Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

Ο Ντέιβιντ Ρικάρντο, ο μισθός της εργασίας και τα κέρδη του κεφαλαίου

Η εργασία από τη στιγμή που τίθεται στην αγορά κοστολογούμενη με συγκεκριμένα κριτήρια δεν μπορεί παρά να υπόκειται στους ίδιους κανόνες που καθορίζουν το ύψος της χρηματικής αξίας όλων των προϊόντων. Με λίγα λόγια αποτελεί εμπόρευμα που η τιμή του καθορίζεται από τους νόμους της αγοράς, όπως κάθε εμπόρευμα. Ο Ρικάρντο είναι σαφής: «Η εργασία, όπως όλα τα άλλα πράγματα που αγοράζονται και πωλούνται, και η ποσότητα των οποίων μπορεί να αυξηθεί ή να μειωθεί, έχει τη φυσική και την αγοραία τιμή της».
 
Και αμέσως ξεκαθαρίζει: «Φυσική τιμή της εργασίας είναι η τιμή εκείνη που είναι αναγκαία για να μπορέσουν οι εργάτες, όλοι οι εργάτες, να επιβιώσουν και να διαιωνίσουν την τάξη τους, χωρίς να αυξηθεί ή να μειωθεί το πλήθος τους».
 
Επί της ουσίας, η τιμή της εργασίας θα καθοριστεί από το κόστος της ζωής, δηλαδή από το κόστος των μέσων συντήρησης που χρειάζεται ο εργάτης για τον εαυτό του και την οικογένειά του: «Η ικανότητα του εργάτη να συντηρεί τον εαυτό του, αλλά και την οικογένεια που μπορεί να είναι αναγκαία για να διατηρηθεί ο αριθμός των εργατών, δεν εξαρτάται από το χρηματικό ποσό που μπορεί να λαμβάνει ως μισθό, αλλά από την ποσότητα των μέσων διατροφής, των άλλων αναγκαίων μέσων συντήρησης και των ανέσεων, που η συνήθεια έχει καταστήσει αναγκαίες γι’ αυτόν, τα οποία μπορεί να αγοράσει με το χρηματικό αυτό ποσό».
 
Το τελικό συμπέρασμα για την τιμή της εργασίας προκύπτει αβίαστα: «Η φυσική τιμή της εργασίας, επομένως, εξαρτάται από την τιμή των μέσων διατροφής, των αναγκαίων μέσων συντήρησης και των ανέσεων, που είναι απαραίτητα για τη συντήρηση του εργάτη και της οικογένειάς του».
 
Κατ’ επέκταση: «Όταν ανεβαίνει η τιμή των μέσων διατροφής και των άλλων αναγκαίων μέσων συντήρησης, η φυσική τιμή της εργασίας θα αυξηθεί· όταν όμως πέσει η τιμή τους, η φυσική τιμή της εργασίας θα μειωθεί».
 
Πέρα όμως από την άνοδο των τιμών στα μέσα συντήρησης, που αναγκαστικά θα συνοδευτεί από την άνοδο των μισθών, ώστε να μπορέσει ο εργάτης να διαιωνίσει την τάξη του, η διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση εργατικών χεριών θα αυξήσει εκ νέου την τιμή της εργασίας, αφού θα καταστήσει τα εργατικά χέρια σπανιότερα. Πρόκειται για τον πασίγνωστο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης που καθορίζει τις τιμές όλων των προϊόντων.
 
Ο Ρικάρντο εκθέτει το ζήτημα ως εξής: «Η συσσώρευση κεφαλαίου προκαλεί, φυσιολογικά, ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των εργοδοτών με αποτέλεσμα την άνοδο της τιμής της εργασίας. Οι αυξημένοι μισθοί δε δαπανώνται, πάντοτε, αμέσως στα μέσα διατροφής, αλλά πρώτα συνεισφέρουν σε άλλες απολαύσεις του εργάτη. Η βελτίωση της κατάστασής του, όμως, παρακινεί τον εργάτη, αλλά και του επιτρέπει να νυμφευθεί, και τότε η ζήτηση μέσων διατροφής για τη συντήρηση της οικογένειάς του παραγκωνίζει εκείνη για άλλες απολαύσεις, στις οποίες ξοδευόταν προσωρινά ο μισθός του».
 
Η αύξηση του επιπέδου ζωής που προσφέρει το κεφάλαιο γεννώντας θέσεις εργασίας, πληθώρα προϊόντων και άνοδο των μισθών δεν μπορεί παρά να επιφέρει και την αύξηση του πληθυσμού. Όμως, η αύξηση του πληθυσμού αυξάνει και τη ζήτηση των διατροφικών μέσων, γεγονός που θα ανεβάσει την τιμή τους (σύμφωνα πάντα με τον απαράβατο κανόνα της προσφοράς και της ζήτησης).
 
Η συνέχεια κρίνεται επίφοβη: «Οι τιμές του σίτου αυξάνονται τότε, επειδή αυξάνει η ζήτηση σίτου, εφόσον υπάρχουν τώρα εκείνα τα μέλη της κοινωνίας που έχουν περισσότερα μέσα για να τον αγοράσουν». Από το σημείο αυτό όλα εξαρτώνται από την ποιότητα του εδάφους που θα χρησιμοποιηθεί για να παραχθεί το επιπλέον σιτάρι που χρειάζεται για να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του αυξημένου πλέον πληθυσμού.
 
Αν η χώρα έχει ανεκμετάλλευτες ακαλλιέργητες εκτάσεις ίδιας ποιότητας με εκείνες που βρίσκονται ήδη σε χρήση, η τιμή του σίτου θα επανέλθει στα αρχικά της επίπεδα και η αύξησή της θα διαρκέσει μονάχα στο χρονικό διάστημα που θα χρειαστεί μέχρι να αρχίζουν να αποδίδουν οι νέες εκτάσεις. Αν, όμως, δεν υπάρχουν ίδιας ποιότητας εκτάσεις, αλλά χρειαστεί να μπουν σε λειτουργία εδάφη λιγότερο γόνιμα και περισσότερο δαπανηρά για την παραγωγή, τότε η αύξηση της τιμής του σίτου θα είναι μόνιμη, αφού τις τιμές τις καθορίζουν οι παραγωγικές ανάγκες των χειρότερων ποιοτικά χωραφιών ανεβάζοντας την πρόσοδο σε όλα τα άλλα που κρίνονται ποιοτικότερα.
 
Το ότι οι τιμές προσαρμόζονται στην αποδοτικότητα των χειρότερων χωραφιών κρίνεται αναμφισβήτητο, αφού αν δε συμβεί αυτό, τότε η καλλιέργειά τους θα κριθεί ασύμφορη και μοιραία θα εγκαταλειφθεί αφήνοντας την αγορά με έλλειψη σίτου. Τα επιπλέον έσοδα των καλύτερων χωραφιών που θα προκύψουν από τη νέα αυξημένη τιμή του σίτου (δεν υπάρχει τίποτε πιο κερδοφόρο από τα να πουλά κανείς ακριβότερα χωρίς να υπάρχει καμία αύξηση στα έξοδά του ή καμιά μείωση στο προϊόν που παράγεται), εν τέλει, περνούν στα χέρια του γαιοκτήμονα αυξάνοντας σταδιακά τη γαιοπρόσοδο, καθώς η αύξηση των κερδών θα οδηγήσει στην αύξηση της ενοικίασης της γης: «Αν αποκτάται» (ο σίτος εννοείται) «από εδάφη εξίσου εύφορα με εκείνα που άρχισαν να καλλιεργούνται τελευταία, και χωρίς μεγαλύτερο κόστος εργασίας, η τιμή θα πέσει στο προηγούμενο επίπεδό της· αν αποκτάται από φτωχότερα εδάφη, θα εξακολουθήσει να βρίσκεται συνεχώς σε υψηλότερο επίπεδο».
 
Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο, αν αναλογιστεί κανείς ότι το κόστος των μέσων συντήρησης ανεβάζει και τους μισθούς. Με άλλα λόγια, η βελτίωση της ποιότητας ζωής, που (κατά τον Ρικάρντο πάντα) προσφέρει η λειτουργία του κεφαλαίου και η συνακόλουθη αύξηση του πληθυσμού, δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται από επέκταση στα καλλιεργήσιμα εδάφη χειρότερης ποιότητας που θα ανεβάσουν την τιμή του σίτου αυξάνοντας τη γαιοπρόσοδο. Από αυτή την άποψη, ο μεγάλος κερδισμένος είναι ο γαιοκτήμονας-ενοικιαστής γης, ο οποίος αυξάνει τα έσοδά του χωρίς να έχει καταβάλει τον ελάχιστο μόχθο.
 
Κι όχι μόνο αυτό: «Αν υποθέσουμε ότι ο σίτος και τα βιομηχανικά προϊόντα πωλούνται πάντοτε στην ίδια τιμή, τότε τα κέρδη θα είναι υψηλά ή χαμηλά ανάλογα με το αν οι μισθοί είναι χαμηλοί ή υψηλοί. Ας υποθέσουμε, όμως, ότι η τιμή του σίτου ανεβαίνει, επειδή απαιτείται περισσότερη εργασία για την παραγωγή του· η αιτία αυτή δε θα ανεβάσει την τιμή των βιομηχανικών προϊόντων στην παραγωγή των οποίων δεν απαιτείται πρόσθετη ποσότητα εργασίας. Αν, λοιπόν, οι μισθοί εξακολουθήσουν να είναι οι ίδιοι, τα κέρδη των βιομηχάνων θα παραμείνουν αμετάβλητα. Αν, όμως, όπως είναι απολύτως βέβαιο, αυξηθούν και οι μισθοί, με την άνοδο της τιμής του σίτου, τότε θα πέσουν κατ’ ανάγκη και τα κέρδη τους».
 
Ο Ρικάρντο θα γίνει ακόμη πιο επεξηγηματικός: «Αν ο βιομήχανος πωλεί πάντοτε τα αγαθά του έναντι του ίδιου χρηματικού ποσού, λόγου χάριν έναντι 1.000 λιρών, το κέρδος του θα εξαρτάται από την τιμή της εργασίας που είναι αναγκαία για την παραγωγή των αγαθών αυτών. Τα κέρδη του θα είναι μικρότερα όταν οι μισθοί ανέρχονται σε 800 λίρες παρά όταν πληρώνει μόνο 600 λίρες σε μισθούς. Τα κέρδη, επομένως, θα μειώνονται ανάλογα με την αύξηση των μισθών».
 
Το πλέγμα των αντίθετων συμφερόντων έχει γίνει απολύτως διακριτό: οι καπιταλιστές-βιομήχανοι-κάτοχοι του κεφαλαίου συμβάλλουν στην άνοδο του βιοτικού επιπέδου που οδηγεί στην αύξηση του πληθυσμού και αυτό που επιτυγχάνεται είναι η άνοδος της τιμής των μέσων διατροφής και η ανάγκη καλλιέργειας χαμηλών ποιοτικά εδαφών ευνοώντας το γαιοκτήμονα που αυξάνει την πρόσοδο που εισπράττει, την οποία, εν τέλει, πληρώνουν οι ίδιοι οι βιομήχανοι μειώνοντας τα κέρδη τους μέσω της αύξησης των μισθών. Για το Ρικάρντο η ζωή είναι πολύ σκληρή για τους βιομήχανους. Όχι μόνο οδηγούν την κούρσα της ανάπτυξης, όχι μόνο ευεργετούν την κοινωνία βάζοντας σε κίνδυνο το κεφάλαιό τους, όχι μόνο αποτελούν την οικονομική και παραγωγική πρωτοπορία, αλλά εν τέλει ζημιώνονται προσωπικά πληρώνοντας (μέσω της αύξησης των μισθών) την αυξημένη πρόσοδο του γαιοκτήμονα, που ευνοείται χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα.
 
Ο βιομήχανος επιθυμεί χαμηλή τιμή στο σίτο και καλλιέργεια υψηλής ποιότητας εδαφών σε αντίθεση με το γαιοκτήμονα που θέλει την εισβολή των χειρότερων εδαφών στο παιχνίδι της καλλιέργειας, αφού έτσι αυξάνει την πρόσοδό του, αδιαφορώντας για το αν ανεβαίνει η τιμή των μέσων συντήρησης: «Η ανάγκη στην οποία θα βρισκόταν ο εργάτης να πληρώνει υψηλότερη τιμή για τα αναγκαία μέσα συντήρησης, θα τον υποχρέωνε να ζητήσει υψηλότερους μισθούς· και οτιδήποτε αυξάνει τους μισθούς, μειώνει κατ’ ανάγκη τα κέρδη».
 
Το οικονομικό σύστημα είναι τόσο άδικο (κατά το Ρικάρντο πάντα) σε βάρος του βιομηχανικού κεφαλαίου, που, ενώ στα δικά του προϊόντα η ίδια η φύση της αγοράς θα περιόριζε αμέσως όποια ευκαιρία διογκωμένου κέρδους προέκυπτε, στο ζήτημα της αύξησης του πληθυσμού, εφόσον μιλάμε για ανθρώπους, είναι αδύνατο να βρεθούν τόσο άμεσες λύσεις, αφού είναι αδύνατο να μειωθεί ο πληθυσμός από τη μια στιγμή στην άλλη. Αν για παράδειγμα υπάρχει έλλειψη καπέλων ανεβάζοντας την τιμή τους στα ύψη, το κεφάλαιο θα δράσει ακαριαία, καθώς η αναζήτηση του κέρδους θα επιφέρει επενδύσεις στην παραγωγή καπέλων μέχρι που η πληθώρα του προϊόντος που θα παραχθεί θα εξισορροπήσει τις τιμές – εκτός αν ξεπεραστεί το όριο των αναγκών της αγοράς (αν υπάρξει δηλαδή επένδυση υπέρ του δέοντος) όπου οι τιμές θα πέσουν ακόμη πιο χαμηλά από την αναμενόμενη ισορροπία. Ο βιομήχανος είναι υποχρεωμένος να αναλάβει αυτούς τους κινδύνους για το κεφάλαιό του σε αντίθεση με το γαιοκτήμονα που δε χρειάζεται να διακινδυνεύσει τίποτε.
 
Στην περίπτωση των ανθρώπων, όμως, δεν μπορεί να συμβεί το ίδιο: «Δεν μπορούμε να αυξήσουμε τον αριθμό τους μέσα σε ένα ή δύο χρόνια, όταν αυξηθεί το κεφάλαιο, ούτε μπορούμε να μειώσουμε τον αριθμό τους όταν το κεφάλαιο είναι σε κατάσταση υποχώρησης· και, επομένως, αφού ο αριθμός των εργατικών χεριών αυξάνεται ή μειώνεται αργά, ενώ τα χρηματικά κεφάλαια (funds) για τη συντήρηση της εργασίας αυξάνονται ή μειώνονται γρήγορα, πρέπει να μεσολαβήσει ένα σημαντικό χρονικό διάστημα πριν η τιμή της εργασίας ρυθμιστεί με ακρίβεια από την τιμή του σίτου και των άλλων αναγκαίων μέσων συντήρησης».
 
Για τον Ρικάρντο η επιθυμία του κέρδους από τον βιομήχανο κεφαλαιοκράτη είναι αρκετή να κινήσει τους νόμους της αγοράς, ώστε να επιτευχθεί η απαραίτητη ισορροπία ανάμεσα στην προσφορά και τη ζήτηση επιφέροντας και την εξισορρόπηση των τιμών. Αυτό όμως δεν μπορεί να συμβεί στο ζήτημα της αύξησης του πληθυσμού (τουλάχιστον με την ταχύτητα που καθορίζεται η παραγωγή των προϊόντων) πράγμα που ευνοεί το γαιοκτήμονα σε βάρος του βιομήχανου.
 
Η κατάσταση είναι τόσο κατάφωρα άδικη σε βάρος των βιομηχάνων και προοδευτικά επιδεινώνεται σε τέτοιο βαθμό, που για τον Ρικάρντο τίθεται θέμα κινήτρων για τη συνέχιση της ευεργετικής δράσης του κεφαλαίου προς την κοινωνία: «Ήδη έχω πει ότι πολύ πριν η κατάσταση αυτή των τιμών γίνει μόνιμη, δε θα υπάρχει κανένα κίνητρο για συσσώρευση· επειδή κανένας δε συσσωρεύει κεφάλαια παρά μόνο για να κάνει τη συσσώρευσή του παραγωγική – και το συσσωρευμένο κεφάλαιό του αποφέρει κέρδος μόνο όταν χρησιμοποιείται παραγωγικά. Χωρίς κίνητρο δε θα μπορούσε να υπάρξει συσσώρευση και, άρα, δε θα μπορούσε να υπάρξει μια τέτοια κατάσταση τιμών. Και ο αγρομισθωτής και ο βιομήχανος δεν μπορούν να ζήσουν χωρίς κέρδη, όσο και ο εργάτης χωρίς μισθό. Το κίνητρό τους για συσσώρευση θα εξασθενεί με κάθε μείωση του κέρδους, και θα εκλείψει τελείως όταν τα κέρδη τους θα είναι τόσο χαμηλά ώστε να μην τους παρέχουν αρκετή αποζημίωση για τον κόπο τους και τον κίνδυνο, τον οποίο κατ’ ανάγκη πρέπει να αντιμετωπίσουν όταν επενδύουν παραγωγικά τα κεφάλαιά τους».
 
Ο Ρικάρντο ανησυχεί τόσο πολύ για την τύχη του κεφαλαίου που κρούει τον κώδωνα του κινδύνου. Κι αν το κεφάλαιο χάσει το ενδιαφέρον του για επενδύσεις, τότε όχι μόνο οι εργάτες (που θα χάσουν το μισθό τους), αλλά εν τέλει και οι γαιοκτήμονες θα ζημιωθούν ανεπανόρθωτα. Το κεφάλαιο τίθεται ως στυλοβάτης της κοινωνίας και όχι μόνο δεν του αναγνωρίζεται αυτό, αλλά σταδιακά ψαλιδίζεται ο καταλυτικός του ρόλος.
 
Τα κέρδη του κεφαλαίου συρρικνώνονται γεγονός εξόχως ανησυχητικό για την κοινωνία: «Η φυσική τάση των κερδών είναι να πέφτουν, επειδή με την πρόοδο της κοινωνίας και την αύξηση του πλούτου, η επιπλέον αναγκαία ποσότητα μέσων διατροφής αποκτάται μόνο με τη δαπάνη όλο και περισσότερης εργασίας».
 
Το ευτύχημα είναι ότι υπάρχουν και παράγοντες που επιδρούν ανακουφιστικά για το κεφάλαιο: «Ευτυχώς, η τάση αυτή, ή αυτός ο νόμος, θα λέγαμε, της βαρυτικής έλξης του κέρδους, αναχαιτίζεται συχνά από τις βελτιώσεις των μηχανών που συνδέονται με τη παραγωγή αναγκαίων μέσων συντήρησης, όπως και από τις αποκαλύψεις της γεωπονικής επιστήμης, που μας επιτρέπουν να απελευθερώσουμε ένα μέρος της εργασίας η οποία ήταν αναγκαία μέχρι τότε και, έτσι, να μειώσουμε την τιμή των πιο ζωτικών μέσων συντήρησης του εργάτη».
 
Με άλλα λόγια, ευτυχώς που η πρόοδος της γεωπονικής και της γεωργικής τεχνολογίας αυξάνουν την παραγωγή των μέσων συντήρησης κατεβάζοντας τις τιμές τους. Η φράση όμως «μας επιτρέπουν να απελευθερώσουμε ένα μέρος της εργασίας η οποία ήταν αναγκαία μέχρι τότε» έχει και μια επιπλέον σημασία. Οι βελτιώσεις των μηχανών συμβάλλουν στην αντικατάσταση του εργάτη απαλλάσσοντας το κεφάλαιο από την ανάγκη να τον πληρώνει.
 
Η ανεργία και η εξαθλίωση που θα επέλθουν θα μειώσουν το κόστος της συντήρησης των εργατών (όχι γιατί ο βιομήχανος θα βρίσκεται σε θέση ισχύος στον καθορισμό του μεροκάματου, αφού όποιος δε δέχεται θα μπορεί άμεσα να αντικατασταθεί, αλλά γιατί –προφανώς– θα μειωθεί αριθμητικά η εργατική τάξη, ώστε να μη χρειάζεται η καλλιέργεια των χειρότερων χωραφιών για τη συντήρησή της, πράγμα που θα μειώσει την τιμή του σίτου και κατ’ επέκταση την πρόσοδο του γαιοκτήμονα).
 
Για τον Ρικάρντο το πρόβλημα της μείωσης των κερδών από την αύξηση των μισθών δε θα μπορούσε να λυθεί, ακόμη κι αν ο βιομήχανος αύξανε με τη σειρά του την τιμή πώλησης των προϊόντων του: «Ας υποθέσουμε ότι ο πιλοποιός, ο βιομήχανος καλτσών και ο υποδηματοποιός πληρώνουν ο καθένας 10 λίρες επιπλέον σε μισθούς για την παραγωγή μιας ορισμένης ποσότητας των εμπορευμάτων τους, και ότι η τιμή των καπέλων, των καλτσών και των υποδημάτων αυξάνεται κατά ένα ποσό αρκετό ώστε να πάρει πίσω ο κάθε βιομήχανος τις 10 λίρες· η θέση τους δε θα είναι τώρα καλύτερη από ό,τι ήταν πριν από την αύξηση αυτή. Αν ο βιομήχανος καλτσών πωλήσει τις κάλτσες του έναντι 110 και όχι 100 λιρών, το κέρδος του θα είναι ακριβώς το ίδιο χρηματικό ποσό όπως και προηγουμένως· από τη στιγμή, όμως, που για το ίδιο χρηματικό ποσό παίρνει ως αντάλλαγμα λιγότερα κατά το ένα δέκατο καπέλα, υποδήματα ή οποιοδήποτε άλλο εμπόρευμα, και εφόσον το προηγούμενο ποσό των αποταμιεύσεών του μπορεί να απασχολεί λιγότερους εργάτες, επειδή έχουν αυξηθεί οι μισθοί, και να αγοράζει λιγότερες πρώτες ύλες σε υψηλότερες τιμές, δε θα είναι σε καλύτερη θέση από εκείνη στην οποία θα βρισκόταν αν το ποσό του χρηματικού κέρδους του είχε μειωθεί πραγματικά και η τιμή κάθε εμπορεύματος παρέμενε στο προηγούμενο επίπεδό της. Αν αυξάνονταν οι τιμές όλων των εμπορευμάτων, πάλι το αποτέλεσμα για τα κέρδη θα ήταν το ίδιο· Θα μειωνόταν μόνο η αξία του μέσου με το οποίο υπολογίζονται οι τιμές και τα κέρδη».
 
Τα πράγματα είναι τόσο τραγικά για την τάξη του κεφαλαίου, που (για τον Ρικάρντο) ακόμη και η υπόθεση ότι η αύξηση του πληθυσμού, ως αύξηση των εργατικών χεριών, θα μειώσει την τιμή της εργασίας (χάρη στο νόμο προσφοράς και ζήτησης) δεν ισχύει: «Είναι αλήθεια ότι οι μισθοί της εργασίας μπορεί να βρίσκονταν προηγουμένως σε υψηλό επίπεδο και ότι μπορεί να υποστούν κάποια μείωση. Αν αυτό συμβαίνει πράγματι, η πτώση των κερδών θα ανακοπεί· είναι όμως αδιανόητο ότι η χρηματική αξία των μισθών θα μπορούσε να μειώνεται ή να μένει στάσιμη, ενώ θα αυξάνεται προοδευτικά η χρηματική αξία των αναγκαίων μέσων συντήρησης· και, επομένως, μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο ότι, κάτω από συνήθεις συνθήκες, καμιά μόνιμη αύξηση της τιμής των αναγκαίων μέσων συντήρησης δεν είναι δυνατή, χωρίς να επιφέρει, ή χωρίς να έχει προηγηθεί, αύξηση μισθών».
 
Οι άθλιες συνθήκες διαβίωσης των εργατών (το έργο αυτό γραφόταν το 1815), η υπερεργασία, η παιδική εκμετάλλευση, η θνησιμότητα, η παντελής έλλειψη ασφάλειας ή υγειονομικής περίθαλψης δε φαίνεται να προβληματίζουν ιδιαίτερα τον Ρικάρντο. Εκείνο που τον συγκινεί είναι το ενδεχόμενο της συρρίκνωσης των κερδών του κεφαλαίου. Δυστυχώς, οι εργάτες δε δέχονται να πληρώνονται κάτω από τις τρέχουσες τιμές των μέσων διαβίωσης και με αυτό τον τρόπο βάζουν την κερδοφορία σε κίνδυνο. Προφανώς θα πρέπει να εξαθλιωθούν περισσότερο. Και οι γαιοκτήμονες δεν είναι δυνατό κερδίζουν από τον ιδρώτα του κεφαλαίου, ενώ δεν κάνουν τίποτε.
 
Το κεφάλαιο είναι εκείνο που κάνει τα πάντα για την κοινωνία και που ταυτόχρονα ζημιώνεται περισσότερο. Κι αυτό αποδεικνύεται από τους απαράβατους νόμους της οικονομίας… Δε χρειάζεται να δοθούν ιδιαίτερες εξηγήσεις για να γίνουν κατανοητοί οι λόγοι που ο Ρικάρντο υπήρξε ο αγαπημένος της αστικής τάξης.
 
David Ricardo, Αρχές Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου