Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ - Ἄλκηστις (476-508)

ΗΡΑΚΛΗΣ
ξένοι, Φεραίας τῆσδε κωμῆται χθονός,
Ἄδμητον ἐν δόμοισιν ἆρα κιγχάνω;
ΧΟ. ἔστ᾽ ἐν δόμοισι παῖς Φέρητος, Ἡράκλεις.
ἀλλ᾽ εἰπὲ χρεία τίς σε Θεσσαλῶν χθόνα
480 πέμπει, Φεραῖον ἄστυ προσβῆναι τόδε.
ΗΡ. Τιρυνθίῳ πράσσω τιν᾽ Εὐρυσθεῖ πόνον.
ΧΟ. καὶ ποῖ πορεύῃ; τῷ προσέζευξαι πλάνῳ;
ΗΡ. Θρῃκὸς τέτρωρον ἅρμα Διομήδους μέτα.
ΧΟ. πῶς οὖν δυνήσῃ; μῶν ἄπειρος εἶ ξένου;
485 ΗΡ. ἄπειρος· οὔπω Βιστόνων ἦλθον χθόνα.
ΧΟ. οὐκ ἔστιν ἵππων δεσπόσαι σ᾽ ἄνευ μάχης.
ΗΡ. ἀλλ᾽ οὐδ᾽ ἀπειπεῖν μὴν πόνους οἷόν τ᾽ ἐμοί.
ΧΟ. κτανὼν ἄρ᾽ ἥξεις ἢ θανὼν αὐτοῦ μενεῖς.
ΗΡ. οὐ τόνδ᾽ ἀγῶνα πρῶτον ἂν δράμοιμ᾽ ἐγώ.
490 ΧΟ. τί δ᾽ ἂν κρατήσας δεσπότην πλέον λάβοις;
ΗΡ. πώλους ἀπάξω κοιράνῳ Τιρυνθίῳ.
ΧΟ. οὐκ εὐμαρὲς χαλινὸν ἐμβαλεῖν γνάθοις.
ΗΡ. εἰ μή γε πῦρ πνέουσι μυκτήρων ἄπο.
ΧΟ. ἀλλ᾽ ἄνδρας ἀρταμοῦσι λαιψηραῖς γνάθοις.
495 ΗΡ. θηρῶν ὀρείων χόρτον, οὐχ ἵππων, λέγεις.
ΧΟ. φάτνας ἴδοις ἂν αἵμασιν πεφυρμένας.
ΗΡ. τίνος δ᾽ ὁ θρέψας παῖς πατρὸς κομπάζεται;
ΧΟ. Ἄρεος, ζαχρύσου Θρῃκίας πέλτης ἄναξ.
ΗΡ. καὶ τόνδε τοὐμοῦ δαίμονος πόνον λέγεις·
500 σκληρὸς γὰρ αἰεὶ καὶ πρὸς αἶπος ἔρχεται·
εἰ χρή με παισὶν οἷς Ἄρης ἐγείνατο
μάχην συνάψαι, πρῶτα μὲν Λυκάονι,
αὖθις δὲ Κύκνῳ, τόνδε δ᾽ ἔρχομαι τρίτον
ἀγῶνα πώλοις δεσπότῃ τε συμβαλῶν.
505 ἀλλ᾽ οὔτις ἔστιν ὃς τὸν Ἀλκμήνης γόνον
τρέσαντα χεῖρα πολεμίαν ποτ᾽ ὄψεται.
ΧΟ. καὶ μὴν ὅδ᾽ αὐτὸς τῆσδε κοίρανος χθονὸς
Ἄδμητος ἔξω δωμάτων πορεύεται.

***
Έρχεται ο Ηρακλής· φορά λεοντή και κρατά ρόπαλο. ΗΡΑΚΛΗΣ
Φεραίοι, που κατοικείτε εδώ ένα γύρο
στη χώρ᾽ αυτή, είν᾽ ο Άδμητος στο σπίτι;
ΚΟΡ. Ναι, ο γιος του Φέρη βρίσκεται στο σπίτι.
Μα εσέ, Ηρακλή, ποιά ανάγκη εδώ σε φέρνει
480 στη Θεσσαλία, στην πόλη των Φεραίων;
ΗΡΑ. Μια εντολή του Τιρύνθιου Ευρυσθέα.
ΚΟΡ. Πού πας; Πού τριγυρνάς αγγαρεμένος;
ΗΡΑ. Για του Διομήδη τ᾽ άλογα, στη Θράκη.
ΚΟΡ. Μπορείς; Ξέρεις με ποιόν έχεις να κάνεις;
ΗΡΑ. Όχι· ποτέ στη χώρα του δεν πήγα.
ΚΟΡ. Τ᾽ άλογα δίχως μάχη δεν τα παίρνεις.
ΗΡΑ. Και ν᾽ αρνηθώ το μόχθο αδύνατο είναι.
ΚΟΡ. Ή τον σκοτώνεις ή θα σε σκοτώσει.
ΗΡΑ. Δεν πρωτομπαίνω σ᾽ έναν τέτοιο αγώνα.
490 ΚΟΡ. Και νικητής αν βγεις, τί θα κερδίσεις;
ΗΡΑ. Στον Ευρυσθέα θα δώσω τ᾽ άλογά του.
ΚΟΡ. Δύσκολο να τους βάλεις χαλινάρι.
ΗΡΑ. Γιατί; Φυσούν φωτιές απ᾽ τα ρουθούνια;
ΚΟΡ. Τα δόντια τους ανθρώπους κομματιάζουν.
ΗΡΑ. Βουνίσια ειναι θεριά, να τρώνε κρέας;
ΚΟΡ. Θα δεις παχνιά μες στο αίμα βουτηγμένα.
ΗΡΑ. Και τίνος γιος ο αφέντης τους λέει είναι;
ΚΟΡ. Του Άρη· χρυσή η θρακιώτική του ασπίδα.
ΗΡΑ. Της τύχης μου είναι τέτοιοι πάντα αγώνες·
500 τύχη σκληρή και σε γκρεμούς με φέρνει·
όλο με του Άρη γιους να πολεμάω·
με το Λυκάονα πρώτα, με τον Κύκνο
κατόπι· του Άρη γιος, και των αλόγων
ο αφέντης που μαζί του θα τα βάλω.
Μα δε θα δει κανένας της Αλκμήνης
το γιο να τρέμει εμπρός στου εχθρού το χέρι.
ΚΟΡ. Έρχεται ο ίδιος ο Άδμητος, της χώρας
ο βασιλιάς· νά, βγαίνει απ᾽ το παλάτι.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΝΥΚΤΙΜΕΝΗ

ΝΥΚΤΙΜΕΝΗ
(πουλί, κουκουβάγια)
 
Ο μύθος της Νυκτιμένης εξηγεί γιατί η κουκουβάγια αποστρέφεται το φως και τα βλέμματα και εμφανίζεται μόνο τη νύχτα.
 
Ήταν κόρη του βασιλιά της Λέσβου Επωπέα ή της Αιθιοπίας Νυκτέα. Οικειοθελώς ή με τη βία συνήψε αιμομικτικές σχέσεις με τον πατέρα της.

Ντροπιασμένη κατέφυγε στα δάση, ώσπου τη λυπήθηκε η Αθηνά και τη μεταμόρφωσε κουκουβάγια.
 
Σε κουκουβάγια μεταμορφώθηκαν επίσης ο μαρτυριάρης Ασκάλαφος, η Μεροπίδα, μία από τις Μινυάδες.
 

Αν η εκπαίδευση ήταν μάθηση

Αν η εκπαίδευση ήταν μάθηση θα γιορτάζαμε τα λάθη περισσότερο από τα άριστα.

Αν η εκπαίδευση είχε πραγματική σχέση με την μάθηση:

– Θα αφήναμε τα παιδιά να κάνουν περισσότερες ερωτήσεις και θα τους δίναμε την κατάλληλη υποστήριξη να βρουν μόνοι τους τις απαντήσεις.

– Θα βλέπαμε το βούτηγμα μπισκότων στο γάλα σαν μια επιστημονική ευκαιρία, όχι μόνο σαν σνακ!

– Θα δίναμε στα παιδιά τεράστια τεστ και βιβλία μόνο αν χρειάζονταν τα χαρτιά για να χτίσουν πύργο και να εξερευνήσουν τη δύναμη και την κίνηση

– Θα βάζαμε μόνο τέτοιες ταμπέλες στα παιδιά κυρίως «οπτικός μαθητής», «εύθυμος», «υπερέχει στην μάθηση», «αγωνίζεται με την πρόσθεση», «αγαπά το ποδόσφαιρο» αντί για «έμπειρος» ή «μέτριος» (και εδώ θα μπορούσα εγώ να προσθέσω κι άλλα κοσμητικά επίθετα που λένε οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί στα παιδιά στην Ελλάδα, όπως τεμπέλης, αργός, χαζός, αδιάφορος, κλπ)

– Θα σταματούσαμε να κάνουμε φωτοτυπίες χαμηλού επιπέδου και θα δίναμε περισσότερα άδεια χαρτιά για έμπνευση

– Θα είχαμε στόχο μας να κάνουμε τα παιδιά να κάνουν ερωτήσεις στην τάξη που δεν μπορούμε να απαντήσουμε ή για τις οποίες ούτε το Google δεν έχει απάντηση

– Θα σταματούσαμε να ξοδεύουμε εκατομμύρια στα σχολικά βιβλία

– Θα γιορτάζαμε τα λάθη περισσότερο από τα Άριστα

– Η επιτυχία θα ήταν η υπερπήδηση εμποδίων και η προσπάθεια και όχι το «τέλειο γραπτό»

– Θα καλούσαμε έναν μηχανικό ή επιστήμονα στην τάξη για να απαντήσει ερωτήσεις των παιδιών

– Θα μιλούσαμε περισσότερο για να βρουν το πάθος και την κλίση τους παρά για το τεστ ορθογραφίας της Παρασκευής

– Θα παίρναμε τις καλύτερες θεωρίες από την εκπαίδευση των χαρισματικών παιδιών, την ειδική αγωγή και κάθε τι ανάμεσα, για να φτιάξουμε ένα σχολείο όπου ικανοποιούνται οι ανάγκες ΟΛΩΝ των παιδιών

– Τα παιδιά δεν θα ρωτούσαν ποτέ «Γιατί πρέπει να το μάθω αυτό;» επειδή θα ήταν απασχολημένα με την έρευνα

– Η έρευνα θα υπερτερούσε από την διάλεξη-παράδοση μαθήματος

– Η επαγγελματική εξέλιξη θα ήταν διαφοροποιημένη, γεμάτη νόημα και αποστασιοποιημένη από την ανάγνωση σελίδων στο PowerPoint

– Κάθε σχολείο θα είχε μορφές συνεργασίας σαν αυτό που συμβαίνει στο Twitter κάθε μέρα

– Δεν θα ακούγαμε φράσεις όπως «Δεν το διδάσκουμε αυτό από τη στιγμή που δεν είναι στην εξεταστέα ύλη»

Η εκπαίδευση μπορεί να μην έχει σχέση (τουλάχιστον ως ένα μεγάλο βαθμό) με την μάθηση αυτή τη στιγμή, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η δική μας τάξη δεν μπορεί να έχει σχέση με την μάθηση!

Είναι στο χέρι μας, όλοι όσοι ασχολούμαστε με την εκπαίδευση, να κάνουμε τη διαφορά με τους δικούς μας μαθητές, με τους συναδέλφους, με το δικό μας σχολείο.

Κακοί χαρακτήρες ή διαταραχή προσωπικότητας;

Είναι λοξοί, εκκεντρικοί, ιδιότροποι, αλαζόνες, καχύποπτοι, ακοινώνητοι, δειλοί, μονόχνωτοι, ευερέθιστοι. Κυκλοφορούν στην κοινωνία ή στο περιθώριό της, μπορεί να εργάζονται, να έχουν οικογένεια, μπορεί να είναι επιτυχημένοι και διάσημοι ή αποτυχημένοι και απογοητευμένοι, μπορεί να είναι φίλοι ή συγγενείς μας ή μπορεί να είμαστε κι εμείς οι ίδιοι και να μην το ξέρουμε.
 
Μιλάμε για τα άτομα με διαταραχή προσωπικότητας, αυτά που στην καθομιλούμενη τα αποκαλούμε στραβόξυλα.

Μας κάνουν τη ζωή δύσκολη, θυμώνουν με το παραμικρό, παρεξηγούνται, παρανοούν όσα λέμε, μελαγχολούν ξαφνικά και χωρίς λόγο ή επιτίθενται χωρίς λόγο, θέλουν να είναι το κέντρο της προσοχής, έχουν υστερία με την τάξη και την καθαριότητα, δεν εμπιστεύονται τους άλλους και δεν τελειώνει ο κατάλογος με τις παραξενιές και τις ιδιορρυθμίες τους.

Αν κάνουν τη δική μας ζωή δύσκολη, η δική τους ζωή είναι ακόμα πιο δύσκολη, γιατί τα άτομα αυτά δεν μπορούν να διαχειριστούν την καθημερινότητά τους  με απλό και φυσιολογικό τρόπο. Τα πράγματα, οι άνθρωποι, τα γεγονότα τούς προκαλούν ανησυχία, εκνευρισμό, καχυποψία και γεννούν μέσα τους δυσάρεστα συναισθήματα μειονεξίας, θυμού, ενοχής, ντροπής, φόβου.

Κάποτε όλους αυτούς τους χαρακτηρίζαμε μυστήριους ή αναποδιασμένους και δεν είχαμε καμιά διάθεση να τους καταλάβουμε, πολύ λιγότερο να τους συμπονέσουμε.

Σήμερα η ψυχιατρική μάς λέει ότι αυτοί οι άνθρωποι φέρονται έτσι, επειδή δεν μπορούν να φερθούν διαφορετικά. Η αντίδρασή τους σε στρεσογόνες καταστάσεις είναι άκαμπτη, ακραία και δυσπροσαρμοστική με αποτέλεσμα να υστερούν στις τρεις βασικές διαστάσεις της ζωής: την αγάπη, την εργασία και τη διασκέδαση.

Φυσικά δεν είναι ευτυχισμένοι άνθρωποι. Όμως δυσκολεύονται να αντιληφθούν ότι οι ίδιοι είναι κατά μεγάλο μέρος υπαίτιοι για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, δυσκολίες που οφείλονται στο δυσλειτουργικό τρόπο σκέψης και συμπεριφοράς τους.

Αγνοούν ότι τους ταλαιπωρεί μια διαταραχή προσωπικότητας, αποδίδουν στο περιβάλλον και στους άλλους τα προβλήματά τους και γι' αυτό δεν σκέφτονται να ζητήσουν βοήθεια από τους ειδικούς.

Δέκα είναι οι κύριες διαταραχές προσωπικότητας:

Παρανοειδής διαταραχή:  Το άτομο είναι δύσπιστο, καχύποπτο και πιστεύει ότι οι άλλοι το εκμεταλλεύονται, το βλάπτουν και το εξαπατούν. Διαβάζει κρυμμένα μειωτικά ή απειλητικά μηνύματα σε καλοπροαίρετες παρατηρήσεις και γεγονότα,  βλέπει επιθέσεις εναντίον του χαρακτήρα ή της φήμης του που δεν είναι εμφανείς στους άλλους και αντιδρά με θυμό ή αντεπιτίθεται. Κρατά επίμονα κακία, δηλαδή δεν συγχωρεί προσβολές ή υποτιμήσεις.

Σχιζοειδής διαταραχή: Δεν επιθυμεί τις κοινωνικές σχέσεις, αποφεύγει τις κοινωνικές επαφές, γιατί δεν του δίνουν ευχαρίστηση, αγαπά την απομόνωση, δεν έχει φίλους. Ευχαριστείται με λίγες μοναχικές δραστηριότητες  ή με καμιά. Είναι αδιάφορο στον έπαινο ή την κριτική και φαίνεται απόμακρο. Έχει συναισθηματική ψυχρότητα.

Σχιζότυπη διαταραχή: Είναι ιδιόρρυθμο άτομο, εκκεντρικό, έχει παράλογες σκέψεις και αντιλήψεις, μιλά, ντύνεται και φέρεται εκκεντρικά. Έχει παράξενες πεποιθήσεις ή μαγική σκέψη (πχ πιστεύει ότι έχει ειδικές δυνάμεις), αλλόκοτες φαντασιώσεις και αλλόκοτες ενασχολήσεις. Παρουσιάζει ανεπάρκεια ή δυσκολία στις διαπροσωπικές σχέσεις.

Αντικοινωνική διαταραχή: Περιφρονεί και παραβιάζει τα δικαιώματα των άλλων, αδιαφορεί για το νόμο, έχει παράνομη συμπεριφορά και πλήρη απουσία ενοχής, ευερεθιστότητα και αδυναμία για σταθερή εργασία. Εμπλέκεται σε καυγάδες και βιαιοπραγίες.

Μεταιχμιακή-οριακή διαταραχή: Είναι κυκλοθυμικό ή αμφιθυμικό άτομο, έχει έντονη παρορμητικότητα και άγχος για δυνητική απόρριψη, καθώς και αυτοκαταστροφικές τάσεις. Οι διαπροσωπικές του σχέσεις είναι ασταθείς και χαοτικές, αλλάζει συχνά στόχους, φίλους και συντρόφους και  δεν έχει σταθερή εικόνα εαυτού. Έχει χρόνια αισθήματα κενού και μοναξιάς.

Δραματική διαταραχή: Δεν νιώθει άνετα, αν δεν είναι το κέντρο της προσοχής, ο τρόπος ομιλίας του είναι δραματικός και θεατρικός με υπερβολική έκφραση συναισθημάτων και στερούμενος λεπτομερειών. Ενδιαφέρεται υπερβολικά για την εξωτερική του εμφάνιση και αναστατώνεται με το παραμικρό σχόλιο σχετικά με αυτήν. Συχνά εμφανίζεται σεξουαλικά προκλητικό ή σαγηνευτικό όχι μόνο προς κάποιον που μπορεί να ενδιαφέρεται αλλά  και προς άλλα άτομα στον κοινωνικό και επαγγελματικό του χώρο.

Ναρκισσιστική διαταραχή: Έχει μεγαλειώδη αίσθηση σπουδαιότητας, περιμένει να αναγνωριστεί ως ανώτερο χωρίς όμως ανάλογα επιτεύγματα, παρουσιάζει έντονη ενασχόληση με φαντασιώσεις απεριόριστης επιτυχίας, δύναμης, εξυπνάδας, ομορφιάς. Απαιτεί υπερβολικό θαυμασμό, συχνά φθονεί τους άλλους ή νομίζει ότι οι άλλοι το φθονούν. Πιστεύει ότι είναι άτομο ξεχωριστό, μοναδικό και ζητά την παρέα των «επωνύμων». Η εικόνα που παρουσιάζει στους άλλους είναι αυτή του υπερόπτη, του αλαζόνα που περιφρονεί τους άλλους.

Ψυχαναγκαστική διαταραχή: Απασχολείται έντονα με λεπτομέρειες, κανόνες, λίστες και προγράμματα, ώστε τελικά χάνει το κύριο σημείο της δραστηριότητάς του. Έχει υπερβολική τελειοθηρία που παρεμποδίζει την ολοκλήρωση μιας εργασίας και υπερβολική αφοσίωση στην εργασία με αποκλεισμό δραστηριοτήτων ελευθέρου χρόνου και φιλικών σχέσεων (χωρίς να υπάρχει οικονομικός λόγος). Είναι άτομο ισχυρογνώμον, λεπτολόγο και άκαμπτο σε θέματα ηθικής και αξιών (που δεν εξηγείται από πολιτισμική ή θρησκευτική ταυτοποίηση) και απρόθυμο να κάνει καταμερισμό καθηκόντων ή να δουλέψει με άλλους, εκτός αν αυτοί υποταχθούν στον ακριβή δικό του τρόπο που κάνει τα διάφορα πράγματα. (Η τηλεοπτική σειρά “Mister Monk” παρουσιάζει στην υπερβολή του ένα τέτοιο χαρακτήρα).

Αποφευκτική διαταραχή: Έχει έντονη κοινωνική αναστολή, αισθήματα ανεπάρκειας και υπερευαισθησία στην κριτική των άλλων. Νιώθει κατώτερο άτομο, μη αρεστό, είναι ντροπαλό, έχει χαμηλή αυτοεκτίμηση, φοβάται συνεχώς μην το κοροϊδέψουν. Αποφεύγει καταστάσεις με σημαντική διαπροσωπική επαφή από το φόβο της κριτικής, της αποδοκιμασίας και της απόρριψης.

Εξαρτημένη διαταραχήΈχει έντονη και υπερβολική ανάγκη να το φροντίζουν οι άλλοι, πράγμα που οδηγεί σε υποτακτική και εξαρτημένη συμπεριφορά και σε φόβο αποχωρισμού από τους άλλους. Βασίζεται πάντα σε κάποιον άλλο για τις βασικές ή καθημερινές αποφάσεις της ζωής του και φοβάται μη μείνει μόνο του, γιατί νιώθει ότι είναι ανήμπορο να τα βγάλει πέρα. 

Σε πολλές περιπτώσεις τα άτομα με διαταραχή προσωπικότητας περνούν απαρατήρητα και ο κόσμος απλώς νομίζει ότι είναι ιδιότροποι ή κακοί χαρακτήρες.

Οι ίδιοι πιστεύουν ότι στις προστριβές τους με την πραγματικότητα  έχουν το δίκιο με το μέρος τους και ότι η ζωή, η κοινωνία, η οικογένεια, οι φίλοι, οι άλλοι γενικώς «αρμενίζουν στραβά», όχι εκείνοι.

Την καθημερινότητά τους τη βιώνουν δύσκολα και καθώς δεν αντιλαμβάνονται ότι είναι αυτοί η πηγή των δυσκολιών τους, αποδίδουν τη χαμηλή ποιότητα της ζωής τους στους άλλους ή στην κακή τους τύχη.

Επειδή αγνοούν ότι πάσχουν από διαταραχή προσωπικότητας, δεν καταφεύγουν συνήθως στους ειδικούς με αποτέλεσμα να περνούν όλη τη ζωή τους δύσκολα, άσχημα και μίζερα.

Αν όμως η διαταραχή τους δεν ανήκει στις ελαφρές περιπτώσεις, αν τα συμπτώματά της είναι ακραία και βαριά, τότε αναπόφευκτα το περιβάλλον, οι οικείοι τους αλλά και οι ίδιοι αντιλαμβάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά και τότε ζητούν τη βοήθεια του ειδικού.

Προσωπικά πάντως, από τότε που έμαθα ότι υπάρχουν αυτές οι συγκεκριμένες διαταραχές, άρχισα να βλέπω τους ανθρώπους με άλλο μάτι. 

Φίλοι που κάποτε με εκνεύριζαν με την ανεδαφική τους οίηση ή με την υπερβολικά θεατρική συμπεριφορά τους ή με την ανεξήγητη καχυποψία τους, τώρα έχουν την ανοχή  και την υπομονή μου.

Δεν προσπαθώ να τους αλλάξω, γιατί αυτό είναι αδύνατο. Αν έχω το θάρρος, τους επισημαίνω το πρόβλημα και τους συμβουλεύω να δουν έναν ειδικό.

Αν δεν έχω το θάρρος, τότε μένω σιωπηλός με βαθιά όμως κατανόηση και συχνά με λύπη.

Όσο ελευθερωνόμαστε, τόσο χαιρόμαστε με τη ζωή μας

Αν μεγαλώσατε στην επίκριση, στον έλεγχο και στις υποδείξεις, ένας έλεγχος αποφασίζει για τις κινήσεις σας.

Κάθε φορά που τολμάτε στα δικά σας θέλω, ο έλεγχος αναστέλλει τις αποφάσεις σας. Ελέγχετε την επιθυμία σας, φοβάστε να αφεθείτε σε αυτήν.

Υποσυνείδητα συντηρείτε το βίωμά σας, τα συναισθήματα που ζήσατε στο βίωμά σας. Ο φόβος της επίκρισης και της τιμωρίας του παρελθόντος γίνεται φόβος του παρόντος.

Αυτό που χρειάζεστε είναι να χαλαρώσετε τον έλεγχο σας, να μην επαναλαμβάνετε στον εαυτό σας ό,τι μάθατε. Να κατανοήσετε, να συγχωρήσετε, να αποδεσμευτείτε από το παρελθόν, διαφοροποιούμενοι από συμπεριφορές που πλήττουν την αξία σας και να αποδεχτείτε τον εαυτό σας εκτιμώντας σας.

Αν αποδεχτείτε το είναι σας, οι εμπειρίες που θα επιλέγετε θα είναι εκείνες όπου η επιθυμία σας για αυτό που είστε θα ανθίζει και θα καρποφορεί. Θα έχετε την διαύγεια που χρειάζεστε για να δείτε τι θέλετε και να το υλοποιήσετε. Ελεύθεροι από ανάγκη για επιβεβαίωση θα κοιτάτε μόνο σε ό,τι σας εκφράζει, ό,τι επιθυμεί η δική σας ψυχή. Θα νιώθετε όμορφα με το είναι σας και είτε μόνοι σας είτε με άλλους θα χαίρεστε εκτιμώντας κάθε σας στιγμή.

Όσο όμως δεν αποδέχεστε τον εαυτό σας, θα επιζητάτε την επιβεβαίωση. Θα επιλέγετε εμπειρίες όπου αυτό που θα σας συνδέει θα είναι η ανάγκη σας να αποκατασταθεί η εικόνα του εαυτού σας. Θα ελκύεστε από καταστάσεις όπου η αγωνία τους να ζήσουν όσα δεν έζησαν μέσα από σας θα ταιριάζει με τη δική σας αγωνία. Η εξάρτηση, ο έλεγχος, η αδυναμία να βάλετε προτεραιότητες και να αφοσιωθείτε θα σας προκαλούν σύγχυση, δεν θα έχετε την διαύγεια που χρειάζεστε. Για να βάλετε προτεραιότητες και να σας ενδιαφέρει μοναχά ό,τι εκφράζει την αλήθεια σας, πρέπει να συνειδητοποιήσετε ότι δεν μπορούμε να ζήσουμε με μαγικό τρόπο όσα δεν ζήσαμε. Ότι μπορούμε αν το θέλουμε και αν εργαστούμε πάνω σε αυτό, να δημιουργήσουμε υγιείς συνθήκες, εκτιμώντας τον εαυτό μας με αφοσίωση και επαγρύπνηση.

Αν συντηρείτε την επίκριση, δεν μπορείτε να εμπιστευτείτε την επιθυμία σας. Επικρίνετε τον εαυτό σας, επικρίνετε τους άλλους νομίζοντας πως αν όλα λειτουργούν σε ένα πλαίσιο τελειότητας η επίκριση ως δια μαγείας θα εξαφανιστεί από τη ζωή σας. Επικρίνετε για να προλάβετε την επίκριση, να μην τιμωρηθείτε, να μην τιμωρηθούν κι εκείνοι. Έτσι ερμηνεύετε τη φροντίδα, την οποία όσο κι αν τη χρειάζεστε, τελικά τη στερείτε από τον εαυτό σας και τις σχέσεις σας.

Ο φόβος ότι αυτό που κάνετε ίσως επικριθεί ή αμφισβητηθεί σας γεμίζει αμφιβολίες και σας κάνει να προσκολλάστε στην προοπτική της αποτυχίας, ώσπου η αυτοεκπληρούμενη προφητεία με ένα μοιραίο τρόπο προκαλεί το αποτέλεσμα που φοβάστε.

Οι σκέψεις αυτές δεν επιτρέψουν στη σκέψη σας ανάσες ελευθερίας, ενώ στα συναισθήματα σας κυριαρχεί ο φόβος, η αγωνία, ο θυμός, η εξάρτηση από τις αντιδράσεις των άλλων, ο αρνητισμός, η μη δέσμευση με την αληθινή σας επιθυμία.

Σαν από αντίδραση επιμένετε στον τρόπο που ζήσατε, αρνούμενος/-η να διαφοροποιηθείτε από αυτόν. Πιστεύετε ότι αυτό που σας αξίζει είναι η επίκριση και η αμφιβολία, κάτι που σας κάνει να μην παρατηρείτε καθαρά αυτό που θέλετε ώστε να δίνεστε σε αυτό με συνέπεια και αφοσίωση. Λειτουργείτε είτε ανώριμα και αντιδραστικά στον ώριμο εαυτό σας που επιθυμεί την εξέλιξη και τη σοβαρότητα είτε ακολουθείτε αυστηρά στερεότυπα που περιορίζουν αυτό που θέλετε.

Εξαρτάστε από άλλους για να πάρετε την επιβεβαίωση που χρειάζεστε, κι όταν δεν την παίρνετε θυμώνετε μαζί τους. Το κριτήριο στις εμπειρίες σας είναι η αποκατάσταση της εικόνας σας, κάτι όμως που δεν μπορεί να σας το δώσει κανείς αλλά μόνο ο εαυτός σας. Όσο επιλέγετε καταστάσεις από ανάγκη, τόσο απογοητεύεστε, κάτι που επηρεάζει ακόμα περισσότερο την αρνητική εικόνα που έχετε για τον εαυτό σας.

Όσο αναζητάτε τις δικές σας αλήθειες, αυτές που σας βοηθούν να είστε ο εαυτός σας, ένας εαυτός που εξελίσσεται, προοδεύει, ένας εαυτός με ευθύνη στα βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς σας, τόσο δέχεστε και αφήνεστε στα ώριμά σας θέλω.

Αφήνεστε σε αυτό που επιθυμείτε χωρίς λογοκρισία, χωρίς την ανάγκη της απολογίας. Νιώθετε εμπιστοσύνη στον εαυτό σας γιατί επιλέγετε με κριτήρια αξίας. Δεσμεύεστε αλλά και δεν διστάζετε να αποχωρήσετε χωρίς ενοχή από ό,τι θα μπορούσε να αλλοιώσει την αξία της αλήθειάς σας.

Δεν γίνεστε ένας ρόλος προκειμένου να αναπαράγετε στερεότυπα που γαλουχηθήκατε προσδοκώντας σε μια επιβεβαίωση αλλά εξετάζετε το καθετί αν συντονίζεται με τη δική σας επιθυμία. Παρατηρείτε αν η επιθυμία σας συντονίζεται με το είναι σας. Εκτιμάτε αν οι εμπειρίες που επιλέγετε ανταποκρίνονται στην αλήθεια του εαυτού σας, στην αλήθεια των επιθυμιών σας.

Εμπιστεύεστε τον εαυτό σας, τον αντιμετωπίζεται με ωριμότητα και κάθε φορά που θέλετε να κάνετε κάτι αναρωτιέστε: Με εκφράζει αληθινά; Νιώθω πως με αυτό που κάνω συμβάλω στην εκτίμηση του εαυτού μου; Νιώθω ελεύθερος να είμαι ο εαυτός μου σε αυτό, ένας εαυτός που αγωνίζομαι να πραγματώσω αυτό που είναι ο προορισμός μου;

Το μυαλό μας φτιάχνει σενάρια που μας εμποδίζει να ζήσουμε. Όσο ελευθερωνόμαστε από αυτά, χαιρόμαστε με την ζωή που ζούμε γιατί τη νιώθουμε δική μας.

Η λήθη των χαμένων ανθρώπινων ψυχών

Κάποτε η καρδιά μας, η ψυχή μας δηλαδή, ζούσε σε έναν κόσμο όπου τα πάντα συμβάδιζαν σύμφωνα με την ομορφιά της, οι Αρετές της δεν διαχώριζαν ποτέ το σκοτάδι από το φως, διότι έβλεπαν τα πάντα να είναι από φως, και κάθε της σκέψη ήταν προερχόμενη από το Αγαθό και την Αγάπη, και όλα γύρω της ήταν Φως και Ζωή!

Και αφού γνώρισε, κατανόησε, και έζησε το φως σε όλη του την έκταση, και αφού κατανόησε την ομορφιά της ζωής, μέσα από την δημιουργία των σκέψεων από φως, θέλησε να κατανοήσει έναν άλλο κόσμο, ίσως για να του δώσει φως, την ομορφιά του πνεύματος, ώστε να γίνει κι αυτός ο κόσμος όμορφος όπως ο κόσμος του φωτός και να του δώσει την τέλεια πνευματική ζωή, διότι αυτός ο κόσμος δεν είχε φως, μα ούτε και τέλειο πνεύμα αλλά διπολικό των αντιθέτων.

Με μια του σκέψη μεταφέρθηκε σε αυτόν τον κόσμο τον δυαδικό, μια νέα δημιουργία, που αυτή την φορά αποτελούνταν από τις αντίθετες σκέψεις, και όχι όμοιες μόνον από φως, έτσι το πνεύμα, διασπασμένο πλέον, και πάνω στον πλανήτη Γη έγινε καρδιά, μια καρδιά κομμένη στα δύο, όπου η χαρά ακολουθούσε την λύπη, η ζωή ακολουθούσε τον θάνατο, η αγάπη το μίσος, η γνώση της αλήθειας το ψέμα, η έκσταση του αγαθού, στην έκσταση της πονηριάς και της κακίας, και όλα όσα ζούσε και αγαπούσε στον κόσμο του φωτός, πλέον είχαν και το αντίθετο τους μέσα στις σκέψεις της.

Από Φως και Ζωή, έγινε η καρδιά διχασμένη, ανάμεσα στο πάθος του έρωτα για την αγάπη, και το πάθος του σιχαμερού έρωτα χωρίς αγάπη.

Η ζωή πλέον δεν ήταν όπως την γνώριζε, και αμέσως ξέχασε ποια είναι η αληθινή και πραγματική της ουσία, και έγινε ένα με αυτόν τον δυαδικό κόσμο, και από τότε ζει η ψυχή ως διχασμένη καρδιά, μέσα σε έναν ξένο κόσμο γι’ αυτήν, που προσπαθεί να τον κάνει δικό της δίνοντας την αγάπη απέναντι στις άλλες ψυχές που ξέχασαν ποιες είναι, και έγιναν ένα με το πάθος για τον έρωτα της σάρκας και την ύλη, δίχως την αγάπη, δίχως όμως να επικρατεί η αληθινή τους ουσία του φωτός, και έτσι ο κόσμος των ψυχών, έγινε κι αυτός διαδικός, διπολικός, και όποια ψυχή θυμηθεί τον εαυτό της, την αληθινή της ουσία, θα γνωρίσει την ευτυχία, και μαζί με αυτήν, θα φέρει το φως και σε αυτόν τον θνητό και διαδικό κόσμο που είναι δίχως το ερεβοκτόνο φως.

Ότι αξίζει δεν πονά, δεν πληγώνει…

Ότι αξίζει δεν πονά, δεν πληγώνει, δεν μαχαιρώνει ελπίδες και όνειρα, δεν αιμορραγεί πίσω από κλειστά παράθυρα και δεν θυσιάζει καμιά στιγμή σου στον καιάδα του ψέματος…

Ότι αξίζει δεν απαιτεί, δεν επαιτεί, δεν αμφιβάλει, δεν εξουσιάζει, δεν αναζητά το δίκιο, το σωστό και δεν σε αφήνει να τριγυρνάς στα μονοπάτια της μοναξιάς…

Ότι αξίζει δεν προσφέρει ψευδαισθήσεις, δεν αναβάλλει, δεν υπερβάλλει, δεν χαμηλώνει το βλέμμα και δεν σε περιορίζει σε μια ζωή στείρα γεμάτη σκούρες αποχρώσεις…

Ότι αξίζει δεν σε κάνει να αισθάνεσαι λίγος, μικρός και να περιπλανιέσαι στα σκοτάδια του μυαλού σου ψάχνοντας για απαντήσεις…

Ότι αξίζει δεν σε απομακρύνει από τον εαυτό σου, δεν κατακρεουργεί τη χαρά σου, δεν ματώνει τα δάκρυα σου, δεν φοβάται να τολμήσει, να γευτεί, να ζήσει…

Ότι αξίζει δεν θαμπώνει το βλέμμα αλλά σε οδηγεί αβίαστα μέσα από ένα “γεμάτο” παρόν σε ένα πολύχρωμο μέλλον…

Ένα σωστά ορισμένο πρόβλημα είναι λυμένο κατά το ήμισυ

Ένα σωστά ορισμένο πρόβλημα είναι λυμένο κατά το ήμισυ: πώς και γιατί να ορίζετε σωστά τα προβλήματα

Η ρήση του F.Bacon, «Ένα συνετό ερώτημα είναι η μισή σοφία», μας επισημαίνει πως οι σωστές επιλογές ή λύσεις απαιτούν, πρώτον, να θέσουμε και να ορίσουμε σωστά το πρόβλημα. Η κρισιμότητα αυτού του ζητήματος τονίζεται αλλά και εξηγείται επίσης από τις ρήσεις του Α. Einstein. Το να ορίζουμε σωστά το πρόβλημα ή να θέτουμε το σωστό ερώτημα αποτελεί το κρισιμότερο στάδιο της ορθολογικής διεργασίας αν θέλουμε να έχουμε τις περισσότερες πιθανότητες να χάνουμε τις καλύτερες επιλογές και να υιοθετούμε τις βέλτιστες λύσεις. Σωστός «ορισμός προβλήματος» σημαίνει ότι κατανοούμε τα αίτια, τους περιορισμούς και τους στόχους και, με βάση αυτά, διατυπώνουμε το πρόβλημα ή το ερώτημα με σαφήνεια, ούτως ώστε στη συνέχεια να μπορούμε ως άτομα ή ομάδα να σκεφτούμε, να αναζητήσουμε ή να αναπτύξουμε εναλλακτικές λύσεις.

Ο Α. Einstein υποστήριξε, και είχε δίκιο, ότι «Το σωστά ορισμένο πρόβλημα είναι κατά το ήμισυ λυμένο», όπως και το «Ανάλογα με το πώς ορίζουμε ένα πρόβλημα, προκαθορίζουμε τη λύση». Θέλω, όμως, να κατανοήσουμε γιατί ο Α. Einstein —και τόσοι άλλοι— επιμένουν στη σημαντικότητα του ορισμού του προβλήματος. Κατ’ αρχάς σκεφτείτε τα προφανή: μπορούμε να βρούμε λύσεις χωρίς να γνωρίζουμε τα αίτια; Προφανώς όχι. Μπορούμε να αξιολογήσουμε τις λύσεις χωρίς να γνωρίζουμε τους περιορισμούς και τους στόχους; Προφανώς όχι. Ουσιαστικά, ανάλογα ,με το πώς ορίζουμε το πρόβλημα, προκαθορίζουμε τις λύσεις. Πρακτικά, ο τρόπος με τον οποίο ορίζουμε το πρόβλημα προσδιορίζει έναν χώρο μέσα στον οποίο το μυαλό μας ψάχνει να βρει λύσεις. Για να γίνει αυτό κατανοητό, προσέξτε την παρακάτω ιστοριούλα.

Κάποια στιγμή έχτισαν στην Αμερική έναν τεράστιο ουρανοξύστη εκατόν τριάντα ορόφων, με πολυτελή διαμερίσματα για κατοικία — και με αυτό το δεδομένο φτιάχτηκαν και τα ασανσέρ. Η περιοχή, όμως, όπου βρισκόταν ο ουρανοξύστης άλλαξε σταδιακά χρήση και μετατράπηκε σε επιχειρηματικό και διοικητικό κέντρο. Έτσι, oι κάτοικοι πούλησαν σιγά σιγά τις κατοικίες τους και έφυγαν για άλλες περιοχές. Έπειτα από τριάντα περίπου χρόνια ο ουρανοξύστης πουλήθηκε σε έναν οργανισμό του δημοσίου που είχε πολλά ι, «πάρε δώσε» με τους πολίτες καθημερινά. Δυστυχώς, τα ασανσέρ δεν επαρκούσαν, και οι επισκέπτες περίμεναν αρκετά λεπτά στην ουρά, κάτι που τους εκνεύριζε και έκανε πολλούς να διαμαρτύρονται έντονα. Για τον λόγο αυτό, ο διοικητής του οργανισμού συγκρότησε μια επιτροπή ειδικών —μηχανικών, ηλεκτρολόγων, αρχιτεκτόνων κτλ.— για να μελετήσουν και να λύσουν το πρόβλημα με τα ασανσέρ. Αυτοί, εκπαιδευμένοι στην ορθολογική διαδικασία επίλυσης προβλημάτων, προσπάθησαν να εφαρμόσουν ένα ένα τα βήματα που τη συναποτελούν. Αφού λοιπόν συμφώνησαν ότι τις διαμαρτυρίες των επισκεπτών τις προκαλεί η ανεπάρκεια των ασανσέρ, όρισαν το πρόβλημα ως εξής: «Πώς θα μπορούσαμε να αυξήσουμε τη δυναμικότητα των ασανσέρ κατά 60%ο (στόχος) χωρίς να ξοδευτούν παραπάνω από 7 εκατομμύρια δολάρια (περιορισμός)». Στη συνέχεια βρήκαν μερικές τεχνικές εναλλακτικές λύσεις, όπως, για παράδειγμα, «Να χάνουμε τούρμπο ασανσέρ με μεγάλη ταχύτητα», «Να φτιάξουμε εξωτερικά ασανσέρ» κτλ. Αξιολόγησαν τις λύσεις αυτές υπολογίζοντας το κόστος και το όφελος και τις παρέδωσαν στον διοικητή, για να επιλέξει εκείνος την καλύτερη. Δυστυχώς, ο διοικητής δε βρήκε καμία από αυτές τις λύσεις ικανοποιητική και τους ζήτησε να ξαναμελετήσουν το πρόβλημα από την αρχή, παίρνοντας στην ομάδα τους και έναν ψυχολόγο. Εκείνοι παραξενεύτηκαν με την πρόταση του διοικητή για τον ψυχολόγο -αφού είναι άσχετος με τα ασανσέρ- αλλά δεν μπορούσαν να χάνουν διαφορετικά. Έτσι, μαζί με τον ψυχολόγο άρχισαν να συζητούν ξανά το πρόβλημα, με δεδομένο το προηγούμενο ζητούμενο, δηλαδή «πώς να αυξήσουν τη δυναμικότητα των ασανσέρ». Ο ψυχολόγος διαφώνησε αμέσως, και ο διάλογος εξελίχθηκε περίπου ως εξής:

ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: «Γιατί μας απασχολεί το πρόβλημα; »
ΤΕΧΝΙΚΟΙ: «Επειδή έχουμε διαμαρτυρίες από τους επισκέπτες» .
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: «Γιατί διαμαρτύρονται οι επισκέπτες;».
ΤΕΧΝΙΚΟΙ: «Επειδή περιμένουν στην ουρά».
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: «Διαφωνώ. Οι επισκέπτες δε διαμαρτύρονται επειδή περιμένουν στην ουρά, αλλά επειδή νιώθουν δυσαρέσκεια».
ΤΕΧΝΙΚΟΙ (με δόση ειρωνείας): «Προφανώς και νιώθουν δυσαρέσκεια, καθώς, αν ένιωθαν ευχαρίστηση, θα είχαμε και υψηλή ποιότητα εξυπηρέτησης. Αυτό που λες είναι αυτονόητο».
ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ: «Αν συμφωνείτε με αυτό το αυτονόητο, τότε για εμένα ο ορισμός του προβλήματος δεν είναι “πώς να αυξήσουμε τη δυναμικότητα των ασανσέρ”, αλλά “πώς να εξαλείψουμε τη δυσαρέσκεια των επισκεπτών”».

Κανένας δεν είχε κάποια αντίρρηση, οπότε συμφώνησαν όλοι με τον ορισμό που έδωσε ο ψυχολόγος: ότι η πραγματική τους επιδίωξη ήταν η εξάλειψη της δυσαρέσκειας των επισκεπτών. Έτσι, αναζήτησαν λύσεις με βάση τον νέο ορισμό του προβλήματος. Βρήκαν αρκετές, του τύπου «Να κερνάμε τους επισκέπτες χαλβά Φαρσάλων, ώστε, τρώγοντάς τον, να γλυκαίνοντας και να περνούν πιο ευχάριστα και πιο γρήγορα τα κρίσιμα λεπτά της αναμονής», «Να βάλουμε οθόνες που να δείχνουν ταινίες με σεξ, ώστε να απολαμβάνουν την αναμονή για τα ασανσέρ».

Αυτό που τελικά έκαναν ήταν να ντύσουν τούς τοίχους γύρω από τα ασανσέρ με καθρέφτες, επειδή ο ψυχολόγος, γνώριζε πως ένας χώρος με καθρέπτες είναι πιο ευχάριστος, καθώς οι άνθρωποι απασχολούνται βλέποντας εικόνες. ‘Έτσι, τα λεπτά της αναμονής, που προκαλούσαν τη δυσαρέσκεια, άρχισαν να περνούν για τους περισσότερους πιο ευχάριστα και πιο γρήγορα. Με αυτήν τη λύση λοιπόν μείωσαν δραστικά τις διαμαρτυρίες των επισκεπτών. Αυτό που θέλω να προσέξουμε σε αυτή την ιστορία δεν είναι η λύση, αλλά τα αποτελέσματα των δύο ορισμών του προβλήματος. Ο πρώτος ορισμός, δηλαδή το «πώς να αυξήσουμε τη δυναμικότητα των ασανσέρ», έχανε τη σκέψη τούς να κινηθεί μόνο εντός ενός χώρου τεχνικών λύσεων. Ο δεύτερος ορισμός τούς επέτρεψε να σκεφτούν σε έναν ευρύτερο χώρο και να εντοπίσουν, εκτός από τις τεχνικές (επειδή και με τέτοιες θα μπορούσαν να εξαλείψουν τη δυσαρέσκεια), και άλλου τύπου λύσεις, σαν και αυτές τις αστείες που προαναφέρθηκαν ή αυτήν που τελικά επέλεξαν. Με αυτό το παράδειγμα γίνεται φανερό πως, ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο ορίζουμε το πρόβλημα, προκαθορίζουμε έναν χώρο μέσα στον οποίο οδηγούμε το μυαλό μας να αναζητήσει λύσεις. Ουσιαστικά ανάλογα με το πώς ορίζουμε το πρόβλημα, προκαθορίζουμε τις λύσεις. Για τον λόγο αυτό, ο Α. Einstein υποστήριζε ότι ένα σωστά ορισμένο πρόβλημα είναι λυμένο κατά το ήμισυ.

Χιλιάδες πλανήτες μπορεί να βρίσκονται σε τροχιά γύρω από μια μαύρη τρύπα

Ιάπωνες επιστήμονες για πρώτη φορά υποστηρίζουν ότι είναι πιθανό πως ένας πλανήτης μπορεί να βρίσκεται σε τροχιά όχι μόνο γύρω από ένα άστρο, αλλά και από μια μαύρη τρύπα. Δεν αποκλείουν, σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, ότι χιλιάδες πλανήτες περιφέρονται γύρω από τεράστιες μαύρες τρύπες. 

«Με τις κατάλληλες συνθήκες, οι πλανήτες μπορεί να σχηματισθούν ακόμη και σε ακραία περιβάλλοντα, όπως γύρω από μια μαύρη τρύπα», δήλωσε ο καθηγητής Keiichi Wada του Πανεπιστημίου Καγκοσίμα.

Σύμφωνα με την κυρίαρχη θεωρία, οι πλανήτες σχηματίζονται από σκόνη και άλλα υλικά σε ένα πρωτοπλανητικό δίσκο πέριξ κάποιου νεαρού άστρου. Όμως τα νεαρά άστρα δεν είναι τα μόνα σώματα στο σύμπαν που διαθέτουν τέτοιους δίσκους γύρω τους. Οι Ιάπωνες ερευνητές εστίασαν σε τέτοιους δίσκους γύρω από μαύρες τρύπες στο κέντρο ενεργών γαλαξιακών πυρήνων(κβάζαρ).

Μερικές υπερμεγέθεις μαύρες τρύπες έχουν μεγάλες ποσότητες υλικών που περιφέρονται γύρω τους με τη μορφή ενός δίσκου με μεγάλη πυκνότητα και βάρος, ο οποίος μπορεί να έχει μάζα εκατοντάδες χιλιάδες φορές μεγαλύτερη από αυτή του Ήλιου και ένα δισεκατομμύριο φορές μεγαλύτερη από τη μάζα ενός πρωτοπλανητικού δίσκου γύρω από άστρο.

«Οι υπολογισμοί μας δείχνουν ότι δεκάδες χιλιάδες πλανήτες με μάζα δεκαπλάσια της Γης είναι δυνατό να σχηματισθούν σε απόσταση περίπου δέκα ετών φωτός από μια μαύρη τρύπα. Συνεπώς γύρω από τις μαύρες τρύπες είναι πιθανό να υπάρχουν πλανητικά συστήματα σε εκπληκτική κλίμακα», ανέφερε ο καθηγητής Eiichiro Kokubo του Εθνικού Αστρονομικού Παρατηρητηρίου της Ιαπωνίας.

Μόνο ένας από τους δίσκους γύρω από μια υπερμεγέθη μαύρη τρύπα μπορεί να έχει έως και 100.000 φορές τη μάζα του Ήλιου, με τη μορφή σκόνης, προτείνουν οι ερευνητές. Είναι ένα δισεκατομμύριο φορές τη μάζα ενός πρωτοποριακού δίσκου.

Προς το παρόν πάντως δεν υπάρχουν επιστημονικές τεχνικές που να επιτρέπουν την ανίχνευση πλανητών γύρω από μαύρες τρύπες, εφόσον όντως υπάρχουν. Οι Ιάπωνες ερευνητές όμως περιμένουν ότι, με τη μελέτη τους, ανοίγει ο δρόμος για ένα νέο πεδίο αστρονομίας.

Διαψευσιμότητα και σύγχρονη φυσική. Μπορεί μια θεωρία που δεν είναι πλήρως δοκιμασμένη να είναι χρήσιμη στη φυσική;

Τι καθορίζει εάν μια ιδέα είναι νόμιμα επιστημονική ή όχι; Αυτή η ερώτηση έχει συζητηθεί από φιλόσοφους και ιστορικούς της επιστήμης, πρωτεργάτες της επιστήμης και δικηγόρους στα δικαστήρια. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν είναι απλώς μια αφηρημένη ιδέα: Τι κάνει κάτι επιστημονικό ή όχι καθορίζει αν πρέπει να διδάσκεται στις αίθουσες διδασκαλίας.
 
Η απάντηση είναι σχετικά απλή σε πολλές περιπτώσεις: Παρά τις θεωρίες συνωμοσίας για το αντίθετο, η Γη δεν είναι επίπεδη. Κυριολεκτικά όλα τα αποδεικτικά στοιχεία είναι υπέρ μιας σφαιρικής και περιστρεφόμενης Γης, έτσι οι δηλώσεις που βασίζονται σε μια υπόθεση επίπεδης Γης δεν είναι επιστημονικές. 
 
Σε άλλες περιπτώσεις, όμως, οι άνθρωποι συζητούν ενεργά για το πού και πώς πρέπει να σχεδιαστεί η γραμμή διαχωρισμού. Ένα τέτοιο κριτήριο προτάθηκε από τον φιλόσοφο της επιστήμης Karl Popper (1902-1994), ο οποίος ισχυρίστηκε ότι οι επιστημονικές ιδέες πρέπει να υπόκεινται σε “διάψευση”. Δηλαδή να μπορεί να ελεγχθεί και να αποδειχτεί λανθασμένη.
 
Ο Popper έγραψε στο κλασικό του βιβλίο, Η Λογική της Επιστημονικής Ανακάλυψης ότι μια θεωρία που δεν μπορεί να αποδειχθεί ψευδής – δηλαδή, μια θεωρία αρκετά ευέλικτη για να καλύψει κάθε πιθανό πειραματικό αποτέλεσμα – είναι επιστημονικά άχρηστη. Έγραψε ότι μια επιστημονική ιδέα πρέπει να περιέχει το κλειδί για τη δική της εγκατάλειψη: Πρέπει να κάνει προβλέψεις που μπορούν να δοκιμαστούν και, εάν οι προβλέψεις αυτές αποδειχθούν ψευδείς, η θεωρία αυτή πρέπει να απομακρυνθεί. 
 
Όταν το έγραψε αυτό, ο Popper ασχολιόταν λιγότερο με τη φυσική από ό,τι με θεωρίες όπως η φροϋδική ψυχολογία και η σταλινική ιστορία.
 
Όμως πώς η απαίτηση αυτή για τη διαψευσιμότητα δουλεύει σε ορισμένους τομείς της θεωρητικής φυσικής;
 
Η θεωρία των χορδών, για παράδειγμα, περιλαμβάνει τη φυσική σε εξαιρετικά μικρές κλίμακες μήκους που δεν μπορούν να περάσουν από οποιοδήποτε προβλέψιμο πείραμα. Ο κοσμικός πληθωρισμός, μια θεωρία που εξηγεί πολλά για τις ιδιότητες του παρατηρήσιμου σύμπαντος, μπορεί να είναι αδιαμφισβήτητος μέσω άμεσων παρατηρήσεων. Ορισμένοι επικριτές πιστεύουν ότι αυτές οι θεωρίες είναι αναπόδεικτες και, για το λόγο αυτό, είναι αμφίβολης επιστημονικής αξίας.
 
Ταυτόχρονα, πολλοί φυσικοί ευθυγραμμίζονται με τους φιλοσόφους της επιστήμης που αναγνώρισαν ελαττώματα στο μοντέλο του Popper, λέγοντας ότι η διαψευσιμότητα είναι πολύ χρήσιμη για τον εντοπισμό καταφανών ψευδοεπιστημών (όπως η υπόθεση της επίπεδης γης), αλλά σχετικά ασήμαντη για να κρίνουμε θεωρίες που αναπτύσσονται εκτός των καθιερωμένων παραδειγμάτων στην επιστήμη.
 
«Νομίζω ότι πρέπει να ανησυχούμε για την αλαζονεία», λέει η Chanda Prescod-Weinstein του Πανεπιστημίου του New Hampshire. “Η διαψευσιμότητα είναι σημαντική, αλλά έτσι θυμόμαστε ότι η φύση κάνει ό, τι θέλει”.
 
Η Prescod-Weinstein είναι ταυτόχρονα σωματιδιακός κοσμολόγος και ερευνήτρια σε επιστήμες, τεχνολογία και κοινωνικές μελέτες, που ενδιαφέρονται να αναλύσουν τις προτεραιότητες που έχουν οι επιστήμονες ως ομάδα. “Οποιαδήποτε συγκεκριμένη γενιά αποφασίζει πως έχουν επεξεργαστεί, όλα όσα μπορούν να επεξεργαστούν, μοιάζει αλαζονεία για μένα”, λέει.
 
Η Tracy Slatyer του MIT συμφωνεί και υποστηρίζει ότι η αυστηρή ανησυχία για την διαψευσιμότητα μπορεί να εμποδίσει νέες ιδέες να βλάψουν και να καταπνίξουν τη δημιουργικότητα. “Στη θεωρητική φυσική, η συντριπτική πλειοψηφία όλων των ιδεών στις οποίες εργάζεστε κάποτε θα είναι λάθος”, λέει. “Μπορεί να είναι ενδιαφέρουσες ιδέες, μπορεί να είναι όμορφες ιδέες, μπορεί να είναι πανέμορφες δομές που απλά δεν πραγματοποιούνται στο σύμπαν μας”.
 
Σωματίδια και πρακτική φιλοσοφία
 
Πάρτε, για παράδειγμα, την υπερσυμμετρία. Η θεωρία SUSY είναι μια επέκταση του Καθιερωμένου Μοντέλου, στο οποίο κάθε γνωστό σωματίδιο συνδυάζεται με έναν υπερσυμμετρικό συνεργάτη του. Η θεωρία είναι μια φυσική έκφραση μιας μαθηματικής συμμετρίας του χωροχρόνου, με τρόπους παρόμοιους με το ίδιο το Καθιερωμένο Μοντέλο. Είναι μια καλά εδραιωμένη θεωρία μέσα στη φυσική των σωματιδίων, παρόλο που τα υπερσυμμετρικά σωματίδια, αν υπάρχουν, μπορεί να είναι έξω από την πειραματική εμβέλεια των επιστημόνων. 
 
Η θεωρία SUSY θα μπορούσε ενδεχομένως να επιλύσει κάποια σημαντικά μυστήρια στη σύγχρονη φυσική. Πιθανόν, όλα αυτά τα υπερσυμμετρικά σωματίδια θα μπορούσαν να είναι ο λόγος που η μάζα του μποζονίου Higgs είναι μικρότερη από ότι μας λέει η κβαντική μηχανική ότι πρέπει να είναι.
 
“Η κβαντική μηχανική λέει ότι η μάζα του μποζονίου Higgs θα πρέπει να φτάνει μέχρι τη μέγιστη κλίμακα της μάζας”, λέει ο Howard Baer του Πανεπιστημίου της Οκλαχόμα. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι μάζες στην κβαντική θεωρία είναι αποτέλεσμα συμβολών από πολλά διαφορετικά σωματίδια που εμπλέκονται στις αλληλεπιδράσεις – και το πεδίο Higgs, το οποίο δίνει και σε άλλα σωματίδια μάζα, συγκεντρώνει πολλές από αυτές τις αλληλεπιδράσεις. Αλλά η μάζα Higgs δεν είναι τεράστια, γεγονός που απαιτεί μια εξήγηση.
 
“Κάτι άλλο θα έπρεπε να ρυθμιστεί με μια τεράστια αρνητική τιμή για να ακυρώσει την τεράστια θετική τιμή αυτών των αλληλεπιδράσεων και να σας δώσει την παρατηρούμενη τιμή”, λέει ο Baer. Αυτό το επίπεδο σύμπτωσης, που είναι γνωστό ως “πρόβλημα της λεπτο-ρύθμισης” (λεπτού συντονισμού), κάνει τους φυσικούς να ανησυχούν. “Είναι σαν να προσπαθείτε να παίξετε το λαχείο. Είναι πιθανό να κερδίσετε, αλλά είναι σχεδόν βέβαιο ότι θα χάσετε “.
 
Εάν τα σωματίδια SUSY εμφανιστούν σε ένα ορισμένο εύρος μάζας, οι συνεισφορές τους στη μάζα Higgs “φυσικά” θα λύσουν αυτό το πρόβλημα, το οποίο ήταν ένα επιχείρημα υπέρ της θεωρίας της υπερσυμμετρίας. Μέχρι στιγμής, ο Μεγάλος Επιταχυντής Αδρονίων δεν έχει ανακαλύψει σωματίδια SUSY στο εύρος της “φυσικότητας”. 
 
Ωστόσο, το ευρύ πλαίσιο της υπερσυμμετρίας μπορεί να φιλοξενήσει ακόμη πιο μαζικά σωματίδια SUSY, τα οποία μπορούν ή δεν μπορούν να ανιχνευθούν χρησιμοποιώντας τον επιταχυντή  LHC. Στην πραγματικότητα, αν εγκαταλειφθεί η φυσικότητα (naturalness ), το SUSY δεν παρέχει καθόλου εμφανή μαζική κλίμακα, πράγμα που σημαίνει ότι τα σωματίδια SUSY ενδέχεται να βρίσκονται εκτός εμβέλειας για να ανακαλυφθούν με οποιονδήποτε επιταχυντή σωματιδίων στη Γη. Αυτό το σημείο έχει κάνει κάποιους κριτικούς να πειραματιστούν: Εάν δεν υπάρχει προφανής μαζική κλίμακα στην οποία οι επιταχυντές μπορούν να κυνηγήσουν το SUSY, είναι η θεωρία διαψεύσιμη;
 
Ένα σχετικό πρόβλημα αντιμετωπίζεται από τους ερευνητές της σκοτεινής ύλης: Παρά τις έντονες έμμεσες αποδείξεις για μια μεγάλη ποσότητα μάζας αόρατη σε όλες τις μορφές του φωτός, τα πειράματα σωματιδίων δεν έχουν βρει ακόμη σωματίδια σκοτεινής ύλης. Θα μπορούσε να είναι απλά αδύνατο να εντοπιστούν τα σωματίδια της σκοτεινής ύλης. Μια μικρή αλλά δυνατή ομάδα ερευνητών έχει υποστηρίξει ότι πρέπει να εξετάσουμε αντ ‘αυτού εναλλακτικές θεωρίες βαρύτητας.
 
Ο Slatyer, του οποίου η έρευνα περιλαμβάνει την αναζήτηση σκοτεινής ύλης, θεωρεί την κριτική εν μέρει ως πρόβλημα της γλώσσας. «Όταν λέτε« σκοτεινή ύλη », θα πρέπει να διακρίνετε τη σκοτεινή ύλη από συγκεκριμένα σενάρια για τη σκοτεινή ύλη που μπορεί να είναι», λέει. “Η κοινότητα των φυσικών δεν το έχει κάνει πάντα τόσο καλά.” 
 
Με άλλα λόγια, συγκεκριμένα μοντέλα για τη σκοτεινή ύλη μπορούν να σταθούν ή να εκπέσουν, αλλά το πρότυπο της σκοτεινής ύλης ως σύνολο έχει αντέξει όλες τις δοκιμές μέχρι στιγμής. Αλλά όπως επισημαίνει ο Slatyer, καμία εναλλακτική θεωρία της βαρύτητας δεν μπορεί να εξηγήσει όλα τα φαινόμενα που ένα απλό μοντέλο σκοτεινής ύλης μπορεί, από τη συμπεριφορά των γαλαξιών έως τη δομή του κοσμικού μικροκυματικού υποβάθρου CMB.
 
Η Chanda Prescod-Weinstein υποστηρίζει ότι είμαστε πολύ μακριά από το να αποκλείσουμε όλες τις δυνατότητες της σκοτεινής ύλης. “Πώς θα αποδείξουμε ότι η σκοτεινή ύλη, αν υπάρχει, οριστικά δεν αλληλεπιδρά με το Καθιερωμένο Μοντέλο;” λέει. “Η αστροφυσική είναι πάντα ένα παιχνίδι ντετέκτιβ. Χωρίς εργαστηριακή ανίχνευση της σκοτεινής ύλης, είναι δύσκολο να κάνουμε οριστικές δηλώσεις για τις ιδιότητές της, αλλά μπορούμε να κατασκευάσουμε πιθανές αφηγήσεις βασισμένες σε αυτό που γνωρίζουμε για τη συμπεριφορά της”.
 
Ομοίως, ο Baer πιστεύει ότι δεν έχουμε εξαντλήσει ακόμη όλες τις δυνατότητες της SUSY. “Οι άνθρωποι λένε,” υποσχόμαστε την υπερσυμμετρία για τα 20 ή 30 επόμενα χρόνια “, αλλά βασίστηκαν σε υπερβολικά αισιόδοξους υπολογισμούς φυσικότητας και να μην επηρεάζεται από αλλού”, λέει. “Νομίζω ότι αν κάποιος αξιολογεί σωστά τη φυσικότητα, τότε θα διαπιστώσετε ότι η υπερσυμμετρία εξακολουθεί να είναι ακόμα πολύ φυσική. Αλλά θα χρειαστείτε είτε μια ενεργειακή αναβάθμιση του LHC είτε ενός ILC [International Linear Collider] για να την ανακαλύψετε “. 
 
Πέρα από την διαψευσιμότητα της σκοτεινής ύλης ή της SUSY, οι φυσικοί υποκινούνται από πιο κοσμικές ανησυχίες. “Ακόμη και αν αυτά τα μεμονωμένα σενάρια είναι κατ ‘αρχήν διαψεύσιμα, πόσα χρήματα θα χρειαστούν και πόσος χρόνος θα χρειαστεί;” λέει ο Slatyer. Με άλλα λόγια, αντί να προσπαθήσουμε να αποδείξουμε ή να αποκλείσουμε την θεωρία SUSY στο σύνολό της, οι φυσικοί επικεντρώνονται σε πειράματα σωματιδίων που μπορούν να εκτελεστούν μέσα σε έναν ορισμένο αριθμό κύκλων με καθορισμένο μπάτζετ. Δεν είναι ρομαντικό, αλλά είναι η αλήθεια παρ ‘όλα αυτά.
 
Είναι επιστημονικό;  Ποιος αποφασίζει;
 
Ιστορικά, μερικές φορές θεωρίες που φαίνονται να μη αποδεικνύονται πειραματικά, αποδεικνύονται ότι χρειάζονται περισσότερο χρόνο. Για παράδειγμα, ο φυσικός Ludwig Boltzmann του 19ου αιώνα και οι συνάδελφοί του έδειξαν ότι θα μπορούσαν να εξηγήσουν πολλά αποτελέσματα στη θερμική φυσική και τη χημεία αν όλα αποτελούσαν “άτομα” -όπως σήμερα ονομάζουμε σωματίδια, άτομα και μόρια – που διέπονται από τη Νευτώνεια φυσική. 
 
Δεδομένου ότι τα άτομα τότε ήταν μακριά από τα πειράματα της εποχής, εξέχοντες φιλόσοφοι της επιστήμης ισχυρίστηκαν ότι η ατομική υπόθεση ήταν αβάσιμη κατ ‘αρχήν και ως εκ τούτου μη επιστημονική. 
 
Ωστόσο, οι ατομιστές τελικά κέρδισαν το στοίχημα: ο JJ Thompson απέδειξε την ύπαρξη ηλεκτρονίων, ενώ ο Albert Einstein έδειξε ότι τα μόρια του νερού θα μπορούσαν να κάνουν τους κόκκους της γύρης να χορεύουν στην επιφάνεια μιας λίμνης.
 
Τα άτομα παρέχουν μια περιπτωσιολογική μελέτη για το πόσο η διαψευσιμότητα αποδείχθηκε λανθασμένο κριτήριο. Πολλές άλλες περιπτώσεις είναι πιο αδύναμες. 
 
Για παράδειγμα, η θεωρία της ενικής σχετικότητας του Αϊνστάιν είναι μία από τις καλύτερα δοκιμασμένες θεωρίες σε όλη την επιστήμη. Ταυτόχρονα, αυτή επιτρέπει για φυσικά μη ρεαλιστικά “σύμπαντα”, όπως ένας “περιστρεφόμενος” κόσμος όπου είναι δυνατή η μετακίνηση εμπρός και πίσω στο χρόνο, που αντιφάσκουν με όλες τις παρατηρήσεις της πραγματικότητας που κατοικούμε. 
 
Η γενική σχετικότητα κάνει επίσης προβλέψεις για πράγματα που είναι μη βεβαιωμένα πειραματικά εξ ορισμού, όπως το πώς τα σωματίδια κινούνται μέσα στον ορίζοντα συμβάντων μιας μαύρης τρύπας: Καμία πληροφορία σχετικά με αυτές τις τροχιές δεν μπορεί να προσδιοριστεί από το πείραμα. 
 
Ωστόσο, κανένας πεπειραμένος φυσικός ή φιλόσοφος της επιστήμης δεν θα υποστήριζε ότι η γενική σχετικότητα δεν είναι επιστημονική. Η επιτυχία της θεωρίας οφείλεται σε αρκετές από τις προβλέψεις της που μπορούν να ελεγχθούν.
 
Ένας άλλος τύπος θεωρίας μπορεί να είναι ως επί το πλείστον μη αποδεδειγμένος πειραματικά, αλλά έχει σημαντικές συνέπειες. Μια τέτοια θεωρία είναι ο κοσμικός πληθωρισμός, ο οποίος (μεταξύ άλλων) εξηγεί γιατί δεν βλέπουμε απομονωμένα μαγνητικά μονόπολα  και γιατί το σύμπαν είναι σχεδόν ομοιόμορφη θερμοκρασία παντού όπου κοιτάζουμε. 
 
Η βασική ιδιότητα του πληθωρισμού – η εξαιρετικά γρήγορη επέκταση του χωροχρόνου κατά τη διάρκεια ενός μικρού δευτερολέπτου μετά το Big Bang – δεν μπορεί να δοκιμαστεί άμεσα. Οι κοσμολόγοι αναζητούν έμμεσες ενδείξεις για τον πληθωρισμό, αλλά τελικά μπορεί να είναι δύσκολο ή αδύνατο να γίνει διάκριση μεταξύ διαφορετικών μοντέλων πληθωρισμού, επειδή οι επιστήμονες δεν μπορούν να βρουν τα δεδομένα. Αυτό σημαίνει όμως ότι δεν είναι επιστημονικό;
 
Επίλογος
 
Ο κοσμολόγος του Caltech Sean Carroll υποστηρίζει ότι πολλές πολύ χρήσιμες θεωρίες έχουν αμφισβητήσιμες και μη δυνάμενες να αποτιμηθούν προβλέψεις. Ορισμένες πτυχές μπορεί να είναι δοκιμαστικές σε πειράματα κατ ‘αρχήν, αλλά όχι με κανένα πείραμα ή παρατήρηση που μπορούμε να εκτελέσουμε με την υπάρχουσα τεχνολογία. Πολλά μοντέλα φυσικής σωματιδίων εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία, αλλά αυτό δεν εμποδίζει τους φυσικούς να τα βρουν χρήσιμα. Το SUSY ως έννοια μπορεί να μην είναι διαψεύσιμο, αλλά πολλά συγκεκριμένα μοντέλα μέσα στο ευρύ πλαίσιο είναι σίγουρα. Όλα τα στοιχεία που έχουμε για την ύπαρξη της σκοτεινής ύλης είναι έμμεσα, που δεν θα εξαφανιστούν ακόμη και αν τα εργαστηριακά πειράματα δεν βρουν ποτέ σωματίδια σκοτεινής ύλης. Οι φυσικοί αποδέχονται την έννοια της σκοτεινής ύλης επειδή λειτουργεί.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1169b-1170b)

[IX] Ἀμφισβητεῖται δὲ καὶ περὶ τὸν εὐδαίμονα, εἰ δεήσεται φίλων ἢ μή. οὐθὲν γάρ φασι δεῖν φίλων τοῖς μακαρίοις καὶ αὐτάρκεσιν· ὑπάρχειν γὰρ αὐτοῖς τἀγαθά· αὐτάρκεις οὖν ὄντας οὐδενὸς προσδεῖσθαι, τὸν δὲ φίλον, ἕτερον αὐτὸν ὄντα, πορίζειν ἃ δι᾽ αὑτοῦ ἀδυνατεῖ· ὅθεν «ὅταν ὁ δαίμων εὖ διδῷ, τί δεῖ φίλων;» ἔοικε δ᾽ ἀτόπῳ τὸ πάντ᾽ ἀπονέμοντας τἀγαθὰ τῷ εὐδαίμονι φίλους μὴ ἀποδιδόναι, ὃ δοκεῖ τῶν ἐκτὸς ἀγαθῶν μέγιστον εἶναι. εἴ τε φίλου μᾶλλόν ἐστι τὸ εὖ ποιεῖν ἢ πάσχειν, καὶ ἔστι τοῦ ἀγαθοῦ καὶ τῆς ἀρετῆς τὸ εὐεργετεῖν, κάλλιον δ᾽ εὖ ποιεῖν φίλους ὀθνείων, τῶν εὖ πεισομένων δεήσεται ὁ σπουδαῖος. διὸ καὶ ἐπιζητεῖται πότερον ἐν εὐτυχίαις μᾶλλον δεῖ φίλων ἢ ἐν ἀτυχίαις, ὡς καὶ τοῦ ἀτυχοῦντος δεομένου τῶν εὐεργετησόντων καὶ τῶν εὐτυχούντων οὓς εὖ ποιήσουσιν.

Ἄτοπον δ᾽ ἴσως καὶ τὸ μονώτην ποιεῖν τὸν μακάριον· οὐδεὶς γὰρ ἕλοιτ᾽ ἂν καθ᾽ αὑτὸν τὰ πάντ᾽ ἔχειν ἀγαθά· πολιτικὸν γὰρ ὁ ἄνθρωπος καὶ συζῆν πεφυκός. καὶ τῷ εὐδαίμονι δὴ τοῦθ᾽ ὑπάρχει· τὰ γὰρ τῇ φύσει ἀγαθὰ ἔχει, δῆλον δ᾽ ὡς μετὰ φίλων καὶ ἐπιεικῶν κρεῖττον ἢ μετ᾽ ὀθνείων καὶ τῶν τυχόντων συνημερεύειν. δεῖ ἄρα τῷ εὐδαίμονι φίλων. τί οὖν λέγουσιν οἱ πρῶτοι, καὶ πῇ ἀληθεύουσιν; ἢ ὅτι οἱ πολλοὶ φίλους οἴονται τοὺς χρησίμους εἶναι; τῶν τοιούτων μὲν οὖν οὐδὲν δεήσεται ὁ μακάριος, ἐπειδὴ τἀγαθὰ ὑπάρχει αὐτῷ· οὐδὲ δὴ τῶν διὰ τὸ ἡδύ, ἢ ἐπὶ μικρόν (ἡδὺς γὰρ ὁ βίος ὢν οὐδὲν δεῖται ἐπεισάκτου ἡδονῆς)· οὐ δεόμενος δὲ τῶν τοιούτων φίλων οὐ δοκεῖ δεῖσθαι φίλων. τὸ δ᾽ οὐκ ἔστιν ἴσως ἀληθές. ἐν ἀρχῇ γὰρ εἴρηται ὅτι ἡ εὐδαιμονία ἐνέργειά τις ἐστίν, ἡ δ᾽ ἐνέργεια δῆλον ὅτι γίνεται καὶ οὐχ ὑπάρχει ὥσπερ κτῆμά τι. εἰ δὲ τὸ εὐδαιμονεῖν ἐστὶν ἐν τῷ ζῆν καὶ ἐνεργεῖν, τοῦ δ᾽ ἀγαθοῦ ἡ ἐνέργεια σπουδαία καὶ ἡδεῖα καθ᾽ αὑτήν, καθάπερ ἐν ἀρχῇ εἴρηται, ἔστι δὲ καὶ τὸ οἰκεῖον τῶν ἡδέων, θεωρεῖν δὲ μᾶλλον τοὺς πέλας δυνάμεθα ἢ ἑαυτοὺς καὶ τὰς ἐκείνων πράξεις ἢ τὰς οἰκείας, αἱ τῶν σπουδαίων δὲ πράξεις φίλων ὄντων

[1170a] ἡδεῖαι τοῖς ἀγαθοῖς (ἄμφω γὰρ ἔχουσι τὰ τῇ φύσει ἡδέα)· ὁ μακάριος δὴ φίλων τοιούτων δεήσεται, εἴπερ θεωρεῖν προαιρεῖται πράξεις ἐπιεικεῖς καὶ οἰκείας, τοιαῦται δ᾽ αἱ τοῦ ἀγαθοῦ φίλου ὄντος. οἴονταί τε δεῖν ἡδέως ζῆν τὸν εὐδαίμονα. μονώτῃ μὲν οὖν χαλεπὸς ὁ βίος· οὐ γὰρ ῥᾴδιον καθ᾽ αὑτὸν ἐνεργεῖν συνεχῶς, μεθ᾽ ἑτέρων δὲ καὶ πρὸς ἄλλους ῥᾷον. ἔσται οὖν ἡ ἐνέργεια συνεχεστέρα, ἡδεῖα οὖσα καθ᾽ αὑτήν, ὃ δεῖ περὶ τὸν μακάριον εἶναι· ὁ γὰρ σπουδαῖος, ᾗ σπουδαῖος, ταῖς κατ᾽ ἀρετὴν πράξεσι χαίρει, ταῖς δ᾽ ἀπὸ κακίας δυσχεραίνει, καθάπερ ὁ μουσικὸς τοῖς καλοῖς μέλεσιν ἥδεται, ἐπὶ δὲ τοῖς φαύλοις λυπεῖται. γίνοιτο δ᾽ ἂν καὶ ἄσκησίς τις τῆς ἀρετῆς ἐκ τοῦ συζῆν τοῖς ἀγαθοῖς, καθάπερ καὶ Θέογνίς φησιν. φυσικώτερον δ᾽ ἐπισκοποῦσιν ἔοικεν ὁ σπουδαῖος φίλος τῷ σπουδαίῳ τῇ φύσει αἱρετὸς εἶναι. τὸ γὰρ τῇ φύσει ἀγαθὸν εἴρηται ὅτι τῷ σπουδαίῳ ἀγαθὸν καὶ ἡδύ ἐστι καθ᾽ αὑτό. τὸ δὲ ζῆν ὁρίζονται τοῖς ζῴοις δυνάμει αἰσθήσεως, ἀνθρώποις δ᾽ αἰσθήσεως ἢ νοήσεως· ἡ δὲ δύναμις εἰς τὴν ἐνέργειαν ἀνάγεται, τὸ δὲ κύριον ἐν τῇ ἐνεργείᾳ· ἔοικε δὴ τὸ ζῆν εἶναι κυρίως τὸ αἰσθάνεσθαι ἢ νοεῖν. τὸ δὲ ζῆν τῶν καθ᾽ αὑτὸ ἀγαθῶν καὶ ἡδέων· ὡρισμένον γάρ, τὸ δ᾽ ὡρισμένον τῆς τἀγαθοῦ φύσεως· τὸ δὲ τῇ φύσει ἀγαθὸν καὶ τῷ ἐπιεικεῖ· διόπερ ἔοικε πᾶσιν ἡδὺ εἶναι· οὐ δεῖ δὲ λαμβάνειν μοχθηρὰν ζωὴν καὶ διεφθαρμένην, οὐδ᾽ ἐν λύπαις· ἀόριστος γὰρ ἡ τοιαύτη, καθάπερ τὰ ὑπάρχοντα αὐτῇ. ἐν τοῖς ἐχομένοις δὲ περὶ τῆς λύπης ἔσται φανερώτερον. εἰ δ᾽ αὐτὸ τὸ ζῆν ἀγαθὸν καὶ ἡδύ (ἔοικε δὲ καὶ ἐκ τοῦ πάντας ὀρέγεσθαι αὐτοῦ, καὶ μάλιστα τοὺς ἐπιεικεῖς καὶ μακαρίους· τούτοις γὰρ ὁ βίος αἱρετώτατος, καὶ ἡ τούτων μακαριωτάτη ζωή), ὁ δ᾽ ὁρῶν ὅτι ὁρᾷ αἰσθάνεται καὶ ὁ ἀκούων ὅτι ἀκούει καὶ ὁ βαδίζων ὅτι βαδίζει, καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων ὁμοίως ἔστι τι τὸ αἰσθανόμενον ὅτι ἐνεργοῦμεν, ὥστε ἂν αἰσθανώμεθ᾽, ὅτι αἰσθανόμεθα, κἂν νοῶμεν, ὅτι νοοῦμεν, τὸ δ᾽ ὅτι αἰσθανόμεθα ἢ νοοῦμεν, ὅτι ἐσμέν (τὸ γὰρ εἶναι ἦν αἰσθάνεσθαι ἢ

[1170b] νοεῖν), τὸ δ᾽ αἰσθάνεσθαι ὅτι ζῇ, τῶν ἡδέων καθ᾽ αὑτό (φύσει γὰρ ἀγαθὸν ζωή, τὸ δ᾽ ἀγαθὸν ὑπάρχον ἐν ἑαυτῷ αἰσθάνεσθαι ἡδύ), αἱρετὸν δὲ τὸ ζῆν καὶ μάλιστα τοῖς ἀγαθοῖς, ὅτι τὸ εἶναι ἀγαθόν ἐστιν αὐτοῖς καὶ ἡδύ (συναισθανόμενοι γὰρ τοῦ καθ᾽ αὑτὸ ἀγαθοῦ ἥδονται), ὡς δὲ πρὸς ἑαυτὸν ἔχει ὁ σπουδαῖος, καὶ πρὸς τὸν φίλον (ἕτερος γὰρ αὐτὸς ὁ φίλος ἐστίν)· καθάπερ οὖν τὸ αὐτὸν εἶναι αἱρετόν ἐστιν ἑκάστῳ, οὕτω καὶ τὸ τὸν φίλον, ἢ παραπλησίως. τὸ δ᾽ εἶναι ἦν αἱρετὸν διὰ τὸ αἰσθάνεσθαι αὑτοῦ ἀγαθοῦ ὄντος, ἡ δὲ τοιαύτη αἴσθησις ἡδεῖα καθ᾽ ἑαυτήν. συναισθάνεσθαι ἄρα δεῖ καὶ τοῦ φίλου ὅτι ἔστιν, τοῦτο δὲ γίνοιτ᾽ ἂν ἐν τῷ συζῆν καὶ κοινωνεῖν λόγων καὶ διανοίας· οὕτω γὰρ ἂν δόξειε τὸ συζῆν ἐπὶ τῶν ἀνθρώπων λέγεσθαι, καὶ οὐχ ὥσπερ ἐπὶ τῶν βοσκημάτων τὸ ἐν τῷ αὐτῷ νέμεσθαι. εἰ δὴ τῷ μακαρίῳ τὸ εἶναι αἱρετόν ἐστι καθ᾽ αὑτό, ἀγαθὸν τῇ φύσει ὂν καὶ ἡδύ, παραπλήσιον δὲ καὶ τὸ τοῦ φίλου ἐστίν, κἂν ὁ φίλος τῶν αἱρετῶν εἴη. ὃ δ᾽ ἐστὶν αὐτῷ αἱρετόν, τοῦτο δεῖ ὑπάρχειν αὐτῷ, ἢ ταύτῃ ἐνδεὴς ἔσται. δεήσει ἄρα τῷ εὐδαιμονήσοντι φίλων σπουδαίων.

***
[9] Συζητήσεις προκάλεσε και το ερώτημα αν ο ευδαίμων άνθρωπος έχει ανάγκη φίλων ή όχι. Λένε δηλαδή κάποιοι ότι οι ευτυχισμένοι και αυτάρκεις άνθρωποι δεν έχουν καμιά ανάγκη φίλων, αφού έχουν ήδη όλα τα αγαθά· όντας λοιπόν αυτάρκεις δεν χρειάζονται πια τίποτε άλλο — και ο φίλος, σαν ένας άλλος εαυτός μας, λένε ότι στην πραγματικότητα μας εξασφαλίζει αυτά που δεν μπορούμε να εξασφαλίσουμε για τον εαυτό μας μόνοι μας· εξού και ο λόγος:

 Σαν έχουμε του θεού την ευλογία, τους φίλους τί τους θέλουμε;

Από την άλλη όμως φαίνεται παράδοξο, τη στιγμή που αποδίδουμε στον ευδαίμονα άνθρωπο όλα τα αγαθά, να μην του δίνουμε φίλους, κάτι όμως που η κοινή αντίληψη το θεωρεί ως το μεγαλύτερο εξωτερικό αγαθό. Και: Αν είναι γνώρισμα του φίλου πιο πολύ το να ευεργετεί παρά το να ευεργετείται· αν οι ευεργεσίες είναι γνώρισμα του ενάρετου ανθρώπου και της αρετής· αν είναι πιο όμορφο πράγμα να ευεργετεί κανείς φίλους παρά ξένους ανθρώπους, τότε ο ενάρετος άνθρωπος δεν μπορεί παρά να χρειάζεται ανθρώπους στους οποίους θα κάνει τις ευεργεσίες του. Αυτός είναι ο λόγος που γίνεται αντικείμενο συζήτησης και το επόμενο ερώτημα: αν τους φίλους τούς χρειάζεται κανείς πιο πολύ στις ευτυχισμένες ή στις δυστυχισμένες στιγμές του, αφού βέβαια και ο δυστυχισμένος άνθρωπος έχει ανάγκη από αυτούς που θα τον ευεργετήσουν και οι ευτυχισμένοι άνθρωποι από αυτούς τους οποίους θα ευεργετήσουν.

Είναι όμως, ασφαλώς, επίσης παράδοξο να κάνουμε μοναχικό τον ευδαίμονα άνθρωπο· κανένας, πράγματι, δεν θα προτιμούσε να έχει όλα τα αγαθά του κόσμου, αν ήταν να τα χαίρεται μόνος του· γιατί ο άνθρωπος είναι ένα ον προορισμένο να ζει στην κοινωνία της πόλης, που πάει να πει ότι η ίδια η φύση τον προόρισε να ζει μαζί με άλλους ανθρώπους. Το ίδιο λοιπόν ισχύει και για τον ευδαίμονα άνθρωπο, αφού έχει όλα όσα είναι εκ φύσεως αγαθά — και είναι προφανώς προτιμότερο να περνάει κανείς τις ώρες και τις μέρες του μαζί με φίλους και καλούς ανθρώπους παρά με ξένους και με τυχαίους ανθρώπους. Επομένως ο ευδαίμων άνθρωπος χρειάζεται, πράγματι, φίλους.

Τί ακριβώς λοιπόν λένε οι οπαδοί της πρώτης άποψης, και σε ποιό σημείο πετυχαίνουν την αλήθεια; Μήπως στο ότι για τους περισσότερους ανθρώπους φίλοι είναι αυτοί που μας είναι χρήσιμοι; Τέτοιους φίλους ο ευδαίμων άνθρωπος πραγματικά δεν θα τους χρειαστεί, αφού αυτός έχει ήδη όλα τα αγαθά· όπως, επίσης, δεν θα χρειαστεί αυτούς που τους κάνει κανείς φίλους του για την ευχαρίστηση που θα του προσφέρουν, ή θα τους χρειαστεί σε μικρό μόνο βαθμό (γιατί η ζωή του, ευχάριστη από μόνη της, δεν έχει καμιά ανάγκη από «εισαγόμενη από έξω» ευχαρίστηση)· επειδή λοιπόν δεν χρειάζεται τέτοιους φίλους, ο κόσμος θεωρεί ότι δεν χρειάζεται φίλους. Αυτό όμως δεν είναι, ασφαλώς, αλήθεια, γιατί, όπως είπαμε στην αρχή της πραγματείας μας, η ευδαιμονία είναι ενέργεια, και η ενέργεια προφανώς είναι κάτι που γίνεται και όχι κάτι το στατικό που κανείς το έχει. Αν λοιπόν «είμαι ευδαίμων» θα πει «ζω και ενεργώ»· αν η ενέργεια του καλού ανθρώπου είναι καθεαυτήν ενάρετη και ευχάριστη, όπως το είπαμε στην αρχή της πραγματείας μας· αν αυτό που προσιδιάζει και ανήκει σ᾽ έναν άνθρωπο είναι γι᾽ αυτόν κάτι το ευχάριστο· αν μπορούμε να παρατηρούμε και να μελετούμε τους άλλους περισσότερο από ό,τι τον εαυτό μας, και τις πράξεις εκείνων περισσότερο από ό,τι τις δικές μας· αν, τέλος, οι πράξεις των ενάρετων ανθρώπων

[1170a] είναι πηγή ευχαρίστησης για τους καλούς ανθρώπους, ιδίως όταν οι ενάρετοι αυτοί άνθρωποι είναι φίλοι τους (γιατί έχουν και τις δύο εκ φύσεως ευχάριστες ιδιότητες), τότε ο ευδαίμων άνθρωπος τους χρειάζεται αυτού του είδους τους φίλους, αφού βέβαια η προτίμησή του είναι πάντοτε να παρατηρεί και να μελετάει ενάρετες πράξεις και πράξεις που προσιδιάζουν στον ίδιο — και οι πράξεις του ενάρετου ανθρώπου, ιδίως αν ο άνθρωπος αυτός είναι φίλος του, έχουν αυτές τις ιδιότητες.

Πιστεύουν επίσης οι άνθρωποι ότι η ζωή του ευδαίμονα ανθρώπου πρέπει να είναι ευχάριστη. Του μοναχικού όμως και απομονωμένου ανθρώπου η ζωή είναι δύσκολη· δεν είναι, πράγματι, εύκολο, με όρους απομόνωσης, να ενεργεί κανείς αδιάκοπα, μαζί όμως με άλλους και ενσχέσει με άλλους είναι πιο εύκολο — η ενέργεια, που είναι ήδη καθεαυτήν ευχάριστη, θα είναι τότε πιο συνεχής, και έτσι πρέπει να είναι στον άνθρωπο που είναι ευδαίμων· γιατί ο ενάρετος άνθρωπος, ακριβώς γιατί είναι ενάρετος, χαίρεται με τις πράξεις που γίνονται με τους κανόνες της αρετής και ενοχλείται με τις πράξεις που ξεκινούν από την κακία — ακριβώς όπως ο μουσικός ευχαριστιέται με τις ωραίες μελωδίες και στενοχωριέται με τις κακές. Η συμβίωση, άλλωστε, με ενάρετους ανθρώπους μπορεί τελικά να γίνει και ένα είδος άσκησης στην αρετή, όπως το λέει και ο Θέογνης.

Αν δούμε το πράγμα με μεγαλύτερη εμβάθυνση στη φύση του ανθρώπου, φαίνεται ότι ένας ενάρετος φίλος είναι εκ φύσεως πρόσωπο προτίμησης για έναν ενάρετο άνθρωπο. Γιατί κάτι που είναι εκ φύσεως αγαθό είναι, όπως έχουμε ήδη πει, καθεαυτό αγαθό και ευχάριστο για τον ενάρετο άνθρωπο. Στην περίπτωση των ζώων η ζωή ορίζεται με τη δύναμη της αντίληψης μέσω των αισθήσεων, ενώ στην περίπτωση του ανθρώπου με τη δύναμη της αντίληψης μέσω των αισθήσεων και της νόησης. Η δύναμη, πάλι, ορίζεται σε αναφορά προς την ενέργεια· το ουσιαστικό, πάντως, είναι η ενέργεια. Κατά συνέπεια, η ζωή φαίνεται πως είναι κατά κύριο λόγο αίσθηση και νόηση. Η ζωή είναι από τα πράγματα που είναι καλά και ευχάριστα καθεαυτά, γιατί είναι κάτι το σαφώς καθορισμένο, και το σαφώς καθορισμένο ανήκει στη φύση τού αγαθού· αυτό, πάλι, που είναι εκ φύσεως αγαθό, είναι αγαθό και για τον ενάρετο άνθρωπο· γι᾽ αυτό και φαίνεται πως είναι κάτι το ευχάριστο σε όλους τους ανθρώπους — μόνο που δεν πρέπει, βέβαια, να αναφερόμαστε σε μια ζωή κακή και διεφθαρμένη, ούτε σε μια ζωή γεμάτη από λύπες· γιατί αυτού του είδους η ζωή δεν είναι σαφώς καθορισμένη, όπως δεν είναι σαφώς καθορισμένα και τα επιμέρους χαρακτηριστικά της (το πράγμα θα γίνει πιο φανερό με όσα θα πούμε ενσχέσει με τη λύπη στη συνέχεια της πραγματείας μας).

Αν όμως η ίδια η ζωή είναι κάτι το αγαθό και ευχάριστο (το πράγμα γίνεται φανερό από το γεγονός ότι όλοι την επιθυμούν, και κατά κύριο λόγο οι καλοί και ευδαίμονες άνθρωποι· γι᾽ αυτούς, πράγματι, η ζωή είναι κάτι το εξαιρετικά επιθυμητό, και αυτών των ανθρώπων η ζωή είναι κατεξοχήν ευδαίμων)· αν αυτός που βλέπει αντιλαμβάνεται ότι βλέπει και αυτός που ακούει αντιλαμβάνεται ότι ακούει και αυτός που βαδίζει αντιλαμβάνεται ότι βαδίζει και σε όλες τις άλλες ενέργειές μας υπάρχει κάτι που αντιλαμβάνεται ότι ενεργούμε, ώστε να μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε ότι αντιλαμβανόμαστε και να σκεφτόμαστε ότι σκεφτόμαστε· αν το ότι αντιλαμβανόμαστε ότι αντιλαμβανόμαστε ή σκεφτόμαστε σημαίνει ότι αντιλαμβανόμαστε ότι υπάρχουμε (γιατί, όπως είπαμε λίγο πιο πάνω, η ζωή είναι αίσθηση ή

[1170b] νόηση)· αν το να αντιλαμβάνεται κανείς ότι ζει είναι καθεαυτό ευχάριστο (γιατί η ζωή είναι εκ φύσεως κάτι το καλό, και το να αντιλαμβάνεται κανείς ότι υπάρχει μέσα του κάτι το καλό είναι ευχάριστο)· αν η ζωή είναι κάτι το επιθυμητό, και ιδιαίτερα από τους καλούς ανθρώπους, επειδή η ύπαρξη είναι γι᾽ αυτούς κάτι το καλό και ευχάριστο (αποκτώντας, πράγματι, συνείδηση της παρουσίας μέσα τους του καθεαυτό αγαθού ευχαριστιούνται)· αν ο ενάρετος άνθρωπος αισθάνεται προς τον φίλο του όπως αισθάνεται προς τον ίδιο τον εαυτό του (γιατί ο φίλος είναι ένας άλλος εαυτός του), (αν όλα αυτά είναι έτσι,) τότε όπως ακριβώς η ύπαρξή του είναι για τον καθένα κάτι το επιθυμητό, έτσι —ή, έστω, παραπλήσια— είναι γι᾽ αυτόν επιθυμητή και η ύπαρξη του φίλου του. Η ύπαρξή του, λέγαμε, του είναι επιθυμητή επειδή αντιλαμβάνεται ότι είναι καλός, κάτι που είναι ευχάριστο καθεαυτό. Πρέπει λοιπόν να έχει κανείς συνείδηση και για τον φίλο του ότι υπάρχει, πράγμα που θα ερχόταν ως αποτέλεσμα του να συνυπάρχει μαζί του στην καθημερινή ζωή και να έχει μαζί του κοινωνία λόγων και σκέψεων — γιατί μόνο έτσι φαίνεται ότι πρέπει να γίνεται κατανοητή η συμβίωση στην περίπτωση των ανθρώπων και όχι όπως στην περίπτωση των ζώων να βόσκουν στον ίδιο τόπο.

Αν λοιπόν για τον ευδαίμονα άνθρωπο η ύπαρξη είναι επιθυμητή καθεαυτήν (γιατί είναι εκ φύσεως κάτι το καλό και ευχάριστο), και αν η ύπαρξη του φίλου είναι γι᾽ αυτόν εξίσου επιθυμητή, δεν θα πρέπει να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι και ο φίλος είναι γι᾽ αυτόν κάτι το επιθυμητό, ένα αντικείμενο της προτίμησής του; Αυτό όμως που είναι επιθυμητό γι᾽ αυτόν, πρέπει και να το έχει — αλλιώς θα παρουσιάζει έλλειψη από την άποψη αυτή. Συμπέρασμα: Για να είναι ευδαίμων, ο άνθρωπος έχει ανάγκη από ενάρετους φίλους.