Πέμπτη 9 Απριλίου 2020

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1412a-1412b)

Καὶ ὃ λέγει Θεόδωρος, τὸ καινὰ λέγειν. γίγνεται δὲ ὅταν παράδοξον ᾖ, καὶ μή, ὡς ἐκεῖνος λέγει, πρὸς τὴν ἔμπροσθεν δόξαν, ἀλλ᾽ ὥσπερ ἐν τοῖς γελοίοις τὰ παραπεποιημένα (ὅπερ δύναται καὶ τὰ παρὰ γράμμα σκώμματα· ἐξαπατᾷ γάρ), καὶ ἐν τοῖς μέτροις· οὐ γὰρ ὥσπερ ὁ ἀκούων ὑπέλαβεν· «ἔστειχε δ᾽ ἔχων ὑπὸ ποσσὶ χίμεθλα»· ὁ δ᾽ ᾤετο πέδιλα ἐρεῖν. τούτου δ᾽ ἅμα λεγομένου δεῖ δῆλον εἶναι. τὰ δὲ παρὰ γράμμα ποιεῖ οὐχ ὃ λέγει λέγειν, ἀλλ᾽ ὃ μεταστρέφει ὄνομα, οἷον τὸ Θεοδώρου εἰς Νίκωνα τὸν κιθαρῳδὸν «θράξει σε», προσποιεῖται γὰρ λέγειν τὸ

[1412b] «Θρᾷξ εἶ σύ» καὶ ἐξαπατᾷ· ἄλλο γὰρ λέγει. διὸ μαθόντι ἡδύ, ἐπεὶ εἰ μὴ ὑπολαμβάνει Θρᾷκα εἶναι, οὐ δόξει ἀστεῖον εἶναι. καὶ τὸ «βούλει αὐτὸν πέρσαι». δεῖ δὲ ἀμφότερα προσηκόντως λεχθῆναι. οὕτω δὲ καὶ τὰ ἀστεῖα, οἷον τὸ φάναι Ἀθηναίοις τὴν τῆς θαλάττης ἀρχὴν μὴ ἀρχὴν εἶναι τῶν κακῶν· ὄνασθαι γάρ. ἢ ὥσπερ Ἰσοκράτης τὴν ἀρχὴν τῇ πόλει ἀρχὴν εἶναι τῶν κακῶν. ἀμφοτέρως γὰρ ὃ οὐκ ἂν ᾠήθη τις ἐρεῖν, τοῦτ᾽ εἴρηται, καὶ ἐγνώσθη ὅτι ἀληθές· τό τε γὰρ τὴν ἀρχὴν φάναι ἀρχὴν εἶναι οὐθὲν σοφόν, ἀλλ᾽ οὐχ οὕτω λέγει ἀλλ᾽ ἄλλως, καὶ ἀρχὴν οὐχ ὃ εἶπεν ἀπόφησιν, ἀλλ᾽ ἄλλως. ἐν ἅπασι δὲ τούτοις, ἐὰν προσηκόντως τὸ ὄνομα ἐνέγκῃ ὁμωνυμίᾳ ἢ μεταφορᾷ, τότε τὸ εὖ. οἷον «Ἀνάσχετος οὐκ ἀνασχετός» ὁμωνυμίᾳ ἀπέφησε, ἀλλὰ προσηκόντως, εἰ ἀηδής. καὶ «οὐκ ἂν γένοιο μᾶλλον ἤ σε δεῖ ξένος»· «ξένος» ‹γὰρ› «οὐ μᾶλλον ἤ σε δεῖ» τὸ αὐτὸ καὶ «οὐ δεῖ τὸν ξένον ξένον ἀεὶ εἶναι»· ἀλλότριον γὰρ καὶ τοῦτο. τὸ αὐτὸ καὶ τὸ Ἀναξανδρίδου τὸ ἐπαινούμενον,

καλόν γ᾽ ἀποθανεῖν πρὶν θανάτου δρᾶν ἄξιον·

ταὐτὸ γάρ ἐστι τῷ εἰπεῖν «ἄξιόν γ᾽ ἀποθανεῖν μὴ ὄντα ἄξιον ἀποθανεῖν», ἢ «ἄξιόν γ᾽ ἀποθανεῖν μὴ θανάτου ἄξιον ὄντα», ἢ «μὴ ποιοῦντα θανάτου ἄξια». τὸ μὲν οὖν εἶδος τὸ αὐτὸ τῆς λέξεως τούτων· ἀλλ᾽ ὅσῳ ἂν ‹ἐν› ἐλάττονι καὶ ἀντικειμένως λεχθῇ, τοσούτῳ εὐδοκιμεῖ μᾶλλον. τὸ δ᾽ αἴτιον ὅτι ἡ μάθησις διὰ μὲν τὸ ἀντικεῖσθαι μᾶλλον, διὰ δὲ τὸ ἐν ὀλίγῳ θᾶττον γίνεται. δεῖ δ᾽ ἀεὶ προσεῖναι ἢ τὸ πρὸς ὃν λέγεται ἢ ὀρθῶς λέγεσθαι, εἰ τὸ λεγόμενον ἀληθὲς καὶ μὴ ἐπιπόλαιον ‹ἔσται›· ἔστιν γὰρ ταῦτα χωρὶς ἔχειν, οἷον «ἀποθνῄσκειν δεῖ μηθὲν ἁμαρτάνοντα» ἀλλ᾽ οὐκ ἀστεῖον, «τὴν ἀξίαν δεῖ γαμεῖν τὸν ἄξιον», ἀλλ᾽ οὐκ ἀστεῖον, ἀλλ᾽ ἐὰν ἅμα ἄμφω ἔχῃ· «ἄξιόν γ᾽ ἀποθανεῖν μὴ ἄξιον ὄντα τοῦ ἀποθανεῖν». ὅσῳ δ᾽ ἂν πλείω ἔχῃ, τοσούτῳ ἀστειότερον φαίνεται, οἷον εἰ καὶ τὰ ὀνόματα μεταφορὰ εἴη καὶ μεταφορὰ τοιαδὶ καὶ ἀντίθεσις καὶ παρίσωσις, καὶ ἔχοι ἐνέργειαν.

***
Και αυτό επίσης που λέει ο Θεόδωρος, να λέμε δηλαδή νέου τύπου εκφράσεις· αυτό γίνεται όταν η έκφραση περιέχει κάτι το αναπάντεχο για τον ακροατή και —για να το πούμε με τα λόγια εκείνου— κάτι που δεν συμφωνεί με την ως εκείνη τη στιγμή γνώμη του ακροατή· μάλλον μοιάζει με τις συνηθισμένες στα αστεία παραποιήσεις (με τον ίδιο τρόπο επενεργούν και τα λογοπαίγνια που γίνονται με την αλλαγή στα γράμματα μιας λέξης, κάτι που ξαφνιάζει και ξεγελάει τον ακροατή) — το ίδιο και στην ποίηση: ο στίχος δεν τελειώνει με τον τρόπο που περίμενε ο ακροατής:

 περπατούσε έχοντας στα πόδια του χιονίστρες

—ο ακροατής φανταζόταν πως θα έλεγε: πέδιλα. Το πράγμα, πάντως, πρέπει να είναι φανερό την ίδια τη στιγμή που λέγεται η λέξη. Τα λογοπαίγνια που βασίζονται στην αλλαγή γραμμάτων κάνουν να μη λέει ο ομιλητής αυτό που λέει, αλλά αυτό που λέει η λέξη που προκύπτει από την παραποίησή της. Αυτό, π.χ., συμβαίνει με το λογοπαίγνιο του Θεόδωρου για τον κιθαριστή Νίκωνα: «θράξει σε» (= «θα σε ταράξει»): ο ομιλητής προσποιείται ότι λέει

[1412b] «Θρᾷξ εἶ σύ» (= «είσαι Θρακιώτης») και ξεγελάει τον ακροατή, γιατί λέει κάτι άλλο. Γι᾽ αυτό και το αστείο είναι ευχάριστο μόνο σ᾽ εκείνον που αντιλαμβάνεται πού βρίσκεται η αιχμή: αν δεν είναι της γνώμης ότι ο Νίκων είναι Θρακιώτης, δεν θα του φανεί καθόλου αστείο. Παρόμοια το «βούλει αὐτόν πέρσαι» (= «θέλεις να τον καταστρέψεις»): και στις δύο περιπτώσεις η λέξη πρέπει να λεχθεί κατά τον προσήκοντα τρόπο. Το ίδιο ισχύει και για τις ευφυείς και κομψές εκφράσεις, όπως το να λέμε ότι για τους Αθηναίους η αρχή της θάλασσας (= η κυριαρχία στη θάλασσα) δεν ήταν η αρχή των δεινών τους, αφού ωφελήθηκαν· ή, όπως το έλεγε ο Ισοκράτης, ότι η αρχή (= η εξουσία) ήταν για την πόλη η αρχή των δεινών της: και στις δύο περιπτώσεις λέχθηκε κάτι που κανείς δεν περίμενε ότι θα λεγόταν, και αυτό αναγνωρίσθηκε ως αληθινό· γιατί το να πει κανείς ότι η αρχή είναι αρχή δεν είναι κάτι το ευφυές, ο ρήτορας όμως δεν το λέει έτσι, αλλά διαφορετικά, και δεν είπε με άρνηση τη λέξη αρχή για την οποία μίλησε, αλλά την είπε με διαφορετική σημασία. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις η επιτυχία βρίσκεται στο να χρησιμοποιήσει ο λέγων τη λέξη κατά τον προσήκοντα τρόπο ή με μια άλλη σημασία ή μεταφορικά. Παράδειγμα: «Ο Ανάσχετος δεν είναι ανασχετός» (= είναι ανυπόφορος): χρησιμοποίησε με άρνηση την ίδια λέξη, κάτι όμως που είναι ταιριαστό, αν ο άνθρωπος αυτός είναι ένα δυσάρεστο άτομο. Επίσης:

 δεν θα ήσουν πιο πολύ απ᾽ ό,τι πρέπει ξένος

«όχι πιο πολύ απ᾽ ό,τι πρέπει» είναι το ίδιο με το «ο ξένος (= ο φιλοξενούμενος) δεν πρέπει να είναι πάντοτε ξένος»· γιατί και εδώ (τη δεύτερη φορά) η λέξη χρησιμοποιείται με άλλο νόημα. Όμοια είναι και η περίπτωση του στίχου του Αναξανδρίδη που βρήκε μεγάλη απήχηση στον κόσμο:

 ωραίο, αλήθεια, να πεθαίνεις πριν κάνεις πράγματα άξια θανάτου·

 γιατί είναι ίδιο με το να πεις: «αξίζει να πεθάνει κανείς, ενώ δεν είναι άξιος να πεθάνει» ή «αξίζει κανείς να πεθάνει, ενώ δεν είναι άξιος θανάτου» ή «ενώ δεν κάνει πράγματα άξια θανάτου». Το είδος του λόγου είναι σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το ίδιο, όσο όμως πιο σύντομος και πιο αντιθετικός είναι ο λόγος, τόσο μεγαλύτερη απήχηση βρίσκει. Ο λόγος είναι ότι η νέα γνώση με την αντίθεση εντυπώνεται καλύτερα και με τη συντομία γρηγορότερα. Πρέπει όμως επιπλέον πάντοτε ή να φαίνεται καθαρά το συγκεκριμένο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται η έκφραση ή να είναι σωστή η διατύπωσή της, αν πρόκειται αυτό που λέγεται να είναι αληθινό και όχι επιφανειακό· γιατί τις δύο αυτές ιδιότητες μπορεί και να μην τις έχει μαζί. Παραδείγματα: «Πρέπει κανείς να πεθαίνει χωρίς να έχει κάνει κανένα σφάλμα», μια έκφραση δίχως καμιά ιδιαίτερη εξυπνάδα και κομψότητα· «Ο άξιος άντρας πρέπει να παντρεύεται άξια γυναίκα», μια έκφραση δίχως καμιά ιδιαίτερη εξυπνάδα και κομψότητα. Αντίθετα είναι ευφυής και κομψή μια έκφραση, αν έχει μαζί και τις δύο αυτές ιδιότητες: «Αξίζει, βέβαια, να πεθαίνει κανείς, όταν δεν του αξίζει να πεθάνει». Σε όσο, πάντως, μεγαλύτερο βαθμό έχει συμμετοχή σε τέτοιου είδους ιδιότητες μια έκφραση, τόσο πιο ευφυής και κομψή φαίνεται, θέλω να πω: αν οι λέξεις που χρησιμοποιούνται περιέχουν μεταφορά, και μάλιστα μεταφορά κάποιου συγκεκριμένου είδους, ή αντίθεση, ή παρίσωση, και αν δηλώνουν ενέργεια.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου