Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Σφῆκες (631-681)

ΧΟ. οὐπώποθ᾽ οὕτω καθαρῶς [ἀντ.]
οὐδενὸς ἠκούσαμεν οὐ-
δὲ ξυνετῶς λέγοντος.
ΦΙ. οὔκ, ἀλλ᾽ ἐρήμας ᾤεθ᾽ οὕτω ῥᾳδίως τρυγήσειν
635 καλῶς γὰρ ᾔδειν ὡς ἐγὼ ταύτῃ κράτιστός εἰμι.
ΧΟ. ὡς δὲ πάντ᾽ ἐπελήλυθεν
κοὐδὲν παρῆλθεν, ὥστ᾽ ἔγωγ᾽
ηὐξανόμην ἀκούων,
κἀν μακάρων δικάζειν
640 αὐτὸς ἔδοξα νήσοις,
ἡδόμενος λέγοντι.
ΦΙ. ὡς οὗτος ἤδη σκορδινᾶται κἄστιν οὐκ ἐν αὑτοῦ.
ἦ μὴν ἐγώ σε τήμερον σκύτη βλέπειν ποήσω.
ΧΟ. δεῖ δέ σε παντοίας πλέκειν
645 εἰς ἀπόφευξιν παλάμας.
τὴν γὰρ ἐμὴν ὀργὴν πεπᾶ-
ναι χαλεπὸν
μὴ πρὸς ἐμοῦ λέγοντι.
πρὸς ταῦτα μύλην ἀγαθὴν ὥρα ζητεῖν σοι καὶ νεόκοπτον,
ἢν μή τι λέγῃς, ἥτις δυνατὴ τὸν ἐμὸν θυμὸν κατερεῖξαι.
650 ΒΔ. χαλεπὸν μὲν καὶ δεινῆς γνώμης καὶ μείζονος ἢ ᾽πὶ τρυγῳδοῖς
ἰάσασθαι νόσον ἀρχαίαν ἐν τῇ πόλει ἐντετακυῖαν.
ἀτάρ, ὦ πάτερ ἡμέτερε, Κρονίδη,— ΦΙ. παῦσαι καὶ μὴ πατέριζε.
εἰ μὴ γὰρ ὅπως δουλεύω ᾽γώ, τουτὶ ταχέως με διδάξεις,
οὐκ ἔστιν ὅπως οὐχὶ τεθνήξεις, κἂν χρῇ σπλάγχνων μ᾽ ἀπέχεσθαι.
655 ΒΔ. ἀκρόασαί νυν, ὦ παππίδιον, χαλάσας ὀλίγον τὸ μέτωπον.
καὶ πρῶτον μὲν λόγισαι φαύλως, μὴ ψήφοις, ἀλλ᾽ ἀπὸ χειρός,
τὸν φόρον ἡμῖν ἀπὸ τῶν πόλεων συλλήβδην τὸν προσιόντα·
κἄξω τούτου τὰ τέλη χωρὶς καὶ τὰς πολλὰς ἑκατοστάς,
πρυτανεῖα, μέταλλ᾽, ἀγοράς, λιμένας, μισθώσεις, δημιόπρατα·
660 τούτων πλήρωμα τάλαντ᾽ ἐγγὺς δισχίλια γίγνεται ἡμῖν.
ἀπὸ τούτου νυν κατάθες μισθὸν τοῖσι δικασταῖς ἐνιαυτοῦ
ἓξ χιλιάσιν,—κοὔπω πλείους ἐν τῇ χώρᾳ κατένασθεν,—
γίγνεται ἡμῖν ἑκατὸν δήπου καὶ πεντήκοντα τάλαντα.
ΦΙ. οὐδ᾽ ἡ δεκάτη τῶν προσιόντων ἡμῖν ἄρ᾽ ἐγίγνεθ᾽ ὁ μισθός;
665 ΒΔ. μὰ Δί᾽ οὐ μέντοι. ΦΙ. καὶ ποῖ τρέπεται δὴ ᾽πειτα τὰ χρήματα τἄλλα;
ΒΔ. εἰς τούτους τοὺς «οὐχὶ προδώσω τὸν Ἀθηναίων κολοσυρτόν,
ἀλλὰ μαχοῦμαι περὶ τοῦ πλήθους ἀεί». σὺ γάρ, ὦ πάτερ, αὐτοὺς
ἄρχειν αἱρεῖ σαυτοῦ τούτοις τοῖς ῥηματίοις περιπεφθείς.
κᾆθ᾽ οὗτοι μὲν δωροδοκοῦσιν κατὰ πεντήκοντα τάλαντα
670 ἀπὸ τῶν πόλεων ἐπαπειλοῦντες τοιαυτὶ κἀναφοβοῦντες·
«δώσετε τὸν φόρον, ἢ βροντήσας τὴν πόλιν ὑμῶν ἀνατρέψω.»
σὺ δὲ τῆς ἀρχῆς ἀγαπᾷς τῆς σῆς τοὺς ἀργελόφους περιτρώγων.
οἱ δὲ ξύμμαχοι ὡς ᾔσθηνται τὸν μὲν σύρφακα τὸν ἄλλον
ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον καὶ τραγαλίζοντα τὸ μηδέν,
675 σὲ μὲν ἡγοῦνται Κόννου ψῆφον, τούτοισι δὲ δωροφοροῦσιν
ὕρχας, οἶνον, δάπιδας, τυρόν, μέλι, σήσαμα, προσκεφάλαια,
φιάλας, χλανίδας, στεφάνους, ὅρμους, ἐκπώματα, πλουθυγιείαν·
σοὶ δ᾽ ὧν ἄρχεις, πολλὰ μὲν ἐν γῇ, πολλὰ δ᾽ ἐφ᾽ ὑγρᾷ πιτυλεύσας
οὐδεὶς οὐδὲ σκορόδου κεφαλὴν τοῖς ἑψητοῖσι δίδωσιν.
680 ΦΙ. μὰ Δί᾽ ἀλλὰ παρ᾽ Εὐχαρίδου κἀχθὲς τρεῖς ἄγλιθας μετέπεμψα.
ἀλλ᾽ αὐτήν μοι τὴν δουλείαν οὐκ ἀποφαίνων ἀποκναίεις.

***
ΧΟΡ. Ποτέ μας δεν ακούσαμε
κανέναν έτσι να μιλά
και καθαρά και φρόνιμα.
ΦΙΛ. Ξέφραγο αμπέλι νόμιζε πως θά᾽ βρει να τρυγήσει
και δίχως νοικοκύρη· εγώ στα τέτοια, βρε, είμαι μάνα.
ΧΟΡ. Όλα γραμμή τα εξέτασε,
τίποτα δεν παράλειψε·
με τί χαρά τον άκουγα,
και νόμιζα πως ψήλωνα
640 κι έλεα πως είμαι δικαστής
μες στων μακάρων τα νησιά.
ΦΙΛ. Κοιτάχτε τον πώς τα ᾽χασε και στρίβει το κορμί του!
Βρε θα σε κάμω σήμερα να λες «και πού να φύγω;»
ΧΟΡ., στο Βδελυκλέωνα.
Φρόντισε νά᾽ βρεις μηχανές
πολλές για ν᾽ απολογηθείς·
μέσα μου βράζει αψύς θυμός,
που θα σταθεί αγαλήνευτος,
αν δε μιλήσεις σύμφωνα
μ᾽ εκείνα που έχω εγώ στο νου.
ΚΟΡ. Αν δεν έχεις να πεις λόγια εσύ πειστικά,
μια μεγάλη μυλόπετρα τότε,
μια μυλόπετρα νιόκοπη ανάγκη να βρεις,
για ν᾽ αλέσει τον τόσο θυμό μου.
650 ΒΔΕ. Για να γιάνει μια αρρώστια παλιά, που βαθιά
στο κορμί έχει χωθεί της Αθήνας,
θέλει νου κι επιστήμη, που τόσο πολλή
δεν την έχει, θαρρώ, η κωμωδία.
Αλλ᾽ ας είναι· πατέρα, του Κρόνου εσύ γιε…
ΦΙΛ. Τα «πατέρα» κι αυτά να τ᾽ αφήσεις.
Θ᾽ αποδείξεις εδώ στη στιγμή αυτό που λες,
ότι ο ένορκος είν᾽ ένας σκλάβος·
ειδεμή, δε γλιτώνεις το θάνατο, κι αν
για φονιά μ᾽ αφορίσουν ανόσιο.
ΒΔΕ. Το κατσούφιασμ᾽ αυτό, πατερούλη καλέ,
μια στιγμούλα παράτα το κι άκου.
Γιά λογάριασε πρόχειρα —βόλοι, θαρρώ,
δε σου χρειάζονται· νά, με το χέρι—
πόσους φόρους στο σύνολο οι σύμμαχοι εδώ
στην Αθήνα μάς στέλνουν το χρόνο·
έξω τώρ᾽ απ᾽ τους φόρους λογάριασε πια
κατοστές και δοσίματα πλήθος,
βάλε νοίκια, παράβολα, τέλη αγορών,
λιμανιών, μεταλλεία, κατασχέσεις·
660 όλ᾽ αυτά αν προστεθούν, πόσα τάλαντα λες
πως θα βγούνε; κοντά δυο χιλιάδες.
Έξι τώρα χιλιάδων λαϊκών δικαστών
τους μισθούς απ᾽ τα τάλαντα τούτα
έλα πλήρωσε· ναι, έξι χιλιάδων· ποτέ
πιο πολλούς δα δεν είχε η Αθήνα·
πόσα τάλαντα θέλεις γι᾽ αυτούς τους μισθούς
για ένα χρόνο; εκατό και πενήντα.
ΦΙΛ. Απ᾽ τις δυο τις χιλιάδες μονάχα εκατό
και πενήντα! Μα ούτ᾽ ένα στα δέκα.
ΒΔΕ. Τόσα· ούτ᾽ ένα στα δέκα. ΦΙΛ. Μα τότε λοιπόν
τ᾽ άλλα χρήματα, πες μου, πού πάνε;
ΒΔΕ. Πού; Σ᾽ εκείνους που ξέρεις… «Εγώ στο λαό
της Αθήνας πιστός πάντα θα ᾽μαι,
των λαϊκών συμφερόντων εγώ αγωνιστής.»
Τα παχιά σε τυλίγουνε λόγια
και τους δίνεις, πατέρα, την ψήφο σου εσύ
και στο σβέρκο σου απάνω τους βάζεις.
Τότε τάλαντα εκείνοι πενήντα τσιμπούν
κάθε τόσο απ᾽ τις σύμμαχες πόλεις,
670 αυτοί ξέρουνε πώς· με λογής απειλές
και με σκιάχτρα που αντίκρυ τους στήνουν:
«Μπρος, το φόρο! Ειδεμή, θα βροντήξω κι ευθύς
στάχτη εγώ θα σας κάμω στην πόλη.»
Κι ο κυρίαρχος εσύ ευχαριστιέσαι, αν μασάς
της τρανής σου εξουσίας τα ξεφτίδια.
Και τί κάνουν οι σύμμαχοι; Νιώθουν ευθύς
πως οι απόκληροι εδώ της Αθήνας
με το τίποτε ζουν, με το λίγο μισθό
που τους δίνει των ψήφων η κάλπη,
κι έτσι εσάς σαν κουνούπια σας βλέπουν, ενώ
κουβαλάνε στους άλλους για δώρα
βαρελάκια παστά, τυριά, μέλι, κρασί,
μαξιλάρια, χαλιά και σουσάμια,
κούπες, τάσια, στεφάνια, γιορντάνια, παλτά,
του πουλιού τούς πηγαίνουν το γάλα·
κι απ᾽ αυτούς που τους είσαι ο αφέντης, αφού
σε στεριά και σε θάλασσα πάνω
ιδροκόπησες, ένας δε φέρνει για σε
ούτε σκόρδο, να φας με το γάβρο.
680 ΦΙΛ. Μωρέ αλήθεια, κανένας· στου γείτονα χτες
είχα στείλει για δυο τρεις σκελίδες.
Αλλ᾽ απόδειξη ακόμα δε φέρνεις καμιά
της σκλαβιάς μου, κι αυτό με θυμώνει.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΛΕΥΚΗ

ΛΕΥΚΗ
(δέντρο, λεύκα)
 
Η Λευκή (=άσπρη) ήταν νύμφη, κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος.
 
Όπως και την Περσεφόνη, την ερωτεύτηκε ο Άδης, την άρπαξε και την οδήγησε στον Κάτω Κόσμο.
 
Όμως, δεν ήταν αθάνατη, κι όταν πέθανε, ο Άδης τη μεταμόρφωσε στο δέντρο λεύκη μέσα στα Ηλύσια Πεδία.
 
Με τα κλαδιά της έπλεξε στεφάνι που φόρεσε στο κεφάλι του ο Ηρακλής όταν γύρισε από τον Κάτω Κόσμο.
 

Η υπαρξιακή απομόνωση προκαλεί σκέψεις θανάτου

Οι άνθρωποι που αισθάνονται συχνά αποξενωμένοι, απομονωμένοι και πως κανείς δεν τους καταλαβαίνει, είναι πιο πιθανό να έχουν επίμονες σκεψεις θανάτου σε σχέση με άλλους, σύμφωνα με νέα έρευνα.

Δεν είναι ακόμη βέβαιο κατά πόσο αυτά τα αισθήματα απομόνωσης δύνανται να εξηγήσουν την ύπαρξη των σκέψεων θανάτου, αλλά υπάρχουν ενδείξεις που υποστηρίζουν τη συγκεκριμένη υπόθεση.

"Πρόκειται για μια εμπειρία που κάποιοι άνθρωποι έχουν και ορισμένοι τη βιώνουν όλη την ώρα", δήλωσε ο Πίτερ Χελμ, απόφοιτος κοινωνικής ψυχολογίας του Πανεπιστημίου της Αριζόνα, που διεξήγε τη μελέτη.

Τρόμος και Θάνατος


Η νέα έρευνα διεξήχθη στη βάση των ερευνών για τη διαχείριση του τρόμου που θεωρεί ότι οι άνθρωποι κατασκευάζουν προσεκτικά εμπόδια μεταξύ του εαυτού τους και της συνειδητοποίησης του επικείμενου θανάτου τους. Οι έρευνες που υποστηρίζουν αυτή τη θεωρία, έχουν διαπιστώσει ότι οι άνθρωποι που ανακαλούν το θάνατο συχνότερα, συνδέονται περισσότερο με τις προσωπικές και πολιτιστικές τους αξίες, πράγμα που είναι ίσως ένας τρόπος εύρεσης νοήματος ενόψει της δικής τους θνησιμότητας.

Ο Χελμ και οι συνεργάτες του ενδιαφέρθηκαν να εξετάσουν το πώς μια συγκεκριμένη εμπειρία, όπως αυτή της υπαρξιακής απομόνωσης μπορεί να συνδέεται με σκέψεις θανάτου και θνησιμότητας. Η υπαρξιακή απομόνωση συνδέεται αλλά δεν ταυτίζεται με τη μοναξιά, δήλωσε ο Χελμ στην "Live Science". Η μοναξιά είναι το αίσθημα της έλλειψης επαφής με άλλους ανθρώπους ενώ η υπαρξιακή απομόνωση είναι το αίσθημα ότι οι άλλοι άνθρωποι δε σε καταλαβαίνουν στοιχειωδώς. Η κοινωνικοποίηση, όταν κάποιος βιώνει αισθήματα υπαρξιακής απομόνωσης μπορεί να επιδεινώσει την κατάσταση.

Οι μελετητές αυτοί, διεξήγαγαν τέσσερις έρευνες για να καθορίσουν κατά πόσο η υπαρξιακή απομόνωση σχετίζεται με τις σκέψεις θανάτου. Στις πρώτες δύο, ζητήθηκε από μαθητές γυμνασίου (932 στην πρώτη έρευνα και 613 στη δευτερη) να συμπληρώσουν ένα ερωτηματολόγιο για τα επίπεδα των αισθημάτων υπαρξιακής απομόνωσης, μοναξιάς και έντασης της αίσθησης ταυτότητας/ ότι ανήκουν σε ομάδες μεγαλύτερες των ίδιων. Επίσης οι συμμετέχοντες έλαβαν μέρος σε μια δοκιμασία με λέξεις, οι οποίες ανάλογα με την επιλογή του ατόμου συνδέονταν ή οχι με τον θάνατο (π.χ. δινόταν: ki_ _ ed και οι συμμετέχοντες μπορουσαν να συμπληρώσουν είτε kissed -φιλημένος- είτε killed -σκοτωμένος-).

Αίσθηση απομόνωσης


Στις έρευνες αυτές, οι συμμετέχοντες που δήλωναν πιο συχνά αισθήματα υπαρξιακής απομόνωσης ήταν πιο πιθανό να δημιουργήσουν λέξεις σχετικές με το θάνατο από αυτούς που δεν ήταν υπαρξιακά απομονωμένοι, γεγονός που δείχνει πως οι σκέψεις θανάτου ήταν συχνότερες στο μυαλό αυτών που αισθάνονταν υπαρξιακά απομονωμένοι. Η σχέση μεταξύ υπαρξιακής απομόνωσης και σκέψεων θανάτου δεν εξηγείται από την μοναξιά ούτε από την αίσθηση ανήκειν σε μια ομάδα ή την αυτοεκτίμηση.

Στις επόμενες δύο έρευνες διερευνήθηκε αν πραγματικά η υπαρξιακή απομόνωση προκαλεί την εμφάνιση των σκέψεων θανάτου. Σε πρώτη φάση οι ερευνητές χώρισαν 277 άτομα σε τρεις ομάδες. Η πρώτη έγραφε για αναμνήσεις αισθημάτων υπαρξιακής απομόνωσης, η δεύτερη έγραφε για ένα περιστατικό που είχε αισθανθεί μοναξιά και η τρίτη για ένα ουδέτερο περιστατικό αναμονής. Σε αυτή την περίπτωση αυτοί που έγραφαν για την υπαρξιακή απομόνωση ήταν πολύ πιο πιθανό να συμπληρώσουν λέξεις σχετικές με το θάνατο. Σε μια δεύτερη ωστόσο έρευνα που ακολούθησε με 334 συμμετέχοντες, τα αποτελέσματα δεν επιβεβαιώθηκαν, αν και κατά τον Χελμ, αυτό πιθανότατα οφείλεται σε προβλήματα που αφορούν τη μεθοδολογία (π.χ. το γεγονός ότι στη δεύτερη έρευνα πολλοί συμμετείχαν online).

Μια άλλη εξήγηση κατά τον Χελμ, είναι ότι η ανάμνηση ενός περιστατικού στο οποίο αισθάνθηκαν υπαρξιακά απομονωμένοι μπορεί να έχει επίδραση στις σκέψεις θανάτου μόνο στους ανθρώπους που έχουν ούτως ή αλλως την τάση να αισθάνονται υπαρξιακά απομονωμένοι.

Ερευνητές μελετούν επίσης το πώς τα αισθήματα υπαρξιακής απομόνωσης συνδέονται με την κατάθλιψη και τον αυτοκτονικό ιδεασμό. Οι ψυχολόγοι μελετούν εδώ και χρόνια τη μοναξιά και έχουν βρει πως αυτό το συναίσθημα συνδέεται με κακή ψυχική και σωματική υγεία. Ωστόσο, δεν έχει δοθεί η ίδια σημασία στην υπαρξιακή απομόνωση παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μια αρκετά συχνή εμπειρία.

Ο Χελμ εξηγεί οτι αυτοί που αισθάνονται υπαρξιακά απομονωμένοι δεν νιώθουν μόνοι αλλά αντίθετα αόρατοι. Ο ίδιος προσθέτει στον ιστότοπο Reddit που επικαλείται την μελέτη: "Μοιάζει σαν να μην έχουν τις λεξεις να περιγράψουν τις εμπειρίες τους".

Η ερευνητική αυτή προσπάθεια πρωτοδημοσιεύτηκε στο τεύχος Οκτωβρίου της επιστημονικής επιθεώρησης "Journal of Research in Personality".

Δεν υπάρχει σωστό ή λάθος, όταν ακολουθούμε το μονοπάτι της καρδιάς

Είναι λάθος να μην ξέρουμε για τι μιλά όλος ο κόσμος αυτό τον καιρό; Είναι λάθος αν δεν μας αρέσει αυτό που αρέσει σε όλους; Είναι λάθος αν δεν περπατάμε στα μονοπάτια που έχουν πάρει οι άλλοι; Είναι λάθος αν είμαστε πολύ ανεξάρτητοι; Είναι λάθος αν δεν έχουμε γίνει αυτό που οι άλλοι περιμένουν να γίνουμε;

Δεν λυπούμαστε που δεν ξέρουμε για τι μιλάτε επειδή επιλέγουμε τις πληροφορίες εκείνες που θα είναι ευεργετικές για εμάς και όχι για να δείξουμε ότι απλά ανήκουμε κάπου. Δεν λυπούμαστε αν δεν μας αρέσουν τα πράγματα που αγαπάτε επειδή έχουμε τα δικά μας.

Δεν λυπούμαστε που δεν ακολουθούμε κοινά μονοπάτια επειδή ακολουθούμε το ένστικτό μας. Δεν λυπούμαστε που είμαστε πολύ ανεξάρτητοι επειδή ξέρουμε ότι έτσι δεν χρωστάμε τη ζωή μας σε κανέναν. Δεν λυπούμαστε που είμαστε αυτοί που είμαστε επειδή τιμάμε την αυθεντικότητα.

Απολαμβάνουμε τη ζωή μας υπό τους δικούς μας όρους. Μην επιτρέπετε στις κοινωνικές νόρμες να σας υπαγορεύουν πώς να ζείτε. Μην αφήνετε άλλους ανθρώπους να σας προσδιορίζουν με τα δικά τους κριτήρια ή να σας αξιολογούν με τους δικούς σας δείκτες.

Δεν υπάρχει λάθος ή σωστό όταν μιλάμε για τα μονοπάτια της ζωής. Μετανιώνουμε μόνο αυτό για το οποίο δεν πήραμε την ευθύνη, τις επιλογές για τις οποίες κατηγορήσαμε τους άλλους.

Εμείς όμως δεν αφήνουμε σε τέτοια συναισθήματα να μας στερήσουν την πίστη που έχουμε για το απρόβλεπτο μέλλον. Δεν κατηγορούμε τους άλλους για επιλογές που εμείς κάναμε. Δεν θα σταματήσουμε απλά εδώ και θα περιμένουμε να συμβεί κάποιο θαύμα.

Έχουμε τη δική μας φωνή να υψώσουμε, έχουμε τη δύναμη να παλέψουμε γι’ αυτό που πιστεύουμε, έχουμε την αυθεντικότητα μέσα μας που θέλουμε να προστατεύσουμε, έχουμε επίσης τη δύναμη να συγχωρήσουμε τους άλλους αλλά και τον εαυτό μας. Το χάος του εξωτερικού κόσμου δεν θα μας ενοχλήσει, η βάση που έχουμε χτίσει δεν θα γκρεμιστεί και ο σπόρος που έχουμε φυτέψει θα βλαστήσει ακόμα και στο πιο άγριο καιρό.

Νίτσε: Παρά τους κομπασμούς τους για τα πολλά που τάχα γνώριζαν

Ίσως ένας ανάλγητος δαίμονας δεν θα’ χε τίποτα περισσότερο να πει για τη λεγόμενη «παγκόσμια Ιστορία», την «αλήθεια», τη «δόξα», κι όλες τις μεγαλειώδεις μας αλληγορίες, πέρ’ από τούτα τα λόγια:

«Σε κάποιαν απόμερη γωνιά του Σύμπαντος που ξεχύθηκε αστραποβολώντας σε αναρίθμητα ηλιακά συστήματα, ήταν μια φορά κ’ έναν καιρό έν’ άστρο. Στο άστρο αυτό ζούσαν κάτι έξυπνα ζώα που μηχανεύτηκαν το γιγνώσκειν. Η πιο αλαζονική και πλανερή στιγμή της παγκόσμιας Ιστορίας – όμως μονάχα μια στιγμή! Μετά από λίγες εισπνοές-εκπνοές της Φύσης, το άστρο πάγωσε και τα έξυπνα ζώα έπρεπε να πεθάνουν. H ώρα είχε σίγουρα φτάσει: παρά τους κομπασμούς τους για τα πολλά που τάχα γνώριζαν, προς μεγάλη τους δυσαρέσκεια ανακάλυψαν πως όλα ήταν λάθος. Πέθαναν και χάθηκαν μαζί με την Αλήθεια. Αυτή ήταν η τύχη, λοιπόν, των απεγνωσμένων εκείνων ζώων, που είχαν επινοήσει το γιγνώσκειν».

Τούτος κι ο κλήρος του ανθρώπου -αν ήταν πράγματι κάτι περισσότερο από ένα ζώο με κάποιαν έφεση για γνώση. H Αλήθεια θα τον έσπρωχνε στην απόγνωση, στο μηδέν – θα του ‘δείχνε πώς είν’ αιώνια καταδικασμένος στη Μη Αλήθεια, η Αλήθεια… Όμως ο άνθρωπος θέλει να πιστεύει σε μια προσιτή Αλήθεια, σε μια κοντινή του Ψευδαίσθηση που του εμπνέει απόλυτη εμπιστοσύνη. Μήπως δε ζει τάχα χάρη σε μια διαρκή αυταπάτη; Μήπως δεν του αποκρύπτει τάχα η Φύση τα περισσότερα – ίσα-ίσα τα πιο κοντινά του, λόγου χάρη, το ίδιο του το σώμα, που διαθέτει μόνο μια γητεύτρα «συνείδηση»; Σ’ αυτή τη συνείδηση κλείστηκε, κ’ η Φύση πέταξε μακριά το κλειδί. Ω, την ολέθρια περιέργεια του φιλοσόφου, να θέλει, σώνει και καλά, να βρει μια σχισμή στο κελί της συνείδησής του, να δει έστω μια φορά τι υπάρχει παραέξω! Ίσως να διαισθάνθηκε μετά, ότι ο άνθρωπος, ζώντας μες στην αδιαφορία της άγνοιάς του, δε στηρίζεται παρά πάνω σε αδηφάγες, άπληστες, βδελυρές, άσπλαχνες, δολοφονικές ροπές, κι ονειροπολεί, ούτως ειπείν, πάνω στη ράχη ενός τίγρη.

Έχει μεγάλη σημασία να μάθουμε ότι ζήσαν, κάποτε τέτοιοι άνθρωποι. Η ροπή για γνώση μοιάζει απ’ τη φύση της ανικανοποίητη αλλ’ ούτε και ικανοποιεί· ποιος, λοιπόν, θα πίστευε -παρεκτός κι αν τον έχει ειδοποιήσει σχετικώς η Ιστορία – πως υπήρξε άνθρωπος σαν τον σοφό Ηράκλειτο, τόσο αυτοκρατορικά μεγαλοπρεπής και μεγαλόφρων, με την απόλυτη βεβαιότητα ότι αυτός είναι ο εκλεκτός μνηστήρας της Αλήθειας! Τέτοιοι άνθρωποι ζουν στο δικό τούς ηλιακό σύστημα, και μόνον εκεί πρέπει κανείς να τους γυρέψει. Ένας Πυθαγόρας ή ένας Εμπεδοκλής έδειχναν υπέρ-ανθρώπινο σεβασμό προς τον εαυτό τους, ένα δέος σχεδόν θρησκευτικό· όμως, εξαιτίας της πίστης τους στη μετεμψύχωση και την ενότητα όλων των εμβίων, τους κατέκλυζε συμπόνια – τους τραβούσε, σα χαλκάς, ξανά πίσω, στους άλλους ανθρώπους, για τη σωτηρία τους. Όσο για τη μοναξιά του Εφέσιου αναχωρητή του ναού της Αρτέμιδος, μονάχα στα όρη της πιο άγριας ερημιάς, παραλυμένος άπ’ την παγωνιά, μπορεί κανείς κάπως να τη νοιώσει. Αυτός δεν εκπέμπει τη θέρμη καμιάς συμπόνιας, καμιάς λαχτάρας να «βοηθήσει» και να «σώσει»: μοιάζει μ’ άστρο χωρίς ατμόσφαιρα. Το μάτι του γυρνάει, φλεγόμενο, προς τα μέσα, θωρώντας σβησμένο και παγερό, σαν ψεύτικο, τον έξω κόσμο. Ολόγυρά του, στο φρούριο της περηφάνιας του, σκάνε τα κύματα της πλάνης και της παραζάλης· αηδιασμένος αποστρέφει το πρόσωπο… Βέβαια, ένα τέτοιο τραγικό προσωπείο το αποφεύγουν οι «ευαίσθητες» ψυχές· τούτη η μορφή θα ταίριαζε μάλλον ανάμεσα σ’ αγάλματα θεών, σε κάποιο απόμακρο Ιερό ψυχρής, μεγαλόπρεπης αρχιτεκτονικής.

Ανάμεσα σ’ ανθρώπους, τώρα, ως άνθρωπος, ο Ηράκλειτος: απίστευτος! Σαν τον είδαν, λέει, να μελετά το θορυβώδες παιγνίδι των παιδιών, στοχάζονταν ό,τι ποτέ δε στοχάστηκε θνητός εξ αφορμής τέτοιου θεάματος: το παιγνίδι τού Μεγάλου Παιδιού-Κόσμου, του Δία, που γελώντας αιώνια χτίζει και γκρεμίζει κόσμους. Δε χρειαζόταν τους ανθρώπους – ούτε κ’ η γνώση του εξαρτιόταν από δαύτους· όσα θα μάθαινε τάχα από άλλους η όσα ερευνούσαν παλιότεροι σοφοί, που ‘ξεραν να ρωτούν και να μαθαίνουν, τον άφηναν αδιάφορο. «Tοv εαυτό μου γύρεψα κ’ ερεύνησα», είπε χρησιμοποιώντας μια λέξη – κλειδί για τη νοηματική διερεύνηση ενός χρησμού: σα να ‘ταν αυτός ο απόλυτος τηρητής κ’ εκτελεστής της περίφημης δελφικής ρήσης «γνώθι σαυτόν» – και κανείς άλλος!..

Οι φιλόσοφοι χρειάζονται πάνω απ’ όλα: ελευθερία από καταναγκασμούς, οχλήσεις, θορύβους, από κάθε λογής πάρε–δώσε, καθήκοντα, έγνιες: χρειάζονται διαύγεια· σκέψεις που να χορεύουν, να πηδάν, να πετάνε· αέρα καθαρό, ελαφρύ, ελεύθερο, ξηρό, όπως είν’ ο αέρας στα ψηλά, εκεί που κάθε ζωντανό πλάσμα γίνεται πνενματικότερο κι αποκτάει φτερά· ηρεμία σ’ όλα τα υπόγεια· όλα τα σκυλιά όμορφα–όμορφα με τις αλυσίδες τους· κανένα εχθρικό γάβγισμα, καμμιά «σκυλίσια» μνησικακία κανένα σκουλήκι πληγωμένης φιλοδοξίας να κατατρώει τα σωθικά· διακριτικά και υπάκουα σπλάχνα, εργατικά σα μυλόπετρες, αλλά σ’ απόσταση· η καρδιά να ‘ναι ξένη, στην αντί πέρα κιόλας όχθη, στο μέλλον, στο μετά θάνατον… το ασκητικό ιδεώδες στην πιο χαρούμενη μορφή του!

Την έρημο όπου αποτραβιούνται και αυτοσυγκεντρώνονται τα ρωμαλέα, τ’ ανεξάρτητα πνεύματα.. – α, πόσο διαφορετική τη φαντάζονται οι μορφωμένοι κ’ οι τσαρλατάνοι τού πνεύματος! Πάει καιρός που δε μπορούν ούτε δευτερόλεπτο να ζήσουν εκεί! δεν τούς είναι πια αρκετά ρομαντική, συριακή, θεατρινίστικη, μόλο που έχει και παραέχει καμήλες! – μα ως εδώ η ομοιότητα «Έρημος» εν προκειμένω είν’ ίσως μια θεληματική σκοτεινιά· ένας παραμερισμός μπροστά στον εαυτό· συστολή μπροστά σε θορύβους, εκδηλώσεις λατρείας, εφημερίδες, επιρροές ένα μικροεπάγγελμα, μια καθημερινή ρουτίνα, κάτι που περισσότερα κρύβει παρά φανερώνει· συναναστροφή με άκακα χαρούμενα ζώα και πουλιά, που η όψη τους αναζωογονεί· ένα βουνό για συντροφιά, διόλου νεκρή συντροφιά, με μάτια (παναπεί: λίμνες)· ως κ’ ένα δωμάτιο σε πολυσύχναστο πανδοχείο, όπου μπορεί κανείς να περνά απαρατήρητος και να κουβεντιάζει ατιμώρητα με τον καθένα,.. αυτά είν’ «έρημος»: ώ, κ είν’ αρκετά έρημη, πιστέψτε με! Βέβαια, να κ’ η περίπτωση του Ηρακλείτου, που αποτραβήχτηχε στις ελεύθερες εκτάσεις και στα περιστύλια του τεράστιου ναού της ‘Αρτέμιδας: τούτη η «έρημος» ήταν, οπωσδήποτε, πιο άξια — τ’ ομολογώ! Γιατί να μην υπάρχουν και για μας τέτοιοι ναοί; (Χμ, ίσως και να υπάρχουν. Να μου έρχεται τώρα δα στο νου το ωραιότερο δωμάτιο εργασίας που είχα ποτέ, στην Piazza di san Marco, άνοιξη, δέκα με δώδεκα το πρωί) Ωστόσο, κι o Ηράκλειτος απέφευγε αυτό που εμείς αποφεύγουμε σήμερα: το θόρυβο και τη φλυαρία των Εφεσίων, όλη τη βρομερή πραμάτεια τού «σήμερα»,.. γιατί εμείς οι φιλόσοφοι χρειαζόμαστε πάνω απ' όλα μια συγκεκριμένη ησυχία: χρειαζόμαστε ανάπαυση απ’ το «σήμερα».

Φρ. Νίτσε, ΤΟ ΠΑΘΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΛΗΘΕΙΑ

SENECA: Όσα σε έναν γίνονται, σ’ όλους μπορούν να γίνουν

Αν κάποιος επιτρέψει σ’ αυτή τη σκέψη να εισχωρήσει στην καρδιά του και, όταν βλέπει τις δυστυχίες των άλλων, που κάθε μέρα υπάρχουν εν αφθονία, αναλογίζεται ότι άνετα θα μπορούσαν να έλθουν και στον ίδιο, θα εξοπλιστεί εναντίον τους πολύ πριν αυτές τον επισκεφθούν. Είναι πολύ αργά να εφοδιάζεται κανείς για να υπομείνει τους κινδύνους όταν αυτοί είναι ήδη παρόντες. Μπορεί βέβαια να πεις: «Δεν νόμιζα ότι αυτό θα συμβεί» και «Πίστευες ποτέ ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο;» Όμως γιατί όχι; Ποια είναι τα πλούτη εκείνα που δεν τα ακολουθούν κατά πόδας η φτώχεια, η πείνα και η αθλιότητα; Ποιοι αξιωματούχοι στον ποδόγυρο της εσθήτας τους, ποιοι οιωνοσκόποι στη ράβδο τους ή ποιοι πατρίκιοι στους ιμάντες των παπουτσιών τους δεν μεταφέρουν ακαθαρσίες και άθλια σκουπίδια – χιλιάδες στίγματα και σκέτη ντροπή; Ποιο βασίλειο υπάρχει για το οποίο να μην καιροφυλακτεί η καταστροφή και η ερήμωση, ο τύραννος και ο δήμιος;

Και όλα αυτά δεν χωρίζονται μεταξύ τους με τεράστια διαλείμματα χρόνου, αλλά, ανάμεσα στο θρόνο και στη γονυκλισία του βασιλιά μπροστά στα γόνατα κάποιου άλλου, κάποτε μεσολαβεί μία μόνο ώρα. Πρέπει επομένως να έχεις υπόψη σου ότι κάθε μοίρα στη ζωή είναι μεταβλητή και ό, τι συμβαίνει σε κάποιον μπορεί κάλλιστα να συμβεί και σ’ εμένα. Είσαι πλούσιος` είσαι όμως πλουσιότερος από τον Πομπήιο;

Και όμως, αυτός ο άνθρωπος δεν είχε ούτε ψωμί και νερό όταν ο Γάιος, ένας γέρος συγγενής και καινούριος οικοδεσπότης του, του άνοιξε το σπίτι του Καίσαρα, για να έχει έτσι την ευκαιρία να του κλείσει το δικό του! Όσο κι αν ήταν ιδιοκτήτης πολυάριθμων ποταμών, που πήγαζαν από τα δικά του κτήματα και είχαν την εκβολή τους στις δικές του περιοχές, ήταν υποχρεωμένος να ζητιανεύει για μερικές σταγόνες νερό. Πέθανε από πείνα και δίψα στο ανάκτορο του συγγενούς του και, ενώ λιμοκτονούσε, ο κληρονόμος του φρόντιζε να ταφεί δημοσία δαπάνη! Έχεις αποκτήσει ύψιστα αξιώματα` απέκτησες όμως κάποιο τόσο μεγάλο, τόσο απρόσμενο και με τέτοια ευρύτητα όσο εκείνο του Σηιανού;

Και όμως, τη μέρα εκείνη που η Σύγκλητος τον συνόδευε, ο λαός τον καταξέσχιζε` από τον άνθρωπο που είχε συγκεντρώσει επάνω του ό, τι θεοί και άνθρωποι θα μπορούσαν να δώσουν τίποτα δεν έμεινε για να το σύρει στο ποτάμι ο δήμιος! Έστω ότι είσαι βασιλιάς: δεν θα σε παραπέμψω στον Κροίσο, που έζησε για να δει τη θανατική του πυρά να ανάβει και να σβήνει, που εξαναγκάστηκε να ζήσει για να δει το θάνατο του βασιλείου του, και όχι μόνο του εαυτού του, ούτε και στον Ιουγούρθα, που ο ρωμαϊκός λαός τον είδε, μέσα στον ίδιο χρόνο, αιχμάλωτο μπροστά του, ενώ πριν τον έτρεμε. Εμείς οι ίδιοι υπήρξαμε μάρτυρες της εικόνας ενός Πτολεμαίου, βασιλιά της Αφρικής, και ενός Μιθριδάτη, βασιλιά της Αρμενίας, που περιήλθαν υπό τον έλεγχο της φρουράς του Γαΐου` ο ένας στάλθηκε εξορία, ό άλλος ικέτευε να σταλεί πίσω και να του έχουν τώρα περισσότερη εμπιστοσύνη!
Αν λάβεις υπόψη σου αυτή τη φοβερή μεταβλητότητα της τύχης, που τη μια σε ανεβάζει και την άλλη σε κατεβάζει, δεν έχεις παρά να υποχωρήσεις στη δύναμη της κακοτυχίας – την οποία ο καθένας θα μπορούσε να συντρίψει, αν είχε πρώτα τη δυνατότητα να την αντιμετωπίσει καταπρόσωπο -, εκτός μόνο αν αποδεχθείς το γεγονός πως οτιδήποτε συμβαίνει είναι πιθανόν να συμβεί και σ’ εσένα.

ΣΕΝΕΚΑΣ, Περί της πνευματικής γαλήνης


Πώς μπορείς εσύ να αλλάξεις τον άλλο; Έχει ποτέ κανείς αλλάξει τον άλλο;

Ζεις μέσα από τη συνήθεια. Αυτό σημαίνει ότι η συνήθεια ζει βασικά μέσα από σένα.

Η συνήθεια επαναλαμβάνεται, διαιωνίζεται, παίρνοντας ενέργεια από σένα. Σιγά – σιγά, η συνήθεια θα γίνει ο κύριος κι εσύ θα είσαι απλώς ένας υπηρέτης, μια σκιά. Η συνήθεια θα δίνει την εντολή κι εσύ θα είσαι απλώς υπάκουος υπηρέτης.

Όταν είσαι θυμωμένος, νομίζεις ότι εσύ το κάνεις. Το εκλογικεύεις και λες ότι η περίσταση αυτό απαιτούσε: “Έπρεπε να θυμώσω, αλλιώς το παιδί μου θα έβγαινε από το σωστό δρόμο. Αν δεν θύμωνα, τότε τα πράγματα στο γραφείο θα ήταν σκέτο χάος. Οι υπάλληλοι δεν ακούνε. Έπρεπε να θυμώσω για να τους κουμαντάρω. Για να βάλω τη γυναίκα μου στη θέση της, έπρεπε να θυμώσω”.

Αυτές είναι εκλογικεύσεις. Μ’ αυτόν τον τρόπο, συνεχίζεις να κοροϊδεύεις τον εαυτό σου, ότι εσύ είσαι το αφεντικό. Δεν είσαι όμως.

Ο θυμός βγαίνει από το παρελθόν. Κι όταν έρχεται ο θυμός, εσύ προσπαθείς να βρεις μια δικαιολογία. Οι ψυχολόγοι έχουν πειραματιστεί κι έχουν καταλήξει στα ίδια συμπεράσματα με αυτά της ανατολικής εσωτερικής ψυχολογίας:

Ο άνθρωπος είναι θύμα, δεν είναι κύριος.

Οι ψυχολόγοι έχουν βάλει ανθρώπους σε πλήρη απομόνωση, παρέχοντάς τους κάθε δυνατή άνεση. Δεν είχαν καμία επαφή με άλλους ανθρώπους. Δεν αντιμετώπιζαν απολύτως κανένα πρόβλημα και δεν ήταν αναγκασμένοι να εργάζονται. Οι ίδιες συνήθειες όμως συνεχιζόταν. Ένα πρωί, χωρίς κανένα λόγο, αφού οτιδήποτε ήθελαν τους το παρείχαν, οπότε δεν υπήρχε αφορμή για να θυμώσουν, ξαφνικά εμφανιζόταν θυμός.

Βρίσκεται μέσα σου.

Μερικές φορές εμφανίζεται ξαφνική λύπη, χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος.

Και μερικές φορές αισθάνεται κανείς ευτυχισμένος, γεμάτος ευφορία, εκστατικός.

Αν αποκοπείς από όλες τις κοινωνικές σχέσεις, μείνεις απομονωμένος και σου παρέχεται πλήρης άνεση σε οτιδήποτε χρειάζεσαι, εσύ θα συνεχίσεις να έχεις όλες τις διαθέσεις που έχεις και μέσα στις σχέσεις.

Αυτό σημαίνει ότι οι διαθέσεις έρχονται από μέσα σου κι εσύ τις φορτώνεις στους άλλους.
Αυτό είναι απλώς εκλογίκευση.

Νιώθεις καλά, νιώθεις άσχημα κι αυτά τα συναισθήματα αναβλύζουν από μέσα σου, από το παρελθόν σου. Κανένας άλλος δεν είναι υπεύθυνος, εκτός από σένα. Κανένας δεν μπορεί να σε κάνει θυμωμένο και κανένας δεν μπορεί να σε κάνει ευτυχισμένο.

Εσύ γίνεσαι ευτυχισμένος από μόνος σου κι εσύ γίνεσαι λυπημένος από μόνος σου.

Αν δεν το αντιληφθείς αυτό, θα παραμείνεις για πάντα σκλάβος.

Γίνεσαι κύριος του εαυτού σου μόνο όταν αντιλαμβάνεσαι: “Εγώ είμαι υπεύθυνος για οτιδήποτε μου συμβαίνει. Οτιδήποτε συμβαίνει, χωρίς καμία εξαίρεση, είμαι εγώ υπεύθυνος”.

Ο καθένας είναι υπεύθυνος, απόλυτα υπεύθυνος για το είναι του και για την συμπεριφορά του. Στην αρχή, αυτό θα σου προκαλέσει κατάθλιψη – το ότι είσαι εσύ υπεύθυνος – επειδή πάντοτε θεωρούσες ότι εσύ θέλεις να είσαι ευτυχισμένος, οπότε πώς είναι δυνατόν να είσαι εσύ υπεύθυνος για τη δυστυχία σου; Εσύ πάντοτε επιθυμούσες την ευδαιμονία, οπότε πώς είναι δυνατόν να θυμώνεις από μόνος σου;

Κι έτσι, ρίχνεις την ευθύνη στον άλλο.

Αν συνεχίσεις να ρίχνεις την ευθύνη στον άλλο, να θυμάσαι ότι εσύ θα παραμένεις πάντοτε σκλάβος, επειδή κανένας δεν μπορεί να αλλάξει τον άλλο. Πώς μπορείς εσύ να αλλάξεις τον άλλο; Έχει ποτέ κανείς αλλάξει τον άλλο;

Μια από τις πιο ανεκπλήρωτες επιθυμίες στον κόσμο είναι το να αλλάξεις τον άλλο. Κανένας ποτέ δεν το έχει κάνει αυτό. Αυτό είναι απλώς ανέφικτο! Μπορείς να συνεχίσεις να ρίχνεις την ευθύνη στον άλλο, δεν μπορείς όμως να τον αλλάξεις.

Και επειδή ρίχνεις την ευθύνη στον άλλο, δεν θα δεις ποτέ ότι η βασική ευθύνη είναι δική σου.
Η βασική αλλαγή χρειάζεται να γίνει μέσα σου.

Μ’ αυτό τον τρόπο παγιδεύεσαι: Αν αρχίσεις να σκέφτεσαι ότι εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες σου τις πράξεις, για όλες σου τις διαθέσεις, στην αρχή θα σε πιάσει κατάθλιψη. Αν όμως μπορέσεις να περάσεις μέσα από αυτή την κατάθλιψη, σύντομα θα νιώσεις ανάλαφρος, επειδή τώρα έχεις ελευθερωθεί από τον άλλο.

Τώρα μπορείς να δουλέψεις από μόνος σου. Μπορείς να ελευθερωθείς, μπορείς να είσαι ευτυχισμένος.

Ακόμη κι αν ολόκληρος ο κόσμος είναι δυστυχισμένος, αυτό δεν έχει καμία διαφορά.

Και η πρώτη ελευθερία είναι το ότι σταματάς να ρίχνεις την ευθύνη στον άλλο.

Η πρώτη ελευθερία είναι το ότι γνωρίζεις ότι εσύ είσαι υπεύθυνος.

Τότε, πολλά πράγματα γίνονται αμέσως εφικτά.

Ανίκιος Μάνλιος Σεβερίνος Βοήθιος: Αυτή είναι η φύση της τύχης. Είναι άστατη

Ο Ανίκιος Μάνλιος Σεβερίνος Βοήθιος (475-525 μ. Χ.), αυτό είναι το πλήρες όνομά του, ήταν ένας από τους τελευταίους Ρωμαίους φιλοσόφους. Πέθανε είκοσι χρόνια προτού η Ρώμη πέσει σε χέρια βαρβάρων. Αλλά και όσο ζούσε, η Ρώμη είχε πάρει ήδη τον κατήφορο. Όπως οι επίσης Ρωμαίοι Κικέρων και Σενέκας, ο Βοήθιος θεωρούσε τη φιλοσοφία ένα είδος αυτοβοήθειας, έναν πρακτικό τρόπο για να βελτιώσει κανείς τη ζωή του, καθώς και έναν κλάδο αφηρημένης σκέψης. Συνδέθηκε επίσης με τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη, το έργο των οποίων μετέφρασε στα λατινικά διατηρώντας ζωντανές τις ιδέες τους σε μια εποχή που υπήρχε κίνδυνος να χαθούν για πάντα. Καθώς ήταν χριστιανός, η γραφή του άρεσε στους θρησκόληπτους φιλοσόφους που διάβαζαν τα βιβλία του κατά τον Μεσαίωνα. Η φιλοσοφία του λοιπόν γεφύρωσε τους Έλληνες και Ρωμαίους στοχαστές με τη χριστιανική φιλοσοφία που θα επικρατούσε στη Δύση για πολλούς αιώνες μετά τον θάνατό του.

Η ζωή του Βοήθιου ήταν ένα μίγμα τύχης και ατυχίας. Ο Θεοδώριχος, ο Οστρογότθος βασιλιάς που κυβερνούσε εκείνη την εποχή τη Ρώμη, του έδωσε το ανώτατο αξίωμα του υπάτου. Ύστερα, όμως η τύχη του άλλαξε. Αφότου κατηγορήθηκε ότι συνωμοτεί ενάντια στον Θεοδώριχο, φυλακίστηκε, βασανίστηκε και έπειτα εκτελέστηκε.

Ενώ βρισκόταν στη φυλακή, ξέροντας πως σύντομα θα πέθαινε, ο Βοήθιος έγραψε ένα βιβλίο που, μετά τον θάνατό του, έγινε ένα μεσαιωνικό μπεστ σέλερ, την Παραμυθία της φιλοσοφίας. Αρχίζει με τον Βοήθιο να μετανιώνει μες στο κελί της φυλακής του. Ξαφνικά συνειδητοποιεί πως μια γυναίκα τον κοιτάζει από ψηλά. Το ύψος της μοιάζει να αλλάζει από κανονικό σε ψηλότερο κι από τον ουρανό. Φορά ένα σκισμένο φόρεμα διακοσμημένο με μια σκάλα που ξεκινά από το ελληνικό γράμμα «Π» στον ποδόγυρο και να φτάσει μέχρι το γράμμα «Θ». Στο ένα χέρι κρατά ένα σκήπτρο, στο άλλο βιβλία. Αυτή η γυναίκα αποκαλύπτεται πως είναι η Φιλοσοφία. Όταν μιλά, λέει στον Βοήθιο τι πρέπει να πιστεύει. Είναι οργισμένη μαζί του επειδή την ξέχασε, και έχει έρθει να του θυμίσει πως πρέπει να αντιδράσει σε όσα συμβαίνουν. Το υπόλοιπο του βιβλίου είναι η συζήτησή τους, που αφορά την τύχη και τον Θεό. Είναι γραμμένο πότε σε πρόζα και πότε σε ποίηση. Η γυναίκα, η φιλοσοφία, του δίνει συμβουλές.

Λέει στον Βοήθιο πως η τύχη αλλάζει συνέχεια και ότι δεν πρέπει να εκπλήσσεται. Αυτή είναι η φύση της τύχης. Είναι άστατη. Ο τροχός της τύχης γυρνά. Άλλες φορές βρίσκεσαι στην κορυφή άλλες φορές στον πάτο. Ο Βοήθιος πρέπει να καταλάβει πως έτσι είναι τα πράγματα.

Οι θνητοί εξηγεί η Φιλοσοφία, είναι ανόητοι όταν αφήνουν την ευτυχία τους να εξαρτάται από κάτι τόσο ευμετάβλητο. Η αληθινή ευτυχία μπορεί να έλθει μόνο από μέσα, από τα πράγματα που οι άνθρωποι ελέγχουν, όχι απ’ όσα η ατυχία μπορεί να καταστρέψει. Αυτή η στωική θέση. Όταν οι άνθρωποι λένε ότι «φιλοσοφούν» τα άσχημα πράγματα που τους συμβαίνουν, αυτό εννοούν: προσπαθούν να μην επηρεάζονται από πράγματα που δεν ελέγχουν, όπως ο καιρός ή το ποιοι είναι οι γονείς τους. Τίποτα, λέει η Φιλοσοφία στον Βοήθιο, δεν είναι τρομερό αυτό καθαυτό –όλα βασίζονται στο πως τα σκεπτόμαστε. Η ευτυχία είναι μια κατάσταση του νου, όχι του κόσμου∙ αυτή είναι μια ιδέα που ο Επίκτητος θα αναγνώριζε ως δική του.

Η Φιλοσοφία θέλει ο Βοήθιος να επιστρέψει σε αυτήν. Του λέει ότι μπορεί να είναι πραγματικά ευτυχισμένος παρ’ ότι βρίσκεται στη φυλακή και περιμένει να εκτελεστεί. Εκείνη θα τον γιατρέψει από τη δυστυχία του. Το μήνυμα είναι ότι τα πλούτη, η εξουσία και οι τιμές δεν αξίζουν, αφού έρχονται και παρέρχονται. Κανείς δεν πρέπει να βασίζει την ευτυχία του σε τόσο εύθραυστα θεμέλια. Η ευτυχία πρέπει να πηγάζει από κάτι πιο στέρεο, κάτι που δεν μπορεί να μας το πάρει κανείς. Επειδή ο Βοήθιος πίστευε πως θα συνεχίζει να ζει μετά θάνατον, η επιδίωξη της ευτυχίας με όχημα τα τετριμμένα εγκόσμια πράγματα ήταν σφάλμα. Ούτως ή άλλως, θα τα έχανε όλα με τον θάνατό του.

Μα που μπορεί να βρει ο Βοήθιος την αληθινή ευτυχία; Η απάντηση της Φιλοσοφίας είναι ότι θα τη βρει στον Θεό ή στο αγαθό (αυτά εντέλει ταυτίζονται). Ο Βοήθιος ήταν χριστιανός, αλλά αυτό δεν το αναφέρει στην Παραμυθία της φιλοσοφίας. Ο Θεός τον οποίο περιγράφει η Φιλοσοφία θα μπορούσε να είναι ο Θεός του Πλάτωνα, η αμιγής Ιδέα του αγαθού.

Σε όλο το βιβλίο η Φιλοσοφία θυμίζει στον Βοήθιο όσα ήδη γνωρίζει. Και αυτό προέρχεται από τον Πλάτωνα, αφού ο Πλάτων πίστευε πως η μάθηση είναι ουσιαστικά ανάμνηση ιδεών που ήδη έχουμε. Ποτέ δε μαθαίνουμε κάτι νέο, απλώς υποβοηθούμε τις αναμνήσεις μας. Η ζωή είναι ένας αγώνας να θυμηθούμε όσα γνωρίζαμε πρωτύτερα. Αυτό που ο Βοήθιος ήδη γνωρίζει ως ένα βαθμό είναι ότι δε χρειαζόταν να ανησυχεί για την απώλεια της ελευθερίας του και της δημόσιας εκτίμησης. Αυτά δεν τα ελέγχει. Σημασία έχει η στάση του απέναντι στην κατάστασή του, κάτι που μπορεί να επιλέγει.

Όμως τον Βοήθιο τον απασχολεί ένα αυθεντικό πρόβλημα που έχει απασχολήσει πολλούς πιστούς στον Θεό. Ο Θεός, όντας τέλειος, πρέπει να γνωρίζει όλα όσα συμβαίνουν, αλλά και όλα όσα θα συμβούν. Αυτό εννοούμε όταν περιγράφουμε τον Θεό ως «παντογνώστη». Αν λοιπόν υπάρχει Θεός, πρέπει να γνωρίζει ποιος θα κερδίσει το επόμενο παγκόσμιο κύπελλο. Από αυτά προκύπτει πως ο Θεός γνωρίζει τι θα κάνω στη συνέχεια, ακόμα και αν δεν είμαι βέβαιος τι θα είναι αυτό.

Αν ο Θεός ξέρει ήδη τι θα κάνουμε, πως μπορούμε να επιλέγουμε στ’ αλήθεια τι να κάνουμε; Είναι η επιλογή αυταπάτη; Φαίνεται πως δεν μπορώ να έχω ελεύθερη βούληση αν ο Θεός γνωρίζει τα πάντα. Αν δεν μπορούμε να επιλέγουμε αυτό που κάνουμε, πως μπορεί ο Θεός να αποφασίζει αν θα πάμε στον παράδεισο;

Όμως η Φιλοσοφία, έχει μερικές απαντήσεις. Έχουμε ελεύθερη βούληση του λέει. Δεν είναι αυταπάτη. Αν και ο Θεός ξέρει τι θα κάνουμε, η ζωή μας δεν είναι προκαθορισμένη. Ή, για να το θέσουμε διαφορετικά, η γνώση του Θεού για το τι θα κάνουμε διαφέρει από τον προκαθορισμό (την ιδέα ότι δεν έχουμε επιλογή για το τι θα κάνουμε). Εξακολουθούμε να έχουμε την επιλογή για το τι θα κάνουμε αμέσως μετά. Το λάθος είναι να εκλαμβάνουμε τον Θεό ως ένας άνθρωπο που βλέπει τα πράγματα να εκτυλίσσονται χρονικά. Η Φιλοσοφία λέει στον Βοήθιο ότι ο Θεός είναι άχρονος, εντελώς έξω από τον χρόνο.

Αυτό σημαίνει ότι ο Θεός συλλαμβάνει τα πάντα στη στιγμή. Ο Θεός βλέπει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον ως ενότητα. Εμείς οι θνητοί βλέπουμε αναγκαστικά το ένα πράγμα να ακολουθεί το άλλο, αλλά ο Θεός δε το βλέπει έτσι. Ο λόγος για τον οποίο ο Θεός γνωρίζει το μέλλον, δίχως να διαλύει την ελεύθερη βούλησή μας και να μας μετατρέπει σε προγραμματισμένες μηχανές χωρίς επιλογή, είναι ότι ο Θεός δε μας παρατηρεί σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Βλέπει τα πάντα με τη μία, με έναν άχρονο τρόπο. Και, όπως λέει η Φιλοσοφία στον Βοήθιο, δεν πρέπει να ξεχνά πως ο Θεός κρίνει τους ανθρώπους για το πώς συμπεριφέρονται, τι επιλογές κάνουν, παρ’ ότι ξέρει εκ των προτέρων τι θα κάνουν.

Αν η Φιλοσοφία έχει δίκιο και ο Θεός υπάρχει, τότε ο Θεός ξέρει ακριβώς πότε θα τελειώσω αυτή την πρόταση. Όμως εξακολουθεί να είναι ελεύθερη η επιλογή μου να βάλω εδώ τελεία.

Αναληθή προσωπικά αφηγήματα

Διαρκώς κατασκευάζουμε αναληθή προσωπικά αφηγήματα. Στην προσπάθειά μας να ενισχύσουμε την αυτοεικόνα μας και να απαξιώσουμε τους άλλους, αυτομάτως αναπτύσσουμε μεροληπτικές εξιστορήσεις. Παρουσιάζουμε τη συμπεριφορά μας πιο ηθική, πιο ελκυστική και πιο ωφέλιμη για τους άλλους απ’ ό,τι υπήρξε πραγματικά. Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, τα άτομα από 40 έως 60 ετών έχουν την εγγενή τάση να ωθούν τις αναμνήσεις πράξεων με αρνητικό ηθικό πρόσημο περίπου δέκα χρόνια βαθύτερα στο παρελθόν σε σχέση με αναμνήσεις θετικών πράξεων. Μια παρόμοια τάση, αν και όχι εξίσου έντονη, έχει διαπιστωθεί και για θετικές και αρνητικές αναμνήσεις χωρίς ηθικό περιεχόμενο. Ο παλαιότερος εαυτός μου έπραξε άσχημα· ο πιο πρόσφατος καλύτερα. Προσωπικά δεν εξαιρούμαι από τον κανόνα. Όταν αφηγούμαι μια προσωπική ιστορία, είτε θετική είτε αρνητική, συνηθίζω να τη μεταθέτω βαθιά στο παρελθόν, σαν να μην αποκαλύπτω κάτι προσωπικό για τον τωρινό εαυτό μου – και όταν πρόκειται για αρνητικές πληροφορίες, το κάνω ακόμη πιο έντονα, ήταν ο αλλοτινός εαυτός μου που συμπεριφέρθηκε έτσι!

Όταν ζητείται από διάφορα άτομα να δώσουν αυτοβιογραφικές περιγραφές καταστάσεων κατά τις οποίες είτε εκνευρίστηκαν οι ίδιοι ( οπότε κατέχουν τη θέση του θύματος) είτε εκνεύρισαν κάποιον άλλον (οπότε κατέχουν τη θέση του αυτουργού), αποκαλύπτεται μια σειρά από έντονες διαφορές. Ο αυτουργός συνήθως θεωρεί την πράξη του κατανοητή και ουσιώδη, ενώ το θύμα συνήθως την χαρακτηρίζει αυθαίρετη, αχρείαστη και ακατανόητη. Τα θύματα συχνά εξιστορούν σχοινοτενώς το συμβάν, τονίζοντας το διαρκές της αδικίας που έχουν υποστεί, ενώ οι αυτουργοί το περιγράφουν ως κάτι μεμονωμένο, χωρίς μακρόχρονες επιπτώσεις. Μια συνέπεια της ασυμμετρίας θύματος – αυτουργού είναι ότι, όταν το θύμα καταπνίγει την εκτόνωση του θυμού του από τις πολλαπλές προκλήσεις που υφίσταται και τελικά αντιδρά ύστερα από τη συσσώρευση πλήθους προσβολών, ο αυτουργός ενδέχεται να σταθεί μόνο στην τελευταία πρόκληση και να εκλάβει την οργισμένη συμπεριφορά του θύματος ως μια υπερβολική και αδικαιολόγητη αντίδραση.

Υπάρχουν επίσης τα λεγόμενα «αναληθή εσωτερικά αφηγήματα». Στην προσωπική θεώρηση των κινήτρων μας ενδέχεται να υπεισέρχεται μια μεροληψία που αποκρύπτει τις πραγματικές μας στοχεύσεις. Στο συνειδητό επίπεδο, οι πράξεις μας είναι πιθανόν να δικαιολογούνται με αρκετούς διαφορετικούς τρόπου, ώστε, αν ποτέ τεθούν υπό αμφισβήτηση, να διαθέτουμε πάντοτε μια έτοιμη εναλλακτική εξήγηση, για την οποία να είμαστε καθ’ όλα πεπεισμένοι: «Μα αυτό δεν μου πέρασε καθόλου από τον νου· αντίθετα, σκεφτόμουν…».
Μια ομάδα αστρονόμων οδηγούμενη από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Davis, απέκτησε νέα δεδομένα που υποδηλώνουν ότι το σύμπαν επεκτείνεται πιο γρήγορα από ότι προβλεπόταν.

Η μελέτη ήλθε αμέσως μετά από μια θερμή αντιπαράθεση πάνω στο πόσο ακριβώς γρήγορα το σύμπαν φουσκώνει, με τις μετρήσεις μέχρι τώρα να είναι σε διαφωνία. Η νέα μέτρηση της Σταθεράς Hubble ή του ρυθμού επέκτασης του σύμπαντος από την ομάδα, ακολούθησε μια διαφορετική μέθοδο. Τα μέλη της ομάδας χρησιμοποίησαν το Διαστημικό Τηλεσκόπιο Hubble (HST) της NASA σε συνδυασμό με σύστημα Προσαρμοστικών Οπτικών (Adaptive Optics – AO) του Παρατηρητηρίου W. M. Keck για να παρατηρήσουν τρία βαρυτικά εστιασμένα συστήματα. Είναι η πρώτη φορά που χρησιμοποιείται η επίγεια τεχνολογία AO για να αποκτηθεί η Σταθερά Hubble.

«Όταν άρχισα για πρώτη φορά να εργάζομαι με αυτό το πρόβλημα περισσότερο από 20 χρόνια πριν, ο διαθέσιμος εξοπλισμός περιόριζε το ποσό των χρήσιμων δεδομένων που θα μπορούσαν να αποκτηθούν από τις παρατηρήσεις», λέει ένας από τους συγγραφείς της μελέτης, ο Chris Fassnacht, Καθηγητής Φυσικής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Davis. «Σε αυτό το πρόγραμμα, χρησιμοποιούμε το AO του Παρατηρητηρίου Keck για πρώτη φορά στην πλήρη ανάλυση. Έχω διαιστανθεί για πολλά χρόνια ότι οι παρατηρήσεις AO θα μπορούσαν να συνεισφέρουν πολύ σε αυτή την προσπάθεια».

Τα αποτελέσματα της ομάδας δημοσιεύθηκαν στο τελευταίο Online τεύχος του Monthly Notices of the Royal Astronomical Society.

Για να αποκλειστεί οποιαδήποτε προκατάληψη, η ομάδα πραγματοποίησε «τυφλή ανάλυση» – κατά τη διάρκεια της διεργασίας, τα μέλη της κρατούσαν την τελική απάντηση κρυμμένη ακόμη και από τους ίδιους μέχρις ότου ήταν πεπεισμένοι ότι είχαν αντιμετωπίσει όσες περισσότερες πηγές λάθους θα μπορούσαν να σκεφτούν. Αυτό τους εμπόδισε από το να κάνουν οποιαδήποτε προσαρμογή για να βρούνε τη «σωστή» τιμή, αποφεύγοντας τη μεροληψία της επιβεβαίωσης. «Όταν θεωρήσαμε ότι είχαμε φροντίσει για όλα τα δυνατά προβλήματα με την ανάλυση, ξεσκεπάσαμε την απάντηση με τον όρο ότι πρέπει να δημοσιεύσουμε όποια τιμή βρήκαμε, ακόμη και αν ήταν τρελή. Είναι πάντα μια τεταμένη και συναρπαστική στιγμή», αναφέρει ο επικεφαλής συγγραφέας Geoff Chen, απόφοιτος φοιτητής του Τμήματος Φυσικής του Πανεπιστημίου.

Το ξεσκέπασμα αποκάλυψε μια τιμή που είναι συνεπής με τις μετρήσεις που πάρθηκαν από παρατηρήσεις «τοπικών» αντικειμένων κοντά στη Γη, όπως από κοντινούς Τύπου Ia υπερκαινοφανείς ή βαρυτικά εστιασμένα συστήματα. Η ομάδα του Chen χρησιμοποίησε τα τελευταία στην τυφλή τους ανάλυση. Τα αποτελέσματα της ομάδας προσθέτουν στα αυξανόμενα στοιχεία ότι υπάρχει πρόβλημα με το Καθιερωμένο Πρότυπο της κοσμολογίας, που δείχνει ότι το σύμπαν επεκτείνονταν πολύ γρήγορα νωρίς στην ιστορία του, στη συνέχεια η επέκταση επιβραδύνθηκε λόγω της βαρυτικής έλξης της σκοτεινής ύλης και τώρα η επέκταση επιταχύνεται ξανά λόγω της σκοτεινής ενέργειας, μιας μυστηριώδους δύναμης.

Καλλιτεχνική αποτύπωση του καθιερωμένου προτύπου της κοσμολογίας

Το μοντέλο της ιστορίας επέκτασης του σύμπαντος συγκροτήθηκε χρησιμοποιώντας παραδοσιακές μετρήσεις της Σταθεράς Hubble, που πάρθηκαν από «απόμακρες» παρατηρήσεις της μικροκυματικής ακτινοβολίας κοσμικού υποβάθρου (CMB) – η εναπομείνασα ακτινοβολία από τη Μεγάλη Έκρηξη όταν το σύμπαν ξεκίνησε πριν από 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια.

Πρόσφατα, πολλές ομάδες άρχισαν να χρησιμοποιούν ποικίλες τεχνικές και μελέτησαν διάφορα μέρη του σύμπαντος για να βρουν τη Σταθερά Hubble και βρήκαν ότι οι τιμές που αποκτήθηκαν από τις «τοπικές» και από τις «απόμακρες» παρατηρήσεις, διαφωνούν. «Εκεί εντοπίζεται η κρίση στην κοσμολογία», λέει ο Fassnacht. «Ενώ η Σταθερά Hubble είναι σταθερή οπουδήποτε στο διάστημα σε μια δεδομένη στιγμή, δεν είναι σταθερή στο χρόνο. Έτσι, όταν συγκρίνουμε τη Σταθερά Hubble που προέκυψε από ποικίλες τεχνικές, συγκρίνουμε το πρώιμο σύμπαν (χρησιμοποιώντας απόμακρες παρατηρήσεις) απέναντι στο τελευταίο, πιο σύγχρονο μέρος του σύμπαντος (χρησιμοποιώντας, κοντινές παρατηρήσεις)».

Αυτό υποδηλώνει ότι είτε υπάρχει πρόβλημα με τις μετρήσεις CMB, που η ομάδα λέει ότι είναι απίθανο, ή το Καθιερωμένο Πρότυπο της κοσμολογίας χρειάζεται να αλλάξει με κάποιο τρόπο χρησιμοποιώντας νέα φυσική για να διορθωθεί αυτή η ασυμφωνία.

Μεθοδολογία

Χρησιμοποιώντας το AO σύστημα του Παρατηρητηρίου Keck με την Κοντά στο Υπέρυθρο Κάμερα δεύτερης γενιάς (NIRC2), όργανο στο τηλεσκόπιο Keck ΙΙ, ο Chen και η ομάδα του πήρε τοπικές μετρήσεις τριών πολύ γνωστών εστιασμένων συστημάτων κβάζαρ: των PG1115+ 080, HE0435-1223 και RXJ1131-1231. Τα κβάζαρ (quasar) είναι εξαιρετικά φωτεινοί, ενεργοί γαλαξίες, συχνά με πίδακες μεγάλης μάζας που τροφοδοτούνται από μια πάρα πολύ μεγάλης μάζας μαύρη τρύπα που λαίμαργα καταβροχθίζει το υλικό που την περιβάλλει.

Παρόλο που τα κβάζαρ είναι συχνά εξαιρετικά μακρινά, οι αστρονόμοι μπόρεσαν να τους ανιχνεύσουν μέσω της βαρυτικής εστίασης, ένα φαινόμενο που λειτουργεί ως φυσικός μεγεθυντικός φακός. Όταν ένας επαρκώς μεγάλης μάζας γαλαξίας πιο κοντά στη Γη μπαίνει στο δρόμο του φωτός από ένα πολύ μακρινό κβάζαρ, ο γαλαξίας μπορεί να λειτουργήσει ως φακός. Το βαρυτικό του πεδίο σκεβρώνει τον ίδιο τον χώρο, λυγίζοντας το φως των κβάζαρ στο υπόβαθρο σε πολλαπλές εικόνες και κάνοντάς το να φαίνεται πάρα πολύ φωτεινό. Κάποιες φορές, η φωτεινότητα του κβάζαρ τρεμοπαίζει και καθώς κάθε εικόνα αντιστοιχεί σε ένα ελαφρώς διαφορετικό μήκος διαδρομής από το κβάζαρ μέχρι το τηλεσκόπιο, τα τρεμοπαίγματα εμφανίζονται σε ελαφρώς διαφορετικούς χρόνους για κάθε εικόνα – δεν φτάνουν όλα στη Γη ταυτόχρονα.

Με τα HE0435-1223, PG1115+ 080 και RXJ1131-1231, η ομάδα μέτρησε προσεκτικά αυτές τις χρονικές καθυστερήσεις, οι οποίες είναι αντιστρόφως ανάλογες με την τιμή της Σταθεράς Hubble. Αυτό επιτρέπει τους αστρονόμους να αποκωδικοποιήσουν το φως από αυτά τα απομακρυσμένα κβάζαρ και μαζεύουν πληροφορίες σχετικά με το πόσο το σύμπαν έχει επεκταθεί κατά τη διάρκεια του χρόνου που το φως είναι στο δρόμο του προς τη Γη.

Τα HE0435-1223 (αριστερά), PG1115+ 080 (κέντρο) και RXJ1131-1231 (δεξιά)

«Ένα από τα πιο σημαντικά συστατικά στοιχεία στη χρήση της βαρυτικής εστίασης για τη μέτρηση της σταθεράς Hubble είναι η ευαισθησία και η υψηλής ανάλυσης απεικόνιση», είπε ο Chen. «Μέχρι τώρα, οι καλύτερες βασισμένες στο φακό μετρήσεις της Σταθεράς Hubble όλες περιελάμβαναν χρήση δεδομένων από το HST. Όταν ξεσκεπάσαμε, βρήκαμε δυο πράγματα. Πρώτον, είχαμε τιμή σε συμφωνία με προηγούμενες μετρήσεις που βασίστηκαν σε δεδομένα του HST, αποδεικνύοντας ότι τα δεδομένα του AO μπορούν να παράσχουν μια ισχυρή εναλλακτική στα δεδομένα του HST στο μέλλον. Δεύτερον, βρήκαμε ότι συνδυάζοντας τα δεδομένα των AO και HST βγάζαμε ένα πιο ακριβές αποτέλεσμα».

Τα επόμενα βήματα

Ο Chen και η ομάδα του, όπως και πολλές άλλες ομάδες στον πλανήτη, κάνουν περισσότερη έρευνα και παρατηρήσεις για περαιτέρω διερεύνηση. Τώρα που η ομάδα του Chen απέδειξε ότι το σύστημα AO του Παρατηρητηρίου Keck είναι τόσο ισχυρό όσο του HST, οι αστρονόμοι μπορούν να προσθέσουν τη μεθοδολογία αυτή στο σύνολο των τεχνικών τους όταν μετρούν τη Σταθερά Hubble. «Μπορούμε τώρα να δοκιμάσουμε αυτή τη μέθοδο με περισσότερα εστιασμένα συστήματα κβάζαρ για να βελτιώσουμε την ακρίβεια των μετρήσεών μας της Σταθεράς Hubble. Ίσως αυτό θα μας οδηγήσει σε ένα περισσότερο ολοκληρωμένο κοσμολογικό μοντέλο του σύμπαντος», αναφέρει ο Fassnacht.

Γαλαξίες-τέρατα: Κοσμικό Γιέτι από την αυγή του σύμπαντος βρέθηκε να καραδοκεί κρυμμένο στη σκόνη

Το πρώιμο σύμπαν ήταν γεμάτο με τέρατα, αποκαλύπτει μια νέα μελέτη. Ερευνητές υπό την αστρονόμο Christina Williams ανακάλυψαν έναν προηγουμένως αόρατο γαλαξία και ίσως ένα νέο πληθυσμό γαλαξιών που περιμένουν να ανακαλυφθούν.

Αστρονόμοι κατά τύχη ανακάλυψαν τα αποτυπώματα ενός γαλαξία-τέρατος στο πρώιμο σύμπαν που δεν φαίνονταν προηγουμένως. Όπως ένα κοσμικό Γιέτι, η επιστημονική κοινότητα γενικά αντιμετώπιζε αυτούς του γαλαξίες σαν δοξασία, δεδομένης της έλλειψης στοιχείων για την ύπαρξή τους. Όμως αστρονόμοι στις ΗΠΑ και την Αυστραλία κατάφεραν να βγάλουν για πρώτη φορά μια φωτογραφία του τέρατος. Δημοσιευμένη στο Astrophysical Journal, η ανακάλυψη παρέχει νέες γνώσεις για τα πρώτα βήματα ανάπτυξης ορισμένων από τους μεγαλύτερους γαλαξίες του σύμπαντος.

Η αστρονόμος στο Πανεπιστήμιο της Αριζόνα, Christina Williams, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης, πρόσεξε μια ασθενή φωτεινή κηλίδα στις νέες ευαίσθητες παρατηρήσεις με τη χρήση του ALMA (Atacama Large Millimeter Array), ένα συγκρότημα 66 ραδιοτηλεσκοπίων ψηλά στα Χιλιανά βουνά. Περιέργως, το λαμπύρισμα φαίνονταν να προέρχεται έξω από το πουθενά, σαν μια πατημασιά φαντάσματος σε έναν τεράστιο σκοτεινό ερημότοπο. «Ήταν πολύ μυστήριο επειδή το φως φαίνονταν να μη συνδέεται με κανέναν γνωστό γαλαξία», είπε η Williams, μεταδιδακτορική συνεργάτης στο Steward Observatory. «Όταν είδα αυτόν το γαλαξία, που ήταν αόρατος σε οποιοδήποτε άλλο μήκος κύματος, ενθουσιάστηκα αληθινά επειδή σήμαινε ότι ήταν μάλλον πολύ μακριά και κρυμμένος από νέφη σκόνης».

Οι ερευνητές εκτιμούν ότι το σήμα έρχονταν από τόσο μακριά που έκανε 12,5 δισεκατομμύρια χρόνια να φθάσει στη Γη, δίνοντάς έτσι μια άποψη του σύμπαντος στην απαρχή του. Θεωρούν ότι η παρατηρούμενη εκπομπή προκλήθηκε από μια θερμή ακτινοβολία σωματιδίων σκόνης που θερμάνθηκαν από άστρα τα οποία διαμορφώθηκαν βαθιά μέσα σε ένα νέο γαλαξία. Τα γιγάντια νέφη σκόνης αποκρύπτουν το φως των ίδιων των άστρων, καθιστώντας τον γαλαξία τελείως αόρατο. Ο επίσης συγγραφέας της μελέτης Ivo Labbé, του Πανεπιστημίου Τεχνολογίας Swinburne, στη Μελβούρνη, στην Αυστραλία, είπε: «Καταλάβαμε ότι ο γαλαξίας είναι στην πραγματικότητα ένα μεγάλης μάζας γαλαξίας-τέρας με πολλά άστρα όπως ο δικός μας γαλαξίας, αλλά πλήρης δραστηριότητας, διαμορφώνοντας νέα άστρα με ρυθμό 100 φορές μεγαλύτερο από αυτόν του δικού μας γαλαξία».

Η ανακάλυψη μπορεί να επιλύσει ένα μακροχρόνιο πρόβλημα στην αστρονομία, ανέφεραν οι συγγραφείς. Πρόσφατες μελέτης βρήκαν ότι ορισμένοι από τους μεγαλύτερους γαλαξίες στη νεαρό σύμπαν μεγάλωναν και ενηλικιώνονταν εξαιρετικά γρήγορα, ένα αποτέλεσμα που θεωρητικά δεν είναι κατανοητό. Ώριμοι γαλαξίες μεγάλης μάζας εμφανίστηκαν όταν το σύμπαν ήταν μόνο ένα κοσμικό νήπιο στο 10% της σημερινής του ηλικίας. Ακόμη περισσότερο αινιγματικό είναι ότι αυτοί οι ώριμοι γαλαξίες εμφανίζονται να έρχονται από το πουθενά: οι αστρονόμοι ποτέ δεν φαίνεται να τους αποτυπώνουν ενώ διαμορφώνονται.

Μικρότεροι γαλαξίες έχουν φανεί στο πρώιμο σύμπαν με το Διαστημικό Τηλεσκόπιο Hubble, όμως τέτοιες δημιουργίες δεν μεγαλώνουν αρκετά γρήγορα για να λύσουν το αίνιγμα. Άλλοι γαλαξίες-τέρατα έχουν επίσης αναφερθεί προηγουμένως, όμως η θέαση αυτών είναι πολύ σπάνιες για μια ικανοποιητική ερμηνεία. «Ο δικός μας κρυμμένος γαλαξίας-τέρας έχει ακριβώς τα σωστά συστατικά για να είναι σύνδεσμος που λείπει», εξηγεί η Williams, «επειδή είναι πιθανά πολύ περισσότερο κοινός».

Ένα ανοιχτό ερώτημα είναι ακριβώς πόσοι από αυτούς υπάρχουν. Οι παρατηρήσεις για την τωρινή μελέτη έγιναν σε ένα πολύ μικρό μέρος του ουρανού, λιγότερο από το ένα εκατοστό του δίσκου της πανσελήνου. Σαν το Γιέτι, η ανακάλυψη πατημασιών της μυθικής δημιουργίας σε μια μικροσκοπική λωρίδα ερημότοπου θα ήταν είτε ένα σημάδι απίστευτης τύχης ή ένα σημάδι ότι τα τέρατα κυριολεκτικά καραδοκούν παντού. Όπως αναφέρει η Williams, οι ερευνητές αναμένουν με ανυπομονησία το Μάρτιο του 2021 που σχεδιάζεται η εκτόξευση του Διαστημικού Τηλεσκοπίου James Webb (JWST) της NASA, για να ερευνήσει τέτοια αντικείμενα με μεγαλύτερη λεπτομέρεια.

«Το JWST θα μπορέσει να κοιτάξει μέσα από το πέπλο της σκόνης, έτσι θα μπορέσουμε να μάθουμε πόσο μεγάλοι είναι στην πραγματικότητα αυτοί οι γαλαξίες και πόσο γρήγορα αναπτύσσονται, για να κατανοήσουμε καλύτερα γιατί τα μοντέλα αποτυγχάνουν να τους εξηγήσουν», αναφέρει. Όμως για τώρα τα τέρατα είναι εκεί έξω, καλυπτόμενα από σκόνη και πολύ μυστήριο.

Οι γάμοι του Κάδμου και της Αρμονίας

Όσα ποτέ δε συνέβησαν, αλλά ανέκαθεν υπήρχαν. (Σαλλούστιος, Περί Θεών και Κόσμου)

Σε ό,τι αφορά τους Ολύμπιους, μπορεί να ειπωθεί, πρώτα απ’ όλα, πως ήταν θεοί καινοφανείς. Διέθεταν ένα όνομα και μια μορφή. Όμως ο Ηρόδοτος μας διαβεβαιώνει ότι «μέχρι εχθές» ήταν άγνωστο «πού είχε γεννηθεί καθένας τους, αν υπήρχαν από πάντα και ποια η όψη τους». Για τον Ηρόδοτο «εχθές» σήμαινε Όμηρος και Ησίοδος, οι οποίοι, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του, είχαν ζήσει πριν από τέσσερις αιώνες. Ακριβώς αυτοί, κατά την άποψή του, «ονομάτισαν τους θεούς, φανερώνοντας τα προνόμια, τις τέχνες και την όψη τους». Στον Ησίοδο διαφαίνεται ακόμη o κοσμογονικός άθλος και ο αργός διαχωρισμός των μορφών απ’ ό,τι είναι πολύ αφηρημένο ή πολύ συγκεκριμένο. Μόνο στο τέλος, αφού ο κόσμος σείστηκε πλείστες φορές, ο Δίας «μοίρασε μεταξύ τους τα προνόμια».

Ωστόσο, σκάνδαλο πραγματικό αποτελεί ο Όμηρος, η αδιαφορία του για τις απαρχές, η παντελής έλλειψη κομπασμού, η αξίωσή του να ξεκινήσει όχι απ’ την αρχή, αλλά απ’ τον τελευταίο των δέκα ολέθριων χρόνων του πολέμου κάτω από τα τείχη της Τροίας, που χρησίμευσαν κατά κύριο λόγο στο να αφανισθούν ολάκερες γενιές ηρώων. Και οι ήρωες, που την εξολόθρευσή τους εξυμνούσαν, ήταν φαινόμενο πρόσφατο. Οι Ολύμπιοι είχαν ήδη καθορίσει μια σταθερή πορεία στη ζωή τους κι έδειχναν πως επιθυμούσαν να τη διατηρήσουν για πάντα, σαν κάτι τ ’αυτονόητο και φυσιολογικό. Η γη τους χρησίμευε για επιδρομές, εφήμερες ερωτικές περιπέτειες, δολοπλοκίες, ετερομορφισμούς. Τι είχε συμβεί όμως πριν την εμφάνιση των Ολύμπιων θεών; Για τα γεγονότα εκείνα στον Όμηρο έχουμε σποραδικούς και φευγαλέους υπαινιγμούς. Κανένας δεν έχει τη διάθεση να υπεισέλθει σε λεπτομέρειες. Αντιθέτως η μοίρα ενός Τρώα πολεμιστή μπο­ρεί πολύ να καθηλώσει!

Στον Όμηρο παρουσιάζονται ενδείξεις χωρίς όμως συγκεκριμένες αναφορές όπου πάνω τους στηρίζεται και η σιωπή και η ευλαλία. Είναι η ιδέα της τελειότητας. Το τέλειο εμπεριέχει την απαρχή του και δεν αρέσκεται να μακρηγορεί ως προς τη διαμόρφωσή του. Όποιος είναι τέλειος κόβει τους δεσμούς με καθετί που τον περιβάλλει, διότι είναι αυτάρ­κης. Η τελειότητα δεν αφηγείται την ιστορία της, αλλά προσφέρει την τελείωσή της. Για πρώτη φορά στις θεϊκές υποθέσεις οι κάτοι­κοι του Ολύμπου πασχίζουν περισσότερο να είναι τέλειοι, παρά ισχυροί. Σαν μια λάμα οψιδιανού, το αισθητικό για πρώ­τη φορά κόβει δεσμούς, συνοχές και ευλάβειες. Αυτό που μένει είναι ένα σύνολο μορφών, απομονωμένο στην ατμόσφαιρα, έτοιμο, μυημένο, τελειωμέ­νο: τρεις λέξεις που ο Έλληνας τις λέει με μια: τέ­λειος. Αν και το άγαλμα εμφανίζεται αργότερα, αυτό θα αποτελέσει την απαρχή, τον τρόπο που παρουσιάζονται τα καινοφανή όντα.

Όταν οι Έλληνες έπρεπε να επικαλεστούν μια έσχατη πηγή αυθεντίας, δεν αναφέρονταν στα ιερά τους κείμενα, αλλά στον Όμηρο. Στην Ιλιάδα είχε τα θεμέλιά της η Ελλάδα. Και η Ιλιάδα θεμελιωνόταν σε ένα λεκτικό παιχνίδι, στην αντικατάσταση δυο γραμμάτων.

Χρυσηίδα και Βρισηίδα. Το αντικείμενο της διαμάχης, όπου έχει τις ρίζες του το έ­πος, είναι η καλλιπάρηος Βρισηίδα «με τις ωραίες παρειές» ·ο Αγα­μέμνονας θέλει να την ανταλλάξει, να την αντικαταστήσει με την καλλιπάρηο Χρυσηίδα. Δύο γράμματα χωρίζουν τις δύο νέες, ο Αχιλλέας επαναλαμβάνει παιδιάστικα ότι η διένεξη ξέσπασε όχι «εξαιτίας της κόρης», αλλά εξαιτίας της αντικατάστασης, σαν ο ήρωας να μάντευε ότι μ ’εκείνη την πράξη σφιγγόταν ένας κόμπος, ένα δεσμός που κανένας ή­ρωας και ουδείς από τις μεταγενέστερες γενιές δεν θα μπορούσε να λύσει.

Είναι η ανταλλαγή που συμπυκνώνεται δυναμικά στην αρχή της Ιλιάδας: η γυναίκα, μάλλον οι δύο γυναίκες με τις ωραίες παρειές, πα­νομοιότυπες σχεδόν, σαν νομίσματα ίδιας κοπής· τα λόγια του Αγαμέμνονα και του Αχιλλέα αντιτάσσουν βία στη βία (αντιβίοισι επέεσσιν)· με «λύτρα αρίφνητα», το «περίλαμπρο ξαντίμεμα» που προσφέρεται από τον ιερέα Χρύση για την κόρη του, «η ιερή εκατόμβη» που προσφέρουν οι Αχαιοί στον ιερέα. Κάθε φορά σε ζεύγος παρουσιάζονται οι δυνάμεις της ανταλλαγής: οι γυναίκες, οι λέξεις, οι προσφορές. Απουσιάζει μόνο το χρήμα, που είναι ο συγκερασμός εκείνων των δυνάμεων. Αλλά για να γεννηθεί το χρήμα στην πιο καθαρή μορφή του, πρέπει πρώτα να εξολοθρευθούν οι ήρωες. Ο Θουκυδίδης ήδη παρατηρεί ότι η μόνη δύναμη που έλειπε κατά την εκστρατεία στην Τροία ήταν ακριβώς το χρήμα. Εκείνη η «έλλειψη χρημάτων» (αχρηματία), από όσα θα ακολουθούσαν, έκανε καθετί λιγότερο ισχυρό, αλλά πολύ πιο ένδοξο.

«Η Ελένη είναι η μοναδική γυναίκα στον Όμηρο που έχει ξεκάθαρα, ιδιόμορφα επίθετα, που αρμόζουν μόνο σ ’εκείνη», παρατηρεί ο Milman Parry. Η Καλλιπάρηος «με τις ωραίες παρειές» αποδίδεται σε οχτώ γυναίκες, είναι το γυναικείο επίθετο που χρησιμοποιείται περισσότερο. Η Ιλιάδα είναι η ιστορία μιας διπλής διαμάχης: για την Ελένη, τη μοναδική, που κανείς δεν θα τολμούσε να αντικαταστήσει και για τη Βρισηίδα «με τις ωραίες παρειές», που ο Αγαμέμνονας θα ήθελε να την αντικαταστήσει με τη Χρυσηίδα, επίσης «με τις ωραίες παρειές». Ανάμεσα στην απρόσβλητη μοναδικότητα και στην απρόσβλητη αντικατάσταση, ξεσπά στις πεδιάδες της Τροίας ένας πόλεμος που δεν μπορούσε να βρει τέλος.

Αν πιστέψουμε τις μαρτυρίες της Ήρας, συζύγου και αδελφής, ο Δίας «άλλη ασχολία δεν είχε παρά να πλαγιάζει μ ’αθάνατες και θνητές». Αλλά μια γυναίκα του αντιστάθηκε, και συν τοις άλλοις ήταν αθάνατη: η Θέτις. Πεισματωμένος, ο Δίας συνέχιζε «παρά τη θέλησή της να την κατασκοπεύει από ψηλά». Και εφόσον εκείνη δεν ενέδιδε, ο Δίας απαίτησε από τη Θέτιδα βαρύ όρκο, να καταστεί αδύνατη η ένωσή της με άλλον αθάνατο σύντροφο. Σύμφωνα με την Ήρα, η Θέτιδα δεν ενέδωσε «από σέβας και εσωτερικό φόβο» προς την ουράνια σύζυγο. Έτσι έγιναν φίλες. Αλλά η άποψη της Ήρας και εδώ, όπως και σ’ άλλες περιστάσεις, επικεντρώνεται πολύ στον εαυτό της. Πίσω από την άρνηση της Θέτιδας υπάρχει ένας πιο σοβαρός λόγος, ή μάλλον ο σοβαρότερος: από την ένωσή της με τον Δία θα γεννιόταν ο γιος που θα εκτόπιζε τον πατέρα, ο «γιος ισχυρότερος του πατέρα», λένε με πανομοιότυπη διατύπωση και ο Πίνδαρος και ο Αισχύλος.

Αυτό φανέρωσε στον Δία και στους σε σύσκεψη Ολύμπιους θεούς η αρχέγονη Θέμιδα. Μόνο τότε ο Δίας αποφάσισε να αρνηθεί τη Θέτιδα, θέλοντας να «διατηρήσει την εξουσία του για πάντα». Ίσως η Θέτιδα να γνώριζε το μεγάλο μυστικό, ίσως γι’ αυτό αρνήθηκε τον κυρίαρχο των θεών. Ή τουλάχιστον σε αυτό το συμπέρασμα οδηγούμαστε, γιατί η Θέτιδα σε άλλη περίσταση θα είναι και η μοναδική γυναίκα που θα υπεραμυνθεί της κυριαρχίας του Δία, την στιγμή που υπόλοιποι Ολύμπιοι -ανάμεσά τους και η Αθηνά που είχε γεννηθεί από το κεφάλι του- ήθελαν να τον αλυσοδέσουν. Τότε λοιπόν η Θέτιδα, εκείνη η θαλάσσια θεά που δεν σύχναζε στον Όλυμπο, κάλεσε σε βοήθεια τον Βριάρεω, τον Τιτάνα με τα εκατό κεφάλια, ο οποίος γλίτωσε τον Δία. Η Θέτιδα περίμενε μιαν ανταπόδοση από τον Δία για την πολύτιμη βοήθειά της «με λόγους και με πράξεις», κι εκείνη ακριβώς την ανταπόδοση θα χρησιμοποιούσε για να προστατέψει το γιο της Αχιλλέα.

Ο Όμηρος ωστόσο αποσιωπά τις αιτίες της Ολύμπιας συνωμοσίας να αιχμαλωτιστεί ο Δίας με άλυτα δεσμά. Αλλά ένας θεός δεμένος, είναι θεός εκθρονισμένος: κι εκείνη τη φορά τούτο είχαν επιδιώξει οι Ολύμπιοι θεοί. Η γυναικεία βοήθεια ήταν αποτελεσματική όχι μόνο για τους ήρωες, αλλά και για τον κυρίαρχο των Θεών. Και ο Δίας ακόμη, στην άθικτη σταθερότητα του Ολύμπου, γνώριζε ότι η βασιλεία του είχε ένα τέλος. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι από τα ομηρικά κιόλας χρόνια η κυριαρχία του Δία οφειλόταν σε ένα τέχνασμα. επειδή για πρώτη φορά είχε αποδιώξει την επιθυμία του για κάποια γυναίκα- και τότε είχε γλιτώσει γιατί αυτά ή ίδια η γυναίκα φώναξε σε βοήθεια τον Βριάρεω, ένα από τα αρχέγονα, ισχυρά και ατελή, πλάσματα για τα οποία δεν άρεσε στους Ολύμπιους να μιλούν. Ο Δίας είχε συμπεριφερθεί με πονηριά ακόμη και στη μοίρα και είχε αναβάλει ο ίδιος το τέλος του. Το παιχνίδι όμως δεν είχε ακόμη τελειώσει.

Πριν το αποκαλύψει στους Ολύμπιους, η Θέμιδα το εκμυστηρεύτηκε στο γιο της Προμηθέα. ο Προμηθέας, αλυσοδεμένος στο βράχο, σκεφτόταν τον Δία να καταστρώνει δίχως ανάπαυλα τα ερωτικά «μάταια σχέδιά» του, μη γνωρίζοντας ποια από τις κατακτήσεις του θα αποδεικνυόταν η μοιραία. Υπάρχει κάτι σ ’εκείνες τις ερωτικές περιπέτειες του ολύμπιου θεού που ομοιάζει με τη ρωσική ρουλέτα. Ο Προμηθέας όμως σιωπούσε.

Οι έρωτες του Δία μας παρουσιάζονται κάτω από ένα διαφορετικό φως. Εκεί κρυβόταν ο υπέρτατος κίνδυνος. Κάθε φορά που πλησίαζε μια γυναίκα ο Δίας, ήξερε ότι αυτό μπορούσε να οδηγήσει στην καταστροφή του. Μέχρι αυτό το σημείο φτάνουν οι ιστορίες αλλά για κάθε μύθο που έχει ειπωθεί, υπάρχει ένας άλλος ανείπωτος και ακατονόμαστος, που μόλις διαφαίνεται από τις σκιές, αναδύεται μέσα από υπαινιγμούς, θραύσματα. συμπτώσεις, χωρίς ποτέ κανένας συγγραφέας να τολμήσει να τον διηγηθεί σαν μια ξεχωριστή ιστορία. Κι εδώ ο «γιος ισχυρότερος του πατέρα» δεν πρόκειται να γεννηθεί, γιατί είναι ήδη παρών: ο Απόλλωνας. Στην αιώνια ολύμπια συμβίωση, πατέρας και γιος αλληλοκοιτάζονταν κι ανάμεσά τους, αόρατο στους άλλους αλλά ορατό σ ’εκείνους, έλαμπε το οδοντωτό δρεπάνι με το οποίο ο Κρόνος είχε κόψει τους όρχεις του Ουρανού.

Όταν η ζωή άναβε από επιθυμία ή αγωνία ή απ’ το συλλογισμό, οι ομηρικοί ήρωες ήξεραν ότι κάποιος θεός ήταν η αιτία. Τον υφίσταντο και τον παρατηρούσαν, αλλά αυτό που συνέβαινε ήταν πάντα μια έκπληξη, ειδικά γι’ αυτούς. Έτσι, εξαντλημένοι από τα πάθη, τις αισχύνες, αλλά και τις δόξες τους, στάθηκαν επιφυλακτικοί στον προσδιορισμό της προέλευσης των πράξεων. «Εσύ δε μου ‘φταιξες, οι αθάνατοι μου φταίξαν», λέει ο Πρίαμος κοιτάζοντας την Ελένη στις Σκαιές Πύλες. Δεν κατάφερνε να τη μισήσει, ούτε να δει σ’ αυτή την υπαίτιο εννιά αιματηρών χρόνων πολέμου, μολονότι το κορμί της ήταν το είδωλο του πολέμου που ετοιμαζόταν να τελειώσει με μια ολοκληρωτική σφαγή.

Από τότε καμία ψυχολογία δεν έκανε ούτε βήμα παραπέρα, παρά μόνον επινόησε για τις δυνάμεις που μας επηρεάζουν, άλλες ονομασίες, μακρόσυρτες, πολυάριθμες, πιο άχαρες και αναποτελεσματικές, λιγότερο συναφείς με την εσωτερική δομή του γεγονότος, είτε αυτό είναι ηδονή είτε τρόμος. Οι σύγχρονοι είναι ιδιαίτερα περήφανοι για την υπευθυνότητά τους, αλλά έτσι έχουν την αξίωση να απαντούν μ’ ένα λόγο που δεν ξέρουν, ούτε καν αν τους ανήκει. Οι ομηρικοί ήρωες δεν γνώριζαν μια τόσο άβολη λέξη όπως «η υπευθυνότητα» και δεν θα την πίστευαν. Γι’ αυτούς κάθε έγκλημα συνέβαινε σαν σε κατάσταση ψυχικής διαταραχής.

Όμως εκείνη η διαταραχή σημαίνει ενεργή παρουσία κάποιου θεού. Αυτό που για μας είναι διαταραχή για κείνους ήταν «σύγχυση του λογικού προερχόμενη από τους θεούς» (ἄτη). Γνώριζαν ότι η παρεμβολή, του αόρατου (μη αισθητού) συχνά έφερνε μαζί της την καταστροφή τόσο που, με την πάροδο του χρόνου η λέξη ἄτη κατέληξε να σημαίνει «όλεθρος». Επίσης, γνώριζαν, μας το λέει και ο Σοφοκλής, ότι «στη ζωή των θνητών τίποτα δεν αγγίζει το μεγαλείο δίχως την ἄτη».

Ο βασανισμένος λαός από την «αλαζονεία» (ύβρις) κοίταξε με τη μέγιστη δυσπιστία την αξίωση που έχει το υποκείμενο να πράξει κάτι. Αυτό που οπωσδήποτε πράττει το υποκείμενο είναι η μετριότητα· μόλις μια πνοή μεγαλείου, κάθε είδους, αισχρή ή ενάρετη, απλά ψαύει, δεν είναι πια το υποκείμενο που ενεργεί. Μετά το υποκείμενο σωριάζεται σαν ένα οποιοδήποτε μέντιουμ μόλις οι φωνές το εγκαταλείψουν. Για τους ομηρικούς ήρωες δεν υφίσταται ο ένοχος αλλά η αβάσταχτη ενοχή. Είναι το μίασμα που εμποτίζει το αίμα, τη σκόνη και τα δάκρυα. Οι αρχαίοι, αφότου ξεκόπηκαν από την ἄτη, δεν είχαν τη διορατικότητα, την οποία ούτε οι σύγχρονοι έχουν κατακτήσει ακόμη, να διακρίνουν το κακό του πνεύματος από το κακό του αντικειμένου, τη δολοφονία και το θάνατο.

Η ενοχή είναι σαν εμπόδιο που φράζει το δρόμο· είναι απτή, άμεση. Ίσως ο ένοχος να την υφίσταται στον ίδιο βαθμό ή και περισσότερο από το θύμα. Απέναντι στην ενοχή το μόνο που αξίζει είναι ο αμείλικτος υπολογισμός των δυνάμεων. Απέναντι στον ένοχο υπάρχει πάντα ένα ύστατο θέλγητρο. Ποτέ δεν στάθηκε δυνατό να επιβεβαιωθεί ίσαμε ποιο σημείο είναι αληθινό τούτο, καθώς ο ένοχος γίνεται ένα με την ενοχή και μετά ακολουθεί ο μηχανισμός της. Ίσως εκμηδενισμένος, εγκαταλελειμμένος ή απελευθερωμένος. Τούτα ενώ η ενοχή κυλάει μπροστά σε όλους, ώστε να διαμορφώσει νέες ιστορίες και άλλα θύματα.

Κάθε απροσδόκητη αύξηση της έντασης υπεισερχόταν στη σφαίρα επιρροής κάποιου θεού. Και σ’ εκείνη τη σφαίρα ο ίδιος ο θεός μαχόταν ή συμμαχούσε με άλλους θεούς σε μια άλλη σκηνή που της έδιναν ζωή οι μορφές. Εφεξής κάθε γεγονός, κάθε σύ­γκρουση συνέβαινε παράλληλα σε δύο τόπους. Η αφήγηση μιας ιστορίας συνίσταται στην πλοκή των δύο αλληλουχιών από παράλληλα γεγονότα, αποκαλύπτοντας έτσι και τις δυο.

Ο Αγαμέμνονας και ο Αχιλλέας συγκρούονται για το γέρας, δηλαδή το κομμάτι των λαφύρων του πολέμου που διαμοιράζεται ανισομερώς σε όσους διαθέτουν κύρος. Ο Δίας, μιλώντας στους άλλους θεούς για τις συγκομιδές στο χρυσαφένιο πλάτωμα τον Ολύμπου, θυμά­ται ότι οι Τρώες του είναι αγαπητοί γιατί ποτέ δεν παρέλειψαν να του προσφέρουν το γέρας, το κομμάτι που αφιερώνεται στο θεό με­τά τις θυσίες. Και τα λέει αυτά καθώς συζητάει για τη μοίρα του Αγαμέμνονα, του Αχιλλέα και των αντιπάλων τους.

Κάθε ανθρώπινο όριο διχάζεται σε μια απώτερη θεϊκά έννοια, μόνο που οι λέξεις παραμένουν συχνά ταυτόσημες και κάθε ιστορία συμβαίνει ταυτό­χρονα: στη γη και στον ουρανό. Η οφθαλμαπάτη του Ολύμπου καταφέρνει να δείξει μερικές φορές ότι η σκηνή είναι μόνο μία. Όταν η Ελένη επισκέπτεται τον Πάρη στην κρεβατοκάμαρά του, που έχει γυρίσει απ’ το πεδίο της μάχης «σα να γύρισε μόλις από χορό», η Α­φροδίτη της βρίσκει καρέκλα. Όμως η επαφή και η οικειότητα δεν μειώνουν με κανέναν τρόπο την απόσταση. Τα όντα που αρθρώνουν λόγο γνωρίζουν πως, ορισμένες στιγμές, κατέχουν ομορφιά ή δύναμη ή θεϊκή χάρη, κι όμως κάθε φορά κάτι θα τους λείπει: το ανυπόστατο βάθος όπως το «ακατάσβεστο γέλιο» των Ολύ­μπιων θεών σαν βλέπουν τον Ήφαιστο να προχωράει κουτσαίνοντας στην αίθουσα του συμποσίου, η αξιοσύνη των «τρισεύτυχων θεών», χαρακτηριστικό εκείνων των ελάχιστων μορφών που γνωρίζουν ότι θα ζουν για πάντα.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1145b-1146b)

[II] Ἀπορήσειε δ᾽ ἄν τις πῶς ὑπολαμβάνων ὀρθῶς ἀκρατεύεταί τις. ἐπιστάμενον μὲν οὖν οὔ φασί τινες οἷόν τε εἶναι· δεινὸν γὰρ ἐπιστήμης ἐνούσης, ὡς ᾤετο Σωκράτης, ἄλλο τι κρατεῖν καὶ περιέλκειν αὐτὴν ὥσπερ ἀνδράποδον. Σωκράτης μὲν γὰρ ὅλως ἐμάχετο πρὸς τὸν λόγον ὡς οὐκ οὔσης ἀκρασίας· οὐθένα γὰρ ὑπολαμβάνοντα πράττειν παρὰ τὸ βέλτιστον, ἀλλὰ δι᾽ ἄγνοιαν. οὗτος μὲν οὖν ὁ λόγος ἀμφισβητεῖ τοῖς φαινομένοις ἐναργῶς, καὶ δέον ζητεῖν περὶ τὸ πάθος, εἰ δι᾽ ἄγνοιαν, τίς ὁ τρόπος γίνεται τῆς ἀγνοίας. ὅτι γὰρ οὐκ οἴεταί γε ὁ ἀκρατευόμενος πρὶν ἐν τῷ πάθει γενέσθαι, φανερόν. εἰσὶ δέ τινες οἳ τὰ μὲν συγχωροῦσι τὰ δ᾽ οὔ· τὸ μὲν γὰρ ἐπιστήμης μηθὲν εἶναι κρεῖττον ὁμολογοῦσιν, τὸ δὲ μηθένα πράττειν παρὰ τὸ δόξαν βέλτιον οὐχ ὁμολογοῦσιν, καὶ διὰ τοῦτο τὸν ἀκρατῆ φασὶν οὐκ ἐπιστήμην ἔχοντα κρατεῖσθαι ὑπὸ τῶν ἡδονῶν ἀλλὰ δόξαν. ἀλλὰ μὴν εἴγε δόξα καὶ μὴ ἐπιστήμη, μηδ᾽ ἰσχυρὰ ὑπόληψις

[1146a] ἡ ἀντιτείνουσα ἀλλ᾽ ἠρεμαία, καθάπερ ἐν τοῖς διστάζουσι, συγγνώμη τῷ μὴ μένειν ἐν αὐταῖς πρὸς ἐπιθυμίας ἰσχυράς· τῇ δὲ μοχθηρίᾳ οὐ συγγνώμη, οὐδὲ τῶν ἄλλων οὐδενὶ τῶν ψεκτῶν. φρονήσεως ἄρα ἀντιτεινούσης; αὕτη γὰρ ἰσχυρότατον. ἀλλ᾽ ἄτοπον· ἔσται γὰρ ὁ αὐτὸς ἅμα φρόνιμος καὶ ἀκρατής, φήσειε δ᾽ οὐδ᾽ ἂν εἷς φρονίμου εἶναι τὸ πράττειν ἑκόντα τὰ φαυλότατα. πρὸς δὲ τούτοις δέδεικται πρότερον ὅτι πρακτικός γε ὁ φρόνιμος (τῶν γὰρ ἐσχάτων τις) καὶ τὰς ἄλλας ἔχων ἀρετάς. ἔτι εἰ μὲν ἐν τῷ ἐπιθυμίας ἔχειν ἰσχυρὰς καὶ φαύλας ὁ ἐγκρατής, οὐκ ἔσται ὁ σώφρων ἐγκρατὴς οὐδ᾽ ὁ ἐγκρατὴς σώφρων· οὔτε γὰρ τὸ ἄγαν σώφρονος οὔτε τὸ φαύλας ἔχειν. ἀλλὰ μὴν δεῖ γε· εἰ μὲν γὰρ χρησταὶ αἱ ἐπιθυμίαι, φαύλη ἡ κωλύουσα ἕξις μὴ ἀκολουθεῖν, ὥσθ᾽ ἡ ἐγκράτεια οὐ πᾶσα σπουδαία· εἰ δ᾽ ἀσθενεῖς καὶ μὴ φαῦλαι, οὐθὲν σεμνόν, οὐδ᾽ εἰ φαῦλαι καὶ ἀσθενεῖς, οὐδὲν μέγα. ἔτι εἰ πάσῃ δόξῃ ἐμμενετικὸν ποιεῖ ἡ ἐγκράτεια, φαύλη, οἷον εἰ καὶ τῇ ψευδεῖ· καὶ εἰ πάσης δόξης ἡ ἀκρασία ἐκστατικόν, ἔσται τις σπουδαία ἀκρασία, οἷον ὁ Σοφοκλέους Νεοπτόλεμος ἐν τῷ Φιλοκτήτῃ· ἐπαινετὸς γὰρ οὐκ ἐμμένων οἷς ἐπείσθη ὑπὸ τοῦ Ὀδυσσέως διὰ τὸ λυπεῖσθαι ψευδόμενος. ἔτι ὁ σοφιστικὸς λόγος [ψευδόμενος] ἀπορία· διὰ γὰρ τὸ παράδοξα βούλεσθαι ἐλέγχειν, ἵνα δεινοὶ ὦσιν ὅταν ἐπιτύχωσιν, ὁ γενόμενος συλλογισμὸς ἀπορία γίνεται· δέδεται γὰρ ἡ διάνοια, ὅταν μένειν μὴ βούληται διὰ τὸ μὴ ἀρέσκειν τὸ συμπερανθέν, προϊέναι δὲ μὴ δύνηται διὰ τὸ λῦσαι μὴ ἔχειν τὸν λόγον. συμβαίνει δὴ ἔκ τινος λόγου ἡ ἀφροσύνη μετ᾽ ἀκρασίας ἀρετή· τἀναντία γὰρ πράττει ὧν ὑπολαμβάνει διὰ τὴν ἀκρασίαν, ὑπολαμβάνει δὲ τἀγαθὰ κακὰ εἶναι καὶ οὐ δεῖν πράττειν, ὥστε τἀγαθὰ καὶ οὐ τὰ κακὰ πράξει. ἔτι ὁ τῷ πεπεῖσθαι πράττων καὶ διώκων τὰ ἡδέα καὶ προαιρούμενος βελτίων ἂν δόξειεν τοῦ μὴ διὰ λογισμὸν ἀλλὰ δι᾽ ἀκρασίαν· εὐιατότερος γὰρ διὰ τὸ μεταπεισθῆναι ἄν. ὁ δ᾽ ἀκρατὴς ἔνοχος τῇ παροιμίᾳ ἐν ᾗ φαμὲν «ὅταν τὸ ὕδωρ πνίγῃ, τί δεῖ ἐπιπίνειν;» εἰ μὲν γὰρ

[1146b] ἐπέπειστο ἃ πράττει, μεταπεισθεὶς ἂν ἐπαύσατο· νῦν δὲ ‹ἄλλα› πεπεισμένος οὐδὲν ἧττον [ἄλλα] πράττει. ἔτι εἰ περὶ πάντα ἀκρασία ἐστὶ καὶ ἐγκράτεια, τίς ὁ ἁπλῶς ἀκρατής; οὐδεὶς γὰρ ἁπάσας ἔχει τὰς ἀκρασίας, φαμὲν δ᾽ εἶναί τινας ἁπλῶς.

Αἱ μὲν οὖν ἀπορίαι τοιαῦταί τινες συμβαίνουσιν, τούτων δὲ τὰ μὲν ἀνελεῖν δεῖ τὰ δὲ καταλιπεῖν· ἡ γὰρ λύσις τῆς ἀπορίας εὕρεσίς ἐστιν.

***
[2] Θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει: Μα, πώς μπορεί να είναι ακρατής ένας άνθρωπος που έχει ορθή κρίση; Ισχυρίζονται λοιπόν μερικοί ότι αυτό είναι αδύνατο, αν το άτομο έχει πραγματική γνώση· γιατί θα ήταν αδιανόητο —έτσι πίστευε ο Σωκράτης— να υπάρχει γνώση μέσα στον άνθρωπο και αυτή να εξουσιάζεται από κάτι άλλο και «να σέρνεται τη μια αποδώ, την άλλη αποκεί σαν δούλος». Ο Σωκράτης πολεμούσε, πράγματι, με κάθε τρόπο αυτή τη θεωρία, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει ακράτεια· κανένας, έλεγε, δεν ενεργεί ενσυνείδητα αντίθετα με αυτό που είναι το καλύτερο· αν, επομένως, το κάνει, το κάνει από άγνοια. Αυτή όμως η θεωρία είναι ολοφάνερα αντίθετη προς τα δεδομένα της εμπειρίας και, άρα, είναι ανάγκη, αν η ψυχική αυτή κατάσταση οφείλεται σε άγνοια, να εξετάσουμε με ποιούς όρους κάνει την εμφάνισή της αυτή η άγνοια. Γιατί αυτό είναι φανερό: το άτομο που ζει και συμπεριφέρεται με ακράτεια δεν θεωρεί, βέβαια, ότι πρέπει να κάνει αυτά που κάνει προτού βρεθεί κάτω από την επήρεια του πάθους.

Υπάρχουν κάποιοι που δέχονται, πάντως, ένα μέρος από τη διδασκαλία του Σωκράτη, απορρίπτουν όμως ένα άλλο μέρος της: συμφωνούν ότι τίποτε δεν είναι τόσο σημαντικό όσο η γνώση· ότι όμως κανένας δεν πράττει αντίθετα με αυτό που πίστεψε πως είναι το καλύτερο, σ᾽ αυτό δεν συμφωνούν, και γι᾽ αυτό λένε ότι, όταν ο ακρατής νικιέται από τις ηδονές, αυτό που έχει δεν είναι η πραγματική γνώση, αλλά μια απλή γνώμη. Αν όμως είναι πράγματι μόνο γνώμη και όχι πραγματική γνώση· αν αυτό που αντιστέκεται δεν είναι μια ισχυρή,

[1146a] αλλά μια αδύναμη κρίση (όπως στην περίπτωση των ανθρώπων που βρίσκονται σε αμφιβολία), τότε μπορούμε και να συγχωρήσουμε τον άνθρωπο που δεν μένει σταθερός σ᾽ αυτές τις γνώμες απέναντι σε δυνατές επιθυμίες· στην κακία όμως δεν δείχνουμε καμιά κατανόηση, όπως και σε κανένα από τα υπόλοιπα αξιοκατάκριτα πράγματα.

Μήπως τότε είναι η φρόνηση (ό,τι πιο δυνατό υπάρχει μέσα μας) που αντιστέκεται στις ηδονές; Μόνο που εδώ υπάρχει κάτι το παράλογο: ο ίδιος άνθρωπος θα είναι την ίδια στιγμή φρόνιμος και ακρατής! Και ούτε, ασφαλώς, θα έλεγε κανείς πως είναι γνώρισμα του φρόνιμου ανθρώπου να πράττει με τη θέλησή του τα πιο ευτελή και αξιοκατάκριτα πράγματα. Πέρα από αυτά δείξαμε στα προηγούμενα ότι ο φρόνιμος είναι άνθρωπος των πράξεων (γιατί ασχολείται με τα έσχατα επιμέρους), και ότι ο άνθρωπος αυτός κατέχει όλες τις άλλες αρετές.

Επίσης: Αν εγκρατής θα πει να έχει δυνατές και ευτελείς επιθυμίες, τότε θα πρέπει να συμπεράνουμε ότι ο σώφρων άνθρωπος δεν είναι εγκρατής, και ο εγκρατής δεν είναι σώφρων· γιατί τον σώφρονα άνθρωπο δεν τον χαρακτηρίζουν ούτε οι υπερβολικές ούτε οι ευτελείς επιθυμίες. Ο εγκρατής όμως άνθρωπος πρέπει (να έχει τέτοιες επιθυμίες)· γιατί αν οι επιθυμίες του ήταν καλές, τότε η έξη που θα τον εμπόδιζε να τις ακολουθήσει θα ήταν κακή, και έτσι η εγκράτεια δεν θα ήταν σε κάθε περίπτωση κάτι το καλό· αν, πάλι, ήταν αδύναμες δίχως να είναι ευτελείς και αξιοκατάκριτες, τότε το να αντιστέκεται κανείς σε τέτοιου είδους επιθυμίες δεν θα ήταν τίποτε το σπουδαίο· και ούτε, βέβαια, θα ήταν τίποτε το μεγάλο, αν οι επιθυμίες ήταν ευτελείς και αδύναμες.

Επίσης: Αν η εγκράτεια κάνει τον άνθρωπο ικανό να μένει σταθερός σε κάθε γνώμη, τότε είναι μια ιδιότητα ευτελής και αξιοκατάκριτη — αν, επιπαραδείγματι, τον κάνει να μένει σταθερός και σε μια ψευδή γνώμη. Και αν η ακράτεια κάνει τον άνθρωπο να εγκαταλείπει κάθε γνώμη, τότε θα υπάρξει και ένα είδος καλής ακράτειας· παράδειγμα ο Νεοπτόλεμος του Σοφοκλή στον Φιλοκτήτη του· είναι, πράγματι, αξιέπαινος ο Νεοπτόλεμος, που, επειδή τον στενοχωρούσε να λέει ψέματα, δεν έμεινε τελικά σταθερός σε όσα τον είχε πείσει ο Οδυσσέας να κάνει.

Μια δυσκολία παρουσιάζει, επίσης, το σοφιστικό επιχείρημα: Λόγω του ότι οι σοφιστές επιθυμούν να παρουσιάσουν τα απροσδόκητα που προκύπτουν από τη γνώμη ενός αντιπάλου, ώστε με τον τρόπο αυτό να προκαλέσουν, σε περίπτωση επιτυχίας, τον θαυμασμό του κόσμου, ο συλλογισμός που χρησιμοποιείται οδηγεί σε μια δυσκολία: το μυαλό, δεμένο θαρρείς, ακινητοποιείται, μη θέλοντας να μείνει εκεί που είναι, επειδή το συμπέρασμα δεν το ικανοποιεί, και από την άλλη μη μπορώντας να προχωρήσει, επειδή δεν μπορεί να αποκρούσει τον συλλογισμό. Από κάποιον λοιπόν συλλογισμό τους προκύπτει ότι η έλλειψη της φρόνησης συνδυασμένη με την ακράτεια είναι αρετή: το άτομο, εξαιτίας της ακράτειάς του, κάνει τα αντίθετα από αυτά που θεωρεί ότι είναι σωστά· θεωρεί λοιπόν ότι το καλό είναι κακό και κάτι που δεν πρέπει να το κάνει, και έτσι θα κάνει αυτό που είναι καλό και όχι αυτό που είναι κακό.

Επίσης: Αυτός που ό,τι κάνει το κάνει από πεποίθηση, που από πεποίθηση και με τη διαδικασία της επιλογής και προτίμησης επιδιώκει αυτά που του είναι ευχάριστα, ο άνθρωπος αυτός θα μπορούσε να θεωρηθεί καλύτερος από εκείνον που κάνει τα ίδια αυτά πράγματα όχι ύστερα από σκέψη και μελέτη αλλά από ακράτεια· ο λόγος είναι ότι ο άνθρωπος αυτός μπορεί πιο εύκολα να γιατρευτεί, αφού μπορεί να πεισθεί να αλλάξει γνώμη· αντίθετα, στον ακρατή βρίσκει εφαρμογή η παροιμία που λέει: «Όταν το νερό σε πνίγει, τί θα πιεις να σπρώξεις κάτω το φαΐ σου;» Αν όμως

[1146b] είχε πεισθεί ότι πρέπει να κάνει αυτά που κάνει, θα μπορούσε να σταματήσει να τα κάνει, αν πειθόταν να αλλάξει γνώμη· εντούτοις, παρόλο ότι έχει πεισθεί διαφορετικά, επιμένει στον τρόπο ενέργειάς του.

Επίσης: Αν η ακράτεια και η εγκράτεια σχετίζονται με όλους τους τομείς της ανθρώπινης ζωής, ποιός θα είναι ο γενικά και απόλυτα ακρατής; Γιατί κανένας δεν έχει όλες τις μορφές ακράτειας — και για κάποιους ανθρώπους λέμε ότι είναι γενικά και απόλυτα ακρατείς.

Αυτές είναι, γενικά, οι δυσκολίες που ανακύπτουν ενσχέσει με το θέμα μας: μερικές από αυτές πρέπει να τις αντιμετωπίσουμε και να τις παραμερίσουμε, και άλλες να τις κρατήσουμε — η αντιμετώπιση και λύση της δυσκολίας ισοδυναμεί με εύρεση της αλήθειας.