Πέμπτη 9 Ιουλίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἡρακλῆς Μαινόμενος (170-235)

170 ΑΜ. τῶι τοῦ Διὸς μὲν Ζεὺς ἀμυνέτω μέρει
παιδός· τὸ δ᾽ εἰς ἔμ᾽, Ἡράκλεις, ἐμοὶ μέλει
λόγοισι τὴν τοῦδ᾽ ἀμαθίαν ὑπὲρ σέθεν
δεῖξαι· κακῶς γάρ σ᾽ οὐκ ἐατέον κλύειν.
πρῶτον μὲν οὖν τἄρρητ᾽ (ἐν ἀρρήτοισι γὰρ
175 τὴν σὴν νομίζω δειλίαν, Ἡράκλεες)
σὺν μάρτυσιν θεοῖς δεῖ μ᾽ ἀπαλλάξαι σέθεν.
Διὸς κεραυνὸν ἠρόμην τέθριππά τε
ἐν οἷς βεβηκὼς τοῖσι γῆς βλαστήμασιν
Γίγασι πλευροῖς πτήν᾽ ἐναρμόσας βέλη
180 τὸν καλλίνικον μετὰ θεῶν ἐκώμασεν·
τετρασκελές θ᾽ ὕβρισμα, Κενταύρων γένος,
Φολόην ἐπελθών, ὦ κάκιστε βασιλέων,
ἐροῦ τίν᾽ ἄνδρ᾽ ἄριστον ἐγκρίνειαν ἄν·
ἢ οὐ παῖδα τὸν ἐμόν, ὃν σὺ φὴις εἶναι δοκεῖν;
185 Δίρφυν τ᾽ ἐρωτῶν ἥ σ᾽ ἔθρεψ᾽ Ἀβαντίδα,
οὐκ ἄν ‹σ᾽› ἐπαινέσειεν· οὐ γὰρ ἔσθ᾽ ὅπου
ἐσθλόν τι δράσας μάρτυρ᾽ ἂν λάβοις πάτραν.
τὸ πάνσοφον δ᾽ εὕρημα, τοξήρη σαγήν,
μέμφηι· κλύων νυν τἀπ᾽ ἐμοῦ σοφὸς γενοῦ.
190 ἀνὴρ ὁπλίτης δοῦλός ἐστι τῶν ὅπλων
θραύσας τε λόγχην οὐκ ἔχει τῶι σώματι
θάνατον ἀμῦναι, μίαν ἔχων ἀλκὴν μόνον·
καὶ τοῖσι συνταχθεῖσιν οὖσι μὴ ἀγαθοῖς
αὐτὸς τέθνηκε δειλίαι τῆι τῶν πέλας.
195 ὅσοι δὲ τόξοις χεῖρ᾽ ἔχουσιν εὔστοχον,
ἓν μὲν τὸ λῶιστον, μυρίους οἰστοὺς ἀφεὶς
ἄλλοις τὸ σῶμα ῥύεται μὴ κατθανεῖν,
ἑκὰς δ᾽ ἀφεστὼς πολεμίους ἀμύνεται
τυφλοῖς ὁρῶντας οὐτάσας τοξεύμασιν
200 τὸ σῶμά τ᾽ οὐ δίδωσι τοῖς ἐναντίοις,
ἐν εὐφυλάκτωι δ᾽ ἐστί. τοῦτο δ᾽ ἐν μάχηι
σοφὸν μάλιστα, δρῶντα πολεμίους κακῶς
σώιζειν τὸ σῶμα, μὴ ᾽κ τύχης ὡρμισμένον.
λόγοι μὲν οἵδε τοῖσι σοῖς ἐναντίαν
205 γνώμην ἔχουσι τῶν καθεστώτων πέρι.
