Δευτέρα 6 Ιανουαρίου 2020

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΠΥΡΑΜΟΣ και ΘΙΣΒΗ

ΠΥΡΑΜΟΣ και ΘΙΣΒΗ
(ποταμός, πηγή)
 
Η ερωτική ιστορία του Πύραμου και της Θίσβης παραδίδεται σε δύο παραλλαγές, μία παλαιότερη και μία, του Οβίδιου, νεότερη και περισσότερο μυθιστορηματική.
 
Στην πρώτη παραλλαγή η αμοιβαία αγάπη των δύο νέων τους οδήγησε στην ερωτική ένωση αλλά σε μια εγκυμοσύνη που προκάλεσε την απελπισία της Θίσβης και την αυτοκτονία της. Ο Πύραμος, από απελπισία για την αυτοκτονία της καλής του, αυτοκτόνησε και εκείνος. Ο αμοιβαίος έρωτας και ο θάνατος των δυο τους προκάλεσε τη συγκίνηση των θεών που τους μεταμόρφωσαν σε τρεχούμενα νερά, στον ομώνυμο ποταμό της Σικελίας τον Πύραμο, σε πηγή τη Θίσβη που έριχνε τα νερά της στον ποταμό. Έτσι, κατάφερναν και πάλι να ενωθούν, όπως η Αρέθουσα με τον Αλφειό.
 
Στη δεύτερη παραλλαγή, η ιστορία τοποθετείται στην εξωτική για τους Ρωμαίους Βαβυλώνα. Εμπόδιο στον έρωτα των δύο νέων στέκονταν οι γονείς τους που τους απαγόρευαν ακόμη και να βλέπονται. Μια μεσοτοιχία όμως ανάμεσα στα δύο σπίτια και μια ρωγμή επέτρεπε στους δύο νέους να συνομιλούν πίσω από τους τοίχους, χωρίς όμως να βλέπονται -«Τοίχε ζηλιάρη, τοίχε χωριστή, τι στέκεις στην αγάπη μας εμπόδιο;» (Οβ., Μετ. 4. 73). Ο ρομαντισμός της οβιδιακής μυθοπλασίας βάζει το απονενοημένο ερωτικό ραντεβού, που αποφάσισαν οι δύο ερωτευμένοι, νύχτα έξω από τα τείχη, κοντά σε ένα τάφο, του Νίνου, όπου υπήρχε μια μουριά και πλάι της μια πηγή. Εκ προοιμίου, η απομάκρυνση της κόρης έξω από τον περίκλειστο χώρο του δομημένου περιβάλλοντος του οίκου και της κοινότητας, στη φύση και τα στοιχεία της, την εκθέτει σε κινδύνους πραγματικούς και μεταφορικούς, συμβολικούς -την «έξοδο» από τη λογική και τους κανόνες του γάμου και το άφεμα στην περισσότερο φυσική κατάσταση του έρωτα· εξάλλου, το τοπίο θυμίζει μύθους αρπαγής κοριτσιών από περίεργους εραστές, κυρίως θεούς, κάποτε τον ίδιο τον θεό του Κάτω κόσμου.
 
Και πράγματι, η συνάντηση της Θίσβης, που έφτασε πρώτη στο ραντεβού, με μια λέαινα καθόρισε την τύχη των δύο εραστών:

«Λιοντάρι λεκιασμένο
με των βοδιών το αίμα το αίμα το νωπό που άφριζε τριγύρω στη μουσούδα
φάνηκε να τραβάει για την πηγή, τη δίψα ν' αποθέσει στα νερά της.»
(Οβ., Μετ. 4. 96-98).
 
Η Θίσβη, νιώθοντας ότι απειλείται από το διψασμένο ζώο, το έβαλε στα πόδια και πάνω στην τρεχάλα τής έφυγε η σάρπα. Τη σάρπα αυτή κατασπάραξε η λέαινα, μόνο που την κοκκίνισε κιόλας, καθώς η μουσούδα της ήταν ματωμένη από το γεύμα των βοδιών που είχε κάνει λίγο πριν. Ο Πύραμος που έφτασε εκείνη την ώρα παρερμήνευσε τα σημάδια αίματος στη σάρπα και χωρίς να το πολυσκεφτεί αυτοκτόνησε με το σπαθί του θέλοντας να ποτίσει τη σάρπα και με το αίμα το δικό του. Όταν η Θίσβη επέστρεψε στον τόπο του ραντεβού, βρήκε το σώμα του νεκρού αγαπημένου, έσυρε το σπαθί από την πληγή του Πύραμου και αυτοκτόνησε με αυτό*. Το αίμα των δύο νέων ήταν τόσο που οι καρποί της μουριάς βάφτηκαν κόκκινοι από άσπροι που ήταν. Η στάχτη τους ενώθηκε μέσα σε μια υδρία και τα κλαδιά της μουριάς σκέπασαν τον τάφο τους. (Οβ., Μετ. 4. 117-127, 152-166**).
-------------------------------
*Οι στίχοι θυμίζουν ιδιαίτερα την αυτοκτονία της Αντιγόνης, τον απαγχονισμό της, και την αυτοκτονία του Αίμονα με το ξίφος του πάνω στο σώμα της νεκρής Αντιγόνης. Ή ακόμη τον θάνατο του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας μέσα στον προγονικό οικογενειακό τάφο. Διόλου απίθανο ο Οβίδιος να είχε κατά νου τη σοφόκλεια τραγωδία και ο Σαίξπηρ την οβιδιακή μυθιστορηματική επεξεργασία.
 
**Πύραμος και Θίσβη
 
[Ο Πύραμος] Το γέμισε [το σάλι] με δάκρυ και φιλί - «αλίμονο, πόσο καλά σε ξέρω!
Ώρα κι από τις φλέβες μου να πιεις το αίμα αυτό που τώρα σου προσφέρω».
Είχε ζωσμένο πάνω του σπαθί. το έμπηξε βαθιά στα σωθικά του,
κι όπως ακόμα έκαιγε η πληγή το τράβηξε την ώρα του θανάτου.
Σωριάστηκε ανάσκελα στη γη, το αίμα του τινάχτηκε ως απάνω,
σαν το νερό που βρίσκει τη ρωγμή καθώς κυλάει σε λούκι μολυβένιο
και στενεμένο μες στην περασιά συρίζοντας απάνω στη σχισμάδα
σαν πίδακας τινάζεται ψηλά - όμοια το αίμα που έτρεχε
στις φλέβες σκορπίζονταν ολόγυρα με ορμή και σιντριβάνι ράντιζε το
δέντρο
κάνοντας τη χροιά του πορφυρή. και ποτισμένη η ρίζα του κι εκείνη
ανέβασε πορφύρα στους καρπούς και πέρασε στα μούρα τη βαφή της.
 
Η Θίσβη, όταν βρήκε το σώμα του αγαπημένου της είπε ανάμεσα στα άλλα και τούτα:
 
Κι αν ήταν μοναχά να μας χωρίσει
ο θάνατος, τώρα μήτε κι αυτός μπορεί να σε κρατήσει μακριά μου.
Και άλλο τίποτε δε θέλω, μόνο αυτό, χάρη που σας ζητώ και για τους δυο
μας:
στο πένθος και τη μαύρη συφορά, γονιοί μου και γονιοί του, μη σκεφτείτε
να μας στερήσετε ταφή. αντάμα ας σκεπάσει η γη εκείνους
που ζώντας αγαπήθηκαν πολύ και στη στερνή τους ώρα δε χωρίσαν.
Κι εσύ της πίκρας και του θανάτου μουριά, με τα κλωνιά που σκέπουν τώρα
έναν,
δέντρο, σκεπή σε λίγο και για τα δυο κορμιά που θα πλαγιάζουν από κάτω,
κράτα σημάδια από το φονικό: πένθιμο κάρπιζε και μαυροφορεμένο,
θύμιζε με το χρώμα του καρπού αίμα διπλό και αδικοχυμένο».
Αυτά τα λόγια που είπε. χαμηλά το ξίφος του στο στήθος της γυρνώντας
στην κοφτερή του έπεσε αιχμή που άχνιζε από το άλλο αίμα.
Άγγιξε η δέησή της τους θεούς, άγγιξε και τους άμοιρους γονιούς τους:
ολόμαυρος του δέντρου ο καρπός σαν έρθει ο καιρός του κι ωριμάζει,
κοινή υδρία τώρα και των δυο τη μαζωμένη τέφρα αγκαλιάζει.
(Οβ., Μετ. 4. 117-127, 152-166)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου