Πέμπτη 25 Ιουλίου 2019

ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ: ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ - Ὄρνιθες (1-26)

ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Ὀρθὴν κελεύεις, ᾗ τὸ δένδρον φαίνεται;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
διαρραγείης. ἥδε δ᾽ αὖ κρώζει πάλιν.
ΕΥ. τί, ὦ πόνηρ᾽, ἄνω κάτω πλανύττομεν;
ἀπολούμεθ᾽ ἄλλως τὴν ὁδὸν προφορουμένω.
5 ΠΙ. τὸ δ᾽ ἐμὲ κορώνῃ πειθόμενον τὸν ἄθλιον
ὁδοῦ περιελθεῖν στάδια πλεῖν ἢ χίλια.
ΕΥ. τὸ δ᾽ ἐμὲ κολοιῷ πειθόμενον τὸν δύσμορον
ἀποσποδῆσαι τοὺς ὄνυχας τῶν δακτύλων.
ΠΙ. ἀλλ᾽ οὐδὲ ποῦ γῆς ἐσμὲν οἶδ᾽ ἔγωγ᾽ ἔτι.
10 ΕΥ. ἐντευθενὶ τὴν πατρίδ᾽ ἂν ἐξεύροις σύ που;
ΠΙ. οὐδ᾽ ἂν μὰ Δί᾽ ἐγγετευθενὶ ᾽ξηκεστίδης.
ΕΥ. οἴμοι. ΠΙ. σὺ μέν, ὦ τᾶν, τὴν ὁδὸν ταύτην ἴθι.
ΕΥ. ἦ δεινὰ νὼ δέδρακεν οὑκ τῶν ὀρνέων,
ὁ πινακοπώλης Φιλοκράτης μελαγχολῶν,
15 ὃς τώδ᾽ ἔφασκε νῷν φράσειν τὸν Τηρέα,
τὸν ἔποφ᾽, ὃς ὄρνις ἐγένετ᾽, ἐκ τῶν ὀρνέων·
κἀπέδοτο τὸν μὲν Θαρραλείδου τουτονὶ
κολοιὸν ὀβολοῦ, τηνδεδὶ τριωβόλου.
τὼ δ᾽ οὐκ ἄρ᾽ ᾔστην οὐδὲν ἄλλο πλὴν δάκνειν.
20 καὶ νῦν τί κέχηνας; ἔσθ᾽ ὅποι κατὰ τῶν πετρῶν
ἡμᾶς ἔτ᾽ ἄξεις; οὐ γάρ ἐστ᾽ ἐνταῦθά τις
ὁδός. ΠΙ. οὐδὲ μὰ Δί᾽ ἐνταῦθά γ᾽ ἀτραπὸς οὐδαμοῦ.
ΕΥ. τί δ᾽ ἡ κορώνη; τῆς ὁδοῦ τι λέγει πέρι;
ΠΙ. οὐ ταὐτὰ κρώζει μὰ Δία νῦν τε καὶ τότε.
25 ΕΥ. τί δὴ λέγει περὶ τῆς ὁδοῦ; ΠΙ. τί δ᾽ ἄλλο γ᾽ ἢ
βρύκουσ᾽ ἀπέδεσθαί φησί μου τοὺς δακτύλους;

***
ΣΚΗΝΗ: Έρημη τοποθεσία με βράχους, θάμνα και ένα δέντρο.
Έρχονται, ντυμένοι σαν οδοιπόροι, ο Ευελπίδης και ο Πισθέταιρος· κρατούν από ένα πουλί, καλιακούδα ο πρώτος, κουρούνα ο δεύτερος· τους ακολουθούν δυο δούλοι, που ο καθένας τους κρατά ένα κάνιστρο, μια χύτρα και λίγα κλαδιά μυρτιάς.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ, στην καλιακούδα.
Ολόισα λες; Εκεί που ᾽ναι το δέντρο;
Η κουρούνα, που κρατά ο Πισθέταιρος, βγάζει μια φωνή.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ, στην κουρούνα.
Σκάσε. (Στον Ευελπίδη.) Να πάμε πίσω κράζει τούτη.
ΕΥΕ. Τί βγήκαμε στη γύρα, κακομοίρη;
Άδικα τριγυρνούμε· θα χαθούμε.
ΠΙΣ. Βλακεία μου, να με κάμουνε οι ορμήνιες
μιας κουρούνας να πάρω τόσο δρόμο·
πάνω από χίλια στάδια. ΕΥΕ. Μα κι εμένα,
να φαγωθούν τα νύχια των ποδιών μου,
μια καλιακούδα για ν᾽ ακούσω, ο δόλιος!
ΠΙΣ. Κι ούτε που ξέρω ποιά είναι τούτη η χώρα.
10 ΕΥΕ. Μπορείς εδώθε νά ᾽βρεις την πατρίδα;
ΠΙΣ. Ούτε κι ο Εξηκεστίδης δεν τη βρίσκει.
ΕΥΕ. Αλί μας. ΠΙΣ. Εσύ πάρε αυτόν το δρόμο.
ΕΥΕ. Μας πήρε στο λαιμό του ο Φιλοκράτης,
που τα πουλιά πουλούσε στο παζάρι·
μας είπε, ο παλαβός, πως θα μας έδειχναν
πού βρίσκεται ο Τηρέας, που άνθρωπος ήταν,
κι έπειτα φτερωτό πουλί έχει γίνει,
ναι, τσαλαπετεινός· μας πούλησε έτσι
έναν αυτή οβολό την καλιακούδα
και την κουρούνα τρεις. Κι αυτά ένα ξέρουν:
20 να δαγκώνουν. (Στην καλιακούδα.) Τί ανοίγεις, βρε, το στόμα;
Στον γκρεμό θα μας πας; Δεν έχει δρόμο.
ΠΙΣ. Αλήθεια, πουθενά· ούτε μονοπάτι.
ΕΥΕ. Κι η κουρούνα; Λέει τίποτα για δρόμο;
ΠΙΣ. Αυτή έκραζε άλλα πρώτα κι άλλα τώρα.
ΕΥΕ. Και για το δρόμο τί σου λέει; ΠΙΣ. Μα τί άλλο;
Πως θα μου φάει τα δάχτυλα τσιμπώντας.

Μορφές και Θέματα της Αρχαίας Ελληνικής Μυθολογίας: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΙΣ - ΑΡΣΙΝΟΗ

ΑΡΣΙΝΟΗ
(ριζωμένη πέτρα)
 
Η μεταμόρφωση της Αρσινόης είναι μια ιστορία τιμωρίας για την υπεροψία με την οποία αντιμετώπισε η αριστοκράτισσα κόρη τον έρωτα του ταπεινής καταγωγής αλλά πάμπλουτου Αρκεοφώντα.
 
Ο Αρκεοφών ήταν γιος του Μιννυρίδη από τη Σαλαμίνα της Κύπρου, ταπεινής καταγωγής αλλά με χρήματα και άλλες πηγές πλούτου. Ο νέος ερωτεύτηκε την κόρη του βασιλιά της Σαλαμίνας Νικοκρέοντα, την Αρσινόη. Την επιθυμία του να παντρευτεί τη βασιλοπούλα ενίσχυε η καταγωγή του πατέρα της από τον Τεύκρο που μαζί με τον Αγαμέμνονα είχε πορθήσει την Τροία, γι' αυτό και υποσχέθηκε πολλά περισσότερα γαμήλια δώρα από κάθε άλλο μνηστήρα. Η ταπεινή φοινικική καταγωγή του Αρκεοφώντα δεν άρεσε στον βασιλιά πατέρα της νύφης και αρνήθηκε την πρόταση που ντρόπιαζε τον ίδιο και την οικογένειά του. Ο νέος ξενυχτούσε κάτω από τα παράθυρα της Αρσινόης, όμως τίποτε δεν πετύχαινε. Σύμμαχο βρήκε την τροφό του κοριτσιού με την οποία της έστειλε δώρα και της μήνυσε να συναντηθούν κρυφά και να σμίξουν. Όμως η κοπέλα φανέρωσε στους γονείς της το μήνυμα και τον μεσάζοντα, την τροφό, και εκείνοι της έκοψαν τη γλώσσα, τη μύτη και τα δάχτυλα, τη χτύπησαν και την έδιωξαν από το σπίτι. Η πράξη αυτή εξόργισε τη θεά του έρωτα και ακόμη περισσότερο εξοργίστηκε η Αφροδίτη με την απάθεια και την υπεροψία που έδειξε η Αρσινόη για τον θάνατο του Αρκεοφώντα. Εκείνος από τη λύπη του αυτοκτόνησε απέχοντας από το φαγητό. Οι πολίτες λυπήθηκαν για τον θάνατό του και πένθησαν· οι συγγενείς του εξέθεσαν το σώμα του την τρίτη ημέρα. Όταν η Αρσινόη έσκυψε από το σπίτι της να δει σαν θέαμα το σώμα του Αρκεοφώντα που καιγόταν, η Αφροδίτη τη μεταμόρφωσε σε πέτρα και τα πόδια της τα ρίζωσε στη γη.
 
Τον μύθο παραδίδει ο Αντωνίνος Λιβεράλις (Μετ. 39), ενώ ο Οβίδιος παραδίδει μια παρόμοια ιστορία με ήρωες την Κύπρια βασιλοπούλα Αναξαρέτη και τον Ίφιο ή Ίφη.

Να ψάχνεις πάντα τα μονοπάτια που έχουν καρδιά

Κάθε δρόμος είναι μονάχα ένας δρόμος και δεν είναι ντροπή, ούτε για σένα ούτε για τους άλλους, να τον εγκαταλείψεις κάποια στιγμή, αν έτσι σου υπαγορεύει η καρδιά σου…

Κοίταξε κάθε δρόμο, με προσοχή κι επιφυλακτικότητα. Δοκίμασέ τον όσες φορές κρίνεις εσύ πως είναι απαραίτητο. Σκέψου και διαλογίσου πάνω σ’ αυτόν. Κι ύστερα θέσε στον εαυτό σου ένα και μόνο ερώτημα: Έχει αυτός ο δρόμος καρδιά; αν έχει είναι καλός, αν δεν έχει είναι άχρηστος…

Θέλεις να σου πω πού οδηγεί ο δρόμος σου; Είναι εύκολο. Όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο ίδιο μέρος: Πουθενά.

Αυτό που έχει σημασία είναι να ακολουθείς τα Μονοπάτια που έχουν Καρδιά. Να ρωτάς: έχει καρδιά το μονοπάτι που βαδίζω; Αν ναι, ακολούθησέ το και μη φοβάσαι τίποτε, ακόμη και αν όλος ο κόσμος θέλει να σε αποτρέψει από το να τ’ ακολουθήσεις. Αν όχι, άφησέ το, δεν είναι καλό μονοπάτι. Να ψάχνεις πάντα τα μονοπάτια που έχουν καρδιά, κι όταν καταλαβαίνεις ότι δεν έχουν, να μη διστάζεις να τα εγκαταλείπεις.

Ποιο μονοπάτι σου λέει η καρδιά σου ότι είναι το σωστό; Σε περιμένει να το βαδίσεις. Πήγαινε. Τα μονοπάτια μπορούν να περιμένουν απίστευτα πολύ. Το πρόβλημα είναι ότι οι άνθρωποι δεν έχουν αρκετό χρόνο στη διάθεσή τους!

Η αλήθεια λυτρώνει και ελευθερώνει

Εκείνη η πικρή αλήθεια που πολλές ή μάλλον τις περισσότερες φορές, τελικά, δεν είναι πικρή.

Πόσες φορές δεν έχουμε ζήσει μέσα σε ένα ψέμα πιστεύοντας πως είναι καλύτερα έτσι.
Πόσες φορές δεν έχουμε βασίσει τις σχέσεις μας, κάθε είδους, σε εκείνο εκεί το ψέμα που πιστεύουμε πως είναι καλύτερο από την αλήθεια.
Δεν είναι καθόλου έτσι όμως!

Μόνο όταν ζήσουμε το άθλιο εκείνο ψέμα το καταλαβαίνουμε. Μόνο όταν εκείνο φτάσει μέσα στο μυαλό μας και γίνει ένα σκουπίδι που δεν μας αφήνει να προχωρήσουμε τη ζωή μας καταλαβαίνουμε το απόλυτο κακό που μας έχει κάνει.

Μα πως είναι δυνατόν να ζεις μια ψεύτικη ζωή μόνο και μόνο για να μην πονέσεις από την αλήθεια!

Μα η αλήθεια δεν είναι εκείνη που πονάει. Το ψέμα το κάνει και το καταλαβαίνεις μετά, ελπίζοντας να μην είναι αργά ώστε να μπορέσεις να συνεχίσεις την ζωή σου.

Θα πονέσεις, θα κλάψεις μα θα μπορέσεις να ζήσεις ελεύθερος πια και θα δεις πως όλα θα είναι καλύτερα έτσι.
Θα απελευθερωθείς από τους φόβους που σε κυρίευαν τόσο καιρό και θα κοιτάξεις πάλι κατάματα τη ζωή. Μα δεν σε άφηνε να ανοίξεις τα φτερά σου εκείνο εκεί το ψέμα. Ζούσες μέσα στο απόλυτο σκοτάδι και νόμιζες πως αναπνέεις.

Όχι! Τώρα θα πάρεις την πιο βαθιά σου ανάσα. Τώρα το οξυγόνο θα φτάσει μέχρι το μικρότερό σου αγγείο.

Δεν ζούσες, νόμιζες πως ζεις.

Είχες φτιάξει τη ζωή σου μέσα στα λάθη και στα ψέματα επειδή φοβόσουν, έτρεμες να μάθεις την αλήθεια και να προχωρήσεις μαζί της.

Ζεις σε μια σχέση γιατί φοβάσαι να φύγεις. Σε απατούν και σε κακομεταχειρίζονται αλλά έτσι έχεις μάθεις να ζεις και έχεις αράξει χωρίς να μπορείς να κουνήσεις ούτε το μικρό σου δαχτυλάκι γιατί φοβάσαι να μάθεις μην πονέσεις.

Ποια αλήθεια λοιπόν θα σε πονέσει περισσότερο;

Εκείνη είναι που θα σου δώσεις φτερά να πετάξεις και να φτιάξεις την αλήθεια σου όπως εσύ ορίζεις. Να φτιάξεις τη ζωή που θέλεις και όχι εκείνη των άλλων που βολεύονται να σε βλέπουν έτσι.

Η αλήθεια δεν είναι πάντα πικρή!

Στροφή Στην Ευτυχία

Ο φόβος ότι κάτι σου λείπει είναι αυτό που σε οδηγεί να ψάξεις κάπου αλλού για την ευτυχία. Κυνηγώντας το «εκεί», παραβλέπεις ό,τι είναι ήδη «εδώ».
 
Μελετώντας το «επόμενο βήμα», χάνεις το «ιερό τώρα»“ τρέχοντας πίσω από το «περισσότερο», ξεχνάς να νιώσεις ευγνωμοσύνη γι' αυτό που υπάρχει. Ψάχνεις, αγωνίζεσαι και πασχίζεις, αλλά δε φτάνεις ποτέ, επειδή δεν μπορείς να ξεπεράσεις τη σκέψη ότι κάτι λείπει.
 
Μπορείς να δεις ότι όλος σου ο πόνος προέρχεται από την πεποίθηση ότι η πηγή της ευτυχίας είναι έξω από σένα; Αυτή η μία και μοναδική λαθεμένη αντίληψη — αυτός ο μικρός φόβος — είναι που θρέφει τη νοητική σου σαβούρα, τη μαθημένη σου αναξιότητα και όλες τις άλλες χαζομάρες περί «μη αρκετά καλού».
 
Πρόσεξε πως κάθε σκέψη φόβου και έλλειψης αντιστρέφεται τη στιγμή που αποδέχεσαι ότι κάθε κομματάκι παγκόσμιας χαράς βρίσκεται ήδη στην καρδιά σου. Νιώσε το αυτό, τώρα.
 
Κάθε πολιτισμός έχει τις δικές του ιερές τοποθεσίες και τα δικά του ιερά μέρη συνάθροισης. Χιλιάδες άνθρωποι ταξιδεύουν κάθε μέρα για να κάνουν ένα προσκύνημα σε μακρινά μέρη, όπως η Λούρδη, οι Μεγάλες Πυραμίδες, ο Βράχος Αιερς, το Όρος Σάστα, το Άγιο Όρος στον Άθω, τα Ιμαλάια. Αυτά τα μέρη διαθέτουν ιερή ενέργεια, λένε. Κι όμως, κανένα έδαφος δεν είναι πιο ιερό από την ανθρώπινη καρδιά — το σπίτι του έμφυτου εαυτού σου. Είσαι ιερό έδαφος. Το καταλαβαίνεις;
 
Τα δυο σου μάτια βλέπουν μικρά κομματάκια από τα πράγματα. Βλέπουν κομματάκια από το χρωματικό φάσμα, κομματάκια τοπίου, κομματάκια ωκεανού, κομματάκια ουρανού. Βλέπουν κομματάκια σου και κομματάκια μου. Δε βλέπουν ολόκληρη την εικόνα. Μόνον όταν κοιτάζεις με την καρδιά μπορείς να αρχίσεις να καταλαβαίνεις τη δυνατότητα για την αληθινή ολότητα, την αληθινή ομορφιά και την αληθινή ενότητα.
 
Σύμφωνα με την εμπειρία μου, οι πιο εκπληκτικοί άνθρωποι ενεργούν σαν να είναι όλα ήδη εδώ. Μεγάλοι καλλιτέχνες συντονίζονται με κάτι συμπαντικό όταν δημιουργούν. Μεγάλοι στοχαστές πιστεύουν πως υπάρχει λύση για κάθε πρόβλημα. Μεγάλοι ηγέτες αφήνονται σε συνεχή καθοδήγηση και έμπνευση. Μεγάλοι θεραπευτές βλέπουν την υγεία πολύ πριν φτάσει κάποια θεραπεία.
 
Για φαντάσου! Φαντάσου πως ό,τι θέλεις είναι εδώ, αυτή τη στιγμή. Τι θέλεις; Σοφία; Είναι ήδη εδώ. Γαλήνη; Είναι ήδη εδώ. Έμπνευση; Είναι ήδη εδώ. Είναι όλα εδώ, επειδή είσαι εσύ εδώ. Αυτή είναι ολόκληρη η εικόνα. Αυτό είναι που βλέπει ο έμφυτος εαυτός σου. Εσύ είσαι αυτό που ψάχνεις.
 
Αυτό σημαίνει πως όποια χαρά ήλπιζες να βρεις, αφού βρήκες την αδελφή ψυχή σου, απέκτησες τη δουλειά των ονείρων σου, αγόρασες το ιδανικό σπίτι και κέρδισες τα χρήματα που επιθυμούσες, είναι ήδη μέσα σου! Όταν αναζητάς αγάπη, χαρά, χρήματα, στην πραγματικότητα αναζητάς την εμπειρία του έμφυτου εαυτού σου, που δεν τον βαραίνει κανένας φόβος, κανένας διαχωρισμός, καμιά έλλειψη.
 
Δεν είσαι εδώ για να βρεις την ευτυχία είσαι εδώ για να την επεκτείνεις. Είσαι πλημμυρισμένος με έμπνευση, διαποτισμένος με σοφία, φτιαγμένος με αγάπη και ευλογημένος με χαρά. Το ίδιο και όλοι οι άλλοι. Για να είσαι ελεύθερος, το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να γίνεις ολότελα διαθέσιμος σ' αυτό που είναι ήδη μέσα σου. Αληθινή θεραπεία σημαίνει παραίτηση από την αντίσταση στον έμφυτο εαυτό σου.

Η ομορφιά μας γεμίζει με δύναμη για ζωή

Πρόκειται για μια εμπειρία που βιώνουμε τακτικά. Περπατάμε στην εξοχή και ξαφνικά μας παρασύρει η ομορφιά ενός τοπίου. Χανόμαστε κοιτάζοντας τον ουρανό, που είναι παράξενα λαμπερός. Ακούμε στο ραδιόφωνο ένα τραγούδι που μας συγκινεί βαθιά. Κι όλα αυτά τα βρίσκουμε όμορφα. Δεν λέμε ότι “μας ευχαριστούν”, αλλά ότι “είναι όμορφα”, σαν να πρέπει όλοι να συμφωνήσουν ότι είναι.

Επομένως πόση αυτοπεποίθηση έχουμε για να τολμήσουμε να ξεστομίσουμε μια τόσο γενική αλήθεια;

Έχουμε τόση εμπιστοσύνη στην κρίση μας, που δεν νιώθουμε καν την ανάγκη να επιχειρηματολογήσουμε. Κρίνουμε ελεύθερα, χωρίς να μας εμποδίζει οποιοδήποτε κριτήριο. Είναι όμορφο, έτσι απλά. Δεν είναι όμορφο γιατί. Είναι όμορφο επειδή δεν υπάρχει γιατί. Εμείς που αμφιβάλλουμε τόσο συχνά για τον ίδιο μας τον εαυτό να που τελικά δεν αμφιβάλλουμε: η παρατήρηση της ομορφιάς μάς επιτρέπει ν’ ακούσουμε επιτέλους τον εαυτό μας.

Θυμάμαι μια καλοκαιρινή βραδιά. Περπατώ σε μια παραλία και σκέφτομαι τη ζωή που φεύγει. Αμφιβάλλω σχεδόν για τα πάντα. Πρέπει να ξαναπιάσω τα ηνία, όμως δεν ξέρω πώς. Πρέπει να πάρω μια απόφαση, όμως δεν τα καταφέρνω. Ξαφνικά βλέπω αυτό το φως στη θάλασσα, αυτό το ασημένιο λαμπύρισμα. Το φως αρχίζει να χάνεται, κι όμως μοιάζει πιο έντονο. Ξαφνικά όλα γίνονται πιο πραγματικά, πιο παρόντα. Μπροστά σ’ αυτό το τόσο σαγηνευτικό θέαμα όλα δημιουργούν, παραδόξως, την αίσθηση της αιωνιότητας. Δεν αμφιβάλλω ούτε μία στιγμή: αυτό που βλέπω είναι όμορφο.

«Είναι όμορφο»: μια τόσο απλή φράση, γεμάτη από δύναμη.

Αυτή τη δύναμη την έχει ίσως γιατί το αισθητικό συναίσθημα περιλαμβάνει το σύνολο του εαυτού μας. Όταν κρίνω όμορφο το τοπίο στην Κορσική, δεν σημαίνει ότι είμαι απλώς ευαίσθητος. Φυσικά ευαισθητοποιούνται οι αισθήσεις μου, όμως η αισθητική ευχαρίστησή μου δεν περιορίζεται σε μια αισθησιακή ευχαρίστηση, σε μια απόλαυση για τα μάτια και τα αφτιά. Αυτό το τοπίο έχει αξίες, έχει σημασία. Με κάνει να σκέφτομαι το άπειρο, τον Θεό, την ελευθερία… Επομένως η ευχαρίστησή μου έχει, πέρα από μια αισθησιακή, και μια διανοητική διάσταση. Με τον ίδιο τρόπο έχω συνείδηση ότι μου αρέσει αυτό το τοπίο, όμως με σαγηνεύει, επίσης, και για λόγους που σχετίζονται με το ασυνείδητο και αφυπνίζουν το πιο κρυφό μέρος του εαυτού μου. Όταν είμαστε ευαίσθητοι απέναντι στην ομορφιά, δεν ακούμε, λοιπόν, μόνο ένα μέρος του εαυτού μας, αλλά εμπιστευόμαστε την αρμονία όλων των ιδιοτήτων μας: ευαισθησία, ευφυΐα ασυνείδητο, φαντασία… Αυτή η αρμονία μάς επιτρέπει να μιλάμε για αυτοπεποίθηση κι όχι απλώς για εμπιστοσύνη στην ευαισθησία ή στη λογική μας.

Παρατηρώντας το έργο ενός καλλιτέχνη μπαίνουμε μερικές φορές στον πειρασμό ν’ αναρωτηθούμε «τι εννοεί». Η σκέψη ενδέχεται να μας παρασύρει και να μας στερήσει την εσωτερική αρμονία που προσφέρουν τόσο απλά τα όμορφα τοπία: προσπαθώντας να βρούμε τι εννοεί ο καλλιτέχνης, δεν καταφέρνουμε να αισθανθούμε αυτό που προκαλεί το έργο του σ’ εμάς τους ίδιους. Σημαίνει όμως και να παρατηρήσουμε ένα έργο τέχνης ακριβώς όπως ένα τοπίο της φύσης, χωρίς να θέσουμε το ερώτημα της σκοπιμότητας που κρύβεται πίσω του. Τότε μας αρκεί να το κοιτάζουμε ή να το ακούμε, γιατί μας γεμίζει με βαθιά χαρά και μας βοηθάει ν’ ανακαλύψουμε αυτό που αισθανόμαστε. Πόσοι έφηβοι που αμφέβαλλαν για τον εαυτό τους ανακάλυψαν για πρώτη φορά, ακούγοντας τον Ντέιβιντ Μπόουι ή τον Τζον Λένον, ότι μπορούσαν να νιώσουν ασφάλεια και να εμπιστευτούν την κρίση τους; Σίγουρα αυτό είναι όμορφο. Το να βρίσκεται κανείς κοντά στην ομορφιά σημαίνει ότι έρχεται κοντά στον εαυτό του. Δεν θέλει να «ξεφύγει», αλλά να βυθιστεί στον εαυτό του και να συναντήσει το ενδεχόμενο της αυτοπεποίθησης.

Γι’ αυτό ευγνωμονούμε τους καλλιτέχνες που μας συγκινούν. Νιώθουμε την ανάγκη να τους ευχαριστήσουμε για τη δύναμη που μας δίνουν.

Όταν δηλώνουμε ότι κάτι «είναι όμορφο», τελικά ίσως μιλάμε τόσο για ένα τοπίο ή ένα τραγούδι όσο και για την ακαταμάχητη αυτοπεποίθηση που νιώθουμε ξαφνικά. Κάθε φορά που η ομορφιά μάς αγγίζει, μας δίνει τη δύναμη να τολμήσουμε να γίνουμε ο εαυτός μας.

Θυμάμαι πώς ένιωσα την πρώτη φορά που βρέθηκα μπροστά σ’ ένα έργο του Ρόθκο. Ένας τεράστιος καμβάς με πορτοκαλί και κίτρινο. Βρέθηκε ξαφνικά εκεί, μπροστά μου. Η απόλυτη αγνότητα. Η ομορφιά είναι μια παρουσία που καλεί μια άλλη. Κοιτούσα ένα έργο του Ρόθκο κι ένιωθα όπως τότε που κοιτούσα τη θάλασσα στην Κορσική: σίγουρα ήταν όμορφο, υπήρχε μέσα σ’ αυτή τη δόνηση του φωτός κάτι αιώνιο, κάτι αληθινό. Μια ανήκουστη πυκνότητα πνεύματος στην καρδιά της ύλης. Κι όμως δεν ήξερα τίποτα γι’ αυτό, δεν ήξερα καν ποιος ήταν ο Ρόθκο. Ωστόσο δεν είχα καμία αμφιβολία. Ένιωσα απόλυτη εμπιστοσύνη στο συναίσθημά μου, στην κρίση μου, σ’ εμένα και ταυτόχρονα σ’ αυτόν τον καλλιτέχνη που δεν ήξερα, στην τέχνη, στην ομορφιά, στη ζωή.

Όμως η ομορφιά μάς προσφέρει κάτι ακόμα. Μας γεμίζει με δύναμη για ζωή, μας βοηθάει ν’ αποκτήσουμε ξανά θάρρος. Το έχουμε ήδη ζήσει όλοι, ίσως σε μουσεία, ίσως ακούγοντας μουσική, σίγουρα κοντά στη φύση. Εξαντλημένοι από τις έννοιες, δύσθυμοι από τις αμφιβολίες μας, πεπεισμένοι ότι δεν πρόκειται να τα καταφέρουμε, θα περπατήσουμε στην εξοχή, θα δούμε τις χιονισμένες βουνοκορφές ή απλώς τις ακτίνες του ήλιου να χορεύουν ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων και τότε, ξαφνικά, θα νιώσουμε ότι τίποτα δεν είναι αδύνατον.

Κάπως έτσι έμοιαζε η εμπειρία που είχα στην Κορσική, κάτι τέτοιο περιγράφει και ο Χένρι Ντέιβιντ Θόρο, στενός φίλος του Έμερσον, στο αριστούργημά του Walden ή Η Ζωή στο Δάσος: “Αυτός που ζει κοντά στη φύση και νιώθει τις αισθήσεις του ζωντανές δεν θα είναι ποτέ μελαγχολικός. Δεν υπήρξε ποτέ καταιγίδα που να μη συνοδεύεται από αιολική μουσική για τα αθώα αφτιά ενός αγνού πλάσματος. Όσο οι εποχές είναι φίλες μου, τίποτα δεν μπορεί να κάνει τη ζωή βάρος”.

Εδώ η ομορφιά της φύσης κάνει κάτι περισσότερο από το να μας επιτρέψει να την κρίνουμε. Μας πλημμυρίζει από την ουσία της σε τέτοιο βαθμό, που μας δίνει δύναμη να πιστέψουμε στον εαυτό μας. Είναι αρκετά δύσκολο να καταλάβουμε τι συμβαίνει. Τι είναι αυτό που στην απλή παρατήρηση της ομορφιάς της φύσης μάς κάνει να νιώθουμε εμπιστοσύνη; Όπως και να’χει, αυτές οι όμορφες εικόνες είναι εξ ορισμού επιφανειακές. Τότε γιατί μας αγγίζουν τόσο βαθιά, μας ηρεμούν και τρέφουν την εμπιστοσύνη μας;

Η παρατήρηση μας επιτρέπει να σχετικοποιούμε, να αλλάζουμε οπτική γωνία, προοπτική. Μπροστά σε τόση ομορφιά, μπροστά στο θαύμα της μέρας που ξημερώνει, του κόσμου που μοιάζει να γεννιέται μπροστά στα μάτια μας, παίρνουμε απόσταση από τα προβλήματά μας. Μπροστά στο μυστήριο του φωτός, ξαφνικά οι προβληματισμοί μάς βαραίνουν λιγότερο.

Όμως υπάρχει και κάτι ακόμα. Νιώθουμε ότι στην καρδιά αυτής της ομορφιάς υπάρχει μια δύναμη που μας ξεπερνά και την οποία εμπιστευόμαστε. Δεν παρατηρούμε απλώς την εξωτερική ομορφιά, νιώθουμε ταυτόχρονα μια δύναμη να μας διαπερνά τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά. Έτσι δεν είμαστε πια απλώς θεατές της ομορφιάς του κόσμου. Βρισκόμαστε μέσα στον κόσμο, κάτι που είχαμε ξεχάσει και μας το θυμίζει η ομορφιά. Ζούμε σ’ αυτόν τον κόσμο. Δεν είναι κάτι που πρέπει να εκμεταλλευτούμε ή κάτι στο οποίο πρέπει να επενδύσουμε. Είναι το σπίτι μας. Είναι πιο εύκολο να έχουμε αυτοπεποίθηση όταν νιώθουμε ότι ο κόσμος είναι το σπίτι μας.

Αποκαλύφθηκε από το Hubble και Spitzer η ατμόσφαιρα μεσαίου μεγέθους εξωπλανήτη

Δύο διαστημικά τηλεσκόπια της NASA συνεργάστηκαν για να προσδιορίσουν για πρώτη φορά το λεπτομερές χημικό «αποτύπωμα» του εξωπλανήτη GJ 3470 b, ανάμεσα στο μέγεθος της Γης και του Ποσειδώνα. Δεν υπάρχουν τέτοιοι πλανήτες στο δικό μας ηλιακό σύστημα, αλλά είναι κοινοί γύρω από άλλα αστέρια. Ζυγίζει όσο 12,6 μάζες της Γης, αλλά έχει λιγότερη μάζα από τον Ποσειδώνα, που είναι πάνω από 17 φορές τη μάζα της Γης. Σε αντίθεση με τον Ποσειδώνα, που είναι 3 δισεκατομμύρια μίλια από τον Ήλιο, ο GJ 3470 b μπορεί να έχει σχηματιστεί πολύ κοντά στον ερυθρό νάνο αστέρι του ως ένα ξηρό, βραχώδες αντικείμενο. Έπειτα τράβηξε με τη βαρύτητα του αέριο υδρογόνο και ήλιο από ένα περιμετρικό δίσκο αερίου, για να δημιουργήσει μια παχιά ατμόσφαιρα.
 
Η θεωρητική εσωτερική δομή του εξωπλανητή GJ 3470 b. Είναι διαφορετική από κάθε πλανήτη που βρίσκεται στο δικό μας Ηλιακό Σύστημα. Ο δίσκος εξαφανίστηκε πολλά δισεκατομμύρια χρόνια πριν και έτσι ο πλανήτης σταμάτησε να αναπτύσσεται. Η κάτω εικόνα απεικονίζει το δίσκο όπως μπορεί να έμοιαζε πολύ καιρό πριν. Η παρατήρηση από τα διαστημικά τηλεσκόπια Hubble και Spitzer της NASA έχει αναλύσει χημικά τη σύνθεση της πολύ σαφούς και βαθιάς ατμόσφαιρας του GJ 3470 b, δίνοντας στοιχεία για την καταγωγή του πλανήτη. Πολλοί πλανήτες αυτής της μάζας υπάρχουν στον Γαλαξία μας.

Πολλοί παρόμοιοι κόσμοι έχουν ανακαλυφθεί από το διαστημικό παρατηρητήριο Kepler της NASA, η αποστολή του οποίου ολοκληρώθηκε το 2018. Στην πραγματικότητα, η μάζα του 80% των πλανητών στον Γαλαξία μας μπορεί να είναι αυτής της τάξης. Ωστόσο, μέχρι σήμερα οι αστρονόμοι δεν κατάφεραν ποτέ να κατανοήσουν τη χημική φύση ενός τέτοιου πλανήτη, λένε οι ερευνητές.
 
Με την απογραφή του περιεχομένου της ατμόσφαιρας του GJ 3470 b ή Gliese 3470 b, οι αστρονόμοι είναι σε θέση να αποκαλύψουν ενδείξεις σχετικά με τη φύση και την προέλευση του πλανήτη.
 
«Αυτή είναι μια μεγάλη ανακάλυψη από την προοπτική του σχηματισμού ενός πλανήτη. Ο πλανήτης είναι πολύ κοντά στο μητρικό του αστέρι, αλλά κατάφερε να συσσωρεύσει την αρχέγονη ατμόσφαιρα υδρογόνου / ηλίου που είναι κατά κύριο λόγο «αμόλυντη» από βαρύτερα στοιχεία «, δήλωσε ο Björn Benneke του Πανεπιστημίου Μόντρεαλ. «Δεν έχουμε κάτι τέτοιο στο ηλιακό σύστημα, και αυτό το καθιστά εντυπωσιακό.»
 
Οι αστρονόμοι κατέγραψαν τις συνδυασμένες δυνατότητες πολλαπλών κυμάτων μήκους των διαστημικών τηλεσκοπίων Hubble και Spitzer της NASA για να πραγματοποιήσουν μια πρώτη μελέτη για την ατμόσφαιρα του GJ 3470 b.
 
Αυτό επιτεύχθηκε με τη μέτρηση της απορρόφησης του φωτός του αστέρα καθώς ο πλανήτης περνούσε μπροστά από το μητρικό αστέρι του (διάβαση) και την μείωση του ανακλώμενου φωτός από τον πλανήτη καθώς πέρασε πίσω από το αστέρι (έκλειψη). Συνολικά, τα διαστημικά τηλεσκόπια παρατηρούσαν 12 διαβάσεις και 20 εκλείψεις. Η επιστήμη της ανάλυσης χημικών δακτυλικών αποτυπωμάτων με βάση το φως ονομάζεται φασματοσκοπία.
 
«Για πρώτη φορά έχουμε μια φασματοσκοπική υπογραφή ενός τέτοιου κόσμου», δήλωσε ο Benneke. Αλλά δεν ξέρουμε τι είναι; Πρέπει να ονομάζεται «super-Earth» ή «sub-Neptune;» Ή ίσως κάτι άλλο;
 
Η ατμόσφαιρα του GJ 3470 β αποδείχτηκε ως επί το πλείστον καθαρή, επιτρέποντας έτσι στους επιστήμονες να εξετάσουν βαθιά μέσα στην ατμόσφαιρα.
 
«Αναμέναμε μια ατμόσφαιρα έντονα εμπλουτισμένη σε βαρύτερα στοιχεία όπως το οξυγόνο και ο άνθρακας που σχηματίζουν άφθονους υδρατμούς και αέριο μεθανίου, παρόμοιο με αυτό που βλέπουμε στον Ποσειδώνα», δήλωσε ο Benneke. «Αντ’ αυτού, βρήκαμε μια ατμόσφαιρα τόσο φτωχή στα βαριά στοιχεία που η σύνθεσή της μοιάζει με τη σύνθεση του Ήλιου πλούσια σε υδρογόνο / ήλιο».
 
Άλλοι εξωπλανήτες που ονομάζονται «καυτοί Δίιοι πλανήτες» πιστεύεται ότι σχηματίζονται μακριά από τα αστέρια τους και με την πάροδο του χρόνου μεταναστεύουν πολύ πιο κοντά. Αλλά αυτός ο πλανήτης φαίνεται να έχει σχηματιστεί ακριβώς όπου είναι σήμερα, λέει ο Benneke.
 
Η πιο πιθανή εξήγηση, σύμφωνα με τον Benneke, είναι ότι το GJ 3470 b γεννήθηκε επισφαλώς κοντά στο κόκκινο αστέρι του, το οποίο έχει περίπου τη μισή μάζα του Ήλιου μας. Υποθέτει ότι ουσιαστικά ξεκίνησε σαν ένας στεγνός βράχος και γρήγορα έφτιαξε υδρογόνο από έναν πρωταρχικό δίσκο αερίου όταν το αστέρι του ήταν πολύ μικρό. Ο δίσκος αυτός ονομάζεται «πρωτοπλανητικός».
 
«Βλέπουμε ένα αντικείμενο που ήταν ικανό να συσσωρεύσει υδρογόνο από τον πρωτοπλανητικό δίσκο, αλλά δεν ξέφυγε να γίνει καυτός Δίας», δήλωσε ο Benneke. «Αυτό είναι ένα συναρπαστικό καθεστώς.»
 
Μια εξήγηση είναι ότι ο δίσκος εξαφανίστηκε πριν ο πλανήτης μπορούσε να τραβήξει κι άλλο αέριο. «Ο πλανήτης έχει κολλήσει ως ένας υπο-Ποσειδώνας», δήλωσε ο Benneke.
 
Το επερχόμενο διαστημικό τηλεσκόπιο James Webb της NASA θα μπορεί να δοκιμάσει ακόμα πιο βαθιά την ατμόσφαιρα του GJ 3470 b χάρη στην άνευ προηγουμένου ευαισθησία του Webb στην υπέρυθρη ακτινοβολία. Τα νέα αποτελέσματα έχουν ήδη προκαλέσει μεγάλο ενδιαφέρον από τις αμερικανικές και καναδικές ομάδες που αναπτύσσουν τα εργαλεία στο Webb. Θα παρατηρήσουν τις διαβάσεις και τις εκλείψεις του GJ 3470 b σε φωτεινά μήκη κύματος όπου οι ατμοσφαιρικές διακυμάνσεις καθίστανται διαφανέστερες.

Χρυσή φυλή θνητών ανθρώπων

ΗΣΙΟΔΟΣ, Έργα καί ήμέραι 109-193
 
Οι αθάνατοι θεοί, που ζουν στον Όλυμπο, δημιούργησαν πρώτα μια χρυσή φυλή θνητών ανθρώπων. Αυτό έγινε τον καιρό του Κρόνου, όταν ήταν βασιλιάς στον ουρανό. Ζούσαν σαν θεοί, δίχως καμιά λύπη στις καρδιές τους, δίχως έγνοιες και βάσανα και δίχως να υφίστανται τα αξιοθρήνητα γηρατειά- πάντα με νεανικά μέλη απολάμβαναν χαρούμενες μέρες, μακριά από κάθε κακό. Όταν πέθαιναν, ήταν σαν να τους είχε καταβάλει ο ύπνος. Όλα τα καλά πράγματα τους ανήκαν.
 
Η γόνιμη γη παρήγαγε μόνη της όλων των ειδών τους καρπούς. Με ειρήνη και ηρεμία ζούσαν χαρούμενοι στη χώρα τους, έχοντας όλα τα αγαθά. Όταν η γη έκρυψε αυτή τη φυλή των ανθρώπων μέσα στο σκοτάδι, έγιναν αγαθοί δαίμονες πάνω στη γη· απομάκρυναν το κακό, ήταν φύλακες των θνητών ανθρώπων πρόσεχαν για τη δικαιοσύνη και τα εγκλήματα τυλιγμένοι από τον αέρα, διατρέχοντας όλη τη γη, δίνοντας πλούτο. Αυτό ήταν ένα από τα βασιλικά προνόμιά τους.
 
Ύστερα οι Ολύμπιοι θεοί δημιούργησαν μια πολύ κατώτερη φυλή, την αργυρή, εντελώς διαφορετική από τη χρυσή στο σώμα και στο πνεύμα. Για εκατό χρόνια ένα παιδί μεγάλωνε πλάι στην αγαπημένη του μάνα και έπαιζε εντελώς παιδιάστικα στο σπίτι του. Όταν όμως αυτοί οι άνθρωποι μεγάλωναν επιτέλους και έφταναν στην ωριμότητα, ζούσαν πολύ λίγο καιρό και ήταν δυστυχείς λόγω της μωρίας τους. Δεν μπορούσαν να μη βλάπτουν ο ένας τον άλλον άσχημα, ούτε ήθελαν να τιμούν τους αθάνατους θεούς και να προσφέρουν στους μακάριους θυσίες πάνω στους ιερούς βωμούς, όπως σωστά συνηθίζουν να κάνουν οι άνθρωποι.
 
Οργισμένος ο Ζευς τους έβγαλε από τη μέση, επειδή δεν πρόσφεραν τιμές στους μακάριους θεούς, που ορίζουν τον Όλυμπο. Όταν κι αυτή η φυλή των ανθρώπων σκεπάστηκε από τη γη, οι άνθρωποί της ονομάστηκαν υποχθόνιοι μακάριοι θνητοί, δεύτερης σειράς, αλλά κι αυτοί, ασφαλώς, απολαμβάνουν κάποιας τιμής.
 
Ύστερα ο Ζευς, ο πατέρας, έφτιαξε μια τρίτη φυλή ανθρώπων, τη χάλκινη φυλή, τελείως διαφορετική από την αργυρή. Οι άνθρωποι αυτοί ήταν φτιαγμένοι από μελιά και ήταν φοβεροί και βίαιοι και συνεχώς μπλεγμένοι σε πολέμους και εγκλήματα. Δεν έτρωγαν ποτέ ψωμί και οι πεισματάρικες ψυχές τους ήταν σκληρές σαν το ατσάλι” ήταν απρόσιτοι- φοβερά και πολύ δυνατά χέρια ξεφύτρωναν από τους στιβαρούς ώμους τους.
 
Τα άρματά τους ήταν χάλκινα, τα σπίτια τους χάλκινα και δούλευαν με χάλκινα εργαλεία. Δεν είχαν μαύρο σίδερο. Σκότωναν ο ένας τον άλλον με τα χέρια και πήγαιναν κάτω, ανώνυμοι, στο υγρό και σκοτεινό σπίτι του ψυχρού Άδη. Αν και ήταν τρομεροί, τους πήρε ο μαύρος θάνατος και άφησαν το λαμπρό φως του ήλιου.
 
Όταν κι αυτήν τη φυλή την κάλυψε η γη, ο Ζευς, ο γιος του Κρόνου, έφτιαξε άλλη μια, την τέταρτη, πάνω στην καρποφόρα γη. Ήταν πιο δίκαιη και καλή, μια ισόθεη φυλή ηρώων, που ονομάστηκαν ημίθεοι, η φυλή ακριβώς πριν από μας στην απέραντη γη. Φοβεροί πόλεμοι και άγριες μάχες τους κατέστρεψαν κάποιους μπροστά στη Θήβα, την πόλη του Κάδμου με τις επτά πύλες, να πολεμούν για τα κοπάδια των απογόνων του Οιδίποδα, άλλους μπροστά στην Τροία, όπου τους είχαν πάει πλοία πάνω από το μεγάλο βυθό της θάλασσας, για το χατίρι της Ελένης με τα όμορφα μαλλιά.
 
Για κάποιους απ’ αυτούς αυτό ήταν το τέλος της ζωής τους, και τους σκέπασε ο θάνατος- σε άλλους έδωσε ο Ζευς, ο γιος του Κρόνου, μιαν ύπαρξη, έναν τρόπο ζωής μακριά από τους ανθρώπους, στην άκρη του κόσμου, μακριά από τους αθάνατους θεούς· και ο Κρόνος είναι βασιλιάς τους. Εκεί ζουν, με τις καρδιές τους απαλλαγμένες από τη θλίψη, στα νησιά των Μακάρων, κοντά στον Ωκεανό με τις βαθιές δίνες, ευτυχισμένοι ήρωες για τους οποίους η καρποφόρα γη προσφέρει γλυκούς σαν το μέλι καρπούς τρεις φορές το χρόνο.
 
Θα ήθελα να μη ζούσα ανάμεσα στους ανθρώπους της πέμπτης φυλής, καλύτερα να πέθαινα πριν, ή να γεννιόμουν αργότερα. Γιατί αυτή είναι αληθινά σιδερένια φυλή. Ούτε νύχτα ούτε μέρα ξεκουράζονται από τον κάματο και την ταλαιπωρία. Οι θεοί θα τους στέλνουν πάντα οδυνηρές δοκιμασίες. Ο Ζευς θα καταστρέψει κι αυτήν τη φυλή θνητών ανθρώπων, όταν τα παιδιά τους θα γεννιούνται με γκρίζους κροτάφους.
 
Ο πατέρας δεν θα μοιάζει με τα παιδιά του, ούτε τα παιδιά με τον πατέρα τους. Ο οικοδεσπότης δεν θα καλοδέχεται το φιλοξενούμενο του, ο φίλος το φίλο, ο αδελφός τον αδελφό, όπως γίνεται μέχρι τώρα. Σύντομα δεν θα τιμούν τους ηλικιωμένους γονείς τους, αλλά θα τους κατηγορούν και θα τους πληγώνουν με φαρμακερά λόγια, ελεεινοί άνθρωποι που δεν θα σέβονται τους θεούς.
 
Αχ! Μακάρι να μην γεννιόμουνα τώρα εγώ, αναφωνεί γεμάτος θλίψι ο Ησίοδος. Ας γεννιόμουν πρωτύτερα ή αργότερα. Αλλά όχι τώρα. Διότι το γένος αυτό ζει μέσα στον μόχθο και στα βάσανα. Νύχτα-μέρα οι άνθρωποι βασανίζονται και αφανίζονται καθώς τούς έδωσαν οι θεοί έγνοιες πολλές και βαρείες. Δεν έχει επικρατήσει το κακό. Αυτό δεν πρόκειται να συμβή ποτέ. Άρα υπάρχει ακόμη ελπίδα. Όμως τα καλά είναι ανακατεμένα με τα κακά. Και ποιος θα τα ξεχωρίσει; Ποιος θα βγει μπροστά; Ποιος θα σηκώσει το βάρος; Οι θεσμοί έχουν καταρρεύσει. Η συγκρότησις της κοινωνίας έχει διασπασθεί. Τα ήθη έχουν αλλάξει. Ή απαισιοδοξία του ποιητή είναι, βαθειά και διάχυτη. Βλέπει γύρω του την αδικία, την ατιμία, την οκνηρία, την αρπαγή. Τίποτα δεν είναι όπως πρώτα. Και μέσα άπ’ τον βαθύ του συλλογισμό και την αγωνιά του για το μέλλον, κάνει μια πρόβλεψι, μία προφητεία.
 
Και αυτό το γένος, που έχει μαύρη και σκληρή καρδιά, όπως μαύρος και σκληρός είναι ο σίδηρος, το κύριο συστατικό του, θα το καταστρέψει ο Ζευς, λέει με πόνο. Πότε; Τότε, όταν αρχίσουν να γέννιουνται τα παιδιά με λευκούς κροτάφους, γερασμένα από την γέννα τους, χωρίς κανένα κίνητρο και όρεξη για ζωή. Όταν δεν θα έχουν την ίδια γνώμη και τις ίδιες σκέψεις με τον πατέρα τους και δεν θα συμφωνούν σε τίποτα. Όταν η φιλοξενία, η φιλία και οι δεσμοί αίματος δεν θα έχουν πια καμιά αξία. Όταν οι γεροί γονείς θα αφήνονται, ανήμποροι, στην τύχη τους. Όταν ή δικαιοσύνη θα βρίσκεται στα χέρια των ισχυρών και θα την επιβάλλουν χειροδικώντας.
 
Όταν ο όρκος δεν θα υπολογίζεται πια και θα τιμωρούνται οι υβριστές, οι επίορκοι και οι κακοποιοί. Τότε είναι πού ή Αιδώς και ή Νέμεσις, με πρόσωπο καλυμμένο άπ’ την ντροπή, και για να μην βλέπουν τα όσα συμβαίνουν, θα εγκαταλείψουν τους ανθρώπους του γένους αυτού και θα ανέβουν για πάντα, απ’ την πλατιά Γη ψηλά στον Όλυμπο, στα ανώτατα και καθαρότα τα αιθερικά στρώματα, εκεί όπου το κακό δεν υπάρχει, σμίγοντας με τούς άλλους αθανάτους θεούς. Είναι χαρακτηριστικό πως οι θεές είναι τυλιγμένες με λευκά πέπλα, πράγμα που δείχνει ότι παραμένουν ανέγγιχτες από της ύβρεις των θνητών. Οι μαύρες ψυχές και τα μαύρα έργα τού γένους αυτού δεν μπορούν να τις αγγίξουν. Κι όταν αυτό συμβεί, τότε. μόνο το κακό θα υπάρχει ανάμεσα στους ανθρώπους και θα ‘ναι πια αργά γιατί δεν θα ωφελεί καμία γιατρειά.

Θεογονία Ησίοδου
 
Χρύσεον μέν πρώτιστα γένος μερόπων άνθρώπων άθάνατοι ποίησαν Ολύμπια δώματ” έχοντες. οϊ μέν έπί Κρόνον ήσαν, ότ” ούρανώ έμβασίλευεν ώστε θεοί ό” έζωον άκηδέα θυμόν έχοντες νόσφιν άτερ τε πόνων καί όιζύος, ούδέ τι δειλόν γήρας έπήν, αίεί δε πόδας καί χεΐρας όμοιοι τέρποντ” έν θαλίησι, κακών έκτοσθεν άπάντων θνήσκον δ’ ώσθ’ ϋπνω δεδμημένον έσθλά δε πάντα τοϊσιν έην καρπόν δ’ έφερε ζείδωρος άρουρα αΰτομάτη πολλόν τε καί άφθονον οΐ δ’ έθελημοί ήσυχοι έργ’ ένέμοντο συν έσθλοϊσιν πολέεσοιν. αύτάρ έπεί δή τοϋτο γένος κατά γαϊα κάλυιρε, τοί μέν δαίμονες άγνοί έπιχθόνιοι τελέθουσιν έσθλοί, άλεξίκακοι, φύλακες θνητών άνθρώπων,
[οί ρα φυλάσσουσίν τε δίκας καί σχέτλια έργα ήέρα έσσάμενοι πάντη φοιτώντες έπ” αίαν,] πλουτοδόται· καί τοϋτο γέρας βαοιλήιον έσχον.
 
Δεύτερον αύτε γένος πολύ χειρότερον μετόπισθεν άργύρεον ποίησαν Όλύμπια δώματ’ έχοντες, χρησέφ, ούτε φυήν έναλίγκιον ούτε νόημα· άλλ” έκατόν μέν παϊς έτεα παρά μητέρι κεδνή έτρέφετ’ άτάλλων, μέγα νήπιος, ώ ένί οικω’ άλλ’ ότ’ άρ’ ήβήσαι τε καί ήβης μέτρον ϊκοιτο, παυρίδιον ζώεσκον έπί χρόνον, άλγε’ έχοντες άφραδίης ϋβριν γάρ άτάσθαλον ούκ έδύναντο άλλήλων άπέχειν, ούδ’ άθανάτους θεραπεύειν ήθελον ούδ’ έρδειν μακάρων ίεροϊς έπί βωμσΐς, ή θέμις άνθρώποις κατά ήθεα. τούς μέν έπειτα Ζευς Κρονίδης έκρυψε χολούμενος, οϋνεκα τιμάς ούκ έόιόον μακάρεσσι θεοΐς οΐ Όλυμπον έχουσιν. αύτάρ έπεί καί τοϋτο γένος κατά γαΐα κάλυψε, το’ι μέν υποχθόνιοι μάκαρες θνητοί καλέονται, δεύτεροι, άλλ’ έμπης τιμή καί τοΐοιν όπηδεϊ.
 
Ζευς δέ πατήρ τρίτον άλλο γένος μερόπων άνθρώπων χάλκειον ποίηο’, ούκ άργυρέω ούδέν όμοϊον, έκ μελιάν, δεινόν τε καί όδριμον οΐσιν “Αρηος έργ” έμελε στονόεντα καί υδρίες, ούδέ τι σίτον ήσθιον, άλλ’ άδάμαντος έχον κρατερόφρονα θυμόν, [άπλαοτοι· μεγάλη δέ δίη καί χεϊρες άαπτοι έξ ώμων έπέφυκον έπί στιδαροΐσι μέλεοσι.] τών δ’ ήν χάλκεα μέν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οικοι, χαλκώ δ’ είργάζοντο’ μέλας δ’ ούκ έσκε σίδηρος, καί τοί μέν χείρεσσιν ύπό σφετέρησι δαμέντες δήσαν ές εύρώεντα δόμον κρυεροϋ Άίδαο, νώνυμνοι- θάνατος δέ καί έκπάγλους περ έόντας εΐλε μέλας, λαμπρόν δ’ έλιπον φάος ήελίοιο.
 
Αύτάρ έπεί καί τοϋτο γένος κατά γαΐα κάλυψεν, αυτις έτ’ άλλο τέταρτον έπί χθονί πουλνδοτείρη Ζευς Κρονίδης ποίησε, δικαιότερον καί άρειον, άνδρών ηρώων θειον γένος, οΐ καλέονται ημίθεοι, προτέρη γενεή κατ’ άπείρονα γαΐαν. καί τούς μέν πόλεμός τε κακός καί φύλοπις αίνή τούς μέν ύφ” έπταπύλω θήδη, Καδμηίδι γαίη, ώλεσε μαρναμένονς μήλων ένεκ’ Οίδιπόδαο, τούς δέ καί έν νήεοοιν ύπέρ μέγα λαιτμα θαλάσσης ές Τροίην άγαγών Ελένης ένεκ’ ήυκόμοιο.
 
[ένθ’ η τοι τους μέν θανάτου τέλος άμφεκάλυψε] τοϊς δέ δίχ’ άνθρώπων δίοτον καί ήθε’ όπάσσας Ζευς Κρονίδης κατένασσε πατήρ ές πείρατα γαίης. και τοι μέν ναίονσιν άκηδέα θυμόν έχοντες έν μακάρων νήσοιοι παρ” Ωκεανόν βαθυδίνην, όλβιοι ήρωες, τοϊσιν μελιηδέα καρπόν τρις έτεος θάλλοντα φέρει ζείδωρος άρουρα.
 
Μηκέτ’ έπειτ” ώφελλον έγώ πέμπτοισι μετεΐναι άνδράοιν, άλλ’ ή πρόοθε θανεΐν ή έπειτα γενέσθαι. νϋν γάρ δή γένος έστί σιδήρεον οϋδέ ποτ’ ημαρ παύοονται καμάτου καί όιζνος ούδέ τι νύκτωρ φθειρόμενοι· χαλεπάς δέ θεοί δώσουσι μέριμνας, άλλ’ έμπης καί τοΐσι μεμείξεται έσθλά κακοΐσιν. Ζευς δ” όλέσει καί τοϋτο γένος μερόπων άνθρώπων, εΰτ’ άν γεινόμενοι πολιοκρόταφοι τελέθωσιν. οϋδέ πατήρ παίδεσσιν όμοίιος ούδέ τι παΐδες ούδέ ξεϊνος “ξεινοδόκω καί έταϊρος έταίρω, ούδέ κασίγνητος φίλος έοοεται, ώς τό πάρος περ. αΐ’ψα δέ γηράσκοντας άτιμήσουσι τοκήας· μέμψονται δ’ άρα τούς χαλεποϊς βάζοντες έπεσσι, σχέτλιοι, ούδέ θεών όπιν είδότες-
 
Ησίοδος ο Επικός Ποιητής
 
Ο Ησίοδος γεννήθηκε στην Άσκρη της Βοιωτίας, όπου κατέφυγε ο πατέρας του από την αιολική Κύμη της Μικράς Ασίας, αλλά η ημερομηνία της γέννησής του δεν είναι γνωστή. Υπολογίζεται ότι έζησε γύρω στο 700 ή 800 π.κ.ε. Επισκεπτόμενος συχνά το όρος Ελικώνα, όπου οι μύθοι έλεγαν ότι κατοικούσαν οι Μούσες, έλεγε ο ίδιος ότι εκείνες του έδωσαν το χάρισμα της ποίησης. Επειδή μεγάλωσε σε αυτό το ιερό και αγροτικό περιβάλλον τα ποιήματα του έχουν διδακτικό και θρησκευτικό περιεχόμενο, ενώ με τον Ησίοδο η Ελλάδα βγαίνει από το σκοτάδι του μύθου αφοί ο ίδιος αντλεί τα θέματα του όχι μόνο από τη φαντασία αλλά και από την ζωή φέρνοντας έτσι την ποίηση πιο κοντά στον άνθρωπο.
 
Ο τρόπος και χρόνος θανάτου του είναι συγκεχυμένος. Μία παράδοση θέλει τον τάφο του Ησίοδου στον Ορχομενό Βοιωτίας, ενώ σύμφωνα με μια άλλη, το μαντείο των Δελφών έβγαλε χρησμό ότι ο Ησίοδος θα πέθαινε στη Νεμέα, οπότε εκείνος κατέφυγε στη Λοκρίδα, όπου όμως σκοτώθηκε στον τοπικό ναό του Νεμαίου Δία και ετάφη εκεί.
 
Ο Ησίοδος ασχολήθηκε με το έπος, την επική δηλαδή ποίηση, που εμπεριέχει έντονα το διδακτικό στοιχείο. Γι’ αυτό και θεωρείται ο πατέρας του διδακτικού έπους επειδή διδάσκει πάνω σε αυτά που αναφέρεται. Η επική ποίηση του Ησιόδου ως γνωστό περιλαμβάνει τη «Θεογονία», «Τα έργα και ημέραι», την «Ασπίδα του Ηρακλέους», τις «Ηοίαι» και τους «Ιδαίους Δακτύλους». Τα δύο πρώτα έργα του θεωρούνται ίσως τα πιο σπουδαία, δηλαδή η «Θεογονία» και το «Έργα και ημέραι» που είναι τα πιο γνωστά στο ευρύ κοινό. Μάλιστα η «Θεογονία», το αθάνατο αυτό κλασικό αριστούργημά του, είναι που έκλεψαν οι Εβραίοι [οι 72] και δημιούργησαν το τερατούργημα της «Γέννησης» της Αγίας Γραφής.
 
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το αξιολογότατο έργο του «Έργα και Ημέραι», ένα έργο με αποκαλυπτικές, διαχρονικές και επίκαιρες επισημάνσεις. Το στοιχείο μάλιστα της επικαιρότητας εντοπίζεται μέσα από τη μελέτη ενός αξιοσημείωτου κεφαλαίου του συγκεκριμένου έργου του Ησιόδου, όπως περιγράφει τα 5 θνητά ανθρώπινα γένη και ιδιαίτερα το σιδήρεον γένος. Το «σιδερένιο» γένος, το τελευταίο και δυστυχώς το πιο ευτελές από πλευράς ανθρώπινης συμπεριφοράς λόγω έλλειψης ηθικών κανόνων και αρετών, στο οποίο ανήκει ο σημερινός πληθυσμός της ανθρωπότητας. Στους αρχαίους χρόνους αν και πολλά ποιήματα έφεραν το όνομά του, τρία ποιήματα σώθηκαν από τον χρόνο. Τα ποιήματα του Ησίοδου περιείχαν τις πρώτες προσπάθειες για λυρική γραφή, ιαμβική και ελεγειακή.
 
Έργα και Ημέραι, όπου ο Ησίοδος κάνει λόγο για τα ηθικά διδάγματα που πρέπει να ακολουθούν οι άνθρωποι. Επίσης δίνει συμβουλές στους αγρότες για την καλλιέργεια της γης και αναφέρει πως η εργασία είναι ο μόνος δρόμος που εξασφαλίζει την επιτυχία. «Έργον δ” ουδέν όνειδος, αεργίη δέ τ” όνειδος» δηλαδή «καμία εργασία δεν είναι ντροπή, ντροπή είναι να μην εργάζεται κανείς». Στο ίδιο έργο δίνει ακόμα συμβουλές για ναυτιλιακά, εμπορικά και γεωργικά έργα, καθώς και για τον γάμο, την ανατροφή των παιδιών, προσπαθώντας να προτρέψει τον άνθρωπο να γίνει πιο καλός και πιο ενάρετος.
 
Θεογονία. Είναι έπος, δηλαδή μεγάλο αφηγηματικό ποίημα αποτελούμενο από 1.022 στίχους. Αναφέρεται στις τοπικές λατρείες των Θεών και στην απαρχή του κόσμου. Είναι μια σημαντικότατη πηγή πληροφοριών για την ελληνική μυθολογία. Είναι χωρισμένο σε 5 μέρη: α. Προοίμιο, β. Κοσμογονία-Θεογονία, γ. Τιτανομαχία δ. Δεύτερη φάση της «Θεογονίας» και ε. Ηρωγοωνία. Στο Προοίμιο ο Ησίοδος υμνεί τις Μούσες και τις παρακαλά να του δώσουν έμπνευση. Στη «Θεογονία» μας αφηγείται πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος και οι θεοί και αναφέρει πως όλα ξεκίνησαν από το Χάος. Στη συνέχεια γεννήθηκε η Γη, ο Τάρταρος και ο Έρωτας. Από το Χάος γεννήθηκε το Έρεβος και η Μαύρη Νύχτα που γέννησαν τον Αιθέρα και την Ημέρα. Αργότερα η Γη γέννησε τον Ουρανό και από την ένωση αυτών των δύο δημιουργήθηκαν ο Ωκεανός, οι Τιτάνες, οι Κύκλωπες και οι Εκατόγχειρες.
 
Ένας από τους Τιτάνες, ο Κρόνος έκανε παιδιά με τη Ρέα, φοβούμενος όμως μη χάσει την ηγετική του θέση, που είχε σφετεριστεί από τον πατέρα του τον Ουρανό, άρχισε να καταπίνει τα παιδιά του. Ένα από αυτά ήταν και ο Δίας, ο οποίος όμως γλίτωσε. Ύστερα αφηγείται πως ο Προμηθέας έκλεψε τη φωτιά από τους θεούς και την έδωσε στους ανθρώπους. Οργισμένος τότε ο Δίας διέταξε τον Ήφαιστο να πλάσει την Πανδώρα, την πρώτη γυναίκα στον κόσμο, για να φέρει δυστυχία στους ανθρώπους ενώ έδεσε τον Προμηθέα με άλυτα δεσμά σε έναν βράχο στον Καύκασο και έστειλε έναν αετό εκεί για να του τρώει το συκώτι, που κάθε μέρα ανανεωνόταν.
 
Στη συνέχεια αναφέρεται στους Εκατόγχειρες που τους είχε δέσει ο Κρόνος στο άλλο άκρο της Γης. Στην Τιτανομαχία ο Δίας τους ελευθέρωσε ώστε να τους χρησιμοποιήσει ως συμμάχους στη μάχη εναντίον των Τιτάνων, όπου εντέλει νίκησαν οι θεοί. Στη Δεύτερη Θεογονία μας διηγείται πως μετά από αυτή την νίκη οι θεοί αναγνώρισαν σαν κυρίαρχο τους τον Δία, ενώ στην Ηρωγονία αναφέρει τους ημίθεους ήρωες που γεννήθηκαν από θνητούς πατέρες και αθάνατες γυναίκες.
 
Κατάλογος Γυναικών ή Ηοίαι, όπου εξυμνούνται θνητές που έκαναν θνητά παιδιά από αθάνατους θεούς.
 
Ασπίς, όπου γίνεται λόγος για την μονομαχία του Ηρακλή και του Κύκνου.
 
Ως αφορμή για τη συγγραφή του αναφέρεται από τον ποιητή η (πιθανώς επινοημένη) διαμάχη του με τον αδελφό του Πέρση, ο οποίος δωροδόκησε τους “βασιλιάδες” για να καρπωθεί μεγαλύτερο μερίδιο της πατρικής κληρονομιάς. Το εύρημα αυτό επιτρέπει στον Ησίοδο να απευθύνει παραινέσεις ηθικού χαρακτήρα αλλά και διδαχές με καθαρά πρακτικό περιεχόμενο. Επειδή παρόμοια ποιήματα πρακτικής σοφίας υπήρχαν ήδη στην Εγγύς Ανατολή, θεωρείται πιθανόν ότι το έπος του Ησιόδου προϋποθέτει γνώση αυτής της παράδοσης.
 
Στο πρώτο μέρος του ποιήματος ο ποιητής, χρησιμοποιώντας, μεταξύ άλλων, μύθους, αλληγορίες και γνωμικά, προσπαθεί να δείξει στον αδελφό του ότι η ύπαρξη των κακών στους ανθρώπους οφείλεται στην ὕβριν παλαιοτέρων γενεών, γεγονός που καθιστά αναπόφευκτη την επίπονη εργασία. Στο δεύτερο μέρος ακολουθούν πρακτικές συμβουλές, ώστε να μπορεί ο αδελφός του να ζει με έντιμο τρόπο από την εργασία του.
 
Ένας από τους μύθους που διηγείται ο Ησίοδος στο πρώτο μέρος είναι αυτός των γενών: πέντε γένη ή είδη ανθρώπων διαδέχονται στη διάρκεια του χρόνου το ένα το άλλο σε μια πορεία σταδιακής κατάπτωσης. Τα τέσσερα από τα γένη αντιστοιχούν σε ισάριθμα μέταλλα (χρυσός, άργυρος, χαλκός, σίδηρος). Πριν από το τελευταίο όμως παρεμβάλλεται ένα επιπλέον γένος, για να ενταχθούν σ᾽ αυτό οι ήρωες που σύμφωνα με τους μύθους των Ελλήνων πολέμησαν στη Θήβα και στην Τροία. Τα σημάδια της φθίνουσας πορείας του ανθρώπινου γένους εντοπίζονται κάθε φορά στον βαθμό της ηθικής κατάπτωσης, της πρόωρης γήρανσης και της άδοξης μεταθανάτιας ζωής

Αρχαία Ελληνική Γραμματεία: ΗΣΙΟΔΟΣ - Θεογονία (265-336)

Θαύμας δ᾽ Ὠκεανοῖο βαθυρρείταο θύγατρα
ἠγάγετ᾽ Ἠλέκτρην· ἡ δ᾽ ὠκεῖαν τέκεν Ἶριν
ἠυκόμους θ᾽ Ἁρπυίας, Ἀελλώ τ᾽ Ὠκυπέτην τε,
αἵ ῥ᾽ ἀνέμων πνοιῇσι καὶ οἰωνοῖς ἅμ᾽ ἕπονται
ὠκείῃς πτερύγεσσι· μεταχρόνιαι γὰρ ἴαλλον.
270Φόρκυι δ᾽ αὖ Κητὼ γραίας τέκε καλλιπαρήους
ἐκ γενετῆς πολιάς, τὰς δὴ Γραίας καλέουσιν
ἀθάνατοί τε θεοὶ χαμαὶ ἐρχόμενοί τ᾽ ἄνθρωποι,
Πεμφρηδώ τ᾽ εὔπεπλον Ἐνυώ τε κροκόπεπλον,
Γοργούς θ᾽, αἳ ναίουσι πέρην κλυτοῦ Ὠκεανοῖο
275 ἐσχατιῇ πρὸς νυκτός, ἵν᾽ Ἑσπερίδες λιγύφωνοι,
Σθεννώ τ᾽ Εὐρυάλη τε Μέδουσά τε λυγρὰ παθοῦσα·
ἡ μὲν ἔην θνητή, αἱ δ᾽ ἀθάνατοι καὶ ἀγήρῳ,
αἱ δύο· τῇ δὲ μιῇ παρελέξατο Κυανοχαίτης
ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν εἰαρινοῖσι.
280 τῆς ὅτε δὴ Περσεὺς κεφαλὴν ἀπεδειροτόμησεν,
ἐξέθορε Χρυσάωρ τε μέγας καὶ Πήγασος ἵππος.
τῷ μὲν ἐπώνυμον ἦν, ὅτ᾽ ἄρ᾽ Ὠκεανοῦ παρὰ πηγὰς
γένθ᾽, ὁ δ᾽ ἄορ χρύσειον ἔχων μετὰ χερσὶ φίλῃσι.
χὠ μὲν ἀποπτάμενος, προλιπὼν χθόνα μητέρα μήλων,
285 ἵκετ᾽ ἐς ἀθανάτους· Ζηνὸς δ᾽ ἐν δώμασι ναίει
βροντήν τε στεροπήν τε φέρων Διὶ μητιόεντι·
Χρυσάωρ δ᾽ ἔτεκε τρικέφαλον Γηρυονῆα
μιχθεὶς Καλλιρόῃ κούρῃ κλυτοῦ Ὠκεανοῖο·
τὸν μὲν ἄρ᾽ ἐξενάριξε βίη Ἡρακληείη
290 βουσὶ πάρ᾽ εἰλιπόδεσσι περιρρύτῳ εἰν Ἐρυθείῃ
ἤματι τῷ, ὅτε περ βοῦς ἤλασεν εὐρυμετώπους
Τίρυνθ᾽ εἰς ἱερήν, διαβὰς πόρον Ὠκεανοῖο,
Ὄρθόν τε κτείνας καὶ βουκόλον Εὐρυτίωνα
σταθμῷ ἐν ἠερόεντι πέρην κλυτοῦ Ὠκεανοῖο.
295ἡ δ᾽ ἔτεκ᾽ ἄλλο πέλωρον ἀμήχανον, οὐδὲν ἐοικὸς
θνητοῖς ἀνθρώποις οὐδ᾽ ἀθανάτοισι θεοῖσι,
σπῆι ἔνι γλαφυρῷ, θείην κρατερόφρον᾽ Ἔχιδναν,
ἥμισυ μὲν νύμφην ἑλικώπιδα καλλιπάρηον,
ἥμισυ δ᾽ αὖτε πέλωρον ὄφιν δεινόν τε μέγαν τε
300 αἰόλον ὠμηστήν, ζαθέης ὑπὸ κεύθεσι γαίης.
ἔνθα δέ οἱ σπέος ἐστὶ κάτω κοίλῃ ὑπὸ πέτρῃ
τηλοῦ ἀπ᾽ ἀθανάτων τε θεῶν θνητῶν τ᾽ ἀνθρώπων,
ἔνθ᾽ ἄρα οἱ δάσσαντο θεοὶ κλυτὰ δώματα ναίειν.
ἡ δ᾽ ἔρυτ᾽ εἰν Ἀρίμοισιν ὑπὸ χθόνα λυγρὴ Ἔχιδνα,
305 ἀθάνατος νύμφη καὶ ἀγήραος ἤματα πάντα.
τῇ δὲ Τυφάονά φασι μιγήμεναι ἐν φιλότητι
δεινόν θ᾽ ὑβριστήν τ᾽ ἄνομόν θ᾽ ἑλικώπιδι κούρῃ·
ἡ δ᾽ ὑποκυσαμένη τέκετο κρατερόφρονα τέκνα.
Ὄρθον μὲν πρῶτον κύνα γείνατο Γηρυονῆι·
310 δεύτερον αὖτις ἔτικτεν ἀμήχανον, οὔ τι φατειόν,
Κέρβερον ὠμηστήν, Ἀίδεω κύνα χαλκεόφωνον,
πεντηκοντακέφαλον, ἀναιδέα τε κρατερόν τε·
τὸ τρίτον Ὕδρην αὖτις ἐγείνατο λύγρ᾽ εἰδυῖαν
Λερναίην, ἣν θρέψε θεὰ λευκώλενος Ἥρη
315 ἄπλητον κοτέουσα βίῃ Ἡρακληείῃ.
καὶ τὴν μὲν Διὸς υἱὸς ἐνήρατο νηλέι χαλκῷ
Ἀμφιτρυωνιάδης σὺν ἀρηιφίλῳ Ἰολάῳ
Ἡρακλέης βουλῇσιν Ἀθηναίης ἀγελείης·
ἡ δὲ Χίμαιραν ἔτικτε πνέουσαν ἀμαιμάκετον πῦρ,
320 δεινήν τε μεγάλην τε ποδώκεά τε κρατερήν τε.
τῆς ἦν τρεῖς κεφαλαί· μία μὲν χαροποῖο λέοντος,
ἡ δὲ χιμαίρης, ἡ δ᾽ ὄφιος κρατεροῖο δράκοντος.
[πρόσθε λέων, ὄπιθεν δὲ δράκων, μέσση δὲ χίμαιρα,
δεινὸν ἀποπνείουσα πυρὸς μένος αἰθομένοιο.]
325 τὴν μὲν Πήγασος εἷλε καὶ ἐσθλὸς Βελλεροφόντης·
ἡ δ᾽ ἄρα Φῖκ᾽ ὀλοὴν τέκε Καδμείοισιν ὄλεθρον,
Ὄρθῳ ὑποδμηθεῖσα, Νεμειαῖόν τε λέοντα,
τόν ῥ᾽ Ἥρη θρέψασα Διὸς κυδρὴ παράκοιτις
γουνοῖσιν κατένασσε Νεμείης, πῆμ᾽ ἀνθρώποις.
330 ἔνθ᾽ ἄρ᾽ ὅ γ᾽ οἰκείων ἐλεφαίρετο φῦλ᾽ ἀνθρώπων,
κοιρανέων Τρητοῖο Νεμείης ἠδ᾽ Ἀπέσαντος·
ἀλλά ἑ ἲς ἐδάμασσε βίης Ἡρακληείης.
Κητὼ δ᾽ ὁπλότατον Φόρκυι φιλότητι μιγεῖσα
γείνατο δεινὸν ὄφιν, ὃς ἐρεμνῆς κεύθεσι γαίης
335 πείρασιν ἐν μεγάλοις παγχρύσεα μῆλα φυλάσσει.
τοῦτο μὲν ἐκ Κητοῦς καὶ Φόρκυνος γένος ἐστί.

***
Κι ο Θαύμας την κόρη του Ωκεανού με το βαθύ το ρεύμα
πήρε γυναίκα του, την Ηλέκτρα. Κι εκείνη γέννησε τη γοργή την Ίριδα
και τις Άρπυιες με την ωραία κόμη, την Ωκυπέτη και την Αελλώ,
που τρέχουν ίσα με των ανέμων τις πνοές και τα πουλιά
χάρη στις γοργές φτερούγες τους. Γιατί ψηλά πάνω απ᾽ τη γη ορμούνε.
270 Στο Φόρκη πάλι η Κητώ τις γριές του γέννησε με τα ωραία μάγουλα,
εκ γενετής μ᾽ άσπρα μαλλιά, που Γραίες τις καλούνε
οι θεοί οι αθάνατοι και οι άνθρωποι που χάμω σέρνονται,
την Πεμφρηδώ την ομορφόπεπλη και την κροκόπεπλη Ενυώ.
Και τις Γοργόνες γέννησε που κατοικούν στην άκρη του ξακουστού Ωκεανού,
στις εσχατιές, κοντά στη νύχτα, όπου και οι Εσπερίδες μένουν οι γλυκύφωνες,
τη Σθεννώ, την Ευρυάλη και τη Μέδουσα που έπαθε συμφορά ολέθρια.
Γιατί αυτή ήταν θνητή, ενώ οι άλλες δυο αγέραστες κι αθάνατες.
Μ᾽ αυτήν κοιμήθηκε ο Μαυρομάλλης
σε μαλακό λιβάδι και μες στα άνθη τα εαρινά.
280 Κι όταν της έκοψε απ᾽ το λαιμό την κεφαλή ο Περσέας,
ξεπήδησε ο μέγας Χρυσάωρ κι ο Πήγασος το άλογο.
Κι εκείνος πήρε αυτό το όνομα, γιατί στου Ωκεανού γεννήθηκε
πλάι τις πηγές, κι ο άλλος γιατί χρυσό σπαθί στα χέρια του κρατούσε.
Κι ο Πήγασος πέταξε κι άφησε πίσω του τη γη, μητέρα των ποιμνίων,
και στους αθανάτους έφτασε. Και κατοικεί στου Δία τα δώματα
την αστραπή και τη βροντή για το συνετό το Δία κουβαλώντας.
Και ο Χρυσάωρ γέννησε το Γηρυόνη τον τρικέφαλο,
σμίγοντας με την Καλλιρόη, κόρη του ξακουστού Ωκεανού.
Αυτόν τον φόνευσε ο δυνατός ο Ηρακλής
290 πλάι στα βόδια τα στριφτόποδα, στην Ερύθεια που τη ζώνουν τα νερά,
τη μέρα εκείνη που τα βόδια οδήγησε τα πλατυμέτωπα
στην Τίρυνθα την ιερή, αφού διάβηκε του Ωκεανού το πέρασμα
και σκότωσε τον Όρθο και το βουκόλο Ευρυτίωνα,
στη σκοτεινή του κατοικία στην άκρη του ξακουστού Ωκεανού.
Κι εκείνη άλλο γέννησε τέρας απροσμάχητο, που διόλου
στους θνητούς ανθρώπους και στους αθάνατους θεούς δεν έμοιαζε,
σε βαθουλή σπηλιά, τη θεϊκή γενναιόψυχη Έχιδνα,
μισή νύμφη με ωραία μάγουλα, με μάτια ζωηρά,
και μισή πελώριο φίδι, δεινό και μέγα,
300 πλουμιστό, ωμοφάγο, στης πανίερης γης τα βάθη.
Έχει εκεί σπηλιά κάτω απ᾽ τον κοίλο βράχο,
μακριά απ᾽ τους αθάνατους θεούς και τους θνητούς ανθρώπους,
όπου της δώσανε οι θεοί να κατοικεί δώματα μεγαλόπρεπα.
Ενώ η άλλη, η ολέθρια Έχιδνα, κρατιόταν στους Αρίμους κάτω απ᾽ τη γη,
νύμφη αθάνατη κι αγέραστη για όλες της τις μέρες.
Λένε πως έσμιξε μ᾽ αυτήν ερωτικά ο Τυφώνας,
ο δεινός, ο υβριστής και άνομος, με την κόρη που ᾽χει ζωηρά τα μάτια.
Κι εκείνη έμεινε έγκυος και γέννησε παιδιά γενναιόψυχα.
Τον Όρθο πρώτα γέννησε σκυλί του Γηρυόνη.
310 Έπειτα πάλι γέννησε, τον ανίκητο, τον ακατονόμαστο,
τον ωμοφάγο Κέρβερο, το σκύλο του Άδη τον χαλκόφωνο,
πενηντακέφαλο, ανήλεο και δυνατό.
Τρίτη την Ύδρα πάλι γέννησε που μόνο το κακό γνωρίζει,
τη Λερναία, που την ανέθρεψε η Ήρα, η θεά με τα λευκά τα μπράτσα,
άπληστα οργισμένη με το δυνατό Ηρακλή.
Αυτήν ο γιος του Δία ο Ηρακλής τη θανάτωσε με το χαλκό τον ανελέητο,
από το σόι του Αμφιτρύωνα, μαζί με τον Ιόλαο, το φίλο του Άρη,
χάρη στις συμβουλές της Αθηνάς που το στρατό οδηγάει.
Κι εκείνη γέννησε τη Χίμαιρα που πνέει φωτιά ακατάβλητη,
320 δεινή, μεγάλη, γοργόποδη και δυνατή.
Τρία ήταν τα κεφάλια της: ένα λιονταριού με μάτια αστραφτερά,
ένα κατσίκας κι ένα φιδιού, δράκοντα δυνατού.
[Από μπροστά ήταν λέων, από πίσω φίδι, στη μέση γίδα,
και ξεφυσούσε δύναμη φοβερή φωτιάς που καίει.]
Αυτήν ο Πήγασος τη σκότωσε κι ο έξοχος Βελλεροφόντης.
Κι εκείνη γέννησε την ολέθρια Σφίγγα, για τους Καδμείους όλεθρο,
με τον Όρθο σμίγοντας, και το λιοντάρι της Νεμέας,
που η Ήρα το ανέθρεψε, η ένδοξη του Δία η σύζυγος,
και το εγκατέστησε στης Νεμέας τα υψώματα, για τους ανθρώπους βλάβη.
330 Έμεινε αυτό εκεί και τα γένη των ανθρώπων έφθειρε,
στον Τρητό της Νεμέας και στον Απέσαντα κυριαρχώντας.
Μα αυτό το δάμασε η δύναμη του ισχυρού Ηρακλή.
Και η Κητώ, γέννησε τελευταίο, αφού με το Φόρκη έσμιξε ερωτικά,
φίδι δεινό που στης γης της σκοτεινής τα βάθη,
στα μακρινά τα πέρατα, τα ολόχρυσα φυλάγει μήλα.
Αυτή η γενιά απ᾽ την Κητώ κι από το Φόρκη είναι.