Τρίτη 2 Ιουνίου 2020

ΠΛΑΤΩΝ: Ἀπολογία Σωκράτους (34b-35d)

Επίλογος

Εἶεν δή, ὦ ἄνδρες· ἃ μὲν ἐγὼ ἔχοιμ᾽ ἂν ἀπολογεῖσθαι, σχεδόν ἐστι ταῦτα καὶ ἄλλα ἴσως τοιαῦτα. τάχα δ᾽ ἄν τις
[34c] ὑμῶν ἀγανακτήσειεν ἀναμνησθεὶς ἑαυτοῦ, εἰ ὁ μὲν καὶ ἐλάττω τουτουῒ τοῦ ἀγῶνος ἀγῶνα ἀγωνιζόμενος ἐδεήθη τε καὶ ἱκέτευσε τοὺς δικαστὰς μετὰ πολλῶν δακρύων, παιδία τε αὑτοῦ ἀναβιβασάμενος ἵνα ὅτι μάλιστα ἐλεηθείη, καὶ ἄλλους τῶν οἰκείων καὶ φίλων πολλούς, ἐγὼ δὲ οὐδὲν ἄρα τούτων ποιήσω, καὶ ταῦτα κινδυνεύων, ὡς ἂν δόξαιμι, τὸν ἔσχατον κίνδυνον. τάχ᾽ ἂν οὖν τις ταῦτα ἐννοήσας αὐθαδέστερον ἂν πρός με σχοίη καὶ ὀργισθεὶς αὐτοῖς τούτοις θεῖτο ἂν μετ᾽
[34d] ὀργῆς τὴν ψῆφον. εἰ δή τις ὑμῶν οὕτως ἔχει —οὐκ ἀξιῶ μὲν γὰρ ἔγωγε, εἰ δ᾽ οὖν— ἐπιεικῆ ἄν μοι δοκῶ πρὸς τοῦτον λέγειν λέγων ὅτι «Ἐμοί, ὦ ἄριστε, εἰσὶν μέν πού τινες καὶ οἰκεῖοι· καὶ γὰρ τοῦτο αὐτὸ τὸ τοῦ Ὁμήρου, οὐδ᾽ ἐγὼ “ἀπὸ δρυὸς οὐδ᾽ ἀπὸ πέτρης” πέφυκα ἀλλ᾽ ἐξ ἀνθρώπων, ὥστε καὶ οἰκεῖοί μοί εἰσι καὶ ὑεῖς γε, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τρεῖς, εἷς μὲν μειράκιον ἤδη, δύο δὲ παιδία· ἀλλ᾽ ὅμως οὐδένα αὐτῶν δεῦρο ἀναβιβασάμενος δεήσομαι ὑμῶν ἀποψηφίσασθαι.» τί δὴ οὖν οὐδὲν τούτων ποιήσω; οὐκ αὐθαδιζόμενος, ὦ ἄνδρες
[34e] Ἀθηναῖοι, οὐδ᾽ ὑμᾶς ἀτιμάζων, ἀλλ᾽ εἰ μὲν θαρραλέως ἐγὼ ἔχω πρὸς θάνατον ἢ μή, ἄλλος λόγος, πρὸς δ᾽ οὖν δόξαν καὶ ἐμοὶ καὶ ὑμῖν καὶ ὅλῃ τῇ πόλει οὔ μοι δοκεῖ καλὸν εἶναι ἐμὲ τούτων οὐδὲν ποιεῖν καὶ τηλικόνδε ὄντα καὶ τοῦτο τοὔνομα ἔχοντα, εἴτ᾽ οὖν ἀληθὲς εἴτ᾽ οὖν ψεῦδος, ἀλλ᾽ οὖν δεδογμένον
[35a] γέ ἐστί τῳ Σωκράτη διαφέρειν τῶν πολλῶν ἀνθρώπων. εἰ οὖν ὑμῶν οἱ δοκοῦντες διαφέρειν εἴτε σοφίᾳ εἴτε ἀνδρείᾳ εἴτε ἄλλῃ ᾑτινιοῦν ἀρετῇ τοιοῦτοι ἔσονται, αἰσχρὸν ἂν εἴη· οἵουσπερ ἐγὼ πολλάκις ἑώρακά τινας ὅταν κρίνωνται, δοκοῦντας μέν τι εἶναι, θαυμάσια δὲ ἐργαζομένους, ὡς δεινόν τι οἰομένους πείσεσθαι εἰ ἀποθανοῦνται, ὥσπερ ἀθανάτων ἐσομένων ἂν ὑμεῖς αὐτοὺς μὴ ἀποκτείνητε· οἳ ἐμοὶ δοκοῦσιν αἰσχύνην τῇ πόλει περιάπτειν, ὥστ᾽ ἄν τινα καὶ τῶν ξένων
[35b] ὑπολαβεῖν ὅτι οἱ διαφέροντες Ἀθηναίων εἰς ἀρετήν, οὓς αὐτοὶ ἑαυτῶν ἔν τε ταῖς ἀρχαῖς καὶ ταῖς ἄλλαις τιμαῖς προκρίνουσιν, οὗτοι γυναικῶν οὐδὲν διαφέρουσιν. ταῦτα γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, οὔτε ὑμᾶς χρὴ ποιεῖν τοὺς δοκοῦντας καὶ ὁπῃοῦν τι εἶναι, οὔτ᾽, ἂν ἡμεῖς ποιῶμεν, ὑμᾶς ἐπιτρέπειν, ἀλλὰ τοῦτο αὐτὸ ἐνδείκνυσθαι, ὅτι πολὺ μᾶλλον καταψηφιεῖσθε τοῦ τὰ ἐλεινὰ ταῦτα δράματα εἰσάγοντος καὶ καταγέλαστον τὴν πόλιν ποιοῦντος ἢ τοῦ ἡσυχίαν ἄγοντος.
Χωρὶς δὲ τῆς δόξης, ὦ ἄνδρες, οὐδὲ δίκαιόν μοι δοκεῖ

