Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἑκάβη (905-952)

905 ΧΟ. σὺ μέν, ὦ πατρὶς Ἰλιάς, [στρ. α]
τῶν ἀπορθήτων πόλις οὐκέτι λέξῃ·
τοῖον Ἑλλάνων νέφος ἀμφί σε κρύπτει
δορὶ δὴ δορὶ πέρσαν.
910 ἀπὸ δὲ στεφάναν κέκαρ-
σαι πύργων, κατὰ δ᾽ αἰθάλου
κηλῖδ᾽ οἰκτροτάταν κέχρω-
σαι· τάλαιν᾽,
οὐκέτι σ᾽ ἐμβατεύσω.

μεσονύκτιος ὠλλύμαν, [ἀντ. α]
915 ἦμος ἐκ δείπνων ὕπνος ἡδὺς ἐπ᾽ ὄσσοις
σκίδναται. μολπᾶν δ᾽ ἄπο καὶ χοροποιὸν
θυσίαν καταπαύσας
πόσις ἐν θαλάμοις ἔκει-
920 το, ξυστὸν δ᾽ ἐπὶ πασσάλῳ,
ναύταν οὐκέθ᾽ ὁρῶν ὅμι-
λον Τροίαν
Ἰλιάδ᾽ ἐμβεβῶτα.

ἐγὼ δὲ πλόκαμον ἀναδέτοις [στρ. β]
μίτραισιν ἐρρυθμιζόμαν
925 χρυσέων ἐνόπτρων λεύσ-
σουσ᾽ ἀτέρμονας εἰς αὐγάς,
ἐπιδέμνιος ὡς πέσοιμ᾽ ἐς εὐνάν.
ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πόλιν·
κέλευσμα δ᾽ ἦν κατ᾽ ἄστυ Τροί-
ας τόδ᾽· Ὦ
930 παῖδες Ἑλλάνων, πότε δὴ πότε τὰν
Ἰλιάδα σκοπιὰν
πέρσαντες ἥξετ᾽ οἴκους;

λέχη δὲ φίλια μονόπεπλος [ἀντ. β]
λιποῦσα, Δωρὶς ὡς κόρα,
935 σεμνὰν προσίζουσ᾽ οὐκ
ἤνυσ᾽ Ἄρτεμιν ἁ τλάμων·
ἄγομαι δὲ θανόντ᾽ ἰδοῦσ᾽ ἀκοίταν
τὸν ἐμὸν ἅλιον ἐπὶ πέλαγος,
πόλιν τ᾽ ἀποσκοποῦσ᾽, ἐπεὶ
νόστιμον
940 ναῦς ἐκίνησεν πόδα καί μ᾽ ἀπὸ γᾶς
ὥρισεν Ἰλιάδος·
τάλαιν᾽ ἀπεῖπον ἄλγει·

τὰν τοῖν Διοσκούροιν Ἑλέναν κάσιν [ἐπῳδ.]
Ἰδαῖόν τε βούταν
945 αἰνόπαριν κατάρᾳ
διδοῦσ᾽, ἐπεί με γᾶς ἐκ
πατρῴας ἀπώλεσεν
ἐξῴκισέν τ᾽ οἴκων γάμος, οὐ γάμος ἀλλ᾽ ἀ-
λάστορός τις οἰζύς·
950 ἃν μήτε πέλαγος ἅλιον ἀπαγάγοι πάλιν
μήτε πα-
τρῷον ἵκοιτ᾽ ἐς οἶκον.

***
ΧΟΡΟΣ
Πατρίδα μου Ίλιο, ήσουν η άπαρτη πόλη, [στρ. 1]
όμως άπαρτη πια δεν θα σε πούνε.
Σύννεφο σε σκεπάζουν ολόγυρα
οι Έλληνες,
που με το κοντάρι σε ρίξανε,
με το κοντάρι.
910 Τα πυργωτά γκρεμίστηκαν στεφάνια
του κάστρου σου
κι η μαυρίλα της κάπνας τη θωριά σου ασχημίζει.
Δυστυχισμένη εγώ, δεν θα ξαναπατήσω
τα χώματά σου.

Μεσάνυχτα ήτανε που ο χαλασμός με βρήκε [αντ. 1]
όταν, απόδειπνα, το γλυκοΰπνι πέφτει
στα μάτια,
κι ο άντρας μου, σταματώντας τα τραγούδια
και τους χορούς της θυσίας, κοιμόταν
στην κάμαρα,
920 με το κοντάρι κρεμασμένο στο καρφί,
αφού δεν φαινότανε πια
ναυτικό στράτευμα
απλωμένο στη γη της Τρωάδας.

Κι εγώ, με τις κορδέλες δένοντας ψηλά [στρ. 2]
τα μαλλιά μου, φτιαχνόμουνα,
και καμαρωνόμουν στην άσωστη
του χρυσού καθρέφτη μου
τη φεγγοβολή,
έτοιμη να γείρω στο κρεβάτι.
Μια βοή τότε χύθηκε στην πόλη
της Τροίας, κι έλεγε
προσταχτική η κραυγή:
«Ω παιδιά των Ελλήνων,
930 πότε λοιπόν, πότε το κάστρο θα πατήσετε
του Ιλίου
και στα σπίτια σας πια θα γυρίσετε;»

Κι εγώ, με το πουκάμισο μονάχα, [αντ. 2]
σαν Σπαρτιάτισσα κόρη,
αφήνω το γλυκό κρεβάτι και προσπέφτω,
η δόλια, στης σεβάσμιας Άρτεμης το άγαλμα,
του κάκου γυρεύοντας απ᾽ τη θεά
να με συντρέξει.
Κι αφού τον άντρα μου αντίκρισα νεκρό,
με τραβούνε στο πέλαγος,
από μακριά να κοιτάζω τη χώρα μου
940 όταν για τον γυρισμό τα καράβια κινήσανε
χωρίζοντάς με από την τρωαδίτικη γη.
Άλλους πόνους, η άμοιρη, δεν τους αντέχω.

Την κατάρα μου δίνω στην Ελένη, [επωδ.]
των Διοσκούρων αδερφή,
και στον βοσκό της Ίδης,
τον Πάρι τον άθλιο,
αφού από την πατρίδα μ᾽ εξόρισε
κι από το σπιτικό μου μ᾽ απόδιωξε
ο γάμος τους
— όχι γάμος, καλύτερα πες: συμφορά
που ένας δαίμονας του ολέθρου σοφίστηκε·
950 ούτε το κύμα πίσω να τη φέρει
ούτε στο πατρικό της σπίτι ν᾽ αξιωθεί
να πατήσει το πόδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου