Σάββατο 14 Μαρτίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἑκάβη (846-875)

ΧΟ. δεινόν γε θνητοῖς ὡς ἅπαντα συμπίτνει,
καὶ τὰς ἀνάγκας οἱ νόμοι διώρισαν,
φίλους τιθέντες τούς γε πολεμιωτάτους
ἐχθρούς τε τοὺς πρὶν εὐμενεῖς ποιούμενοι.
850 ΑΓ. ἐγώ σε καὶ σὸν παῖδα καὶ τύχας σέθεν,
Ἑκάβη, δι᾽ οἴκτου χεῖρά θ᾽ ἱκεσίαν ἔχω,
καὶ βούλομαι θεῶν θ᾽ οὕνεκ᾽ ἀνόσιον ξένον
καὶ τοῦ δικαίου τήνδε σοι δοῦναι δίκην,
εἴ πως φανείη γ᾽ ὥστε σοί τ᾽ ἔχειν καλῶς,
855 στρατῷ τε μὴ δόξαιμι Κασάνδρας χάριν
Θρῄκης ἄνακτι τόνδε βουλεῦσαι φόνον.
ἔστιν γὰρ ᾗ ταραγμὸς ἐμπέπτωκέ μοι·
τὸν ἄνδρα τοῦτον φίλιον ἡγεῖται στρατός,
τὸν κατθανόντα δ᾽ ἐχθρόν· εἰ δ᾽ ἐμοὶ φίλος
860 ὅδ᾽ ἐστί, χωρὶς τοῦτο κοὐ κοινὸν στρατῷ.
πρὸς ταῦτα φρόντιζ᾽· ὡς θέλοντα μέν μ᾽ ἔχεις
σοὶ ξυμπονῆσαι καὶ ταχὺν προσαρκέσαι,
βραδὺν δ᾽, Ἀχαιοῖς εἰ διαβληθήσομαι.
ΕΚ. φεῦ.
οὐκ ἔστι θνητῶν ὅστις ἔστ᾽ ἐλεύθερος·
865 ἢ χρημάτων γὰρ δοῦλός ἐστιν ἢ τύχης,
ἢ πλῆθος αὐτὸν πόλεος ἢ νόμων γραφαὶ
εἴργουσι χρῆσθαι μὴ κατὰ γνώμην τρόποις.
ἐπεὶ δὲ ταρβεῖς τῷ τ᾽ ὄχλῳ πλέον νέμεις,
ἐγώ σε θήσω τοῦδ᾽ ἐλεύθερον φόβου.
870 σύνισθι μὲν γάρ, ἤν τι βουλεύσω κακὸν
τῷ τόνδ᾽ ἀποκτείναντι, συνδράσῃς δὲ μή.
ἢν δ᾽ ἐξ Ἀχαιῶν θόρυβος ἢ ᾽πικουρία
πάσχοντος ἀνδρὸς Θρῃκὸς οἷα πείσεται
φανῇ τις, εἶργε μὴ δοκῶν ἐμὴν χάριν.
875 τὰ δ᾽ ἄλλα —θάρσει— πάντ᾽ ἐγὼ θήσω καλῶς

***
ΧΟΡΟΣ
Φοβερό, στους θνητούς πώς έρχονται όλα,
κι οι θεϊκές βουλές ορίζουν τις ανάγκες,
έτσι που φίλοι να γίνονται οι πιο μισημένοι
κι εχθροί μας εκείνοι που πριν αγαπούσαμε.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
850 Και σένα, Εκάβη, συμπονώ και το παιδί σου,
και την τύχη σου και το χέρι που απλώνεις
ζητώντας τη βοήθεια μου, και θέλω,
και για το δίκιο και για τους θεούς,
ο άνομος ο φίλος να σου το πληρώσει.
Φτάνει όλα τούτα σε καλό να σου βγούνε,
κι απ᾽ την άλλη μεριά,
να μη φανώ κι εγώ στο στράτευμά μου
ότι για χάρη της Κασάνδρας θέλησα τον φόνο
του βασιλιά της Θράκης. Γιατί, αληθινά,
υπάρχει κάτι που πολύ με τρομάζει·
πως ο στρατός μας λογαριάζει σύμμαχο
αυτό τον άνθρωπο, κι εχθρό τον πεθαμένο.
Κι αν ο νεκρός είναι άνθρωπος δικός μου,
860 για τον στρατό δεν έχει σημασία καμιά.
Πρόσεξέ με, λοιπόν: Πρόθυμος είμαι
και να συμπράξω και γοργά να σε συντρέξω,
όμως δισταχτικός αν η βοήθεια γίνει αιτία
να με κατηγορήσουν οι Αχαιοί.
ΕΚΑΒΗ
Αλίμονο,
κανείς θνητός ελεύθερος δεν είναι·
ή στο χρήμα ή στην τύχη θα υποτάζεται.
Κι είτε οι πολίτες είτε οι ορισμοί
των νόμων θα εμποδίζουν τον καθένα
να πράξει ακολουθώντας τη δική του γνώμη.
Κι αφού δειλιάζεις και σκέφτεσαι το πλήθος
πιο πολύ απ᾽ ό,τι πρέπει,
εγώ θα σε λυτρώσω από τον φόβο.
870 Άκου λοιπόν: αν εγώ μελετήσω
κάποιο κακό για τον φονιά, να μη συμπράξεις.
Αν όμως οι Αχαιοί ξεσηκωθούνε
για να βοηθήσουν τον Θρακιώτη,
σαν θα παθαίνει όσα του μέλλεται να πάθει,
εμπόδιζέ τους, μα χωρίς να δείχνεις
ότι για χάρη μου τους εμποδίζεις. Όλα τ᾽ άλλα,
μη νοιάζεσαι, θα τα βολέψω εγώ.

Μακεδονία εν μύθοις φθεγγομένη: Μύθοι τοπικοί, Ποταμοί - Στρυμόνας

Α) Για τον ποταμό Στρυμόνα της Ανατολικής Μακεδονίας λέγεται ότι ήταν βασιλιάς της Θράκης και γιος του Άρη. Όταν ο γιος του Ρήσος –μητέρα του ήταν η μούσα Ευτέρπη– σκοτώθηκε μπροστά στα τείχη της Τροίας, ο Στρυμόνας έπεσε στο ποτάμι* που τότε ονομαζόταν Παλαιστίνος και που από τότε μετονομάστηκε σε Στρυμόνα (Ψευδο-Πλούταρχος**, De fluviis 11.1.1).

Β) Σε οξυπύθμενο μελανόμορφο αμφορέα του Kopenhagen (ιδιωτική συλλογή) του 480/470 π.Χ., ο Ηρακλής βρίσκεται στον κήπο των Εσπερίδων μαζί με τους ποτάμιους θεούς Ωκεανό, Στρυμόνα, Νείλο (ΝΙΛΟΣ). Η παράσταση καταδεικνύει προφανώς τον πλούτο της περιοχής –είναι γνωστά τα δάση της περιοχής, που παρείχαν την αναγκαία ξυλεία για τη ναυπηγική. Εξάλλου, μία από τις πιο μεγάλες και περίφημες πόλεις της Μακεδονίας ήταν η Αμφίπολη, 4,5 περίπου χιλιόμετρα από τις εκβολές του Στρυμόνα.

Γ) Όταν ο θεός Διόνυσος αποβιβάστηκε στη Θράκη, κοντά στις εκβολές του Στρυμόνα, αντιμετώπισε την εχθρότητα του βασιλιά Λυκούργου που αιχμαλώτισε όλο τον θίασο των Μαινάδων και των Σατύρων. Ο Διόνυσος αναζήτησε καταφύγιο στη θάλασσα, κοντά στη Νηρηίδα Θέτιδα. Λίγο αργότερα, οι Μαινάδες δραπέτευσαν και τρέλαναν τον Λυκούργο, ο οποίος σκότωσε με τσεκούρι τον γιο του Δρύαντα νομίζοντας ότι έκοβε παρακλάδι αμπελιού (Απολλόδωρος, 3.42.2-3.53.3).

Δ) Ως δέκατο άθλο ο Ηρακλής διατάχθηκε από τον Ευρυσθέα να οδηγήσει στις Μυκήνες από την Ερύθεια***, ένα απομονωμένο νησί στον Ωκεανό, τις αγελάδες του βασιλιά Γηρυόνη, γιου του Χρυσάορα και της Καλλιρρόης. Μετά από μακρά και περιπετειώδη πορεία στις χώρες της Μεσογείου, και αφού μονομάχησε με τον Γηρυόνη στις ακτές του ποταμού Ανθεμούντα, έφτασε στις ιωνικές ακτές της Ελλάδας, όπου μια βοϊδόμυγα, σταλμένη από την Ήρα, τρέλανε το κοπάδι και το έκανε να διασκορπιστεί στα βουνά της Θράκης. Ο Ηρακλής κατηγόρησε τον Στρυμόνα, ποταμό αρχικά πλωτό, ότι δυσκόλεψε το έργο του να συγκεντρώσει τις αγελάδες. Τον γέμισε λοιπόν με πέτρες, και από τότε ο ποταμός έπαψε να είναι πλωτός (Απολλόδωρος 2.112).

Σύμφωνα με άλλη εκδοχή του μύθου, ο Ηρακλής δεν μπορούσε να διασχίσει τον ποταμό επειδή δεν υπήρχε πέρασμα. Έρριξε λοιπόν τεράστιους βράχους εμποδίζοντας τα πλοία να τον διαπλέουν.
--------------------------------
*Τελετουργικά μύησης και καθαρμού
Η πτώση στο νερό και η αλλαγή του ονόματος αποκαλύπτουν τελετουργικά διάβασης από μια ηλικία σε μιαν άλλη ή τελετουργικά ανανεωτικά των δυνάμεων αναπαραγωγής ή καθαρμού.

**Ψευδο-Πλούταρχος, De fluviis 11.1.1
Στρυμὼν ποταμός ἐστι τῆς Θρᾴκης κατὰ πόλιν Ἠδωνίδα· προσηγορεύετο δὲ πρότερον Παλαιστῖνος ἀπὸ Παλαιστίνου τοῦ Ποσειδῶνος. Οὗτος γὰρ πρὸς τοὺς ἀστυγείτονας ἔχων πόλεμον καὶ εἰς ἀσθένειαν ἐμπεσὼν τὸν υἱὸν Ἁλιάκμονα στρατηγὸν ἔπεμψεν· ὁ δὲ προπετέστερον μαχόμενος ἀνῃρέθη. Περὶ δὲ τῶν συμβεβηκότων ἀκούσας Παλαιστῖνος καὶ λαθὼν τοὺς δορυφόρους͵ διὰ λύπης ὑπερβολὴν ἑαυτὸν ἔρριψεν εἰς ποταμὸν Κόνοζον͵ ὃς ἀπ΄ αὐτοῦ Παλαιστῖνος ὠνομάσθη. Στρυμὼν δὲ͵ Ἄρεως παῖς καὶ Ἡλίκης͵ ἀκούσας περὶ τῆς Ρήσου τελευτῆς καὶ ἀθυμίᾳ συσχεθεὶς ἑαυτὸν ἔρριψεν εἰς ποταμὸν Παλαιστῖνον͵ ὃς ἀπ΄ αὐτοῦ Στρυμὼν μετωνομάσθη.
*** Ερύθεια
Νησί στην Εσπερία, κοντά στο Γιβραλτάρ, όπου βρίσκονται τα ιερά κοπάδια με τα ολοκόκκινα βόδια του  Ήλιου. Εκεί  τελειώνει ο θεός το καθημερινό του ταξίδι, έχοντας διασχίσει τον ουράνιο θόλο από τη μια μεριά του μεγάλου Ωκεανού, που περιβρέχει ολόκληρη τη γη, μέχρι την άλλη άκρη του, την Ερύθεια. Ερύθεια είναι και το όνομα μιας από τις Εσπερίδες.

Το χειρότερο όλων είναι να συνηθίζεις

Το χειρότερο όλων είναι να συνηθίζεις… Να συνηθίζεις τον πόνο, να βλέπεις τη βαρβαρότητα και να μην σου κάνει εντύπωση καμιά. Να αισθάνεσαι μα να μη νιώθεις το παγωμένο, γυάλινο βλέμμα του ανθρώπου που κάθεται σ’ ένα παγκάκι περιμένοντας το τίποτα.

Το χειρότερο όλων είναι να ζεις μια ζωή σα να ‘βλεπες ταινία. Που οι πρωταγωνιστές είναι οι άλλοι κι εσύ είσαι απλά ο θεατής. Να πιστεύεις πως δεν υπάρχει τίποτα που να μπορείς να κάνεις γιατί σου είναι αδύνατον να μπεις μέσα στο πανί ή ν’ ανέβεις στη σκηνή. Να συνηθίζεις την εικόνα ανθρώπων που κρυώνουν, ανθρώπων που συνωστίζονται για μια θέση στο συσσίτιο της γειτονιάς σου.

Να φοβάσαι μην τυχόν και χάσεις το σπίτι σου μα να μην περνάει απ’ το μυαλό σου πως κι όλοι αυτοί που χαλάνε την αισθητική της εξουσίας σε πάρκα και πλατείες είχαν κάποτε ένα σπίτι…

Να γνωρίζεις πως τόσοι και τόσοι φίλοι σου κρύβονται γεμάτοι με ντροπή γιατί τους έβγαλαν στην ανεργία και να μη σε πιάνει το στομάχι.

Και να περιμένεις. Δίχως να ξέρεις τι να περιμένεις. Υπομονετικά, χωρίς φωνές και γκρίνια… Να περιμένεις να αλλάξει ο κόσμος γύρω σου. Μα να μην κάνεις τίποτα για αυτό… Να περιμένεις τη στιγμή που θα ‘ρθει κι η σειρά σου και να μην κάνεις τίποτα για να το σταματήσεις. Να βλέπεις το παιδί σου να ετοιμάζεται να παλέψει έναν αγώνα δίχως όπλα και να μην το παίρνεις αγκαλιά για να το σώσεις.

Απλά να περιμένεις…

Η αυτοπειθαρχία είναι υπερτιμημένη, η επιείκεια σώζει

Η έλλειψη αυτοελέγχου σας καθιστά παρορμητικούς με τάσεις να αναλαμβάνετε παράτολμα εγχειρήματα, ωστόσο, ούτε ο υπερβολικός αυτοέλεγχος είναι ευεργετικός.

Κάθε φορά που νιώθω να με ξεπερνούν οι επαγγελματικές υποχρεώσεις και οι άλλες ευθύνες, ενστικτωδώς αντιδρώ καταρτίζοντας ένα σχέδιο δράσης. Αυτό συνήθως σημαίνει το σχεδιασμό ενός αυστηρού και άκαμπτου προγράμματος εργασίας. Θα ξυπνήσω μια ώρα νωρίτερα! Δε θα «μπω» στο Twitter! Παρά το γεγονός ότι ύστερα από χρόνια εμπειρίας γνωρίζω ότι είναι αδύνατο να γράψω για περισσότερες από πέντε ώρες την ημέρα κάθε φορά, θεωρώ πως εξαιτίας της ατσάλινης θέλησής μου θα καταφέρω να συνεχίσω έως τις οκτώ ώρες. Είναι σχεδόν αξιολάτρευτο το ότι πιστεύω ειλικρινά ότι θα επιτύχω το στόχο μου παρόλο που κάτι τέτοιο δεν έχει ξανασυμβεί. Το φαινομενικά απύθμενο πηγάδι της αυτοπειθαρχίας μου φαίνεται πως δεν έχει περισσότερο από 300 μέτρα βάθος και οι προσπάθειές μου να αναστρέψω την τρέχουσα κατάσταση με τη δύναμη της θέλησής μου, καταλήγει σε μια καταιγίδα από τύψεις και αυτοκατηγορίες.

Έχουμε ακούσει πολλά τα τελευταία χρόνια για τη σημασία της καλλιέργειας του σθένους στα παιδιά, αλλά και τον αντίλογο σε σχέση με το ίδιο θέμα. Οι αποδείξεις που έχουν προκύψει σε σχέση με τα προαναφερθέντα οφέλη της ανθεκτικότητας και του σθένους είναι αμφισβητήσιμες. Επίσης είναι μάλλον ενοχλητικό να υπαινίσσεται κάποιος ότι το μόνο συστατικό της επιτυχίας, ακόμα και αν έχεις γεννηθεί και μεγαλώσει μέσα στην ανέχεια, είναι να σφίξεις τα δόντια και τις γροθιές και να το ξεπεράσεις. Και όμως σπάνια αμφισβητούμε την υποβόσκουσα αντίληψη ότι η αυτοπειθαρχία είναι μια ωφέλιμη ιδιότητα για κάποιον και ακόμα και οι πιο προοδευτικοί γονείς, εκείνοι που ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να ακολουθήσουν τα όνειρά τους, προτιμούν κάτι τέτοιο να συμβεί με αυτοσυγκράτηση και αυτοπειθαρχία. Λίγοι άνθρωποι λαμβάνουν υπόψη τους την προειδοποίηση του Αμερικανού ψυχολόγου Jack Block, που εκπόνησε μια εμβληματική μελέτη περισσότερων από 100 νηπίων τα οποία παρακολουθούσε για τρεις δεκαετίες. Τα ευρήματα του περιλαμβάνουν την διαπίστωση ότι πράγματι, ο χαμηλός αυτοέλεγχος καθιστά τους ανθρώπους παρορμητικούς, αφηρημένους με τάση για ριψοκίνδυνες συμπεριφορές.
Όμως η υπερβολική αυτοπειθαρχία σύμφωνα με τον Block μπορεί να προκαλέσει μιζέρια.
Ο προοδευτικός εκπαιδευτικός Alfie Kohn στο δοκίμιο του “Για ποιο λόγο η αυτοπειθαρχία είναι υπερεκτιμημένη”, γράφει πως το παιδί που κάνει τα μαθήματά του αμέσως μόλις επιστρέψει στο σπίτι, θεωρείται ενάρετο. Ίσως όμως στην πραγματικότητα να έχει ανάγκη να ξεφορτωθεί οτιδήποτε του έχει ανατεθεί για να μην αισθάνεται άγχος για αυτό. Μπορεί να απεχθάνεται τις εκκρεμότητες ή να νιώθει πως η αξία του/της εξαρτάται από τις επιδόσεις του/της. Αυτός είναι πράγματι ορισμένες φορές, ένας καλός τρόπος να κάνεις τη δουλειά σου (εκτός από τις περιστάσεις σαν τη δική μου που κάτι τέτοιο δεν λειτουργεί), αλλά δεν είναι συνταγή για μια ευχάριστη ζωή. Επαινούμε εκείνους που επιδεικνύουν την ύπαρξη «εσωτερικού κινήτρου», αλλά κάποιες φορές αυτό σημαίνει απλώς ότι έχουν ενδοβάλλει επιτυχώς τον «λοχαγό» της κοινωνίας. Εμείς τους αποκαλούμε στοχοθετημένους, αλλά στην πραγματικότητα ο μόνος στόχος που βάζουν είναι ζωγραφισμένος στην πλάτη τους.

Όταν οι δικές μου προσπάθειες να πειθαρχήσω τον εαυτό μου αποτυγχάνουν, στρέφομαι σε μια σημείωση που έγραψε η βουδίστρια δασκάλα Susan Piver, με τίτλο “Πώς να κάνεις τις δουλειές σου χωρίς να γίνεσαι κακός με τον εαυτό σου”. Σε αυτό περιγράφει τις δικές της απογοητευτικές απόπειρες να διατηρήσει ένα αυστηρό πρόγραμμα και την επιλογή που έκανε αντ’ αυτού: αναρωτιόταν τι στ’ αλήθεια επιθυμούσε να κάνει. Αυτό σίγουρα θυμίζει τη συμπεριφορά ενός κακομαθημένου ανθρώπου (και σίγουρα τρομοκρατεί τους πειθαρχημένους). Κι όμως μαντέψτε! «Έφερα εις πέρας όλα εκείνα που υποχρεώνω τον εαυτό μου να κάνει. Η μέρα μου έμοιαζε σχεδόν ίδια με τις μέρες που επιτυγχάνω να είμαι πειθαρχημένη, μόνο που αυτή τη φορά έμοιαζε ανώδυνη». Μια απλή σκέψη. Ίσως λοιπόν, να μην είστε ένας δύστροπος αποτυχημένος που δεν έχει την δύναμη να διαχειριστεί σωστά το χρόνο του.

Πώς έγινα αυτό που είμαι

Ένα από τα πιο ενδιαφέροντα πράγματα γύρω από τον άνθρωπο είναι ότι, αν και έχουμε πολλά κοινά χαρακτηριστικά (αρκετά για να μας κάνουν όλους αναγνωρίσιμα μέλη του (ίδιου είδους), ούτε δύο από εμάς δεν είμαστε ακριβώς ίδιοι.

Ο ψυχολόγος και οι κοινωνιολόγοι θεωρούν ότι, μολονότι είναι δυνατό να προβλέπουμε τις γενικές τάσεις στη συμπεριφορά ή να προβλέπουμε με μεγάλη ακρίβεια πώς μπορεί να συμπεριφερθούν ολόκληρες ομάδες ανθρώπων σε μια δεδομένη κατάσταση, είναι πολύ πιο δύσκολο να προβλεφθεί πώς θα συμπεριφερθεί ένας μεμονωμένος άνθρωπος.

Η θεωρία της προσωπικότητας αφορά στην κατανόηση των προσωπικών διαφορών για παράδειγμα, τι κάνει δύο ανθρώπους να συμπεριφέρονται διαφορετικά στην ίδια κατάσταση.

Οι άνθρωποι (μαζί και πολλοί ψυχολόγοι) περιγράφουν την προσωπικότητα με τα χαρακτηριστικά ή τα γνωρίσματα που παρατηρούν στον εαυτό τους και τους άλλους. Ορισμένοι χαρακτηρίζονται, λόγου χάρη, «τίμιοι», «αξιόπιστοι», «φιλικοί» ή «ανοιχτοί», ενώ άλλοι «κακοήθεις», «επιθετικοί», «ύπουλοι» ή «δύστροποι». Η κατάσταση, ή το πλαίσιο, μέσα στην οποία συναντιόμαστε με τους άλλους θα καθορίσει

πολλές φορές τις κρίσεις που κάνουμε για την προσωπικότητά τους. Είναι πολύ πιθανό, για παράδειγμα, να είναι κάποιος επιθετικός σε μια κατάσταση, αλλά φιλικός σε μιαν άλλη.
Η θεωρία της προσωπικότητας ασχολείται με το σύνολο άνθρωπος και προσπαθεί να κατανοήσει τις σχέσεις ανάμεσα στις πολλές πλευρές του «τρόπου ύπαρξης» ενός ανθρώπου.
Σημαντικό συστατικό των περισσότερων χαρακτηριολογικών θεωριών προσωπικότητας είναι ότι θεωρούν τα χαρακτηριστικά αυτά ως το αποτέλεσμα συγκεκριμένης γενετικής σύνθεσης. Η συνέπεια αυτού είναι πως η προσωπικότητα είναι κάτι με το οποίο γεννιέσαι. Τι είδους άνθρωπος είσαι καθορίζεται κατά το μάλλον ή ήττον από τα συγκεκριμένα γενετινά χαρακτηριστικά σου και δεν υπάρχει μεγάλη δυνατότητα αλλαγής.

Επιδράσεις στην προσωπικότητα


Υπάρχει διαφωνία ανάμεσα στους ψυχολόγους και τους κοινωνιολογικούς γύρω από το πόση την προσωπικότητά μας οφείλεται στη γενετική και πόση στις περιβαλλοντικές επιδράσεις και εμπειρίες. Οι περιβαλλοντικές επιδράσεις περιλαμβάνουν, λόγου χάρη, τις εμπειρίες που έχουμε επειδή ανήκουμε σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμό. Κάθε πολιτισμός έχει το δικό του σύνολο πεποιθήσεων, αξιών και προσδοκιών, με αποτέλεσμα τα μέλη αυτού του πολιτισμού να έχουν μερικά κοινά χαρακτηριστικά. Με τον ίδιο τρόπο, η κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουμε, σε οποιονδήπτε πολιτισμό, θα επηρεάσει το πώς μας βλέπουν οι άλλοι και πώς εμείς βλέπουμε τον εαυτό μας.

Το είδος οιχογένειας στην οποία ανήνουμε και η θέση που κατέχουμε μέσα σε αυτήν (πρώτο, δεύτερο παιδί κτλ.) είναι επίσης σημαντικοί παράγοντες στον καθορισμό της προσωπικότητάς μας. Οι γονείς μπορεί να είναι θερμοί, τρυφεροί και περιποιητικοί, μπορεί να είναι ψυχροί, εχθρικοί και αδιάφοροι, ή -το πιθανότερο- ένα κράμα όλων αυτών. Αυτό είναι σημαντικό γιατί, με πολύ λίγες εξαιρέσεις, οι θεωρίες της προσωπικότητας τοποθετούν τις εμπειρίες της πρώιμης παιδικής ηλικίας ανάμεσα στους σημαντικούς περιβαλλοντικούς παράγοντες που επηρεάζουν την προσωπικότητα.

Για να θεωρηθεί σοβαρός ένας κλάδος ψυχολογίας χρειάζεται να αναπτύξει μια γενική άποψη του πώς ο άνθρωπος εξελίσσεται από τη νηπιακή ηλικία. Η άποψη αυτή πρέπει να είναι αρκετά ευρεία ώστε να εξηγεί πώς συμπεριφέρεται ο άνθρωπος και σχετίζεται με τους άλλους γενικά, όπως και να εξηγεί σε κάποιο βαθμό τις ατομικές διαφορές στην προσωπικότητα, που παρατηρούμε γύρω μας καθημερινά.

Στη θεωρία του Freud η έμφαση δίνεται στο ότι οι παιδικές εμπειρίες καθορίζουν την ενήλικη προσωπικότητα. Οι εμπειρίες αυτές θεωρούνται τόσο ισχυρές, ώστε οι σχέσεις που έχουμε αργότερα στη ζωή καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό από αυτές.

Τόσο ο Freud όσο και ο Rogers πίστευαν ότι τα γεγονότα της ενήλικης προσωπικότητάς μας, αλλά, ενώ ο Freud δεν ήταν αισιόδοξος για τις δυνατότητες αλλαγής και ανάπτυξης αργότερα στη ζωή, ο Rogers σίγουρα ήταν. Στην προσωποκεντρική ψυχολογία η θεωρία της προσωπικότητας είναι γνωστή ως θεωρία εαυτού- προσωπικότητας και ασχολείται με το πώς κάποιος οικοδομεί μια αυτοαντίληψη και στη συνέχεια συμπεριφέρεται μέσα στον κόσμο σύμφωνα με την αυτοαντίληψη αυτή. Το σημαντικό είναι ότι η αυτοαντίληψη που έχουμε σήμερα δε χρειάζεται να παραμείνει ίδια πάντα. Διαθέτουμε τα προσωπικά μέσα για να την αλλάξουμε και, ως αποτέλεσμα αυτού, μπορούμε να αλλάξουμε τον τρόπο που συμπεριφερόμαστε και τους τρόπους με τους οποίους διαμορφώνουμε και διατηρούμε σχέσεις με τους άλλους.

Η αυτοαντίληψη


Η αυτοαντίληψη μπορεί να γίνει κατανοητή μέσα από τον τρόπο που περιγράφουμε τον εαυτό μας. Για παράδειγμα, κάποιος λέει: «Είμαι υπεύθυνος άνθρωπος και σκέφτομαι τους άλλους προτού σκεφτώ τον εαυτό μου» ή «Δε φοβάμαι τίποτα». Στην πρώτη περίπτωση, η υπευθυνότητα αποτελεί μέρος της αυτοαντίληψης του ανθρώπου αυτού και όποτε οι περιστάσεις το απαιτούν, θα υπάρξει σύμπτωση ανάμεσα στα συναισθήματα και στη συμπεριφορά του. Με άλλα λόγια, ο συγκεκριμένος άνθρωπος θα συμπεριφέρεται σε συμφωνία (congruence) με την αυτοαντίληψή του.

Από την άλλη, άνθρωποι των οποίων η αυτοαντίληψη περιέχει την ιδέα ότι είναι άφοβοι και στη συνέχεια ανακαλύπτουν ότι φοβούνται εύλογα δε θα είναι σε θέση να εκφράσουν το φόβο τους. Η έκφραση αυτού του συναισθήματος ενδεχομένως να εμφανίζεται διαστρεβλωμένη ή το συναίσθημα μπορεί ακόμα και να απορρίπτεται εντελώς. Στην περίπτωση αυτή λέμε ότι το άτομο βρίσκεται σε κατάσταση ασυμφωνίας (incongruence)

Στην προσωποκεντρική ψυχoλογία, όπως και σε πολλές άλλες θεωρίες της προσωπικότητας, oι εμπειρίες της πρώιμης παιδικής ηλικίας θεωρούνται πολύ σημαντικές.
Ο σημαντικότερος παράγοντας είναι ο βαθμός στον οποίο βιώσαμε αγάπη και αποδοχή από τους σημαντικούς άλλους, συνήθως (όχι όμως απαραίτητα) από τους γονείς.
Ο Rogers πίστευε ότι τα παιδιά έχουν ανάγκη να νιώθουν σημαντικοί και πολύτιμοι γι' αυτά άνθρωποι τα αγαπούν και τα εκτιμούν χωρίς όρους. Το πρόβλημα είναι ότι η αγάπη των σημαντικών αυτών ανθρώπων μπορεί να προσφέρεται είτε υπό όρους είτε ανεπιφύλακτα. Αν έχουμε τη δεύτερη περίπτωση (χωρίς προσαρτημένους όρους), τότε τα παιδιά είναι σε θέση να δέχονται και να εκφράζουν όλα τα συναισθήματά τους.

Η αγάπη υπό όρους αναφέρεται στην αγάπη που δίνεται μόνο αν το παιδί συμπεριφέρεται με αποδεκτούς τρόπους, ενώ αν συμπεριφερθεί με τρόπο που είναι απορριπτέος, τότε διακινδυνεύει να του πάρουν πίσω την αγάπη. Το αποτέλεσμα είναι ότι το παιδί αρχίζει να συμπεριφέρεται και να βλέπει τον εαυτό του σύμφωνα με τις αξιολογήσεις των άλλων. Η έκφραση του Rogers γι' αυτό ήταν όροι αξίας και σχετίζεται με τους τρόπους με τους οποίους η αυτοαντίληψή μας διαμορφώνεται από τις κρίσεις των γύρω μας.

Οι όροι αξίας στην προσωποκεντρική προσέγγιση


Όπως παρατηρεί ο o McLeod (1993), η έννοια των όρων αξίας αποτελεί την ολότητα του προσωποκεντρικού μοντέλου για την ανάπτυξη του παιδιού. Με άλλα λόγια, δεν υπάρχουν στάδια ανάπτυξης, όπως στη φροϋδική ψυχολογία. Ταυτόχρονα με την ανάγκη αποδοχής από τους άλλους εμφανίζεται μια συναφής ανάγκη, αυτή της αυτοαποδοχής.

Σχετίζεται με την εικόνα του πόσο σημαντικοί πιστεύουμε ότι είμαστε ή αξίζουμε. Ωστόσο η εικόνα που έχουμε για τον εαυτό μας καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις αξίες που έχουμε αφομοιώσει (ή ενδοβάλει) από άλλους, έτσι ώστε στην προσπάθεια να διατηρήσουμε την αυτοαποδοχή, τείνουμε να αποκλείουμε από την αυτοαντίληψή μας οποιαδήποτε γνωρίσματα έχουν χαραχτηριστεί από τρίτους ως μη τιμητικά.

Για παράδειγμα, πάρτε την περίπτωση κάποιας που αρχίζει να νιώθει θυμό απέναντι σε ένα μέλος της οικογένειάς της. Αν έχει ενδοβάλει την αξία ότι συναισθήματα τέτοιου είδους είναι απαράδεκτα, δε θα είναι σε θέση να διατηρήσει την αυτοαποδοχή της αν επιτρέψει την ανάπτυξή τους. Κατά συνέπεια, θα προσπαθήσει είτε να απορρίψει τα συναισθήματά της ή να τα διαστρεβλώσει σε κάτι πιο αποδεκτό για την ίδια και σύμφωνο με την αυτοαντίληψή της.

Η πραγματικότητα έτσι όπως την αντιλαμβανόμαστε


Αυτό που αποτελεί την πραγματικότητα για μας εξαρτάται από το πώς την αντιλαμβανόμαστε. Για παράδειγμα, αν ένα παιδί δύο ή τριών χρόνων παίζει στον κήπο και εμφανιστεί μια γάτα, μπορεί να τρομάξει ή να νιώσει κίνδυνο. Ακόμα κι αν οι άλλοι ξέρουν ότι η γάτα είναι ακίνδυνη και παιχνιδιάρα, αυτό που καθορίζει τη συμπεριφορά του παιδιού είναι η αντίληψή του γι' αυτήν και όχι η «πραγματικότητα» ότι η γάτα είναι ακίνδυνη. Ωστόσο, η σχέση του παιδιού με το περιβάλλον του δεν είναι στατική, κι αν η συνεχιζόμενη εμπειρία του είναι διαφορετική από την αρχική αντίληψή του να αλλάξει μετά από λίγο.

Η σχέση, λοιπόν, με το περιβάλλον είναι δυναμική. Δεχόμαστε διαρκώς πληροφορίες, προσδίδοντας νόημα στο περιβάλλον και προσαρμόζοντας κατά συνέπεια τις αντιλήψεις και τη συμπεριφορά μας ανάλογα. Στη σχέση αυτή παίζει ρόλο και η τάση πραγμάτωσης. Το πρωταρχικό κίνητρο στη ζωή είναι η υπεράσπιση και η ανάπτυξη του εαυτού μας, να φτάσουμε δηλαδή σε αυτό που είμαστε ικανοί να γίνουμε, και αυτό συνεπάγεται να είμαστε ανοιχτοί στις εμπειρίες μας.

Πραγμάτωση και αυτοπραγμάτωση


Η τάση πραγμάτωσης αποτελεί για την προσωποκεντρική ψυχολογία το μοναδικό κίνητρο της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Η ανάπτυξη του εαυτού και της αυτοαντίληψης είναι αποτέλεσμα ή υποσύστημα της γενικής τάσης πραγμάτωσης. Οι όροι τάση πραγμάτωσης και αυτοπραγμάτωση συγχέονται πολλές φορές, αλλά δεν αφορούν στην ίδια διαδικασία.

Ο Guthrie Ford (1991) κάνει σαφέστερη τη διάκριση: Όπως και η τάση πραγμάτωσης, από την οποία προέρχεται η τάση αυτοπραγμάτωσης σχετίζεται με τη διατήρηση και την ανάπτυξη, η ιδιαίτερη όμως λειτουργία της είναι να προασπίζει και να αναπτύσσει περισσότερο την αυτοσυγκρότηση παρά τον οργανισμό γενικά (σ. 23-24).

Είναι σημαντικό να κάνουμε αυτή τη διάκριση μεταξύ πραγμάτωσης και αυτοπραγμάτωσης, γιατί συνδέει τις άλλες έννοιες που έχουμε εξετάσει μέχρι τώρα - της αυτοαντίληψης και της ασυμφωνίας ιδιαίτερα. Εξηγεί επίσης πώς αντιμετωπίζει η προσωποκεντρική ψυχολογία μια φαινομενική (παρά πραγματική) λογική αντίφαση. Από τη μια, προβάλλει την τάση πραγμάτωσης ως εγγενές χαρακτηριστικό του ανθρώπου, η οποία τον ωθεί προς θετικές, επικοδομοιμητικές και κοινωνικές επιδιώξεις. Από την άλλη, η προσωποκεντρική ψυχολογία αναγνωρίζει ότι η ανθρώπινη συμπεριφορά συχνά είναι αντικοινωνική και καταστρεπτική.

Οι όροι αξίας και οι εσωτερικευμένες αξίες


Για την ώρα, ωστόσο, ας υποθέσουμε ότι δεν είστε ένας αντικοινωνικός ή καταστρεπτικός άνθρωπος, μολονότι, όπως οι περισσότεροι, ίσως έχετε περιστασιακά αντικοινωνικά ή καταστρεπτικά συναισθήματα. Οι όροι αξίας σας καθώς και οι εσωτερικευμένες αξίες σας θα σας κάνουν να πιστεύετε ότι είστε κάποιος με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, από τα οποία ορισμένα είναι θετικά και ορισμένα αρνητικά. Η αυτοαντίληψη αυτή θα είναι ο εαυτός τον οποίο πασχίζετε διαρκώς να πραγματώσετε, επιλέγοντας ορισμένους τρόπους ενέργειας και όχι άλλους. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι αυτό που πραγματώνεται είναι ο υπό όρους εαυτός και όχι ο οργανισμικός εαυτός.
Με την έννοια αυτή, η τάση πραγμάτωσης του οργανισμού και η ανάγκη αυτοπραγμάτωσης του υπό όρους εαυτού λειτουργούν η μία ενάντια στην άλλη και έχουμε μια κατάσταση ασυμφωνίας.
Τα άτομα με μια αυτοαντίληψη η οποία αποτελείται από πολλούς αρνητικούς όρους αξίας ενδεχομένως να έχουν χαμηλή αυτοεκτίμηση. Είναι μάλλον απίθανο να τρέφουν μεγάλη εκτίμηση στον εαυτό τους ή να εμπιστεύονται πολύ τις εμπειρίες και τα συναισθήματά τους. Συνεπώς η συμπεριφορά τους θα διαμορφώνεται σύμφωνα με όσα κατέληξαν να πιστεύουν για τον εαυτό τους. Αυτό που κάνουν θα είναι το αποτέλεσμα των εσωτερικευμένων αξιολογήσεων του εαυτού τους, ίσως ως άτομα με λίγη αξία, απαξιωμένα ή απορριπτέα κατά κάποιο τρόπο από τους άλλους. Όπως μπορείτε να φανταστείτε, αυτό εξελίσσεται βαθμιαία σε εκπληρούμενη προφητεία: αν πιστεύετε ότι οι άλλοι σας απορρίπτουν, πιθανώς θα συμπεριφέρεστε με τρόπο σύμφωνο με το κομμάτι της αυτοαντίληψής σας.

Το αποτέλεσμα θα είναι ότι και οι άλλοι θα αρχίσουν να σας συμπεριφέρονται μάλλον απορριπτικά, και αυτό θα τείνει να ενισχύει την αυτοαντίληψή σας. Εναλλακτικά, η ανάγκη αποδοχής από τους άλλους μπορεί να είναι τόσο ισχυρή, που ορισμένοι παραμερίζουν τις ανάγκες και τα συναισθήματά τους και συμπεριφέρονται, με τρόπους σχεδιασμένους να προσελκύσουν αποδοχή. Μερικές φορές μια τέτοια συμπεριφορά μπορεί να γίνει πολύ αυτοκαταστρεπτική και επιβλαβής. Πολλοί από εμάς γνωρίζουμε κάποιους που κάνουν πάντα πράγματα για άλλους, βάζοντας τον εαυτό τους σε δεύτερη ή τρίτη μοίρα και εκτιμώντας τα συναισθήματα των άλλων πολύ περισσότερο από τα από τα δικά τους.

Ενώ ένας βαθμός αλτρουισμού είναι ελκυστική και υγιής ιδιότητα, η ισορροπία αυτή μπορεί να ανατραπεί τόσο, ώστε oρισμένοι αρχίζουν να θεωρούν ότι έχουν αξία μόνο εφόσον είναι χρήσιμοι στους άλλους. Αυτό μπορεί να είναι ένας ισχυρός όρος αξίας και μπορεί να είναι τόσο άρρωστο όσο και το άτομο που ποτέ δε σκέφτεται τους άλλους και δείχνει εντελώς εγωκεντρικό.

Θρησκευτικός φονταμενταλισμός

ΕΚΤΟΣ από τους φυσικούς ιούς υπάρχουν και άλλοι. Κάποτε η θρησκεία είχε την δύναμη να κάψει βιβλιοθήκες και σκεπτόμενους ανθρώπους και δημιούργησε στρατεύματα κατά της λογικής και των επιστημών. Αλλά όλα αυτά τώρα φαίνονται σαν απομακρυσμένη ιστορία. Στην πραγματικότητα αν προσέξουμε έχει ακόμη μια μικρή δύναμη να προσελκύει τους αφελείς. Ακόμη και αν διακινδυνεύουν την ζωή τους.

Μα πώς οι ενήλικες άνθρωποι δεν έχουν την στοιχειώδη λογική;

Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις των ενήλικων δεν είναι τίποτα άλλο από κρίσεις πανικού στην παιδική τους ηλικία λόγω των απειλών της ''κόλασης'' ενώ η θρησκεία είναι μια ανθρώπινη επιχείρηση που αναγκάζει ένα ποσοστό πελατών να τους ακολουθούν.Μερικοί Χριστιανοί ισχυρίζονται ότι

'Εμείς οι άνθρωποι θα ήμασταν "απόλυτα κατακερματισμένοι" χωρίς την θρησκεία - ή μάλλον τον Χριστιανισμό συγκεκριμένα - και ο κόσμος μας θα υποβιβαζόταν σε αναρχία.

Στην πραγματικότητα συμβαίνει το αντίθετο. Η θρησκευτική πίστη παρακινεί ακόμη και αξιοπρεπείς ανθρώπους να κάνουν ανόητα γελοία και μερικές φορές επικίνδυνα πράγματα που δεν θα τα έκαναν διαφορετικά.

Ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός είναι μια ψυχοπαθολογία. Οι θρησκευτικές πεποιθήσεις όσο απίστευτες και αν σας φαίνονται συντηρούνται από ανθρώπους διαισθητικά συντονισμένους μονίμως στο παράλογο. Ενώ εξωτερικά η θρησκεία φαίνεται να φέρνει τα ''καλύτερα'' σε κάποιους ανθρώπους ενισχύοντας δήθεν τον αλτρουισμό ή παρέχοντας υποστήριξη με πράξεις γενναιοδωρίας και συμπόνιας αυτή η τακτική προσελκύει τους πιστούς που επιμένουν να βλέπουν το πρόβατο και όχι τον λύκο ακριβώς όπως και στις θεωρίες συνωμοσιολογίας.

Μερικοί επιστήμονες περιγράφουν το είδος μας ως "ειδικούς της κοινωνικής πληροφόρησης". Αυτό σημαίνει ότι είμαστε κοινωνικά ζώα και ο τρόπος με τον οποίο επιβιώνουμε και ευδοκιμούμε είναι η συλλογή πληροφοριών τις οποίες λαμβάνουμε κυρίως από άλλα ανθρώπινα όντα και μεταφέρουμε αυτές τις πληροφορίες από γενιά σε γενιά.

Και τι συμβαίνει όταν οι πληροφορίες είναι λάθος;

Εδώ ακριβώς είναι το τυφλό σημείο. Οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν ακούσει ότι τα μάτια μας μπορούν να εξαπατηθούν. Ο εγκέφαλός μας μπορεί να εξαπατηθεί αφού ανιχνεύει ορισμένα χαρακτηριστικά και στη συνέχεια γεμίζει κυριολεκτικά τα κενά σημεία.Το ίδιο συμβαίνει και με την θρησκεία. Τα τυφλά σημεία δημιουργούν ευκαιρίες για παραπληροφόρηση και μειώνουν την λογική. Οι ψεύτικες ιδέες που συνεχίζονται μπορούν να αποφύγουν την ανίχνευση και τη διόρθωση των σφαλμάτων τους και να περάσουν από γενιά σε γενιά. Μπορούμε να θεωρήσουμε αυτές τις λανθασμένες ιδέες ως ιούς που καταστρέφουν την λογική αργά και σταθερά.

Σαν να μην αρκεί αυτό οι ιοί-μικρόβια-ιδέες είναι μεταδοτικά κάποια περισσότερο από άλλα. Αλλά οι μικροοργανισμοί όπως και οι ιδέες υπόκεινται σε φυσικές επιλεκτικές πιέσεις επιλογών που τους αναγκάζουν να ευδοκιμήσουν να εξελιχθούν ή να πεθάνουν εντελώς ανεξάρτητα από το εάν οι οικοδεσπότες τους ζουν ή πεθαίνουν. Οι άνθρωποι έχουν γνωστικό ανοσοποιητικό σύστημα. Αλλά δεν το χρησιμοποιούν. Το ανοσοποιητικό σύστημα δεν είναι τέλειο αλλά μπορείς να το αναβαθμίσεις με έρευνα και λογική ίσον γνώση.

Τα ανθρώπινα όντα έχουν γνωστικό ανοσοποιητικό σύστημα που επιδιώκει να εντοπίσει και να εξαλείψει τις ψευδείς ιδέες επειδή η παραπληροφόρηση τείνει να μας προκαλεί προβλήματα. Όλες οι θρησκείες αποτυγχάνουν του "δοκιμαστικού ελέγχου της πίστης" και δεν αποτελούν κριτήριο αξιοπιστίας και αυτό αρκεί. Εάν θέλουμε να προχωρήσουμε προς ένα καλύτερο μέλλον δεν μπορούμε να ξεφύγουμε από το έργο της αντιμετώπισης των θρησκευτικών βλαβών.

Όταν επέστρεψε ο Οδυσσέας

O ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΠΟΚΑΛΥΠΤΕΙ την ταυτότητά του σε κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους γιατί χρειάζεται τη βοήθειά τους. Πρώτα πρώτα στον Τηλέμαχο, ο οποίος έχει γυρίσει από το ταξίδι που έκανε προσπαθώντας να μάθει νέα για τον πατέρα του. Επιστρέφοντας, γλίτωσε από την ενέδρα που του είχαν στήσει οι μνηστήρες, οι οποίοι είχαν πληροφορηθεί την αναχώρησή του. Θέλησαν λοιπόν να επωφεληθούν και να τον σκοτώσουν, ώστε να παντρευτούν την Πηνελόπη χωρίς κανένα εμπόδιο. Όποιος παντρευόταν την Πηνελόπη, θα πλάγιαζε στο κρεβάτι του Οδυσσέα, στη βασιλική κλίνη, και θα γινόταν συνεπώς ο κύριος της Ιθάκης. Ειδοποιημένος από την Αθηνά, ο Τηλέμαχος ξέφυγε από την παγίδα, αποβιβάστηκε σε άλλο σημείο από εκεί όπου τον περίμεναν και πήγε κατευθείαν στον Εύμαιο.

Πρώτη συνάντηση μεταξύ Τηλέμαχου και Οδυσσέα. Ο Εύμαιος φεύγει για να ειδοποιήσει την Πηνελόπη ότι ο γιος της είναι ζωντανός. Ο Οδυσσέας και ο Τηλέμαχος είναι μόνοι τους στην καλυβίτσα του χοιροβοσκού, εμφανίζεται η Αθηνά. Ο Οδυσσέας τη βλέπει, τα σκυλιά επίσης οσφραίνονται την παρουσία της, τρομοκρατούνται. το τρίχωμά τους ορθώνεται, βάζουν την ουρά στα σκέλια, κρύβονται κάτω από το τραπέζι. Ο Τηλέμαχος, από την άλλη, δε βλέπει τίποτα. Η θεά καλεί τον Οδυσσέα να την ακολουθήσει έξω. Τον αγγίζει με το μαγικό της ραβδί και ο Οδυσσέας παίρνει την αλλοτινή του μορφή. Δε σιχαίνεσαι πια να τον βλέπεις, μοιάζει με τους θεούς που κατοικούν στον απέραντο ουρανό. Ο Τηλέμαχος τον βλέπει να μπαίνει μέσα στην καλύβα και δεν πιστεύει στα μάτια του: πώς ο γερο-ζητιάνος έγινε θεός; Ο Οδυσσέας τού δίνει γνωριμιά, αλλά ο Τηλέμαχος δεν τον πιστεύει αν δε δει κάποια απόδειξη. Ο Οδυσσέας αρνείται να του δώσει απόδειξη και τον μαλώνει, όπως πατέρας το γιο: «Θα σταματήσεις αυτό το βιολί; Βλέπεις μπροστά σου τον πατέρα σου και δεν τον αναγνωρίζεις;». Ο Τηλέμαχος δεν μπορεί βεβαίως να τον αναγνωρίσει, αφού δεν τον έχει δει ποτέ στη ζωή του, «Σου λέω ότι είμαι ο Οδυσσέας». Ο Οδυσσέας με αυτό τον τρόπο επιβάλλεται και παίρνει απέναντι στον Τηλέμαχο τη θέση του πατέρα. Ο Τηλέμαχος, ως τώρα. δεν έχει καμία θέση, διότι δεν είναι ακόμα άντρας, αλλά δεν είναι και παιδί πια, διότι εξαρτάται από τη μητέρα του, αλλά θέλει την ίδια στιγμή να είναι ελεύθερος:  η θέση του είναι διφορούμενη, το γεγονός όμως ότι ο πατέρας του βρίσκεται μπροστά του, αυτός ο πατέρας για τον οποίο καν δεν ήξερε αν είναι ζωντανός και που ίσως να μην ήταν καν πατέρας του, παρ’ όλα όσα του είχαν πει – όταν βλέπει λοιπόν τον πατέρα του να στέκει εμπρός του, με σάρκα και οστά, να του μιλάει όπως πατέρας σε γιο, τότε η ταυτότητα του Οδυσσέα ως πατέρα ενισχύεται, αλλά εξίσου επιβεβαιώνεται και η ταυτότητα του Τηλέμαχου ως γιου. Γίνονται αμφότεροι οι δύο πόλοι μιας κοινωνικής, ανθρώπινης σχέσης, θεμελιακής για την ταυτότητά τους.

Με τη βοήθεια του Εύμαιου και του Φιλοίτιου, πηγαίνουν στη συνέχεια να οργανώσουν την επιχείρηση της εκδίκησης. Στο μεταξύ, λίγο έλειψε το σχέδιο του Οδυσσέα να τιναχτεί στον αέρα. Η Πηνελόπη ζήτησε να δει το γέρο ζητιάνο, για την παρουσία του οποίου της είχε μιλήσει ο Τηλέμαχος, και στον οποίο, όπως της είπε η βάγια της η Ευρύκλεια, είχαν φερθεί αισχρά οι μνηστήρες. Τον δέχεται και του κάνει ερωτήσεις, όπως κάνει σε όλους τους περαστικούς ταξιδιώτες, για να μάθει μην τυχόν και είδαν τον Οδυσσέα. Της διηγείται, φυσικά, μια ψεύτικη ιστορία, όπως το συνηθίζει. «Τον είδα και όχι μόνο, πάει καιρός τώρα, πριν από είκοσι χρόνια, όταν έφευγε για την Τροία και πέρασε από το σπίτι μας- ο αδελφός μου ο Ιδομενέας έφυγε να πολεμήσει μαζί του. Εγώ ήμουν πολύ μικρός. Του έκανα πολλά δώρα». Η βασίλισσα ακούει την ιστορία και αναρωτιέται αν είναι αληθινή ή όχι. «Δώσε μου μια απόδειξη για τους ισχυρισμούς σου. Μπορείς να μου περιγράψεις το χιτώνα που φορούσε;» Εννοείται ότι ο Οδυσσέας περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια το υπέροχο ύφασμα, και ιδιαιτέρως ένα πολύτιμο κόσμημα που του είχε δώσει η Πηνελόπη, ένα κόσμημα σκαλιστό που παρίστανε ένα παγόνι να τρέχει… Τότε η Πηνελόπη σκέφτεται: «Όπως τα λέει είναι, αλήθεια λέει» και νιώθει, όπως είναι φυσικό, ένα αίσθημα συμπάθειας για το γέρο απόκληρο, και μάλιστα καθώς σκέφτεται ότι έχει δει τον Οδυσσέα, ότι τον βοήθησε. Ζητάει από τη βάγια της την Ευρύκλεια να τον φροντίσει, να τον λούσει, να του πλύνει τα πόδια. Τότε η βάγια ανακοινώνει στην Πηνελόπη ότι μοιάζει του Οδυσσέα, όσο και αν απορούμε πώς γίνεται αυτό, από τη στιγμή που η Αθηνά τού έχει αλλάξει εντελώς όψη. «Έχει τα ίδια χέρια και τα ίδια πόδια». Η Πηνελόπη απαντά.: «’Όχι, δεν είναι ακριβώς ίδια: έχει τα χέρια και τα πόδια που θα είχε ο Οδυσσέας σήμερα, είκοσι χρόνια μεγαλύτερος και μετά από όλες τις συμφορές που τον έχουν βρει, αν είναι ακόμα στη ζωή».

Η ταυτότητα του Οδυσσέα θέτει πολλαπλά προβλήματα. Δεν είναι απλώς μεταμορφωμένος σε ζητιάνο, αλλά, αφού ήταν είκοσι πέντε χρονών όταν έφυγε, σήμερα είναι σαράντα. πέντε. Ακόμα και αν τα χέρια του δεν έχουν αλλάξει, δεν μπορεί να είναι ίδια και απαράλλαχτα. Είναι συγχρόνως ο ίδιος και εντελώς διαφορετικός. Η βάγια υποστηρίζει πάντως ότι του μοιάζει και λέει στον Οδυσσέα: «Από όλους όσους έχουν έρθει εδώ πέρα, ταξιδιώτες, ζητιάνους, στους οποίους προσφέραμε φιλοξενία, εσύ μου θυμίζεις από όλους πιο πολύ τον Οδυσσέα. Μάλιστα., έχετε δίκιο, λέει ο Οδυσσέας, μου το έχουν ξαναπεί αυτό». Σκέφτεται τότε ότι αν η Ευρύκλεια του πλύνει τα πόδια, θα δει μια χαρακτηριστική ουλή που έχει, με κίνδυνο, αν η ταυτότητά του αποκαλυφθεί πριν από την ώρα της, να βρεθεί σε δύσκολη Θέση και να πάει όλο το σχέδιο στράφι.

Γιατί ο Οδυσσέας, όταν ήταν μικρός, δεκαπέντε, δεκάξι χρονών, είχε πάει στον παππού του, τον πατέρα της μητέρας του, για να μυηθεί στη ζωή του κούρου, από παιδί να γίνει άντρας- το αγόρι, οπλισμένο με ένα δόρυ, έπρεπε να αντιμετωπίσει, ολομόναχο και υπό την επιτήρηση των εξαδέλφων του, και να νικήσει ένα τεράστιο αγριογούρουνο και το νίκησε, αλλά  το αγριογούρουνο όρμησε πάνω του και του έσχισε το πόδι στο γόνατο. Γύρισε λοιπόν πέσω περιχαρής   αλλά με την ουλή, την οποία έδειξε σε όλον τον κόσμο, και διηγήθηκε με κάθε λεπτομέρεια τι έγινε, πώς τον περιποιήθηκαν, πώς τον γέμισαν δώρα. Πρώτη πρώτη στο ακροατήριο ήταν φυσικά η βάγια η Ευρύκλεια: όταν ο παππούς του, ο Αυτόλυκος, είχε έρθει παλιά στη γέννηση του παιδιού, εκείνη κρατούσε το μωρό στα γόνατα- παρακάλεσε τον Αυτόλυκο να διαλέξει ένα όνομα για τον εγγονό του. Έτσι πήρε ο Οδυσσέας το όνομά του. Επειδή ένα από τα καθήκοντα της Ευρύκλειας ήταν να πλένει τα πόδια των φιλοξενούμενων, θα πρέπει να είχε γίνει ειδική σ’ ό,τι αφορά τα πόδια. Ο Οδυσσέας σκέφτεται: «Αν δει την ουλή. Θα καταλάβει. Θα είναι ένα σήμα γι’ αυτήν, το σημάδι ότι είμαι ο Οδυσσέας, η υπογραφή μου».

Κάθεται λοιπόν σε μια σκοτεινή γωνιά, όπου δε φαίνεται τίποτα. Η βάγια πάει να γεμίσει τη λεκάνη χλιαρό νερό, παίρνει μες στο σκοτάδι το πόδι του Οδυσσέα, το χέρι της γλιστράει στο γόνατο, πιάνει το εξόγκωμα, κοιτάζει, αφήνει τη λεκάνη να πέσει κάτω, χύνεται το νερό. Βγάζει μια φωνή. Ο Οδυσσέας τής κλείνει το στόμα: καταλαβαίνει. Ρίχνει μια ματιά στην Πηνελόπη, για να της ανακοινώσει με το βλέμμα το νέο ότι ο άντρας αυτός είναι ο Οδυσσέας. Η Αθηνά εμποδίζει την Πηνελόπη να δει το βλέμμα της, για να μη μάθει τίποτα. «Μικρέ μου Οδυσσέα, μουρμουρίζει η Ευρύκλεια, πώς μπόρεσα να μη σε αναγνωρίσω αμέσως;» Ο Οδυσσέας τής λέει να σωπάσει. Τον αναγνώρισε, η Πηνελόπη όμως δεν πρέπει να μάθει τίποτα. Ο Οδυσσέας θα δείξει επίσης την ουλή στο χοιροβοσκό και στο γελαδάρη, για να αποδείξει την ταυτότητά του.

Τεντώνοντας το βασιλικό τόξο

Η Πηνελόπη, με την παρακίνηση της Αθηνάς, αποφασίζει ότι αρκετά κράτησε το διαγούμισμα του σπιτιού της. Θα προκηρύξει λοιπόν αγώνα με έπαθλο το χέρι της. Κατεβαίνει από την κάμαρή της – η Αθηνά την έχει κάνει ακόμα πιο όμορφη και αναγγέλλει στον Οδυσσέα και στους μνηστήρες, που έχουν μείνει άφωνοι από θαυμασμό, ότι η διαρκής απομόνωσή της έλαβε πλέον τέλος. «Όποιος από σας καταφέρει να τεντώσει το τόξο του άντρα μου και να πετύχει τους στόχους που θα στήσουμε στη σειρά στη μεγάλη αίθουσα, θα γίνει σύζυγός μου και η ιστορία θα λήξει- έτσι, μπορούμε να αρχίσουμε κιόλας τις ετοιμασίες του γάμου, μπορούμε δηλαδή να στολίσουμε το σπίτι και να ετοιμάσουμε το γλέντι ». Οι μνηστήρες πετούν από τη χαρά τους: ο καθένας τους είναι σίγουρος ότι αυτός θα καταφέρει να τεντώσει το τόξο. Η Πηνελόπη παίρνει το τόξο και τη γεμάτη βέλη φαρέτρα από εκεί όπου τα είχε κρυμμένα και τα παραδίδει στον Εύμαιο. Στη συνέχεια, αποσύρεται, επιστρέφει στα διαμερίσματά της. Ξαπλώνει στην κλίνη της, και η Αθηνά τής χαρίζει την ηρεμία και το γλυκό ύπνο που ποθεί. Ο Οδυσσέας φροντίζει να σφαλιστούν οι πόρτες της μεγάλης αίθουσας, ώστε να μην μπορεί κανείς να φύγει και οι μνηστήρες να μην έχουν πρόσβαση στα όπλα του.

Εκείνη τη στιγμή αρχίζει το επίσημο τελετουργικό του τόξου. Όλοι προσπαθούν να το τεντώσουν, αλλά δεν τα καταφέρνουν. Ούτε και ο Αντίνοος, ο πιο σίγουρος από όλους για την επιτυχία του, τα καταφέρνει. Τότε ο Τηλέμαχος δηλώνει ότι θα δοκιμάσει και αυτός τις δυνάμεις του, πράγμα που σημαίνει ότι, επειδή ταυτίζεται ως ένα σημείο με τον Οδυσσέα, η μητέρα του θα μείνει μαζί του, στην εξουσία του, και δε θα ξαναπαντρευτεί. Δοκιμάζει, σχεδόν κατορθώνει να το τεντώσει, τελικά όμως αποτυγχάνει. Ο Οδυσσέας τού παίρνει το τόξο από τα χέρια και, ως φτωχός ζητιάνος πάντα, λέει: «Θα δοκιμάσω κι εγώ». Φυσικά, οι μνηστήρες τον βρίζουν: «Τρελάθηκες, έχασες τα μυαλά σου, φαντάζεσαι δηλαδή ότι μπορεί να παντρευτείς τη βασίλισσα;». Η Πηνελόπη αποκρίνεται ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν τίθεται θέμα γάμου, θα κριθεί απλώς η δεξιότητά του στην τοξοβολία. Ο Οδυσσέας δηλώνει ότι προφανώς δε θέλει να την παντρευτεί, αλλά ότι παλιά ήταν καλός στο τόξο και θέλει να δει αν κρατάνε ακόμα τα κότσια του. «Μας κοροϊδεύεις» διαμαρτύρονται οι μνηστήρες, η Πηνελόπη όμως επιμένει: «’Όχι, αφήστε τον να δοκιμάσει, αν ο άντρας αυτός που κάποτε συνάντησε το σύζυγό μου τα καταφέρει, θα του προσφέρω πολλά δώρα, θα του προσφέρω στέγη, θα του δώσω τα μέσα να πάει αλλού, θα τον γλιτώσω από τη φτώχεια και τη μιζέρια του ζητιάνου, θα τον κάνω άνθρωπο». Ούτε στιγμή δεν της πέρασε από το νου ότι θα μπορούσε να τον πάρει άντρα της. Και αμέσως γυρίζει στο γυναικωνίτη.  

Ο Οδυσσέας παίρνει το τόξο, το τεντώνει χωρίς μεγάλη προσπάθεια, ρίχνει ένα βέλος και σκοτώνει ένα μνηστήρα, τον Αντίνοο, αφήνοντας κατάπληκτους τους υπόλοιπους: βάζουν τις φωνές, γίνονται έξαλλοι με την αδεξιότητα αυτού του μανιακού. που είναι δημόσιος κίνδυνος, που δεν ξέρει να ρίχνει με το τόξο. Αντί να βρει το στόχο, έριξε και σκότωσε έναν παριστάμενοΟ Οδυσσέας όμως, με τη βοήθεια του Τηλέμαχου. του γελαδάρη και του χοιροβοσκού, τους σκοτώνει όλους.

Οι μνηστήρες προσπαθούν να ξεφύγουν, αλλά πέφτουν και οι εκατό νεκροί. Η αίθουσα έχει πλημμυρίσει αίματα.  

Η Πηνελόπη έχει ανέβει στα διαμερίσματά της και δε βλέπει τίποτα, δεν ακούει τίποτα, διότι και πάλι την έχει αποκοιμίσει η Αθηνά. Μαζεύουν τα πτώματα των μνηστήρων, πλένουν και καθαρίζουν την αίθουσα, τακτοποιούν τα πάντα. 0 Οδυσσέας ρωτάει ποιες από τις δούλες πλάγιαζαν με τους μνηστήρες και διατάσσει να τιμωρηθούν. Τις δένουν όλες μαζί και τις κρεμάνε, σαν τις πέρδικες, γύρω γύρω από το ταβάνι. Σκοτεινιάζει. Την επομένη, κάνουν ότι ετοιμάζουν τα του γάμου, ώστε οι γονείς των μνηστήρων να μην υποψιαστούν τίποτα για τη δολοφονία των παιδιών τους. Το σπίτι παραμένει κλειστό, τάχα για το γάμο. Ακούγεται μουσική, όλο το σπίτι αντηχεί από τη βουή της γιορτής. Η Ευρύκλεια ανεβαίνει τα σκαλιά τέσσερα τέσσερα για να ξυπνήσει την Πηνελόπη: «Κατέβα, οι μνηστήρες είναι νεκροί, είναι κάτω ο Οδυσσέας». Η Πηνελόπη δεν μπορεί να το πιστέψει: «Αν μου έλεγε κάποιος άλλος τέτοιες σαχλαμάρες. Θα τον πέταγα έξω. Μην παίζεις με τον πόνο και τις ελπίδες μου» . Η βάγια επιμένει: «Είδα την ουλή του, τον αναγνώρισα, και ο Τηλέμαχος το ίδια. Σκότωσε όλους τους μνηστήρες, δεν ξέρω πώς, δεν ήμουν μπροστά, δεν είδα τίποτα, μόνο άκουγα».  

Η Πηνελόπη κατεβαίνει κάτω με ανάμεικτα συναισθήματα. Από τη μια μεριά, ελπίζει να είναι πραγματικά ο Οδυσσέας και, από την άλλη δεν μπορεί να πιστέψει πώς τα κατάφερε, μόνος του μαζί με τον Τηλέμαχο, να σκοτώσει τους εκατό περίπου νεαρούς πολεμιστές που βρίσκονταν εκεί. Αυτός ο άντρας, που είναι, υποτίθεται, ο Οδυσσέας, της έλεγε ψέματα, λοιπόν, όταν ισχυριζόταν ότι είχε συναντήσει τον άντρα της πριν από είκοσι χρόνια. Της διηγήθηκε «ψέματα που μοιάζουν με την αλήθεια», ποιος της λέει λοιπόν ότι δε λέει και πάλι ψέματα; Φτάνει στη μεγάλη αίθουσα, αναρωτιέται τι να κάνει, να τρέξει άραγε προς το μέρος του, αλλά στέκει ακίνητη. Ο Οδυσσέας, με την όψη του γερο-ζητιάνου, στέκεται απέναντί της με τα μάτια κατεβασμένα και δε λέει κουβέντα.

Η Πηνελόπη δεν μπορεί να μιλήσει, σκέφτεται ότι ο γέρος δε μοιάζει καθόλου με τον Οδυσσέα της. Η θέση της είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη των υπολοίπων. Οι οποίοι με την επιστροφή του Οδυσσέα αποκτούν μια ορισμένη κοινωνική Θέση. Ο Τηλέμαχος είχε ανάγκη από έναν πατέρα και, όταν εμφανίζεται ο Οδυσσέας, ξαναγίνεται ο γιος του. Ο πατέρας του Οδυσσέα θα ξαναβρεί το γιο του. Το ίδιο και οι δούλοι, ξαναβρίσκουν τον αφέντη που έχασαν, όλοι αυτοί είχαν ανάγκη, για να είναι αυτοί που είναι, να αποκαταστήσουν την κοινωνική σχέση η οποία αποτελεί το έρεισμα της θέσης τούς. Η Πηνελόπη, όμως, δεν έχει ανάγκη από σύζυγο, δεν ψάχνει για σύζυγο, καμιά εκατοστή άντρες έτρεχαν πέσω από τα φουστάνια της εδώ και χρόνια πολιορκώντας τη θέση του συζύγου και της έσπαζαν τα νεύρα. Δε θέλει σύζυγο, θέλει τον Οδυσσέα. Αυτόν τον άντρα θέλει. Για την ακρίβεια. θέλει «τον Οδυσσέα της νιότης της». Κανένα από τα εμφανή σημάδια που έπεισαν τους υπόλοιπους, τα σημάδια όπως η ουλή, το γεγονός ότι τέντωσε το τόξο, δεν αποτελούν γι’ αυτήν απόδειξη ότι έχει μπροστά της τον Οδυσσέα της. Και αλλού άντρες θα μπορούσαν να έχουν τα ίδια σημάδια. Θέλει τον Οδυσσέα ένα συγκεκριμένο δηλαδή πρόσωπο, που υπήρξε σύζυγός της στο παρελθόν και έχει εξαφανιστεί εδώ και είκοσι χρόνια– αυτό το χάσμα των είκοσι ετών πρέπει να καλυφθεί θέλει λοιπόν ένα σημάδι μυστικό που μόνο αυτή κι αυτός να το γνωρίζουν και αυτό το σημάδι υπάρχει. Η Πηνελόπη πρέπει να φανεί πιο πονηρή από τον Οδυσσέα. Ξέρει ότι είναι πολύ καλός στα ψέματα, γι’ αυτό το λόγο θα του στήσει παγίδα.  

Το κοινό τους μυστικό  

ΑΡΓΟΤΕΡΑ ΜΕΣΑ ΣΤΗΝ ΗΜΕΡΑ, η Αθηνά μεταμόρφωσε τον Οδυσσέα και του ξαναέδωσε την πραγματική του μορφή: τη μορφή ενός Οδυσσέα είκοσι χρόνια μεγαλύτερου. Εμφανίζεται λοιπόν ξανά μπροστά στην Πηνελόπη, ωραίος σαν ήρωας, και πάλι όμως αυτή δε λέει να τον αναγνωρίσει. Ο Τηλέμαχος είναι έξαλλος μαζί της. Το ίδιο και η Ευρύκλεια. Την κατηγορούν ότι έχει καρδιά από πέτρα. Χάρη σ’ αυτή την ατσάλινη καρδιά όμως κατάφερε να αντέξει όλα όσα υπέφερε από τους μνηστήρες. «Αν όντως ο άντρας αυτός είναι ο ένας και μοναδικός Οδυσσέας. Θα σμίξουμε και πάλι, διότι έχουμε σημάδι μυστικό και σίγουρο εμείς οι δυο, σημάδι αδιάψευστο που αυτός κι εγώ γνωρίζουμε μονάχα». Ο Οδυσσέας χαμογελάει, νομίζει ότι όλα βαίνουν κατ’ ευχήν. Πονηρή όμως αυτή, την ώρα που βραδιάζει ζητάει από τις δούλες να βγάλουν έξω από την κάμαρή της το κρεβάτι για τον Οδυσσέα, διότι δε θα κοιμηθούν μαζί. Δεν προλαβαίνει να δώσει τες διαταγές αυτές και ο Οδυσσέας γίνεται θηρίο, τον πιάνει λύσσα: «Τι έκανε λέει; Να ‘φέρουν εδώ πέρα το κρεβάτι; Αλλά το κρεβάτι αυτό δεν μπορεί να μετακινηθεί! – Γιατί, παρακαλώ; – Γιατί; ωρύεται ο Οδυσσέας, αυτό το κρεβάτι εγώ το έχω φτιαγμένο δεν το έστησα εγώ να πατάει σε τέσσερα πόδια και να μετακινείται, το ένα πόδι του είναι μια ελιά, ριζωμένη στο χώμα, πάνω στην ελιά αυτή, που τη σκάλισα και την κλάδεψαμε βάση την ελιά αυτή, που παρέμεινε ανέπαφη στο χώμα, κατασκεύασα την κλίνη μου. Δεν μπορεί να κουνηθεί». Στα λόγια αυτά, η Πηνελόπη πέφτει στην αγκαλιά του: «Είσαι ο Οδυσσέας». 

Εσύ θα γύριζες πίσω το χρόνο;

Καμιά φορά σκέφτομαι “Μακάρι να μην το είχα κάνει αυτό. Να μην είχα κάνει εκείνο ή το άλλο λάθος, να μην είχα χαραμίσει άσκοπα το χρόνο μου. Μακάρι να μπορούσα να ξαναζήσω τις στιγμές και να διορθώσω όλα εκείνα που δεν έγιναν όπως έπρεπε.”

Μακάρι να μπορούσα να ανοίξω το τετράδιο της ζωής μου και όλες μου τις παραλείψεις να τις μονογράψω. Σαν λάθος άσκηση, να σκίσω τη σελίδα και να αρχίσω από την αρχή, αυτή τη φορά σωστά, προσεκτικά και μετρημένα.

Αν εσένα σου δινόταν η ευκαιρία, θα γύριζες πίσω το χρόνο;

Αναρωτιέμαι, ποιος δε θα ήθελε, αν μπορούσε, αν του δινόταν η ευκαιρία, να ταξιδέψει πίσω, να σβήσει τα λάθη του και να γράψει τα σωστά; Ποιος δε θα ήθελε να αλλάξει το παρελθόν του και να κάνει το παρόν του καλύτερο; Ποιος θα έλεγε όχι σε μια τέτοια ευκαιρία;

Το παρελθόν είναι σα φάντασμα: δεν το ακούς, δεν το βλέπεις, μα ξέρεις πως υπάρχει. Πως είναι εκεί. Κάποιες φορές, ένας ήχος ή μια μυρωδιά, μια φευγαλέα λάμψη ή εικόνα σου ξαναφέρνει στο μυαλό θραύσματα πεπραγμένων. Σαν έναν σπασμένο καθρέφτη βλέπεις στα κομμάτια του σκηνές που δε μπορούν να συνθέσουν ένα σύνολο, μα εσύ μπορείς να τις αναγνωρίσεις, ακόμα κι έτσι, αποδομημένες, ξεκομμένες, μοναχικές.

Το παρελθόν, όπως και τα φαντάσματα, σε στοιχειώνει. Στον ξύπνιο, μα πιο πολύ στον ύπνο, ξεπηδάει, σου φέρνει μπροστά σου ανθρώπους και πράξεις, παλιές ενοχές και τύψεις, λάθη για τα οποία δεν έχεις συγχωρήσει ακόμα τον εαυτό σου. Ξυπνάς αναστατωμένος, προβληματισμένος, με μια παλιά θλίψη να θολώνει το μυαλό σου. Είσαι εδώ και δεν είσαι. Προσπαθείς να είσαι, μα ένα κομμάτι σου έχει πάει κάπου αλλού, εκεί όπου εσύ φοβάσαι να εμφανιστείς, γιατί δεν ξέρεις τι θα αντικρίσεις, σε αυτό το club των νεκρών όπου κάθε βράδυ παίζει την ίδια μουσική, σαν εφιάλτης.

Άραγε, πώς γίνεται μέσα στις τόσες χιλιάδες στιγμές να καταφέρνουν να ξεπηδάνε από τη λήθη μονάχα οι χειρότερες; Να εμφανίζονται μπροστά σου με μια ανείπωτη καθαρότητα σαν να βλέπεις ταινία στο σινεμά; Γιατί πρέπει να κυνηγήσεις τις χαρούμενες στιγμές ενώ τρέχεις να ξεφύγεις από τις δυστυχισμένες;

Τα σκέφτομαι όλα αυτά καμιά φορά καθώς προσπαθώ να κατευνάσω τους δαίμονες μου. Ό,τι έγινε έγινε, τους λέω, και αλλάζω πλευρό. Και άλλες φορές, μου έρχεται στο μυαλό αυτή η φράση του Σεφέρη “Σβήνοντας ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνεις και ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον”, και τότε σαν λίγο να ησυχάζω.

Ποιος ξέρει αν άλλαζες έστω και ένα πετραδάκι από το παρελθόν τι θα στερούσες από το μέλλον; Θα το ρίσκαρες άραγε; Να διορθώσεις μια ατέλεια, μα άθελα σου να ξηλώσεις ολόκληρο το υφαντό; Θα τολμούσες να πάρεις μια τέτοια απόφαση;

Το παρελθόν έχει συμβεί. Έχει κλείσει. Το ξέρεις, όσο κι αν εύχεσαι να ήταν διαφορετικό. Δεν κρύβει εκπλήξεις, ούτε ξαφνιάσματα. Το μέλλον όμως; Ή και το παρόν; Θα έβαζες στο βωμό κάποιο από τα δύο μόνο και μόνο για να κάνεις πιο όμορφη την εικόνα του παρελθόντος σου;

Καμιά φορά σκέφτομαι “Μακάρι να μην το είχα κάνει αυτό”, μα τα λόγια του Σεφέρη ξεπηδάνε στο μυαλό μου, και τότε αναλογίζομαι όσα έχω και θυμάμαι πως κάποια πράγματα έρχονται με προϋποθέσεις. Θα ξαναέκανα τα ίδια λάθη, ξανά και ξανά, αν ήταν να με φέρουν εδώ. Το παρελθόν έχει συμβεί, το παρόν είναι ήδη εδώ, μα το μέλλον…αυτό τώρα γράφεται. Γι’ αυτό διάλεξε την καλύτερη σου πένα. Κι έτσι, θα πάψεις να εύχεσαι να γυρνούσες πίσω.

Γλώσσα και Πολιτική: Η εξουσιαστική χρήση της γλώσσας

§1

Η γλώσσα ανήκει, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, στην πιο κοντινή γειτνίαση με το Είναι του ανθρώπου. Ως ανθρώπινα όντα, κατ’ αυτό το πνεύμα, συναντούμε παντού, πάντοτε και με κάθε τρόπο τη γλώσσα. Πώς κατανοείται κυρίως τούτη η συνάντηση; Ουσιαστικά ως ομιλία. Από την εποχή ακόμα του Αριστοτέλη, η ομιλία λογίζεται ως κατ’ εξοχήν πολιτικό ενέργημα, με το νόημα ότι ο πολίτης ομιλεί στον ανοικτό χώρο της αγοράς και λέγει ό,τι βούλεται. Η ομιλία τότε γίνεται η ελεύθερη πράξη στοχασμού και απόφανσης πέρα από κάθε καταναγκαστική επιβολή αλλότριων ιδεοληψιών, ιδεολογικών κατασκευών ή καθεστωτικών αντιλήψεων. Ετούτη η πράξη, ως αυτόνομη συμβολή σκέψης, δεν αποτυπώνει μόνο τη δυνατότητα του ανθρώπινου υποκειμένου να εκφράζεται, να εξωτερικεύεται, αλλά περισυλλέγει και αυτό που λέγεται, αυτό που μιλιέται. Η περισυλλογή του ομιλούμενου ή, πράγμα το ίδιο, του μιλημένου συνιστά ποιητικό επίτευγμα. Ποιητικό σημαίνει ελεύθερο, απρόσβλητο από την αερολογία της μαζικής κουλτούρας θεώρημα ζωής και κατ’ επέκταση την πιο αυθεντική πηγή ριζοσπαστικής πολιτικής. Να γιατί η ομιλητική πράξη, ως ποιητικό θεώρημα ζωής, νοηματοδοτεί το Είναι του ανθρώπινου κόσμου και η έλλειψη, η απουσία της ή η στρέβλωσή της, κατά τη Χάνα Άρεντ, οδηγεί αυτό τούτο τον κόσμο στην ολοσχερή καταστροφή και στον ολοκληρωτισμό. Πότε μια ομιλητική πράξη θεωρείται στρεβλή, εξουσιαστική και ολοκληρωτική; Όταν τίθεται από τους εκάστοτε υπηρέτες της πολιτικής κυριαρχίας –με κοινοβουλευτικές μεταμφιέσεις ή με ωμά δικτατορικούς τρόπους– στην υπηρεσία της δικής τους εξουσίας.

§2

Η γλωσσική εγκαθίδρυση ενός αχαλίνωτου πολιτικού ωφελιμισμού στην κοινωνία οδηγεί στη θέσμιση της πιο τυραννικής πρακτικής. Όλα τότε είναι δυνατά: ο γλωσσικός κώδικας φτωχαίνει επικίνδυνα και κάθε πολιτική «αγόρευση» αποδεικνύεται μια άκρως νηπιακή εκφορά λόγου. Επειδή δε αυτή είναι νηπιακού επιπέδου, επιχειρεί να καθυποτάξει, να εκβιάσει, να τρομοκρατήσει, να χειραγωγήσει· κάτι που σήμερα συμβαίνει κατά κόρον στο ελληνικό πολιτικό τοπίο, αλλά και ιστορικά το βλέπουμε να έχει ανθήσει σε ανελεύθερα καθεστώτα. Η γλώσσα γράφει ιστορία: οι «αφηγήσεις» που συμβαίνουν σε κάθε περίπτωση μεταποιούνται στο μιλημένο της γλωσσικής πράξης. Όταν η τελευταία δεν είναι ποιητική, με το νόημα που μνημονεύθηκε πιο πάνω, τότε η καθίδρυση του μιλημένου γεννά απευθείας την πιο αυθαίρετη πολιτική πραγματικότητα. Χαρακτηριστικό της τελευταίας τούτης είναι η κατίσχυση της ανελέητης βίας, με τους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς της εκπρόσωπους παράλληλα να δημαγωγούν ανενδοίαστα υπέρ της «δημοκρατικής», ακόμη και «σοσιαλιστικής» κοινωνίας. Αξίζει στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι το ελκυστικό όνομα του ναζισμού ήταν εθνικο-σοσιαλισμός. Αυτός ο τελευταίος διακρινόταν για αντικαπιταλιστικό ρητορισμό με αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα. Οι χιτλερικές «αφηγήσεις» τότε κινητοποίησαν τις ευρείες γερμανικές μάζες· και έχοντας εξαπατήσει τη συνείδηση των τελευταίων έγραψαν τη γνωστή ιστορία του 20ου αιώνα. Αντίστοιχες «αφηγήσεις» σήμερα, στην αναλογία της εγχώριας πολιτικής φιλαρχίας και του πιο απεχθούς εξουσιαστικού ηδονισμού, νομιμοποιούν την αξίωση για απόλυτη, πλανητική ισχύ, αδιαφορώντας για τον βίαιο αφανισμό ενός ιστορικού λαού.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1394a-1394b)

[XXI] Περὶ δὲ γνωμολογίας, ῥηθέντος τί ἐστιν γνώμη μάλιστ᾽ ἂν γένοιτο φανερὸν περὶ ποίων τε καὶ πότε καὶ τίσιν ἁρμόττει χρῆσθαι τῷ γνωμολογεῖν ἐν τοῖς λόγοις. ἔστι δὴ γνώμη ἀπόφανσις, οὐ μέντοι οὔτε περὶ τῶν καθ᾽ ἕκαστον, οἷον ποῖός τις Ἰφικράτης, ἀλλὰ καθόλου, οὔτε περὶ πάντων, οἷον ὅτι τὸ εὐθὺ τῷ καμπύλῳ ἐναντίον, ἀλλὰ περὶ ὅσων αἱ πράξεις εἰσί, καὶ αἱρετὰ ἢ φευκτά ἐστι πρὸς τὸ πράττειν, ὥστ᾽ ἐπεὶ τὸ ἐνθύμημα ὁ περὶ τοιούτων συλλογισμός ἐστιν, σχεδὸν τὰ συμπεράσματα τῶν ἐνθυμημάτων καὶ αἱ ἀρχαὶ ἀφαιρεθέντος τοῦ συλλογισμοῦ γνῶμαί εἰσιν, οἷον
χρὴ δ᾽ οὔ ποθ᾽ ὅστις ἀρτίφρων πέφυκ᾽ ἀνήρ
παῖδας περισσῶς ἐκδιδάσκεσθαι σοφούς.

τοῦτο μὲν οὖν γνώμη· προστεθείσης δὲ τῆς αἰτίας καὶ τοῦ διὰ τί ἐνθύμημά ἐστιν τὸ ἅπαν, οἷον
χωρὶς γὰρ ἄλλης ἧς ἔχουσιν ἀργίας,
φθόνον παρ᾽ ἀστῶν ἀλφάνουσι δυσμενῆ,


[1394b] καὶ τὸ
οὐκ ἔστιν ὅστις πάντ᾽ ἀνὴρ εὐδαιμονεῖ,
καὶ τὸ
οὐκ ἔστιν ἀνδρῶν ὅστις ἔστ᾽ ἐλεύθερος γνώμη,
πρὸς δὲ τῷ ἐχομένῳ ἐνθύμημα,
ἢ χρημάτων γὰρ δοῦλός ἐστιν ἢ τύχης.
Εἰ δή ἐστιν γνώμη τὸ εἰρημένον, ἀνάγκη τέτταρα εἴδη εἶναι γνώμης· ἢ γὰρ μετ᾽ ἐπιλόγου ἔσται ἢ ἄνευ ἐπιλόγου. ἀποδείξεως μὲν οὖν δεόμεναί εἰσιν ὅσαι παράδοξόν τι λέγουσιν ἢ ἀμφισβητούμενον· ὅσαι δὲ μηδὲν παράδοξον, ἄνευ ἐπιλόγου. τούτων δ᾽ ἀνάγκη τὰς μὲν διὰ τὸ προεγνῶσθαι μηδὲν δεῖσθαι ἐπιλόγου, οἷον
ἀνδρὶ δ᾽ ὑγιαίνειν ἄριστόν ἐστιν, ὥς γ᾽ ἐμὶν δοκεῖ
(φαίνεται μὲν γὰρ τοῖς πολλοῖς οὕτω), τὰς δ᾽ ἅμα λεγομένας δήλας εἶναι ἐπιβλέψασιν, οἷον
οὐδεὶς ἐραστὴς ὅστις οὐκ ἀεὶ φιλεῖ.
τῶν δὲ μετ᾽ ἐπιλόγου αἱ μὲν ἐνθυμήματος μέρος εἰσίν, ὥσπερ
χρὴ δ᾽ οὔ ποθ᾽ ὅστις ἀρτίφρων,
αἱ δ᾽ ἐνθυμηματικαὶ μέν, οὐκ ἐνθυμήματος δὲ μέρος· αἵπερ καὶ μάλιστ᾽ εὐδοκιμοῦσιν. εἰσὶν δ᾽ αὗται ἐν ὅσαις ἐμφαίνεται τοῦ λεγομένου τὸ αἴτιον, οἷον ἐν τῷ
ἀθάνατον ὀργὴν μὴ φύλασσε θνητὸς ὤν·
τὸ μὲν γὰρ φάναι «μὴ δεῖν φυλάττειν» γνώμη, τὸ δὲ προσκείμενον «θνητὸν ὄντα» τὸ διὰ τί. ὁμοίως δὲ καὶ θνατὰ χρὴ τὸν θνατόν, οὐκ ἀθάνατα τὸν θνατὸν φρονεῖν.

***
[21] Σχετικά τώρα με τη διατύπωση και χρήση γνωμικών: Αν πούμε πρώτα τί είναι ένα γνωμικό, θα γίνει, λέω, με τον καλύτερο πια τρόπο φανερό σε τί είδους θέματα, σε ποιές περιστάσεις και σε ποιά πρόσωπα ταιριάζει η διατύπωση και χρήση γνωμικών στους ρητορικούς λόγους. Το γνωμικό λοιπόν είναι μια απόφανση, μια απόφανση όμως που δεν έχει να κάνει ούτε με τα επιμέρους (π.χ. τί λογής άνθρωπος είναι ο Ιφικράτης), αλλά μόνο με το γενικό και καθολικό, ούτε και με τα πάντα (π.χ. ότι το ευθύ είναι αντίθετο του καμπύλου), αλλά μόνο με πράγματα που έχουν να κάνουν με τις ανθρώπινες πράξεις, για πράγματα που επιλέγονται ή αποφεύγονται ενσχέσει με αυτές. Συνεπώς: Δεδομένου ότι το ενθύμημα είναι ο συλλογισμός για τέτοιου είδους πράγματα, μπορούμε να πούμε ότι γνωμικά είναι τα συμπεράσματα των ενθυμημάτων και οι (προκείμενες) προτάσεις τους δίχως το σχήμα του συλλογισμού. Π.χ.:
ο μυαλωμένος άνθρωπος ποτέ δεν πρέπει
περισσή στα τέκνα του σοφία να διδάσκει.
Αυτό λοιπόν είναι ένα γνωμικό· αν όμως προστεθεί η αιτία και το γιατί, το σύνολο είναι πια τότε ένα ενθύμημα· π.χ.
γιατί πέρ᾽ απ᾽ την οκνιά που τους κατέχει,
τραβούν και των συμπολιτών τον φθόνο και το μίσος.

[1394b] Γνωμικό είναι επίσης το
άνθρωπος ούτ᾽ ένας δεν υπάρχει σε όλα ευτυχισμένος
και το
άνθρωπος ούτ᾽ ένας δεν υπάρχει ελεύθερος στον κόσμο,
μαζί όμως με αυτό που ακολουθεί είναι ενθύμημα:
γιατί ᾽ναι ή των χρημάτων δούλος ή της τύχης.
Αν λοιπόν γνωμικό είναι αυτό που είπαμε, τότε υποχρεωτικά υπάρχουν τέσσερα είδη γνωμικών· γιατί το γνωμικό ή θα συνοδεύεται από επεξηγηματική πρόταση ή δεν θα συνοδεύεται από μια τέτοια πρόταση. Αποδεικτική υποστήριξη χρειάζονται τα γνωμικά που λένε κάτι αντίθετο προς την κοινή γνώμη ή έντονα αμφισβητούμενο· όσα, αντίθετα, δεν λένε κάτι αντίθετο προς την κοινή γνώμη, αυτά μένουν δίχως επεξηγηματική πρόταση· από αυτά, υποχρεωτικά, άλλα δεν χρειάζονται επεξηγηματική πρόταση επειδή το περιεχόμενο τους είναι ήδη γνωστό, π.χ.
το καλύτερο, λέω, για τον άνθρωπο είν᾽ η υγεία
(αυτή δεν είναι η γνώμη των πολλών;), και άλλα επειδή, μόλις ειπωθούν, το περιεχόμενό τους γίνεται αμέσως φανερό σ᾽ αυτούς που θα τα προσέξουν, π.χ.
η αγάπη, σαν αγαπήσεις μια φορά, δε σβήνει.
Από τα γνωμικά, πάλι, που συνοδεύονται από επεξηγηματική πρόταση, άλλα είναι μέρος ενός ενθυμήματος, όπως
ο μυαλωμένος άνθρωπος ποτέ δεν πρέπει...,
και άλλα έχουν μεν τα βασικά χαρακτηριστικά ενός ενθυμήματος, δεν είναι όμως μέρος ενός ενθυμήματος — αυτά είναι και τα πιο δημοφιλή. Εδώ ανήκουν όλα εκείνα στα οποία η αιτία γι᾽ αυτό που δηλώνουν είναι φανερή, όπως π.χ. στο
όντας θνητός να μη φυλάγεις μέσα σου αθάνατη οργή:
το να πεις: «δεν πρέπει να φυλάγεις μέσα σου οργή» είναι γνωμικό, η προσθήκη όμως «όντας θνητός» δίνει την αιτία. Παρόμοια και στο
θνητές, όχι αθάνατες οι σκέψεις να ᾽ναι του θνητού.