[35c] εἶναι δεῖσθαι τοῦ δικαστοῦ οὐδὲ δεόμενον ἀποφεύγειν, ἀλλὰ διδάσκειν καὶ πείθειν. οὐ γὰρ ἐπὶ τούτῳ κάθηται ὁ δικαστής, ἐπὶ τῷ καταχαρίζεσθαι τὰ δίκαια, ἀλλ᾽ ἐπὶ τῷ κρίνειν ταῦτα· καὶ ὀμώμοκεν οὐ χαριεῖσθαι οἷς ἂν δοκῇ αὐτῷ, ἀλλὰ δικάσειν κατὰ τοὺς νόμους. οὔκουν χρὴ οὔτε ἡμᾶς ἐθίζειν ὑμᾶς ἐπιορκεῖν οὔθ᾽ ὑμᾶς ἐθίζεσθαι· οὐδέτεροι γὰρ ἂν ἡμῶν εὐσεβοῖεν. μὴ οὖν ἀξιοῦτέ με, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τοιαῦτα δεῖν πρὸς ὑμᾶς πράττειν ἃ μήτε ἡγοῦμαι καλὰ εἶναι μήτε
[35d] δίκαια μήτε ὅσια, ἄλλως τε μέντοι νὴ Δία πάντως καὶ ἀσεβείας φεύγοντα ὑπὸ Μελήτου τουτουΐ. σαφῶς γὰρ ἄν, εἰ πείθοιμι ὑμᾶς καὶ τῷ δεῖσθαι βιαζοίμην ὀμωμοκότας, θεοὺς ἂν διδάσκοιμι μὴ ἡγεῖσθαι ὑμᾶς εἶναι, καὶ ἀτεχνῶς ἀπολογούμενος κατηγοροίην ἂν ἐμαυτοῦ ὡς θεοὺς οὐ νομίζω. ἀλλὰ πολλοῦ δεῖ οὕτως ἔχειν· νομίζω τε γάρ, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ὡς οὐδεὶς τῶν ἐμῶν κατηγόρων, καὶ ὑμῖν ἐπιτρέπω καὶ τῷ θεῷ κρῖναι περὶ ἐμοῦ ὅπῃ μέλλει ἐμοί τε ἄριστα εἶναι καὶ ὑμῖν.

***
Ας είναι λοιπόν, ω άνδρες Αθηναίοι· αυτά που είχα ν᾽ απολογηθώ εγώ είναι αυτά που σας είπα και άλλα ίσως παρόμοια. Ίσως όμως κανένας
[34c] από σας θ᾽ αγανακτήσει, όταν θυμηθεί πως ο ίδιος ίσως σε περίσταση που είχε ν᾽ αγωνισθεί αγώνα μικρότερον απ᾽ αυτόν εδώ, παρακάλεσε και ικέτευσε τους δικαστές, με δάκρυα πολλά, και παρουσίασε στο δικαστήριο και τα παιδιά του για να τον λυπηθούν όσο το δυνατό περισσότερο, και άλλους συγγενείς του και από τους φίλους του πολλούς, κι εγώ δεν κάνω τίποτε απ᾽ αυτά, και μάλιστα αφού κινδυνεύω, όπως μου φαίνεται, τον έσχατο κίνδυνο. Ίσως όταν το προσέξει κανένας, ερεθισθεί εναντίον μου και γι᾽ αυτό ίσα ίσα θυμώσει και με
[34d] θυμό δώσει την ψήφο του για μένα. Αν κανένας λοιπόν έχει τέτοια διάθεση (εγώ τουλάχιστον δεν το περιμένω), αν λοιπόν είναι κανένας, νομίζω πως θα μπορούσα να του πω πολύ σωστά: Κι εγώ, καλέ μου, έχω τους δικούς μου τους ανθρώπους. Γιατί, όπως λέει και ο Όμηρος, δεν φύτρωσα από δρυ ή από πέτρα αλλ᾽ από ανθρώπους, ώστε και συγγενείς έχω και παιδιά, ω άνδρες Αθηναίοι, το ένα παλληκάρι πια, τα άλλα δυο παιδιά. Και όμως κανένα απ᾽ αυτά δεν παρουσιάζω εδώ για να σας παρακαλέσω να δώσετε αρνητική ψήφο. Γιατί λοιπόν δεν κάνω τίποτε απ᾽ αυτά; Όχι από υπερηφάνεια,
[34e] ούτε για να σας περιφρονήσω. Αν εγώ βλέπω με θάρρος τον θάνατο ή όχι, αυτό είναι άλλο ζήτημα· για τη δόξα όμως και τη δική μου και τη δική σας και όλης της πόλης, δεν μου φαίνεται πως είναι όμορφο πράγμα να κάνω τίποτε απ᾽ αυτά και στα χρόνια που έφθασα και με το όνομα που έχω, είτε αληθινό είτε ψεύτικο· αν και το παραδέχονται
[35a] όλοι πως ο Σωκράτης κάτι ξεχωρίζει από τους άλλους ανθρώπους. Αν λοιπόν μερικοί από σας νομίζουν πως ξεχωρίζουν είτε στη σοφία, είτε στην ανδρεία, είτε σ᾽ άλλην αρετή, όποια κι αν είναι, θα ήταν αισχρό να μοιάσουν με μερικούς που έτυχε να ιδώ πολλές φορές, και που όταν δικάζονται, ενώ φαίνονται πως είναι κατιτί, κάνουν ύστερα πράγματα που δεν τα περιμένει κανείς, γιατί νομίζουν πως θα πάθουν τίποτε φοβερό, αν πεθάνουν, σαν να μπορούσαν να μείνουν αθάνατοι, αν δεν τους θανατώνατε εσείς· αυτοί μου φαίνεται πως κάνουν ντροπή στην πόλη, γιατί και οι ξένοι
[35b] μπορούν να νομίσουν ότι οι πρώτοι απ᾽ όλους στην αρετή από τους Αθηναίους, αυτοί που τους διαλέγουν μεταξύ τους και τους δίνουν τις αρχές και όλες τις άλλες τιμές, δεν διαφέρουν καθόλου από τις γυναίκες. Αυτά λοιπόν, ω άνδρες Αθηναίοι, ούτε σεις πρέπει να τα κάνετε, όσοι νομίζετε πως είσθε κατιτί, ούτ᾽ εμάς να μας επιτρέπετε να τα κάνουμε, αλλά να μας δίνετε να καταλαβαίνουμε πως πολύ περισσότερο θα καταψηφίσετε εκείνον που παριστάνει εδώ μέσα τις ελεεινές αυτές σκηνές και κάνει καταγέλαστο τον τόπο, παρά εκείνον που κάθεται ήσυχος.
Εκτός όμως από την κακήν ή καλή φήμη, ω άνδρες Αθηναίοι, μου φαίνεται πως δεν είναι δίκαιο [35c] να παρακαλεί κανένας τον δικαστή, ούτε να θέλει να ξεφύγει με τις παρακλήσεις, αλλά να τον διαφωτίζει και να τον πείθει. Γιατί ο δικαστής δεν κάθεται εκεί επάνω γι᾽ αυτό, για να χαρίζεται δηλαδή, παραβλέποντας τη δικαιοσύνη, μα να κρίνει τί είναι και τί δεν είναι δίκαιο· και είναι ορκισμένος όχι να χαρίζεται σε όποιον του δόξει, αλλά να δικάζει σύμφωνα με τους νόμους. Δεν πρέπει λοιπόν ούτ᾽ εμείς να σας συνηθίζουμε να επιορκείτε, ούτε σεις μόνοι σας να συνηθίζετε· γιατί κι εμείς και σεις δεν κάνουμε τότε θεάρεστο πράγμα. Μην έχετε λοιπόν την αξίωση, ω άνδρες Αθηναίοι, πως πρέπει εγώ να κάνω τέτοια πράγματα μπροστά σας, που ούτε μου αρέσουν, ούτε

[35d] δίκαια τα νομίζω, ούτε θεάρεστα, και σε κάθε περίσταση, μά τον Δία, και μάλιστα τώρα που θέλω ν᾽ αποκρούσω την κατηγορία του Μέλητου, τούτου εδώ, πως τάχα είμαι ασεβής. Γιατί αν σας έπειθα και με τις παρακλήσεις μου σας εβίαζα να πατήσετε τον όρκο που δώσατε, καθαρά θα σας δίδασκα να μην πιστεύετε στην ύπαρξη των θεών και ο ίδιος θα κατάγγελλα τον εαυτό μου πως δεν πιστεύω στους θεούς. Κάθε άλλο όμως· γιατί εγώ πιστεύω, ω άνδρες Αθηναίοι, όπως κανένας από τους κατηγόρους μου, και σας αφήνω εσάς και τον θεό να με κρίνετε, όπως θα νομίσετε καλύτερα και για μένα και για τον εαυτό σας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου