Σάββατο 8 Φεβρουαρίου 2020

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ρητορική (1373b-1374a)

[1373b] [XIII] Τὰ δ᾽ ἀδικήματα πάντα καὶ τὰ δικαιώματα διέλωμεν ἀρξάμενοι πρῶτον ἐντεῦθεν. ὥρισται δὴ τὰ δίκαια καὶ τὰ ἄδικα πρός τε νόμους δύο καὶ πρὸς οὕς ἐστι διχῶς. λέγω δὲ νόμον τὸν μὲν ἴδιον, τὸν δὲ κοινόν, ἴδιον μὲν τὸν ἑκάστοις ὡρισμένον πρὸς αὑτούς, καὶ τοῦτον τὸν μὲν ἄγραφον, τὸν δὲ γεγραμμένον, κοινὸν δὲ τὸν κατὰ φύσιν. ἔστι γάρ τι ὃ μαντεύονται πάντες, φύσει κοινὸν δίκαιον καὶ ἄδικον, κἂν μηδεμία κοινωνία πρὸς ἀλλήλους ᾖ μηδὲ συνθήκη, οἷον καὶ ἡ Σοφοκλέους Ἀντιγόνη φαίνεται λέγουσα, ὅτι δίκαιον ἀπειρημένου θάψαι τὸν Πολυνείκη, ὡς φύσει ὂν τοῦτο δίκαιον·
οὐ γάρ τι νῦν γε κἀχθές, ἀλλ᾽ ἀεί ποτε
ζῇ τοῦτο, κοὐδεὶς οἶδεν ἐξ ὅτου φάνη·

καὶ ὡς Ἐμπεδοκλῆς λέγει περὶ τοῦ μὴ κτείνειν τὸ ἔμψυχον· τοῦτο γὰρ οὐ τισὶ μὲν δίκαιον τισὶ δ᾽ οὐ δίκαιον,
ἀλλὰ τὸ μὲν πάντων νόμιμον διά τ᾽ εὐρυμέδοντος
αἰθέρος ἠνεκέως τέταται διά τ᾽ ἀπλέτου αὐγῆς·

καὶ ὡς ἐν τῷ Μεσσηνιακῷ λέγει Ἀλκιδάμας.

Πρὸς οὓς δέ, διώρισται δίχα· ὥρισται γὰρ πρὸς τὸ κοινὸν ἢ πρὸς ἕνα τῶν κοινωνούντων ἃ δεῖ πράττειν καὶ μὴ πράττειν· διὸ καὶ τἀδικήματα καὶ τὰ δικαιώματα διχῶς ἔστιν ἀδικεῖν καὶ δικαιοπραγεῖν· ἢ γὰρ πρὸς ἕνα καὶ ὡρισμένον ἢ πρὸς τὸ κοινόν· ὁ γὰρ μοιχεύων καὶ τύπτων ἀδικεῖ τινα τῶν ὡρισμένων, ὁ δὲ μὴ στρατευόμενος τὸ κοινόν.

Ἁπάντων δὴ τῶν ἀδικημάτων διῃρημένων, καὶ τῶν μὲν ὄντων πρὸς τὸ κοινὸν τῶν δὲ πρὸς ἄλλον ἢ πρὸς ἄλλους, ἀναλαβόντες τί ἐστιν τὸ ἀδικεῖσθαι λέγωμεν. ἔστι δὴ τὸ ἀδικεῖσθαι τὸ ὑπὸ ἑκόντος τὰ ἄδικα πάσχειν· τὸ γὰρ ἀδικεῖν ὥρισται πρότερον ἑκούσιον εἶναι. ἐπεὶ δ᾽ ἀνάγκη τὸν ἀδικούμενον βλάπτεσθαι καὶ ἑκουσίως βλάπτεσθαι, αἱ μὲν βλάβαι ἐκ τῶν πρότερον φανεραί εἰσιν· τὰ γὰρ ἀγαθὰ καὶ τὰ κακὰ εἴρηται καθ᾽ αὑτὰ πρότερον καὶ τὰ ἑκούσια, ὅτι ἔστιν ὅσα εἰδότες, ὥστ᾽ ἀνάγκη πάντα τὰ ἐγκλήματα ἢ πρὸς τὸ κοινὸν ἢ πρὸς τὸ ἴδιον εἶναι, καὶ ἢ ἀγνοοῦντος καὶ ἄκοντος ἢ ἑκόντος καὶ εἰδότος, καὶ τούτων τὰ μὲν προελομένου τὰ δὲ διὰ πάθος. περὶ μὲν οὖν θυμοῦ ῥηθήσεται ἐν τοῖς περὶ τὰ πάθη, ποῖα δὲ προαιροῦνται καὶ πῶς ἔχοντες εἴρηται πρότερον.

Ἐπεὶ δ᾽ ὁμολογοῦντες πολλάκις

[1374a] πεπραχέναι ἢ τὸ ἐπίγραμμα οὐχ ὁμολογοῦσιν ἢ περὶ ὃ τὸ ἐπίγραμμα, οἷον λαβεῖν μὲν ἀλλ᾽ οὐ κλέψαι, καὶ πατάξαι πρότερον ἀλλ᾽ οὐχ ὑβρίσαι, καὶ συγγενέσθαι ἀλλ᾽ οὐ μοιχεῦσαι, ἢ κλέψαι μὲν ἀλλ᾽ οὐχ ἱεροσυλῆσαι (οὐ γὰρ θεοῦ τι), ἢ ἐπεργάσασθαι μὲν ἀλλ᾽ οὐ δημοσίαν, ἢ διειλέχθαι μὲν τοῖς πολεμίοις ἀλλ᾽ οὐ προδοῦναι, διὰ ταῦτα δέοι ἂν καὶ περὶ τούτων διωρίσθαι, τί κλοπή, τί ὕβρις, τί μοιχεία, ὅπως ἐάν τε ὑπάρχειν ἐάν τε μὴ ὑπάρχειν βουλώμεθα δεικνύναι ἔχωμεν ἐμφανίζειν τὸ δίκαιον. ἔστι δὲ πάντα τὰ τοιαῦτα περὶ τοῦ ἄδικον εἶναι καὶ φαῦλον ἢ μὴ ἄδικον ἡ ἀμφισβήτησις· ἐν γὰρ τῇ προαιρέσει ἡ μοχθηρία καὶ τὸ ἀδικεῖν, τὰ δὲ τοιαῦτα τῶν ὀνομάτων προσσημαίνει τὴν προαίρεσιν, οἷον ὕβρις καὶ κλοπή· οὐ γὰρ εἰ ἐπάταξεν πάντως ὕβρισεν, ἀλλ᾽ εἰ ἕνεκά του, οἷον τοῦ ἀτιμάσαι ἐκεῖνον ἢ αὐτὸς ἡσθῆναι. οὐδὲ πάντως, εἰ λάθρᾳ ἔλαβεν, ἔκλεψεν, ἀλλ᾽ εἰ ἐπὶ βλάβῃ ‹τούτου ἀφ᾽ οὗ ἔλαβε› καὶ σφετερισμῷ ἑαυτοῦ. ὁμοίως δὲ καὶ περὶ τῶν ἄλλων ἔχει ὥσπερ καὶ περὶ τούτων.

***
[1373b] [13] Ας κάνουμε τώρα την ταξινόμηση όλων των άδικων και των δίκαιων πράξεων αρχίζοντας από το ακόλουθο σημείο. Έχουμε ήδη ορίσει τα δίκαια και τα άδικα α) ενσχέσει με δύο ειδών νόμους, β) ενσχέσει με τα πρόσωπα — με διπλό μάλιστα νόημα. Με τον νόμο εννοώ αφενός τον μερικό και αφετέρου τον γενικό. «Μερικό» ονομάζω αυτόν που έχει θεσπίσει ο κάθε λαός για τον ίδιο του τον εαυτό — αυτός, πάλι, είναι ή άγραφος ή γραπτός. Λέγοντας «γενικό νόμο» εννοώ αυτόν που βασίζεται στη φύση. Γιατί υπάρχει εκ φύσεως ένα κοινό αίσθημα δικαίου και αδίκου, που το νιώθουν, κατά κάποιον τρόπο, όλοι οι άνθρωποι, ακόμη κι αν δεν υπάρχει καμιά επικοινωνία ή συμφωνία μεταξύ τους — κάτι σαν αυτό που ολοφάνερα εννοεί η Αντιγόνη του Σοφοκλή, όταν λέει ότι, μόλο που είναι απαγορευμένο, είναι δίκαιο να θάψει τον Πολυνείκη, γιατί αυτό είναι δίκαιο εκ φύσεως:

 γιατί όχι σήμερα και χτες, μα αιώνια
ζουν αυτοί, και κανείς δεν το γνωρίζει
από πότε φανήκανε.

Το ίδιο λέει και ο Εμπεδοκλής μιλώντας για το ότι δεν πρέπει να σκοτώνουμε έμψυχα όντα, γιατί αυτό δεν είναι δίκαιο για κάποιους και άδικο για κάποιους άλλους,

 αλλ᾽ είναι νόμος για όλους, που απλώνεται χωρίς σταματημό
στον παντοδύναμο αιθέρα και στο απέραντο το φως.

Το ίδιο λέει και ο Αλκιδάμαντας στον Μεσσηνιακό του λόγο.

Ενσχέσει με τα πρόσωπα, έχουμε μια διπλή, πάλι, διαίρεση· το τί, πράγματι, πρέπει να κάνουν οι άνθρωποι και τί δεν πρέπει, έχει ορισθεί ενσχέσει με το σύνολο της κοινωνικής ομάδας ή ενσχέσει προς το καθένα άτομο-μέλος της· γι᾽ αυτό και οι άδικες και δίκαιες πράξεις μπορούν να γίνονται προς δύο κατευθύνσεις: ή ενσχέσει με ένα συγκεκριμένο άτομο ή ενσχέσει με ολόκληρη την κοινωνική ομάδα: αυτός που μοιχεύει ή δέρνει διαπράττει αδίκημα σε βάρος κάποιου συγκεκριμένου προσώπου, ενώ αυτός που αποφεύγει να υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία διαπράττει αδίκημα σε βάρος της κοινωνικής ομάδας.

Αφού λοιπόν με τις διακρίσεις που κάναμε ταξινομήσαμε όλα τα είδη των άδικων πράξεων, άλλες από τις οποίες έχουν να κάνουν με το σύνολο της κοινωνικής ομάδας και άλλες με κάποιο ή κάποια άτομα-μέλη της, ας επανέλθουμε στο θέμα μας και ας πούμε τι θα πει «αδικούμαι». «Αδικούμαι» θα πει «υφίσταμαι άδικες πράξεις» από κάποιο άτομο που ενεργεί έτσι με τη θέλησή του ορίσαμε ήδη πρωτύτερα την αδικία ως εκούσια πράξη. Δεδομένου ότι «αδικούμαι» δεν μπορεί παρά να σημαίνει «υφίσταμαι βλάβη», και μάλιστα «παρά τη θέλησή μου», σε τί συνίστανται οι βλάβες γίνεται φανερό από αυτά που είπαμε πρωτύτερα· μιλήσαμε, πράγματι, πρωτύτερα για τα πράγματα που είναι καλά και γι᾽ αυτά που είναι κακά καθεαυτά· είπαμε επίσης ότι εκούσιες είναι οι πράξεις που γίνονται εν γνώσει. Επομένως όλες οι προσφυγές στα δικαστήρια δεν μπορεί παρά να γίνονται για άδικες πράξεις είτε σε βάρος της κοινωνικής ομάδας είτε σε βάρος ατόμου, με τον δράστη να ενεργεί είτε εν αγνοία και χωρίς τη θέλησή του είτε με τη θέλησή του και εν γνώσει του — στην τελευταία περίπτωση είτε ύστερα από επιλογή και προτίμηση είτε κάτω από την επίδραση πάθους. Για τον θυμό θα κάνουμε λόγο όταν θα πραγματευθούμε τα πάθη· όσο για το τί επιλέγουν και προτιμούν οι άνθρωποι και κάτω από την επίδραση ποιάς ψυχικής κατάστασης, κάναμε ήδη σχετικό λόγο παραπάνω.

Δεδομένου ότι πολλές φορές οι άνθρωποι, μολονότι παραδέχονται

[1374a] την πράξη τους, δεν συμφωνούν με τον χαρακτηρισμό που της δίνεται ή με την εγκληματική ενέργεια στην οποία αποδίδεται αυτός ο χαρακτηρισμός (π.χ. παραδέχονται ότι «πήραν» κάτι, όχι όμως ότι το «έκλεψαν»· ότι χτύπησαν πρώτοι, όχι όμως ότι πρόσβαλαν· ότι «είχαν σχέση με κάποια γυναίκα», όχι όμως ότι «διέπραξαν μοιχεία»· ότι «έκλεψαν», όχι όμως ότι «έκαναν ιεροσυλία», αφού δεν έκλεψαν κάτι που ανήκε σε θεό· ότι καταπάτησαν ξένη γη, όχι όμως δημόσια γη· ότι «συνομίλησαν» με τους εχθρούς, όχι όμως ότι «πρόδωσαν»), γι᾽ αυτό είναι, νομίζω, ανάγκη να δώσουμε και αυτούς τους ορισμούς: τί είναι κλοπή, τί είναι προσωπική προσβολή, τί είναι μοιχεία, ώστε να μπορούμε, είτε θέλουμε να δείξουμε ότι υπάρχει το αδίκημα είτε ότι δεν υπάρχει, να κάνουμε σαφές τί είναι δίκαιο στη συγκεκριμένη περίπτωση. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις το ερώτημα που τίθεται και προκαλεί συζητήσεις είναι τούτο: Είναι το συγκεκριμένο άτομο άδικο και τιποτένιο ή δεν είναι άδικο; Στην πραγματικότητα, αυτό που κάνει μια πράξη κακή και άδικη είναι η προαίρεση, και όλες οι λέξεις του τύπου «προσωπική προσβολή» και «κλεψιά» δηλώνουν προαίρεση· γιατί αν κάποιος χτύπησε κάποιον, αυτό δεν θα πει σε όλες τις περιπτώσεις πως τον πρόσβαλε, παρά μόνο αν αυτό το έκανε για έναν συγκεκριμένο λόγο, π.χ. για να εξευτελίσει εκείνον ή για να ευχαριστηθεί ο ίδιος. Επίσης, αν πήρε κανείς κάτι κρυφά, δεν θα πει ότι οπωσδήποτε έκλεψε, παρά μόνο αν το έκανε για να βλάψει αυτόν από τον οποίο το πήρε και για να το σφετερισθεί ο ίδιος. Ό,τι συμβαίνει στις περιπτώσεις αυτές, το ίδιο συμβαίνει και σε όλες τις άλλες.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου