ όλα, είναι σκλάβος της μισθωτής εργασίας και της πολιτικής ιδιοτέλειας: ένας ιδιότυπος σκλάβος. Από τη μια εξαρτά απ’ αυτή την απρόσωπη εργασιακή του σχέση και την υποβάθμισή του σε ιδιώτη, σε αστό και όχι πολίτη το πιο προσωπικό του Dasein και γι’ αυτό δίνει τα πάντα για να ενταχθεί σε μια τέτοια σχέση. Από την άλλη, στο πλαίσιο του καταμερισμού της εργασίας, κατακερματίζει ολοσχερώς την ουσία του και χάνει την προσωπικότητά του. Παράλληλα, ο σύγχρονος άνθρωπος είναι σκλάβος μέσα στο σκλαβοπάζαρο των ιδεολογικών ή φαντασιακών οντογενέσεων. Συμβαίνει τότε να γίνεται διπλά δούλος: αφενός, του ιδεολογικο-πολιτικού φορτίου, που άλλοι καθορίζουν προς ίδιον όφελος και αυτός πρόθυμα αναλαμβάνει, ως ψευδής συνείδηση πλέον, να πραγματώσει στην πράξη, θεωρώντας το ως το ύψιστο «ιδανικό» της ζωής του· αφετέρου, του τυχαίου [σκοπού, καθήκοντος, εξωτερικής αναγκαιότητας κ.λπ.], έξωθεν καθοριζόμενου ή επιβαλλόμενου, το οποίο δεν μπορεί να ελέγξει, να προσδιορίσει ο ίδιος, παρά μόνο να το υπηρετήσει με τη σάρκα του από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του. Πέραν των μνημονευθέντων μορφών ή εκδηλώσεων σύγχρονης δουλείας υπάρχουν ακόμη άπειρες μορφές. Όλες ή σχεδόν όλες –εκδηλωμένες ή ανεκδήλωτες, ορατές ή αδιόρατες, απατηλές ή «ορθολογικές»– θα μπορούσε κανείς να τις εντάξει στη μεγάλη κατηγορία της ανεστιότητας: ανέστιος, ανάλογα και με το βαθμό συνειδητοποίησης της δικής του οντο-λογικής συμπεριφοράς: ως αφέντη και δούλου, είναι και ο ξεριζωμένος από την πατρίδα του άπατρις, όπως επίσης και ο εγχώριος άπατρις, με την κυριολεκτική αλλά και τη μεταφορική έννοια της ερήμωσης της ύπαρξής του.