Παρασκευή 15 Μαΐου 2020

Μελέτες για την Αρχαία Μακεδονία, Παλατιανό. Η εγκατάσταση της εποχής του σιδήρου

Εισαγωγή

Ο αρχαιολογικός χώρος του Παλατιανού βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νομού Κιλκίς και καταλαμβάνει το ύψωμα Τορτσέλι ανάμεσα στα χωριά Κεντρικό και Παλατιανό. Στα βόρεια και βορειοανατολικά του χώρου υψώνονται οι ορεινοί όγκοι της Κερκίνης (Μπέλες) και του Δυσώρου (Κρούσια)[1] και σε κοντινή απόσταση στα δυτικά του ρέει ο Γαλλικός ποταμός (αρχ. Εχέδωρος).[2] Στο ανατολικότερο αυτό τμήμα της Κεντρικής Μακεδονίας, ανατολικά του Αξιού και μέχρι το Δύσωρον όρος και τη Λίμνη Δοϊράνη, εκτεινόταν στην αρχαιότητα η αρχαία Κρηστωνία, μια περιοχή που παραμένει σχεδόν άγνωστη και ανεξερεύνητη.
 
Οι αναφορές των γραπτών πηγών είναι περιορισμένες και ερωτήματα σχετικά με την έκταση, τις πόλεις και τους κατοίκους της, και τη σχέση της με τις γειτονικές περιοχές της Μυγδονίας στα νότια, της Αμφαξίτιδας στα δυτικά και της Βισαλτίας στα ανατολικά,[3] έχουν αποτελέσει αντικείμενο μελέτης και έρευνας, παραμένουν ωστόσο σε μεγάλο βαθμό αναπάντητα. Η ιστορία της περιοχής γίνεται περισσότερο γνωστή ύστερα από την ένταξή της στο Μακεδονικό βασίλειο το 480 π Χ.[4]

Στην ευρύτερη περιοχή του Παλατιανού έχουν εντοπιστεί αρκετές θέσεις με ενδείξεις αρχαίας κατοίκησης χωρίς όμως να έχει ερευνηθεί κάποια από αυτές.[5] Στα βορειοδυτικά ξεχωρίζει η τούμπα της Γάβρας με επιχώσεις της ΥΕΧ[6] και στα νοτιοανατολικά η ομάδα των αρχαίων οικισμών του Γερακαριού,[7] της Ευκαρπίας και της Τερπύλλου,[8] που βρίσκονται σε φυσικά υψώματα κατά μήκος της ανατολικής όχθης του Γαλλικού και με οπτική επαφή μεταξύ τους. Με αυτά τα δεδομένα, τα ευρήματα που προέκυψαν από την ανασκαφή του Παλατιανού αποκτούν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
 
Η θέση του αρχαιολογικού χώρου σε μία εύφορη και πλούσια σε μεταλλεύματα περιοχή, με πυκνά δασωμένα βουνά που παρείχαν άφθονη ξυλεία και θηράματα, ήταν προνομιακή και σημαντικής στρατηγικής σημασίας, αφού είχε τη δυνατότητα ελέγχου του μοναδικού περάσματος που διαμορφωνόταν ανάμεσα στα όρη Κερκίνη και Δύσωρον και μέσω του οποίου γινόταν η πρόσβαση από τα βόρεια και βορειοανατολικά προς τη λεκάνη της Δοϊράνης και νοτιότερα προς την περιοχή της αρχαίας Μυγδονίας.
 
Το Παλατιανό για μεγάλο διάστημα ήταν περισσότερο γνωστό για το ηρώο και τους τέσσερις μαρμάρινους ανδριάντες των αρχών του 2ου αι. μ.Χ., που είχαν βρεθεί εκεί το 1960, και απεικόνιζαν αφηρωϊσμένα τα μέλη μιας επιφανούς οικογένειας της περιοχής. Οι πρώτες ανασκαφές το 1961, το 1965-1966 και το 1977 από τους Φωτεινή Ζαφειροπούλου, Φώτιο Πέτσα και Λιάνα Παρλαμά, είχαν επικεντρωθεί κυρίως στην αποκάλυψη του ηρώου. Το 1993 ξεκίνησε η συστηματική ανασκαφή του χώρου, που συνεχίστηκε τα επόμενα χρόνια, ύστερα από την ένταξη του Παλατιανού στο Β΄ και Γ΄ ΚΠΣ, με στόχο την ανάδειξη και την αξιοποίησή του. Οι εργασίες ολοκληρώθηκαν το 2007 και ο αρχαιολογικός χώρος έγινε επισκέψιμος για το κοινό.
 
Στην ανατολική πλαγιά του λόφου ανασκάφτηκε έκταση 2143 τ.μ. και αποκαλύφθηκε τμήμα της ρωμαϊκής πόλης με οικοδομήματα διατεταγμένα σε δύο βαθμιδωτά επίπεδα, ανατολικά και δυτικά ενός πλακοστρωμένου δρόμου της ίδιας εποχής. Η πόλη, που ήταν κτισμένη αμφιθεατρικά, διέθετε ισχυρό οχυρωματικό περίβολο χαμηλά στις πλαγιές του λόφου και έναν δεύτερο, στενότερο πολυγωνικό περίβολο, που ίσως οριοθετούσε το διοικητικό ή θρησκευτικό κέντρο της πόλης, στην κορυφή του λόφου. Η περίοδος της ακμής της τοποθετείται από τον 1ο αι. μ.Χ. έως το τέλος του 3ου αι. μ.Χ. Ύστερα από την καταστροφή και εγκατάλειψη της πόλης στα τέλη του 3ου αι. μ.Χ., ο χώρος χρησιμοποιήθηκε τον 4ο αι. μ.Χ. για σποραδικές ταφές.
 
Στο μεγαλύτερο μέρος του ανασκαμμένου τμήματος η έρευνα προχώρησε σε βάθος και διαπιστώθηκε ότι η πόλη των ρωμαϊκών χρόνων είχε κτιστεί πάνω σε παλιότερα οικοδομικά κατάλοιπα, κατασκευές και επιχώσεις, που αντιπροσώπευαν τουλάχιστον οκτώ αιώνες συνεχούς κατοίκησης, με την αρχαιότερη περίοδο να τοποθετείται στην πρώιμη εποχή του Σιδήρου.
 
Με την ολοκλήρωση της έρευνας, εκείνο που προέκυψε ως γενικό συμπέρασμα ήταν ότι οι κάτοικοι του χώρου, σε καθεμιά από τις περιόδους κατοίκησής του, αποτελούσαν μέλη μιας διαφορετικής κάθε φορά αλλά πάντα καλά οργανωμένης κοινωνίας. Η διαπίστωση αυτή που για τους ιστορικούς χρόνους ήταν αναμενόμενη, παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την πρωιμότερη εγκατάσταση της εποχής του Σιδήρου, κυρίως επειδή προερχόταν από μία απομακρυσμένη και άγνωστη περιοχή.
 
Ίχνη από την εγκατάσταση της εποχής του Σιδήρου εντοπίζονταν σε όλη την έκταση της ανασκαφής, είτε με τη μορφή οικοδομικών λειψάνων, λάκκων και άλλων λαξευμάτων στον φυσικό βράχο, είτε από την κεραμική αυτής της περιόδου που υπήρχε διάσπαρτη σχεδόν σε όλους τους χώρους. Στις περισσότερες περιπτώσεις και λόγω της συνεχούς κατοίκησης, τα ευρήματα εμφανίζονταν αποσπασματικά και αλλοιωμένα. Περισσότερο σαφή ήταν τα οικοδομικά κατάλοιπα στα βαθύτερα στρώματα του πλακόστρωτου δρόμου της ρωμαϊκής περιόδου που διέσχιζε την πόλη από Β > Ν.
--------------------------
1  Ο Ηρόδοτος μας δίνει πληροφορίες για το φυσικό περιβάλλον της περιοχής την εποχή που τη διέσχιζαν τα στρατεύματα του Ξέρξη. Αναφερόμενος στο γνωστό για τα μεταλλεύματα αργύρου Δύσωρον όρος, το προσδιορίζει ως το ανατολικό όριο της Μακεδονίας την εποχή του Αμύντα και του Αλέξανδρου Α΄ (Ηρ. 7. 125-126 και 5. 17.2).
2  Ο Ηρόδοτος με την αναφορά του στον ποταμό Εχέδωρο και τις πηγές του, αποσαφηνίζει έμμεσα και την περιοχή όπου βρισκόταν η αρχαία Κρηστωνία (Ηρ. VII, 124.8 και VII, 127.9). Για τον Εχέδωρο: Etym. Mag. (Ἐχέδωρος). «Ποταμός Μακεδονίας, ὁ πρότερον Ἡδωνὸς καλούμενος· ὁ ἔχων (φησὶ) δῶρα· χρυσοῦ γὰρ καταφέρων ψήγματα, οἱ ἐγχώριοι ἀρύονται, δέρματα αἰγῶν κείραντες καί καθιέντες εἰς τὸ ὕδωρ». Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ηρακλής, εκτός από τον βασιλιά της Θράκης Διομήδη, εξουδετέρωσε στις όχθες του Εχέδωρου και τους άλλους δύο γιους του Άρη και της Πυρήνης, τον Κύκνο και τον Λυκάονα, βασιλιά των Κρηστωναίων. Για τον Εχέδωρο, τις Εχεδωρίδες νύμφες και τον σημαντικό ρόλο του χρυσοφόρου ποταμού στην ανάπτυξη των εμπορικών σχέσεων των Ευβοέων με τον βορειοελλαδικό χώρο και ιδιαίτερα με τη Σίνδο, βλ. Τιβέριος 1996, 415, σημ. 36-40. Τιβέριος-Γιματζίδης 2002, 229, σημ. 9-12. Τιβέριος 2009, 400-402, σημ. 25-31.
3  Ο Ηρόδοτος σημειώνει την ύπαρξη ενός βασιλιά της Βισαλτίας και της Κρηστωνίας κατά την περίοδο των περσικών πολέμων «ὁ τῶν Βισαλτέων βασιλεὺς γῆς τε τῆς Κρηστωνικῆς» (Ηρ. VIII, 116). Για την Κρηστωνία συνοπτικά: Hammond 1972, 181-182, 194-195, Casson 1971, 3-101, Hatzopoulos-Loukopoulou 1989, 83-99, 103-110, 113-119, Papazoglou 1988, 187-188.
4  Θουκυδίδης (ΙΙ. 99.6. και ΙΙ. 100.4).
5  Αντίθετα, στο δυτικό τμήμα του νομού Κιλκίς και κατά μήκος του Αξιού ποταμού, έχουν ερευνηθεί σε μικρό ή μεγαλύτερο βαθμό αρχαιολογικές θέσεις, όπως η Καλίνδρια (Κιλιντίρ), Τσαουσίτσα, Λιμνότοπος (Βάρδινο), Αξιοχώρι (Βαρδαρόφτσα) και Παλαιό Γυναικόκαστρο, η συμβολή των οποίων στη γνώση μας για την πρώιμη κατοίκηση στην περιοχή είναι σημαντική. Για τη σχετική βιβλιογραφία βλ. συνοπτικά: Wardle 1997 και επιπλέον, Σαββοπούλου 1990, 335-342, Σαββοπούλου 1999, 169-184.
6  Η τούμπα της Γάβρας, σχηματισμένη από επιχώσεις του οικισμού της ΥΕΧ, έχει διαστάσεις 80x50μ. και ύψος 10μ. Ανατολικά της τούμπας συμβάλλουν δύο ρέματα. Γραμμένος-Μπέσιος-Κώτσος 1997, αρ. 1.
7  Στην κορυφή του λόφου του Γερακαριού, επιχώσεις της ΥΕΧ και της ΠΕΣ σχηματίζουν τράπεζα με διαστάσεις 150x30μ και ύψος 15μ. Στο βόρειο τμήμα της διακρίνονται υπολείμματα περιβόλου, πάχους 2,50μ. ό.π. σημ. 120, αρ. 12. Μικρή σωστική ανασκαφή στο νεκροταφείο της εποχής του Σιδήρου που εντοπίζεται στις υπώρειες του λόφου, έφερε στο φως πέντε κιβωτιόσχημους τάφους κατασκευασμένους και καλυμμένους με μεγάλες σχιστόπλακες. Στις τέσσερις από τις πέντε ταφές, οι τάφοι ήταν τοποθετημένοι στο μέσο κυκλικού περιβόλου που οριζόταν από χαμηλό, λιθόκτιστο, κυκλικό τοίχο και από μεγάλες πλακαρές πέτρες, τοποθετημένες κατακόρυφα στην περιφέρειά του. Οι τάφοι καλύπτονταν με δύο διαδοχικές στρώσεις από αργές πέτρες και χώμα και όλος ο περίβολος καλυπτόταν με στρώση από αργές πέτρες. Οι τάφοι βρέθηκαν συλημένοι και τα λιγοστά ευρήματα που διασώθηκαν και μπορούν να χρονολογηθούν στον 9ο αι. π.Χ., ήταν δύο οπισθότμητες πρόχοι με σφαιρικό σώμα και γωνιώδη στριφτή λαβή, ένα κανθαρόσχημο αγγείο, μία χάλκινη οκτώσχημη πόρπη, τρεις αμφικωνικές χάλκινες χάντρες και τρία σφονδύλια.
8  Ο τραπεζοειδής λόφος της Ευκαρπίας έχει ύψος περίπου 30μ. και στην κορυφή του δημιουργείται πλάτωμα διαστάσεων 100x70μ. Εντοπίζονται επιχώσεις της Εποχής του Χαλκού, της εποχής του Σιδήρου και των ιστορικών χρόνων, όπως και υπολείμματα ανδήρου από μεγάλους λίθους. Ό.π. σημ. 120, αρ. 15. Ο αρχαιολογικός χώρος της Τερπύλλου βρίσκεται στον λόφο με το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου και ανατολικά του χωριού υπάρχουν δύο τούμπες ανεξερεύνητες. (Αρχείο Μνημείων Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Τεύχος 3 - Ν. Κιλκίς. Ερευνητικό πρόγραμμα ΑΠΘ 2604. Θεσ/νίκη 1993).

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου