Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Βάκχαι (330-369)

330 ΚΑ. ὦ παῖ, καλῶς σοι Τειρεσίας παρήινεσεν.
οἴκει μεθ᾽ ἡμῶν, μὴ θύραζε τῶν νόμων·
νῦν γὰρ πέτηι τε καὶ φρονῶν οὐδὲν φρονεῖς.
κεἰ μὴ γὰρ ἔστιν ὁ θεὸς οὗτος, ὡς σὺ φήις,
παρὰ σοὶ λεγέσθω· καὶ καταψεύδου καλῶς
335 ὡς ἔστι Σεμέλης, ἵνα δοκῆι θεὸν τεκεῖν
ἡμῖν τε τιμὴ παντὶ τῶι γένει προσῆι.
ὁρᾶις τὸν Ἀκταίωνος ἄθλιον μόρον,
ὃν ὠμόσιτοι σκύλακες ἃς ἐθρέψατο
διεσπάσαντο, κρείσσον᾽ ἐν κυναγίαις
340 Ἀρτέμιδος εἶναι κομπάσαντ᾽ ἐν ὀργάσιν.
ὃ μὴ πάθηις σύ· δεῦρό σου στέψω κάρα
κισσῶι· μεθ᾽ ἡμῶν τῶι θεῶι τιμὴν δίδου.
ΠΕ. οὐ μὴ προσοίσεις χεῖρα, βακχεύσεις δ᾽ ἰών,
μηδ᾽ ἐξομόρξηι μωρίαν τὴν σὴν ἐμοί;
345 τῆς σῆς ‹δ᾽› ἀνοίας τόνδε τὸν διδάσκαλον
δίκην μέτειμι. στειχέτω τις ὡς τάχος,
ἐλθὼν δὲ θάκους τοῦδ᾽ ἵν᾽ οἰωνοσκοπεῖ
μοχλοῖς τριαίνου κἀνάτρεψον ἔμπαλιν,
ἄνω κάτω τὰ πάντα συγχέας ὁμοῦ,
350 καὶ στέμματ᾽ ἀνέμοις καὶ θυέλλαισιν μέθες·
μάλιστα γάρ νιν δήξομαι δράσας τάδε.
οἱ δ᾽ ἀνὰ πόλιν στείχοντες ἐξιχνεύσατε
τὸν θηλύμορφον ξένον, ὃς ἐσφέρει νόσον
καινὴν γυναιξὶ καὶ λέχη λυμαίνεται.
355 κἄνπερ λάβητε, δέσμιον πορεύσατε
δεῦρ᾽ αὐτόν, ὡς ἂν λευσίμου δίκης τυχὼν
θάνηι, πικρὰν βάκχευσιν ἐν Θήβαις ἰδών.
ΤΕ. ὦ σχέτλι᾽, ὡς οὐκ οἶσθα ποῦ ποτ᾽ εἶ λόγων·
μέμηνας ἤδη, καὶ πρὶν ἐξεστὼς φρενῶν.
360 στείχωμεν ἡμεῖς, Κάδμε, κἀξαιτώμεθα
ὑπέρ τε τούτου καίπερ ὄντος ἀγρίου
ὑπέρ τε πόλεως τὸν θεὸν μηδὲν νέον
δρᾶν. ἀλλ᾽ ἕπου μοι κισσίνου βάκτρου μέτα,
πειρῶ δ᾽ ἀνορθοῦν σῶμ᾽ ἐμόν, κἀγὼ τὸ σόν.
365 γέροντε δ᾽ αἰσχρὸν δύο πεσεῖν· ἴτω δ᾽ ὅμως·
τῶι Βακχίωι γὰρ τῶι Διὸς δουλευτέον.
Πενθεὺς δ᾽ ὅπως μὴ πένθος εἰσοίσει δόμοις
τοῖς σοῖσι, Κάδμε· μαντικῆι μὲν οὐ λέγω,
τοῖς πράγμασιν δέ· μῶρα γὰρ μῶρος λέγει.

***
ΚΑΔΜΟΣ
330 Παιδί μου, σωστά σε νουθετεί ο Τειρεσίας.
Μείνε κοντά μας.
Μην εγκαταλείπεις τις παραδόσεις μας.
Τώρα δεν πατάς στη γη και η λογική σου είναι παράλογη.
Γιατί, και αν ακόμη, όπως λες εσύ, δεν υπάρχει ο θεός αυτός,
εσύ οφείλεις να λες πως υπάρχει.
Πες το το ψέμα με τρόπο που να πείθει.
335 Λέγε πως είναι της Σεμέλης,
για να πιστέψουν ότι γέννησε θεό
και να τιμάται το γένος μας.
Είδες το θλιβερό τέλος του Ακτέωνος.
Εκόμπαζε πάνω στον Κιθαιρώνα
340 πως ήταν κυνηγός ανώτερος από την Άρτεμη.
Τον κατασπάραξαν οι ίδιες οι σκύλες του,
που τρων σάρκες ωμές.
Πρόσεξε!
Μην πάθεις και συ ό,τι έπαθε.
Έλα, άφησε να στέψω το κεφάλι σου με τον κισσό.
Μείνε κοντά μας. Τίμα τον θεό.
ΠΕΝΘΕΑΣ
Μη!
Μη μ᾽ αγγίζεις.
Πήγαινε να βακχέψεις.
Δεν θα μου μεταδώσεις την μωρία σου.
345 Όμως αυτόν εδώ, τον δάσκαλό σου στις ανοησίες,
θα τον τιμωρήσω.
Ας τρέξει κάποιος όσο πιο γρήγορα μπορεί.
Και όταν φθάσεις στους θρόνους,
όπου κάθεται και οιωνοσκοπεί,
ξεθεμέλιωσέ τους με λοστούς,
φέρε τα πάνω κάτω,
350 ισοπέδωσε τα πάντα,
σκόρπισε στους ανέμους και στις θύελλες τις ιερές ταινίες.
Πιο πολύ απ᾽ όλα θα τον πονέσει αυτό.

Εσείς χτενίστε την πόλη. Εντοπίστε τον γυναικωτό ξένο,
που μεταδίδει στις γυναίκες άγνωστη νόσο
και μας σπιλώνει τα κρεβάτια.
355 Αν τον συλλάβετε, οδηγήστε τον εδώ δεμένο,
να λιθοβοληθεί, να πεθάνει.
Πικρή βακχεία θα ζήσει στη Θήβα.
ΤΕΙΡΕΣΙΑΣ
Άθλιε! Πόσο λίγο καταλαβαίνεις τί έφτασες να λες!
Ήταν και πριν ο νους σου ταραγμένος,
τώρα όμως έχεις τρελαθεί πια.
360 Εμείς, Κάδμε, ας πάμε να δεηθούμε
και γι᾽ αυτόν, ας είναι ανήμερος, και για την πόλη·
ας παρακαλέσουμε τον θεό
να μην κάμει τίποτε αναπάντεχο.
Έλα μαζί μου με το κισσοστόλιστο ραβδί σου.
Προσπάθησε να στηρίζεις το κορμί μου, κι εγώ το δικό σου.
365 Είναι θλιβερό να πέφτουν δυο γέροντες. Όμως, ας πάει.
Έχουμε χρέος να υπηρετήσουμε τον Βάκχιο, τον υιό του Διός.
Φοβούμαι, Κάδμε, μήπως ο Πενθέας
φέρει στο σπίτι σου το πένθος.
Δεν σου μιλά η μαντική, μιλούν τα γεγονότα.
Μωρός ο λόγος του, μωρός και ο ίδιος.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΤΗΡΕΑΣ

ΤΗΡΕΑΣ
(πουλί, τσαλαπετεινός)
 
Τηρεὺς συνοικῶν Πρόκνῃ Φιλομήλαν ᾔσχυνεν
(Παυσ. 1.5.4.8-9)
 
Ο Τηρέας είναι βασιλιάς της Θράκης και γιος του Άρη. Συνέτρεξε τον Λάβδακο των Θηβών, όταν εκείνος ενεπλάκη σε πόλεμο για συνοριακές διαφορές με τον Πανδίονα, βασιλιά της Αττικής. Η ανάμειξή του στον πόλεμο των δύο βασιλέων έληξε με τον γάμο του με μία από τις κόρες του Πανδίονα, την Πρόκνη, ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες του στον Πανδίονα και ως προϋπόθεση και εγγύηση συμμαχίας.
 
Ο Τηρέας απέκτησε με την Πρόκνη ένα γιο, τον Ίτυ. Όμως, ο Τηρέας ερωτεύτηκε και τη Φιλομήλα, την αδελφή της γυναίκας του, τη βίασε και της έκοψε τη γλώσσα για να μην μπορεί να φανερώσει στην αδελφή της τον βιασμό. Η κόρη κέντησε τις δυστυχίες της πάνω σε ύφασμα και αποκάλυψε την αλήθεια στην αδελφή της. Η Πρόκνη, θέλοντας να τιμωρήσει τον Τηρέα, σκότωσε τον γιο τους, τον μαγείρεψε και πρόσφερε το έδεσμα* στον άνδρα της. Στη συνέχεια, οι δύο αδελφές το έσκασαν και ο Τηρέας, που στο μεταξύ είχε αντιληφθεί τι είχε συμβεί, τις κυνήγησε με πέλεκυ. Τις πρόφτασε στη Δαυλία της Φωκίδας αλλά, προτού προλάβει να κάνει οτιδήποτε, οι θεοί, εισακούοντας την παράκληση των δύο γυναικών να τις βοηθήσουν, τις μεταμόρφωσαν σε πουλιά, τη μουγκή Φιλομήλα σε χελιδόνι, την Πρόκνη σε αηδόνι. Αλλά και τον Τηρέα τον μεταμόρφωσαν σε τσαλαπετεινό.
 
Μεταμορφωμένος ο Τηρέας απευθύνει συνεχώς με το κρώξιμο του τσαλαπετεινού το αγωνιώδες ερώτημα «πού, πού» για το πού είναι το παιδί του**. Η Πρόκνη/αηδόνι θρηνεί με τον κελαηδισμό της για τον χαμένο της Ίτυ, η Φιλομήλα/χελιδόνι μεταναστεύει και πετά χωρίς ποτέ να βρίσκει ησυχία, δεν κελαηδά αλλά τιτιβίζει διαρκώς με τρόπο ασυνάρτητο και άρρυθμο.
 
Ενδιαφέρουσα είναι η αντιστροφή των ρόλων των δύο αδελφών -η Φιλομήλα σύζυγος του Τηρέα και μητέρα του Ίτυ, η Πρόκνη η βιασμένη αδελφή-, προκειμένου να ταιριάξει η ιστορία με το όνομα της Φιλομήλας που θυμίζει μουσική (μέλος).
 
Οι πράξεις και των τριών σαφώς δεν ήταν υποδειγματικές ούτε θα μπορούσαν να θεωρηθούν πρότυπα ηθικής. Ήταν, ωστόσο, παραδειγματικές μέσα στην παραβατικότητά τους, αφού από την ιστορία τους υποδηλώνεται ότι ενισχύεται η αδελφική σχέση, όταν ο γάμος αποτύγχανε, ενώ σε κανονικές συνθήκες γάμου οι σχέσεις αίματος διαρρηγνύονται. Στον παραδειγματικό χαρακτήρα των πράξεων θα πρέπει να αποδώσουμε το γεγονός ότι ο γλύπτης Αλκαμένης (μέσα 5ου αι. π.Χ.) είχε αφιερώσει άγαλμα της Πρόκνης και του γιου της Ίτυ στην Ακρόπολη των Αθηνών.
 
Την ιστορία παραδίδουν διάφοροι συγγραφείς, κυρίως ο Απολλόδωρος*** και ο Παυσανίας****· ο Σοφοκλής στην αποσπασματικά σωζόμενη τραγωδία του Τηρέας βάζει την Πρόκνη να καταγγέλλει τη γυναικεία εμπειρία του γάμου και να παραπονείται εξ ονόματος των γυναικών (απ. 583 Radt*****)· ο Αριστοφάνης, σε ένα γλυκό άσμα στην κωμωδία Όρνιθες, βάζει τον Τηρέα/τσαλαπετεινό, κύριος ρόλος στο έργο, να κάνει αναφορά στο επεισόδιο του φόνου του Ίτυ, καθώς προσκαλεί την Πρόκνη/Ἄηδόνα να ξυπνήσει και να πάει κοντά σου (στ. 232-248******), ενώ στους Βατράχους (στ. 674-685*******) παρομοιάζει τον δημαγωγό Κλέωνα τη μια στιγμή με χελιδόνι θρακικό που τσιρίζει, την άλλη με αηδόνι που μοιρολογά για την απώλεια ψήφων********.
 
Ο Οβίδιος στις Μεταμορφώσεις του (6.430-438) προσθέτει μια λεπτομέρεια που προικονομεί την τραγωδία που θα ακολουθούσε. Στον γάμο δεν παρευρέθηκαν ούτε η Ήρα, που παραστέκεται στις νύφες, ούτε ο Υμέναιος, ούτε οι τρεις Χάριτες. Οι Ευμενίδες/Ερινύες ήταν εκεί κρατώντας δάδες που είχαν αρπάξει από μια κηδεία. Εκείνες ετοίμασαν το νυφιάτικο κρεβάτι τους, και μια κουκουβάγια, κακό σημάδι, στριγγλίζοντας έκατσε στη σκεπή του δωματίου τους και κλωσούσε τα μικρά της. Με την παρουσία αυτού του πουλιού, οιωνού του μελλοντικού δράματος, ενώθηκαν ο Τηρέας και η Πρόκνη, με την παρουσία αυτού του πουλιού έγιναν γονείς. Οι Θράκες μοιράστηκαν τη χαρά τους, ευχαρίστησαν τους θεούς και καθιέρωσαν τη μέρα του γάμου και της γέννησης του Ίτυ σαν μέρες γιορτής.
 
Ο παραδοξογράφος Ηράκλειτος απεκδύει τον μύθο από το μυθώδες στοιχείο και ιστορεί ότι οι δύο αδελφές σκότωσαν τον Ίτυ και το 'σκασαν επιβιβαζόμενες σε πλοίο. Ο Τηρέας τις καταδίωξε αλλά δεν τις έπιασε και αυτοκτόνησε. Και επειδή χάθηκαν ξαφνικά και κανένας τους δεν ξαναφάνηκε, οι άνθρωποι θεώρησαν ότι έγιναν πουλιά -ἀπωρνιθώθησαν (περί απίστων 35).
 
Για έναν παρόμοιο μύθο βλ. Αηδόνα.
-----------------------------
*Ίτυς
 
Έβλεπε χάρο το παιδί, γι' αυτό άπλωνε τα χεράκια του ικέτης,
«μάνα, μανούλα» φώναζε, κι εκεί που έκανε στον κόρφο της να γείρει
του έμπηξε η Πρόκνη το σπαθί ανάμεσα σε στέρνο και παΐδια.
Το τρύπησε χωρίς ν' αποστραφεί - μια μαχαιριά και δε χρειάστηκε άλλη
για το κορμάκι που ήταν λιγοστό· του άνοιξε κατόπι το λαρύγγι.
Νεκρό κορμάκι που άχνιζε ζωή, δυο αδελφές μαζί το κομματιάσαν.
Πήρανε χύτρες μπρούτζινες βαθιές και έριξαν τα μέλη του να βράζουν,
τα σωθικά τα σούβλισαν - παντού απομεινάρια, αίματα και λύθρες.
(Οβ., Μετ. 6.639-646)
 
**Είναι πιθανό ότι ο Αριστοφάνης αξιοποιεί το κρώξιμο του τσαλαπετεινού και το τιτίβισμα του χελιδονιού, όταν βάζει στο στόμα του Χορού στην Πάροδο από τους Όρνιθες τους παρακάτω ήχους: Ποποποποποπο ποῦ μ᾽ ὃς ἐκάλεσε; καιΤιτιτιτιτιτιτι τίνα λόγον ἄρα ποτὲ πρὸς ἐμὲ φίλον ἔχων; (310, 314). Ακούστε τους στίχους της παρόδου εδώ (από το 8:10 κ.ε.) μελοποιημένους από τον Μάνο Χατζιδάκι για την ιστορική παράσταση του Θεάτρου Τέχνης το 1959.
 
***Τηρέας, Πρόκνη, Φιλομήλα, Ίτυς (Απολλόδωρος)
 
O Πανδίων παντρεύτηκε τη Ζευξίππη, την αδελφή της μητέρας του, και απέκτησε δύο θυγατέρες, την Πρόκνη και τη Φιλομήλα, και δύο δίδυμα αγόρια, τον Ερεχθέα και τον Βούτη. Όταν ξέπασε πόλεμος με τον Λάβδακο για τα σύνορα της χώρας, κάλεσε ως σύμμαχό του τον Τηρέα από τη Θράκη, τον γιο του Άρη, και αφού κέρδισε τον πόλεμο με τη βοήθειά του, του έδωσε για γυναίκα του την κόρη του Πρόκνη. Από αυτήν απέκτησε ένα γιο, τον Ίτυ, ερωτεύτηκε όμως και τη Φιλομήλα και τη διέφθειρε, λέγοντας ότι τάχα η Πρόκνη είχε πεθάνει, ενώ εκείνος την έκρυβε στα κτήματά του. Παντρεύτηκε και τη Φιλομήλα και κοιμόταν μαζί της, της έκοψε και τη γλώσσα. Αλλά αυτή ύφανε πάνω σε ένα πέπλο γράμματα και με αυτά φανέρωσε στην Πρόκνη τις συμφορές της. Εκείνη αναζήτησε την αδελφή της και στη συνέχεια σκότωσε τον γιο της, τον Ίτυ, τον έβρασε και τον παρέθεσε ως δείπνο στον Τηρέα που δεν είχε ιδέα για όλα αυτά· εξαφανίστηκε μαζί με την αδελφή της. Ο Τηρέας, μόλις κατάλαβε τι είχε γίνει, άρπαξε ένα τσεκούρι και τις καταδίωκε. Αυτές, όταν έφτασαν στη Δαυλία της Φωκίδος και κινδύνευαν να πιαστούν, προσευχήθηκαν στους θεούς να γίνουν πουλιά. Έτσι η Πρόκνη έγινε αηδόνι και η Φιλομήλα χελιδόνι· σε πουλί μεταμορφώθηκε και ο Τηρέας, και έγινε τσαλαπετεινός.
(Απολλόδ., 3.8)
 
****Τηρέας, Πρόκνη, Φιλομήλα, Ίτυς (Παυσανίας)
 
Λένε πως ο Τηρέας, σύζυγος της Πρόκνης, βίασε τη Φιλομήλα· ήταν πράξη αντίθετη με τους νόμους της Ελλάδας. Αφού ακρωτηρίασε το σώμα της κόρης υποχρέωσε τις γυναίκες να τον εκδικηθούν. (Παυσ. 1.5.4)
 
Εκεί κοντά είναι και ο τάφος του Τηρέα, που είχε παντρευτεί την Πρόκνη, την κόρη του Πανδίονα. Οι Μεγαρείς λένε ότι ο Τηρέας ήταν βασιλιάς στις λεγόμενες Παγές της Μεγαρίδας, αλλά πιστεύω ότι υπάρχουν μαρτυρίες αδιάψευστες πως βασίλευε στη Δαυλίδα, πέρα από τη Χαιρώνεια. Γιατί παλιότερα οι βάρβαροι κατοικούσαν το μεγαλύτερο μέρος της λεγόμενης σήμερα Ελλάδας. Όταν λοιπόν διέπραξε ο Τηρέας αυτά κατά της Φιλομήλας και οι γυναίκες τα άλλα κατά του Ίτυ, ο Τηρέας δεν μπόρεσε να τις πιάσει.
Και τούτος αυτοκτόνησε στα Μέγαρα. Αμέσως του κατασκεύασαν τάφο με συσσώρευση χώματος και κάθε χρόνο χρησιμοποιούν στη θυσία μικρά χαλίκια αντί για χοντροαλεσμένο κριθάρι. Λένε πως εκεί εμφανίστηκε για πρώτη φορά το πουλί τσαλαπετεινός. Οι γυναίκες ήρθαν στην Αθήνα και πέθαναν από το κλάμα, θρηνώντας για όσα υπέφεραν οι ίδιες και για την εκδίκηση που πήραν. Και φημολογείται πως οι γυναίκες μεταμορφώθηκαν σε χελιδόνι και αηδόνι, επειδή τα πουλιά αυτά, όπως πιστεύω, έχουν λυπητερό κελάηδημα που θυμίζει θρήνο.
(Παυσ. 1.41)
 
*****Η καταγγελία του γάμου από την Πρόκνη στην τραγωδία Τηρέας του Σοφοκλή
 
[…] όταν φτάνουμε στην εφηβεία και έχουμε φρόνηση, μας διώχνουν και μας πουλούν μακριά από τους θεούς των πατέρων μας και τους γονείς μας: άλλες σε ξένους άντρες, άλλες σε βάρβαρους, άλλες σε σπίτια χωρίς χαρά, άλλες σε σπίτια όπου τις κακολογούν. Και αυτά, μόλις μας υποτάξει στον ζυγό του γάμου η πρώτη νύχτα, είμαστε υποχρεωμένες να τα επικροτούμε και να θεωρούμε ότι έχουν καλώς.
 
******Χελιδόνια και αηδόνια σε κωμωδίες του Αριστοφάνη
 
Ξύπνα, ξύπνα συντρόφισσα εσύ,
και τους ύμνους σου πες τους ιερούς,
που γοερούς για τον Ίτη μας χύνει,
τον πολύκλαυτο γιο μου και γιο σου,
το θεϊκό σου το στόμα·
μελωδίες κρουσταλλένιες σκορπά ο λαιμός σου ο παλλόμενος,
κι ανεβαίνει καθάριος αχός,
απ' τα φύλλα ως περνά φουντωτής σμιλακιάς,
προς το θρόνο του Δία·
πάνου ο Φοίβος εκεί
ο χρυσομάλλης τους θρήνους σου ακούοντας
τη χρυσή ελεφαντόδετη λύρα χτυπά
κι έτσι στήνει χορούς των θεών·
και μαζί, ταιριαστή,
από στόματ' αθάνατα τότε η φωνή
η θεϊκιά των μακάρων ξεσπάει.
(Αριστοφ., Όρνιθες 232-248)
 
*******Αριστοφάνη Βάτραχοι
 
Μούσα ευλόγα το Χορό, το τραγούδι μας κάνε να τέρψει
και να δεις μπροστά σου πλήθος και ανάμεσα σοφούς
πιο ζηλωτές κι απ' τον Κλεοφώντα,
που στα χείλη του τσιρίζει χελιδόνι θρακικό
στο βάρβαρο διπρόσωπό του στόμα καθισμένο
κι αηδονίσιο μοιρολόι κατάπικρο θρηνεί
αφού στο μέτρημα των ψήφων θα βρεθεί χαμένος.
Δίκαιο είναι ο ιερός μας Χορός στα χρηστά
να προπέμπει και πάντα να λέει τα έντιμα.
(Αριστοφ., Βάτραχοι 674-685)
 
******** Ακούστε τους στίχους μελοποιημένους εδώ.

Φρίντριχ Νίτσε: Η γνώση της αθλιότητας

Τίποτα δεν χωρίζει ίσως πιο πολύ τους ανθρώπους και τις εποχές, όσο ο βαθμός της γνώσης της αθλιότητας. Της σωματικής, δηλαδή, και της ψυχικής αθλιότητας,

Όσο για την τελευταία, ίσως, εμείς, οι σημερινοί άνθρωποι, να είμαστε, παρ’ όλες τις αδυναμίες μας, αμαθείς και ματαιόδοξοι, κι αυτό από έλλειψη προσωπικής εμπειρίας, της εμπειρίας πού είχε ο αιώνας του φόβου — η μεγαλύτερη, δηλαδή, περίοδος της Ιστορίας — όταν ό άνθρωπος έπρεπε να προφυλάσσεται μονάχος του από τη βία και, γι' αυτό, να γίνεται και ο ίδιος βίαιος.

Την εποχή εκείνη ο άνθρωπος έκανε ένα πάρα πολύ πλούσιο μάθημα τού σωματικού πόνου και της στέρησης. Ακόμα θεωρούσε και την σκληραγωγία και τον εκούσιο πόνο απέναντι στον εαυτό του, σαν αναγκαίο μέσο της διατήρησής του. Τότε ο άνθρωπος έκανε εξάσκηση στο να μπορεί να υπομένει τον πόνο, και πρόσθετε μεγάλη προθυμία κι άλλον πόνο, κι έφτανε στο σημείο να βλέπει τα χειρότερα μαρτύρια των άλλων χωρίς να αισθάνεται τίποτα, παρά το αίσθημα της δικής του ασφάλειας.

Όσο για την ψυχική αθλιότητα, τώρα εξετάζω προσεχτικά αν ο άνθρωπος πού μιλά γι' αυτήν, την γνωρίζει από πείρα ή από διάβασμα, αν νομίζει, π.χ., πώς είναι ανάγκη να κάνει πώς γνωρίζει την ψυχική αθλιότητα, για να αποδείξει έτσι στους άλλους πώς έχει κάποια μόρφωση, ή αν από τα κατάβαθα της ψυχής του αρνιέται ολότελα να πιστέψει κάθε είδος ηθικού πόνου. Αν, όταν ακούει να ονομάζουν αυτούς τούς πόνους, δεν παθαίνει μέσα του κάτι παρόμοιο με αυτό πού του συμβαίνει όταν του μιλούν για μεγάλους φυσικούς πόνους, αν του θυμίζουν τους πονόδοντους του ή τούς στομαχικούς πόνους. Μου φαίνεται πώς οι πιο πολλοί άνθρωποι έτσι αισθάνονται.

Κανένας άνθρωπος δεν είναι πια εξασκημένος στους σωματικούς και στους ψυχικούς πόνους, και σπάνια συναντά κανείς κάποιον να υποφέρει. Αυτό έχει μια πολύ αξιόλογη συνέπεια: τώρα οι άνθρωποι μισούν τον πόνο, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, μιλούν γι’ αυτόν με τα πιο απαίσια λόγια και φτάνουν μάλιστα στο σημείο να μη μπορούν να υποφέρουν ούτε την απλούστατη ιδέα του. 'Έχουν κάνει τον πόνο ζήτημα συνείδησης και μομφής για ολόκληρη τη ζωή.

Το άνθισμα των φιλοσόφων του πεσιμισμού δεν αποτελεί καθόλου ένδειξη φοβερών απογνώσεων. Αντίθετα μάλιστα, τις ερωτήσεις αυτές για τη γενική άξια της ζωής τις θέτουν σε εποχές όπου η άνεση και η ευκολία μάς κάνουν να βρίσκουμε πολύ αιματηρά και σκληρά τα μικροτσιμπήματα των εντόμων πού ούτε το σώμα ούτε ή ψυχή μπορεί να τα αποφύγει, και θα ήθελαν πολύ —μια και απουσιάζουν οι πραγματικές οδυνηρές εμπειρίες— να εμφανίσουν την φαντασία του μαρτυρίου σαν ένα πόνο υψηλοτέρου είδους.

Υπάρχει βέβαια ένα αντίδοτο πού θα μπορούσαμε να το υποδείξουμε για τις πεσιμιστικές φιλοσοφίες και την υπερβολική ευαισθησία, πού μου φαίνεται είναι η πραγματική «αθλιότητα της σημερινής εποχής», αλλά ίσως και ή συνταγή αυτή θα ήταν πολύ σκληρή.

Είναι σίγουρο πώς θα κατάταζαν την συνταγή αυτή στα συμπτώματα, όπου βασίζονται τώρα, για να κρίνουν ότι ή «ζωή είναι κακό πράγμα». Ας είναι έτσι λοιπόν!

Το αντίδοτο για την αθλιότητα ονομάζεται: ΑΘΛΙΟΤΗΤΑ.

Friedrich Nietzsche, Η θεωρία του σκοπού της ζωής

Τη ζωή δεν μπορείς να την κάνεις κτήμα σου από συμβουλές. Μόνο από λάθη και εμπειρίες

Το σημαντικότερο ερώτημα που απευθύνουμε στους ανθρώπους είναι αν πραγματικά επιθυμούν να “προχωρήσουν”. Όπως είπε ο μεγάλος Ιπποκράτης: “Πριν θεραπεύσεις κάποιον, ρώτησέ τον εάν είναι πρόθυμος να αφήσει πίσω όλα εκείνα που τον κάνουν να αρρωσταίνει”.

Πόσο ειλικρινής είσαι με σένα; Πόσο αληθινά διατεθειμένος είσαι να αφήσεις πίσω σου όσα δεν σε ωφελούν; Πόσο βαθιά επιθυμείς να φύγεις από τη ζώνη ασφαλείας σου και να βιώσεις νέες καταστάσεις; Αν έχεις συνηθίσει τις απότομες προσγειώσεις από τα διάφορα χτυπήματα ή αστοχίες σου, έχεις τη δύναμη και θέληση να πετάξεις ξανά; Ή μήπως προτιμάς την ασφάλεια και μετριότητα του εδάφους;

Αν ανήκεις στην τελευταία περίπτωση, καλό θα είναι τουλάχιστον να το παραδεχτείς σε σένα, αρχικά. Αν όχι, τότε το μόνο που χρειάζεσαι είναι η θέληση. Τίποτε άλλο. Κι αν έχεις την θέληση, τότε θα έχεις και την ευρηματικότητα για να ξεπεράσεις οποιοδήποτε εμπόδιο, που θα έρθει σαν τεστ ή σαν άσκηση ψυχικής ενδυνάμωσης. “Όπου υπάρχει θέληση, υπάρχει και τρόπος”, επίγνωση και γνωμικό σοφίας του οποίου η αρχική έμπνευση δόθηκε από τον Τζωρτζ Χέρμπερτ.

Το χρέος μας όταν βλέπουμε κάτι που κατά την αντίληψη, συνειδητότητα και εμπειρία μας είναι μη ωφέλιμο ή κατά τρόπον τινά λάθος για τον συνάνθρωπό μας, είναι να του το πούμε. Μία φορά. Το τι θα κάνει από εκεί και πέρα είναι δικό του. Όσο κοντινός κι αν είναι σε εμάς αυτός ο άνθρωπος, δεν πρέπει να ταυτιστούμε με την δράση ή μη δράση του, παρά μόνο να θυμηθούμε πως ο κάθε ένας έχει το δικό του Μονοπάτι. Και τους δικούς τους χρόνους. Το σενάριο που πρέπει να ξετυλίξει, δεν το ξέρει ούτε ο ίδιος, παρά μόνο η ψυχή του. Κι εκείνη μόνο ξέρει πραγματικά τι πρέπει να κάνει και πότε. Ο ρόλος μας είναι να δώσουμε το ερέθισμα, την προτροπή ή ενθύμηση, να μοιραστούμε τη γνώση ή την διαίσθησή μας όσο πιο αντικειμενικά μπορούμε. Εκεί σταματάει η ευθύνη μας, αλλά και το ψυχικό μας χρέος αν μπορούμε να το πούμε έτσι.

Θα έχεις συναντήσει ανθρώπους που θέλουν σώνει και ντε να βοηθήσουν. Ακόμα και με το ζόρι. Εδώ εμφανίζονται κι άλλα ερωτήματα. Θέλεις πραγματικά κι ανιδιοτελώς να βοηθήσεις τον άλλον; Το χρειάζεται; Είναι δικό του κομμάτι η προβολή κάποιου δικού πάνω του; Μήπως απλά θέλεις να νιώσεις ότι βοηθάς κάποιον επειδή δεν βοηθάς εκείνον που πραγματικά χρειάζεται βοήθεια, δηλαδή εσένα; Κι έτσι η προσοχή σου φεύγει αλλού, και ξεχνάς τα δικά σου; Η βοήθεια που επιθυμείς να προσφέρεις, πηγάζει από το εγώ, ή την ψυχή σου;

Ένα άλλο σημείο που πρέπει να σταθούμε είναι η ρήση με το αυγό: “Αν ένα αυγό σπάσει από μια εξωτερική δύναμη, η ζωή τελειώνει. Αν σπάσει από την εσωτερική δύναμη, η ζωή ξεκινά”. Καθώς επίσης και η αντίστοιχη παραβολή με την κάμπια: Κάποιος την είδε στο κουκούλι της να προσπαθεί να το ανοίξει σαν μικρή πλεόν πεταλούδα, και επειδή δυσκολευόταν, αποφάσισε να την “βοηθήσει”. Έτσι, άνοιξε το κουκούλι κι η μικρή πεταλούδα βγήκε έξω στον κόσμο. Το πρόβλημα ήταν ότι η μεταμόρφωσή της δεν είχε ολοκληρωθεί, διότι δεν ζορίστηκε αρκετά και για τον απαιτούμενο χρόνο, ώστε να δυναμώσουν από την αντίσταση τα φτερά και τα υπόλοιπα μέλη της. Ο άνθρωπος λοιπόν την βοήθησε, κι έτσι η πεταλούδα μετά από λίγες μέρες, πέθανε. Ακόμα κι ο σπόρος που νομίζεις πως είναι δύστυχα θαμμένος κάτω από τη γη, ίσως απλά κι αυτός σταδιακά ξυπνάει στις συγκεκριμένες συνθήκες και βάζει βαθιά θεμέλια για τις ρίζες που θα τον μετατρέψουν σε λουλούδι ή ένα πανύψηλο δέντρο μετέπειτα. Ο Σπόρος δεν ξέρει ούτε ο ίδιος τι κρύβει μέσα του. Ούτε τι ήταν πριν γίνει σπόρος, ούτε τι μπορεί να γίνει.

Τώρα για το “ουδείς ασφαλέστερος εχθρός εκ του ευεργετηθέντος”, υπάρχουν και κάποιες άλλες παράμετροι που σε πολλούς μας διαφεύγουν. Ο συγκεκριμένος, είχε ανάγκη για βοήθεια, την ζήτησε; Επίσης όταν τον βοήθησες, κατέβηκες στο επίπεδο που ήταν την τότε στιγμή, ταπεινά και ισότιμα; Ή μήπως ακόμα και χωρίς να το καταλάβεις τον έκανες να νιώσει ακόμα πιο μικρός κι εσένα μεγάλο και τρανό; Μπορεί όντως να ήταν τελικά αχάριστος, αλλά αν εσύ θέλεις να είσαι πραγματικά σωστός, “κάνεις το καλό και το ρίχνεις στο γιαλό”, με τον σωστό τρόπο, με ανιδιοτέλεια και χωρίς προσδοκία ανταλλάγματος. Άρα, το τι θα κάνει εκείνος ή εκείνη μετά, θα έπρεπε να είναι κάτι το οποίο δεν πρέπει να σε απασχολεί. Εξ’ ορισμού λοιπόν, η συγκεκριμένη φράση που χρησιμοποιούμε τόσο συχνά ως πιπίλα ενδεχομένως και να μην έχει λόγο ύπαρξης.

Υπάρχουν φορές που το σωστό για εμάς ίσως δεν είναι το σωστό για τον άλλον. Είτε για την θέση στην οποία βρίσκεται, στον χρόνο, είτε βάση των διαφορετικών εμπειριών και ψυχοσύνθεσης. Μπορεί η αντικειμενική αλήθεια να είναι μία, αλλά εδώ, υπάρχουν πάρα πολλές υποκειμενικές. Και πολλές φορές ενδέχεται να είναι ταυτόχρονα σωστές, ανάλογα από το πρίσμα που κοιτάς, κι ανάλογα από το χρονικό σημείο που βρίσκεσαι.

Την υποτιθέμενη παντογνωσία, αδυναμία ή αλαζονεία μας για το τι είναι το καλύτερο για τον άλλον την κάθε δεδομένη στιγμή ας την κρατήσουμε για εμάς. Το αύριο και το κάθε μονοπάτι κανείς δεν ξέρει, τελικά, που οδηγεί. Είναι σχεδόν αδύνατον να έχουμε όλα τα δεδομένα, τις εμπειρίες και βιώματα, αλλά και γνώση του αύριο για το που μπορεί να οδηγήσει τον καθένα η κάθε απόφαση ή προσωρινή στάση, όσο φαινομενικά κι αν κρατήσει μέσα στην σχετικότητα του χρόνου.

Ακόμα και τα υποτιθέμενα λάθη, αν δεν γίνουν, δεν είναι δυνατόν να μετατραπούν σε βιωματικά μαθήματα και αναβάθμιση. Ακριβώς για αυτό, δεν συμβουλεύουμε πέραν εξαιρέσεων, αλλά εφαρμόζουμε την Σωκρατική – Μαιευτική μέθοδο. Αν μας ζητήσει δηλαδή βοήθεια ο άλλος, η μόνη βοήθεια που του παρέχουμε είναι να τον βοηθήσουμε με αντιληπτικές μετατοπίσεις να βρει τις λύσεις – απαντήσεις μέσα του. Έτσι, δεν θα είναι αχάριστος, δεν θα είναι εξαρτημένος, αλλά θα έχει και την χαρά και ενδυνάμωση να πατήσει σταδιακά στα πόδια του.

Πολλές φορές το μόνο που χρειάζεται είναι αυτά που συνήθως οι περισσότεροι δεν είχαν:

– Κάποιον να ξέρουν πως θα είναι δίπλα τους την κάθε στιγμή σε όποια απόφαση η επιλογή,

– Κάποιον που θα τους αποδέχεται,

– Κάποιον που αν το ζητήσουν θα τους πει μια άλλη άποψη χωρίς να απαιτεί την υιοθέτησή της,

– Κάποιον που αν πέσουν, θα ξέρουν να ζητήσουν το χέρι βοηθείας και θα είναι κει, και θα τους αγαπάει ανεξαρτήτως. Και τέτοιοι άνθρωποι, υπάρχουν.

Αν δε θέλει κάποιος να βγει από την όποια κατ’ έμας μαύρη τρύπα, η οποία αν δεν έχει πραγματικά παγιδευτεί μέσα της, σίγουρα κάτι του δίνει αλλιώς δε θα καθόταν, δε μπορούμε ή ίσως και δεν πρέπει να τον βγάλουμε. Δε σημαίνει πως θα μπούμε κι εμείς εκεί να του κάνουμε παρέα, αλλά θα είμαστε κοντά, ώστε όταν κι αν αποφασίσει πως χρειάζεται βοήθεια για να βγει, τότε να μπορούμε να βουτήξουμε.

Όλα ξεκινάνε από μέσα μας. Ας αφήσουμε τους άλλους να περπατήσουν με αποδοχή και αγάπη το προσωπικό τους μονοπάτι. Ας επικεντρωθούμε στο να βοηθήσουμε εμάς, κι αν κάποιος στον δικό μας δρόμο μας χρειαστεί πραγματικά, ας βοηθήσουμε τότε όλοι μαζί ο ένας τον άλλο. Σωστά, χωρίς προσδοκίες, χωρίς ανταλλάγματα, χωρίς εγώ.

Τη ζωή δεν μπορείς να την πάρεις μέσα σου ούτε να την κάνεις κτήμα σου από βιβλία, βίντεο, ή συμβουλές. Μόνο από λάθη και εμπειρίες. Ζήσ’ τα όλα, κι άσε και τους υπόλοιπους να τα ζήσουν. Κι αν κάπου σε χρειαστούν, το μόνο που χρειάζεται να κάνεις, είναι απλά να είσαι διαθέσιμος. Όχι από το εγώ, αλλά από την καρδιά σου.

Αυτό που μας γαληνεύει, αξίζει να το φέρνουμε κοντά μας πιο συχνά

Τι είναι αυτό που μας γαληνεύει; Τι συμβολίζει για τον καθένα από εμάς την ηρεμία; Τι είναι αυτό τελικά που μας κάνει να νιώθουμε γεμάτοι στο τέλος της ημέρας;

Για όλους υπάρχει κάτι το οποίο μας δημιουργεί όμορφα συναισθήματα, γαληνεύει το μυαλό και την ψυχή, ηρεμεί το σώμα και τη σκέψη μας. Η θάλασσα, το χιόνι, ένα έργο τέχνης, ένα βιβλίο, ένα αναμμένο τζάκι ή μία κούπα καφές σε ένα όμορφο μέρος; Ό,τι και αν είναι αυτό που ταιριάζει σε εμάς και μας προσφέρει στιγμές ηρεμίας, πρέπει να το αποζητάμε και να το φέρνουμε κοντά μας πολύ συχνά.

Ακόμα και αν είναι ένα μέρος στο οποίο δεν μπορούμε να πάμε ανά πάσα στιγμή, μπορούμε σίγουρα να βρεθούμε με τη δύναμη του μυαλού μας. Να φανταστούμε δηλαδή ότι είμαστε εκεί, επιστρατεύοντας όλες μας τις αισθήσεις ώστε να νιώσουμε το αίσθημα της ηρεμίας και της γαλήνης που τόσο έχουμε ανάγκη.

Σκεφτείτε το σαν μία μορφή διαλογισμού. Κλείστε τα μάτια, πάρτε μερικές βαθιές αναπνοές και βρεθείτε με τη φαντασία σας εκεί όπου αισθάνεστε ήρεμοι και ασφαλείς. Νιώστε όλα τα συναισθήματα που θα είχατε αν πράγματι βρισκόσασταν εκεί και αφιερώστε το χρόνο που χρειάζεται. Σκέψεις, εικόνες και μυρωδιές που συνοδεύουν τη στιγμή, επανέρχονται στη μνήμη σας ή δημιουργούνται στη φαντασία σας και αφήνεστε σε αυτή την αίσθηση έως ότου να είστε σε πλήρη γαλήνη με τον εαυτό σας.

Σκέψεις άγχους και καθημερινότητας είναι αναπόφευκτο να εισβάλλουν στο μυαλό και να σας βγάζουν από την κατάσταση ηρεμίας που είστε, αλλά μόλις αντιληφθείτε ότι συμβαίνει αυτό, δεν έχετε παρά να τις απομακρύνετε και να επαναφέρετε ξανά το μυαλό σας στην προηγούμενη κατάσταση. Αυτό μπορείτε να το κάνετε για δέκα με είκοσι λεπτά καθημερινά σε έναν χώρο ήσυχο που να αισθάνεστε άνετα και που θα γνωρίζετε ότι δεν θα σας ενοχλήσουν.

Αν πάλι αυτό που προσφέρει ηρεμία σε εσάς είναι το να διαβάζετε ένα βιβλίο, να γράφετε, να ζωγραφίζετε ή να κάνετε οτιδήποτε μπορεί να λάβει χώρα στην καθημερινότητα, πρέπει να το εισάγετε στο πρόγραμμα σας, όπως όλα εκείνα που κάνετε έτσι και αλλιώς και ξέρετε ότι δεν μπορούν να αναβληθούν. Αν δεν το αντιμετωπίσετε έτσι, κατά πάσα πιθανότητα θα το αναβάλλετε ξανά και ξανά γιατί πάντα θα υπάρχει κάτι πιο «σημαντικό» που θα πρέπει να το αντικαταστήσει.

Οι ρυθμοί της ζωής μας είναι επίπονοι και κουραστικοί για το σώμα αλλά και για το μυαλό και την ψυχή και οφείλουμε στον εαυτό μας να τον ξεκουράζουμε επαρκώς αν θέλουμε να τον διατηρούμε υγιή και δυνατό, με το να του παρέχουμε έστω και λίγες στιγμές ηρεμίας καθημερινά.

Είναι πολύ τυχεροί οι άνθρωποι που μπορούν και βρίσκουν τη γαλήνη σε απλά πράγματα, έστω και για λίγη ώρα κάθε μέρα. Συνήθως το να κάνουμε κάτι για τον εαυτό μας και μόνο δεν χρειάζεται πάνω από μισή με μία ώρα την ημέρα για να είναι αρκετό.

Όσα πράγματα και αν έχουμε να φέρουμε εις πέρας, υπάρχει πάντα χρόνος και για τον εαυτό μας. Οι φράσεις όπως «είμαι πολύ κουρασμένος για να γυμνάζομαι» ή «ποιος έχει χρόνο τώρα να διαβάζει βιβλίο ή να διαλογίζεται;» είναι δικαιολογίες που βρίσκουμε για να κάνουμε άλλα πράγματα, παραμελώντας τον εαυτό μας και την ανάγκη μας να είμαστε ψυχικά ήρεμοι και ισορροπημένοι.

Εσάς τι σας ηρεμεί και σας γαληνεύει; Τι είναι αυτό που σας κάνει να ξεφεύγετε από το άγχος της καθημερινότητας και να αισθάνεστε γεμάτοι;

Σκεφτείτε το, απαντήστε και βάλτε το στο καθημερινό σας πρόγραμμα από σήμερα κιόλας, χωρίς άλλες αναβολές.

BERTRAND RUSSELL: Ο ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΓΝΩΜΗΣ

Ελάχιστοι άνθρωποι μπορούν να είναι ευτυχισμένοι, αν γενικά ο τρόπος της ζωής τους κι οι αντιλήψεις τους για τον κόσμο δεν εγκρίνονται απ’ αυτούς, με τους οποίους βρίσκονται σε κοινωνικές σχέσεις και, ειδικότερα, από εκείνους που συναναστρέφονται. Μια ιδιομορφία των σύγχρονων κοινωνιών είναι, ότι χωρίζονται σε ομάδες ή στρώματα, που διαφέρουν αισθητικά μεταξύ τους σε ό,τι αφορά τα ήθη και τις πεποιθήσεις τους. Η ιδιομορφία αυτή που άρχισε με τη Μεταρρύθμιση ή, ίσως, θα μπορούσε κανείς να πει, με την Αναγέννηση, έχει γίνει σήμερα ακόμη πιο έκδηλη. Υπήρχαν τότε διαμαρτυρόμενοι και καθολικοί που δεν είχαν μόνο θεολογικές διαφορές μεταξύ τους, αλλά και πολλές άλλες, σε πιο πρακτικά ζητήματα. Υπήρχαν οι αριστοκράτες, στους οποίους επιτρέπονταν διαφόρων λογιών ενέργειες, που δε γίνονταν ανεκτές απ’ την αστική τάξη. Υπήρχαν έπειτα οι ελευθερόφρονες κι οι ελεύθεροι στοχαστές, που δεν αναγνώριζαν κανένα θρησκευτικό καθήκον.

Εξαιτίας των διάφορων αντιλήψεων, ένα άτομο με ορισμένες προτιμήσεις και πεποιθήσεις μπορεί να βρει τον εαυτό του αποδιοπομπαίο στην ορισμένη κοινωνική τάξη που ζει, ενώ, σε μια άλλη κοινωνική ομάδα θα γινόταν δεκτό σαν ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Ένα μεγάλο μέρος απ’ τη δυστυχία, ιδιαίτερα των νέων, γεννιέται μ’ αυτό τον τρόπο. Ένας νέος ή μια νέα αποκτά, κατά κάποιο τρόπο, ιδέες που κυκλοφορούν γύρω τους, αλλά διαπιστώνει ξαφνικά, ότι οι ιδέες αυτές είναι αναθεματισμένες στο δικό του περιβάλλον. Κι οι νέοι εύκολα φαντάζονται, ότι το περιβάλλον που αυτοί γνωρίζουν, αντιπροσωπεύει ολόκληρο τον κόσμο. Δύσκολα μπορούν να πιστέψουν, ότι σ’ έναν άλλο τόπο, σε μιαν άλλη κοινωνική ομάδα, οι αντιλήψεις, που αυτοί δεν μπορούν να ομολογήσουν από φόβο μη θεωρηθούν τρομερά διεφθαρμένοι, θα γίνονταν δεκτές σαν συνηθισμένες κοινοτοπίες της εποχής. Έτσι, πολλοί απ’ αυτούς, αγνοώντας τον κόσμο, υποφέρουν από μια παράλογη και αδικαιολόγητη δυστυχία, που κρατάει κάποτε μονάχα όσο είναι νέοι, μα πολύ συχνά και σ’ όλη τους τη ζωή.

Η απομόνωση αυτή δεν είναι μόνο πηγή στενοχώριας και λύπης. Έχει σαν αποτέλεσμα και μεγάλη σπατάλη ενέργειας από μέρους τους, στην ανώμαλη προσπάθειά τους να διατηρήσουν την πνευματική τους ανεξαρτησία απ’ την τριγύρω εχθρότητα, και ενενήντα εννιά φορές στις εκατό δημιουργεί μια κάποια ατολμία για την παρακολούθηση των ιδεών τους ως τις λογικές τους συνέπειες.

Είναι λίγοι αυτοί που κλείνουν μέσα τους δύναμη. Για όλους σχεδόν τους ανθρώπους, είναι απαραίτητο ένα περιβάλλον, με κατανόηση, για να είναι ευτυχισμένοι. Για τους περισσότερους, βέβαια, το περιβάλλον, όπου τυχαίνει να ζουν, δείχνει κατανόηση, γιατί καθώς ποτίζονται με τις δικές του συνήθειες και προκαταλήψεις από μικροί, εύκολα και ενστικτωδώς προσαρμόζονται στις πεποιθήσεις, που επικρατούν σ’ αυτό. Για μια μεγάλη μειονότητα όμως, στην οποία ανήκουν όλοι όσοι έχουν κάποια πνευματική ή καλλιτεχνική αξία, ο τρόπος αυτός της προσαρμογής είναι αδύνατος. Ένα άτομο, ας πούμε, γεννημένο σε μια μικρή επαρχιακή πόλη, βρίσκεται από τα πρώτα του βήματα περιτριγυρισμένο από εχθρότητα προς καθετί που του είναι απαραίτητο, για ν’ ανέβει πνευματικά. Αν αισθάνεται την επιθυμία να διαβάζει σοβαρά βιβλία, τ’ άλλα παιδιά τον περιφρονούν κι οι δάσκαλοι του λένε πως τέτοια βιβλία δεν τον ωφελούν. Αν ενδιαφέρεται για την τέχνη, οι συνομήλικοί του τον θεωρούν ονειροπαρμένο κι οι μεγαλύτεροί του τον χαρακτηρίζουν ανήθικο. Αν δείχνει την προτίμησή του σε μια ορισμένη σταδιοδρομία, αξιοπρεπή βέβαια, αλλά όχι συνηθισμένη στον κύκλο που ανήκει, του λένε πως σηκώνει ψηλά τη μύτη του κι ότι αυτό που ήταν αρκετά καλό για τον πατέρα του, πρέπει να είναι αρκετά καλό και για τον ίδιο. Αν δείξει διάθεση για να κριτικάρει τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ή τις πολιτικές αντιλήψεις των γονιών του, τότε είναι που τραβάει τα πιο μεγάλα βάσανα.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η εφηβική ηλικία είναι για τους περισσότερους νέους με κάποια ιδιαίτερη αξία, μια περίοδος μεγάλης δυστυχίας. Για τους πιο απλοϊκούς τους συντρόφους, μπορεί να είναι περίοδος χαράς κι ευχαριστήσεων, αλλά για τους εαυτούς τους χρειάζονται κάτι το σοβαρότερο, κάτι που δεν μπορούν να το βρουν ούτε ανάμεσα στους συνομήλικούς τους, ούτε ανάμεσα στους μεγαλύτερούς τους, σ’ αυτή την κοινωνική ομάδα, που η τύχη τους θέλησε να γεννηθούν. Αν αυτοί οι νέοι παν σ’ ένα πανεπιστήμιο, ανακαλύπτουν συνήθως ομόφρονές τους και χαίρονται λίγα χρόνια μεγάλης ευτυχίας. Αν μάλιστα είναι τυχεροί, μπορεί, τελειώνοντας το πανεπιστήμιο, να πετύχουν καμιά δουλειά, που τους δίνει ακόμη τη δυνατότητα να κάνουν συντροφιά με ομόφρονές τους. ‘Ένας έξυπνος άνθρωπος, που ζει σε μια πόλη μεγάλη, όπως το Λονδίνο ή η Νέα Υόρκη, μπορεί γενικά να βρει μια ομάδα με την ίδια πνευματικότητα, μέσα στην οποία δεν είναι υποχρεωμένος να κάνει συμβιβασμούς ή να υποκρίνεται. Αν όμως η δουλειά του τον υποχρεώνει να ζει σε μια μικρότερη περιοχή, κι ακόμα περισσότερο αν χρειάζεται να διατηρήσει την εκτίμηση του κόσμου, που τον περιτριγυρίζει, όπως συμβαίνει μ’ ένα γιατρό ή μ’ ένα δικηγόρο, θα βρεθεί ίσως, σ’ όλη του τη ζωή, αναγκασμένος να κρύβει τις πραγματικές του προτιμήσεις και πεποιθήσεις απ’ τους περισσότερους ανθρώπους, που θα συναναστρέφεται καθημερινά. Αυτό είναι αληθινό ειδικότερα στην Αμερική, που είναι μια τόσο εκτεταμένη χώρα. Στις πιο απίθανες περιοχές, στο βορρά, στο νότο, σ’ ανατολή και δύση, βρίσκει κανείς άτομα κλεισμένα στον εαυτό τους, που ξέρουν απ’ τα βιβλία, ότι υπάρχουν τόποι όπου δε θα ένοιωθαν τόση μοναξιά, μα δεν έχουν την τύχη να ζουν σ’ αυτούς τούς τόπους και που πολύ σπάνια βρίσκουν την ευκαιρία μιας ευχάριστης φιλικής κουβέντας με κάποιον ομόφρονά τούς.

Για να μπορέσουν να φτάσουν την ευτυχία αυτή, πρέπει να βρεθεί τρόπος να περιορίσουν ή να ξεφύγουν απ’ την τυραννία της κοινής γνώμης. Πρέπει τα μέλη της πνευματικής αυτής μειονότητας να κατορθώσουν να γνωριστούν μεταξύ τους και να χαίρονται ο ένας τον άλλον τη συντροφιά. Σε αναρίθμητες περιπτώσεις, μια αδικαιολόγητη δειλία κάνει την κατάσταση χειρότερη απ’ όσο θα ‘πρεπε να είναι. Η κοινή γνώμη είναι πάντα πιο τυραννική απέναντι σ’ αυτούς που φανερά τη φοβούνται, παρά σ’ όσους αδιαφορούν γι’ αυτή. Ένας σκύλος γαβγίζει πιο δυνατά και δαγκώνει πιο πρόθυμα, όταν τον φοβούνται παρά όταν τον περιφρονούν· και το ανθρώπινο κοπάδι διατηρεί ακόμη κάτι απ’ το χαρακτηριστικό αυτό του σκύλου. Αν του δείξεις πως τον φοβάσαι, θα σε κυνηγήσει για καλά, ενώ αν του δείξεις αδιαφορία θ’ αρχίσει ν’ αμφιβάλλει για τη δύναμή του και θα σ’ αφήσει ήσυχο στο τέλος. Δε μιλώ, φυσικά, για την έσχατη περιφρόνηση κι αδιαφορία. Δε μιλώ για εξτρεμισμούς, αλλά για πολύ ήπια ξεγλιστρήματα απ’ τα «ειωθότα», όπως, είναι να αμελείς το ντύσιμό σου, να μην ανήκεις σε κάποιο θρησκευτικό δόγμα ή να μη διαβάζεις βιβλία που κινούν το γενικό ενδιαφέρον.

Στην εποχή μας, που η ψυχανάλυση έχει τόση πέραση, έχει επικρατήσει η συνήθεια, όταν ένας νέος βρίσκεται σε δυσαρμονία με το περιβάλλον του, να αποδίδουμε τη δυσαρμονία αυτή σε κάποια ψυχολογική διαταραχή. Όμως αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι μια αντίληψη απόλυτα σφαλερή. Υποθέστε λόγου χάριν, ότι ένας νεαρός έχει γονείς που χαρακτηρίζουν τη θεωρία της εξελίξεως για χυδαία και κακοήθη. Στην περίπτωση αυτή, δε χρειάζεται και πολλή εξυπνάδα εκ μέρους του για να τον κάνει να ‘ρθει σε σύγκρουση με τους γονείς του. Το να βρίσκεται κανείς σε δυσαρμονία με το περιβάλλον του, είναι φυσικά, μια ατυχία, αλλά όχι πάντα τόσο μεγάλη, ώστε να πρέπει να την αποφύγει με κάθε θυσία. Όταν το περιβάλλον αποδείχνεται ηλίθιο, γεμάτο προκαταλήψεις ή βάρβαρο, το να βρίσκεσαι σε αντίθεση μ’ αυτό, αποτελεί απόδειξη της δικής σου αξίας. Κι ως ένα βαθμό, τα παραπάνω χαρακτηριστικά υπάρχουν, λίγο-πολύ, σε κάθε περιβάλλον.

Ο Γαλιλέος και ο Κέπλερ είχαν «επικίνδυνες σκέψεις» (όπως τις χαρακτηρίζουν μερικοί) και τέτοιες σκέψεις έχουν κι οι πιο έξυπνοι άνθρωποι της εποχής μας. Δεν ωφελεί σε τέτοιες περιπτώσεις να είναι το κοινωνικό συναίσθημα τόσο ανεπτυγμένο, ώστε να κάνει τους τέτοιας ολκής ανθρώπους να φοβούνται την κοινωνική εχθρότητα που θα ξεσήκωνε η γνώμη τους. Θα ‘ταν προτιμότερο να βρισκόταν τρόπος να γίνει η έχθρα αυτή όσο μπορεί πιο ασήμαντη και ανώδυνη.

BERTRAND RUSSELL, Η ΚΑΤΑΚΤΗΣΗ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ

H ΔΥΣΧΕΡΕΙΑ ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΟΥ ΔΙΑΛΟΓΟΥ

Στην Ελλάδα “θεοποιήθηκε” ο Λόγος ως υπέρτατη αξία φιλοσοφική και ο διάλογος ως αξία ιδιαίτερα κοινωνική. Όπως είναι γνωστό, διάλογος είναι η ανταλλαγή σκέψεων και διερεύνηση αντιλήψεων για την εξεύρεση ενός σωστού συμπεράσματος πάνω σ’ ένα θέμα που προβληματίζει τους συζητητές. Είναι η τελειότερη μορφή επικοινωνίας για την ανταλλαγή απόψεων και πληροφοριών, την επίλυση η προσωπικών διαφορών ή συναισθηματικών εξομολογήσεων (ψυχική προσέγγιση). Μετατρέπει την μοναξιά και την αποστασιοποίηση σε συνύπαρξη και φιλία. Κυρίως όμως ο διάλογος είναι σημαντικός όταν αφορά ένα ζωτικό θέμα, πολιτικό, κοινωνικό, ηθικό, θρησκευτικό κ.λπ. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις η θεωρητική και πρακτική του αξία είναι μεγάλη, γιατί οι λύσεις στις οποίες θα οδηγήσει δεν αφορούν μόνον τους συνδιαλεγόμενους αλλά και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο.

Οι προϋποθέσεις ενός γνήσιού και γόνιμου διαλόγου είναι: να είναι ελεύθερος και αντικειμενικός, ανεπηρέαστος και ειλικρινής, αδογμάτιστος και αφανάτιστος, σφαιρικός και πειστικός, ισότιμος προς όλους τους συζητητές (ο ένας να σέβεται την άποψη του άλλου). Να είναι απαλλαγμένος από προκατάληψη, μισαλλοδοξία και ισχυρογνωμοσύνη. Να μη κυριαρχείται από το ένστικτο της επιθετικότητας που στοχεύει στην συντριβή του αντιπάλου και στον θρίαμβο του νικητή. Και προπαντώς να υπάρχει στο βάθος των συζητητών η συνείδηση ότι κανείς δεν μπορεί να έχει εκατό τοις εκατό δίκαιο και κανείς απόλυτο άδικο. Η λύση των περισσότερων προβλημάτων βρίσκεται στο “περίπου”, στην εξισορροπημένη συνδιαλλαγή και εναρμόνιση των αντιθέσεων. Δεν υπάρχει στην πράξη απόλυτο καλό και απόλυτο κακό για όλους ανεξαιρέτως. Ο Αριστοτέλης έθεσε σωστά το ζήτημα: “Επεί (δή) εξ ανοιμοίων η Πόλις… ανάγκη (εστί) μη μίαν (μόνον) είναι την αρετήν πάντων των πολιτών” (Πολιτικά 1277α, 6). Στον νεοελληνικό χώρο η δυσκολία ενός τέτοιου διαλόγου είναι παροιμιώδης. Ενώ από έναν συλλογικό διάλογο νικητής πρέπει να βγει η αλή0εια, ο κάθε συνομιλητής μάχεται ν’ αποδείξει ότι αυτός κατέχει την μοναδική αλήθεια και είναι ο νικητής. ‘Έτσι, οι διαφωνίες υπερισχύουν από την σύγκλιση των απόψεων, και οι συνομιλητές τελικά αφού “μονολογίσουν” μεταξύ τους, αποχωρούν χωρίς να υποχωρήσουν βήμα από τις προσωπικές θέσεις τους. Την υποχώρηση από τις Πρωταρχικές απόψεις τούς και γνώμες την θεωρούν προσβολή της προσωπικότητάς τους και καταρράκωση της αξιοπρέπειάς τους.’ Έτσι, μένουν άκαμπτοι και ανυποχώρητοι με την πεποίθηση πως η αντίστασή τους τονίζει την προσωπικότητά τους, και ενώ θα έπρεπε να συνυπάρχουν διαφωνούντες, προτιμούν την αποστασιοποίηση και την αντιπάθεια.

Οι αιτίες της ανικανότητας του Νεοέλληνα για διάλογο είναι πολλές- επισημαίνουμε μερικές:

– Ανώριμη κοινωνική συνείδηση συνεργασίας.
– Ανικανότητα για γόνιμη ακρόαση και σιωπή.
– Υπερτροφικός εγωισμός (ατομικοκεντρικότητα) που στοχεύει στην εξασφάλιση υπεροχής και σπουδαιοφάνειας ανάμεσα στους διαλεγόμενους. Ο Έλληνας δεν συζητάει, αποφαίνεται! Δεν αγαπάει την ισηγορία, την πολυφωνία, την συνύπαρξη των αντιθέτων. Απαιτεί την ομοφωνία! Εχθρεύεται τον αντίλογο.
– Υποβαθμισμένη εμπιστοσύνη στην αξία του διαλόγου και της ανταλλαγής ιδεών. ‘Έτσι ο διάλογος καταντάει συρραφή ρητορικών μονολόγων (συχνά άσχετων προς το θέμα). Δηλαδή διάλογος μεταξύ κωφών.
– Ατιθάσευτο ένστικτο ανταγωνιστικότητας, εριστικότητας ναι επιθετικότητας.
– Υποβαθμισμένη πνευματικότητα (που θα υπαγόρευε την ανεκτικότητα, τη μετριοπάθεια και τη διαλλακτικότητα του πολιτισμένου ανθρώπου).
-Έλλειψη ικανής παιδείας (που διαμορφώνει τον πλούτο της σκέψης, τη μεθόδευση του λόγου, την όξυνση της κρίσης, τον σεβασμό του συνομιλητή, την ανύψωση του ήθους, τη δίψα της αλήθειας και μόνο).
– Ο διάλογος με χαρακτήρα συστηματικού αμφισβητία, (επί παντός επιστητού) και απορριπτικού των πάντων.
– Δογματικότητα (που δυσχεραίνει τον διάλογο) ιδίως όταν εκφράζονται πολιτικές απόψεις (κομματική ιδεολογία) ή θρησκευτικές απόψεις (Θεολογική πίστη).
– Σοφιστική ικανότητα. Την χρησιμοποιεί άλλοτε για να επιδείξει “πνεύμα”, άλλοτε για ν’ αποπροσανατολίσει τον συνομιλητή κι άλλοτε για να δικαιολογήσει τις εσφαλμένες απόψεις του.
-Έλλειψη σωστής πληροφόρησης.
– Καχυποψία ότι τα συμπεράσματα του διαλόγου θα είναι βλαπτικά για τα συμφέροντα του διαλεγόμενου, οπότε ο διάλογος έχει χαραχτήρα καιροσκοπικό και παρελκυστικό.
– Προχειρολογία και φλυαρία ανούσια για δευτερεύοντα και εκτός θέματος πράγματα με ασαφή επιχειρήματα.

Ο ‘Έλληνας γενικά είναι κακός συζητητής στο σπίτι του, στις συναναστροφές του, στη δουλειά του, στις δημόσιες συζητήσεις, στο κοινοβούλιο, παντού. Δεν ξέρει να ακούει με προσοχή κάποιον ομιλητή και επιστρατεύει ένα σωρό επιχειρήματα σοφιστικά για να τον ανατρέψει. Ο Κ. Σκόκος έγραψε επιγραμματικά: “Όπου δύο Ρωμιοί, ο ένας αυτοσχεδιάζεται σε ρήτορα και ο άλλος αγωνίζεται να τον διακόψει”. Τις περισσότερες φορές καταφεύγει σε χειρονομίες και στην υπερύψωση της φωνής για να υπογραμμίσει τις ιδέες του και να πείσει τούς συζητητές για γνώμες που δεν έχουν κανένα λογικό έρεισμα. Αλλά με χειρονομίες και φωνασκίες ο ανόητος λόγος δεν αναβαθμίζεται, υποβαθμίζεται. Τελικά ένας τέτοιος διάλογος καταλήγει σε διαπληκτισμούς – και όχι μόνο φραστικούς. Ο Εμ. Ροίδης έγραφε: “Μεταξύ δύο Ρωμιών διαφωνούντων δια το αν ο ήλιος προβάλλει εξ ανατολών ή εκ δυσμών, δίκαιον έχει ο οπλοφορών”!

Μια ακόμη κακή συνήθεια των Νεοελλήνων είναι η τέλεια έλλειψη διαλόγου ανάμεσα σε νέους και ηλικιωμένους κι αυτό φυσικά αποβαίνει σε βάρος των νέων. Στον διάλογο δεν πρέπει να στέκονται εμπόδιο οι ηλικίες, το χάσμα των γενεών, τα πολιτικά φρονήματα, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις. Στον σωστό διάλογο ένα πράγμα πρωτεύει: η συλλογική αναζήτηση της αλήθειας. Τίποτα άλλο. Ο R. Rοllan το είχε επισημάνει: “Όταν συζητάμε δεν υπάρχει ανώτερος και κατώτερος, ούτε τίτλοι, ούτε ηλικία, ούτε όνομα. Τίποτα δεν λογαριάζεται παρά μονάχα η αλήθεια. Και μπροστά σ’ αυτή είναι όλοι ίσοι”. Και o Fr. Bacon παρατήρησε: “Γίνεται κανείς σοφώτερος από διάλογο μιας ώρας παρά από σκέψη μιας ημέρας”.

Φαίνεται όμως ότι η πολιτισμένη συνομιλία, ο διάλογος με βάση την αμοιβαία εμπιστοσύνη, δεν είναι γενικά κάτι το εύκολο, όχι μόνο για τους ‘Έλληνες αλλά και για άλλους λαούς, γιατί και η πιο ψυχρή λογική επηρεάζεται από το θερμό συναίσθημα. Χρειάστηκαν τόσα πολλά χρόνια για να γίνει η κραυγή των ανθρώπων ομιλία και φαίνεται πως δεν φτάνει μια ολόκληρη ζωή για να γίνει η ομιλία αυτή συνομιλία.

Οι συγκρούσεις μεταξύ μορίων και ελεύθερων ατόμων κλειδί για τη δημιουργία κβαντικά εκφυλισμένου μοριακού αερίου

Η ψύξη ενός αερίου σε αρκετά χαμηλή θερμοκρασία το οδηγεί να εισέλθει στο αποκαλούμενο καθεστώς κβαντικού εκφυλισμού, όπου κυριαρχούν κβαντικές συμπεριφορές. Τα εκφυλισμένα αέρια που συνίστανται από φερμιόνια έχουν από πολύ καιρό κατασκευαστεί χρησιμοποιώντας φερμιονικά άτομα, όμως το να κάνεις το ίδιο με μόρια είναι πιο περίπλοκο λόγω των πολύπλοκων ενεργειακών δομών τους.

Τη προηγούμενη χρονιά, μια ομάδα στο JILA (Joint Institute for Laboratory Astrophysics) στο Colorado κατασκεύασε ένα εκφυλισμένο αέριο Fermi από μόρια καλίου-ρουβιδίου. Τώρα η ίδια ομάδα εξηγεί τους μηχανισμούς που τους επιτρέπει να καθιστούν το αέριό τους τόσο ψυχρό. Η εργασία δίνει μια διαδρομή για την ψύξη μοριακών αερίων σε ακόμη χαμηλότερες θερμοκρασίες και βαθύτερους εκφυλισμούς. Τα αέρια αυτά θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για τη μελέτη χημικών δυναμικών σε πλήρες κβαντικό καθεστώς και για να γίνουν έλεγχοι της κβαντικής φυσικής.

Για να κατασκευάσουν μοριακό αέριο Fermi, οι William Tobias, Kyle Matsuda και οι συνεργάτες τους προπαρασκεύασαν ξεχωριστά υπέρψυχρα αέρια ρουβιδίου (Rb) και καλίου (Κ). Στη συνέχεια συνδύασαν τα άτομα μέσω μια διαδικασίας δυο βημάτων: Πρώτον, σάρωσαν με μαγνητικό πεδίο από άκρη σε άκρη τα αέρια, διαμορφώνοντας ζεύγη χαλαρού δεσμού ατόμων Rb και K. Δεύτερον, εφάρμοσαν λέιζερ για να μεταφέρουν τα μόρια με χαλαρό δεσμό σε μια έντονα δεσμευμένη θεμελιώδη κατάσταση.

Η ομάδα βρήκε ότι η πυκνότητα και η θερμοκρασία του αρχικού αερίου Κ ήταν βασικά στον προσδιορισμό της τελικής θερμοκρασίας του μοριακού αερίου. Στα αέρια που έφθασαν στο καθεστώς κβαντικού εκφυλισμού, η πυκνότητα του Κ ήταν επαρκής για τα μόρια και τα απομένοντα άτομα Κ για να συγκρουστούν κατά μέσο όρο περίπου 6 φορές, με κάθε σύγκρουση να ψύχει περαιτέρω τα μόρια.

Η ομάδα επίσης παρατήρησε ένα χαρακτηριστικό των αερίων Fermi γνωστό ως αντι-συμπύκνωση (antibunching), με τα μόρια να παραμένουν διαχωρισμένα στο χώρο και στην ορμή. Η μέτρηση είναι μια πρωτιά για τα μόρια και παρέχει έναν εναλλακτικό τρόπο για τη μέτρηση της θερμοκρασίας του συστήματος.

Πλωτίνος: φιλοσοφία και ζωή

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονοσ πλωτίνοσ
Πλωτίνος: 204/5-270 μ.Χ.

Προς μια φιλοσοφική κατανόηση της ζωής

§1

Ποιος είναι ο Πλωτίνος; Είναι ο φιλόσοφος-διανοητής, που ακολούθησε μεν την παράδοση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά επιχείρησε να της δώσει μια νέα πνοή, εναρμονισμένη με το πνεύμα της εποχής, το οποίο εξέφρασε με τον τρόπο του και ο ίδιος. Έζησε τον 3ο αιώνα μ.Χ. και ανέπτυξε τη συνολική φιλοσοφική του δραστηριότητα στη Ρώμη. Εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 245, σαράντα ετών, και ιδρύει Σχολή, όπου διδάσκει φιλοσοφία δια βίου. Εκεί απέκτησε μεγάλη φήμη, καθώς και πολλούς σημαντικούς μαθητές, αλλά και διαλεχτούς φίλους. Σύμφωνα με τον Πορφύριο, ‒εξέχοντα μαθητή του μα και αξιόπιστο βιογράφο του με το έργο του περί του Πλωτίνου Βίου‒ ο Πλωτίνος δεν ήταν μόνο ένας εξόχως αποδεκτός φιλόσοφος στη Ρώμη, αλλά και ένας σπάνιος δάσκαλος, που μετέδιδε στους μαθητές του, ανάμεσα στα άλλα, γαλήνη, παραμυθία, καταπράυνση, ανθρωπινότητα, κατανοητικότητα, προσήνεια κ.λπ. Και όλα ετούτα δεν είναι άσχετα με το γεγονός ο Πλωτίνος ήταν πάντοτε παρών στις ποικίλες δυσκολίες των φίλων του. 

§2

Ως προς τη διδασκαλία του είχε αναπτύξει μια φιλοσοφική μέθοδο δυναμικής υφής, που απεικονίζει τη σχέση Είναι και Δέοντος, Αξίας και Όντος. Στο πλαίσιο αυτής της μεθοδολογικής δυναμικής, δεν λησμονούσε, ούτε στις πιο αναπάντεχες στιγμές του βίου του, να εφαρμόζει στην πράξη ό,τι ο ίδιος δίδασκε ή διατύπωνε θεωρητικά. Για παράδειγμα καλλιεργούσε έντονα την εσωτερικότητα και την αποστασιοποίηση από τα εγκόσμια της καθημερινότητας, ενώ συγχρόνως επιχειρούσε αυτό να το κάμει εφαρμόσιμο και στην πλειονότητα των ανθρώπων που τον περιέβαλλαν με την εμπιστοσύνη τους ή την αφοσίωσή τους. Επρόκειτο για μια στροφή του προς τα ένδον, η οποία όμως δεν ήταν άσχετη και με την άκρως ταραγμένη εποχή που έζησε. Εδώ, ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος διέκρινε πως αυτή η ταραχώδης και γεμάτη αγωνία εποχή θα μπορούσε να κονιορτοποιήσει την ανθρώπινη ατομικότητα. Γι’ αυτό και πίστευε πως ο άνθρωπος θα μπορούσε, ως ένα αντιστάθμισμα υπό μια ευρεία έννοια, να ανακαλύψει την εσωτερική του δυναμική και να ενεργοποιήσει όλες τις ζωτικές δυνάμεις που φέρει μέσα του. Στη συνάφεια τούτη κήρυττε πως τα πάντα εξαρτώνται από μια τέτοια φιλοσοφική άσκηση της ψυχής, που θα επιτρέπει να εκχύνεται στον εξωτερικό, τον αισθητό κόσμο ένας πλούτος απέραντων δυνάμεων αρμονίας και κάλλους. Είναι οι δυνάμεις που μπορούν να μεταβάλλουν τη ζωή σε μια αδιάκοπη και γοητευτική δημιουργία και να καθιστούν την πρόοδο μια διαρκή επάνοδο του ανθρώπου στον εαυτό του, κάτι δηλαδή παρεμφερές με τη νιτσεϊκή αιώνια επάνοδο του ίδιου και του όμοιου. Και στις δυο περιπτώσεις, η εν λόγω πρόοδος όχι μόνο δεν σχετίζεται με την τρέχουσα χυδαία αιτιοκρατική ιδέα της προόδου, αλλά την αντιστρατεύεται ευθέως.

§3

Ι. Πώς αντίκριζε τη ζωή ο Πλωτίνος; Την αντίκριζε μέσα από την «περιπλάνηση» στην απείρως όμορφη εσωτερικότητά της. Η αληθώς αυθεντική ζωή δεν βρίσκεται ούτε εξαντλείται στην εξωτερική ζωή παρά συνυφαίνεται με την εγρήγορση της έλλογης ψυχής και με τη συναγωγή του πνεύματος στον εαυτό του. Τούτο σημαίνει δυο τινά: 1. Ό,τι αυτό που αξίζει να προσέχει ο άνθρωπος και να προσηλώνει το βλέμμα του δεν πρέπει να είναι οι ποικίλες και ανεξέλεγκτες εικονικές αναπαραστάσεις της ζωής, αλλά οι ιδανικές μορφές και η αντίστοιχη ομορφιά, που αυτές εκπέμπουν. 2. Έτσι δεν αρνείται τη ζωή, παρά μόνο την τετριμμένη καθημερινότητα, που μας γεμίζει με θλίψη, ανασφάλεια, διχοτόμηση και αφόρητο παραλογισμό. Μια τέτοια άρνηση την κατανοούσε ως άρνηση του εσωτερικά ελεύθερου ατόμου να παραδοθεί στην ανεστιότητα της βίαιης εξωτερικότητας αλλότριων προς τον αληθή βίο δυνάμεων. Σε καμιά περίπτωση δεν κήρυττε, με αυτό τον τρόπο, τη φυγή από την πραγματικότητα παρά μόνο την αναζήτηση της γαλήνης στο αιώνιο. Υπ’ αυτή την οπτική και πάντα υπό μια γόνιμη ερμηνεία της πλατωνικής φιλοσοφίας ιεραρχούσε τις διάφορες μορφές της ζωής με βάση την αξία της αυτή καθεαυτήν.

ΙΙ. Η πρώτη, κατώτατη μορφή ζωής είναι η σωματική και η φυτική. Ακολουθεί η ψυχική και στην κορυφή βρίσκεται η ζωή της αιωνιότητας, εκείνη του πνεύματος. Κατά την πρώτη βαθμίδα, η ψυχή ρέπει προς μια εμπειρική εξωτερίκευση, όπου ως ζωντανή ατομικότητα εκτίθεται σε μια αδιάπτωτη παραγωγή νέων μορφών της πρώτης εκείνης βαθμίδας, με αποτέλεσμα την πρακτική, ηθική, αλλά και γνωσιακή, θεωρητική εξάντληση ή κόπωση. Η τελευταία ωστόσο, μαζί με την έμφυτη τάση, επιθυμία, πόθο της ψυχής για επιστροφή προς τον εαυτό της, την επαναφέρουν προς τα ένδον, την καθιστούν αυτοσυνείδηση. Ως συνείδηση και αυτοσυνείδηση, η ψυχή απελευθερώνεται από τη σκιώδη ζωή του αισθητού κόσμου και ανέρχεται προς τη ζωή ή τον κόσμο της καθαρής ιδέας. Η ψυχή τώρα μεταβαίνει στην αρχέγονη πηγή της, δηλαδή ανάγεται στο Νου, και ο λόγος της συνάγει τα πολλά στο Ένα, κατά το πρότυπο της πλατωνικής διαλεκτικής: από τη διαίρεση των πολλών στη συναγωγή του Ενός. Δυνάμει μιας τέτοιας διαλεκτικής καθίσταται δυνατή πλέον η τρίτη βαθμίδα, η ζωή του πνεύματος, όπου η ζωή συγκροτεί το αιώνιο παρόν, την αμετάβλητη, αναλλοίωτη μορφή της, εκείθεν κάθε φθοράς και καταστροφής. Όλες τώρα οι στιγμές και οι τρόποι ζωής άδουν την πεπληρωμένη νοσταλγία της ανθρώπινης ψυχής.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1362a-1362b)

[VI] Ὧν μὲν οὖν δεῖ στοχάζεσθαι προτρέποντα ὡς ἐσομένων ἢ ὑπαρχόντων, καὶ ὧν ἀποτρέποντα, φανερόν· τὰ γὰρ ἐναντία τούτων ἐστίν. ἐπεὶ δὲ πρόκειται τῷ συμβουλεύοντι σκοπὸς τὸ συμφέρον, βουλεύονται δὲ οὐ περὶ τοῦ τέλους, ἀλλὰ περὶ τῶν πρὸς τὸ τέλος, ταῦτα δ᾽ ἐστὶ τὰ συμφέροντα κατὰ τὰς πράξεις, τὸ δὲ συμφέρον ἀγαθόν, ληπτέον ἂν εἴη τὰ στοιχεῖα περὶ ἀγαθοῦ καὶ συμφέροντος ἁπλῶς.

Ἔστω δὴ ἀγαθὸν ὃ ἂν αὐτὸ ἑαυτοῦ ἕνεκα ᾖ αἱρετόν, καὶ οὗ ἕνεκα ἄλλο αἱρούμεθα, καὶ οὗ ἐφίεται πάντα, ἢ πάντα τὰ αἴσθησιν ἔχοντα ἢ νοῦν ἢ εἰ λάβοι νοῦν, καὶ ὅσα ὁ νοῦς ἂν ἑκάστῳ ἀποδοίη, καὶ ὅσα ὁ περὶ ἕκαστον νοῦς ἀποδίδωσιν ἑκάστῳ· τοῦτό ἐστιν ἑκάστῳ ἀγαθόν, καὶ οὗ παρόντος εὖ διάκειται καὶ αὐτάρκως ἔχει, καὶ τὸ αὔταρκες, καὶ τὸ ποιητικὸν ἢ φυλακτικὸν τῶν τοιούτων, καὶ ᾧ ἀκολουθεῖ τὰ τοιαῦτα, καὶ τὰ κωλυτικὰ τῶν ἐναντίων καὶ τὰ φθαρτικά. ἀκολουθεῖ δὲ διχῶς· ἢ γὰρ ἅμα ἢ ὕστερον, οἷον τῷ μὲν μανθάνειν τὸ ἐπίστασθαι ὕστερον, τῷ δὲ ὑγιαίνειν τὸ ζῆν ἅμα. καὶ τὰ ποιητικὰ τριχῶς, τὰ μὲν ὡς τὸ ὑγιαίνειν ὑγιείας, τὰ δὲ ὡς σιτία ὑγιείας, τὰ δὲ ὡς τὸ γυμνάζεσθαι, ὅτι ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ ποιεῖ ὑγίειαν.

Τούτων δὲ κειμένων ἀνάγκη τάς τε λήψεις τῶν ἀγαθῶν ἀγαθὰς εἶναι καὶ τὰς τῶν κακῶν ἀποβολάς· ἀκολουθεῖ γὰρ τῷ μὲν τὸ μὴ ἔχειν τὸ κακὸν ἅμα, τῷ δὲ τὸ ἔχειν τὸ ἀγαθὸν ὕστερον. καὶ ἡ ἀντ᾽ ἐλάττονος ἀγαθοῦ μείζονος λῆψις καὶ ἀντὶ μείζονος κακοῦ ἐλάττονος·

[1362b] ᾧ γὰρ ὑπερέχει τὸ μεῖζον τοῦ ἐλάττονος, τούτῳ γίνεται τοῦ μὲν λῆψις τοῦ δ᾽ ἀποβολή. καὶ τὰς ἀρετὰς δὲ ἀνάγκη ἀγαθὸν εἶναι· κατὰ γὰρ ταύτας εὖ τε διάκεινται οἱ ἔχοντες, καὶ ποιητικαὶ τῶν ἀγαθῶν εἰσι καὶ πρακτικαί· περὶ ἑκάστης δὲ καὶ τίς καὶ ποία χωρὶς ῥητέον. καὶ τὴν ἡδονὴν ἀγαθὸν εἶναι· πάντα γὰρ ἐφίεται τὰ ζῷα αὐτῆς τῇ φύσει· ὥστε καὶ τὰ ἡδέα καὶ τὰ καλὰ ἀνάγκη ἀγαθὰ εἶναι· τὰ μὲν γὰρ ἡδονῆς ποιητικά, τῶν δὲ καλῶν τὰ μὲν ἡδέα τὰ δὲ αὐτὰ καθ᾽ ἑαυτὰ αἱρετά ἐστιν.

Ὡς δὲ καθ᾽ ἓν εἰπεῖν, ἀνάγκη ἀγαθὰ εἶναι τάδε. εὐδαιμονία· καὶ γὰρ καθ᾽ αὑτὸ αἱρετὸν καὶ αὔταρκες, καὶ ἕνεκα αὐτῆς τἆλλα αἱρούμεθα. δικαιοσύνη, ἀνδρεία, σωφροσύνη, μεγαλοψυχία, μεγαλοπρέπεια, καὶ αἱ ἄλλαι αἱ τοιαῦται ἕξεις· ἀρεταὶ γὰρ ψυχῆς. καὶ ὑγίεια καὶ κάλλος καὶ τὰ τοιαῦτα· ἀρεταὶ γὰρ σώματος καὶ ποιητικὰ πολλῶν, οἷον ὑγίεια καὶ ἡδονῆς καὶ τοῦ ζῆν, διὸ καὶ ἄριστον δοκεῖ εἶναι, ὅτι δύο τῶν τοῖς πολλοῖς τιμιωτάτων αἴτιόν ἐστιν, ἡδονῆς καὶ τοῦ ζῆν. πλοῦτος· ἀρετὴ γὰρ κτήσεως καὶ ποιητικὸν πολλῶν. φίλος καὶ φιλία· καὶ γὰρ καθ᾽ αὑτὸν αἱρετὸς ὁ φίλος καὶ ποιητικὸς πολλῶν. τιμή, δόξα· καὶ γὰρ ἡδέα καὶ ποιητικὰ πολλῶν, καὶ ἀκολουθεῖ αὐταῖς ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τὸ ὑπάρχειν ἐφ᾽ οἷς τιμῶνται. δύναμις τοῦ λέγειν, τοῦ πράττειν· ποιητικὰ γὰρ πάντα τὰ τοιαῦτα ἀγαθῶν. ἔτι εὐφυΐα, μνήμη, εὐμάθεια, ἀγχίνοια, πάντα τὰ τοιαῦτα· ποιητικαὶ γὰρ αὗται ἀγαθῶν αἱ δυνάμεις εἰσίν. ὁμοίως δὲ καὶ αἱ ἐπιστῆμαι πᾶσαι καὶ αἱ τέχναι. καὶ τὸ ζῆν· εἰ γὰρ μηδὲν ἄλλο ἕποιτο ἀγαθόν, καθ᾽ αὑτὸ αἱρετόν ἐστιν. καὶ τὸ δίκαιον· συμφέρον γάρ τι κοινῇ ἐστιν.

***
[6] Είναι λοιπόν φανερό σε ποιά πράγματα, μελλοντικά ή τωρινά, πρέπει να στοχεύει ο συμβουλευτικός ρήτορας όταν προτρέπει και σε ποιά όταν αποτρέπει — τα δεύτερα είναι, βέβαια, τα αντίθετα των πρώτων. Δεδομένου, τώρα, ότι ο σκοπός που ορίζει στον εαυτό του ο συμβουλευτικός ρήτορας είναι το συμφέρον· δεδομένου επίσης ότι οι άνθρωποι δεν συζητούν ούτε διαβουλεύονται για τον τελικό αυτό σκοπό, αλλά για τα μέσα που οδηγούν σ᾽ αυτόν, και ότι αυτά είναι όσα υπηρετούν το συμφέρον μας μέσω των πράξεών μας· δεδομένου, τέλος, ότι αυτό που συμφέρει είναι καλό, ανάγκη να μιλήσουμε —σε γενικές γραμμές— για τους τόπους που σχετίζονται με το καλό και με το συμφέρον.

Ας δεχτούμε λοιπόν ότι καλό είναι καθετί που το επιλέγουμε και το προτιμούμε γι᾽ αυτό που είναι το ίδιο, ή αυτό που για χάρη του επιλέγουμε και προτιμούμε κάτι άλλο· επίσης αυτό που το επιθυμούν όλα τα όντα ή όλα τα όντα που έχουν αίσθηση ή νου, ή που θα το επιθυμούσαν, αν αποκτούσαν νου· επίσης όσα ο νους θα έδινε στον καθένα και όσα ο νους δίνει στον καθένα σε επιμέρους περιστάσεις, αυτό είναι καλό για τον καθένα· καλό είναι επίσης αυτό που η παρουσία του κάνει τον άνθρωπο να βρίσκεται σε μια καλή κατάσταση και να είναι αυτάρκης· και η αυτάρκεια· καθετί επίσης που παράγει ή συντηρεί αυτού του είδους τα πράγματα· καθετί που το ακολουθούν αυτού του είδους τα πράγματα· αυτά επίσης που μπορούν να εμποδίσουν ή να καταστρέψουν τα αντίθετα αυτών των πραγμάτων. Το «ακολουθούν» με διπλό νόημα: ή και τα δύο υπάρχουν μαζί ή το ένα έρχεται ύστερα από το άλλο· η γνώση π.χ. έρχεται ύστερα από τη μάθηση, η ζωή όμως υπάρχει μαζί μαζί με την υγεία. Τα πράγματα, πάλι, «παράγουν» με τριπλό νόημα: το να είμαι υγιής παράγει υγεία —η τροφή παράγει υγεία— οι γυμναστικές ασκήσεις τις περισσότερες φορές παράγουν υγεία.

Αν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε υποχρεωτικά καλό πράγμα είναι αφενός η απόκτηση των καλών πραγμάτων και αφετέρου η αποβολή των κακών πραγμάτων: στη δεύτερη περίπτωση απαλλαγή από το κακό υπάρχει μαζί μαζί, ενώ στην πρώτη η κατοχή του καλού έρχεται ύστερα. Καλό είναι επίσης η απόκτηση ενός μεγαλύτερου καλού πράγματος στη θέση ενός μικρότερου, καθώς και η απόκτηση ενός μικρότερου κακού πράγματος στη θέση ενός μεγαλύτερου·

[1362b] γιατί στον βαθμό που το μεγαλύτερο ξεπερνάει το μικρότερο υπάρχει κέρδος στην πρώτη περίπτωση και απώλεια στη δεύτερη. Και οι αρετές επίσης δεν μπορεί παρά να είναι κάτι καλό· γιατί αυτοί που τις έχουν βρίσκονται, χάρη σ᾽ αυτές, σε μια σωστή κατάσταση, και επιπλέον οι αρετές παράγουν καλά πράγματα και καλές πράξεις. Εν πάση περιπτώσει για την καθεμιά τους (πιο συγκεκριμένα: για τη φύση και τις ιδιότητες της καθεμιάς) θα χρειαστεί να μιλήσουμε ξεχωριστά. Και η ηδονή επίσης είναι κάτι καλό, αφού όλα τα ζωντανά όντα την αποζητούν κινημένα από τη φύση τους. Συμπέρασμα: τα ευχάριστα και τα όμορφα πράγματα δεν μπορεί παρά να είναι καλά: τα πρώτα επειδή δημιουργούν ηδονή· όσο για τα όμορφα πράγματα, άλλα από αυτά είναι ευχάριστα και άλλα είναι επιθυμητά καθεαυτά.

Για να τα πούμε λοιπόν ένα ένα, τα εξής πράγματα δεν μπορεί παρά να είναι καλά: Η ευδαιμονία — δεδομένου ότι α) είναι κάτι το επιθυμητό καθεαυτό, β) είναι κάτι το αύταρκες, γ) για να την αποκτήσουμε, διαλέγουμε και επιδιώκουμε κάποια άλλα πράγματα. Η δικαιοσύνη, η ανδρεία, η εγκράτεια, η μεγαλοψυχία, η μεγαλοδωρία και οι άλλες αυτού του είδους έξεις — γιατί είναι αρετές της ψυχής. Επίσης η υγεία, η ομορφιά και τα παρόμοια — γιατί είναι αρετές του σώματος και έχουν τη δύναμη να δημιουργούν πολλά άλλα πράγματα· η υγεία π.χ. είναι δημιουργός και ηδονής και της ζωής· αυτός είναι και ο λόγος που θεωρείται το μεγαλύτερο καλό, γιατί από αυτήν ξεκινούν τα δύο πιο πολύτιμα για τους περισσότερους ανθρώπους πράγματα, η ηδονή και η ζωή. Ο πλούτος — γιατί είναι η αρετή της κτήσης και γιατί έχει τη δύναμη να δημιουργεί πολλά καλά πράγματα. Ο φίλος και η φιλία — γιατί ο φίλος είναι επιθυμητός καθεαυτόν και έχει τη δύναμη να δημιουργεί πολλά καλά πράγματα. Οι τιμές, η δόξα — γιατί είναι ευχάριστα πράγματα, γιατί έχουν τη δύναμη να δημιουργούν πολλά καλά πράγματα και γιατί συχνά έχουν ως επακόλουθό τους πράγματα για τα οποία τιμώνται οι άνθρωποι. Η ευγλωττία, η ικανότητα για πράξη — γιατί όλα αυτά έχουν τη δύναμη να δημιουργούν καλά πράγματα. Ακόμη η ευφυΐα, η μνήμη, η ευκολία στη μάθηση, το κοφτερό μυαλό και όλες αυτού του είδους οι ιδιότητες — γιατί οι ιδιότητες αυτές έχουν τη δύναμη να δημιουργούν καλά πράγματα. Το ίδιο και όλοι οι τομείς της γνώσης και οι τέχνες. Και η ζωή — γιατί και αν ακόμη δεν είχε ως επακόλουθό της κανένα άλλο καλό πράγμα, η ζωή είναι επιθυμητή και από μόνη της. Και η δικαιοσύνη — γιατί είναι κάτι που συμφέρει από κοινού σε όλους.