Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΣΕΙΡΗΝΕΣ

ΣΕΙΡΗΝΕΣ
(πτηνά, πέτρες)
 
Οι Σειρήνες κατέληξαν γυναικείες μειξογενείς οντότητες με κεφάλι και μισό σώμα γυναίκας και μισό σώμα αρπακτικού πουλιού. Συχνά όμως, και κυρίως στην ετρουσκική τέχνη, εμφανίζονται με ανθρώπινα χαρακτηριστικά και όχι πτηνόμορφες, και πεθαίνοντας μεταμορφώνονται σε πέτρες.
 
Στα γενεαλογικά δέντρα που συνοδεύουν τη ζωή τους πατέρας τους εμφανίζεται τις περισσότερες φορές ο ποταμός Αχελώος ή ο θαλάσσιος θεός Φόρκης. Ο Λιβάνιος αναφέρει ότι γεννήθηκαν από το αίμα του Αχελώου, όταν τον πλήγωσε ο Ηρακλής. Μητέρα τους είναι η Μούσα Μελπομένη ή η Στερόπη, κόρη του Παρθάονα και της Ευρύτης, ή η Μούσα Τερψιχόρη.
 
Στην Οδύσσεια, Στην Οδύσσεια, όπου αναφέρονται για πρώτη φορά, αλλά δεν περιγράφονται, είναι δύο, όπως προκύπτει από τον δυικό αριθμό Σειρήνοιιν (μ 52, 167)· το ίδιο και στα Αργοναυτικά του Ορφέως.
 
Στον Ησίοδο και τον Απολλόδωρο είναι τρεις (η μία έπαιζε αυλό, η άλλη λύρα, η τρίτη τραγουδούσε), κατά άλλους τέσσερις, στον Πλάτωνα οκτώ (Πολιτεία 617 c). Τα ονόματα που παραδίδονται είναι: Αγλαόπη και Θελξιέπεια ή Παρθενόπη, Λευκωσία, Λιγεία ή Αγλαόφωνος, Μόλπη, Θελξινόη ή Θελξιόπη και Πεισινόη, Τελής, Ραιδνή (τα δύο τελευταία αμφίβολα). Τα ονόματα αυτά τις περιγράφουν στην εξωτερική εμφάνιση και στον λόγο, τον προφορικό του τραγουδιού ή του νου. Και ανάλογα με τον αριθμό τους οι μυθογράφοι καταγράφουν επακριβώς τη θέση τους στην τριφωνία και την τετραφωνία.
 
Στην Οδύσσεια, όταν η Κίρκη δίνει οδηγίες στον Οδυσσέα ποιο δρόμο να πάρει φεύγοντας από το νησί της, ώστε να προφυλαχτεί και να προφυλάξει τους συντρόφους του από τους κινδύνους της θάλασσας, αναφέρεται και στις Σειρήνες, στα δεινά που προκαλούν στους ναυτικούς με το τραγούδι τους και στο πώς εκείνοι θα μπορέσουν να γλυτώσουν:
 
Πρώτα στο δρόμο που θα πας θα φτάσεις στις Σειρήνες,
που όλους μαγεύουν τους θνητούς, όσοι κοντά τους φτάσουν.
Όποιος ζυγώσει ανύποπτα κι ακούσει τη λαλιά τους,
αυτόν πια δε θα τον χαρούν το τρυφερό του ταίρι
και τα μικρά του τα παιδιά, στο σπίτι να γυρίσει,
μόν' οι Σειρήνες με γλυκά τραγούδια τον μαγεύουν,
σ' ένα λιβάδι καθιστές κι ένας μεγάλος γύρω
είναι από κόκαλα σωρός ανθρώπων που σαπίζουν
και το πετσί τους χάνεται. Μόν' πέρνα από κοντά τους
και πιάσε των συντρόφων σου τ' αυτιά να φράξεις όλων
μ' απαλομάλαχτο κερί, κανείς να μην ακούσει.
Κι αν θέλεις μόνος άκου τες. Μα στο κατάρτι πρώτα
ολόρθον χεροπόδαρα οι ναύτες να σε δέσουν,
κι ας σφίξουν των παλαμαριών τις άκρες από πάνω,
χαρούμενα το λάλημα ν' ακούσεις, των Σειρήνων.
Κι αν σκούζεις στους συντρόφους σου και θέλεις να σε λύσουν,
ακόμα τότε πιο γερά να σφίγγουν τα δεσμά σου.
(Όμ, Οδ. μ 39-55 και μ 158-200*)
  
Οι μόνοι που είχαν διασωθεί πριν από τον Οδυσσέα ήταν οι Αργοναύτες** χάρη στη μουσική και το τραγούδι του μεγάλου μουσικού Ορφέα, από τη μια με την αντίθετη στο τραγούδι των Σειρήνων μελωδία του και από την άλλη επειδή ήταν μυημένος στα μυστήρια της Σαμοθράκης***. Μόνον ο Αργοναύτης Βούτης έπεσε στη θάλασσα και κολύμπησε προς αυτές, τον άρπαξε όμως η Αφροδίτη και τον εγκατέστησε στο Λιλύβαιο, τη σημερινή Μαρσάλα στη δυτική ακτή της Σικελίας. Μετά τη διάσωση των Αργοναυτών, οι Σειρήνες, που στα Ορφικά Αργοναυτικά περιγράφονται με εξ ολοκλήρου ανθρώπινα χαρακτηριστικά (κοῦραι), έπεσαν στη θάλασσα και μεταμορφώθηκαν σε βράχους. Σύμφωνα με τον Απολλόδωρο και τον Υγίνο η μοίρα των Σειρήνων ήταν να πεθάνουν, όταν ένα πλοίο θα γλίτωνε από αυτές, κατόρθωμα που αποδίδεται άλλοτε στον Οδυσσέα και άλλοτε στον Ορφέα. Κατά άλλους οι Σειρήνες πέθαναν επειδή ηττήθηκαν σε μουσικό αγώνα με τον γιο της Μούσας Καλλιόπης, τον Λίνο.
 
Ήδη από την αρχαιότητα οι μυθογράφοι προσπάθησαν να εξηγήσουν τη διττή φύση**** των Σειρήνων. Σύμφωνα με τον Οβίδιο ήταν κοπέλες, συνοδοί της Περσεφόνης. Όταν την απήγαγε ο Άδης, ζήτησαν από τους θεούς να τις δώσουν φτερά, για να αναζητήσουν την κόρη σε στεριά και θάλασσα. Κατά άλλους, η μερική μεταμόρφωσή τους οφείλεται στην οργή της Δήμητρας, γιατί δεν βοήθησαν την κόρη της τη στιγμή της αρπαγής.
 
Άλλη αιτία της μεταμόρφωσής τους θεωρείται η οργή της Αφροδίτης, γιατί οι κόρες δεν τιμούσαν τις χαρές του έρωτα· και η θεά τους πήρε την ομορφιά.
 
Αλλά και μετά τη μεταμόρφωσή τους σε μειξογενή όντα ταλαιπωρήθηκαν. Σύμφωνα με μια βοιωτική παράδοση, η Ήρα έβαλε τις Σειρήνες να ανταγωνιστούν τις Μούσες στο τραγούδι, και όταν έχασαν, οι Μούσες μάδησαν τα φτερά των αντιπάλων τους και έπλεξαν στεφάνια με αυτά που έβαλαν στο κεφάλι τους, σαν τρόπαιο για τη νίκη τους. Γι' αυτό και σε αρχαίο άγαλμα στην Κορώνεια η θεά παριστάνεται να κρατά στα χέρια της Σειρήνες (Παυσ. 9.34.3). Κρητική παράδοση θέλει τον αγώνα να τελείται στον τόπο τους και τις Σειρήνες να χάνουν τα φτερά τους από τη στενοχώρια για την ήττα τους. Έγιναν κάτασπρες και ρίχτηκαν στη θάλασσα, και από τότε μια πόλη ονομάστηκε Άπτερα και ένα νησί Λευκαί (Στέφ. Βυζ., Άπτερα).
 
Το νησί των Σειρήνων τοποθετείται κατά μήκος της ακτής της Ν. Ιταλίας στα ανοιχτά της χερσονήσου του Σορέντο, από όπου με το πανέμορφο τραγούδι τους προσείλκυαν τους ναύτες των πλοίων που πλησίαζαν στην περιοχή τους και προκαλούσαν στη συνέχεια την καταστροφή τους. Ως εκ τούτου οι Σειρήνες συνδέθηκαν με τον θάνατο, θεωρήθηκαν θεότητες του υπερπέραν που τραγουδούσαν για όσους κατοικούσαν μακάρια στα νησιά των Ηλυσίων, και γι' αυτό εικονίζονται στα ταφικά μνημεία.
---------------------------
*Οι Σειρήνες στον δρόμο του Οδυσσέα
 
«Μου 'λεγε [η Κίρκη] πρώτα των γλυκόλαλων Σειρήνων το τραγούδι
και το ανθισμένο να ξεφύγουμε λιβάδι· τη φωνή τους
ν' ακούσω μόνο εγώ, μα δέστε με γερά που να πονέσω
ορθά με το σκοινί, απ' τη θέση μου να μη μετασαλεύω,
πα στο κατάρτι, να 'ναι πάνω του δεμένα τα σκοινιά μου.
Κι αν σας φωνάζω να με λύσετε και σας παρακαλιέμαι,
αρπάχτε τα σκοινιά και σφίχτε τα πιο ακόμα στο κορμί μου.»
Την ώρα που όλα αυτά ξεδιάλυνα μιλώντας στους συντρόφους,
καθώς αγέρας πρίμος έσπρωχνε το καλοσκαρωμένο
καράβι, το νησί αντικρίσαμε σε λίγο των Σειρήνων.
Μεμιάς ο αγέρας καταλάγιασε και χύθηκε γαλήνη
τρογύρα απάνεμη, και κοίμισε κάποιος θεός το κύμα.
Τότε πετάχτηκαν οι σύντροφοι και τα πανιά μαϊνάραν,
κι ως στο βαθύ το πλοίο τ' απίθωσαν, στα τορνευτά
κάθισαν ελάτινα κουπιά και γέμιζαν αφρούς το κύμα γύρα.
Κι εγώ από μια τρανή κερόπιτα με κοφτερό μαχαίρι
μικρά κομμάτια κόβω κι άρχισα μες στα γερά μου χέρια
να τα μαλάζω, ως που ζεστάθηκαν, καθώς κι η δύναμή μου
και του Ήλιου η πύρα τ' ουρανόδρομου τα δάμαζε από πάνω.
Κι ως όλων των συντρόφων βούλωσα τ' αφτιά με τούτο, εκείνοι
σφιχτά με δέσαν χεροπόδαρα μες στο καράβι ολόρθο
πα στο κατάρτι, κι ήταν πάνω του δεμένα τα σκοινιά μου·
μετά καθίσαν και τη θάλασσα με τα κουπιά χτυπούσαν.
Μα ως το άρμενο το γοργοθάλασσο, στη φόρα που 'χε πάρει,
πια είχε ζυγώσει τόσο, που η φωνή ν' ακούγεται του ανθρώπου,
το 'δαν αυτές που ερχόταν κι άρχισαν να ψιλοτραγουδούνε:
«Έλα κοντά, Οδυσσέα περίλαμπρε, των Αχαιών η δόξα!
Το πλοίο σου στο νησί μας άραξε, ν' ακούσεις τη φωνή μας·
κανείς ως τώρα δεν προσπέρασε με μελανό καράβι,
τη μελοστάλαχτη απ' τα χείλη μας φωνή πριχού γρικήσει·
κι ως φράθη πια κι ο νους του επλούτυνε, κινάει και φεύγει πάλε.
Από βουλή θεών τα που 'συραν οι Τρώες κι οι Αργίτες πάθη
στης Τροίας τον κάμπο τα κατέχουμε μιαν άκρη ως άλλη, ακόμα
κι όσα στη γης ακέρια γίνουνται την πολυθρόφα απάνω.»
Έτσι μιλούσαν με αηδονόλαλη φωνή, και λαχταρούσε
μένα η καρδιά ν' ακούει, και γύρευα να λύσουν τα σκοινιά μου,
στους άλλους με τα φρύδια γνέφοντας· μα αυτοί λαμνοκοπούσαν
σκυμμένοι, και πετάχτη ο Ευρύλοχος μεμιάς κι ο Περιμήδης
και με σκοινιά με δέναν πιότερα και πιο γερά με σφίγγαν.
Κι ως τέλος το νησί προσπέρασαν γοργά, και των Σειρήνων
μηδέ η φωνή στ' αφτιά μας έφτανε μηδέ και το τραγούδι,
οι γκαρδιακοί σύντροφοι μου έβγαλαν το που τους είχα βάλει
κερί στ' αφτιά και πήραν κι έλυσαν και μένα απ' τα δεσμά μου.
(Όμ, Οδ. μ 158-200)
 
**Οι Σειρήνες στον δρόμο των Αργοναυτών
 
Το επεισόδιο των Σειρήνων τοποθετείται μετά τη διάσωση των Αργοναυτών από τη Σκύλα και τη Χάρυβδη:
 
Πλέοντας, σταματήσαμε όχι μακριά τότε
σε σκόπελο που πρόβαλλε· κει απόκρημνος βράχος
αναπηδώντας με ρωγμές τη θάλασσα πιέζει
και μ' αδύναμο θόρυβο κροτεί γαλάζιο κύμα.
Εδώ μέσα κάθονταν και ηχηρή φωνή βγάζουν
κόρες που θέλγουν τους θνητούς και δε γυρνούν στη γη τους.
Οι Μινύες ήθελαν ν' ακούσουν το τραγούδι
των Σειρήνων, ν' αποφύγουν δεν ήταν τη φωνή τους
που θα 'ταν αφανισμός τους· άφησαν τα κουπιά τους.
Ο Αγκαίος θα πήγαινε το πλοίο προς τον βράχο,
αν τεντώνοντας στα χέρια τη φόρμιγγά μου τότε
δεν κερνούσα της μάνας μου το χαρωπό τραγούδι.
Έναν ύμνο θεόπνευστο δυνατά τραγουδούσα,
πώς κάποτε για άλογα γοργά φιλονικούσαν
ο Δίας ο ψηλόβροντος κι ο θεός ο Κοσμοσείστης.
Ο Μαυρόμαλλος θύμωσε με τον πατέρα Δία,
τη Δυκαονία με τη χρυσή τρίαινα σειώντας,
στην απέραντη θάλασσα τη σκόρπισε ραγδαία,
για να σχηματισθούν νησιά· τα ονόμασαν τότε
Σαρδώ και Εύβοια και ανεμόδαρτη Κύπρο.
Καθώς έπαιζα φόρμιγγα, απ' ένα ψηλό βράχο
οι Σειρήνες θαμπώθηκαν, έκοψαν το τραγούδι.
Η μια πέταξε αυλό, η άλλη λύρα απ' τα χέρια
κι αναστέναξαν φοβερά· τους είχε 'ρθει η μοίρα
του θλιβερού θανάτου τους· απ' του γκρεμού την άκρη
στην ταραγμένη θάλασσα γκρεμίστηκαν σαν δίσκοι,
σε βράχους μεταβλήθηκαν, άλλαξαν τη μορφή τους.
(Ορφέως Αργοναυτικά, 1264-129)
 
***Τον πήρε μαζί του ο Ιάσονας στην εκστρατεία του για το χρυσόμαλλο δέρας ύστερα από συμβουλή του δασκάλου του Κένταυρου Χείρωνα.
 
****Σειρήνες
 
Τα πουλιά με ανθρώπινο κεφάλι ήταν πολύ γνωστά στην αιγυπτιακή και ανατολίτικη τέχνη, και εμφανίστηκαν από νωρίς και στην ελληνική ανατολίζουσα τέχνη, χωρίς να περιλαμβάνονται σε κάποιο αφηγηματικό πλαίσιο. Τα ποτάμια […] και οι λίμνες είναι πάντοτε γεμάτα θηλυκά στοιχειά με μουσικές ιδιότητες, άλλοτε αγαθοποιά και άλλοτε έτοιμα να παρασύρουν τους ναυτικούς πάνω στα βράχια. Αν αυτό το καταφέρνουν με το τραγούδι τους, τότε είναι ταιριαστό να έχουν ανθρώπινα κεφάλια, και, αν είναι δυνατόν, ανθρώπινα χέρια, ώστε να παίζουν και κάποιο μουσικό όργανο. Ήταν μάλλον θέμα γούστου αν θα τις έπαιρναν για θαλάσσια όντα, όπως οι γοργόνες, ή για πτηνά, και ο Όμηρος δεν περιέγραψε τις ελληνικές εκδοχές, αλλά τις τοποθέτησε απλώς σε ένα νησί. Οι Έλληνες επέλεξαν τη φτερωτή τους εκδοχή κατά τον πρώιμο 6ο αιώνα, όταν χρειάστηκε να δώσουν μορφή στις Σειρήνες που προσπάθησαν να ρίξουν το πλοίο του Οδυσσέα στα βράχια. Το τραγούδι τους αποτελούσε σημαντικό και διακριτικό γνώρισμά τους, και τις βλέπουμε στην τέχνη να κάνουν και τις μοιρολογίστρες.
John Boardman, Η αρχαιολογία της νοσταλγίας. Πώς οι αρχαίοι Έλληνες αναπαρέστησαν το μυθικό παρελθόν τους

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου