Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2020

Πρακτικές συμβουλές για το ύφος και την τέχνη του λόγου

Ας προσθέσωμε λίγες γραμμές για την τέχνη του λόγου και για το ύφος, κι ας δώσωμε μερικές πρακτικές συμβουλές στον αρχάριο. Οι συμβουλές αυτές κατά πάσαν πιθανότητα θα φανούν, όπως όλες οι συμβoυλές τετριμμένες κι  ανιαρές άλλα παρ’ όλα αυτά θα τις ριψοκινδυνεύσωμε.

Και πρώτα πρώτα, η γλώσσα που χρησιμοποιούμε για να επικοινωνούμε με τους άλλους πρέπει να είναι απλή, φυσική κι ανεπιτήδευτη. Μόνον η ειλικρίνεια πείθει τον ακροατή ή τον αναγνώστη· ποτέ η επιτήδευση. Λέγοντας ειλικρίνεια εννοούμε ειλικρίνεια και προς τους άλλους και προς τον εαυτό μας. Το δεύτερο αυτό είναι κάποτε δυσκολότερο από το πρώτο. Και με την ειλικρίνεια προς τους άλλους δεν εννοούμε να λέμε κάθε τι που πιστεύομε, άλλα απλώς να πιστεύωμε κάθε τι που λέμε. Στο θέμα αυτό ένοχοι παραβάσεως είναι συνήθως οι νέοι. Αυτοί όταν γράφουν πρέπει να προσπαθήσουν να απαλλαγούν από την τάση προς το στόμφο και την προσποίηση και να προσέχουν ιδιαίτερα τήν αρχή, που είναι και το δυσκολότερο σημείο του λόγου.
 
 Ο Τσέχωφ, όταν οι μαθητές του του έδειχναν τις λογοτεχνικές τους προσπάθειες τους παρώτρυνε πάντοτε να σχίσουν την πρώτη σελίδα και να την ξαναγράψουν. Εκεί, τους βεβαίωνε, λέμε τις μεγαλύτερες ψευτιές.
 
Δεύτερον, ο λόγος πρέπει να είναι πάντοτε σύντομος και σαφής. Μόνον έτσι θα μας παρακολουθήσει ο άλλος πρόθυμα και με καλή διάθεση. Η συντομία όμως και η σαφήνεια απαιτούν πολύ περισσότερον κόπο και χρόνο από τη χαώδη απεραντολογία. Και τον κόπο αυτό είναι δίκαιο να τον υποστεί μόνον εκείνος που μιλά ή που γράφει, και όχι ο ακροατής ή ο αναγνώστης. Θα μπορούσε μάλιστα να χαρακτηρίσει κανείς ως έλλειψιν αβρότητας το να υποβάλλωμεν συστηματικά τους άλλους στον κόπο της αποκρυπτογραφήσεως χρησμών. Ανεξάρτητα απ’ αυτό θα ήταν ίσως και προς το συμφέρον μας τα λεγόμενα μας να είναι τόσον απλά και ευκολονόητα όσο το επιτρέπει φυσικά το θέμα μας ώστε ο άλλος να μην έχει ανάγκη να επιστράτευσει τη θέληση του για να μας καταλαβαίνει, αλλά να μας καταλαβαίνει θέλει δε θέλει.
 
Τρίτον, η γλώσσα και το ύφος πρέπει να ταιριάζουν στις περιστάσεις, όπως περίπου γίνεται και με τα ρούχα που φοράμε. Όπως δεν πάμε σε δεξίωση με τα καθημερινά μας, και όπως δεν κάνουμε κηπουρική με φράκο ή σμόκιν, έτσι πρέπει να χρησιμοποιούμε και την κατάλληλη γλώσσα κατά τις περιστάσεις και την τάξη των ατόμων στα όποια αποτεινόμαστε. Κάποτε σοβαρή και συγκρατημένη, άλλοτε εγκάρδια και διαχυτική και ούτω καθεξής.
 
Τέλος η γλώσσα, και προπαντός η γλώσσα του γραπτού λόγου, πρέπει να είναι μελετημένη, στρωτή και εύρυθμη, χωρίς κακοφωνίες ή χασμωδίες. Ας μη λησμονούμε ότι οι άνθρωποι δεν διαβάζουν μόνον με τα μάτια, αλλά και με τ’ αφτιά τους.
 
Όσον άφορα το λογοτεχνικό ύφος, δεν έχομε να πούμε πολλά, γιατί είναι κάτι που δε διδάσκεται, αλλά μαθαίνεται με την πείρα. Το ύφος είναι αυτή η ίδια η προσωπικότητα μας. Ο Buffon πριν από πολλά χρόνια είπε το γνωστό: «Le style est l’ homine meme». Με συνειδητή προσπάθεια δεν μπορεί κανείς ν’ απόκτηση καλό ύφος και να γίνει στυλίστας. Το καλύτερο που έχουν να κάμουν οι νέοι επί του προκειμένου είναι να μη κάμουν τίποτε. Αφού μελετήσουν καλά ό,τι αξιόλογο έχουν να πουν, να το διατυπώσουν με αβίαστη φυσικότητα και ειλικρίνεια και το ύφος, ας είναι βέβαιοι, θα έρθει μόνο του, αν είναι να ‘ρθει.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου