Παρασκευή 6 Σεπτεμβρίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Ὄρνιθες (1667-1705)

ΗΡ. ἐμοὶ δ᾽ ἄρ᾽ οὐδὲν τῶν πατρῴων χρημάτων
μέτεστιν; ΠΙ. οὐ μέντοι μὰ Δία. λέξον δέ μοι,
ἤδη σ᾽ ὁ πατὴρ εἰσήγαγ᾽ εἰς τοὺς φράτερας;
1670 ΗΡ. οὐ δῆτ᾽ ἐμέ γε. καὶ δῆτ᾽ ἐθαύμαζον πάλαι.
ΠΙ. τί δῆτ᾽ ἄνω κέχηνας αἴκειαν βλέπων;
ἀλλ᾽ ἢν μεθ᾽ ἡμῶν ᾖς, καταστήσας σ᾽ ἐγὼ
τύραννον ὀρνίθων παρέξω σοι γάλα.
ΗΡ. δίκαι᾽ ἔμοιγε καὶ πάλαι δοκεῖς λέγειν
1675 περὶ τῆς κόρης, κἄγωγε παραδίδωμί σοι.
ΠΙ. τί δαὶ σὺ φῄς; ΠΟ. τἀναντία ψηφίζομαι.
ΠΙ. ἐν τῷ Τριβαλλῷ πᾶν τὸ πρᾶγμα. τί σὺ λέγεις;
ΤΡ. καλαν κοραναυ καὶ μεγαλα βασιλιναυ
ὀρνιτο παραδίδωμι. ΗΡ. παραδοῦναι λέγει.
1680 ΠΟ. μὰ τὸν Δί᾽ οὐχ οὗτός γε· παραδοῦναι λέγει,
εἰ μὴ βαδίζει γ᾽ ὥσπερ αἱ χελιδόνες.
ΠΙ. οὐκοῦν παραδοῦναι ταῖς χελιδόσιν λέγει.
ΠΟ. σφώ νυν διαλλάττεσθε καὶ ξυμβαίνετε·
ἐγὼ δ᾽, ἐπειδὴ σφῷν δοκεῖ, σιγήσομαι.
1685 ΗΡ. ἡμῖν ἃ λέγεις σὺ πάντα συγχωρεῖν δοκεῖ.
ἀλλ᾽ ἴθι μεθ᾽ ἡμῶν αὐτὸς εἰς τὸν οὐρανόν,
ἵνα τὴν Βασιλείαν καὶ τὰ πάντ᾽ ἐκεῖ λάβῃς.
ΠΙ. εἰς καιρὸν ἆρα κατεκόπησαν οὑτοιὶ
εἰς τοὺς γάμους. ΗΡ. βούλεσθε δῆτ᾽ ἐγὼ τέως
1690 ὀπτῶ τὰ κρέα ταυτὶ μένων; ὑμεῖς δ᾽ ἴτε.
ΠΟ. ὀπτᾷς τὰ κρέα; πολλήν γε τενθείαν λέγεις.
οὐκ εἶ μεθ᾽ ἡμῶν; ΗΡ. εὖ γε μέντἂν διετέθην.
ΠΙ. ἀλλὰ γαμικὴν χλανίδα δότω τις δεῦρό μοι.

ΧΟ. ἔστι δ᾽ ἐν Φαναῖσι πρὸς τῇ [ἀντ.]
1695 Κλεψύδρᾳ πανοῦργον ἐγ-
γλωττογαστόρων γένος,
οἳ θερίζουσίν τε καὶ σπεί-
ρουσι καὶ τρυγῶσι ταῖς γλώτ-
ταισι συκάζουσί τε·
1700 βάρβαροι δ᾽ εἰσὶν γένους,
Γοργίαι τε καὶ Φίλιπποι.
κἀπὸ τῶν ἐγγλωττογαστό-
ρων ἐκείνων τῶν Φιλίππων
πανταχοῦ τῆς Ἀττικῆς ἡ
1705 γλῶττα χωρὶς τέμνεται.

***
ΗΡΑ. Ώστε απ᾽ την πατρική περιουσία
τίποτα δε μου ανήκει; ΠΙΣ. Μά το Δία,
τίποτα. Δε μου λες; Σ᾽ έχει γραμμένο
στο μητρώο ο πατέρας σου; ΗΡΑ. Δε μ᾽ έχει·
1670 κι έλεγα πάντα μέσα μου: γιατί;
Παίρνει απειλητική στάση και κοιτάζει ψηλά.
ΠΙΣ. Τί χάσκεις και ψηλά κοιτάς κι αγριεύεις;
Έλα μαζί μου, να σε κάμω αφέντη,
να σε ταΐζω του πουλιού το γάλα.
ΗΡΑ. Δίκιο έχεις που γυρεύεις την κοπέλα·
απ᾽ την αρχή εγώ το ᾽πα· σου τη δίνω.
ΠΙΣ., στον Ποσειδώνα.
Εσύ τί λες; ΠΟΣ. Το αντίθετο ψηφίζω.
ΠΙΣ. Τη λύση ο Τριβαλλός θα δώσει. Λέγε.
ΤΡΙ. Όμορφο τσούπρα ρήγισσα μεγάλο
πουλιά να δώνει. ΗΡΑ. Λέει ότι τη δίνει.
1680 ΠΟΣ. Καθόλου· λέει πως ρίγη θα την πιάσουν,
εξόν αν περπατά σα χελιδόνι.
ΠΙΣ. Λοιπόν τη δίνει, λέει, στα χελιδόνια.
ΠΟΣ. Ε τότε, κλείστε ειρήνη εσείς οι δύο·
αφού έτσι σας αρέσει, εγώ σωπαίνω.
ΗΡΑ., στον Πισθέταιρο.
Όσα μας είπες τα δεχόμαστε όλα.
Έλα ψηλά στον ουρανό μαζί μας,
τη Βασιλεία να πάρεις κι όλα τ᾽ άλλα.
ΠΙΣ., δείχνοντας τα πουλιά που είχε για μαγείρεμα.
Σα να το ξέραμε ότι θα γινόταν
γάμος· ορίστε, είν᾽ έτοιμα, σφαγμένα.
ΗΡΑ. Θέλετ᾽ εσείς να σύρετε, κι ωστόσο
1690 να μείνω εγώ, τα κρέατα για να ψήσω;
ΠΟΣ. Α βρε λιχούδη· εσύ το κρέας θα ψήσεις;
Έλα μαζί μας. ΗΡΑ. Τί καλά που θα ᾽ταν!
ΠΙΣ., στους δούλους.
Δώστε μου αμέσως μια στολή του γάμου.
Φεύγουν όλοι αφήνοντας μόνο το Χορό.

ΧΟΡ. Μες στις Φανές, εκεί κοντά
που ᾽ναι η Κλεψύδρα, βρίσκεται
μια ράτσα κατεργάρικη,
γλωσσοκοπανοφάηδες·
αυτοί όλοι με τις γλώσσες τους
σπέρνουνε και θερίζουνε,
τρυγούνε και συκολογούν·
1700 είναι μια ράτσα ξενικιά,
κάτι Γοργίες και Φίλιπποι.
Κι απ᾽ τους Φιλίππους, τους παλιούς
γλωσσοκοπανοφάηδες,
βγήκε η συνήθεια εδώ, παντού
στην Αττική, να κόβουνε
χώρια τη γλώσσα των σφαχτών.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΗΛΙΑΔΕΣ

ΗΛΙΑΔΕΣ
(δέντρα, ιτιές)
 
Μερόπη, Ηλίη, Φοίβη, Αιθερίη, Διοξίππη (ή Λαμπετίη) είναι οι πέντε κόρες του Ήλιου και της Ωκεανίδας Κλυμένης, αδελφής του Φαέθοντα, γνωστές όχι τόσο με τα ονόματά τους και η καθεμιά χωριστά αλλά ως Ηλιάδες, δηλαδή ως κόρες του Ήλιου. Η μοίρα τους συνδέεται με του αδελφού τους.
 
Κάποτε ο Φαέθοντας ζήτησε από τον πατέρα τους Ήλιο να του επιτρέψει να οδηγήσει το άρμα του, να μεταφέρει εκείνος τον δίσκο του ήλιου στον δρόμο που είχε χαραχθεί στον ουράνιο θόλο. Με δισταγμό και πολλές συστάσεις στον γιο του ο Ήλιος έδωσε το άρμα. Όμως εκείνος, νέος και άπειρος, ζαλίστηκε από το ύψος, τρόμαξε από τα ζώα του ζωδιακού κύκλου και άρχισε μια να ανεβαίνει ψηλά, μια να κατεβαίνει χαμηλά και να κινδυνεύουν γη και ουρανός με ολοκαύτωμα. Αναγκαστικά τον κεραυνοβόλησε ο Δίας και ο νέος έπεσε στα νερά του Ηριδανού ποταμού. Ο θάνατός του προκάλεσε μεγάλη θλίψη στις αδελφές του, τις Ηλιάδες, που παρέμεναν θρηνώντας στις όχθες του ποταμού, σε αντίθεση με αυτό που όριζε το εθιμικό δίκαιο για τη λήξη του πένθους και την επαναφορά στην ομαλή κοινωνική ζωή. Από τα δάκρυα των Ηλιάδων γεννήθηκαν οι σταγόνες του ήλεκτρου*, η λάμψη του οποίου ενέχεται και σε κάποια από τα ονόματα των πέντε κοριτσιών. Οι θεοί, από οίκτο, ή μη ανεχόμενοι το μόνιμο ήθος του θρήνου, τις μεταμόρφωσαν** σε ιτιές. Μεταμόρφωσαν και τον φίλο του Φαέθοντα Κύκνο, βασιλιά της Λιγυρίας, γιατί και ο δικός του θρήνος ήταν ακατάπαυστος. Και καθώς ήταν προικισμένος από τον Απόλλωνα με μελωδική φωνή, ο Δίας τον μεταμόρφωσε σε κύκνο που τραγουδά μελωδικά την ώρα που πεθαίνει (κύκνειο άσμα).
 
Σύμφωνα με παραλλαγή του μύθου η μεταμόρφωσή των Ηλιάδων ήταν η τιμωρία τους, γιατί έδωσαν στον Φαέθοντα το άρμα και τα άλογα του πατέρα τους, χωρίς να ζητήσουν την άδειά του.
 
Σύμφωνα με τον Άρατο καταστερίστηκε και ο Ηριδανός ποταμός, όπου έπεσε ο Φαέθοντας, σχηματίζοντας τον αστερισμό του Ποταμού***. Κατά άλλους, ο αστερισμός αυτός ήταν ο Νείλος ποταμός.
 
Ο παραδοξογράφος Ηράκλειτος αναφέρει ότι ο μύθος στηρίχτηκε σε μια παρανόηση. Πράγματι, ο νεαρός χάθηκε στον Ηριδανό ποταμό και οι αδελφές του βγήκαν να τον αναζητήσουν αλλά χάθηκαν και αυτές. Βγήκαν άλλοι για να τις αναζητήσουν αλλά δεν τις βρήκαν και φύτεψαν γι' αυτές τρεις ρίζες δέντρων που μεγάλωσαν και έγιναν δέντρα. Έτσι βγήκε η φήμη ότι αυτές οι ίδιες έγιναν δέντρα (περί απίστων 36).
----------------------
*Φαέθων και Ηλιάδες Νύμφες
 
ἀρθείην δ᾽ ἐπὶ πόντιον
κῦμα τᾶς Ἀδριηνᾶς
ἀκτᾶς Ἠριδανοῦ θ᾽ ὕδωρ
ἔνθα πορφύρεον σταλάσ-
σουσ᾽ ἐς οἶδμα τάλαιναι
κόραι Φαέθοντος οἴκτωι δακρύων
τὰς ἠλεκτροφαεῖς αὐγάς
(Ευρ., Ιππόλυτος 735-741)
 
**Ο θάνατος του Φαέθοντα, ο θρήνος των Ηλιάδων
 
Γκρεμίζεται ο Φαέθων στο κενό, οι φλόγες διαγουμίζουν τα μαλλιά του,
κατάκορφο το βάρος τον τραβά, γράφει στον ουρανό τροχιά θανάτου,
καθώς τις νύχτες με αστροφεγγιά κάποιος κοιτάει -ψηλά το πεφταστέρι
που μοιάζει να γλιστράει προς τη γη, μα αν έπεσε στ' αλήθεια δεν το ξέρει.
Τον δέχεται νεκρό ο Ηριδανός, αλαργινός, στην πέρα οικουμένη -
και στου νερού τη δίνη ο ποταμός την καπνισμένη όψη του ξεπλένει.
Τον μάζεψαν οι νύμφες σπλαχνικές, τον κήδεψαν, μαζί κορμί και τέφρα,
σε τάφο τον απίθωσαν κι αυτά τα λίγα λόγια σκάλισαν στην πέτρα:
 
ΕΔΩ Ο ΦΑΕΘΩΝ ΚΕΙΤΕΤΑΙ ΝΕΚΡΟΣ. ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΣΕ ΤΟ ΑΡΜΑ ΝΑ
ΔΑΜΑΣΕΙ
ΟΜΩΣ ΠΡΟΤΟΥ ΝΑ ΠΕΣΕΙ ΧΑΜΗΛΑ ΕΤΟΛΜΗΣΕ ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΝΑ
ΦΤΑΣΕΙ.
 
Πήρε η Κλυμένη να μοιρολογά, η μάνα του, λόγια πολλά θλιμμένα
σαν πού ήταν ταιριαστά στη συμφορά· τα λογικά απ' τον πόνο της χαμένα
να σέρνεται με κλάμα γοερό, μες στο χαμό της να στηθοκοπιέται,
μέλη και κόκαλα γυρεύοντας παντού γυρόφερνε ολάκερο τον κόσμο.
 
Σε τόπο άγνωρο, σιμά στου ποταμού τον όχτο βρήκε, τέλος, μιαν ημέρα
παραχωμένα κόκαλα· εκεί γονάτισε στο μνήμα, και στην πέτρα
σαν διάβασε το όνομα σφιχτά αγκάλιαζε το λείψανο θρηνώντας.
Από κοντά κι οι κόρες της θρηνούν, οι Ηλιάδες - οδυρμός και θρήνος, ανώφελη για κείνον προσφορά. Στηθοκοπιούνται μάνα κι αδερφάδες,
πιάνουν μαζί παράπονο πικρό και στα χαμένα κράζουν τ' όνομά του·
μέρα και νύχτα κράζουν τον νεκρό κι απάνω στο μνημούρι του κυ­λιούνται.
 
Τα κέρατά της τέσσερις φορές τα είχε σμίξει ολόγιομη ησελήνη,
κι εκείνες μέρα-νύχτα στον καημό (γιατί χωρίς το κλάμα δεν μπορούσαν)
πενθούσαν τον χαμένο αδερφό. Φαέθουσα την πιο τρανή τη λέγαν,
κι αυτή μια μέρα κλίνοντας στη γη να γονατίσει ένιωσε τα πόδια
να γίνονται βαριά· κι ή Λαμπέτη, ωραία με την πάλλευκη θωριά της,
που κίνησε να της παρασταθεί ερίζωσε στον τόπο που στεκόταν. Μοιρολογούσε η τρίτη αδερφή κι έκανε να τραβήξει τα μαλλιά της - αντί για κείνα πιάνει φυλλωσιά. Της αλληνής κορμός τα πόδια ζώνει, βαρυγγομάει η τέταρτη γιατί τα χέρια της γίναν μακριά κλωνάρια.
Κι όπως σάστισαν με την αλλαγή, η φλούδα αγκαλιάζοντας τις κόρες αγάλι ανέβαινε και σκέπαζε σφιχτά μέση και στήθια, ώμους και τα χέρια·
μόνα τα χείλη άσκεπα, κι αυτά όλα μαζί τη μάνα τους καλούσαν.
Η δόλια η μάνα, τι να κάνει, τι; Σε παραζάλη εδώ κι εκεί ορμούσε
κι όσο περίσσευε καιρός για το φιλί τις έδινε φιλιά πάνω στο στόμα.
Λίγο της φάνηκε να δίνει τα φιλιά- μες στους κορμούς γυρεύει τα κορμιά
τους,
τραβολογάει τα τρυφερά κλαριά, κι όπως απ' τον κορμό τα ξεριζώνει
σαν αίμα από βαριά λαβωματιά πάνω στα δέντρα φάνηκαν σταγόνες.
Καθώς τον πόνο νιώθει η καθεμιά «μανούλα μου, λυπήσου με», φω­νάζει,
«λαβώνεις δέντρο, μάνα, και μαζί ένα κορμί που μέσα του φωλιάζει».
«Χαίρε», της είπαν τέλος, κι η φωνή ήρθε απ' της φλούδας την απά­νω άκρη.
Δακρύζουνε ακόμα οι κορμοί, στεγνώνει ο ήλιος πάνω τους το δάκρυ,
που κεχριμπάρι γίνεται λαμπρό, το παίρνουνε του ποταμού οι δίνες,
γιορντάνι από χάντρες να γενεί να το φοράν μια μέρα οι Λατίνες.
(Οβ., Μεταμορφώσεις 1. 319-366)
 
***Αστερισμός του Ποταμού
 
Οὗτος ἐκ τοῦ ποδὸς τοῦ Ὠρίωνος τοῦ ἀριστεροῦ τὴν ἀρχὴν ἔχει· καλεῖται δὲ κατὰ μὲν τὸν Ἂρατον Ἠριδανός· οὐδεμίαν δὲ ἀπόδειξιν περὶ αὐτοῦ φέρει· ἕτεροι δέ φασι δικαιότατον αὐτὸν εἶναι Νεῖλον· μόνος γὰρ οὗτος ἀπὸ μεσημβρίας τὰς ἀρχὰς ἔχει. πολλοῖς δὲ ἄστροις διακεκόσμηται. ὑπόκειται δὲ αὐτῷ καὶ ὁ καλούμενος ἀστὴρ Κάνωβος, ὃς ἐγγίζει τῶν πηδαλίων τῆς Ἀργοῦς· τούτου δὲ οὐδὲν ἄστρον κατώτερον φαίνεται, διὸ καὶ Περίγειος καλεῖται.
Ερατοσθένης, Καταστερισμοί, 1,37

Προδομένες Ανάγκες

Όλοι οι άνθρωποι έχουμε ανάγκες διαφόρων ειδών: βιολογικές, πρακτικές, συναισθηματικές και πνευματικές. Οι βιολογικές ανάγκες είναι εξόχως ασυμπίεστες διότι δεν αναβάλλονται για πολύ καιρό. Όταν πεινάς, διψάς ή κρυώνεις θέλεις να ικανοποιηθούν οι ανάγκες σου άμεσα.

Οι συναισθηματικές ανάγκες (που είναι πάνω από είκοσι) δεν είναι τόσο επιτακτικές, αλλά αν τους κλείσεις την πόρτα για πολύ καιρό, αρχίζεις σιγά σιγά να καταθλίβεσαι. Όσο για τις πνευματικές ανάγκες, μας βοηθούν να φιλοσοφήσουμε και να δούμε την πραγματικότητα με άλλο μάτι. Βέβαια, καμιά φορά, οδηγούν και σε υπαρξιακά κενά…

Οι ανάγκες μας κάπου κατευθύνονται. Για παράδειγμα, ένα κύτταρο γεννιέται, επιτελεί ένα έργο και πεθαίνει. Κλείνει έναν κύκλο. Το ίδιο ισχύει και για μας. Ο οργανισμός μας έχει μία φυσική ροή. Αυτή δημιουργεί και τις ανάγκες μας.

Όμως, οι ανάγκες δεν έχουν χέρια και πόδια ούτε στόμα για να μιλήσουν. Προκειμένου, λοιπόν, να ικανοποιηθούν είναι εξαρτημένες από τη συμπεριφορά μας. Τι είναι, όμως, η συμπεριφορά; Είναι αυτά που κάνουμε και λέμε. Δηλαδή, η συμπεριφορά είναι πράξεις. Αν διψάς, για να ικανοποιηθεί αυτή η ανάγκη σου θα πρέπει οπωσδήποτε να συμπεριφερθείς: ή θα σηκωθείς να πιεις ένα ποτήρι νερό ή θα μιλήσεις: «Μπορώ να έχω ένα ποτήρι νερό, παρακαλώ;»

Στο σημείο αυτό υπάρχουν δύο δυσκολίες: η πρώτη είναι ότι, μερικές φορές, δεν καταλαβαίνουμε τις ανάγκες μας. Έτσι, η συμπεριφορά μας δεν είναι σε θέση να τις καλύψει διότι δεν τις αντιλαμβανόμαστε! Αυτό βέβαια ισχύει περισσότερο για τις συναισθηματικές μας ανάγκες, καθώς οι βιολογικές δεν αναβάλλονται και πολύ.

Η δεύτερη δυσκολία είναι ότι κάποιοι δε δίνουν πολλή σημασία στις ανάγκες τους. Ασχολούνται με τις προσδοκίες που έχουν οι άλλοι από αυτούς. Ας υποθέσουμε ότι η φύση σου είναι να κινηθείς προς τα «βόρεια». Η συμπεριφορά σου προς τα πού κινείται; Δεν πιστεύω να υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος που η συμπεριφορά του συμβαδίζει 100% με τη φύση του, τις ανάγκες του. Δηλαδή, βόρεια πάνε οι ανάγκες, βόρεια πηγαίνει και η συμπεριφορά. Πάντα υπάρχει μία μικρή γωνία απόκλισης. Ας πούμε ότι ενώ οι ανάγκες πάνε βόρεια, η συμπεριφορά πηγαίνει βορειοανατολικά. Αυτή η απόκλιση είναι μικρή. Γι' αυτό την ονομάζουμε λειτουργική. Σε γενικές γραμμές, το άτομο πηγαίνει εκεί που είναι φτιαγμένο να πάει. Αν, όμως, ο οργανισμός θέλει να πάμε βόρεια κι εμείς πηγαίνουμε ανατολικά, τότε αυτή η απόκλιση δεν είναι λειτουργική. Αρχίζει, λοιπόν, ο οργανισμός να διαμαρτύρεται. Ένα απλό παράδειγμα:

Μία συνδικαλιστική οργάνωση επιλέγει ένα μέλος να διαπραγματευτεί με την εργοδοσία. Η συνδικαλιστική οργάνωση είναι οι ανάγκες. Ο εκπρόσωπος της οργάνωσης είναι η συμπεριφορά. Πηγαίνει, λοιπόν, ο εκπρόσωπος και -κολακευμένος από τη θερμή υποδοχή που του επιφυλάσσουν οι εργοδότες-δεν καταφέρνει να διεκδικήσει αυτά για τα οποία τον έστειλαν. Τι θα γίνει, λοιπόν, όταν επιστρέψει πίσω στους συναδέλφους του άπρακτος; Το πιο απλό είναι να πάψει πλέον να είναι ο εκπρόσωπος τους.

Αν η συμπεριφορά αγνοεί συστηματικά τις συναισθηματικές ανάγκες του ατόμου, είναι φυσικό ο οργανισμός ν’ αρχίσει να διαμαρτύρεται. Η διαμαρτυρία του οργανισμού προς τον εαυτό είναι το άγχος. Άγχος είναι η διαμαρτυρία των ακάλυπτων αναγκών προς τη συμπεριφορά. Το άγχος αυτό αρχικά εκδηλώνεται με κάποιες μελαγχολίες και με αδράνεια. Δεν έχεις όρεξη για δραστηριότητες, για ενδιαφέροντα και για ζωή. Αυτά είναι τα πρώτα μηνύματα που σου στέλνει ο οργανισμός για να διαμαρτυρηθεί. Αν τα αγνοήσεις, τότε τα συμπτώματα αρχίζουν και δυναμώνουν.

Σιγά σιγά μπορεί να εμφανιστεί μία κατάθλιψη, χρήση κάποιων τοξικών ουσιών (νόμιμες ή παράνομες) ή μπορούν να εμφανιστούν φοβίες, έμμονες ιδέες και άλλα συμπτώματα που λειτουργούν όπως ένα κόκκινο λαμπάκι στο αυτοκίνητο που οδηγείς.

Παρόλο που αυτά τα αναφέραμε και προηγουμένως, ας τα επαναλάβουμε ώστε να τα αφομοιώσουμε: Αν ανάψει το κόκκινο λαμπάκι, σημαίνει ότι η μηχανή υπερθερμαίνεται. Το κόκκινο λαμπάκι είναι το σύμπτωμα. Στην πραγματικότητα είναι ένα φιλικό μήνυμα που σου δίνει το αυτοκίνητο για να μην καείς. Το ίδιο ακριβώς είναι και αυτά τα συμπτώματα που δημιουργούνται από παρατεταμένη ζωή ενάντια στη φύση μας (αδράνεια, μελαγχολίες, φοβίες και έμμονες ιδέες).

Αν ακόμα και τότε η συμπεριφορά δεν παίρνει το μήνυμα και δεν αλλάξει, αρχίζουν τα ψυχοσωματικά. Ο οργανισμός δημιουργεί συμπτώματα που έχουν σκοπό να σε «παραλύσουν» ώστε να σταματήσεις να διεκδικείς συνέχεια την καλή γνώμη των άλλων και να κοιτάξεις λίγο τις ανάγκες σου. Συνεπώς, οι ψυχοσωματικές διαταραχές είναι το αποτέλεσμα της συμπεριφοράς μας. Είναι φιλικές προτροπές για ν’ αλλάξουμε συμπεριφορά. Αν τις λάβουμε υπόψη μας, έχουμε μία πιθανότητα να επανέλθουμε σε ένα μοτίβο ζωής που είναι πιο κοντά στη φύση μας. Αν τις αγνοήσουμε, μια μέρα θ’ ασχοληθούμε με κάποια σοβαρή σωματική ασθένεια.

Επιστροφές – καταστροφές

Δύσκολο να αποδεχθείς το τέλος. Δύσκολο να συμβιβαστείς με τις αλλαγές που φέρνει η διάλυση μιας σχέσης. Δύσκολο και δεν είναι λίγες οι φορές που μπαίνεις στον πειρασμό να επιστρέψεις. Όχι για να μείνεις. Για λίγο. Όσο χρειάζεται να πάρεις μια τζούρα αναμνήσεις, όσο χρειάζεται να έρθουν στο μυαλό σου τα όμορφα του τότε.

Ξέρεις πως δεν πρέπει. Ξέρεις πως δεν έχει νόημα. Δεν έχει τίποτα να σου προσφέρει αυτό το πισωγύρισμα κι όμως εκεί… επιμένεις να επιστρέφεις… επιμένεις κι ας ξέρεις πως κάθε φορά θα είναι σαν να ανοίγει ξανά εκείνη η πληγή. Δεν την αφήνεις να επουλωθεί. Πας κι ας ξέρεις ότι θα ξαναματώσει. Σαν εθισμένος επιστρέφεις, αφού ορκιστείς στον εαυτό σου πως θα είναι μόνο για λίγο, ίσα να ρίξεις μια ματιά…

Και ξαναπέφτεις στη λούμπα. Ξαναπέφτεις, γιατί η ασφάλεια του γνώριμου, όσο άσχημο κι αν ήταν, είναι εύκολο να σ’ εγκλωβίσει. Κι αρχίζει η πληγή να ξαναματώνει. Αρχίζει να πονάει ξανά. Να πονάει και να σου θυμίζει το γιατί όλα είχαν τελειώσει…

Το παρελθόν, είχε λόγο που έγινε παρελθόν μάτια μου… Είναι μεγάλη παγίδα η ασφάλεια που σε κάνει να νιώθεις το γνώριμο. Μια παγίδα στην οποία αν ξαναπέσεις, θα πονέσεις περισσότερο όταν επιχειρήσεις να ξαναβγείς. Θα δημιουργηθούν κι άλλες πληγές δίπλα στις παλιές… Διπλός ο πόνος, διπλές οι απώλειες, διπλό το χάσιμο…

Όμορφο πράγμα να σε οδηγεί η καρδιά. Όμορφο, αλλά επικίνδυνο. Σου κλείνει τα μάτια μπροστά στους κινδύνους και τις παγίδες.

“Αξίζει να ζεις για ένα όνειρο κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει” λένε. Με τα αποκαΐδια του εαυτού σου που μένουν πίσω όμως, τι γίνεται; Με τα καμένα που πρέπει να μαζέψεις και να συναρμολογήσεις ένα ένα; Με τα κομμάτια σου, που θα έχουν γίνει στάχτη και θα σ’ αφήσουν ημιτελή;

Τα όνειρα έχω μάθει πως δεν καίνε. Τα όνειρα φωτίζουν. Χαρίζουν χρώματα. Κερνούν χαμόγελα. Οι εφιάλτες καίνε κι αν κάηκες ήδη μια φορά, μην επιμένεις να παίζεις με τη φωτιά. Πάρε ότι σου έχει απομείνει και αποχώρησε. Ένα όνειρο, ένα αληθινό όνειρο μπορεί να σε περιμένει στη στροφή…

Σήμερα με έμαθαν ποιος είμαι

Σχολείο. Ένας θεσμός καθιερωμένος από τον πολιτισμένο άνθρωπο με στόχο την εκπαίδευση των μελών του είδους του. Εξ ορισμού, καθοδηγητής στην πνευματική πορεία του ατόμου με στόχο την σύνταξη όπως και την επιβίωσή του μέσα στην κοινωνία. Αποβλέπει στην ανάδειξη των δεξιοτήτων και των ιδεών του με κάθε θεμιτό μέσο.

Τι γίνεται όμως όταν το μοντέλο αυτό παρεκκλίνει; Τι γίνεται όταν οι ίδιοι οι υπάλληλοί του καταχραστούν την πνευματική εξουσία που τους δίνεται;

Κάτι φαινομενικά ανεπίτρεπτο αλλά πρακτικά πιο ρεαλιστικό από ποτέ. Για έναν μαθητή του τότε, του κάποτε αλλά και του τώρα. Ενός περισσότερο θεατή παρά πρωταγωνιστή στην ίδια του την διαμόρφωση.

Τι γίνεται όταν το μόνο που προσφέρεται είναι ομοιομορφία και μασημένη τροφή στερεοτύπων και φόβων;

Τι γίνεται όταν οι υπάλληλοί της αντιμετωπίζονται ως αυθεντίες και η οποιαδήποτε αμφισβήτηση βαπτίζεται αιρετική;

Εν έτη 2019 κάποιος εξωτερικός παρατηρητής θα υποστήριζε πως η εκπαίδευση στο δυτικό τουλάχιστον κόσμο έχει υποστεί τα τελευταία χρόνια μια σειρά αλλαγών προς το καλύτερο. Νέα εκπαιδευτικά προγράμματα, ψηφιοποίηση των εργασιών και των βιβλίων «για να μπούμε στο παλμό της νεολαίας» και φανταχτερά πολύχρωμα κουτιά στο βιβλίο της έκθεσης. Ποιος θα διαφωνούσε άλλωστε αν το άκουγε.

Η εκπαίδευση αναβαθμίζεται! Και το γνωστικό επίπεδο πέφτει. Μια εξίσωση αδύνατη που κανείς δε διανοήθηκε να διορθώσει. Και υπαίτιος ο μαθητής. Ο μαθητής που δεν του φτάνουν οι απουσίες, ο μαθητής που τολμά να μην τον ελκύει η διδασκαλία αυτή. Σαν μια Ιφιγένεια στην εποχή των αριθμών θυσιάζεται από μια στερεοτυπικά φτιαγμένη χαμηλόμισθη αυθεντία και μπουκώνεται. Μπουκώνεται με μια μόρφωση έτσι για να λέμε πως κάτι καταφέραμε. Για ένα, δύο πτυχία να διακοσμούν το πατρικό και μια εξέχουσα θέση στην υπόληψη των άλλων.

Αυθεντίες λοιπόν, σε έναν κόσμο άλλο του μεσαίωνα, προσφέρουν κομμένες και ραμμένες γνώσεις σε μια θάλασσα εύπλαστων μυαλών. Ταΐζουν κονσέρβες πληροφοριών και κανόνων στο όνομα της γνώσης ενώ υμνούν την ελευθερία που τόσο αγαπούν. Καταδικάζουν την ελευθερία του λόγου στους τέσσερις τοίχους του σχολείου μα καθαγιάζουν τη δημοκρατία και την ανεξαρτησία. Φιλελεύθεροι προοδευτικοί και υπηρέτες ενός συστήματος περιορισμένης και λογοκριμένης μόρφωσης διδάσκουν ισότητα δίνοντας ευκαιρίες σε «λίγους και καλούς».

Ταυτόχρονα καθηγητές με αδυναμίες και εξαιρέσεις τρέφουν καθεστώτα ταξικά και τοξικά, κοινωνίες άκρων και περιθωρίων. Καταστάσεις, θα λέγαμε εξοργιστικές για ένα σύστημα δίκαιων ευκαιριών όπως θα έπρεπε να είναι άλλωστε.

Πώς λοιπόν μας μιλάτε για την ομορφιά της διαφορετικότητας και την κατάλυση των ρατσιστικών τειχών ανάμεσα στους νέους όταν εσείς οι ίδιοι μας ορίσατε, μας δώσατε έναν χαρακτήρα ξένο και μας δείξατε όσες ευκαιρίες μας λογιάζουν. Προσωπικές αδυναμίες, στερεότυπα «καλών» μαθητών και στιγματισμός όσων παρεκκλίνουν από την πεπατημένη έχει το πρόγραμμα και για αυτές τις 7 ώρες. Και πάλι από την αρχή.

Και τελειώνοντας χωρίς να μακρηγορώ και χάνω την ουσία, δεν θεωρώ πως υπάρχει σκοπός να καταλήξω σε κάποιο συμπέρασμα εφόσον ό,τι έχει ειπωθεί στο γραπτό αυτό έχει στόχο να απασχολήσει και όχι να πληροφορήσει.

Θέτω λοιπόν ένα στερνό ερώτημα και σας αφήνω να το έχετε βάρος στον σβέρκο σας.

Πώς σε ένα τέτοιο σύστημα λειτουργικών αντιθέσεων ο καθένας μας είναι σε θέση να διαμορφώσει φιλελεύθερη άποψη;

Μισείς την υποτέλεια. Θυμώνεις;

Η πολυπλοκότητα της γνώσης του εαυτού

Ένα πολύπλοκο σχήμα

Η αντίληψη του εαυτού σημαίνει ότι υπάρχει κάποιος συνειδητός ‘εσωτερικός παράγοντας‘ που κατευθύνει τη συμπεριφορά, αλλά επίσης σημαίνει επίγνωση των συναισθημάτων, των χαρακτηριστικών, των σκέψεων και των συμπεριφορών στο παρόν και στο παρελθόν. Για να έχει εαυτό, ένας οργανισμός πρέπει να διαθέτει συνείδηση και αυτο-στοχασμό.

Η πολυπλοκότητα της γνώσης του εαυτού

Το σχήμα που διαθέτουμε για τον εαυτό μας είναι πολύπλοκο, εν μέρει απλώς γιατί διαθέτουμε περισσότερες πληροφορίες για τον εαυτό μας παρά για οτιδήποτε άλλο. Εκτός ίσως από την ανάπαυλα του ύπνου-αν και ακόμη και τα όνειρα προσφέρουν κάποιου είδους πληροφορίες για τον εαυτό- είμαστε συνεχώς πλημμυρισμένοι από τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τη συμπεριφορά μας.

Επίσης αντίθετα μ άλλα είδη γνώσης η γνώση του εαυτού χαρακτηρίζεται από μια αφηγηματική συνέχεια, ένα συνεχές νήμα παρατήρησης μέσα στο χρόνο. Ο καθένας μας προσπαθεί να καταλάβει το δικό του ιστορικό και συνεπώς ερμηνεύουμε και ξαναερμηνεύουμε τον εαυτό μας. Αυτό που καθιστά τα πράγματα ακόμα πιο πολύπλοκα είναι ότι δεν κατέχουμε πληροφορίες μόνο για το παρελθόν μας και τον τρέχοντα εαυτό μας, αλλά έχουμε ακόμη πρότυπα για το μελλοντικό εαυτό μας και μπορούμε να φανταστούμε τον εαυτό μας να ενεργεί με διαφορετικούς τρόπους και να συναλλάσσεται με διαφορετικούς ανθρώπους. Χωρίς αμφιβολία ο εαυτός είναι ένα πολύπλοκο σύνολο από αναμνήσεις, φαντασίες και φιλοδοξίες.

Αντίσταση του εαυτού στην αλλαγή

Εκτός από το ότι βοηθά τη μνήμη όσον αφορά σε γεγονότα σχετικά με τον εαυτό, η πολυπλοκότητα της εικόνας του εαυτού ίσως κάνει τον εαυτό να αντιστέκεται στην αλλαγή. Το τεράστιο σχήμα για τον εαυτό μας χαρακτηρίζεται από αδράνεια. Όπως έγραψε ο Thoreau στην εφημερίδα του (1840), «Αν χρειάζεσαι μια αδιαπέραστη ασπίδα, στάσου μέσα στον εαυτό σου»

Η ιδιότητα της αυτοσυντήρησης του εαυτού αποδίδεται αναμφίβολα σε κάτι παραπάνω από το μεγάλο όγκο πληροφοριών στην εικόνα του εαυτού. Συχνά, διατηρούμε την ακεραιότητα του εαυτού μας με ενεργητική προσπάθεια και μερικές φορές με αμυντικότητα. Πράγματι ο εαυτός μας μπορεί να συγκριθεί με έναν ολοκληρωτικό δικτάτορα που ελέγχει τις πληροφορίες και αναθεωρεί την ιστορία για δικό του όφελος. Σύμφωνα με αυτήν την άποψη ο εαυτός –μια ενότητα γνώσης και πεποιθήσεων- είναι συντηρητικός και δεν αλλάζει εύκολα. Στην πραγματικότητα κατά καιρούς διαστρεβλώνει ή ξεχνά γεγονότα για την αυτοσυντήρησή του. Αυτή η αναγκαστική σταθερότητα ίσως να είναι χρήσιμη, γιατί εάν ο εαυτός άλλαζε εύκολα με κάθε νέο κομμάτι πληροφορίας, η ζωή θα γινόταν χαώδης, και η αίσθηση της ενότητας της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς μας γρήγορα θα κλονιζόταν.

Μπορούμε να εξακριβώσουμε την έννοια του εαυτού μας με τρεις συγκεκριμένους τρόπους κατά Swan και Read:

- αναζητώντας επιλεκτικά ανατροφοδότηση από άλλους πράγμα που επιβεβαιώνει την αντίληψη που έχουμε για τον εαυτό μας
- με την επιλεκτική ανάκληση ανατροφοδότησης που επιβεβαιώνει την έννοια του εαυτού μας,
- με την ενεργητική προσπάθεια να αποδείξουμε στους άλλους την αλήθεια της έννοιας του εαυτού μας.

Λουκιανός: Διδάσκεται η Φιλοσοφία;

Ο Στωικός Δάσκαλος του Ερμότιμου

ΛΥΚΙΝΟΣ: Ερμότιμε, από το βιαστικό σου περπάτημα κι από το βιβλίο σου, είναι φανερό ότι τραβάς γραμμή για τον δάσκα­λο. Κι όπως προχωρούσες, κάτι είχες στον νου σου και σάλευες τα χείλη, μουρμούριζες και κούναγες το χέρι πέρα δώθε, σαν νά ’κανες απαγγελία στον εαυτό σου. Κάποιο από ’κείνα τα μπερ­δεμένα προβλήματα θα σκεφτόσουν ή τίποτε σοφιστικά ζητήματα θα μελετούσες, έτσι για να μη μένεις άπραγος ούτε κι όταν βαδίζεις στον δρόμο, αλλά να ’σαι πάντα απασχολημένος με κάτι σοβαρό που θα σε βοηθήσει να προκόψεις στη μάθηση.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Κάτι τέτοιο, Λυκίνε, μα τον Δία. Το χτεσινό μάθημα έφερνα στον νου μου και λογάριαζα ένα-ένα τα όσα μας είπε. Δεν πρέπει ν’ αφήνουμε ευκαιρία ανεκμετάλλευτη, αφού συμφωνούμε με ’κείνο που είπε ο Ιπποκράτης, ότι «ο μεν βίος βραχύς, η δε τέχνη μακρά». Εκείνος βέβαια τό ’λεγε για την ιατρική που μαθαίνεται πιο εύκολα. Τη φιλοσοφία όμως δεν μπορείς να την κατακτήσεις, ακόμη κι αν έχεις πολύ χρόνο στη διάθεσή σου, εκτός κι αν είσαι πάντα σε εγρήγορση και την ατενίζεις με ξύπνιο βλέμμα. Και δεν είναι μικροπράγματα αυτά που διακινδυνεύεις: ή που θα χαθείς σαν κακομοίρης μες στον συρφετό των απλών ανθρώπων ή που θα κερδίσεις την ευδαιμονία μέσα από την φιλοσοφία.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Τα έπαθλα που είπες, Ερμότιμε, είναι θαυμάσια. Φαντάζομαι πως όπου νά ’ναι θα τα κερδίσεις, αν κρίνω από τον χρόνο που αφιερώνεις στη φιλοσοφία αλλά κι από τον μόχθο που καταβάλλεις εδώ και πολύ καιρό, μου φαίνεται. Γιατί, αν θυμάμαι καλά, σχεδόν είκοσι χρόνια τώρα δε σε βλέπω να κάνεις τίποτ’ άλλο από το να πηγαίνεις στους δασκάλους, και τον περισσότερο καιρό να είσαι σκυμμένος πάνω από ένα βι­βλίο και να κρατάς σημειώσεις από τα μαθήματα, χλωμός και μαραμένος από την πολλή μελέτη. Μου φαίνεται πως ούτε και στα όνειρά σου δεν ησυχάζεις, τόσο πολύ έχεις μπει σ’ αυτήν την υπόθεση. Κι επειδή τα προσέχω αυτά, έχω την εντύπωση ότι δεν απέχεις πολύ από την κατάκτηση της ευδαιμονίας. Έκτος βέβαια κι αν την είχες σύντροφο από παλιά κι εμείς δεν το είχαμε προσέξει.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Από πού κι ως πού, Λυκίνε; Τώρα αρχίζω και μισομπαίνω σ’ αυτόν τον δρόμο. Όπως λέει ο Ησίοδος, η Αρετή κατοικεί πολύ μακριά και το μονοπάτι που οδηγεί σ’ αυτή είναι μακρύ και ανηφορικό και τραχύ, κι ο οδοιπόρος πρέπει να ιδρώσει πολύ.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Εσύ, Ερμότιμε, δεν ίδρωσες, δεν περπάτησες αρκετά;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Όχι, σου λέω. Τίποτε δε θα μ’ εμπόδιζε να είμαι πανευτυχής, αν είχα φτάσει στην κορυφή. Για την ώρα, Λυκίνε, είμαι ακόμα στο ξεκίνημα.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Ναι αλλά ο ίδιος ο Ησίοδος είπε ότι η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, οπότε δεν πέφτουμε έξω αν πούμε πως έφτασες κιόλας στα μισά της ανηφόρας.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Όχι, για την ώρα ούτε καν αυτό. Θά ’πρεπε νά ’χα κάνει πολύ δρόμο.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Τότε, σε ποιο σημείο της διαδρομής να πούμε ότι βρίσκεσαι;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Ακόμα είμαι κάτω στους πρόποδες, Λυκίνε, παρ’ όλο που τώρα τελευταία έκανα μεγάλη προσπάθεια να προχωρήσω. Ο δρόμος είναι ολισθηρός και τραχύς και χρειά­ζεται χέρι βοηθείας.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Οπότε ο δάσκαλος σου από ψηλά απ’ την κορυ­φή μπορεί να σου ρίξει, τις διαλέξεις του -όπως ο Ομηρικός Δίας τη χρυσή αλυσίδα- και να σε τραβήξει και να σε φέρει επάνω κοντά του και κοντά στην αρετή, μιας και ο ίδιος έχει ανεβεί προ πολλού.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Έτσι είναι, Λυκίνε, όπως τα είπες. Αν ήταν στο χέρι του, θα με είχε τραβήξει εδώ και πολύ καιρό και θα βρισκόμουν μαζί τους. Εγώ ο ίδιος όμως έχω ακόμη ελλεί­ψεις.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Θέλει νά ’χεις κουράγιο και ψυχή, την ώρα που κοιτάς προς το τέλος της διαδρομής και την ευτυχία εκεί πά­νω, μιας και σε βοηθάει και ’κείνος με τόση προθυμία. Αλλά για πότε σου δίνει ελπίδες πως θ’ ανεβείς; Τι υπολόγισε, ότι θα φτάσεις στην κορυφή τον επόμενο χρόνο, μετά τα Παναθήναια ή τα άλλα Μυστήρια;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Λίγο λες, Λυκίνε.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Τότε στην επόμενη Ολυμπιάδα;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Κι αυτό λίγος χρόνος είναι για να ασκηθείς στην αρετή και να κερδίσεις την ευτυχία.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Σίγουρα πάντως μετά από δύο Ολυμπιάδες, έ­τσι; Αλλιώς μπορεί να σας κατηγορήσουν για μεγάλη νωθρότητα, αν δεν τα καταφέρετε ούτε σε τόσο χρόνο, όσο θέλει για να πάει κανείς άνετα τρεις φορές από τις Ηράκλειες Στήλες μέχρι την Ινδία και να γυρίσει πίσω, ακόμα κι αν δεν προχωράει κατευθείαν αλλά τριγυρνάει και ανάμεσα στα έθνη που θα συναντάει στον δρόμο. Πόσο πιο ψηλή και πιο γλιστερή θες να υποθέσουμε πως είναι η κορυφή που κατοικεί η Αρετή σας, από την Άορνο [1], που την κυρίεψε κατά κράτος ο Αλέξανδρος μέσα σε λίγες μέρες;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Δεν είναι το ίδιο, Λυκίνε, ούτε έχει το πράγμα όπως το φαντάζεσαι, ώστε να κερδηθεί ή να κυριευτεί μέσα σε λίγο χρόνο, ακόμη κι αν της επιτεθούν δέκα χιλιάδες Αλέξανδροι. Άμα ήταν έτσι, πολλοί θα είχαν ανεβεί. Τώρα όμως πολλοί ξεκινούν την πορεία με πολλές δυνάμεις και προχωρούν, άλλοι λιγότερο, άλλοι περισσότερο. Όμως σαν φτάσουν στα μισά του δρόμου, βρίσκουν πολλά αδιέξοδα και δυσκολίες, τα παρατάνε και γυρνούν πίσω λαχανιασμένοι και καταϊδρωμένοι, γιατί δεν αντέχουν την κούραση. Ενώ όσοι αντέξουν μέχρι τέλους, φτάνουν στην κορυφή κι από 'κει και πέρα είναι ευτυχισμένοι και περνούν θαυμάσια την υπόλοιπη ζωή τους, βλέποντας από ψηλά τους άλλους σαν μυρμήγκια.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Πω, πω, Ερμότιμε, πόσο μικρούς μάς κάνεις, ούτε καν Πυγμαίους· μα τελείως χαμερπείς, ένα με τη γη. Φυσικό είναι: γιατί είσαι ήδη υψηλόφρων και τα βλέπεις από πάνω. Εμείς, βέβαια, ο συρφετός κι όσοι σερνόμαστε χάμω, όταν εσείς φτάσετε πάνω από τα σύννεφα, εκεί όπου σπεύδετε από καιρό, θα προσευχόμαστε και σε σας κι όχι μόνο στους θεούς.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Να μπορούσα ν’ ανεβώ, Λυκίνε. Αλλά έχω πολύ δρόμο ακόμη.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Δεν είπες όμως πόσο, για να το καθορίσουμε χρο­νικά.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Ούτε κι εγώ ο ίδιος ξέρω ακριβώς, Λυκίνε. Υποθέτω όμως πως δε θα είναι πάνω από είκοσι χρόνια. Μετά, σίγουρα θα έχω φτάσει στην κορυφή.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Για όνομα του Ηρακλή, πολύ λες.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Είναι γιατί κοπιάζω για σπουδαία πράγματα, Λυκίνε.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Ίσως είναι αλήθεια. Σου υποσχέθηκε όμως ο δά­σκαλός σου ότι θα ζήσεις πάνω από είκοσι χρόνια; Οπότε, δεν είναι μόνο σοφός άλλα και μάντης ή χρησμολόγος ή απ’ αυτούς που κατέχουν τις μεθόδους των Χαλδαίων - λένε πως τουλάχιστον αυτοί ξέρουν από τέτοια. Γιατί δεν είναι λογικό να υπομένεις τόσους κόπους και να ταλαιπωρείσαι νύχτα και μέρα, χωρίς νά ’σαι βέβαιος ότι θα ζήσεις μέχρι να φτάσεις στην αρετή, χωρίς να ξέρεις αν, πλησιάζοντας πια στην κορυ­φή, δεν επέλθει το μοιραίο και σ’ αρπάξει από το πόδι προτού εκπληρωθεί η προσδοκία σου.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Άει στην ευχή! Με γρουσουζεύεις, Λυκίνε. Ας ήταν να ζήσω έστω και μια μέρα την ευδαιμονία, έχοντας γίνει σοφός.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Και σου φτάνει μια μέρα για όλους αυτούς τους κόπους;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Μου φτάνει ακόμα και μια στιγμή.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Ναι αλλά πού το ξέρεις ότι εκεί πάνω υπάρχει ευδαιμονία1 και άλλα τέτοια ώστε ν’ αξίζει να υπομείνεις τα πάντα για χάρη τους; Αφού εσύ ο ίδιος δεν έχεις ανεβεί ακόμη.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Πιστεύω τα λόγια τού δασκάλου μου. Ξέρει πολλά, αφού είναι ήδη στην πιο ψηλή κορυφή.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Για όνομα των θεών, σου έλεγε ποια είναι η κα­τάσταση εκεί πάνω και τι είδους ευδαιμονία υπάρχει; Τίποτε πλούτη και δόξα και αξεπέραστες απολαύσεις;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Σώπα, φίλε μου. Αυτά δεν έχουν καμία σχέση με τον ενάρετο βίο.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Αν όχι αυτά, τότε τι το καλό λέει πως θ’ αποκτή­σει οποίος πετύχει τον σκοπό της άσκησης;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Τη σοφία, την ανδρεία, την ομορφιά την ίδια, τη δικαιοσύνη και τη βεβαιότητα ότι γνωρίζει τα πράγματα όπως πραγματικά είναι. Τα πλούτη και τις δόξες και τις ηδο­νές και ό,τι έχει να κάνει με το σώμα, όλα αυτά τά ’χει αφήσει κάτω κι ανεβαίνει κανείς γυμνός, σαν τον Ηρακλή, που όπως λένε κάηκε στην Οίτη κι έγινε θεός: γιατί κι ο Ηρακλής, αφού πέταξε από πάνω του ό,τι ανθρώπινο είχε από τη μάνα του, κρατώντας καθαρό κι αμόλυντο το θεϊκό στοιχείο που τό ’χε ξεχωρίσει η φωτιά, ανέβηκε ψηλά στους θεούς. Έτσι κι αυτοί με τη φιλοσοφία, σαν νά ’ταν μια άλλη φωτιά, αφαιρούν από πάνω τους όλα όσα οι υπόλοιποι κακώς θεωρούν αξιοθαύμα­στα, ανεβαίνουν στην κορυφή κι είναι ευτυχισμένοι, και δε θυμούνται πια πλούτη, δόξα και απολαύσεις, και κοροϊδεύουν όσους πιστεύουν ότι αυτά υπάρχουν.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Μα τον Ηρακλή της Οίτης, αυτοί όπως τους περιγράφεις, Ερμότιμε, είναι ανδρείοι και ευδαίμονες. Για πες μου όμως, κατεβαίνουν ποτέ από την κορυφή, άμα το θελήσουν, για να χρησιμοποιήσουν όσα άφησαν εδώ κάτω; Ή είναι αναγκασμένοι, άπαξ και ανέβηκαν, να μείνουν εκεί και να κάνουν παρέα με την αρετή κοροϊδεύοντας τον πλούτο, τη δόξα και τις απολαύσεις;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Όχι μόνο αυτό, Λυκίνε, αλλά όποιος τελειο­ποιηθεί στην αρετή παύει να είναι δούλος της οργής, του φόβου και των επιθυμιών κι ούτε στεναχώριες έχει πια ούτε τέτοιου είδους συναισθήματα γενικώς.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Ε, λοιπόν, για να πω την αλήθεια χωρίς δισταγ­μό... μα καλύτερα να σωπάσω, θαρρώ. Θα ήταν ασέβεια να ρωτήσω τι κάνουν οι σοφοί.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Όχι καθόλου. Πες τι εννοείς.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Κοίτα να δεις που διστάζω, φίλε μου!

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Μη φοβάσαι, λεβέντη μου, μόνο σε 'μένα μι­λάς.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Ερμότιμε, παρακολουθούσα τη διήγησή σου και πίστευα πως γενικά έτσι έχουν τα πράγματα, ότι δηλαδή γίνονται σοφοί, ανδρείοι, δίκαιοι και τα λοιπά. Και κάπως μαγεύτηκα από τα λόγια σου. Όταν όμως είπες ότι περιφρονούν τον πλούτο και τη δόξα και τις απολαύσεις και ότι δεν οργίζονται ούτε στενοχωριούνται, εδώ ακριβώς -είμαστε μόνοι οι δυο μας- κόλλησα, γιατί θυμήθηκα αυτά που είδα τις προάλλες να κάνει - θες να σου πω ποιος; Ή δεν είναι απαραίτητο να πω όνομα;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Όχι, πες μου ποιος ήταν.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Ο ίδιος σου ο δάσκαλος - που κατά τα άλλα εί­ναι άνθρωπος αξιοσέβαστος και παππούς, στα τελευταία του.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Τι έκανε λοιπόν;

ΛΥΚΙΝΟΣ: Τον ξέρεις τον ξένο από την Ηράκλεια, που ήταν μαθητής του και για καιρό σπούδαζε κοντά του φιλοσοφία, εκείνον τον ξανθό, τον καυγατζή;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Ξέρω ποιον λες. Δίωνα τον λένε.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Αυτόν ακριβώς. Πριν λίγο καιρό, επειδή δεν πλή­ρωνε τα δίδακτρα στην ώρα τους, τον άρπαξε και τον πήγε στον άρχοντα, αφού πρώτα του τύλιξε το πανωφόρι γύρω από τον λαιμό. Και φώναζε κι ήταν έξω φρενών κι αν δεν έμπαιναν στη μέση κάποιοι γνωστοί να τραβήξουν τον νεαρό απ’ τα χέ­ρια του, νά ’σαι σίγουρος πως ο γέρος θά ’χε κολλήσει πάνω του και θα τού ’χε φάει τη μύτη, τέτοια τσατίλα είχε.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Γιατί εκείνος είναι μια ζωή κακοπληρωτής κι αχάριστος, Λυκίνε. Στους άλλους όμως που τους δανείζει, κι είναι πολλοί, ποτέ δεν έχει φερθεί έτσι. Γιατί εκείνοι δεν καθυστερούν να του πληρώσουν τους τόκους.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Μα και να μην πληρώσουν, τι τον πειράζει αυτόν, βρε μακάριε άνθρωπε; Αυτός έχει καθαρθεί με τη φιλοσοφία και δεν έχει πια ανάγκη από τα όσα άφησε πίσω του στην Οίτη.

EΡMΟTΙMΟΣ: Νομίζεις πως τό ’κάνε για τον εαυτό του; Έχει μικρά παιδιά και φροντίζει να μην περάσουν τη ζωή τους μες στην ανέχεια.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Θα έπρεπε, Ερμότιμε, να τ’ ανεβάσει κι αυτά στην αρετή, για να ζουν μαζί του ευτυχισμένα και να περιφρονούν τα πλούτη.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Δεν έχω χρόνο, Λυκίνε, να συζητήσω μαζί σου γι’ αυτά. Τρέχω ν' ακούσω το μάθημά του, μην τύχει και μείνω πίσω χωρίς να το πάρω χαμπάρι.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Κουράγιο, καλέ μου. Για σήμερα έχει ανακοινω­θεί αργία. Σε γλυτώνω απ’ την υπόλοιπη διαδρομή.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Τι εννοείς;

ΛΥΚΙΝΟΣ: Ότι αυτή την ώρα δεν μπορείς να τον δεις, αν βέβαια πρέπει να πιστέψουμε την ανακοίνωση. Πάνω από την πύλη είχε κρεμασμένη μια πινακίδα που έλεγε με μεγάλα γράμματα: “ΣΗΜΕΡΑ ΔΕ ΘΑ ΣΥΜΦΙΛΟΣΟΦΗΣΟΥΜΕ”. Έλε­γαν μάλιστα ότι χθες έφαγε στο σπίτι του περιβόητου Ευκράτη πού ’χε ετοιμάσει τραπέζι για τα γενέθλια της κόρης του, και ότι στο συμπόσιο συμφιλοσόφησε πολύ και μάλωσε κάπως με τον Ευθύδημο τον Περιπατητικό [2] και του αμφισβήτησε τα επιχειρήματα που συνήθως προβάλλουν αυτοί ενάντια στους Στωικούς. Η συγκέντρωση κράτησε, λένε, μέχρι τα μεσάνυ­χτα, κι απ’ τις πολλές φωνές καταΐδρωσε ο άνθρωπος και τον έπιασε πονοκέφαλος. Στο μεταξύ, νομίζω ήπιε και παραπά­νω απ’ ό,τι έπρεπε, γιατί οι καλεσμένοι, ως συνήθως, έκαναν συνέχεια προπόσεις· κι έφαγε και περισσότερο απ’ όσο κάνει να τρώει ένας ηλικιωμένος. Κι έτσι, με το που γύρισε σπίτι ξέρασε, λένε, τ’ άντερά του και μετά το μόνο που έκανε ήταν να μετρήσει και να κλειδώσει με προσοχή τα κομμάτια το κρέ­ας πού ’χε δώσει να τα κρατάει ο δούλος που στεκόταν πίσω του, κι από 'κείνη την ώρα κοιμάται, έχοντας δώσει εντολή να μην επιτρέψουν να μπει κανείς. Αυτά άκουσα να τα λέει ο υπηρέτης του ο Μίδας σε κάποιους μαθητές του, που γύριζαν κι αυτοί πίσω, πολλοί μαζί.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Ποιος από τους δυο νίκησε, Λυκίνε, ο δάσκα­λος η ο Ευθύδημος; Είπε τίποτε γι’ αυτό ο Μίδας;

ΛΥΚΙΝΟΣ: Στην αρχή, λένε, ήταν ισόπαλοι, στο τέλος όμως, Ερμότιμε, η νίκη ήταν με το μέρος σας κι ο γέρος υπερείχε κατά πολύ. Απ’ ό,τι λένε τουλάχιστον, ο Ευθύδημος δεν απο­χώρησε αναίμακτα, αλλά μ’ ένα τεράστιο τραύμα στο κεφάλι. Επειδή ήταν αλαζονικός και επικριτικός και δεν ήθελε να πει­στεί κι ούτε έδινε εύκολα λαβές για κριτική, ο καλός σου ο δά­σκαλος, όπως τον είχε δίπλα του, τον κοπάνισε μ’ ένα κύπελλο βαρύ σαν του Νέστορα κι έτσι επικράτησε.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Εύγε! Έτσι πρέπει να φέρεται κανείς σε όσους δε θέλουν να υποχωρήσουν μπροστά στον καλύτερό τους.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Πολύ λογικό, Ερμότιμε. Τι τον έπιασε τον Ευθύδημο και τον νευρίασε γέρο άνθρωπο, τόσο πράο και υπεράνω θυμών και με τέτοιο βαρύ κύπελλο στο χέρι; Αλλά μιας κι έ­χουμε χρόνο, γιατί δε λες και σε ’μένα πού ’μαι φίλος σου με τι τρόπο άρχισες ν’ ασχολείσαι με τη φιλοσοφία, έτσι ώστε κι εγώ, αρχίζοντας από τώρα αν γίνεται, να γίνω συνοδοιπόρος σας. Φίλοι είστε και φυσικά δε θα μ’ αφήσετε απ’ έξω.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Φτάνει νά ’χεις τη θέληση, Λυκίνε. Σύντομα θα δεις πόσο θα διαφέρεις από τους άλλους. Να είσαι βέβαιος ότι όλους τους άλλους θα τους θεωρείς παιδιά σε σύγκριση με ’σένα, τόσο θα τους περιφρονήσεις.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Εμένα θα μού ’φτάνε αν μετά από είκοσι χρόνια γινόμουν όπως είσαι εσύ τώρα.

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Μείνε ήσυχος. Κι εγώ στην ηλικία σου ήμουν όταν άρχισα να καταγίνομαι με τη φιλοσοφία, σαραντάρης σχεδόν· όσο εσύ τώρα, φαντάζομαι.

ΛΥΚΙΝΟΣ: Τόσο ακριβώς, Ερμότιμε. Λοιπόν, τραβά τον δρόμο σου, παίρνοντας κι εμένα μαζί σου - δίκαια πράγματα. Και πρώτα πες μου το εξής: επιτρέπετε στους μαθητές να φέρνουν αντιρρήσεις αν τους φανεί ότι κάτι δε λέγεται σωστά, ή δεν το επιτρέπετε αυτό στους νεότερους;

ΕΡΜΟΤΙΜΟΣ: Όχι και τόσο. Εσύ όμως, άμα θες, ρώτα στο μεταξύ και κάνε αντίλογο. Έτσι θα μάθεις πιο εύκολα.
------------------
1. Άορνος: που δεν τον φτάνουν ούτε τα πουλιά. Έτσι είχε ονο­μαστεί ο απόκρημνος οχυρός βράχος κοντά στον Ινδό ποταμό, που κυριεύθηκε το 337 από τους στρατιώτες τού Μ. Αλέξανδρου.

2. Ιδρυτής της Περιπατητικής Σχολής ήταν ο Αριστοτέλης· η ονο­μασία της θα πρέπει να οφείλεται στο ότι ο Αριστοτέλης συνήθιζε τα απο­γεύματα να διδάσκει περπατώντας.
Εικάζουμε ποια θα μπορούσαν να είναι τα επιχειρήματα ενός αριστοτελικού ενάντια στους στωικούς, και αντιστρόφως: οι αριστοτελικοί δε συμφωνούσαν με την στωική θέση ότι η αρετή φτάνει και περισσεύει για την ευδαιμονία, και επέμεναν στην ανάγκη υλικών απολαβών - διά φίλων και πλούτου και πολίτικης δυνάμεως, όπως έγραψε ο Αριστοτέ­λης (Ηθικά Νικομάχειa 1099a 31)· Φυσικά οι στωικοί απέρριπταν την αριστοτελική άποψη μετά βδελυγμίας.

Λουκιανός - Περί των σχολών της φιλοσοφίας ή Ερμότιμος

Το να είσαι άνθρωπος σημαίνει να ζεις τη ζωή σου σε όλο της το μεγαλείο

Αποτέλεσμα εικόνας για ερεβοκτονοσ ΠλάτωνΠολλές φορές αναρωτήθηκα τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος. Πολλές φορές στο παρελθόν απέρριψα τον ανθρώπινό μου εαυτό γιατί πίστευα ότι δεν θα έπρεπε να νοιώθω τα γήινα συναισθήματα: χαρά, λύπη, πικρία, ζήλια, απόρριψη, ευτυχία, πόνο, θλίψη, απογοήτευση.

Κάποιοι λένε ότι ο σκοπός μας είναι να μη νοιώθουμε τίποτα, να είμαστε το απόλυτο κενό, ή κάποιοι άλλοι λένε να νοιώθουμε συνεχώς ευδαιμονία, χαρά και ευτυχία και ότι αυτές τις υπαρξιακές καταστάσεις τις βιώνεις μέσω στοχασμού.

Σαν άνθρωπος με ενσυναίσθηση (empath), το βρίσκω αδύνατον να νοιώθω πλήρη ευδαιμονία συνέχεια. Κι αυτό γιατί πιστεύω ότι ο εαυτός βιώνεται μέσα από συναισθήματα. Η θεραπεία του έρχεται μέσω αυτών που νοιώθει.

Τα συναισθήματά μας είναι η πυξίδα προς τα πού να στραφούμε μέσα μας και τι να συνειδητοποιήσουμε. Το να είμαστε ευάλωτοι είναι ένδειξη ότι είμαστε αληθινοί άνθρωποι και όχι τεχνητές κούκλες. Δεν χρειάζεται να φοβόμαστε τα συναισθήματά μας⋅ αντίθετα πρέπει να τα τιμούμε.

Το να είσαι άνθρωπος για μένα σημαίνει να ζεις τη ζωή σου σε όλο της το μεγαλείο, να δίνεσαι, να αγαπάς, να είσαι αληθινός, να νιώθεις τον πόνο του διπλανού σου, να ρισκάρεις να εκφράσεις τον εαυτό σου έστω κι αν ξέρεις ότι η έκθεση αυτή μπορεί να γίνει αντικείμενο αρνητικού σχολιασμού ή ότι μπορεί να πληγωθείς, να αποδέχεσαι και να τιμάς αυτά που νιώθεις. Η αυτοαγάπη σημαίνει έκφραση του εαυτού και εμπιστοσύνη στο τι νοιώθουμε έστω αν για κάποιους δεν είναι σωστή.

Αν κρύβουμε τα συναισθήματά μας, αυτά θεριεύουν, γίνονται θηρία και θα ξεσπάσουν. Σε κάποια στιγμή της ζωής μας θα βγουν προς τα έξω και θα μας υπενθυμίζουν ότι δεν τα ακούσαμε, ότι δεν τα εκφράσαμε, ότι δεν τα θεραπεύσαμε. Αντίθετα τα κρύψαμε, τα θάψαμε κάτω από ενοχές, τύψεις, φόβο, ντροπή. Στερήσαμε από τον εαυτό μας την ευκαιρία να εκφράσει όλα αυτά που νοιώθει και να εκτονωθεί, να βιώσει, να νοιώσει, να δημιουργήσει υγιείς ανθρώπινες σχέσεις, να βρει την αγάπη μέσα του και έξω του, χάσαμε ανθρώπους που άξιζαν γιατί απλά δεν μιλήσαμε.

Ο εαυτός θέλει την πλήρη αποδοχή μας για ό,τι νοιώθει, την κατανόησή μας και την πλήρη έκφρασή του. Αν δεν εκφραζόμαστε γιατί πληγωθήκαμε στο παρελθόν, συνεχίζουμε εμείς οι ίδιοι να ζούμε στο παρελθόν και αφήνουμε τα τραύματά μας να μας κυριεύουν τη ζωή. Αν ζούμε με τα ίδια μοτίβα του παρελθόντος μέσα μας, θα αναλωνόμαστε σε ίδιες εμπειρίες ζωής και στο τέλος της ζωής μας θα αναρωτηθούμε γιατί δεν ευτυχίσαμε.

Η απάντηση απλή. Γιατί εμείς οι ίδιοι στερήσαμε την ευτυχία στον εαυτό μας. Τον αφήσαμε να ζει στο παρελθόν, μείναμε στη ζώνη ασφαλείας μας και δεν δώσαμε την ευκαιρία στον εαυτό μας να εξελιχθεί, να θεραπευτεί, να προχωρήσει στο μέλλον ζώντας στο παρόν και να μεταλλάσσεται. Μέσω του διαλογισμού γινόμαστε παρατηρητές των συναισθημάτων μας, γινόμαστε παρατηρητές του γήινου μας εαυτού που θέλει να εκφραστεί.

Αναγνωρίζουμε τι νοιώθουμε και γιατί και το θεραπεύουμε αφού πρώτα αναλάβουμε πλήρη ευθύνη για το πώς νοιώθουμε, συγχωρέσουμε τον εαυτό μας που αφήσαμε αυτά τα συναισθήματα να μας πληγώσουν και τα απελευθερώνουμε με διάφορες τεχνικές και βοήθεια από τους Ουρανούς.

Αυτή είναι μια μορφή ελευθερίας του εαυτού και ένας ελεύθερος εαυτός είναι ευτυχισμένος γιατί του δώσαμε την ευκαιρία να εκφραστεί και να αναγεννηθεί. Η ελευθερία είναι πολύτιμη για τον κάθε εαυτό. Η ύπαρξή του τιμάται μέσα από την ελευθερία που του προσφέρουμε. Μέσα από κάθε συναίσθημα που ακούμε και βιώνουμε που θεραπεύουμε ή εκφράζουμε.

Να εκτιμάς την επιλογή σου

Η ζωή είναι πιο απλή από όσο φαντάζεσαι, αρκεί να την κατανοήσεις, αρκεί να βρεις το αληθινό νόημά της και το σκοπό της ύπαρξής σου. Όταν κατανοήσεις ότι όλα είναι έλξη και σκέψη, μόνο τότε θα βρεις τον “δρόμο” της πραγματικής ευτυχίας.

Να βρίσκεις αφορμές και λόγους να είσαι χαρούμενος, άλλωστε αυτό που είσαι σήμερα εσύ το διάλεξες. Να εκτιμάς ό,τι έχεις, γιατί στην τελική ήταν επιλογή σου. Εμείς οι άνθρωποι έχουμε δεδομένα πολλά πράματα και γι’ αυτό σε μεγάλο ποσοστό δεν εκτιμάμε τα βασικά της ζωής, τα οποία είναι και τα πιο σημαντικά.

Σε μια συνομιλία μου με φίλους χρησιμοποίησα την εξής ερώτηση και ελπίζω να σας δώσει και εσάς “τροφή” για σκέψη. «Γιατί νιώθεις ευγνώμων;» Το μεγαλύτερο ποσοστό φίλων μου μίλησε για τη δουλειά του, για την οικονομική του κατάσταση, την οικογένειά του, το αγαπημένο αυτοκίνητο όπου έχει αποκτήσει, το σπίτι που ζει, ότι μπορεί να πάει για καφέ, ότι ταξιδεύει στα μέρη που θέλει και άλλα τόσα παραδείγματα εκτός από τα πιο βασικά, όπου αυτά είναι τα πιο σημαντικά και χωρίς αυτά τίποτα δεν θα είχε σήμερα.

Αφού τελείωσαν τους είπα τη δική μου εκδοχή της ζωής και πιστέψτε με για πολλούς άλλαξε ριζικά ο τρόπος σκέψης, για το πώς βλέπουν πλέον τη ζωή. Αυτά είναι τα εξής:

– Είμαι ευγνώμων που είμαι ζωντανός και έχω άλλη μία μέρα, διότι έχω ακόμα έναν γύρο σε αυτό τον κόσμο.

– Είμαι ευγνώμων που δεν έχω σοβαρές αρρώστιες και έτσι μπορώ να κάνω περισσότερα καλά για τον συνάνθρωπό μου, όπως και ότι ονειρεύομαι.

– Εκτιμάω το αποτέλεσμα του σήμερα και δεν μεμψιμοιρώ, άλλωστε ό,τι μου έχει συμβεί ήταν καθαρά επιλογή μου ακόμα και όταν επηρεαζόμουν από άλλους, εγώ επέτρεπα να συμβεί.

Παρόλα αυτά, άμα κάτι δεν σας αρέσει στη ζωή σας, από τη στιγμή που ξυπνάτε το πρωί έχετε και άλλη μία ευκαιρία σε αυτόν τον κόσμο, είναι στο χέρι σας να το αλλάξετε και για να αλλάξεις κάτι, πρέπει να αρχίσεις να αλλάζεις αντιδράσεις, τρόπο σκέψης και να είσαι ευγνώμων, που σου δόθηκε ακόμα μία ευκαιρία στο να γίνεις καλύτερος άνθρωπος και πετυχημένος.
«Αν δεν σας αρέσουν τα αποτελέσματα της ζωής σας, αλλάξτε τις αντιδράσεις σας»

Ο κόσμος είναι σκληρός

Ξέρετε τι είναι λυπηρό; Πως αυτός ο κόσμος δεν είναι δίκαιος για όλους τους ανθρώπους.

Το να δείχνεις τα συναισθήματα σου θεωρείται αδυναμία.

Οι άνθρωποι που εκφράζουν τα συναισθήματα τους θεωρούνται πολλές φορές ανόητοι και αφελείς. Αν δείξετε έστω και την ελάχιστη αισιόδοξη διάθεση για κάτι, σας περνούν για χαζούς. Είστε αφελείς αν πιστεύετε πώς η ζωή είναι τόσο απλή.

Η αλήθεια είναι πως οι άνθρωποι που έχουν μεγάλη καρδιά και πιστεύουν στο καλό αυτού του κόσμου δυσκολεύονται αρκετά σε αυτή την ζωή.

Ναι, ίσως το να είστε δυνατοί, πονηροί και ψυχροί είναι χαρακτηριστικά που θα σας βοηθήσουν να επιβιώσετε και αν είστε τυχεροί ίσως να φτάσετε στο μέγιστο δυναμικό σας και να ξεχωρίσετε από το πλήθος.

Αλλά αξίζει;

Αξίζει, αλήθεια, να ξοδέψετε την ζωή σας κρύβοντας την χαρά και τον πόνο σας από τους ανθρώπους, απλώς για να μην πληγωθείτε;

Έχω δει ανθρώπους που κατάφεραν να νικήσουν τους αγώνες τους παρά τις δυσκολίες. Οι περισσότεροι ήταν τυχεροί. Αλλά επίσης αναγκάστηκαν να θάψουν τα συναισθήματα τους για να επιβιώσουν σε αυτόν τον τρελό και σκληρό κόσμο.

Τους έχω δει να χαμογελούν. Δεν υπάρχει ζωή στην μικρή, βασανισμένη τους καρδιά. Δεν υπάρχει χαρά στην ψυχή τους. Αλλά κανείς δεν μπορεί να τους πληγώσει. Γιατί δεν νιώθουν τίποτα. Δεν έχουν δάκρυα. Δεν έχουν συναισθήματα να δείξουν. Αλλά είναι δυνατοί. Και η κοινωνία τους επευφημεί γι αυτό.

Είναι αρκετά δυνατοί ώστε να κουβαλήσουν το βάρος αυτού του κόσμου χωρίς να πουν τίποτα για το πώς νιώθουν μέσα τους. Είναι αρκετά δυνατοί ώστε να αντιμετωπίσουν κάθε πρόκληση της ζωής χωρίς να δακρύσουν ή να αποτύχουν.

Από την άλλη πλευρά, οι άνθρωποι που δεν φοβούνται να πουν πόσο ευάλωτοι είναι, θεωρούνται υπερβολικά συναισθηματικοί. Είναι ανόητοι που εκφράζονται ανοιχτά για τα συναισθήματα τους. Είναι ανόητοι που αφήνουν τα συναισθήματα να τους καθοδηγούν. Είναι αφελείς που αγαπούν πολύ και ρισκάρουν την καρδιά τους γι αυτό.

Και συνεχώς τους λένε πως είναι υπερβολικοί. Γι αυτό η κοινωνία μας διαμορφώνει έτσι ώστε να μην νιώθουμε πλέον.

Μην γίνετε αυτό το άτομο.

Μην αφήσετε τον κόσμο να σας ρίξει κάτω.

Είστε ανθρώπινα όντα με μεγάλη και ευαίσθητη καρδιά και νιώθετε πράγματα. Μην ντρέπεστε γι αυτό. Δεν βρίσκεστε εδώ για να κρύβετε τα συναισθήματα σας και να προσποιείστε πως είστε ένα ψυχρό ρομπότ που δεν νιώθει τίποτα. Δημιουργηθήκατε για να νιώθετε και να αγαπάτε. Αυτό είναι το πιο σημαντικό χαρακτηριστικό που σας κάνει να διαφέρετε από τους υπόλοιπους.

Ίσως να είστε διαφορετικοί για κάποιους, αλλά αυτό δεν είναι ελάττωμα.

Μην αφήσετε την κοινωνία να σας μετατρέψει σε ένα άκαρδο άτομο με πέτρα αντί για καρδιά. Είστε εδώ για να κλάψετε, να πληγωθείτε, να πετύχετε, να αποτύχετε, να χαρείτε και να τα περάσετε όλα ξανά από την αρχή. Το γεγονός πως επιλέγετε να μοιράζεστε αυτά τα κομμάτια του εαυτού σας με τον κόσμο δεν σας κάνει ανάξιους.

Εν τέλει, μπορεί να φαινόμαστε διαφορετικοί εξωτερικά, αλλά βαθιά μέσα μας όλοι έχουμε τα ίδια συναισθήματα. Μην το ξεχνάτε αυτό.

Συμβαίνει όμως να πέσουμε σε ανθρώπους τόσο, μα τόσο, μα τόσο κακούς, που… δεν θέλουν να μας μισήσουν!

Η συνεξάρτηση είναι ο υπερθετικός βαθμός της παθολογικής εξάρτησης. Η τρυφερή υπερεκτίμηση κρύβει πίσω της την εξάρτηση, και η εξαρτημένη συμπεριφορά κολλάει πάνω στην προσωπικότητα όπως η ιδέα ότι “Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα”.
Η αλήθεια είναι ότι μπορώ πάντοτε να ζήσω χωρίς τον άλλον, πάντοτε, και είναι δύο αυτοί που πρέπει να το ξέρουν, εγώ και ο άλλος. Μου φαίνεται φοβερό κάποιος να σκέφτεται ότι δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτόν, ή να νομίζει ότι, αν εκείνος αποφασίσει να φύγει, εγώ θα πεθάνω… Από την άλλη, με τρομάζει η ιδέα να ζω με κάποιον που με θεωρεί απολύτως απαραίτητο στη ζωή του.
Αυτές είναι πάντοτε σκέψεις χειρισμού, που υποδηλώνουν φοβερή απαίτηση.
Η αγάπη, αντιθέτως, είναι πάντοτε θετική και υπέροχη, δεν είναι ποτέ αρνητική. Ωστόσο, μπορεί να είναι η δικαιολογία που χρησιμοποιώ για να καταλήξω εξαρτημένος.
Γι’ αυτό λέω συχνά ότι ο συνεξαρτημένος δεν αγαπάει. Χρειάζεται, απαιτεί, εξαρτάται, αλλά δεν αγαπάει.
Καλό θα ήταν να ξεπεράσουμε την εξάρτηση μας από συγκεκριμένα πρόσωπα, να εγκαταλείψουμε αυτές τις συμπεριφορές, και να βοηθήσουμε τον άλλον να ξεπεράσει τη δική του εξάρτηση.
Θα μου άρεσε πολύ να μ’ αγαπάνε όσοι αγαπώ. Αν όμως κάποιος δεν μ’ αγαπάει, θα ήθελα να μου το πει και να φύγει (ή να μη μου το πει, αλλά πάλι να φύγει). Γιατί δεν θέλω να είμαι δίπλα σε κάποιον που δεν θέλει να είναι μαζί μου…
Πονάει πολύ. Ωστόσο, αυτό είναι καλύτερο από το να μείνεις και να υποκρίνεσαι.
Ο Αντόνιο Πόρτσια λέει στο βιβλίο του Φωνές: “Έπαψαν να σε εξαπατούν, όχι να σ’ αγαπάνε, κι εσύ πονάς σαν να έπαψαν να σ’ αγαπάνε”.
Προφανώς, όλοι θα θέλαμε να αποφύγουμε τη φοβερή ματαίωση που αισθάνεται κάνεις όταν πιστεύει ότι δεν τον αγαπάνε. Καμιά φορά για να μη φτάσουμε ως εκεί, γινόμαστε νευρωτικά χειριστικοί. Χειρίζομαι την κατάσταση έτσι ώστε να εξαπατώ τον εαυτό μου, να πιστεύω ότι εξακολουθείς να μ’ αγαπάς, ότι συνεχίζεις να είσαι το στήριγμα μου, το μπαστούνι μου.
Και αρχίζει ο κατήφορος. Κατεβαίνω σ’ ένα πηγάδι όλο και πιο σκοτεινό, αναζητώντας το φως της “συνάντησης”.
Το πρώτο σκαλοπάτι, είναι η προσπάθεια να σου γίνω απαραίτητος.
Ωστόσο, καμιά φορά, παρά τα όσα κάνω για να με έχεις ανάγκη, εσύ δεν δείχνεις να με χρειάζεσαι. Και τότε, τι κάνω;
Κατεβαίνω ακόμη ένα σκαλοπάτι.
Προσπαθώ να σε κάνω να με λυπηθείς…
Γιατί και η λύπηση μοιάζει λίγο σαν να μ’ αγαπάς…
Και η κατηφόρα συνεχίζεται…
Και αν δεν τα καταφέρω να με λυπηθείς, τι κάνω; Ανέχομαι την αδιαφορία σου;…
Ποτέ!!!
Αφού έφτασα ως εδώ, θα προσπαθήσω τουλάχιστον να σε κάνω να με μισήσεις.
Συμβαίνει όμως να πέσουμε σε ανθρώπους τόσο, μα τόσο, μα τόσο κακούς, που… δεν θέλουν να μας μισήσουν!
Φτάνω να θέλω να με μισήσεις και δεν τα καταφέρνω.
Οπότε… Βρίσκομαι σχεδόν στον πάτο του πηγαδιού. Και τώρα, τι κάνω;
Με δεδομένο ότι εξαρτώμαι από σένα και το βλέμμα σου, κάτι θα υπάρχει για να μην χρειαστεί να υποφέρω την αδιαφορία σου. Και πολλές φορές κατεβαίνω το τελευταίο σκαλί για να σε κάνω να κρέμεσαι από μένα:
Προσπαθώ να σε κάνω να με φοβάσαι.
Να φοβάσαι ως πού μπορώ να φτάσω, τι μπορεί να κάνω σε σένα ή στον εαυτό μου
Όταν η αναζήτηση του βλέμματός σου γίνεται εξάρτηση, η αγάπη μετατρέπεται σε αγώνα εξουσίας!

Πλάτων: ο διάλογος "Ίων" και η φιλοσοφία

Πλάτωνος Ίων: Οι απαρχές του διαλεκτικού φιλοσοφείν για την ποίηση

     Ι. Ο σύντομος διάλογος Ίων ανήκει στα πρώτα έργα του Πλάτωνος και έχει ως θέμα την ποίηση. Ο Σωκράτης συνομιλεί με τον ραψωδό Ίωνα, που είναι γνωστός για την τέχνη του να απαγγέλλει διάφορα τμήματα από τα έπη του Ομήρου και να θεωρεί τον εαυτό του ως ειδικό στον Όμηρο με καθορισμένες μεταλλαγές εκάστοτε, ανάλογα με τον ρόλο του μέσα στο πλατωνικό έργο. Η συζήτηση ανάμεσα στον Σωκράτη και τον Ίωνα είναι σκηνοθετημένη υπό μια καθαρά δραματική μορφή, δυνάμει της οποίας το κείμενο μπορεί να αναγνωστεί με κατανεμημένους ρόλους: ο Σωκράτης να είναι ένας κοινός, άμεσος συνομιλητής, ένας ιδιώτης με εναλλασσόμενες μεταμορφώσεις, ανάλογα με την τροπή της συνομιλίας, ο δε Ίων να είναι ο αναμφισβήτητος κατά τον ίδιο γνώστης του Ομήρου. Ο τόπος διεξαγωγής της συνομιλίας είναι μάλλον ο τόπος που σύχναζε ο ιστορικός Σωκράτης, δηλ. η Αγορά της Αθήνας.

     ΙΙ. Η εν λόγω συνομιλία προσλαμβάνει, εν πολλοίς, σατιρικό χαρακτήρα, σε σχέση και με κυρίαρχες αντιλήψεις της εποχής γύρω από την ποίηση, αλλά και συμβολικά με μια πρότερη εμπειρία του ίδιου του Πλάτωνα γύρω από την ποίηση, πριν γνωρίσει τον Σωκράτη και δοθεί ολοκληρωτικά στη φιλοσοφία. Ο Πλάτων δεν επιχειρεί απλώς να σατιρίσει, δια στόματος του Σωκράτη, τον Ίωνα, και να καυτηριάσει το πάθος του να επιδεικνύεται όπως και τη γενική του ακρισία ως ενός ασήμαντου ραψωδού, αλλά και να καταθέσει σκέψεις σε συνδυασμό με την ποιητική/θεϊκή έμπνευση, τη μανία, που θα ξαναπιάσει σε πιο σύνθετο επίπεδο αργότερα στο Φαίδρο. Ο Σωκράτης ετοιμάζεται να συζητήσει για την ποίηση και πιο ειδικά για τη ραψωδική τέχνη.

     ΙΙΙ. Κατά το άνοιγμα της συζήτησης, ο Σωκράτης καταφεύγει στο «εμείς», για να συνδυάσει ουσιώδεις στιγμές της συνομιλίας με κομψή ειρωνική διάθεση ως προς την πνευματική ουσία του Ίωνος. Ο Σωκράτης δεν παραλείπει να εκφράσει, εκ προοιμίου, τον θαυμασμό του για τους ραψωδούς, που είναι ικανοί να διερμηνεύουν τους ποιητές και στους οποίους εξέχουσα θέση κατέχει ο Ίων. Κατ’ αυτό τον τρόπο επιχειρεί να οριοθετήσει το θέμα και αντίστοιχα να αφυπνίσει το ενδιαφέρον του συνομιλητή του, ο οποίος ακούει και καταλαβαίνει ό,τι θέλει και όχι την βαθύτερη ουσία από όσα ως εδώ έχει φέρει στο κέντρο της συνομιλίας ο Σωκράτης. Ο φιλόσοφος προτίθεται να πραγματευτεί τώρα την ποίηση αποκλειστικά από την άποψη του περιεχομένου της και όχι της εξωτερικής μορφής της.

     IV. Το πιο σημαντικό, κατά τα φαινόμενα, είναι κατά πόσο ο ποιητής με το έργο του λέει την αλήθεια ή όχι. Στη συνάφεια τούτη, ο φιλόσοφος τονίζει, με ιδιαίτερη έμφαση, πως και ο ραψωδός οφείλει να ερμηνεύει το πνεύμα (διάνοια 530c3-4) του ποιητή και όχι μόνο να μένει στις λέξεις. Έτσι αφήνει τον Ίωνα να διατυπώνει τις σχετικές του απόψεις, έστω και χωρίς μεγάλες αξιώσεις. Στη βάση της θεμελιώδους φιλοσοφικής αρχής του Πλάτωνος ότι για να είναι κανείς καλός ποιητής πρέπει να αποδεικνύεται ειδήμων σε επίπεδο θεματικών περιεχομένων, ο Σωκράτης επιχειρεί να προκαλέσει το ενδιαφέρον του Ίωνα για μια συζήτηση γύρω από την τέχνη του. Το γενικό πνεύμα, υπό το οποίο διεξάγει τη συνομιλία μαζί του, ενέχει έναν χαρακτήρα μομφής για τους ποιητές πως αντικειμενικά δεν είναι σε θέση να μιλάνε επί της ουσίας του πράγματος, εάν δεν έχουν φτάσει να κατανοήσουν κάτι απ’ αυτήν.

     V. Υπ’ αυτή την οπτική πρόκειται να κριθεί και ο Ίων: χωρίς να είναι ποιητής ο ίδιος, παρουσιάζεται ως ασυναγώνιστος ειδήμων ως προς την απαγγελία και την ερμηνεία του Ομήρου. Εάν όμως, κατά τον Πλάτωνα, είναι κυρίως το θεματικό περιεχόμενο αυτό που μετρά, τότε και ο Ίων μπορεί να κρίνει, αν ο Όμηρος παρουσιάζει σωστά ή όχι τα θέματά του, στο μέτρο που σχετίζεται με την κατανόηση της ουσίας της Ομηρικής ποίησης. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο Σωκράτης επιτυγχάνει να θέσει στο κέντρο της συζήτησης το θεματικό ερώτημα, κατά πόσο η ραψωδική τέχνη είναι μια γνώση (Ίων 531a-533c). Πριν απ’ όλα δείχνει πως η ερμηνεία ποιητικών έργων δεν σχετίζεται με κάποια τέχνη ή με κάποια ειδική γνώση, καθώς αυτές-εδώ αναφέρονται σε μια ευρύτερη ολότητα θεματικών περιεχομένων. Γι’ αυτό και ο Ίων, κρίνοντας μόνο τα έργα του Ομήρου, δεν κρίνει με βάση μια θεμελιώδη γνώση και ανάλογη επιδεξιότητα για την ποίηση ως ένα όλο (532c9).

     VI. Κάτι τέτοιο ισχύει και για τον ίδιο τον Όμηρο· κι αυτός μιλάει για πολλά θέματα, χωρίς να είναι ειδικός επ’ αυτών. Για παράδειγμα μιλάει για τον πόλεμο, χωρίς να είναι πολεμιστής, για σχέσεις μεταξύ καλών και κακών ανθρώπων, επίσης μεταξύ αυτών που δεν κατέχουν καμιά τέχνη και εκείνων που κατέχουν, για σχέσεις των θεών μεταξύ τους αλλά και για εκείνες με τους ανθρώπους· μιλάει ακόμα σχετικά με τη συμπεριφορά των θεών απέναντι στους ανθρώπους αλλά και για όσα συμβαίνουν στον ουρανό και στον Άδη, μα και για τις γενεαλογίες των θεών και των ηρώων (531c-d). Με γνώμονα πλέον τη γενική αρχή περί της θεματικής ουσίας της ποίησης, ο φιλόσοφος συμπεραίνει πως δεν είναι κάποιο είδος τεχνικής γνώσης, που κάνει τον ποιητή να μιλάει για ωραία πράγματα, αλλά μια θεία έμπνευση (533c), (534b4-8).

     VII. Ο ποιητής έτσι δεν μπορεί να είναι «καλλιτέχνης» που έχει επίγνωση του νοήματος του καλλιτεχνήματος, που επιζητεί δηλ. να εκφράσει με το έργο του σοφά περιεχόμενα, αφού δεν είναι ἔμφρων όταν γράφει. Απεναντίας είναι ἔκφρων, εκστασιάζεται, τουτέστι βγαίνει εκτός λογικού εαυτού και ό,τι δημιουργεί οφείλεται σε κάποιο θείο χάρισμα και σε καμιά εφαρμογή τεχνικών κανόνων. Ο θεός θέλει να αφαιρεί από τους ποιητές κρίση και λογισμό, για να τους μετατρέπει σε δικούς του υπηρέτες και να απευθύνεται σε μας μέσω αυτών. Εδώ ο Πλάτων παρουσιάζει κριτικά και, κατά την προσφιλή του συνήθεια, με αξιοποίηση του μυθολογικού στοιχείου, εδραίες αντιλήψεις της ποιητικής παράδοσης, κατά την οποία κάθε είδους ποιητική δημιουργία σχετίζεται άμεσα με θείες εμπνεύσεις, έτσι ώστε όσα αξιόλογα ακούμε από τους ποιητές να μην τα λένε οι ίδιοι παρά να είναι ο ίδιος ο θεός που μιλάει. Οι ποιητές, κατ’ αυτό το πνεύμα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτοί που διερμηνεύουν τους θεούς, είναι «ἐρμηνῆς τῶν θεῶν» (534e4-5). Η έννοια του ερμηνευτή εδώ χρησιμοποιείται με τη σημασία απλώς του αγγελιαφόρου των θεών.

     VIII. Ο Σωκράτης θέλει να σταθεί κριτικά απέναντι στους ερμηνευτές-διερμηνείς και δευτερευόντως απέναντι στους ποιητές. Όπως οι ποιητές, έτσι και οι διερμηνείς ομιλούν με βάση δυο δυνατότητες: ή την τεχνική τους ικανότητα ή τη θεία έμπνευση. Κάτι δηλ. που κρίνεται με βάση την ουσία της ποίησης. Οι ραψωδοί είναι «διερμηνείς των διερμηνέων» (535a10), δηλ. διερμηνείς των ποιητών· και ο Ίων, ως τέτοιος διερμηνεύς των διερμηνέων, οφείλει να αποφασίσει, εάν ενεργεί ραψωδικά ως φέρων μέσα του τη θεία έμπνευση, άρα βγαίνοντας έξω από τον λογισμό, ή με βάση την τεχνική του ικανότητα, γενικότερα τη σοφία. Τη στιγμή που δεν μπόρεσε να αποκαλύψει κάποια τέτοια σοφία, κατά τη συνομιλία του με τον Σωκράτη, μένει στο πρώτο. Η μέγιστη σημασία του υπό συζήτηση διαλόγου έγκειται πρωτίστως στα θέματα που αρχίζει να σκέπτεται και να συζητά, σε μια πρώτη σύλληψη, ο Πλάτων. Αυτά στρέφονται γύρω από τον ερμηνευτικό λόγο των ποιητών, από τη σχέση φιλοσοφίας και ποίησης, από τη θεωρία της θείας έμπνευσης, αλλά και από τη διαλεκτική μορφής και περιεχομένου της ποίησης. Θα τα πραγματευτεί πιο διεξοδικά και με έναν όλο και πιο καλλιεργημένο διαλεκτικό λόγο σε επόμενα έργα του, όπως στην Απολογία Σωκράτους, στον Πρωταγόρα, στον Φαίδρο, αλλά και στην Πολιτεία, εν μέρει δε και στους Νόμους.

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ: Ἠθικὰ Νικομάχεια (1112a-1113a)

[III] Βουλεύονται δὲ πότερον περὶ πάντων, καὶ πᾶν βουλευτόν ἐστιν, ἢ περὶ ἐνίων οὐκ ἔστι βουλή; λεκτέον δ᾽ ἴσως βουλευτὸν οὐχ ὑπὲρ οὗ βουλεύσαιτ᾽ ἄν τις ἠλίθιος ἢ μαινόμενος, ἀλλ᾽ ὑπὲρ ὧν ὁ νοῦν ἔχων. περὶ δὴ τῶν ἀιδίων οὐδεὶς βουλεύεται, οἷον περὶ τοῦ κόσμου ἢ τῆς διαμέτρου καὶ τῆς πλευρᾶς, ὅτι ἀσύμμετροι. ἀλλ᾽ οὐδὲ περὶ τῶν ἐν κινήσει, ἀεὶ δὲ κατὰ ταὐτὰ γινομένων, εἴτ᾽ ἐξ ἀνάγκης εἴτε καὶ φύσει ἢ διά τινα αἰτίαν ἄλλην, οἷον τροπῶν καὶ ἀνατολῶν. οὐδὲ περὶ τῶν ἄλλοτε ἄλλως, οἷον αὐχμῶν καὶ ὄμβρων. οὐδὲ περὶ τῶν ἀπὸ τύχης, οἷον θησαυροῦ εὑρέσεως. ἀλλ᾽ οὐδὲ περὶ τῶν ἀνθρωπίνων ἁπάντων, οἷον πῶς ἂν Σκύθαι ἄριστα πολιτεύοιντο οὐδεὶς Λακεδαιμονίων βουλεύεται. οὐ γὰρ γένοιτ᾽ ἂν τούτων οὐθὲν δι᾽ ἡμῶν. βουλευόμεθα δὲ περὶ τῶν ἐφ᾽ ἡμῖν καὶ πρακτῶν· ταῦτα δὲ καὶ ἔστι λοιπά. αἰτίαι γὰρ δοκοῦσιν εἶναι φύσις καὶ ἀνάγκη καὶ τύχη, ἔτι δὲ νοῦς καὶ πᾶν τὸ δι᾽ ἀνθρώπου. τῶν δ᾽ ἀνθρώπων ἕκαστοι βουλεύονται περὶ τῶν δι᾽ αὑτῶν πρακτῶν. καὶ περὶ μὲν τὰς

[1112b] ἀκριβεῖς καὶ αὐτάρκεις τῶν ἐπιστημῶν οὐκ ἔστι βουλή, οἷον περὶ γραμμάτων (οὐ γὰρ διστάζομεν πῶς γραπτέον)· ἀλλ᾽ ὅσα γίνεται δι᾽ ἡμῶν, μὴ ὡσαύτως δ᾽ ἀεί, περὶ τούτων βουλευόμεθα, οἷον περὶ τῶν κατ᾽ ἰατρικὴν καὶ χρηματιστικήν, καὶ περὶ κυβερνητικὴν μᾶλλον ἢ γυμναστικήν, ὅσῳ ἧττον διηκρίβωται, καὶ ἔτι περὶ τῶν λοιπῶν ὁμοίως, μᾶλλον δὲ καὶ περὶ τὰς τέχνας ἢ τὰς ἐπιστήμας· μᾶλλον γὰρ περὶ ταύτας διστάζομεν. τὸ βουλεύεσθαι δὲ ἐν τοῖς ὡς ἐπὶ τὸ πολύ, ἀδήλοις δὲ πῶς ἀποβήσεται, καὶ ἐν οἷς ἀδιόριστον. συμβούλους δὲ παραλαμβάνομεν εἰς τὰ μεγάλα, ἀπιστοῦντες ἡμῖν αὐτοῖς ὡς οὐχ ἱκανοῖς διαγνῶναι. βουλευόμεθα δ᾽ οὐ περὶ τῶν τελῶν ἀλλὰ περὶ τῶν πρὸς τὰ τέλη. οὔτε γὰρ ἰατρὸς βουλεύεται εἰ ὑγιάσει, οὔτε ῥήτωρ εἰ πείσει, οὔτε πολιτικὸς εἰ εὐνομίαν ποιήσει, οὐδὲ τῶν λοιπῶν οὐδεὶς περὶ τοῦ τέλους· ἀλλὰ θέμενοι τὸ τέλος τὸ πῶς καὶ διὰ τίνων ἔσται σκοποῦσι· καὶ διὰ πλειόνων μὲν φαινομένου γίνεσθαι διὰ τίνος ῥᾷστα καὶ κάλλιστα ἐπισκοποῦσι, δι᾽ ἑνὸς δ᾽ ἐπιτελουμένου πῶς διὰ τούτου ἔσται κἀκεῖνο διὰ τίνος, ἕως ἂν ἔλθωσιν ἐπὶ τὸ πρῶτον αἴτιον, ὃ ἐν τῇ εὑρέσει ἔσχατόν ἐστιν. ὁ γὰρ βουλευόμενος ἔοικε ζητεῖν καὶ ἀναλύειν τὸν εἰρημένον τρόπον ὥσπερ διάγραμμα (φαίνεται δ᾽ ἡ μὲν ζήτησις οὐ πᾶσα εἶναι βούλευσις, οἷον αἱ μαθηματικαί, ἡ δὲ βούλευσις πᾶσα ζήτησις), καὶ τὸ ἔσχατον ἐν τῇ ἀναλύσει πρῶτον εἶναι ἐν τῇ γενέσει. κἂν μὲν ἀδυνάτῳ ἐντύχωσιν, ἀφίστανται, οἷον εἰ χρημάτων δεῖ, ταῦτα δὲ μὴ οἷόν τε πορισθῆναι· ἐὰν δὲ δυνατὸν φαίνηται, ἐγχειροῦσι πράττειν. δυνατὰ δὲ ἃ δι᾽ ἡμῶν γένοιτ᾽ ἄν· τὰ γὰρ διὰ τῶν φίλων δι᾽ ἡμῶν πως ἐστίν· ἡ γὰρ ἀρχὴ ἐν ἡμῖν. ζητεῖται δ᾽ ὁτὲ μὲν τὰ ὄργανα ὁτὲ δ᾽ ἡ χρεία αὐτῶν· ὁμοίως δὲ καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς ὁτὲ μὲν δι᾽ οὗ ὁτὲ δὲ πῶς ἢ διὰ τίνος. ἔοικε δή, καθάπερ εἴρηται, ἄνθρωπος εἶναι ἀρχὴ τῶν πράξεων· ἡ δὲ βουλὴ περὶ τῶν αὑτῷ πρακτῶν, αἱ δὲ πράξεις ἄλλων ἕνεκα. οὐ γὰρ ἂν εἴη βουλευτὸν τὸ τέλος ἀλλὰ τὰ πρὸς τὰ τέλη· οὐδὲ δὴ τὰ καθ᾽ ἕκαστα,

[1113a] οἷον εἰ ἄρτος τοῦτο ἢ πέπεπται ὡς δεῖ· αἰσθήσεως γὰρ ταῦτα. εἰ δὲ ἀεὶ βουλεύσεται, εἰς ἄπειρον ἥξει.

Βουλευτὸν δὲ καὶ προαιρετὸν τὸ αὐτό, πλὴν ἀφωρισμένον ἤδη τὸ προαιρετόν· τὸ γὰρ ἐκ τῆς βουλῆς κριθὲν προαιρετόν ἐστιν. παύεται γὰρ ἕκαστος ζητῶν πῶς πράξει, ὅταν εἰς αὑτὸν ἀναγάγῃ τὴν ἀρχήν, καὶ αὑτοῦ εἰς τὸ ἡγούμενον· τοῦτο γὰρ τὸ προαιρούμενον. δῆλον δὲ τοῦτο καὶ ἐκ τῶν ἀρχαίων πολιτειῶν, ἃς Ὅμηρος ἐμιμεῖτο· οἱ γὰρ βασιλεῖς ἃ προείλοντο ἀνήγγελλον τῷ δήμῳ. ὄντος δὲ τοῦ προαιρετοῦ βουλευτοῦ ὀρεκτοῦ τῶν ἐφ᾽ ἡμῖν, καὶ ἡ προαίρεσις ἂν εἴη βουλευτικὴ ὄρεξις τῶν ἐφ᾽ ἡμῖν· ἐκ τοῦ βουλεύσασθαι γὰρ κρίναντες ὀρεγόμεθα κατὰ τὴν βούλευσιν. ἡ μὲν οὖν προαίρεσις τύπῳ εἰρήσθω, καὶ περὶ ποῖά ἐστι καὶ ὅτι τῶν πρὸς τὰ τέλη.


***
[3] Αλήθεια, οι άνθρωποι σκέφτονται και διαβουλεύονται για τα πάντα και είναι τα πάντα αντικείμενο τέτοιας διεργασίας, ή μήπως υπάρχουν πράγματα για τα οποία η διεργασία αυτή είναι αδύνατη; (Φυσικά, «αντικείμενο σκέψης και διαβούλευσης» δεν θα ονομάσουμε αυτό για το οποίο θα σκεφτόταν ένας βλάκας ή ένας τρελός, αλλά αυτά για τα οποία θα σκεφτόταν ένας λογικός άνθρωπος.) Λοιπόν: Για τα αιώνια και αμετάβλητα πράγματα δεν «σκέφτονται και δεν διαβουλεύονται» ποτέ οι άνθρωποι· δεν «σκέφτονται και δεν διαβουλεύονται» π.χ. για το σύμπαν ή για τη διαγώνιο και την πλευρά του τετραγώνου ότι είναι ασύμμετρες. Δεν «σκέφτονται και δεν διαβουλεύονται» επίσης για πράγματα που βρίσκονται σε κίνηση και μεταβολή, γίνονται όμως πάντοτε με τον ίδιο τρόπο — είτε εξανάγκης είτε εκ φύσεως είτε από κάποια άλλη αιτία· τέτοια είναι π.χ. η περίπτωση των τροπών του ήλιου και της ανατολής των άστρων. Ούτε επίσης για πράγματα που τη μια γίνονται έτσι και την άλλη αλλιώς — για τις ξηρασίες π.χ. και για τις βροχές. Δεν «σκέφτονται και δεν διαβουλεύονται» επίσης οι άνθρωποι για πράγματα που έχουν την αρχή τους στην τύχη, όπως είναι π.χ. η εύρεση ενός θησαυρού. Ούτε, επίσης, και για όλα τα ανθρώπινα πράγματα· οι Λακεδαιμόνιοι π.χ. δεν «σκέφτονται και δεν διαβουλεύονται» ποτέ για το πώς θα μπορούσαν να κυβερνηθούν με τον καλύτερο τρόπο οι Σκύθες. Γιατί κανένα από όλα αυτά τα πράγματα δεν θα μπορούσε να γίνει με τη δική μας δύναμη.

«Σκεφτόμαστε και διαβουλευόμαστε», αντίθετα, για πράγματα που εξαρτώνται από τη δική μας δύναμη και που μπορούν να πραγματοποιηθούν: αυτά είναι, στην πραγματικότητα, τα μόνα που έχουν μείνει. Αιτίες, πράγματι, θεωρούνται η φύση, η ανάγκη και η τύχη, και πέρα από αυτές ο νους και καθετί που η πραγματοποίησή του εξαρτάται από τον άνθρωπο. Οι επιμέρους, όμως, κατηγορίες ανθρώπων «σκέφτονται και διαβουλεύονται» γι᾽ αυτά που μπορούν να γίνουν με τις δικές τους δυνάμεις. Στους γνωστικούς κλάδους


[1112b] που εφαρμόζουν μια αυστηρά καθορισμένη διαδικασία και είναι αυτοτελείς δεν χωράει «σκέψη και διαβούλευση», π.χ. στα γράμματα του αλφαβήτου: δεν έχουμε καμιά αμφιβολία για το πώς πρέπει να γραφούν. Για όσα όμως γίνονται με τις δικές μας δυνάμεις, όχι όμως πάντοτε με τον ίδιο τρόπο, γι᾽ αυτά ναι, «σκεφτόμαστε και διαβουλευόμαστε», π.χ. για θέματα που σχετίζονται με την ιατρική ή με τις επιχειρηματικές δραστηριότητες· επίσης μάλλον με την τέχνη που κυβερνιέται ένα πλοίο παρά με τη γυμναστική (στον βαθμό που η πρώτη αναπτύχθηκε λιγότερο συστηματικά και με λιγότερη ακρίβεια σε σύγκριση με τη δεύτερη), κ.ο.κ. — κυρίως στις τέχνες παρά στις επιστήμες» γιατί για τις πρώτες έχουμε περισσότερες αμφιβολίες. «Σκεφτόμαστε και διαβουλευόμαστε» λοιπόν για πράγματα που συμβαίνουν με έναν ορισμένο τρόπο τις περισσότερες φορές, που όμως δεν είναι φανερό ποιά θα είναι η έκβασή τους, και για πράγματα στα οποία υπάρχει αβεβαιότητα και ασάφεια. Στα μεγάλα θέματα καλούμε συμβούλους να μας βοηθήσουν στη διαδικασία της «σκέψης και διαβούλευσης», επειδή δεν έχουμε εμπιστοσύνη στον εαυτό μας, θεωρώντας ότι δεν είμαστε σε θέση να ξεκαθαρίσουμε οι ίδιοι τα πράγματα.

Τέλος, «σκεφτόμαστε και διαβουλευόμαστε» όχι για τα τέλη, αλλά για τα μέσα που οδηγούν στα τέλη. Κανένας, πράγματι, γιατρός δεν «θέτει υπό σκέψιν» το αν πρέπει να θεραπεύσει, ούτε κανένας ρήτορας το αν πρέπει να πείσει, ούτε κανένας πολιτικός το αν πρέπει να εξασφαλίσει στην πόλη του ευνομία, ούτε, γενικά, κανένας από τους υπόλοιπους «θέτει υπό σκέψιν» το τέλος του. Έχοντας ορίσει το τέλος τους εξετάζουν ύστερα το πώς, με ποιά δηλαδή μέσα θα επιτευχθεί αυτό το τέλος, και αν φανεί ότι το τέλος πετυχαίνεται με περισσότερα μέσα, εξετάζουν να δουν με ποιό από όλα τα μέσα θα επιτευχθεί πιο εύκολα και με τον καλύτερο τρόπο· αν, αντίθετα, το τέλος πετυχαίνεται με ένα μόνο μέσο, τότε εξετάζουν πώς μπορεί το τέλος να επιτευχθεί με αυτό το μέσο, και, πάλι, αυτό το μέσο με τίνων μέσων τη βοήθεια μπορεί να επιτευχθεί, ώσπου να φτάσουν στην πρώτη αιτία, που σ᾽ αυτήν την πορεία της εύρεσης είναι η τελευταία. Γιατί το πρόσωπο που «σκέφτεται» μοιάζει να διερευνά και να αναλύει —με τον τρόπο που περιγράψαμε— ακριβώς όπως θα ανέλυε ένα γεωμετρικό σχήμα (είναι φανερό ότι η κάθε διερεύνηση δεν είναι «σκέψη και διαβούλευση», π.χ. οι μαθηματικές διερευνήσεις, η κάθε όμως «σκέψη και διαβούλευση» είναι διερεύνηση), και ό,τι είναι τελευταίο στη διαδικασία της ανάλυσης φαίνεται να είναι πρώτο στη διαδικασία της πραγματοποίησης. Και αν οι άνθρωποι πέσουν σε πράγματα που είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν, εγκαταλείπουν το ψάξιμο, π.χ. αν χρειάζονται χρήματα και αυτά δεν μπορούν να βρεθούν· αν όμως φανεί ότι το πράγμα είναι δυνατό να πραγματοποιηθεί, προσπαθούν να το κάνουν. Λέγοντας «πράγματα που είναι δυνατό να πραγματοποιηθούν» εννοώ πράγματα που μπορούν να γίνουν με τις δικές μας δυνάμεις· γιατί αυτά που γίνονται με τις δυνάμεις των φίλων μας γίνονται, κατά κάποιο τρόπο, με τις δικές μας δυνάμεις: στην πραγματικότητα η αρχή της κίνησης βρίσκεται μέσα σ᾽ εμάς. Αυτό που αναζητούμε είναι άλλοτε τα απαραίτητα εργαλεία και άλλοτε ο τρόπος της χρήσης τους· το ίδιο και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις: άλλοτε αναζητούμε τα μέσα, άλλοτε τον τρόπο της χρήσης τους, άλλοτε με τί βοήθεια φτάνει κανείς στο επιδιωκόμενο τέλος.


Ο άνθρωπος λοιπόν είναι, όπως το είπαμε ήδη, η αρχή των πράξεων. Όσο για τη «σκέψη και διαβούλευση», αυτή αναφέρεται σε όσα το ίδιο το άτομο μπορεί να κάνει, και οι πράξεις γίνονται για σκοπούς έξω από αυτές· γιατί αντικείμενο της «σκέψης και διαβούλευσης» δεν μπορεί, βέβαια, να είναι το τέλος, αλλά μόνο τα μέσα που οδηγούν σ᾽ αυτό. Και, φυσικά, δεν μπορούν να είναι αντικείμενο της «σκέψης και διαβούλευσης» τα επιμέρους,


[1113a] π.χ. το αν αυτό είναι ψωμί ή το αν ψήθηκε όπως θα έπρεπε· γιατί αυτά είναι αντικείμενο της αντίληψης μέσω των αισθήσεων. Αν ο άνθρωπος θα έπρεπε συνεχώς να «σκέφτεται», θα έφτανε στο άπειρο.

Το αντικείμενο της «σκέψης και διαβούλευσης» και το αντικείμενο της προαίρεσης είναι το ίδιο, μόνο που το αντικείμενο της προαίρεσης έχει ήδη σαφώς προκριθεί, αφού αντικείμενο της προαίρεσης είναι αυτό που με τη διαδικασία της «σκέψης και διαβούλευσης» έχει κριθεί ότι πρέπει να γίνει. Γιατί ο καθένας παύει να ψάχνει πώς πρέπει να ενεργήσει, μόλις αναγάγει την αρχή της ενέργειας στον εαυτό του, στο οδηγητικό μέρος του εαυτού του· γιατί αυτό είναι που επιλέγει και προτιμάει. Το πράγμα γίνεται φανερό και από τις παλαιές μορφές διακυβέρνησης, που μας τις παρουσίασε ο Όμηρος· οι βασιλιάδες, πράγματι, ανακοίνωναν στον λαό αυτό που είχαν επιλέξει και προτιμήσει οι ίδιοι.


Αν λοιπόν το αντικείμενο της προαίρεσης είναι κάτι που, ύστερα από σκέψη και διαβούλευση, είναι επιθυμητό —με τον όρο, βέβαια, να είναι από τα πράγματα που εμπίπτουν στη δική μας δύναμη—, τότε και η προαίρεση θα είναι, σκέφτομαι, επιθυμία —ύστερα από σκέψη και διαβούλευση— πραγμάτων που εμπίπτουν στη δική μας δύναμη. Γιατί από τη στιγμή που, ύστερα από σκέψη και διαβούλευση, κρίναμε τί πρέπει να επιλέξουμε και να προτιμήσουμε, επιθυμούμε πια σύμφωνα με τη σκέψη και τη διαβούλευσή μας.


Ας θεωρηθούν λοιπόν αρκετά όσα, σε γενικές γραμμές, είπαμε για την προαίρεση: τί λογής είναι τα πράγματα που αποτελούν το αντικείμενό της και ότι έχει να κάνει με τα μέσα που οδηγούν στα τέλη.