παῖδας δὲ δὴ τί τούσδ᾽ ἀποκτεῖναι θέλεις;
τί σ᾽ οἵδ᾽ ἔδρασαν; ἕν τί σ᾽ ἡγοῦμαι σοφόν,
εἰ τῶν ἀρίστων τἄκγον᾽ αὐτὸς ὢν κακὸς
δέδοικας. ἀλλὰ τοῦθ᾽ ὅμως ἡμῖν βαρύ,
210 εἰ δειλίας σῆς κατθανούμεθ᾽ οὕνεκα,
ὃ χρῆν σ᾽ ὑφ᾽ ἡμῶν τῶν ἀμεινόνων παθεῖν,
εἰ Ζεὺς δικαίας εἶχεν εἰς ἡμᾶς φρένας.
εἰ δ᾽ οὖν ἔχειν γῆς σκῆπτρα τῆσδ᾽ αὐτὸς θέλεις,
ἔασον ἡμᾶς φυγάδας ἐξελθεῖν χθονός·
215 βίαι δὲ δράσηις μηδὲν ἢ πείσηι βίαν
ὅταν θεοῦ σοι πνεῦμα μεταβαλὸν τύχηι.
φεῦ·
ὦ γαῖα Κάδμου (καὶ γὰρ ἐς σ᾽ ἀφίξομαι
λόγους ὀνειδιστῆρας ἐνδατούμενος),
τοιαῦτ᾽ ἀμύνεθ᾽ Ἡρακλεῖ τέκνοισί τε;
220 Μινύαις ὃς εἷς ἅπασι διὰ μάχης μολὼν
Θήβας ἔθηκεν ὄμμ᾽ ἐλεύθερον βλέπειν.
οὐδ᾽ Ἑλλάδ᾽ ἤινεσ᾽ (οὐδ᾽ ἀνέξομαί ποτε
σιγῶν) κακίστην λαμβάνων ἐς παῖδ᾽ ἐμόν,
ἣν χρῆν νεοσσοῖς τοῖσδε πῦρ λόγχας ὅπλα
225 φέρουσαν ἐλθεῖν, ποντίων καθαρμάτων
χέρσου τ᾽ ἀμοιβὰς ὧν †ἐμόχθησας χάριν†.
τὰ δ᾽, ὦ τέκν᾽, ὑμῖν οὔτε Θηβαίων πόλις
οὔθ᾽ Ἑλλὰς ἀρκεῖ· πρὸς δ᾽ ἔμ᾽ ἀσθενῆ φίλον
δεδόρκατ᾽, οὐδὲν ὄντα πλὴν γλώσσης ψόφον.
230 ῥώμη γὰρ ἐκλέλοιπεν ἣν πρὶν εἴχομεν,
γήραι δὲ τρομερὰ γυῖα κἀμαυρὸν σθένος.
εἰ δ᾽ ἦ νέος τε κἄτι σώματος κρατῶν,
λαβὼν ἂν ἔγχος τοῦδε τοὺς ξανθοὺς πλόκους
καθηιμάτωσ᾽ ἄν, ὥστ᾽ Ἀτλαντικῶν πέραν
235 φεύγειν ὅρων ἂν δειλίαι τοὐμὸν δόρυ.

***
170 ΑΜΦ. Όσο μπορεί ας υπερασπίσει ο Δίας τον γιο του·
όσο για μένα, ω Ηρακλή, εγώ θα φροντίσω
με λόγια την ανοησία αυτουνού να δείξω·
γιατί δεν πρέπει εγώ ν᾽ αφήσω να σε βρίζουν.
Και πρώτ᾽ απ᾽ τ᾽ ανείπωτα πρέπει (τι νομίζω,
ω Ηρακλή μου, τη δειλία σου ανείπωτο πράγμα)
με μάρτυρες όλους τους θεούς να σ᾽ αλαφρώσω.
Ερώτησα τον κεραυνό του Διός και το άρμα,
που ανεβασμένος πα σ᾽ αυτό της Γης τις φύτρες,
τους Γίγαντες, με φτερωτά κάρφωσε βέλη
180 και γιόρτασε μ᾽ όλους τους θεούς την καλή νίκη.
Και στο τετράποδο το γένος των Κενταύρων
στη Φολόη πηγαίνοντας, ω δειλότερε όλων
των βασιλιάδων, ρώτα ποιόν αναγνωρίζουν
καλύτερο απ᾽ τον γιο μου, που συ τον αρνιέσαι.
Κι αν ρωτήσεις και τη Δίρφη, που σ᾽ έχει θρέψει,
δεν θα σ᾽ επαίνα, τι δεν έχεις τίποτε άξιο
κάμει που την πατρίδα σου μάρτυρα να ᾽χεις.
Και το απ᾽ όλα σοφότερο εύρημα, τα τόξα,
κατηγορείς· αλλ᾽ άκουσε από μέ να μάθεις.
190 Ο βαριά οπλισμένος είναι δούλος των όπλων
κι αν οι σύντροφοί του δεν είναι ανδρείοι, πεθαίνει
μες στη γραμμή από τη δειλία των πλαγινών του,
κι αν σπάσ᾽ η λόγχη του δεν έχει άλλο πια μέσο
τον θάνατο απ᾽ το σώμα του ν᾽ απομακρύνει.
Κι όποιος στα τόξα καλοσήμαδο έχει χέρι,
ένα καλό έχει, ρίχνοντας άμετρα βέλη
να σώζει απ᾽ τον θάνατο και τη ζωή των άλλων,
και τους εχθρούς από μακριά τούς πολεμάει
χτυπώντας με βέλη τυφλά ανθρώπους με μάτια
200 και δεν εκθέτει στους ενάντιους το κορμί του,
μα το φυλάει καλά· κι είναι σοφό στη μάχη
τους εχθρούς βλάβοντας πολύ τη ζωή να σώζεις,
γιατί δεν έρχονται οι εχθροί καθώς τους τύχει!
Μ᾽ αυτά το ενάντιο απ᾽ όσα λέγεις συ αποδείχνω.
Μα τα παιδάκι᾽ αυτά τί θες να τα σκοτώσεις;
τί σου ᾽καμαν; θα ήταν σοφόν αυτό, μονάχα
αν των αρίστων τα παιδιά όντας φοβητσάρης
συ τα φοβάσαι· αλλά για μας βαρύ είναι τούτο,
210 το να πεθάνουμε απ᾽ τον φόβο τον δικό σου,
που έπρεπε συ από μας τους πιο καλύτερούς σου
να σκοτωθείς, αν είχε ο Δίας δικαιοσύνη.
Αν όμως θες να᾽ χεις του τόπου εσύ τα σκήπτρα,
να φύγουμε άφησέ μας, δώθε εξορισμένοι·
και μη μεταχειρίζεσαι βία, μη την πάθεις
όταν ο θεός για σε τη διάθεσή του αλλάξει.
Ωιμέ!
Ω γη του Κάδμου, σ᾽ εσέ τώρα καταφεύγω
απ᾽ τα ονειδίσματ᾽ αυτωνών κατακομμένος,
έτσι βοηθάς τον Ηρακλή και τα παιδιά του;
220 που πολεμώντας μόνος με όλους τους Μινύες
στη Θήβα λεύτερο έδωκε μάτι να βλέπει.
Μα δεν παινώ εγώ την Ελλάδα κι ούτε τώρα
θα το σιωπήσω πια τί παίρνω για τον γιο μου
ευγνωμοσύνη, που έπρεπε γι᾽ αυτά τα βρέφη
νά ᾽ρθει γιομάτη όπλα, φωτιά και μακριές λόγχες,
αμοιβή του καθαρισμού στεριάς, πελάγου.
Αλλά, παιδιά μου, τη βοήθεια αυτή ούτε η Θήβα
ούτε η Ελλάδα σάς τη δίνει κι ελπίδα μόνη
εμέναν᾽ έχετε, που ᾽μαι αχός γλώσσας μόνο
230 γιατί μου ᾽φυγεν η δύναμη που ᾽χα πρώτα
και τρέμουν απ᾽ τα γηρατειά τα γόνατά μου·
μ᾽ αν ήμουν νέος και στην υγεία κάπως βαστιόμουν,
το δόρυ αδράχνοντας τους ξανθούς πλοκαμούς του
θα του καταμάτωνα, που να φεύγει πέρα
απ᾽ τον Ατλαντικό, το δόρυ τρέμοντάς μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου