Τρίτη 31 Μαρτίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἑλένη (306-329)

ΧΟ. Ἑλένη, τὸν ἐλθόνθ᾽, ὅστις ἐστὶν ὁ ξένος,
μὴ πάντ᾽ ἀληθῆ δοξάσηις εἰρηκέναι.
ΕΛ. καὶ μὴν σαφῶς γ᾽ ἔλεξ᾽ ὀλωλέναι πόσιν.
ΧΟ. πόλλ᾽ ἂν λέγοιτο καὶ διὰ ψευδῶν σαφῆ.
310 ΕΛ. καὶ τἄμπαλίν γε τῶνδ᾽ ἀληθείας ἔπι.
ΧΟ. ἐς ξυμφορὰν γὰρ ἀντὶ τἀγαθοῦ φέρηι.
ΕΛ. φόβος γὰρ ἐς τὸ δεῖμα περιβαλών μ᾽ ἄγει.
ΧΟ. πῶς δ᾽ εὐμενείας τοισίδ᾽ ἐν δόμοις ἔχεις;
ΕΛ. πάντες φίλοι μοι πλὴν ὁ θηρεύων γάμους.
315 ΧΟ. οἶσθ᾽ οὖν ὃ δρᾶσον· μνήματος λιποῦσ᾽ ἕδραν ...
ΕΛ. ἐς ποῖον ἕρπεις μῦθον ἢ παραίνεσιν;
ΧΟ. ἐλθοῦσ᾽ ἐς οἴκους, ἣ τὰ πάντ᾽ ἐπίσταται
τῆς ποντίας Νηρῆιδος ἐκγόνου κόρης
πυθοῦ πόσιν σὸν Θεονόης, εἴτ᾽ ἔστ᾽ ἔτι
320 εἴτ᾽ ἐκλέλοιπε φέγγος· ἐκμαθοῦσα δ᾽ εὖ
πρὸς τὰς τύχας τὸ χάρμα τοὺς γόους τ᾽ ἔχε.
πρὶν δ᾽ οὐδὲν ὀρθῶς εἰδέναι, τί σοι πλέον
λυπουμένηι γένοιτ᾽ ἄν; ἀλλ᾽ ἐμοὶ πιθοῦ.
τάφον λιποῦσα τόνδε σύμμειξον κόρηι,
325 ὅθενπερ εἴσηι πάντα· τἀληθῆ φράσαι
ἔχουσ᾽ ἐν οἴκοις τοῖσδε, τί βλέπεις πρόσω;
θέλω δὲ κἀγώ σοι συνεισελθεῖν δόμους
καὶ συμπυθέσθαι παρθένου θεσπίσματα·
γυναῖκα γὰρ δὴ συμπονεῖν γυναικὶ χρή.

***
ΧΟΡ. Όποιος και να ᾽ναι, Ελένη, ο ξένος, όσα
διηγήθηκε γι᾽ αλήθεια μην τα πάρεις.
ΕΛΕ. Μου το ᾽πε καθαρά, ο Μενέλαος πάει.
ΧΟΡ. Συχνά οι αλήθειες ψέμα καταντούνε.
310 ΕΛΕ. Μα και συχνά τ᾽ αντίθετο συμβαίνει.
ΧΟΡ. Γυρίζει στο κακό μονάχα ο νους σου.
ΕΛΕ. Φόβος βαρύς κι ασήκωτος με ζώνει.
ΧΟΡ. Απ᾽ το παλάτι σ᾽ αγαπάει κανένας;
ΕΛΕ. Όλοι· εξόν αυτός που ταίρι του με θέλει.
ΧΟΡ. Νά τί θα κάνεις· άφησε τον τάφο…
ΕΛΕ. Πού θες να φτάσεις; Τί με συμβουλεύεις;
ΧΟΡ. Να πας μες στο παλάτι και την κόρη
της πελαγίσιας νύμφης, τη Θεονόη
που όλα τα γνωρίζει, να ρωτήσεις
ο άντρας σου αν ακόμα ζει ή δεν βλέπει
το φως του ήλιου πια. Κι όταν θα πάρεις
320 σίγουρες προφητείες, μπορείς τότε
να χαίρεσαι ή να κλαις. Προτού να ξέρεις,
ποιό τ᾽ όφελος να θλίβεσαι; Άκουσέ με·
άσε τον τάφο, πήγαινε σ᾽ εκείνη
και θα τα μάθεις όλα· αφού ᾽ναι κάποιος
στο σπίτι να σου πει όλη την αλήθεια,
τί ψάχνεις μακριά; Μαζί σου θέλω
να ᾽ρθω κι εγώ εκεί μέσα, τις μαντείες
ν᾽ ακούσω της παρθένας· οι γυναίκες
πρέπει να βοηθούν η μια την άλλη.

Μακεδονία εν μύθοις φθεγγομένη: Μύθοι επείσακτοι - Φρύγες

Οι Φρύγες ή Βρίγες, Βρύγες και Βρύγοι, γνωστοί από τον Ηρόδοτο, κυριαρχούν ύστερα από την κάθοδό τους στην παράκτια πεδιάδα προς τα τέλη του 12ου αι. π.Χ. και ακμάζουν μέχρι το 800 π.Χ. με τον έλεγχο, πιθανόν, της πεδιάδας δυτικά του Αξιού. Πρωτεύουσά τους ήταν κατά πάσα πιθανότητα η Έδεσσα, το όνομα της οποίας, σύμφωνα με τον Hammond, είναι από τη φρυγική ονομασία του νερού. Όταν οι Μακεδόνες κατέλαβαν την πόλη, άλλαξαν το όνομά της πόλης σε Αιγές. Κατάλοιπα της παρουσίας των Φρυγών ανιχνεύονται στους τοπικούς μύθους, σε ονόματα όπως του Μαρσύα, στο έλασμα από την Όλυνθο με παράσταση δύο συμποσιαστών με διαφορετικά χαρακτηριστικά: ενός αγένειου γυμνού νέου και ενός γενειοφόρου Φρύγα που φορά τον χαρακτηριστικό φρυγικό σκούφο. Πιο συγκεκριμένα:

i. Η Μυγδονία, σύμφωνα με μια εκδοχή, οφείλει το όνομά της σε έναν Μύγδονα, που βασίλευε σε τμήμα της Φρυγίας, στις όχθες του ποταμού Σαγγάριου*.

ii. Ο Διόνυσος περνάει από τη Φρυγία, δέχεται την κάθαρση από τη Ρέα και μυείται στα μυστήριά της. Ύστερα, κατευθύνεται προς τη Μακεδονία, όπου και τα διαδίδει, κάτι που λέγεται και από τον ίδιο τον Διόνυσο στην τραγωδία του Ευριπίδη Βάκχες, αλλά και από τον χορό:
Άφησα τους πολύχρυσους κάμπους της Λυδίας και της Φρυγίας

τον Διόνυσο
τον υιό του θεού,
τον θεό
από τα όρη της Φρυγίας
οδηγήστε τον στης Ελλάδας τους διάπλατους δρόμους
τον Διόνυσο

έσμιξαν τον ήχο του τυμπάνου
με τη γλυκιά πνοή των Φρυγικών αυλών
και το άφησαν στα χέρια της μητέρας Ρέας
             
ορμά σε όρη Φρύγια, Λύδια
κορυφαίος και πρώτος
ο Διόνυσος
(Ευρ., Βάκχες 14, 83-85, 128, 139-141)
iii. Ο Ηρόδοτος παραδίδει τη σύλληψη του Σιληνού στους κήπους του Μίδα με τα αυτοφυή εξηντάφυλλα αγριοτριαντάφυλλα από τον Φρύγα βασιλιά Μίδα, τον γιο του Γόρδιου (Ηρόδοτος 8.138**). Ο Σιληνός σχετίζεται με τη διονυσιακή λατρεία, θεωρείται μάλιστα ότι ανέθρεψε τον Διόνυσο. Οι παραδόσεις για την καταγωγή του ποικίλουν. Άλλοτε θεωρείται γιος του Πάνα ή του Ερμή και μιας Νύμφης· άλλοτε εκλαμβάνεται ως θεός παλαιότερος, μια και γεννήθηκε από τις σταγόνες του αίματος του Ουρανού, όταν ακρωτηριάστηκε από τον Κρόνο. Άσχημος, με χοντρά χείλη, πλατιά μύτη, βλέμμα ταύρου, μεγάλη κοιλιά (με παρόμοιο τρόπο περιγράφεται ο Σωκράτης), συχνά μεθυσμένος, τόσο που με δυσκολία κρατιόταν πάνω στο γαϊδουράκι του. Ωστόσο, θεωρούνταν σοφός, δάσκαλος-παιδαγωγός, όπως και ο Κένταυρος Χείρων.
 
Συχνές μάλιστα είναι οι συλλήψεις του από διαφόρους, οι οποίοι επιθυμούσαν να μάθουν τα μυστικά της σοφίας του, τα οποία δεν αποκάλυπτε διαφορετικά***.

Κάποτε πιάστηκε αιχμάλωτος από τον βασιλιά Μίδα. Για τον τρόπο σύλληψης υπάρχουν διάφορες εκδοχές****. Μία τοποθετεί τη σύλληψη στην περιοχή του Άνω Λουδία, η οποία «αρχίζει από τη Μενηίδα, καθώς και στο Πάικο, που οι πρόποδές του εκτείνονται ανατολικά του ποταμού, όπου ακόμη και σήμερα υπάρχουν αυτοφυή κλήματα και διάφορα είδη τριανταφυλλιών» (Χρυσοστόμου, 2000, 465). Ο Μίδας τον βρήκε να κοιμάται ύστερα από ισχυρή οινοποσία. Όταν ξύπνησε, ζήτησε από τον Σιληνό να του διδάξει τη σοφία. Σύμφωνα με άλλη παραλλαγή (Οβ., Μεταμ. 11.85 κ.ε.) αναφέρει ότι ο Σιληνός έχασε τον δρόμο του και αποκοιμήθηκε μακριά από τη συνοδεία του Διόνυσου στα βουνά της Φρυγίας. Τον βρήκαν χωρικοί που τον αλυσόδεσαν και τον παρέδωσαν αιχμάλωτο στον βασιλιά τους, τον Μίδα, γιατί δεν τον αναγνώρισαν. Αντίθετα, ο Μίδας, που κάποτε είχε μυηθεί στα μυστήρια, τον αναγνώρισε, τον ελευθέρωσε και τον συνόδευσε μέχρι να βρει τον Διόνυσο. Ο θεός, ευχαριστώντας τον βασιλιά, τον αντάμειψε με το γνωστό χάρισμα, που του ζήτησε ο ίδιος ο Μίδας, ό,τι αγγίζει να γίνεται χρυσός*****. Δεν αποκλείεται οι σχετικοί με τον Σιληνό μύθοι να αντανακλούν τελετουργικά μύησης και, σε κάθε περίπτωση, την ισχυρή παρουσία του διονυσιακού στοιχείου.

Σε προφανή σχέση με τον μύθο και τις διονυσιακές του καταβολές και αντανακλάσεις είναι οι τάφοι μελών της οικογένειας αξιωματούχου της Μενηίδας της εποχής του Καρακάλλα, ο οποίος όχι μόνο  κατασκεύασε στην ίδια αυτή περιοχή τους τάφους αλλά ίδρυσε ιερό και καθιέρωσε τα διονυσιακά μυστήρια. Εκεί ενταφιάστηκε και ο ίδιος, αλλά και μύστες δύο άλλων οικογενειών, κάτι που αποδεικνύει ότι «οι διονυσιαστές εφάρμοζαν κοινούς ενταφιασμούς ως κλειστή ομάδα πιστών».

Στο ίδιο κλίμα του συγκεκριμένου μύθου και της διονυσιακής λατρείας εντάσσουμε και τη γιορτή των Ρόδων – Ροζαλίων – Ροζαρίων στο τέλος της άνοιξης προς τιμή των νεκρών στην περιοχή και σε σχέση με τους διονυσιακούς θιάσους. Τη γιορτή βεβαιώνουν επιγραφές της αυτοκρατορικής περιόδου. Περιλάμβανε στολισμό των τάφων με ρόδινα στεφάνια, καύση αναθημάτων δίπλα στους τάφους και νεκρόδειπνα με οινοποσίες (ό.π.).

iv. Σύμφωνα με μια παράδοση που διαμορφώθηκε τον 4ο αι. π.Χ., ο Κάρανος, ο μυθολογικός πρώτος βασιλιάς της Μακεδονίας, εκδίωξε τον Φρύγα βασιλιά Μίδα και μετονόμασε την Έδεσσα σε Αιγές. Και εδώ είναι σαφής η προσπάθεια των μυθογράφων να συνδεθούν οι μακεδόνες βασιλείς, ιστορικά ή μυθολογικά πρόσωπα, με το απώτερο θρησκευτικό και ιστορικό παρελθόν.

v.  Mια ακόμη ένδειξη της φρυγικής παρουσίας αποτελεί η επιβίωση του ονόματος Μαρσύας στη Μακεδονία, που μας είναι γνωστό από φιλολογικές πηγές, π.χ. Μαρσύας Μακεδών Πελλαίος. Εξάλλου, ο Μαρσύας είναι συνδεδεμένος με τον Διόνυσο. Είναι Σιληνός, ευρετής του δίαυλου, ακόλουθος της Κυβέλης στους θιάσους της, όπου έπαιζαν αυλό και τύμπανο. Προκάλεσε τον Απόλλωνα σε μουσικό αγώνα, όπου όμως αποδείχθηκε η υπεροχή της λύρας. Θυμωμένος ο θεός, κρέμασε τον Σιληνό από ένα δέντρο και τον έγδαρε. Μετανιωμένος έσπασε τη λύρα του και μεταμόρφωσε τον Μαρσύα σε ποταμό******.
----------------------------------
*Μύδων ονομαζόταν και ένας Παίονας ευγενής, από τον οποίο ίσως ονομάστηκε η περιοχή. Το στοιχείο αυτό μπορεί να επικαλύφθηκε από την προσπάθεια αιτιολόγησης της παρουσίας των Φρυγών στον χώρο

**Ηρόδοτος 8.138
Στη χώρα αυτή υπάρχει ποταμός στον οποίο προσφέρουν θυσίες ως σωτήρα τους οι απόγονο των ανδρών αυτών [των Τημενιδών Περδίκκα, Γαυάνη, Αέροπου] που ήρθαν από το Άργος. Αυτός ο ποταμός, άμα τον πέρασαν οι απόγονοι του Τήμενου, έφερε τόσο μεγάλη κατεβασιά που οι ιππείς [του τοπικού βασιλιά] δεν μπόρεσαν να τον περάσουν. Κι εκείνοι [οι Τημενίδες] έφτασαν σε μιαν άλλη περιοχή της Μακεδονίας και εγκαταστάθηκαν εκεί κοντά στους κήπους που λέγεται ότι ήταν του Μίδα, του γιου του Γόρδιου, όπου φυτρώνουν άγρια τριαντάφυλλα εξηντάφυλλα και που ξεπερνούν τα άλλα σε ευωδιά. Μέσα σε αυτούς τους κήπους πιάστηκε και ο Σιληνός, όπως διηγούνται οι Μακεδόνες. Από πάνω από αυτούς τους κήπους υπάρχει ένα βουνό, το Βέρμιο, απρόσιτο από τα χιόνια του. Από εκεί ξεκινώντας, όταν έγιναν κύριοι του μέρους εκείνου, υπέταξαν και τη λοιπή Μακεδονία.

***Στον κρατήρα του Εργοτίμου-Κλειτία (François) ο Σιληνός συλλαμβάνεται από δύο άγριους ανθρώπους, που τα ονόματά τους είναι «όρειος» (βουνίσιος) και «θηρύτας «κυνηγός».

****Αιλ., Ποικ. Ιστ. 3.18. Οβ., Μετ. 11.85. Διόδωρος Σικελιώτης 3.59. Ψδ.-Πλούταρχος, Περί ποτ. 10.

*****Παραλλαγή παραδίδει ο Ψεδο-Πλούταρχος στο Περί ποτ. 10.

******Ηρόδ. 7.26. Διόδωρος Σικελιώτης 3.58 κ.ε. Παυσ. 1.24.1· 2.7.9· 2.22.9· 10.30.9. Πλούταρχος, Περί μουσ. 5 και 7. Οβίδ., Μεταμ. 6.383 κ.ε. Απολλόδωρος 1.4.2.

1+1 κάνουν 2, απλά μαθηματικά

Εμένα σε αγκύλες μην με κλείσεις. Γιατί νιώθω ότι ασφυχτικά πιέζουν και ομαδοποιούν μέσα δεκάδες παρενθέσεις. Και τις πολλές τις παρενθέσεις στην ζωή μου εγώ δεν τις αντέχω.

Εμένα μην με βάλεις σε παρενθέσεις. Να ανοίγεις παρένθεση και να κλείνεις, εμένα δεν μου κάνει. Γιατί στην ζωή σου θέλω να είμαι κύριος αριθμός. Ακέραιος και βασικός. Ούτε συμπληρωματικός, ούτε και από τους άλλους τους δεκαδικούς. Που μπορεί να μην τελειώνουν ποτέ και με ένα κόμμα να χωρίζονται πάντα στα δύο.

Κάνε με ζεύγος χωρίς διασπορές και δίχως παραμέτρους. Το ζεύγος είναι πάντα δύο, μα είναι ζεύγος. Άσε με να είμαι μονάδα να θέλω να ταυτίζομαι μαζί σου. Εντός ή εκτός, όμως πάντα στο επί τ’ αυτά να βγάζουμε αποτελέσματα που ο μέγιστος αριθμός από τους δύο να είναι και οι δύο. Πρωτεύον η αγάπη και αφαιρετέος ο εγωισμός. Και στα σημεία της καμπής εγώ θα γίνομαι συνάρτηση να αυξάνεις με πρόοδο.

Η μόνη διαφορά μας θα είναι μηδέν εις το πηλίκο. Και εκεί έλα και γίνε συνεφαπτομένη. Να νιώσω την δύναμη σου και την σταθερά σου. Να είσαι δίπλα μου, να σε ακουμπάω. Και εγώ, ένας ζυγός με ισορροπία αριθμός, να σε φροντίζω σε κάθε πεπερασμένο σου σημείο. Να σε αγαπάω στο άπειρο!

Άσε να είναι άγνωστο το αποτέλεσμα μας. Και όποια ανίσωση προκύψει έλα εδώ και με μια πράξη δίπλα μου, έλα να τις κάνουμε ισότητες, που κάθε μέρος θα έχει προσθέσεις και αφαιρέσεις για να παράγει πολλαπλάσια του δύο. Γιατί έτσι έμαθα εγώ τις σχέσεις. Να τις παραγοντοποιώ να γίνονται γινόμενο.

Κάνε με γνήσιο κλάσμα και όχι υποσύνολο και ούτε τυχαίο δείγμα. Θα είμαι η ορίζουσα και η διακρίνουσα για να δημιουργώ ισότητες, άρτιες και να υψώνω δυνάμεις εις την νιοστή και τα βράδια να μετρώ τι θα μας βγάλει.

Και όταν θα φτιάχνεται το πρόβλημα έλα και βρες μου λύσεις για να μπορώ να έχω συντεταγμένες και το αποτέλεσμα να βγαίνει φυσικό, αλλά όχι τυχαίο. Τα τυχαία δεν μου κάνουν. Και από τις λύσεις άσε να βρούμε θεμελιώδης αξίες και αρχές, και κάνε μας θεώρημα στην ζωή σου.

Και τότε μάτια μου, θα ξέρω πια πως είσαι το άλλο μου ΕΝΑ που με ολοκληρώνει και με κλείνει χωρίς να με αποκλίνει.

Στον αστερισμό της Αφροδίτης: Μια ψυχαναλυτική προσέγγιση του έρωτα

Όταν κανείς είναι ερωτευμένος αρχίζει πάντα εξαπατώντας τον εαυτό του και καταλήγει εξαπατώντας τους άλλους. Και αυτό ο κόσμος το ονομάζει ρομαντικό ειδύλλιο» -Oscar Wilde

O έρωτας χαρακτηρίζεται από πολλούς ως η κινητήριος δύναμη της ζωής. Το πιο ισχυρό συναίσθημα όπου ο άνθρωπος νιώθει τόσο μικρός και τόσο αδύναμος μπροστά του.

Όπλισε τις πένες συγγραφέων και ποιητών, δίνοντας πνοή στους καμβάδες των ζωγράφων. Κατέχει κεντρική θέση στις τέχνες και τη φιλοσοφία.

Ο ακάλεστος φτερωτός θεός είναι παρών σε όλες τις εκφάνσεις της ζωής αλλάζοντας τις ζωές των ανθρώπων. Αντίδοτο στην πλήξη, τη θλίψη και την πνευματική αποτελμάτωση.

Τι είδους αίσθημα είναι όμως πραγματικά ο έρωτας; Γιατί είναι τόσο ισχυρός κυριεύοντας τον αποδέκτη του και γιατί κάποιοι αισθάνονται «τρελά ερωτευμένοι»; Είναι μαγεία ή παθολογία;

Στις παρακάτω λοιπόν γραμμές θα προσπαθήσω να απαντήσω σε αυτά τα ερωτήματα παρέχοντας μια όσο το δυνατόν λακωνικότερη και εύληπτη προσέγγιση του έρωτα από την ψυχαναλυτική σκοπιά.

Όταν ερχόμαστε στον κόσμο, χρειαζόμαστε ένα πρόσωπο φροντίδας το οποίο διασφαλίζει την βιολογική επιβίωση μας. Πέρα από την επιβίωση το πρόσωπο αυτό, το οποίο ονομάζουμε μητέρα, παίζει καθοριστικό ρόλο στη συναισθηματική και ψυχολογική ανάπτυξη του ατόμου. Το βρέφος προσκολλάται στη μητέρα και σχηματίζει ένα στενό δεσμό μαζί της εξασφαλίζοντας έτσι, συν τοις άλλοις και τη «συναισθηματική του τροφή».

Αν το βρέφος λάβει την αγάπη που χρειάζεται και δεν υποσιτιστεί συναισθηματικά, όταν μεγαλώσει θα θελήσει να δώσει πίσω αυτή την αγάπη. Θα νιώθει δηλαδή ευγνώμων και την ευγνωμοσύνη του αυτή θα την ξεπληρώσει μέσω της προσφοράς στον σύντροφο του ή τους συνανθρώπους του.

Από την άλλη, αν το βρέφος δεν έχει μία αρκετά καλή μητέρα, αλλά έχει μία μητέρα που το χρησιμοποιεί ως αντιστάθμισμα των δικών της συναισθηματικών αναγκών στερώντας του έτσι την αγάπη, τότε ο άνθρωπος αυτός θα ψάχνει σε όλη του τη ζωή να αγαπηθεί.

Με άλλα λόγια θα ξοδέψει τη ζωή του αναζητώντας μια ιδανική μητέρα που θα τον αγαπήσει..

Όλα αυτά συμβαίνουν κατά βάση στον πρώτο χρόνο της ζωής του ανθρώπου. Σύμφωνα με μία ψυχαναλυτική σχολή σκέψης, ο άνθρωπος στον πρώτο χρόνο της ζωής του περνά από δύο θεμελιώδεις αναπτυξιακές «φάσεις».

Κατά την πρώτη φάση, τη λεγόμενη «σχιζοειδή-παρανοειδή φάση» το βρέφος βλέπει τη μητέρα τελείως ναρκισσιστικά και χρησιμοθηρικά, ρουφώντας και αρπάζοντας από αυτή ό,τι θελήσει.

Το βρέφος σε αυτή τη φάση δε μπορεί να αντιληφθεί τη μητέρα σαν ολότητα αλλά τη «σχίζει» διαχωρίζοντας την σε καλή, όταν ικανοποιεί της ανάγκες του και σε κακή όταν τις ματαιώνει.

Αν λοιπόν σε αυτή τη φάση ανάπτυξης που διαρκεί περίπου τους πρώτους έξι μήνες της ζωής του, το βρέφος είχε την τύχη να έχει μία αρκετά καλή μητέρα τότε περνά με επιτυχία στη δεύτερη φάση ανάπτυξης που ονομάζεται «καταθλιπτική φάση».

Εκεί συνειδητοποιεί ότι έχει λάβει αγάπη από τη μητέρα και προσπαθεί με τη σειρά του να την ευχαριστήσει. Σε αυτό το στάδιο βλέπει τον κόσμο πιο ώριμα και πιο σφαιρικά σαν ένα όλον, τόσο με τα καλά του όσο και με τα κακά του.

Οι άνθρωποι που αισθάνονται ερωτευμένοι σε έντονο βαθμό είναι αυτοί που κόλλησαν λίγο παραπάνω στην πρώτη φάση ανάπτυξης.

Είναι αυτοί που είχαν την ατυχία να μην έχουν μία αρκετά καλή μητέρα που να τους παρέχει την προσοχή, την αφοσίωση και κυρίως την αγάπη που χρειάζονταν.

Eίχαν μία μητέρα η οποία δεν τους παρείχε ένα υποστηρικτικό περιβάλλον βλέποντας τα παιδιά της ως αντίδοτο για το δικό της πόνο και τις δικές της ανάγκες που επίσης δεν ικανοποιήθηκαν στη δική της παιδική ηλικία, καλλιεργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο περιφρόνησης.

Στον έρωτα βλέπουμε τα πράγματα όπως δεν είναι στην πραγματικότητα. Συνώνυμο του έρωτα είναι η εξιδανίκευση, η ανάγκη δηλαδή για κάτι τέλειο και αψεγάδιαστο, με άλλα λόγια μια τέλεια μητέρα.

Ο «τρελά ερωτευμένος» άνθρωπος προσπαθεί να δημιουργήσει μια εξιδανικευμένη μορφή μητέρας. Αναζητά αυτή τη φορά μια «μητέρα» χωρίς ελαττώματα, μια μητέρα τέλεια, που δε θα τον προδώσει και έτσι ασυνείδητα της αποδίδει όλες εκείνες τις ιδιότητες που έλειπαν από την πραγματική του μητέρα.

Όλες αυτές τις προσδοκίες τις μεταφέρει στον σύντροφο του. Εξιδανικεύει και αρνείται την πραγματικότητα. Ασυνείδητα πιστεύει η εξιδανικευμένη αυτή εικόνα θα απαλύνει τον πρωταρχικό πόνο της απόρριψης που βίωσε. Δε βλέπει την πραγματικότητα, βλέπει κάτι φανταστικό, μία αυταπάτη.

Ο ψυχολογικά ώριμος άνθρωπος δεν έχει την ανάγκη να ερωτευτεί και κατά συνέπεια να εξιδανικεύσει. Δεν μπορεί να αλλοιώσει την πραγματικότητα. Έχει βιώσει αγάπη και θέλει να επιστρέψει πίσω αυτή την αγάπη. Είναι αυτός που μπορεί και μετατρέπει τον πρωταρχικό ενθουσιασμό σε ώριμη και παραγωγική αγάπη.

Η αγάπη και ο έρωτας είναι δύο αντικρουόμενα αισθήματα, αλληλοαπορριπτικά. Η πιο ώριμη μορφή αγάπης είναι η παραγωγική αγάπη όπου κάθε σύντροφος λειτουργεί ως φορέας ανάπτυξης για τον άλλο.

Στην εξαρτητική σχέση ο κάθε σύντροφος είναι προσκολλημένος στον άλλον Αντίθετα, ζητώντας να πάρει πράγματα που δε πήρε στη παιδική του ηλικία από το πρόσωπο φροντίδας.

Η παραγωγική αγάπη, είναι το είδος της αγάπης όπου ο κοινωνός της αγωνίζεται για την πνευματική, ψυχολογική και συναισθηματική ανάπτυξη του συντρόφου του, υποβοηθώντας έτσι την πραγμάτωση του.

Σε μία τέτοια σχέση την άρνηση και εξιδανίκευση της πραγματικότητας διαδέχεται η ώριμη αξιολόγηση και τελικώς η αποδοχή της συναισθηματικής πραγματικότητας όπου δεν υπάρχει τίποτε τέλειο στον άλλο, αλλά αντιθέτως κάτι ανθρώπινο, πάρα πολύ ανθρώπινο.

Μιλ, Δαρβίνος και Νίτσε: Από πού πάνε για τον «Άνθρωπο»;

ΣΤΗΝ Αγγλία, η Βιομηχανική Επανάσταση διένυε ήδη τον δεύτερο αιώνα της. Το εμπόριο είχε εκτιναχθεί στα ύψη, κι ο καταναλωτισμός, ελάσσονα δύναμη μέχρι τότε στον κόσμο της οικονομίας, άλλαζε τον κόσμο. Η νέα έμφαση που είχε δοθεί στην προσωπική απόλαυση συνεπαγόταν φυσικά και μια νέα φιλοσο­φία, που απώτατο στόχο της θ’ αποτελούσε η μεγιστοποίηση της ατομικής ευτυχίας.

Η φιλοσοφία αυτή ονομάστηκε ωφελιμι­σμός, και παρότι είχε τις ρίζες της στον 18ο αιώνα, έκανε το πρώ­το της μεγάλο βήμα με τη θεωρία του πλέον ευφραδούς εκπροσώ­που της, του Τζον Στιούαρτ Μιλ [John Stuart Mill] (1806-1873).

Ωφελιμιστής είχε υπάρξει ως ένα βαθμό και ο Ντέιβιντ Χιουμ. Είχε υποστηρίξει, για παράδειγμα, πως όλη η ηθική βασιζόταν στην «ωφελιμότητά» της. ΟΤζέρεμι Μπένθαμ [Jeremy Ben- tham] (1748-1832) είχε προχωρήσει στην πρώτη συνολική και επί­σημη διατύπωση της θεωρίας (σ’ αυτόν οφείλεται και η ονομασία της), ενώ ο πατέρας τού Τζον Στιούαρτ Μιλ, ο Τζέιμς Μιλ [James Mill] (1773-1836), ήταν από τους πλέον ένθερμους υποστηρικτές της.

Ωστόσο, η οριστική διαμόρφωση του ωφελιμισμού προήλθε από τον Τζον Στιούαρτ Μιλ. Ο Μπένθαμ είχε υποστηρί­ξει πως η θεμελιώδης αρχή της ωφελιμότητας συνίστατο στη μεγι­στοποίηση της τέρψης και την ελαχιστοποίηση του πόνου. Εκείνο που προσέθεσε ο Μιλ σ’ αυτή τη μάλλον χονδροειδή ποσοτική θε­ωρία ήταν το ζήτημα της ποιότητας της τέρψης, δίνοντας έτσι έμφαση στην ποίηση και τη φιλοσοφία, παρά το γεγονός ότι από την άποψη του καθαρού ηδονισμού η πάλη στη λάσπη και το μπόουλινγκ έδιναν ενδεχομένως πολύ μεγαλύτερη ευχαρίστηση σε ό­σους δεν είχαν έρθει σ’ επαφή με πιο λεπτές απολαύσεις. Ο ωφε­λιμισμός, ωστόσο, συνέλαβε τέλεια το πνεύμα της καταναλωτικής επανάστασης. Βρίσκοντας ελάχιστη αντίσταση, εξαπλώθηκε στη Γαλλία, και φυσικά στην Αμερική, όπου επρόκειτο να συναντήσει τη θερμότερη υποδοχή. Στη Γερμανία θεωρήθηκε αρχικά υπερβο­λικά χυδαίος, την περίοδο αυτή όμως η Βιομηχανική Επανάσταση μόλις που έκανε την εμφάνισή της στη χώρα (μία από τις δηκτικό­τερες γραμμές του Νίτσε έλεγε: «Ο άνθρωπος δεν ζει για την ευ­χαρίστηση. Μόνον ο Άγγλος το κάνει»).

Σε συνδυασμό με τον ωφελιμισμό και την επεξεργασία των α­ρετών της ελεύθερης οικονομίας, ο Μιλ έδωσε επίσης έμφαση στη θεωρία των ατομικών δικαιωμάτων. Οι απόψεις του αποτελούν κλασικές διατυπώσεις του «φιλελευθερισμού». Αν και αργότερα μετακινήθηκε προς το σοσιαλισμό, σε όλο του το έργο παρέμεινε ένας φλογερός κήρυκας της ατομικής ελευθερίας. Ο μόνος ικανός λόγος για να περιοριστεί η ελευθερία του ατόμου, υποστήριζε, εί­ναι για να προστατευθεί η ελευθερία των άλλων.

Η γνωσιοθεωρία του Μιλ ήταν επαναστατική, ή μάλλον συνέ­χιση μια παλαιότερης βρετανικής επανάστασης. Ο νέος τολμηρός εμπειρισμός του ήταν ιδιαίτερα εμφανής στη βιολογία, πεδίο του οποίου τα όρια είχαν τεθεί από παλιά, από τις αριστοτελικές κα­τηγορίες και τις θρησκευτικές απόψεις για τη Δημιουργία.

Από τον καιρό του Αριστοτέλη, βέβαια, οι άνθρωποι είχαν διαχωρίσει τις ποικίλες ιδιότητες, αλληλεπιδράσεις και διαφορές που υπήρ­χαν μέσα στον φαινομενικά ατελείωτο αριθμό ζωικών και φυτι­κών ειδών. Τα ερωτήματα ΓΙΑΤΙ υπάρχουν τόσα πολλά είδη και ΠΩΣ κατορθώνουν να προσαρμόζονται τόσο καλά στο περιβάλλον τους, φαίνονταν παράξενα. Για τους περισσότερους ανθρώπους η παραδοσιακή απάντηση παρεχόταν από τη Βίβλο: «Γιατί έτσι τα έχει φτιάξει ο Θεός». Στα μέσα του αιώνα ωστόσο, δύο φυσιοδί­φες (που βρίσκονταν σε σκληρό ανταγωνισμό), ο Άλφρεντ Ράσελ Γουάλας [Alfred Russell Wallace] (1823-1913) ο Κάρολος Δαρβίνος [Charles Darwin] (1809-1882), πρότειναν μια θεωρία που επρόκειτο ν’ αλλάξει την ίδια την έννοια της φύσης, συγχρό­νως δε να προκαλέσει παροξυσμό σε ορισμένους μελετητές της Βίβλου.

Η θεωρία της εξέλιξης των ειδών υιοθέτησε την ιδέα πως τα εί­δη εμφανίστηκαν τυχαία πάνω στη γη πριν από δεκάδες ή και ε­κατοντάδες εκατομμύρια χρόνια. Αναλόγως της προσαρμοστικότητάς τους απέναντι στο περιβάλλον, άλλα επιβίωσαν και αναπαράχθηκαν, ενώ άλλα εξαφανίστηκαν. Το επίμαχο σημείο φυσικά ήταν η υπόθεση πως και τα ανθρώπινα όντα αποτελούσαν επίσης αποτέλεσμα εξέλιξης. Πολλοί άνθρωποι ένιωσαν βαθιά ενοχλη­μένοι από την ιδέα ότι κάποιοι προ-προπαππούδες τους ήταν ένα είδος πιθήκων. 'Αλλοι θεώρησαν πως ήταν βλάσφημο να δεχτούν ότι τα είδη δεν τα είχε δημιουργήσει ο Θεός αλλά η τύχη και οι περιστάσεις. Όμως, ακόμη κι όσοι δεν είχαν κανένα πρόβλημα με την ιδέα της εξέλιξης, όπως ο ίδιος ο Δαρβίνος, βρέθηκαν αντιμέ­τωποι μ’ ένα κεφαλαιώδες ερώτημα: Ήταν δυνατόν να εξελίσσο­νταν ακόμη τα ανθρώπινα όντα; Και αν ναι, σε τι; 

Πράγματι, θα μπορούσαμε άραγε να ζούμε απλώς μια σύντομη ενδιάμεση ύ­παρξη ανάμεσα στα «κατώτερα» ζώα και κάποιο ανώτερο, δυνα­τότερο ή περισσότερο προσαρμοστικό ον από εμάς;

Ήταν προς το τέλος του αιώνα που ερωτήσεις σαν κι αυτές απαντήθηκαν με τον πλέον σκανδαλώδη, προκλητικό τρόπο. Ο Γερ­μανός φιλόσοφος Φρίντριχ Νίτσε [Friedrich Nietzsche] (1844-1900) έγραψε ένα φαντασμαγορικό, επικό έργο το οποίο φι­λοδοξούσε να παρακολουθήσει τα διδακτικά κατορθώματα ενός χαρακτήρα που λεγόταν Ζαρατούστρα (από τον Πέρση προφήτη που είχε μιλήσει για τις κοσμικές δυνάμεις του καλού και του κα­κού). 

Στο Τάδε έφη Ζαρατούστρα ο Νίτσε πρότεινε την ασύλλη­πτη ιδέα πως τα ανθρώπινα όντα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά μια γέφυρα ανάμεσα στον πίθηκο και τον Υπεράνθρωπο [Ober-mensch]. Το μέλλον της «ανθρώπινης φύσης» ετίθετο τώρα υπό ε­ρώτηση. Στο ίδιο έργο, ο Νίτσε παρουσίασε με διάθεση χλευασμού έ­ναν εναλλακτικό χαρακτήρα που λεγόταν «ο τελευταίος άνθρω­πος», ένα τρομακτικό (ή αισιόδοξο, ανάλογα με το πώς βλέπει κανείς το θέμα) ενδεχόμενο για το «τέλος» της εξέλιξης. Ο τελευ­ταίος άνθρωπος είναι ο απόλυτος μπουρζουάς, ο ικανοποιημένος ωφελιμιστής. «Βρήκαμε την ευτυχία», λέει ο τελευταίος άνθρω­πος και βλεφαρίζει με βλακώδη ικανοποίηση.

Αυτός, προειδο­ποιεί ο Νίτσε, αποτελεί επίσης μία από τις πιθανές εξελίξεις μας. Μπορούμε να συνεχίσουμε να καταναλώνουμε τις ανέσεις μας, να ελαχιστοποιούμε τους κινδύνους, να αγνοούμε το μυστηριώ­δες και το άγνωστο και να αποθαρρύνουμε κάθε δημιουργικότη­τα, μέχρις ότου ο κόσμος μας γίνει τόσο ασφαλής ώστε να καταλήξει να είναι «νωθρός σαν τον ψύλλο». Ή , από την άλλη, μπο­ρούμε ν’ αγωνιστούμε να γίνουμε κάτι περισσότερο από «ανθρώ­πινοι, ω, πόσο ανθρώπινοι!» και να υψωθούμε στο επίπεδο του Υπερανθρώπου. Για να καταλάβουμε όμως τι είναι ο Υπεράνθρω­πος, πρέπει να επανεξετάσουμε όλη τη δυτική ιστορία και να δούμε ποιοι είμαστε και πώς καταλήξαμε να γίνουμε αυτό που είμα­στε.

Μέσ’ από την επιμονή του για ένα ξανακοίταγμα της ιστορίας με σκοπό να εκτιμήσουμε τι είμαστε και τι μπορούμε να γίνουμε, ο Νίτσε έστρεψε το συλλογισμό του όχι μόνο στον Δαρβίνο, αλλά και στον Χέγκελ, τον Βίκο και τον Χέρντερ. Για να βρει τα ίχνη της εξέλιξης της ανθρώπινης σκέψης, γύρισε πίσω στο χριστιανι­σμό, στον Σωκράτη, κι ακόμη παλαιότερα, στον Όμηρο και τους προσωκρατικούς. Ο Νίτσε, που είχε σπουδάσει κλασική φιλολο­γία, διέκρινε πως η ελληνική κληρονομιά της Δύσης βρισκόταν σε σύγκρουση με το ιουδαιο-χριστιανικό της υπόβαθρο, στη συνέ­χεια δε απέρριψε ολοκληρωτικά τη «σύνθεση» που είχε γίνει με­ταξύ των δύο στη διάρκεια της ιστορίας του χριστιανισμού.

Ο Γερμανός φιλόσοφος εντυπωσιάστηκε από την απόσταση που χώριζε τις δύο παραδόσεις, όπως λ.χ. από τη διαφορά στην προσέγγιση της ανθρώπινης δυστυχίας. Ενώ η ιουδαιο-χριστιανική παράδοση αναζήτησε την εξήγηση της δυστυχίας στην αμαρτία (μια προσέγγιση του τύπου «κατηγορήστε το θύμα», σύμφωνα με τον Νίτσε), οι αρχαίοι Έλληνες θεώρησαν τη δυστυχία ως ένδει­ξη της ριζικά τραγικής φύσης της ανθρώπινης ζωής.

Στο πρώτο του βιβλίο Η Γένεση της Τραγωδίας ανέλυσε την τέχνη της αθηναϊ­κής τραγωδίας ως το προϊόν της βαθιάς, ακλόνητης αίσθησης των Ελλήνων για το νόημα που έχει η ζωή μπροστά στην ακραία τραγικότητα. Η τραγωδία, κατά τον Νίτσε, αναπτύχθηκε μέσ’ από αυ­τήν ακριβώς την αναγνώριση και την ωραιοποίηση -έως και εξιδανίκευση- του ανθρώπινου πεπρωμένου.Ο Νίτσε διατύπωσε την υπόθεση πως η ελληνική άποψη για την τραγωδία ολοκλήρωνε δύο διαφορετικές προοπτικές, τις ο­ποίες οι Αθηναίοι συνέδεαν με τους θεούς Απόλλωνα και Διόνυ­σο.

Ο Διόνυσος, ο θεός του κρασιού, της σεξουαλικότητας και του οργίου, εκπροσωπεί τη δυναμική ρευστότητα της ύπαρξης, την α­ποδοχή του πεπρωμένου, το χάος της δημιουργικότητας. Ο αφοσιωμένος ικανοποιείται με το να γίνεται μέρος της άγριας ορμής της ζωής την ώρα που αυτή εκδιπλώνεται. Ιδωμένη από τη διονυ­σιακή προοπτική, η ατομική ύπαρξη αποτελεί ψευδαίσθηση. Η μόνη αληθινή πραγματικότητα βρίσκεται στη συμμετοχή μας στη ζωή του όλου. Ο Απόλλων, από την άλλη, ο ηλιακός θεός, εκφρά­ζει την έλξη που ασκεί στους Αθηναίους το ωραίο και η τάξη. Από την απολλώνια προοπτική, η ύπαρξη του ατόμου είναι αναντίρ­ρητα αληθινή, ενώ η ανθρώπινη τρωτότητα είναι πραγματικά τρο­μακτική. Η απολλώνια προοπτική ωστόσο κάνει την πραγματικό­τητα αυτή να φαίνεται ωραία, μας επιτρέπει για λίγο να ξεχνάμε την τρωτότητά μας και ν’ αγαπάμε την πεπερασμένη ζωή μας στον κόσμο.

Το μεγαλειώδες στην αθηναϊκή τραγωδία ήταν, κατά τον Νίτσε, η ταυτόχρονη επίγνωση και των δύο προοπτικών. Ο Νίτσε προτιμούσε αναμφίβολα αυτή την τραγική λύση του προβλήματος του κακού από την ιουδαιο-χριστιανική λύση με τους όρους της αμαρτίας και της σωτηρίας. Την προτιμούσε επί­σης από τον αντιδραστικό πεσιμισμό του φιλοσοφικού του μέντορα, του Σοπενχάουερ, αλλά κι από κείνη τη μοντέρνα επιστημονι­κή αισιοδοξία που αγνοούσε την τραγικότητα και προσποιούνταν πως όλα τα προβλήματα που μας αφορούν διορθώνονται μέσω της τεχνολογίας. Ο Νίτσε επικροτούσε τους αρχαίους Έλληνες για την ηθική τους αντίληψη, η οποία τόνιζε την ανάπτυξη της προσω­πικής υπεροχής και της αριστοκρατικότητας, σε αντίθεση μ’ εκεί­νο που έβλεπε στον ιουδαιο-χριστιανισμό ως εμμονή στην αμαρ­τία, την ενοχή και την υπερφυσική σωτηρία.

Οι αρχαίοι Έλληνες, έλεγε ο Νίτσε, «ήξεραν πώς να ζουν». Στο βαθμό που τους ενδιέφερε η ηθικότητα, ήταν μια ηθικότητα βασισμένη στο αυτεξούσιο, όχι στην αυτοταπείνωση ή την απάρνηση των ενστίκτων. Αρκετά με την παραδοσιακή έμφαση στην «ειρήνη του νου» και την απάθεια. Τα ιδεώδη μας οφείλουν να είναι ενεργητικά ιδεώδη, δυναμικά.

Ο Νίτσε συμφώνησε με τον Σοπενχάουερ ότι οι άνθρωποι, όπως και τ’ άλλα πλάσματα της φύσης, δρουν με πρόθεση· προχώρησε όμως παραπέρα, και υπο­στήριξε πως συνιστούμε (όπως όλα τα όντα) «βούληση για δύνα­μη», οδηγούμενη από την επιθυμία της συνεχούς επέκτασης της ζωτικότητας και της ισχύος μας. Σε αντιδιαστολή με τον πεσιμι­σμό του Σοπενχάουερ όσον αφορά το νόημα της ζωής, ο Νίτσε επέμεινε ότι η ίδια η ζωτικότητα αποτελεί το νόημα της ζωής, και πως κατάληξη της φιλοσοφίας οφείλει να είναι η κατάφαση στη ζωή κι όχι η άρνησή της. Αντίθετα με την ηθικότητα των αρχαίων Αθηναίων, μια ηθικό­τητα τραγικού ηρωισμού και ανωτερότητας, η χριστιανική ηθικό­τητα, κατά τον Νίτσε, είχε εξυψώσει σε ηθικό παράδειγμα τον μέ­τριο άνθρωπο από τον οποίο απουσίαζε ο ενθουσιασμός.

Σύμφωνα με τη χριστιανική αντίληψη, το άτομο που δεν κάνει τίποτε άλ­λο στη ζωή του εκτός από το να αποφεύγει την αμαρτία, είναι ε­κείνο που αξίζει να πάει στον ουρανό, ενώ ένα δημιουργικό άτο­μο θα κριθεί πιθανόν ως «ανήθικο» εξαιτίας τού ότι αρνείται να ακολουθήσει το «κοπάδι». Κατά την άποψη του Γερμανού φιλο­σόφου, πολλές -αν όχι οι περισσότερες- απαγορεύσεις της ιουδαιο-χριστιανικής (και της καντιανής) ηθικής αποτελούν στην πραγματικότητα τεχνάσματα με στόχο την «ισοπέδωση», τεχνά­σματα που χρησιμοποιούν μνησίκακα οι αδύναμοι και οι μέτριοι ώστε να θέσουν σε μειονεκτική θέση περισσότερο προικισμένα και δυνατά πνεύματα.

Ο Νίτσε, συνεπώς, υπερασπίζεται μια άπο­ψη «πέραν του καλού και του κακού», πέρ’ από την τάση μας να εφαρμόζουμε ηθικές κρίσεις στη συμπεριφορά μας και τη συμπε­ριφορά των άλλων, προς μια πιο δημιουργική ψυχολογική και νατουραλιστική προοπτική. Η κατάληξη του Νίτσε κλίνει προς αυτό που θα μπορούσε να θεωρηθεί επίκεντρο της μακράς εξέλιξης των προσπαθειών για απόκτηση πρόσβασης σ’  έναν υπερβατικό κόσμο. Και κατέληξε σ’ αυτό αρνούμενος, με τον πλέον υβριστικό τρόπο, την ίδια την ιδέα ενός τέτοιου  κόσμου,  μιας  πραγματικότητας  δηλαδή  που  υπάρχει πίσω από τα φαινόμενα,  ενός κόσμου  διαφορετικού -καλύτερου- από αυτόν  εδώ. 
Οι  επιθέσεις του  εναντίον του  «υπερφυσικού»  εί­χαν προφανή  στόχο την  ιουδαιο-χριστιανική  παράδοση  και την  ι­δέα της  για  μια  παντοδύναμη  αγαθή  θεότητα  που  δρα  στο  παρα­σκήνιο.  Ως  αντίδοτο  στη  χριστιανική  κοσμοαντίληψη  που  αντιμε­τωπίζει την εγκόσμια ζωή ως απλό προστάδιο μιας άλλης αιώνιας, υποστήριξε την αναβίωση της αρχαίας άποψης της «αιώνιας  ε­πιστροφής»,  την  ιδέα  ότι  ο  χρόνος  αυτοεπαναλαμβάνεται  κυ­κλικά.  Αν  πάρει  κανείς  σοβαρά υπόψη  του  την  εικόνα  αυτή  μιας αιώνιας  επανάληψης και φανταστεί πως  θα ζήσει και  θα ξαναζή­σει τη  ζωή  του  με  τον  ίδιο  ακριβώς  τρόπο,  συνειδητοποιεί  ότι  ε­κείνο  που  σε  άλλη  περίπτωση  φαινόταν  ως  μια  απλή  «στιγμή»  α­ποκτά  ξαφνικά τεράστια  βαρύτητα. 
 
Με  άλλα  λόγια,  είναι  η  ζωή, αυτή  εδώ η  ζωή,  που  μετράει πάνω απ’  όλα. Το  κατηγορητήριο  του  Νίτσε  ξεπέρασε  το  χριστιανισμό  κι  έφτασε  μέχρι τον Πλάτωνα, τον οποίο  θεώρησε  επίσης προάγγελο της αντίληψης πως υπάρχει ένας άλλος κόσμος που είναι σημαντι­κότερος  από  αυτόν  στον  οποίο  ζούμε.  Στην πραγματικότητα οι  επιθέσεις  του  Νίτσε  στράφηκαν  κυριολεκτικά  εναντίον  όλης  της δυτικής  φιλοσοφικής  παράδοσης.  Ορισμένες  φορές  αρνήθηκε  α­κόμη  κι αυτή  την  ιδέα της  «αλήθειας», υποστηρίζοντας  πως  ιδέες που  εκλαμβάνουμε  ως  αληθινές  δεν  είναι παρά  εκείνες  οι πεποι­θήσεις,  πιθανότατα  εσφαλμένες,  που  έχουν  αποδειχθεί χρήσιμες. Ο  δε  φιλοσοφικός  στοχασμός  πρέπει  να  εγκαταλείψει  την  ιδέα της  αλήθειας και να  θέσει ως  στόχο του την καλή  ζωή.

Το άλλο πρόσωπο του αυτοσεβασμού

«Αυτός που δεν σέβεται τον εαυτό του, δεν σέβεται ούτε τους άλλους».
 
Σε κάθε πολιτισμό θα βρείτε μία παροιμία που εκφράζει αυτή την αρχή. Μάλιστα, η πρώτη συμβουλή που δίνεται σήμερα σε κάποιον που θέλει να ενισχύσει τον αυτοσεβασμό του είναι: «Μην νοιάζεσαι για την γνώμη που έχουν οι άλλοι για σένα», αλλά αυτή είναι μία προτροπή που δεν μπορεί να βρει εφαρμογή στην αληθινή ζωή.
 
Ο αυτοσεβασμός έχει ως προαπαιτούμενο την αυτοπεποίθηση και οπωσδήποτε δεν πρέπει κανείς να επιτρέπει στους άλλους να του την μειώνουν και να καθοδηγούν τον τρόπο συμπεριφοράς του. Όμως, αυτό που είμαστε, ο εαυτός μας τον οποίο προσπαθούμε να εμπιστευτούμε και να σεβαστούμε, αναγκαστικά αλληλεπιδρά με τους εαυτούς των άλλων.

Κάπως έτσι το σκέπτεται ο Πλάτων, ο οποίος θα μας έλεγε μάλλον την παροιμία ανάποδα:

«Αυτός που δεν σέβεται τους άλλους, δεν σέβεται ούτε τον εαυτό του. Και αν σεβόμαστε τους άλλους, δεν γίνεται να περιφρονούμε τη γνώμη και τα συναισθήματά τους.»

Για τον Πλάτωνα, η άποψη που έχουν οι άλλοι για εμάς, όχι μόνο μετράει, αλλά επηρεάζει καθοριστικά τη γνώμη που θα σχηματίσουμε για τον εαυτό μας.

Μας λέει, λοιπόν, ο Πλάτων τι κάνει και τι δεν κάνει αυτός που «δεν ατιμάζει την ψυχή του», ή όπως θα λέγαμε σήμερα, τα έχει καλά με τον εαυτό του.

Τι σχέση έχει ο αυτοσεβασμός με την αγάπη για την αλήθεια, τη συμμετοχή του ανθρώπου σε έργα που βελτιώνουν την κοινωνία, την απόδοση δικαιοσύνης και την φιλομάθεια;

Μπορεί ο αυτοσεβασμός να μην είναι τόσο εσωτερική υπόθεση όσο νομίζουμε.
Η αλήθεια πάει μπροστά

Η αλήθεια είναι το υψηλότερο αγαθό, πιο ψηλά από κάθε θεό και κάθε άνθρωπο.
Αυτός που θέλει να ζήσει ευτυχισμένος, θα πρέπει να συνδεθεί μαζί της το νωρίτερο δυνατόν, ώστε να ζήσει πολλά χρόνια ως φιλαλήθης άνθρωπος. Διότι αυτός είναι αξιόπιστος και τον εκτιμούν οι γύρω του.
Αντιθέτως, κανείς δεν εκτιμά τον άμυαλο, που άθελά του διαστρεβλώνει την αλήθεια, ούτε εκείνον που λέει σκόπιμα ψέματα. Η μοίρα αυτών των ανθρώπων είναι να απομείνουν μόνοι, αφού όσο περνούν τα χρόνια κανείς δεν θα τους εμπιστεύεται.

Μην επιτρέπεις το κακό

Αξιοσέβαστος είναι κι εκείνος που δεν αδικεί του άλλους, αλλά διπλάσιο σεβασμό αξίζει εκείνος που αποτρέπει την αδικία που επιχειρεί να κάνει κάποιος άλλος.
Ο πρώτος είναι δίκαιος μόνο για έναν, τον εαυτό του. Ο δεύτερος που εκθέτει τις αδικίες των άλλων είναι ο τέλειος πολίτης, υπόδειγμα αρετής και αξίζει όσο χίλιοι.

Αρετή για όλους

Με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να φροντίζει για όλες τις αρετές να γίνονται κοινό κτήμα της πολιτείας και όχι να τις κρατά για τον εαυτό του. Με τον τρόπο αυτό οι πολίτες θα συναγωνίζονται μεταξύ τους στην αρετή και η πόλη θα ωφελείται από τα εποικοδομητικά τους αποτελέσματα στον βίο. Ο καθένας θα προσπαθεί να γίνει καλύτερος χωρίς να εμποδίζει με συκοφαντίες τους άλλους.
Εκείνος που θέλει να το κάνει αυτό, αλλά δεν έχει την ικανότητα, είναι δεύτερος σε αξία. Αλλά κι εκείνος που κατέχει αξιόλογες αρετές αλλά από φθόνο δεν τις μοιράζεται, δεν θα πρέπει να υποτιμάται. Ασφαλώς θα κατακρίνουμε τη στάση του, αλλά για τις αρετές του πρέπει να επαινείται. Και καλό θα είναι να προσπαθούμε να τις αποκτήσουμε κι εμείς.

Δικαιοσύνη για όλους

Ο άνθρωπος που σέβεται τον εαυτό του συνδυάζει την αυστηρότητα με την καλοσύνη. Είναι δηλαδή δίκαιος, αλλά και επιεικής.
Οι επικίνδυνες πράξεις οι οποίες προκαλούν ζημιά που δύσκολα επανορθώνεται πρέπει να τιμωρούνται αυστηρά.
Εκείνα που εύκολα διορθώνονται, πρέπει μεν να τιμωρούνται, αλλά να μην ξεχνάμε πως αυτός που έχει την ψυχή του γεμάτη κακά είναι αξιολύπητος. Σε αυτή την περίπτωση καλό είναι να συγκρατούμε την οργή μας.
Αν όμως η ζημιά από το έγκλημα δεν διορθώνεται και ο εγκληματίας δεν έχει διάθεση να διορθωθεί, εκεί να αφήνουμε τον θυμό μας να ξεσπά.

Είμαστε σπουδαίοι, αλλά μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι

Αυτοσεβασμό έχεις όταν δεν αγαπάς τον εαυτό σου περισσότερο απ’ όσο αξίζει.
Η υπερβολική φιλαυτία μας τυφλώνει και μας κάνει να βλέπουμε άσχημα τα καλά και τα δίκαια, ενώ τα αισχρά μας φαίνονται ωραία. Δίνουμε πάντα δίκιο στον εαυτό μας περιφρονώντας την αλήθεια.
Ο σπουδαίος κι αξιοσέβαστος άνθρωπος, όμως, εκτιμά πάνω κι απ’ τον εαυτό του τις δίκαιες πράξεις όποιος και αν τις κάνει. Εκείνος που δικαιώνει συνεχώς τον εαυτό του είναι απλώς ένας ανόητος, που νομίζει πως η αμάθειά του είναι σοφία.

Όταν το πάθουμε αυτό, νομίζουμε πως γνωρίζουμε τα πάντα ενώ δεν γνωρίζουμε τίποτα. Κι έτσι, αφού δεν αφήνουμε τους άλλους να κάνουν αυτά τα οποία εμείς δεν γνωρίζουμε, προσπαθούμε να τα κάνουμε μόνοι μας και τα κάνουμε μαντάρα. Ο σκοπός δεν είναι λοιπόν να υψώνουμε χωρίς λόγο τον εαυτό μας, αλλά να προσπαθούμε να γινόμαστε καλύτεροι χωρίς να νιώθουμε ντροπή γι’ αυτό.
(Πλάτωνος «Νόμοι» βιβλίο Ε΄)

Ο μαθητής του Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης έγραψε πως εκείνος που μπορεί να ζήσει ολομόναχος, έξω από κάποιο κοινωνικό σύστημα, είναι ή θεός ή θηρίο.

Η πιθανότητα να γίνει κάποιος θεός είναι μάλλον αμελητέα, αλλά ένας άνθρωπος που δεν σέβεται τον εαυτό του εύκολα μπορεί να γίνει θηρίο. Κι αν ο Πλάτων έχει δίκιο, εκείνος που δεν σέβεται τους άλλους, δεν σέβεται ούτε τον εαυτό του.

Επίκουρος ο Πολυαθεϊστής

Κατά τη διάρκεια μίας συνέντευξης, ο διανοούμενος Jordan Peterson κατέκρινε τον Sam Harris, ως έναν συγκεκαλυμμένο πιστό, έναν κρυφο-Χριστιανό αν θέλετε. Τα παραδείγματα που έδωσε ήταν κακά. Παρόλα αυτά όμως, υπάρχει κάτι στα επιχειρήματα του Peterson που φαίνεται σωστό. Θα μπορούσαμε να κάνουμε κάτι καλύτερο; Θα μπορούσαμε να δείξουμε ότι η αθεΐα του Harris θα ήταν άλλου είδους αν είχε γεννηθεί σε μία μη Χριστιανική κουλτούρα, όπως ας πούμε η παγανιστική κουλτούρα των αρχαίων Ελλήνων; Αυτό ακριβώς θα επιχειρήσουμε!

Jordan Peterson: Δεν μπορείς να είσαι άθεος στις πράξεις σου. Βλέπεις... Η μεταφυσική του Χάρις είναι κατ' ουσία Χριστιανική. Οπότε, δρα σύμφωνα με τη χριστιανική ηθική αλλά λέει "δεν πιστεύω σε αυτή".

Ναι, την πιστεύεις, επειδή δρας σύμφωνα με αυτή. Απλά λες ότι δεν πιστεύεις.

Michalis Michailidis: Σε μια συνέντευξη του, ο Τζόρνταν Πίτερσον επέκρινε τον Σαμ Χάρις, έναν διάσημο αθεϊστή, λέγοντας πως είναι... "κρυφό-πιστός!" κάτι σαν "Χριστιανός που δεν το ομολογεί".

Ο Peterson εξήγησε πως, ενώ ο Χάρις κηρύσσει τον αθεϊσμό οι πράξεις του υπαγορεύονται από τα παλιά του πιστεύω.

Τα παραδείγματα που έδωσε ήταν κακά. Είπε για παράδειγμα ότι ο Χάρις εξακολουθεί να μη ληστεύει τράπεζες... και να μη σκοτώνει ανθρώπους.

Νομίζω πως όλοι συμφωνούμε στο ότι δε χρειάζεται να πιστεύετε πως ο Θεός έφτιαξε τον κόσμο σε επτά ημέρες για να μην τραβήξετε το πιστόλι στα μούτρα κάποιου αγνώστου…

Και όμως, υπάρχει κάτι στα επιχειρήματα του Πίτερσεν που ακούγεται αληθινό!
Οπότε, μήπως θα μπορούσαμε να τα βελτιώσουμε;

Να δείξουμε, δηλαδή, ότι ο αθεϊσμός του Χάρις θα ήταν ένας διαφορετικός αθεϊσμός αν είχε μεγαλώσει σε μια μη-χριστιανική κουλτούρα; Όπως ας πούμε, την κουλτούρα της αρχαία Ελλάδας.

Αν και δεν μπορούμε να τον κλωνοποιήσουμε, υπάρχουν κάποια εκπληκτικά παραδείγματα αθέων παγανιστών! που, όπως και ο Χάρις, εγκατέλειψαν την πίστη τους στο όνομα της επιστήμης.

Αντί για τους "νέο-αθεϊστές", ωστόσο, αυτοί οι αρχαίοι πολέμιοι της θρησκείας έγιναν… "πολυαθεϊστές", πιστεύοντας πως η αλήθεια, αν και επιστημονική, δεν είναι μια, αλλά πολλές.

Ένας από αυτούς είναι κάποιος που μας θυμίζει βουκολικά γεύματα και όλες τις ηδονές της σάρκας. Αλλά που στην πραγματικότητα... ήταν επιστήμονας.

Ήταν ο Επίκουρος και ενώ οι απόψεις του περί θρησκείας ακούγονται τόσο σύγχρονες, τα τελικά του συμπεράσματα μπορεί και ν' αποδείξουν ότι ο Πίστερσον είχε δίκαιο!

Ο Επίκουρος γεννήθηκε το 341 π.Χ. στο νησί της Σάμου και τα προβλήματά του με τη θρησκεία ξεκίνησαν από νωρίς.

Λέγεται ότι... όταν, ως νεαρός, ρώτησε τους δασκάλους του τι εννοούσε ο Ησίοδος, η πιο σημαντική μας πηγή πάνω στην Ελληνική θρησκεία μετά τον Όμηρο, όταν είπε ότι: "ο κόσμος προήλθε από το χάος", δεν πήρε καμία απάντηση.

Και έτσι, στράφηκε στην επιστήμη και τις πρωτοποριακές ιδέες των ατομιστών· των φιλόσοφων εκείνων που πρώτοι υποστήριξαν πως όλη η πραγματικότητα αποτελείται από μικρές, αδιαίρετες μονάδες. Μονάδες που ονόμασαν "άτομα" από το "α" και την "τομή".

Πρώτα αποδέχοντας και ύστερα αναπτύσσοντας τις θεωρίες αυτές, ο Επίκουρος, άρχισε να βλέπει πως όλη η ύπαρξη ήταν στην ουσία "υλική", αφού ήταν φτιαγμένη από άτομα και κενό, χωρίς κανέναν χώρο για θεούς και δαίμονες.

Επειδή στην ουσία, αυτός ο "πρώιμος υλισμός", έλεγε πως όλα είναι τελικά φτιαγμένα από το ίδιο πράγμα, τα ίδια άτομα και ακόμα κι αν οι θεοί υπήρχαν, θα πρέπει επίσης να είναι φτιαγμένοι από άτομα, κάτι που δε θα τους έκανε πιο θεϊκούς από έναν Ήλιο.

Γιατί σύμφωνα με αυτήν την άποψη η φύση είναι ομοιόμορφη, με τίποτα "ανώτερο" και τίποτα "κατώτερο", τίποτα θεϊκό και τίποτα βλάσφημο.

Ένα σύμπαν όπου οι διαφορές μεταξύ του μόλυβδου και του χρυσού, ανάμεσα σε μια καταιγίδα και τις αλλαγές στα συναισθήματά μας δεν είναι τίποτα παρά οι τρόποι με τους οποίους τα άτομα κινούνται στο κενό.

Ήταν η αρχή μιας θεωρίας που από τότε έχει γίνει αποδεκτή σαν επιστημονικό γεγονός και μετονομάστηκε σε "αναγωγικό υλισμό" ή απλά "επιστήμη!", καθώς η άποψη αυτή έχει εξελιχθεί για να γίνει η μόνη αποδεκτή από τον σύγχρονο άνθρωπο.

Είναι η θεωρία που υιοθέτησε ο Σαμ Χάρις όταν είχε τη δική του θρησκευτική απογοήτευση. Και από τότε τη χρησιμοποιεί σε αναρίθμητες συζητήσεις εναντίον αυτών που εξακολουθούν να πιστεύουν ότι υπάρχει κάτι περισσότερο από τη φυσική πραγματικότητα. Υπενθυμίζοντάς τους ότι ακόμη και τα πιο περίεργα φαινόμενα, όπως οι θρησκευτικές τους εμπειρίες, μπορούν να εξηγηθούν με την ανάλυση τους πίσω στα φυσικά τους συστατικά, τα άτομα ή τους νευρώνες, την ισοδύναμη μονάδα της αδιαίρετης πραγματικότητας του εγκεφάλου.

Φανταστείτε… Οι πιο μοναδικές μας στιγμές είναι φτιαγμένες από άτομα.

Αλλά αν και η λογική φαίνεται να κυριαρχεί τόσο για τους αρχαίους όσο και για τους σύγχρονους υλιστές, όπως εκπροσωπούνται από τον Επίκουρο και τον Σαμ Χάρις αντίστοιχα, υπάρχει τουλάχιστον μια λεπτή διαφορά μεταξύ των δύο, μια διαφορά που θα μπορούσε να αποδείξει ότι οι θρησκευτικές πεποιθήσεις ριζώνουν βαθύτερα απ' ό,τι παραδέχονται οι αθεϊστές.

Βλέπετε, σαν σύγχρονος επιστήμονας, ο Χάρις ισχυρίζεται ότι υπάρχει τελικά μια αντικειμενική πραγματικότητα και μόνο ένα σύνολο κανόνων που την εξηγεί: οι γνωστοί "νόμοι της φυσικής" που εφευρέθηκαν από τον Νεύτωνα και αναπτύσσονται από τότε.

Αλλά χιλιάδες χρόνια πριν και παρόλο που κι αυτός δέχτηκε πως η πραγματικότητα δεν είναι παρά "ύλη" και πως η ύλη δεν είναι παρά άτομα.

Ο Επίκουρος ήταν διαφορετικός!

Επειδή, σε όλα του τα γραπτά, αυτός ο πρώιμος επιστήμονας, προτάσσει τους μαθητές του ν' ακολουθήσουν τη θεωρία των πολλαπλών εξηγήσεων, που ονομάζει "πλεοναχός τρόπος".

Σε μια επιστολή προς έναν από τους μαθητές του, ο Επίκουρος, εξηγεί τις μεταβολές της σελήνης μέσα σε κάθε μήνα.

Προς ικανοποίηση μας, απορρίπτει τις μυστικιστικές μεθόδους της Ανατολής.

Αλλά προς μεγάλη μας έκπληξη, ο Επίκουρος, συνεχίζει δίνοντας όχι μια αλλά τρεις διαφορετικές αιτίες, όλες βασισμένες στην επιστήμη, όμως εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους.

Θα μπορούσε να θεωρηθεί σαν δείγμα μετριοφροσύνης, καθώς θα πρέπει να είχε συνειδητοποιήσει το πόσο λίγα μπορούσε να γνωρίζει κανείς κατά τον τέταρτο αιώνα προ Χριστού. Όμως αυτό δεν είναι πραγματικά το νόημα.

Βλέπετε, και οι σύγχρονοι επιστήμονες ή τουλάχιστον οι καλύτεροι μεταξύ αυτών, έχουν και αυτοί επίγνωση των περιορισμών τους. Και όμως, παραμένουν πεπεισμένοι για την ύπαρξη μίας και μόνο αιτίας για κάθε φαινόμενο, ακόμη και αν δεν ξέρουν ακριβώς ποια μπορεί να είναι αυτή η αιτία.

Αλλά γίνεται πιο τρελό, αφού υπάρχει λόγος να υποθέσουμε ότι ο Επίκουρος πίστευε πως αυτές οι πολλαπλές λύσεις ισχύαν ταυτόχρονα!

Καθώς στην ίδια επιστολή προς τον μαθητή του λέει ότι τα φαινόμενα που περιγράφονται εκεί, όπως οι φάσεις του φεγγαριού, αναγκάζουν κάποιον να δεχτεί ότι μπορεί να προέκυψαν με "πολλούς τρόπους" και δηλώνει ρητά ότι αυτοί που υιοθετούν μόνο μία εξήγηση "έρχονται σε σύγκρουση με τα γεγονότα" και είναι εντελώς εσφαλμένοι ως προς τον τρόπο με τον οποίο ο άνθρωπος μπορεί να κατακτήσει τη γνώση.

Καλά… πόσο σαφέστερο θα μπορούσε να είναι;

Και εδώ έρχεται το "εν κατακλείδι":

Μήπως οι αθεϊστές δεν είναι τόσο λογικοί όσο πιστεύουν;

Μήπως, παρά τη συνειδητή απόρριψη της θρησκείας, τόσο ο Επίκουρος όσο και ο Σαμ Χάρις, παραμένουν υποσυνείδητα ελεγχόμενοι από τις βασικές της παραδοχές και ότι ο λόγος για τον οποίον ο Χάρις επιμένει σε μία και μόνο αλήθεια, ένα και μόνο σύνολο κανόνων πίσω απ' τα πάντα, είναι ότι μεγάλωσε σε μια θρησκεία που πιστεύει επίσης σε έναν και μόνο Θεό ως δημιουργό των όλων, τον Έναν Θεό της Βίβλου;

Ο Επίκουρος από την άλλη γεννήθηκε σε μια παγανιστική κουλτούρα που πίστευε σε 12 αιτίες τουλάχιστον!

Μια κουλτούρα για την οποία ο Ήλιος κινείται συρόμενος από τα φλογερά άλογα του Θεού Ήλιου, ενώ ο κεραυνός προκαλείτε από τον θυμό του Διός. Με τους δύο αυτούς περιστασιακά να συγκρούονται!

Ίσως αυτό που ο καθηγητής Πίτερσεν προσπαθούσε να μας πει, κατά τη συνέντευξή του, ήταν ότι όταν ο Σαμ Χάρις στράφηκε από μονοθεϊστής σε αθεϊστή έγινε "μονο-αθεϊστής", πιστεύοντας σε αυτό που η σύγχρονη επιστήμη πιστεύει σχεδόν δογματικά, ότι κάθε φαινόμενο, από το νερό που βράζει μέχρι και τις φάσεις του φεγγαριού υπακούουν σε ένα ενιαίο σύνολο κανόνων.

Αλλά όταν ο Επίκουρος έκανε το ίδιο έγινε "πολυ-αθεϊστής", επιμένοντας ότι διαφορετικοί νόμοι ισχύουν για διαφορετικά πράγματα.

Και οι δύο απέρριψαν τις ιθαγενείς θρησκείες τους στην επιφάνεια αλλά το ερώτημα παραμένει… ξεπέρασαν ποτέ τις βασικές τους υποθέσεις για την πραγματικότητα;

Και έτσι, με λίγες μόνο αλλαγές, πολλοί θα πίστευαν ότι τα γραπτά του Επίκουρου ήρθαν από τον 21ο αιώνα. Όμως θέτει τα επιχειρήματά του με μια ποιητική ομορφιά που συχνά απουσιάζει από τους σύγχρονους άθεους.

Σε ένα απόσπασμα για παράδειγμα λέει ότι, ενώ οι θρησκευτικές πεποιθήσεις μπορούν περιστασιακά και μόνο τυχαία να προβλέψουν τα πράγματα είναι πολύ καλύτερο να ακολουθήσουμε τον δρόμο της επιστήμης μιας και είναι καλύτερο να είσαι "λογικά ατυχής" από "παράλογα τυχερός" και ότι είναι καλύτερο μια όμορφη επιλογή να έχει τα λάθος αποτελέσματα από μια άσχημη τα σωστά αποτελέσματα μόνο κατά τύχη.

Δεν μου αρέσουν τα πουλιά σε κλουβιά, έστω και αυτά με χρυσά κάγκελα

Δεν θέλω να μονοπωλώ την ύπαρξη σου, ούτε τις σκέψεις σου, ούτε να σε έχω συνέχεια κοντά μου. Δεν μου αρέσουν τα πουλιά σε κλουβιά, έστω και αυτά με χρυσά κάγκελα.

Άνοιξε τα φτερά σου, μάτια μου. Και πέτα μακριά μου. Όσο θέλεις και όπου θέλεις.

Ζήσε και απόλαυσε ότι κάνεις κέφι.

Εξερεύνησε ότι σε εξιτάρει, γελά δυνατά, διασκέδασε και περνά ωραία, την κάθε στιγμή σου γέμισε την με νόημα και μνήμες. Αγαπά, δοκίμασε, νιώσε.

Μία μέρα γύρνα και πες μου με αυτό το αυθόρμητο ενθουσιασμό πως γνώρισες τον κόσμο, ότι έμαθες πολλά, ρούφηξες και απόλαυσες τα πάντα στο δρόμο σου και θα σε ακούσω έτσι απλά χωρίς να πω κουβέντα. Για τα τυπικά, επειδή βλέπω στο πρόσωπό σου τι πέρασες, νιώθω τη δύναμη τις καταιγίδες στις οποίες έπεσες, ακούω την απαλή βροχή που σε έλουζε, αισθάνομαι τη ζεστασιά τους ήλιους που χαΐδευαν το δέρμα σου…

Είσαι το αγαπημένο μου βιβλίο που ανοίγω και διαβάζω κάθε μέρα σαν να είναι η πρώτη φορά που το ξεφυλλίζω… Το βιβλίο που ξέρω απέξω και όπου έχω υπογραμμίσει τα αγαπημένα μου αποσπάσματα. Αυτό που έχω στο κομοδίνο μου το βράδυ και διαβάζω χαμογελώντας πριν κοιμηθώ.

Και περιμένω δίχως άγχος, με προσμονή να φέξει το φεγγάρι μια βραδιά στον ουρανό από μελάνι. Όχι επειδή ποντάρω στο ρομαντισμό μιας νύχτας λουσμένη στο φεγγαρόφωτο, αλλά στη δύναμη της Σελήνης που αλλάζει την παλίρροια. Και σε επιστρέφει σε μένα. Για να πιώ από τα μάτια σου, να γευτώ την αλμύρα της θάλασσας στα χείλη σου, να αγγίξω τα χέρια σου. Και μόλις αποχωρήσει η θάλασσα, να σε αφήσω να πετάξεις ξανά για όπου σε καλεί η ελευθερία σου.

Δίχως άγχος, με προσμονή…

Πολλές μεγαλοφυΐες, άντρες και γυναίκες, συνέλαβαν τις καλύτερες ιδέες τους στη διάρκεια μιας βόλτας

Οι αρχαίοι Έλληνες περπατούσαν παντού, όλη την ώρα. Ήταν σπουδαίοι περιπατητές και σπουδαίοι στοχαστές και προτιμούσαν να φιλοσοφούν την ώρα που περπατούσαν.

Οι Έλληνες, ως συνήθως, ήξεραν πολύ καλά τι έκαναν. Πολλές μεγαλοφυΐες, άντρες και γυναίκες, συνέλαβαν τις καλύτερες ιδέες τους στη διάρκεια μιας βόλτας. Τον καιρό που έγραφε το Α Christmas Caroll, ο Ντίκενς περπατούσε δεκαπέντε με είκοσι χιλιόμετρα στα σκοτεινά δρομάκια του Λονδίνου, υφαίνοντας την πλοκή στο μυαλό του, ενώ η πόλη κοιμόταν. Και ο Μαρκ Τουέιν περπατούσε επίσης πολύ, αν και δεν πήγε ποτέ πουθενά. Όπως αναθυμόταν η κόρη του, βημάτιζε αδιάκοπα την ώρα που εργαζόταν: «Κάποιες φορές, όταν υπαγόρευε, ο Πατέρας περπατούσε πάνω-κάτω στο πάτωμα… κι έπειτα, πάντα μου φαινόταν σαν ένα καινούριο πνεύμα να φτερούγιζε μέσα στο δωμάτιο».

Τώρα τελευταία, ερευνητές έχουν αρχίσει να μελετούν επιστημονικά τη σύνδεση ανάμεσα στο περπάτημα και τη δημιουργικότητα. Σε πρόσφατη μελέτη, οι ψυχολόγοι του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ Μαριλί Οπέζο και Ντάνιελ Σβαρτς χώρισαν τους συμμετέχοντες σε δύο ομάδες: περιπατητική και καθιστική. Έπειτα τους μοίρασαν κάτι που είναι γνωστό ως τεστ Εναλλακτικών Χρήσεων Γκίλφορντ, στο οποίο οι συμμετέχοντες επινοούν εναλλακτικές χρήσεις καθημερινών αντικειμένων. Είναι σχεδιασμένο για να μετρά την «αποκλίνουσα σκέψη», ένα σημαντικό συστατικό της δημιουργικότητας. Με τον όρο αποκλίνουσα σκέψη εννοούμε την επινόηση πολλαπλών, αναπάντεχων λύσεων σε προβλήματα. Η αποκλίνουσα σκέψη είναι αυθόρμητη και ρέει αβίαστα. Αντιθέτως, η συγκλίνουσα σκέψη είναι πιο γραμμική και συνεπάγεται περιορισμό, αντί για επέκταση των επιλογών σας. Οι συγκλίνοντες στοχαστές προσπαθούν να βρουν τη μοναδική σωστή απάντηση σε ένα ερώτημα. Οι αποκλίνοντες στοχαστές τοποθετούν το ερώτημα μέσα σε καινούριο πλαίσιο.

Τα αποτελέσματα, που δημοσιεύτηκαν στο Journal of Experimental Psychology, έδειξαν ότι τα επίπεδα δημιουργικότητας των περιπατητών ήταν “μονίμως και σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό” υψηλότερα από εκείνα των καθήμενων. Περιέργως, δεν είχε καμιά διαφορά αν οι συμμετέχοντες περπατούσαν στο ύπαιθρο, στον καθαρό αέρα, ή σε κλειστό χώρο, σε έναν κυλιόμενο διάδρομο στημένο απέναντι σ’ έναν ασπροβαμμένο τοίχο. Είτε έτσι είτε αλλιώς, παρουσίαζαν δυο φορές περισσότερες δημιουργικές ιδέες σε σύγκριση με την καθιστική ομάδα. Ούτε και χρειαζόταν να περπατούν με τις ώρες για να αυξηθούν τα επίπεδα δημιουργικότητας- αρκούσαν από πέντε έως δεκαέξι λεπτά.

SENECA: ΝΑ ΦΕΓΓΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΑΣ ΦΩΣ

Σενέκας, Επιστολές στον Λουκίλιο 21, 1-2

Σε αυτή την Επιστολή, ο Σενέκας απευθύνεται στον συνομιλητή και παραλήπτη της Λουκίλιο, σε απάντηση προηγούμενης επιστολής, θέλοντας να τον βοηθήσει να αντιληφθεί αυτό που τον εμποδίζει να είναι ευτυχισμένος.

Πιστεύεις ότι έχεις μπελάδες με αυτά τα άτομα για τα οποία μου έχεις γράψει; Στην πραγματικότητα, σε απασχολούν περισσότερο οι στεναχώριες που βρίσκεις από μόνος σου. Δεν έχεις ξεκάθαρο μέσα σου αυτό που θέλεις- βρίσκεις πιο εύκολο να επαινείς την αρετή παρά να την ακολουθείς- βλέπεις πού βρίσκεται η ευτυχία, αλλά δεν τολμάς να τη φτάσεις. Και καθώς δεν καταφέρνεις από μόνος σου να διακρίνεις αυτό που σε εμποδίζει να προχωρήσεις, θα σου το πω εγώ.

Δίνεις υπερβολική σημασία σε αυτό που πρέπει να αφήσεις, και αφότου έχεις ονειρευθεί την ηρεμία που σκοπεύεις να αγγίξεις, δεν ξέρεις πώς να απομακρυνθείς από την ψευδή λάμψη της ζωής σου- λες και μετά θα πρέπει να πέσεις σε μια ζωή κατώτερη και σκοτεινή.

Κάνεις λάθος, αγαπητέ Λουκίλιε: από την τωρινή σου ζωή για να φτάσεις στην άλλη πρέπει να ανέβεις. Ανάμεσα στις δύο συνθήκες ζωής υπάρχει η ίδια διαφορά που υπάρχει μεταξύ ενός πράγματος που λάμπει από αντανακλώμενο φως και από ένα άλλο που έχει μέσα του τη φωτεινή πηγή. Το πρώτο αντανακλά ένα φως που προέρχεται απέξω και αν κάποιος βρεθεί στη μέση, αμέσως θα ρίξει μια πηχτή σκιά- το δεύτερο φωτίζεται από το δικό του έντονο φως. Η αφοσίωση στη φιλοσοφία θα σε κάνει να φεγγοβολήσεις με αυτό το Ερεβοκτόνο φως.

Παντού τ’ ανθρώπινα προβλήματα, παρ’ όλο που φαινομενικά δε μοιάζουν, στην πραγματικότητα είναι λίγο πολύ ίδια

Όταν ταξιδεύει κανείς βλέπει πεντακάθαρα ότι παντού τ’ ανθρώπινα προβλήματα, παρ’ όλο που φαινομενικά δε μοιάζουν, στην πραγματικότητα είναι λίγο πολύ ίδια. Τα προβλήματα της βίας και το πρόβλημα της ελευθερίας το πρόβλημα της δημιουργίας μιας πραγματικής και καλύτερης σχέσης μεταξύ των ανθρώπων έτσι ώστε να μπορούν να ζουν ειρηνικά, με κάποια αξιοπρέπεια και να μην είναι διαρκώς σε σύγκρουση ούτε με τον εαυτό τους ούτε με τους γειτόνους τους. Υπάρχει ακόμα το πρόβλημα της φτώχειας, της πείνας και της ολοκληρωτικής απελπισίας των φτωχών, που βλέπει κανείς ο’ ολόκληρη την Ασία. Και υπάρχει το πρόβλημα, σ’ αυτήν εδώ τη χώρα και στη Δυτική Ευρώπη, της ευημερίας. Όπου υπάρχει ευημερία χωρίς λιτότητα- υπάρχει βία- υπάρχει κάθε μορφή ανήθικης χλιδής ή μια εντελώς διεφθαρμένη και ανήθικη κοινωνία.

Υπάρχει το θέμα της αγάπης και του θανάτου. Τόσα πολλά προβλήματα που συνδέονται το ένα με τ’ άλλο. Δεν εκπροσωπώ κανένα σύστημα θεωρητικής σκέψης ή ιδεολογία. Αν μπορούμε να κουβεντιάσουμε μαζί τα πολλά αυτά προβλήματα, όχι όπως τα συζητάει κανείς με έναν εμπειρογνώμονα ή μ’ έναν ειδικό -γιατί δεν είμαι ούτε το ένα ούτε τ’ άλλο- τότε ίσως μπορέσουμε να πετύχουμε μια σωστή επικοινωνία. Αλλά έχετε στο νου σας ότι η λέξη δεν είναι το πράγμα, και ότι η περιγραφή, όσο λεπτομερειακή, περίτεχνη, ορθολογιστική και όμορφη κι αν είναι, δεν είναι εκείνο που περιγράφεται.

Υπάρχουν οι εντελώς χωριστοί κόσμοι, οι ιδεολογικές διαιρέσεις.

Αυτές οι ιδεολογίες έφεραν πολέμους. Παρ’ όλο που μπορεί να υπάρχει θρησκευτική ανοχή, αυτή φτάνει μόνο ως ένα σημείο. Μετά απ’ αυτό: η καταστροφή, η μισαλλοδοξία, η βαρβαρότητα, η βία -οι θρησκευτικοί πόλεμοι. Παρόμοια, υπάρχουν οι εθνικές και φυλετικές διαιρέσεις, που έχουν προκληθεί από ιδεολογίες, ο μαύρος εθνικισμός και οι διάφορες φυλετικές εκφράσεις.

Υπάρχει καμιά δυνατότητα να ζήσει κανείς σ’ αυτό τον κόσμο χωρίς βία, ελεύθερα, ενάρετα; Η ελευθερία είναι απολύτως αναγκαία· όχι όμως η ελευθερία του να κάνει ο καθένας ό,τι θέλει, γιατί ο καθένας είναι διαμορφωμένος -είτε ζει σ’ αυτή τη χώρα είτε στην Ινδία ή οπουδήποτε αλλού- είναι διαμορφωμένος από την κοινωνία του, από την παιδεία του, από την όλη δομή της σκέψης του. Είναι δυνατό να είναι κανείς ελεύθερος απ’ αυτή τη διαμόρφωση, όχι ιδεολογικά, όχι σαν μια ιδέα, αλλά πραγματικά και άμεσα, ψυχολογικά, εσωτερικά ελεύθερος; Αλλιώς, δε βλέπω πώς μπορεί να υπάρξει δημοκρατία ή σωστή συμπεριφορά. Και πάλι, η έκφραση «σωστή συμπεριφορά» έχει υποτιμηθεί, αλλά ελπίζω ότι μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτές τις λέξεις για να μεταδώσουμε το νόημα χωρίς να το μειώνουμε.

Η ελευθερία δεν είναι ιδέα. Μια φιλοσοφία περί ελευθερίας δεν είναι ελευθερία. Ή είσαι ελεύθερος ή δεν είσαι. Είσαι φυλακισμένος, όσα στολίδια κι αν έχει η φυλακή, και ο φυλακισμένος είναι ελεύθερος μόνον όταν δεν είναι πια στη φυλακή. Η ελευθερία δεν είναι η κατάσταση ενός νου αιχμάλωτου της σκέψης. Η σκέψη δεν μπορεί ποτέ να είναι ελεύθερη. Η σκέψη είναι ανταπόκριση της μνήμης, της γνώσης και της εμπειρίας. Είναι πάντοτε προϊόν του παρελθόντος και δεν μπορεί με κανένα τρόπο να φέρει ελευθερία, γιατί η ελευθερία είναι κάτι που είναι στο ζωντανό ενεργό παρόν, στην καθημερινή ζωή. Η ελευθερία δεν είναι ελευθερία από κάτι -η ελευθερία από κάτι είναι απλή αντίδραση.

Γιατί ο άνθρωπος έδωσε τόσο εξαιρετική σημασία στη σκέψη; Στη σκέψη που διατυπώνει μια έννοια και που σύμφωνα μ’ αυτήν προσπαθεί να ζήσει. Η διατύπωση ιδεολογιών και η προσπάθεια συμμόρφωσης σ’ αυτές τις ιδεολογίες είναι κάτι που παρατηρείται σ’ ολόκληρο τον κόσμο.

Ο άνθρωπος έδωσε πάντοτε στη σκέψη μια τέτοια φοβερή σημασία και σπουδαιότητα. Όσο πιο εξειδικευμένη, όσο πιο εκλεπτυσμένη είναι η σκέψη, τόσο αποκτά μεγαλύτερη σημασία. Ρωτάμε λοιπόν: μπορεί ποτέ η σκέψη να λύσει τα ανθρώπινα προβλήματά μας;

Υπάρχει το πρόβλημα της βίας, όχι μόνο στη φοιτητική εξέγερση στο Παρίσι, τη Ρώμη, το Λονδίνο και την Κολομβία, εδώ και στον υπόλοιπο κόσμο, αλλά κι αυτή η εξάπλωση του μίσους και της βίας, ο μαύρος ενάντια στον άσπρο, ο Χριστιάνος ενάντια στο Μουσουλμάνο. Υπάρχει η απίστευτη βαρβαρότητα και η τρομακτική βία που κουβαλούν οι ανθρώπινες καρδιές, παρ’ όλο που εξωτερικά έχουν διαπαιδαγωγηθεί, έχουν διαμορφωθεί έτσι ώστε να επαναλαμβάνουν προσευχές ειρήνης. Τα ανθρώπινα όντα είναι εκπληκτικά βίαια.

Αυτή η βία είναι αποτέλεσμα πολιτικών και φυλετικών διαιρέσεων και θρησκευτικών διακρίσεων. Αυτή τη βία, που είναι τόσο βαθιά ριζωμένη σε κάθε ανθρώπινο ον, μπορεί άραγε κανείς να την μετασχηματίσει πραγματικά, να την αλλάξει ολοκληρωτικά, έτσι ώστε να ζήσει ειρηνικά; Είναι ολοφάνερο ότι αυτή τη βία την κληρονόμησε ο άνθρωπος από το ζώο κι από την κοινωνία στην οποία ζει. Ο άνθρωπος παραδίνεται στον πόλεμο, ο άνθρωπος αποδέχεται τον πόλεμο σαν τρόπο ζωής. Ίσως να υπάρχουν μερικοί ειρηνιστές εδώ κι εκεί που κουβαλάνε αντιπολεμικά συνθήματα, αλλά υπάρχουν εκείνοι που αγαπούν τον πόλεμο κι έχουν και τους αγαπημένους τους πολέμους! Υπάρχουν εκείνοι που ίσως δεν επιδοκιμάζουν τον πόλεμο του Κόλπου αλλά θα πολεμούσαν για κάτι άλλο, θα έκαναν κάποιο άλλο είδος πολέμου. Ο άνθρωπος έχει στην πραγματικότητα αποδεχτεί τον πόλεμο, δηλαδή τη σύγκρουση, όχι μόνο μέσα του αλλά και έξω απ’ αυτόν, σαν έναν τρόπο ζωής.

Αυτό που είναι το ανθρώπινο ον συνολικά, τόσο στο συνειδητό όσο και στα βαθύτερα στρώματα της συνείδησής του, παράγει μια κοινωνία με την αντίστοιχη δομή- είναι ολοφάνερο. Και ξαναρωτάει κανείς: είναι δυνατόν ο άνθρωπος, που έχει αποκτήσει συνήθειες μέσα από την εκπαίδευση, μέσα από την αποδοχή του κοινωνικού κανόνα και της κοινωνικής κουλτούρας, είναι δυνατό να κάνει μια βαθιά ψυχολογική επανάσταση μέσα στον ίδιο του τον εαυτό- όχι απλώς μια εξωτερική επανάσταση.

Είναι δυνατό να επιφέρει κανείς άμεσα μια ψυχολογική επανάσταση; Όχι χρονικά, όχι βαθμιαία, γιατί δεν υπάρχει χρόνος- όταν το σπίτι καίγεται δεν συζητάτε να σβήσετε σιγά-σιγά τη φωτιά, δεν έχετε χρόνο, ο χρόνος είναι αυταπάτη. Τι λοιπόν θα κάνει τον άνθρωπο ν’ αλλάξει; Τι θα κάνει εσάς ή εμένα, σαν ανθρώπινα όντα, ν’ αλλάξουμε; Το κίνητρο, που είναι είτε η ανταμοιβή είτε η τιμωρία; Αυτό το έχουμε προσπαθήσει. Οι ψυχολογικές ανταμοιβές, η υπόσχεση του παραδείσου, η τιμωρία της κόλασης, έχουν δοθεί σε αφθονία κι απ’ ό,τι φαίνεται ο άνθρωπος δεν άλλαξε, εξακολουθεί να είναι ζηλόφθονος, άπληστος, βίαιος, προληπτικός, γεμάτος φόβο, κλπ. Το κίνητρο και μόνο, είτε δίνεται εξωτερικά είτε εσωτερικά, δε φέρνει καμιά ριζική αλλαγή. Η αναζήτηση- μέσα από ανάλυση- του λόγου που ο άνθρωπος είναι τόσο βίαιος. τόσο γεμάτος φόβο, τόσο πολύ κτητικός, ανταγωνιστικός, τόσο βίαια φιλόδοξος – πράγμα που είναι πολύ εύκολο- αυτή η αναζήτηση θα φέρει καμιά αλλαγή; Προφανώς όχι. Ούτε αυτή η ανακάλυψη του κινήτρου. Τότε τι θα φέρει την αλλαγή; Τι θα φέρει, όχι βαθμιαία αλλά άμεσα, την ψυχολογική επανάσταση; Αυτό μου φαίνεται, πως είναι το μοναδικό ζήτημα.

Το παράδοξο του σκοτεινού νυχτερινού ουρανού ή του Olbers

Γιατί ο ουρανός είναι σκοτεινός τη νύχτα; Κατ’ αρχάς το πρόβλημα φαίνεται τετριμμένο. Ο ουρανός τη νύχτα είναι σκοτεινός επειδή τα άστρα βρίσκονται σε τεράστιες αποστάσεις από εμάς, και έτσι φαίνονται αμυδρά. Το παράδοξο του Olbers περιγράφηκε από τον γερμανό αστρονόμο Heinrich Wilhelm Olbers το 1823, ενώ προηγουμένως είχε αναφερθεί από τον Johannes Kepler το 1610 και τους Halley και Cheseaux κατά τον 18ο αιώνα.
 
Ο Olbers ισχυρίστηκε ότι ένα άπειρο σύμπαν θα έπρεπε να περιέχει άπειρο πλήθος αστέρων σε όλα τα σημεία του ουρανού και αν το σύμπαν είχε άπειρη ηλικία τότε το γεγονός αυτό θα είχε δώσει στο αστρικό φως άπειρο χρόνο για να φτάσει σε μας. Συνεπώς, ο νυχτερινός ουρανός όφειλε να είναι πλημμυρισμένος από άπειρη ποσότητα φωτός από όλους αυτούς τους αστέρες.

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να εξηγήσουμε γιατί ο νυχτερινός ουρανός δεν είναι πολύ λαμπρός, αλλά η εξήγηση στο σημερινό πλαίσιο του Big Bang είναι η πιο πειστική.
 
Η ιδέα του Olbers είναι η εξής: Εάν το σύμπαν είναι άπειρο και γεμάτο αστέρια, τότε, ανεξάρτητα από το σημείο που βλέπουμε, θα υπάρχει εκεί πάνω κάποιο φωτεινό αστέρι, οπότε ο νυχτερινός ουρανός θα πρέπει να είναι φωτεινό αντί για σκοτάδι. Αλλά αυτό δεν συμβαίνει και η απάντηση μας λέει πραγματικά πολλά για το σύμπαν μας και τους περιορισμούς του.
 
Αν υποθέσουμε ότι το σύμπαν περιέχει έναν άπειρο αριθμό ομοιόμορφα κατανεμημένων άστρων που λάμπουν, τότε:
  1. Το συσσωρευμένο φως που λαμβάνεται από ένα σύνολο άστρων που βρίσκονται σε μια δεδομένη απόσταση, είναι ανεξάρτητη από αυτή την απόσταση.
  2. Κάθε οπτική ακτίνα (κάθε ευθεία γραμμή) που ξεκινάει από τον παρατηρητή, θα πρέπει να φτάνει τελικά στην επιφάνεια ενός άστρου.
  3. Κάθε σημείο στον ουρανό πρέπει να είναι τόσο φωτεινό όσο και η επιφάνεια ενός άστρου.
Το Κοσμικό Μικροκυματικό Υπόβαθρο (CMB) είναι ένα στιγμιότυπο του πρώιμου σύμπαντος, είναι το παλαιότερο φως που μπορούμε να δούμε και που ξεκίνησε 380.000 χρόνια μετά το Big Bang. Αυτό το φως έχει μετατοπιστεί βάσει του φαινομένου Doppler προς το τμήμα μικροκυμάτων του Η/Μ φάσματος, έξω από τη σφαίρα της παρατήρησης με γυμνό μάτι. Σε αυτήν την εικόνα, που δημιουργήθηκε  με δεδομένα από τον δορυφόρο Planck, τα διαφορετικά χρώματα αντιπροσωπεύουν μικροσκοπικές διακυμάνσεις της θερμοκρασίας.
 
Το κλειδί για αυτό το “πρόβλημα” είναι ότι το σύμπαν δεν είναι απείρως παλιό. Γνωρίζουμε ότι είναι μόνο 13,8 δισεκατομμυρίων ετών και έχει επεκταθεί προς όλες τις κατευθύνσεις για όλο αυτό το διάστημα. Τα αστέρια στο σύμπαν είχαν μόνο 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια για να γεννηθούν, να εξελιχθούν και να πεθάνουν, οπότε το σύμπαν δεν είναι γεμάτο με αστέρια σε κάθε θέση που μπορούμε να δούμε.
 
Επιπλέον, καθώς το σύμπαν διαστέλλεται, το φως που φτάνει προς εμάς από απομακρυσμένες πηγές υφίσταται μια διαδικασία που ονομάζεται μετατόπιση Doppler, η οποία αναγκάζει το φως του άστρου να μετατοπίζεται προς μεγαλύτερα μήκη κύματος. Αυτή η αύξηση του μήκους κύματος του φωτός, που σημαίνει και μείωση της ενέργειάς του, συμβάλλει στη μείωση της συνολικής φωτεινότητας που φτάνει στη γη.
 
Επίσης, ρόλο παίζει και η πεπερασμένη ταχύτητα του φωτός.  Όσο μεγαλύτερη είναι η απόσταση ενός άστρου από έναν παρατηρητή στη Γη, τόσο περισσότερο χρόνο θέλει το φως του άστρου για να φθάσει στον παρατηρητή. Κατά συνέπεια, όσο πιο μακριά εξετάζουμε το διάστημα, τόσο πιο πίσω στον χρόνο θα βλέπουμε. Και το αστρικό φως θα είχε φτάσει σε μας μόνο από κάποιο περιορισμένο όγκο του διαστήματος, επειδή το φως κινείται με 300.000 km/sec. Με λίγα λόγια, η πεπερασμένη ταχύτητα του φωτός έχει ως αποτέλεσμα το φως πολλών αστεριών να μην έχει φθάσει ακόμη σε μας. Δηλαδή μα έχουμε ένα νυχτερινό ουρανό, που είναι ακριβώς αυτό που βλέπουμε.
 
Αυτό το γεγονός είναι ένα βασικό συστατικό στην επικρατούσα εξήγηση του παραδόξου Olbers, αν και δεν μπορεί να εξηγήσει από μόνο του το παράδοξο, δεδομένου ότι η ταχύτητα του φωτός δεν έχει άμεση σύνδεση με την πυκνότητα της φωτεινής ενέργειας που λαμβάνουμε σε οποιοδήποτε σημείο του ουρανού. Χρειάζεται και την πεπερασμένη ηλικία του σύμπαντος και την διαστολή του χώρου.
 
Με δεδομένο μια αρκετά μεγάλη μετατόπιση προς το ερυθρό λόγω Doppler, το φως δεν είναι πλέον ορατό στο ανθρώπινο μάτι, βρίσκεται πια στην υπέρυθρη ζώνη – και στην πραγματικότητα, η παλαιότερη ακτινοβολία που μπορούμε να δούμε στο σύμπαν, το κοσμικό μικροκυματικό υπόβαθρο, έχει τεντωθεί κατά ένα συντελεστή περίπου κατά 1.000, έτσι ώστε η ακτινοβολία του να φαίνεται πολύ πιο ψυχρό και σε πολύ μεγαλύτερο μήκος κύματος από ό, τι όταν παρήχθη. Αυτή η ακτινοβολία, αν και είναι παντού τριγύρω μας, είναι αόρατη με γυμνό μάτι.
 
Μάλιστα υπολογισμοί δείχνουν ότι η μετατόπιση προς το ερυθρό καθώς και η ίδια η διαστολή, θα μπορούσαν να εξηγήσουν το σκοτάδι της νύχτας ακόμα κι αν ο Κόσμος είχε άπειρη ηλικία.
 
Μια εναλλακτική εξήγηση που προτείνεται μερικές φορές από τους μη επιστήμονες, αλλά και από τον ίδιο τον Heinrich Olbers, ήταν ότι οι μεγάλες ποσότητες σκόνης που υπάρχουν στο διάστημα θα απορροφούν το περισσότερο αστρικό φως, και γι’ αυτό το λόγο ο ουρανός μας φαίνεται σκοτεινός. Εντούτοις, αυτός ο συλλογισμός από μόνος του δεν θα επίλυε το παράδοξο. Γιατί αν και η ιδέα του Olbers ήταν ευφυής, μειονεκτούσε στα θεμέλια της: η σκόνη τελικά θα θερμανθεί και θα αρχίσει να επανακτινοβολεί με την ίδια ένταση που είχε και η ακτινοβολία την οποία απορρόφησε (ενδεχομένως σε διαφορετικά μήκη κύματος). Το φαινόμενο αυτό προκύπτει από τον 1ο και 2ο θερμοδυναμικό νόμο. Τελικά αυτή η απορρόφηση θα οδηγούσε πάλι σε μια έντονη ομοιόμορφη ακτινοβολία, τόσο φωτεινή όσο και από το σύνολο των ίδιων των άστρων. Κάτι που δεν παρατηρείται.
 
Τελικά, η φύση του ίδιου του σύμπαντος – η διαστολή του, η εξέλιξη του και η πεπερασμένη ηλικία του – είναι οι λόγοι που δεν βλέπουμε φως γύρω μας και ο νυχτερινός ουρανός φαίνεται σκοτεινός.

Έρασμος: Μωρίας Εγκώμιον

«Στη χώρα των τυφλών ο μονόφθαλμος βασιλεύει» -Έρασμος
 
Τον καιρό που ο Ολλανδός ιερέας, θεολόγος και λόγιος Έρασμος έγραψε το Μωρίας Εγκώμιον (1509), ο Αναγεννησιακός Ανθρωπισμός είχε μόλις αρχίσει να συγκρούεται με τον Σχολαστικισμό και πνευματικοί άνθρωποι έρχονταν σε αντιπαράθεση με κληρικούς. Ενώ οι σχολαστικοί της εποχής ακολουθούσαν τις διδαχές του Θωμά του Ακινάτη και του Αλβέρτου του Μέγα, ο Έρασμος επηρεάστηκε από τον κλασικό, μη χριστιανικό, Ελληνισμό και τον σατιρικό ρήτορα Λουκιανό για να βρει έμπνευση και, παραδόξως, να βοηθήσει τους Χριστιανούς να ζήσουν μια ενάρετη ζωή για να κερδίσουν την θέση τους στη βασιλεία του θεού.
 
Στόχος του με αυτό το κείμενο δεν είναι η επίθεση σε άτομα, αλλά σε γενικές φαυλότητες, και εξάλλου δεν θα έπρεπε, λέει, κάποιος να πάρει και πολύ στα σοβαρά το κείμενο, καθώς η προσπάθειά του αυτή είναι μια άσκηση στην ελαφρότητα, που δικαιούνται και οι λόγιοι όσο και όλοι οι υπόλοιποι.
 
Αυτό που έκανε εντύπωση στον Έρασμο είναι πως οι θρησκευόμενοι, ενώ ανέχονται τις μεγαλύτερες βλασφημίες προς την θρησκεία τους, ενοχλούνται και εγείρονται με το παραμικρό αστείο εις βάρος του Πάπα ή κάποιου τοπικού πρίγκιπα. Και μάλιστα την ίδια στιγμή που και οι ίδιοι συντηρούν και κάνουν πράξη την μωρία, εμμένοντας στους πιο ανόητους εκκλησιαστικούς και μοναστικούς κανόνες. Στην πραγματικότητα, οι κανόνες αυτοί τους απομακρύνουν από την αληθινή πίστη και το πραγματικό πνεύμα του Χριστιανισμού, που είναι η βοήθεια προς τους πιστούς και η κατεύθυνσή τους προς τη Σωτηρία. Οπότε αν κάποιος προσβληθεί, θα φταίει είτε η ενοχή του είτε η συνείδησή του.
 
Στο κείμενο τον λόγο τον παίρνει η ίδια η Μωρία, προσωποποιημένη, και ξεκινάει κυριολεκτικά πλέκοντας το εγκώμιό της. Η Μωρία του Έρασμου δεν είναι η ηλιθιότητα ή η α-νοησία˙ είναι η καλώς νοούμενη φαιδρότητα, η έλλειψη σοβαρότητας όταν η σοβαρότητα περισσεύει, είναι η χαρά της ζωής. Χωρίς αυτήν, οι άνθρωποι δεν θα παντρεύονταν και δεν θα κάνανε παιδιά και η μεγάλη ηλικία θα ήταν ανυπόφορη. «Κάλεσε έναν σοφό σε γιορτή και θα χαλάσει την παρέα, είτε με κακοδιάθετη σιωπή είτε με εκνευριστικές διαφωνίες». Οι γυναίκες οφείλουν στην Μωρία τα φτιασιδώματά τους, αλλά σε αυτά οφείλεται η προσοχή των (επίσης μωρών) ανδρών και ο έρωτας. Ούτε οι φιλίες θα άντεχαν χωρίς αυτήν, αφού ο καθένας μας πρέπει να πείθει τον εαυτό του ότι η μωρία των φίλων του (οι ιδιοσυγκρασίες και τα ελαττώματά τους) είναι ακριβώς η αρετή τους. Ακόμα και οι θεοί χαρακτηρίζονται από την Μωρία, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε σε κάθε εξιστόρηση των κατορθωμάτων τους. Η απόλυτη ειλικρίνεια και η αλήθεια μπορούν να γίνουν επικίνδυνες, άρα η κολακεία (χαρακτηριστικό της μωρίας) μπορεί να γίνει ακόμα και αρετή. Μια δόση αυταπάτης είναι υγιής και βοηθάει τους ανθρώπους να ξεχνούν τα ελαττώματά τους, και να κάνουν σπουδαία πράγματα με τη βοήθεια και τη συνεργασία άλλων. Άρα η μωρία προωθεί κάθε σπουδαίο πράγμα που κάνουν οι άνθρωποι.
 
Η Μωρία συνεχίζει τον λόγο της σε πιο αυστηρό τόνο, απευθυνόμενη τώρα σε κάθε είδους επαγγελματίες˙ γιατρούς, δικηγόρους, φιλοσόφους, επιχειρηματίες, ακόμα και σε πόλεις και έθνη, καταλογίζοντας στη συμπεριφορά τους έντονα στοιχεία μωρίας, που προσπαθούν να αποκρύψουν με σοβαροφάνεια. Ο Έρασμος αρχίζει εδώ να γίνεται ειρωνικός, καθώς αυτό που πριν λίγο αποθέωνε, τώρα το καταλογίζει σαν ψεγάδι, καλύπτοντάς το σαν πλεονέκτημα που μένει μόνο να φανερωθεί. Απευθύνεται εκτενέστερα στους θεολόγους, που της χρωστάνε περισσότερα από κάθε άλλη κλάση επαγγελματιών. Αναλώνονται σε ανόητα επιχειρήματα, διαστρεβλώνουν τα διδάγματα των Γραφών για να ταιριάζουν με τα δικά τους γούστα και πράξεις και ταυτόχρονα αγνοούν το αληθινό μήνυμα του Χριστού. Οι μοναχοί ξοδεύουν τη ζωή τους σε κανόνες, ο Πάπας και οι αρχιεπίσκοποι ζουν σε περιττά πλούτη και οι άρχοντες ξεχνάνε το καλό της χώρας και εντρυφούν στα καπρίτσια τους.
 
Τέλος, απευθύνεται στον «μωρό Χριστιανό». Προκαλεί κάθε αναγνώστη να πάει στην εκκλησία κατά τη διάρκεια ενός κηρύγματος και θα διαπιστώσει ότι αν λέγεται κάτι σοβαρό, το ακροατήριο είτε κοιμάται είτε χασμουριέται. Αν όμως ο ιερέας χρησιμοποιεί σαν παράδειγμα κάποια ευφάνταστη ιστοριούλα για να μεταδώσει το μήνυμά του, αμέσως τεντώνουν τ’ αυτιά τους και δίνουν προσοχή. Οι Γραφές οι ίδιες εξυψώνουν την άγνοια και την «απλότητα». Η μηλιά ως απαγορευμένο δέντρο της γνώσης, φράσεις από τον Εκκλησιαστή και τον Ιερεμία της Βίβλου όπως «ο αριθμός των ανόητων είναι άπειρος» και «Κάθε άντρας γίνεται ανόητος μέσα από την ίδια του την σοφία» αποδίδουν τη σοφία μόνο στον θεό, ενώ «κανένας άνθρωπος δεν δύναται να δοξαστεί με τη σοφία του θεού». Ο Χριστός συγχωρεί τους εκτελεστές του επειδή «δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν». Η παρομοίωση των πιστών με πρόβατα είναι επίσης καταδεικτική των αναγκαίων προσόντων του καλού Χριστιανού. ΔΕΣ: Ποιμένες και ποίμνιο - Η ηθική της αμαρτίας και των «δούλων»Ποίμνιο, ποιμένες και…«ιερά» ποιμνιοστάσια.
 
Ο λόγος της Μωρίας κλείνει υπενθυμίζοντας πως ό,τι ειπώθηκε δεν πρέπει να ληφθεί στα σοβαρά και πως ακόμα και η ίδια θα ξεχάσει αυτά που μόλις είπε.
 
Λέγεται ότι ο Έρασμος με το έργο του οδήγησε στην απόσχιση μέρους της Εκκλησίας και τη δημιουργία του Προτεσταντισμού, καθώς ο Λούθηρος ήταν κατά πολύ επηρεασμένος από αυτόν. Ο Έρασμος όμως δεν είχε θελήσει ποτέ η κριτική του να οδηγήσει σε τέτοιο δρόμο και ο ίδιος έμεινε πιστός στην Καθολική πίστη μέχρι το θάνατό του. Όχι πολύ αργότερα η Εκκλησία έβγαλε την πρώτη της λίστα με απαγορευμένα βιβλία όπου συμπεριέλαβε τον Έρασμο με το σύνολο του έργου του.
 
Κάπου η Μωρία χαμογελάει ειρωνικά.

Nietzsche: από τον σκλάβο στον υπεράνθρωπο

Φρίντριχ Νίτσε: 1844-1900

Ο υπεράνθρωπος: μέτρο όλων των πραγμάτων

 §1. Σκλάβος και υπεράνθρωπος νοούνται ως δυο άκρως αντίθετοι τύποι του ανθρώπου, έτσι όπως έχουν διαμορφωθεί και συνεχίζουν να διαμορφώνονται ιστορικά και κοινωνικά-πολιτικά-πολιτισμικά. Πρόκειται για μια αντίθεση, μπροστά στην οποία η αντίθεση των κοινωνικών τάξεων μοιάζει σαν όαση. Σύμφωνα με τον Νίτσε, σκλάβος ορίζεται εκείνος ο τύπος ανθρώπου, που ενεργεί και σκέφτεται ως μέλος ή μέρος μια ομάδας, μιας αγέλης, όπως λέει ο φιλόσοφος· ως τέτοιο μέρος παραδίδει την ατομικότητά του, το αυτεξούσιό του σε μια ξένη, εξωτερική αρχή ή πηγή, η οποία άγει και φέρει μια τέτοια ατομικότητα με βάση τις δικές της [=της αρχής δηλαδή] εντολές. Έτσι ο σκλάβος δεν είναι απλώς ο καταπιεσμένος οικονομικά κ.λπ., δηλαδή ο προλετάριος, αλλά και εκείνος ο αδύναμος/ανίκανος άνθρωπος που δομείται σε εξουσία και εξουσιάζει φαινομενικά τον οικονομικά, ας πούμε, αδύναμο, αλλά στην πράξη επιχειρεί, δια της εξουσίας, να αποδυναμώσει τον δυνατό/δυνατούς άνθρωπο/ανθρώπους. Από εδώ λοιπόν προκύπτει η αναγκαιότητα του υπερανθρώπου.

 §2. Ο υπεράνθρωπος δεν νοείται ως κάποιο υπερκόσμιο ον, ως ένας άλλος θεός έξωθεν ερχόμενος ή επιβαλλόμενος, αλλά ως μια συνεχής αυτο-υπέρβαση του ίδιου του ανθρώπου: το ιδανικό της ανθρώπινης ανάπτυξης, που έχει ρεαλιστική βάση στη ζωή, νοούμενη ως το ένστικτο του ανθρώπου για ανάπτυξη σε επίπεδο φυσιολογίας, πολιτισμού, πνεύματος· με δυο λόγια, για ανάπτυξη σώματος και ψυχής-πνεύματος συγχρόνως. Ως λέξη και εν μέρει ως νοητικό γύμνασμα, ο υπεράνθρωπος ηχεί σαν κάτι το γνωστό, το οικείο, και συγχρόνως ως κάτι το εξωτικό. Στην πραγματικότητα μια ολική ή μερική άγνοια, μια διαδεδομένη σύγχυση γύρω από τον νιτσεϊκό υπεράνθρωπο πλανιέται πάνω από τα κεφάλια μας. Όσο μέσα στην ιστορία των ιδεών διατηρείται αυτή η σύγχυση, ιδέες, όπως η ιδέα του υπεράνθρωπου, εύκολα παραποιούνται ή χρησιμοποιούνται παραποιημένα. Αξίζει εδώ να θυμηθούμε ότι οι θεωρητικοί του ναζισμού χρησιμοποίησαν αυτή την ιδέα του Νίτσε για δικούς τους φυλετικούς σκοπούς. Όταν μια φιλοσοφική ιδέα ή σύλληψη κλείνει μέσα της πλούτο, συνήθως γίνεται εύκολο θήραμα στις ορέξεις επίδοξων επιγόνων: στο όνομα της «αυθεντίας» που διεκδικεί ο κάθε νάνος, συμβαίνουν ομοβροντίες στρεβλώσεων και διαστρεβλώσεων σημαντικών φιλοσόφων.

§3. Αυτή είναι η μοίρα του Μεγάλου και του Σπουδαίου. Κάτι παρόμοιο συμβαίνει και με την πολιτική φιλοσοφία του Χέγκελ, όπως και με την πολιτική φιλοσοφία του Πλάτωνα, του Χάιντεγκερ κ.α. Τι επιδιώκει με τη θεωρία του υπεράνθρωπου ο Νίτσε; Επιδιώκει να απελευθερώσει τον άνθρωπο από τα δεσμά του υπερβατικού κόσμου. Μετά τον θάνατο του θεού, ο υπεράνθρωπος ευαγγελίζεται έναν άνθρωπο επί της γης που να έχει τη δύναμη να επιβάλει τη βούλησή του σε όλα τα πράγματα του κόσμου και να παράγει νέα νοήματα, να καθιδρύσει την κατάφαση της ζωής. Με τα ίδια τα λόγια του υπεράνθρωπου, δηλαδή του Νίτσε, «ο άνθρωπος πρέπει να ξεπεραστεί». Αλλά ποιος άνθρωπος; Γενικώς, ο σκλάβος. Πιο συγκεκριμένα, εκείνος που έχει χάσει τον ορίζοντά του, που δεν έχει επίγνωση ότι είναι ο δολοφόνος του θεού, και μάλιστα του δικού του θεού που φέρει ή οφείλει να φέρει μέσα του· δηλαδή του θεϊκής δυναμικής εαυτού. Αυτός ο άνθρωπος έχει εγκαταλείψει κάθε σκέψη, κάθε ερώτημα για την ύπαρξη και ως εκ τούτου συμφιλιώνεται με την καταπίεση της ζωής, με τη σύνθλιψή του: επενδύει τη «δημιουργική του ικανότητα» στο να χαλκεύει τα πιο ύπουλα δεσμά για τον εαυτό του και τους άλλους. Ποια είναι αυτά τα δεσμά; η ηθική που δημιουργούν όλοι οι κουρασμένοι του κόσμου τούτου, οι εξαθλιωμένοι, οι υποταγμένοι, οι σύγχρονοι σκλάβοι.

§4. Αυτοί εδώ έχουν χάσει την ατομικότητά τους, δεν την αναγνωρίζουν ως την πηγή όλων των αξιών και έτσι αρκούνται στο να υποτάσσονται με ευαρέσκεια στη δύναμη του ισχυρού, αλλά οντολογικά αδύναμου, και να είναι ευχαριστημένοι με οτιδήποτε τους συμβαίνει στη γη. Τι τους συμβαίνει; Να έχουν χάσει την αίσθηση του ευγενούς ανθρώπου και ως αντιστάθμισμα να αναζητούν ζωώδεις βεβαιότητες στην καθημερινή τους ζωή, αλλά και στην ύπαρξή τους ολόκληρη. Στο πλαίσιο αυτών των βεβαιοτήτων αποφεύγουν το κακό, όχι επειδή είναι κακό, αλλά επειδή φοβούνται να αποκηρύξουν την ηθική του σκλάβου και να ριψοκινδυνεύσουν την αποτίναξη αυτού που παράγει το κακό. Ποιος παράγει το κακό; «Το πνεύμα του βάρους», το πνεύμα όλων των θεωρημάτων και ιδεολογικών κατασκευών, που είχαν και έχουν ως έργο τους από τη μια πλευρά να παραπλανούν, να καταπιέζουν, να συνθλίβουν την ανθρώπινη ύπαρξη και από την άλλη να την παρηγορούν, προσφέροντας αφειδώς οίκτο και συμπόνια, εργατικότητα και πειθαρχία, συναίνεση και υποταγή. Με το να εισάγονται στη ζωή όλα τούτα τα χαρακτηριστικά, ρίχνουν τον άνθρωπο στα κάτεργα μιας βαθιάς άγνοιας και παράλληλα στον ωκεανό μιας αχαλίνωτης υπεροψίας. Το αποτέλεσμα είναι, ο ίδιος ο άνθρωπος να επιζητεί την εξουσία του δυνάστη του και δουλικά να μετατρέπει τον εαυτό του σε όχλο που αναπαράγει αυτή την εξουσία για λογαριασμό του δυνάστη του.

§5. Η ζωή του σκλάβου, όπως εκτέθηκε σε αδρές γραμμές πιο πάνω, είναι η καταστροφή της γης. Αντίθετα, η παρουσία του υπεράνθρωπου κυοφορεί το νόημα της γης. Τούτο σημαίνει πως ο υπεράνθρωπος δέχεται τον θάνατο του θεού και μαζί όλων εκείνων των ιερόσυλων πλασμάτων, που ομιλούν για επουράνιες προσδοκίες –μεταφορικά και κυριολεκτικά–, και στην πράξη περιφρονούν τη ζωή και όλους εκείνους τους εξαθλιωμένους, στο όνομα των οποίων διακηρύσσουν όλες αυτές τις «αξίες». Ο Υπεράνθρωπος αναδύεται από την ανάγκη να διερευνήσει το γίγνεσθαι του κόσμου και να μάθει τους ανθρώπους να γίνονται υπερ-άνθρωποι, να περιφρονούν την ευτυχία, με τη σημερινή γλώσσα την καταναλωτική ή μαζική ευτυχία, η οποία δεν είναι τίποτε άλλο από «δυστυχισμένη καλοπέραση». Εάν λοιπόν η κατάσταση του ανθρώπου είναι μια άβυσσος, συγχρόνως αποτελεί, για τον υπεράνθρωπο, και ένα πέρασμα. Προς ποια κατεύθυνση; Προς τον ισχυρό ανεμοστρόβιλο του ανθρώπου , που διαρκώς βρίσκει την αλήθεια του στο να προχωρεί πέρα και πάνω από τον αυτο-εξουθενωμένου του εαυτό.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1406b-1407a)

[IV] Ἔστιν δὲ καὶ ἡ εἰκὼν μεταφορά· διαφέρει γὰρ μικρόν· ὅταν μὲν γὰρ εἴπῃ τὸν Ἀχιλλέα «ὡς δὲ λέων ἐπόρουσεν», εἰκών ἐστιν, ὅταν δὲ «λέων ἐπόρουσε», μεταφορά· διὰ γὰρ τὸ ἄμφω ἀνδρείους εἶναι, προσηγόρευσεν μετενέγκας λέοντα τὸν Ἀχιλλέα. χρήσιμον δὲ ἡ εἰκὼν καὶ ἐν λόγῳ, ὀλιγάκις δέ· ποιητικὸν γάρ. οἰστέαι δὲ ὥσπερ αἱ μεταφοραί· μεταφοραὶ γάρ εἰσι, διαφέρουσαι τῷ εἰρημένῳ.

Εἰσὶν δ᾽ εἰκόνες οἷον ἣν Ἀνδροτίων εἰς Ἰδριέα, ὅτι ὅμοιος τοῖς ἐκ τῶν δεσμῶν κυνιδίοις· ἐκεῖνά τε γὰρ προσπίπτοντα δάκνειν, καὶ Ἰδριέα λυθέντα ἐκ τῶν δεσμῶν εἶναι χαλεπόν. καὶ ὡς Θεοδάμας εἴκαζεν Ἀρχίδαμον Εὐξένῳ γεωμετρεῖν οὐκ ἐπισταμένῳ ἐν τῷ ἀνάλογόν ‹ἐστιν›· ἔσται γὰρ καὶ ὁ Εὔξενος Ἀρχίδαμος γεωμετρικός. καὶ τὸ ἐν τῇ Πολιτείᾳ τῇ Πλάτωνος, ὅτι οἱ τοὺς τεθνεῶτας σκυλεύοντες ἐοίκασι τοῖς κυνιδίοις ἃ τοὺς λίθους δάκνει, τοῦ βάλλοντος οὐχ ἁπτόμενα, καὶ ἡ εἰς τὸν δῆμον, ὅτι ὅμοιος ναυκλήρῳ ἰσχυρῷ μὲν ὑποκώφῳ δέ, καὶ ἡ εἰς τὰ μέτρα τῶν ποιητῶν, ὅτι ἔοικε τοῖς

[1407a] ἄνευ κάλλους ὡραίοις· οἱ μὲν γὰρ ἀπανθήσαντες, τὰ δὲ διαλυθέντα οὐχ ὅμοια φαίνεται. καὶ ἡ Περικλέους εἰς Σαμίους, ἐοικέναι αὐτοὺς τοῖς παιδίοις ἃ τὸν ψωμὸν δέχεται μέν, κλαίοντα δέ, καὶ εἰς Βοιωτούς, ὅτι ὅμοιοι τοῖς πρίνοις· τούς τε γὰρ πρίνους ὑφ᾽ αὑτῶν κατακόπτεσθαι, καὶ τοὺς Βοιωτοὺς πρὸς ἀλλήλους μαχομένους. καὶ ὃ Δημοσθένης ‹εἰς› τὸν δῆμον, ὅτι ὅμοιός ἐστιν τοῖς ἐν τοῖς πλοίοις ναυτιῶσιν. καὶ ὡς Δημοκράτης εἴκασεν τοὺς ῥήτορας ταῖς τίτθαις αἳ τὸ ψώμισμα καταπίνουσαι τῷ σιάλῳ τὰ παιδία παραλείφουσιν. καὶ ὡς Ἀντισθένης Κηφισόδοτον τὸν λεπτὸν λιβανωτῷ εἴκασεν, ὅτι ἀπολλύμενος εὐφραίνει. πάσας δὲ ταύτας καὶ ὡς εἰκόνας καὶ ὡς μεταφορὰς ἔξεστι λέγειν, ὥστε ὅσαι ἂν εὐδοκιμῶσιν ὡς μεταφοραὶ λεχθεῖσαι, δῆλον ὅτι αὗται καὶ εἰκόνες ἔσονται, καὶ αἱ εἰκόνες μεταφοραὶ λόγου δεόμεναι. ἀεὶ δὲ δεῖ τὴν μεταφορὰν τὴν ἐκ τοῦ ἀνάλογον ἀνταποδιδόναι καὶ ἐπὶ θάτερα [καὶ ἐπὶ] τῶν ὁμογενῶν, οἷον εἰ ἡ φιάλη ἀσπὶς Διονύσου, καὶ τὴν ἀσπίδα ἁρμόττει λέγεσθαι φιάλην Ἄρεως.

Ὁ μὲν οὖν λόγος συντίθεται ἐκ τούτων.

***
[4] Και η παρομοίωση είναι, στην ουσία, μεταφορά: η διαφορά της από τη μεταφορά είναι μικρή. Να πει ο ποιητής για τον Αχιλλέα «όρμησε σαν λιοντάρι», είναι παρομοίωση· αν όμως πει γι᾽ αυτόν «λιοντάρι όρμησε», είναι μεταφορά: καθώς και οι δυο είναι αντρείοι, ο ποιητής —κάνοντας μεταφορά— ονόμασε τον Αχιλλέα λιοντάρι. Η παρομοίωση μπορεί να χρησιμοποιείται και στον πεζό λόγο, σπάνια όμως, επειδή έχει έναν χαρακτήρα ποιητικό. Τα στοιχεία για τον σχηματισμό τους πρέπει να αντλούνται από εκεί που αντλούνται και τα στοιχεία για τον σχηματισμό των μεταφορών· γιατί οι παρομοιώσεις είναι και αυτές μεταφορές: η διαφορά τους βρίσκεται μόνο σ᾽ αυτό που είπαμε.

Παρομοίωση είναι π.χ. αυτό που είπε ο Ανδροτίων για τον Ιδριέα, ότι είναι όμοιος με τα σκυλάκια που μόλις τα έλυσαν από την αλυσίδα τους: εκείνα ορμούν στους ανθρώπους και τους δαγκώνουν, παρόμοια όμως επικίνδυνος είναι και ο Ιδριέας από τη στιγμή που απολύθηκε από τη φυλακή. Έτσι και ο Θεοδάμας παρομοίασε τον Αρχίδαμο με κάποιον Εύξενο αδαή της γεωμετρίας κατ᾽ αναλογίαν· γιατί και ο Εύξενος θα είναι ένας Αρχίδαμος γνώστης της γεωμετρίας. Άλλο παράδειγμα είναι η φράση του Πλάτωνα στην Πολιτεία, ότι αυτοί που σκυλεύουν τους νεκρούς μοιάζουν με τα σκυλάκια που δαγκώνουν τις πέτρες, δεν αγγίζουν όμως αυτόν που τους τις πετάει· όπως και η άλλη του φράση για τον λαό, ότι μοιάζει με έναν γερό και δυνατό καπετάνιο πλοίου, που είναι όμως κάπως κουφός· η φράση του επίσης η σχετική με τους στίχους των ποιητών, ότι μοιάζουν με τους ανθρώπους

[1407a] που είναι στην ακμή της ηλικίας τους, δεν είναι όμως ωραίοι: όπως τα άτομα αυτά, όταν χάσουν τη δροσιά της νιότης τους, έτσι και οι στίχοι, όταν δεν υπάρχει πια το μέτρο τους, δεν μοιάζουν με αυτό που ήταν. Το ίδιο και η φράση του Περικλή για τους Σαμίους, ότι μοιάζουν με τα παιδάκια που δέχονται τη μπουκιά που τους δίνουν, όμως με κλάματα· όπως και η φράση του για τους Βοιωτούς, ότι μοιάζουν με τα πουρνάρια: όπως τα πουρνάρια ξεσκίζουν το ένα το άλλο, το ίδιο και οι Βοιωτοί με τους πολέμους που κάνουν μεταξύ τους. Αλλά και ο Δημοσθένης είπε για τον λαό ότι μοιάζει με αυτούς που στο πλοίο παθαίνουν ναυτία. Και ο Δημοκράτης, επίσης, παρομοίασε τους ρήτορες με τις παραμάνες που καταπίνουν οι ίδιες τη μπουκιά και αλείφουν τα χείλη των παιδιών με σάλιο. Έτσι και ο Αντισθένης παρομοίασε τον κοκαλιάρη Κηφισόδοτο με λιβάνι, που προκαλεί ευχαρίστηση στους άλλους καθώς αναλίσκεται το ίδιο. Όλες αυτές τις εκφράσεις μπορεί κανείς να τις πει και ως παρομοιώσεις και ως μεταφορές. Είναι επομένως φανερό ότι όλες οι εκφράσεις που χρησιμοποιήθηκαν ως μεταφορές και επιδοκιμάστηκαν μπορούν πολύ καλά να χρησιμοποιηθούν και ως παρομοιώσεις, καθώς και οι παρομοιώσεις ως μεταφορές που τους λείπουν κάποιες περιγραφικές λεπτομέρειες. Η μεταφορά, πάντως, που έχει σχηματισθεί κατ᾽ αναλογίαν πρέπει πάντοτε να κρατάει την αντιστοιχία των δύο όρων που ανήκουν στο ίδιο γένος. Παράδειγμα: αν η κούπα είναι η ασπίδα του Διονύσου, μπορεί εξίσου ταιριαστά να ονομασθεί και η ασπίδα κούπα του Άρη.

Από αυτά λοιπόν τα στοιχεία συντίθεται ο ρητορικός λόγος.

Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἑλένη (253-305)

ΧΟ. ἔχεις μὲν ἀλγείν᾽, οἶδα· σύμφορον δέ τοι
ὡς ῥᾶιστα τἀναγκαῖα τοῦ βίου φέρειν.
255 ΕΛ. φίλαι γυναῖκες, τίνι πότμωι συνεζύγην;
ἆρ᾽ ἡ τεκοῦσά μ᾽ ἔτεκεν ἀνθρώποις τέρας;
γυνὴ γὰρ οὔθ᾽ Ἑλληνὶς οὔτε βάρβαρος
τεῦχος νεοσσῶν λευκὸν ἐκλοχεύεται,
ἐν ὧι με Λήδαν φασὶν ἐκ Διὸς τεκεῖν.
260 τέρας γὰρ ὁ βίος καὶ τὰ πράγματ᾽ ἐστί μου,
τὰ μὲν δι᾽ Ἥραν, τὰ δὲ τὸ κάλλος αἴτιον.
εἴθ᾽ ἐξαλειφθεῖσ᾽ ὡς ἄγαλμ᾽ αὖθις πάλιν
αἴσχιον εἶδος ἔλαβον ἀντὶ τοῦ καλοῦ,
καὶ τὰς τύχας μὲν τὰς κακὰς ἃς νῦν ἔχω
265 Ἕλληνες ἐπελάθοντο, τὰς δὲ μὴ κακὰς
ἔσωιζον ὥσπερ τὰς κακὰς σώιζουσί μου.
ὅστις μὲν οὖν ἐς μίαν ἀποβλέπων τύχην
πρὸς θεῶν κακοῦται, βαρὺ μέν, οἰστέον δ᾽ ὅμως·
ἡμεῖς δὲ πολλαῖς συμφοραῖς ἐγκείμεθα.
270 πρῶτον μὲν οὐκ οὖσ᾽ ἄδικός εἰμι δυσκλεής·
καὶ τοῦτο μεῖζον τῆς ἀληθείας κακόν,
ὅστις τὰ μὴ προσόντα κέκτηται κακά.
ἔπειτα πατρίδος θεοί μ᾽ ἀφιδρύσαντο γῆς
ἐς βάρβαρ᾽ ἤθη, καὶ φίλων τητωμένη
275 δούλη καθέστηκ᾽ οὖσ᾽ ἐλευθέρων ἄπο·
τὰ βαρβάρων γὰρ δοῦλα πάντα πλὴν ἑνός.
ἄγκυρα δ᾽ ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη,
πόσιν ποθ᾽ ἥξειν καί μ᾽ ἀπαλλάξειν κακῶν,
ἐπεὶ τέθνηκεν οὗτος, οὐκέτ᾽ ἔστι δή.
280 μήτηρ δ᾽ ὄλωλε καὶ φονεὺς αὐτῆς ἐγώ,
ἀδίκως μέν, ἀλλὰ τἄδικον τοῦτ᾽ ἔστ᾽ ἐμόν.
ἣ δ᾽ ἀγλάισμα δωμάτων ἐμόν τ᾽ ἔφυ,
θυγάτηρ ἄνανδρος πολιὰ παρθενεύεται.
τὼ τοῦ Διὸς δὲ λεγομένω Διοσκόρω
285 οὐκ ἐστόν. ἀλλὰ πάντ᾽ ἔχουσα δυστυχῆ
τοῖς πράγμασιν τέθνηκα, τοῖς δ᾽ ἔργοισιν οὔ.
τὸ δ᾽ ἔσχατον τοῦτ᾽, εἰ μόλοιμεν ἐς πάτραν,
κλήιθροις ἂν εἰργοίμεσθα, τὴν ὑπ᾽ Ἰλίωι
δοκοῦντες Ἑλένην Μενέλεώ μ᾽ ἐλθεῖν μέτα.
290 εἰ μὲν γὰρ ἔζη πόσις, ἀνεγνώσθημεν ἄν,
εἰς ξύμβολ᾽ ἐλθόντες ἃ φανερὰ μόνοις ἂν ἦν.
νῦν δ᾽ οὔτε τοῦτ᾽ ἔστ᾽ οὔτε μὴ σωθῆι ποτε.
τί δῆτ᾽ ἔτι ζῶ; τίν᾽ ὑπολείπομαι τύχην;
γάμους ἑλομένη τῶν κακῶν ὑπαλλαγὰς
295 μετ᾽ ἀνδρὸς οἰκεῖν βαρβάρου, πρὸς πλουσίαν
τράπεζαν ἵζουσ᾽; ἀλλ᾽ ὅταν πόσις πικρὸς
ξυνῆι γυναικί, καὶ τὸ σῶμ᾽ ἐστὶν πικρόν.
θανεῖν κράτιστον· πῶς θάνοιμ᾽ ἂν οὖν καλῶς;
ἀσχήμονες μὲν ἀγχόναι μετάρσιοι,
300 κἀν τοῖσι δούλοις δυσπρεπὲς νομίζεται·
σφαγαὶ δ᾽ ἔχουσιν εὐγενές τι καὶ καλόν,
σμικρὸν δ᾽ ὁ καιρὸς †ἄρτ᾽† ἀπαλλάξαι βίου.
ἐς γὰρ τοσοῦτον ἤλθομεν βάθος κακῶν·
αἱ μὲν γὰρ ἄλλαι διὰ τὸ κάλλος εὐτυχεῖς
305 γυναῖκες, ἡμᾶς δ᾽ αὐτὸ τοῦτ᾽ ἀπώλεσεν.

***
ΧΟΡ. Ξέρω, σε ζώνουν συμφορές· μα πρέπει
με υπομονή τις πίκρες να βαστάζεις.
ΕΛΕ. Καλές μου, με ποιά δέθηκα εγώ μοίρα;
Με γέννησε η μητέρα μου σαν κάτι
παράξενο; Καμιά Ελληνίδα ή ξένη
ποτές αυγό πουλιού δεν έκανε όπως
εμένα η Λήδα από τον Δία, ως λένε.
260 Αλλόκοτη κι ολάκερη η ζωή μου·
δυο οι φταίχτες, η Ήρα και η ομορφιά μου.
Αχ! να σβηνόμουν πάλι σαν εικόνα
κι αντί για την ωραία θωριά μου ετούτη
μεγάλη ασκήμια να ᾽χα, να ξεχνούσαν
την τωρινή μου οι Έλληνες τη φήμη
κι ό,τι καλό δικό μου να κρατούσαν,
όπως θυμούνται τώρα το κακό. Όποιος
έχει μια συμφορά θεοσταλμένη,
το χτύπημα βαρύ, μα το υποφέρει·
όμως πολλά δεινά με ζώνουν. Δίχως
270 να φταίω με κακολογούν· ετούτο
χειρότερο είναι απ᾽ την αλήθεια, πράξεις
να σου φορτώνουν που δεν έχεις κάνει.
Μ᾽ έριξαν οι θεοί απ᾽ την πατρίδα
σε βάρβαρες συνήθειες, χωρίς φίλους,
κι ενώ ήμουν λεύτερη, έχω γίνει σκλάβα·
οι βάρβαροι όλοι δούλοι, εξόν ο αφέντης.
Κι η άγκυρα που μου βάσταε τις ελπίδες,
πως κάποια μέρα ο άντρας μου θα ᾽ρχόταν
να με λυτρώσει απ᾽ τα δεινά μου, πάει,
δεν είναι ζωντανός, το φως δεν βλέπει.
280 Χάθηκε η μάνα μου κι εγώ φονιάς της·
άδικα, μα βαραίνει εμέ το κρίμα·
η κόρη μου, καμάρι του σπιτιού μου,
κακογερνάει ανύπαντρη, παρθένα·
τα δυο μου αδέρφια, οι Διόσκουροι, πεθάναν.
Κι εγώ που συμφορές με ζώνουν τόσες,
ενώ είμαι ζωντανή, νεκρή λογιέμαι.
Και τελευταίο αυτό, στη Σπάρτη αν πάω,
δεν θα μ᾽ αφήσουν να διαβώ τις πύλες,
θαρρώντας πως εχάθηκ᾽ η Ελένη
της Τροίας με τον Μενέλαο. Τι εκείνος
290 αν ζούσε, θα με γνώριζε απ᾽ τα κρύφια
σημάδια, μονάχα γνωστά στους δυο μας.
Δεν γίνεται όμως τούτο, ουδέ θα γίνει.
Γιατί λοιπόν να ζω; Τί με προσμένει;
Για να γλιτώσω από τα βάσανά μου,
να παντρευτώ έναν βάρβαρο και πλούσια
ζωή μαζί του να περνώ; Η γυναίκα
σα θα δεχτεί έναν άντρα που δεν στέργει,
δεν έχει σέβας διόλου στον εαυτό της.
Πιο καλά θάνατος, μα να ᾽ναι ωραίος.
Το κρέμασμα ντροπή, κι οι δούλοι ακόμα
300 τέτοιο χαμό για αισχρό τον λογαριάζουν.
Έχει αρχοντιά κι ευγένεια το μαχαίρι
κι απ᾽ τη ζωή γοργά ξεφεύγεις. Έχω
τόσο βαθιά στη δυστυχία βουλιάξει·
σ᾽ άλλες γυναίκες η ομορφιά χαρίζει
χαρά, τον χαλασμό σε μένα μόνο.