Σάββατο 18 Απριλίου 2020

Η Παρανόηση

Τα κόκαλα της γης προεξέχουν από τούτον τον άγονο λόφο. Οι αρχαίοι βράχοι έχουν πρόσωπα που με χλευάζουν. Οι ρίζες από τα ξερά ελαιόδεντρα, μοιάζουν με φίδια κρυμμένα στην άσπρη σκόνη, που παραμονεύουν να δαγκώσουν τα πόδια μου μέσα από τα σαντάλια, να μου βάλουν τρικλοποδιά, έτσι φορτωμένος που είμαι. Γοργόφτεροι γύπες αρμενίζουν πάνω από την πομπή μας, όχι περιστέρια. Το αίμα μου έχει ξεραθεί πάνω στ’ αγκάθια και οι μαύρες μύγες έχουν μαζευτεί σαν στέμμα γύρω στο κεφάλι μου. Τρεις πεινασμένοι σκύλοι μάς ακολουθούν από μακριά. Πραγματικά, μια πομπή ταιριαστή σ’ έναν βασιλιά.
 
Πατέρα, αν με δεις, πώς θα αντέξεις; Παντοδύναμε εσύ, που έκανες τον ήλιο να στέκει ακίνητος, μπορείς να μετακινήσεις από τον ώμο μου αυτό το χοντρό ξύλο, ν’ ακουμπήσει πάνω στους μυς; Πονάει λιγότερο πάνω στους μυς. Είμαι γιατρός και το ξέρω. Μα δεν μπορώ ν’ αγγίξω το χέρι μου πάνω στο δικό μου κορμί, μήτε καν για να παραμερίσω αυτό το χοντρό δοκάρι, γιατί μπορεί να γλιστρήσει.
 
Αν πέσει, θα με μαστιγώσουν ξανά κι ίσως να φωνάξω. Ή μπορεί και να κατουρηθώ. Λένε πως όταν κανείς σηκώνεται από χάμω φορτωμένος, κατουριέται επάνω του κι οι άλλοι γελάνε. Μπορεί, ακόμη, ν’ ανοίξουν και να χυθούν τα σπλάχνα μου. Δεν μπορεί ένας πατέρας ν’ αφήσει να συμβεί αυτό στον γιο του.
 
Για να πειράξεις τον Αβραάμ, τον πρόσταξες να κόψει το λαιμό του πρωτογέννητου, αλλά τον σταμάτησες την τελευταία στιγμή. Η αίσθηση του χιούμορ σου παγώνει τον ιδρώτα μου. Αυτό το άσχημο παιχνίδι παίζεται μπροστά σε αδειανά καθίσματα, μονάχα για δικό σου όφελος. Ο μόνος σκοπός του είναι να σε κάνει ν’ ακούσεις, να σε ξυπνήσει. Πότε αποκοιμήθηκες ή άρχισες ν’ αποστρέφεις το βλέμμα σου; Πότε πήγε ο Δαβίδ πίσω από τον Αβεσσαλώμ; Ή νωρίτερα, πότε ο Κάιν σκότωσε τον Άβελ; Τα έκανες θάλασσα με το σπόρο του Αδάμ, εσύ ο Παντοδύναμος.
 
Συχνά, όταν η νύχτα έπεφτε βαριά επάνω μου, όταν οι άλλοι κοιμούνταν σαν βράχοι κάτω από το φεγγαρόφωτο, αναρωτιόμουν αν ήσουν εσύ ο ίδιος το κουφό και αδρανές πνεύμα που κηδεμόνευες εκείνο το αγόρι που μου έφεραν όταν κατεβήκαμε από το βουνό. Ήσουν εσύ, μεταμορφωμένος σε δαίμονα, που έπιασες εκείνο το αγόρι και το ξέσχισες και το τράνταξες τόσο, ώστε το έπιασαν σπασμοί, τόσο, που το ανάγκασες να πέσει στη φωτιά και στο νερό, ν’ αυτοκτονήσει; Είσαι εσύ, αυτός που παίζει τα παιχνίδια με το σπόρο του Αδάμ; Ή μήπως είσαι μονάχα αφηρημένος και νυσταγμένος; Σύντομα θα το μάθω, όταν ετούτος ο πάσσαλος στηθεί κι αλλάξουμε θέσεις, όταν δηλαδή, αντί να τον σηκώνω εγώ, θα σηκώνει εκείνος εμένα. Αυτό θα είναι η δοκιμασία, θα είναι η δίκη σου. Τότε θα μάθω.
 
Έχω μαστιγώσει ο ίδιος τον εαυτό μου, πιο σκληρά απ’ όσο με μαστίγωσαν οι στρατιώτες, πιστεύοντας ότι ήσουν μονάχα αφηρημένος, απασχολημένος με υποθέσεις πιο σπουδαίες από την δημιουργία σου – αν και όποιες κι αν είναι, με χτυπάνε πιο σκληρά απ’ όσο με χτυπάν οι στρατιώτες. Ίσως να ήσουν το ίδιο αφηρημένος όταν πήγες στη μητέρα μου, σ’ εκείνη την δακρυσμένη γυναίκα που μπαίνει πάντα στο δρόμο μου. Αν αυτή είναι η περίπτωση και είσαι μονάχα ταραγμένος ή νυσταγμένος, θα σε τραβάω από το μανίκι πάνω στον πόνο μου μέχρι να σε ξυπνήσω και να πετύχω το σκοπό μου. Αν όμως είσαι αυτό το κουφό και αδρανές πνεύμα, τότε θα ’ναι τρέλα να σε τραβάω από το μανίκι, κι ο θάνατος θα είναι σκληρός.
 
Λένε πως κάνεις τρεις μέρες να πεθάνεις μ’ αυτόν τον τρόπο, εκτός αν σου σπάσουν τα κόκαλα για να πιο γρήγορα το θάνατο. Αυτό θα ’ναι σκληρό και τα σπλάχνα μου θ’ ανοίξουν από ’κεί ψηλά που θα βρίσκομαι και θα χυθούν πάνω στον απορφανισμένο κόσμο, κι όλο αυτό δε θα είναι, παρά ένας εμπαιγμός – εσύ, ένας αντικαθρεφτισμός που σχηματίζεται από τους ερημικούς ατμούς και η δακρυσμένη μητέρα μου, μια μοιχαλίδα.
 
Μίλησέ μου, ανάθεμά σε, μίλησέ μου όπως μου μίλησες εκείνη τη νύχτα πάνω στο βουνό και μην καμώνεσαι πως έχεις πιο σπουδαίες υποθέσεις να κοιτάξεις. Δεν είπα σ’ εκείνους τους ανθρώπους ότι έχεις μετρήσει όλες τις τρίχες του κεφαλιού τους, και πως δεν μπορεί μήτε ένα σπουργίτι να πέσει στη γη χωρίς τη δίκιά σου θέληση; Μήπως ο σπόρος του Αδάμ δε λογαριάζεται περισσότερο από ένα σμάρι σπουργίτια; Νιώθεις αυτό το κάψιμο του ξύλου πάνω στο κόκαλο του ώμου μου; Παραμέρισέ το μια ίντσα, εσύ που μπορείς να μετακινείς βουνά με την ανάσα σου. Το μονοπάτι γίνεται πιο απότομο, ζυγώνουμε στην κορυφή. Γρήγορα θα μάθω την απόκριση.
 
Οι στρατιώτες με βλαστημούν χωρίς πεποίθηση, φοβούνται εσένα, έναν μοχθηρό, ερημικό Θεό. Τα τρία σκυλιά βρίσκονται ακόμη πίσω μας. Όταν γεννήθηκα με επισκέφτηκαν τρεις βασιλιάδες. Υπάρχει ακόμη καιρός, το ξέρεις, ν’ αλλάξω γνώμη. Ο διοικητής είπε ότι θα κανονίσει να μου δοθεί χάρη, αν αναιρέσω τα όσα είπα. Θα μπορούσα να αναιρέσω ακόμη κι εκεί ψηλά, στον πάσσαλο. Όμως, μέχρι τότε, τα χέρια μου θα έχουν σπάσει και θα ’χουν δεθεί πάνω στο οριζόντιο ξύλο.

Οι στρατιώτες λένε, πως παλαιότερα, αυτό γινόταν με καρφιά, αλλά δεν ήταν σίγουρο γιατί ο άνθρωπος μπορούσε να γλιστρήσει από τα καρφιά και να πέσει κάτω. Τον πόνο ίσως τον αντέξω -αν και ουρλιάζουν όλοι σαν τους λύκους όταν τους ανεβάζουν εκεί ψηλά- μα η θεραπευτική μου δύναμη θα έχει φύγει από τα σπασμένα μου χέρια. Ήταν χέρια καλά. Θεράπευσαν αρρώστους, ανέστησαν πεθαμένους, καθάρισαν λεπρούς, έδιωξαν δαιμόνους. Και είναι αλήθεια ότι τα έκανα όλα αυτά, κανένας δεν μπορεί να τ’ αρνηθεί. Πατέρα, έκανα θαύματα για σένα, τώρα είναι η σειρά σου.
 
Το μονοπάτι είναι πια λιγότερο απότομο, διακρίνω την κορυφή. Μα οι πέτρες γλιστρούν κάτω από τα πόδια μου για να με σαρκάζουν, οι ρίζες μπερδεύονται μέσα στα πόδια μου κι εκείνοι με σπρώχνουν και με μαστιγώνουν σαν ένα τεμπέλικο μουλάρι. Το βασιλικό μου στέμμα, που το σχηματίζουν μύγες, με ενοχλεί περισσότερο από τον πόνο πάνω στο κόκαλο. Ο ήλιος έχει γίνει ένα πύρινο ξίφος, όμως τα μάτια μου είναι συννεφιασμένα από την ομίχλη. Πάνω στην παλλόμενη κορυφή του λόφου, οι γυναίκες περιμένουν, τρεις ιτιές κλαίουσες.
 
Δε θα τους μιλήσω, μα εκείνες θα παρακολουθούν το μαρτύριό μου και θα είναι μάρτυρες της κατασπίλωσής μου. Ποτέ δε με τράβηξε η πεινασμένη σάρκα τους. Θέλουν τον γαμπρό να λικνίζεται στης μάνας του τη μήτρα ή σε μια άλλη μήτρα, το ίδιο είναι. Όταν ο νεκρός σηκωθεί ξανά, δεν θα υπάρχει γάμος. Ο πόνος είναι τόσο δυνατός, ώστε δεν τον αισθάνομαι πια, αν όμως πέσω, αυτοί θα με χτυπήσουν μέχρι να τους μισήσω, και τότε εσύ, θα ’χεις ακόμη μια δικαιολογία να αποστρέψεις το βλέμμα σου.
 
Αν ένας πατέρας γυρίσει τη ράχη του, πώς θα ξέρει ο γιος αν υπάρχει ή όχι; Ξέρω ότι υπάρχεις, μα τη μορφή σου την γνωρίζω σαν ένα ακάθαρτο πνεύμα που ανάγκασε το παιδί να το πιάσουν σπασμοί. Κάπου ψηλά στα βουνά, υπήρχε ένα ηλίθιο χωριό, όπου οι ειδωλολάτρες λάτρευαν έναν φαλακρό και καμπούρη νάνο, ο οποίος χοροπηδούσε μέσα στη σκόνη και τρεφόταν με τα περιττώματα των σκύλων που του τα σέρβιραν οι δημοτικοί σύμβουλοι μέσα σε χρυσά πιάτα.
 
Τώρα μου φαίνεται ότι πέφτω, πέφτω, αλλά πέφτω τόσο αργά. Τώρα το ξύλο σηκώθηκε από τον ώμο μου, δεν τσακίζει πια την σπονδυλική μου στήλη, τώρα μπορούν να με χτυπούν με την καρδιά τους ικανοποιημένη, το μέτωπό μου απολαμβάνει το σκονόλουτρό του, όλα είναι ειρήνη ευλογημένη. Στέκονται γύρω μου και κουβεντιάζουν τι πρόκειται να γίνει κι εγώ είμαι ξαπλωμένος μέσα στην άσπρη σκόνη, ξαλαφρωμένος. Υπάρχει ένας ξένος μαζί τους τώρα, ένα αγροτόπαιδο με στρογγυλά μάτια και, πάνω στη γυμνή ράχη του, φορτώνουν τον ξύλινο ζυγό.
 
Κοίταξε, τώρα εγώ σηκώνομαι ξανά, χωρίς προσπάθεια, εκείνοι έκαναν την προσπάθεια για μένα και μάλιστα τόσο ευγενικά. Περπατώ ξανά, με στηρίζουν κι από τις δυο μεριές, περπατώ στον αέρα, όπως εκείνη τη μέρα πάνω στη λίμνη. Τότε κρατιόμουν από εκείνον τον ανόητο ψαρά με την αδύνατη πίστη, τώρα όμως, κρατιέμαι από τους ευγενικούς στρατιώτες που είναι σαν αδέρφια για μένα. Έτσι έφερνε κι ο Αβραάμ τον γιο του στον τόπο της θυσίας και ήταν και οι δυο τους τρομαγμένοι, ώσπου ανακάλεσες το αστείο. Δεν ήμουν σίγουρος ότι και τούτο ήταν ένα αστείο και φοβήθηκα λίγο, τώρα όμως ξέρω. Το αστείο σκαρώθηκε κι από τους δυο μας έτσι, το μισό φταίξιμο είναι δικό μου και πρέπει να σου εξηγήσω ακόμη μια φορά, γιατί το έκανα αυτό.
 
Πάσχισα να σου το εξηγήσω και νωρίτερα, μα δε με άκουγες. Ήθελα να πεθάνω, για να ξυπνήσεις εσύ. Αυτός ήταν ο μοναδικός μου σκοπός. Γιατί νόμιζα ότι κοιμόσουν, ή ήσουν αφηρημένος ή και απασχολημένος και συνεπώς, απληροφόρητος για τις βδελυρότητες και την ερήμωση του κόσμου που έπλασες. Πώς αλλιώς θα μπορούσα να εξηγήσω στον εαυτό μου ότι εσύ επέτρεψες να γίνουν όλα αυτά, ότι επέτρεψες μέσα στη φιλοστοργία σου, επέτρεψες μέσα στην πανσοφία και στην παντοδυναμία σου, να γίνουν οι άνθρωποι χειρότεροι από κτήνη, χειρότεροι απ’ όλα όσα έρπουν και σέρνονται, ότι επέτρεψες η ανάσα που φύσηξες μέσα στα ρουθούνια του Αδάμ, να μεταμορφωθεί σε δυσοσμία δράκοντα και άφησες το σπόρο του να γίνει το μίασμα της γης; Για τούτο αποφάσισα να σε ξυπνήσω μ’ αυτόν τον τρόπο. Οι προσευχές μου δεν ωφέλησαν σε τίποτα.
 
Μπορούσα να θεραπεύσω τον άρρωστο και να διώξω μερικά δαιμόνια, όμως εκείνη η οικουμενική αρρώστια του μυαλού που είχε προσβάλει την δημιουργία σου, ήταν δικιά σου ευθύνη. Και δεν έκανες τίποτα μ’ αυτό. Κοιμόσουν. Κάποτε σε άκουσα και να ροχαλίζεις, όταν κάποιος έκλαιγε επειδή τον βασάνιζαν οι στρατιώτες.
 
Αποφάσισα λοιπόν να πεθάνω μ’ αυτόν τον άθλιο κι οδυνηρό τρόπο, για να σε ξαναφέρω στα λογικά σου. Υπάρχει κανένας πατέρας που δε θα μετάνιωνε όταν θα έβλεπε τον γιο του να θυσιάζεται; Θα μπορούσε να παρακολουθεί με πέτρινα μάτια, εκείνους που σπάζουν τα χέρια του γιου του και τον ανεβάζουν ψηλά για να σαπίσει, σαν ένα λαχανικό δεμένο στο ξύλο; Ήξερα ότι δεν θα το άφηνες να περάσει έτσι. Έπρεπε να μεσολαβήσεις, και με την ιερή οργή σου να ξεκαθαρίσεις ολόκληρον αυτόν τον κυκεώνα, όπως εγώ ξεκαθάρισα τους σαράφηδες από τον ναό σου. Και τότε, δεν θα υπήρχαν πια χασάπηδες και δεν θα υπήρχαν πια αρνιά.
 
Αυτό ήταν το σχέδιό μου. Δεν μπορούσα όμως να το πω σε εκείνους τους χοντροκέφαλους με την αδύνατη πίστη. Δε θα το καταλάβαιναν. Επειδή εκείνοι οι άνθρωποι διάλεξαν το δρόμο τους από αγάπη σε μένα, πατέρα, όχι από αγάπη σε σένα. Με είδαν να θεραπεύω τον άρρωστο και να ταΐζω τον πεινασμένο κι αυτό το ενέκριναν και το κατάλαβαν. Ποτέ όμως δεν κατάλαβαν τους πλάγιους τρόπους σου. Δεν τους δόθηκε το δικαίωμα να γίνουν όμοιοι με εσένα, κι αυτό ήταν μεγάλο λάθος. Τους είπαν ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να δει το πρόσωπό σου και να ζήσει, ακόμη ένα μεγάλο λάθος. Γιατί οι άνθρωποι δεν μπορούν ν’ αγαπήσουν, ούτε να καταλάβουν κάποιον που δεν έχει μορφή, ούτε ουσία, και που δε μοιάζει με τον δικό τους κόσμο.
 
Αναγκάστηκα λοιπόν να τους μιλήσω με παραβολές και μ’ αυτές να τους δώσω την ομοιότητα που αναζητούσαν. Τους είπα ότι το κρασί ήταν το αίμα μου και το ψωμί ήταν το κορμί μου, κι εκείνοι τα κατάπιναν και τα δυο και ένιωθαν πως ο Θεός τους βρισκόταν μέσα τους. Φυσικά, δεν μπορούσα να τους πω ότι αναγκάστηκα να το σκαρφιστώ για να σε αναγκάσω να σηκωθείς και να σου θυμίσω τις ευθύνες σου, επειδή αλλιώς, αν δεν τον έκανα αυτό, θα σε αγαπούσαν ακόμη λιγότερο. Για να μη γίνει αυτό, τους ανέφερα την παραβολή του Ιωνά, που έμεινε τρία μερόνυχτα μέσα στην κοιλιά της φάλαινας και τους είπα ότι εγώ θα έμενα τρία μερόνυχτα μέσα στην καρδιά της γης. Επανέλαβα κάμποσες φορές την παραβολή του Ιωνά, για να την χωνέψουν τα χοντροκέφαλά τους και, τελικά, το κατάπιαν κι αυτό και θα με ανάσταιναν, όπως τον Ιωνά από το πηγάδι. Έχουν μάτια, μα εσύ κρύβεσαι και δεν μπορούν να σε δουν, έχουν αφτιά, αλλά εσύ δεν τους μιλάς. Για τούτο, πρέπει να ζουν με παραβολές.
 
Μονάχα ένας άνθρωπος κατάλαβε το σχέδιό μου, ο διοικητής. Αναρωτιόταν γιατί στεκόμουν αμίλητος, αντί να διαψεύσω τις άδικες κατηγορίες -τελικά, όμως, κατάλαβε. Με κοίταξε μέσα στα μάτια που για εκείνον ήταν ανοιχτά παράθυρα, ύστερα γύρισε την πλάτη του και έπλυνε τα χέρια του, που κι αυτό ήταν μια παραβολή για να δείξει πως αυτή η υπόθεση θα μπορούσε να κανονιστεί μονάχα ανάμεσα σε σένα και σε μένα. Έτσι είναι.
 
Εδώ λοιπόν είναι ο τόπος φτάσαμε. Δε μου αρέσουν αυτές οι προετοιμασίες. Οι στρατιώτες που με βοήθησαν, δεν είναι πια καλοί μαζί μου. Ιδρώνουν και ανασαίνουν βαθιά. Μετράνε το μπόι μου, από την κορυφή ως τα νύχια. Φαίνεται πως κάτι θα κάνουν. Τώρα είναι η ώρα, τώρα είναι η ώρα, πατέρα, ν ’ ανακαλέσεις, να σταματήσεις αυτή τη φοβερή παράσταση. Ο Αβραάμ τραβάει μαχαίρι στον γιο του. Ετούτοι οι άνθρωποι με ξαπλώνουν κάτω και με βάζουν πάνω στο χοντρό δοκάρι. Δεν γίνεται, δεν μπορούν να το κάνουν αυτό σε μένα, δεν το χωράει ο νους μου. Μια φωνή ακούγεται σαν λύκου ουρλιαχτό, δεν μπορεί να ’ναι δίκιά μου.
 
Και οι γυναίκες κοιτάζουν ψηλά. Το σφουγγάρι είναι πικρό στο στόμα μου και καταπραϋντικό, ο κόσμος σκοτεινιάζει, μια μπουκιά ύπνος. Δεν μπορεί να είν’ αλήθεια, δεν μπορεί να συμβαίνει τέτοιο πράγμα σε μένα. Αυτά τα σπασμένα χέρια δεν είναι δικά μου. Αυτή η ακαθαρσία δεν βγαίνει από μένα. Αυτό το σήκωμα όλο και ψηλότερα μέσα σε άσπρες φλόγες πόνου, δεν συμβαίνει σε μένα. Υψώνομαι και βυθίζομαι, γυρνώντας πάνω σε έναν τροχό, επιπλέοντος μέσα στην κοιλιά της φάλαινας. Ο ήλιος έγινε μαύρος, σκοτείνιασαν όλα, δεν πρέπει να λιποθυμήσω.
 
Πρέπει να τον κοιτάζω κατάματα, αν έχει μάτια να βλέπει. Ελωί, Ελωί, πώς υποφέρεις να βλέπεις αυτό που γίνεται; Εσύ, πνεύμα νωθρό, άχνα της ερήμου, αισχρή απουσία, δεν υπάρχεις, δεν υπήρξες ποτέ σου. Μονάχα μια παραβολή. Κι ο θάνατός μου μια άλλη παραβολή θα τον θυμούνται και θα ψάχνουν να βρουν την σημασία του. Θα βασανίζουν και θα σκοτώνουν στο όνομα μιας παραβολής. Θα κάνουν παράλογους πολέμους, για την ορθή της ερμηνεία. Θα σφάζουν τα παιδιά για την αγάπη μιας αλληγορίας και θα καίνε γυναίκες ζωντανές, προς δόξαν μιας αλληγορίας. Και έτσι, θα έχει γίνει το δικό σου θέλημα, όχι το δικό μου.
 
Αρθουρ Καιστλερ,  “Κολ-γκερλς”

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου