Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Ο Ντέιβιντ Ρικάρντο: οι φτωχοί και η αποθέωση του κεφαλαίου

Ο Ρικάρντο, αφού έχει πάρει θέση υπέρ των βιομηχάνων σε όλα τα ζητήματα που τα συμφέροντά τους έρχονταν σε σύγκρουση με τους γαιοκτήμονες (ειδικά στο θέμα του ελεύθερου εμπορίου), θα επιχειρήσει να καταδείξει ότι η τάξη των γαιοκτημόνων υπονομεύει όχι μόνο τα συμφέροντα του κεφαλαίου, αλλά όλες τις άλλες τάξεις: «το συμφέρον του γαιοκτήμονα είναι πάντοτε αντίθετο με εκείνο του καταναλωτή και του βιομηχάνου».
 
Με άλλα λόγια, όχι μόνοι οι βιομήχανοι αλλά όλοι οι καταναλωτές, δηλαδή και οι εργάτες και οι αγρομισθωτές και οι τεχνίτες και οποιαδήποτε άλλη τάξη επαγγελματιών, ζημιώνονται από τις επιδιώξεις των γαιοκτημόνων. Η αιτιολόγηση έχει να κάνει με την αύξηση της τιμής του σίτου, που τόσο ευνοεί τους γαιοκτήμονες, καθώς αυξάνει τα έσοδα από την πρόσοδο: «Ο σίτος μπορεί να έχει για πάντα υψηλή τιμή μόνο εφόσον απαιτείται πρόσθετη εργασία για την παραγωγή του, μόνον εφόσον το κόστος παραγωγής του έχει αυξηθεί. Η ίδια αιτία θα επιφέρει πάντοτε την άνοδο της προόδου και, επομένως, θα είναι προς το συμφέρον του γαιοκτήμονα να αυξάνεται το κόστος που συνδέεται με την παραγωγή του σίτου. Δεν είναι, όμως, προς το συμφέρον του καταναλωτή».
 
Το τελικό συμπέρασμα είναι ξεκάθαρο: «Όλες οι τάξεις, επομένως, εκτός από εκείνη των γαιοκτημόνων, θα θιγούν από την άνοδο της τιμής του σίτου. Οι συναλλαγές μεταξύ του γαιοκτήμονα και του κοινού δε μοιάζουν με τις εμπορικές συναλλαγές, από τις οποίες, μπορεί να λεχθεί, είναι δυνατόν να κερδίσουν τόσο ο πωλητής όσο και ο αγοραστής, αλλά είναι τέτοιες που το κέρδος συγκεντρώνεται όλο στη μία πλευρά και η ζημιά όλη στην άλλη πλευρά· και αν ο σίτος μπορούσε να προσφερθεί, με την εισαγωγή του, σε χαμηλότερη τιμή, ή ζημιά εξαιτίας της μη εισαγωγής του είναι πολύ μεγαλύτερη για τη μία πλευρά από το όφελος που αποκομίζει η άλλη».
 
Οι γαιοκτήμονες, ως κύριοι αντίπαλοι της αστικής τάξης, συγκεντρώνουν όλα τα πυρά του Ρικάρντο, καθώς τίθενται απέναντι στα συμφέροντα ολόκληρης της κοινωνίας. Όμως, η επιβεβλημένη ανάγκη της συλλογικής ωφέλειας (που προϋποθέτει την υποχώρηση των γαιοκτημόνων) δε συνοδεύεται από κάποια συγκεκριμένη πρόταση που να αφορά την ευημερία όλων των τάξεων. Ο Ρικάρντο έχει στο κέντρο τα συμφέροντα των αστών θεωρώντας ως δεδομένη την προτεραιότητα της δικής τους εκπλήρωσης. Όλες οι άλλες τάξεις οφείλουν να πειθαρχήσουν σε αυτό αντιλαμβανόμενες ότι η δική τους ευημερία θα επέλθει μόνο ως αποτέλεσμα της ευημερίας των βιομήχανων. Γι’ αυτό και ο πρώτος λόγος στην εξυπηρέτηση συμφερόντων ανήκει αδιαπραγμάτευτα στο κεφάλαιο.
 
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν έχει να κάνει με το κατά πόσο ο Ρικάρντο έχει δίκιο καταδεικνύοντας την απληστία και την οπισθοδρόμηση των γαιοκτημόνων σε βάρος του συνόλου της κοινωνίας – πράγμα που κανείς δεν αμφισβητεί. Το ζήτημα έχει να κάνει με τον αδιαπραγμάτευτο τρόπο που τίθενται ως βάση κάθε προόδου τα αστικά συμφέροντα. Οτιδήποτε επιζήμιο προς αυτά κατακρίνεται αυτομάτως. Κι αυτό όχι γιατί το λέει ο Ρικάρντο, αλλά γιατί προκύπτει από τους αδιαπραγμάτευτους νόμους της οικονομίας, που θα προσδώσουν το απαραίτητο επιστημονικό υπόβαθρο για την εξάλειψη όλων των αντιρρήσεων.
 
Χαρακτηριστικές είναι οι απόψεις του για τη νομοθεσία υπέρ των φτωχών: «Οι νόμοι αυτοί δεν καλυτερεύουν, όπως ήταν η πρόθεση του φιλάνθρωπου νομοθέτη, αλλά χειροτερεύουν την κατάσταση τόσο των φτωχών όσο και των πλουσίων· αντί να κάνουν πλούσιους τους φτωχούς, θεωρείται βέβαιο ότι θα κάνουν φτωχούς τους πλούσιους· όσο καιρό θα παραμένουν οι νόμοι αυτοί σε ισχύ, φυσική συνέπεια θα είναι να αυξάνεται προοδευτικά το χρηματικό κεφάλαιο που προορίζεται για τη συντήρηση των φτωχών, μέχρις ότου απορροφήσει όλο το καθαρό εισόδημα της χώρας ή, τουλάχιστον, το μέρος εκείνο του εισοδήματος που μας αφήνει το κράτος αφού ικανοποιήσει πρώτα τη δική του, ουδέποτε φθίνουσα, ζήτηση για δημόσιες δαπάνες».
 
Για τον Ρικάρντο η ελάχιστη βοήθεια που προβλέπει ο νόμος για ανθρώπους που βρίσκονται σε απόλυτη εξαθλίωση (βρισκόμαστε στην Αγγλία του 1815) μεταφράζεται σαν προσπάθεια του νομοθέτη να κάνει τους φτωχούς πλούσιους. Το βέβαιο αποτέλεσμα που βρίσκει ότι θα προκύψει είναι ότι τελικά οι νόμοι αυτοί «θα κάνουν φτωχούς τους πλούσιους», καθώς «το χρηματικό κεφάλαιο που προορίζεται για τη συντήρηση των φτωχών» θα φτάσει να «απορροφήσει όλο το καθαρό εισόδημα της χώρας».
 
Οι πλούσιοι (κατά τον Ρικάρντο πάντα) βρίσκονται σε πραγματική απειλή λόγω της πρόνοιας που υπάρχει για την ανακούφιση των φτωχών. Πρόκειται για την «ολέθρια αυτή τάση των νόμων για τους φτωχούς», που υπονομεύει την οικονομική ισορροπία της χώρας!
 
Το κεφάλαιο δεν μπορεί να αντέξει τις απώλειες από τέτοιου είδους νομοθεσίες, αφού διασπαθίζοντας με αυτές τις μεθοδεύσεις τη δύναμή του θα φτάσει στο σημείο να μην μπορεί να επενδυθεί παραγωγικά οδηγώντας στη φτωχοποίηση όλα τα κοινωνικά στρώματα. Μπροστά σε μια τέτοιου μεγέθους απειλή οφείλει κανείς να εγκαταλείψει τους φτωχούς στη μοίρα τους. Κι αυτό βέβαια είναι προς το δικό τους συμφέρον, αφού μόνο έτσι θα μπορούσαν να ελπίζουν σε κάτι καλύτερο επιτρέποντας στο κεφάλαιο να επενδυθεί παραγωγικά με όλες του τις δυνάμεις.
 
Ο Ρικάρντο είναι ξεκάθαρος: «Κάθε άνθρωπος, λοιπόν, που ενδιαφέρεται για τους φτωχούς θα πρέπει να εύχεται διακαώς την κατάργηση των νόμων αυτών». Για να συμπληρώσει αμέσως: «Δυστυχώς, όμως, έχει περάσει πολύς χρόνος από τότε που θεσπίστηκαν, και οι συνήθειες των φτωχών διαμορφώθηκαν τόσο πολύ υπό την επίδρασή τους που θα χρειαστούμε προσεκτικές και επιδέξιες παρεμβάσεις για να μπορέσουμε να τους εκριζώσουμε με ασφάλεια από το πολιτικό μας σύστημα».
 
Ώσπου καταλήξει με σαφήνεια: «Όλοι εκείνοι που βλέπουν περισσότερο θετικά την κατάργηση των συγκεκριμένων νόμων συμφωνούν πως αν θέλουμε να αποτρέψουμε την πιο μεγάλη συμφορά εναντίον εκείνων υπέρ των οποίων, εσφαλμένα, θεσπίστηκαν, η κατάργησή τους πρέπει να γίνει με τα πιο προοδευτικά βήματα».
 
Το κεφάλαιο όχι μόνο δεν οφείλει να προσφέρει τίποτε για την ανακούφιση της φτώχειας (δεν είναι δική του υπόθεση η μέριμνα των φτωχών και ούτε ευθύνεται γι’ αυτούς, οπότε είναι άδικη η αξίωση του νομοθέτη), αλλά μια τέτοια νομοθεσία είναι κι εσφαλμένη –πέρα από άδικη– καθώς θέτει σε κίνδυνο τις επενδυτικές δυνατότητες του κεφαλαίου που θα παράξουν τον πλούτο για ολόκληρη τη χώρα. Μόνο η αφροσύνη μπορεί να δικαιολογήσει αυτού του είδους τις νομοθετικές παραδοξότητες.
 
Κι όχι μόνο αυτό: «Σε μια κοινωνία στην οποία η γεωργία αναπτύσσεται, όταν οι φόροι υπέρ των φτωχών βαρύνουν πολύ περισσότερο τη γη, θα πληρώνονται εν μέρει από τους κεφαλαιούχους με τη μείωση των κερδών του κεφαλαίου τους και εν μέρει από τους καταναλωτές του ακατέργαστου προϊόντος με την αυξημένη τιμή του. Σε μια τέτοια κατάσταση πραγμάτων, λοιπόν, ο φόρος μπορεί, κάτω από ορισμένες περιπτώσεις, όχι μόνο να μην είναι επιζήμιος για το γαιοκτήμονα, αλλά μπορεί να είναι ακόμη και ωφέλιμος».
 
Η δικαιολόγηση αυτού θα γίνει και πάλι με τη θεωρία της γαιοπροσόδου που αυξάνεται όσο αυξάνονται οι τιμές στα μέσα συντήρησης ανεβάζοντας τους μισθούς και ζημιώνοντας τα κέρδη του κεφαλαίου: «Επειδή, αν ο φόρος που πληρώνεται από τον καλλιεργητή του χειρότερου εδάφους είναι υψηλότερος σε αναλογία προς την ποσότητα του προϊόντος που παράγεται, από το φόρο που πληρώνεται από τους καλλιεργητές των πιο εύφορων εδαφών, τότε η άνοδος της τιμής σίτου [του πρώτου καλλιεργητή], η οποία θα επεκταθεί σε όλο το σίτο, θα αποζημιώσει τον δεύτερο περισσότερο από όσο απαιτείται για την πληρωμή του φόρου. Το πλεονέκτημα αυτό θα παραμείνει σε αυτούς όσο διαρκούν τα μισθωτήρια συμβόλαιά τους, αλλά κατόπιν θα μεταβιβαστεί στους γαιοκτήμονές τους. Τούτο, λοιπόν, θα είναι το αποτέλεσμα των φόρων υπέρ των φτωχών σε μια αναπτυσσόμενη κοινωνία».
 
Τα δεδομένα θα αλλάξουν, αν πρόκειται για στάσιμη οικονομικά χώρα: «Σε μια στάσιμη, όμως, ή σε μια οπισθοχωρούσα χώρα, εφόσον τα κεφάλαια δεν μπορούν να αποσυρθούν από τη γη, αν επιβληθεί πρόσθετος φόρος υπέρ των φτωχών, τότε το μέρος αυτό του φόρου που βαρύνει τη γεωργία θα πληρωνόταν, όσο διαρκεί το συμβόλαιο μίσθωσης, από τους αγρομισθωτές· μετά τη λήξη των συμβολαίων μίσθωσης, όμως, ο φόρος θα βαρύνει εξολοκλήρου τους γαιοκτήμονες».
 
Τα πράγματα είναι απλά: αν πρόκειται για αναπτυσσόμενη χώρα η φορολογία για τους φτωχούς ευνοεί τους γαιοκτήμονες επιβαρύνοντας το κεφάλαιο, ενώ αν πρόκειται για στάσιμη-οπισθοχωρούσα χώρα με το φόρο αυτό θα επιβαρυνθούν οι γαιοκτήμονες. Το δεδομένο ότι απευθύνεται στην Αγγλία του 1815 καθιστά την άποψη σαφέστερη. Εφόσον είναι αποδεκτό ότι η Αγγλία ανήκει στις χώρες που αναπτύσσονται και όχι στις στάσιμες, τότε πρέπει να γίνει επίσης αποδεκτό ότι το κεφάλαιο πρέπει να επωμιστεί και τη μέριμνα των φτωχών – πέρα από την υπόλοιπη φορολόγηση. Το ερώτημα τίθεται χωρίς να έχει διατυπωθεί. Τελικά, οι ιθύνοντες θέλουν να παραμείνει η Αγγλία στις ισχυρές αναπτυσσόμενες χώρες ή θέλουν να την οδηγήσουν στη στασιμότητα υπονομεύοντας διαρκώς τα κέρδη του κεφαλαίου;
 
Γαιοκτήμονες και φτωχοί πιασμένοι χέρι-χέρι έχουν βαλθεί να πριονίζουν τις επενδυτικές δυνατότητες της βιομηχανίας καθιστώντας τη χρήση του κεφαλαίου (και κατ’ επέκταση τη συσσώρευση) ολοένα και λιγότερο ελκυστική. Από την άλλη, οι νομοθέτες εκπροσωπώντας ξεκάθαρα τα συμφέροντα της φεουδαρχίας εμμένουν σε νόμους (όπως της φορολογίας για τους φτωχούς και της απαγόρευσης του εξωτερικού εμπορίου με το νόμο των Σιτηρών) που υπονομεύουν τις προσπάθειες του κεφαλαίου και κατά συνέπεια την πηγή του πλούτου για ολόκληρη τη χώρα.
 
Επιτέλους, οι φτωχοί πρέπει να σταθούν στο ύψος των ευθυνών τους: «Είναι αλήθεια που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ότι οι φτωχοί δεν μπορούν να διατηρήσουν για πάντα τις ανέσεις και την ευημερία τους αν δε φροντίσουν οι ίδιοι ή αν δεν καταβληθεί κάποια προσπάθεια από την πλευρά της νομοθετικής εξουσίας, να τεθεί υπό έλεγχο η αύξηση του αριθμού τους και να μειωθεί η συχνότητα των πρόωρων και απερίσκεπτων γάμων. Η λειτουργία του συστήματος των νόμων για τους φτωχούς υπήρξε διαμετρικά αντίθετη προς αυτό. Κατέστησαν περιττή τη συγκράτηση και προκάλεσαν την αφροσύνη, προσφέροντάς της ένα μέρος από τους μισθούς της φρόνησης και της εργατικότητας».
 
Ποιες ακριβώς είναι οι «ανέσεις» και η «ευημερία» των φτωχών που «δεν μπορούν να διατηρήσουν για πάντα» δε διευκρινίζεται. Αυτό που διευκρινίζεται ευθαρσώς είναι ότι οι φτωχοί δεν μπορούν να παντρεύονται με τέτοιο απερίσκεπτο τρόπο ούτε να κάνουν παιδιά. Επιτέλους, οι άφρονες αυτοί δεν μπορούν να συντηρούνται «από τους μισθούς της φρόνησης και της εργατικότητας», που προφανώς ανήκουν στην αστική τάξη.
 
Η λύση που προτείνεται κινείται στο πλαίσιο του αυτονόητου: «Η φύση του κακού υποδεικνύει τη θεραπεία. Περιορίζοντας προοδευτικά το εύρος των νόμων για τους φτωχούς· καλλιεργώντας στους φτωχούς την αξία της ανεξαρτησίας, διδάσκοντάς τους ότι δεν πρέπει να εναποθέτουν τις ελπίδες τους στη συστηματική ή περιστασιακή φιλανθρωπία, αλλά να στηρίζονται στις δικές τους δυνάμεις για τη συντήρησή τους, ότι η φρόνηση και η προνοητικότητα δεν είναι περιττές ή ανώφελες αρετές, θα αποκτήσουμε σιγά-σιγά ένα ισχυρότερο και υγιέστερο κράτος».
 
Τα πάντα έχουν στρωθεί βολικά για την αστική τάξη, που όχι μόνο προσφέρει τα πάντα για την αύξηση του βιοτικού επιπέδου σε όλες τις κοινωνικές τάξεις, αλλά δεν έχει και καμία ευθύνη για οτιδήποτε αρνητικό. Οι γαιοκτήμονες είναι οι κηφήνες που τρέφονται χάρη στο δικό τους μόχθο και οι φτωχοί είναι υπεύθυνοι της κατάστασής τους, αφού τους έχει κυριέψει η αφροσύνη, η απρονοησία και η παντελής έλλειψη εγκράτειας. Οι δυνατότητες που τους προσφέρονται σε επίπεδο παιδείας ή εργασιακών ευκαιριών δεν αναφέρονται από τον Ρικάρντο. Ούτε καν η διαρπαγή της γης που μετέτρεψε τους χωρικούς σε ζητιάνους φαίνεται να τον απασχολεί.
 
Ο Robert L. Heilbroner στο βιβλίο του «Οι φιλόσοφοι του οικονομικού κόσμου» θα κάνει μια ελάχιστη αναφορά στο ζήτημα των απαλλοτριώσεων που εξαθλίωσε όλους τους μικροκαλλιεργητές και που ξεκινά από τον 16ο αιώνα: «Το μαλλί έχει γίνει το νέο επικερδές εμπόρευμα και το μαλλί απαιτεί βοσκοτόπια για τον εριουργό. Τα βοσκοτόπια δημιουργούνται από την περίφραξη των κοινόχρηστων κτημάτων. Οι διάσπαρτες μικρές ιδιοκτησίες (ξέφραγες και οριοθετημένες μόνο από κάποιο δέντρο ή από κάποιο βράχο ανάμεσα στις ιδιοκτησίες) και οι κοινόχρηστες εκτάσεις όπου όλοι μπορούσαν να βόσκουν τα κοπάδια τους ή να συλλέγουν τύρφη, ξαφνικά ανακηρύχτηκαν ιδιοκτησία του τοπικού άρχοντα κι έπαψαν να είναι προσπελάσιμα στην υπόλοιπη κοινότητα. Εκεί που πριν υπήρχε ένα είδος κοινοκτημοσύνης, τώρα υπάρχει ατομική ιδιοκτησία. Εκεί που υπήρχαν μικροκτηματίες, τώρα υπάρχουν πρόβατα».
 
Ο Heilbroner θα συνεχίσει: «Κάποιος Τζον Χέιλς έγραφε το 1549: “εκεί που σαράντα νοματαίοι εξασφάλιζαν τα προς το ζην, τώρα τα έχει όλα ένας άνθρωπος και ο βοσκός του. Ναι, αυτά τα πρόβατα είναι η αιτία όλων αυτών των δεινών, γιατί έδιωξαν τους γεωργούς από την ύπαιθρο με την οποία πριν πλήθαιναν όλων των ειδών τα τρόφιμα, και τώρα παντού υπάρχουν μόνο πρόβατα, πρόβατα”».
 
Το ζήτημα πήρε τέτοιες διαστάσεις που προκάλεσε αίσθηση ακόμη και στη βασίλισσα Ελισάβετ: «Βρισκόμαστε στο τέλος του δέκατου έκτου αιώνα, την εποχή της μεγάλης αγγλικής εξάπλωσης και περιπέτειας. Η βασίλισσα Ελισάβετ έχει κάνει ένα θριαμβευτικό γύρο του βασιλείου της, αλλά επιστρέφει με ένα περίεργο παράπονο. “Υπάρχουν παντού ζητιάνοι!” αναφωνεί. Είναι μια παράξενη παρατήρηση, γιατί δεν είχαν περάσει εκατό χρόνια από τότε που η αγγλική ύπαιθρος απαρτιζόταν κατά το πλείστον από μικροκτηματίες που καλλιεργούσαν τη δική τους γη, κάνοντας την Αγγλία να καμαρώνει γι’ αυτή τη μεγαλύτερη ομάδα ανεξάρτητων, ελεύθερων και ευημερούντων πολιτών στον κόσμο. Τώρα, “υπάρχουν παντού ζητιάνοι!”».
 
Πρόκειται για τη φτωχοποίηση χιλιάδων ανθρώπων που ξεκίνησε περισσότερο από δύο αιώνες από την εποχή που γράφει ο Ρικάρντο, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η διαδικασία αυτή είχε σταματήσει ακόμη και την εποχή που έγραφε: «το 1820» (πέντε χρόνια αργότερα από τότε που έγραφε ο Ρικάρντο) «σχεδόν πενήντα χρόνια μετά τον Αμερικανικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας, η δούκισσα του Σάδερλαντ εξεδίωξε 15.000 ενοικιαστές από 200.000 στρέμματα γης, για να βάλει στη θέση τους 131.000 πρόβατα. Για να τους αποζημιώσει, νοίκιασε στην κάθε ξεκληρισμένη οικογένεια κατά μέσο όρο μισό στρέμμα όχι ιδιαίτερα εύφορης γης».
 
Από το 18ο αιώνα που οι έμποροι κάνουν αισθητή την παρουσία τους το κοινωνικό ζήτημα είχε να κάνει με το πώς οι φτωχοί δε θα καταφέρουν ποτέ να σηκώσουν κεφάλι. Ο Heilbroner εξηγεί: «Η νέα φιλοσοφία έφερε μαζί της ένα νέο κοινωνικό πρόβλημα: πώς να μείνουν οι φτωχοί, φτωχοί. Ήταν γενικά παραδεκτό ότι, αν δεν παρέμεναν οι φτωχοί ως είχαν, δεν μπορούσε να βασιστεί κανείς επάνω τους ότι θα έκαναν τη δουλειά τους χωρίς να απαιτούν εξωφρενικούς μισθούς. “Για να είναι η κοινωνία ευχαριστημένη, είναι απαραίτητο μεγάλα τμήματα του πληθυσμού να είναι αμόρφωτοι καθώς επίσης και φτωχοί», έγραφε ο Μπέρναρντ Μάντενβιλ (Bernard Mandeville), ο ευφυέστερος και μοχθηρότερος κοινωνικός σχολιαστής των αρχών του δέκατου όγδοου αιώνα. Έτσι οι μερκαντιλιστές συγγραφείς κοίταζαν το φτηνό αγροτικό και βιομηχανικό εργατικό δυναμικό της Αγγλίας και ένευαν επιδοκιμαστικά».
 
Οι ξεριζωμένοι αυτοί αγρότες που ξεκίνησαν από το 16ο αιώνα να χάνουν όλο τους το βιός θα αποτελέσουν τη μαγιά που θα στελεχώσει τα εργοστάσια. Είναι η κοινωνική τάξη που θα μετατραπεί σε προλεταριάτο. Στο βιβλίο της Κοινωνιολογίας για τη Γ΄ Λυκείου αναφέρεται: «ο ενοχλητικός ζητιάνος της προβιομηχανικής κοινωνίας, που ζούσε σε άσυλα εγκλεισμού, δίνει τη θέση του στο σύγχρονο φτωχό, που εξαναγκάζεται να δουλέψει, αφού θεσπίζεται νόμος που απαγορεύει την επαιτεία».
 
Από το 18ο αιώνα το μεγάλο ζήτημα ήταν το πώς οι φτωχοί θα παραμείνουν φτωχοί και αμόρφωτοι, ώστε να μην έχουν πολλές απαιτήσεις από τα αφεντικά τους. Ακόμη και το 1820 εκδιώκονται από τη γη τους για να εκτραφούν πρόβατα. Προφανώς ο Ρικάρντο δεν έχει ιδέα από όλα αυτά. Ενοχλείται από την αφροσύνη τους να παντρεύονται και να κάνουν παιδιά ανεβάζοντας τις διατροφικές ανάγκες, ώστε να καλλιεργηθούν χειρότερης ποιότητας χωράφια, που θα ανεβάσουν την πρόσοδο προς όφελος του γαιοκτήμονα και προς ζημία του βιομήχανου.
 
Αυτό που τον ενοχλεί είναι οι φόροι που τους δίνουν ένα ξεροκόμματο, οι οποίοι μειώνουν την επενδυτική ορμή του κεφαλαίου: «Αν, σύμφωνα με το νόμο» (γράφει ο Ρικάρντο) «κάθε άνθρωπος που χρειάζεται βοήθεια μπορεί να είναι βέβαιος ότι θα έχει τη βοήθεια αυτή, και μάλιστα σε βαθμό που η ζωή του να καθίσταται υποφερτά άνετη, η θεωρία θα μας οδηγούσε να αναμένουμε ότι όλοι οι άλλοι φόροι μαζί θα ήταν ελαφρύτεροι από το μοναδικό φόρο υπέρ των φτωχών».
 
Η φορολογία υπέρ των φτωχών πρέπει να σταματήσει και οι φτωχοί πρέπει να πάψουν να διαμαρτύρονται. Το ζήτημα δεν μπορεί να αναλυθεί με όρους ηθικής. Πρόκειται για νόμους, νόμους οικονομικούς που τίθενται με τρόπο αδιαπραγμάτευτο και που αμόρφωτοι φτωχοί είναι αδύνατο να καταλάβουν. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη υπηρεσία του Ρικάρντο στην αστική τάξη. Να μεταφέρει τη συζήτηση από το ζήτημα του ηθικού δικαίου στην επιστημονικότητα των οικονομικών του θεωριών.
 
Οι φτωχοί οφείλουν να υπακούσουν, όπως υπακούν και στη βαρύτητα: «Ο νόμος της βαρύτητας δεν είναι περισσότερο αναπόδραστος από την τάση των νόμων αυτών να μετατρέπουν τον πλούτο και τη δύναμη σε φτώχεια και αδυναμία· να απομακρύνουν τις προσπάθειες της εργασίας από κάθε άλλο αντικείμενο, εκτός από την εξασφάλιση των αναγκαίων μέσων συντήρησης· να αποθαρρύνουν κάθε πνευματική υπεροχή· να απασχολούν συνεχώς τη σκέψη με την ικανοποίηση των σωματικών αναγκών· μέχρις ότου, τελικά, να προσβληθούν από την πανούκλα της καθολικής φτώχειας όλες οι κοινωνικές τάξεις».
 
Όποιος αμφισβητεί τον Ρικάρντο είναι σαν να αμφισβητεί τη βαρύτητα. Όποιος αγωνίζεται για τους φτωχούς ουσιαστικά θέλει να φέρει την «πανούκλα» της φτώχειας σε όλη τη χώρα. Αυτό το ορίζουν αδιαπραγμάτευτοι νόμοι στους οποίους όλοι οφείλουν να προσαρμοστούν. Αν όχι, θα έρθουν τα χειρότερα.
 
Για τη σημασία της πυγμής των οικονομικών νόμων ο Heilbroner θα παραθέσει την άποψη του Νεκέ: «Ο Γάλλος τραπεζίτης και πολιτικός Νεκέ έλεγε προς το τέλος του 19ου αιώνα: “Αν ήταν δυνατό να ανακαλύψουμε κάποιο είδος τροφής λιγότερο εύγευστης από το ψωμί αλλά με διπλάσια θρεπτική αξία, ο κόσμος θα περιόριζε τα γεύματά του σε ένα κάθε δύο μέρες”».
 
Και θα προσθέσει: «Όσο σκληρό κι αν ακουγόταν κάτι τέτοιο, δε στερούνταν λογικής. Ο κόσμος ήταν σκληρός, όχι οι άνθρωποι που ζούσαν σε αυτόν. Ο κόσμος διεπόταν από οικονομικούς νόμους και με τους οικονομικούς νόμους δεν αστειεύεται κανείς. Ήταν εκεί και το να καταφέρεσαι εναντίον των αδικιών που θα μπορούσαν να προκύψουν, ως ατυχής συνέπεια της λειτουργίας τους, ήταν εξίσου ανόητο με το να θρηνείς για τις φάσεις της παλίρροιας. Ίσως το αποτέλεσμα να μην ήταν αρεστό αλλά ήταν φανερό ότι αυτό το αποτέλεσμα ήταν η φυσική έκβαση της δυναμικής της κοινωνίας: δεν υπήρχε καμία προσωπική μνησικακία ούτε προσωπική χειραγώγηση. Οι οικονομικοί νόμοι ήταν σαν τους νόμους της βαρύτητας και φαινόταν εξίσου παράλογο να αμφισβητήσεις και τους μεν και τους δε».
 
Γι’ αυτό και δεν έχει αξία κανένα ηθικό ή ανθρωπιστικό επιχείρημα. Δεν μπορεί να τα βάζεις με την παλίρροια, ακόμη κι αν στοιχίζει ζωές. Αυτό που παρέλειψε ο Ρικάρντο είναι ότι ακόμη και για την παλίρροια ο άνθρωπος βρήκε λύσεις καθιστώντας τη δράση της ακίνδυνη.
 
Ο Ρικάρντο ήταν ο άνθρωπος που περίμεναν οι αστοί για να κατοχυρώσουν και ιδεολογικά-επιστημονικά το δίκαιο των συμφερόντων τους. Δεν είναι τυχαίο ότι προβλήθηκε όσο κανένας άλλος στην εποχή του ούτε είναι τυχαίο που οι θεωρίες του αποτέλεσαν τη βάση των κλασικών οικονομολόγων για περισσότερο από έναν αιώνα – μέχρι να τις ανατρέψει ο Κέινς.
 
Danid Ricardo, Αρχές Πολιτικής Οικονομίας και Φορολογίας

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου