Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Σφῆκες (461-525)

ΒΔ. ἀλλὰ μὰ Δί᾽ οὐ ῥᾳδίως οὕτως ἂν αὐτοὺς διέφυγες, [ἀντ.]
εἴπερ ἔτυχον τῶν μελῶν τῶν Φιλοκλέους βεβρωκότες.
ΧΟ. ἆρα δῆτ᾽ οὐκ αὐτόδηλα
τοῖς πένησιν, ἡ τυραννὶς
465 ὡς ἐλάνθανέν μ᾽ ὑπιοῦσα,
εἰ σύ γ᾽, ὦ πονῳπόνηρε καὶ κομηταμυνία,
τῶν νόμων ἡμᾶς ἀπείργεις ὧν ἔθηκεν ἡ πόλις,
οὔτε τιν᾽ ἔχων πρόφασιν
οὔτε λόγον εὐτράπελον,
470 αὐτὸς ἄρχων μόνος;
ΒΔ. ἔσθ᾽ ὅπως ἄνευ μάχης καὶ τῆς κατοξείας βοῆς
εἰς λόγους ἔλθοιμεν ἀλλήλοισι καὶ διαλλαγάς;
ΧΟ. σοὐς λόγους, ὦ μισόδημε καὶ μοναρχίας ἐραστά,
475 καὶ ξυνὼν Βρασίδᾳ καὶ φορῶν κράσπεδα
στεμμάτων τήν θ᾽ ὑπήνην ἄκουρον τρέφων;
ΒΔ. νὴ Δί᾽, ἦ μοι κρεῖττον ἐκστῆναι τὸ παράπαν τοῦ πατρὸς
μᾶλλον ἢ κακοῖς τοσούτοις ναυμαχεῖν ὁσημέραι.
480 ΧΟ. οὐδὲ μὴν οὐδ᾽ ἐν σελίνῳ σοὐστὶν οὐδ᾽ ἐν πηγάνῳ—
τοῦτο γὰρ παρεμβάλωμεν τῶν τριχοινίκων ἐπῶν—
ἀλλὰ νῦν μὲν οὐδὲν ἀλγεῖς, ἀλλ᾽ ὅταν ξυνήγορος
ταὐτὰ ταῦτά σου καταντλῇ καὶ ξυνωμότην καλῇ.
ΒΔ. ἆρ᾽ ἄν, ὢ πρὸς τῶν θεῶν, ὑμεῖς ἀπαλλαχθεῖτέ μου;
485 ἢ δέδοκταί μοι δέρεσθαι καὶ δέρειν δι᾽ ἡμέρας;
ΧΟ. οὐδέποτέ γ᾽, οὔχ, ἕως ἄν τί μου λοιπὸν ᾖ,
ὅστις ἡμῶν ἐπὶ τυραννίδ᾽ ‹ὦδ᾽› ἐστάλης.
ΒΔ. ὡς ἅπανθ᾽ ὑμῖν τυραννίς ἐστι καὶ ξυνωμόται,
ἤν τε μεῖζον ἤν τ᾽ ἔλαττον πρᾶγμά τις κατηγορῇ,
490 ἧς ἐγὼ οὐκ ἤκουσα τοὔνομ᾽ οὐδὲ πεντήκοντ᾽ ἐτῶν·
νῦν δὲ πολλῷ τοῦ ταρίχους ἐστὶν ἀξιωτέρα,
ὥστε καὶ δὴ τοὔνομ᾽ αὐτῆς ἐν ἀγορᾷ κυλίνδεται.
ἢν μὲν ὠνῆταί τις ὀρφώς, μεμβράδας δὲ μὴ ᾽θέλῃ,
εὐθέως εἴρηχ᾽ ὁ πωλῶν πλησίον τὰς μεμβράδας·
495 «οὗτος ὀψωνεῖν ἔοιχ᾽ ἅνθρωπος ἐπὶ τυραννίδι.»
ἢν δὲ γήτειον προσαιτῇ ταῖς ἀφύαις ἥδυσμά τι,
ἡ λαχανόπωλις παραβλέψασά φησι θἀτέρῳ·
«εἰπέ μοι, γήτειον αἰτεῖς; πότερον ἐπὶ τυραννίδι;
ἢ νομίζεις τὰς Ἀθήνας σοὶ φέρειν ἡδύσματα;»
500 ΞΑ. κἀμέ γ᾽ ἡ πόρνη χθὲς εἰσελθόντα τῆς μεσημβρίας,
ὅτι κελητίσαι ᾽κέλευον, ὀξυθυμηθεῖσά μοι
ἤρετ᾽ εἰ τὴν Ἱππίου καθίσταμαι τυραννίδα.
ΒΔ. ταῦτα γὰρ τούτοις ἀκούειν ἡδέ᾽, εἰ καὶ νῦν ἐγὼ
τὸν πατέρ᾽ ὅτι βούλομαι τούτων ἀπαλλαχθέντα τῶν
505 ὀρθροφοιτοσυκοφαντοδικοταλαιπώρων τρόπων
ζῆν βίον γενναῖον ὥσπερ Μόρυχος, αἰτίαν ἔχω
ταῦτα δρᾶν ξυνωμότης ὢν καὶ φρονῶν τυραννικά.
ΦΙ. νὴ Δί᾽, ἐν δίκῃ γ᾽· ἐγὼ γὰρ οὐδ᾽ ἂν ὀρνίθων γάλα
ἀντὶ τοῦ βίου λάβοιμ᾽ ἂν οὗ με νῦν ἀποστερεῖς·
510 οὐδὲ χαίρω βατίσιν οὐδ᾽ ἐγχέλεσιν, ἀλλ᾽ ἥδιον ἂν
δικίδιον σμικρὸν φάγοιμ᾽ ἂν ἐν λοπάδι πεπνιγμένον.
ΒΔ. νὴ Δί᾽, εἰθίσθης γὰρ ἥδεσθαι τοιούτοις πράγμασιν·
ἀλλ᾽ ἐὰν σιγῶν ἀνάσχῃ καὶ μάθῃς ἁγὼ λέγω,
ἀναδιδάξειν οἴομαί σ᾽ ὡς πάντα ταῦθ᾽ ἁμαρτάνεις.
515 ΦΙ. ἐξαμαρτάνω δικάζων; ΒΔ. καταγελώμενος μὲν οὖν
οὐκ ἐπαΐεις ὑπ᾽ ἀνδρῶν, οὓς σὺ μόνον οὐ προσκυνεῖς.
ἀλλὰ δουλεύων λέληθας. ΦΙ. παῦε δουλείαν λέγων,
ὅστις ἄρχω τῶν ἁπάντων. ΒΔ. οὐ σύ γ᾽, ἀλλ᾽ ὑπηρετεῖς
οἰόμενος ἄρχειν· ἐπεὶ δίδαξον ἡμᾶς, ὦ πάτερ,
520 ἥτις ἡ τιμή ᾽στί σοι καρπουμένῳ τὴν Ἑλλάδα.
ΦΙ. πάνυ γε· καὶ τούτοισί γ᾽ ἐπιτρέψαι ᾽θέλω. ΒΔ. καὶ μὴν ἐγώ.
ἄφετέ νυν ἅπαντες αὐτόν. ΦΙ. καὶ ξίφος γέ μοι δότε.
ἢν γὰρ ἡττηθῶ λέγων σου, περιπεσοῦμαι τῷ ξίφει.
ΒΔ. εἰπέ μοι, τί δ᾽, ἤν, τὸ δεῖνα, τῇ διαίτῃ μὴ ᾽μμένῃς;
525 ΦΙ. μηδέποτε πίοιμ᾽ ἄκρατον μισθὸν ἀγαθοῦ δαίμονος.

***
ΒΔΕ. Τους σκορπίσαμε· εύκολα όμως, ξέρεις, δε θα ξέφευγες,
αν, πριν έρθουν, είχαν φάει μελωδίες του Φιλοκλή.
ΧΟΡ. Καθεστώς τυραννικό
κρυφοσέρνεται· οι φτωχοί
καθαρά το βλέπουν πια.
ΚΟΡ. Ναι, αφού, βρε καταραμένε, μαλλιαροκαμαρωτέ,
μας κρατάς μακριά απ᾽ τους νόμους που έχει ορίσει η πόλη μας.
ΧΟΡ. Δίχως λόγο κι αφορμή
κι ούτ᾽ εξήγηση καμιά
470 φέρνεσαι έτσι αυθαίρετα.
ΒΔΕ. Δεν μπορούμε δίχως μάχες και φωνάρες και σκληριές
να μιλήσουμ ήρεμα έτσι, μήπως συμφωνήσουμε;
ΚΟΡ. Τί; Μ᾽ εσέ, της τυραννίας φίλε και του δήμου εχθρέ!
ΧΟΡ. Με του Βρασίδα ένα σύντροφο; Με έναν —γιά δες!—
που έχει γενάκι, και ρούχο με φράντζες φορεί;
ΒΔΕ. Πιο καλά είναι, λέω, ν᾽ αφήσω τον πατέρα ολότελα,
παρά να ᾽χω τέτοιες έγνοιες, που δε λείπουνε στιγμή.
480 ΚΟΡ. Ε μωρέ, και πού ᾽σαι ακόμα! Μόλις μπήκες στο χορό.
(Ας μιλήσουμε λιγάκι με μεταφορές κι εμείς.)
Θα σε τσούξει, το δημόσιο σα θ᾽ ακούς κατήγορο
να σε κράζει συνωμότη, να σε λούζει με βρισιές.
ΒΔΕ. Δε θα με ξεφορτωθείτε τέλος, στ᾽ όνομα των θεών;
Είναι ανάγκη να με γδέρνουν και να γδέρνω ολημερίς;
ΧΟΡ. Ένα κοψίδι όσο μένει από μένα, στιγμή δε θα πάψω,
τυραννικό καθεστώς αφού θέλεις σ᾽ εμάς να φορτώσεις.
ΒΔΕ. Για σας όλα συνωμότες, καθεστώς τυραννικό,
σε όλες μέσα τις μηνύσεις, και μεγάλες και μικρές.
Τυραννία! Ποιός τ᾽ όνομά της τ᾽ άκουγε ποτέ, όλ᾽ αυτά
490 τα πενήντα χρόνια; Τώρα, πιο φτηνό κι απ᾽ τα παστά,
σέρνεται στα στόματα όλων και κυλάει στην αγορά.
Αν πουλούν ροφούς και γάβρους κι εσύ θέλεις τους ροφούς,
ο μανάβης με το γάβρο λέει αμέσως πονηρά:
«Πάει για τυραννία ο κύριος και ψωνίζει ανάλογα».
Ψώνισες σαρδέλες· θέλεις, έτσι για την όρεξη,
και σαλάτα· σε κοιτάζει τότε η χορταρού λοξά:
«Τί; Σαλατικό γυρεύεις; Πας για τύραννος, μωρέ;
Ή νομίζεις πως για σένα βγάζ᾽ η Αθήνα λιχουδιές;»
500 ΞΑΝ. Σε μια κοκοτούλα πήγα χτες το δειλινό κι εγώ
και της είπα για καβάλα· θυμωμένη τότε αυτή
«Τί; Ιππασία!» μου λέει· «του Ιππία νοσταλγείς το καθεστώς;»
ΒΔΕ. Κάτι τέτοια τους αρέσουν· να, και τώρα, που ζητώ
απ᾽ το γέρο μου να πάψει πια να ζει στα βάσανα
και του λέω «παράτα δίκες και συκοφαντίες, κι αυτά
τα ξυπνήματα πριν φέξει, κι έλα ζήσε αρχοντικά»,
είμαι, λένε, συνωμότης κι απολυταρχίες ποθώ.
ΦΙΛ. Κι έχουν δίκιο· κι αν μου δώσεις του πουλιού το γάλα, αυτή
τη ζωή που τώρα κάνω δε θα την αλλάξω εγώ·
510 δε μ᾽ ευχαριστούν οι ρίνες και τα χέλια· μια κομψή
δώσ᾽ μου δίκη ν᾽ απολάψω μες στης κάλπης το ταψί.
ΒΔΕ. Τα έχεις, βλέπεις, συνηθίσει και γι᾽ αυτό σ᾽ ευχαριστούν·
μα αν δεχτείς να σου μιλήσω και μ᾽ ακούσεις σιωπηλός,
θα πειστείς πως πέφτεις έξω και πως έχω δίκιο εγώ.
ΦΙΛ. Τί; Πέφτω έξω, που δικάζω; ΒΔΕ. Και δεν ξέρεις μάλιστα
πως σ᾽ αναγελούν εκείνοι που τους έχεις για είδωλα.
Σκλάβος τους, και δεν το νιώθεις. ΦΙΛ. Για σκλαβιά μη μου μιλάς,
κι είμαι ο γενικός αφέντης. ΒΔΕ. Υπηρέτης, και θαρρείς
πως αφέντης είσαι· ορίστε, σε ρωτώ· αν καρπολογούν
520 την Ελλάδα, εσέ, πατέρα, ποιό το διάφορό σου; Πες.
ΦΙΛ. Θα το πω και τούτοι ας γίνουν διαιτητές.
Δείχνει το Χορό.
ΒΔΕ. Το δέχομαι.
Μπρος λοιπόν, μην τον κρατάτε.
Οι δούλοι αφήνουν το Φιλοκλέωνα ελεύθερο.
ΦΙΛ. Κι ένα δώστε μου σπαθί,
για να σκοτωθώ, αν με βάλει κάτω στη συζήτηση.
ΒΔΕ. Κι αν των διαιτητών τη γνώμη δεν τη σεβαστείς; ΦΙΛ. Ποτέ,
όσο ζω, αγαθού δαιμόνιου σκέτο να μην πιω … μισθό.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΛΑΔΩΝΑΣ

ΛΑΔΩΝΑΣ
(αστερισμός)
 
Και η Κητώ, γέννησε τελευταίο, αφού με το Φόρκη έσμιξε ερωτικά,
φίδι δεινό που στης γης της σκοτεινής τα βάθη,
στα μακρινά τα πέρατα, τα ολόχρυσα φυλάγει μήλα.
(Ησ., Θεογ. 333-335)
 
Εκτός από τον θεό ποταμό Λάδωνα της Αρκαδίας, υπήρχε και ο ομώνυμος δράκοντας, γιος του Φόρκη και της Κητώς, ή του Τυφώνα και της Έχιδνας ή της Γης. Με τα εκατό κεφάλια που διέθετε ήταν άγρυπνος φύλακας των χρυσών μήλων των Εσπερίδων. Τον σκότωσε ο Ηρακλής και η Ήρα τον περιέλαβε στους αστερισμούς*, αειφανής όπως ήταν και στη «ζωή» του, άγρυπνος.
 
Γι' αυτό και ο αστερισμός που βρίσκεται κάτω από τον Λάδωνα και πάνω από τη Λερναία Ύδρα και μοιάζει με μορφή γονατισμένη ταυτίστηκε από τον Ερατοσθένη με τον Ηρακλή που είχε επιφέρει τον θάνατό τους στα πλαίσια της επιτέλεσης των άθλων του. Και επειδή μοιάζει γονατισμένη αποκαλείται ὁ ἐν γόνασι** (Ίππαρχος, Πτολεμαίος), ἐν γούνασι (Εύδοξος), ὀκλάζων =ο γονατιστός (Άρατος).
 
Ο αστερισμός ταυτίστηκε και με άλλα μυθολογικά πρόσωπα (Ιξίων, Προμηθέας, Λυκάονας, Θάμυρις, Θησέας).
--------------------------------
*Αστερισμός του Δράκοντα
 
Οὗτός ἐστιν ὁ μέγας τε καὶ δι' ἀμφοτέρων τῶν Ἂρκτων κείμενος· λέγεται δὲ εἶναι ὁ τὰ χρύσεα μῆλα φυλάσσων, ὑπὸ δὲ ῾Ηρακλέους ἀναιρεθείς· ᾧ καὶ ἐν τοῖς ἄστροις τάξις ἐδόθη δι' Ἣραν, ἣ κατέστησεν αὐτὸν ἐπὶ τὰς Ἑσπερίδας φύλακα τῶν μήλων· Φερεκύδης γάρ φησιν, ὅτε ἐγαμεῖτο ἡ Ἣρα ὑπὸ Διός, φερόντων αὐτῇ τῶν Θεῶν δῶρα τὴν Γῆν ἐλθεῖν φέρουσαν τὰ χρύσεα μῆλα· ἰδοῦσαν δὲ τὴν Ἣραν θαυμάσαι καὶ εἰπεῖν καταφυτεῦσαι εἰς τὸν τῶν Θεῶν κῆπον, ὃς ἦν παρὰ τῷ Ἂτλαντι· ὑπὸ δὲ τῶν ἐκείνου παρθένων ἀεὶ ὑφαιρουμένων τῶν μήλων κατέστησε φύλακα τὸν ὄφιν ὑπερμεγέθη ὄντα· μέγιστον δὲ ἔχει σημεῖον· ἐπίκειται δὲ αὐτῷ Ἡρακλέους εἴδωλον, ὑπόμνημα τοῦ ἀγῶνος Διὸς θέντος ἐναργέστατον τῇ σχηματοποιίᾳ.
Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,3
 
**Ὁ ἐν γόνασι Ηρακλῆς
 
Οὗτος, φασίν, Ἡρακλῆς ἐστιν ὁ ἐπὶ τοῦ Ὄφεως βεβηκώς· ἐναργῶς δὲ ἕστηκε τό τε ῥόπαλον ἀνατετακὼς καὶ τὴν λεοντῆν περιειλημένος· λέγεται δέ, ὅτε ἐπὶ τὰ χρύσεα μῆλα ἐπορεύθη, τὸν ὄφιν τὸν τεταγμένον φύλακα ἀνελεῖν· ἦν δὲ ὑπὸ ῞Ηρας δι᾽ αὐτὸ τοῦτο τεταγμένος ὅπως ἀνταγωνίσηται τῷ Ἡρακλεῖ· ὅθεν ἐπιτελεσθέντος τοῦ ἔργου μετὰ <μεγίστου> κινδύνου ἄξιον ὁ Ζεὺς κρίνας τὸν ἆθλον μνήμης ἐν τοῖς ἄστροις ἔθηκε τὸ εἴδωλον· ἔστι δὲ ὁ μὲν ὄφις μετέωρον ἔχων τὴν κεφαλήν, ὁ δ᾽ ἐπιβεβηκὼς αὐτῷ καθεικὼς τὸ ἓν γόνυ, τῷ δ᾽ ἑτέρῳ ποδὶ ἐπὶ τὴν κεφαλὴν ἐπιβαίνων, τὴν δὲ δεξιὰν χεῖρα ἐκτείνων, ἐν ᾗ τὸ ῥόπαλον, ὡς παίσων, τῇ δ᾽ εὐωνύμῳ χειρὶ τὴν λεοντῆν περιβεβλημένος. Ερατοσθένης, Καταστερισμοί 1.4

H δημαγωγία στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.κ.ε.

Εισαγωγικές παρατηρήσεις
 
Ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης (460-395 π.Χ.) δια­μόρφωσε τις πολιτικές του αντιλήψεις σε μια περίοδο άνθισης της Σοφιστικής κίνησης. Στη διανόησή του ο Πελοποννησιακός πόλεμος (431-404 π. Χ.) υπήρξε το αποτέλε­σμα μιας συστηματικής αλλαγής, η οποία επήλθε εξαιτίας της αυξανόμενης δύναμης της αθηναϊκής ηγεμονίας. Ο Θου­κυδίδης ανέδειξε στο έργο του το γεγονός ότι οι πολίτες ως πλήθος ανθρώπων είναι ανίκανοι να αντιμετωπίσουν ορθο­λογικά τα πολιτικά ζητήματα και άγονται από ανεξέλεγκτα συναισθήματα, τα οποία συχνά είναι και βίαια. Παράλληλα προσδιόρισε επίμονα το γεγονός αυτό τονίζοντας ότι η έξαψη της πλειοψηφίας παραλύει ή παρασύρει και τους συ­νετούς. Επί πλέον στο έργο του διαμορφώνει μια αντίθεση ανάμεσα στον Περικλή και τους διαδόχους του και από τη μια επαινεί τον Περικλή, επειδή μπόρεσε να συγκρατήσει το λαό στο δρόμο της σύνεσης και από την άλλη μέμφεται τους διαδόχους του για τη δημαγωγική τους συμπεριφορά. Στην παρούσα εργασία επικεντρώνουμε το ενδιαφέρον μας στις συνθήκες εκείνες, οι οποίες συνέβαλαν στην εμφάνιση του φαινομένου της δημαγωγίας και επιχειρούμε να ανα­δείξουμε το είδος των σχέσεων, οι οποίες αναπτύχθηκαν και καλλιεργήθηκαν μεταξύ των δημαγωγών και του δημοκρα­τικού πλήθους. Παράλληλα εστιάζουμε την προσοχή μας στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίστηκαν τόσο από τον ιστορικό Θουκυδίδη όσο και από τον κωμικό ποιητή Αρι­στοφάνη οι πολιτικοί ηγέτες της Αθήνας του 5ου αιώνα π.Χ.
 
Η Σοφιστική κίνηση ως αιτία γέννησης της δημαγωγίας
 
Οι απαρχές της Ρητορικής συμπίπτουν με τις προόδους της δημοκρατίας κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα π. Χ., ό­που οι πολιτικές και δικαστικές αποφάσεις δεν ήταν απο­κλειστικό προνόμιο μιας περιορισμένης ομάδας, αλλά λαμβάνονταν από όλους τους πολίτες και η ικανότητα να απευ­θύνεται κανείς με τρόπο πειστικό στην Εκκλησία του Δή­μου[1] ή τα δικαστήρια αποδεικνυόταν ολοένα περισσότερο ως μια πολύτιμη δεξιότητα. Πρώιμη αντιπροσωπευτική πε­ρίπτωση της τέχνης αυτής στην αρχαία Αθήνα υπήρξε ο πο­λιτικός Θεμιστοκλής, ο οποίος έπεισε τη συνέλευση να ανα­πτύξει τη ναυτική δύναμη της πόλης και στη συνέχεια να τη χρησιμοποιήσει με τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα στη Σαλαμίνα[2].
 
Η ανάγκη για ρητορική εκπαίδευση, ιδιαίτερα με τη μορ­φή εγχειριδίων, καθίσταται επιτακτική μετά τις ριζοσπα­στικές αλλαγές του Εφιάλτη (462 π. Χ.), ο οποίος διαδέ­χθηκε τον Θεμιστοκλή ως ηγετική πολιτική μορφή της δημο­κρατικής μερίδας στην Αθήνα και αυτή η ανάγκη άρχισε να ικανοποιείται πλήρως ως αποτέλεσμα των εξελίξεων στις Συρακούσες της Σικελίας, όπου η δημοκρατία είχε διαδε­χθεί την τυραννία το 467 π. Χ. Το corpus της αττικής ρητο­ρικής είναι εξαιρετικά σημαντικό όχι μόνο ως μαρτυρία για την ανάπτυξη των τεχνικών της ρητορικής και του ύφους του πεζού λόγου, αλλά και ως πηγή υλικού για την κοινω­νική, πολιτική, οικονομική και νομική ιστορία της αρχαίας Αθήνας.
 
Τον 5ο αιώνα π.Χ. παρατηρούμε την εμφάνιση των Σοφι­στών[3], οι οποίοι ήταν διανοούμενοι και αμειβόμενοι δάσκα­λοι, οι οποίοι παρουσιαζόμενοι ως πρωταγωνιστές μιας νέ­ας μορφής διδασκαλίας, η οποία βασίζεται στην ανάγκη να πείθει ο πολίτης και γενικά ο πολιτικός δια του λόγου του. Στην αθηναϊκή πολιτική κοινωνία του 5ου αιώνα π. Χ. οι πολίτες διαθέτουν πολιτικό λόγο και τη δυνατότητα να μπορούν να αναλαμβάνουν δημόσια αξιώματα. Όμως για να κατακτήσει κανείς το αξίωμα του άρχοντα ή του στρατηγού θα έπρεπε να γνωρίζει εκτός των άλλων και πώς να κερδί­ζει την εύνοια των πολιτών και να γοητεύει το πλήθος. Έτσι η διαμόρφωση της προσωπικότητας άρχισε να εστιάζει στην κατάκτηση της αίγλης του λόγου, της ικανότητας να ομιλεί κανείς για οποιοδήποτε ζήτημα και στην απόκτηση κάθε εί­δους γνώσης[4]. Η μόρφωση, λοιπόν, την οποία παρείχαν οι Σοφιστές στους νέους αποσκοπούσε στο να καταστούν αυ­τοί δεινοί ρήτορες και εύστροφοι συζητητές. Με τον τρόπο αυτό θα μπορούσαν να διοικήσουν άριστα τα του οίκου τους, να αγορεύουν ικανοποιητικά στο δικαστήριο και κυ­ρίως να μπορούν να ανέλθουν στα ανώτατα αξιώματα της πόλης κράτους. Επομένως, η σοφιστική παιδεία αποσκο­πούσε στην κοινωνική προβολή και επιτυχία των νέων στον κοινωνικοπολιτικό στίβο.
 
Με την εμφάνιση της Σοφιστικής τον 5ο αι. π. Χ., η έννοια της αρετής αρχίζει να σχετίζεται με τη γνώση και με τις δε­ξιότητες, τις οποίες έχουν οι άνθρωποι και που δύναται να αποκτήσουν. Οι Σοφιστές επαγγέλλονται τη διδασκαλία της αρετής και ειδικότερα της πολιτικής αρετής ή της πολιτικής τέχνης. Ο Πρωταγόρας διατυπώνει το νόημα της πολιτικής αγωγής που έχει ως εξής: «Τό δέ μάθημά ἐστιν εὐβουλία περί, τῶν οἰκείων, ὅπως ἄν ἄριστα τήν αὐτοῦ οἰκίαν διοικοῖ, καί περί τῶν τῆς πολεως, ὅπως τά τῆς πολεως δυνατώτατος ἄν εἴη καί πράττειν καί λέγειν[5]». Η εμπλοκή των Σοφιστών στην κοινωνική, παιδευτική και πολιτική ζωή σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες[6] οδήγησε με την πρόοδο του χρόνου στην ανάπτυξη της Σοφιστικής, αλλά λίγο αργότερα στο βαθμιαίο εκφυλισμό του φαινομένου με αποτέλεσμα η ίδια η λέξη σοφιστής να εκπέσει και από τιμητικός χαρακτηρι­σμός που ήταν αρχικά να αποκτήσει προσβλητικό περιεχό­μενο. Η μόρφωση λοιπόν των Αθηναίων πολιτών τον 5ο αιώνα π. Χ. άρχισε βαθμιαία να δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στην απόκτηση του ορθού χειρισμού του προφορικού λόγου, της ικανότητας δηλαδή να ομιλεί κανείς με ευγλωττία για οποιοδήποτε ζήτημα.
 
Η αντιμετώπιση των δημαγωγών από τον Θουκυδίδη και τον Αριστοφάνη
 
Ο Αθηναίος ιστορικός Θουκυδίδης (460-395 π. Χ.) δια­μόρφωσε την κοσμοαντίληψή του κατά την εποχή του Περι­κλή, όπου ήταν μια περίοδος άνθισης της Σοφιστικής κίνη­σης. Στη διανόηση του Θουκυδίδη ο Πελοποννησιακός πό­λεμος ήταν το αποτέλεσμα μιας συστηματικής αλλαγής, η οποία επήλθε εξαιτίας της αυξανόμενης δύναμης της αθη­ναϊκής ηγεμονίας, η οποία προσπάθησε να υπερβεί τη δύ­ναμη της Σπάρτης. Ο Θουκυδίδης παρουσιάζει στο ιστορικό του έργο μια αντίθεση ανάμεσα στον Περικλή και τους δια­δόχους του. Επαινεί τον Περικλή, επειδή μπόρεσε να συ­γκρατήσει τους Αθηναίους πολίτες στο δρόμο της σύνεσης και της λογικής και μέμφεται τους διαδόχους του, οι οποίοι δημαγωγούν το λαό. Ο Περικλής αναφέρει χαρακτηριστικά, ότι ο Θουκυδίδης συγκρατούσε με επιτυχία το λαό και δε παρασυρόταν από αυτόν, αλλά ο ίδιος τον καθοδηγούσε και δεν ανέφερε τίποτα για να τον ευχαριστήσει. Αντίθετα κάθε φορά που παρατηρούσε το πλήθος να δείχνει από αυθάδη αυτοπεποίθηση παράκαιρο θάρρος, μιλώντας σκληρά τους ενέπνεε το φόβο και όταν πάλι, αισθανόταν ότι ήταν παρά­λογα φοβισμένος, του ξανάδινε θάρρος[7].
 
Εκείνοι όμως οι οποίοι ανέλαβαν την εξουσία μετά από τον Περικλή, κατά τον Θουκυδίδη, επειδή ήταν σχεδόν ισά­ξιοι μεταξύ τους και επιθυμούσαν να καταστεί ο καθένας τους πρώτος, άρχισαν να παραδίδουν και την κυβέρνηση ακόμη στο λαό για να τον ευχαριστήσουν (καθ’ ἡδονάς). Εξαιτίας όμως αυτών πραγματοποιήθηκαν όπως είναι φυ­σικό σε μεγάλο κράτος, το οποίο ασκεί ηγεμονία και άλλα πολλά σφάλματα και η εκστρατεία στη Σικελία απέτυχε[8]. Η έκφραση «καθ’ ἡδονάς» τονίζει τον εντελώς συγκινησιακό χαρακτήρα των λαϊκών προσανατολισμών και ο ίδιος ο συ­γκινησιακός χαρακτήρας εξηγεί τα πολιτικά σφάλματα[9]. Επομένως κατά τον Θουκυδίδη οι διάδοχοι του Περικλή ανήλθαν στην εξουσία υποστηρίζοντας επεκτατική πολιτική, αλλά και οι ίδιες οι αθηναϊκές μάζες το υποστήριζαν αυτό, μιας και οι ηγέτες αυτοί απλώς αντανακλούσαν τη λαϊκή βούληση[10].
 
Ο Θουκυδίδης παρουσιάζει στο έργο του το δημαγωγό Κλέωνα δύο φορές. Την πρώτη φορά τον παρουσιάζει να παρεμβαίνει για να υποστηρίξει την απόφαση που έλαβαν οι Αθηναίοι να εκτελέσουν όλους τους άρρενες της Μυτιλή­νης, όταν η πόλη ανακαταλήφθηκε από την αποστασία της. Ο Θουκυδίδης δηλώνει ότι η απόφαση ελήφθη κάτω από την επίδραση της οργής[11]. Στη συνέχεια όμως οι Αθηναίοι ξανασκέφτηκαν και ζύγισαν καλύτερα τη βαρύτητα αυτού του μέτρου και θέλησαν να το επαναφέρουν προς συζήτηση. Ο Κλέων, ο οποίος αρχικά είχε υποστηρίξει την άποψη να θανατωθούν οι Μυτιληναίοι για παραδειγματισμό, έλαβε το λόγο προκειμένου να εμποδίσει την τροποποίηση της από­φασης. Ο Θουκυδίδης χαρακτηρίζει τον Κλέωνα για τη στά­ση του ως δημαγωγό και ως τον πιο βίαιο απ’ όλους τους Αθηναίους[12]. Τελικά όμως ο Κλέων αποτυγχάνει, διότι οι Αθηναίοι άκουσαν τον Διόδοτο, ο οποίος πρότεινε στους Αθηναίους να κοιτάξουν το αληθινό τους συμφέρον.
 
Τη δεύτερη φορά, στην υπόθεση της Πύλου, ο Κλέων πε­τυχαίνει, αλλά ο Θουκυδίδης δείχνει ότι η πολιτική συνέπι­πτε με τις παράλογες επιθυμίες του λαού. Έτσι λοιπόν ο Κλέων εξωθεί τους Αθηναίους να αποστείλουν ενισχύσεις στην Πύλο, διότι αυτή ήταν η επιθυμία του λαού[13]. Παρατη­ρούμε στο σημείο αυτό τη σχέση του δημαγωγού Κλέωνα με την Εκκλησία του Δήμου, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονταν γενικά υπό την επίδραση των αντιδράσεων της στιγμής και δεν υποτάσσονταν ποτέ στη στοχαστική θεώρηση του συνόλου[14]. Συμπερασματικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι ο Κλέων παρουσιάζεται από τον Θουκυδίδη ως ο πολιτικός ηγέτης, ο οποίος εγκατέλειψε τις δύο θεμελιώδεις αρχές του Περικλή που ήταν αφ’ ενός η μετριοπάθεια στα ζητήματα της πολιτικής διοίκησης και αφ’ ετέρου της αποφυγής της μεγάλης κλίμακας κινδύνων. Γενικά ο Κλέων παρουσιάζε­ται από τον Θουκυδίδη ως δημαγωγός, του οποίου η έκκλη­ση στο συναίσθημα και στο προσωπικό συμφέρον διαίρεσε την πόλη και έβαλε σε κίνδυνο την Αθηναϊκή ηγεμονία. Η αντίληψη ότι οι διάδοχοι του Περικλή χαρακτηρίζονταν για δημαγωγική συμπεριφορά και ήταν υποστηρικτές του επε­κτατισμού παρουσιάζεται και από τον Αριστοφάνη[15].
 
Τα πρώτα ωστόσο χρόνια της ζωής του Αριστοφάνη πέ­ρασαν μέσα σε ένα ειρηνικό περιβάλλον. Η πνευματική πα­ραγωγή των Αθηνών βρισκόταν στο απόγειό της. Ο Αισχύ­λος είχε πεθάνει το 460 π. Χ., ενώ ο Σοφοκλής βρισκόταν στην περίοδο της ακμής του και ο Ευριπίδης άρχισε να γράφει τις πρώτες του τραγωδίες. Βασικός στόχος της ατ­τικής κωμωδίας ήταν όπως τονίζει ο χορός των Βατράχων να αναφέρει αστεία και λόγια σοβαρά, να παίξει και να σατιρίσει (στ. 389-393). Συνέχισε δηλαδή την παράδοση του αρχαϊκού κώμου, καθώς και την παράδοση του αρχαίου ιάμβου[16]. Είναι η εποχή κατά την οποία οι κωμωδίες του Αριστοφάνη προβάλλονται σε μια χρονική περίοδο κατά την οποία η αθηναϊκή δημοκρατία είχε γίνει εύθραυστη από τον πόλεμο και τις εσωτερικές ελλείψεις[17]. Η αθηναϊκή λοιπόν δημοκρατία πρόσφερε στους κωμικούς ποιητές το δικαίωμα να διακωμωδούν ελεύθερα και ο Αριστοφάνης τολμά να αναδείξει εκείνο το οποίο είναι δίκαιο για την πόλη[18]. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται και οι κωμωδίες[19] του σημαντι­κότερου κωμωδιογράφου όλων των εποχών, του Αριστοφά­νη, ο οποίος μέσα από την προβολή των κακώς αθηναϊκών κειμένων επεδίωκε να σατιρίσει το πολιτικό σύστημα της εποχής.
 
Ο Αριστοφάνης (445-385 π. Χ.) το 424 π. Χ. στα Λήναια δίδαξε στο αθηναϊκό κοινό τους Ιππείς[20]. Στο έργο αυτό ο Αριστοφάνης μας παρουσιάζει το λαό σαν αγαθό γέροντα να βρίσκεται ως λεία των κολακειών από τη μια του παφλογόνιου δερματοπώλη, που είναι ο Κλέων και του αλλαντοπώλη, που είναι ακόμη πιο απαίδευτος και αγροίκος από αυτόν. Και οι δύο συναγωνίζονται στην κολακεία και τη μικρότητα απέναντι στο λαό. Προσφέρουν στο Δήμο νό­στιμα φαγητά, τον προσφωνούν με κολακευτικά λόγια και ο αγαθός γέροντας παρασύρεται μέχρις ότου στο τέλος ξανα­βρίσκει την αντικειμενική του κρίση. Στους Ιππείς καταδι­κάζεται ο τύπος του πολιτικού ηγέτη ο οποίος χαρακτηρίζε­ται από την υπερβολική κολακεία προς το δήμο και από τον υπέρμετρο ζήλο στη δίωξη προσώπων που θα μπορού­σαν να κατηγορηθούν για αντιπατριωτική διαγωγή. Παράλ­ληλα ο Αριστοφάνης διακωμωδεί εκείνους που προωθούν μέτρα τα οποία προσφέρουν βραχυπρόθεσμα οικονομικά οφέλη σε πολλούς ανθρώπους, αλλά δε λαμβάνουν υπόψη τη μακροπρόθεσμη οικονομική εξασφάλιση[21]. Στην αρχαία ελληνική μουσική υπήρχαν επτά αρμονίες, όπως είναι γενι­κά αποδεκτές: η Δωριστί, η Φρυγιστί, η Λυδιστί, η Μιζολυδιστί, η Αιολιστί, η Ιαστί και η Υπολυδιστί. Σε καθεμιά από τις οποίες οι αρχαίοι Έλληνες απέδιδαν και ένα ξεχωριστό ήθος. Η δωρική αρμονία εκφράζει το μεγαλοπρεπές ήθος. Ο Κλέων βέβαια δεν προτιμά το δωρικό τόνο για την ηθική του αξία, διότι θυμίζει το όνομα της θεάς των δημαγωγών Δωρως (στ. 529), τη δωροδοκία. Ο δημαγωγός Κλέων αμφι­σβητείται ακόμη και ως ικανός ρήτορας και ο χορός τον αποκαλεί στην αρχή του αγώνα «βδελυρέ κρᾶκτα[22]».Ο Α­ριστοφάνης λοιπόν αντιδρά έντονα στα γεγονότα της πολι­τικής ζωής της εποχής του, καταδικάζει τους πολιτικούς- δημαγωγούς[23]και οι κωμωδίες του αποτελούν μια αξιόλογη συμπλήρωση των ιστορικών στοιχείων που αναφέρουν συγγραφείς όπως είναι ο Θουκυδίδης.
 
Τελικές παρατηρήσεις
 
Στη δημοκρατική Αθήνα του 5ου αιώνα π. Χ., όπου οι α­ποφάσεις λαμβάνονταν στην Εκκλησία του Δήμου, η ρητορι­κή δεινότητα του πολιτικού συνιστούσε ένα απαραίτητο ε­φόδιο για την ανάδειξη και την επιτυχία του. Σε αυτό το πολιτικό περιβάλλον οι Αθηναίοι καλλιέργησαν το λόγο τους και άλλοι αναδείχθηκαν άξιοι ηγέτες και άλλοι δημα­γωγοί. Στην πολιτική ζωή των Αθηνών επικρατούν οι δημα­γωγοί, ενώ ο λαός εμφανίζεται εξαθλιωμένος και θύμα των υποσχέσεων των πολιτικών. Η κατάπτωση του αθηναϊκού λαού φαίνεται καλύτερα όταν τον συγκρίνουμε με τους παλαιότερους, τη γενιά των μαραθωνομάχων. Τον πατριωτι­σμό και την αρετή αυτή ο Αριστοφάνης επιδιώκει να ανα­δείξει με τους Ιππείς, όπου θα συμμαχήσει με τους ευγενείς Ιππείς για να πολεμήσει το δημαγωγό Κλέωνα. Μέσα από το έργο ο Αριστοφάνης θα επιδιώξει να προβληματίσει τους Αθηναίους πολίτες σαρκάζοντας και καυτηριάζοντας τους πλεονέκτες, τους δειλούς, τους κόλακες και τους συκοφά­ντες, αφού η σάτιρα ενάντια στους κακούς είναι τιμή για τους τίμιους[24]. Στα κείμενα λοιπόν τόσο του Θουκυδίδη όσο και του Αριστοφάνη προβάλλεται ως υγιές πρότυπο πολιτι­κής διαχείρισης των κοινωνικοστρατιωτικών ζητημάτων ο Περικλής, ο οποίος παρουσιάζεται να αντιστέκεται στις ά­λογες παρορμήσεις του πλήθους και να αντικαθιστά τα πά­θη στα οποία συνήθως υπόκειται ο λαός με τη λογική. Πα­ράλληλα ψέγονται οι δημαγωγοί, όπως ο Κλέων που με την γοητεία των λόγων τους αποδείχτηκαν επικίνδυνοι πολιτικοί για την Αθήνα. Η δημαγωγία ως μια δύσκολα αντιμετωπίσιμη απειλή-ασθένεια της κοινωνίας μισεί τη διάχυτη παι­δεία και το δασκαλεμένο πνεύμα, ωστόσο δε θα πρέπει να λησμονούμε ότι η ευθύνη δεν ανήκει μόνο στους δημαγω­γούς, αλλά και σε εκείνους που τους εκλέγουν.
---------------------------------
[1] Η Εκκλησία του Δήμου ήταν το θεσμικό πολιτειακό όργανο της Α­θήνας, όπου πραγματοποιούνταν ανοιχτές συνελεύσεις για όλους τους ελεύθερους πολίτες και αποφάσιζε για τον πόλεμο και την ειρή­νη, διόριζε τους πρέσβεις, αποφαίνονταν για τις εκστρατείες και των αριθμό των στρατιωτών, εξέταζε τα πεπραγμένα των αρχόντων και μόνο αυτή είχε τη δύναμη να εκδίδει ψηφίσματα και να επικυρώνει τους νόμους.
[2]Μ. Εdwards, Οι αττικοί ρήτορες., μτφρ. Δ. Γ. Σπαθάρα, εκδ. Ινστι­τούτο του βιβλίου - Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα 2002, σελ. 12.
[3]   Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται ως «μια περίοδος βαθιών κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών, στις οποίες ήταν έντονη η πνευματική και η καλλιτεχνική δραστηριότητα. Τα καθιερωμένα πρότυπα ζωής και ε­μπειρίας διαλύονταν προς χάριν καινούργιων προτύπων. Οι πίστεις και οι αξίες των προηγούμενων γενεών βρίσκονταν στο κέντρο της επίθεσης. Το σοφιστικό κίνημα έδωσε σε όλα αυτά έκφραση», (G.B.Kerferd, The Sophistic Movement, Cambridge University Press, 1981, p. 15).Ο Καθηγητής Κ. Βουδούρης επισημαίνει ότι η νεωτεριστική τάση των Σοφιστών «ίσως διέλυσε την ενότητα της αρχαίας πόλεως και οπωσδήποτε περιόρισε το πνευματικό εκείνο κλίμα που έθετε ως πρώτο αγαθό το συμφέρον της πολιτείας. Αυτή τουλάχιστον την ιδέα σχηματίζουμε μελετώντας το έργο του Πλάτωνος, του οποίου οι α­πόψεις είναι σαφώς αντίθετες προς τις κοινωνικοπολιτικές θέσεις της Σοφιστικής» (Κ. Βουδούρη, Φιλοσοφία και μεθοδολογία της πολιτι­κής, Αθήνα 1979, σελ. 103). Οι πιο σπουδαίοι Σοφιστές όσον αφορά τη ρητορική ήταν ο Πρωταγόρας από τα Άβδηρα, ο οποίος δίδαξε μεθόδους επιχειρηματολογίας υπέρ και κατά μιας και της αυτής υ­πόθεσης, ο Πρόδικος ο Κείος, ο οποίος ασχολήθηκε με τους ορισμούς εννοιών, αλλά και με την επίκληση στο συναίσθημα, ο Θρασύμαχος από τη Χαλκηδόνα, ο οποίος αναγνώρισε την επίδραση του ύφους στο συναίσθημα και ο Γοργίας ο Λεοντίνος, του οποίου ο λόγος με την υπερβολική χρήση ιδιόμετρων προτάσεων, παρηχήσεων και ποιη­τικού λεξιλογίου, άσκησε σημαντική επίδραση στην αθηναϊκή συνέ­λευση του 5ου αιώνα π. Χ.
[4]   Α. Jeanniere, Πλάτων, μτφρ. Στ. Βολανάκη, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1995, σελ. 28-30.
[5]   Πλάτωνος, Πρωταγ., 318 e-319 a.
Η σχετικοκρατία και η υποκειμενικοκρατία φαίνεται οτι είναι απόψεις που σε γενικές γραμμές διαποτίζουν το κλίμα της Σοφιστικής κίνησης.
[7]    Θουκ. ΙΙ. 65, 9: «Κατεῖχε τό πλῆθος ἐλευθέρως, καί οὐκ ἤγετο μᾶλλον ὑπ’ αὐτοῦ ἤ αὐτός ἦγε, διά τό μή κτώμενος ἐξ ού προσηκόντων τήν δύναμιν πρός ἡδονήν τι λέγειν, ἀλλ’ ἔχων ἐπ ἀξιώσει καί πρός ὀργήν τι ἀντειπεῖν. ὁπότε γοῦν αἰσθοιτο τι αὐτούς παρά καιρόν ὕβρει θαρσοῦντας, λέγων κατέπλησσεν ἐπί τό φοβεῖσθαι, καί δεδιότας αὖ ἀλόγως ἀντικαθίστη πάλιν ἐπί τό θαρσεῖν».
[8]   Θουκ. ΙΙ. 65, 10: «Οἱ δέ ὕστερον ἴσοι μᾶλλον αὐτοί πρός ἀλλήλους ὄντες καί ὀρεγόμενοι τοῦ πρῶτος ἕκαστος γίγνεσθαι ἐτραποντο καθ’ ἥδονάς τῷ δήμῳ καί τά πράγματα ἐνδιδόναι. ἐξ ὧν ἄλλα τε πολλά, ὡς ἐν μεγαλῃ πολει καί ἀρχήν ἐχούςῃ, ἡμαρτήθη καί ὁ ἐς Σικελίαν πλοῦς».
[9]    J. De Romilly, Προβλήματα της αρχαίας ελληνικής δημοκρατίας, μτφρ. Ν. Αγκαβανάκη, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1998, σελ. 64.
[10]J. Finley, Θουκυδίδης, μτφρ. Τ. Κουκουλιού, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 2006, σελ. 170.
[11]    Θουκ. ΙΙΙ. 36, 2: «Περί δέ τῶν ἀνδρῶν γνώμας ἐποιοῦντο, καί ὑπό ὀργῆς ἔδοξεν αὐτοῖς οὐ τούς παρόντας μόνον ἀποκτεῖναι, ἀλλά καί τούς ἅπαντας Μυτιληναίους ὅσοι ἡβῶσι, παῖδας δέ καί γυναῖκας ἀνδραποδίσαι, ἐπικαλοῦντες τήν τε ἄλλην ἀπόστασιν ὅτι οὐκ ἀρχόμενοι ὥσπερ οἱ ἄλλοι ἐποιήσαντο».
[12]    Θουκ. ΙΙΙ. 36, 2: «Κλέων ὁ Κλεαινέτου, ὅσπερ καί τήν προτέραν ἐνενικήκει ὥστε ἀποκτεῖναι, ὤν καί ἐς τά ἄλλα βιαιότατος τῶν πολιτῶν τῷ τε δήμῳ παρά πολύ ἐν τῷ τότε πιθανώτατος, παρελθών αὖθις ἔλεγε τοιάδε».
[13]     Θουκ. IV. 27, 4: «Κλέων δέ γνούς αὐτῶν τήν ἐς αὐτόν ὑποψίαν περί τῆς κωλύμης τῆς ξυμβάσεως οὐ ταἀληθῆ ἔφη λέγειν τούς ἐξαγγέλλοντας. παραινούντων δέ τῶν ἀφιγμένων, εἰ μή σφίσι πιστεύουσι, κατασκόπους τινάς πέμψαι, ἡρεθη κατάσκοπος αὐτος μετά Θεαγένους ὑπό Ἀθηναίων. Καί γνούς ὅτι ἀναγκασθήσεται ἤ ταῦτα λέγειν οἷς διέβαλλεν ἤ τἀναντία εἰπών ψευδής φανήσεσθαι, παρᾐνει τοῖς Ἀθηναίοις, ὁρῶν αὐτούς καί ὡρμημένους τι τό πλέον τῇ γνώμῃ στρατεύειν, ὡς χρή κατασκόπους μέν μή πέμπειν μηδέ διαμέλλειν καιρόν παριέντας».
4 Romilly De J., ό. π., σελ. 73.
[15]Αριστ. Ιππείς, 174: «πῶς οὖν οὐ μεγάλως εὐδαιμονεῖς; ἔτι νῦν τόν ὀφθαλμόν παράβαλλ’ ἐς Καρίαν τόν δεξιόν, τόν δ’ ἕτερο ἐς Καρχηδόνα».
[16]    Θ. Παππά, «Σάτιρα και πολιτική στην κωμωδία του Αριστοφάνη», Στο Θέατρο και πόλη. Αττικό δράμα, αθηναϊκή δημοκρατία και αρ­χαία ελληνική θρησκεία, επιμ. Α. Μαρκαντωνάτου, Λ. Πλατυπόλη, εκδ. Gutenberg, σελ. 244.
[17]   Al. Lesky, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 20065, σελ. 593.
[18]    Αριστοφ., Αχαρνείς, στ. 655-658: «ἀλλ’ ὑμεῖς τοι μή ποτ’ ἀφῆσθ’· ὡς κωμωδήσει τά φησίν δ’ ὑμᾶς πολλά διδάξειν ἀγάθ’, ὥστ’ εὐδαίμονας εἶναι, οὐ θωπεύων οὐδ’ ὑποτείνων μισθούς οὐδ’ ἐξαπατύλλων, οὐδέ πανουργῶν οὐδέ κατάρδων, ἀλλά τά βέλτιστα διδάσκων».
[19]    Η αρχαία ελληνική κωμωδία προήλθε από τους εύθυμους και πα­νηγυρικούς κώμους. Η γένεση της κωμωδίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με διάφορες λαϊκές αγροτικές εορτές, θρησκευτικά λατρευτικά έθιμα και την ιαμβική ιδέα. Από τα δρώμενα αυτών των αρχέγονων λαϊκών ιεροτελεστιών προήλθε η πρώτη μορφή κωμωδίας. Στην έντε­χνη πλέον μορφή της η κωμωδία αντλεί το υλικό της από τα λαϊκά ήθη και έθιμα της εποχής, την καθημερινή ζωή των Αθηνών, τις πολι­τικές και στρατιωτικές δραστηριότητες, τη φιλολογική και πολιτιστι­κή παραγωγή και τέλος από τις ιδιαιτερότητες ορισμένων χαρακτη­ριστικών τύπων ανθρώπων. Βλ. Θ. Παππά, Ο φιλόγελως Αριστοφά­νης, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996 , σελ. 135.
[20]    Οι Ιππείς είναι το πρώτο έργο, το οποίο ο Αριστοφάνης ανέβασε ο ίδιος. Το όνομα το έλαβε από τη σύνθεση του χορού, που αποτελεί­ται από εικοσιτέσσερις καβαλάρηδες. Οι Ιππείς αποτελούσαν ανώτε­ρο σώμα του αθηναϊκού στρατού, αλλά και συγκεκριμένη κοινωνική τάξη της Αθήνας. Ο Αριστοφάνης χρησιμοποίησε ως χορό αντιπροσώ­πους της κοινωνικής ελίτ των Ιππέων, προφανώς επειδή ο Κλέων ταυτιζόταν περισσότερο με τους οπλίτες και τους ναύτες και διότι αυτό επέτρεπε να τονίσει δραματικά την αντίθεση μεταξύ της ευγε­νικής καταγωγής των Ιππέων και ενός βυρσοδέψη, ο οποίος είναι ο Κλέων-Παφλάγων. 
[21] Κ. J. Dover, Η κωμωδία του Αριστοφάνη., μετ. Φ. Κακριδή, εκδ. Μ. Ι. Ε. Τ., Αθήνα 20035, σελ. 142.
[22]    Αριστ. Ιππείς, στ. 304.
[23]Ο Αριστοφάνης χρησιμοποιεί μόνο μια φορά τον όρο «δημαγωγία» και «δημαγωγός» στους Ιππείς στ. 191 και 217 αντίστοιχα. Εκτός αυτού στα σωζομενα έργα του υπάρχει μονο το δημαγωγεῖν, το ο­ποίο χρησιμοποιείται μια φορά Βάτραχοι, στ. 419).
[24]Αριστ. Ιππείς, στ. 1274-1275.

Μη φοβάσαι να κοιτάξεις

Πρέπει να μη φοβάσαι να κοιτάξεις. Όταν δεν κοιτάζεις, ο νους φτιάχνει τις δικές του εικόνες, τις οποίες πιστεύεις πως είναι αληθινές.

Έχει μια προκλητική ομορφιά ο περιορισμός της γλώσσας και οι έτοιμες ερμηνείες του παρελθοντικού, εκπαιδευμένου μας εαυτού.

Τα στάδια που περνάμε είναι οι προσωπικές μας ασυνείδητες επιλογές, που πολεμάμε ενόσω δεν τις αναγνωρίζουμε ως Δικές Μας.

Ο κόσμος φαίνεται μα δεν είναι ίδιος καθημερινά. Μπορούμε να το αντιληφθούμε αυτό, βιωματικά ή μπορούμε και να το προσπεράσουμε, αν έχουμε την ακλόνητη ανάγκη να το προσπερνάμε. Όλα παίζουν! Ελεύθερα!

Πολλοί οι εραστές της αλήθειας, ελάχιστοι οι αφοσιωμένοι σε αυτήν, αντικαθιστώντας την πίστη με τη γνώση. Ακόμα λιγότεροι οι ακούραστοι αναζητητές της ελευθερίας, τολμώντας να πολεμούν τα δικά τους δεσμά αλλά και της κοινωνίας στην οποία προσωρινά ανήκουν.

Η πλήρης ανατροπή των δεδομένων εμπεριέχει κινδύνους. Προχωράμε όσο το θάρρος μας μάς επιτρέπει. Δεν υπάρχουν όρια, απαγορεύσεις ή δεσμεύσεις, πέρα από αυτά που δημιουργούμε και συναντάμε, ενώ καλούμαστε να διαπεράσουμε.

Κοιτάζοντας πίσω πρέπει να μπορούμε να δούμε καθαρά τη συνολική μας πορεία. Και αυτή είναι πάντα πολύ πιο ευφάνταστη, μεγαλόπρεπη, αποκαλυπτική, απ' ότι νομίζουμε όταν πιστεύουμε τις καταχωρήσεις του εκπαιδευμένου μας νου - προσωπικότητας.

Ακόμα κι αν φοβάσαι, κοίταξε! Μάθε να βλέπεις καθαρά! Για σένα, για τη ζωή, για όλα όσα θεωρείς σημαντικά και ουσιαστικά. Δεν υπάρχει κάτι άλλο πριν από αυτό!

Δεν υπάρχει "κατάλληλος χρόνος" γι' αυτό, ούτε γίνονται τα πράγματα με τη "σειρά" που έχουμε ορίσει στην άχαρη, προβλέψιμη, δομημένη κοινωνική ζωή μας. Δεν υπάρχουν πραγματικά συμβόλαια, πέρα από αυτά που έχουμε επιλέξει με τον Εαυτό μας.

Κάθε στιγμή είναι ευκαιρία, πρόκληση ή ίδια με την προηγούμενη. Τα πάντα εξαρτώνται μόνο από εμάς τους ίδιους.

Αλλά δεν είναι αυτόματη διαδικασία μεταμόρφωσης. Δεν είναι θέμα μελέτης, αποστήθισης των σοφών και αρχαίων κειμένων, δεν είναι θέμα τεχνικής, φιλοσοφίας ή συγκεκριμένης πειθαρχίας/πίστης. Είναι θέμα ΔΟΥΛΕΙΑΣ, μάθησης, αποπρογραμματισμού, αποδόμησης, διεύρυνσης του νου, είναι θέμα αφοσίωσης και αυτο-παρατήρησης, συλλογής πληροφοριών, απενεχοποίησης και ευθύνης....είναι αλλαγή ολόκληρου του τρόπου σκέψης μας.

Πάντα υπάρχουν περισσότερα να δούμε απ' όσα νομίζαμε. Πάντα το "τέρμα" αποκαλύπτεται ως πόρτα που πρέπει να ανοίξουμε. Και οι λέξεις που χρησιμοποιούμε μεταμορφώνονται, αποκαλύπτονται και εξελίσσονται....αργά ή γρήγορα.

Η γραμμικότητα και το επίπεδο της συνείδησής μας καθορίζει το χρόνο, το χώρο, τη στατικότητα ή την πολυεπίπεδη ύπαρξη, σύμφωνα με τη διατήρηση της δύναμης/προσοχής μας...

Foucault: Η Ιστορία της Σεξουαλικότητας

Σχετική εικόνα«Ανάμεσα στην εξουσία και στο σεξ δεν καθιερώνεται ποτέ σχέση, παρά μονάχα με τρόπο αρνητικό: απόρριψη, αποκλεισμός, άρνηση, φραγμός ή ακόμα απόκρυψη ή προσωπείο. Η εξουσία δεν έχει τη «δύναμη» να κάνει τίποτε στο σεξ και στις ηδονές, εκτός από το να του λέει όχι. Αν φτιάχνει κάτι, είναι απουσίες και κενά. Εξαφανίζει στοιχεία, εισάγει ασυνέχειες, χωρίζει ότι είναι ενωμένο, χαράζει σύνορα.

Οι ενέργειες της παίρνουν τη γενική μορφή του ορίου και της έλλειψης. Η εξουσία είναι, βασικά, εκείνο που υπαγορεύει στο σεξ τον νόμο του.

Πράγμα που σημαίνει πρώτα-πρώτα ότι το σεξ βρίσκεται τοποθετημένο απ' αυτήν κάτω από ένα καθεστώς δυαδικό: θεμιτό και αθέμιτο, επιτρεπόμενο και απαγορευμένο.

Πράγμα που σημαίνει, παραπέρα, ότι η εξουσία ορίζει στο σεξ μια «τάξη» που λειτουργεί ταυτόχρονα σαν μορφή νοητότητας: το σεξ αποκρυπτογραφείται με βάση τη σχέση του προς το νόμο. Πράγμα που σημαίνει, τέλος, ότι η εξουσία δρα ορίζοντας τον κανόνα: η ενέργεια της εξουσίας πάνω στο σεξ γίνεται με τη γλώσσα ή μάλλον με μια πράξη Λόγου που, απ' αυτό το ίδιο το γεγονός ότι εκφέρεται, δημιουργεί μια κατάσταση δικαίου. Μιλάει και είναι ο κανόνας. Την καθαρή μορφή εξουσίας τη βρίσκει κανείς στο λειτούργημα του νομοθέτη. Και ο τρόπος ενέργειάς της αναφορικά προς το σεξ είναι νομικο-διασκεπτικού τύπου.

Δεν θα πλησιάσεις, δεν θ' αγγίξεις, δεν θα αναλώσεις, δεν θα δοκιμάσεις ηδονή, δεν θα μιλήσεις, δεν θα φανείς. Σε τελευταία ανάλυση, δεν θα υπάρχεις παρά μόνο στη σκιά και στη μυστικότητα.

Πάνω στο σεξ, η εξουσία εφαρμόζει μόνο ένα νόμο απαγορευτικό.

Σκοπός της: ν" απαρνηθεί το σεξ τον εαυτό του. Μέσα της: η απειλή της τιμωρίας που δεν είναι άλλη από την εξάλειψή του. Απαρνήσου τον εαυτό σου, αλλιώς βγαίνεις από τη μέση.

Μην εμφανίζεσαι, αν δεν θες να εξαφανιστείς. Η ύπαρξη σου δεν θα διατηρηθεί παρά μόνο με το τίμημα της εκμηδένισης της. Η εξουσία δεν περιορίζει το σεξ, παρά με μια απαγόρευση που παίζει με την εναλλαγή ανάμεσα σε δυό ανυπαρξίες.

Αυτή η απαγόρευση υποτίθεται ότι παίρνει τρεις μορφές: να βεβαιώνει πως αυτό δεν επιτρέπεται, να εμποδίζει αυτό να ειπωθεί, να αρνιέται ότι αυτό υπάρχει... »

Ο Foucault προσέγγισε την ιστορία της σεξουαλικότητας, σαν μια ιστορία διαμόρφωσης υποκειμένων, όχι μόνο με την πολιτική έννοια της διαμόρφωσης, αλλά και με την ψυχολογική και ηθική.

Η σύγχρονη κοινωνία, ξεκινώντας από τα τέλη του 17ου αιώνα και με απόγειο την βικτωριανή περίοδο, υιοθετεί μια αρνητική στάση απέναντι στο σεξ και τη σεξουαλικότητα με εξαίρεση την αυστηρά περιχαρακωμένη σφαίρα της μονογαμικής οικογένειας.

Η αρχή για τον Foucault γίνεται όταν στο πλαίσιο της αντιμεταρρύθμισης καθιερώνεται μια τυπολογία σχετικά με το μυστήριο της εξομολόγησης. Οι εξομολογούντες «εξετάζουν τη συνείδησή τους» και ομολογούν με λεπτομέρειες τις αμαρτίες τους: πόσες φορές απάτησαν τον σύζυγό τους, πόσες σκέφτηκαν να τον απατήσουν, κλπ, και για κάθε «αμαρτία» ομολογουμένη προβλέπεται και συγκεκριμένη καθαρτήρια ποινή.

Το σεξ γίνεται κατ' εξοχήν αντικείμενο της ομολογίας με διεξοδικές, λεπτομερείς και εκτεταμένες αφηγήσεις που δημιουργούν ένα άλλο είδος απαγορευμένης ηδονής το οποίο φτάνει στις μέρες μας, μέσα από την προκλητική λογοτεχνία της εποχής (Oscar Wilde, John Addington Symonds – homosexuality- Edward Carpenter κ.α.)

Η πρακτική της εξομολόγησης που ξεκίνησε τότε, συνεχίζεται μέχρι σήμερα, όχι μόνο προς τους ιερωμένους αλλά και προς τους ψυχιάτρους, τους ψυχοθεραπευτές, τους φίλους, ή και τον ίδιο τον εαυτό μας στον καθρέφτη. Οι σεξουαλικές προτιμήσεις γίνονται σταδιακά κριτήριο για τον προσδιορισμό της ταυτότητας των προσώπων. Ο ομοφυλόφιλος, η νυμφομανής, ο ηδονοβλεψίας κλπ, γίνονται προσδιορισμοί που χαρακτηρίζουν (με ένα σύνολο γνωρισμάτων- στερεότυπων) το πρόσωπο.

Ο Foucault υποστηρίζει ότι αποκτώντας τα πρόσωπα συνείδηση της ταυτότητας τους, υιοθετούν πρότυπα τα οποία με τη σειρά τους επιδρούν καθοριστικά στην εξέλιξή τους ως σεξουαλικά όντα. Μέσα από τη διαδικασία της αυτογνωσίας ή της αυτοκριτικής, τα πρόσωπα συγκρίνουν και ελέγχουν τον εαυτό τους σε σχέση με το πρότυπο που έχουν υιοθετήσει. Γίνονται με αυτόν τον τρόπο αυτό- διαμορφούμενα υποκείμενα της γνώσης τους για τον «κόσμο». Δηλαδή ο κόσμος που ξέρουν, που γνωρίζουν καθορίζει τον τρόπο που θα διαμορφώσουν τον εαυτό τους.

Και όταν λέμε κόσμο, δεν εννοούμε τον κόσμο των γεγονότων, αλλά τον κόσμο των αξιών και της ηθικής.

To φυσικό και το αφύσικο δεν είναι για τον Foucault απλώς κοινωνικές συμβάσεις. Πηγαίνοντας ακόμα παραπέρα, θεώρησε ότι οι σεξουαλικές προκαταλήψεις είναι «θεωρητικές κατασκευές» στο πλαίσιο της λειτουργίας του εξουσιαστικού μηχανισμού.

Στην Ιστορία της Σεξουαλικότητας τονίζεται ότι, οι ενοχές, η σιωπή γύρω από τα σεξουαλικά ζητήματα όπως και «η εμφύτευση των διαστροφών» είναι κατάλοιπα της ηθικής συστολής που κορυφώνεται στην βικτωριανή εποχή (από το 1837 και μετά).

Ο εγκλωβισμός της σεξουαλικότητας γίνεται συστηματικά μέσα από κατασταλτικούς μηχανισμούς που προωθούν τη συζυγική οικογένεια και κανονικοποιούν τις γαμήλιες σχέσεις με αυστηρό πρωτόκολλο, κανόνες και συστάσεις.

Οριοθετούνται: το συζυγικό καθήκον, ο τρόπος με τον οποίο αυτό πρέπει να εκτελείται κλπ, και όλα αυτά μέσα από το εκκλησιαστικό δίκαιο και τους αστικούς νόμους. Οι εξωσυζυγικές σχέσεις συγκαταλέγονται στον κατάλογο των βαρειών αμαρτημάτων και αδικημάτων μαζί με την αιμομιξία, τη σοδομία, τον γάμο χωρίς την συναίνεση των γονιών και την κτηνοβασία...

Στη βικτωριανή Αγγλία, οι ερμαφρόδιτοι θεωρούνται εγκληματίες ή παιδιά εγκληματιών. Η «ονανία» (aunania), δηλαδή ο αυνανισμός, γίνεται η πιο διαδεδομένη ψυχική νόσος στην αστική Ευρώπη. Το φυλλάδιο της εποχής, ανώνυμου συγγραφέα, με τίτλο: «Ονανία: το αποκρουστικό αμάρτημα της μόλυνσης του εαυτού και όλες οι τρομακτικές συνέπειές του», απαγορεύει ρητά την «ψυχανωμαλία της μόλυνσης», δηλαδή του αυνανισμού και προτείνει συστηματικές αγωγές.

Στη συνέχεια η πρωτοφανής αναδιοργάνωση της αρχιτεκτονικής του χώρου, που ξεκινάει τον 19ο αιώνα, με τα σχολικά ιδρύματα αρρένων – θηλέων, όπου οι μαθητές στοιβάζονται για μήνες σε πολυπληθείς κοιτώνες, τα πολυάριθμα ψυχιατρεία κλπ, δημιουργούν από τη μια πλευρά ένα πλαίσιο αυστηρής σεξουαλικής αστυνόμευσης και από την άλλη καθιερώνουν πολλαπλά είδη «αμαρτωλών» σχέσεων (μεταξύ μαθητών, μεταξύ δασκάλων- μαθητών ή γιατρών- ασθενών κλπ) που δημιουργούν παράπλευρα με τη «φυσική» συζυγική μονογαμική σεξουαλικότητα, έναν τρόπο «διανομής» του παιχνιδιού των εξουσιών και των ηδονών, γεννώντας και συντηρώντας πολλές ηδονές που στη συνέχεια αποκαλέσαμε διαστροφές.

Ο Foucault καταλήγει λέγοντας ότι η αύξηση των «ειδικών» ηδονών που ονομάζουμε διαστροφές, δεν είναι ηθικολογικό θέμα, αλλά η συνέπεια, της παρέμβασης των εξουσιαστικών μηχανισμών στα κορμιά και τις ηδονές τους.

Οι επιρροές της βικτωριανής ηθικής φτάνουν μέχρι τις μέρες μας, παρά την μεγάλη ανατροπή στην ιδέα της σεξουαλικότητας που δημιουργήθηκε με τον Freud στις αρχές του 20ου αιώνα...

Οι ψυχίατροι μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα επινοούν μια σειρά από σεξουαλικές διαστροφές που βαφτίζονται με αλλόκοτα ονόματα όπως: επιδειξίες του Lasėgue, φετιχιστές του Binet, ζωοεραστές του Krafft- Ebing, αυτό-μονοσεξουαλιστές του Rohleder και ακόμα γυναικόμαστοι, πρεσβυόφιλοι, κλπ.

Η νέα οπτική στη σεξουαλικότητα που εισήγαγε ο Freud μας απάλλαξε σε ένα μεγάλο βαθμό από την βικτωριανή καταστολή, αλλά μας ενέπλεξε σε έναν άλλου τύπου σεξουαλικό καταναγκασμό, ο οποίος συντήρησε εμμέσως τ' απολιθώματα της βικτωριανής ηθικής.

Μια γλαφυρή απόδειξη των καταλοίπων της βικτωριανής ηθικής είναι το εγχειρίδιο ψυχολογίας που διένειμε μέχρι το 2001 το Πανεπιστήμιο Αθηνών το οποίο ανάμεσα στις πιο διαδομένες σεξουαλικές ψυχανωμαλίες, περιλαμβάνει την ομοφυλοφιλία!! (Κωσταράς, 2000)...

Μπορεί να ακούγεται σήμερα παράξενο, αλλά η ομοφυλοφιλία, συμπεριλαμβάνονταν στο διεθνές ψυχιατρικό διαγνωστικό εγχειρίδιο, ως ψυχική νόσος, μέχρι το 1980 για να διαγραφεί οριστικά το 1994!!

Τι δείχνουν αυτά; Ο Foucault υποστηρίζει ότι αυτό που θεωρείται ανώμαλο ή νοσηρό συνδέεται με τις ηθικές ανοχές και τις επιθυμητότητες της κάθε εποχής.

Αυτό που λέμε δηλαδή διαστροφή, εκφράζοντας μια αποδοκιμασία και κατηγοριοποιούμε με «επιστημονικοφανή» ονόματα στα διαγνωστικά εγχειρίδια της ψυχιατρικής, δεν είναι παρά μια «ετικέτα» που βάζουμε σε μια σεξουαλική προτίμηση η οποία ξεφεύγει από τις συνηθισμένες συμπεριφορές που ανέχεται η κοινωνία και η επικρατούσα ηθική.

Όμως, φωνές σαν του Foucault δεν είναι οι πλέον κυρίαρχες στη συζήτηση για το θέμα των σεξουαλικών διαστροφών...
 
Foucault και Σεξουαλικότητα: Σημειώσεις για τις διαστροφές και την βικτωριανή ηθική

VIRGINIA SATIR: Όταν επικρατεί μέσα σου αβεβαιότητα για τις δικές σου αξίες, πώς μπορείς να διδάξεις κάτι σίγουρο στο παιδί σου;

Το άγγιγμα ενός ανθρώπινου χεριού, ο ήχος μιας ανθρώπινης φωνής και οι σπιτικές μυρωδιές είναι οι εμπειρίες με τις οποίες ένα μωρό αρχίζει να μαθαίνει τι είναι αυτός ο νέος κόσμος γύρω του. Ο τρόπος με τον οποίο ο γονιός αγγίζει το παιδί κι ο ήχος της φωνής του αποτελούν τη βάση γι’ αυτό που θα μάθει το παιδί. Το μωρό πρέπει να ξεδιαλύνει όλα τ’ αγγίγματα, τα πρόσωπα, τις φωνές και τις μυρωδιές των μεγάλων γύρω του και να βγάζει νόημα απ’ όλα αυτά. Μεγάλη σύγχυση κυριαρχεί στον κόσμο του νεογέννητου.

Στον πρώτο χρόνο της ζωής, ένα παιδί πρέπει να μάθει περισσότερα βασικά και διαφορετικά πράγματα απ’ ό,τι σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του. Ποτέ άλλοτε το παιδί δεν πρόκειται να βρεθεί αντιμέτωπο με τόση μάθηση και γνώση, σε τόσα επίπεδα και σε τόσο λίγο διάστημα.

Η επίδραση απ΄ όλη αυτή τη μάθηση είναι πολύ πιο βαθιά απ’ όσο φαντάζονται οι περισσότεροι γονείς. Αν οι γονείς το καταλάβαιναν, θα μπορούσαν να εκτιμήσουν καλύτερα, τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα σ’ ό,τι κάνουν και στην τρομακτική δουλειά που έχει να κάνει το παιδί τους. Δώσαμε όλη μας την προσοχή σε μεθόδους πειθαρχίας και πολλή λίγη στην κατανόηση, στην αγάπη, στο χιούμορ και στην ανάπτυξη της πανέμορφης εκδήλωσης της ζωής που υπάρχει μέσα σε κάθε παιδί.

Υπάρχουν ακόμα τρία θέματα που δυσκολεύουν την εκτέλεση του οικογενειακού προσχέδιου. Βρίσκονται στο παγόβουνο, κάτω από την επιφάνεια του νερού, κάτω από την αντιληπτή λειτουργία της οικογένειας. Το πρώτο είναι η άγνοια. Απλά δεν ξέρεις κάτι.

Κι ακόμη, ίσως να μην ξέρεις ότι δεν ξέρεις, έτσι ώστε να μη συνειδητοποιήσεις την ανάγκη να μάθεις. Τα παιδιά μπορούν να βοηθήσουν πολύ σ’ αυτό, αν ο γονιός τούς επιτρέπει τα σχόλια. Να επαγρυπνάς συνέχεια για να αντλείς πληροφορίες από τις νύξεις που κάνουν τα παιδιά.

Το δεύτερο είναι πως ο τρόπος επικοινωνίας σου μπορεί να μην είναι αποτελεσματικός. Οπότε στέλνεις μηνύματα που δεν ξέρεις ότι τα στέλνεις ή νομίζεις ότι στέλνεις μηνύματα, ενώ δεν στέλνεις τίποτε. Έτσι τα αγαθά που έχεις να προσφέρεις στα παιδιά σου δε φτάνουν στον αποδέκτη. Για να το αντιληφθείς αυτό, πρόσεχε τις τυχόν απρόσμενες αντιδράσεις των άλλων.

Πολλοί γονείς ακούνε με κατάπληξη τι νόημα βγάζουν τα παιδιά τους από φαινομενικά αθώες παρατηρήσεις τους. Για παράδειγμα, ξέρω ένα ζευγάρι λευκών που ήθελε να διδάξει στο παιδί του φυλετική ανοχή. Μια μέρα, μαζί με κάποια άλλα παιδιά κάλεσαν στο σπίτι τους κι ένα μικρό μαύρο. Αργότερα ο πατέρας ρώτησε το παιδί του: «Πώς σου φάνηκαν τα πολύ κατσαρά του μαλλιά;» Αλλά το είπε μ’ ένα ύφος που υπογράμμιζε τη διαφορά, σχηματίζοντας έτσι τον πρώτο διαχωριστικό κύκλο ανάμεσα στα δυο παιδιά. Όσοι γονείς ανησυχούν μήπως συμβαίνει κάτι παρόμοιο, ας ελέγχουν πότε πότε τι κατάλαβαν απ’ τα λόγια τους τα παιδιά τους.

Θυμάμαι μιαν άλλη ιστορία. Μια νεαρή μητέρα εξήγησε με αρκετές λεπτομέρειες τα αληθινά περιστατικά της ζωής στον εξάχρονο γιο της, τον Άλεξ. Αρκετές μέρες μετά παρατήρησε πως ο Άλεξ την κοίταζε περίεργα. Τον ρώτησε γιατί, κι εκείνος απάντησε. “Μαμά, δεν κουράζεσαι φοβερά, όταν στέκεσαι με το κεφάλι κάτω και τα πόδια πάνω;” Ολότελα σαστισμένη η μάνα του ζήτησε να της εξηγήσει τι εννοούσε. “Ε,να” είπε ο μικρός, “ξέρεις… όταν ο μπαμπάς βάζει το σπόρο του μέσα”. Η μητέρα του παρέλειψε να εξωραΐσει τη διαδικασία της συνουσίας κι έτσι ο Άλεξ έφτιαξε τη δική του εικόνα.

Το τρίτο κομμάτι στο παγόβουνο αναφέρεται στις αξίες σου. Δεν είναι καθόλου απλό, όταν επικρατεί μέσα σου αβεβαιότητα για τις δικές σου αξίες, να διδάξεις σχετικά κάτι σίγουρο στο παιδί σου. Τι θα πρέπει να το διδάξεις, αφού κι εσύ δεν ξέρεις τίποτα; Και αν νιώθεις ότι δεν μπορείς να είσαι ειλικρινής για το πρόβλημά σου, τότε η κατάσταση μπορεί πολύ εύκολα να καταλήξει σε διατυπώσεις όπως «κάνε ό,τι σου λέω, όχι ό,τι κάνω» ή «δεν έχει καθόλου σημασία» ή «γιατί με ρωτάς;» ή «κρίνε μόνος σου κι απόφασε». Οποιαδήποτε απ’ αυτές τις απαντήσεις θα μπορούσε ν’ αφήσει στο παιδί μια αίσθηση αδικίας ή ψευτιάς.

Ένα άλλο αθέλητο μήνυμα που έδωσε ένας γονιός φαίνεται στην παρακάτω ιστορία. Είχα επισκεφθεί μια νεαρή γυναίκα που είχε ένα τετράχρονο κοριτσάκι. Χτύπησε το τηλέφωνο. Η νεαρή φίλη μου είπε: «Όχι, δεν μπορώ να έρθω σήμερα. Δεν αισθάνομαι καλά».

Η τετράχρονη κόρη της τη ρώτησε, με φανερό ενδιαφέρον στο προσωπάκι της: «Μαμά, είσαι άρρωστη;»

Η φίλη μου απάντησε: «Όχι, είμαι πολύ καλά».

Το κοριτσάκι προσπάθησε να τα βγάλει πέρα με τη φανερή αντίφαση: «Αλλά, μαμά, είπες στην κυρία στο τηλέφωνο ότι δεν αισθάνεσαι καλά».

Η απάντηση της μητέρας της ήταν: «Μη στεναχωριέσαι γι’ αυτό».

Μετά απ’ αυτήν την απάντηση το κοριτσάκι πήγε έξω να παίξει με τα χώματα. Την ώρα του φαγητού, η μάνα της τη φώναξε να έρθει μέσα. Το κοριτσάκι απάντησε: «Δεν μπορώ να έρθω, είμαι άρρωστη».

Η αντίδραση της μάνας ήταν να πάει έξω, προφανώς θυμωμένη, «θα σε μάθω εγώ να μη με υπακούς».

Μπήκα στη μέση, πριν η μητέρα προλάβει να τιμωρήσει το παιδί της και την πήρα απόμερα για να κουβεντιάσουμε. Της θύμησα ένα ένα με τη σειρά τα περιστατικά όπως έγιναν, δείχνοντάς της ότι το παιδί απλώς την είχε μιμηθεί. Είδε κι αυτή την αλληλουχία, που δεν είχε καθόλου αντιληφθεί. Ανατρίχιασε στη σκέψη και μόνο πως παραλίγο να αδικήσει το παιδί της τιμωρώντας το χωρίς λόγο.

Υπέδειξα στη μητέρα πως ο πιο χρήσιμος τρόπος για να τα βγάλει πέρα με την αρχική ερώτηση θα ήταν να είχε πει: «Δεν είμαι άρρωστη. Είπα αυτό το πράγμα σ’ αυτήν τη γυναίκα γιατί δεν ήθελα να είμαι μαζί της και δεν ήθελα να την πληγώσω. Μου είναι πολύ δύσκολο να λέω “όχι” στους ανθρώπους. Έτσι είπα ψέματα. Χρειάζομαι να μάθω καλύτερους τρόπους για να αντιμετωπίζω αυτές τις καταστάσεις. Ίσως μπορούμε να μάθουμε μαζί».

Η μάνα δεν ήταν κανένα τέρας και το παιδί κανένα ανυπάκουο παλιόπαιδο. Κι όμως σ’ αυτό το σενάριο το παιδί θα μπορούσε να τιμωρηθεί, γιατί έμαθε και χρησιμοποίησε το μοντέλο της μάνας. Το παιδί θ’ αποκτούσε την αναγκαία εμπειρία για να αρχίσει να μην εμπιστεύεται τη μάνα του και καμιά απ’ τις δυο δε θα ήξερε γιατί.

Όπως είπα και πριν, οι βασικές πληροφορίες, που μπαίνουν μέσα στο οικογενειακό προσχέδιο, προέρχονται από τις εμπειρίες που είχαμε στη δική μας οικογένεια, μα και στις άλλες, με τις οποίες είμαστε σε στενή επαφή. Όλα τα άτομα που φωνάζουμε με κάποιο γονικό όνομα ή που είμαστε υποχρεωμένοι να τους φερόμαστε σαν να ήταν γονείς μας, μας προμηθεύουν την πείρα την οποία χρησιμοποιούμε έτσι ή αλλιώς, όταν γινόμαστε εμείς γονείς. Ένα μέρος απ’ αυτήν μπορεί να μας βοηθήσει, άλλα ίσως ν’ υποδειχθούν ανώφελα. Όλα όμως άσκησαν την επίδρασή τους.

Όσοι από μας είμαστε αρκετά ελεύθεροι, ώστε να ερχόμαστε σ’ επαφή με την Εσωτερική Σοφία μας, κατέχουμε μιαν άλλη θαυμάσια πηγή. Χρειάζεται κουράγιο για να εμπιστευτείς αυτή τη Σοφία. Σημαίνει ότι έχουμε απελευθερωθεί από κριτική, μομφή και συμβιβασμό. Είμαστε πρόθυμοι όχι μόνο να φερθούμε με ευθύτητα αλλά και να διακινδυνεύσουμε.

Βιρτζίνια Σατίρ. Πλάθοντας ανθρώπους

ΔΕΣ: Πως να απαντήσετε στη συνηθέστερη ερώτηση: “Τι κάνεις;”

JEAN-PAUL SARTRE: Επιμένω σε μια παιδική αυταπάτη: την αυταπάτη πως ένας άνθρωπος μπορεί να βελτιώσει τον εαυτό του

«Η ΚΟΛΑΣΗ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΑΛΛΟΙ»: Οι άλλοι άνθρωποι αποτελούν την κόλαση από την άποψη ότι από την στιγμή που γεννιέστε βρίσκεστε σε μια κατάσταση στην οποία είστε αναγκασμένος να υποταχτείτε. Γεννιέστε σαν γιος ενός πλουσίου, ή ενός Αλγερινού, ή ενός γιατρού, ή ενός Αμερικανού. Και το μέλλον σας είναι αυστηρά προσχεδιασμένο, ένα μέλλον που έφτιαξαν άλλοι για σας. Δεν το δημιούργησαν άμεσα, αλλά αποτελούν ένα μέρος μιας κοινωνικής τάξεως που κάνουν αυτό που είσθε. Όλα αυτά σωριάστηκαν πάνω σας από άλλους ανθρώπους. Κι η σωστή περιγραφή της υπάρξεως αυτής είναι κόλαση.

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΕΙΝΑΙ το έργον ανθρώπων που βλέπουν ξεκάθαρα και που παίρνουν υπόψη τους το σύνολο της ανθρωπότητας. Η λογοτεχνία θα πρέπει να παραδεχτεί ότι υπάρχει σ’ ένα κόσμο όπου παιδιά πεθαίνουν της πείνας. Η λογοτεχνία θα πρέπει να καταλάβει ότι είναι μέσα στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, σαν συγγραφέων και ανθρώπων, να κάνουμε κάτι για τους άλλους και οι άλλοι μπορούν να κάνουν κάτι για μας.

ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΝΟΜΙΖΟΥΝ ΠΩΣ ΜΙΑ ΩΡΑΙΑ ΠΡΩΙΑ μπορεί κανείς, τη στιγμή που θα φοράει τις κάλτσες του, ν’ αποφασίσει: «Χμ! σήμερα θ’ ανακαλύψω έναν κώδικα ηθικής». Μα ένας κώδικας ηθικής δεν είναι δυνατό να «εφευρεθεί». Σήμερα δεν υπάρχει ένα αληθινό ηθικό σύστημα, κι αυτό γιατί λείπουν οι συνθήκες που θα έκαναν έναν ηθικό κώδικα άξιο του ονόματός του. Οι άνθρωποι δεν μπορούν να δουν ο ένας τον άλλον. Πάρα πολλές μηχανές, όπως έλεγα, και κοινωνικά οικοδομήματα παρεμποδίζουν την ορατότητα. Είναι αδύνατο να μιλάμε σήμερα για ένα αληθινό ηθικό σύστημα: Μπορούμε να μιλάμε μόνο για ηθικούς κώδικες συγκεκριμένων τάξεων που αντανακλούν τις ειδικές τους συνήθειες και συμφέροντα. Λείπουν οι βασικοί όροι που θα ‘καναν τους ανθρώπους  ικανούς να έχουν μια νέα κοινωνική τάξη. Σε μια κοινωνία σαν τη δική μας είναι αναπόφευκτο το πλήθος των κοινωνικών οικοδομημάτων -για να μην αναφέρουμε τις προσωπικές υποχρεώσεις, την ατομική μοίρα- να δημιουργούν εμπόδια στην αμοιβαία κατανόηση. Κι έτσι βαδίζετε μαζί με την προσωπική σας μοίρα και συναντάτε ένα Νέγρο, ή έναν Άραβα, που ο καθένας του έχει τη δική του τύχη και οποιαδήποτε πραγματική σχέση μαζί τους γίνεται εξαιρετικά δύσκολη. Ή θα πρέπει να ανήκετε σε κάποια «κίνηση» στην οποία αποξενώνεστε ολοκληρωτικά, με οτιδήποτε βρίσκεται έξω απ’ αυτήν, για να συνδεθείτε, ας πούμε με τον αγώνα των Αλγερινών. Και σ’ αυτή όμως την περίπτωση -παρ’ όλες τις καλές προθέσεις- δεν θα πετύχετε την πλήρη αλληλεγγύη. Ο άνθρωπος με τον οποίο θα έρθετε σ’ επαφή δεν θα είναι γα σας ένας εντελώς άνθρωπος, θα είναι ένα «πράγμα». Το να μεταχειριστούμε όμως έναν άνθρωπο σαν άνθρωπο, σαν μια ανθρώπινη ύπαρξη, αυτό αποτελεί ζήτημα αρχής, μιας αρχής που δεν πρέπει ποτέ να εγκαταλείψουμε.

ΘΕΡΑΠΕΥΤΗΚΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ ΤΗΣ ΝΙΟΤΗΣ ΜΟΥ, από την αυταπάτη πως ένας αστός συγγραφέας είναι υποχρεωμένος να είναι απαισιόδοξος, ότι είναι καταδικασμένος στη μοναξιά από το γεγονός ότι σήκωσε κάποτε τα όπλα κατά της κοινωνίας. Στις «Λέξεις» περιγράφω πώς έφθασα στο σημείο να είμαι μέλος της κοινωνίας – μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε κίνηση. Κι επειδή έχω απαλλαγεί από τις αυταπάτες της νιότης πιστεύω πως έχω γίνει αισιόδοξος.

ΕΧΩ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΑΡΚΕΤΑ ΜΕΓΑΛΑ ΠΟΣΑ χρημάτων για ξόδεμα. Αλλά έχω και πολλές υποχρεώσεις. Και είναι γεγονός πως το αίσθημα της κατοχής μού είναι μισητό. Μου φαίνεται πως μας κατέχουν τα πράγματα που έχουμε στη διάθεσή μας. Είτε είναι αυτά χρήματα ή πράγματα τα οποία μπορούμε ν’ αγοράσουμε μ’ αυτά. Όταν κάτι μού αρέσει, θέλω πάντα να το δίνω σε κάποιον άλλον. Δεν πρόκειται για γενναιοδωρία. Είναι γιατί θέλω μόνο και μόνο να σκλαβωθούν άλλοι από τα αντικείμενα, κι όχι εγώ. Κι ευχαριστιέμαι από τη σκέψη πως κάποιος άλλος θα ευχαριστηθεί από το αντικείμενο που θα του δώσω.

ΠΡΟΕΙΔΟΠΟΙΩ ΤΟΝ ΕΑΥΤΟ ΜΟΥ ΟΤΙ ΕΧΩ ΓΡΑΨΕΙ μερικά βιβλία, αλλά το θεωρώ καθήκον μου να υπερασπιστώ τις ιδέες που εκφράζονται στα βιβλία αυτά, κι αν ακόμη τα πράγματα αλλάξουν, και τότε πια δεν είμαι ο εαυτός μου, θα γινόμουν το θύμα των βιβλίων μου. Δεν νομίζω πως θα έπρεπε κανένας να κάνει αυτό που έκανε ο Ζιντ, να ξεκόβει συστηματικά από το παρελθόν του. Θέλω όμως να είμαι πάντα προσιτός στην αλλαγή. Δεν νιώθω τον εαυτό μου δεσμευμένο από οτιδήποτε έχω γράψει. Από την άλλη όμως πλευρά και δεν αποκηρύττω ούτε μια λέξη απ’ αυτά.

ΠΑΝΤΑ ΤΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΤΟ ΤΩΡΑ είναι ένας όρος που τον θεωρώ προσωρινό και που επιθυμώ να τον αφήσω πίσω. Επιμένω σε μια παιδική αυταπάτη: την αυταπάτη πως ένας άνθρωπος μπορεί να βελτιώσει τον εαυτό του.

ΕΡΩΤΗΣΗ: ΓΙΑΤΙ ΔΕΝ ΔΕΧΘΗΚΑΤΕ ΤΟ ΒΡΑΒΕΙΟ ΝΟΜΠΕΛ; – Σαρτρ: Καλύτερα να μη μιλήσω γι’ αυτό. – Γιατί; -Σαρτρ: Γιατί δεν νομίζω πως μία ακαδημία ή ένα βραβείο μπορεί να έχει καμιά σχέση μαζί μου. Εκείνο που θεωρώ για μεγαλύτερη τιμή είναι να με διαβάζουν.

JEAN-PAUL SARTE, Ο ΥΠΑΡΞΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΑΝΘΡΩΠΙΣΜΟΣ

Διεθνής ομάδα αστρονόμων ανακάλυψε 12 γαλαξίες που απάρτιζαν το αρχαιότερο γνωστό γαλαξιακό σμήνος

Διεθνής ομάδα αστρονόμων ανακάλυψε μια ομάδα 12 γαλαξιών που υπήρχαν πριν περίπου 13 δισεκατομμύρια χρόνια και αποτελούν το πιο μακρινό γαλαξιακό πρωτοσμήνος που έχει βρεθεί μέχρι σήμερα.

Μόνο ένας από τους 12 γαλαξίες, ο γιγάντιος «Χιμίκο», είχε ανακαλυφθεί πριν δέκα χρόνια. Η νέα ανακάλυψη έγινε με τη χρήση των τηλεσκοπίων «Σουμπαρού», «Κεκ» και «Τζέμινι». Επειδή ο γαλαξίας «Χιμίκο» είχε πάρει το όνομά του από μια μυθολογική βασίλισσα της Ιαπωνίας, το πρωτοσμήνος -με την επιστημονική ονομασία z66ΟD- βαφτίστηκε «Αυλή της Βασίλισσας».

Η ανακάλυψη, με επικεφαλής τον Γιουίτσι Χαρικάνε του Εθνικού Αστρονομικού Παρατηρητηρίου της Ιαπωνίας, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό αστροφυσικής «The Astrophysical Journal», επιβεβαιώνει ότι μεγάλες δομές όπως τα γαλαξιακά πρωτοσμήνη υπήρχαν ήδη όταν το σύμπαν είχε ηλικία μόλις 800 εκατομμυρίων ετών, δηλαδή το 6% της σημερινής ηλικίας του.

Στο σημερινό σύμπαν τα γαλαξιακά σμήνη μπορεί να περιέχουν εκατοντάδες γαλαξίες, όμως το πώς σχηματίζονται συνεχίζει να αποτελεί ερώτημα για τους αστρονόμους. Ένα αρχαίο πρωτοσμήνος από μερικούς γαλαξίες μπορεί να αποτέλεσε τον πυρήνα για τη δημιουργία αργότερα ενός πολύ μεγαλύτερου σμήνους γαλαξιών.

Μια εικόνα δείχνει τις συνέπειες της σύγκρουσης δύο γαλαξιών

Προκαλεί δέος η φωτογραφία της κολοσσιαίας, εξαιρετικά βίαιης σύγκρουσης μεταξύ δύο γαλαξιών, εικόνα – προάγγελος του τι θα συμβεί σε 4,5 δισεκατομμύρια και στον δικό μας γαλαξία, όταν τον «καταπιεί» ο γαλαξίας της Ανδρομέδας.  Μόλις φέτος οι αστρονόμοι επιβεβαίωσαν πως η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη, ενώ είναι σίγουροι πως η Ανδρομέδα έχει συγκρουστεί παλαιότερα και με άλλους γαλαξίες, εξ ού το θεόρατο μέγεθός της.
 
Ο απεικονιζόμενος γαλαξίας, NGC 7714 του Hubble από το 2015 που απέχει 100 εκατομμύρια έτη φωτός , έχει τεντωθεί και παραμορφωθεί από μια πρόσφατη σύγκρουση πριν 200 εκατομμύρια χρόνια, με έναν γειτονικό γαλαξία, τον NGC 7715 , που βρίσκεται στα αριστερά. Οι παρατηρήσεις υποδεικνύουν ότι ο χρυσός δακτύλιος που απεικονίζεται αποτελείται από εκατομμύρια παλαιότερα φωτεινά αστέρια. Αντίθετα, το φωτεινό κέντρο του NGC 7714 φαίνεται να υφίσταται μια έκρηξη σχηματισμών νέων αστεριών.
 

Χρησιμοποιώντας δεδομένα από το διαστημικό τηλεσκόπιο Hubble, οι επιστήμονες έχουν αναπτύξει αυτή την προσομοίωση της μελλοντικής σύγκρουσης του Γαλαξία μας και του γαλαξία της Ανδρομέδας. Εκτιμάται ότι αυτό θα συμβεί σε 4 δισεκατομμύρια χρόνια.
 
Η φωτογραφία ενισχύθηκε ψηφιακά από τον 69χρονο Rudy Pohl από την Οτάβα του Καναδά.
 
Ο Rudy, ο οποίος για την ιστορία είναι συνταξιούχος πάστορας, κέρδισε το βραβείο NASA Astronomy Picture of the Day (APOD) στις 8 Οκτωβρίου, για δεύτερη φορά το τελευταίο εξάμηνο.
 
Με τα χρώματα που πρόσθεσε ο 69χρονος, φαίνονται, πλέον, ξεκάθαρα οι βραχίονες του σπειροειδούς γαλαξία, που εκτείνονται για δισεκατομμύρια μίλια, να κάμπτονται εξαιτίας του σφοδρού αγώνα ουράνιας πάλης, και λόγω των μαζικών βαρυτικών δυνάμεων που παράγει ο γειτονικός γαλαξίας.
 
Ο NGC 7714, εξάλλου, είναι ένας σπειροειδής γαλαξίας, που βρίσκεται 100 εκατομμύρια έτη φωτός μακριά, από τη Γη και αυτό τον καθιστά σχετικά κοντινό γείτονά μας, σε κοσμικό επίπεδο πάντα.
 
«Είναι μία από τις πιο όμορφες εικόνες που έχω επεξεργαστεί. Προσπάθησα να δείξω τις απίστευτες βαρυτικές δυνάμεις των πραγμάτων στο διάστημα, που κινούνται με εκατοντάδες χιλιάδες μίλια την ώρα, αλλά όταν τα κοιτάς στο πέρασμα των χρόνων, νομίζεις ότι ίσα που κινούνται. Αυτή είναι η απεραντοσύνη του διαστήματος», τόνισε ο Rudy Pohl.
 
Οι δύο γαλαξίες… μπλέχτηκαν πριν από 200 εκατομμύρια χρόνια και άρχισαν να μορφοποιούν ο ένας το σχήμα του άλλου, με αποτέλεσμα να προκύψουν ένας δακτύλιος και δύο μακριές ουρές, δημιουργώντας μια γέφυρα μεταξύ των δύο γαλαξιών. Αυτή η γέφυρα λειτουργεί, ουσιαστικά, ως αγωγός, όπου υλικό από τον μικρότερο γαλαξία διαχέεται προς τον μεγαλύτερο σύντροφό του (πια).
Αυτό το υλικό τροφοδοτεί εκρήξεις σχηματισμού αστεριών, συγκεντρωμένων στο φωτεινό γαλαξιακό κέντρο.
 
Ο Rudy ήταν κάποτε φωτογράφος της άγριας φύσης, αλλά άρχισε να ενδιαφέρεται για την αστροφωτογραφία πριν από τέσσερα χρόνια, όταν αρρώστησε και αναγκάστηκε να πουλήσει τις κάμερές του.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1143b-1144b)

[XII] Διαπορήσειε δ᾽ ἄν τις περὶ αὐτῶν τί χρήσιμοί εἰσιν. ἡ μὲν γὰρ σοφία οὐδὲν θεωρήσει ἐξ ὧν ἔσται εὐδαίμων ἄνθρωπος (οὐδεμιᾶς γάρ ἐστι γενέσεως), ἡ δὲ φρόνησις τοῦτο μὲν ἔχει, ἀλλὰ τίνος ἕνεκα δεῖ αὐτῆς; εἴπερ ἡ μὲν φρόνησίς ἐστιν ἡ περὶ τὰ δίκαια καὶ καλὰ καὶ ἀγαθὰ ἀνθρώπῳ, ταῦτα δ᾽ ἐστὶν ἃ τοῦ ἀγαθοῦ ἐστὶν ἀνδρὸς πράττειν, οὐδὲν δὲ πρακτικώτεροι τῷ εἰδέναι αὐτά ἐσμεν, εἴπερ ἕξεις αἱ ἀρεταί εἰσιν, ὥσπερ οὐδὲ τὰ ὑγιεινὰ οὐδὲ τὰ εὐεκτικά, ὅσα μὴ τῷ ποιεῖν ἀλλὰ τῷ ἀπὸ τῆς ἕξεως εἶναι λέγεται· οὐθὲν γὰρ πρακτικώτεροι τῷ ἔχειν τὴν ἰατρικὴν καὶ γυμναστικήν ἐσμεν. εἰ δὲ μὴ τούτων χάριν φρόνιμον ῥητέον ἀλλὰ τοῦ γίνεσθαι, τοῖς οὖσι σπουδαίοις οὐθὲν ἂν εἴη χρήσιμος· ἔτι δ᾽ οὐδὲ τοῖς μὴ ἔχουσιν· οὐδὲν γὰρ διοίσει αὐτοὺς ἔχειν ἢ ἄλλοις ἔχουσι πείθεσθαι, ἱκανῶς τ᾽ ἔχοι ἂν ἡμῖν ὥσπερ καὶ περὶ τὴν ὑγίειαν· βουλόμενοι γὰρ ὑγιαίνειν ὅμως οὐ μανθάνομεν ἰατρικήν. πρὸς δὲ τούτοις ἄτοπον ἂν εἶναι δόξειεν, εἰ χείρων τῆς σοφίας οὖσα κυριωτέρα αὐτῆς ἔσται· ἡ γὰρ ποιοῦσα ἄρχει καὶ ἐπιτάττει περὶ ἕκαστον. περὶ δὴ τούτων λεκτέον· νῦν μὲν γὰρ ἠπόρηται περὶ αὐτῶν μόνον.

[1144a] Πρῶτον μὲν οὖν λέγωμεν ὅτι καθ᾽ αὑτὰς ἀναγκαῖον αἱρετὰς αὐτὰς εἶναι, ἀρετάς γ᾽ οὔσας ἑκατέραν ἑκατέρου τοῦ μορίου, καὶ εἰ μὴ ποιοῦσι μηδὲν μηδετέρα αὐτῶν. ἔπειτα καὶ ποιοῦσι μέν, οὐχ ὡς ἡ ἰατρικὴ δὲ ὑγίειαν, ἀλλ᾽ ὡς ἡ ὑγίεια, οὕτως ἡ σοφία εὐδαιμονίαν· μέρος γὰρ οὖσα τῆς ὅλης ἀρετῆς τῷ ἔχεσθαι ποιεῖ καὶ τῷ ἐνεργεῖν εὐδαίμονα. ἔτι τὸ ἔργον ἀποτελεῖται κατὰ τὴν φρόνησιν καὶ τὴν ἠθικὴν ἀρετήν· ἡ μὲν γὰρ ἀρετὴ τὸν σκοπὸν ποιεῖ ὀρθόν, ἡ δὲ φρόνησις τὰ πρὸς τοῦτον. τοῦ δὲ τετάρτου μορίου τῆς ψυχῆς οὐκ ἔστιν ἀρετὴ τοιαύτη, τοῦ θρεπτικοῦ· οὐδὲν γὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ πράττειν ἢ μὴ πράττειν. περὶ δὲ τοῦ μηθὲν εἶναι πρακτικωτέρους διὰ τὴν φρόνησιν τῶν καλῶν καὶ δικαίων, μικρὸν ἄνωθεν ἀρκτέον, λαβόντας ἀρχὴν ταύτην. ὥσπερ γὰρ καὶ τὰ δίκαια λέγομεν πράττοντάς τινας οὔπω δικαίους εἶναι, οἷον τοὺς τὰ ὑπὸ τῶν νόμων τεταγμένα ποιοῦντας ἢ ἄκοντας ἢ δι᾽ ἄγνοιαν ἢ δι᾽ ἕτερόν τι καὶ μὴ δι᾽ αὐτά (καίτοι πράττουσί γε ἃ δεῖ καὶ ὅσα χρὴ τὸν σπουδαῖον), οὕτως, ὡς ἔοικεν, ἔστι τὸ πῶς ἔχοντα πράττειν ἕκαστα ὥστ᾽ εἶναι ἀγαθόν, λέγω δ᾽ οἷον διὰ προαίρεσιν καὶ αὐτῶν ἕνεκα τῶν πραττομένων. τὴν μὲν οὖν προαίρεσιν ὀρθὴν ποιεῖ ἡ ἀρετή, τὸ δ᾽ ὅσα ἐκείνης ἕνεκα πέφυκε πράττεσθαι οὐκ ἔστι τῆς ἀρετῆς ἀλλ᾽ ἑτέρας δυνάμεως. λεκτέον δ᾽ ἐπιστήσασι σαφέστερον περὶ αὐτῶν. ἔστι δὴ δύναμις ἣν καλοῦσι δεινότητα· αὕτη δ᾽ ἐστὶ τοιαύτη ὥστε τὰ πρὸς τὸν ὑποτεθέντα σκοπὸν συντείνοντα δύνασθαι ταῦτα πράττειν καὶ τυγχάνειν αὐτοῦ. ἂν μὲν οὖν ὁ σκοπὸς ᾖ καλός, ἐπαινετή ἐστιν, ἐὰν δὲ φαῦλος, πανουργία· διὸ καὶ τοὺς φρονίμους δεινοὺς καὶ πανούργους φαμὲν εἶναι. ἔστι δ᾽ ἡ φρόνησις οὐχ ἡ δύναμις, ἀλλ᾽ οὐκ ἄνευ τῆς δυνάμεως ταύτης. ἡ δ᾽ ἕξις τῷ ὄμματι τούτῳ γίνεται τῆς ψυχῆς οὐκ ἄνευ ἀρετῆς, ὡς εἴρηταί τε καὶ ἔστι δῆλον· οἱ γὰρ συλλογισμοὶ τῶν πρακτῶν ἀρχὴν ἔχοντές εἰσιν, ἐπειδὴ τοιόνδε τὸ τέλος καὶ τὸ ἄριστον, ὁτιδήποτε ὄν (ἔστω γὰρ λόγου χάριν τὸ τυχόν)· τοῦτο δ᾽ εἰ μὴ τῷ ἀγαθῷ, οὐ φαίνεται· διαστρέφει γὰρ ἡ μοχθηρία καὶ διαψεύδεσθαι ποιεῖ περὶ τὰς πρακτικὰς ἀρχάς. ὥστε φανερὸν ὅτι ἀδύνατον φρόνιμον εἶναι μὴ ὄντα

[1144b] ἀγαθόν.

***
[12] Θα μπορούσε όμως κανείς να αναρωτηθεί: Σε τί χρησιμεύουν οι διανοητικές αυτές αρετές; Και αυτό γιατί: Η φιλοσοφική σοφία δεν πρόκειται να σκεφτεί και να εξετάσει τίποτε από αυτά που μπορούν να κάνουν ευδαίμονα έναν άνθρωπο (για τον λόγο ότι δεν έχει για αντικείμενό της οποιαδήποτε μορφή γένεσης)· η φρόνηση, από την άλλη, την έχει αυτήν την ιδιότητα, για ποιόν όμως σκοπό τη χρειαζόμαστε; Η φρόνηση είναι, ασφαλώς, η διανοητική αρετή που ασχολείται με τα δίκαια, τα ωραία και τα καλά για τον άνθρωπο πράγματα, αυτά όμως ακριβώς είναι τα πράγματα που είναι στη φύση του ανθρώπου να τα πράττει, και με το να τα γνωρίζουμε δεν είμαστε καθόλου πιο ικανοί να τα πράττουμε, αν είναι αλήθεια ότι οι αρετές είναι έξεις — ακριβώς όπως η απλή γνώση των σχετικών με την υγεία και την καλή μας φυσική κατάσταση δεν θα μας κάνει πιο ικανούς να πράττουμε τα σχετικά με την υγεία και την καλή μας φυσική κατάσταση (όχι με το νόημα ότι παράγουν υγεία ή σωματική δύναμη, αλλά με το νόημα ότι είναι το αποτέλεσμα της σχετικής έξης)· γιατί δεν είμαστε πιο ικανοί να πράττουμε όλα τα σχετικά με την υγεία ή την καλή μας φυσική κατάσταση, αν έχουμε απλώς γνώση της ιατρικής ή της γυμναστικής.

Αν όμως πρέπει να πούμε ότι ένας άνθρωπος πρέπει να έχει φρόνηση όχι γι᾽ αυτά, αλλά για να γίνει ενάρετος άνθρωπος, η φρόνηση δεν θα ήταν καθόλου χρήσιμη σ᾽ αυτούς που είναι ήδη ενάρετοι άνθρωποι — πολύ περισσότερο σ᾽ αυτούς που δεν έχουν αρετή· γιατί δεν έχει καμιά σημασία αν έχουν οι ίδιοι φρόνηση ή αν ακολουθούν τις υποδείξεις άλλων που την έχουν. Για μας θα είναι αρκετό να κάνουμε αυτό που κάνουμε στην περίπτωση της υγείας: θέλουμε να είμαστε υγιείς, δεν μαθαίνουμε όμως γι᾽ αυτό την ιατρική τέχνη.


Θα φαινόταν, εξάλλου, παράδοξο αν η φρόνηση, παρόλο ότι είναι κατώτερη από τη φιλοσοφική σοφία, θα έχει μεγαλύτερο κύρος και αποφασιστικότερο βάρος από αυτήν. Γιατί καθετί που παράγει κάτι, ασκεί εξουσία πάνω του και του δίνει εντολές.


Πρέπει λοιπόν τώρα να μιλήσουμε για όλα αυτά. Γιατί μέχρι στιγμής απλώς διατυπώσαμε τις σχετικές απορίες.


[1144a] Το πρώτο λοιπόν που πρέπει να πούμε είναι ότι η φρόνηση και η φιλοσοφική σοφία, για τον λόγο ότι είναι και οι δυο τους αρετές, η μία του ενός και η άλλη του άλλου μορίου του λογικού μέρους της ψυχής, πρέπει κατανάγκην να είναι επιθυμητές καθεαυτές — και όταν ακόμη καμιά από τις δύο δεν παράγει κάποιο συγκεκριμένο αποτέλεσμα.


Έπειτα, παράγουν, στην πραγματικότητα, και οι δυο τους κάτι, όχι όπως η ιατρική την υγεία, αλλά: όπως η υγεία είναι η δημιουργός της υγιεινής μας κατάστασης, έτσι η φιλοσοφική σοφία είναι η δημιουργός της ευδαιμονίας. Γιατί, όντας ένα μέρος της όλης αρετής, κάνει, με την κατοχή της και την άσκησή της, τον άνθρωπο ευδαίμονα.


Έπειτα, το έργο του ανθρώπου φτάνει στην πιο τέλεια πραγμάτωσή του μόνο σε συμφωνία προς τη φρόνηση και την ηθική αρετή: η αρετή εξασφαλίζει την ορθότητα της σκοποθεσίας, ενώ η φρόνηση υποδεικνύει τα μέσα που οδηγούν στην πραγμάτωση του σκοπού. Όσο για το τέταρτο μέρος της ψυχής, δηλαδή το θρεπτικό, αυτό δεν έχει τέτοιου είδους αρετή, γιατί δεν ανήκει καθόλου σ᾽ αυτό το να γίνει ή να μη γίνει μια πράξη.


Όσο για την αντίρρηση ότι με τη φρόνηση δεν γινόμαστε καθόλου πιο ικανοί στο να πράττουμε τα ωραία και δίκαια πράγματα, ας αρχίσουμε από λίγο πιο πάνω, ξεκινώντας από το ακόλουθο σημείο: Όπως δηλαδή λέμε ότι κάποιοι άνθρωποι πράττουν πράξεις δικαιοσύνης χωρίς ακόμη αυτό να σημαίνει ότι είναι δίκαιοι άνθρωποι (παράδειγμα όλοι αυτοί που κάνουν όσα ορίζουν οι νόμοι ή χωρίς τη θέλησή τους ή από άγνοια ή για κάποιον άλλο άσχετο λόγο και, πάντως, όχι γι᾽ αυτές τις ίδιες τις πράξεις) και όμως κάνουν αυτά που πρέπει και όλα όσα πρέπει να κάνει ο ενάρετος άνθρωπος, έτσι, φαίνεται, ότι για να είναι κανείς αγαθός άνθρωπος πρέπει να βρίσκεται σε μια ορισμένη κατάσταση όταν κάνει την κάθε του πράξη· αυτό θα πει ότι πρέπει κανείς να κάνει τις πράξεις του ως αποτέλεσμα επιλογής και προτίμησης, και, πάντως, για τις ίδιες τις πράξεις. Την επιλογή, τώρα, και προτίμηση την κάνει σωστή η αρετή, όσα όμως είναι φυσικό να πρέπει να γίνουν για την πραγματοποίηση της, αυτό δεν ανήκει στην αρετή, αλλά σε κάποια άλλη δύναμη/ιδιότητα. Πρέπει όμως να δώσουμε στα πράγματα αυτά όλη μας την προσοχή και να μιλήσουμε γι᾽ αυτά με μεγαλύτερη σαφήνεια.


Υπάρχει λοιπόν μια ιδιότητα/ικανότητα, που τη λένε δεινότητα. Το χαρακτηριστικό της γνώρισμα είναι ότι όλα όσα συμβάλλουν στην επίτευξη του σκοπού που θέσαμε στον εαυτό μας αυτή μπορεί να τα κάνει και να τα πετύχει. Αν λοιπόν ο σκοπός είναι ωραίος, η ιδιότητα αυτή είναι αξιέπαινη, ενώ αν είναι ευτελής, τότε αυτή είναι πανουργία· αυτός είναι ο λόγος που λέμε για τους φρόνιμους ανθρώπους ότι είναι δεινοί και πανούργοι. Η φρόνηση δεν ταυτίζεται με την ιδιότητα αυτή, ούτε όμως και υπάρχει χωρίς αυτήν. Από την άλλη το «μάτι της ψυχής» δεν μπορεί να φτάσει σ᾽ αυτήν την έξη δίχως την αρετή, όπως το έχουμε πει και όπως είναι φανερό. Γιατί οι συλλογισμοί που έχουν να κάνουν με τις πράξεις ξεκινούν πάντοτε με μια φράση του τύπου «Επειδή το τέλος και το άριστο είναι έτσι και έτσι» (ό,τι είναι· για χάρη, ωστόσο, του συλλογιστικού σχήματος ας είναι το πρώτο τυχόν που έρχεται στον νου μας)· πώς, πάντως, πρέπει να συμπληρωθεί η μείζων αυτή προκείμενη πρόταση, είναι κάτι που το βλέπει καθαρά μόνο ο αγαθός άνθρωπος· γιατί η κακία μάς διαστρέφει και μας κάνει να ξεγελιόμαστε ως προς τις αρχές της πράξης. Είναι, επομένως, φανερό ότι είναι αδύνατο να είναι κανείς φρόνιμος άνθρωπος χωρίς να είναι


[1144b] αγαθός.