Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2020

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ποιητική (1461b-1462b)

[XXVI] Πότερον δὲ βελτίων ἡ ἐποποιικὴ μίμησις ἢ ἡ τραγική, διαπορήσειεν ἄν τις. εἰ γὰρ ἡ ἧττον φορτικὴ βελτίων, τοιαύτη δ᾽ ἡ πρὸς βελτίους θεατάς ἐστιν ἀεί, λίαν δῆλον ὅτι ἡ ἅπαντα μιμουμένη φορτική· ὡς γὰρ οὐκ αἰσθανομένων ἂν μὴ αὐτὸς προσθῇ, πολλὴν κίνησιν κινοῦνται, οἷον οἱ φαῦλοι αὐληταὶ κυλιόμενοι ἂν δίσκον δέῃ μιμεῖσθαι, καὶ ἕλκοντες τὸν κορυφαῖον ἂν Σκύλλαν αὐλῶσιν. ἡ μὲν οὖν τραγῳδία τοιαύτη ἐστίν, ὡς καὶ οἱ πρότερον τοὺς ὑστέρους αὐτῶν ᾤοντο ὑποκριτάς· ὡς λίαν γὰρ ὑπερβάλλοντα πίθηκον ὁ Μυννίσκος τὸν Καλλιππίδην ἐκάλει, τοιαύτη δὲ δόξα καὶ περὶ Πινδάρου

[1462a] ἦν· ὡς δ᾽ οὗτοι ἔχουσι πρὸς αὐτούς, ἡ ὅλη τέχνη πρὸς τὴν ἐποποιίαν ἔχει. τὴν μὲν οὖν πρὸς θεατὰς ἐπιεικεῖς φασιν εἶναι ‹οἳ› οὐδὲν δέονται τῶν σχημάτων, τὴν δὲ τραγικὴν πρὸς φαύλους· εἰ οὖν φορτική, χείρων δῆλον ὅτι ἂν εἴη. πρῶτον μὲν οὐ τῆς ποιητικῆς ἡ κατηγορία ἀλλὰ τῆς ὑποκριτικῆς, ἐπεὶ ἔστι περιεργάζεσθαι τοῖς σημείοις καὶ ῥαψῳδοῦντα, ὅπερ [ἐστὶ] Σωσίστρατος, καὶ διᾴδοντα, ὅπερ ἐποίει Μνασίθεος ὁ Ὀπούντιος. εἶτα οὐδὲ κίνησις ἅπασα ἀποδοκιμαστέα, εἴπερ μηδ᾽ ὄρχησις, ἀλλ᾽ ἡ φαύλων, ὅπερ καὶ Καλλιππίδῃ ἐπετιμᾶτο καὶ νῦν ἄλλοις ὡς οὐκ ἐλευθέρας γυναῖκας μιμουμένων. ἔτι ἡ τραγῳδία καὶ ἄνευ κινήσεως ποιεῖ τὸ αὑτῆς, ὥσπερ ἡ ἐποποιία· διὰ γὰρ τοῦ ἀναγινώσκειν φανερὰ ὁποία τίς ἐστιν· εἰ οὖν ἐστι τά γ᾽ ἄλλα κρείττων, τοῦτό γε οὐκ ἀναγκαῖον αὐτῇ ὑπάρχειν. ἔπειτα διότι πάντ᾽ ἔχει ὅσαπερ ἡ ἐποποιία (καὶ γὰρ τῷ μέτρῳ ἔξεστι χρῆσθαι), καὶ ἔτι οὐ μικρὸν μέρος τὴν μουσικήν [καὶ τὰς ὄψεις], δι᾽ ἧς αἱ ἡδοναὶ συνίστανται ἐναργέστατα· εἶτα καὶ τὸ ἐναργὲς ἔχει καὶ ἐν τῇ ἀναγνώσει καὶ ἐπὶ τῶν ἔργων· ἔτι τῷ ἐν ἐλάττονι μήκει τὸ τέλος

[1462b] τῆς μιμήσεως εἶναι (τὸ γὰρ ἀθροώτερον ἥδιον ἢ πολλῷ κεκραμένον τῷ χρόνῳ, λέγω δ᾽ οἷον εἴ τις τὸν Οἰδίπουν θείη τὸν Σοφοκλέους ἐν ἔπεσιν ὅσοις ἡ Ἰλιάς)· ἔτι ἧττον μία ἡ μίμησις ἡ τῶν ἐποποιῶν (σημεῖον δέ, ἐκ γὰρ ὁποιασοῦν μιμήσεως πλείους τραγῳδίαι γίνονται), ὥστε ἐὰν μὲν ἕνα μῦθον ποιῶσιν, ἢ βραχέως δεικνύμενον μύουρον φαίνεσθαι, ἢ ἀκολουθοῦντα τῷ τοῦ μέτρου μήκει ὑδαρῆ· λέγω δὲ οἷον ἐὰν ἐκ πλειόνων πράξεων ᾖ συγκειμένη, ὥσπερ ἡ Ἰλιὰς ἔχει πολλὰ τοιαῦτα μέρη καὶ ἡ Ὀδύσσεια ‹ἃ› καὶ καθ᾽ ἑαυτὰ ἔχει μέγεθος· καίτοι ταῦτα τὰ ποιήματα συνέστηκεν ὡς ἐνδέχεται ἄριστα καὶ ὅτι μάλιστα μιᾶς πράξεως μίμησις. εἰ οὖν τούτοις τε διαφέρει πᾶσιν καὶ ἔτι τῷ τῆς τέχνης ἔργῳ (δεῖ γὰρ οὐ τὴν τυχοῦσαν ἡδονὴν ποιεῖν αὐτὰς ἀλλὰ τὴν εἰρημένην), φανερὸν ὅτι κρείττων ἂν εἴη μᾶλλον τοῦ τέλους τυγχάνουσα τῆς ἐποποιίας. περὶ μὲν οὖν τραγῳδίας καὶ ἐποποιίας, καὶ αὐτῶν καὶ τῶν εἰδῶν καὶ τῶν μερῶν, καὶ πόσα καὶ τί διαφέρει, καὶ τοῦ εὖ ἢ μὴ τίνες αἰτίαι, καὶ περὶ ἐπιτιμήσεων καὶ λύσεων, εἰρήσθω τοσαῦτα.

***
[26] Ποια μορφή μίμησης είναι άραγε η καλύτερη, η εποποιική ή η τραγική; Νά ένα ερώτημα που θα μπορούσε κανείς να θέσει.

(Λένε) λοιπόν:

Αν καλύτερη είναι αυτή που προσιδιάζει λιγότερο στους κοινούς και ακαλλιέργητους ανθρώπους, και αν λιγότερο προσιδιάζει στους κοινούς και ακαλλιέργητους ανθρώπους αυτή που απευθύνεται στο καλύτερο κοινό, τότε αυτή που μιμείται τα πάντα είναι αυτή που κατεξοχήν προσιδιάζει —το πράγμα είναι φανερό— στους κοινούς και ακαλλιέργητους ανθρώπους. Με την ιδέα δηλαδή ότι το κοινό δεν θα καταλάβαινε τίποτε αν οι ίδιοι δεν έκαναν κάποιες προσθήκες, οι ηθοποιοί κάνουν ένα πλήθος από κινήσεις — σαν τους κακούς αυλητές, που κυλιούνται όταν χρειαστεί να μιμηθούν τις περιστροφές του δίσκου ή τραβολογούν τον κορυφαίο αν παίζουν στον αυλό τη Σκύλλα.

Στην περίπτωση λοιπόν της τραγωδίας τα πράγματα είναι ακριβώς όπως οι παλαιότεροι ηθοποιοί έκριναν τους νεότερούς τους: ο Μυννίσκος ονόμαζε τον Καλλιππίδη «πίθηκο» εξαιτίας του πλήθους των υπερβολών στο παίξιμό του· η ίδια γνώμη επικρατούσε και για τον Πίνδαρο.

[1462a] Σε όποια λοιπόν σχέση βρίσκονται αυτοί προς τους παλαιότερους ηθοποιούς βρίσκεται και η τραγική τέχνη —ως σύνολο— προς την επική ποίηση. Λένε λοιπόν ότι η επική ποίηση απευθύνεται σε καλλιεργημένο κοινό, σε ένα κοινό που δεν έχει καμιά ανάγκη από χειρονομίες και πόζες, ενώ η τραγική ποίηση απευθύνεται σε ακαλλιέργητο κοινό. Αν λοιπόν η τραγωδία προσιδιάζει περισσότερο στους κοινούς και ακαλλιέργητους ανθρώπους, είναι φανερό ότι είναι η χειρότερη.

Πρώτη απάντηση σ᾽ αυτά είναι η ακόλουθη: Η κατηγορία αυτή δεν στρέφεται εναντίον της ποίησης αλλά εναντίον της υποκριτικής — μήπως τάχα δεν μπορεί να υπερβάλλει κανείς στις χειρονομίες και στις πόζες και όταν απαγγέλλει επική ποίηση (περίπτωση Σωσίστρατου) και όταν τραγουδάει σε διαγωνισμό, όπως έκανε ο Μνασίθεος από τον Οπούντα; Δεύτερον: Δεν πρέπει να αποδοκιμάζεται κάθε κίνηση, όπως δεν αποδοκιμάζεται γενικά ο χορός, παρά μόνο ο χορός των μικρότερης αξίας ηθοποιών — κάτι που το κατηγορούσαν και στον Καλλιππίδη, όπως το κατηγορούν και σε άλλους σήμερα, με την παρατήρηση ότι μιμούνται κατώτερης ποιότητας γυναίκες. Τρίτον: Η τραγωδία πετυχαίνει να επιτελέσει το έργο της και χωρίς κινήσεις, ακριβώς όπως και η επική ποίηση: η ποιότητα και η αξία της γίνεται φανερή και με την απλή ανάγνωση. Αν λοιπόν η τραγωδία υπερέχει από κάθε άλλη άποψη, δεν είναι, φυσικά, απαραίτητο να το έχει και αυτό. Τέταρτον: Η τραγωδία έχει όλα όσα έχει η επική ποίηση (ακόμη και του επικού μέτρου η χρήση είναι στην τραγωδία επιτρεπτή), και ακόμη ως σημαντικό μέρος της έχει τη μουσική [και τα θεαματικά στοιχεία], μέσω της οποίας πετυχαίνεται με τον πιο εναργή τρόπο η τέρψη. Πέμπτον: Έχει επίσης την ενάργεια και ως ανάγνωσμα και ως παράσταση. Έκτον: Στην τραγωδία ο στόχος [1462b] της μίμησης πετυχαίνεται με μικρότερο μήκος (το πυκνό είναι πιο τερπνό από αυτό που η «ανάμειξή» του με τη μεγάλη χρονική διάρκεια το «αραιώνει» — θέλω με αυτό να πω κάτι σαν να απλώναμε τον Οιδίποδα του Σοφοκλή σε τόσους επικούς στίχους όσους έχει η Ιλιάδα). Έβδομον: Η μίμηση των επικών ποιητών έχει λιγότερη ενότητα (απόδειξη αποτελεί το ότι μια οποιαδήποτε επική μίμηση προσφέρει υλικό για περισσότερες τραγωδίες), με αποτέλεσμα, αν στο ποίημά τους περιλάβουν έναν μόνο μύθο, αυτός ή θα φαίνεται —με τη σύντομη παρουσίασή του— κολοβωμένος ή —ακολουθώντας την κλίμακα του επικού μέτρου— θα φαίνεται νερουλός. Εννοώ, φυσικά, την περίπτωση που το επικό ποίημα αποτελείται από πολλές πράξεις, ακριβώς όπως η Ιλιάδα έχει πολλά τέτοια μέρη —το ίδιο και η Οδύσσεια—, που και από μόνα τους έχουν κάποιο μέγεθος —και όμως τα ποιήματα αυτά είναι δομημένα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και είναι, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό, μίμηση μιας πράξης.

Αν λοιπόν η τραγωδία υπερέχει σε όλα αυτά, και ακόμη στο ποιητικό της αποτέλεσμα (γιατί οι δύο αυτές μορφές ποίησης πρέπει να προκαλούν όχι μια οποιαδήποτε τέρψη αλλά αυτήν που είπαμε), είναι φανερό, λέω, ότι είναι ανώτερη από την επική ποίηση, μια και αυτή πετυχαίνει τον (ποιητικό) σκοπό της περισσότερο από ό,τι εκείνη τον δικό της.

Για την τραγωδία λοιπόν και για την επική ποίηση, θέλω να πω: για την ουσία τους, για τα είδη τους και για τα μέρη τους, για το πόσα είναι αυτά και σε τι διαφέρουν μεταξύ τους· ακόμη για τις αιτίες της επιτυχίας και της αποτυχίας τους, για τις επικρίσεις που δέχτηκαν και για τις απαντήσεις που δόθηκαν σ᾽ αυτές, ας θεωρηθούν αρκετά τα όσα είπαμε.

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου