Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1387a-1387b)

Πρῶτον μὲν οὖν περὶ τοῦ νεμεσᾶν λέγωμεν, τίσιν τε νεμεσῶσι καὶ ἐπὶ τίσι καὶ πῶς ἔχοντες αὐτοί, εἶτα μετὰ ταῦτα περὶ τῶν ἄλλων. φανερὸν δ᾽ ἐκ τῶν εἰρημένων· εἰ γάρ ἐστι τὸ νεμεσᾶν λυπεῖσθαι ἐπὶ τῷ φαινομένῳ ἀναξίως εὐπραγεῖν, πρῶτον μὲν δῆλον ὅτι οὐχ οἷόν τ᾽ ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἀγαθοῖς νεμεσᾶν· οὐ γὰρ εἰ δίκαιος ἢ ἀνδρεῖος, ἢ εἰ ἀρετὴν λήψεται, νεμεσήσει τούτῳ (οὐδὲ γὰρ ἔλεοι ἐπὶ τοῖς ἐναντίοις τούτων εἰσίν), ἀλλὰ ἐπὶ πλούτῳ καὶ δυνάμει καὶ τοῖς τοιούτοις, ὅσων ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν ἄξιοί εἰσιν οἱ ἀγαθοὶ καὶ οἱ τὰ φύσει ἔχοντες ἀγαθά, οἷον εὐγένειαν καὶ κάλλος καὶ ὅσα τοιαῦτα. ἐπεὶ δὲ τὸ ἀρχαῖον ἐγγύς τι φαίνεται τοῦ φύσει, ἀνάγκη τοῖς ταὐτὸ ἔχουσιν ἀγαθόν, ἐὰν νεωστὶ ἔχοντες τυγχάνωσι καὶ διὰ τοῦτο εὐπραγῶσι, μᾶλλον νεμεσᾶν· μᾶλλον γὰρ λυποῦσιν οἱ νεωστὶ πλουτοῦντες τῶν πάλαι καὶ διὰ γένος· ὁμοίως δὲ καὶ ἄρχοντες καὶ δυνάμενοι καὶ πολύφιλοι καὶ εὔτεκνοι καὶ ὁτιοῦν τῶν τοιούτων. καὶ ἂν διὰ ταῦτα ἄλλο τι ἀγαθὸν γίγνηται αὐτοῖς, ὡσαύτως· καὶ γὰρ ἐνταῦθα μᾶλλον λυποῦσιν οἱ νεόπλουτοι ἄρχοντες διὰ τὸν πλοῦτον ἢ οἱ ἀρχαιόπλουτοι. ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων. αἴτιον δ᾽ ὅτι οἱ μὲν δοκοῦσι τὰ αὑτῶν ἔχειν οἱ δ᾽ οὔ· τὸ γὰρ ἀεὶ οὕτω φαινόμενον ἔχειν ἀληθὲς δοκεῖ, ὥστε οἱ ἕτεροι οὐ τὰ αὑτῶν ἔχειν. καὶ ἐπεὶ ἕκαστον τῶν ἀγαθῶν οὐ τοῦ τυχόντος ἄξιον, ἀλλά τις ἔστιν ἀναλογία καί τι ἁρμόττον, οἷον ὅπλων κάλλος οὐ τῷ δικαίῳ ἁρμόττει ἀλλὰ τῷ ἀνδρείῳ, καὶ γάμοι διαφέροντες οὐ τοῖς νεωστὶ πλουσίοις ἀλλὰ τοῖς εὐγενέσιν· ἂν οὖν ἀγαθὸς ὢν μὴ τοῦ ἁρμόττοντος τυγχάνῃ, νεμεσητόν. καὶ ‹τὸ› τὸν ἥττω τῷ κρείττονι ἀμφισβητεῖν, μάλιστα μὲν οὖν τοὺς ἐν τῷ αὐτῷ, ὅθεν καὶ τοῦτ᾽ εἴρηται,

Αἴαντος δ᾽ ἀλέεινε μάχην Τελαμωνιάδαο·
Ζεὺς γὰρ οἱ νεμέσασχ᾽, ὅτ᾽ ἀμείνονι φωτὶ μάχοιτο·


[1387b] εἰ δὲ μή, κἂν ὁπωσοῦν ὁ ἥττων τῷ κρείττονι, οἷον εἰ ὁ μουσικὸς τῷ δικαίῳ· βέλτιον γὰρ ἡ δικαιοσύνη τῆς μουσικῆς.

Οἷς μὲν οὖν νεμεσῶσι καὶ διὰ τί, ἐκ τούτων δῆλον· ταῦτα γὰρ καὶ τὰ τοιαῦτά ἐστιν. αὐτοὶ δὲ νεμεσητικοί εἰσιν, ἐὰν ἄξιοι τυγχάνωσιν ὄντες τῶν μεγίστων ἀγαθῶν καὶ ταῦτα κεκτημένοι· τὸ γὰρ τῶν ὁμοίων ἠξιῶσθαι τοὺς μὴ ὁμοίους οὐ δίκαιον. δεύτερον δέ, ἂν ὄντες ἀγαθοὶ καὶ σπουδαῖοι τυγχάνωσιν· κρίνουσί τε γὰρ εὖ, καὶ τὰ ἄδικα μισοῦσι. καὶ ἐὰν φιλότιμοι καὶ ὀρεγόμενοί τινων πραγμάτων, καὶ μάλιστα περὶ ταῦτα φιλότιμοι ὦσιν ὧν ἕτεροι ἀνάξιοι ὄντες τυγχάνουσιν. καὶ ὅλως οἱ ἀξιοῦντες αὐτοὶ αὑτοὺς ὧν ἑτέρους μὴ ἀξιοῦσι, νεμεσητικοὶ τούτοις καὶ τούτων· διὸ καὶ οἱ ἀνδραποδώδεις καὶ φαῦλοι καὶ ἀφιλότιμοι οὐ νεμεσητικοί· οὐδὲν γὰρ ἔστιν οὗ ἑαυτοὺς οἴονται ἀξίους εἶναι.

Φανερὸν δ᾽ ἐκ τούτων ἐπὶ ποίοις ἀτυχοῦσι καὶ κακοπραγοῦσιν ἢ μὴ τυγχάνουσι χαίρειν ἢ ἀλύπως ἔχειν δεῖ· ἐκ γὰρ τῶν εἰρημένων τὰ ἀντικείμενά ἐστι δῆλα, ὥστ᾽ ἐὰν τούς τε κριτὰς τοιούτους παρασκευάσῃ ὁ λόγος, καὶ τοὺς ἀξιοῦντας ἐλεεῖσθαι, καὶ ἐφ᾽ οἷς ἐλεεῖσθαι, δείξῃ ἀναξίους ὄντας τυγχάνειν ἀξίους δὲ μὴ τυγχάνειν, ἀδύνατον ἐλεεῖν.


***
Ας μιλήσουμε λοιπόν πρώτα για την αγανάκτηση: με ποιούς αγανακτούν οι άνθρωποι, για ποιούς λόγους, και ποιά είναι τότε η γενική τους κατάσταση· ύστερα θα μιλήσουμε και για τα υπόλοιπα πάθη. Τα πράγματα είναι φανερά από όσα έχουμε ήδη πει. Αν, πράγματι, η αγανάκτηση είναι η λύπη και η στενοχώρια που αισθάνεται κανείς όταν βλέπει κάποιον να χαίρεται μια ευτυχία που δεν του αξίζει, γίνεται πρώτα πρώτα φανερό ότι δεν γίνεται να αγανακτεί ο άνθρωπος για όλων των ειδών τα καλά· κανείς, πράγματι, δεν θα αγανακτήσει αν κάποιος είναι δίκαιος ή ανδρείος ή αν κοιτάζει να αποκτήσει μια αρετή (όπως δεν θα νιώσει και οίκτο στην περίπτωση που υπάρχουν οι αντίθετες ιδιότητες)· θα νιώσει όμως αγανάκτηση ενσχέσει με τον πλούτο, τη δύναμη και τα παρόμοια, με μια λέξη: ενσχέσει με όλα τα καλά που αξίζει να τα έχουν οι ενάρετοι άνθρωποι, καθώς και αυτοί που η φύση τούς προίκισε με τα αγαθά της: ευγενική καταγωγή, ομορφιά και τα παρόμοια. Δεδομένου, τώρα, ότι το παλιό μοιάζει πολύ κοντινό στο φυσικό, αναγκαστικά, αν δύο άτομα έχουν το ίδιο αγαθό, οι άνθρωποι αγανακτούν περισσότερο με αυτόν που το απέκτησε πρόσφατα και χρωστάει σ᾽ αυτό την ευτυχία του· πραγματικά, οι νεόπλουτοι άνθρωποι ενοχλούν περισσότερο από αυτούς που έχουν τα πλούτη τους από παλιά ή από οικογενειακή κληρονομιά· το ίδιο συμβαίνει και με αυτούς που έχουν στα χέρια τους την εξουσία, με τους ανθρώπους που διαθέτουν δύναμη, με αυτούς που έχουν πολλούς φίλους, καλά παιδιά ή οποιοδήποτε άλλο αγαθό αυτού του είδους. Ενοχλητικό γίνεται επίσης, αν τα αγαθά αυτά γίνουν η αιτία ώστε τα άτομα αυτά να αποκτήσουν και κάποιο άλλο αγαθό: στην περίπτωση αυτή οι νεόπλουτοι που με τον πλούτο τους αποκτούν κάποιο αξίωμα γίνονται πιο ενοχλητικοί σε σύγκριση με αυτούς που είχαν πλούτη από παλιά — το ίδιο, βέβαια, και σε όλες τις άλλες ανάλογες περιπτώσεις. Ο λόγος είναι ότι οι δεύτεροι θεωρούνται ότι έχουν ό,τι τους ανήκει, ενώ οι πρώτοι όχι· γιατί αυτό που φαίνεται πως ήταν πάντοτε όπως είναι τώρα θεωρείται ότι δηλώνει μια πραγματικότητα, οπότε οι άλλοι θεωρούνται ότι έχουν στην κατοχή τους πράγματα που δεν είναι δικά τους. Και καθώς το κάθε επιμέρους αγαθό δεν ταιριάζει στον πρώτο τυχόντα, αλλά πρέπει να υπάρχει μια αναλογική και αρμονική σχέση προσώπων και αγαθών (π.χ. τα όμορφα όπλα δεν ταιριάζουν στον δίκαιο, αλλά στον γενναίο, και ένας διακεκριμένος γάμος δεν ταιριάζει στον νεόπλουτο αλλά στον αρχοντογεννημένο άνθρωπο) — αν λοιπόν ένας καλός άνθρωπος δεν πετυχαίνει αυτό που του ταιριάζει, το πράγμα προκαλεί αγανάκτηση. Αγανάκτηση προκαλεί επίσης το να ανταγωνίζεται ο κατώτερος τον ανώτερό του, κατά κύριο βέβαια λόγο αν ασχολούνται και οι δύο με το ίδιο πράγμα· εξού και ο λόγος του ποιητή,

Από τον Αίαντα μόνο αλάργευε, το γιο του Τελαμώνα.
τι ο Δίας τον αμποδούσε πόλεμο με πιο αντρειανούς να στήνει,


[1387b] αλλιώς, αν υπάρχει οποιοσδήποτε ανταγωνισμός κατώτερου προς ανώτερό του, π.χ. αν ο μουσικός ανταγωνίζεται τον δίκαιο· γιατί η δικαιοσύνη είναι ανώτερη από τη μουσική.


Με ποιούς λοιπόν αγανακτούν οι άνθρωποι και για ποιόν λόγο, είναι πια φανερό από αυτά που είπαμε: είναι αυτά και τα παρόμοιά τους. Αγανάκτηση αισθάνονται οι άνθρωποι που α) συμβαίνει να είναι άξιοι των πιο μεγάλων αγαθών και β) τα έχουν κιόλας στην κατοχή τους — γιατί δεν είναι δίκαιο να θεωρούνται άξιοι για τα ίδια με αυτούς πράγματα άνθρωποι που δεν είναι ίδιοι με αυτούς. Αισθάνονται επίσης αγανάκτηση, κατά δεύτερο λόγο, αυτοί που συμβαίνει να είναι καλοί και ενάρετοι· γιατί οι άνθρωποι αυτοί και κρίνουν σωστά και μισούν τα άδικα πράγματα. Επίσης αυτοί που έχουν τη φιλοδοξία και τη ζωηρή επιθυμία να αποκτήσουν κάποια πράγματα — ιδίως αν η φιλοδοξία τους είναι για πράγματα που κάποιοι, ανάξιοι γι᾽ αυτά, τα έχουν αποκτήσει. Γενικά αυτοί που θεωρούν τον εαυτό τους άξιο για πράγματα για τα οποία δεν θεωρούν άξιους κάποιους άλλους, αισθάνονται αγανάκτηση γι᾽ αυτούς και γι᾽ αυτά. Αυτός είναι ο λόγος που δεν αισθάνονται αγανάκτηση τα δουλοπρεπή και τα μικρής αξίας άτομα, καθώς και τα άτομα που δεν έχουν καμιά φιλοδοξία· γιατί δεν υπάρχει κάτι για το οποίο τα άτομα αυτά να θεωρούν άξιο τον εαυτό τους.


Έγινε από όλα αυτά φανερό τί λογής είναι οι άνθρωποι, για τις ατυχίες, τις δυστυχίες ή τις αποτυχίες των οποίων πρέπει κανείς να χαίρεται ή τουλάχιστο να μη λυπάται· γιατί από αυτά που είπαμε γίνονται, βέβαια, φανερά τα αντίθετά τους. Αν λοιπόν ο λόγος του ρήτορα α) φέρει σε τέτοιου είδους κατάσταση τους κριτές, β) δείξει ότι αυτοί που το θεωρούν σωστό να εξασφαλίσουν τον οίκτο (και για ποιούς λόγους το θεωρούν σωστό) δεν τους αξίζει να το πετύχουν, αλλ᾽ ότι, ίσα ίσα, το σωστό είναι να μη το πετύχουν, είναι πια τότε αδύνατο να υπάρξει από μέρους τους οίκτος.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου