Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Πλοῦτος (926-958)

ΔΙ. κατάθου ταχέως θοἰμάτιον. ΚΑ. οὗτος, σοὶ λέγει.
ΔΙ. ἔπειθ᾽ ὑπόλυσαι. ΚΑ. πάντα ταῦτα σοὶ λέγει.
ΣΥ. καὶ μὴν προσελθέτω πρὸς ἔμ᾽ ὑμῶν ἐνθαδὶ
ὁ βουλόμενος. ΚΑ. οὐκοῦν ἐκεῖνός εἰμ᾽ ἐγώ.
930 ΣΥ. οἴμοι τάλας, ἀποδύομαι μεθ᾽ ἡμέραν.
ΚΑ. σὺ γὰρ ἀξιοῖς τἀλλότρια πράττων ἐσθίειν;
ΣΥ. ὁρᾷς ἃ ποιεῖ; ταῦτ᾽ ἐγὼ μαρτύρομαι.
ΔΙ. ἀλλ᾽ οἴχεται φεύγων ὃν ἦγες μάρτυρα.
ΣΥ. οἴμοι, περιείλημμαι μόνος. ΚΑ. νυνὶ βοᾷς;
935 ΣΥ. οἴμοι μάλ᾽ αὖθις. ΚΑ. δὸς σύ μοι τὸ τριβώνιον,
ἵν᾽ ἀμφιέσω τὸν συκοφάντην τουτονί.
ΔΙ. μὴ δῆθ᾽· ἱερὸν γάρ ἐστι τοῦ Πλούτου πάλαι.
ΚΑ. ἔπειτα ποῦ κάλλιον ἀνατεθήσεται
ἢ περὶ πονηρὸν ἄνδρα καὶ τοιχωρύχον;
940 Πλοῦτον δὲ κοσμεῖν ἱματίοις σεμνοῖς πρέπει.
ΔΙ. τοῖς δ᾽ ἐμβαδίοις τί χρήσεταί τις; εἰπέ μοι.
ΚΑ. καὶ ταῦτα πρὸς τὸ μέτωπον αὐτίκα δὴ μάλα
ὥσπερ κοτίνῳ προσπατταλεύσω τουτῳί.
ΣΥ. ἄπειμι· γιγνώσκω γὰρ ἥττων ὢν πολὺ
945 ὑμῶν· ἐὰν δὲ σύζυγον λάβω τινὰ
κἂν σύκινον, τοῦτον τὸν ἰσχυρὸν θεὸν
ἐγὼ ποήσω τήμερον δοῦναι δίκην,
ὁτιὴ καταλύει περιφανῶς εἷς ὢν μόνος
τὴν δημοκρατίαν, οὔτε τὴν βουλὴν πιθὼν
950 τὴν τῶν πολιτῶν οὔτε τὴν ἐκκλησίαν.
ΔΙ. καὶ μὴν ἐπειδὴ τὴν πανοπλίαν τὴν ἐμὴν
ἔχων βαδίζεις, εἰς τὸ βαλανεῖον τρέχε·
ἔπειτ᾽ ἐκεῖ κορυφαῖος ἑστηκὼς θέρου.
κἀγὼ γὰρ εἶχον τὴν στάσιν ταύτην ποτέ.
955 ΚΑ. ἀλλ᾽ ὁ βαλανεὺς ἕλξει θύραζ᾽ αὐτὸν λαβὼν
τῶν ὀρχιπέδων· ἰδὼν γὰρ αὐτὸν γνώσεται
ὅτι ἔστ᾽ ἐκείνου τοῦ πονηροῦ κόμματος.
νὼ δ᾽ εἰσίωμεν, ἵνα προσεύξῃ τὸν θεόν.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΚΕΡΚΩΠΕΣ

ΚΕΡΚΩΠΕΣ
(πέτρες, πίθηκοι)
 
Οι Κέρκωπες ήταν τα αδέλφια Ευρύβατος ή Ευρυβάτης ή Ώλος και Φρυνώνδας ή Σίλλος και Τριβαλός ή Πάσσαλος και Άκμων (παλούκι και αμόνι) ή Κάνδαυλος και Άτλαντας. Ήταν γιοι του Ωκεανού και της κόρης του Ουρανού Θείας, ή της ηρωίδας Μεμνονίδας ή της Λίμνης ή της Κερκώπης. Κατάγονταν από την Οιχαλία (σύμφωνα με το ποίημα Κέρκωπες που αποδίδεται στον Όμηρο) αλλά ζούσαν συνήθως στη Βοιωτία -οι Θερμοπύλες ονομάζονταν ἕδραι Κερκώπων (Ηρόδ. 7.216)- ή στην Έφεσο. Ήταν μεγαλόσωμοι και δυνατοί, εξαπατούσαν, έκλεβαν, λήστευαν τους ταξιδιώτες, τους σκότωναν. Και αυτούς τους εξουδετέρωσε ο Ηρακλής. Αυτό έγινε με τον εξής κωμικό τρόπο: Την περίοδο που ο Ηρακλής ήταν στην υπηρεσία της βασίλισσας της Λυδίας Ομφάλης, έτυχε να περνά από τα μέρη τους. Κουρασμένος, ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο στην άκρη του δρόμου, όπου και τον βρήκαν τα δυο αδέλφια να κοιμάται. Θέλοντας να τον γυμνώσουν από τα περίφημα όπλα του, που ο ήρωας είχε ακουμπήσει στο πλάι του, έσκυψαν από πάνω του. Όμως ο Ηρακλής ξύπνησε, τους έπιασε και τους έδεσε από τα πόδια· στη συνέχεια τους κρέμασε με το κεφάλι προς κάτω σ' ένα μακρύ ξύλο που το φορτώθηκε στους ώμους του -όπως ακριβώς συνηθιζόταν με τα ζώα που οι άνθρωποι μετέφεραν στην αγορά, για να τα πουλήσουν. Βλέποντας αυτοί τα τριχωτά οπίσθια του Ηρακλή κατάλαβαν την προειδοποίηση της μητέρας τους Θείας να φυλάγονται από τον Μελάμπυγο, από αυτόν δηλαδή που έχει μαύρα οπίσθια. Τα έξυπνα και νόστιμα αστεία των δύο μεγαλόσωμων αδελφών έκαναν τον ήρωα να γελάσει τόσο πολύ που αποφάσισε να δεχτεί το αίτημά τους και να τους αφήσει ελεύθερους. Κατά άλλους, ο Ηρακλής σκότωσε τους Κερκωπίδες, που ήταν περισσότεροι από δύο· άλλους τους συνέλαβε και τους οδήγησε αλυσοδεμένους στην Ομφάλη. Όπως και να έχει, οι δύο Κερκωπίδες ή οι άλλοι που επέζησαν συνέχισαν να εξαπατούν τους ανθρώπους. Οργισμένος ο Δίας από τη διαγωγή τους, τους μεταμόρφωσε σε πέτρες και τους τοποθέτησε σαν νησάκια στον κόλπο της Νάπολης· ή σε πιθήκους -εξάλλου, το όνομά τους σημαίνει μικρή ουρά- και τους μετάφερε στα δύο νησιά, όσα και τα αδέλφια, που κλείνουν τον κόλπο της Νάπολης. Από αυτούς ονομάστηκαν Πιθηκοῦσαι, δηλαδή νησιά των πιθήκων.
 
Τα «κατορθώματα» των Κερκώπων και το επεισόδιο με τον Ηρακλή αποτελούν το θέμα κωμωδιών διαφόρων ποιητών, του Εύβουλου, του Έρμιππου, του Πλάτωνα. Το όνομά τους έγινε συνώνυμο του απατεώνα (κερκωπίζειν), ενώ στην Αθήνα Κέρκωπες ή Κερκώπων ἀγορά αποκαλούνταν η αγορά των πανούργων (Διογ. Λ., 9.114· Ευστάθ. 1430.25)

Ο Αριστοτέλης, τα πάθη, οι δυνάμεις και οι έξεις

Από τη στιγμή που ξεκαθαρίστηκε ότι η αρετή δεν είναι από τη φύση, αλλά έχει να κάνει με την ισορροπία της ψυχής, που καθορίζεται από τη μεσότητα στα συναισθήματα και τις πράξεις, αυτό που μένει προς διερεύνηση είναι τα στοιχεία εκείνα που επενεργούν καθορίζοντας τη λειτουργία της ψυχής: «Εφόσον έχουμε την πρόθεση να βρούμε τη φύση της αρετής, επιβάλλεται να μάθουμε ποια είναι τα συμβαίνοντα στην ψυχή. Και τα συμβαίνοντα στην ψυχή είναι τριών ειδών: πάθη, δυνάμεις, έξεις» (1186a 7.1).
 
Για τον Αριστοτέλη η κατάδειξη των τριών αυτών εννοιών θα οδηγήσει στην τελική αποσαφήνιση της αρετής: «ώστε φαίνεται πως κάτι από τούτα θα είναι η αρετή» (1186a 7.2). Κι αυτός είναι ο λόγος που ξεκινά αμέσως να τις ορίζει: «Πάθη, λοιπόν, είναι η οργή, ο φόβος, το μίσος, ο πόθος, ο ζήλος, η συμπόνια και τα παρόμοιά τους, αυτά που συνήθως συνοδεύονται από δυσαρέσκεια και ευχαρίστηση» (1186a 7.2).
 
Με δεδομένο ότι ως πάθη ορίζονται τα συναισθήματα, η ευχαρίστηση και η δυσαρέσκεια αποτελούν τα αδιάσπαστα συνακόλουθα, που εν πολλοίς καθορίζουν τις πράξεις. Ο άνθρωπος αποδεικνύεται δέσμιος των συναισθημάτων του (δηλαδή των παθών του), κι αυτά (σε τελική ανάλυση) έχουν να κάνουν όχι μόνο με τον τρόπο που ευχαριστιέται ή δυσαρεστείται κανείς, αλλά και με την ένταση που εισπράττεται αυτή η ευχαρίστηση (ή η δυσαρέσκεια). Η οξύτητα των συναισθημάτων θα επιφέρει και τις αντίστοιχες πράξεις κι αυτός είναι ο δρόμος των άκρων που απομακρύνει από την αρετή.
 
Οι δυνάμεις ορίζονται ως εξής: «Με αυτές έχουμε τη δυνατότητα να υφιστάμεθα τα πάθη, δηλαδή οι δυνάμεις μάς καθιστούν ικανούς να εκδηλώσουμε οργή ή στενοχώρια ή συμπόνια ή τα παρόμοιά τους» (1186a 7.2). Οι δυνάμεις είναι οι δυνατότητες του ανθρώπου να εισπράξει αλλά και να εκδηλώσει τα συναισθήματά του. Ασφαλώς προέρχονται από τη φύση ως ένστικτα συνυφασμένα με το συναίσθημα, δηλαδή ως δυνατότητα πρόσβασης στη χαρά και τη λύπη. Κάθε άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να χαρεί ή να λυπηθεί.

Το ζήτημα είναι η ποιότητα των ερεθισμάτων που θα γεννήσουν τα συναισθήματα σε συνδυασμό με την ένταση που θα βιωθούν. Αν κάποιος χαίρεται με επαίσχυντες πράξεις, είναι φανερό ότι θα τις επιδιώξει. Κι όσο πιο έντονη είναι η ευχαρίστηση τόσο ισχυρότερο και το κίνητρο της επιδίωξης. Το ηθικό περιεχόμενο των ανθρώπινων ενεργειών είναι η διαχείριση των δυνάμεων, που πρέπει να στραφούν προς την κατεύθυνση της αρετής.
 
Από κει και πέρα αναλαμβάνουν δράση οι έξεις: «Με αυτές είμαστε τοποθετημένοι ως προς τα πάθη καλώς ή κακώς από ηθική άποψη· παράδειγμα: ως προς την οργή και την εκδήλωσή της· αν είμαστε οργίλοι σε υπερβολικό βαθμό, είμαστε κακώς τοποθετημένοι ως προς την οργή· αν, πάλι, δεν οργιζόμαστε καθόλου με αυτά που πρέπει να οργιζόμαστε, επίσης και σ’ αυτή την περίπτωση είμαστε κακώς τοποθετημένοι ως προς την οργή. Συμπερασματικά, η μέση τοποθέτηση είναι η εξής: ούτε υπερβολικά να υφιστάμεθα το πάθος της οργής ούτε και να το μηδενίζουμε. Σε μια τέτοια, βέβαια, κατάσταση, είμαστε καλώς τοποθετημένοι [ως προς την οργή]. Το ίδιο και ως προς τα υπόλοιπα πάθη, με τα οποία συμβαίνουν τα ίδια» (1186a 7.3 και 7.4).

Κι αυτή ακριβώς είναι η ουσία των έξεων, ως συνηθειών που ταυτίζονται με το χαρακτήρα του ανθρώπου. Γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία το πώς θα μάθει κανείς να αντιδρά στα ερεθίσματα του περιβάλλοντος. Αν μάθει να αντιδρά υπερβολικά θα διαμορφωθεί κι ανάλογα μετατρέποντας την υπερβολή σε καθημερινότητα.
 
Ένας τέτοιος άνθρωπος είναι αδύνατο να οριοθετείται στις υποδείξεις της μεσότητας καθιστώντας δύσκολη την κατάκτηση της αρετής: «τούτο είναι γνώρισμα των έξεων: το να είμαστε τοποθετημένοι ως προς τα πάθη καλώς ή κακώς από ηθική άποψη· και η καλή τοποθέτηση ως προς τα πάθη είναι η ακόλουθη: ούτε στην υπερβολή να βρισκόμαστε ούτε στην έλλειψη. Συνεπώς, στη μεσότητα ως προς τα πάθη, για τη στάση μας προς τα οποία κρινόμαστε αξιέπαινοι ή μη, εντοπίζεται η έξις ως καλή τοποθέτηση, ενώ στην υπερβολή και στην έλλειψη εντοπίζεται η έξις ως κακή τοποθέτηση» (1186a 8.1).
 
Φυσικά, ο έπαινος ή η κατάκριση αφορούν το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό που τίθεται προς εξέταση. Το ότι κάποιος δεν ακολουθεί τη μεσότητα στο ζήτημα της οργής και κατά συνέπεια κατακρίνεται ως οργίλος δε σημαίνει ότι απορρίπτεται συνολικά ως προσωπικότητα. Παρά το πάθος της οργής, που ασφαλώς τον απομακρύνει από την αρετή, μπορεί κάποιος να είναι αξιέπαινος για την αφοσίωσή του, τη γενναιοδωρία, την εργατικότητα κλπ. Το ζήτημα είναι πώς έχει συνηθίσει (ποια είναι η έξη του) σε κάθε επιμέρους αρετή.
 
Ο συνετός, ο σοφός, ο πραγματικά ελεύθερος άνθρωπος είναι εκείνος που έχει καταφέρει να χαλιναγωγήσει τα πάθη σε όλες τους τις εκδηλώσεις ακολουθώντας τη μεσότητα σε κάθε του επιλογή. Ο άνθρωπος αυτός ξέρει πώς να φερθεί αποδίδοντας την ύψιστη δικαιοσύνη σε αυτούς που τον συναναστρέφονται. Ένας τέτοιος άνθρωπος, ακόμη και όταν σφάλλει, είναι σε θέση να κατανοήσει το λάθος του, να το παραδεχτεί και να το επανορθώσει. Κι ακριβώς αυτό είναι που τον κάνει άξιο σεβασμού κι επιθυμητό στους άλλους ανθρώπους.
 
Πέρα, όμως, από την υπερβολή και την έλλειψη που υπονομεύουν την αρετή ο Αριστοτέλης θα σημειώσει: «Υπάρχουν, όμως, και κάποια άλλα πάθη –ενδέχεται να το υποθέσει κανείς– στην περίπτωση των οποίων η κακία δεν εντοπίζεται στην υπερβολή και την έλλειψη· παράδειγμα, η μοιχεία και ο μοιχός· μοιχός δεν είναι αυτός που απλά και μόνο καθ’ υπερβολήν διαφθείρει τις ελεύθερες γυναίκες. Αλλά και τούτη η περίπτωση, καθώς και όλες οι ανάλογες περιπτώσεις που εντάσσονται στην κατηγορία της ακόλαστης ηδονικής ευχαρίστησης, αντιμετωπίζονται επικριτικά γι’ αυτό που είναι οι ίδιες και όχι για την υπερβολή και την έλλειψή τους» (1186a 8.3).

Ασφαλώς, αυτού του είδους οι ενέργειες που επικρίνονται για την ίδια την ποιότητά τους, μαρτυρούν το εσφαλμένο του εθισμού των ανθρώπων που τις διαπράττουν, δηλαδή τις λανθασμένες επιλογές της ευχαρίστησης. Γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία ο τρόπος που θα εθιστεί κανείς από την πιο μικρή ηλικία. Οι έξεις, ως μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα πηγάζουν, από τα συναισθήματα που συνοδεύουν τις πράξεις και σηματοδοτούν ανεξίτηλα την ανθρώπινη συμπεριφορά.
 
Από αυτή την άποψη, οι πράξεις αυτού του είδους εμπεριέχουν (από θέση αρχής) την υπερβολή, η οποία και τις επιφέρει, καθώς εκείνος που τις διαπράττει γνωρίζει εκ των προτέρων ότι δεν πρέπει να γίνει αντιληπτός. Ο κλέφτης δε χαίρεται εάν τον πιάσουν, αλλά εάν ολοκληρώσει την κλοπή ανενόχλητος, ώστε να απολαύσει τα κλοπιμαία. Η δύναμη που κινεί την πράξη του –όπως και του μοιχού– έχει να κάνει με το ακατανίκητο της χαράς, όταν ολοκληρώσει με επιτυχία το σχέδιό του (ή της λύπης που προϋποθέτει ο δρόμος της αρετής – εργασία για τον κλέφτη και εγκράτεια για τον μοιχό).
 
Η υπερβολή της συναισθηματικής είσπραξης που θα ακολουθήσει είναι που κινεί τη δράση και σε μερικούς ανθρώπους αποδεικνύεται ακατανίκητη. (Η περίπτωση του κλέφτη που εξωθείται σε αυτή την πράξη για λόγους επιβίωσης καταδεικνύει την πολιτική στρέβλωση, που εγκλωβίζει κάποιους ανθρώπους στο περιθώριο, κι ως εκ τούτου δεν αφορά την παρούσα διερεύνηση).
 
Από την άλλη, ακόμη και με αυτά τα δεδομένα είναι αναμφισβήτητο ότι η πυκνότητα των πράξεων (που θα καταδείξει και το μέγεθος της υπερβολής) θα παίξει μεγάλο ρόλο στους χαρακτηρισμούς που θα αποδοθούν. Άλλο ο κατά συρροή κλέφτης κι άλλο εκείνος που έκλεψε μια φορά – το ίδιο και ο μοιχός.
 
Με δυο λόγια, ακόμη και οι πράξεις που κατακρίνονται καθαυτές διαβαθμίζονται σε σχέση με την υπερβολή της επανάληψής τους. Έναν άνθρωπο που έκλεψε μία μόνο φορά και τιμωρείται ενδέχεται κάποιοι να τον λυπηθούν. Εκείνον όμως που αποδεδειγμένα κλέβει συνέχεια δε θα τον λυπηθεί κανένας. Η υπερβολή και η έλλειψη –με την έννοια της επανάληψης μιας κατακριτέας πράξης– θα παίξουν και πάλι το ρόλο τους αποδίδοντας το μέγεθος της απόρριψης σε μια συμπεριφορά.
 
Αφού, λοιπόν, έχει ξεκαθαριστεί ότι η υπερβολή και η έλλειψη αντιτίθενται στην αρετή επιφέροντας επικρίσεις, ο Αριστοτέλης διερωτάται: «Τι αντίκειται στη μεσότητά; Η υπερβολή, άραγε, ή η έλλειψη; Διότι κάποιες μεσότητες έχουν ως αντίθετό τους την έλλειψη, ενώ κάποιες άλλες την υπερβολή. Για παράδειγμα, η ανδρεία δεν έχει ως αντίθετή της τη θρασύτητα, που είναι υπερβολή, αλλά τη δειλία, που είναι έλλειψη· ενώ η σωφροσύνη, η οποία αποτελεί μεσότητα ανάμεσα στην ακολασία και την αναισθησία τη σχετική με τις ηδονές, δεν έχει ως αντίθετή της την αναισθησία, που είναι έλλειψη, αλλά την ακολασία, που είναι υπερβολή» (1186b 9.1).
 
Το βέβαιο είναι ότι –όπως κι αν το βλέπουν οι περισσότεροι– η αρετή αντιτίθεται εξίσου και στην υπερβολή και στην έλλειψη: «Αλλά και οι δύο αντίκεινται στη μεσότητα, και η υπερβολή και η έλλειψη· διότι η μεσότητα υστερεί συγκριτικά με την υπερβολή, ενώ υπερβάλλει σε σύγκριση με την έλλειψη» (1186b 9.2). Ο Αριστοτέλης θα φέρει κι ένα παράδειγμα: «… από τη μία οι θρασείς και “ψευτόμαγκες” αποκαλούν τους ανδρείους δειλούς, ενώ από την άλλη οι δειλοί αποκαλούν τους ανδρείους ριψοκίνδυνους και τρελούς» (1186b 9.2).

Σε τελική ανάλυση η υποκειμενικότητα των ορίων καθιστά τις έννοιες δυσδιάκριτες επιτρέποντας στον καθένα να λέει ό,τι θέλει. Ο πραγματικά ανδρείος χάνεται ανάμεσα στις στρεβλώσεις που θα υποστηρίξουν και οι θρασείς και οι δειλοί. Με δεδομένο ότι κανένας δε θέλει να παραδεχτεί την έλλειψη ή την υπερβολή που τον καθιστά μη ενάρετο, αυτό που του μένει είναι η ελαστικότητα των ορίων που εν τέλει θα ξεχειλώσει τις έννοιες κατά το δοκούν. Και ο θρασύς και ο δειλός θα παραστήσουν τον ανδρείο διεκδικώντας τη μεσότητα για τον εαυτό τους κι αποδίδοντας στον πραγματικά ανδρείο την έλλειψη ή την υπερβολή αντίστοιχα.
 
Αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοτέλης θα υποδείξει στα «Ηθικά Νικομάχεια» τη λογική (και μάλιστα στην αυστηρότερη μορφή της, «λογική του σώφρονα ανθρώπου») ως κριτήριο για τον ορισμό της αρετής. Η αντίληψη των πολλών, που εν πολλοίς ενδέχεται να διαμορφώνεται κι ως συγκάλυψη ή ωραιοποίηση του εαυτού, δε φαίνεται να ικανοποιεί τον Αριστοτέλη, καθώς οι διαφορετικές εκδοχές καταδεικνύουν την ασάφεια των ορίων. Η λογική του σώφρονα ανθρώπου τίθεται ως διασφάλιση της  αντικειμενικότητας που θα νοηματοδοτήσει τους ορισμούς.
 
Οι ορισμοί δεν αφορούν την αυθαίρετη εκτίμηση του καθενός, αφού έτσι δεν αποδίδεται η έννοια, αλλά ο τρόπος που προσπαθεί ο καθένας να την προσαρμόσει σ’ αυτό που επιθυμεί. Κι αυτός ακριβώς είναι ο μηχανισμός της στρέβλωσης και του λαϊκισμού που επιχειρεί να κάνει το άσπρο μαύρο είτε στην προσπάθεια για προσωπική  επιβολή είτε στην εξυπηρέτηση πολιτικών συμφερόντων.
 
Το ότι ακόμη και η έννοια του σώφρονα ενδέχεται να διαστρεβλωθεί δίνοντας τη δυνατότητα στον καθένα να παρουσιαστεί ως τέτοιος καθιστά σαφή την επικινδυνότητα της εύκολης πίστης και την ανάγκη της ουσιαστικής κατανόησης του μέτρου, που θα καταδείξει όλες τις υπερβολές (ή τις ελλείψεις), όσο κι αν επιχειρείται η απόκρυψή τους. Η κοινωνία που διαπλάθει σώφρονες ανθρώπους είναι εκείνη που τελικά θα αποδώσει σε όλους αυτό που πράγματι αξίζουν. Κι αυτό έχει βαθύτατες πολιτικές διαστάσεις.
 
Ο Αριστοτέλης θα φέρει δύο παραδείγματα που θα καταδείξουν την τάση των περισσότερων να διαστρεβλώνουν τις έννοιες υποτιμώντας άλλοτε το ζήτημα της υπερβολής κι άλλοτε της έλλειψης: «Παραδείγματος χάριν, ποια είναι πιο μακριά από την ελεύθερη στάση, η ασωτία ή η ανελευθερία; Πιο πολύ φαίνεται να πλησιάζει στην ελεύθερη στάση η ασωτία παρά η ανελευθερία· άρα η ανελευθερία είναι πιο μακρινή. Και τα πιο μακρινά από το μέσο φαίνονται και σε μεγαλύτερο βαθμό αντίθετα. Συνεπώς, από μια εξ αντικειμένου έρευνα προκύπτει μάλλον το συμπέρασμα ότι αυτή που αντίκειται {στη μεσότητα} σε μεγαλύτερο βαθμό είναι η έλλειψη» (1186b 9.3-94).
 
Κι ακριβώς αυτό είναι το πεδίο του ασώτου να παραστήσει τον ελεύθερο παρουσιαζόμενος ως δήθεν απαλλαγμένος από την καθώς πρέπει ηθική στο όνομα της ελευθερίας του. Το ότι τελικά είναι δέσμιος των παθών που τον οδηγούν στην ασωτία δεν πρέπει να αναφερθεί. Ούτε ότι η ζωή του είναι τελικά χειρότερη και υποταγμένη στην ανισορροπία της ψυχής  που τον απομακρύνει από τη μεσότητα.
 
Από την άλλη, ο ανελεύθερος που υποδουλώνει τις επιθυμίες του στο βωμό ενός ανούσιου καθωσπρεπισμού βιώνει την ίδια ανισορροπία από την άλλη πλευρά. Το ότι ο ένας είναι καταπιεσμένος δεν καταδεικνύει ότι ο άλλος είναι ελεύθερος. Και οι δύο βιώνουν το ανελεύθερο της υπερβολής και της έλλειψης. Ελεύθερος είναι αυτός που ακολουθώντας τη μεσότητα ξέρει να κάνει τις επιλογές που υποδεικνύει το μέτρο και ο ορθός λόγος.

Το δεύτερο παράδειγμα του Αριστοτέλη έχει να κάνει με τη φύση του ανθρώπου: «Δεύτερον και διαφορετικό, βασισμένο σε αυτά προς τα οποία ρέπει πιο πολύ η ανθρώπινη φύση μας: αυτά είναι που αντίκεινται και πιο πολύ προς το μέσο. Παραδείγματος χάριν, η φύση μάς οδηγεί να είμαστε μάλλον ακόλαστοι παρά σώφρονες· οι επιδόσεις μας είναι σίγουρα μεγαλύτερες στην κατεύθυνση που μας επιβάλλει η φύση μας· και σε ό,τι έχουμε μεγαλύτερη επίδοση, αυτό είναι που περισσότερο αντίκειται στο μέσο· και έχουμε μεγαλύτερη επίδοση στην ακολασία παρά στη σωφροσύνη. Συνεπώς, προκύπτει μάλλον το συμπέρασμα ότι η υπερβολή είναι αυτή που σε μεγαλύτερο βαθμό αντίκειται στη μεσότητα· γιατί η ακολασία είναι η υπερβολή εκεί που η σωφροσύνη είναι η μεσότητα» (1186b 9.4).
 
Η αναγνώριση ότι «η φύση μας οδηγεί να είμαστε μάλλον ακόλαστοι παρά σώφρονες» δεν πρέπει να ερμηνευτεί σαν παραδοχή ότι η φρόνηση είναι αντίθετη με τη φύση. Κάτι τέτοιο θα ήταν παράλογο, καθώς ό,τι είναι αντίθετο με τη φύση είναι αδύνατο να προταθεί ως πρότυπη συμπεριφορά. Η φρόνηση δεν αντίκειται της φύσης, αλλά ταυτόχρονα δε δίνεται κι ως δεδομένο από αυτή, όπως η ακοή ή η όραση.
 
Ο άνθρωπος πρέπει να αγωνιστεί για να την αποκτήσει και η φύση τον έχει πλάσει έτσι ώστε να μπορεί να το πετύχει. Το σύμφυτο κι όχι έμφυτο της φρόνησης καταδεικνύει τη δύναμη της έξης, που είναι σε θέση να καταστήσει το χαρακτήρα του ανθρώπου τόσο δυνατό, ώστε να επιβληθεί σε όλες του τις αδυναμίες, ακόμη κι αν αυτές δίνονται από την ίδια τη φύση.
 
Εξάλλου, δεν υπάρχει τίποτε πιο εύκολο από το να αποδίδει κανείς τις αδυναμίες του στη φύση. Μια τέτοια προοπτική θα ακύρωνε κάθε έννοια αρετής, αφού η τεμπελιά, η δειλία, η ακολασία και γενικά οτιδήποτε αντίκειται της μεσότητας θα παρουσιαζότανε αθωωτικά ως φυσική επιταγή. Κι αυτή είναι η εκδοχή της πιο επαίσχυντης παθητικότητας, αφού η φύση εκλαμβάνεται ως απαρέγκλιτος ρυθμιστής όλων των πραγμάτων καθιστώντας τον άνθρωπο απόλυτο έρμαιό της.
 
Η ευτυχία είναι ενέργεια της ψυχής, πράγμα που σημαίνει ότι ο άνθρωπος πρέπει να ενεργήσει για την κατάκτησή της. Ο άνθρωπος είναι ο κυρίαρχος της τύχης του. Τα περί φύσης μόνο ως δικαιολογίες μπορούν να εκληφθούν.
 
Το βέβαιο είναι ότι όσο μεγαλύτερο αγώνα πρέπει να δώσει ο άνθρωπος για να κατακτήσει την αρετή από την πλευρά της υπερβολής τόσο πιο ευάλωτος είναι σε στρεβλώσεις που σχετίζονται με την έλλειψη. Αυτό συμβαίνει στο παράδειγμα της ακολασίας. Το ότι ο ακόλαστος πρέπει να κατακριθεί γιατί συμπεριφέρεται υπερβολικά δεν πρέπει να φέρει ως πρότυπο την απάθεια. Ο ενάρετος, που δεν είναι ακόλαστος, δε σημαίνει ότι περνά στην έλλειψη δαιμονοποιώντας τις σαρκικές ηδονές.
 
Το πρότυπο του ερημίτη δεν αφορά τον Αριστοτέλη. Η σάρκα πρέπει κι εκείνη να ικανοποιηθεί, αλλά στο μέτρο που ορίζει ο ορθός λόγος. Η αντίληψη που προσπαθεί να προβάλει το πρότυπο της πλήρους αποχής από κάθε σωματική ευχαρίστηση στο όνομα της αρετής δεν είναι παρά η διαστρέβλωση της έλλειψης που παριστάνει τη μεσότητα. Τέτοιου είδους αντιλήψεις, όμως, δεν αφορούν το σώφρονα άνθρωπο. Κι αυτός είναι ο λόγος που ο Αριστοτέλης θα επικαλεστεί την αυστηρή λογική του σώφρονα ανθρώπου ως μοναδική απόδειξη αντικειμενικότητας στον ορισμό των εννοιών.
 
Αριστοτέλης, Ηθικά Μεγάλα

Οι πεποιθήσεις σου σε κατευθύνουν -αλλά πόσο δικές σου είναι;

Πάντα αναρωτιόμουν πώς γεννιούνται μέσα στις ψυχές των ανθρώπων οι πεποιθήσεις κι όταν αυτές γεννηθούν, τι άλλο άραγε να ακολουθεί; Συζητήσεις μέχρι το πρωί με τον εσωτερικό εαυτό μου, εκεί που η σιωπή αποκτά νόημα κι ύπαρξη.

Κλείσε τα μάτια σου και σκέψου. Μεγάλωσες διασχίζοντας δρόμους ατέλειωτους, τα βήματά σου είναι αυτά που σε έφεραν εδώ. Να ‘ταν, άραγε, κι οι αποφάσεις σου; Η μοίρα; Μέρος κάποιου θείου σχεδίου ή ξεκάθαρη ατομική πορεία, ακολουθώντας το σχέδιο ψυχής; Στην πραγματικότητα, δε θα ήμασταν εδώ αν δεν υπήρχε σοβαρός λόγος, τίποτα δεν μπορεί να ‘ναι τυχαίο.

Στην αρχή, ως παιδιά, μιλούσαμε στα παιχνίδια μας, έπειτα οι καλύτεροι ακροατές μας έγιναν οι φανταστικοί μας φίλοι κι ύστερα να σου κι αυτές οι πεποιθήσεις, που λέγαμε, έρχονται για να καταστρέψουν την αλήθεια μας, και πριν καλά-καλά το αντιληφθούμε έχουν εξαφανίσει στο πέρασμά τους κάθε φανταστικό φίλο κι άσπρο άλογο.

Τα παιδιά εκδηλώνουν όλο τους τον ενθουσιασμό μιλώντας δυνατά καθώς παίζουν. Σταδιακά, αυτές οι φωνές μαλακώνουν κι όταν πια φτάσουν να γίνουν μουρμουρητό –εκεί που ο προσωπικός αυτός διάλογος περνά σε άλλο επίπεδο– είναι που καταλαβαίνεις πως έχεις μεγαλώσει. Συνειδητά ή ασυνείδητα καθοδηγούμαστε από αυτές τις φωνές, για το πώς να αντιληφθούμε και πώς να αντιδράσουμε σε όλες τις περιστάσεις της ζωής μας.

Οι περισσότερες από αυτές τις πεποιθήσεις δημιουργήθηκαν ερήμην μας, αποδεχόμενοι όλα όσα μας έλεγαν οι άλλοι, χωρίς να φιλτράρουμε την πληροφορία που εισχωρούσε στον παρθένο οργανισμό μας κι άλλες πάλι αποτελούν απόρροια βιωμάτων, που ‘κονομήσαμε από ‘κείνους που συναναστραφήκαμε ή και κληρονομήσαμε απ’ την οικογένεια άθελά μας.

Πεποιθήσεις τόσο βαθιά ριζωμένες, θαρρείς πως λειτουργούν σαν ένα νοθευμένο εσωτερικό φίλτρο, επιβαρύνοντας όχι μόνο την απόδοση του εγκεφαλικού μας κινητήρα στην καθημερινότητα αλλά και τα κατάλοιπα που αφήνουν, πλανεύουν περίτρανα τη φωνή του «εγώ», που αντιστέκεται στην όποια αλλαγή, μπλοκάροντας κάθε πιθανή δοκιμή για απελευθέρωση.

Βασίζονται σε μια λογική που ίσχυε για εμάς, όμως κάπου πριν από εμάς, και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν έχουν καμία βάση και θέση στο παρόν μας. Ανεξάρτητα από το πού βρισκόμαστε σήμερα, είναι στο χέρι μας να αλλάξουμε τον εαυτό μας, και μπορούμε!

Ο λόγος που δεν είναι εύκολο να τις εντοπίσουμε και στη συνέχεια να τις απομακρύνουμε είναι επειδή ζώντας μέσα τους τις οικειοποιηθήκαμε, μια θεωρία που στέγασε την ύπαρξή μας και με τον καιρό μετατράπηκε σε φυλακή.

Ήρθε η ώρα να επιλέξεις τη ζωή που θες, βγαίνοντας έξω απ’ τη ζώνη βολέματος. Γύρνα για λίγο πίσω στις παιδικές σου μνήμες κι εμπιστεύσου το ένστικτό σου με το ίδιο πάθος, χωρίς καμία δεύτερη σκέψη, ώστε να μπορέσει με τη σειρά του κι αυτό να σε βοηθήσει να ξεπεράσεις τις προκλήσεις που αντιμετωπίζεις και να σου προσφέρεις την καλύτερη ζωή που αξίζεις. Αρκεί μονάχα να συνειδητοποιήσεις ότι έχεις τον έλεγχο της σκέψης και των συναισθημάτων σου. Βάζοντας φως μέσα στο σκοτεινό λαβύρινθο της ζωής, θα επιστρέφεις πάντα στο μονοπάτι της αγάπης.

Κέρδισε τον έλεγχο της στάσης σου, τον τρόπο σκέψης σου και πάρε τον έλεγχο των αποτελεσμάτων. Να θυμάσαι ότι είσαι πιο δυνατός από όσο νομίζεις, αρκεί να ‘σαι πρόθυμος κάποιες φορές να ‘ρθεις αντιμέτωπος με τον ίδιο σου τον εαυτό και τα παιχνίδια που παίζει το μυαλό σου.

Κάθε άνθρωπος πρέπει να επιλέγει πόση αλήθεια μπορεί να αντέξει

Κάθε άνθρωπος πρέπει να επιλέγει πόση αλήθεια μπορεί να αντέξει.

Η απελπισία είναι το τίμημα που πληρώνει κανείς για να φτάσει στην αυτογνωσία. Κοιτάξτε βαθιά στη ζωή σας και θα διαπιστώσετε ότι η απελπισία βρίσκεται παντού.

Μόνο ένας πληγωμένος θεραπευτής μπορεί πραγματικά να θεραπεύσει.

Μια μέρα, σύντομα, ίσως σε σαράντα χρόνια, δεν θα ζει κανείς από αυτούς που με έχουν γνωρίσει. Τότε θα είμαι πράγματι νεκρός – όταν δηλαδή δεν θα υπάρχω πια στη μνήμη κανενός. Σκέφτηκα ότι κάποιος, που είναι πολύ ηλικιωμένος είναι το τελευταίο ζωντανό πλάσμα πάνω στη γη που έχει γνωρίσει κάποιο άλλο άτομο ή κάποιο πλήθος ατόμων προσωπικά και που τώρα έχουν φύγει από ζωή. Όταν το άτομο αυτό πεθάνει, πεθαίνει μαζί του και το πλήθος αυτών, εξαφανίζεται από τη ζωντανή μνήμη. Αναρωτιέμαι, για μένα ποιος θα είναι αυτός ο άνθρωπος, τίνος ο θάνατος θα με κάνει να πεθάνω πραγματικά;

Αν ανέλθουμε αρκετά ψηλά στην κοινωνία, θα φτάσουμε κάποια στιγμή σε ένα ύψος από το οποίο η τραγωδία παύει να φαίνεται τόσο τραγική.

Η ζωή είναι μια σπίθα ανάμεσα σε δύο όμοια κενά, το σκοτάδι πριν τη γέννηση και το σκοτάδι μετά τον θάνατο.

Είναι λάθος να κάνεις παιδιά από ανάγκη, λάθος να χρησιμοποιείς το παιδί σου για να ανακουφίσεις τη μοναξιά σου, λάθος να δίνεις σκοπό στη ζωή σου με την αναπαραγωγή ενός αντιγράφου του εαυτού σου. Είναι λάθος επίσης να αναζητάς την αθανασία με το να σπέρνεις τον σπόρο σου στο μέλλον, νομίζοντας ότι περιέχει τη συνείδησή σου!

Το πνεύμα του ανθρώπου οικοδομείται από τις επιλογές του.

Αργά ή γρήγορα έπρεπε να εγκαταλείψει την ελπίδα για ένα καλύτερο παρελθόν.

Ο γάμος με όλη αυτή την κτητικότητα και τη ζήλεια που τον περιβάλλουν υποδουλώνει το πνεύμα.

Η ζωή τελικά είναι ένα μίζερο πράγμα. Αποφάσισα να την περάσω συλλογιζόμενος διάφορα σχετικά με αυτή.

Ονειρεύομαι μια αγάπη που είναι κάτι περισσότερο από δύο ανθρώπους που η μόνη τους επιθυμία είναι να κατέχουν ο ένας τον άλλον.

Να ένα περίεργο πείραμα που θα μας βάλει σε σκέψεις. . . Το μήνυμα του Νίτσε προς εμάς ήταν να ζούμε τη ζωή μας με τέτοιο τρόπο ώστε να θέλουμε να ξαναζούμε ακριβώς την ίδια ζωή αιώνια.

Η θρησκεία έχει τα πάντα στο πλευρό της: την αποκάλυψη, τις προφητείες, την κρατική προστασία, υψηλότατη αξιοπρέπεια και υπεροχή. . . Και περισσότερο από αυτό, το ανεκτίμητο προνόμιο να της επιτρέπεται να αποτυπώνει τα δόγματά της στο μυαλό των ανθρώπων στην τρυφερή εποχή της παιδικής ηλικίας, κατά την οποία γίνονται σχεδόν έμφυτες ιδέες.

Η αγάπη δεν είναι μόνο μια σπίθα πάθους μεταξύ δύο ανθρώπων. Υπάρχει μια απεριόριστη διαφορά ανάμεσα στο να ερωτεύεσαι και να αγαπάς. Αντίθετα, η αγάπη είναι ένας τρόπος ύπαρξης, μια «προσφορά», δεν είναι «ένα ερωτικό σκίρτημα», είναι ένας τρόπος να συνυπάρχουμε σε μία σχέση, όχι μια πράξη που περιορίζεται σε ένα μόνο άτομο.

Αγάπη σημαίνει να φροντίζει κανείς στην πράξη για τη καλυτέρευση της ζωής και την ανάπτυξη του άλλου.

Ένα πράγμα που θεωρώ σαφές είναι ότι δεν πρέπει να αφήσεις τη ζωή σου να σε καθοδηγεί όπου θέλει αυτή. Διαφορετικά, θα καταλήξεις στα σαράντα με το αίσθημα ότι δεν έχεις ζήσει πραγματικά. Τι έχω μάθει εγώ από αυτό; Μάλλον, να ζω το τώρα, έτσι ώστε στα πενήντα να μην μετανιώσω εάν γυρίσω και κοιτάξω το παρελθόν, τότε που ήμουν σαράντα.

Εάν σας μιλούσε ο Επίκουρος αυτή τη στιγμή, θα σας παρότρυνε να απλοποιήσετε τη ζωή σας. Ακούστε πώς θα το έθετε, εάν τον είχαμε μαζί μας τώρα: «Παιδιά μου, οι ανάγκες σας είναι λίγες, είναι εύκολο να τις καλύψετε και μπορείτε να αντέξετε κάθε απαραίτητη ταλαιπωρία. Μην περιπλέκετε τη ζωή σας με τέτοιους τετριμμένους στόχους όπως πλούτη και φήμη: Είναι ο εχθρός της ATΑΡΑΞΙΑΣ. Η φήμη, για παράδειγμα, δεν είναι παρά οι απόψεις που έχουν οι άλλοι για μας και αυτό σημαίνει ότι θα έπρεπε να ζήσουμε τη ζωή μας όπως επιθυμούν οι άλλοι. Για να επιτύχουμε και να διατηρήσουμε τη φήμη μας, πρέπει να μας αρέσει αυτό που οι άλλοι επιθυμούν και να αποφεύγουμε ό,τι αποφεύγουν κι αυτοί. Ως εκ τούτου, τι θέλετε μια ζωή δόξας ή μια ζωή στην πολιτική; Εγκαταλείψτε κι αυτή την ιδέα. Και πλούτο; Να το αποφύγετε! Είναι μια παγίδα. Όσα περισσότερα αποκτούμε τόσο περισσότερα θέλουμε, και τόσο πιο βαθιά είναι η θλίψη μας όταν δεν μπορούμε να τα αποκτήσουμε. Παιδιά μου, ακούστε με: Εάν επιθυμείτε την ευτυχία, μην σπαταλάτε τη ζωή σας αγωνιζόμενοι για κάτι που πραγματικά δεν χρειάζεστε.

Η ώριμη αγάπη είναι όταν αγαπάς, όχι όταν αγαπιέσαι.

Νομίζω ότι η ερωτική διεκδίκηση αποτελεί μια ψευδαίσθηση. Παλεύω ενάντια σε φανταστικούς ανεμόμυλους. Θεωρώ ότι, αν και αυτού του είδους η ψευδαίσθηση συχνά μου χαρίζει μια ευφορία και με παρηγορεί, στην ουσία με αποδυναμώνει και με αποξενώνει.

Ο πόνος είναι πάντα εδώ. Όταν του κλείνεις την πόρτα, αυτός χτυπάει κάποια άλλη και ξαναμπαίνει από αλλού.

Όλοι αισθάνονται πώς υπάρχει νόημα στη ζωή αλλά δεν μπορεί κανείς να το επιδιώξει σκόπιμα: το νόημα της ζωής είναι πάντα ένα παράγωγο φαινόμενο που παίρνει σάρκα και οστά όταν υπερβαίνουμε τον εαυτό μας, όταν χάνουμε την αίσθηση της ύπαρξής μας και αφήνουμε να μας απορροφήσει κάποιος (ή κάτι) έξω από εμάς.

Το άγχος του θανάτου είναι η μήτρα όλων των θρησκειών, οι οποίες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο προσπαθούν να μετριάσουν τη θλίψη της θνητότητάς μας.

Υπήρχε κάποια εποχή στη ζωή μας που ήμασταν τόσο κοντά και τίποτα δεν φαινόταν να εμποδίζει τη φιλία και την αδελφοσύνη μας και μας χώριζε μόνο ένα μικρό γεφυράκι. Ακριβώς την ώρα που ήσουν έτοιμος να το περάσεις σε ρώτησα «Θέλεις να περάσεις το γεφυράκι και να έρθεις κοντά μου;» – τότε έπαψες να το θέλεις. Και όταν σε ρώτησα ξανά, εσύ παρέμεινες σιωπηλός. Έκτοτε βουνά και άγριοι καταρράκτες μας χώρισαν, μπήκαν ανάμεσά μας κι αποξενωθήκαμε τόσο που ακόμη κι αν θέλαμε να έρθουμε κοντά ο ένας στον άλλον δεν θα μπορούσαμε. Αλλά όταν σκέφτεσαι τώρα αυτό το μικρό γεφυράκι, τα λόγια πέφτουν στο κενό, ενώ εσύ κλαις και δεν μπορείς να το πιστέψεις.

Στη ζωή υπάρχει κάτι παραπάνω από το να είσαι ευτυχισμένος

Το κυνήγι της ευτυχίας είναι πιθανώς ο βασικότερος ίσως στόχος του καθένα μας. Οι τωρινές συνθήκες ζωής είναι οι ευνοϊκότερες για να ζήσουμε ευτυχισμένοι σε σχέση με όλη την ιστορία της ανθρωπότητας. Κι όμως, οι αυτοκτονίες και η ελαφριά κατάθλιψη αυξάνονται ταχύτατα στις δυτικές κοινωνίες. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Ο μύθος

Το κυνήγι της ευτυχίας είναι θεσμοθετημένο ως ένα από τα δικαιώματα του ανθρώπου σύμφωνα με τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας των ΗΠΑ το 1776. Έχει γίνει και διάσημη ταινία με τον Will Smith για τους νεότερους. Η ταινία περιγράφει τη ζωή ενός νεαρού έγχρωμου πατέρα με ένα παιδί, ο οποίος θέλει να μπει στον χρηματοοικονομικό τομέα και να ζήσει το Αμερικάνικο όνειρο. Και να ζήσει ευτυχισμένος.

Στην ταινία τα καταφέρνει τελικά. Να δουλέψει ως χρηματιστής. Γιατί αν όντως έγινε ευτυχισμένος δε θα το μάθουμε ποτέ, καθώς η ταινία τελειώνει όταν πετυχαίνει το στόχο του και γίνεται μόνιμος εργαζόμενος στην εταιρεία του.

Η πραγματικότητα

Αν όμως ήταν να μαντέψουμε, θα λέγαμε ότι οι πιθανότητες ήταν εναντίον του στο να γίνει ευτυχισμένος. Διαβάζοντας οποιοδήποτε βιβλίο Θετικής Ψυχολογίας θα δει κανείς πως το κυνήγι της ευτυχίας μας κάνει στην πραγματικότητα πιο…δυστυχισμένους. Άρα όσο προσπαθούμε να γίνουμε ευτυχισμένοι, τόσο απομακρυνόμαστε από τον στόχο μας.

Ίσως το ίδιο που συμβαίνει και με έναν οργασμό. Όσο τον σκέφτεσαι, τόσο δεν τον φτάνεις. Τι μπορείς να κάνεις λοιπόν για να ζήσεις μια ζωή μακριά από την κατάθλιψη και τη δυσφορία; Τι πρέπει να ψάξεις να βρεις; Τι να κυνηγήσεις;

Η εναλλακτική

Η καλύτερη εναλλακτική φαίνεται να είναι να προσπαθήσεις να βάλεις νόημα στη ζωή σου. Όχι ευτυχία. Νόημα. Η αίσθηση της ευτυχίας έρχεται και φεύγει. Το νόημα θα σε κρατήσει όρθιο ακόμα και όταν έρθουν οι δύσκολες στιγμές.

Αν και ο πατέρας της Θετικής Ψυχολογίας, Martin Seligman, έχει ορίσει τη ζωή με νόημα σαν ένα βασικό συστατικό μιας ευτυχισμένης ζωής, λίγοι από εμάς το λαμβάνουμε υπ όψιν όταν σκεφτόμαστε το πώς μοιάζει στα μάτια μας μια ευτυχισμένη ζωή. Πώς όμως μπορείς να ζήσεις μια ζωή γεμάτη νόημα; Σας παραθέτω την καλύτερη ανάλυση που έχω ακούσει μέχρι στιγμής. Η ζωή με νόημα βασίζεται σε τέσσερις πυλώνες.

Πυλώνας 1. Αίσθηση ότι ανήκεις

Όλοι έχουμε ανάγκη την αίσθηση ότι ανήκουμε κάπου. Κάποιες φορές μας οδηγεί κάπου για το καλό (οικογένεια, παρέα) και κάποιες άλλες για το κακό (συμμορία, αίρεση, φανατική ομάδα κλπ). Αυτό που έχουμε πραγματικά ανάγκη είναι η αίσθηση ότι μας αποδέχονται γι αυτό που είμαστε. Κάτι αρκετά σπάνιο.

Μπορείς να βρεις έστω και έναν άνθρωπο να συζητήσεις και να νιώσεις ότι σε αποδέχεται γι αυτό που είσαι και να τον αποδεχτείς κι εσύ; Αν ναι, τότε έχεις ήδη κάνει ένα σημαντικό βήμα για να δώσεις νόημα στη ζωή σου.

Πυλώνας 2: Ύπαρξη Σκοπού

Ο πιο προσιτός στόχος για να αποκτήσεις σκοπό στη ζωή σου είναι το να απαντήσεις σε αυτές τις δυο ερωτήσεις:

– Σε τι είσαι καλός;

– Πώς μπορείς να χρησιμοποιήσεις τις ικανότητές σου για να βοηθήσεις τους άλλους; Την κοινωνία;

Μπορεί να είναι μέσω της δουλειάς σου ή έξω από αυτήν. Παλιά ήμουν καλός στα μαθηματικά. (Εντάξει ακόμα είμαι λίγο). Τα χρησιμοποίησα για να βρω μια καλοπληρωμένη δουλειά στα χρηματιστήρια στο Λονδίνο. Η ζωή μου δεν είχε σκοπό. Τώρα βρίσκω ενδιαφέρον στον τομέα της ψυχολογίας και της κατανόησης της ανθρώπινης φύσης. Περιέργως, τα μαθηματικά με βοηθούν κι εδώ.

Αυτή τη στιγμή νιώθω πως η ζωή μου έχει σκοπό. Να βοηθήσω κι άλλους ανθρώπους με τα άρθρα και τα βιβλία μου να γνωρίσουν τον εαυτό τους. Ίσως εσύ να είσαι καλός με τους υπολογιστές, ίσως στο να οργανώνεις πράγματα, ίσως στο να ακούς τους άλλους, ίσως στο να μαγειρεύεις, ίσως στο να δημιουργείς με τα χέρια σου.

Πώς μπορείς να χρησιμοποιήσεις τις ικανότητές σου για να βοηθήσεις τους άλλους; Ίσως προσφέροντας χρόνο σε μια φιλανθρωπική οργάνωση; Κάτι άλλο; Βρες την πρακτική απάντηση και η ζωή σου θα αποκτήσει σκοπό. Κάτι για το οποίο να αξίζει να ζεις.

Πυλώνας 3: Αίσθηση Υπέρβασης

Υπάρχουν κάποιες στιγμές στη ζωή όλων μας που νιώθουμε πως ξεφεύγουμε από την καθημερινότητα και νιώθουμε ότι συμμετέχουμε σε κάτι μεγαλύτερο από εμάς. Ίσως όταν είμαστε στη φύση, ίσως σε μια θρησκευτική ή πνευματική εμπειρία. Ίσως πάλι κοιτάζοντας ή παρακολουθώντας την τέχνη. Εγώ το παθαίνω όταν διαβάζω κάτι πολύ ενδιαφέρον για τον άνθρωπο και το σύμπαν. Οι υπερβατικές εμπειρίες αλλάζουν τους ανθρώπους. Εσύ πότε ένιωσες να χάνεις τον εαυτό σου; (με την καλή την έννοια).

Πυλώνας 4: Το αφήγημα της ζωής σου

Πώς διηγείσαι στον εαυτό σου την ιστορία της ζωής σου; Το να έχεις ένα αφήγημα για τη ζωή σου ξεκαθαρίζει τα πράγματα στο μυαλό σου. Σε βοηθάει να καταλάβεις πως έγινες αυτός που τώρα είσαι.

Αυτό που οι περισσότεροι δεν κατανοούν είναι ότι μπορείς να αλλάξεις το πώς λες την ιστορία στον εαυτό σου. Η ζωή σου δεν είναι απλά μια ακολουθία γεγονότων. Το πώς σου τα διηγείσαι έχει τεράστια σημασία. Ένας νεαρός άντρας είχε μείνει παράλυτος παίζοντας ποδόσφαιρο. Μετά τον τραυματισμό του έλεγε στον εαυτό του. «Πριν τραυματιστώ είχα σπουδαία ζωή. Τώρα η ζωή μου καταστράφηκε». Οι άνθρωποι που περιγράφουν τη ζωή τους έτσι (η ζωή μου ήταν καλή και τώρα είναι χάλια) τείνουν να είναι πιο αγχώδης και καταθλιπτικοί.

Έτσι ήταν και ο νεαρός αυτός άντρας. Μετά από λίγο καιρό όμως άρχισε να αλλάζει την ιστορία του. Έλεγε: «Πριν τον τραυματισμό μου η ζωή μου δεν είχε νόημα. Πάρτι όλη την ώρα και ήμουν πολύ εγωιστής. Το συμβάν όμως με έμαθε ότι μπορώ να γίνω καλύτερος άνθρωπος.» Αυτή η αλλαγή στο πώς αφηγούταν τη ζωή του, τον έκανε να αλλάξει ρότα και να ασχοληθεί με το να συμβουλεύει παιδιά. Έκανε σκοπό του το να βοηθάει τους άλλους.

Οι άνθρωποι που ζουν ζωές με νόημα διηγούνται το αφήγημα της ζωής τους μέσω από το φακό της λύτρωσης, της ανάπτυξης και της αγάπης. Πώς μιλάς στον εαυτό σου για τον εαυτό σου; Μπορείς να βρεις έναν άλλον τρόπο να διηγηθείς σε σένα την ιστορία της ζωής σου; Δεν είναι εύκολο και ίσως χρειαστείς βοήθεια από κάποιον ειδικό. Ίσως πάρει χρόνο. Και σίγουρα αξίζει.

Συμπέρασμα

Μια ζωή γεμάτη νόημα μπορεί είναι μια ζωή γεμάτη προκλήσεις και δυσκολίες ανά φάσεις. Η ευτυχία έρχεται και φεύγει. Αν έχει νόημα η ζωή σου όμως, θα έχεις κάτι πολύ ισχυρό από το οποίο θα μπορείς πάντα να πιαστείς, για να μπορέσεις να σηκωθείς και να συνεχίσεις.

ΠΛΑΤΩΝ: Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΜΙΑΣ ΖΩΗΣ

Πλάτωνα: Η Απολογία του Σωκράτη, 298-30γ, 37ε-38α

Στη διάρκεια της απολογίας του, ο Σωκράτης αποδεικνύει την απόλυτη συνάφεια ανάμεσα στις πεποιθήσεις και τις πράξεις του, υποστηρίζοντας πως ούτε καν για την ελευθερία του θα απαρνιόταν την αποστολή που του ανέθεσε ο θεός και το υπέρτατο καλό για έναν άνθρωπο, δηλαδή τη διαρκή δοκιμασία της ορθότητας των δικών του πεποιθήσεων και των πεποιθήσεων των άλλων. Απόδειξη συνάφειας και ταυτόχρονα μια πράξη θάρρους, από τη στιγμή που ο Σωκράτης έχει επίγνωση πως δύσκολα «οι Αθηναίοι» στους οποίους απευθύνεται θα πιστέψουν ότι είναι ειλικρινής.

Αν, λοιπόν, παρ’ όλα αυτά, με αφήνατε ελεύθερο, μη πιστεύοντας τον Άνυτο, και μου λέγατε: «Σωκράτη, εμείς δεν θα πιστέψουμε τον Άνυτο και θα σε αφήσουμε ελεύθερο, με τον εξής όμως όρο, ότι δεν θα περνάς πια την ώρα σου εξετάζοντας έτσι τους ανθρώπους και φιλοσοφώντας. Και αν συλληφθείς να το κάνεις αυτό, θα πεθάνεις». Αν, λοιπόν, όπως είπα, με αυτόν τον όρο με αφήνατε ελεύθερο, θα σας απαντούσα όχι: «Εγώ, άντρες Αθηναίοι, σας εκτιμώ και σας αγαπώ, αλλά θα υπακούσω στον θεό και όχι σε εσάς, και όσο αναπνέω και μπορώ, δεν θα πάψω να φιλοσοφώ και να σας συμβουλεύω και να εκφράζω την άποψή μου σε όποιον από εσάς τυχαίνει κάθε φορά να συναντώ, λέγοντάς του αυτά ακριβώς που συνήθιζα να λέω, ότι: “Εσύ, καλύτερος απ’ όλους, όντας Αθηναίος πολίτης της πιο μεγάλης και της πιο φημισμένης για τη σοφία της και τη δύναμή της πόλης, δεν ντρέπεσαι να φροντίζεις για τα πλούτη, πώς θα αποκτήσεις περισσότερα, για τη δόξα και τις τιμές, ενώ δεν ενδιαφέρεσαι για την ευφυΐα σου και την αλήθεια και την ψυχή σου;” Και αν κάποιος από εσάς αμφισβητεί τα λόγια μου και πει ότι φροντίζει και γι’ αυτά, δεν θα τον αφήσω αμέσως να φύγει, ούτε θα φύγω κι εγώ, αλλά θα του κάνω ερωτήσεις και θα τον εξετάσω και θα τον ελέγξω, και αν μου φανεί ότι δεν κατέχει την αρετή, παρόλο που ισχυρίζεται το αντίθετο, θα τον επιπλήξω που νοιάζεται τόσο λίγο για τα πιο σημαντικά και τόσο πολύ για τα πιο ασήμαντα. Αυτό θα κάνω σε όποιον τύχει να συναντήσω, νέο ή γέρο, ξένο ή συμπολίτη μας, και κυρίως σε εσάς, τους συμπολίτες μας, που νιώθω πιο κοντά μου.

Γιατί αυτά με προστάζει ο θεός, το ξέρετε καλά, και πιστεύω ότι μέχρι τώρα δεν έχει υπάρξει μεγαλύτερο αγαθό για εσάς στην πόλη από αυτή την υπηρεσία μου προς τον θεό. Γιατί περιφέρομαι χωρίς να κάνω τίποτε άλλο από το να σας πείθω, νεώτερους και πιο ηλικιωμένους, να μη φροντίζετε ούτε για τα σώματά σας ούτε για τα χρήματά σας με τόσο πάθος, παρά μόνο για την ψυχή σας, ώστε να γίνει καλύτερη, λέγοντας: “Στους ανθρώπους, η αρετή δεν πηγάζει από τα χρήματα, αλλά από την αρετή ο πλούτος, μαζί με όλα τα άλλα αγαθά, δημόσια και ιδιωτικά”. Αν τα λόγια μου αυτά διαφθείρουν τους νέους, τότε είναι βλαβερά, αλλά, αν κάποιος ισχυρίζεται ότι εγώ λέω άλλα, δεν λέει την αλήθεια. Ως προς αυτά, θα έλεγα, “άντρες Αθηναίοι, είτε ακούσετε τον Άνυτο είτε όχι, είτε με αφήσετε ελεύθερο είτε όχι, εγώ δεν πρόκειται να αλλάξω συμπεριφορά, ακόμα και αν έπρεπε να πεθάνω χίλιες φορές”».

Θα μπορούσε ίσως να μου πει κανείς «Μα δεν μπορείς. Σωκράτη, να φύγεις από εδώ και να ζήσεις ήσυχα σωπαίνοντας;». Αυτό ακριβώς είναι πολύ δύσκολο να τo εξηγήσω σε μερικούς από εσάς. Γιατί, αν σας πω ότι αυτό είναι σαν να παρακούω τον θεό και για τον λόγο αυτόν είναι αδύνατον να ζω ήσυχος, δεν θα με πιστέψετε νομίζοντας ότι σας ειρωνεύομαι.

Αν πάλι σας πω ότι είναι υπέρτατο αγαθό για τον άνθρωπο, να μιλά κάθε μέρα για την αρετή και για τα άλλα για τα οποία με ακούτε να συζητώ, εξετάζοντας τον εαυτό μου και τους άλλους, ενώ μια ζωή χωρίς να τα εξετάζει κανείς αυτά είναι ζωή που δεν αξίζει να τη ζει ο άνθρωπος, τότε θα με πιστέψετε ακόμα λιγότερο.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1131b-1132b)

[IV] Τὸ δὲ λοιπὸν ἓν τὸ διορθωτικόν, ὃ γίνεται ἐν τοῖς συναλλάγμασι καὶ τοῖς ἑκουσίοις καὶ τοῖς ἀκουσίοις. τοῦτο δὲ τὸ δίκαιον ἄλλο εἶδος ἔχει τοῦ πρότερον. τὸ μὲν γὰρ διανεμητικὸν δίκαιον τῶν κοινῶν ἀεὶ κατὰ τὴν ἀναλογίαν ἐστὶ τὴν εἰρημένην· καὶ γὰρ ἀπὸ χρημάτων κοινῶν ἐὰν γίνηται ἡ διανομή, ἔσται κατὰ τὸν λόγον τὸν αὐτὸν ὅνπερ ἔχουσι πρὸς ἄλληλα τὰ εἰσενεχθέντα· καὶ τὸ ἄδικον τὸ ἀντικείμενον τῷ δικαίῳ τούτῳ τὸ παρὰ τὸ ἀνάλογόν ἐστιν. τὸ δ᾽ ἐν τοῖς συναλλάγμασι δίκαιον ἐστὶ μὲν ἴσον τι, καὶ τὸ ἄδικον

[1132a] ἄνισον, ἀλλ᾽ οὐ κατὰ τὴν ἀναλογίαν ἐκείνην ἀλλὰ κατὰ τὴν ἀριθμητικήν. οὐδὲν γὰρ διαφέρει, εἰ ἐπιεικὴς φαῦλον ἀπεστέρησεν ἢ φαῦλος ἐπιεικῆ, οὐδ᾽ εἰ ἐμοίχευσεν ἐπιεικὴς ἢ φαῦλος· ἀλλὰ πρὸς τοῦ βλάβους τὴν διαφορὰν μόνον βλέπει ὁ νόμος, καὶ χρῆται ὡς ἴσοις, εἰ ὃ μὲν ἀδικεῖ ὃ δ᾽ ἀδικεῖται, καὶ εἰ ἔβλαψεν ὃ δὲ βέβλαπται. ὥστε τὸ ἄδικον τοῦτο ἄνισον ὂν ἰσάζειν πειρᾶται ὁ δικαστής· καὶ γὰρ ὅταν ὃ μὲν πληγῇ ὃ δὲ πατάξῃ, ἢ καὶ κτείνῃ ὃ δ᾽ ἀποθάνῃ, διῄρηται τὸ πάθος καὶ ἡ πρᾶξις εἰς ἄνισα· ἀλλὰ πειρᾶται τῇ ζημίᾳ ἰσάζειν, ἀφαιρῶν τοῦ κέρδους. λέγεται γὰρ ὡς ἁπλῶς εἰπεῖν ἐπὶ τοῖς τοιούτοις, κἂν εἰ μή τισιν οἰκεῖον ὄνομα εἴη, τὸ κέρδος, οἷον τῷ πατάξαντι, καὶ ἡ ζημία τῷ παθόντι· ἀλλ᾽ ὅταν γε μετρηθῇ τὸ πάθος, καλεῖται τὸ μὲν ζημία τὸ δὲ κέρδος. ὥστε τοῦ μὲν πλείονος καὶ ἐλάττονος τὸ ἴσον μέσον, τὸ δὲ κέρδος καὶ ἡ ζημία τὸ μὲν πλέον τὸ δ᾽ ἔλαττον ἐναντίως, τὸ μὲν τοῦ ἀγαθοῦ πλέον τοῦ κακοῦ δ᾽ ἔλαττον κέρδος, τὸ δ᾽ ἐναντίον ζημία· ὧν ἦν μέσον τὸ ἴσον, ὃ λέγομεν εἶναι δίκαιον· ὥστε τὸ ἐπανορθωτικὸν δίκαιον ἂν εἴη τὸ μέσον ζημίας καὶ κέρδους. διὸ καὶ ὅταν ἀμφισβητῶσιν, ἐπὶ τὸν δικαστὴν καταφεύγουσιν· τὸ δ᾽ ἐπὶ τὸν δικαστὴν ἰέναι ἰέναι ἐστὶν ἐπὶ τὸ δίκαιον· ὁ γὰρ δικαστὴς βούλεται εἶναι οἷον δίκαιον ἔμψυχον· καὶ ζητοῦσι δικαστὴν μέσον, καὶ καλοῦσιν ἔνιοι μεσιδίους, ὡς ἐὰν τοῦ μέσου τύχωσι, τοῦ δικαίου τευξόμενοι. μέσον ἄρα τι τὸ δίκαιον, εἴπερ καὶ ὁ δικαστής. ὁ δὲ δικαστὴς ἐπανισοῖ, καὶ ὥσπερ γραμμῆς εἰς ἄνισα τετμημένης, ᾧ τὸ μεῖζον τμῆμα τῆς ἡμισείας ὑπερέχει, τοῦτ᾽ ἀφεῖλε καὶ τῷ ἐλάττονι τμήματι προσέθηκεν. ὅταν δὲ δίχα διαιρεθῇ τὸ ὅλον, τότε φασὶν ἔχειν τὸ αὑτοῦ ὅταν λάβωσι τὸ ἴσον. τὸ δ᾽ ἴσον μέσον ἐστὶ τῆς μείζονος καὶ ἐλάττονος κατὰ τὴν ἀριθμητικὴν ἀναλογίαν. διὰ τοῦτο καὶ ὀνομάζεται δίκαιον, ὅτι δίχα ἐστίν, ὥσπερ ἂν εἴ τις εἴποι δίχαιον, καὶ ὁ δικαστὴς διχαστής. ἐπὰν γὰρ δύο ἴσων ἀφαιρεθῇ ἀπὸ θατέρου, πρὸς θάτερον δὲ προστεθῇ, δυσὶ τούτοις ὑπερέχει θάτερον· εἰ γὰρ ἀφῃρέθη μέν, μὴ προσετέθη

[1132b] δέ, ἑνὶ ἂν μόνον ὑπερεῖχεν. τοῦ μέσου ἄρα ἑνί, καὶ τὸ μέσον, ἀφ᾽ οὗ ἀφῃρέθη, ἑνί. τούτῳ ἄρα γνωριοῦμεν τί τε ἀφελεῖν δεῖ ἀπὸ τοῦ πλέον ἔχοντος, καὶ τί προσθεῖναι τῷ ἔλαττον ἔχοντι· ᾧ μὲν γὰρ τὸ μέσον ὑπερέχει, τοῦτο προσθεῖναι δεῖ τῷ ἔλαττον ἔχοντι, ᾧ δ᾽ ὑπερέχεται, ἀφελεῖν ἀπὸ τοῦ μεγίστου. ἴσαι αἱ ἐφ᾽ ὧν αα ββ γγ ἀλλήλαις· ἀπὸ τῆς αα ἀφῃρήσθω τὸ αε, καὶ προσκείσθω τῇ γγ τὸ ἐφ᾽ ᾧ γδ, ὥστε ὅλη ἡ δγγ τῆς εα ὑπερέχει τῷ γδ καὶ τῷ γζ· τῆς ἄρα ββ τῷ γδ. [ἔστι δὲ τοῦτο καὶ ἐπὶ τῶν ἄλλων τεχνῶν· ἀνῃροῦντο γὰρ ἄν, εἰ μὴ ἐποίει τὸ ποιοῦν καὶ ὅσον καὶ οἷον, καὶ τὸ πάσχον ἔπασχε τοῦτο καὶ τοσοῦτον καὶ τοιοῦτον.] ἐλήλυθε δὲ τὰ ὀνόματα ταῦτα, ἥ τε ζημία καὶ τὸ κέρδος, ἐκ τῆς ἑκουσίου ἀλλαγῆς· τὸ μὲν γὰρ πλέον ἔχειν ἢ τὰ αὑτοῦ κερδαίνειν λέγεται, τὸ δ᾽ ἔλαττον τῶν ἐξ ἀρχῆς ζημιοῦσθαι, οἷον ἐν τῷ ὠνεῖσθαι καὶ πωλεῖν καὶ ἐν ὅσοις ἄλλοις ἄδειαν δέδωκεν ὁ νόμος· ὅταν δὲ μήτε πλέον μήτ᾽ ἔλαττον ἀλλ᾽ αὐτὰ ‹τὰ› δι᾽ αὐτῶν γένηται, τὰ αὑτῶν φασὶν ἔχειν καὶ οὔτε ζημιοῦσθαι οὔτε κερδαίνειν. ὥστε κέρδους τινὸς καὶ ζημίας μέσον τὸ δίκαιόν ἐστι τῶν παρὰ τὸ ἑκούσιον, τὸ ἴσον ἔχειν καὶ πρότερον καὶ ὕστερον.

***
[4] Το άλλο είναι το διορθωτικό, αυτό που προκύπτει στις μεταξύ των ανθρώπων σχέσεις, είτε αυτές που αναπτύσσονται με τη θέλησή τους είτε αυτές που αναπτύσσονται χωρίς τη θέλησή τους. Αυτό το δίκαιο έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά από το προηγούμενο. Γιατί το δίκαιο που διανέμει κοινά αγαθά είναι πάντοτε σύμφωνο με την αναλογία για την οποία μιλήσαμε· γιατί ακόμη και στην περίπτωση που η διανομή γίνεται από κοινά χρηματικά αποθέματα, θα γίνει αναλογικά προς τη σχέση στην οποία βρίσκονται μεταξύ τους οι επιμέρους (συν)εισφορές· και το άδικο που είναι αντίθετο σ᾽ αυτό το είδος δικαίου είναι αυτό που βιάζει την αναλογία. Το δίκαιο όμως που σχετίζεται με τις σχέσεις που αναπτύσσουν μεταξύ τους οι άνθρωποι είναι, βέβαια, ένα είδος ισότητας —και το αντίστοιχο άδικο

[1132a] ένα είδος ανισότητας—, όμως δεν ορίζεται σύμφωνα με εκείνο το είδος αναλογίας, αλλά σύμφωνα με την αριθμητική αναλογία. Πραγματικά, δεν υπάρχει καμιά διαφορά αν ο καλός ξεγέλασε τον κακό ή ο κακός τον καλό, ούτε αν είναι καλός ή κακός άνθρωπος αυτός που διέπραξε μοιχεία· ο νόμος κοιτάζει μόνο τον ακριβή χαρακτήρα της βλάβης, και αντιμετωπίζει τα δύο μέρη ως ίσα· το μόνο για το οποίο ενδιαφέρεται είναι αν ο ένας έχει διαπράξει αδικία και ο άλλος έχει υποστεί αδικία, αν ο ένας έβλαψε και ο άλλος υπέστη βλάβη. Καθώς, επομένως, αυτή η μορφή της αδικίας είναι μια καταστρατήγηση της ισότητας, ο δικαστής προσπαθεί να αποκαταστήσει την ισότητα. Στην περίπτωση, πράγματι, που ένας δέχτηκε ένα χτύπημα από κάποιον που τον χτύπησε, ή ένας σκοτώθηκε από κάποιον που τον σκότωσε, το πάθημα και η πράξη έχουν «μοιρασθεί» άνισα· ο δικαστής λοιπόν προσπαθεί να εξισώσει την κερδισμένη πλευρά με τη χαμένη πλευρά, αφαιρώντας κάτι από το κέρδος αυτού που έκανε την άδικη πράξη. Χρησιμοποιούνται, πράγματι, γενικά στις περιπτώσεις αυτές α) η λέξη «κέρδος» — έστω και αν σε κάποιες περιπτώσεις η λέξη αυτή δεν ταιριάζει, π.χ. γι᾽ αυτόν που έδωσε τα χτυπήματα, και β) η λέξη «ζημιά» γι᾽ αυτόν που δέχτηκε τα χτυπήματα· εν πάση περιπτώσει, όταν αποτιμηθεί αυτό που έπαθε το θύμα, στη μια περίπτωση ο λόγος είναι για «ζημιά» και στην άλλη για «κέρδος».

Συμπέρασμα: Το ίσον είναι το μέσον μεταξύ του περισσότερου και του λιγότερου. Το «κέρδος» και η «ζημιά» είναι «περισσότερο» και «λιγότερο» με αντίθετο μεταξύ τους τρόπο: περισσότερο καλό και λιγότερο κακό θα πει «κέρδος», το αντίθετο είναι η «ζημιά»· το μέσον ανάμεσά τους είναι, όπως είπαμε, το ίσον, αυτό που λέμε ότι είναι το δίκαιο. Κατά συνέπεια, το επανορθωτικό δίκαιο θα είναι το μέσον μεταξύ «ζημιάς» και «κέρδους».

Αυτός είναι ο λόγος που, όταν εγείρονται αμφισβητήσεις, οι άνθρωποι καταφεύγουν στον δικαστή: «πηγαίνω στον δικαστή» θα πει «πηγαίνω στο δίκαιο»· γιατί ο δικαστής είναι, στο τέλος τέλος, κάτι σαν το δίκαιο προσωποποιημένο· και ψάχνουν να βρουν τον δικαστή σαν να ψάχνουν να βρουν τον άνθρωπο που βρίσκεται στο μέσον —κάποιοι τους λένε και μεσιδίους—, πιστεύοντας πως, αν πετύχουν το μέσον, θα πετύχουν το δίκαιο. Είναι λοιπόν το δίκαιο, κατά κάποιον τρόπο, μέσον, αφού είναι μέσον και ο δικαστής. Ο δικαστής αποκαθιστά την ισότητα· είναι σαν να είχαμε μια γραμμή διαιρεμένη σε δύο άνισα μέρη και ο δικαστής να παίρνει το κομμάτι κατά το οποίο το μεγαλύτερο μέρος υπερέχει από το μισό, και το κομμάτι αυτό να το προσθέτει στο μικρότερο μέρος. Όταν όμως το όλον διαιρεθεί σε δύο ίσα μέρη, τότε οι άνθρωποι λένε ότι έχουν «το δικό τους κομμάτι», όταν δηλαδή ο καθένας έχει πάρει ίσο κομμάτι. Το ίσον είναι το μέσον μεταξύ της μεγαλύτερης και της μικρότερης γραμμής σύμφωνα με την αριθμητική αναλογία. Αυτός, άλλωστε, είναι και ο λόγος που λέγεται δίκαιο, επειδή είναι δίχα, σαν να έλεγε κανείς δίχαιο, και ο δικαστής διχαστής. Αν, πράγματι, πάρουμε δύο ίσες γραμμές και, αφαιρώντας από τη μία ένα κομμάτι, το προσθέσουμε στην άλλη, τότε η άλλη αυτή γραμμή γίνεται μεγαλύτερη κατά τα δύο αυτά κομμάτια. Γιατί αν απλώς αφαιρεθεί από την πρώτη, δεν προστεθεί όμως στη δεύτερη,

[1132b] τότε η δεύτερη θα είναι μεγαλύτερη από την πρώτη μόνο κατά το ένα αυτό κομμάτι. Από το μέσο λοιπόν είναι μεγαλύτερη κατά το ένα αυτό κομμάτι, και το μέσον έχει γίνει μεγαλύτερο κατά το ένα αυτό κομμάτι από τη γραμμή από την οποία το κομμάτι αυτό αφαιρέθηκε. Έτσι θα ξέρουμε τί πρέπει να αφαιρέσουμε από αυτό που έγινε μεγαλύτερο και τί πρέπει να προσθέσουμε σ᾽ αυτό που έγινε μικρότερο: σ᾽ αυτό που έγινε μικρότερο πρέπει να προσθέσουμε αυτό κατά το οποίο το μέσον είναι μεγαλύτερο, και από αυτό που έγινε μεγαλύτερο πρέπει να αφαιρέσουμε αυτό κατά το οποίο είναι μεγαλύτερο από το μέσον. Ας πάρουμε τις γραμμές αα ββ γγ ίσες μεταξύ τους. Από τη γραμμή αα ας αφαιρέσουμε το κομμάτι αε, και ας το προσθέσουμε στη γραμμή γγ ως γδ, έτσι ώστε ολόκληρη η γραμμή δγγ να είναι μεγαλύτερη από τη γραμμή εα κατά τα κομμάτια γδ και γζ· άρα θα είναι μεγαλύτερη από τη γραμμή ββ κατά το κομμάτι γδ. Το ίδιο συμβαίνει και στις άλλες τέχνες: αυτές θα εξαφανίζονταν, αν αυτό που κάνει το ενεργούν στοιχείο σε ορισμένη ποσότητα και με ορισμένο τρόπο, δεν προσλαμβάνεται στην αντίστοιχη ποσότητα και με τον αντίστοιχο τρόπο από το πάσχον στοιχείο. Οι δύο αυτές λέξεις, «ζημιά» και «κέρδος», έχουν την αρχή τους στις συναλλαγές των ανθρώπων που γίνονται με τη θέλησή τους: «κερδίζω» θα πει «έχω πιο πολλά από αυτά που είχα», και «ζημιώνω» θα πει «έχω λιγότερα από αυτά που είχα αρχικά». Έτσι, π.χ., συμβαίνει στις αγορές και στις πωλήσεις, και γενικά σε όλες τις περιπτώσεις που ο νόμος δίνει στον κόσμο το ελεύθερο να κανονίζουν μόνοι τους τους όρους των συναλλαγών τους. Όταν όμως δεν έχουν ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα, αλλά αυτά ακριβώς που είχαν εξαρχής, τότε λένε ότι «έχουν τα δικά τους» και ότι ούτε ζημιώνουν ούτε κερδίζουν. Το δίκαιο, επομένως, είναι το μέσον ανάμεσα σ᾽ αυτά που μπορεί κανείς να ονομάσει «κέρδος» και «ζημία», και μάλιστα στις σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ των ανθρώπων χωρίς τη θέλησή τους· που πάει να πει ότι αυτό που έχει κανείς μετά από τη σχέση/συναλλαγή είναι ίσο με αυτό που είχε πριν από αυτήν.