Τετάρτη 2 Οκτωβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Πλοῦτος (885-925)

885 ΚΑ. ἀλλ᾽ οὐδέν᾽ ἔστι συκοφάντου δήγματος.
ΣΥ. ἆρ᾽ οὐχ ὕβρις ταῦτ᾽ ἐστὶ πολλή; σκώπτετον,
ὅ τι δὲ ποεῖτον ἐνθάδ᾽ οὐκ εἰρήκατον.
οὐκ ἐπ᾽ ἀγαθῷ γὰρ ἐνθάδ᾽ ἐστὸν οὐδενί.
ΚΑ. μὰ τὸν Δί᾽ οὔκουν τῷ γε σῷ, σάφ᾽ ἴσθ᾽ ὅτι.
890 ΣΥ. ἀπὸ τῶν ἐμῶν γὰρ ναὶ μὰ Δία δειπνήσετον.
ΔΙ. ὡς δὴ ᾽π᾽ ἀληθείᾳ σὺ μετὰ τοῦ μάρτυρος
διαρραγείης— ΚΑ. μηδενός γ᾽ ἐμπλήμενος.
ΣΥ. ἀρνεῖσθον; ἔνδον ἐστίν, ὦ μιαρωτάτω,
πολὺ χρῆμα τεμαχῶν καὶ κρεῶν ὠπτημένων.
895 ὓ ὗ ὓ ὗ ὓ ὗ ὓ ὗ ὓ ὗ ὓ ὗ.
ΚΑ. κακόδαιμον, ὀσφραίνει τι; ΔΙ. τοῦ ψύχους γ᾽ ἴσως.
ἐπεὶ τοιοῦτόν γ᾽ ἀμπέχεται τριβώνιον.
ΣΥ. ταῦτ᾽ οὖν ἀνασχέτ᾽ ἐστίν, ὦ Ζεῦ καὶ θεοί,
τούτους ὑβρίζειν εἰς ἔμ᾽; οἴμ᾽ ὡς ἄχθομαι
900 ὅτι χρηστὸς ὢν καὶ φιλόπολις πάσχω κακῶς.
ΔΙ. σὺ φιλόπολις καὶ χρηστός; ΣΥ. ὡς οὐδείς γ᾽ ἀνήρ.
ΔΙ. καὶ μὴν ἐπερωτηθεὶς ἀπόκριναί μοι. ΣΥ. τὸ τί;
ΔΙ. γεωργὸς εἶ; ΣΥ. μελαγχολᾶν μ᾽ οὕτως οἴει;
ΔΙ. Ἀλλ᾽ ἔμπορος; ΣΥ. ναί, σκήπτομαί γ᾽, ὅταν τύχω.
905 ΔΙ. τί δαί; τέχνην τιν᾽ ἔμαθες; ΣΥ. οὐ μὰ τὸν Δία.
ΔΙ. πῶς οὖν διέζης ἢ πόθεν μηδὲν ποιῶν;
ΣΥ. τῶν τῆς πόλεώς εἰμ᾽ ἐπιμελητὴς πραγμάτων
καὶ τῶν ἰδίων πάντων. ΔΙ. σύ; τί μαθών; ΣΥ. βούλομαι.
ΔΙ. πῶς οὖν ἂν εἴης χρηστός, ὦ τοιχωρύχε,
910 εἴ σοι προσῆκον μηδὲν εἶτ᾽ ἀπεχθάνει;
ΣΥ. οὐ γὰρ προσήκει τὴν ἐμαυτοῦ μοι πόλιν
εὐεργετεῖν, ὦ κέπφε, καθ᾽ ὅσον ἂν σθένω;
ΔΙ. εὐεργετεῖν οὖν ἐστι τὸ πολυπραγμονεῖν;
ΣΥ. τὸ μὲν οὖν βοηθεῖν τοῖς νόμοις τοῖς κειμένοις
915 καὶ μὴ ᾽πιτρέπειν ἐάν τις ἐξαμαρτάνῃ.
ΔΙ. οὔκουν δικαστὰς ἐξεπίτηδες ἡ πόλις
ἄρχειν καθίστησιν; ΣΥ. κατηγορεῖ δὲ τίς;
ΔΙ. ὁ βουλόμενος. ΣΥ. οὐκοῦν ἐκεῖνός εἰμ᾽ ἐγώ.
ὥστ᾽ εἰς ἔμ᾽ ἥκει τῆς πόλεως τὰ πράγματα.
920 ΔΙ. νὴ Δία, πονηρόν γ᾽ ἆρα προστάτην ἔχει.
ἐκεῖνο δ᾽ οὐ βούλοι᾽ ἄν, ἡσυχίαν ἔχων
ζῆν ἀργός; ΣΥ. ἀλλὰ προβατίου βίον λέγεις,
εἰ μὴ φανεῖται διατριβή τις τῷ βίῳ.
ΔΙ. οὐδ᾽ ἂν μεταμάθοις; ΣΥ. οὐδ᾽ ἂν εἰ δοίης γέ μοι
925 τὸν Πλοῦτον αὐτὸν καὶ τὸ Βάττου σίλφιον.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΚΕΡΑΜΒΟΣ ή ΤΕΡΑΜΒΟΣ

ΚΕΡΑΜΒΟΣ ή ΤΕΡΑΜΒΟΣ
(έντομο, σκαθάρι)
 
Ο Αντωνίνος Λιβεράλις, συγγραφέας των πρώτων μεταχριστιανικών χρόνων, είναι ο μόνος που διασώζει τον μύθο αναλυτικά σημειώνοντας ότι «Τα εξιστορεί ο Νίκανδρος στο α' βιβλίο των Μεταμορφώσεων» (ο Νίκανδρος είναι συγγραφέας του 2ου αι. π.Χ.). Ο Οβίδιος αναφέρεται συνοπτικά και παεμπιπτόντως στη μεταμόρφωση του Κέραμβου σε φτερωτό σκαθάρι, όταν ονομάζει στους τόπους απ' όπου πέρασε η Μήδεια με τους φτερωτούς της δράκους, μετά τον φόνο των παιδιών της.
 
Ο Κέραμβος, εγγονός του Ποσειδώνα και γιος του Εύσειρου και της νύμφης Ειδοθέας, κατοι­κούσε στη γη των Μαλιέων κοντά στους πρόποδες της Όθρυος (βουνό που οριοθετούσε τη Θεσσαλία από τη Στερεά Ελλάδα, στα σύνορα Μαγνησίας και Φθιώτιδας). Απόκτησε πολλά κοπάδια και τα έβοσκε ο ίδιος. Ήταν ο καλύτερος μουσικός της εποχής του, ξακουστός για τα βουκολικά άσματα που ο ίδιος συνέθετε· μάλιστα επινόησε τον ποιμενικό αυλό και πρώτος αυτός χρησιμο­ποίησε τη λύρα. Τις δουλειές του στους αγρούς τις εκτελούσε τραγουδώντας. Οι Νύμφες ευφραίνονταν με τα μελίσματά του και κάποτε εμφανίστηκαν μπροστά του και χόρεψαν με τις μελωδίες του -προνόμιο μεγάλο αυτό για ένα θνητό, να εμφανίζονται αθάνατες θεότητες μπροστά του. Μάλιστα οι Νύμφες για τα χαρίσματά του τον βοηθούσαν στις δουλειές του. Τον συμπάθησε και ο Πάνας τόσο που τον προειδοποίησε να φύγει από την Όθρυ και να βόσκει τα πρόβατά του στην πεδιάδα, γιατί επρόκειτο να ξεσπάσει σφοδρή κακοκαιρία -ο χειμώνας θα ήταν πρώιμος και βαρύς. Με την υπεροοψία της νιότης, όμως, και σαν τυφλωμένος από τους θεούς, ο Κέραμβος αρνήθηκε και προσέβαλε τις Νύμφες λέγοντας ότι δεν έχουν τη σπουδαία καταγωγή που ισχυρίζονταν από τον Δία αλλά ότι ήταν κόρες της Δεινώς και του Σπερχειού και ότι ο Ποσειδώνας, από πόθο για μια από αυτές, τη Διοπάτρη, ρίζωσε τις αδερφές της και τις έκανε μαύρες λεύκες· τις ελευθέρωσε και τις επανέφερε στην αρχική τους φύση, μόνο όταν χόρτασε τον έρωτα μαζί της.
 
Οι κακολογίες του προκάλεσαν την οργή των Νυμφών εναντίον του. Τιμωρήθηκε, όταν επαληθεύθηκαν οι προβλέψεις του Πάνα για τον πρώιμο χειμώνα· το βαρύ κρύο και το πυκνό χιόνι πάγωσαν τις χαράδρες και έκαναν μονοπάτια και δέντρα να χαθούν, μαζί και τα κοπάδια του Κέραμβου. Τότε ήταν που οι Νύμφες μεταμόρφωσαν τον Κέραμβο σε ένα είδος μεγάλου σκαθαριού, τον κεράμβυγα, που ζει κάτω από τους φλοιούς των δένδρων και τρέφεται από το ξύλο, γι' αυτό αποκαλείται και ξυλοφάγο βόδι, λέει ο Λιβεράλις. Έχει αγκυλωτές δαγκάνες, κινεί συνεχώς τα σαγόνια του, είναι μαύρος, μακρουλός, με σκληρές φτερούγες. Τα παιδιά τον έχουν για παιγνίδι, του κόβουν το κεφάλι και το φοράνε· μάλιστα, οι τεράστιες κεραίες του τον κάνουν να μοιάζει με λύρα από καβούκι χελώνας. Εξάλλου, πρώτος αυτός από όλους τους ανθρώπους έπαιξε τη λύρα.*
-------------------------------------
*Συνειρμικά η μεταμόρφωση του Κέραμβου σε σκαθάρι φέρνει στον νου ένα από τα σπουδαιότερα διηγήματα του 20ού αιώνα. Είναι Η μεταμόρφωση του τσέχου συγγραφέα Φραντς Κάφκα. Το διήγημα ξεκινά ως εξής:
Όταν ένα πρωί ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε από ταραγμένο ύπνο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε τεράστιο ζωύφιο. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, η πλάτη του ήταν σκληρή σαν πανοπλία, και όταν σήκωσε λιγάκι το κεφάλι του, είδε την τουρλωτή καφετιά κοιλιά του να είναι χωρισμένη σε φέτες, ενώ πάνω της ήταν αδύνατο να σταθούν τα σκεπάσματα· είχε μείνει σχεδόν ξεσκέπαστος. Τα αμέτρητα ποδαράκια του, αξιοθρήνητα λεπτά σε σύγκριση με το υπόλοιπο σώμα του, κουνιόντουσαν αβοήθητα μπροστά στα ίδια του τα μάτια.

Μαρία Μοντεσσόρι: Οι βασικές αρχές της παιδαγωγικής της μεθόδου

Η Μαρία Μοντεσσόρι γεννιέται το 1870 στο Chiaravalle της Ιταλίας. Μεγαλώνει σ’ ένα περιβάλλον με αυστηρούς κανόνες, αν και η μητέρα της, πολύ στοργική, σέβεται την ελευθερία της. Στα 26 της χρόνια γίνεται μία από τις πρώτες γυναίκες στην Ιταλία που παίρνουν πτυχίο ιατρικής.

Εργάζεται στην ψυχιατρική κλινική του Πανεπιστημίου της Ρώμης και ασχολείται με παιδιά που θεωρούνται «καθυστερημένα». Εκεί ανακαλύπτει ότι τα παιδιά αυτά δεν έχουν κανένα παιχνίδι στη διάθεσή τους, παρόλο που χωρίς δράση δεν μπορούν να προοδεύσουν. Παράλληλα ανακαλύπτει τις έρευνες των Γάλλων παιδαγωγών Jean Itard (1774-1838) και Edouard Seguin (1812-1880) για τα «κουτά» παιδιά. Από το 1900 αποφασίζει να αφοσιωθεί στην παιδαγωγική.

Η Μαρία κάνει μια ομιλία στο Συνέδριο Παιδαγωγικής του Τορίνο το 1899. Λίγο μετά ο Guido Bacceli, υπουργός Παιδείας, της ζητά να κάνει ομιλίες στη Ρώμη. Τότε, μιλώντας για τα λεγόμενα «καθυστερημένα« παιδιά, λέει: «Διαισθάνθηκα ότι το πρόβλημα αυτής της νοητικής υστέρησης ήταν παιδαγωγικό και όχι ιατρικό… Έκανα ομιλίες για την ηθική εκπαίδευση».

Λίγο καιρό μετά δημιουργεί ένα σχολείο «ορθοφρένειας» όπου καταρτίζει εκπαιδευτικούς. Τους κάνει να συνειδητοποιήσουν τη σπουδαιότητα της παρατήρησης: «Παρατηρείτε και μην κρίνετε». Συμμετέχει σε πολλά συνέδρια στη Ρώμη και στη συνέχεια στο Παρίσι και συνεχίζει να εργάζεται με παιδιά με νοητική υστέρηση, στα οποία μαθαίνει να διαβάζουν, να γράφουν και να περνούν (με επιτυχία) τις εξετάσεις, όπως κάνει με τα «φυσιολογικά» παιδιά.

Το 1906 είναι το έτος ορόσημο στη ζωή της, όταν ασχολείται με παιδιά προσχολικής ηλικίας για τα οποία δημιουργεί την παιδαγωγική της μέθοδο. Σήμερα λειτουργούν πάνω από 22.000 μοντεσσοριανά σχολεία και στις έξι ηπείρους.

Οι βασικές αρχές της παιδαγωγικής μοντεσσόρι

«Όλοι οι άνθρωποι, πριν γίνουν δυνατοί για να παλέψουν, ήταν αδύναμοι» –Μαρία Μοντεσσόρι

Κάθε παιδί είναι μοναδικό

Η Μαρία Μοντεσσόρι παρατήρησε ότι το παιδί από 0 έως 6 χρονών έχει ένα «μυαλό που απορροφά» σαν σφουγγάρι. Απορροφά όλα όσα αντιλαμβάνεται στο περιβάλλον του χωρίς να κάνει κάποια διάκριση μεταξύ καλού και κακού.

Σύμφωνα με τη Μαρία Μοντεσσόρι, κάθε παιδί είναι μοναδικό. Έχει τη δική του προσωπικότητα, τον δικό του ρυθμό ζωής, τα προτερήματά του και τις ενδεχόμενες δυσκολίες του. Όλα τα παιδιά διέρχονται από «περιόδους ευαισθησίας». Πρόκειται για ειδικές ευαισθησίες κατά τη διαδικασία ανάπτυξης, για περιόδους της ζωής του όπου το παιδί είναι ολοκληρωτικά «απορροφημένο» από μια ευαισθησία ειδικά για ένα συγκεκριμένο στοιχείο.

Αυτές οι παροδικές περίοδοι ολοκληρώνονται με την κατάκτηση του καθορισμένου στοιχείου. Μόλις το στοιχείο αυτό αναπτυχθεί, παύει να υπάρχει η «ευαισθησία». Κατά συνέπεια, είναι σημαντικό το περιβάλλον να προσφέρει στο παιδί στην κατάλληλη στιγμή τα μέσα για να αναπτυχθεί αξιοποιώντας αυτές τις περιόδους ευαισθησίας, που είναι οι εξής:

– Η περίοδος ευαισθησίας για τη γλώσσα, περίπου μεταξύ 2 μηνών και 6 χρονών: το παιδί ονομάζει τις έννοιες

– Η περίοδος ευαισθησίας για τον συντονισμό των κινήσεων, περίπου μεταξύ 18 μηνών και 4 χρονών: το παιδί εκλεπτύνει τη χρήση των χεριών του.

– Η περίοδος ευαισθησίας για την τάξη, περίπου από τη γέννηση έως τα 6 έτη: το παιδί ταξινομεί, διευθετεί, κατηγοριοποιεί, επεξεργάζεται έναν συλλογισμό.

– Η περίοδος ευαισθησίας για την εκλέπτυνση των αισθήσεων, περίπου από 18 μηνών έως 5 χρονών.

– Η περίοδος ευαισθησίας για την κοινωνική συμπεριφορά, περίπου από 2.5 χρονών έως 6 χρονών.

– Η περίοδος ευαισθησίας για τα μικρά αντικείμενα, μια σύντομη περίοδος κατά τον 2ο χρόνο του παιδιού.

Αν εμείς οι ενήλικες πιστεύουμε ότι αυτές οι περίοδοι ευαισθησίας, ισχύουν πράγματι, καταλαβαίνουμε ότι δεν πρέπει να προγραμματίζουμε την ανάπτυξη του παιδιού. Η φύση έχει ήδη κάνει τον δικό της προγραμματισμό. Οφείλουμε μόνο να εξασφαλίζουμε ένα περιβάλλον που σέβεται αυτές τις περιόδους ευαισθησίας. Ένα τέτοιο περιβάλλον πρέπει:

– Να παρέχει ασφάλεια και να είναι το ίδιο ασφαλές.

– Να είναι ήρεμο.

– Να προσφέρει πολλές ευκαιρίες εξερεύνησης.

– Να είναι προσαρμοσμένο στις ανάγκες κάθε περιόδου.

– Να σέβεται την τάξη.

– Να εξασφαλίζει την ελευθερία δράσης του παιδιού.

Όσα μένουν ανείπωτα, αλλά είναι συνεχώς στο νου μας

Όσα δεν λέμε, αλλά σκεφτόμαστε και νιώθουμε

Νιώθουμε ότι μένουμε πίσω στη ζωή

Είτε είμαστε φοιτητές, είτε κάνουμε ένα διάλειμμα από την εργασία, είτε εργαζόμαστε, είναι πολλές φορές που νιώθουμε ότι δεν κάνουμε αρκετά ή ότι δεν είμαστε εκεί που θα έπρεπε στη ζωή. Μπορεί να υπάρξουν μέρες όπου νιώθουμε σίγουροι και πλήρεις επειδή κάνουμε πράγματα που μας γεμίζουν. Υπάρχουν επίσης οι στιγμές που δημοσιεύουμε περήφανοι στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης τα επιτεύγματά μας.

Αλλά οι πραγματικές στιγμές είναι εκείνες που παλεύουμε με ό,τι υπάρχει πίσω από τις κουρτίνες, όταν καταρρέουμε σιωπηλά, προσμένοντας το πότε θα έρθει η δική μας στιγμή. Είναι μια συνεχής μάχη αναζήτησης της ευτυχίας.

Ταυτίζουμε την αυταξία μας με ό,τι κάνουμε

Πόσοι από εμάς νιώθουμε πλήρεις χωρίς τους τίτλους που μας έχουν δοθεί; Πώς θα νιώθαμε αν δεν προσδιοριζόμασταν από το επάγγελμά μας, από το ότι είμαστε συγγραφείς, ηγέτες ή ακόμα και πολιτικοί; Το ότι ζούμε μέρα με τη μέρα και είμαστε ευτυχισμένοι με αυτό που είμαστε ως άνθρωποι και όχι ως ρόλοι, είναι που θα πρέπει να μας κάνει να νιώθουμε ευγνώμονες.

Παλεύουμε με τη σύγκριση και τη ζήλια, ακόμα και με τους φίλους μας

Έχουμε διαβάσει τόσα βιβλία αυτοβοήθειας, έχουμε μιλήσει τόσο πολύ γι’ αυτό και έχουμε πιστέψει ότι έχουμε ξεπεράσει τον φθόνο και τη σύγκριση. Ύστερα, παγιδεύεστε και πάλι στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, όπου βλέπετε ότι η φίλη σας αρραβωνιάστηκε, ο φίλος σας βρήκε την εργασία των ονείρων του και άλλα τέτοια.

Συχνά μετράμε την αξία και την πρόοδό μας στη ζωή συγκριτικά με τους άλλους, επειδή η πρόοδος των άλλων γίνεται αντιληπτή ως απειλή για τη δική μας επιτυχία. Ωστόσο, όλοι έχουμε μοναδικά μονοπάτια και δικές μας ιστορίες επιτυχίας, οπότε δεν τίθεται θέμα σύγκρισης.

Το άγχος κάνει τη ζωή δυσκολότερη απ’ ότι χρειάζεται να είναι

Η καθημερινότητα με άγχος μας κάνει να νιώθουμε σαν να περπατάμε πάνω σε ένα τεντωμένο σκοινί, απ’ όπου φοβόμαστε ότι θα πέσουμε οποιαδήποτε στιγμή. Νιώθουμε ότι τίποτα δεν είναι χαλαρό. Φοβόμαστε να κάνουμε λάθη. Νιώθουμε ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι τα μόνα που μπορούν να μας «επικυρώσουν»

Ας είμαστε ειλικρινείς: τα προφίλ μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ένα δημιούργημα της ζωής που ευχόμαστε να είχαμε χωρίς την πραγματικότητα της καθημερινότητας. Ο λόγος είναι ότι τόσοι άνθρωποι νιώθουν απογοήτευση από τη ζωή τους και μπαίνουν σε διαδικασία σύγκρισης ο ένας με τον άλλο. Πολλοί από εμάς νιώθουμε ανεπαρκείς χωρίς την κοινωνική επιβεβαίωση.

Οι σχέσεις μας κάνουν να νιώθουμε αποδεκτοί στην κοινωνία

Όχι όλοι, αλλά κάποιοι νιώθουν ότι το να έχουν σχέση είναι ένα επίτευγμα. Όταν παντρευόμαστε, θεωρούμε ότι έχουμε φτάσει στην πλήρωση και είναι πιο αποδεκτό να έχουμε κάποιον να αγαπάμε από το να είμαστε μόνοι. Η αλήθεια είναι ότι η κοινωνία δίνει υπερβολική έμφαση στις σχέσεις και αποτυγχάνει να αναγνωρίσει ότι η αυτο-αγάπη είναι το σημαντικότερο στοιχείο, είτε είμαστε σε σχέση ή single.

Αμφισβητούμε το αν γνωρίζουμε τι κάνουμε

Είμαστε αρκετά έξυπνοι σε σύγκριση με τους συνομήλικους μας στην εργασία και στο σχολείο; Έχουμε τη γνώση ή τις δεξιότητες να επιβιώσουμε, αν μας προσφερθεί η εργασία των ονείρων μας; Κανείς δεν μας διδάσκει πώς να ζούμε ή να υπάρχουμε. Δεν υπάρχει εγχειρίδιο. Αν είμαστε αρκετά ειλικρινείς με τον εαυτό μας, εξελισσόμαστε βάσει της μεταφοράς πληροφοριών από άλλους από γενιά σε γενιά. Κανείς δεν γνωρίζει τι κάνουν. Δεν είστε μόνοι σε αυτή τη σύγχυση.

Δώσε στον εαυτό σου το Ερεβοκτόνο φως της αλήθειας για να σε οδηγήσει

Ραγισμένες καρδιές. Ένας εαυτός ραγισμένος, κομμάτια έπεσε στο πάτωμα. Ράγισε η καρδιά του. Με ποια δύναμη να βοηθήσεις αυτόν τον άνθρωπο;

Ποια ελπίδα να ενσταλάξεις μέσα του όταν εκείνος τα βλέπει όλα μαύρα; Πώς να τον κάνεις να αισθανθεί την παρουσία όταν νιώθει τόσο μόνος του; Με ποιους δαίμονες να παλέψεις όταν εκείνος αρνείται να τους αποχωριστεί;

Πώς να μιλήσεις για αγάπη σε έναν εαυτό που δεν την ένιωσε ποτέ; Πώς να αποδείξεις την αξία του, όταν εκείνος απαξιώνει οτιδήποτε δικό του; Δύσκολο έργο, οι αντιστάσεις του αδυσώπητες, η βιασύνη του ανελέητη, η αυτοκαταστροφική τάση ολοφάνερη.

Λένε πως κάθε πτώση είναι η δεύτερη ευκαιρία του ανθρώπου να ζήσει τη ζωή του. Και έτσι είναι… εν μέρει. Αν ο άνθρωπος δεν αγκαλιάσει τα σκοτάδια του, τις σκιές του, τα δύσκολα συναισθήματά του, αν δεν αποδεχτεί το ψυχικό του βάρος και αν δεν αποφασίσει να πάψει να μαστιγώνει τον εαυτό του ανηλεώς, θα συνεχίζει τον αέναο κύκλο της αυτοκαταστροφής του.

Όσο δεν επιτρέπεις στο Αληθινό Ερεβοκτόνο φως να μπει στη ζωή σου, όλα θα μοιάζουν ένας φαύλος κύκλος, μια λερναία ύδρα που ένα κεφάλι θα κόβεις και δέκα θα βγαίνουν.

Ίσως χρειάζεται να πιάσεις πραγματικό πάτο, για να μπορέσει να μιλήσει εκείνη η βαθύτερη εσωτερική φωνή μέσα σου που θα ραγίσει το βράχο του πόνου σου. Ίσως αυτός να είναι ο τρόπος για να ξεχυθούν δάκρυα από τα μάτια σου, να λιώσουν το ψύχος της καρδιάς σου. Ίσως να χρειαστείς να αποφασίσεις να δεις αυτό το τέρας στα μάτια που τόσο φοβάσαι.

Μέχρι να φτάσεις εκεί, θα αμφισβητήσεις, θα ματαιώσεις, θα ακυρώσεις τη διαδικασία, το πρόσωπο, όπως ακριβώς κάνεις με τον εαυτό σου. Και όλο αυτό είναι μέρος της θεραπείας, αυτής που όσο κι αν αντιστέκεσαι, γίνεται και θα γίνει, αρκεί η ψυχή σου να το έχει αποφασίσει.

Γιατί αν την απόφαση την πάρει εκείνη, όλα είναι απλά θέμα χρόνου. Εκεί είναι το κλειδί. Μίλα της και θα σου απαντήσει. Δώσε της όμως Ερεβοκτόνο φως αληθινό, αυτή είναι η τροφή της. Το φως της αλήθειας που κρύβεις μέσα σου για να σε οδηγήσει.

Η σημασία του να σε αγαπάει κάποιος και να τον αγαπάς

Το να σου «κρατάει» το χέρι εκείνος που θεωρείς άνθρωπο σου, έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία από όση συχνά αντιλαμβανόμαστε.

Το να κάνουμε κάτι που θα πληγώσει αυτόν με τον οποίο συμπορευόμαστε, δεν είναι αμελητέο. Μια πράξη «προδοσίας», από τον άνθρωπο που ενωνόμαστε ασκεί επιρροή βαθύτερη. Ταράζει υπαρξιακές ισορροπίες. Καθότι το να έχουμε κάποιον δίπλα μας, αποτελεί υπαρξιακή ανάγκη. Χρειαζόμαστε να μοιραζόμαστε, να αφηνόμαστε, να χανόμαστε.. αισθανόμενοι ασφάλεια.

Το να αγαπάω σημαίνει να μπορώ να μοιράζομαι.

Το να αγαπάω σημαίνει να μπορώ να απελευθερώνομαι.

Το να αγαπάω σημαίνει να μπορώ να αφήνομαι.

Το να αγαπάω σημαίνει να μπορώ να χάνομαι.

Το να αγαπάω σημαίνει να μπορώ να δίνω χωρίς να περιμένω αντάλλαγμα, αλλά να ξέρω πως είσαι εκεί για εμένα.

Το να αγαπάω σημαίνει να μπορώ να αποδεσμεύω κάθε φόβο που με περιορίζει, ώστε να πάψω να αντιστέκομαι στην ευτυχία. Μπορεί όμως να χρειαστώ την βοήθεια σου.

Το να αγαπάω σημαίνει να μπορώ να γίνομαι ένα μαζί σου, αλλά να υπάρχω ακέραιη χωρίς εσένα και εσύ δίχως εμένα, όταν οι συνθήκες το προστάζουν.

Το να αγαπάω σημαίνει να μπορώ να επικοινωνώ όλα όσα έχω ανάγκη να εκφράσω, όλα όσα την ψυχή μου βαραίνουν, όλα όσα η χαρά με γεμίζει.
Το να αγαπάω σημαίνει να μπορώ να θυμώνω, δίχως να κρατάω κακιά και να έχω ανάγκη να σε κάνω να πονέσεις.

Το να αγαπάω σημαίνει να κουβαλάω «τα βάρη» σου που και που, χωρίς να με κουράζουν, απλά για να ξεκουραστείς και εσύ λιγάκι.

Το να αγαπάω σημαίνει να σου δίνω την καρδιά μου να την κρατάς, με την απουσία του φόβου πως θα την σπάσεις.

Το να αγαπάω σημαίνει να χάνομαι και να σβήνω, έπειτα να ανάβω ξανά και ξανά.. μονάχα για να ζήσω λίγες ακόμα στιγμές μαζί σου.

Για να έχει η αγάπη αυτή όμως ισορροπία και υπόσταση, χρειάζεται να αισθάνομαι σιγουριά πως είσαι ουσιαστικά δίπλα μου, πως κατανοείς και εσύ τι σημαίνει… ΑΓΑΠΑΩ!

Και όταν καίγεσαι στις φλόγες της ζωής, να μπορείς να σβήνεις με την αγάπη..

Να χάνεις τον εαυτό σου στον έρωτα. Να ξεχνάς την υπόσταση σου, να γίνεσαι αιθέρας.

ΠΛΑΤΩΝ: Δικαιοσύνη και αδικία

Το παρακάτω κείμενο είναι από το πρώτο βιβλίο της Πολιτείας, ένα από τα πιο σημαντικά έργα του Πλάτωνα, που χωρίζεται σε 10 βιβλία.

Tο πρώτο βιβλίο, σε αντίθεση με τα άλλα, μοιάζει πολύ με τους πρώιμους πλατωνικούς διαλόγους (Απολογία, Kρίτων) και είναι διάλογος του Σωκράτη κυρίως με τον σοφιστή Θρασύμαχο. Eδώ ο Σωκράτης επισκέπτεται τον Πειραιά, για να παρακολουθήσει τη θρησκευτική τελετή μιας ξένης θεάς, και πείθεται να επισκεφθεί το σπίτι του Κέφαλου, ενός ηλικιωμένου πλούσιου μετοίκου από τις Συρακούσες. Συνομιλεί με αυτόν, τον γιο του Πολέμαρχο και τον σοφιστή Θρασύμαχο και ο καθένας παρουσιάζει τις δικές του απόψεις για τη δικαιοσύνη. Οι συνομιλητές οδηγούνται σε σύγχυση από τις συνεχείς ερωτήσεις του Σωκράτη.

Ο Σωκράτης συνομιλεί με τον Θρασύμαχο γύρω από την έννοια της δικαιοσύνης. O Θρασύμαχος εξυμνεί την αδικία. Yποστηρίζει ότι «δικαιοσύνη είναι το δίκαιο του ισχυρότερου» και ότι όλοι μας θα αδικούσαμε αν είχαμε την ευκαιρία.

Σωκράτης: Σε ρωτώ λοιπόν ό,τι σε ρώτησα και πρωτύτερα, για να συνεχίσουμε τη διερεύνησή μας γύρω στη δικαιοσύνη. Τι είναι και πώς σχετίζεται με την αδικία. Γιατί ακούστηκε εδώ ότι η αδικία είναι κάτι πιο δυνατό και πιο αποτελεσματικό από τη δικαιοσύνη. Τώρα όμως, είπα, αν συμβαίνει η δικαιοσύνη να είναι σοφία και αρετή, εύκολα, φαντάζομαι, θα γίνει φανερό ότι είναι και κάτι πιο δυνατό από την αδικία, αφού η αδικία είναι άγνοια δε θέλω όμως, Θρασύμαχε, να δούμε το πράγμα με αυτόν τον απλό και επίπεδο τρόπο αλλά να το εξετάσουμε κάπως έτσι: Θα δεχόσουν ως δεδομένο ότι μια πολιτεία μπορεί να είναι άδικη και να επιχειρεί, παραβαίνοντας το δίκαιο, να υποδουλώσει άλλες πολιτείες και να το κατορθώνει και πολλές να τις κρατάει υπόδουλες; Αν δουλειά της αδικίας είναι να σπέρνει παντού το μίσος, όπου κι αν εμφανίζεται, σε ελεύθερους ή σε δούλους, άραγε δε θα τους κάνει να μισούν ο ένας τον άλλο και να ‘χουν διχόνοια και να μην μπορούν να πράξουν κάτι από κοινού; Κι όταν εισχωρήσει σε δύο άτομα; Δε θα ‘ρθει διχόνοια ανάμεσά τους; Δε θα ‘χουν διαφορές, δε θα μισηθούν, δε θα γίνουν εχθροί και μεταξύ τους και με τους δίκαιους ανθρώπους; Κι αν η αδικία, θαυμάσιέ μου άνθρωπε, εισχωρήσει σε ένα άτομο, άραγε θα χάσει τη δύναμή της ή θα την διατηρήσει αμείωτη;

 Πλάτων, Πολιτεία, A, 351a- d-352a

Αξιόνια – Μια νέα πρόταση ανιχνευτή με βάση την αλληλεπίδραση με πλάσμα

Οι έρευνες για τα [υποθετικά] αξιόνια, έναν από τους υποψήφιους για την σκοτεινή ύλη, συνήθως χρησιμοποιούν μια συσκευή που αποκαλείται αλοσκόπιο (haloscope), που μετατρέπει τα αξιόνια σε φωτόνια μέσω αρκετών διαφορετικών μηχανισμών. Ωστόσο, οι σημερινές συσκευές μπορούν να αισθανθούν τα αξιόνια μόνο αν η μάζα τους, η οποία είναι άγνωστη, είναι όχι περισσότερη από αρκετές δεκάδες μeV. Ο Alexander Millar, του Πανεπιστημίου της Στοκχόλμης και οι συνεργάτες του έχουν προτείνει το σχεδιασμό ενός νέου αλοσκοπίου, που βασίζεται στις αλληλεπιδράσεις αξιόνιου με πλάσμα, που θα μπορούσε να επεκτείνει την άνω ανιχνεύσιμη μάζα κατά μια τάξη μεγέθους.

Η υπάρχουσα θεωρία προβλέπει ότι ένα αξιόνιο που τοποθετείται σε μαγνητικό πεδίο θα αναμιχθεί με πλάσμα για να δημιουργήσει ένα ταλαντούμενο ρεύμα. Για ορισμένα πλάσματα, η αλληλεπίδραση παράγει ένα δυνάμει ανιχνεύσιμο πλασμόνιο (plasmon), έναν τύπο οιονεί σωματίου που γίνεται από ταλαντούμενα ηλεκτρόνια. Χρησιμοποιώντας αναλυτικά και αριθμητικά μοντέλα, η ομάδα έδειξε ότι για να παραχθεί αυτό το πλασμόνιο, η χαρακτηριστική συχνότητα του πλάσματος – ο ρυθμός με τον οποίο φορτία ταλαντώνονται φυσικά όταν μετατοπίζονται σε μικρές αποστάσεις – πρέπει να ταιριάζουν με τη συχνότητα του αξιόνιου, η οποία εξαρτάται από τη μάζα του σωμάτιου.

Για να παραχθεί ένα τέτοιο πλάσμα, η ομάδα προτείνει μια κυλινδρική συσκευή, 60 εκατοστών κατά τη μια διάσταση, που περιέχει μια συστοιχία παράλληλων λεπτών συρμάτων σε μαγνητικό πεδίο. Σε αυτή τη διάταξη, τα σύρματα συμπεριφέρονται όπως ένα πλάσμα του οποίου η χαρακτηριστική συχνότητα μπορεί να συντονίζεται αλλάζοντας την απόσταση μεταξύ των συρμάτων. Αυτός ο τύπος της συσκευής θα ήταν ευαίσθητος σε αξιόνια με μάζες μεταξύ 35 και 400 μeV. Ενώ το ολικό μέγεθος των υφιστάμενων αλοσκοπίων προσδιορίζει το εύρος της μάζας του αξιόνιου που μπορούν να ανιχνευθούν, το εύρος ανίχνευσης της νέας αυτής συσκευής εξαρτάται μόνο με την απόσταση μεταξύ των συρμάτων. Η εξάρτηση αυτή θα επέτρεπε τους ερευνητές να κάνουν μια συσκευή με μεγάλο όγκο, αυξάνοντας έτσι την πιθανότητα να ανιχνεύσει ένα αξιόνιο.

Το Εμπόριο της Ευτυχίας

«Εμείς δημιουργούμε την πραγματικότητά μας και αναφερόμαστε στο γεγονός ότι οι σκέψεις μας δημιουργούν την αντίληψη που έχουμε για τον κόσμο, αλλά τώρα μπορούμε να έχουμε μια πιο χειροπιαστή και εμπεριστατωμένη κατανόηση αυτής της φράσης.

Κυριολεκτικά δημιουργούμε το υλικό σύμπαν με την υποκειμενικότητά μας. Θεωρώ την συνείδηση θεμελιώδη. Θεωρώ την ύλη παράγοντα της συνείδησης. Δεν μπορούμε να πάμε πέρα από την συνείδηση. Για οτιδήποτε μιλάμε, οτιδήποτε αντιλαμβανόμαστε ως αληθινό προϋποθέτει να υπάρχει συνείδηση» -Max Planck
 
«Δεν αναιρούμε μια ηδονή με αναθέματα, την απορροφούμε, την αντικαθιστούμε με μια μεγαλύτερη. Ο καταναλωτισμός σας αηδιάζει όπως σας αηδιάζουν κι εκείνα τα βόδια που συνωθούνται στα σούπερ μάρκετ και τα πολυκαταστήματα; Επινοήστε άλλες χαρές, δημιουργήστε καινούριους πειρασμούς! Αλλά, για όνομα του θεού, πάψτε να γκρινιάζετε!» -Σαρλ Φουριέ
 
«Υπάρχουν πλάσματα που η ευτυχία πέφτει μανιασμένα επάνω τους σαν να ήταν δυστυχία, και πράγματι αυτό είναι». -Φρανσουά Μιυριάκ
 
Οι Επιστήμες της Μακαριότητας
 
«Όταν σηκωνόμαστε το πρωί, μπορούμε να επιλέξουμε αν θα έχουμε καλή ή κακή διάθεση. Η δυνατότητα επιλογής υφίσταται πάντα. Ο Λίνκολν έλεγε πως οι άνθρωποι μπορούν να είναι τόσο ευτυχισμένοι ή τόσο δυστυχισμένοι όσο έχουν αποφασίσει οι ίδιοι να είναι. Να επαναλαμβάνετε στον εαυτό σας: Τα πάντα πάνε θαυμάσια, η ζωή είναι ωραία, επιλέγω την ευτυχία. Να γίνετε ο δημιουργός της ίδιας σας της ευτυχίας, να κάνετε την ευτυχία σας καθήκον σας. Καταρτίστε μια λίστα με θετικές και ευχάριστες σκέψεις και να τις επαναλαμβάνετε πολλές φορές την ημέρα». -Νόρμαν Βίνσεντ Πηλ, «Η δύναμη της θετικής σκέψης» Edition Voie positive, Marabout, 1990.
 
Το 1929, ο Φρόιντ, δημοσιεύοντας το «Πολιτισμός πηγή δυστυχίας» διακηρύσσει την ευτυχία αδύνατη: για να μπορέσει το άτομο να ζήσει μέσα στην κοινωνία, οφείλει να εγκαταλείψει τις ολοένα αυξανόμενες επιθυμίες του, μια και ο κάθε πολιτισμός οικοδομείται πάνω στην απάρνηση των ενστίκτων. Κι αφού η δυστυχία μάς απειλεί από παντού, ενεδρεύει μες στο σώμα μας, μες στη φύση, στις σχέσεις μας με τους άλλους, ο Φρόιντ καταλήγει στο ακόλουθο συμπέρασμα: «Στο σχέδιο της “δημιουργίας” δεν λέει πουθενά πως ο άνθρωπος πρέπει να είναι ευτυχισμένος. Αυτό που αποκαλούμε ευτυχία, με την αυστηρή έννοια του όρου, απορρέει από την μάλλον ξαφνική ικανοποίηση μιας ανάγκης που έχει φτάσει στο ψηλότερο σημείο έντασης, και που από την φύση της δεν είναι δυνατή παρά μόνο κάτω από την μορφή ενός επεισοδιακού φαινομένου».
 
Πέρα από χιμαιρική, μόλις πενήντα χρόνια αργότερα, η ευδαιμονία έγινε σχεδόν υποχρεωτική. Κι αυτό επειδή στο μεταξύ έγινε μια διπλή επανάσταση. Από την μια, ο καπιταλισμός πέρασε από το σύστημα της παραγωγής, που βασιζόταν στην αποταμίευση και την εργασία, στο σύστημα της κατανάλωσης που προϋποθέτει ανάλωση και σπατάλη. Πρόκειται για μια καινούρια στρατηγική που προσαρτά την ευχαρίστηση αντί να την αποκλείει, σβήνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στην οικονομική μηχανή και τις ορμές μας καθιστώντας τες κινητήρες ανάπτυξης. Αλλά, κυρίως, το δυτικό άτομο χειραφετήθηκε από τα σιδερένια δεσμά της συλλογικότητας, από το πρώτο — αυταρχικό — στάδιο των δημοκρατιών για να κατακτήσει την πλήρη αυτονομία του.
 
Στο εξής, όντας «ελεύθερος» δεν έχει πια δυνατότητα επιλογής: μια και τα εμπόδια στον δρόμο της Εδέμ έχουν εξαφανιστεί, είναι κατά κάποιον τρόπο «καταδικασμένος» να είναι ευτυχισμένος ή, για να το πούμε διαφορετικά, δεν έχει να τα βάλει παρά μόνο με τον εαυτό του αν δεν το καταφέρει.
 
Επειδή, στον εικοστό αιώνα, η ιδέα της ευτυχίας ακολουθεί δυο δρόμους: ενώ στις δημοκρατικές χώρες μεταφράζεται σε έναν πόθο για ξέφρενες απολαύσεις, αλλού, στον κομμουνιστικό κόσμο, ναυαγεί μες στο καθεστώς της επιβεβλημένης σε όλους ευδαιμονίας. Πόσοι λάκκοι δεν σκάφτηκαν εν ονόματι της επιδίωξης του Καλού, για να γίνουν οι άνθρωποι καλύτεροι παρά την θέλησή τους; Στρατευμένη στην υπηρεσία ενός πολιτικού οράματος, η ευτυχία έγινε ένα άσφαλτο όργανο ομαδικών σφαγών. Μπροστά στις ακτινοβόλες πόλεις του μέλλοντος, καμιά θυσία, καμιά εκκαθάριση από τα ανθρώπινα μιάσματα δεν ήταν αρκετά μεγάλη. Το υποσχόμενο ειδύλλιο μεταμορφώθηκε σε φρίκη.
 
Εδώ δεν θα πραγματευτούμε αυτή την γνωστή στους πάντες αποχαλίνωση του ολοκληρωτισμού, μήτε τον οργουελικού τύπου καταναγκασμό, ή το συγκινησιακό μπούκωμα των ανθρώπων όπως το φαντάστηκε ο Χάξλεϊ (μόλο που πολλά χαρακτηριστικά των κοινωνιών μας θυμίζουν τον Θαυμαστό καινούριο κόσμο ή το 1984). Θα μελετήσουμε κυρίως ένα άλλο διατακτικό που χαρακτηρίζει την ατομικιστική εποχή και που σχετίζεται με την τελειοποίηση του εαυτού. Είναι λες και η προσταγή, παύοντας να μιλάει την γλώσσα του νόμου, της προσπάθειας, αποφάσισε να μας καλλωπίσει, να μας συμπαρασταθεί λες και ένα είδος φύλακα αγγέλου συνοδεύει τον καθένα μας ψιθυρίζοντας του στο αυτί: προπάντων μην ξεχνάς να είσαι ευτυχισμένος. Οι αντιουτοπίες εξεγείρονταν ενάντια σε έναν υπερβολικά τέλειο κόσμο ρυθμισμένο σαν ένα ρολόι, στο εξής, φέρουμε το ρολόι εντός μας.

Οι Προαποφασισμένες Αγαλλιάσεις
 
Με ποιον διεστραμμένο μηχανισμό ένα ακριβοαποκτημένο δικαίωμα έγινε νόμος και η χθεσινή απαγόρευση σημερινός κανόνας; Αυτό συνέβη επειδή ολόκληρη η θρησκεία της ευτυχίας εμψυχώνεται από την ιδέα της κυριαρχίας: θα είμαστε οι κυρίαρχοι του πεπρωμένου μας όπως και των ηδονών μας, ικανοί να τις δημιουργήσουμε και να τις έχουμε όποτε θέλουμε. Ιδού η ευτυχία τοποθετημένη πλάι στην τεχνική και την επιστήμη μες στη λίστα των προμηθεϊκών κατορθωμάτων, πρέπει να την παράγουμε και να την επιδεικνύουμε.
 
Πράγμα που, στην διάρκεια του εικοστού αιώνα, το υποστηρίζει ένα ολόκληρο διανοητικό νεφέλωμα που δεν παύει να επαναλαμβάνει με χίλιους δυο τρόπους το ίδιο πιστεύω: η ικανοποίηση είναι θέμα θέλησης. Στην Γαλλία, για παράδειγμα, έχουμε τον φιλόσοφο Αλαίν που στις «Ομιλίες», έργο που το έγραψε στο διάστημα 1911-1925, και που υπήρξε αναμφισβήτητο μπεστ σέλερ από την πρώτη μέρα της κυκλοφορίας του, ταυτίζει την χαρά με την φυσική άσκηση και την μελαγχολία με τους χυμούς του σώματος. Ενάντια στις ιερεμιάδες και την δυσθυμία, πρέπει να «ορκιστούμε να είμαστε ευτυχισμένοι» και να διδάξουμε αυτή την τέχνη στα παιδιά. Οι άνθρωποι που αποφασίζουν να είναι χαρούμενοι και να μην γκρινιάζουν ποτέ, θα ανταμειφθούν.

Όποιες και αν είναι οι περιστάσεις, ξινίλες στο στομάχι, βροχερός καιρός, άδειο πορτοφόλι, «είναι καθήκον μας απέναντι στους άλλους να είμαστε ευτυχισμένοι».
 
Αυτή η θεληματική ευτυχία του Αλαίν ανήκει μάλλον στην τέχνη των καλών τρόπων και της ευγένειας: «Είναι ευγενικό να είσαι χαρούμενος» (Μαρία Κιουρί), να μην απλώνεις τις δυστυχίες σου μπροστά στον άλλον, να έχεις ευχάριστη έκφραση έτσι ώστε να διατηρείς μια ευπρόσδεκτη κοινωνικότητα. Αυτή η ευγένεια του ευχάριστου προσφέρεται περισσότερο για κανόνες καλής συμπεριφοράς παρά για μια ιδεολογία.
 
Ο Αντρέ Ζιντ, πάλι, μες στις Γήινες τροφές (1897) προβάλλει ένα ολόκληρο μανιφέστο των απολαύσεων της σάρκας και των αισθήσεων και κηρύσσει μια ηθική του πάθους, που θέτει την επιθυμία πάνω από την πλησμονή, την δίψα πάνω από το ξεδίψασμα, την διαθεσιμότητα πάνω από την κατοχή. Αλλά στις Νέες τροφές (1935) αυτός ο στρατευμένος αισθησιαρχικός υποστηρίζει αυτό που θα γίνει το πιστεύω της εποχής μας: η ευτυχία ως δικαίωμα, το σύνθημα μιας γενιάς «που ανηφορίζει προς την ζωή πάνοπλη από χαρά».
 
«Σε κάθε πλάσμα οφείλεται ένα μερίδιο ευτυχίας ανάλογο με όση οι αισθήσεις και η καρδιά του μπορούν να αντέξουν. Αν μου στερήσουν έστω και το ελάχιστο από αυτήν, με έχουν κλέψει».
 
Τέλος, έχουμε την έκρηξη του Μάη του ’68 που κηρύττει την απελευθέρωση όλων των επιθυμιών. Ένα χρόνο πριν είχε προηγηθεί το βιβλίο ενός σιτουασιονιστή, του Ραούλ Βανεγκέμ, η Πραγματεία για το σαβουάρ βιβρ προς χρήση των νέων γενεών, όπου ο συγγραφέας πέτυχε το κατόρθωμα να προαναγγείλει και να συνθέσει το πνεύμα εκείνης της περιόδου. Στο έργο αυτό που κοχλάζει από έξαρση και πάθος, ο Βανεγκέμ καυτηριάζει την φυτοζωία στην οποία έχει αφεθεί η ανθρωπότητα εξαιτίας μιας ετοιμοθάνατης και κερδοσκοπικής κοινωνίας. Ενάντια σε αυτήν την δουλεία, κηρύσσει την ελεύθερη ομοσπονδία των υποκειμενικοτήτων, που μόνη αυτή θα επιτρέψει «την μέθη των δυνατοτήτων, τον ίλιγγο όλων των απολαύσεων που θα είναι κτήμα όλων των ανθρώπων».
 
Αφήνοντας στην άκρη την προτροπή του για εγκλήματα και λουτρά αίματος με σκοπό τον αφανισμό των εκμεταλλευτών και των «διοργανωτών της πλήξης», οφείλουμε στον Βανεγκέμ μερικά από τα ωραιότερα σλόγκαν του Μάη: «Δεν θέλουμε έναν κόσμο όπου η εγγύηση πως δεν θα πεθάνουμε από πείνα ανταλλάσσεται με την βεβαιότητα πως θα πεθάνουμε από πλήξη», ή αυτή η παθητική κραυγή, «Γεννηθήκαμε για να μην γεράσουμε ποτέ, να μην πεθάνουμε ποτέ».
 
Είναι αξιοσημείωτο πως ο Βανεγκέμ, διεκδικώντας την κληρονομιά του Σαντ, του Φουριέ, του Ρεμπώ και των σουρεαλιστών, εκφράζει μια βολονταριστική άποψη περί ζωής: σύμφωνα με αυτόν, η ένταση κερδίζεται με τον ανήλεο αγώνα ανάμεσα στο πνεύμα της υποταγής και τις δυνάμεις της ελευθερίας. Δεν υπάρχουν ημίμετρα, πρέπει να επιδοθούμε σε έναν διπλό αγώνα ενάντια στον σκλάβο που έχουμε μέσα μας και ενάντια στους πολλαπλούς κυρίους που θέλουν να μας υποδουλώσουν. Ή η ζωή ακέραια ή η απόλυτη ήττα. Αλίμονο σε αυτόν που εγκαταλείπει στον δρόμο την βιαιότητα του και τις θεμελιακές απαιτήσεις του σε κάθε απάρνηση, η αντίδραση δεν ετοιμάζει τίποτα άλλο παρά τον ολικό θάνατό μας».
 
Οι πρωταγωνιστές του Μάη του ’68, καθώς και ο ίδιος ο Βανεγκέμ, απέρριπταν με αηδία την λέξη ευτυχία που μύριζε μικροαστική σαχλοσύνη, ακούσιες χαρές του καταναγκασμού, ψυχολογία του παζαριού. Όπως έκαναν πριν από αυτούς οι μπίτνικ και οι χίπηδες, διαμαρτύρονταν ενάντια σε μια (κομφορμιστική ευδαιμονία των χρόνων του 50, ενσαρκωμένη στο αμερικάνικο όνειρο, σε μια οικογένεια συγκεντρωμένη γύρω από ένα αυτοκίνητο ή ένα εξοχικό σπίτι, στην συμμαχία της συζυγικότητας με το ηλεκτρικό ψυγείο κάτω από το εκστατικό χαμόγελο της διαφήμισης. Αυτό που ο Χένρυ Μίλλερ, σε ένα κείμενο ασυνήθιστης βιαιότητας ενάντια στην Αμερική, είχε αποκαλέσει το 1954 «ο κλιματισμένος εφιάλτης».
 
Όμως η ιστορία έκλεισε και πάλι πονηρά το μάτι καθώς το συνηθίζει, και αυτή η εξέγερση υπέρ της επιθυμίας απολιθώθηκε με την σειρά της σε ένα καινούριο δόγμα ευτυχίας: η απόρριψη δεν αφορούσε τόσο την ίδια την ευτυχία όσο τον υπερβολικά περιοριστικό καθορισμό των κατηγορημάτων της. Έτσι ανανεώσαμε το περιεχόμενό της δίχως να την σκοτώσουμε και, όπως συμβαίνει συχνά, οι κυριότεροι εχθροί του συστήματος αποδείχθηκαν οι καλύτεροι σύμμαχοί του…
 
Όμως η δεκαετία του ’60 ενεργοποιεί και μια αυταπάτη που προέρχεται κατευθείαν από τον Διαφωτισμό: πως η αρετή και η ηδονή, η ηθική και τα ένστικτα μπορούν να συνυπάρξουν για να οδηγήσουν τον άνθρωπο προς το Καθήκον, δίχως κανέναν κόπο. Η ευτυχία και ο Νόμος είναι συμβατά, πιστεύει ο αισιόδοξος ορθολογισμός του 18ου αιώνα. Αυτός που έχει επιθυμίες δεν γίνεται να είναι ένοχος, αναφωνούν τα χρόνια ’60 – ’70, η αμαρτία γεννιέται μόνο από τις απαγορεύσεις. Αυτή ήταν η χίμαιρα μιας εποχής που θεώρησε όλες τις τάσεις εξίσου σεβαστές και πίστεψε στην αρμονική τους.
 
Ως προς τον τρόπο με τον οποίο ο φυσικός νόμος συγχωνεύεται με την ηθική επιταγή, (Ρομπερ Μωζύ). Τότε δεν υπήρχε μήτε η παραμικρή υποψία πως μια τέτοια θεοποίηση του κυρίαρχου καπρίτσιου, της αθώας επιθυμίας που μόνη αυτή αποφασίζει για το καλό και το κακό, θα μπορούσε να δικαιολογήσει τις χειρότερες ωμότητες, πράγμα που ο Ντε Σαντ, πιο διορατικός από τους σύγχρονους ελευθέριους, το είχε αντιληφθεί πολύ καλά. Σε αυτό πρέπει επίσης να προσθέσουμε εκείνη την υπέρτατη και γκροτέσκα ελπίδα (που με τη μια ή την άλλη μορφή την προέβαλαν ο Γκροντέκ, ο Ράιχ και ο Μαρκούζε) σύμφωνα με την οποία η ηδονή και ο οργασμός παραμένουν τα καλύτερα μέσα για να ανατρέψουμε την κοινωνία αλλά και για να αποφύγουμε τον θάνατο και τα γηρατειά που, καθώς αναφέρει κι ο Βανεγκέμ, δεν πηγάζουν καθόλου από την φύση αλλά από μια «γιγάντια κοινωνική μαγγανεία».
 
Αυτό που αρχίζει με τον Αλαίν και φτάνει στο αποκορύφωμά του με το τέλος του αιώνα μας, είναι η ιδέα πως περνάμε από την ευτυχία ως δικαίωμα στην ευτυχία σαν επιταγή. Είμαστε οι κληρονόμοι αυτών των αντιλήψεων μόλο που δεν έχουμε συγκρατήσει καμιά τους κατά γράμμα, αφού έχουν κρυσταλλωθεί σε μια συλλογική νοοτροπία που σήμερα την έχουμε όλοι μας. Όχι μόνο η ηδονή, η υγεία και η σωτηρία έχουν γίνει συνώνυμα, μια και εφεξής το σώμα είναι ο αξεπέραστος ορίζοντας, αλλά και το σώμα γίνεται ύποπτο από την στιγμή που δεν είναι ακτινοβόλο. Γιατί έτσι καταπατείται το ταμπού που απαιτεί από τον καθένα μας να επιθυμεί την μέγιστη πραγμάτωσή του.
 
Θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει πως στον 20ό αιώνα υπήρξαν κι άλλες, πιο ζοφερές, βιοθεωρίες, ο υπαρξισμός και οι φιλοσοφίες της αγωνίας — δίχως να λάβουμε υπόψη και την λογοτεχνία — που κράτησαν ζωντανή μια τραγική άποψη περί ζωής. Όμως αυτές οι θεωρίες ήταν όλες τους λίγο πολύ θεωρίες της απελευθέρωσης, της μοναξιάς του ανθρώπου που φτιάχνει ο ίδιος τον νόμο για τον εαυτό του, δίχως Θεούς. Και το τέλος του αιώνα μας, σύμφωνα με μια τάση που παρατηρείται ήδη στον 19ο αιώνα, έθεσε την ελευθερία στην υπηρεσία της ευτυχίας και δεν έκανε το αντίστροφο, θεωρώντας την ευτυχία σαν την αποθέωση μιας ολόκληρης απελευθερωτικής πορείας.
 
Ο Μπενζαμέν Κονστάν το επισημαίνει ήδη όταν ορίζει την ελευθερία των Μοντέρνων σαν την «ασφάλεια μες στις ιδιωτικές απολαύσεις» και την άγρια διαφύλαξη της ατομικής ελευθερίας. Για πολύ καιρό αντέτασσαν το ιδανικό της ευτυχίας κόντρα στο αστικό ιδεώδες της επιτυχίας, και να που η ίδια αυτή ευτυχία έγινε ένα από τα συστατικά της επιτυχίας. Στα χρόνια του 50, ο Αλμπέρ Καμί μπορούσε ακόμα να υποστηρίζει την ξέφρενη λατρεία της ηδονής και το αέναο πανηγύρι της ζωής, ενάντια στη σταλινική βουλγκάτα και την επίσημη γαλλική σεμνοτυφία.
 
Είκοσι χρόνια αργότερα, αυτή η λατρεία γίνεται ένα διαφημιστικό σλόγκαν. Στο εξής -τι τρομερό προνόμιο!- οφείλω στον εαυτό μου την ευτυχία όσο μου την οφείλουν και οι άλλοι. Αυτό το δικαίωμα του οποίου είμαι ο βασικός εγγυητής, με πιστώνει με μια εξουσία επάνω στον ίδιο τον εαυτό μου, που μπορεί να με ενθουσιάζει αλλά και να με βαραίνει σαν ένα φορτίο: αν η μαγεία εξαρτάται μόνο από την δική μου απόφαση, είμαι ο μόνος υπεύθυνος για τις ατυχίες μου. Συνεπώς, για να είμαι καλά, αρκεί να το θελήσω, αρκεί να ορίσω ή να προγραμματίσω κατά το γούστο μου την ευδαιμονία μου;
 
Μη Αναιρέσιμες Απολαύσεις.
 
Γιατί η κριτική της καταναλωτικής κοινωνίας κατέληξε τόσο γρήγορα (από τα χρόνια του εξήντα και μετά) στον θρίαμβο του καταναλωτισμού; Επειδή τα συνθήματα που ακούστηκαν τότε: «Τα πάντα, αμέσως», «Θάνατος στην πλήξη», «Ζωή δίχως νεκρό χρόνο και απόλαυση δίχως εμπόδια», μπορούσαν να εφαρμοστούν περισσότερο στον χώρο του εμπορίου παρά στον χώρο του έρωτα και της ζωής. Ενώ νόμιζαν πως ανέτρεπαν την κατεστημένη τάξη, ευνοούσαν με κάθε καλή πίστη την διάδοση του παγκόσμιου μερκαντιλισμού. Τα πράγματα πρέπει να είναι αμέσως προσιτά μες στην τάξη της πείνας και της δίψας, ενώ η καρδιά και η επιθυμία έχουν τους δικούς τους ιδιαίτερους ρυθμούς, τους διαλείποντες χρόνους τους.
 
Η πρόθεση ήταν αναρχική, αλλά το αποτέλεσμα διαφημιστικό: δεν απελευθέρωσαν τόσο τη λίμπιντο όσο την όρεξή μας για αγορές δίχως όρια, την ικανότητά μας να αρπάζουμε ασυγκράτητοι όλα τα αγαθά. Τι ωραία που είναι η εικόνα του επαναστάτη που γίνεται υπάλληλος, διερευνητής στην υπηρεσία του κεφαλαίου, πράγμα που έκαναν τελικά το εργατικό κίνημα, ο μαρξισμός και η ριζοσπαστική αριστερά που, κριτικάροντας ένα ελάττωμα του συστήματος, του επέτρεπαν να επιδιορθώνεται ανέξοδα. Οπως κι εκείνοι οι χίπηδες που ανακάλυψαν τις πιο τουριστικές περιοχές στην Ασία, την Αφρική και τον Ειρηνικό, τριάντα χρόνια πριν από όλον τον υπόλοιπο κόσμο, ενώ το μόνο τους κίνητρο ήταν η επιθυμία της φυγής και της απομόνωσης.
 
Η παραδοξότητα του να κριτικάρεις τον καταναλωτισμό, μια πολυτέλεια χαϊδεμένων παιδιών. Το γοητευτικό σε αυτόν είναι πως προσφέρει ένα απλό, ανεξάντλητο, προσιτό σε όλους μας ιδανικό, αρκεί να μπορούμε να πληρώσουμε. Δεν απαιτεί από σένα τίποτα άλλο πέρα από το να έχεις την επιθυμία και να καταβάλεις το χρηματικό αντίτιμο. Μπουκώνεσαι, παραχοντραίνεις σαν μωρό που το έχουν παραταΐσει. Ό,τι και να σκεφτόμαστε για το θέμα, μας διασκεδάζει πάρα πολύ, αφού, όπως γίνεται και με την μόδα, υιοθετούμε με πάθος αυτό που μας προτείνουν, λες και το έχουμε διαλέξει οι ίδιοι.
 
Το ξέρουμε κι απ’ τον Σαρλ Φουριέ: δεν αναιρούμε μια ηδονή με αναθέματα, την απορροφούμε, την αντικαθιστούμε με μια μεγαλύτερη. Ο καταναλωτισμός σας αηδιάζει όπως σας αηδιάζουν κι εκείνα τα βόδια που συνωθούνται στα σούπερ μάρκετ και τα πολυκαταστήματα; Επινοήστε άλλες χαρές, δημιουργήστε καινούριους πειρασμούς! Αλλά, για όνομα του θεού, πάψτε να γκρινιάζετε!

Ενας Ευσπλαχνικός Καταναγκασμός
 
Η απελευθέρωση των ηθών είναι μια πολύ αλλόκοτη περιπέτεια και, όσο κι αν την έχουμε μάθει για τα καλά, δεν παύουμε να την επαναλαμβάνουμε, να ξαναγευόμαστε την πικρή της μεταστροφή. Επί αιώνες το σώμα καταπιέστηκε, συντρίφτηκε στο όνομα της πίστης ή των συμβάσεων, σε σημείο που να γίνει, στην Δύση, το σύμβολο της ανατροπής των καθιερωμένων. Αλλά τώρα που απελευθερώθηκε, παρατηρείται ένα περίεργο φαινόμενο: αντί να χαρούν την απόλαυση με πλήρη αθωότητα, οι άνθρωποι μετέθεσαν την απαγόρευση μες στην καρδιά της απόλαυσης.
 
Η απόλαυση, αγωνιώντας για τον εαυτό της, έστησε μόνη της ένα δικαστήριο και αυτοκαταδικάζεται, όχι πια εν ονόματι κάποιου θεού ή της αιδημοσύνης, αλλά για την ανεπάρκειά της: δεν είναι ποτέ αρκετά ισχυρή, αρκετά ικανοποιητική. Η ευτυχία και η ηθική, οι άλλοτε άσπονδες εχθρές, τώρα έχουν αλληλοσυγχωνευτεί, σήμερα είναι ανήθικο να μην είσαι ευτυχισμένος, το Υπερεγώ έχει εγκατασταθεί μες στο φρούριο της Ευτυχίας και το διοικεί με σιδερένια πυγμή. Η ενοχή πήρε τέλος για χάρη ενός μαρτυρίου δίχως τέλος. Η ηδονή πέρασε από την κατάσταση της υπόσχεσης στην κατάσταση του προβλήματος. Το ιδανικό του καταναγκασμού το διαδέχθηκε το ιδανικό της πληρότητας, για να γίνει κι αυτό με τη σειρά του καταναγκασμός της πληρότητας!
 
Ο καθένας μας, όντας υπεύθυνος για την ενεργητικότητά του, για την καλή του διάθεση, δεν χρειάζεται πια να απαρνιέται πράγματα αλλά να προσαρμόζεται προς μια τάση για τελείωση, που απορρίπτει κάθε αδράνεια. Η καθιερωμένη τάξη έχει πάψει να μας καταδικάζει ή να μας υποβάλλει σε στερήσεις, αλλά μας υποδείχνει τους δρόμους της πραγμάτωσης με μια αληθινά μητρική φροντίδα. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε αυτή τη γενναιοδωρία σαν μια απελευθέρωση. Εδώ πρόκειται για έναν φιλάνθρωπο πειθαναγκασμό που προκαλεί την δυσφορία από την οποία προσπαθεί κατόπιν να μας απαλλάξει.
 
Οι στατιστικές που δημοσιοποιεί, τα πρότυπα που προβάλλει δημιουργούν μια καινούρια ράτσα ενόχων, δεν είναι πια οι συβαρίτες ή οι ελευθέριοι, αλλά οι θλιμμένοι, οι γκρινιάρηδες, οι καταθλιπτικοί. Η ευτυχία δεν είναι πια καλή τύχη, μια γιορταστική στιγμή μες στη μονοτονία της καθημερινότητας, είναι το πεπρωμένο μας, η μοίρα μας. Όταν το ευκταίο γίνεται πιθανό, εντάσσεται αυτομάτως στην κατηγορία του αναγκαίου. Εκπληκτική ταχύτητα, με την οποία το εδεμικό του χθες γίνεται το συνηθισμένο του σήμερα. Πρόκειται για μια ηθική της συνεχούς μάχης που διαποτίζει την καθημερινή ζωή και αφήνει πίσω της πολυάριθμους χαμένους και εξουθενωμένους.
 
Γιατί υπάρχει ένας επαναπροσδιορισμός της κοινωνικής θέσης, που δεν στηρίζεται μόνο με τον πλούτο ή την εξουσία αλλά και με την εμφάνιση: δεν αρκεί να είσαι πλούσιος, πρέπει να δείχνεις σε φόρμα, μια καινούρια μορφή διάκρισης και αξιολόγησης που δεν είναι λιγότερο αυστηρή από εκείνη που γίνεται με βάση το χρήμα. Υπάρχει μια ολόκληρη ηθική το να δείχνουμε πως νιώθουμε άνετα, που μας κατευθύνει κυριαρχικά και που την στηρίζουν, μες στη χαμογελαστή τους μέθη, η διαφήμιση και τα καταναλωτικά προϊόντα.
 
«Γίνετε ο καλύτερος φίλος σας, κερδίστε την εκτίμηση του εαυτού σας, να σκέφτεστε θετικά, τολμήστε να ζήσετε αρμονικά» … η πληθώρα των βιβλίων πάνω σε αυτό τα θέμα μάς δημιουργεί την υποψία πως το πράγμα δεν είναι και τόσο εύκολο. Η ευτυχία μαζί με το εμπόριο του πνευματικού, δεν συνιστά μόνο την πιο μεγάλη βιομηχανία της εποχής μας, είναι επίσης, δίχως αμφιβολία, η καινούρια ηθική επιταγή: γι’ αυτό και η κατάθλιψη γίνεται όλο και πιο διαδεδομένη, και η κάθε εξέγερση ενάντια σε αυτόν τον γλοιώδη ηδονισμό παραπέμπει αμέσως στην δυστυχία και την απελπισία.
 
Να λοιπόν που είμαστε ένοχοι επειδή νιώθουμε ωραία, κι αυτό είναι ένα κακό για το οποίο οφείλουμε να απολογηθούμε τόσο στους άλλους όσο και μπροστά στο εσωτερικό μας δικαστήριο. Κι έτσι έχουμε αυτές τις περιβόητες δημοσκοπήσεις, αντάξιες των χωρών του πρώην κομμουνιστικού μπλοκ, όπου τα πρόσωπα που ρωτιούνται από ένα περιοδικό δηλώνουν ευτυχισμένα σε ποσοστό 90%! Κανείς δεν τολμάει να ομολογήσει πως μερικές φορές δεν είναι, από τον φόβο της κοινωνικής του υποτίμησης.
 
Αλλόκοτη αντίφαση της θεωρίας των ηδονών όταν γίνεται στρατευμένη: παίρνει από τις απαγορεύσεις την καταπιεστικότατη κι απλώς της αλλάζει κατεύθυνση. Σύμφωνα με αυτήν την στρατευμένη θεωρία, πρέπει να μεταμορφώσουμε την αβέβαιη αναμονή της ευδαιμονίας σε έναν όρκο πως θα εμφανιστεί οπωσδήποτε, να μετατρέψουμε την δυσκολία της ύπαρξης σε αέναη γλυκύτητα. Αντί να δεχθεί πως η ευτυχία είναι μια τέχνη της εμμεσότητας, που έρχεται ή δεν έρχεται μέσα από δευτερεύοντες στόχους, μας την προτείνει σαν έναν άμεσα προσιτό στόχο, και μάλιστα βάσει συνταγών.
 
Όποια κι αν είναι η ακολουθούμενη μέθοδος, ψυχική, σωματική, χημική, πνευματική ή πληροφορική (υπάρχουν άνθρωποι που δεν βλέπουν το Διαδίκτυο απλώς σαν ένα χρήσιμο εργαλείο, αλλά σαν ένα καινούριο Γκράαλ, σαν την υλοποίηση της πλανητικής δημοκρατίας), το βασικό δεδομένο είναι πάντα το ίδιο: η ευχαρίστησή σας είναι στο χέρι σας, αρκεί να προσπαθήσετε μέσω μιας «θετικής στάσης», μιας «ηθικής αγωγής» που θα σας οδηγήσει ως αυτήν.
 
Εκπληκτική ανατροπή της θέλησης που επιχειρεί να εγκαθιδρύσει το προτεκτοράτο της πάνω σε ψυχικές καταστάσεις, πάνω σε συναισθήματα που παραδοσιακά δεν ανήκουν στη δικαιοδοσία της. Εξαντλείται προσπαθώντας να αλλάξει εκείνο που δεν εξαρτάται από αυτήν (με κίνδυνο να αφήσει κατά μέρος εκείνο που μπορεί να αλλάξει). Μη αρκούμενη στην ένταξή της μέσα στο γενικό πρόγραμμα του Κράτους-Πρόνοια και του καταναλωτισμού, η ευτυχία έγινε επίσης κι ένα σύστημα εκφοβισμού των πάντων από τους πάντες, ένα σύστημα του οποίου είμαστε ταυτόχρονα τα θύματα και οι συνένοχοι. Εκείνοι που υφίστανται αυτή την τρομοκρατία δεν έχουν παρά μόνο μια διέξοδο για να απαντήσουν στην επίθεση: να κάνουν, κι αυτοί με την σειρά τους, τους άλλους να ντρέπονται για τις ελλείψεις και τις αδυναμίες τους.
 

Ο Μάρκος Αυρήλιος και τα ανθρωπάκια της πολιτικής

«Ένας χείμαρρος είναι η αιτία των πάντων και παρασύρει τα πάντα. Λοιπόν, τι γυρεύεις άνθρωπέ μου; Κάνε αυτό που απαιτεί από σένα η φύση, προχώρα αν σου δίνεται η δυνατότητα και μην κοιτάς δεξιά και αριστερά να δεις αν θα το μάθει κόσμος. Μην ελπίζεις στην πλατωνική Πολιτεία. Να είσαι ευχαριστημένος με την παραμικρή πρόοδο και να μην τη θεωρείς μικρή υπόθεση. Πόσο τιποτένια είναι και τούτα εδώ τα ανθρωπάκια της πολιτικής που θαρρούν ότι οι πράξεις τους είναι φιλοσοφημένες. Από μύξες άλλο τίποτε.

Ποιος θα τους αλλάξει ιδέες; Και χωρίς να αλλάξουν ιδέες τι άλλο είναι παρά δούλοι που στενάζουν καθώς προσποιούνται ότι έχουν πειστεί και συναινούν; …Το έργο της φιλοσοφίας είναι απλό και σεμνό. Μην με παρασέρνεις στην αυθάδεια και έπαρση.» Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν, Θ΄ 29
 
Ο Μάρκος Αυρήλιος, ο φιλόσοφος αυτοκράτορας, στο προσωπικό του ημερολόγιο «Τα εις εαυτόν» καταγράφει τις σκέψεις του, υπενθυμίζοντας στον εαυτό του το πεπερασμένο του ανθρώπου. Για να μην παρασυρθεί στη δίνη της ματαιοδοξίας (δύσκολο εγχείρημα για έναν Ρωμαίο αυτοκράτορα), επαναλαμβάνει εμφατικά την εικόνα της ροής των γεγονότων με σκοπό να ζήσει τη θνητότητά του, όχι επιπλέοντας, αλλά κολυμπώντας στον χείμαρρο της ζωής. Αν η αλλαγή είναι η μόνη σταθερότητα στη θνητή μας ζωή, τι έχει αξία για τον Ρωμαίο αυτοκράτορα;
«Τι έχει αξία λοιπόν; Το να σε χειροκροτούν; Όχι. Επομένως, ούτε και το να σε «χειροκροτούν» με τη γλώσσα. Γιατί τέτοιο πράγμα είναι οι επευφημίες του πλήθους. Παραιτήθηκες λοιπόν και από την τιποτένια δόξα. Τι απομένει που ν’ αξίζει; Μου φαίνεται πως αυτό που απομένει είναι το να κινείσαι ή να έχεις αυτοσυγκράτηση σύμφωνα με το πώς έχεις συγκροτήσει την προσωπικότητά σου.» Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν, ΣΤ΄ 16
Κόλακες και αυλικοί υπήρχαν και θα υπάρχουν, σύμβουλοι ή «τιποτένια ανθρωπάκια της πολιτικής», όπως τους ονομάζει ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος που (πάντοτε με αντάλλαγμα) προσφέρουν τις υπηρεσίες τους. Τον συμβουλεύουν να εισβάλλει στην Περσική αυτοκρατορία. Γιατί να επεκταθεί όμως; Ποιο το όφελος για τον λαό που υπηρετεί; Συνεχίζοντας μια παράδοση που ξεκίνησε από τον Τραϊανό, όλοι οι πόλεμοι που διεξάγει η αυτοκρατορία είναι αμυντικοί. Η φιλοσοφία έχει απαλλάξει τον «τελευταίο καλό αυτοκράτορα» από την κενοδοξία, ακόμη και από το κυνήγι της υστεροφημίας. Δεν τον ενδιαφέρει να τον μνημονεύουν μετά θάνατον (ούτε και εν ζωή).
«Πόσο περίεργοι είναι οι άνθρωποι. Από τη μια δεν θέλουν να πουν καλή κουβέντα για τους συγχρόνους τους, για ανθρώπους με τους οποίους ζουν, και από την άλλη θεωρούν σπουδαίο να τους επευφημούν οι μεταγενέστεροι, τους οποίους ούτε είδαν ούτε θα δουν. Είναι σαν να λυπάσαι που οι προγενέστεροι δεν σε επαινούσαν» Μάρκος Αυρήλιος, Τα εις εαυτόν, ΣΤ 18.
Παρά ταύτα, οι σύγχρονοί του Ρωμαίοι τον λάτρεψαν σαν θεό και απέκτησε υστεροφημία. Δεν θα συμβεί όμως το ίδιο με τον γιο του, Κόμμοδο, τον οποίο και ορίζει διάδοχό του (ερχόμενος σε αντίθεση με την εξ υιοθεσίας διαδοχή που επικρατούσε) στην προσπάθειά του να αποφύγει εμφύλιες διαμάχες. Το 180, ετοιμοθάνατος, καλεί τον γιο του ,ζητώντας του να υπηρετεί το καλό του κράτους, και τους φίλους του, λέγοντάς τους να μην ανησυχούν για τον ίδιο αλλά για την πανούκλα που πλήττει τον λαό.
 
Η συνέχεια είναι γνωστή. Ο Μάρκος Αυρήλιος πεθαίνει και ο νέος αυτοκράτορας, Κόμμοδος, οδηγεί τον λαό σε παρακμή. Διαφθορά, χαλαρότητα ηθών, ξεπεσμός αξιών, φτώχεια είναι λίγα από όσα ακολουθούν στους αιώνες που έπονται. Σε όλους τους αιώνες. Σήμερα, ωστόσο, δεν γίνεται να ρίχνουμε το φταίξιμο σε άλλους. Μπορούμε να απαλλαγούμε από τους «Κόμμοδους» και τους «Νέρωνες», τους διεφθαρμένους πολιτικούς, που δεν είναι πλέον αυτοκράτορες αλλά δημοκρατικά εκλεγμένοι ηγέτες. Αρκεί στις εκλογές να ψηφίζουμε τους «Μάρκους Αυρήλιους». Σε όλες τις χώρες του πλανήτη.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1131a-1131b)

[III] Ἐπεὶ δ᾽ ὅ τ᾽ ἄδικος ἄνισος καὶ τὸ ἄδικον ἄνισον, δῆλον ὅτι καὶ μέσον τι ἔστι τοῦ ἀνίσου. τοῦτο δ᾽ ἐστὶ τὸ ἴσον· ἐν ὁποίᾳ γὰρ πράξει ἔστι τὸ πλέον καὶ τὸ ἔλαττον, ἔστι καὶ τὸ ἴσον. εἰ οὖν τὸ ἄδικον ἄνισον, τὸ δίκαιον ἴσον· ὅπερ καὶ ἄνευ λόγου δοκεῖ πᾶσιν. ἐπεὶ δὲ τὸ ἴσον μέσον, τὸ δίκαιον μέσον τι ἂν εἴη. ἔστι δὲ τὸ ἴσον ἐν ἐλαχίστοις δυσίν. ἀνάγκη τοίνυν τὸ δίκαιον μέσον τε καὶ ἴσον εἶναι καὶ πρός τι καὶ τισίν, καὶ ᾗ μὲν μέσον, τινῶν (ταῦτα δ᾽ ἐστὶ πλεῖον καὶ ἔλαττον), ᾗ δ᾽ ἴσον, δυοῖν, ᾗ δὲ δίκαιον, τισίν. ἀνάγκη ἄρα τὸ δίκαιον ἐν ἐλαχίστοις εἶναι τέτταρσιν· οἷς τε γὰρ δίκαιον τυγχάνει ὄν, δύο ἐστί, καὶ ἐν οἷς, τὰ πράγματα, δύο. καὶ ἡ αὐτὴ ἔσται ἰσότης, οἷς καὶ ἐν οἷς· ὡς γὰρ ἐκεῖνα ἔχει, τὰ ἐν οἷς, οὕτω κἀκεῖνα ἔχει· εἰ γὰρ μὴ ἴσοι, οὐκ ἴσα ἕξουσιν, ἀλλ᾽ ἐντεῦθεν αἱ μάχαι καὶ τὰ ἐγκλήματα, ὅταν ἢ μὴ ἴσα ἴσοι ἢ μὴ ἴσοι ἴσα ἔχωσι καὶ νέμωνται. ἔτι ἐκ τοῦ κατ᾽ ἀξίαν τοῦτο δῆλον· τὸ γὰρ δίκαιον ἐν ταῖς νομαῖς ὁμολογοῦσι πάντες κατ᾽ ἀξίαν τινὰ δεῖν εἶναι, τὴν μέντοι ἀξίαν οὐ τὴν αὐτὴν λέγουσι πάντες [ὑπάρχειν], ἀλλ᾽ οἱ μὲν δημοκρατικοὶ ἐλευθερίαν, οἱ δ᾽ ὀλιγαρχικοὶ πλοῦτον, οἳ δ᾽ εὐγένειαν, οἱ δ᾽ ἀριστοκρατικοὶ ἀρετήν. ἔστιν ἄρα τὸ δίκαιον ἀνάλογόν τι. τὸ γὰρ ἀνάλογον οὐ μόνον ἐστὶ μοναδικοῦ ἀριθμοῦ ἴδιον, ἀλλ᾽ ὅλως ἀριθμοῦ· ἡ γὰρ ἀναλογία ἰσότης ἐστὶ λόγων, καὶ ἐν τέτταρσιν ἐλαχίστοις. ἡ μὲν οὖν διῃρημένη ὅτι ἐν τέτταρσι, δῆλον. ἀλλὰ καὶ ἡ συνεχής· τῷ γὰρ ἑνὶ ὡς δυσὶ χρῆται

[1131b] καὶ δὶς λέγει, οἷον ὡς ἡ τοῦ α πρὸς τὴν τοῦ β, οὕτως ἡ τοῦ β πρὸς τὴν τοῦ γ. δὶς οὖν ἡ τοῦ β εἴρηται· ὥστ᾽ ἐὰν ἡ τοῦ β τεθῇ δίς, τέτταρα ἔσται τὰ ἀνάλογα. ἔστι δὲ καὶ τὸ δίκαιον ἐν τέτταρσιν ἐλαχίστοις, καὶ ὁ λόγος ὁ αὐτός· διῄρηται γὰρ ὁμοίως οἷς τε καὶ ἅ. ἔσται ἄρα ὡς ὁ α ὅρος πρὸς τὸν β, οὕτως ὁ γ πρὸς τὸν δ, καὶ ἐναλλὰξ ἄρα, ὡς ὁ α πρὸς τὸν γ, ὁ β πρὸς τὸν δ. ὥστε καὶ τὸ ὅλον πρὸς τὸ ὅλον· ὅπερ ἡ νομὴ συνδυάζει, κἂν οὕτω συντεθῇ, δικαίως συνδυάζει.

Ἡ ἄρα τοῦ α ὅρου τῷ γ καὶ ἡ τοῦ β τῷ δ σύζευξις τὸ ἐν διανομῇ δίκαιόν ἐστι, καὶ μέσον τὸ δίκαιον τοῦτ᾽ ἐστί, ‹τὸ δ᾽ ἄδικον› τὸ παρὰ τὸ ἀνάλογον· τὸ γὰρ ἀνάλογον μέσον, τὸ δὲ δίκαιον ἀνάλογον. καλοῦσι δὲ τὴν τοιαύτην ἀναλογίαν γεωμετρικὴν οἱ μαθηματικοί· ἐν γὰρ τῇ γεωμετρικῇ συμβαίνει καὶ τὸ ὅλον πρὸς τὸ ὅλον ὅπερ ἑκάτερον πρὸς ἑκάτερον. ἔστι δ᾽ οὐ συνεχὴς αὕτη ἡ ἀναλογία· οὐ γὰρ γίνεται εἷς ἀριθμῷ ὅρος, ᾧ καὶ ὅ. τὸ μὲν οὖν δίκαιον τοῦτο, τὸ ἀνάλογον· τὸ δ᾽ ἄδικον τὸ παρὰ τὸ ἀνάλογον. γίνεται ἄρα τὸ μὲν πλέον τὸ δ᾽ ἔλαττον, ὅπερ καὶ ἐπὶ τῶν ἔργων συμβαίνει· ὁ μὲν γὰρ ἀδικῶν πλέον ἔχει, ὁ δ᾽ ἀδικούμενος ἔλαττον τοῦ ἀγαθοῦ. ἐπὶ δὲ τοῦ κακοῦ ἀνάπαλιν· ἐν ἀγαθοῦ γὰρ λόγῳ γίνεται τὸ ἔλαττον κακὸν πρὸς τὸ μεῖζον κακόν· ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος, τὸ δ᾽ αἱρετὸν ἀγαθόν, καὶ τὸ μᾶλλον μεῖζον. τὸ μὲν οὖν ἓν εἶδος τοῦ δικαίου τοῦτ᾽ ἐστίν.

***
[3] Με δεδομένο α) ότι ο άδικος άνθρωπος δεν τηρεί την ισότητα και β) ότι «άδικη πράξη» θα πει ανισότητα, γίνεται πια φανερό ότι υπάρχει επίσης ένα μέσον ανάμεσα στα δύο άκρα της ανισότητας. Αυτό είναι το ίσον. Γιατί σε κάθε πράξη όπου υπάρχει το περισσότερο και το λιγότερο, υπάρχει και το ίσον. Αν λοιπόν το άδικο είναι το άνισο, τότε το δίκαιο είναι το ίσον — κάτι που γίνεται δεκτό από όλους τους ανθρώπους, χωρίς μάλιστα να χρειάζεται γι᾽ αυτό καμιά αποδεικτική διαδικασία. Από τη στιγμή όμως που το ίσον είναι μέσον, το δίκαιο δεν μπορεί, λέω, παρά να είναι κάποιο μέσον. Φυσικά, το ίσον προϋποθέτει δύο τουλάχιστον όρους. Κατά λογική λοιπόν συνέπεια το δίκαιο είναι αφενός μέσον και ίσον και αφετέρου δηλώνει σχέση (σχέση με ορισμένα άτομα). Ως μέσον, βρίσκεται ανάμεσα σε κάποια πράγματα (αυτά είναι το περισσότερο και το λιγότερο)· ως ίσον, προϋποθέτει δύο πράγματα· ως δίκαιο, είναι για ορισμένους ανθρώπους. Άρα το δίκαιο προϋποθέτει αναγκαστικά τέσσερις τουλάχιστον όρους, αφού τα πρόσωπα για τα οποία είναι δίκαιο είναι δύο και αυτά στα οποία το δίκαιο εκδηλώνεται και συγκεκριμενοποιείται (τα διανεμόμενα δηλαδή πράγματα) είναι δύο. Και θα πρέπει να υπάρχει η ίδια ισότητα ανάμεσα στα πρόσωπα και ανάμεσα στα πράγματα· η σχέση δηλαδή που υπάρχει ανάμεσα στα μεν, πρέπει να υπάρχει και ανάμεσα στα δε· αυτό θα πει ότι, αν τα πρόσωπα δεν είναι ίσα μεταξύ τους, δεν θα λάβουν ίσα μερτικά — από εδώ, ίσα ίσα, ξεκινούν όλες οι διαμάχες και όλα τα παράπονα: όταν άτομα που είναι ίσα μεταξύ τους δεν λαμβάνουν και δεν έχουν ίσα μερτικά, ή άτομα που δεν είναι ίσα μεταξύ τους λαμβάνουν και έχουν ίσα μερτικά. Το πράγμα γίνεται φανερό και από την αρχή της διανομής σύμφωνα με την αξία. Όλοι, πράγματι, οι άνθρωποι συμφωνούν ότι στις διανομές το δίκαιο πρέπει να προσδιορίζεται από κάποια αξία, μόνο που όλοι οι άνθρωποι, λέγοντας «αξία», δεν εννοούν το ίδιο πράγμα: για τους δημοκρατικούς «αξία» είναι η ελευθερία, για τους ολιγαρχικούς ο πλούτος (για μερικούς από αυτούς η ευγενική καταγωγή), ενώ για τους αριστοκρατικούς η αρετή.

Συμπέρασμα: Το δίκαιο είναι ένα είδος αναλογίας (η αναλογία δεν είναι, βέβαια, χαρακτηριστικό γνώρισμα μόνο του αριθμού που αποτελείται από αφηρημένες μονάδες, αλλά γενικά του αριθμού). Γιατί η αναλογία είναι ισότητα λόγων, και χρειάζονται τέσσερις τουλάχιστον όροι. Ότι η «διαιρεμένη» αναλογία έχει τέσσερις όρους είναι φανερό, το ίδιο όμως συμβαίνει και στη «συνεχή» αναλογία, αφού τον έναν όρο αυτή τον χρησιμοποιεί ως δύο

[1131b] και τον μνημονεύει δύο φορές, π.χ. σε όποια σχέση βρίσκεται η γραμμή α προς τη γραμμή β, βρίσκεται και η γραμμή β προς τη γραμμή γ: όπως βλέπουμε, στην αναλογία αυτή η γραμμή β μνημονεύθηκε δύο φορές, με αποτέλεσμα, αν η γραμμή β τεθεί στην αναλογία δύο φορές, οι όροι της αναλογίας να είναι τέσσερις. Αλλά και το δίκαιο προϋποθέτει επίσης τέσσερις τουλάχιστον όρους, και η σχέση των δύο όρων του πρώτου ζευγαριού είναι η ίδια με τη σχέση των δύο όρων του δεύτερου ζευγαριού· γιατί τα πρόσωπα και τα πράγματα «διαιρέθηκαν» με όμοιο τρόπο. Σε όποια, επομένως, σχέση βρίσκεται ο όρος α προς τον όρο β, στην ίδια βρίσκεται και ο όρος γ προς τον όρο δ, άρα και με εναλλαγή: σε όποια σχέση βρίσκεται ο όρος α προς τον όρο γ, στην ίδια βρίσκεται και ο όρος β προς τον όρο δ. Κατά συνέπεια και το ένα σύνολο βρίσκεται στην ίδια σχέση προς το άλλο σύνολο· Αυτός είναι ο συνδυασμός που προκύπτει από τη διανομή των μεριδίων, και αν έχει γίνει με αυτόν τον τρόπο, είναι ένας δίκαιος συνδυασμός. Συμπέρασμα: Η σύζευξη του όρου α με τον όρο γ και του όρου β με τον όρο δ είναι το δίκαιο στη διανομή, και αυτό το δίκαιο είναι μέσον, οπότε το άδικο δεν είναι παρά αυτό που βιάζει την αναλογία· γιατί η αναλογία είναι μέσον, και το δίκαιο είναι αναλογία. Αυτού του είδους την αναλογία οι μαθηματικοί τη λένε γεωμετρική· γιατί στη γεωμετρική αναλογία είναι που συμβαίνει ώστε και το ένα σύνολο να βρίσκεται προς το άλλο σύνολο στην ίδια σχέση στην οποία βρίσκεται ο καθένας από τους δύο πρώτους όρους προς τον αντίστοιχό του από τους άλλους δύο όρους. Η αναλογία αυτή δεν είναι συνεχής, γιατί δεν μπορούμε να έχουμε έναν (αριθμητικά έναν) όρο που να δηλώνει πρόσωπο και πράγμα.

Αυτό είναι λοιπόν το δίκαιο: αυτό που τηρεί την αναλογία. Το άδικο, πάλι, είναι αυτό που βιάζει την αναλογία. Ο ένας, επομένως, όρος της αναλογίας γίνεται μεγαλύτερος, ο άλλος μικρότερος — όπως συμβαίνει και στην πράξη: ο άνθρωπος που διαπράττει αδικία έχει μεγαλύτερο μέρος του αγαθού, ενώ αυτός που αδικείται έχει μικρότερο μέρος. Στην περίπτωση, πάλι, του κακού συμβαίνει το αντίθετο· γιατί το λιγότερο κακό καταντάει να λογαριάζεται αγαθό σε σύγκριση με το περισσότερο κακό, αφού το λιγότερο κακό προτιμάται και επιλέγεται πιο πολύ από το περισσότερο κακό, και αυτό που προτιμάται και επιλέγεται είναι αγαθό — και, φυσικά, καθετί που προτιμάται και επιλέγεται περισσότερο είναι μεγαλύτερο αγαθό.

Αυτό είναι λοιπόν το ένα είδος του δικαίου.