Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

Ο Ντέιβιντ Ρικάρντο για το εξωτερικό εμπόριο

Ο Ρικάρντο, αφού έχει καταδείξει ότι η άνοδος του βιοτικού επιπέδου, που επιτυγχάνεται με την ευεργετική χρήση του κεφαλαίου, εν τέλει, επιφέρει την αύξηση του πληθυσμού βλάπτοντας τα κεφαλαιακά κέρδη είναι πρόθυμος να επαναλάβει την άποψη αυτή προκειμένου να γίνει απολύτως κατανοητός στο ζήτημα του εξωτερικού εμπορίου: «Έχουμε δει, λοιπόν, ότι από την ανάγκη να καταφεύγουμε σε εδάφη ολοένα και χειρότερης ποιότητας, για να τρέφουμε έναν αυξανόμενο πληθυσμό, πρέπει να αυξάνει η σχετική αξία του σίτου έναντι των άλλων πραγμάτων. Αν, επομένως, το χρήμα εξακολουθεί να έχει συνεχώς την ίδια αξία, ο σίτος θα ανταλλάσσεται με περισσότερο τέτοιο χρήμα, δηλαδή η τιμή του θα αυξάνεται».
 
Ο κίνδυνος που διατρέχει το κεφάλαιο, το οποίο αναγκάζεται διαρκώς να συρρικνώνει τα κέρδη του προς όφελος του γαιοκτήμονα, δε σηματοδοτεί μονάχα την αδικία του συστήματος που ανταμείβει αυτόν που δε μοχθεί καθόλου (γαιοκτήμονας) πλήττοντας την τάξη που προσφέρει τα πάντα (εργοστασιάρχες), αλλά και την ανάγκη παρέμβασης, ώστε να αποδοθούν στον καθένα αυτά που πράγματι του αξίζουν. Το ζήτημα του εξωτερικού εμπορίου τίθεται αλληλένδετα με τη σύγκρουση των συμφερόντων ανάμεσα στους βιομήχανους και τους γαιοκτήμονες.
 
Ο Robert L. Heilbroner στο βιβλίο του «Οι φιλόσοφοι του οικονομικού κόσμου» θα δώσει εύστοχα το πλαίσιο αυτής της σύγκρουσης: «Στα σαράντα χρόνια από την έκδοση του Πλούτου των Εθνών» (το βιβλίο του Άνταμ Σμιθ που εκδόθηκε το 1776) «η Αγγλία είχε χωριστεί σε δύο αντίπαλες φατρίες: από τη μια τους ανερχόμενους βιομηχάνους, οι οποίοι ασχολούνταν με τα εργοστάσιά τους και τον αγώνα τους για κοινοβουλευτική εκπροσώπηση και κοινωνικό κύρος, και από την άλλη τους γαιοκτήμονες, μια πλούσια, ισχυρή και περιχαρακωμένη αριστοκρατία, η οποία έβλεπε με άσχημο μάτι την επέκταση των αναιδών νεόπλουτων».
 
Η πάλη των δύο αυτών τάξεων θα επικεντρωθεί στην τιμή των τροφίμων, ιδιαίτερα του σίτου που ήταν το κυρίαρχο μέσω συντήρησης και καθόριζε το ύψος των μισθών επηρεάζοντας τα κέρδη του κεφαλαίου: «Αυτό που εξαγρίωνε τους μεγαλοκτηματίες δεν ήταν το ότι πλούτιζαν οι καπιταλιστές. Ήταν το αξιοκατάκριτο γεγονός ότι επέμεναν ότι οι τιμές των τροφίμων ήταν πολύ υψηλές».
 
Ο Heilbroner θα δώσει κι άλλες πληροφορίες: «ο πληθυσμός» [στην Αγγλία εννοείται] «είχε αυξηθεί και η προσφορά σιτηρών είχε υπερκεραστεί από τη ζήτηση με αποτέλεσμα να έχει τετραπλασιαστεί η τιμή ενός μπούσελ σιτηρών. Και καθώς οι τιμές ανέβαιναν, ανέβαιναν και τα κέρδη στην αγροτική παραγωγή. Στην ύπαιθρο γενικά όλοι παραδέχονταν ότι οι γαιοπρόσοδοι είχαν τουλάχιστον διπλασιαστεί στο διάστημα των προηγούμενων 20-25 ετών».
 
Η ραγδαία αύξηση των σιτηρών στη χώρα οδήγησε (μάλλον αναμενόμενα) στο εξωτερικό εμπόριο: «Καθώς τα σιτηρά ανατιμούνταν ραγδαία, οι έμποροι που δεν άφηναν τις ευκαιρίες να πάνε χαμένες άρχισαν να αγοράζουν σιτάρι και καλαμπόκι από το εξωτερικό και να τα φέρνουν στη χώρα. Όπως ήταν φυσικό, οι μεγαλοκτηματίες ανησύχησαν με αυτή την εξέλιξη. Η γεωργική εκμετάλλευση δεν ήταν απλά ένας τρόπος ζωής για την αριστοκρατία, ήταν επιχείρηση – επικερδέστατη επιχείρηση».
 
Οι αντίδραση των γαιοκτημόνων ήταν άμεση: «η εισροή φτηνών σιτηρών από το εξωτερικό δε γινόταν εύκολα ανεκτή. Αλλά, ευτυχώς για τους μεγαλοκτηματίες, υπήρχε άμεσος τρόπος για να καταπολεμηθεί αυτή η ανησυχητική εξέλιξη. Έχοντας τον έλεγχο του Κοινοβουλίου, οι μεγαλοκτηματίες απλώς θεσμοθέτησαν ένα σιδηρούν σύστημα προστασίας. Ψήφισαν τους Νόμους για τα Σιτηρά (Corn Laws), οι οποίοι επέβαλλαν αναλογικούς δασμούς στα εισαγόμενα δημητριακά. Όσο κατέβαινε η τιμή στο εξωτερικό, τόσο ανέβαινε ο δασμός. Στην πραγματικότητα, καθιερώθηκε ένα κατώτατο όριο τιμών που κρατούσε τα φτηνά σιτηρά εκτός αγγλικής αγοράς».
 
Το πράγμα πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις: «Αλλά το 1813 η κατάσταση είχε πια ξεφύγει από κάθε έλεγχο. Μια σειρά από κακές σοδειές και ο πόλεμος με τον Ναπολέοντα έγιναν αιτία να ανέβουν οι τιμές σε επίπεδα σιτοδείας. Το στάρι πουλιόταν 117 σελίνια το τέταρτο – κάπου 14 σελίνια το μπούσελ. Έτσι ένα μπούσελ σταριού πουλιόταν σε τιμή σχεδόν διπλάσια από ολόκληρο το βδομαδιάτικο ενός εργάτη».
 
Απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα η στάση των γαιοκτημόνων ήταν μάλλον προκλητική: «Το κοινοβούλιο μελέτησε την κατάσταση προσεκτικά – και η λύση στην οποία κατέληξε ήταν ότι οι δασμοί στα εισαγόμενα δημητριακά έπρεπε να αυξηθούν κι άλλο! Το σκεπτικό ήταν ότι οι βραχυπρόθεσμα υψηλότερες τιμές θα τόνωναν την παραγωγή αγγλικού σταριού μακροπρόθεσμα». Φυσικά, η τόνωση της παραγωγής θα επιτυγχανόταν με την εκμετάλλευση ακόμη κατώτερης ποιότητας εδαφών αυξάνοντας τις τιμές των σιτηρών και βεβαίως τη γαιοπρόσοδο.
 
Οι βιομήχανοι ήταν έξαλλοι: «Αυτό πια παραήταν βαρύ για τους βιομηχάνους. Αντίθετα από τους μεγαλοκτηματίες, οι καπιταλιστές ήθελαν φτηνά σιτηρά, διότι οι τιμές των τροφίμων καθόριζαν, κατά μεγάλο μέρος, το ποσόν που έπρεπε να πληρώνουν στους εργάτες τους».
 
Ακριβώς εδώ είναι που παίρνει θέση ο Ρικάρντο (το έργο του «Αρχές Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας» γράφεται το 1815) υποστηρίζοντας ανοιχτά το ελεύθερο εμπόριο που εξυπηρετεί δεόντως τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Και μην παρασυρθεί κανείς να πιστέψει ότι το ενδιαφέρον του στρεφόταν και προς τους εντελώς εξαθλιωμένους εργάτες που κυριολεκτικά δεν είχαν να φαν. Ο Ρικάρντο δεν κάνει ούτε την ελάχιστη αναφορά στην εξαθλίωση της εργατικής τάξης όπου «ένα μπούσελ σταριού πουλιόταν σε τιμή σχεδόν διπλάσια από ολόκληρο το βδομαδιάτικο ενός εργάτη».
 
Το ζήτημα είχε να κάνει αποκλειστικά με το ξεκαθάρισμά των λογαριασμών ανάμεσα στην ακόμη κυρίαρχη τάξη (γαιοκτήμονες) και στην δυναμικά ανερχόμενη που φιλοδοξεί να πάρει να ηνία σε όλα τα επίπεδα (βιομήχανοι). Και οι γαιοκτήμονες και οι βιομήχανοι απέβλεπαν κυνικά (και αποκλειστικά) στα δικά τους συμφέροντα. Ο Ρικάρντο στρατεύεται ανοιχτά υπέρ των συμφερόντων της αστικής τάξης επιχειρώντας να τα προβάλλει σαν αδιαπραγμάτευτες αλήθειες που επιβεβαιώνονται από την οικονομική επιστήμη.
 
Ο Heilbroner ξεκαθαρίζει: «Δεν ήταν ανθρωπιστικά τα κίνητρα που έκαναν τους βιομηχάνους να αγωνίζονται για χαμηλότερες τιμές στα τρόφιμα. Ένας μεγάλος τραπεζίτης του Λονδίνου, ο Αλεξάντερ Μπέαρινγκ, δήλωσε στο κοινοβούλιο ότι “ο εργάτης δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό το ζήτημα. Είτε η τιμή είναι 84 σελίνια είτε 105 σελίνια το τέταρτο, εκείνος και στις δύο περιπτώσεις θα φάει ξερό ψωμί”». Ο κυνισμός του Μπέαρινγκ καταδεικνύει την αλήθεια. Το ζήτημα δεν είναι τι θα φάει ο εργάτης, το ζήτημα είναι ποιος θα πληρώσει τη διαφορά στο ξεροκόμματό του.
 
Η αποδυνάμωση της ισχύος των γαιοκτημόνων δεν ήταν και τόσο εύκολη υπόθεση: «Τα επιχειρηματικά συμφέροντα οργανώθηκαν. Το Κοινοβούλιο κατακλύσθηκε από περισσότερες εκκλήσεις από όσες είχε λάβει ποτέ. Καθώς τα πνεύματα είχαν οξυνθεί, ήταν πλέον ασύμφορο να προωθηθούν νέοι υψηλότεροι δασμοί μέσω των Νόμων για τα Σιτηρά χωρίς κάποια ωριμότερη σκέψη. Διορίστηκαν νέες επιτροπές στη Βουλή των Κοινοτήτων και των Λόρδων και το θέμα πάγωσε προσωρινά. Ευτυχώς, την επόμενη χρονιά ήρθε η ήττα του Ναπολέοντα, και οι τιμές των σιτηρών υποχώρησαν πάλι σε πιο φυσιολογικά επίπεδα. Αλλά είναι μια ένδειξη της πολιτικής ισχύος που διέθετε η τάξη των γαιοκτημόνων ότι χρειάστηκε να μεσολαβήσουν τριάντα χρόνια μέχρι να καταργηθούν εντελώς οι Νόμοι για τα Σιτηρά και να επιτραπεί η ελεύθερη εισαγωγή φτηνών σιτηρών στη Βρετανία».
 
Ο Ρικάρντο θα καταδείξει ότι ο πλούτος, ως τελικός σκοπός της οικονομίας που θα επιφέρει την ευημερία σε όλη τη χώρα, έχει να κάνει αποκλειστικά με την ικανοποίηση των συμφερόντων της αστικής τάξης και όχι με τα παρωχημένα ιδεολογήματα των γαιοκτημόνων. Οι γαιοκτήμονες παρουσιάζονται περισσότερο σαν απομυζητές του ξένου μόχθου που οδηγούν την κοινωνία στην οπισθοδρόμηση.
 
Τα συμφέροντα της προσόδου δεν έχουν καμία σχέση με τη γέννηση του πλούτου σε μία χώρα: «Η αύξηση της προσόδου είναι πάντοτε το αποτέλεσμα του αυξανόμενου πλούτου της χώρας και της δυσκολίας στην εξασφάλιση των μέσων διατροφής για τον αυξανόμενο πληθυσμό της. Είναι σύμπτωμα, αλλά ποτέ η αιτία του πλούτου· επειδή ο πλούτος συχνά αυξάνεται πολύ γρήγορα, ενώ η πρόσοδος μένει στάσιμη ή και μειώνεται. Η πρόσοδος αυξάνεται πιο γρήγορα όταν οι παραγωγικές δυνάμεις των διαθέσιμων εδαφών μειώνονται. Ο πλούτος αυξάνει πιο γρήγορα στις χώρες εκείνες όπου τα διαθέσιμα εδάφη είναι πιο εύφορα, όπου οι εισαγωγές είναι ελάχιστα περιορισμένες, όπου, μέσα από γεωργικές βελτιώσεις, η παραγωγή μπορεί να πολλαπλασιαστεί, χωρίς ανάλογη αύξηση της χρησιμοποιούμενης ποσότητας εργασίας, και όπου, για το λόγο αυτό, η αύξηση της προσόδου είναι αργή».
 
Ο Ρικάρντο ζητάει εύφορα εδάφη, βελτιώσεις στη γεωργική παραγωγή και ελεύθερες εισαγωγές. Ο πλούτος θα παραχθεί απρόσκοπτα μόνο όταν εκπληρωθούν όλες οι συνθήκες που θα προξενήσουν ανεπανόρθωτα χτυπήματα στην πρόσοδο. Θα δώσει και συμπληρωματικές  εξηγήσεις: «Σε ένα καθεστώς τέλεια ελεύθερου εμπορίου, κάθε χώρα αφιερώνει, φυσιολογικά, το κεφάλαιο και την εργασία της στις πιο επωφελείς για την ίδια δραστηριότητες. Η επιδίωξη του ατομικού πλεονεκτήματος συνδέεται με τρόπο αξιοθαύμαστο με το γενικό καλό της ολότητας. Η επιδίωξη αυτή, με την ενθάρρυνση της εργατικότητας, με την ανταμοιβή της εφευρετικότητας και με την πιο αποδοτική χρησιμοποίηση των ιδιαίτερων δυνάμεων, με τις οποίες έχει προικίσει η φύση τη χώρα, κατανέμει την εργασία πιο αποδοτικά και πιο οικονομικά: ενώ, με την αύξηση του γενικού όγκου των παραγομένων αγαθών, διαχέει το γενικό όφελος και συνενώνει, με τον κοινό δεσμό του συμφέροντος και της επικοινωνίας, την παγκόσμια κοινωνία των εθνών όλου του πολιτισμένου κόσμου».
 
Στην ουσία προτείνεται ένας άτυπος καταμερισμός εργασίας σε παγκόσμια κλίμακα: «Η αρχή αυτή είναι εκείνη που καθορίζει γιατί το κρασί πρέπει να παράγεται στη Γαλλία και στην Πορτογαλία, τα σιτηρά θα πρέπει να καλλιεργούνται στην Αμερική και στην Πολωνία και τα μεταλλικά βιομηχανικά είδη και άλλα αγαθά να κατασκευάζονται στην Αγγλία». Το ότι τα βιομηχανικά προϊόντα πρέπει να παράγονται κατά κύριο λόγο στην Αγγλία κρίνεται μάλλον αναμενόμενο. Οι άλλοι μπορούν να αρκεστούν στα γεωργικά προϊόντα.
 
Ο κίνδυνος μήπως το ελεύθερο εμπόριο δώσει κίνητρα στο να μεταφερθεί το κεφάλαιο σε άλλες χώρες όπου μπορεί να παράγει φθηνότερα βγάζοντας μεγαλύτερο κέρδος (κατά τον Ρικάρντο πάντα) δεν υφίσταται: «Αν τα κέρδη του κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στο Γιορκσάιρ υπερβαίνουν εκείνα του κεφαλαίου που χρησιμοποιείται στο Λονδίνο, τότε θα μετακινηθεί γρήγορα κεφάλαιο από το Λονδίνο στο Γιορκσάιρ και, έτσι, θα επιτευχθεί η ισότητα των κερδών· αν, όμως, ως αποτέλεσμα του μειωμένου ρυθμού παραγωγής στα εδάφη της Αγγλίας, εξαιτίας της αύξησης του κεφαλαίου και του πληθυσμού, οι μισθοί ανέβουν και τα κέρδη πέσουν, δεν συνεπάγεται ότι κατ’ ανάγκη θα κινηθεί κεφάλαιο και εργασία από την Αγγλία στην Ολλανδία ή στην Ισπανία ή στη Ρωσία, όπου τα κέρδη μπορεί να είναι υψηλότερα».
 
Η απροθυμία του κεφαλαίου να μεταβεί σε ξένες χώρες θα δικαιολογηθεί ως εξής: «Η πείρα δείχνει ότι η φανταστική ή πραγματική ανασφάλεια του κεφαλαίου, όταν δε βρίσκεται κάτω από τον άμεσο έλεγχο του ιδιοκτήτη του, μαζί με τη φυσική απροθυμία που έχει κάθε άνθρωπος να εγκαταλείψει τη χώρα στην οποία γεννήθηκε και τους ανθρώπους με τους οποίους συνδέεται και να εμπιστευθεί τον εαυτό του, με όλες τις παγιωμένες συνήθειές του, σε μια ξένη κυβέρνηση και σε νέους νόμους, περιορίζουν τη φυγή κεφαλαίου».
 
Για να συμπληρωθεί αμέσως: «Τα συναισθήματα αυτά, που θα λυπόμουν αν τα έβλεπα να εξασθενούν, πείθουν ανθρώπους που έχουν πλούτο να αρκούνται μάλλον με χαμηλά ποσοστά κερδών παρά να αναζητούν πιο κερδοφόρα τοποθέτηση του πλούτου τους σε ξένες χώρες».
 
Η αντίληψη του Ρικάρντο ότι το κεφάλαιο αρκείται στα χαμηλά ποσοστά κέρδους αρνούμενο να μεταβεί στο εξωτερικό δε φαίνεται να επιβεβαιώνεται. Η σύγχρονη παγκοσμιοποιημένη εποχή θα τον διαψεύσει. Το γεγονός ότι θα λυπόταν αν έβλεπε αυτού του είδους τα τοπικιστικά συναισθήματα του κεφαλαίου «να εξασθενούν» καταδεικνύει ότι κινείται περισσότερο συναισθηματικά παρά ορθολογιστικά. Αν το κεφάλαιο αποσκοπεί μονάχα στο κέρδος, όπως οφείλει, τότε γιατί να μην καταφύγει και στο εξωτερικό, αν λάβει τις πρέπουσες διαβεβαιώσεις της επιπλέον κερδοφορίας;
 
Ο Ρικάρντο δε φαίνεται να μπορεί να δώσει πειστικές απαντήσεις. Περισσότερο προσπαθεί να λειτουργήσει καθησυχαστικά υποτιμώντας ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Γι’ αυτό και τάσσεται υπέρ του ελεύθερου εμπορίου χωρίς την ελάχιστη επιφύλαξη. Ο Άνταμ Σμιθ θα αποδειχθεί διορατικότερος. Οι κίνδυνοι που είχε διαβλέψει και οι προϋποθέσεις που έθεσε για τη σωστή λειτουργία του ελεύθερου εμπορίου τον καθιστούν διαχρονικότερο. Η αστική τάξη θα βρει στο πρόσωπο του Ρικάρντο τον πιο κατάλληλο εκφραστή της.
 
Ο Heilbroner θα κάνει την τελική αποτίμηση: «Και ήταν απόλυτα φυσικό ότι η νέα τάξη των βιομηχάνων βρήκε στα γραφτά του Ρικάρντο, τη θεωρία που ταίριαζε ακριβώς στις ανάγκες της. Ήταν αυτοί υπεύθυνοι για τους χαμηλούς μισθούς; Όχι, διότι έφταιγε η άγνοια του εργάτη που τον έκανε να αυξάνει τον πληθυσμό της τάξης του. Ήταν αυτοί υπεύθυνοι για την πρόοδο της κοινωνίας; Ναι, αλλά σε τι τους ωφελούσε να αναλίσκουν τις δυνάμεις τους και να αποταμιεύουν τα κέρδη τους για να έχουν ακόμη περισσότερες περιπέτειες στην παραγωγή; Το μόνο που αποκόμιζαν για τους κόπους τους ήταν η αμφίβολη ευχαρίστηση να παρακολουθούν τις προσόδους και τους μισθούς να αυξάνονται, και τα δικά τους κέρδη να συρρικνώνονται. Ενώ αυτοί οδηγούσαν την οικονομική μηχανή, ο γαιοκτήμονας, καθισμένος αναπαυτικά στην πίσω θέση, είχε όλες τις απολαύσεις και τις επιβραβεύσεις. Πράγματι, κάθε λογικός καπιταλιστής θα πρέπει να αναρωτιόταν αν αυτή η ιστορία άξιζε τον κόπο».
 
David Ricardo, Αρχές Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου