Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2020

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἀνδρομάχη (1085-1165)

1085 ΑΓ. ἐπεὶ τὸ κλεινὸν ἤλθομεν Φοίβου πέδον,
τρεῖς μὲν φαεννὰς ἡλίου διεξόδους
θέᾳ διδόντες ὄμματ᾽ ἐξεπίμπλαμεν.
καὶ τοῦθ᾽ ὕποπτον ἦν ἄρ᾽· ἐς δε συστάσεις
κύκλους τ᾽ ἐχώρει λαὸς οἰκήτωρ θεοῦ.
1090 Ἀγαμέμνονος δὲ παῖς διαστείχων πόλιν
ἐς οὖς ἑκάστῳ δυσμενεῖς ηὔδα λόγους·
Ὁρᾶτε τοῦτον, ὃς διαστείχει θεοῦ
χρυσοῦ γέμοντα γύαλα, θησαυροὺς βροτῶν,
τὸ δεύτερον παρόνθ᾽ ἐφ᾽ οἷσι καὶ πάρος
1095 δεῦρ᾽ ἦλθε, Φοίβου ναὸν ἐκπέρσαι θέλων;
κἀκ τοῦδ᾽ ἐχώρει ῥόθιον ἐν πόλει κακόν·
ἀρχαῖσί τ᾽ ἐπληροῦτο βουλευτήρια
ἰδίᾳ θ᾽ ὅσοι θεοῦ χρημάτων ἐφέστασαν,
φρουρὰν ἐτάξαντ᾽ ἐν περιστύλοις δόμοις.
1100 ἡμεῖς δὲ μῆλα, φυλλάδος Παρνασίας
παιδεύματ᾽, οὐδὲν τῶνδέ πω πεπυσμένοι,
λαβόντες ᾖμεν ἐσχάραις τ᾽ ἐφέσταμεν
σὺν προξένοισι μάντεσίν τε Πυθικοῖς.
καί τις τόδ᾽ εἶπεν· Ὦ νεανία, τί σοι
1105 θεῷ κατευξώμεσθα; τίνος ἥκεις χάριν;
ὁ δ᾽ εἶπε· Φοίβῳ τῆς πάροιθ᾽ ἁμαρτίας
δίκας παρασχεῖν βουλόμεσθ᾽· ᾔτησα γὰρ
πατρός ποτ᾽ αὐτὸν αἵματος δοῦναι δίκην.
κἀνταῦθ᾽ Ὀρέστου μῦθος ἰσχύων μέγα
1110 ἐφαίνεθ᾽, ὡς ψεύδοιτο δεσπότης ἐμός,
ἥκων ἐπ᾽ αἰσχροῖς. ἔρχεται δ᾽ ἀνακτόρων
κρηπῖδος ἐντός, ὡς πάρος χρηστηρίων
εὔξαιτο Φοίβῳ· τυγχάνει δ᾽ ἐν ἐμπύροις·
τῷ δὲ ξιφήρης ἆρ᾽ ὑφειστήκει λόχος
1115 δάφνῃ σκιασθείς· ὧν Κλυταιμήστρας τόκος
εἷς ἦν, ἁπάντων τῶνδε μηχανορράφος.
χὠ μὲν κατ᾽ ὄμμα στὰς προσεύχεται θεῷ,
οἱ δ᾽ ὀξυθήκτοις φασγάνοις ὡπλισμένοι
κεντοῦσ᾽ ἀτευχῆ παῖδ᾽ Ἀχιλλέως λάθρᾳ.
1120 χωρεῖ δὲ πρύμναν· οὐ γὰρ ἐς καιρὸν τυπεὶς
ἐτύγχαν᾽· ἐξέλκει δὲ καὶ παραστάδος
κρεμαστὰ τεύχη πασσάλων καθαρπάσας
ἔστη ᾽πὶ βωμοῦ γοργὸς ὁπλίτης ἰδεῖν,
βοᾷ δὲ Δελφῶν παῖδας ἱστορῶν τάδε·
1125 Τίνος μ᾽ ἕκατι κτείνετ᾽ εὐσεβεῖς ὁδοὺς
ἥκοντα; ποίας ὄλλυμαι πρὸς αἰτίας;
τῶν δ᾽ οὐδὲν οὐδεὶς μυρίων ὄντων πέλας
ἐφθέγξατ᾽, ἀλλ᾽ ἔβαλλον ἐκ χειρῶν πέτροις.
πυκνῇ δὲ νιφάδι πάντοθεν σποδούμενος
1130 προύτεινε τεύχη κἀφυλάσσετ᾽ ἐμβολὰς
ἐκεῖσε κἀκεῖσ᾽ ἀσπίδ᾽ ἐκτείνων χερί.
ἀλλ᾽ οὐδὲν ἦνεν· ἀλλὰ πόλλ᾽ ὁμοῦ βέλη,
οἰστοί, μεσάγκυλ᾽, ἔκλυτοί τ᾽ ἀμφώβολοι,
σφαγῆς τ᾽ ἐχώρουν βουπόροι ποδῶν πάρος.
1135 δεινὰς δ᾽ ἂν εἶδες πυρρίχας φρουρουμένου
βέλεμνα παιδός. ὡς δέ νιν περισταδὸν
κύκλῳ κατεῖχον οὐ διδόντες ἀμπνοάς,
βωμοῦ κενώσας δεξίμηλον ἐσχάραν,
τὸ Τρωϊκὸν πήδημα πηδήσας ποδοῖν
1140 χωρεῖ πρὸς αὐτούς· οἱ δ᾽ ὅπως πελειάδες
ἱέρακ᾽ ἰδοῦσαι πρὸς φυγὴν ἐνώτισαν.
πολλοὶ δ᾽ ἔπιπτον μιγάδες ἔκ τε τραυμάτων
αὐτοί θ᾽ ὑφ᾽ αὑτῶν στενοπόρους κατ᾽ ἐξόδους.
κραυγὴ δ᾽ ἐν εὐφήμοισι δύσφημος δόμοις
1145 πέτραισιν ἀντέκλαγξ᾽· ἐν εὐδίᾳ δέ πως
ἔστη φαεννοῖς δεσπότης στίλβων ὅπλοις,
πρὶν δή τις ἀδύτων ἐκ μέσων ἐφθέγξατο
δεινόν τε καὶ φρικῶδες, ὦρσε δὲ στρατὸν
στρέψας πρὸς ἀλκήν. ἔνθ᾽ Ἀχιλλέως πίτνει
1150 παῖς ὀξυθήκτῳ πλευρὰ φασγάνῳ τυπεὶς
Δελφοῦ πρὸς ἀνδρός, ὅσπερ αὐτὸν ὤλεσεν
πολλῶν μετ᾽ ἄλλων· ὡς δὲ πρὸς γαῖαν πίτνει,
τίς οὐ σίδηρον προσφέρει, τίς οὐ πέτρον,
βάλλων ἀράσσων; πᾶν δ᾽ ἀνήλωται δέμας
1155 τὸ καλλίμορφον τραυμάτων ὕπ᾽ ἀγρίων.
νεκρὸν δὲ δή νιν κείμενον βωμοῦ πέλας
ἐξέβαλον ἐκτὸς θυοδόκων ἀνακτόρων.
ἡμεῖς δ᾽ ἀναρπάσαντες ὡς τάχος χεροῖν
κομίζομέν νίν σοι κατοιμῶξαι γόοις
1160 κλαῦσαί τε, πρέσβυ, γῆς τε κοσμῆσαι τάφῳ.
τοιαῦθ᾽ ὁ τοῖς ἄλλοισι θεσπίζων ἄναξ,
ὁ τῶν δικαίων πᾶσιν ἀνθρώποις κριτής,
δίκας διδόντα παῖδ᾽ ἔδρασ᾽ Ἀχιλλέως.
ἐμνημόνευσε δ᾽, ὥσπερ ἄνθρωπος κακός,
1165 παλαιὰ νείκη· πῶς ἂν οὖν εἴη σοφός;

***
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Όταν εφτάσαμε
στο ξακουσμένο το ιερό του Απόλλωνα,
τρεις φωτεινές διαδρομές του ήλιου αφιερώσαμε
σ᾽ αυτά που βλέπαμε· και χόρταιναν τα μάτια μας.
Αυτό, καθώς καταλαβαίνω τώρα, φάνηκε ύποπτο.
Οι άνθρωποι που κατοικούν αυτό τον τόπο
μαζεύονταν σε κύκλους και σχολιάζανε.
1090 Και του Αγαμέμνονα ο γιος γυρνώντας μες στη χώρα,
μουρμούριζε στο αυτί του καθενός λόγια εχθρικά:
«Βλέπετε αυτόν που τριγυρίζει ανάμεσα
στους θησαυρούς του θεού με το χρυσάφι
και των θνητών τ᾽ αφιερώματα;
Έρχεται εδώ για δεύτερη φορά,
με τον ίδιο σκοπό καθώς και πρώτα,
δηλαδή να κουρσέψει τον ναό του Φοίβου».
Ο κακός λόγος σκορπίστηκε σ᾽ όλη τη χώρα.
Οι άρχοντες μαζεύονταν στα βουλευτήρια
κι εκείνοι που έχουν τη φροντίδα για τα πράγματα
του θεού βάλανε φρουρές στα περιστύλια.
1100 Εμείς, που ίσαμε τότε δεν είχαμε ακούσει
τίποτε απ᾽ όλα ετούτα, προχωρούσαμε
με πρόβατα θρεμμένα μες στις πρασινάδες
του Παρνασσού και κοντά στον βωμό σταθήκαμε,
μαζί με φίλους του άρχοντά μας απ᾽ τον τόπο
και με τους Πυθικούς τούς μάντεις. Κάποιος είπε:
«Λοιπόν, νεαρέ, τί θέλεις να δεηθούμε
για σένα στον θεό; Ποιός είναι ο λόγος που ήρθες;»
Κι ο Νεοπτόλεμος απάντησε:
«Για την παλιά την αμαρτία μου θέλω
να εξιλεωθώ στον Φοίβο: κάποτε του ζήτησα
να δώσει λόγο για τον φόνο του πατέρα μου».
Και τότε γίνηκαν απ᾽ όλους πιστευτά
τα παραμύθια του Ορέστη,
1110 πως ο αφέντης μου επήγε για κακό σκοπό
και πως έλεγε ψέματα. Περνάει την κρηπίδα
και μπαίνει στον ναό για να προσευχηθεί
στο άδυτο· μα βρίσκεται μπροστά σε θυσία.
Κρυμμένοι μέσα στις σκιές της δάφνης
κάποιοι Δελφιώτες του ᾽χανε στήσει καρτέρι
με τα σπαθιά στα χέρια· ο γιος της Κλυταιμνήστρας
ήταν αυτός που μηχανεύτηκε όλα τούτα.
Αντίκρυ στο άγαλμα ξαρμάτωτος στεκόταν
του Αχιλλέα ο γιος και προσευχότανε,
κι εκείνοι, αρματωμένοι, δολερά,
με τα σπαθιά τα κοφτερά, τονε λαβώνουν.
1120 Τραβιέται προς τα πίσω, αφού δεν ήτανε
βαριά χτυπημένος κι αρπάζοντας
από τα ξύλινα καρφιά του πρόναου
τα όπλα που ήταν κρεμασμένα εκεί,
στάθηκε πάνω στον βωμό ξαγριεμένος
και βροντοφώναξε στα παιδιά των Δελφών:
«Γιατί γυρεύετε να με σκοτώσετε, αφού ήρθα εδώ
για ευλαβικό ταξίδι; Τί σας έφταιξα
και πρέπει να πεθάνω;» Όμως κανένας,
κι ας ήτανε πολλοί κοντά του, δεν εμίλησε,
μονάχα τον χτυπούσανε με πέτρες.
Από πυκνή χιονιά παντούθε χτυπημένος,
1130 πρότεινε τα όπλα του και φυλαγότανε
φέρνοντας την ασπίδα του δεξιά ζερβά.
Μα τίποτα δεν εκατάφερνε. Πλήθος τα βλήματα,
σαΐτες και κοντάρια, σούβλες και μαχαίρια,
από κείνα που σφάζουνε τους ταύρους,
επέφτανε μπροστά στα πόδια του.
Ήτανε τρομερό να βλέπεις τί πηδήματα,
πόσα στριφογυρίσματα έκανε το παλικάρι μας
τις σαϊτιές καθώς αγωνιζόταν ν᾽ αποφύγει.
Μα όπως εκείνοι γύρω του έσφιγγαν τον κύκλο
χωρίς να τον αφήνουνε να πάρει ανάσα,
αφήνει τον βωμό που ακουμπούν τα σφαχτάρια
και μ᾽ ένα πήδημα καθώς του Αχιλλέα
1140 στην Τροία, επάνω τους ορμάει. Κι αυτοί,
όπως τα περιστέρια όταν θα δουν γεράκι,
το ρίχνουν στη φευγάλα. Πλήθος πέφτανε
οι λαβωμένοι κι άλλοι σπρώχνονταν,
ο ένας πάνω στον άλλον, να ξεφύγουνε
απ᾽ τα στενά περάσματα. Κραυγή
μέσα στον ιερό τον τόπο ακούστηκε
και κακοσήμαδη αντιχτύπησε στους βράχους.
Μες στην αστραφτερή του αρματωσιά,
σαν την καλή τη μέρα,
έλαμπε ο κύριός μου, ωσότου κάποιος
μίλησε μέσ᾽ από το άδυτο
με φοβερή, φριχτή φωνή,
δίνοντας θάρρος στους εχθρούς του. Πέφτει τότε
του Αχιλλέα ο γιος, καθώς ένας Δελφιώτης
1150 τονε χτυπάει στο πλευρό με κοφτερό σπαθί.
Αυτός τον σκότωσε, μα τον βοηθήσανε κι άλλοι πολλοί.
Όταν τον είδανε να πέφτει καταγής,
άλλος τονε χτυπάει με σίδερο, άλλος με κοτρόνι,
από κοντά ή από μακριά.
Και τ᾽ όμορφο κορμί αφανίστηκε
από τ᾽ άγρια χτυπήματα. Και νεκρό πια,
καθώς ήταν πεσμένος δίπλα στον βωμό,
τον σύρανε και τον πετάξαν έξω
απ᾽ το ιερό, που είχε γεμίσει με θυμιάματα.
Ευθύς, εμείς, τον πήραμε στα χέρια μας
και σου τον φέρνουμε,
για να τον κλάψεις, γέροντα, να τον μοιρολογήσεις,
1160 να τον τιμήσεις με ταφή.
Νά τί έκανε ο θεός που για τους άλλους ορίζει
τί πρέπει να πράξουνε, και που κρίνει τα δίκαια
των ανθρώπων, νά τί έκανε στον γιο του Αχιλλέα
που πήγε να γυρέψει εξιλέωση. Θυμήθηκε,
σαν άνθρωπος κακός, παλιές φιλονικίες.
Ύστερα, πώς να τονε πεις σοφό;
(Έρχονται οι δούλοι που φέρνουν το λείψανο του Νεοπτόλεμου.)

Δεν υπάρχουν σχόλια :

Δημοσίευση σχολίου