Κυριακή 16 Φεβρουαρίου 2020

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1379a-1380a)

Φανερὸν οὖν ἐκ τούτων ἤδη πῶς τε ἔχοντες ὀργίζονται αὐτοὶ καὶ τίσιν καὶ διὰ ποῖα. αὐτοὶ μὲν γάρ, ὅταν λυπῶνται· ἐφίεται γάρ τινος ὁ λυπούμενος· ἐάν τε οὖν κατ᾽ εὐθυωρίαν ὁτιοῦν ἀντικρούσῃ τις, οἷον τῷ διψῶντι πρὸς τὸ πιεῖν, ἐάν τε μή, ὁμοίως ταὐτὸ φαίνεται ποιεῖν· καὶ ἐάν τε ἀντιπράττῃ τις ἐάν τε μὴ συμπράττῃ ἐάν τε ἄλλο τι ἐνοχλῇ οὕτως ἔχοντα, πᾶσιν ὀργίζεται· διὸ κάμνοντες, πενόμενοι, ‹πολεμοῦντες,› ἐρῶντες, διψῶντες, ὅλως ἐπιθυμοῦντες καὶ μὴ κατορθοῦντες ὀργίλοι εἰσὶ καὶ εὐπαρόρμητοι, μάλιστα μὲν πρὸς τοὺς τοῦ παρόντος ὀλιγωροῦντας, οἷον κάμνων μὲν τοῖς πρὸς τὴν νόσον, πενόμενος δὲ τοῖς πρὸς τὴν πενίαν, πολεμῶν δὲ τοῖς πρὸς τὸν πόλεμον, ἐρῶν δὲ τοῖς πρὸς τὸν ἔρωτα, ὁμοίως δὲ καὶ τοῖς ἄλλοις ‹εἰ δὲ μή, κἂν ὁτιοῦν ἄλλο ὀλιγωρῇ τις›· προοδοποιεῖται γὰρ ἕκαστος πρὸς τὴν ἑκάστου ὀργὴν ὑπὸ τοῦ ὑπάρχοντος πάθους· ἔτι δ᾽ ἐὰν τἀναντία τύχῃ προσδεχόμενος· λυπεῖ γὰρ μᾶλλον τὸ πολὺ παρὰ δόξαν, ὥσπερ καὶ τέρπει τὸ πολὺ παρὰ δόξαν, ἐὰν γένηται ὃ βούλεται· διὸ καὶ ὧραι καὶ χρόνοι καὶ διαθέσεις καὶ ἡλικίαι ἐκ τούτων φανεραί, ποῖαι εὐκίνητοι πρὸς ὀργὴν καὶ ποῦ καὶ πότε, καὶ ὅτε μᾶλλον ἐν τούτοις εἰσί, μᾶλλον καὶ εὐκίνητοι.

Αὐτοὶ μὲν οὖν οὕτως ἔχοντες εὐκίνητοι πρὸς ὀργήν, ὀργίζονται δὲ τοῖς τε καταγελῶσι καὶ χλευάζουσιν καὶ σκώπτουσιν· ὑβρίζουσι γάρ. καὶ τοῖς τὰ τοιαῦτα βλάπτουσιν ὅσα ὕβρεως σημεῖα· ἀνάγκη δὲ τοιαῦτα εἶναι ἃ μήτε ἀντί τινος μήτ᾽ ὠφέλιμα τοῖς ποιοῦσιν· ἤδη γὰρ δοκεῖ δι᾽ ὕβριν. καὶ τοῖς κακῶς λέγουσι καὶ καταφρονοῦσι περὶ ὧν αὐτοὶ μάλιστα σπουδάζουσιν, οἷον οἱ ἐπὶ φιλοσοφίᾳ φιλοτιμούμενοι ἐάν τις εἰς τὴν φιλοσοφίαν, οἱ δ᾽ ἐπὶ τῇ ἰδέᾳ ἐάν τις εἰς τὴν ἰδέαν, ὁμοίως δὲ καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων· ταῦτα δὲ πολλῷ μᾶλλον, ἐὰν ὑποπτεύσωσι μὴ ὑπάρχειν αὑτοῖς, ἢ ὅλως ἢ μὴ ἰσχυρῶς, ἢ

[1379b] μὴ δοκεῖν· ἐπειδὰν γὰρ σφόδρα οἴωνται ὑπερέχειν ἐν τούτοις ἐν οἷς σκώπτονται, οὐ φροντίζουσιν. καὶ τοῖς φίλοις μᾶλλον ἢ τοῖς μὴ φίλοις· οἴονται γὰρ προσήκειν μᾶλλον πάσχειν εὖ ὑπ᾽ αὐτῶν ἢ μή. καὶ τοῖς εἰθισμένοις τιμᾶν ἢ φροντίζειν, ἐὰν πάλιν μὴ οὕτως ὁμιλῶσιν· καὶ γὰρ ὑπὸ τούτων οἴονται καταφρονεῖσθαι· ταὐτὰ γὰρ ἂν ποιεῖν. καὶ τοῖς μὴ ἀντιποιοῦσιν εὖ μηδὲ τὴν ἴσην ἀνταποδιδοῦσιν. καὶ τοῖς τἀναντία ποιοῦσιν αὐτοῖς, ἐὰν ἥττους ὦσιν. καταφρονεῖν γὰρ πάντες οἱ τοιοῦτοι φαίνονται, καὶ οἱ μὲν ὡς ἡττόνων οἱ δ᾽ ὡς παρὰ ἡττόνων. καὶ τοῖς ἐν μηδενὶ λόγῳ οὖσιν, ἄν τι ὀλιγωρῶσι, μᾶλλον· ὑπόκειται γὰρ ἡ ὀργὴ τῆς ὀλιγωρίας πρὸς τοὺς μὴ προσήκοντας, προσήκει δὲ τοῖς ἥττοσι μὴ ὀλιγωρεῖν· τοῖς δὲ φίλοις, ἐάν τε μὴ εὖ λέγωσιν ἢ ποιῶσιν, καὶ ἔτι μᾶλλον ἐὰν τἀναντία, καὶ ἐὰν μὴ αἰσθάνωνται δεομένων, ὥσπερ ὁ Ἀντιφῶντος Πλήξιππος τῷ Μελεάγρῳ· ὀλιγωρίας γὰρ τὸ μὴ αἰσθάνεσθαι σημεῖον· ὧν γὰρ φροντίζομεν οὐ λανθάνει. καὶ τοῖς ἐπιχαίρουσι ταῖς ἀτυχίαις καὶ ὅλως εὐθυμουμένοις ἐν ταῖς αὐτῶν ἀτυχίαις· ἢ γὰρ ἐχθροῦ ἢ ὀλιγωροῦντος σημεῖον. καὶ τοῖς μὴ φροντίζουσιν ἐὰν λυπήσωσιν· διὸ καὶ τοῖς κακὰ ἀγγέλλουσιν ὀργίζονται. καὶ τοῖς ἢ ἀκούουσι περὶ αὐτῶν ἢ θεωμένοις τὰ αὐτῶν φαῦλα· ὅμοιοι γάρ εἰσιν ἢ ὀλιγωροῦσιν ἢ ἐχθροῖς· οἱ γὰρ φίλοι συναλγοῦσιν, θεώμενοι δὲ τὰ οἰκεῖα φαῦλα πάντες ἀλγοῦσιν. ἔτι τοῖς ὀλιγωροῦσι πρὸς πέντε, πρὸς οὓς φιλοτιμοῦνται, [πρὸς] οὓς θαυμάζουσιν, ὑφ᾽ ὧν βούλονται θαυμάζεσθαι, ἢ οὓς αἰσχύνονται, ἢ ἐν τοῖς αἰσχυνομένοις αὐτούς· ἄν τις ἐν τούτοις ὀλιγωρῇ, ὀργίζονται μᾶλλον. καὶ τοῖς εἰς τὰ τοιαῦτα ὀλιγωροῦσιν ὑπὲρ ὧν αὐτοῖς αἰσχρὸν μὴ βοηθεῖν, οἷον γονεῖς, τέκνα, γυναῖκας, ἀρχομένους. καὶ τοῖς χάριν μὴ ἀποδιδοῦσιν· παρὰ τὸ προσῆκον γὰρ ἡ ὀλιγωρία. καὶ τοῖς εἰρωνευομένοις πρὸς σπουδάζοντας· καταφρονητικὸν γὰρ ἡ εἰρωνεία. καὶ τοῖς τῶν ἄλλων εὐποιητικοῖς, ἐὰν μὴ καὶ αὐτῶν· καὶ γὰρ τοῦτο καταφρονητικόν, τὸ μὴ ἀξιοῦν, ὧν πάντας, καὶ αὐτόν. ποιητικὸν δ᾽ ὀργῆς καὶ ἡ λήθη, οἷον καὶ ἡ τῶν ὀνομάτων, οὕτως οὖσα περὶ μικρόν· ὀλιγωρίας γὰρ δοκεῖ καὶ ἡ λήθη σημεῖον εἶναι· δι᾽ ἀμέλειαν μὲν γὰρ ἡ λήθη γίγνεται, ἡ δ᾽ ἀμέλεια ὀλιγωρία τίς ἐστιν.

[1380a] Οἷς μὲν οὖν ὀργίζονται καὶ ὡς ἔχοντες καὶ διὰ ποῖα, ἅμα εἴρηται· δῆλον δ᾽ ὅτι δέοι ἂν κατασκευάζειν τῷ λόγῳ τοιούτους οἷοι ὄντες ὀργίλως ἔχουσιν, καὶ τοὺς ἐναντίους τούτοις ἐνόχους ὄντας ἐφ᾽ οἷς ὀργίζονται, καὶ τοιούτους οἵοις ὀργίζονται.


***
Από όλα αυτά γίνεται πια φανερό ποιά είναι η γενικότερη κατάσταση των ανθρώπων που κατέχονται από οργή, με ποιούς οργίζονται και για τί είδους λόγους: Οι άνθρωποι οργίζονται όταν είναι στενοχωρημένοι· ο στενοχωρημένος άνθρωπος κάτι επιθυμεί· αν λοιπόν κάποιος του φέρει εμπόδιο στην επιθυμία του, όποια και αν είναι αυτή (αν, επί παραδείγματι, εμποδίσει τον διψασμένο να πιει νερό), είτε αυτό το κάνει άμεσα είτε το κάνει έμμεσα, ολοφάνερα κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα· και είτε ο άνθρωπος αυτός αντιδρά είτε, απλώς, δεν συμπράττει είτε τον ενοχλεί με κάποιον άλλο τρόπο ενώ ο ίδιος βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, όλα αυτά προκαλούν την οργή του. Ιδού γιατί οι άρρωστοι, οι φτωχοί, ‹αυτοί που πολεμούν›, οι ερωτευμένοι, οι διψασμένοι και γενικά όσοι έχουν μια επιθυμία και δεν καταφέρνουν να την ικανοποιήσουν, θυμώνουν και παραφέρονται εύκολα, κατά κύριο βέβαια λόγο εναντίον αυτών που δείχνουν αδιαφορία για την παρούσα κατάστασή τους· ο άρρωστος π.χ. οργίζεται εναντίον αυτών που αδιαφορούν για την αρρώστιά του, ο φτωχός εναντίον αυτών που δεν δίνουν σημασία στη φτώχεια του, αυτός που βρίσκεται στον πόλεμο εναντίον εκείνων που αδιαφορούν για τον πόλεμο αυτόν, ο ερωτευμένος εναντίον αυτών που δεν δίνουν σημασία στον έρωτά του κ.ο.κ. ‹και, πέρα από τις περιπτώσεις αυτές, εναντίον εκείνων που δείχνουν αδιαφορία για οποιαδήποτε άλλη επιθυμία τους›· γιατί ο καθένας, από το δυσάρεστο πράγμα που του συμβαίνει στη δεδομένη στιγμή, φέρεται προς το δικό του είδος οργής.

Οργίζεται επίσης κανείς αν τύχει να περιμένει πράγματα αντίθετα με αυτά που του συμβαίνουν· γιατί όσο πιο αντίθετο προς αυτό που αναμενόταν είναι ένα πράγμα, τόσο μεγαλύτερη στενοχώρια προκαλεί — ακριβώς όπως είναι ιδιαίτερα ευχάριστη η απροσδόκητη εκπλήρωση μιας επιθυμίας. Γίνεται έτσι από αυτά που είπαμε φανερό ποιές περιστάσεις και ποιές εποχές, ποιά ψυχική κατάσταση και ποιές ηλικίες ευνοούν την οργή, και πού, και πότε — και όσο πιο πολύ κανείς βρίσκεται κάτω από αυτές τις συνθήκες, τόσο πιο εύκολα θυμώνει. Αυτή είναι λοιπόν η γενικότερη κατάσταση των ανθρώπων που θυμώνουν εύκολα.


Οι άνθρωποι θυμώνουν με αυτούς που τους περιγελούν, που τους χλευάζουν ή τους σκώπτουν: όλα αυτά σημαίνουν προσβολή. Θυμώνουν επίσης με αυτούς που τους προξενούν βλάβες οι οποίες δείχνουν διάθεση προσβολής. Στην κατηγορία αυτή δεν μπορεί παρά να ανήκουν οι πράξεις που ούτε για αντίποινα γίνονται ούτε σε προσωπικό όφελος αυτού που τις πράττει αποβλέπουν· πραγματικά, τότε φαίνεται καθαρά πως οι πράξεις αυτές γίνονται μόνο από διάθεση προσβολής. Θυμώνουν επίσης με αυτούς που κακολογούν και περιφρονούν πράγματα που οι ίδιοι τα θεωρούν πολύ σημαντικά· οι άνθρωποι π.χ. που είναι περήφανοι για τη φιλοσοφία θυμώνουν με αυτούς που την κακολογούν και την περιφρονούν· ή αυτοί που δίνουν μεγάλη σημασία στην εξωτερική εμφάνιση θυμώνουν με αυτούς που εκφράζονται άσχημα γι᾽ αυτήν, κ.ο.κ.· θυμώνουν μάλιστα πολύ περισσότερο, όταν ή οι ίδιοι υποπτεύονται ότι δεν τις έχουν καθόλου τις ιδιότητες αυτές ή ότι τις έχουν αλλά σε μικρό βαθμό, ή όταν υποπτεύονται


[1379b] ότι οι άλλοι δεν πιστεύουν γι᾽ αυτούς ότι τις έχουν· γιατί όταν οι ίδιοι είναι βέβαιοι ότι έχουν μεγάλη υπεροχή σ᾽ αυτά που προκαλούν το σκώμμα των άλλων, δεν δίνουν καμιά σημασία σ᾽ αυτό το σκώμμα. Θυμώνουν επίσης πιο πολύ με τους φίλους τους παρά με αυτούς που δεν είναι φίλοι τους· ο λόγος είναι ότι πιστεύουν πως δικαιούνται να έχουν από αυτούς μάλλον καλό παρά το αντίθετο. Θυμώνουν επίσης με αυτούς από τους οποίους έχουν συνήθως τιμές και φροντίδες, αν κάποια στιγμή αυτοί πάψουν να τους φέρονται με αυτόν τον τρόπο· γιατί τότε πιστεύουν ότι εκείνοι τους αντιμετωπίζουν με περιφρόνηση· αλλιώς θα εξακολουθούσαν να κάνουν ό,τι έκαναν ως τότε. Επίσης με αυτούς που δεν τους ανταποδίδουν το καλό τους φέρσιμο, ή το ανταποδίδουν, όχι όμως σε ίσο βαθμό. Θυμώνουν επίσης με αυτούς που ενεργούν αντίθετα με ό,τι ενδιαφέρει τους ίδιους, αν αυτοί είναι κατώτεροί τους· γιατί όλοι αυτοί ολοφάνερα τους περιφρονούν: οι δεύτεροι ωσάν να τους έβλεπαν ως κατώτερους, οι πρώτοι ωσάν να δέχτηκαν ευεργεσία από κατώτερους. Θυμώνουν επίσης πολύ περισσότερο, όταν εντελώς ασήμαντοι άνθρωποι τους συμπεριφέρονται περιφρονητικά· ο λόγος είναι ότι σύμφωνα με όσα δεχτήκαμε η οργή έχει την αρχή της στην περιφρόνηση που δείχνουν άνθρωποι που δεν έχουν το δικαίωμα για μια τέτοια συμπεριφορά — και, φυσικά, δεν έχουν το δικαίωμα να δείχνουν περιφρονητική συμπεριφορά οι κατώτεροι. Με τους φίλους τους θυμώνουν οι άνθρωποι, όταν ούτε τα λόγια ούτε οι πράξεις τους έχουν μέσα τους κάτι καλό γι᾽ αυτούς· και, φυσικά, πολύ περισσότερο, αν έχουν μέσα τους κάτι κακό· επίσης, αν αυτοί δεν καταλαβαίνουν ότι οι ίδιοι χρειάζονται κάτι από αυτούς — τέτοιος δεν ήταν ο θυμός του Πλήξιππου με τον Μελέαγρο στην τραγωδία του Αντιφώντα; Πραγματικά, το να μην καταλαβαίνει κανείς τις ανάγκες του άλλου δείχνει περιφρόνηση: όταν νοιαζόμαστε για κάποιον, ποτέ οι ανάγκες του δεν μένουν έξω από την προσοχή μας. Θυμώνουν, επίσης, οι άνθρωποι με αυτούς στους οποίους οι δικές τους ατυχίες προκαλούν χαρά, και εν πάση περιπτώσει με αυτούς που μένουν χαρούμενοι και κεφάτοι μπροστά στις δικές τους ατυχίες: η τέτοια διαγωγή δείχνει έχθρα ή αδιαφορία. Θυμώνουν επίσης με όλους αυτούς που δεν δίνουν πεντάρα αν θα τους στενοχωρήσουν· αυτός είναι και ο λόγος που οι άνθρωποι οργίζονται με αυτούς που φέρνουν κακές ειδήσεις. Θυμώνουν επίσης με αυτούς που κάθονται και ακούν διηγήσεις για τα σφάλματά τους ή μένουν απαθείς θεατές μπροστά στα σφάλματά τους· γιατί όλοι αυτοί μοιάζουν με ανθρώπους αδιάφορους ή με εχθρούς, ενώ οι φίλοι συμμερίζονται τον πόνο των φίλων τους — και είναι κάτι που προκαλεί σε όλους πόνο να βλέπουν τα ίδια τα δικά τους σφάλματα. Θυμώνουν επίσης με αυτούς που τους δείχνουν την περιφρόνησή τους μπροστά σε πέντε ειδών ανθρώπους: μπροστά στους ανταγωνιστές τους, μπροστά σ᾽ αυτούς προς τους οποίους τρέφουν θαυμασμό, μπροστά σ᾽ αυτούς των οποίων θέλουν να έχουν τον θαυμασμό, μπροστά σ᾽ αυτούς προς τους οποίους τρέφουν σεβασμό, μπροστά σ᾽ αυτούς των οποίων έχουν τον σεβασμό· αν κάποιος τους περιφρονεί μπροστά σ᾽ αυτούς, οι άνθρωποι θυμώνουν περισσότερο. Θυμώνουν επίσης με αυτούς που περιφρονούν πρόσωπα που για τους ίδιους θα ήταν ντροπή να μην τα προστατεύουν, π.χ. γονείς, παιδιά, γυναίκες, υπηκόους. Επίσης με τους αγνώμονες· γιατί η περιφρόνηση έρχεται τότε σε αντίθεση με την οφειλή τους. Επίσης με αυτούς που συμπεριφέρονται ειρωνικά και περιπαικτικά όταν οι ίδιοι σοβαρολογούν· γιατί η ειρωνεία είναι ένα είδος περιφρόνησης. Θυμώνουν επίσης με αυτούς που κάνουν καλό στους άλλους, όχι όμως στους ίδιους· γιατί το να μη θεωρείς κάποιον άξιο των παροχών που προσφέρεις σε όλους τους άλλους είναι, και αυτό επίσης, κάτι που δείχνει περιφρόνηση. Θυμό όμως προκαλεί και η λήθη· έτσι, επί παραδείγματι, θυμώνει κανείς με αυτούς που ξεχνούν το όνομά του — έστω και αν πρόκειται για ένα τόσο ασήμαντο πράγμα· ο λόγος είναι ότι και η λήθη μοιάζει να δείχνει περιφρόνηση, αφού η λήθη έχει για αιτία της την αδιαφορία — η αδιαφορία δεν θεωρούμε ότι είναι ένα είδος περιφρόνησης;

[1380a] Πραγματευθήκαμε λοιπόν —όλα μαζί— τα θέματα: με ποιούς θυμώνουν οι άνθρωποι, ποιά είναι τότε η γενικότερη κατάστασή τους και για τί είδους λόγους θυμώνουν. Είναι έτσι τώρα φανερό ότι ο ρήτορας θα πρέπει με τον λόγο του να φέρνει τους ακροατές του στην κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι θυμωμένοι άνθρωποι, να παρουσιάζει τους αντιπάλους του να ευθύνονται για πράγματα που προκαλούν την οργή των ανθρώπων και, ακόμη, να τους παρουσιάζει με τα χαρακτηριστικά των ατόμων με τα οποία οι άνθρωποι οργίζονται.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου