Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

ΠΛΑΤΩΝ: Ἵππίας μείζων (291d-292c)

ΙΠΠΙΑΣ. Λέγω τοίνυν ἀεὶ καὶ παντὶ καὶ πανταχοῦ κάλλιστον εἶναι ἀνδρί, πλουτοῦντι, ὑγιαίνοντι, τιμωμένῳ ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων, ἀφικομένῳ εἰς γῆρας, τοὺς αὑτοῦ γονέας [291e] τελευτήσαντας καλῶς περιστείλαντι, ὑπὸ τῶν αὑτοῦ ἐκγόνων καλῶς καὶ μεγαλοπρεπῶς ταφῆναι.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἰοὺ ἰού, ὦ Ἱππία, ἦ θαυμασίως τε καὶ μεγαλείως καὶ ἀξίως σαυτοῦ εἴρηκας· καὶ νὴ τὴν Ἥραν ἄγαμαί σου ὅτι μοι δοκεῖς εὐνοϊκῶς, καθ᾽ ὅσον οἷός τ᾽ εἶ, βοηθεῖν· ἀλλὰ γὰρ τοῦ ἀνδρὸς οὐ τυγχάνομεν, ἀλλ᾽ ἡμῶν δὴ νῦν καὶ πλεῖστον καταγελάσεται, εὖ ἴσθι.
ΙΠΠΙΑΣ. Πονηρόν γ᾽, ὦ Σώκρατες, γέλωτα· ὅταν γὰρ πρὸς ταῦτα ἔχῃ μὲν μηδὲν ὅτι λέγῃ, γελᾷ δέ, αὑτοῦ καταγελάσεται [292a] καὶ ὑπὸ τῶν παρόντων αὐτὸς ἔσται καταγέλαστος.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ἴσως οὕτως ἔχει· ἴσως μέντοι ἐπί γε ταύτῃ τῇ ἀποκρίσει, ὡς ἐγὼ μαντεύομαι, κινδυνεύσει οὐ μόνον μου καταγελᾶν.
ΙΠΠΙΑΣ. Ἀλλὰ τί μήν;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Ὅτι, ἂν τύχῃ βακτηρίαν ἔχων, ἂν μὴ ἐκφύγω φεύγων αὐτόν, εὖ μάλα μου ἐφικέσθαι πειράσεται.
ΙΠΠΙΑΣ. Πῶς λέγεις; δεσπότης τίς σου ὁ ἄνθρωπός ἐστιν, καὶ τοῦτο ποιήσας οὐκ ἀχθήσεται καὶ δίκας ὀφλήσει; ἢ οὐκ [292b] ἔνδικος ὑμῖν ἡ πόλις ἐστίν, ἀλλ᾽ ἐᾷ ἀδίκως τύπτειν ἀλλήλους τοὺς πολίτας;
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὐδ᾽ ὁπωστιοῦν ἐᾷ.
ΙΠΠΙΑΣ. Οὐκοῦν δώσει δίκην ἀδίκως γέ σε τύπτων.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὔ μοι δοκεῖ, ὦ Ἱππία, οὔκ, εἰ ταῦτά γε ἀποκριναίμην, ἀλλὰ δικαίως, ἔμοιγε δοκεῖ.
ΙΠΠΙΑΣ. Καὶ ἐμοὶ τοίνυν δοκεῖ, ὦ Σώκρατες, ἐπειδήπερ γε αὐτὸς ταῦτα οἴει.
ΣΩΚΡΑΤΗΣ. Οὐκοῦν εἴπω σοι καὶ ᾗ αὐτὸς οἴομαι δικαίως ἂν τύπτεσθαι ταῦτα ἀποκρινόμενος; ἢ καὶ σύ με ἄκριτον τυπτήσεις; ἢ δέξῃ λόγον;
[292c] ΙΠΠΙΑΣ. Δεινὸν γὰρ ἂν εἴη, ὦ Σώκρατες, εἰ μὴ δεχοίμην· ἀλλὰ πῶς λέγεις;

***
Τρίτος ορισμός.

ΙΠ. Λέγω λοιπόν πως πάντοτε και για κάθε άνθρωπο και σε κάθε τόπο το πιο όμορφο για έναν άντρα, που είναι πλούσιος, γερός, τιμημένος από τους Έλληνες, είναι να φτάσει σε βαθιά γεράματα, να φροντίσει να κάνει για τους γονείς του, [291e] όταν πεθάνουν, μια όμορφη κηδεία και τέλος να τον θάψουν τα παιδιά του όμορφα και αρχοντικά.
ΣΩ. Πω πω, Ιππία! Αληθινά, μίλησες θαυμάσια, περίφημα, αντάξιά σου! Και μά την Ήρα, σε χαίρομαι, γιατί μου φαίνεται πως μου παραστέκεσαι, όσο μπορείς, γεμάτος καλή διάθεση. Όμως τον άνθρωπο αυτόν δεν τον πιάσαμε, και τώρα είναι που θα γελάσει με την καρδιά του μαζί μας — ξέρε το καλά!
ΙΠ. Και τί θα κερδίσει με τα γέλια του, Σωκράτη; Γιατί όταν σ᾽ αυτά δεν έχει να πει τίποτε και όμως γελάει, θα γελάσει με τον εαυτό του, [292a] και αυτός θα είναι που μαζί του θα γελάσουν όσοι είναι μπροστά.
ΣΩ. Ίσως έχεις δίκιο· ίσως όμως με την απόκριση αυτή —έτσι ψυχανεμίζομαι— υπάρχει φόβος να μη γελάσει μονάχα μαζί μου.
ΙΠ. Τί θέλεις να πεις;
ΣΩ. Ότι, αν τύχει και κρατεί ραβδί και δεν το βάλω στα πόδια για να γλιτώσω, θα δοκιμάσει το δίχως άλλο να με προφτάσει.
ΙΠ. Τί λες; Αφέντης σου είναι ο άνθρωπος αυτός; και αν το κάνει αυτό, δεν θα τον σύρουν στα δικαστήρια και δεν θα τιμωρηθεί; Ή μήπως [292b] η πολιτεία σας δεν έχει δικαστήρια, μόνο αφήνει τους πολίτες να δέρνει ο ένας τον άλλον άδικα;
ΣΩ. Καθόλου δεν τους αφήνει.
ΙΠ. Τότε λοιπόν θα τιμωρηθεί, αν σε δείρει άδικα.
ΣΩ. Δεν το πιστεύω, Ιππία, όχι! Αν του έδινα αυτή την απόκριση, εγώ τουλάχιστο είμαι της γνώμης πως θα με έδερνε με το δίκιο του.
ΙΠ. Και εγώ της ίδιας γνώμης είμαι, Σωκράτη, τη στιγμή που εσύ ο ίδιος το πιστεύεις.
ΣΩ. Να σου πω λοιπόν γιατί και ο ίδιος το πιστεύω ότι με το δίκιο του θα με έδερνε, αν έδινα αυτή την απόκριση; Ή θέλεις και συ να με δείρεις δίχως κρίση; Ή θα δεχτείς να σου μιλήσω;
[292c] ΙΠ. Θα ήταν φοβερό, Σωκράτη αν δεν εδεχόμουν. Τί θέλεις όμως να πεις;

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου