Σάββατο 21 Μαρτίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἑκάβη (1109-1131)

ΑΓ. κραυγῆς ἀκούσας ἦλθον· οὐ γὰρ ἥσυχος
1110 πέτρας ὀρείας παῖς λέλακ᾽ ἀνὰ στρατὸν
Ἠχὼ διδοῦσα θόρυβον· εἰ δὲ μὴ Φρυγῶν
πύργους πεσόντας ᾖσμεν Ἑλλήνων δορί,
φόβον παρέσχ᾽ ἂν οὐ μέσως ὅδε κτύπος.
ΠΟ. ὦ φίλτατ᾽, ᾐσθόμην γάρ, Ἀγάμεμνον, σέθεν
1115 φωνῆς ἀκούσας, εἰσορᾷς ἃ πάσχομεν;
ΑΓ. ἔα·
Πολυμῆστορ ὦ δύστηνε, τίς σ᾽ ἀπώλεσεν;
τίς ὄμμ᾽ ἔθηκε τυφλὸν αἱμάξας κόρας
παῖδάς τε τούσδ᾽ ἔκτεινεν; ἦ μέγαν χόλον
σοὶ καὶ τέκνοισιν εἶχεν ὅστις ἦν ἄρα.
1120 ΠΟ. Ἑκάβη με σὺν γυναιξὶν αἰχμαλωτίσιν
ἀπώλεσ᾽ — οὐκ ἀπώλεσ᾽, ἀλλὰ μειζόνως.
ΑΓ. τί φῄς; σὺ τοὔργον εἴργασαι τόδ᾽, ὡς λέγει;
σὺ τόλμαν, Ἑκάβη, τήνδ᾽ ἔτλης ἀμήχανον;
ΠΟ. ὤμοι, τί λέξεις; ἦ γὰρ ἐγγύς ἐστί που;
1125 σήμηνον, εἰπὲ ποῦ ᾽σθ᾽, ἵν᾽ ἁρπάσας χεροῖν
διασπάσωμαι καὶ καθαιμάξω χρόα.
ΑΓ. οὗτος, τί πάσχεις; ΠΟ. πρὸς θεῶν σε λίσσομαι,
μέθες μ᾽ ἐφεῖναι τῇδε μαργῶσαν χέρα.
ΑΓ. ἴσχ᾽· ἐκβαλὼν δὲ καρδίας τὸ βάρβαρον
1130 λέγ᾽, ὡς ἀκούσας σοῦ τε τῆσδέ τ᾽ ἐν μέρει
κρίνω δικαίως ἄνθ᾽ ὅτου πάσχεις τάδε.

***
(Παρουσιάζεται ο Αγαμέμνων, μαζί με δυο δορυφόρους.)
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Φωνές άκουσα κι ήρθα· η κόρη των βράχων,
η αντιλαλούσα Ηχώ, πέρασε ανήσυχη
1110 ανάμεσα στο στράτευμα, φέρνοντας
την ταραχή. Αν δεν ξέραμε
πως των Φρυγών τα κάστρα έχουνε πέσει
απ᾽ το κοντάρι των Ελλήνων, όλη ετούτη
η αντάρα θα μας τρόμαζε όχι λίγο.
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Φίλε ακριβέ —γιατί από τη φωνή,
Αγαμέμνονα, σε γνώρισα— τα βλέπεις δα
όσα έχω πάθει.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Ω δόλιε Πολυμήστορα, ποιός
είν᾽ αυτός που σ᾽ αφάνισε;
Ποιός σου πήρε το φως,
των ματιών σου τις κόρες σπαράζοντας,
ποιός τα τέκνα σου σκότωσε; Άγριο μίσος
θα ᾽χε για σε και τα παιδιά σου όποιος κι αν ήταν.
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
1120 Η Εκάβη, με τις άλλες τις σκλάβες,
μ᾽ αφάνισε — το «μ᾽ αφάνισε» είναι λίγο.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Τί λες;
Εσύ λοιπόν, καθώς λέει, το ᾽χεις πράξει;
Εσύ, Εκάβη, αποτόλμησες τούτο τ᾽ απίστευτο;
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Ω, τί μου λες; Ώστε βρίσκεται εδώ,
κοντά μου. Πες μου.
Φανέρωσέ τη για να την αρπάξω,
κομμάτια να την κάνω, να την πνίξω στο αίμα.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Μα τί συμβαίνει;
ΠΟΛΥΜΗΣΤΩΡ
Στους θεούς σε ικετεύω.
Άσε το μανιασμένο χέρι μου ν᾽ απλώσω
καταπάνω της.
ΑΓΑΜΕΜΝΩΝ
Κρατήσου
κι απ᾽ την καρδιά σου βγάλε αυτές τις βάρβαρες
συνήθειες, λέγε μου ν᾽ ακούσω
1130 κι εσένα, μα κι ελόγου της με τη σειρά,
και δίκαια να κρίνω το γιατί
έπαθες όσα έχεις πάθει.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου