Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2020

Ο Φαύνος του Barberini

ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ ΟΝΕΙΡΕΥΕΤΑΙ…
 
Κι όταν ένας ΘΕΟΣ ονειρεύεται δημιουργεί νέους κόσμους.
 
Ο Φαύνος του Barberini, είναι μαρμάρινο αντίγραφο χάλκινου αγάλματος της Ελληνιστικής περιόδου που αναπαριστά έναν κοιμισμένο Σάτυρο. Ανακαλύφτηκε στην Ρώμη στις αρχές του 17ου αιώνα και προστέθηκε αμέσως στις συλλογές των Barberini, της οικογένειας του Πάπα (sic). Ο καρδινάλιος Maffeo Barberini ζήτησε μάλιστα από τον γλύπτη Gian Lorenzo Bernini (τον δεύτερο Μιχαήλ Αγγελο) να αποκαταστήσει κάποια μέρη του αγάλματος. Δεν είναι γνωστό αν ο ίδιος ο Bernini, ή κάποιος άλλος από τους μαθητές του ανέλαβε αυτήν την εργασία, αλλά σύμφωνα με την παράδοση, ο Bernini ενίσχυσε την ερωτική αίσθηση που αποπνέει το άγαλμα.
 
Το άγαλμα βρέθηκε την δεκαετία του 1620 στην τάφρο κάτω από το Castel Sant’Angelo της Ρώμης, όπου στην αρχαιότητα ήταν το Μαυσωλείο του Αδριανού. Οι εργασίες για την οχύρωση διεξήχθησαν από τον Πάπα Βαρβέρινου Ουρμπάν το 1624. Το γλυπτό έκανε την πρώτη τεκμηριωμένη εμφάνισή του για την αποκατάστασή του, στις 6 Ιουνίου 1628, όταν ανήκε ήδη στον ανιψιό του Πάπα, τον καρδινάλιο Francesco Barberini.  Όταν ανακαλύφθηκε, το άγαλμα υπέστη σοβαρές ζημιές, το δεξἰ πόδι, τα μέρη και των δύο χεριών και τμήματα του κεφαλιού έλειπαν. Ο ιστορικός Procopius κατέγραψε ότι κατά την πολιορκία της Ρώμης το 537 οι υπερασπιστές είχαν πετάξει πάνω στους Γότθους τα αγάλματα που κοσμούσαν το Μαυσωλείο του Αδριανού και ο Johann Winckelmann εικάζει ότι ο τόπος της ανακάλυψης του αντεγραμμένου γλυπτού και η κατάσταση του αγάλματος πρότειναν ότι ήταν ένα τέτοιο πολεμικό βλήμα.
 
Ο Φαύνος έχει αποκτήσει φήμη ως παράδειγμα Ερωτικής τέχνης. Το γυμνό στην Ελληνική Τέχνη δεν ήταν κάτι νέο, οι Ελληνες λάτρευαν και υμνούσαν τον Ερωτα. Η καταφανής ερωτικότητα, (χωρίς ίχνος σεξουαλικότητας) αυτού του έργου το καθιστά ενδιαφέρον μόνο για τα πολύ ανοιχτά μάτια των νεότερων χρόνων, της βαρβαρικού χριστιανικού πουριτανισμού. Είναι γνωστό οτι σ’ ολόκληρο το χριστιανικό θρησκευτικό παραλήρημα δεν γίνεται πουθενά αναφορά για τον ΕΡΩΤΑ, την ΧΑΡΑ ή το ΓΕΛΙΟ, μάλιστα αποφεύγουν ως αμαρτία κάθε ΧΑΡΑ της ζωής.
 
Το ανατριχιαστικά ρεαλιστικό άγαλμα στεγάστηκε στο Palazzo Barberini της Ρώμης μέχρι να πωληθεί το 1799 στον γλύπτη και τον αναστηλωτή Vincenzo Pacetti. Ο Pacetti το προσέφερε σε πολλούς πελάτες της Αγγλίας και της Γαλλίας, συμπεριλαμβανομένου του Lucien Bonaparte. Ο Barberini άσκησε μήνυση για την ακύρωση της πώλησης, αν και τελικά πώλησε τον Faun, μετά από πολλούς δημόσιους διαγωνισμούς και απαγόρευση της εξαγωγής του, υποστηριζόμενη έντονα από τον αρχαιολόγο Carlo Fea και από τον Antonio Canova – στον Ludwig, Crown Prince της Βαυαρίας. Ο Ludwig είχε σχεδιάσει ένα ειδικό δωμάτιο στο Glyptothek που σχεδιάστηκε από τον αρχιτέκτονα Leo von Klenze πριν τελειώσει η αγορά, και τέθηκε σε ισχύ το 1827. Το Glyptothek άνοιξε το 1830 για να στεγάσει την συλλογή γλυπτών Ludwig.
 
Στην συνοικία των Μουσείων (Das Kunstareal) στο Μόναχο δεσπόζει το συγκρότημα δύο κλασσικών κτιρίων -σχεδιασμένων από τον αρχιτέκτονα Leo von Klenze κι αφιερωμένα στην αρχαία Ελληνική και κατοπινή αντιγραφική Ρωμαϊκή τέχνη- η Γλυπτοθήκη και πίσω της η Κρατική Αρχαιολογική Συλλογή.
 
Η Γλυπτοθήκη αποτέλεσε το πρώτο μουσείο που ανεγέρθη στην περιοχή, κατ’ επιθυμία του Λουδοβίκου  Α’ της Βαυαρίας, πατέρα του Όθωνα, για να στεγάσει την συλλογή ελληνικών και ρωμαϊκών γλυπτών που είχε στην κατοχή του -κλεμμένα φυσικά. Την ημέρα των εγκαινίων, οι προσκεκλημένοι του Βασιλιά δεν θαύμασαν μόνο τα τμήματα των ευρημάτων, όπως τα είχε φέρει στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη, αλλά πλήρη γλυπτά, συμπληρωμένα με ιταλικό μάρμαρο Καράρας από τον νεοκλασικό γλύπτη εκείνης της εποχής, τον Δανό Bertel Thorvaldsen. Τα γλυπτά αυτά που έμειναν στην ιστορία ως «οι Αιγινήτες» κόσμησαν την Γλυπτοθήκη μέχρι τον βομβαρδισμό και το κλείσιμό της κατά τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
 
Οι συλλογές των σημαντικότατων αρχαίων Ελληνικών και των πιο ευτελών αντιγράφων τους, των Ρωμαϊκών γλυπτών που βρίσκονται στην Γλυπτοθήκη -και δεν τις επιστρέφουν εκεί όπου ανήκουν κι απ’ όπου τις έκλεψαν- χρονολογούνται από τον 6ο αιώνα π.κ.ε. μέχρι τον 6ο αιώνα μ.κ.ε αν και γνωρίζουμε πως όλες οι χρονολογίες που δίνουν οι αρχαιολόγοι είναι σκοπίμως λαμθασμένες και φροντίζουν να τις ταιριάζουν στο εξουσιαστικό αφήγημα.
 
Τα περισσότερα αγάλματα είναι τοποθετημένα άτακτα στον χώρο, ώστε δήθεν ο επισκέπτης να μπορεί να περιδιαβαίνει γύρω από αυτά, θαυμάζοντάς τα απ’ όλες τις πλευρές, μα στην πραγματικότητα για να δημιουργείται σύγχυση στον αδαή επισκέπτη και να πιστεύει πως τα Αρχαία Ελληνικά και τα πολύ κατώτερα και κατοπινά Ρωμαϊκά αντίγραφα τους είναι ίδια, ίσια κι όμοια. Φυσικά υπάρχουν και σκόπιμες χρονολογικές ανακολουθίες, καθώς από την πρώτη αίθουσα με τους αρχαϊκούς Κούρους, ο επισκέπτης περνά στην δεύτερη όπου βρίσκεται ο Φαύνος Barberini, έργο των Προ-αρχαίων Ελληνιστικών χρόνων. Οι επόμενες αίθουσες είναι αφιερωμένες στην τέχνη της αρχαίας Ελληνικής κλασικής περιόδου του 5ου και του 4ου αιώνα π.κ.ε. Στην συνέχεια ακολουθούν τα περίφημα γλυπτά αετώματα από το ναό της Αφαίας στην Αίγινα, φτιαγμένα από παριανό μάρμαρο, με θεματολογία παρμένη από τον Τρωικό Πόλεμο, στον οποίο συμμετείχαν ντόπιοι πολεμιστές και απόγονοι του Βασιλιά του νησιού Αιακού, αλλά και από την πρώτη εκστρατεία εναντίον του Λαομέδοντα της Τροίας με αρχηγό τον Ηρακλή.
 
Οι βάρβαροι αγγλοσάξονες-προτεστάντες της μιαρής «Mystery Babylon»που δεν διαθέτουν, ούτε και ποτέ διέθεταν πολιτισμό, ιστορία ή αισθητική, έκλεψαν από αρχέγονους λαούς ανώτατης πολιτιστικής, πολεμικής και αισθητικής ουσίας όπως τα Προ-Αρχαία Ελληνικά φύλα και τα οικειοποιήθηκαν. Αλλά ο κλέφτης κι ο απατεώνας πάντα κλέφτης κι απατεώνας θα παραμείνει.
 
Αντιγραφές
 
Ένα μαρμάρινο αντίγραφο σχεδιάστηκε από τον Edmé Bouchardon το 1726 στην Ρώμη (εικ. κάτω). Ο καρδινάλιος Maffeo Barberini επιθυμούσε ένα γύψινο αντίγραφο για να το κρατήσει μαζί με το αρχαίο αντίγραφο. Ο Barberini Faun του Bouchardon έφτασε στην Γαλλία το 1732. Το 1775 το duc de Chartres το αγόρασε για να στολίζει τον κήπο του στο Parc Monceau. Βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο του Λούβρου.
 
Ένα αντίγραφο από τον γλύπτη Eugène-Louis Lequesne δόθηκε στην Γαλλία το 1846. Βρίσκεται τώρα στο École nationale supérieure des Beaux-Arts.
 
Ένα επιχρυσωμένο αντίγραφο περιλαμβάνεται, μεταξύ πολλών άλλων αντιγράφων κλασσικών γλυπτών, που κοσμούν τον μεγάλο καταρράκτη που κατεβαίνει από το πίσω μέρος του καλοκαιρινού παλατιού του Πέτρου, Peterhof, έξω από την Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου